.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προσευχή προς την Θεοτόκο

Υπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε,
επάκουσον της οικτράς μου δεήσεως
και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου,
η μετά Θεόν ελπίς πάντων των περάτων της γης.
Τον βρασμόν της σαρκός μου κατάσβεσον.
Τον εν τη ψυχή μου αγριότατον κλύδωνα κατεύνασον.
Τον πικρόν θυμόν καταπράϋνον.
Τον τύφον και την αλαζονείαν της ματαίας οιήσεως
εκ του νοός μου αφάνισον.
Τας νυκτερινάς φαντασίας των πονηρών πνευμάτων
και τας μεθημερινάς των ακαθάρτων εννοιών προσβολάς
εκ της καρδίας μου μείωσον.
Παίδευσόν με την γλώσσαν λαλείν τα συμφέροντα.
Δίδαξον τους οφθαλμούς μου
βλέπειν ορθώς της αρετής την ευθύτητα.
Τους πόδας μου τρέχειν ανυποσκελίστως
ποίησον την μακαρίαν οδόν των του Θεού εντολών.
Τας χείρας μου αγιασθήναι παρασκεύασον,
ίνα αξίως αίρω αυτάς προς τον Ύψιστον.
Κάθαρόν μου το στόμα,
ίνα μετά παρρησίας επικαλείται Πατέρα
τον φοβερόν Θεόν και πανάγιον.
Άνοιξόν μου τα ώτα, ίνα ακούω αισθητώς και νοητώς
τα υπέρ μέλι και κηρίον γλυκύτερα των αγίων Γραφών λόγια,
και βιώ κατ' αυτά από σου κραταιούμενος.
Δια γαρ σου, πανύμνητε και υπεράγαθε Δέσποινα,
περισώζεται πάσα βροτεία φύσις αινούσα και ευλογούσα
Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα,
την παναγίαν Τριάδα και ομοούσιον,
πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ «ΚΑΙΕΙ» ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

ποὺ ἐθελοτυφλοῦν, καὶ ἐπιτρέπουν μέρα μὲ τὴ μέρα, ὅλο καὶ περισσότεροι πιστοὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὰ ἐνδότερα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμού!


Τιμὴ ἁγίου καὶ μάρτυρος, εἶναι ἡ μίμηση τῆς ζωῆς του καὶ τῆς διδασκαλίας του.
Κι ὅμως οἱ σύγχρονοι πιστοί, μὲ πρώτους τοὺς ἐπισκόπους, πανηγυρίζουν στοὺς Ναούς, καὶ λιβανίζουν τοὺς Ἁγίους, καὶ ξελαρυγγίζονται ψάλλοντας καὶ ὁμιλώντας γι’ αὐτούς, ἀλλὰ σιωποῦν ἢ πράττουν τὰ ἀντίθετα στὴν ἀντιμετώπιση θεμάτων Πίστεως!
Ἐπειδὴ προέχει τὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς μελέτες, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴ καθοδηγητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅσοι ἀδελφοί μας ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν τηρητέα στάση ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν (καὶ κυρίως τῶν διακινούντων τὸν Οἰκουμενισμὸ Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων), ἀλλὰ οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι τοὺς παραπλανοῦν, διδάσκοντας μιὰἄλλη ποιμαντικὴ στάση, ποὺ δὲν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καὶ ἡ διαχρονικὴ Εὐαγγελικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Δηλαδή, ἀκολουθοῦν ἄλλη, κακόδοξη στάση, στὸ σωτηριολογικὸαὐτὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὑπερμάχησε τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων ἐναντίον τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν νά διαδώσουν στήν Ἀνατολή τίς δυτικές αἱρέσεις περί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐκεῖνος ἐπίσης ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς συγκεντρώσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἀναγωγῆς διά μέσου τῆς καρδιᾶς πρός τόν Θεόν, τά ὁποῖα ὁ Βαρλαάμ προσεπάθησε νά διαστρέψη.
Οἱ ἀγῶνες τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν ἐστράφησαν μόνον ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, ἀλλά καί ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ ΙΔ΄ τοῦ ἐπιλεγομένου Καλέκα. Ὁ Καλέκας, μετά τή Σύνοδο τοῦ 1341, ἡ ὁποία ἐδικαίωσε τίς θέσεις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καί κατεδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Βαρλαάμ, ἐστράφη ἐναντίον τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τόν ὁποῖο κατώρθωσε μέ διάφορες μηχανορραφίες καί τήν πολιτική ὑποστήριξι νά κλείση στήν φυλακή.
Ὁ Καλέκας ἐξέδωσε ἐγκύκλιον ἐπιστολή μέ τήν ὁποία ἀναθεματίζει τόν ἅγ. Γρηγόριο καί τούς ὁμόφρονάς του. Αὐτή περιεῖχε, μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, ...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης» (P.G. 150, 863D).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, διέκοψε τό μνημόσυνό του πρό συνοδικῆς κρίσεως. Αὐτό ἦτο μία ἀπό τίς αἰτίες πού ἐξεδόθη ἐναντίον του ὁ ἀναθεματισμός «...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου...».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, τότε πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τήνμνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου, ὁ Καλέκας δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ὁ δέ Ἅγιος δέν εἶχε χειροτονηθῆ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἦτο ἁπλός ἱερομόναχος τοῦ ἁγ. Ὄρους. Φαίνεται πώς τήν ἀπόφασι αὐτή τοῦ ἀναθεματισμοῦ τοῦ ἁγίου τήν ὑπέγραψαν καί ἄλλοι Ἐπίσκοποι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, ὁ δέ ἅγιος δέν τήν ἐτήρησε, ἀλλά κατ’ ἰδίαν συνέχισε νά λειτουργῆ (P.G. 150, 880D).
Τό σπουδαῖο καί ἔχον μεγίστη σημασία εἰς τήν παροῦσα μελέτη εἶναι τό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν ἦτο ἁπλῶς ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ἐπί πλέον ἐθεωροῦσε (καί διεκήρυττε) ὅτι ἦτο ἀδύνατον κάποιος πού ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη νά εἶναι Ὀρθόδοξος, ἐνῶ αὐτός, πού ἦτο ἀπό αὐτόν ἀποτειχισμένος, ἦτο ἑνωμένος συγχρόνως μέ τήν εὐσεβῆ πίστι. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Τούτου τοίνυν οὕτω καί τοσαυτάκις παντός τοῦ τῶν ὀρθοδόξων πληρώματος ἐκκεκομμένου, λείπεται τῶν ἀδυνάτων εἶναι τελεῖν ἐν τοῖς εὐσεβέσι τόν μή ἀφωρισμένον ἐκ τούτου, τοῦ καταλόγου δ’ εἶναι χριστιανῶν ἀληθῶς καί τῷ Θεῷ ἡνωμένον κατ’ εὐσεβῆ πίστιν, ὅστις ἄν εἴη τούτων ἕνεκεν ἀφωρισμένος ἐκ τούτου» (ΕΠΕ 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα).
Αὐτό δεικνύει καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος τήν ἔνταξι καί τόν χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία τά συνέδεε ἀπολύτως ὄχι μέ τήν ὑποταγή εἰς τά ἑκάστοτε ποιμένοντα πρόσωπα, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἀποδοχή καί ταύτισι μέ τήν ὀρθόδοξο πίστι. ΤόνΠατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα τόν ἐθεωροῦσε ἀποκομμένο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, λόγῳ πίστεως, πρό συνοδικῆς κρίσεως καί αὐτούς πού τόνἀκολουθοῦσαν ὁμοίως τούς συγκατέλεγε μέ αὐτόν. Ἡ σκέψις δηλαδή τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συγκαταλέγεται κάποιος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω καί ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, τήν στιγμή πού ἀκολουθεῖ καί ἐντάσσεται σέ κάποιον αἱρετικό ποιμένα καί ἀρχιποιμένα.
Ὑπάρχει εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἕνα ἄλλο, πλέον ἀποκαλυπτικό χωρίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τό ὁποῖο εἶναι τόσο διαυγές πού δέν ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας, οὔτε καί εἰς αὐτούς πού προσπαθοῦν νά τά ἐφεύρουν ὥστε νά καλυφθοῦν. Εἶναι ἀπό τήν ἀναίρεσι πού κάνει εἰς τό γράμμα τοῦ Ἀντιοχείας Ἰγνατίου. Ἀναφέρει δέ τά ἑξῆς: «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ ”στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, 606).
Μέ λίγα λόγια ἡ ἀληθινή καί ὀρθόδοξος πίστις εἶναι τό κριτήριο εἰσόδου ἤ ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία· εἶναι δέ τό μεγαλύτερο ψεῦδος νά λέγωνται κάποιοι ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, ὅταν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί, ἐπί πλέον, τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τά πρόσωπα, ἀλλά ἡ ἀληθινή καί ἀκριβής πίστις.
Οἱ σημερινοί βεβαίως ποιμένες καί ἀρχιποιμένες πιστεύουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τόν ἅγιο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι μέ τήν χειροτονία των κατεστάθησαν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν στήν ἱστορική της πορεία ὅπου βούλονται, ἀπαιτώντας συγχρόνως ἀπόλυτον ὑπακοή ἀπό ὅλους. Αὐτοί ὅλοι, οἱ σημερινοί ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, εἶναι ἀκόλουθοι ὄχι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀλλά τοῦ Πατριάρχου Καλέκα, διότι ἄν ἦταν ἀκόλουθοι τοῦ ἁγίου δέν θά ἀκολουθοῦσαν τόν Καλέκα εἰς τήν δυσσέβεια καί τήν αἵρεσι, ὅπως ὁ ἅγιος δέν τόν ἀκολουθοῦσε καί δι’ αὐτό ὁ Καλέκας τόν εἶχε ἀποκομμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τό ἑωσφορικό πνεῦμα καί τήν ἀποκοπή του ἀπό τόν Καλέκα ἀναφέρει στήν ἴδια πραγματεία ὁ ἅγιος ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οἶμαι τόν οὕτως ἀνερυθριάστως τοσαῦτα ψεύδη γράφοντα καί περιαγγέλλοντα πᾶσιν ἀνέδην, ρᾳδίως καί τοῦτ’ ἄν εἰπεῖν, ὡς μόνος αὐτός ὑπῆρχεν ἡ σύνοδος, ἐπεί καί μόνον ἑαυτόν πολλάκις καί τήν ἐκκλησίαν εἶναί φησι καί ὅ,τι ἄν αὐτῷ δόξῃ καί ὅ,τι ἄν αὐτός εἴπῃ τῇ ἐκκλησίᾳ φησί δοκεῖν καί τήν ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι πᾶσαν. Κἄν τις μή ταχύ κατανεύσῃ πρός ὁ,τιοῦν καί τό λίαν ἀλυσιτελές αὐτῷ καί ἀπίθανον, οὗτος εὐθύς ὁ τῇ ἐκκλησίᾳ πάσῃ παντάπασιν ἀπειθής καί ἀνήκοος.
»Οὕτω γάρ καί ἡμᾶς ἀνυποτάκτους καί ἀλλοτρίους τῆς ἐκκλησίας ἀξιοῖ καλεῖν, ὡς ἀπαναινομένους τό δυσσεβεῖν, αὐτοῦ τοῦτο λέγοντος, καί παρεξηγεῖσθαι τόν προβάντα τόμον ὑπέρ ἡμῶν καί ἡμῖν εἰς δικαίωμα καί γεγενημένον καί δεδομένον, ὅτι τοῦτ’ αὐτό λέγομεν, ὡς ὑπέρ ἡμῶν ἐγεγόνει, ταῦτ’ ἄρα καί ἡμῖν δεδομένος ἐστίν. Ὁ τοιοῦτος τοίνυν, πῶς οὐκ ἄν ρᾳδίως εἴποι μόνον αὐτόν εἶναι καί τήν μεγίστην ἐκείνην σύνοδον, ὡς ἀνεξέλεγκτος εἶναι, ὅ,τι ἄν ὡς ἀπ’ ἐκείνης πλάττηταί τε καί συγγράφηται καθ’ ἡμῶν;» (ΕΠΕ 3, Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα, σελ. 590).
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά τό ἀναφέρωμε, ὅτι ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα καί τούς ὁμόφρονάς του δέν ἦτο μόνο ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀλλά καί οἱ ἀκολουθοῦντες τόν ἅγιο κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Ὅταν ἐπίσης ὁ ἅγ. Γρηγόριος τό ἔτος 1340 συνέταξε καί προσυπέγραψε πρῶτος τόν λεγόμενον «Ἁγιορειτικόν τόμον» ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ὁ ὁποῖος κατέλαβε δεσπόζουσα θέσι στήν μεταγενεστέρα Σύνοδο τοῦ 1341 καί ἐξέφραζε τήν πίστι ὅλων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων πού ὁ ἴδιος ὑπερασπίζετο εἰς τούς ἀγῶνας του κατά τοῦ Βαρλαάμ, τόν προσυπέγραψαν καί ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Οἱ Ἁγιορεῖτες φαίνεται ὅτι πρό συνοδικῆς διαγνώσεως καί κρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ καί τῶν μαθητῶν του διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάθε ἕνα πού εἶχε ἀντίθετο φρόνημα ἀπό αὐτά πού ἐδίδασκε ὁ ἅγ. Γρηγόριος καί συμφωνοῦσαν κατά πάντα μέ τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων «ἀποδεχθέντες ὡς συμφωνοῦντα ἀκριβῶς πρός τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων», διέκοψαν δηλαδή τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἰωάννου Καλέκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος θεωροῦσε τόν Τόμον αὐτό ὡς σπουδαιότατο ὅπλο κατά τῆς αἱρέσεως πού παρουσιάσθηκε στήν ἐποχή του.
...Τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς:
«Ὁ ταπεινός Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Ἰάκωβος, ταῖς ἁγιορειτικαῖς καί πατερικαῖς ἐντεθραμμένος παραδόσεσι καί μαρτυρῶν ὅτι διά τῶν ἐνταῦθα ὑπογραψάντων λογάδων, ἅπαν τό Ἅγιον Ὄρος συμφωνοῦντες ὑπέγραψαν, καί αὐτός συμφωνῶν καί ἐπισφραγίζων ὑπέγραψα, καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ', σελ. 514)...
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἐδῶ θά ἐπικαλεσθοῦμε καί τήν μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ τοῦΚαλοθέτου, ὁ ὁποῖος ἦτο σύμψυχος καί ὁμόφρων καί συναγωνιστής τοῦ ἁγίου στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς εὐσεβείας. Τοῦτο μόνο λέγομε διά τόν Ἰωσήφ τόν Καλόθετον, ὅτι ἦτο τόσο κατηρτισμένος εἰς τά τῆς πίστεως καί εἰδικά διά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, ὥστε ὅταν μελετοῦμε σήμερα τά συγγράμματά του, νομίζομε ὅτι εἶναι ἕνας δεύτερος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἤ ἕνα ἀκριβές ἀντίγραφό του.
Λέγει λοιπόν ὁ Ἰωσήφ στήν ὀγδόη ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Κατά Ἰωάννου Καλέκα», ὑπεραμυνόμενος ὅλων τῶν ἀποτειχισμένων ἀπό τόν Πατριάρχη Καλεκα: «Λέγει γοῦν ὁ χρηστὸς ποιμὴν οὗτος, ὅτι ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ ἐκκλησία, ὡς μὴ θελήσαντας δοῦναι ὁμολογίαν ἔγγραφον. Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι; Τὴν τῶν ἀποστόλων; Καὶ μὴν παντάπασιν ἡμεῖς ἐκείνη σύμφωνοι καὶ σπουδασταὶ καὶ ὑπὲρ ἐκείνης πάντα παθεῖν εἱλόμεθα... Ὥστ’ οὐχί ἐκείνην φάσκει ἀποβεβληκέναι ἡμᾶς –πῶς γάρ;– ἀλλ’ ἥν αὐτός ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καί νεοφανῆ δόγματα... Πόθεν σύ ἐκκλησία εὐσεβῶν; Ἀπό τοῦ λόγου; Ἀπό τοῦ τρόπου; Ἀπό τῶν πράξεων; Ἀπό τῶν ὑγιῶν δογμάτων; Ἐργαστήριον τοίνυν γενόμενος παντός ψεύδους, πάσης διαβολῆς, παντός οὑτινοσοῦν φαύλου, παντός στασιαστικοῦ φρονήματος, πάσης ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς, καπηλείας, εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν –ὤ τοῦ θράσους!– χειροτονεῖς, οὐκ εἰδώς ὅτι καί Νεστόριος καί Μακεδόνιος τάχ’ ἄν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὅ καί αὐτός ἰσχυρίζεσαι. Ἔσχον γάρ καί αὐτοί τήν αὐτήν αὐτῷ σοι καθέδραν.
»Πόθεν σύ ἐκκλησία; Ἀπό τοῦ δωροδοκεῖν; Ἀπό τοῦ ἐξαργυρίζειν τάς δίκας; Ἀπό τοῦ μή διαστέλλειν ἀναμέσον βεβήλων καί ἁγίων; Ἀπό τοῦ ἀνεῖσθαι τό ἱερόν πᾶσιν ἀνάγνοις καί βεβήλοις; Ἀπό τοῦ ἀναπεῖσαι τούς ἀνθρώπους ὁμογνίου αἵματος ἐμπίμπλασθαι; Ἀπό τοῦ πιπράσκειν τήν χάριν τοῦ πνεύματος; Ἀπό τοῦ πληρῶσαι τήν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως –εἶμι δ’ ἐπ’ αὐτόν τόν κολοφῶνα τῶν κακῶν– ἤ ἀπό τοῦ ἐξαργυρίσαι τήν σήν εὐσέβειαν καί τῶν ἐπισκόπων σου καί τῶν συνεπομένων σοι, οὕς καί ἐκκλησίαν αὐχεῖς; Τοιαύτη μέν ἡ κατά σέ ἐκκλησία, ἥν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω.
»Ἡ δ’ ἡμετέρα ἐκκλησία, ἄνωθεν, ἁγνή, καθαρά, εἰρηνική, ἀπεχομένη παντός οὑτινοσοῦν φαύλου καί πονηροῦ καί πάσης ἡστινοσοῦν κακίας ἐλευθέρα καί ἀνεπίμικτος παντός ρύπου καί σπίλου, πρεσβεύουσα τά ὑγιᾶ καί καθαρά καί ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν. Κεφαλή δέ τῆς ἐκκλησίας ὁ κύριος ἡμῶν, μέλη δέ καί μέρη τῆς τοιαύτης ἐκκλησίας τό σύστημα καί σύνταγμα τῶν εὐσεβῶν, οἵ καί ἀναλόγως ἔχουσι καθάρσεως πρός τήν ἑαυτῶν κεφαλήν, οὐχ ὁ δεῖνα οὕτως ἀνάγνως ἔχων καί μεμιασμένως» (Ἰωσήφ Καλοθέτου Συγγράμματα, παρά Δημητρίου Τσάμη, τόμος 1, σελ. 294-296).
Τά βασικά σημεῖα τοῦ θαυμασίου καί ὁμολογιακοῦ αὐτοῦ χωρίου εἶναι τά ἑξῆς. 
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ «Ἐκκλησία» πού προΐσταται ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶναι διαφορετικές. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει αἵρεσις, αὐτοί πού τήν ἀκολουθοῦν, κληρικοί καί λαϊκοί, δημιουργοῦν ἄλλη «Ἐκκλησία». Ἡ μία δηλαδή, εἶναι ἡ διαχρονική τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, καί ἡ ἄλλη, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ (Καλόθετος) γιά τόν Καλέκα, «ἡ κατά σέ ἐκκλησία, ἥν πρό ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω». Ὡς ἐκ τούτου διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀποστατεῖ κάποιος τῆς διαχρονικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἐντάσσεται στήν νεοΐδρυτο κατασκευασθεῖσα. Ὅ,τι δέ κάνουν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς νεοϊδρύτου «Ἐκκλησίας» λέγουν ὅτι τό ἔκανε καί τό ἀπεφάσισε ἡ Ἐκκλησία: «εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν –ὤ τοῦ θράσους!– χειροτονεῖς, οὐκ εἰδώς ὅτι καί Νεστόριος καί Μακεδόνιος τάχ’ ἄν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὅ καί αὐτός ἰσχυρίζεσαι».
Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ διά τόν Καλέκα εἶναι σά νά τά λέγη διά τούς σημερινούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπό τήν ἴδια νόσο. Στό τέλος δέ τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου μέ πολλή σαφήνεια ἀναφέρει τά γνωρίσματα τῆς διαχρονικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τό κυριώτερο τῶν ὁποίων εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι «ἐλευθέρα καί ἀνεπίμικτος παντός ρύπου καί σπίλου, πρεσβεύουσα τά ὑγιᾶ καί καθαρά καί ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν».
Εἶναι φανερό, ἀπό ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Καλόθετος, ὅτι ἡ ἀποτείχισις γίνεται ἀπό τήν νεοΐδρυτο «Ἐκκλησία» καί ἀπό ὅσους ἀνήκουν εἰς αὐτήν, προκειμένου νά ἀνήκη κάποιος στήν διαχρονική Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένως πολλοί σύγχρονοι κληρικοί ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ ἀποτείχισις γίνεται μόνο ὡς διαμαρτυρία, προκειμένου νά ἐπισπευθοῦν οἱ διαδικασίες διά τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως.
Κλείνοντας ἀναφέρομε ὅτι ἡ ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα ἔγινε ὅπως ἀκριβῶς ἐντέλλεται ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Βαρλαάμ, τήν ὁποία ἐστερνίσθηκε ὁ Πατριάρχης, ἦτο κατεγνωσμένη ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλά ὁ Καλέκας δέν εἶχε κριθῆ συνοδικά. Ἡ συνοδική κρίσις καί καθαίρεσίς του ἔγινε τό 1347 (Θ.Η.Ε. τόμ. Ζ΄, σελ. 28).
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλομε νά τονίσωμε ἤ ἴσως δέν τό διεσαφήσαμε ἐπαρκῶς, εἶναι ὅτι τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς: «καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ΄, σελ. 514).
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Γιά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀπομάκρυνσι ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος παρομοιάζει τούς αἱρετικούς μέ φίδια. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τούς τάς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους, ἀλλά παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία, καί τάς μέν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τήν δέ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ, 10,356).
Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «...καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως»καί ἐπίσης «Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει», τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνουν παρά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι; Πῶς ἀπομακρύνεται κάποιος ἀπό ἕνα φίδι; Περιμένει ἄραγε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἤ μήπως κυττάζει, ὅπως ἀναφέρετε, νά μήν κρίνη τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε Ἐπισκόπου; Καί ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ὅτι ἡ παραμονή μας κοντά στούς αἱρετικούς μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό «οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὁδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς».

