.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πορφυρίας Μοναχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πορφυρίας Μοναχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

''Φτιάξε τα μαλλιά σου, και θα γίνεις καλά..''

Πρώτα εντοπίζω το βασικό πρόβλημα αυτού που έρχεται να ζητήσει βοήθεια, και μετά προχωρώ στα πνευματικότερα.

Πολλοί εδώ έχουν πετάξει τα ψυχοφάρμακα...

Ήρθε μια και της είπα κάτι τρελό: «Φτιάξε τα μαλλιά σου για να γίνεις καλά». 

Μου λέει: «Γερόντισσα, είσαι τρελή;». 

Τελικά δεν ήμουν και τόσο τρελή. 

Πράγματι, μόλις έφτιαξε τα μαλλιά της και ομόρφυνε, 
ανέβηκε το ηθικό της και πέταξε τα ψυχοφάρμακα...

Στον πονεμένο δεν μπορείς να μιλήσεις κατευθείαν για τον Θεό. 

Πρώτα πρέπει να ηρεμήσεις την ψυχούλα του,  να τον γιατρέψεις, να του δώσεις χαρά και μετά να πας στον Θεό. 

Διδαχές μοναχής Πορφυρίας (πρώην οδηγός ταξί) 


«Από το χάος στο φως.
Στα ίχνη ενός σπουδαίου ανθρώπου του Θεού».

ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 2012



Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΜΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΠΟΡΝΗΣ



Η μοναχή Πορφυρία, η επί δεκαετίας (1997-2007) πρώην οδηγός TAXI σε Αθήνα και Πειραιά μας αναφέρει:
«Ἡ βάρδια μου εἶναι νυκτερινή, ἡ ὥρα ἕντεκα τό βράδυ. Ἀνέβαινα τήν ὁδό Πειραιῶς, πρός Ὀμόνοια. Μέσα στό ταξί, ὡς συνήθως, μιλοῦσα μέ τόν γλυκύ μου Ἰησοῦ. Αὐθόρμητα εἶπα μέσα μου στό Χριστό μου: Τόν πρῶτο ἄνθρωπο πού θά μοῦ κάνη σινιάλο νά σταματήσω, θά τόν πάω χωρίς χρήματα, ἀρκεῖ νά τόν φέρω κοντά Σου. Δέν μέ σταμάτησε κανείς, μέχρι πού ἔφθασα Πειραιῶς καί Μενάνδρου. Ἐκεῖ στή γωνία στεκόταν μιά κοπέλλα. Σταμάτησα καί τήν κοιτοῦσα. Περίμενε πελάτη, γιά τό μεροκάματο. Χωρίς νά τό καλοσκεφθῶ, κατέβηκα καί πῆγα κοντά της.
—Καλησπέρα!
—Καλησπέρα!, μοῦ ἀπάντησε.
—Ξέρεις, αὐτή τήν ὥρα, αἰσθάνομαι πολύ πόνο στήν ψυχή μου καί θέλω μέ κάποιον νά τόν μοιρασθῶ.
Μέ κοιτοῦσε παραξενεμένη καί μοῦ λέει:
—Καλά, καί βρῆκες ἐμένα νά μιλήσης;
—Ναί! Ἡ καρδιά μου μοῦ λέει πώς ἐσύ θά μέ καταλάβης.
—Ξέρεις τί δουλειά κάνω ἐγώ;
—Τό βλέπω.
—Καί θέλεις νά μιλήσης μαζί μου;
—Ναί! Θέλω νά μιλήσω μαζί σου. Εἶσαι νά χάσουμε σήμερα καί οἱ δύο τό μεροκάματο; Ἴσως νά μπορέσης νά μέ βοηθήσης καί νά σωθῶ.
—Πᾶμε, μοῦ λέει διστακτικά.
—OΚ, φύγαμε!
Ἔρριξε μιά ματιά γύρω της καί μπῆκε γρήγορα στό ταξί.
Χαρούμενη ἐγώ, ἀλλά καί προβληματισμένη· τί θά τῆς ἔλεγα; Θεέ μου! ἔλα κάτω καί βοήθησέ με, τί νά κάνω τώρα; Τί νά τῆς πῶ; Ἀφοῦ συστηθήκαμε, τῆς λέω:
—Δύσκολα τά ἐπαγγέλματα πού διαλέξαμε νά κάνουμε, ἔ;
Καί ἔτσι ἀρχίζει μιά πολύ ὡραία συζήτησι.
Στήν ἀρχή γύρω ἀπ’ τό ταξί καί τίς δυσκολίες του. Καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά μπαίνω στή δική της ζωή. Ὡστόσο, φθάσαμε στό Καβούρι. Τῆς εἶπα:
—Θά κατέβουμε ἐδῶ νά πιοῦμε καφέ καί νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας.
Ἐκείνη τότε μοῦ εἶπε κάτι πού μέ συγκίνησε:
—Δέν ντρέπεσαι νά πᾶμε μαζί μέσα;
Ὅπως καταλαβαίνετε, τό ντύσιμό της ἦταν διαφορετικό ἀπ’ τό δικό μου, ἀλλά καί ἡ ὅλη της ἐμφάνισι. Τῆς εἶπα:
—Ὄχι! Δέν ντρέπομαι! Νά ντρέπωνται αὐτοί πού σέ ἔφεραν σ’ αὐτή τήν κατάστασι! Γιά μένα εἶσαι ἕνα γλυκό καί τρυφερό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
Μπήκαμε μέσα· τά βλέμματα ὅλων πέσανε ἐπάνω μας. Ὅμως, αὐτό δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου, οὔτε οἱ μελανιές τίς ὁποῖες εἶχε στά πόδια της μέ ἔκαναν νά ντραπῶ καί νά ἀρχίσω νά τρέχω. Γιά μένα ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν ἱερή. Ἔπρεπε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά ἀναστήσω πάσῃ θυσία αὐτό τό κορίτσι.
Ὅπως κι ἄλλες φορές, αἰσθανόμουν πώς δέν μιλάω ἐγώ, ἀλλά κάποιος ἄλλος μέσα ἀπό ἐμένα· τό ἴδιο συνέβη καί σ’ αὐτή τήν περίπτωσι· κάποιος ἄλλος μέ ὠθοῦσε νά βοηθήσω αὐτή τήν κοπέλλα. Μοῦ διηγήθηκε ὅλη τή ζωή της ἀπ’ τά παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Καί, ἐπίσης, πῶς ἔφθασε νά κάνη αὐτό τό ἐπάγγελμα.