(Ἀποσπασματα ἀπὸ βιβλία τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ)

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΜΙΑΙΑΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ!

H Β’ Κυριακή των Νηστειών, δεν είναι η κυριώνυμος ημέρα της Εορτής του Μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας μας, Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η Πανίερη αυτού Μνήμη εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου.

Παρ’ όλα αυτά, η τοποθέτηση και οριοθέτηση της Μεγίστης αυτής Αγιοπατερικής Μορφής, αμέσως μετά την χαρμόσυνη, πανένδοξη και θριαμβευτική Κυριακή της Ορθοδοξίας, δεν είναι καθόλου τυχαία…

Τίποτε δεν είναι “τυχαίο” ούτε καν “καθιερωμένο” ως λειτουργικό και υμνολογικό “γέμισμα” χρόνου. Το τυπικό δεν σημαίνει τυπικότητα και το εορτολόγιο δεν συνιστά στείρα στερεοτυπία. Παρατυπία κακίστη η καταραμένη συνήθεια. Όταν ακούς Ακαδημαϊκό Μητροπολίτη να ξεκινά τον πανηγυρικό του λόγο με τον παντελώς άχαρο και νηπιαγωγειακό λαϊκισμό “όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος…”, θλίβεσαι για την τραγικότητα της ρηχότητος, την κατάντεια της αγραμματοσύνης και την ισοπεδωτική μάστιγα της λεξιπενίας.

Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις, η των εννοιών ανάλυσις και η βαθυτέρα εξέτασις των πραγμάτων.

Λοιπόν; Για ποιό λόγο παρουσιάζεται στον καθοριστικό και καθαρκτικό ορίζοντα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αμέσως μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ο Μεγάλος αυτός Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς; 
Και γιατί αυτός και όχι ο μεγαλύτερος πάντων των Αγίων, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ή ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο ηγαπημένος και Επιστήθιος Μαθητής;

Πολύ ορθά ειπώθηκε πως η Δευτέρα Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί συνέχεια και επέκταση της πρώτης Κυριακής, της Ορθοδοξίας. Η Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνιστά την αλληλένδετη συνέχεια της Πρώτης Κυριακής και ορθώς, ορθοδόξως αποκαλείται “Δευτέρα Κυριακή της Ορθοδοξίας!”

Στην Α’ Παμμεγίστη Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας, γιορτάζει την Θεαρχική Ονομαστική της Εορτή. Πανηγυρίζει. Πίνει, μεθάει και κερνά: “ἔλθετε, φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν!” (Παροιμ. θ’ 5).

Στην “Β’ Κυριακή της Ορθοδοξίας”, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γιορτάζει και προστάζει, προαιώνιο πρότυπο παρουσιάζει, υμνεί και μεγαλύνει, ευφραίνεται και αγαλλιά, συστήνει και προτείνει, υπόδειγμα ξεχωριστό, παράδειγμα προς μίμησιν: 
ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ!

Αυτό γίνεται για να δείξει η Εκκλησία ότι μετά από την Ορθοδοξία, έρχεται η Ορθοπραξία. Ορθοπραξία δεν σημαίνει μόνο πράξεις ηθικές, αυτό είναι το δευτερεύον, αλλά σημαίνει Ορθή Λατρεία στη πράξη, όχι με τα λόγια! Προτάσσει την Ορθοπραξία, πριν από την Προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού! 
Συνδέει την Ορθή Λατρεία με τον Σταυρό, τον διωγμό και την θυσία!

Θυσιάζουμε όχι μόνο τα πάθη μας αλλά και τον πνευματικό δεσμό μας, την προσωποληψία του συμβιβασμένου μας επισκόπου και την προσωπολατρεία του “γέροντα”, του “παπούλη” ο οποίος αρνείται να μιμηθεί τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και συνεχίζει από δειλία να κοινωνεί με αιρετικούς, ψευδεπισκόπους και λυκοποιμένες και να μας ενώνει με αιρεσιάρχη πατριάρχη!

Αίρεση σημαίνει οριστική αποξένωση και αποκοπή της ψυχής από τον Θεό. Για αυτό η Εκκλησία μας, αμέσως μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, προβάλει τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος, ναι μεν μίλησε και έγραψε εκτενώς, εμπειρικώς και Αγιοπνευματικώς περί του Ακτίστου Φωτός, αλλά πρωτίστως αρνήθηκε να κοινωνεί με την αίρεση και να μνημονεύει αιρετικούς ποιμένες.

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Εκκλησία μας ενθέως σέβεται και τιμά τον Άγιο Πατέρα της Θεοδιδάκτου Διακοπής Μνημονεύσεως! Τον Άγιο Πατέρα της Θεαρέστου, Θεοσδότου και Ορθής Αποτειχίσεως!

Μα… Μα… Αυτός ο Άγιος Πατήρ της Εκκλησίας μας, πώς γίνεται, είναι δυνατόν ποτέ να έκανε Παύση Μνημοσύνου του Πατριάρχου του; Αυτός ο Άγιος Πατήρ της Εκκλησίας μας, είναι δυνατόν ποτέ να έκανε έκανε Αποτείχιση! Τί είπες; Πως το είπες;

Ναι, αυτό που ακούσατε και διαβάσατε καλά: ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ! Και δεν είναι ο μοναδικός, ούτε “απλή μονάδα!” Αποτείχιση έκαναν και άλλοι πολλοί, μεγάλοι και τρανοί, γνωστοί και πρωταγωνιστές Άγιοι Πατέρες!

Μα… τότε… γιατί η Εκκλησία διάλεξε έναν “σχισματικό, έναν φανατικό, φονταμενταλιστή, σφετεριστή και καταχραστή, “ταλιμπάν της Ορθοδοξίας!”

Μα… γιατί επέλεξε έναν “αποτυχημένο, αυτοανακηρυγμένο υπασπιστή, προασπιστή και αυτόκλητο ήρωα της Πίστεως που θεωρεί τον εαυτό του υπερσύνοδο;;;”

Και όμως, ΑΥΤΟΝ διάλεξε κατ’ εμπνευσιν και φώτησιν του Παναγίου Πνεύματος! 
Δεν σας αρέσει; Και όμως, θέλετε, δεν θέλετε, θα τον δεχτείτε και θα παραδεχθείτε την Ορθοδοξότητά του εάν με φρόνημα ταπεινό, αδέσμευτο και απροκατάληπτο εξετάσετε τον βίο του και τα διδάγματά του! 
Εάν ιδιαιτέρως ερευνήσετε αυτήν την λεπτεπίλεπτη και κρισιμοτάτη πτυχή της Διακοπής Μνημονεύσεως και Αποτειχίσεως αυτού του Αγίου, από τον πατριάρχη του και από ολόκληρη την διοικούσα, επικρατούσα, κατατυρρανούσα και λατινοφρονούσα “Εκκλησία”.

Επίκεντρο των αγώνων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, δεν ήταν τόσο η πάλη εναντίον των παπικών κτηνών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, όσο η φοβερή και επώδυνη διαμάχη εναντίον των εχθρών “εντός των Τειχών”, εντός της αυτής πνευματικής οικογενείας, “εντός Εκκλησίας”: η μάχη εναντίον του πατριάρχου του, του Ιωάννου (ΙΔ’) του Καλέκα.

Τοποθετώ το “εντός Εκκλησίας” εντός εισαγωγικών διότι όταν κάποιος κηρύττει δημοσίως αίρεση κατεγνωσμένη, όπως είναι ο Παπισμός, τότε αυτός τίθεται αυτομάτως, ακαριαίως εκτός Εκκλησίας, χωρίς να τον έχει καταδικάσει και εξωστρακίσει κάποια Σύνοδος.

Εδώ έγκειται η μεγάλη προσοχή:

Με αυτό που λέμε, δεν υποκαθιστούμε την αξία και σημασία μίας Συνόδου, ούτε θεωρούμε τον εαυτό μας “υπερσύνοδο” όπως μας αποκαλούν οι εμπαθείς μας κατήγοροι και αισχροί μας συκοφάντες.

Οι Άγιοι Πατέρες (πχ. o ΜΕΓΑΣ και Ιερός Φώτιος) εδογμάτισαν πως η Απομάκρυνση = η Αποτείχιση των Ορθοδόξων Πιστών (κληρικών ΚΑΙ Λαϊκών) «μπορεί» και πρέπει να γίνεται, ΠΡΟ συνοδικής διαγνώμης!» (ΙΕ’ Κανών, ΑΒ’ Αποστολικής Συνόδου). Προσέξτε: Δεν λέγει “προ συνοδικής καταδίκης!”

Άλλο πράγμα “διαγνώμη” και άλλο “καταδίκη”. Το ένα οδηγεί στο άλλο, αλλά το πρώτο δεν υποκαθιστά το δεύτερο. Το δεύτερο δεν προϋποθέτει το πρώτο. Η συνοδική διαγνώμη μπορεί να υπάρξει ως θέμα “θεολογούμενο” μα η συνοδική καταδίκη να καθυστερήσει “εις τους αιώνας των αιώνων…” Γιατί;

Διότι, όταν οι “άγιοι συνοδικοί” είναι οι ίδοι τους οι εαυτοί, απολύτως υπεύθυνοι, ένοχοι και καταδικαστέοι ως κύριοι φορείς της επικρατούσης Παναιρέσεως και κηρύσσουν ανεπαισχύντως, “γυμνή τη κεφαλή” την αίρεση δημοσίως, τότε που ακούστηκε ποτέ, οι ίδιοι οι συνοδικοί να συγκροτούν σύνοδο ληστρική και να καταδικάζουν τον πανένοχο και καταδικαστέο εαυτό τους; Πού ακούστηκε ποτέ, οι ίδιοι οι δικαστές, να είναι συνάμα και κατηγορούμενοι, απολογούμενοι, φυλακιστέοι και αναθεματιστέοι;

Και τι λοιπόν; Θα περιμένουμε και θα παραμένουμε αδιάφοροι εις τον αιώνα, για άλλους δεκάδες αιώνες να συνέλθει άλλη Οικουμενική Σύνοδος, (η Δεκάτη) να καταδικάσει τον Οικουμενισμό και τους Οικουμενιστές κατ’ όνομα και μέχρι να συμβεί αυτό εμείς θα έχουμε φύγει πια από τη ζωή και τα παιδιά μας θα έχουνε φραγκέψει;

Τί; Θα καθίσουμε αναίσθητοι, ανενέργητοι και απαθείς, εις βρώσιν των λυκοποιμένων, αναμένοντες κάποια σύνοδο από το Κολυμπάριον υπερπέραν, η οποία ερχόμενη και υποσχόμενη στην φάση την επόμενη θα έχει πρόεδρο τον…. “παναγιώτατο” Πάπα;

Και μεις, τί κάνουμε; Αναπολούμε το αχανές χάος της Πανθρησκείας και φιλοσοφούμε μια φαύλη “δυνητικότητα”; Τέτοια πια ρηχότητα και παραβατικότητα, εμείς οι νεορθόδοξοι της παχιάς φακής;

Το στόμα του Αποστόλου Παύλου, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπογραμμίζει πως οι Ορθόδοξοι Πιστοί έχουν, όχι “δυνατότητα” αλλά ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να κατακρίνουν τους ιερείς (ασχέτως βαθμού). 
Δεν λέγει ελέγχουν μόνο, αλλά κατακρίνουν, καταδικάζουν και αναθεματίζουν!

«Πρέπει να κάνουμε υπακοή (σχετική πάντοτε και όχι απεριόριστη και αρρωστημένη) στους διδασκάλους και ιερείς και να μην τους κατακρίνουμε, ακόμα κι αν έχουν ασεβή ζωή (περί βίου)· άν όμως (περί Πίστεως) η Πίστη τους είναι λανθασμένη, τότε όχι μόνο δεν πρέπει να τους υπακούσουμε, αλλά και νά φύγουμε απ’ αυτούς (“τα πρόβατά Μου “φεύξονται” διατάζει ο Χριστός) και να τους κατακρίνουμε!» (δηλαδή καταδικάζουμε).

Το λέγει το στόμα του Χριστού, ο Απόστολος Παύλος:

“Εάν κάποιος σας διδάξει κάτι διαφορετικό από αυτό που σας διδάξαμε εμείς, έστω κι αν αυτός είναι (όχι μόνο ιερέας, επίσκοπος, πατριάρχης μα ακόμη ανώτερος) άγγελος εξ΄ ουρανού, να είναι από σας αναθεματισμένος!”

Ακούστε: το λέγει ο Θεός, το λέγει η Γραφή και όχι ο Πανταζής!

Η θεαρχική, διαχρονική εντολή “φεύγετε αυτούς ως από όφεων και σκορπίων”, δεν σημαίνει να διαφωνείτε θεωρητικώς και παράλληλα να κοινωνείτε με αυτούς και να ενώνεστε με αυτούς μυστηριακώς-δογματικώς διά της Μνημονεύσεως και Ενσωματώσεως!

Οποιαδήποτε επαφή με το φίδι και τον σκορπιό θα αποβεί μοιραία και θανατηφόρα. Μη γελιόμαστε και παίζουμε με τα “εν ου παικτοίς…”

Να φεύγετε από αυτούς σημαίνει ΚΑΜΙΑ μα ΚΑΜΙΑ εκκλησιαστική επαφή, ΚΑΜΙΑ κοινωνία Μυστηριακή! Τι νομίζετε; Όταν η Αγία Γραφή μας εντέλλεται να “φεύγουμε την πορνεία και την ειδωλολατρία”, μήπως υποννοεί, (κατά το βλάσφημο σκεπτικό των όσων σιγοντάρουν και προωθούν μία δήθεν ακίνδυνη συνύπαρξη και άνετη συγκοινωνία με τον Αιρεσιάρχη πατριάρχη), ότι μπορούμε να κοινωνούμε ελεύθερα εκκλησιαστικά με ειδωλολάτρες και να μετέχουμε των δαιμονικών “μυστηρίων” τους, οργιακών τελετών και θυσιών τους, αρκεί να “διαφωνούμε” θεωρητικώς με άρθρογραφίες και να απορρίπτουμε με “υπογραφές” τις αντίθεες ιδέες τους;

Ο ΙΕ’ Κανόνας της Αγίας, Αποστολικής Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δεν λέγει “έως ότου θα κριθούν από Σύνοδο!” Μιλά για «αποτειχίζοντες εαυτούς ΠΡΟ συνοδικής διαγνώμης»… ΠΡΙΝ ΚΑΝ, γίνει και ΕΑΝ ΠΟΤΕ γίνει κάποια συνοδική διαγνώμη, πόσο μάλλον καταδίκη!

Αυτό το “πριν” δεν σημαίνει σίγουρα πως θα γίνει! «Πριν ή συνελθείν αυτούς!» Αυτό δεν σημαίνει πως ο Ιωσήφ είχε σαρκικές σχέσεις και μετά! Συνέλθετε! Κι αν θέλετε τόσο πολύ αυτό το «έως ότου», και πάλι η Θεοτόκος, η ΤΕΩΣ Προστάτις του Αγίου Όρους, θα σας συνετίσει και θα σας ΑΠΟΣΤΟΜΩΣΕΙ!

Το «έως ότου» δεν σημαίνει ούτε καν υποννοεί ότι δεν είχαν σαρκικές σχέσεις πριν αλλά μετά: «και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν τον υιόν αυτής». Πρώτον, λεγει “τον υιόν αυτής”, δεν λέγει «τον υιόν αυτών». Δεύτερον, αυτό το “έως ου” έχει οριστικό και αμετάκλητο χαρακτήρα, δεν υπονοεί ότι περίμεναν την γέννα και μετά συνήλθαν! Άπαγε τέτοια βλασφημία!

Ακόμη και ο κόρακας του Νώε, στάλθηκε «έως ότου» μέχρι να ξηραθούν τα νερά αλλά ακόμη και όταν ξεράθηκαν αυτά, ΠΑΛΙ ΔΕΝ ξαναεπέστρεψε! (Γεν. 8, 7).

Όταν ένας γιατρός λέγει σε καπνιστή, “μη καπνίσεις έως ότου πεθάνεις! Τι δηλαδή, μπορεί μετά το θάνατό του να καπνίσει;; Το «έως ότου» πολλές φορές δηλώνει απαράλλακτη, απροσδιόριστη και διαρκής επ’ άπειρον κατάσταση!

Εδώ λοιπόν, ο ΙΕ’ Κανόνας και οι Άγιοι Πατέρες, σύμφωνα πάντοτε με τους Ερμηνευτές, δεν γράφει «έως ότου» γίνει κάποια καταδίκη, αλλά αναφέρεται στο επαινετό και τετιμημένο γεγονός της Διακοπής και Αποτειχίσεως ΠΡΙΝ ΚΑΝ και ΕΑΝ ΠΟΤΕ λάβει χώρα οποιαδήποτε μέλλουσα καταδίκη! Δεν προσδιορίζει την σύγκληση Συνόδου ως χρονική περίοδο, ως προϋπόθεση και περιθώριο διαρκείας της Διακοπής Μνημοσύνου.

Ο Απόστολος Παύλος διατάζει (είναι γραμμένο στην Προστακτική): “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ!» (Τίτον 3, 10) Τον αποκαλεί “αιρετικό” χωρίς να περιμένει συνοδική καταδίκη! Δεν μας λέει “να μην τον πούμε αμέσως, αυθαιρέτως «αιρετικό» τον καυμένο αλλά να περιμένουμε πρώτα μια κάποια καταδίκη”, κάπου, κάποτε, μία σύνοδο να συνέλθει, (συνέλθετε!) και να μας τον πει τότε αυτή “αιρετικό” επισήμως!

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διέκοψε την Μνημόνευση του πατριάρχου του, Ιωάννου Καλέκα, πριν τον καταδικάσει αυτόν κάποια σύνοδος! Οι Οικουμενιστές θα έπρεπε ΝΑ ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΥΓΚΟΡΜΟΙ και να πλύνουν το στόμα τους με θειάφι και παραθείο πριν τολμήσουν να πιάνουν στο στόμα τους, αυτό το ΜΕΓΑΛΟ ΟΝΟΜΑ του Παμμεγίστου Πατρός, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος ΔΕΝ ΚΟΙΝΩΝΟΥΣΕ με τον ΦΙΛΟΠΑΠΙΚΟ του Πατριάρχη, ούτε με όσους τον μνημόνευαν!

Οι συνάδελφοί του οι συνοδικοί, οι συνεπίσκοποί του οι προδοτικοί, τον συκοφαντούσαν ότι “βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, εκτός της Κιβωτού!” Παλιό το παραμύθι…. Παλιά η τέχνη του διαβόλου να συκοφαντεί…

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν ήταν μόνος του, είχε και πολύ Πιστό, Ορθόδοξο Λαό μαζί! Είχε και λαϊκούς τους οποίους εκπροσωπούσε όταν λειτουργούσε στην Αγία Τράπεζα! Δεν επιθυμούσε να βλέπει τον Χριστό κατασφαγιασμένο από τον πατριάρχη του.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν θεωρούσε την Αποτείχιση ως «δυνητική» αλλ’ ως υποχρεωτική, συνειδησιακή εντολή! Αυτομάτως, ενσυνειδήτως, εκουσίως και αυτοπροαιρέτως ΔΙΕΚΟΨΕ την Μνημόνευση του πατριάρχου του, ΧΩΡΙΣ να περιμένει να συνέλθει κάποια σύνοδος!