Ἕνα ἐπάγγελμα ὀδυνηρό, ὄχι ἁπλᾶ δύσκολο. Αὐτό τό ἐπάγγελμα σοῦ καταρρακώνει τήν προσωπικότητα, τήν ἀξιοπρέπεια, ξεχνᾶς ἄν εἶσαι ἄνθρωπος, ξεχνᾶς τά θέλω σου, ζῆς καί λειτουργεῖς μέ τά θέλω τῶν ἄλλων. Ἐσύ δέν ὑπάρχεις πουθενά, γιατί, ἐκτός ἀπ’ τή σάρκα σου, γι’ αὐτούς δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό καί εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ὑπακοῦς στίς διαταγές τους. Δηλαδή, βρίσκεσαι στήν ὑπακοή τοῦ Διαβόλου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Τή δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἐπαγγέλματος τήν ἄκουσα γιά πρώτη φορά αὐτή τή βραδιά. Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε τήν καρδιά μου! Ἡ ἐξομολόγησι αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ μέ πόνεσε τόσο πολύ, πού ἀνάλογο πόνο δέν θυμᾶμαι νά ἔχω νοιώσει στή ζωή μου!
Τότε ἄρχισα νά τῆς μιλῶ γιά τό Θεό καί γιά τή μεγάλη εὐτυχία τήν ὁποία μᾶς χαρίζει, ὅταν εἴμασθε κοντά Του· τῆς μίλησα γιά τήν Παναγία μας καί τό πόσο γλυκειά, τρυφερή καί προστατευτική εἶναι γιά τά παιδιά Της. Τῆς μίλησα γιά τά θαύματα τῶν Ἁγίων μας, γιά τό Γέροντα Πορφύριο, γιά τά θαύματα τά ὁποῖα ἔζησα μέσα στό ταξί, μά καί πολλοί ἄνθρωποι μαζί μου. Τῆς μίλησα γιά τή δύναμι τῆς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας καί γιά πάρα πολλά θέματα γύρω ἀπ’ τό Θεό καί τήν πίστι. Προσπαθοῦσα νά τήν πείσω νά ἀλλάξη τή ζωή τήν ὁποία ἔκανε, ἀφήνοντας τά δάκρυά μου νά τρέχουν συνέχεια, ἀσταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τά χέρια.
Ὅταν πιά, κουρασμένη ἀπ’ τό κλάμα μου, τῆς εἶπα: “Ὥρα εἶναι νά πηγαίνουμε”, πλήρωσα καί σηκωθήκαμε νά φύγουμε.
Ὅταν φθάσαμε στό ταξί, μέ περίμενε ἡ μεγάλη ἔκπληξι. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ λέει:
—Μ’ ἀφήνεις νά σέ ἀγκαλιάσω;
—Καί, βέβαια, νά μέ ἀγκαλιάσης, τῆς εἶπα μέ πολύ χαρά.
Μέ ἀγκάλιασε καί τότε ξέσπασε σέ λυγμούς. Μέσα ἀπ’ τούς λυγμούς της μοῦ ἔλεγε:
—Βοήθησέ με, βοήθησέ με, ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε, βοήθησέ με νά ἀλλάξω τή ζωή μου, κουράσθηκα νά κάνω αὐτή τή δουλειά! Εἶμαι πολύ νέα, ὅπως λές κι ἐσύ, ἄν καί νιώθω ἑκατό χρονῶν. Βοήθησε νά κάνω μιά καινούργια ἀρχή, νά κάνω οἰκογένεια, νά κάνω παιδιά. Ἔχεις δίκηο, μπορῶ νά ξαναρχίσω ἀπ’ τήν ἀρχή. Ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε. Σέ παρακαλῶ, πήγαινέ με στό δικό σου Θεό καί, σέ παρακαλῶ, πές Του νά μοῦ δώση καί μένα ὅ,τι ἔδωσε σέ σένα. Νά γίνω κι ἐγώ εὐτυχισμένη καί χαρούμενη ὅσο καί ἐσύ.
Τῆς ὑποσχέθηκα πώς θά τή βοηθήσω. Τή φιλοξένησα ἐπί ἕνα μῆνα σπίτι μου. Ἕνας μῆνας μαρτυρικός καί ἐπικίνδυνος γιά μένα. Γιατί, ὅπως γνωρίζετε, αὐτές οἱ κοπέλλες ἔχουν καί κάποιον πού τίς “προστατεύει”. Κινδύνευσε ἡ ζωή μου μερικές φορές. Ὅμως, ἤμουν σίγουρη πώς ὁ Θεός δέν θά ἐπέτρεπε νά μοῦ συμβῆ κανένα κακό· ἀντιθέτως θά μέ βοηθοῦσε νά σώσω αὐτό τό κορίτσι· γιατί Ἐκεῖνος μέ ἔστειλε στό δρόμο της.
Ἔτσι κι ἔγινε· ἀπό ἐκείνη τή νύκτα ἡ ζωή της ὁλοκληρωτικά ἄλλαξε. Σήμερα εἶναι παντρεμένη, εὐτυχισμένη καί κοντά στό Θεό, ἔχει καί δύο παιδάκια.
Ἐκείνη ἡ νύκτα ἦταν εὐλογημένη, ἦταν θεϊκή!».


Πορφυρίας Μοναχής
Ταξιδεύοντας στα Τείχη της Πόλης
σελ.255-259
εκδ. Παναγόπουλος
Αθήνα 2010