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εξ’ αιτίας της Αποτειχίσεώς του, αναθεματίστηκε εις κόλασιν αιωνίαν από την Πατριαρχική Σύνοδο (δέστε και τα πρακτικά) για αυτό το ΘΕΙΚΟ του ΤΟΛΜΗΜΑ: “τον Παλαμάν, τον τολμήσαντα το μνημόσυνόν μου παύσαι…” γράφει η πατριαρχική πράξη του αναθεματισμού του.

Αυτόν τον “Παλαμάν” τον αποκαλείτε “ταλιμπάν” και ΑΡΝΕΙΣΘΕ, ως αθεόφοβοι, να ΜΙΜΗΣΘΕ! Τον τιμάτε μόνον εν ταις χείλεσιν υμών, η δε καρδία υμών πόρρω απέχει από τον Χριστόν και την Ορθόδοξον Αλήθειαν! Τον τιμάτε με ομιλίες, μα αποσιωπάτε την Αποτείχισή του!

Τον τιμάτε με Λειτουργίες, μα λειτουργείτε αντικανονικώς και αντορθοδόξως, σιγοντάροντες και προωθούντες την Παναίρεση του Οικουμενισμού!

Τον τιμάτε με και πάτε “κατά διαόλου” διότι ενσωματώνεστε με τα “είδωλα των εθνών δαιμόνια” διότι σας το διαβεβαίωσε η Κολυμπάρειος διαβολοσυναγωγή πως όλες οι αιρέσεις αποτελούν ιστορικές Εκκλησίες του Χριστού… “ιστορικές” άρα και ουσιαστικές διότι η ιστορία έχει και την ουσία της, εξ’ ης λαμβάνει και την ύπαρξή της!

Τον τιμάτε υποκριτικώς και αναμασάτε τις “πιπιλισμένες σας καραμέλες” περί “Ακτίστου Φωτός”, ώ “ακτιστοφωτισμένοι”,
* καθώς παραμένετε ενωμένοι, ενσωματωμένοι με το σκότος της αιρέσεως,
* καθώς συσκοτίζετε τον Λαό με σκοτεινές και παραπλανητικές εξαγγελίες “Προς τον Λαό”,
* καθώς ενώνετε, ώ αναίσχυντοι, τον Λαό με τον Σατανολαό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Βλασφημιών “δι’ ευχών των οικουμενιστών μεταπατέρων”
* καθώς σκοτίζετε το Φως και τοποθετείτε τον Λύχνον “υπό τον μόδιον”, υποκριτές: “εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν ὑμῖν σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;” (Ματθ. στ’ 23).

ΠΟΣΟΝ ακόμη θα σας ανεχόμαστε να μας κοροϊδεύετε και να λοιδορείτε τον Άγιο, αρνούμενοι να το μιμηθείτε εις την Διακοπήν Μνημονεύσεως και Παλαμιαίαν Αποτείχισιν;;;

http:/www.wallingoff.com

Θαύμα Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη Σαντορίνη! «Αν είναι Άγιος ας μας πνίξει»

Επειδή η Λατίνοι κατηγορούν την Αγία Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας, λέγοντες, ότι από τότε πού χωρίσθηκε από την Δυτική, δηλαδή την Φράγκικη Εκκλησία, δεν ανέδειξε πλέον κανένα νέο Άγιο, ούτε θαύματα πλέον έχει, γι αυτό θέλοντας ο ιερός Νεκτάριος, ο οποίος ήτο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το έτος 1660, αυτός ο ένθερμος ζηλωτής της αληθείας, να φράξει τα στόματα των Λατίνων και να τους αποδείξει ψεύτες και συκοφάντες, απαριθμεί πολλούς νέους Αγίους της Ανατολικής Εκκλησίας, οι οποίοι έλαμψαν μετά το σχίσμα και διηγείται πολλά και παράδοξα νέα θαύματα. 
Λέγει λοιπόν και για τον Άγιο Γρηγόριο, το έξης φοβερό θαύμα.

Στην νήσο Θήρα την κοινώς λεγομένη Σαντορίνη, κατά την ημέρα της μνήμης του Αγίου, δηλαδή κατά την δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, μερικοί Φράγκοι έπλεαν με καΐκι χάριν αναψυχής, ή μάλλον όπως γράφει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, οι Φράγκοι έβαλαν επί τούτου μερικά παιδιά μέσα σε μια βάρκα και ενώ έπλεαν, κτυπούσαν τα χέρια τους και έλεγαν.

«Ανάθεμα τον Παλαμά».

«Αν είναι ο Παλαμάς Άγιος, ας κάνη να πνιγούμε».

Αυτά βλασφημούσαν τα φραγκόπουλα, και ώ του παραδόξου θαύματος, αδελφοί!
Ω της Αγιότητος και της παρρησίας του θείου Γρηγορίου στον Θεό!

Την ίδια ώρα πού βλαστημούσαν, χωρίς καμία ταραχή της θαλάσσης, μάλιστα σε καιρό γαλήνης, βούλιαξε το πλοιάριο μαζί με όλους εκείνους, πού ήσαν μέσα σε αυτό, σύμφωνα με την βλασφημία πού έλεγαν.

«Αν είναι Άγιος, ας μας πνίξει».

Και τα μεν σώματα των βλάσφημων βυθίστηκαν στην θάλασσα, οι δε ψυχές τους βυθίστηκαν στο αιώνιο πυρ της κολάσεως. Και με αυτό το θαύμα βεβαιώθηκε η αγιότητα του Αγίου Γρηγορίου και δοξάσθηκε ο Θεός.

Ανάλογο θαυμαστό γεγονός είναι και αυτό έζησε ο Γ.Μ, κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας στο Πολεμικό Ναυτικό στις 8 Ιανουαρίου 1953, ο οποίος αντιμετώπιζε ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας, …. και επικαλούμενος την βοήθεια του Αγίου χωρίς να τον γνωρίζει, η υγεία του αποκαταστάθηκε πλήρως αφήνοντας άφωνους τους γιατρούς από την ξαφνική βελτίωση της υγείας του…..

Έτσι λοιπόν εις ανάμνηση του θαυμαστού γεγονότος που έζησε, κάθε χρόνο αυτός και η οικογένειά του κάνουν την πανήγυρη κατά την ημέρα εορτασμού του Αγίου, στον ιερό ναό του Αγίου Νεκταρίου του Καμαριού της Σαντορίνης.

Οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι αἱρετικοὶ στὴν πίστη τόσο εἰς Θεὸν ὅσο καὶ τῷ Θεῷ

Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ὁμιλία Η΄, PG 151,94) διαχώρισε τὴν ἔννοια τῆς πίστεως σὲ πίστη εἰς Θεὸν καὶ σὲ πίστη τῷ Θεῷ. 

Ἡ πίστη εἰς Θεὸν σημαίνει, ὅτι πιστεύουμε καλῶς, ἀσφαλῶς καὶ εὐσεβῶς, δηλ. ὅτι πιστεύουμε ἀκλόνητα, διαφυλάττουμε καὶ τηροῦμε τὰ δόγματα καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν θεοφίλων Ἁγίων Πατέρων Της, περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. 
Ἡ πίστη αὐτὴ δὲν ἀνέχεται ἀλλοιώσεις, προσαρμογὲς κοσμικοῦ χαρακτῆρα ἢ νεωτερισμούς.

Πιστεύω τῷ Θεῷ σημαίνει πίστη στὶς ὑποσχέσεις Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὅτι εἶναι ἀληθινὲς καὶ ἀμετάκλητες καὶ γι’αὐτὸν τὸν λόγο, τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. 
Γιατὶ ἄνευ τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν Του δὲν ἀποδεικνύεται ἡ ἀληθινὴ πίστη μας, δὲν ὁμολογεῖται καὶ δὲν δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολούθως δὲν γινόμαστε μέτοχοι τῆς εὐλογίας Του. Παράλληλα ὅταν τηρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὁ Θεὸς ὀφειλέτης καὶ εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο. 

Ὁ ἅγιος λέει ξεκάθαρα ὅτι οἱ δύο αὐτές ἔννοιες τῆς πίστης πρέπει νὰ συνυπάρχουν, διότι ἀλλιῶς ὑπάρχει πρόβλημα στὴν πίστη μας. Ἀπόδειξη τῆς συνυπάρξεως τῶν δύο ἐννοιῶν ἀποτελοῦν τὰ ἔργα μας: 
Ἀπὸ τὴν μία ἡ πρακτικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀγάπη, ἐλεημοσύνη, δικαιοσύνη, ὑπακοὴ κλπ. καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ὁμολογία μας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ μὲ αὐτὴν συνδεδεμένη ἀποφυγὴ κάθε αἱρέσεως, κακοδοξίας, προσβολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. 
Γιὰ ὅλα αὐτὰ φέρνει ὁ Ἅγιος ὡς παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ.

Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ἀκλόνητα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα εἰς τὸν Θεὸ καὶ τῷ Θεῷ. Πίστεψε, ὅτι εἶναι ὁ Ἕνας Τριαδικὸς Θεὸς, ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, πίστεψε στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὴταν ἤδη μεγάλος στὴν ἡλικία, ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Ἰσαὰκ καὶ διὰ τοῦ Ἰσαὰκ θὰ εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν συμβιβάστηκε, δὲν παράλλαξε δὲν ἀμφέβαλε. Ἀκόμα καὶ ὅταν τοῦ ζήτησε ὁ Θεὸς νὰ θυσιάσει τὸν μοναδικὸ υἱόν του, τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε ὡς θαῦμα, ὡς δῶρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ ἐκπληρωνόταν ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀβραὰμ δὲν δίστασε, ἀλλὰ ἔκανε ὑπακοή καὶ τήρησε τὴν ἐντολή Του. 
Ἔδωσε ὁ Ἀβραὰμ τὸν υἱόν του ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὁ Θεὸς ὡς ὀφειλέτης ἔδωσε τὸν Μονογενὴ Υἱὸν Του ὡς θυσία γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιοῦσα πίστη ποὺ δόξασε τόν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τοὺς προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἁγίους Πατέρες· ἡ πίστη τῆς συμφωνίας τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη, τὴν ὁποία πρόδωσαν οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ ἀκολούθως τὴν ἔχασαν. 
Δὲν πιστεύουν πιὰ οὔτε εἰς τὸν Θεὸ οὔτε τῷ Θεῷ. 

Δὲν πιστεύουν εἰς τὸν Θεό, γιατὶ εἰσήγαγαν καὶ θεμελίωσαν στὴν πίστη τους τὴν «ζηζιούλεια Θεολογία», μία «νέα ἐκκλησιολογία», τὸν ἐπισκοποκεντρισμό, τὴν μασονεία, τὴν Θεοσοφία τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ και κατήργησαν τὰ δόγματα καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. 

Δὲν πιστεύουν τῷ Θεῷ, γιατὶ ἀμφέβαλαν γιὰ τὶς ὑποσχέσεις Του, διάλεξαν τὸ προσωπικὸ συμφέρον, ἀπέρριψαν τὸν δρόμο σωτηρίας ποὺ Αὐτὸς μᾶς φανέρωσε καὶ πρόβαλαν καὶ ἀποδέχτηκαν ἄλλες ὑποσχέσεις, ἄλλες ὁδοὺς, ἄλλους τρόπους ὑπακοῆς καὶ σωτηρίας «δουλεύοντες ἐπιθυμίαις». 
Τὰ ἔργα τους δὲν εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀποτελοῦνται καὶ ἐκφράζονται ἀπὸ σκοπιμότητα, διπροσωπία, ἀγαπολογία, συμβιβασμούς, κοσμικὴ ἀναγνώριση καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ ὕβρεις καὶ διωγμούς. Ἰδίως τὰ δύο τελευταῖα φανερώνουν τί πραγματικὰ πρεσβεύουν.

Τοὺς Οἰκουμενιστὲς συνοδεύουν καὶ ὅσοι μιλοῦν γιὰ τὴν πίστη εἰς τὸν Θεὸ καὶ ἀναγνωρίζουν τοὺς Οἰκουμενιστὲς ὡς αἱρετικούς, ἀλλὰ δὲν πράττουν ἀρεστὰ τῷ Θεῷ, διότι ἁπλούστατα συλλειτουργοῦν καὶ συνεργάζονται καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλους γενικὰ τοὺς αἱρετικούς, βοηθώντας τὴν στερέωση καὶ ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως καὶ καταδικάζοντας παράλληλα αὐτοὺς ποὺ θέλουν καὶ ἀγωνίζονται νὰ πιστεύουν τῷ Θεῷ. 
Τὰ λόγια τους στεροῦνται τῆς πρακτικῆς τους ἐφαρμογῆς, ἡ στάση τους διασπᾶ τὴν ἁλληλένδετη σχέση τῶν δύο ἐννοιῶν τῆς πίστεως καὶ ἀλλοιώνει τὴν ὁμόνοια καὶ ὁμοπραξία – καὶ τὰ δύο ἀναγκαῖα γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως – τοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς δείχνουν καὶ αὐτοὶ φόβο, διγλωσσία, ἀγγίστρωση καὶ ἀγάπη στὰ κοσμικὰ καὶ ἀμφιβολία περὶ τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ. 
Γιὰ ὅλους ὅσους πιστεύουν καὶ πράττουν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, Οἰκουμενιστὲς καὶ χαρτοπολεμικοὺς «Ἀντιοικουμενιστὲς» συμπεραίνει ὁ Ἅγιος ἐμμέσως πλὴν σαφῶς:

Ἡ πίστη τους εἶναι μία πίστη χωρὶς ἀλήθεια καὶ χωρὶς ἀληθινὰ ἔργα· καὶ πίστη χωρὶς ἀληθινὰ ἔργα εἶναι νεκρὴ πίστη. 

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

«Ο κοινωνών ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω»!



Ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Καλόθετος ἦταν μαθητὴς καὶ συναγωνιστὴς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατὰ τῆς αἱρέσεως τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἐπιστολή, τῆς ὁποίας ἕνα μικρὸ τμῆμα παρουσιάζουμε καὶ σχολιάζουμε, ἐγράφη τὸ 1344 (περὶ τὰ τέλη Νοεμβρίου κατὰ τὸν Δημ. Τσάμη στὸ Σύγγραμμα «Ἰωσήφ Καλόθετος», σελ. 352). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ ἅγιοςΓρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατηγορεῖται ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ τὸν νόμιμο καὶκανονικὸ Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα. Ὁ Π. Χρήστου μᾶς πληροφορεῖ σχετικά:
«Το 1344 ενδημούσα σύνοδος της Κωνσταντινούπολης έθεσε (τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ) εκτός εκκλησιαστικής κοινωνίας επειδήπαρερμήνευσε τον Τόμο του 1341 και επειδή δεν μνημόνευσε τον Πατριάρχη». Καὶ ὅπως γράφει ὁ Jean Meyendorff: «Ο Πατριάρχης (σ.σ.: Ἰωάννης Καλέκας) διέταξε τη σύλληψη του Γρηγορίου Παλαμά, μεπρόσχημα καθαρά πολιτικό. Αλλά, για να νομιμοποιήσει τη σύλληψη, αποφάσισε να κατευθύνει εναντίον του μια δίκη για αίρεση. ΟΑκίνδυνος, με απαίτηση του αρχιερέα, δημοσίευσε τις αναιρέσεις εναντίον του Παλαμά, κι ο Παλαμάς, απ' το βάθος της φυλακής του, δεν παρέλειψε ν’ απαντήσει» (Jean Meyendorff, “Γρηγόριος Παλαμάς, Ο Θεολόγος του Ησυχασμού” -ἐδῶ). 


Ἐκείνη λοιπόν, τὴν περίοδο, ποὺ ὁ Ἱερομόναχος Γρηγόριος Παλαμᾶς βρίσκεται στὴ φυλακὴ κατηγορούμενος γιὰ αἵρεση, ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Καλόθετος γράφει αὐτὴ τὴν ἐπιστολή, στὴν ὁποία τονίζει ὅτι «αἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ πολεμοῦν ποικιλοτρόπως τὴν ἀλήθειαν. Αἱ αἱρέσεις εἶναι ὅπλον των κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως διὰ τῶν Ἁγίων της περιορίζει τὴν ἔκτασιν τῆς ἀποστασίας».
Ὁ Ἀκίνδυνος τώρα (σύμμαχος τοῦ Κελέκα), εἶχε ἤδη καταδικαστεῖ γιὰ τὶς θέσεις του ἀπὸ Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλὰ δέχτηκε «να υπογράψει μια θολή δήλωση μεταμέλειας, και απέφυγε τη μνημόνευση του ονόματος του μέσα στις συνοδικές αποφάσεις». Ἔτσι, μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Καλέκα, καὶ ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἔγγραφη-ἐπίσημη καταδικαστικὴ ἀπόφαση, διαδίδει «τὰς κακοδόξους διδασκαλίας του, ὡς βραβεῖον δὲ τοῦ ἀπονέμονται Μοναί»!(Δ. Τσάμη, ὅπ. παρ.).
Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου, βέβαια, δὲν ἀποδέχονται αὐτὲς τὶς «δραστηριότητες» τοῦ Ἀκίνδυνου (καὶ Καλέκα), ἀφοῦ μὲ αὐτές, κατὰ τὸν ἱ. Ἰωσὴφ Καλόθετο

ὁ Ἀκίνδυνος «ἀπεκόπη οὐσιαστικῶς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἵδρυσε μετὰ τοῦ Πατριάρχου (Καλέκα)ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν» (Δ. Τσάμη, ὅπ. παρ.).Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ, χωρὶς κάποια Σύνοδος νὰ ἔχειἀφορήσει τὸν Καλέκα, μεταφέροντάς μας τὴν ἐπικρατοῦσα πεποίθηση-πράξη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ συνειδητὰ αἱρετίζωνἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὡς ἀποκεκομμένος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ τμῆμα τῆς 2ας Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωσὴφ Καλόθετου ποὺ παραθέτουμε, ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς ἀνατρέχει στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ ἐρωτᾶ: 


§9. Εἶναι δυνατόν, ἀφ’ ὅτου ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Νεστόριος ἀποκόπηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατόπιν, κάποιοι ἐκκλησιαστικοὶ προϊστάμενοι (Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι κ.λπ.) νὰ ἐπιχειροῦν νὰ φέρουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία; Νὰ ἐπαναφέρουν δηλαδή, τοὺς αἱρεσιάρχες, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὸ ἴδιο πνευματικὸ νόσημα τῆς αἱρέσεως, στὴν ἀμώμητο νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ νὰ τοὺς συγκαταλέξουν μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνόσῳ οἱ αἱρετικοὶ συνεχίζουν νὰ φρονοῦν καὶ νὰ παραμένουν ἀμετανόητοι στὴν αἵρεση;
Ὁ ἅγιος Κύριλλος π.χ., ποὺ ὑπερασπίστηκε τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀντιπαρατέθηκε σὲ ὑψηλοὺς τόνους μετὰ τοῦ Νεστορίου, ἦταν δυνατόν, λέγει ὁ ἱ. Ἰωσήφ, ἀφότου καταδικάστηκε ὁ Νεστόριος κιἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατόπιν ὁ ἴδιος νὰ τὸν «εἰσαγάγει» καὶ πάλι 
στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ συναναμείγνυται μὲ τοὺς πιστούς, ἐνῶ παρέμενε ἀμετανόητος; (Ἡ ἀπάντηση, βέβαια, εἶναι ὄχι, γιατὶ αὐτὴ ἡ συναναστροφὴ θὰ προκαλοῦσε μολυσμὸ καὶ βλάβη στοὺς πιστούς). Ἂν ἔφτανε, ὅμως, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, συνεχίζει, νὰ τὸν ξαναφέρει δηλ. στὴν Ἐκκλησία ἀμετανόητο, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κατεδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ καταδικάστηκε κι ὁ Νεστόριος; («…οὐν ἂν συνεξώσθη αὐτῷ καὶ αὐτός;»).
Κι ἂν τότε ἔτσι ἔγινε (σημειώνει) καὶ «ἐξώσθησαν» τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι ἀνῆκαν στὴν «πονηρὰ φατρία» τῶν αἱρετικῶν, τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γίνει καὶ σήμερα, καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ τῆς Ἐκκλησίας ὁ αἱρετικὸς καὶ μὴ καταδικασμένος Ἀκίνδυνος, «ἅρπαγμα γενόμενος τοῖς κακοδόξοις καὶ πάντα τρόπον ἐκείνοις συνηγορῶν καὶ προμαχῶν;».
Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅλοι, ἰδιαίτερα οἱ Ποιμένες) τὶς ὁμοιότητες τοῦἈκινδύνου καὶ τοῦ Καλέκα μὲ τοὺς Βαρθολομαῖο, Ζηζιούλα, καὶ ὅσον ἀναφορὰ τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς συγχρόνους αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τὶς κακόδοξες θεωρίες ποὺ οἱ ἴδιοι διδάσκουν!


Δὲν ἔχουν, λοιπόν, θέση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οἱ αἱρετικοί, (σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας), ὅπως οἱ Βαρθολομαῖος καὶ Ζηζιούλας (ὁ ζηλώσας θέση Καρδιναλίου τοῦ Πάπα), οἱ ὁποῖοι μάλιστα, κατὰ τὸν Ἰωσήφ Καλόθετο, φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ χρησιμοποιοῦν τυραννία καὶἀπειλές. Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς, πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε, νὰ ἀποτειχιστοῦμε ἀπὸ αὐτόν, λέγει, νὰ διακόψουμε τὴν κοινωνία μαζί του, νὰ διακόψουμε τὸ Μνημόσυνό του: «ἀποκοπτέον ἡμᾶς αὐτοὺς τῆς ἐκείνου κοινωνίας».

§10. Ἀλλ’ ἂν κάποιος μᾶς ἀντείπει (συνεχίζει στὴν ἑπομένη παράγραφο ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ) ὅτι, ὄχι, δὲν πρέπει νὰ ἀποτειχιστοῦμε πρὶν ἀποφασίσει τοῦτο κάποια Σύνοδος (δηλ. «πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης»), τότε ἂς ἀκούσει αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ περιέχει«καὶ τὸ ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ». (Κι αὐτὸς ὁ Κανόνας ποὺ τὸ περιέχει, σημειώνει ὁ Δημ. Τσάμης –ὅπ. παρ. σελ. 374– εἶναι ὁ 2ος Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ποὺ λέγει καὶ τὰ ἑξῆς: «μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις… ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον»[1]. Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης παραθέτει καὶ τὸν 33ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46[2]).
Πρέπει ἐδῶ νὰ θυμίσουμε καὶ πάλι (ἀφοῦ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀποτελεῖ σημεῖο προστριβὴς καὶ προβληματισμοῦ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, ἂν δηλαδὴ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν αἱρετίζοντα, πρὶν αὐτὸς καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο) ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἦταν τότε ὁ κανονικὸς Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ 3 περίπου χρόνια «καθῃρέθη παρὰ τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῷ 1347».
Ἂς ἀκούσει-θυμηθεῖ, ἐπίσης (συνεχίζει ὁ Καλόθετος), αὐτὸς ποὺ θέλει -καὶ ἐπιμένει- ἕναν τέτοιο αἱρετικὸ νὰ προσκαλέσει καὶ εἰσαγάγει στὴν Ἐκκλησία, ὅτι τὸν αἱρετικὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔχει συνοδικῶς καὶ ἐγγράφως καταδικάσει καὶ ἀποκηρύξει ὡς κακόδοξον, καὶ ὅσον χρόνον παραμένει στὴν κακία καὶ στὴν ἀθεΐα του, ἐκεῖνος ποὺ θὰ κοινωνήσει μὲ τὸν κακόδοξον, ἀποδεικνύει καὶ πιστοποιεῖ ὅτι συμφωνεῖ κατὰ πάντα μὲ τὸν αἱρετικόν. [Ἐδῶ, πάλι ὁ Δημ. Τσάμης μᾶς ὑπενθυμίζει τοὺς σχετικοὺς κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[3], (ὅπ. παρ. σελ. 375) στὴν ὁποία θεσμοθετεῖται καὶ δηλώνεται ὅτι, ὄχι μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προστεθεῖ στὴν παράταξη τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ στὸ μέλλον θὰ προστεθεῖ στὴν παράταξή του φρονῶν τὰ ἴδια («ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει»), ποὺ δηλαδὴ θὰ ἀποδεχτεῖ τὶς κακοδοξίες ποὺ κατεδίκασε ἡ Σύνοδος (κάθε Σύνοδος), αὐτὸς ἀπὸ τώρα κανονίζουμε, ὅτι χωρὶς σύγκληση ἄλλης Συνοδου, εἶναι ἐκβεβλημένος τῆς Ἐκκλησίας! («πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων»).
Καὶ αὐτὸ ὁ ἱ. Καλόθετος τὸ ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἀκίνδυνον καὶ τὸν Καλέκα· τὰ κακόδοξα φρονήματα τοῦ πρώτου, ἀποδέχεται πλέον καὶ ὁ δεύτερος, ὁ Πατριάρχης Καλέκας, ὁ ὁποῖος τότε καὶ διηύθυνε «τὸ μέγα σκάφος τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ ὅσα πιστεύματα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἀκίνδυνος ἔχει ἐγκαταλείψει, τὰ αὐτὰ ἔχει ἐγκαταλείψει καὶ ὁ Καλέκας. Κι αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἦσαν τὰ δόγματα τῆς Πίστεως ποὺ ἀποδέχονται οἱ Ἅγιοι· αὐτὰ δὲ ποὺ ἀποδέχονταν ἦσαν οἱ κακοδοξίες τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ Ἀκίνδυνου. Ἂρα ὁ Καλέκας κοινωνεῖ μὲ ἀκοινώνητο! Μάλιστα ἔχει φτάσει στὸ σημεῖο νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ἀπειθεῖς στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ἐκεῖνοι κακοδοξοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιδροῦν καὶ δὲν δέχονται τὶς κακοδοξίες τους, δηλαδὴ ἐμεῖς, λέγει ὁ Ἰωσήφ! (Σᾶς θυμίζει αὐτὸ κάτι ἀκόμα ἀπὸ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα;).
Ἐπειδή, λοιπόν, ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει πηγὲς δακρύων γιὰ νὰ κλαύσουμε τὸ «σύντριμμα τῆς Ἐκκλησίας», ἀφοῦ, ὄχι μόνον τὰ μέλη της ἐναντιώνονται ἀλλήλοις, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὑπάρχει καινοτομία τῆς Πίστεως, κι ὄχι μόνον μία-δυὸ αἱρέσεις, ἀλλὰ πολλές.
Παρόμοιες «πηγὲς δακρύων» θὰ ἔπρεπε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἐμεῖς σήμερα, γιὰ τὸ «σύντριμμα τῆς Ἐκκλησίας», ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὴν φατρία τοῦ Φαναρίου, συγκοινωνούντων μετ’ αὐτοῦ τῶν συγχρόνων Ποιμένων καὶ δὴ ἐκ τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν!

Σημάτης Παναγιώτης


Τὸ κείμενο:


[1] Ὁ 2ος Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι, καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας, καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης· μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας». Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης παραθέτει καὶ τὸν 33ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». Ἐπίσης οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46: «Κανὼν ΜΕ´ «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Κανὼν ΜΣΤ´ «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».

[2] «Κανὼν ΜΕ´ «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Κανὼν ΜΣΤ´ «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;»

[3] Κανὼν Α΄ και Δ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Α΄. «Ἐπειδὴ ἐχρῆν καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας τῆς ἁγίας συνόδου, καὶ μείναντας κατὰ χώραν, ἢ πόλιν, διά τινα αἰτίαν, ἢ ἐκκλησιαστικήν, ἢ σωματικήν, μὴ ἀγνοῆσαι τὰ ἐν αὐτῇ τετυπωμένα, γνωρίζομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἁγιότητι καὶ ἀγάπη, ὅτι περ, εἴ τις μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας, ἀποστατήσας τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, προσέθετο τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ, ἢ μετὰ τοῦτο προστεθείη, ἢ τὰ Κελεστίου ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει, οὗτος κατὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόποις, καὶ τοῖς πέριξ μητροπολίταις, τοῖς τὰ τῆς ὀρθοδοξίας φρονοῦσιν, ὑποκείσεται εἰς τὸ πάντη καὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς ἐκβληθῆναι». Κανὼν Δ΄ «Εἰ δέ τινες ἀποστατήσαιεν τῶν κληρικῶν, καὶ τολμήσαιεν ἢ κατ᾿ ἰδίαν, ἢ δημοσίᾳ, τὰ Νεστορίου, ἢ τὰ Κελεστίου φρονῆσαι, καὶ τούτους εἶναι καθῃρημένους ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου δεδικαίωται».

Ένας καθρέπτης που ...απεχθάνονται -κυρίως- οι σύγχρονοι Επίσκοποι!Ἅγιος

«Ἡ σιγή, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας…».


Τά τρία εἴδη τῆς ἀθεΐας κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

Τριῶν ὄντων τῶν τῆς ἀθεΐας ὡς εἰπεῖν γενῶν….

Ἕν μέν δή γένος ἀθεΐας ἐστίν ἡ πολυειδής πλάνη τῶν ἑλληνιζόντων….

Δεύτερον δέ γένος ἀθεΐας ἐστίν ἡ πολυσχιδής και πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν…

Τρίτον δέ ἐστίν εἶδος, οὐ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, το παραιτεῖσθαί τι λέγειν τῶν δεδογμένων περί Θεοῦ καί μηδαμῶς ἐθέλειν ὑπ’ ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας ἐκ τῶν ὑπερβαινόντων τήν τῶν πολλῶν διάνοιαν αὐτόν ὑμνεῖν … και τάς τῶν ἱερῶν πατέρων θεολογίας μή τοῖς οὐκ εἰδόσιν ἐξηγεῖσθαι, ἀλλ’ ἀποσείεσθαι καί ἀθετεῖν …

(Τρίτο πάλι εἶδος ἀθεΐας, πού δέν βρίσκεται καί πολύ μακριά 
ἀπό τήν ἀνωτέρω πονηρή δυάδα, εἶναι τό νά παραιτῆται κανείς νά ἀναφέρη τά δόγματα περί Θεοῦ καί λόγῳ τῆς ἀνευλαβοῦς εὐλάβειας νά μή θέλη καθόλου νά τόν ὑμνῆ ἀπό αὐτά, πού εἶναι ἀνώτερα ἀπό τήν διάνοια πολλῶν… εἶναι ἐπίσης τό νά μή ἐξηγῆ τίς θεολογίες τῶν ἱερῶν πατέρων σέ ὅσους δέν γνωρίζουν, ἀλλά νά τίς ἀπορρίπτη και ἀθετῆ…)

(Πρός Διονύσιον, ΕΠΕ 4,404-412. ΕΧ. 2,479-483), Ἀντιγραφή ἀπό τό ΠΑΛΑΜΙΚΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ, τοῦ Ἱερομονάχου Βενεδίκτου, Νέα Σκήτη – Ἅγιον Ὄρος, Ἔκδ. 2008, σ. 95-97 .


Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατᾶἀκέραια καί ἀνόθευτη τήν διδασκαλίακαί τόν τρόπο τῆς σωτηρίας. Τά ἄλλαχριστιανικά συστήματα καί οἱ ἄλλεςλεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες ὅσοποσοστό ἀλήθειας καί ἄν διατηροῦν,ἐφόσον δέν συνδέονται ὀργανικά μέ τήνὈρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι πλάνες.

Ἀδικοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καίπροσβάλλουμε τήν ἀλήθεια ὅτανἀνομάζουμε «ἀδελφές Ἐκκλησίες» τίςποικιλώνυμες χριστιανικές ὁμολογίες.

Ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς αἱρετικούςβλάπτουμε καί ἀδικοῦμε ὅταν τούςδημιουργοῦμε τήν ἐντύπωση ὅτιβρίσκονται στήν ἀλήθεια, ἐνῶ εἶναιἐκτός Ὀρθοδοξίας....

Ἐπίκαιρο καί διαχρονικό τό μήνυματοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμά ἠχεῖ ὡςἐγερτήριο σάλπισμα ἐπισημαίνοντας τά τρία εἴδη ἀθεΐας πού μᾶς ἀπειλοῦν καίσήμερα:

Εἶναι ἀθεΐα νά ἀρνεῖσαι τόν Θεό.

Ἀθεΐα νά μήν πιστεύεις ὀρθόδοξατόν Ἰησοῦ Χριστό, νά εἶσαι αἱρετικός. Ἀθεΐα νά εἶσαι ὀρθόδοξος καί νά μήνἀγωνίζεσαι γιά τά ὀρθόδοξα δόγματα.

Ἄν θέλουμε, λοιπόν, σήμερα νάἀναγνωρίζουμε στόν ἅγιο ΓρηγόριοΠαλαμᾶ καί γενικά στούς Πατέρες τῆςἘκκλησίας τήν θέση πού τούς ἀνήκει,ὀφείλουμε νά κρατοῦμε καί νάδιακηρύττουμε τήν δική τους πίστη. 

-Σάκκος Στέργιος-
Ομότιμος καθηγητής Θεολογικής σχολής ΑΠΘ

Πατερική Παράδοση 

ΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ



Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἡ κατά σάρκα γεννήσασα τόν Θεόν Λόγον, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι εὐπρεπές, οὐδέ ἄξιον εἰς ἐμέ τόν πανάσωτον, τόν ἔχοντα μεμολυσμένους τούς ὀφθαλμούς καί τά χείλη ἀκάθαρτα, νά ἴδω τήν εἰκόνα Σου τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τό σῶμα καί τήν ψυχήν καθαρά καί ἀμόλυντα, ἀλλ᾽ ἀπεναντίας πρέπει νά μισηθῶ ὁ ἄσωτος καί νά ἐπιτιμηθῶ ὑπό τῆς ὑμετέρας καθαρότητος. Πλήν ἐπειδή ὁ Θεός τόν Ὁποῖον ἐγέννησες, ἔγινεν ἄνθρωπος ὅπως καλέσῃ τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν, λαμβάνω καί ἐγώ τό θάρρος καί προσέρχομαι πρός Σέ, παρακαλῶν μετά δακρύων.
Πρόσδεξε τήν παράκλησίν μου διά τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν πολλῶν καί χαλεπῶν πταισμάτων μου καί παρακάλεσον τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν καί Θεόν ὅπως ἐλεήσῃ τήν ἀθλίαν καί ταλαίπωρον ψυχήν μου. Διότι διά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου ἐμποδίζομαι νά στρέψωτό βλέμμα μου πρός Αὐτόν καί νά ζητήσω συγχώρησιν καί διά αὐτό σέ προβάλλω μεσίτριαν.
Ἀπολαύσας πολλῶν καί μεγάλων δωρεῶν παρά τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, ἐφάνην ἄθλιος καί ἀχάριστος ὁμοιωθείς μέ τά ἀνόητα κτήνη· πτωχεύσας εἰς τάς ἀρετάς, πλουτήσας εἰς τά πάθη, βεβαρυμένος μέ ἐντροπήν, ἐστερημένος θείας παρρησίας, κατακεκριμένος ὑπό τοῦ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπό τῶν ἀγγέλων, χλευαζόμενος ὑπό τοῦ δαίμονος καί μισούμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων· ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεως, ἐντρεπόμενος διά τά πονηρά μου ἔργα, νεκρός ὑπάρχων πρό τοῦ θανάτου καί πρό τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος καί πρό τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως τυγχάνων αὐτοτιμώρητος ὑπό τῆς ἀπογνώσεως. Διά τοῦτο καταφεύγω εἰς τήν ἰδικήν Σου καί μόνην βοήθειαν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ μυρίων ταλάντων ὀφειλέτης, ὁ ἀσώτως τήν πατρικήν οὐσίαν δαπανήσας, ὁ παρανομήσας ὑπέρ τόν Μανασσῆν, ὁ γενόμενος ἄσπλαχνος ὑπέρ τόν πλούσιον, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τό δοχεῖον τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ θησαυροφύλαξ τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λόγων καί ὁ ξένος πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας.
Ἐλεήσόν μου τήν ταπείνωσιν καί συμπάθησόν μου τήν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις τήν παρρησίαν πρός τόν ἐκ Σοῦ τεχθέντα καί οὐδείς δύναται ὡς Σύ, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ. Δι᾽ ὅλα ἔχεις τήν ἰσχύν ὡς ὑπερέχουσα πάντων τῶν κτισμάτων καί δέν εἶναι ἀδύνατον εἰς Σέ οὐδέν, ἐάν θελήσῃς. Μή λοιπόν παραβλέψῃς τά δάκρυά μου, μή ἀηδιάσῃς τόν στεναγμόν μου, μή ἀποστραφῇς τόν πόνον τῆς καρδίας μου, μή ἐντροπιάσῃς τήν πρός Σέ προσδοκίαν μου, ἀλλά διά τῶν μητρικῶν Σου δεήσεων βίασον τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ καί ἀξίωσόν με τόν ταλαίπωρον καί ἀνάξιον δοῦλόν Σου ν᾽ ἀπολαύσω τό πρῶτον καί ἀρχαῖον κάλλος καί τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν παθῶν, διά νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τάς ἁμαρτίας καί νά γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νά ἐκδυθῶ τόν μιασμόν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καί νά ἐνδυθῶ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νά νεκρωθῶ διά τόν κόσμον καί νά ζήσω ἐν τῇ ἀρετῇ.
Ὁδοιποροῦντά με συνόδευσον, πλέοντα ἐν θαλάσσῃ σύμπλευσον, ἀγρυπνοῦντα με ἐνίσχυσον, θλιβόμενον παρηγόρησον, ὁλιγοψυχοῦντα παρακάλεσον, ἀσθενοῦντα δώρησόν μου τήν ἴασιν, ἀδικούμενον ρῦσαί με, συκοφαντούμενον ἀθώωσον, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα προφθάσασα λύτρωσόν με, εἰς τούς ἀοράτους ἐχθρούς δεῖξον με καθ᾽ ἑκάστην φοβερόν.
Ναί ὑπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπάκουσον τῶν οἰκτρῶν δεήσεων καί μή μέ ἐντροπιάσῃς ἀπό τῆς προσδοκίας μου. Τόν βρασμόν τῆς σαρκός κατάπαυσον, τήν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀγριωτάτην ταραχήν κατεύνασον, τόν πικρόν θυμόν καταπράϋνον, τόν τύφον καί τήν ἀλαζονίαν τῆς ματαίας οἰήσεως ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον, τάς νυκτερινάς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί τάς καθημερινάς ἀκαθάρτους προσβολάς ἀπομάκρυνον τῆς καρδίας μου. Παίδευσόν μου τήν γλῶσσαν ἵνα ὁμιλῇ τά συμφέροντα, δίδαξον τούς ὀφθαλμούς μου νά βλέπουν ὀρθῶς τήν ὁδόν τῆς ἀρετῆς, ἐνίσχυσον τούς πόδας μου ἵνα βαδίζουν τήν μακαρίαν ὁδόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τάς χεῖράς μου ἁγίασον ἵνα ἀξίως αἴρω αὐτάς πρός τόν Ὕψιστον. Καθάρισόν μου τό στόμα ἵνα μετά παρρησίας ἐπικαλεῖται τόν Πανάγιον Πατέρα καί Θεόν. Ἄνοιξόν μου τά ὦτα, ἵνα ἀκούω αἰσθητῶς καί νοητῶς τά ὑπέρ μέλι καί κηρίον γλυκύτερα λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί βιῶ ταῦτα ἐνισχυόμενος ὑπό Σοῦ.
Δός μοι καιρόν μετανοίας, λογισμοῦ ἐπιστροφήν, ἐλευθέρωσόν με ἐξ αἰφνιδίου θανάτου καί ἀπάλλαξόν με κατακεκριμένον ὑπό τῆς συνειδήσεως. Καί τελευταῖον ἐλθέ κοντά μου κατά τόν χωρισμόν τῆς ψυχῆς μου ἀπό τοῦ ἀθλίου μου σώματος, ἵνα ἐλαφρύνης τήν ἀφόρητον αὐτήν βίαν, ἀνακουφίσῃς τόν ἀνέκφραστον πόνον, παρηγορήσῃς τήν ἀπαραμύθητον στενοχωρίαν. Ἵνα τῆς σκοτεινῆς μορφῆς τῶν δαιμόνων λυτρώσῃς, παραμερίζουσα τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους καί σχίζουσα τά χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Καί ἵνα μέ οἰκειώσῃς μέ τόν Θεόν καί μέ καταξιώσῃς τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ παραστάσεως ἐν τῷ φοβερῷ Κριτηρίῳ καί νά μέ κάμῃς κληρονόμον τῶν αἰωνίων καί ἀδιαφθόρων ἀγαθῶν.
Ταύτην τήν ἐξομολόγησιν Σοῦ κάμνω Δεσποινά μου Θεοτόκε, τό φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν καί παραμυθία τῆς ζωῆς μου, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς καί προστασία μου, τήν ὁποίαν δέξου εὐμενῶς καί καθάρισόν με ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος καί ἀξίωσόν με εἰς τήν παροῦσαν ζωήν ἀκατακρίτως νά μετέχω τοῦ Παναγίου καί ἀχράντου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ. Εἰς δέ τήν μέλλουσαν, τῆς γλυκυτάτης οὐράνιας τροφῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα εἶναι ἡ κατοικία πάντων τῶν εὐφραινομένων. Τούτων δέ τῶν ἀγαθῶν τυχών ὁ ἄθλιος, δοξάζω εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ τοῦ δεχομένου πάντας τούς μετανοοῦντας ἐξ ὅλης ψυχῆς διά Σέ τήν γενομένην μεσίτριαν καί ἐγγυήτριαν πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι διά Σοῦ Πανύμνητε καί Ὑπεράγαθε Δέσποινα περισώζεται ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπίνη φύσις αἰνοῦσα καί εὐλογοῦσα Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Παναγίαν Τριάδα.

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Προς εκείνους που δυσανασχετούν για τις παντός είδους δυσκολίες που συμβαίνουν

Τονίζει ότι, αν μας βρίσκουν κακά, αυτό οφείλεται στις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι το φυσικό κακό, και αυτό έχει σημασία, ενώ το αισθητικό κακό είναι δευτερεύον.

1. Το από τη φύση του κακό, δηλαδή η αμαρ­τία, έχει από εμάς τους ίδιους την αρχή, το σχετικό όμως με την αίσθησή μας κακό, δηλαδή το οδυνηρό και επίπονο, θα μπορούσε να γίνει και από τον Θεό που σαν ιατρός συγκρατεί μέσω αυτού και θεραπεύει το αληθινά κακό, και όταν αυτοί που αμάρτησαν είναι θεραπεύσιμοι προσφέρει τις παντός είδους φροντίδες, ενώ όταν είναι αθεράπευτοι, τους παίρνει και από τη ζωή ακόμη για τη σωτηρία των άλλων. Για τις υπόλοιπες όμως συμφορές εμείς είμαστε αίτιοι, καθιστώντας τους εαυτούς μας άξιους για καυτήρες, ενώ εκείνος και έτσι είναι ευεργέτης και σωτήρας ως καθαιρέτης του πραγματικά κακού...
Πολλές φορές μάλιστα προσθέτει στους ανδρείους και αγώνισμα, τις προσβολές των μη από τη φύση τους κακών. Όπως δηλαδή η νόσος δεν έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, έστω και αν αυτό που νοσεί είναι το από εκείνον δημιουργημένο ζώο, έτσι ούτε η αμαρτία δεν έχει γίνει από αυτόν, έστω και αν αυτή που εκτρέπεται προς αυτήν είναι η δημιουργημένη από αυτόν λογική ψυχή.
Γιατί αυτή, αφού τιμή­θηκε με αυτεξουσιότητα και ελεύθερη ζωή, γιατί αν δεν είχε αυ­τή την τιμή θα ήταν μάταια λογική, αφού έλαβε τη γνώμη ελεύ­θερη από κάθε ανάγκη, αν παραμένει δίπλα στον Θεό και συνά­πτεται με αυτόν με την αγάπη, τηρεί για τον εαυτό της το αγαθό και την κατά φύση ζωή, αν όμως, χορταίνοντας κατά κάποιο τρόπο εκείνη την ιερή προσήλωση στο αγαθό, κλίνει προς τις κάτω σαρκικές ηδονές, εκτρεπόμενη από το από τη φύση του καλό, νοσεί ως προς το από τη φύση του κακό, δηλαδή την αμαρτία, δημιουργώντας για τον εαυτό της τον θάνατο με την έκπτωσή της από τη ζωή με τη θέλησή της.

2. Επειδή λοιπόν τέτοιοι είμαστε σχεδόν όλοι και χρειαζόμαστε κοινωφελή διδασκαλία και συμβουλή, θα εκθέσομε τώρα τους λόγους προς σας κυρίως από τους λόγους του Θεού, ώστε, αφού αντιληφθείτε ότι αίτιο της παγκόσμιας επιβολής των κακών εί­ναι η αμαρτία, ας εγκαταλείψομε τη γνώμη μας που αγαπά την αμαρτία, και ας μετατρέψομε τους εαυτούς μας προς κάθε τι θεάρεστο, και έτσι, εξιλεώνοντας και λατρεύοντας το Θείο με έργα αρετής, ας μετατρέψομε σε έλεος την εναντίον μας οργή του Κυ­ρίου. Γιατί αυτός είναι που μέσω του Μωϋσή μας διαβεβαίωσε και μας είπε, «εάν ακούσεις με προσοχή τη φωνή του Κυρίου του Θεού σου και πράξεις τα αρεστά σ’ αυτόν και υπακούσεις στις εντολές του, καμμιά νόσο δεν θα σου επιφέρω· γιατί εγώ είμαι ο Κύριος που σε θεραπεύει» (Εξ. 15, 26).

3. «Εάν λοιπόν βαδίζετε σύμφωνα με τα προστάγματά μου (Λευίτ. 26, 3-38 με παραλείψεις) και φυλάξετε τις εντολές μου και τις εφαρμόσετε, θα σας έρθει κάθε αγαθό και θα κατοικήσετε με ασφάλεια και δεν θα έρθει πόλεμος στον τόπο σας· και θα δώσω ειρήνη στον τόπο σας, και θα κοι­μηθείτε και δεν θα υπάρχει κανείς να σας φοβίζει· και θα διώξετε τους εχθρούς σας και θα πέσουν ενώπιόν σας φονευμένοι. Και πε­νήντα από σας θα καταδιώξουν εκατό και εκατό από σας θα κα­ταδιώξουν μυριάδες· και θα πέσουν με μάχαιρα οι εχθροί σας μπροστά σας· και θα είμαι Θεός σας και σεις θα είσθε λαός μου. Και θα φάγετε τα αγαθά της γης παλαιά και νέα, και εγώ δεν θα σας θεωρήσω βδελυρούς, αλλά θα περπατήσω μαζί σας, και θα είμαι Θεός σας εγώ που σας υποσχέθηκα αυτά τα πράγματα.
Εάν όμως δεν με υπακούσετε και δεν εφαρμόσετε όλα τα προ­στάγματά μου, αλλ’ απειθήσετε σ’ αυτά και η ψυχή σας δυσανα­σχετήσει για τις αποφάσεις μου, ώστε να μη εκτελείτε όλες τις εντολές μου, τότε εγώ θα σας συμπεριφερθώ έτσι· θα προκαλέσω σε σας κάθε νόσο και φτώχεια που θα λειώνει την ψυχή σας και τα αγαθά σας θα τα φάγουν οι αντίπαλοί σας. 
Γιατί θα στρέψω το πρόσωπό μου επάνωσας και θα πέσετε μπροστά στους εχθρούς σας, και θα σας υποδουλώσουν αυτοί που σας μισούν, και θα τραπείτε σε φυγή χωρίς να σας καταδιώκει κανείς· και αν ούτε και μετά από αυτά δεν με υπακούσετε» (δηλαδή το να επιστρέψετε), «θα συνεχίσω να σας παιδεύω», λέγει, «επτά φορές. Θα συντρίψω την υπερβολική υπερηφάνεια σας, και η δύναμή σας θα αποδειχθεί ανώφελη, αχρηστευόμενη από την ξηρασία και την αφορία της γης και από την ακαρπία των δένδρων των αγρών. Και αν μετά από αυτά δεν θέλετε να με υπακούσετε, θα σας προσθέσω άλλες επτά πληγές· θα αποστείλω εναντίον σας τα άγρια θηρία και θα σας καταβροχθίσουν και θα σας καταστή­σουν λίγους, και οι δρόμοι σας θα γίνουν έρημοι. 
Και έπειτα από αυτά, αν δεν διορθωθείτε, θα σας πατάξω ακόμη επτά φορές, και θα επιφέρω επάνω σας μάχαιρα που θα τιμωρήσει την καταπά­τηση της διαθήκης μου, και θα καταφύγετε στις πόλεις σας· και θα σας αποστείλω θάνατο και θα παραδοθείτε στα χέρια των εχθρών σας, όταν θα σας θλίψω με την έλλειψη άρτων. Εάν και με όλα αυτά δεν πειθαρχήσετε σ’ έμενα, αλλά βαδίζετε πλάγια από μένα, και εγώ θα πορευθώ προς εσάς πλάγια, και θα σας τιμωρήσω σύμφωνα με τις αμαρτίες σας, και θα φάγετε τις σάρ­κες των υιών και των θυγατέρων σας. Και θα καταστήσω έρημες τις πόλεις σας, θα κατερημώσω τα ιερά σας και δεν θα οσφραίνομαι την οσμή των θυσιών σας. Θα κατερημώσω επίσης τη γη σας και θα μείνουν έκπληκτοι γι’ αυτήν οι εχθροί σας που κα­τοικούν σ’ αυτήν. Και θα σας διασπείρω στα έθνη, και θα σας καταφάγει η επερχόμενη μάχαιρα. Και σε όσους απομείνουν από σας θα προκαλέσω δειλία και θα τους διώξει ο ήχος φύλλου που πέφτει, και θα φύγουν σαν από πόλεμο και θα αφανισθούν μέσα στα έθνη, και θα τους καταφάγει η γη των εχθρών τους».

4. Βλέπεις μέχρι που φθάνει η οργή του Κυρίου; Αν και βέβαια «είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και παραβλέπει τις κακίες των ανθρώπων», αλλ’ οπωσδήπο­τε εκείνων που μετανοούν και επιστρέφουν από τις κακίες τους. Γιατί «λέγει ο Κύριος· επιστρέψατε, και θα επιστρέψω σε σας». «Και θα επιστρέψεις προς τον Κύριο τον Θεό σου, και θα ακού­σεις τη φωνή του. Γιατί ο Κύριος ο Θεός σου είναι Θεός σπλα­χνικός, και δεν θα σε εγκαταλείψει και δεν θα σε αφανίσει, αλλά θα βρεις βοηθό τον Κύριο τον Θεό σου, και θα τον ζητήσεις με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου στη θλίψη σου». 
Θα θλιβείς όμως, αν πεισθείς στις γνώμες μου, όχι μόνο γιατί πάσχεις, αλλά και γιατί παρέβλεψες τις εντολές του Κυρίου και δεν φύλαξες τα προστάγματά του, γι’ αυτό και παραδόθηκες στις αθεράπευτες συμφορές· και μέσα στις θλίψεις σου θα ζητή­σεις την απαλλαγή από τα κακά και θα υποσχεθείς τη φύλαξη των εντολών, και θ’ αποδείξεις με έργα πραγματοποιημένη την υπόσχεση, για να επιτύχεις αποτελεσματικά τη θεία βοήθεια. Αλλά ποιές είναι οι εντολές του Κυρίου; Ο σωστός σεβασμός προς αυτόν και η αγάπη προς αυτόν, η αγνεία και σωφροσύνη του σώματός μας, η φιλαλληλία και το να μη επιθυμεί κανείς τίποτε από τα αγαθά του πλησίον του, ούτε να τον κακοποιεί σε τίποτε, αλλά να τον αγαθοποιεί με όλη τη δύναμή του, και γε­νικά ο καθένας να πράττει προς τον πλησίον εκείνα τα οποία επιθυμεί και ο ίδιος να επιτύχει από τον καθένα.

5. Αλλά πρόσεχε και κατά λέξη, αν θέλεις, την απόφαση ενα­ντίον εκείνων που παραβαίνουν κάτι από τα όσα λέχθηκαν «με εξόργισαν», λέγει, «με ανύπαρκτο θεό, και εγώ θα τους κάνω να ζηλοτυπήσουν για μη έθνος»· και πάλι· «είμαι Θεός ζηλωτής, που ανταποδίδω αμαρτίες πατέρων επάνω στα τέκνα και επάνω στα τέκνα τωντέκνων μέχρι την τρίτη και τέταρτη γενεά για εκείνους που με μισούν», και, «επικατάρατος είναι αυτός που δεν τιμά τον πατέρα του ή τη μητέρα του· και θα πει όλος ο λαός, γένοιτο, γένοιτο»· και, «αυτός που κακολογεί πατέρα ή μητέρα, να τιμωρείται με θάνατο, καθώς και υιός που αντιλέγει στον πατέρα για το δίκαιο», και «εάν έχει κανείς ανυπάκουο υιό που δεν υπακούει στα λόγια του πατέρα ή της μητέρας, αφού τον συλλάβουν, να τον οδηγήσουν στη γερουσία και να πουν, ο υιός μας αυτός είναι ανυπάκουος και ερεστικός, και μη υπακούοντας στα λεγόμενά μας γλεντοκοπά και μεθοκοπά. Και θα τον λιθοβολήσουν οι άνδρες της πόλεως με λίθους και θα βγάλετε από ανά­μεσά σας τον κακό».

6. Και ποιές είναι οι τιμωρίες αυτών που παραβαίνουν τα παραγγέλματα της αγνείας; δεν είναι ο θάνατος το επιτίμιο γι’ αυτά; Γιατί λέγει, «δεν θα υπάρξει πόρνη ανάμεσα στις θυγατέ­ρες του Ισραήλ, και δεν θα υπάρξει πόρνος από τους υιούς του Ισραήλ»· και, «βεβηλώθηκε», λέγει, «ο λαός με την εκπόρνευση» και «πέθαναν με την πληγή εικοσιτέσσερις χιλιάδες»· και αν δεν σηκωνόταν ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, από ζήλο να θα­νατώσει επ’ αυτοφώρω εκείνον που διέπραττε την πορνεία μαζί με την πορνευόμενη διαπερνώντας τους με το δόρυ με ένα κτύπη­μα, όλοι θα αφανίζονταν, και θα τιμωρούνταν και οι αθώοι ως ένοχοι, γιατί δεν τιμωρούσαν την παρανομία. Γι’ αυτό και έλεγε προς τον Μωϋση ο Θεός· «ο Φινεές κατέπαυσε τον θυμό μου και δεν αφάνισα από το ζήλο μου τους υιούς Ισραήλ». Εάν η πορ­νεία είναι τόσο πολύ απαγορευμένη και έτσι τιμωρείται, τί θα πάθει αυτός που μοιχεύει; Πραγματικά δεν θα αθωωθεί. Γι’ αυτό και ο θείος νόμος λέγει, «αν βρεθεί άνθρωπος να κοιμάται με γυναίκα συζευμένη με άλλον άνδρα, να θανατώνετε και τους δυο και να βγάζετε από ανάμεσα σας τον κακό».

7. Αλλ’ αυτά, λέγει, είναι του παλαιού νόμου· τί σχέση έχουν με εμάς, τον λαό της Καινής Διαθήκης; Δεν άκουσες όμως τον νομοθέτη και Δεσπότη Χριστό που λέγει, «δεν ήρθα να καταλύ­σω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω», και «γιώτα ένα ή μια στιγμή δεν θα καταργηθεί από το νόμο, μέχρι που να γίνουν όλα»; Αν έτσι είναι αυτό, θα θανατωθεί οπωσδήποτε και θα παραδοθεί στους εχθρούς με τρόπο αισχρό νικημένος και θα υποστεί όλα τα δεινά ο υπόδικος σε απόφαση του θανάτου και των άλλων ποινών που έχουν απειληθεί λόγω της αμαρτίας. 
Ένα φάρμακο υπάρχει που έχει βρεθεί από τη σοφία και χάρη του μόνου Θεού και Σωτήρα Χριστού, το να θανατώσομε τους εαυτούς μας ως προς την αμαρτία με τη μετάνοια, και έτσι, αφού αποδώσομε μόνοι μας το χρέος στις αποφάσεις βάσει του νόμου, να ντυθούμε με την αρετή τον στο όνομα του Χριστού νέον άνθρωπο, και με αυτόν τον τρόπο να ελευθερωθούμε από το νόμο, ζώντας σύμφωνα με τον Χριστό που πρόσφερε τον εαυτό του λύτρο για χάρη μας. Αλλωστε, αν δεν απαγόρευε την αμαρτία η Καινή Διαθήκη, καλώς θα την υπολόγιζες θέλοντας να δικαιώ­σεις τον εαυτό σου εσύ που ενέχεσαι σε θανατηφόρα απόφαση, τώρα όμως όχι μόνο το τέλος της αμαρτίας απαγόρευσε, αλλά και αυτό που είναι πολύ ελαφρότερο απ’ αυτήν, τις πρώτες δηλαδή αρχές της αμαρτίας, και καταδικάζει σ’ αιώνιο θάνατο αυτούς που υπέπεσαν σ’ αυτές σα να διέπραξαν ολόκληρη την αμαρτία.
Γιατί λέγει· «λέχθηκε στους παλαιούς, να μη φονεύσεις, και όποιος φονεύσει, θα είναι ένοχος κατά την κρίση. Εγώ όμως σας λέγω, ότι όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελ­φού του, θα είναι ένοχος κατά την κρίση».

8. Βλέπεις; Την άδικη οργή έκρινε ίση με το φόνο, τοποθετώντας και τα δύο κάτω από όμοια καταδίκη. Όποιος όμως προ­χωρήσει μέχρι του σημείου, ώστε λοιδορώντας τον αδελφό του να τον αποκαλέσει μωρό, «θα είναι ένοχος», λέγει, «στη γέεννα του πυρός»· και πάλι· «ακούσατε ότι λέχθηκε, να μη μοιχεύσεις· εγώ όμως σας λέγω ότι, οποιοσδήποτε βλέπει γυναίκα με διάθε­ση να την επιθυμήσει, ήδη εμοίχευσε αυτήν μέσα στην καρδιά του». Βλέπεις; Και εδώ εξίσωσε την πορνεία με τη μοιχεία· γιατί δεν είναι κάθε γυναίκα συζευγμένη με άνδρα. Μάλλον ούτε την πορνεία, αλλ’ εκείνον που θέλησε να πορνεύσει, και μάλιστα που κίνησε το πάθος μόνο με το λογισμό και με την εμπαθή θέαση, τον ανεκήρυξε ολοκληρωμένο μοιχό· γιατί είναι κριτής σκέψεως και εννοιών της καρδιάς και γνωρίζει τον νου μέσα μας, τον οποίο κατασκεύασε οικειότατο προς τον εαυτό του, σαν κάποια νοητή σελήνη και έσχατο φως, δεκτική της νοερής ακτίνας του θείου και ανώτατου φωτός.

9. Εκείνοι λοιπόν που καθιστούν το δοχείο του θείου φωτός δοχείο αισχρής και πραγματικά σκοτεινής ηδονής και με την εμπαθή συγκατάθεση αποδεικνύουν τον θεόκτιστο ναό του Θε­ού διαμονή δαιμόνων και πραγματικό ειδωλείο, ποιά υπερβολή ατοπημάτων παρέλειψαν, ώστε να επονομασθούν από το αι­σχρότερο των αμαρτημάτων, τη μοιχεία; Αν είμαστε όλοι συζευμένοι μ’ ένα άνδρα, με τον μόνο νυμφίο Χριστό, όπως βροντοφω­νάζει ο Παύλος, και γίναμε μαζί του ένα πνεύμα, προσκολλημέ­νοι στη θεότητα εκείνου με το νοερό της ψυχής, και είμαστε μέλη του αόρατα συμφυτρωμένοι με αυτόν, αυτός που την ένωση αυ­τή την μίανε με τη συγκατάθεση της πορνείας, άραγε δεν σου φαίνεται ότι έχει καταντήσει να είναι και να καλείται ολοκληρω­μένος μοιχός, ή καλύτερα είναι και κάτι περισσότερο και πολύ χειρότερο από μοιχό, επειδή διέλυσε θεία απαθή συνύπαρξη με τον Θεό; Τί πάλι μας διέταξε για τους όρκους; δεν τον απαγό­ρευσε ως επιορκία και δεν τον είπε με σαφήνεια έργο του πονηρού;

10. Αλλά γιατί τα λέγω αυτά με λεπτομέρειες, ενώ είναι δυνατό να συμπεριλάβω το παν σ’ ένα λόγο; Γιατί λέγει· «αν δεν ξεπερά­σει η δικαιοσύνη σας τη δικαιοσύνη των Γραμματέων και Φαρισαίων» (δηλαδή των εκπληρωτών του παλαιού νόμου), «δεν θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 20). Εμείς όμως, από τους οποίους ζητείται κάτι περισσότερο από εκείνους, με τα έργα μας δεν είμαστε ούτε σαν εκείνους ή λίγο κάτω από εκεί­νους, αλλά εμείς που έχομε διδαχθεί να εγκρατευόμαστε και από τους συζύγους (γιατί λέγει, «ο καιρός από τώρα και στο εξής είναι περιορισμένος, ώστε και όσοι έχουν γυναίκες, να είναι σαν να μη έχουν γιατί έρχεται και φεύγει το σχήμα του κόσμου αυτού»)· εμείς λοιπόν που ακούσαμε και πιστέψαμε αυτά, όχι μόνο δεν εγκρατευόμαστε από τις δικές μας συζύγους, αλλά και ποθούμε τις ξένες· εμείς που έχομε προσταχθεί να μη ορκιζόμα­στε ούτε σε τρίχα (γιατί λέγει, «να μη ορκισθείς ούτε στην κεφα­λή σου, γιατί δεν είσαι σε θέση να κατασκευάσεις μια τρίχα λευ­κή ή μαύρη»)· εμείς λοιπόν δεν φρίττομε που συχνά επικαλού­μαστε την ανώτατη κεφαλή του παντός, τον ίδιο τον Θεό και τα άγια του Θεού, αλλά τόσο πολύ, αλλοίμονο!, προχώρησε η φο­βερή τόλμη, ώστε και τα ίδια τα απόρρητα σύμβολα του σωτήρι­ου πάθους, το θείο αίμα του Θεού των θεών (Δευτ. 10, 17), που μια φορά στους αιώνες χύθηκε για χάρη της ζωής του κόσμου (αλλοίμονο! πώς δεν μας εγκαταλείπεις, ήλιε, όπως και τότε τους θεοκτόνους;), να τα τοποθετούμε επάνω σε χαρτί σαν μελάνι, επιβεβαι­ώνοντας τους όρκους, τους οποίους ο αληθινός Δεσπότης χαρα­κτήρισε όλους έργο του πονηρού, και έτσι, αλλοίμονο!, καθι­στούμε συνεργό του πονηρού αυτόν που κατέλυσε το κράτος εκείνου.

11. Αλλά ως προς το Θείο τέτοιοι είμαστε, τους συνανθρώπους μας όμως πώς τους μεταχειριζόμαστε; Όχι σχεδόν σαν αλλόφυ­λους και πολέμιους; Αλλοίμονο, τι να κάνω! Πώς να εκτραγωδήσω τη δημόσια και κοινή συμφορά; Σχεδόν σε τίποτε άλλο δεν ευδοκιμούμε, παρά στη φθορά ο ένας εναντίον του άλλου και στην κακομεταχείριση των κατωτέρων· σχεδόν όλος ο κόσμος έγινε, αλλοίμονο!, παρανάλωμα της μεταξύ μας μάχης, και αν για λίγο υποκριθούμε την φαινομενική αναμεταξύ μας ειρήνη, οι δυνάστες αυξάνομε περισσότερο την βία εναντίον των φτω­χών, επιβάλλοντας βαρύτερη φορολογία στους χειρωνακτικά εργαζόμενους. Ποιός στρατιώτης αρκείται τώρα στο μισθό του; Ποιός άρχοντας δεν καμαρώνει για τις αρπαγές; Οι σκυλοτρόφοι και οι χοιροβοσκοί, σαν άγριοι χοίροι και αιμοβόροι σκύλοι, διασπαράσσουν την περιουσία των απροστάτευτων. Γι’ αυτό κραυγάζουν εναντίον όλων σας οι φτωχοί, εναντίον των ηγετών, των έπειτα από αυτούς, των στρατιωτικών, των υπηρετών τους, μη υποφέροντας την ανηλεή και μισάνθρωπη συμπεριφορά των φορολόγων και την συνεχή βία και αδικία από όσους από σας είσθε δυνατώτεροι πάνω στη γη· ήδη έφθασε και μέχρι τους μο­ναχούς το ρεύμα της ξεχυνόμενης ορμητικά αδικίας.

12. Έπειτα θαυμάζομε πως μας εγκατέλειψε ο Θεός, πως γίναμε περίγελως των αντιθέτων, πως κατέστη ισχυρότερο από μας κάθε έθνος και κατατρέχει τη χώρα λεηλατώντας την αλύπητα· ενώ πρέπει να θαυμάζομε την υπερβολή της ανοχής του Θεού, πώς δεν έρριξε από τον ουρανό φωτιά εναντίον μας, όπως στην περί­πτωση του Κορέ και των γύρω από αυτόν, πώς δεν μας έστειλε στον άδη ζωντανούς, σχίζοντας για μας τη γη και ανοίγοντας χάσμα και βάραθρο, όπως στην περίπτωση του Δαθάν και Αβειρών και όλων των υπαρχόντων τους, πώς δεν μας παρέδωσε αμέσως σε πανωλεθρία, όπως πολλά έθνη πολλές φορές, που είχαν διαπράξει ανεπανόρθωτα πράγματα. Πραγματικά λίγα μαστιγώ­ματα δεχθήκαμε για τις όσες αμαρτίες διαπράξαμε.

13. Αρα λοιπόν, επειδή τιμωρεί με ευσπλαγχνία, οπωσδήποτε αναμένοντας την επιστροφή μας, τώρα λοιπόν και εμείς, νουθετούμενοι μετά το πάθημά μας, ας επιστρέψομε προς αυτόν και απορρίπτοντας τα έργα του σκότους όλοι ας γίνομε του φωτός· ας αγαπήσομε ο ένας τον άλλο και με τα έργα ας δείξομε την απαλλαγμένη από υποκρισία αγάπη μας, ώστε και η αγάπη του Θεού να παραμείνει σε μας δοξαζόμενη έμπρακτα απέναντι σε όλα τα έθνη που μας πολεμούν. Ας παύσομε να επιθυμεί ο κα­θένας τα του πλησίον, ώστε έτσι, απέχοντας από κάθε αδικία, να βρούμε βοηθό τη δικαιοσύνη του Θεού, που θα θέσει κάτω από τα πόδια μας τους ασεβείς και θα κάνει δικά μας τα κτήμα­τα εκείνων. Ας σταματήσομε τους φρικωδέστατους όρκους, με τους οποίους, ενώ νομίζομε ότι επιβεβαιώνομε τις πράξεις μας, αθετούμε τον θείο όρο, γι’ αυτό και συνεχώς αποτυγχάνομε, γιατί διώχνομε την από τον Θεό ασφάλειά μας. Ας μετατρέψο­με τον βίο προς το θεοφιλέστερο και σωφρονέστερο, ώστε ο πα­τέρας της αγνείας Θεός να μας αγαπά σαν παιδιά του και να μας φέρει επάνω από κάθε λέπρα και φθορά συμπράττοντας σε όλα με μας και πολεμώντας μαζί μας εκείνους που μας πολε­μούν. Ας ρυθμίσομε κάθε έργο και λόγο και διανόημά μας σύμ­φωνο προς τη θεία αρέσκεια, και αφού έτσι επιστρέψομε ως προς όλα καθαροί, ας πέσομε γονατιστοί και ας κλάψομε μπρο­στά στον Κύριο τον Θεό μας ζητώντας τη συγχώρηση των αμαρ­τημάτων μας.

14. Έτσι και αυτός, αφού επιστρέψει, θα μας καθαρίσει από κά­θε αμαρτία, και, αφού μας λευκάνει σαν το χιόνι και μας κατα­στήσει λαμπρότερους από το χρυσάφι, θα μας δοξάσει μαζί με τον εαυτό του στους ατελείωτους αιώνες. Μας έδειξε με πολλούς τρόπους τη φιλανθρωπία του, με την παραβολή του ασώτου, με τη συμπάθεια προς τον ταπεινωθέντα τελώνη, με τη φροντίδα προς το πλανημένο όπως εμείς πρόβατο. Μας έδειξε έμπρακτα το απερίγραπτο της συμπάθειας με τον ληστή που σταυρώθηκε και βασίλευσε μαζί του, με τον Μανασσή που έζησε παρανομώτατα ανάμεσα στους βασιλείς και έπειτα μετανόησε και έγινε δεκτός· με την ευσπλαγχνία που έδειξε στους Νινευίτες συγχωρώ­ντας πολλών ετών πλήθος αμαρτημάτων για τριήμερη μετά­νοια. Αυτός (πω, πω, τι απερίγραπτο μέγεθος αγαθότητας!), αφού έκλινε τους ουρανούς, κατέβηκε για μας και έκανε τον εαυτό του για μας κήρυκα της μετανοίας, δείχνοντάς μας με έργα και λόγια, πώς να την αποκτήσομε, και υποσχέθηκε σ’ αυ­τούς που αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν με υπακοή όχι μόνο απαλλαγή από παντός είδους κακά, αλλά και την ουράνια και αιώνια βασιλεία του.

15. Αυτή τη βασιλεία είθε να επιτύχομε όλοι εμείς, αφού πράξομε έργα μετάνοιας, με τη χάρη αυτού του χορηγού της μετάνοιας Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς