.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ «ΚΑΙΕΙ» ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

ποὺ ἐθελοτυφλοῦν, καὶ ἐπιτρέπουν μέρα μὲ τὴ μέρα, ὅλο καὶ περισσότεροι πιστοὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὰ ἐνδότερα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμού!


Τιμὴ ἁγίου καὶ μάρτυρος, εἶναι ἡ μίμηση τῆς ζωῆς του καὶ τῆς διδασκαλίας του.
Κι ὅμως οἱ σύγχρονοι πιστοί, μὲ πρώτους τοὺς ἐπισκόπους, πανηγυρίζουν στοὺς Ναούς, καὶ λιβανίζουν τοὺς Ἁγίους, καὶ ξελαρυγγίζονται ψάλλοντας καὶ ὁμιλώντας γι’ αὐτούς, ἀλλὰ σιωποῦν ἢ πράττουν τὰ ἀντίθετα στὴν ἀντιμετώπιση θεμάτων Πίστεως!
Ἐπειδὴ προέχει τὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς μελέτες, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴ καθοδηγητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅσοι ἀδελφοί μας ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν τηρητέα στάση ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν (καὶ κυρίως τῶν διακινούντων τὸν Οἰκουμενισμὸ Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων), ἀλλὰ οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι τοὺς παραπλανοῦν, διδάσκοντας μιὰἄλλη ποιμαντικὴ στάση, ποὺ δὲν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καὶ ἡ διαχρονικὴ Εὐαγγελικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Δηλαδή, ἀκολουθοῦν ἄλλη, κακόδοξη στάση, στὸ σωτηριολογικὸαὐτὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὑπερμάχησε τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων ἐναντίον τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν νά διαδώσουν στήν Ἀνατολή τίς δυτικές αἱρέσεις περί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐκεῖνος ἐπίσης ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς συγκεντρώσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἀναγωγῆς διά μέσου τῆς καρδιᾶς πρός τόν Θεόν, τά ὁποῖα ὁ Βαρλαάμ προσεπάθησε νά διαστρέψη.
Οἱ ἀγῶνες τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν ἐστράφησαν μόνον ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, ἀλλά καί ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ ΙΔ΄ τοῦ ἐπιλεγομένου Καλέκα. Ὁ Καλέκας, μετά τή Σύνοδο τοῦ 1341, ἡ ὁποία ἐδικαίωσε τίς θέσεις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καί κατεδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Βαρλαάμ, ἐστράφη ἐναντίον τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τόν ὁποῖο κατώρθωσε μέ διάφορες μηχανορραφίες καί τήν πολιτική ὑποστήριξι νά κλείση στήν φυλακή.
Ὁ Καλέκας ἐξέδωσε ἐγκύκλιον ἐπιστολή μέ τήν ὁποία ἀναθεματίζει τόν ἅγ. Γρηγόριο καί τούς ὁμόφρονάς του. Αὐτή περιεῖχε, μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, ...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης» (P.G. 150, 863D).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, διέκοψε τό μνημόσυνό του πρό συνοδικῆς κρίσεως. Αὐτό ἦτο μία ἀπό τίς αἰτίες πού ἐξεδόθη ἐναντίον του ὁ ἀναθεματισμός «...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου...».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, τότε πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τήνμνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου, ὁ Καλέκας δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ὁ δέ Ἅγιος δέν εἶχε χειροτονηθῆ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἦτο ἁπλός ἱερομόναχος τοῦ ἁγ. Ὄρους. Φαίνεται πώς τήν ἀπόφασι αὐτή τοῦ ἀναθεματισμοῦ τοῦ ἁγίου τήν ὑπέγραψαν καί ἄλλοι Ἐπίσκοποι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, ὁ δέ ἅγιος δέν τήν ἐτήρησε, ἀλλά κατ’ ἰδίαν συνέχισε νά λειτουργῆ (P.G. 150, 880D).
Τό σπουδαῖο καί ἔχον μεγίστη σημασία εἰς τήν παροῦσα μελέτη εἶναι τό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν ἦτο ἁπλῶς ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ἐπί πλέον ἐθεωροῦσε (καί διεκήρυττε) ὅτι ἦτο ἀδύνατον κάποιος πού ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη νά εἶναι Ὀρθόδοξος, ἐνῶ αὐτός, πού ἦτο ἀπό αὐτόν ἀποτειχισμένος, ἦτο ἑνωμένος συγχρόνως μέ τήν εὐσεβῆ πίστι. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Τούτου τοίνυν οὕτω καί τοσαυτάκις παντός τοῦ τῶν ὀρθοδόξων πληρώματος ἐκκεκομμένου, λείπεται τῶν ἀδυνάτων εἶναι τελεῖν ἐν τοῖς εὐσεβέσι τόν μή ἀφωρισμένον ἐκ τούτου, τοῦ καταλόγου δ’ εἶναι χριστιανῶν ἀληθῶς καί τῷ Θεῷ ἡνωμένον κατ’ εὐσεβῆ πίστιν, ὅστις ἄν εἴη τούτων ἕνεκεν ἀφωρισμένος ἐκ τούτου» (ΕΠΕ 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα).
Αὐτό δεικνύει καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος τήν ἔνταξι καί τόν χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία τά συνέδεε ἀπολύτως ὄχι μέ τήν ὑποταγή εἰς τά ἑκάστοτε ποιμένοντα πρόσωπα, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἀποδοχή καί ταύτισι μέ τήν ὀρθόδοξο πίστι. ΤόνΠατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα τόν ἐθεωροῦσε ἀποκομμένο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, λόγῳ πίστεως, πρό συνοδικῆς κρίσεως καί αὐτούς πού τόνἀκολουθοῦσαν ὁμοίως τούς συγκατέλεγε μέ αὐτόν. Ἡ σκέψις δηλαδή τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συγκαταλέγεται κάποιος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω καί ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, τήν στιγμή πού ἀκολουθεῖ καί ἐντάσσεται σέ κάποιον αἱρετικό ποιμένα καί ἀρχιποιμένα.
Ὑπάρχει εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἕνα ἄλλο, πλέον ἀποκαλυπτικό χωρίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τό ὁποῖο εἶναι τόσο διαυγές πού δέν ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας, οὔτε καί εἰς αὐτούς πού προσπαθοῦν νά τά ἐφεύρουν ὥστε νά καλυφθοῦν. Εἶναι ἀπό τήν ἀναίρεσι πού κάνει εἰς τό γράμμα τοῦ Ἀντιοχείας Ἰγνατίου. Ἀναφέρει δέ τά ἑξῆς: «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ ”στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, 606).
Μέ λίγα λόγια ἡ ἀληθινή καί ὀρθόδοξος πίστις εἶναι τό κριτήριο εἰσόδου ἤ ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία· εἶναι δέ τό μεγαλύτερο ψεῦδος νά λέγωνται κάποιοι ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, ὅταν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί, ἐπί πλέον, τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τά πρόσωπα, ἀλλά ἡ ἀληθινή καί ἀκριβής πίστις.
Οἱ σημερινοί βεβαίως ποιμένες καί ἀρχιποιμένες πιστεύουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τόν ἅγιο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι μέ τήν χειροτονία των κατεστάθησαν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν στήν ἱστορική της πορεία ὅπου βούλονται, ἀπαιτώντας συγχρόνως ἀπόλυτον ὑπακοή ἀπό ὅλους. Αὐτοί ὅλοι, οἱ σημερινοί ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, εἶναι ἀκόλουθοι ὄχι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀλλά τοῦ Πατριάρχου Καλέκα, διότι ἄν ἦταν ἀκόλουθοι τοῦ ἁγίου δέν θά ἀκολουθοῦσαν τόν Καλέκα εἰς τήν δυσσέβεια καί τήν αἵρεσι, ὅπως ὁ ἅγιος δέν τόν ἀκολουθοῦσε καί δι’ αὐτό ὁ Καλέκας τόν εἶχε ἀποκομμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τό ἑωσφορικό πνεῦμα καί τήν ἀποκοπή του ἀπό τόν Καλέκα ἀναφέρει στήν ἴδια πραγματεία ὁ ἅγιος ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οἶμαι τόν οὕτως ἀνερυθριάστως τοσαῦτα ψεύδη γράφοντα καί περιαγγέλλοντα πᾶσιν ἀνέδην, ρᾳδίως καί τοῦτ’ ἄν εἰπεῖν, ὡς μόνος αὐτός ὑπῆρχεν ἡ σύνοδος, ἐπεί καί μόνον ἑαυτόν πολλάκις καί τήν ἐκκλησίαν εἶναί φησι καί ὅ,τι ἄν αὐτῷ δόξῃ καί ὅ,τι ἄν αὐτός εἴπῃ τῇ ἐκκλησίᾳ φησί δοκεῖν καί τήν ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι πᾶσαν. Κἄν τις μή ταχύ κατανεύσῃ πρός ὁ,τιοῦν καί τό λίαν ἀλυσιτελές αὐτῷ καί ἀπίθανον, οὗτος εὐθύς ὁ τῇ ἐκκλησίᾳ πάσῃ παντάπασιν ἀπειθής καί ἀνήκοος.
»Οὕτω γάρ καί ἡμᾶς ἀνυποτάκτους καί ἀλλοτρίους τῆς ἐκκλησίας ἀξιοῖ καλεῖν, ὡς ἀπαναινομένους τό δυσσεβεῖν, αὐτοῦ τοῦτο λέγοντος, καί παρεξηγεῖσθαι τόν προβάντα τόμον ὑπέρ ἡμῶν καί ἡμῖν εἰς δικαίωμα καί γεγενημένον καί δεδομένον, ὅτι τοῦτ’ αὐτό λέγομεν, ὡς ὑπέρ ἡμῶν ἐγεγόνει, ταῦτ’ ἄρα καί ἡμῖν δεδομένος ἐστίν. Ὁ τοιοῦτος τοίνυν, πῶς οὐκ ἄν ρᾳδίως εἴποι μόνον αὐτόν εἶναι καί τήν μεγίστην ἐκείνην σύνοδον, ὡς ἀνεξέλεγκτος εἶναι, ὅ,τι ἄν ὡς ἀπ’ ἐκείνης πλάττηταί τε καί συγγράφηται καθ’ ἡμῶν;» (ΕΠΕ 3, Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα, σελ. 590).
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά τό ἀναφέρωμε, ὅτι ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα καί τούς ὁμόφρονάς του δέν ἦτο μόνο ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀλλά καί οἱ ἀκολουθοῦντες τόν ἅγιο κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Ὅταν ἐπίσης ὁ ἅγ. Γρηγόριος τό ἔτος 1340 συνέταξε καί προσυπέγραψε πρῶτος τόν λεγόμενον «Ἁγιορειτικόν τόμον» ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ὁ ὁποῖος κατέλαβε δεσπόζουσα θέσι στήν μεταγενεστέρα Σύνοδο τοῦ 1341 καί ἐξέφραζε τήν πίστι ὅλων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων πού ὁ ἴδιος ὑπερασπίζετο εἰς τούς ἀγῶνας του κατά τοῦ Βαρλαάμ, τόν προσυπέγραψαν καί ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Οἱ Ἁγιορεῖτες φαίνεται ὅτι πρό συνοδικῆς διαγνώσεως καί κρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ καί τῶν μαθητῶν του διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάθε ἕνα πού εἶχε ἀντίθετο φρόνημα ἀπό αὐτά πού ἐδίδασκε ὁ ἅγ. Γρηγόριος καί συμφωνοῦσαν κατά πάντα μέ τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων «ἀποδεχθέντες ὡς συμφωνοῦντα ἀκριβῶς πρός τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων», διέκοψαν δηλαδή τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἰωάννου Καλέκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος θεωροῦσε τόν Τόμον αὐτό ὡς σπουδαιότατο ὅπλο κατά τῆς αἱρέσεως πού παρουσιάσθηκε στήν ἐποχή του.
...Τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς:
«Ὁ ταπεινός Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Ἰάκωβος, ταῖς ἁγιορειτικαῖς καί πατερικαῖς ἐντεθραμμένος παραδόσεσι καί μαρτυρῶν ὅτι διά τῶν ἐνταῦθα ὑπογραψάντων λογάδων, ἅπαν τό Ἅγιον Ὄρος συμφωνοῦντες ὑπέγραψαν, καί αὐτός συμφωνῶν καί ἐπισφραγίζων ὑπέγραψα, καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ', σελ. 514)...
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἐδῶ θά ἐπικαλεσθοῦμε καί τήν μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ τοῦΚαλοθέτου, ὁ ὁποῖος ἦτο σύμψυχος καί ὁμόφρων καί συναγωνιστής τοῦ ἁγίου στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς εὐσεβείας. Τοῦτο μόνο λέγομε διά τόν Ἰωσήφ τόν Καλόθετον, ὅτι ἦτο τόσο κατηρτισμένος εἰς τά τῆς πίστεως καί εἰδικά διά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, ὥστε ὅταν μελετοῦμε σήμερα τά συγγράμματά του, νομίζομε ὅτι εἶναι ἕνας δεύτερος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἤ ἕνα ἀκριβές ἀντίγραφό του.
Λέγει λοιπόν ὁ Ἰωσήφ στήν ὀγδόη ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Κατά Ἰωάννου Καλέκα», ὑπεραμυνόμενος ὅλων τῶν ἀποτειχισμένων ἀπό τόν Πατριάρχη Καλεκα: «Λέγει γοῦν ὁ χρηστὸς ποιμὴν οὗτος, ὅτι ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ ἐκκλησία, ὡς μὴ θελήσαντας δοῦναι ὁμολογίαν ἔγγραφον. Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι; Τὴν τῶν ἀποστόλων; Καὶ μὴν παντάπασιν ἡμεῖς ἐκείνη σύμφωνοι καὶ σπουδασταὶ καὶ ὑπὲρ ἐκείνης πάντα παθεῖν εἱλόμεθα... Ὥστ’ οὐχί ἐκείνην φάσκει ἀποβεβληκέναι ἡμᾶς –πῶς γάρ;– ἀλλ’ ἥν αὐτός ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καί νεοφανῆ δόγματα... Πόθεν σύ ἐκκλησία εὐσεβῶν; Ἀπό τοῦ λόγου; Ἀπό τοῦ τρόπου; Ἀπό τῶν πράξεων; Ἀπό τῶν ὑγιῶν δογμάτων; Ἐργαστήριον τοίνυν γενόμενος παντός ψεύδους, πάσης διαβολῆς, παντός οὑτινοσοῦν φαύλου, παντός στασιαστικοῦ φρονήματος, πάσης ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς, καπηλείας, εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν –ὤ τοῦ θράσους!– χειροτονεῖς, οὐκ εἰδώς ὅτι καί Νεστόριος καί Μακεδόνιος τάχ’ ἄν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὅ καί αὐτός ἰσχυρίζεσαι. Ἔσχον γάρ καί αὐτοί τήν αὐτήν αὐτῷ σοι καθέδραν.
»Πόθεν σύ ἐκκλησία; Ἀπό τοῦ δωροδοκεῖν; Ἀπό τοῦ ἐξαργυρίζειν τάς δίκας; Ἀπό τοῦ μή διαστέλλειν ἀναμέσον βεβήλων καί ἁγίων; Ἀπό τοῦ ἀνεῖσθαι τό ἱερόν πᾶσιν ἀνάγνοις καί βεβήλοις; Ἀπό τοῦ ἀναπεῖσαι τούς ἀνθρώπους ὁμογνίου αἵματος ἐμπίμπλασθαι; Ἀπό τοῦ πιπράσκειν τήν χάριν τοῦ πνεύματος; Ἀπό τοῦ πληρῶσαι τήν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως –εἶμι δ’ ἐπ’ αὐτόν τόν κολοφῶνα τῶν κακῶν– ἤ ἀπό τοῦ ἐξαργυρίσαι τήν σήν εὐσέβειαν καί τῶν ἐπισκόπων σου καί τῶν συνεπομένων σοι, οὕς καί ἐκκλησίαν αὐχεῖς; Τοιαύτη μέν ἡ κατά σέ ἐκκλησία, ἥν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω.
»Ἡ δ’ ἡμετέρα ἐκκλησία, ἄνωθεν, ἁγνή, καθαρά, εἰρηνική, ἀπεχομένη παντός οὑτινοσοῦν φαύλου καί πονηροῦ καί πάσης ἡστινοσοῦν κακίας ἐλευθέρα καί ἀνεπίμικτος παντός ρύπου καί σπίλου, πρεσβεύουσα τά ὑγιᾶ καί καθαρά καί ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν. Κεφαλή δέ τῆς ἐκκλησίας ὁ κύριος ἡμῶν, μέλη δέ καί μέρη τῆς τοιαύτης ἐκκλησίας τό σύστημα καί σύνταγμα τῶν εὐσεβῶν, οἵ καί ἀναλόγως ἔχουσι καθάρσεως πρός τήν ἑαυτῶν κεφαλήν, οὐχ ὁ δεῖνα οὕτως ἀνάγνως ἔχων καί μεμιασμένως» (Ἰωσήφ Καλοθέτου Συγγράμματα, παρά Δημητρίου Τσάμη, τόμος 1, σελ. 294-296).
Τά βασικά σημεῖα τοῦ θαυμασίου καί ὁμολογιακοῦ αὐτοῦ χωρίου εἶναι τά ἑξῆς. 
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ «Ἐκκλησία» πού προΐσταται ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶναι διαφορετικές. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει αἵρεσις, αὐτοί πού τήν ἀκολουθοῦν, κληρικοί καί λαϊκοί, δημιουργοῦν ἄλλη «Ἐκκλησία». Ἡ μία δηλαδή, εἶναι ἡ διαχρονική τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, καί ἡ ἄλλη, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ (Καλόθετος) γιά τόν Καλέκα, «ἡ κατά σέ ἐκκλησία, ἥν πρό ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω». Ὡς ἐκ τούτου διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀποστατεῖ κάποιος τῆς διαχρονικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἐντάσσεται στήν νεοΐδρυτο κατασκευασθεῖσα. Ὅ,τι δέ κάνουν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς νεοϊδρύτου «Ἐκκλησίας» λέγουν ὅτι τό ἔκανε καί τό ἀπεφάσισε ἡ Ἐκκλησία: «εἶτα καί ἐκκλησίαν σεαυτόν –ὤ τοῦ θράσους!– χειροτονεῖς, οὐκ εἰδώς ὅτι καί Νεστόριος καί Μακεδόνιος τάχ’ ἄν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὅ καί αὐτός ἰσχυρίζεσαι».
Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ διά τόν Καλέκα εἶναι σά νά τά λέγη διά τούς σημερινούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπό τήν ἴδια νόσο. Στό τέλος δέ τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου μέ πολλή σαφήνεια ἀναφέρει τά γνωρίσματα τῆς διαχρονικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τό κυριώτερο τῶν ὁποίων εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι «ἐλευθέρα καί ἀνεπίμικτος παντός ρύπου καί σπίλου, πρεσβεύουσα τά ὑγιᾶ καί καθαρά καί ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν».
Εἶναι φανερό, ἀπό ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Καλόθετος, ὅτι ἡ ἀποτείχισις γίνεται ἀπό τήν νεοΐδρυτο «Ἐκκλησία» καί ἀπό ὅσους ἀνήκουν εἰς αὐτήν, προκειμένου νά ἀνήκη κάποιος στήν διαχρονική Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένως πολλοί σύγχρονοι κληρικοί ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ ἀποτείχισις γίνεται μόνο ὡς διαμαρτυρία, προκειμένου νά ἐπισπευθοῦν οἱ διαδικασίες διά τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως.
Κλείνοντας ἀναφέρομε ὅτι ἡ ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα ἔγινε ὅπως ἀκριβῶς ἐντέλλεται ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Βαρλαάμ, τήν ὁποία ἐστερνίσθηκε ὁ Πατριάρχης, ἦτο κατεγνωσμένη ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλά ὁ Καλέκας δέν εἶχε κριθῆ συνοδικά. Ἡ συνοδική κρίσις καί καθαίρεσίς του ἔγινε τό 1347 (Θ.Η.Ε. τόμ. Ζ΄, σελ. 28).
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλομε νά τονίσωμε ἤ ἴσως δέν τό διεσαφήσαμε ἐπαρκῶς, εἶναι ὅτι τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς: «καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ΄, σελ. 514).
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Γιά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀπομάκρυνσι ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος παρομοιάζει τούς αἱρετικούς μέ φίδια. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τούς τάς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους, ἀλλά παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία, καί τάς μέν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τήν δέ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ, 10,356).
Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «...καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως»καί ἐπίσης «Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει», τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνουν παρά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι; Πῶς ἀπομακρύνεται κάποιος ἀπό ἕνα φίδι; Περιμένει ἄραγε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἤ μήπως κυττάζει, ὅπως ἀναφέρετε, νά μήν κρίνη τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε Ἐπισκόπου; Καί ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ὅτι ἡ παραμονή μας κοντά στούς αἱρετικούς μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό «οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὁδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς».

(Ἀποσπασματα ἀπὸ βιβλία τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ)

«Η αφύπνησι του λαού τού Θεού»!

Μετὰ τὸ θαυμάσιο ἄρθρο τοῦ κ. Τσακίρογλου «Φόρος τιμής για τον αγώνα λαϊκών που κοπιάζουν μέσα στον κόσμο για την Αλήθεια!», ἀναρτοῦμε σὲ ἐπανάληψη ἕνα κείμενο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ἀπὸ τὸ «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ» τὸ 2007, ποὺ ἐνισχύει τὶς ἁγιοπατερικὲς θέσεις τοῦ κ. Τσακίρογλου μὲ συγκεκριμένα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία.


Ὅσον ἀφορᾶ τό ὅτι εἶναι παράδοσις ὀρθοδοξότατη ὁ λαός νά ἀντιδρᾶ ὅταν προσπαθοῦν νά τοῦ ἐπιβάλλουν ποιμένες οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἐκφράζουν, ἤ τούς θεωρεῖ κατευθυνόμενους καί προσπαθοῦν νά ἐπιβληθοῦν μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, καθώς ἐπίσης ἐξεγέρσεις καί κινητοποιήσεις τοῦ λαοῦ ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο πίστι του, κοιτᾶξτε τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καί ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ ὁποία εἶναι κυριολεκτικά γεμάτη ἀπό τέτοιες περιπτώσεις.
Θά σᾶς καταγράψω ἐνδεικτικά δύο–τρία τέτοια περιστατικά ἐπεμβάσεων τοῦ λαοῦ, πέραν ἀπό τούς βίους τῶν δύο προαναφερθέντων μεγάλων ἁγίων μας, τούς ὁποίους σχεδόν καθημερινά ὑπεράσπιζε ὁ λαός ἀπό τίς εἰς βάρος των ἐπιβουλές καί ἀδικίες, γιά νά καταδειχθῆ ὅτι οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκ τῆς Θείας Προνοίας καί ἄν δέν ὑπῆρχαν, δέν θά ὑπῆρχε πρό πολλῶν αἰώνων ἡ Ὀρθοδοξία, τήν ὁποία ἐσεῖς σήμερα ξεπουλήσατε στήν Εὐρώπη καί τήν θυσιάσατε στόν βωμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί τῆς φιλαυτίας.

α) «Μετά τήν ἑξαετῆ πατριαρχεία τοῦ Τιμοθέου, τόν ὁποῖο οἱ μοναχοί καί ὁ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποστρεφόταν, ἐπειδή ἀναθεμάτιζε τήν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ἀνῆλθε στόν θρόνο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης (518-520). Κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς 15-7-518 ὁ νέος πατριάρχης πιέσθηκε μέ ἐντυπωσιακό τρόπο ἀπό τόνἀγανακτισμένο λαό, πού φώναζε:
«Ἀκοινώνητοι διατί μένονεν; ἐπί τοσαῦτα ἔτη διατί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου κοινωνῆσαι θέλομεν... ὀρθόδοξος εἶ, τίνα φοβῆσαι;... Ἰουστῖνε Αὔγουστε TU VINKAS (νίκα), τήν Σύνοδον Χαλκηδόνος ἄρτι (ἀμέσως) κήρυξον... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ τῷ Μανιχαίῳ... Τόν ἐπίβουλο τῆς Τριάδος ἔξω βάλε... Εἰ φιλεῖς τήν πίστιν, Σεβῆρον ἀναθεμάτισον... Πολλά τά ἔτη τοῦ βασιλέως, ἀδελφοί Χριστιανοί, μία ψυχή, πίστις ἐστίν, οὐκ ἔνι (ἐπιτρέπεται) ἁπλῶς. Ἡ ἁγία Μαρία, Θεοτόκος ἐστίν... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ, φανερῶς εἰπέ... Οὐ κατέρχῃ, ἐάν μή ἀναθεματίσῃς... Οὐκ ἀναχωρῶ, ἐάν μή κηρύξῃς· ἕως ὀψέ ὧδε ἐσμέν... Τῶν ἐν Χαλκηδόνι πατέρων τήν σύναξιν αὔριον κήρυξον».
Ὁ ἱερός πατριάρχης ἀναγκάσθηκε νά ἀνταποκριθῇστά ἐπίμονα αἰτήματα τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ τούς βεβαίωσε, ὅτι δέχεται ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, κηρύχθηκε ἡ σύναξις τῶν Πατέρων διά
Σαμουήλ διακόνου ὡς ἑξῆς: «Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων καί ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων μητρόπολιν συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί ἐνταῦθα». Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ Σεβῆρος. Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ λαός ἀνεχώρησε.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα (Δευτέρα 16-7-518) καί ἐνῶ ἐπιτελεῖτο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων στήν ἐκκλησία, τά πλήθη φώναζαν πάλιπρός τόν πατριάρχη: «Τούς ἐν ἐξορίᾳ διά τήν πίστιν, τῇ ἐκκλησίᾳ... Σεβῆρον τόν Ἰούδαν ἔξω βάλε... Εὐφήμιον καί Μακεδόνιον, τῇ ἐκκλησία. Τά συνοδικά εἰς Ρώμην ἄρτι (ἀμέσως) ἀπέλθωσι... Εὐφημίου καί Μακεδονίου τά ὀνόματα ἄρτι ταγῇ (νά ταχθοῦν ἀμέσως)... Τάς τέσσαρας Συνόδους τοῖς διπτύχοις. Λέοντα τόν ἐπίσκοπον Ρώμης τοῖς διπτύχοις... Τά δίπτυχα ἄρτι φέρε... Ἐάν μή ἄρτι οὐδείς ἐκβαίνει, μαρτύρομαί σε τάς θύρας κλείω...».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης προσπάθησε νά καθησυχάσῃ τόν λαόλέγοντας, ὅτι ἡ πίστις δέν κινδυνεύει πλέον καί ὑποσχέθηκε, ὅτι γιά τά αἰτήματά τους θά ἀποφασίσῃ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος. Οἱ πιστοί ὅμως ἔκλεισαν τίς πόρτες καί ἐπέμεναν νά φωνάζουν. Ἔτσι ὁ ἱερός Ἰωάννης ἀναγκάσθηκε νά λάβῃ τά δίπτυχα καί διέταξε νά ἐνταχθοῦν σ' αὐτά οἱ τέσσερις ἅγιες Σύνοδοι καί τά ὀνόματα τῶν ἁγίων Εὐφημίου, Μακεδονίου καί Λέοντος Ρώμης.
Τότε ὁ λαός μέ ἕνα στόμα φώναξε: «Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ἐπεσκέψατο καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Λουκ. α', 68). Μετά δέ τήν ἀνάγνωσι τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί ἀκριβῶς κατά τήν ὥρα τῶν διπτύχων τά πλήθη πῆγαν μέ πολλή ἡσυχία γύρω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο καί ἄκουγαν. Μόλις λοιπόν ἄκουσαν τά ὀνόματα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων πατριαρχῶν πού προαναφέραμε, τότε ὅλοι ζητωκραύγασαν: «Δόξα σοι Κύριε»· καί ἔπειτα συνεχίσθηκε ἡ θεία Λειτουργία μέ κάθε εὐταξία.
Τέσσερις ἡμέρες ἀργότερα συνῆλθε ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος σαρανταένας ἐπίσκοποι καί πενῆντα ἡγούμενοι Μονῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στήν Σύνοδο αὐτή διαβάστηκε ἐπιστολή πού ὑπέγραψαν πενηνταέξι ἀρχιμανδρῖται τῆς βασιλευούσης.
Οἱ μοναχοί παρακαλοῦσαν τούς ἐπισκόπους διά τῆς ἐπιστολῆς τους αὐτῆς νά ἐπικυρώσουν ἐγγράφως τίς ἐκβοήσεις τοῦ λαοῦ πρός τόν πατριάρχη καί τίς προσφωνήσεις τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου πρός τόν λαό - δηλαδή τήν ἀναγραφή στά δίπτυχα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί πατριαρχῶν, πού προαναφέραμε. Ζητοῦσαν ἀκόμη νά ἀναθεματισθῇ ὁ Σεβῆρος καί νά ἀνακληθοῦν στίς θέσεις τους ὅσοι κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἐξωρίσθηκαν, ἐπειδή ὑπεράσπιζαν τούς ἱερούς πατριάρχες Εὐφήμιο καί Μακεδόνιο.
Πράγματι ἡ Σύνοδος ἀποδέχθηκε ὅλα τά ἀνωτέρω αἰτήματα καί ἀποφάσισε τήν ἀνακομιδή στήν Κωνσταντινούπολι τῶν λειψάνων τῶν δύο εὐσεβῶν πατριαρχῶν» (Νικόδ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β' σελ. 302 -305).

β) «Ὁ Ὀρθόδοξος λαόςλοιπόν ζητοῦσε τήν συνηθισμένη Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί φώναζε δυνατά λέγοντας: «Βασιλέα ἔχουμε, ἐπίσκοπο δέν ἔχουμε». Μέχρι σήμερα ὅμως ἔμεινε ἀτιμώρητη ἡ δοκιμασία τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ἕνα μέρος συνελήφθηκε ἀπό τούς ὑπηρέτες καί κτυπήθηκε μέ διαφόρους τρόπους στόν χῶρο τῶν δικαστηρίων. Τά γεγονότα μάλιστα αὐτά, πού διεπράχθησαν μέσα στήν βασιλεύουσα πόλι, δέν ἔγιναν ποτέ οὔτε στά βαρβαρικά ἔθνη!
Μερικοί πάλι πού ἤλεγξαν τόν Νεστόριο κατά πρόσωπο μέσα στήν ἁγιωτάτη ἐκκλησία ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὑπέμειναν μεγάλες ταλαιπωρίες. Κάποιος δέ ἀπό τούς πλέον ἁπλοϊκούς μοναχούς - πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο- ἀναγκάσθηκε νά ἐμποδίσῃ τόν αἱρετικό κήρυκα τῆς ἀνομίας νά εἰσέλθῃ στήν ἐκκλησία κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ Νεστόριος τότε τόν κτύπησε καί τόν παρέδωσε στούς μεγαλοπρεπεστάτους ἐπάρχους...» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς ὁσ. Γρηγορίου ἅγ. Ὄρος σελ. 69) .

γ) «Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδέ γάρ ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπήλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ' ἀνεμίχθης καί συνωδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ' ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ' οὖν καί ἐκ τούτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια». (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, σελ. 556, & 9).
Θά ἤθελα νά σᾶς ἐρωτήσω, Ἅγιοι Δικαστές, ἄν θά ἐπιθυμούσατε νά εἴχατε στήν ἐξουσία σας ἕνα τέτοιο λαό. Ἕναν λαό ὁ ὁποῖος νά εἶναι εὐαίσθητος στά θέματα τῆς πίστεως, ἕνα λαό ὁ ὁποῖος νά πονᾶ γιά τήν Παράδοσί του καί γιά ὅ,τι κακό γίνεται στήν Ἐκκλησία καί ἐπί πλέον νά θέλη τόν Ἐπίσκοπό του πράγματι εἰς τύπον Χριστοῦ, δηλαδή νά τόν βλέπη καθημερινά νά θυσιάζεται καί νά σταυρώνεται γιά νά διαφυλάξη ὅ,τι παρέλαβε, δηλαδή τήν ἱερά παρακαταθήκη μας. Πιστεύω πώς ἐσεῖς (καί ὄχι μόνο) θέλετε νά ποιμαίνετε ἀνθρώπους, νεκρούς κατά τήν ἀγωνιστικότητα, χλιαρούς κατά τό φρόνημα καί δουλοπρεπεῖς κατά τήν μεταξύ σας σχέσι. Αὐτή ὅμως ἡ σχέσις καί ἡ κατάστασις τοῦ λαοῦ ἡ ὁποία θά ἦταν στά μέτρα σας, θά ἦταν σχέσις νεκροῦ μέ τόν νεκροθάφτη καί ἡ Ὀρθοδοξία θά ἦταν ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο, στό ὁποῖο θά ζοῦσαν (σωματικά) μόνον οἱ νεκροθάφτες καί τά κοράκια.
Ἀπό αὐτῆς λοιπόν τῆς ἀπόψεως, ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν στήν Λάρισα, φωνάζουν δέ καί διαμαρτύρονται γιά τό σάπιο ἐκκλησιαστικό κατεστημένο εἶναι οἱ εὐεργέτες τοῦ κ. Ἰγνατίου Λάπα, εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι πραγματικά τόν ἀγαποῦν καί ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία, καί οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά κολασθῆ ἀπό τήν ἀρχομανία καί τόν δεσποτισμό του, ὁ ὁποῖος σάν σαράκι ἔχει διαβρώσει ὅλη τήν ἱεραρχία καί τήν ἔχει κάνει παίγνιο τοῦ διαβόλου. Θυμηθεῖτε ἄν θέλετε, Ἅγιοι Δικαστές, τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μετέστρεψε ὅλη τήν Κων/πολι ἀπό ἀρειανική σέ ὀρθόδοξη, ἀφοῦ ἐκοπίασε ὅσον οὐδείς ἄλλος γιά τόν λαό του, πολεμώντας τούς αἱρετικούς, ἀφοῦ ἔδειξε ἔργῳ καί λόγῳ ἁπτά δείγματα πατρότητος καί ἔφερε τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω του, παραιτήθη ἀπό Πατριάρχης Κων/πόλεως, μόλις κάποιοι Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο ἀμφισβήτησαν τήν κανονικότητά του. Ἀντιθέτως ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας χωρίς νά προσφέρη τίποτα στόν λαό τῆς Λαρίσης, χωρίς νά δείξη τά σημάδια τῆς πατρότητάς του πρός αὐτούς τούς ὁποίους λέγει ὅτι εἶναι παιδιά του, χωρίς νά ἐπιδείξη κανένα ἀπολύτως δεῖγμα ὅτι εἶναι ὄντως εἰς τύπον Χριστοῦ, θέλει μέ τά ΜΑΤ, τίς κλοῦβες καί τήν κάλυψι καί εὐλογία τῆς Συνόδου νά ἑδραιωθῆ στέλνοντας στά δικαστήρια καί στίς φυλακές ὅσους ἔχουν ἀπομείνει μέ κάποιες ὀρθόδοξες ἀνησυχίες καί ὅσους ἔχουν κάποια γλυκειά νοσταλγία καί μιά κρυφή ἐλπίδα, μήπως καί δέν χαθῆ ἡ κοινωνία τῆς διαχρονικῆς μετά τῆς συγχρόνου Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτῆς λοιπόν τῆς ἀπόψεως καθημερινά κολάζει ὁ κ. Λάπας τούς Λαρισαίους, διότι αὐτούς οἱ ὁποῖοι κοιμοῦνται τούς ρίχνει τό ναρκωτικό τῆς ὑπακοῆς, τῆς καλοπέρασης καί τοῦ βολέματος, τῆς κανονικής ἐκλογῆς του ἀπό τήν Σύνοδο, τῆς παπικῆς ἰδέας, ὅτι ὅποιος δέν κάνει ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί τούς δίδει ἔτσι τό εἰσιτήριο τοῦ αἰωνίου μετά θάνατον ὕπνου, καί σ' αὐτούς οἱ ὁποῖοι θέλουν νά μή δώσουν ὕπνο τοῖς ὀφθαλμοῖς των καί τοῖς βλεφάροις των νυσταγμόν ἕως οὗ εὕρουσι τόπον τῷ Κυρίῳ, σ' αὐτούς λέγω οἱ ὁποῖοι ἀνησυχοῦν γιά τόν κατήφορο στόν ὁποῖον ὁδηγοῦν καθημερινά οἱ Ἐπίσκοποι τήν ἐκκλησία, προβάλλει τήν ἐξουσία του καί τήν παπική του αὐθεντία, ἡ ὁποία μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τούς ἀναγκάζει πολλές φορές νά παραφέρωνται, νά αἰσθάνωνται ἀνεπίσκοποι καί ἀποίμαντοι καί ἐπί πλέον ὅτι τούς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, διότι τούς ἔστειλε ἀντί γιά προστάτη καί στήριγμα, ἕναν παγερό ἐξουσιαστή, καί ἀντί γιά ἐπιστήμονα ἰατρό, ἕναν ἀγροῖκο χωριάτη.
Καί βεβαίως γιά νά εἴμαστε δίκαιοι, δέν εἶναι ἀνεύθυνος καί ὁ λαός, διότι κατά τίς ἁμαρτίες του στέλνει ὁ Θεός καί ἀναλόγους ποιμένες. Καί ἰσχύει καί ἐδῶ ἴσως αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς πατέρες, ὅτι τότε πού ὁ Ἀττίλας λεηλατοῦσε καί κατέστρεφε τήν Ἰταλία, κάποιος ἀσκητής παρεκάλεσε τόν Θεό νά τόν πληροφορήση, γιατί ἔστειλε αὐτόν τόν αἱμοβόρο ληστή νά καταστρέψη τόν τόπο καί τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός ὅτι τόν ἔστειλε αὐτόν, ἐπειδή δέν εὑρῆκε κανέναν χειρότερο. Νομίζω ὅτι ζεῖ μέ ψευδαισθήσεις, ὅτι ὀνειρεύεται καί αὐταπατᾶται, ὅταν στό κατηγορητήριο αὐτοαποκαλεῖται, ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας, Μητροπολίτης Λαρίσης καί μάλιστα κανονικός καί πιστεύω ὅτι καί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν στηρίζουν ἀπό τήν Σύνοδο, θά γελοῦν εἰς βάρος του μέ τά παθήματά του.
Ὅπως καταλαβαίνετε, Ἅγιοι Δικαστές, κανονικός καί μοιχεπιβάτης, κανονικός καί κλοῦβες και ΜΑΤ στίς μεγάλες ἑορτές καί στίς λιτανεῖες, κανονικός καί νά στέλνη τά ἄτακτα παιδιά του στά δικαστήρια καί στά νοσοκομεῖα, κανονικός καί νά ἀκούγωνται ἰαχές μέ τά «ἀνάξιος» καί τόσα ἄλλα, τέτοια κανονικότητα μόνο σέ βαθύτατο λήθαργο μπορεῖ κανείς νά φαντασθῆ. Θά σᾶς μεταφέρω στό σημεῖο αὐτό, Ἅγιοι Δικαστές, μία θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυστοστόμου γιά νά διαπιστώσετε ὅτι πράγματι ἐλυποῦντο τότε οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Χριστιανοί, ὄχι ὅμως γιά τούς θρόνους των, οὔτε φοβούμενοι μήπως χάσουν τήν «μπαστούνα» ἤ γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἐπίγειο καί φθαρτό, ἀλλά ἐλυποῦντο γιά τά προβλήματα καί τίς πληγές τῆς Ἐκκλησίας, τίς ὁποῖες ἐδημιουργοῦσαν οἱ Ἐπίσκοποι. «Ὅταν ἀκούσῃς ὅτι τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ μέν κατέδυ (καταποντίσθηκε) ἡ δέ σαλεύεται, ἑτέρα χαλεποῖςπεριαντλεῖται κύμασιν, ἄλλη τά ἀνήκεστα πέπονθεν(πάσχει ὀλέθρια, ἀνίατα), ἡ μέν λύκον ἀντί ποιμένος λαβοῦσα, ἡδέ πειρατήν ἀντί κυβερνήτου, ἡ δέ δήμιον ἀντί ἰατροῦ, ἄλγει μέν(νά πονᾶς καί νά θλίβεσαι), οὐ γάρ δεῖ τά τοιαῦτα ἀνωδύνως φέρειν, ἄλγει δέ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ». (Ἐπιστολή πρός Ὀλυμπιάδα ΕΠΕ 37, 386).

Η αντιμετώπισις από την Εκκλησία, όσων δέν αποτειχίζονται από την αίρεση!

Δημοσιεύουμε δύο τοποθετήσεις, ἀναλύσεις ἀπὸ μελέτη τοῦ π.Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, περὶ θεμάτων ποὺ προβληματίζουν καὶ ἔχουν φέρει σὲ ἀμηχανίαπολλοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πολλοὶ πνευματικοὶ Πατέρες τοὺς διδάσκουν ἐπιτακτικὰ ἀποκυήματα κακόδοξων κοντυλοφόρων, χωρὶς καμιὰ κατοχύρωση ἁγιοπατερική, πέρα ἀπὸ ἐκείνη τῆς δικῆς τους ἀρρωστημένης καὶ καταπιεστικῆς γεροντοκρατίας.

Στὴν πρώτη, μὲ τίτλο «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων»,καταδεικνύει ὁ π. Εὐθύμιος ὅτι εἶναι ὁλοφάνερο, πὼς ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἡ διαχρονικὴ ἀντίδραση-πράξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ καιρὸ αἱρέσεως καὶ δὲν στηρίζεται σὲ ἕνα ΜΟΝΟ Κανόνα, (ὅπως παραπληροφοροῦν οἱ ἀμπελοφιλοσοφοῦντες καὶ οἱ θεολογοῦντες ποὺ βολεύονται στὴν κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές), ἀλλὰ στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.

Στὴν δεύτερη, μὲ τίτλο «Ἡ Ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας», ὁ π. Εὐθύμιος παρουσιάζει στοιχεῖα, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ δοῦν -καὶ νὰ παρουσιάσουν- οἱ κακόβουλοι ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἱερωμένοι καὶ λαϊκοὶ ἱστολόγοι! Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ κάνουν τὸ ἀντίθετο. Παρασέρνουν τὸν κόσμο καὶ τὸν διδάσκουν νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Παναίρεση, διότι τάχα, δὲν μολύνεται, ἀλλὰ καὶ διότι, τάχα, καμία τιμωρία οἱ Σύνοδοι δὲν ἐπέφεραν στοὺς μὴ ἀποτειχιζομένους!
Ἔτσι, κατ' αὐτούς, εἴτε ἀποτειχισθεῖ κανείς (καὶ δὲν κοινωνεῖμετὰ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ μεθ’ ὅσων κοινωνοῦν μαζί τους), εἴτε δὲν ἀποτειχισθεῖ(καὶ κοινωνεῖμὲ τοὺς αἱρετικούς) τὸ ἴδιο –λένε– εἶναι! Μπορεῖ νὰ λαμβάνει τὰ μυστήρια ἐκ τῶν χειρῶν τῶν αἱρετικῶν (τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄλλοι τὰ στεροῦνται), ἐφ’ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ αἱρετίζοντες ἔχουν μυστήρια! Τὸ μεγάλο θέμα τοῦ μολυσμοῦ, οὐδόλως τοὺς ἐνδιαφέρει. Ξεχνοῦν ὅτι καὶ ὁ Ἰούδας κοινώνησε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀλλὰ δὲν πῆρε Χάρη, ἀλλὰ κολασμό.
Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ἀνοηταίνουν ἐπικίνδυνα καὶ κακοδοξοῦν, γιατὶ τούτη ἡ διδασκαλία τους εἶναι βγαλμένη ἀπὸ τὸ μυαλό τους καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν τὴν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι. Γιὰ τοῦτο καὶ δὲν παραπέμπουν στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων (εἰδικὰ ἐκείνων ποὺ ἔζησαν σὲ καιροὺς αἱρέσεων καὶ διὰ τοῦτο διώχτηκαν), δὲν ἀναφέρουν ἁγιοπατερικὰ κείμενα, ποὺ νὰ παρουσιάζουν κατὰ γράμμα καὶ κατὰ πνεῦμα τὴν στάση τῶν πιστῶν κατὰ τῶν μὴ καταδικασθέντων αἱρετικῶν, ποὺ ἐφαρμόζουν τὶς θεῖες Ἐντολές, ἀλλὰ θέλουν νὰ μᾶς πείσουν νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν δική τους λογικοκρατούμενη θεωρία ὡς ἐκκλησιαστικὴ ὁδό.
Μᾶς διδάσκουν, λοιπόν, νὰ ἀκολουθοῦμε ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ΟΧΙ τὸν κανονικὸ δρόμο τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ κάποιες ἐξαιρέσειςκαὶ κάποιες Οἰκονομίεςποὺ συναντᾶμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία.
Ὑπ' ὄψιν ὅτι, ὅσα ἀναφέρονται στὸ δεύτερο μέρος (ἡ μὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους, δηλαδὴ οἱ ἀποτειχίσεις τῶν πιστῶν), συνέβησαν πρὶν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετίζοντες μέν, ἀλλὰ παρουσιαζόμενοι ὡς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ μὲ Συνόδους (ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων καταδικάστηκαν ἀπὸ ἄλλες Ὀρθόδοξες Συνόδους) ἐπέβαλαν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, ὅπως σήμερα οἱ Βαρθολομαῖος-Ζηζιούλας καὶ λοιποὶ Οἰκουμενιστές, διὰ Συνόδουκατοχυρώνουν ἐπίσημα τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο πνεῦμα. Διδάσκουν τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Ἀκριβείαςκαὶ φιλάνθρωπα ἐφαρμόζουν τὴν Οἰκονομία ΟΧΙ ὡς γενικὴ ἀρχή, ἀλλὰ σὲ ἐπιμέρους περιπτώσεις καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ καθιερωθεῖ ἡ λύση τῆς Οἰκονομίας (ποὺ εἶναι πρόσκαιρη) ὡς Κανών, καὶ ἐκ τῆς συνηθείας καὶ τῆς εὐκολίας καὶ ἄνεσης ποὺ παρέχει, καταστεῖ Ἀκρίβεια.

Παρουσιάζουμε τὰ δύο κείμενα τοῦ π. Εὐθυμίου:


Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Σύμφωνος μέ τόν ὅσιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή εἶναι και ὁ ἅγ. Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Ὁ ἅγ. Σωφρόνιος ἔζησε τήν ἴδια ἐποχή μέ τόν ἅγιο Μάξιμο και ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἴδια αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Θα κάνωμε λοιπόν καί σ’ αὐτόν τόν ἅγιο μία μικρή ἀναφορά, διά τόν λόγο ὅτι ἀναφέρει στή διδασκαλία του σχεδόν αὐτούσιο τό δεύτερο μέρος του ὑπό ἐξέτασιν ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Ἀναφέρει λοιπόν ὁ ἅγιος στό κεφάλαιο τό λεγόμενο «Περί ἐξαγγελιῶν» τά ἑξῆς: «Τοῖς δίδουσι χρήματα προς τό διαφυγεῖν βασάνους, οὐκ ἔστιν ἔγκλημα· εἵλοντο γάρ χρήματα ζημιωθῆναι ἤ ψυχήν· καί λύτρον ἀνδρός ὁ ἴδιος πλοῦτος. Οὐδέ τοῖς τῇ φυγῇ τήν σωτηρίαν πορισαμένοις ἔστιν ἐγκαλεῖν, κἄν ἀντ’ αὐτῶν ἕτεροι κατασχέθησαν· ἠδύναντο γάρ κἀκεῖνοι φυγεῖν. Εἴ τις πρεσβύτερος ἤ διάκονος ὡς δῆθεν ἐπ’ ἐγκλήματι τοῦ οἰκείου κατεγνωκώς ἐπισκόπου πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποστῇ τῆς αὐτοῦ κοινωνίας, καί μή ἀναφέρῃ τό ὄνομα αὐτοῦ, καθαιρείσθω.
Καί εἴ τις ἐπίσκοπος αὐτό τοῦτο τολμήσει κατά τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, καθαιρείσθω. Ὡσαύτως καί εἴ τις ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης κατά τοῦ πατριάρχου ταῦτα τολμήσει, τῆς ἱερωσύνης παυέτωσαν. Εἴ δε τινες ἀποσταῖέν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ ὀρθόδοξοι» (P.G. 87Γ, 3369D).
Εἶναι ἀξιοθαύμαστο τό σημεῖο αὐτό τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγ. Σωφρονίου, διότι ταυτίζεται, κατά γράμμα θά λέγαμε, μέ τόν ὑπό ἐξέτασι ἱερό Κανόνα. Ἴσως δέν θά ἦταν ὑπερβολικό νά ποῦμε ὅτι, κατά τήν διατύπωσι τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου, μέ τήν ὁποία βεβαίως ταυτίστηκαν πλήρως.

Ἡ Ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας

Πρώτη Περίοδος: Ἡ ἀντιμετώπισις ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὅσων δέν ἀποτειχίστηκαν καταδεικνύει τήν ὑπάρχουσα Παράδοσι.

Στή συνέχεια ἐξετάζοντας τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως, θά ἀναφερθοῦμε καί στήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, διά νά δείξωμε ὅτι και οἱ Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς ἦσαν σύμφωνοι μέ αὐτήν τήν Παράδοσι.
Ἤδη ἐκάναμε μία μικρή ἀναφορά εἰς τήν παροῦσα μελέτη διά τήν πρώτη περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καί ἀναφέραμε τήν ἀποτείχισι πολλῶν ἁγίων καί τόν ἀγῶνα των κατά τῆς αἱρέσεως. Ἀναφέραμε τήν ἐξέγερσι τοῦ λαοῦ καί ἰδίᾳ τῶν γυναικῶν καί τήν ἐκδίωξι ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ πρώτου εἰκονομάχου Πατριάρχου, ὀνόματι Ἀναστασίου. Ἀναφέραμε μεταξύ ἄλλων καί τό καύχημα τῶν ὁμολογητῶν, τον ὅσιο Στέφανο τόν νέο, ὁ ὁποῖος ὡς ἡγούμενος, ὄχι μόνο δέν ὑπέγραψε τά πρακτικά τῆς εἰκονομαχικῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ τά ἔφεραν στή μονή, ἀλλά καί τούς ἐξεδίωξε ὡς αἱρετικούς, μή δεχθείς οὔτε τά προσφερόμενα ἀπό τόν αὐτοκράτορα πρός αὐτόν δῶρα καί τρόφιμα. Ἀνέφερε δέ ὅτι δέν ἦτο δυνατόν νά γευθῆ ἀπό αὐτά τά ὁποῖα τοῦ προσέφεραν οἱ αἱρετικοί.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὅλος ὁ ἀγῶνας τῶν ὁμολογητῶν κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας ἐγίνετο χωρίς κἄν ἡ αἵρεσις νά εἶναι κατεγνωσμένη, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπικυρωμένη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἱερείας, στήν ὁποία συμμετεῖχαν 348 Ἐπίσκοποι. Ἡ ἀποτείχισις λοιπόν ὅλων τῶν ἁγίων τῆς α΄ περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας ἔχει διά τίς ἡμέρες μας ἰδιαίτερη σημασία, ἦταν δέ ἀναμφιβόλως ἡ αἰτία τῆς συγκλήσεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ὁποία προσωρινῶς ἀπεκατέστησε τήν ὀρθόδοξο πίστι.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό θά ἀναφερθοῦμε εἰς τήν ἰδίαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί, συγκεκριμένα, εἰς τό πῶς ἀντιμετώπισαν οἱ θεοφόροι Πατέρες τούς μή ὁμολογήσαντας, ἀλλά ἀκολουθήσαντας δι’ οἱονδήποτε λόγο τήν αἵρεσιν τῆς Εἰκονομαχίας. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό, διότι ὑπάρχει ἡ ἔνστασις ἀπό τούς δεχομένους τήν δυνητικήν ἑρμηνείαν τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὅτι δηλαδή οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους ἤ Πατριάρχες οὐδέποτε ἐτιμωρήθησαν.
Εἰς τήν πρώτην πρᾶξιν αὐτῆς τῆς Συνόδου καί μετά τίς προκαταρκτικές προσφωνήσεις, προσῆλθον εἰς την Σύνοδον τρεῖς Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποδεχθῆ την Εἰκονομαχία καί ἐζήτουν συγγνώμη διά τήν ἀμέλεια και νωθρότητα εἰς τήν ὁμολογίαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἔφερον δέ μαζί των καί λιβέλλους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, τούς ὁποίους ἀνέγνωσαν εἰς τήν Σύνοδο, ὑπόσχοντο δέ ὅτι οὐδέποτε πλέον θά ἀρνηθοῦν τήν Ὀρθοδοξία ἤ θά συμπεριφερθοῦν παρομοίως πρός τούς αἱρετικούς. Τό κείμενο τῶν πρακτικῶν ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Τούτων οὕτω πραχθέντων, (τῶν προκαταρκτικῶν προσφωνήσεων) παρήχθη Βασίλειος ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας, καί Θεόδωρος ὁ Μύρων, καί Θεοδόσιος ὁ τοῦ Ἀμμορίου καί στάντων αὐτῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἁγίας συνόδου, Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας εἶπεν· ὅσον ἦν εἰς δύναμίν μου, δεσπόται, ἐξήτασα τήν ὑπόθεσιν, καί πᾶσαν πληροφορίαν δεξάμενος, προσῆλθον τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ἐγώ ὁ ἔσχατος ὑμῶν δοῦλος.
»Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν · δόξα τῷ Θεῷ τῷ θέλοντι πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
»Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας ἀπό λιβέλλου ἀνέγνω οὕτως· θεσμοθεσία ἐστίν ἐκκλησιαστική κανονικῶς παραδεδομένη ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς ἔκ τε τῶν ἁγίων ἀποστόλων, καί τῶν αὐτῶν διαδόχων ἁγίων πατέρων ἡμῶν καί διδασκάλων· ἀλλά γε καί τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν ἕξ συνόδων, ὥστε τούς ἀπό αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν ἐπιστρέφοντας προς τήν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν καί παράδοσιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἐγγράφως τήν οἰκείαν ἐξαρνεῖσθαι αἵρεσιν, και τήν ὀρθόδοξον ὁμολογεῖν πίστιν. ὅθεν καί ἐγώ Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας τῆς πόλεως, προαιρούμενος ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, Ἀνδριανῷ τε τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, καί Ταρασίῳ τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ, τοῖς τε ἁγιωτάτοις ἀποστολικοῖς θρόνοις, λέγω δέ Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καί τῆς ἁγίας πόλεως, ἀλλά μήν καί πᾶσι τοῖς ὀρθοδόξοις ἀρχιερεῦσί τε καί ἱερεῦσι, ταύτην τήν παροῦσαν ἔγγραφόν μου ὁμολογίαν ποιοῦμαι, και προστάζω ὑμῖν τοῖς ἐξ ἀποστολικῆς αὐθεντίας λαβοῦσι την ἐξουσίαν. Ἐν ταυτῷ δέ καί συγγνώμην ἐξαιτοῦμαι παρά τῆς θεοσυλλέκτου ὑμῶν μακαριότητος ὑπέρ ταύτης μου τῆς βραδύτητος· δέον γάρ ἦν μή ὑστερηκέναι με πρός τήν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν· ἀλλά τῆς ἄκρας μου ἀμαθίας και νωθρείας καί ἠμελημένης διανοίας ἐστί τοῦτο. ὅθεν και μᾶλλον αἰτῶ τήν μακαριότητα ὑμῶν ἐξαιτῆσαι καί παρά Θεοῦ συγχώρησίν μοι παρασχεθῆναι» (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος 3, 729).
Ἐδῶ βλέπομε στήν ἀρχή τοῦ λιβέλλου, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ζητᾶ «ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ». Δηλαδή ὁμολογεῖ ἐνώπιον τῶν Πατέρων ὅτι, ὅσο καιρό εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς εἰκονομάχους, θά λέγαμε σήμερα μέ τήν κρατοῦσα Ἐκκλησία, εὑρίσκετο ἐκτός Ἐκκλησίας. Καταγγέλλει ἐπίσης ὅτι δέν ἔπρεπε νά φανῆ ἐλλιπής εἰς τήν ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδοξίας «δέον γάρ ἦν μή ὑστερηκέναι με πρός τήν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν».
Ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν λίβελλον κάνει ὁμολογία πίστεως και καταδικάζει ὅλες τίς αἱρέσεις μέ λεπτομερῆ ἀναφορά εἰς τήν Εἰκονομαχία.
Τελειώνοντας δέ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα μέν οὕτως ὁμολογῶ, καί τούτοις συγκατατίθεμαι, καί ἐξ ὅλης καρδίας καί ψυχῆς καί διανοίας ἀποφαίνομαι. ἐάν δέ, ὅπερ ἀπέστω, ἐκ διαβολικῆς προσβολῆς ἐν οἱῳδήποτε χρόνῳ ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως διαστραφῶ ἐκ τῶν ὑπ’ ἐμοῦ τούτων προωμολογημένων, ἀνάθεμα ἔσομαι ἀπό τοῦ πατρός καί τοῦ υἱοῦ και τοῦ ἁγίου πνεύματος, καί τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, και παντός ἱερατικοῦ τάγματος ἀλλότριος. Φυλάξω δέ κατά τούς θείους Κανόνας τῶν τε ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν θεσπεσίων πατέρων ἡμῶν, ἑαυτόν ἀπό πάσης δοσοληψίας και αἰσχροκερδείας» (ὅπ. ἀν., 3, 230). Ἐδῶ βλέπομε τόν Ἐπίσκοπο νά ἀναθεματίζη ὁ ἴδιος τόν ἑαυτόν του, ἄν στό μέλλον καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἀρνηθῆ τήν Ὀρθοδοξία. Ἄρνησις, εἰς τό σημεῖον αὐτό, θεωρεῖται ἡ μή ἀποτείχισις ἀπό τους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κατεῖχον τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.
Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ἀνέγνωσε τόν λίβελλο καί ὁ δεύτερος Ἐπίσκοπος, ὁ ἅγ. Εὐθύμιος Ἐπίσκοπος Σάρδεων εἶπε:
«Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ ἑνώσας αὐτόν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ» (ὅπ. ἀν., 3, 730). Δηλαδή διά τῆς αἱρέσεως ὁ Ἐπίσκοπος εἶχε ἐξέλθει τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ἦτο ἑνωμένος μέ Συνόδους καί Πατριάρχες καί μέ τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν ὀρθόδοξο πίστι ἑνώθηκε καί εἰσῆλθε στήν Ἐκκλησία.
Ὅταν ἀνέγνωσε τόν λίβελλο ὁ τρίτος Ἐπίσκοπος, ἔγινε συζήτησις, ἄν θά τούς δεχθοῦν ἁπλῶς ὡς μετανοοῦντας ἤ θα ἔπρεπε νά τούς ἀποδώσουν καί τούς ἐπισκοπικούς θρόνους:
«Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε. δοκεῖ ὑμῖν τους θρόνους αὐτῶν ἀπολαμβάνειν;
»Οἱ εὐλαβέστατοι μοναχοί εἶπον· καθώς ἐδέξαντο αἱ ἅγιαι καί οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι τούς ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντας, καί ἡμεῖς δεχόμεθα.
»Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν· ἀρέσκει πᾶσιν ἡμῖν. καί ἐκελεύσθησαν ὅ,τε εὐλαβέστατος Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας, καί Θεόδωρος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τοῦ Ἀμμορίου, καθίσαι εἰς τούς βαθμούς καί εἰς τάς καθέδρας αὐτῶν» (ὅπ. ἀν., 3, 231).
Βλέπομε λοιπόν φανερά ὅτι ἡ Σύνοδος ἀπεφάσισε νά μήν τούς τιμωρήση, ἀλλά νά τούς ἀποδώση και τους ἐπισκοπικούς θρόνους, ἐφ’ ὅσον μετενόησαν καί ὑπεσχέθησαν νά μήν ἀρνηθοῦν πάλι τήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ παρατήρησις τῶν μοναχῶν καί ἡ ἀποδοχή τῆς Συνόδου ὅτι «καθώς ἐδέξαντο αἱ ἅγιαι καί οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι τούς ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντας καί ἡμεῖς δεχόμεθα», σημαίνει ὅτι τούς Ἐπισκόπους αὐτούς τούς ἀντιμετώπισαν ὡς αἱρετικούς, παρ΄ ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι ὑπήκουον στον Πατριάρχη καί στήν πολυάνθρωπο Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τῶν 348 Ἐπισκόπων πού ναί μέν σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἔχει καταδικασθῆ ὡς αἱρετική, τότε ὅμως, ἀποτελοῦσε τήν τελευταία ὀρθόδοξη Σύνοδο· καί προσέτι εἶχον και τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ἀσκοῦσε τότε σημαντικωτάτη ἐπιρροή στά ἐκκλησιαστικά πράγματα και ἐνίοτε μάλιστα τά κατηύθυνε.
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι μόνο ἡ ὁμολογία και ἡ ἀποτείχισις ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος πρός σωτηρία καί παραμονή στήν Ἐκκλησία.
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια πρώτη συνέλευσι τῆς Συνόδου προσήχθησαν ἄλλοι ἑπτά Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσχωρήσει στήν εἰκονομαχική αἵρεσι. Καί αὐτοί ἐν μετανοίᾳ, διά τήν ἄρνησι τῆς πίστεως, ἐζήτουν νά ἐνταχθοῦν πάλι στήν Ἐκκλησία. Μέ αὐτούς ἀσχολήθηκε πολύ ἐκτενέστερα ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐγένοντο πάμπολλες συζητήσεις τῶν Πατέρων διά τό πῶς θά τούς ἀποδεχθοῦν καί ἀνεγνώσθησαν διάφορα κείμενα ἁγίων Πατέρων και Συνόδων. Σέ κάποια στιγμή τῆς συζητήσεως διελέχθησαν τά ἑξῆς:
«Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν· ἀρτίως οὖν καί ἡμεῖς κατά τόν καιρόν τοῦτον τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν πῶς ὀφείλομεν δέξασθαι;
»Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν· ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπό τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.
»Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε· τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν» (ὅπ. ἀν., 3, 733).
Δηλαδή ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει αἵρεσις, αὐτός πού τήν ἀποδέχεται καί ὑπάγεται εἰς αὐτήν, χωρίζεται ἀμέσως ἀπό την Ἐκκλησία. Αὐτό ὁμολόγησε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος και ἀπό αὐτό πάλι καταδεικνύεται ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ ἀποτείχισις εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας.
Τελικῶς καί αὐτούς τούς Ἐπισκόπους, ἐφ’ ὅσον ἀνέγνωσαν τούς λιβέλλους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, τούς ἀπεδέχθη ἡ Σύνοδος καί τούς ἀπέδωσε καί τούς ἐπισκοπικούς θρόνους των.
Πρίν κλείσομε τήν ἀναφορά μας στή Ζ΄ Οἰκουμενική καί προκειμένου νά γίνη πλήρως κατανοητό τό γιατί δεν ἐτιμωροῦντο ὅσοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν ἀπετειχίζοντο ἀπό τούς αἱρετικούς Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους, θά ἀναφέρωμε καί ἕνα τμῆμα εἰς τό ὁποῖο οἱ Πατέρες, προκειμένου νά βεβαιωθοῦν διά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν τούς μετανοοῦντας καί ἐπιστρέφοντας ἐκ τῆς αἱρέσεως, ἀνέγνωσαν τμῆμα τῶν πρακτικῶν της Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, το ὁποῖον ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε· ἀναγνωσθήτω καί τά λοιπά τῶν κανονικῶν χρήσεων. Ἔτι Κωνσταντῖνος ὁ εὐλαβέστατος διάκονος καί νοτάριος τοῦ εὐαγοῦς πατριαρχείου ἀνέγνω ἐκ τῶν πεπραγμένων τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς τετάρτης συνόδου τῆς ἐν Χαλκηδόνι. “Οἱ ἀνατολικοί καί οἱ σύν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐξεβόησαν· πάντες ἡμάρτομεν, πάντες συγγνώμην αἰτοῦμεν. Καί αὖθις Θαλάσσιος, Εὐσέβιος καί Εὐστάθιος οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι εἶπον· πάντες ἡμάρτομεν, πάντες συγγνώμην αἰτοῦμεν. καί μεθ’ ἕτερα. Καί ἀναστάς ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Γουβενάλιος ἅμα αὐτοῖς μετῆλθον εἰς τό ἄλλο μέρος· καί ἀνεβόησαν οἱ ἀνατολικοί καί οἱ σύν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι· ὁ Θεός καλῶς ἤνεγκέ σε ὀρθόδοξε, καλῶς ἦλθες. καί μεθ’ ἕτερα πλεῖστα. Οἱ Ἰλλυρικιανοί εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι εἶπον· πάντες ἐσφάλημεν, πάντες συγγνώμην αἰτοῦμεν”» (ὅπ. ἀν., 3, 736).
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖο οἱ Πατέρες ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ των καί ἐφ’ ὅσον ἐμετανόουν διά την ἔλλειψιν τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως καί τόν συμβιβασμό, δέν ἐτιμωροῦσαν ὅσους δέν ἀπετειχίζοντο ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀπό τούς αἱρετικούς Πατριάρχες καί Ἐπισκόπους.
Τό γεγονός ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ προσερχόμενοι αἱρετικοί ἀντιμετώπιζον τούς ἑαυτούς των ὡς παραβάτας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, δεικνύει ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἦτο Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Τό πῶς, τώρα, δύναται νά χρησιμοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, το ὅτι δηλαδή οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν ἐτιμωρήθησαν, αὐτό μόνο σέ ἡμέρες ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος (ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας) δύναται νά γίνη.

Θέσις π. Ευθυμίου Τρικαμηνά ως προς την διένεξι ιστολογίων...



Κατὰ καιροὺς μοῦ ἀποστέλλονται σὲ φωτοτυπίες κείμενα, τὰ ὁποῖα περιέχουν ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ ἀποτειχισμένων ἱστολογίων, καὶ δὴ τῶν ἱστολογίων «Πατερικὴ Παράδοση», «Ὁμολογία», «Παιδαγωγὸς» κ.λπ., καθὼς καὶ ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ προσώπων.

Ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ ὅτι λειτουργῶ μιὰ φορὰ τὸν μῆνα εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ εἰς τὴν Σουρωτή, τὸ ὁποῖο ἀνήκει εἰς τὸν κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη καὶ ἐπίσης, ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ ὅτι εἰς τὸν κ. Τσολογιάννη ἀνήκει τὸ ἱστολόγιο «Ὁμολογία», τὸ ὁποῖο δημοσιεύει καὶ κάποιες ὁμιλίες μου ποὺ πραγματοποιοῦνται εἰς αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι, καὶ προκειμένου νὰ μὴν φανῆ ἢ δοθῆ ἡ λανθασμένη ἐντύπωσι ὅτι συμφωνῶ μὲ τὴν γραμμὴ καὶ τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν θεμάτων τῆς ἀντιπαραθέσεως μὲ αὐτὸ τὸ ἱστολόγιο, ἀναφέρω τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν θέσεις μου καὶ γραμμή μου τώρα καὶ εἰς τὸ μέλλον.

1. Εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ προσεκλήθην νὰ λειτουργῶ ἀπὸ τὸν κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη καὶ τὸ ἀπεδέχθην, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος εἶχε ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους καί, βέβαια, στὸ ἐκκλησάκι δὲν λειτουργοῦν πλέον Οἰκουμενιστὲς κληρικοί.

2. Τὸ ὅτι ἐλειτουργοῦσα εἰς αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι χάριν τῶν ἀποτειχισμένων ἀδελφῶν, καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμα ἀποτειχισμένοι κληρικοὶ στὴν περιοχὴ αὐτή, δὲν ἐσήμαινε διόλου βέβαια, ὅτι συμφωνοῦσα καὶ μὲ τὴν γραμμὴ καὶ τὶς θέσεις καί, ἰδίως, τὸν τρόπο ἐκφράσεως καὶ ἀντιμετωπίσεως τοῦ ἱστολογίου «Ὁμολογία» τοῦ κ. Τσολογιάννη.

3. Πολλὲς φορὲς ἔκανα ὑποδείξεις εἰς τὸν κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη γιὰ διάφορα θέματα, γιά τέτοιου εἴδους ἀντιπαραθέσεις του μὲ ἄλλα ἱστολόγια ἢ καὶ μὲ συγκεκριμένα
πρόσωπα, ὑποδεικνύοντάς του ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ ἔχη τὴν γνώμη καὶ ἄποψί του γιὰ διάφορα τρέχοντα θέματα, πλὴν ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ νὰ θέλη τὴν γνώμη ἢ ἄποψί του νὰ τὴν ἐπιβάλη καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἤ, τὸ χειρότερο, ὅσοι δὲν πείθονται νὰ γίνονται ἐχθροί του καὶ νὰ τοὺς χαρακτηρίζει ὑποτιμητικὰ καὶ μὲ λέξεις καὶ ἐκφράσεις προσβλητικὲς ἢ ὑβριστικές.

4. Συγκεκριμένα καὶ χάριν παραδείγματος τοῦ ὑπέδειξα ὅτι ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήση νὰ ἐκφράζεται δημοσίως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἢ θὰ ἔπρεπε, ἐφ’ ὅσον ἤθελε ἔτσι νὰ ἐκφράζεται, νὰ βάζη ἀπαραιτήτως καὶ τὸν ἑαυτό του μέσα σὲ αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ ἐκφράσεις· δηλαδὴ νὰ λέη ὅτι εἴμαστε κοπριά, χαλβάδες, ψεῦτες, ἄρρωστοι καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἔτσι, τουλάχιστον, ἔστω κι ἂν δὲν τὸ ἐπίστευε, θὰ ἐμιμεῖτο τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος (χωρὶς βέβαια νὰ χαρακτηρίζη ἔτσι τοὺς ἄλλους), ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι ἦτο ἔκτρωμα, ὁ πρῶτος ἁμαρτωλὸς κ.λ.π.

5. Ἐπειδὴ λοιπόν, βλέπω ὅτι δὲν ὑπάρχει διόρθωσις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου καὶ προκειμένου νὰ μὴν φανῆ ὅτι συμμετέχω εἰς αὐτὴν τὴν στάσι τοῦ κ. Τσολογιάννη καὶ τοῦ ἱστολογίου του, ἀπὸ ἐδῶ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ σταματήσω νὰ λειτουργῶ εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ εἰς τὴν Σουρωτή, μέχρις ὅτου ἐμπράκτως πλέον καὶ ὄχι μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις, διορθωθοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἄλλωστε τώρα ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς εἰς τὴν Μακεδονία καὶ δύναται ὁ κ. Τσολογιάννης νὰ ἐξυπηρετῆται ἀπὸ αὐτούς.

6. Θεωρῶ ὅτι ὅλοι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν ἀποτελοῦμε ὁμάδες μὲ ἀρχηγὸ κάποιο ἱερέα, ἀλλὰ ἀποτελοῦμε τὴν Ἐκκλησία, τὴν ἐν διωγμῷ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καὶ ἰδίως ἀποστασίας τῶν ἐσχάτων χρόνων καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουμε κάποιες διαφωνίες μεταξύ μας. Ἂν ὅμως ἀφήσουμε αὐτὲς τὶς ἀντιπαραθέσεις νὰ ὑπερισχύσουν καὶ ἰδίως, ἂν τὶς ἐκλάβουμε ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὄχι ὡς προσωπικές μας ἀδυναμίες, δὲν θὰ διαφέρουμε σὺν τῷ χρόνῳ ἀπὸ τὸν παραταξιακὸ χριστιανισμὸ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἔστω κι ἂν δὲν ἔχουμε Ἐπισκόπους ἢ Συνόδους, ὅπως αὐτοί.

7. Τέλος, ἀναφέρω ὅτι τὸ ἱστολόγιο τὸ ὁποῖο μὲ ἐκφράζει καὶ μὲ τὸ ὁποῖο συνεργάζομαι εἶναι ἡ «Πατερικὴ Παράδοση» καὶ αὐτὸ τὸ ἀναφέρω ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ὑποτιμήσω τὰ ἄλλα ἱστολόγια τῶν ἀποτειχισμένων ἀδελφῶν, ἀλλὰ πρὸς ἄρσι σκανδαλισμῶν καὶ παρεξηγήσεων καὶ ἐπιμερισμὸ εὐθύνης.

Ἱερομόναχος
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Πρέπει επί τέλους να αποκτήσουμε ορθόδοξο, μαρτυρικό φρόνημα



Ο π.Ευθύμιος μας ξεκαθάρισε: πρέπει επί τέλους να αποκτήσουμε ορθόδοξο, δηλαδή μαρτυρικό φρόνημα. Δεν θα στείλει ο Θεός αγγέλους για να καταστείλουν την αίρεση. Την εκκλησία την εμπιστεύτηκε στους πιστούς για να φυλάττουνε την πίστη. Σε εμάς. Σε σένα, σε 'μένα. 

Μαρτυρικό φρόνημα σημαίνει να μην κοιτάω το βόλεμα μου, το σπίτι, τη δουλίτσα, τον μισθό μου .. γιατί αργά ή γρήγορα έρχεται η εποχή του Αντιχρίστου (ρίξτε μια ματιά πως άλλαξε η ζωή μας σε μόλις 2 χρόνια, τι αγοράζατε τότε με κάρτες και τι σήμερα).Δεν μπορεί να επιθυμούμε μια ομολογία ΧΩΡΙΣ μαρτύριο.

"Μαρτυρικό φρόνημα ...". Τι ωραία λόγια. 
Πόσο δύσκολα όταν έχουμε ταυτίσει την "εν Χριστώ ζωή" με τηνευκολία μας: Να μας πηγαίνουν όλα βολικά και να μην περνάμε δυσκολίες και δοκιμασίες.

Δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε. 
Τα ξέρεις. Ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει.

Ο καθένας ας διαλέξει τον δρόμο του. Σίγουρα είναι : "στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν" 

Ομάδα Εκπαιδευτικών "Ο Παιδαγωγός"

ΟΧΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΚΟΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ




Ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

…Ἀπό τήν ὅλη παρουσίασι τοῦ θέματος τῆς ἀποτειχίσεως καί ἀπό τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁσάκις ὑφίσταται αἵρεσις εἰς τήν Ἐκκλησία, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀγωνίζονται ἀφ’ ἑνός μέν μέ ὅλες των τίς δυνάμεις νά καταστείλουν τήν αἱρετική πυρκαϊά, ἀφ’ ἑτέρου δέ διά τῆς ἀποτειχίσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἀποστασιοποιήσεως νά μήν συμμετέχουν εἰς αὐτήν.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων δέν ἐσήμαινε ἀδιαφορία διά τήν αἵρεσι, οὔτε αὐτάρκεια, ἔστω καί ἄν ἐκαλύπτοντο στοιχειωδῶς ἀπό πλευρᾶς μυστηρίων, ἤ εἶχαν κάποια ἐλευθερία καί κατά περιόδους δέν ὑφίσταντο διωγμούς.
Ἡ καταστολή τῆς αἱρέσεως ἐπίσης καί ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπ’ αὐτῆς δέν ἐσήμαινε ὅτι ὅλοι ὁπωσδήποτε οἱ αἱρετικοί θά μεταστραφοῦν εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ὅτι ἡ αἵρεσις θά καταδικασθῆ συνοδικῶς καί τίς θέσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων θά τίς κατέχουν
πλέον οἱ Ὀρθόδοξοι, εἴτε διά τῆς συνοδικῆς καταδίκης των καί ἀντικαταστάσεώς των, εἴτε διά τῆς μετανοίας καί συνοδικῆς ἀποκαταστάσεώς των εἰς τόν θρόνο, τόν ὁποῖο λόγῳ τῆς αἱρέσεως παρανόμως κατεῖχον.
Οἱ περιπτώσεις τῆς τελείας ἀποκοπῆς κάποιων ἀπό το σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ αἱρέσεως, ὅπως τῶν Παπικῶν καί Μονοφυσιτῶν καί τῆς μή ἀποκαταστάσεως εἰς τούς τόπους των τῆς Ὀρθοδοξίας, συνέβη εἴτε λόγῳ τῆς κοσμικῆς δυνάμεως τήν ὁποία κατεῖχον καί μέ τήν ὁποία συνοδοιπόρουν (Παπικοί), εἴτε ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρυσμένης θέσεώς των καί τῆς κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀπομονώσεώς των και τῆς δημιουργίας εἰς τούς τόπους των ἰδίων κρατῶν.
Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως δέν σημαίνει ὅτι φεύγω ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις καί δημιουργῶ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σύστημα, ἀνεξάρτητο καί αὐτόνομο ἤ, ἄν αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ, ἐντειχίζομαι εἰς αὐτό, ἀλλά ὅτι ἀποκόπτομαι ἀπό τήν αἵρεσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας και ἀγωνίζομαι διά τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως.
Στίς ἡμέρες μας ἀντιθέτως πρός αὐτήν τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό ἑξῆς γεγονός. Ἀφ’ ἑνός μέν οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου ἐδημιούργησαν αὐθαιρέτως καί ὑπερορίως Συνόδους, εἰς τρόπον ὥστε νά ὑφίστανται οἱ Ἐκκλησίες των καί νά λειτουργοῦν ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης, κατατμημένες ὅμως καί ἀλληλοπολεμούμενες, ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ ἀνησυχοῦντες καί ἀντιδρῶντες διά τά θέματα τῆς πίστεως νά συνοδοιποροῦν καί νά συναγελάζωνται μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐν πλήρει ἐκκλησιαστικῇ κοινωνίᾳ, ἔχοντες τρόπον τινά ὡς μόνο μέσο ἀντιδράσεως τόν προφορικό καί γραπτό λόγο.
Ὑπάρχει ἐπίσης καί μία ἀσυμφωνία, ὄχι μόνο ὡς πρός τό νά ἀκολουθήσουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλά καί ὡς πρός τήν μεταξύ των συνοχή καί ὁμόνοια και τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισι τοῦ προβλήματος. Ἡ συμφωνία καί ὁμόνοια φαίνεται ἀδύνατος, ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἀκολουθούντων τό παλαιό ἡμερολόγιο καί τῶν ἀνθισταμένων ἀντιοικουμενιστῶν τοῦ νέου ἡμερολογίου, ἀλλά και μεταξύ αὐτῶν τούτων τῶν ἀντιμαχομένων παρατάξεων τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Δεδομένου δέ καί τοῦ ὅτι, οἱ ἀκολουθοῦντες τήν αἵρεσι Οἰκουμενιστές, ἔχουν πλήρη ἑνότητα καί σύμπνοια μεταξύ των, οἱ δέ ἀρχηγοί των μέ τη σειρά των ὑποτάσσονται στίς ἐξουσίες καί τούς κοσμικούς ἀρχηγούς τῆς Ν. Ἐποχῆς καί προσέτι ἔχουν τήν πολιτική προστασία καί δύναμι, φαίνεται ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς ἀδύνατος ἡ ἐπαναφορά εἰς τήν Ὀρθοδοξία.
Ἴσως αὐτό νά ἀποδεικνύη ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν ἐσχάτων καιρῶν καί ὅτι αὐτή ἡ αἵρεσις δέν θα καταδικασθῆ συνοδικῶς, ἀλλά ἀπεναντίας θά ἐπεκτείνεται, διότι αὐτή ἡ αἵρεσις δέν ἔχει, ὅπως οἱ παλαιότερες, μόνο θεολογικές διαστάσεις καί ἐπιπτώσεις εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί πολιτικές, ἐφ’ ὅσον συμπλέει ἄριστα μέ τήν παγκόσμια τάξι πραγμάτων καί προετοιμάζει τούς ἀνθρώπους διά τή Ν. Ἐποχή καί τήν ἔλευσι τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἴσως νά μήν ὑπάρχη μεγαλύτερο κακό εἰς τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν διαιώνισι τῆς αἱρέσεως. Διότι ἔτσι ἀλλοιώνεται τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων καί τελικῶς παρουσιάζεται ἡ αἵρεσις ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό σημαίνει ὅτι διά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ χρειάζεται να ἀλλάξωμε δύο πράγματα: α. τήν προαίρεσί μας καί β. την θεολογία μας. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μόνο θά ταυτισθοῦμε καί θά κατανοήσωμε ἐμπειρικά τούς ἁγίους καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι ἐθυσίασαν τήν ζωή των χάριν τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Θά κατανοήσωμε δηλαδή γιά ποιόν λόγο π.χ. ὁ ἅγ. Γεώργιος καί ὁ ἅγ. Δημήτριος θυσιάσθηκαν, και δέν «τά βρῆκαν» κατά τό κοινῶς λεγόμενο μέ τούς εἰδωλολάτρες, βάζοντας λίγο νερό στό κρασί τους· γιά ποιόν λόγο ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος καί ὁ ἅγ. Μάξιμος ἐξορίσθηκαν και δέν συμβιβάστηκαν καί αὐτοί, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, μέ τους αἱρετικούς· γιά ποιόν λόγο ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐξορίσθηκαν γιά τόν ἀγρό τῆς χήρας καί τόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος, ἀντιστοίχως, καί «δέν τά πῆγαν καλά» μέ τήν πολιτική ἐξουσία· γιά ποιόν λόγο οἱ ἐπί Βέκκου ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη καί θανατώθηκαν καί τόσα ἄλλα.
Ἀντιθέτως μέ τήν ἰδική μας σήμερα προαίρεσι καί θεολογία ἡ διαχρονική ζωή και διδασκαλία τῶν ἁγίων εἰς τήν ἀντιμετώπισι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως εἶναι σέ μᾶς ἀδιανόητη, καθόσον δυνάμεθα να εἴμεθα Ὀρθόδοξοι, συνοδοιπορώντας μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἔχοντας ἄριστες σχέσεις μέ τήν πολιτική ἐξουσία, μέ τούς μασώνους, μέ τούς παπικούς, μέ τό ΠΣΕ, χρηματοδοτούμενοι ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι κλπ.
Τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία δι’ ἔργων καί λόγων εἶναι ταυτισμένα μέ τήν Ὀρθοδοξία εἰς τρόπον ὥστε, ἄν αὐτά ἐκλείψουν ἀπό τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν, αὐτομάτως χάνεται καί ἡ Ὀρθοδοξία. Καί ἄν ἀκόμη δέν ὑπάρχη αἵρεσις, ἡ φύσις τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπαιτεῖ νά ὑπάρχη τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία εἰς τήν προαίρεσι τῶν Ὀρθοδόξων καί νά ἐπιδεικνύεται εἰς τήν καθημερινή ζωή των μέ τήν ἄσκησι τῆς ἀρετῆς.
Τώρα ὅμως πού στίς ἡμέρες μας ἀνακαλύψαμε νέο τρόπο παραμονῆς στήν Ἐκκλησία καί νέο τρόπο διατηρήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀνώδυνο καί ἄκοπο, ἀσφαλῶς θά ἰσχύσουν και γιά μᾶς τά λόγια τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν τά ἔσχατα χρόνια καί ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ καιροί οἱ δικοί μας ἐπαληθεύουν ὄντως τήν προφητεία: «Πλήν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ. 18, 8).

Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος…»,  (σελ. 313-316).

Η διακοπή μνημοσύνου...

Ἀκροατής: Τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνανε στὸν Κανόνα, ἐγὼ ποὺ τὸ διάβασα λίγο μπερδεύτηκα, δὲν κατάλαβα τί ἐννοούσαν. Λέει ὅτι ἕνας ἱερέας μπορεῖ νὰ διακόψει τὸ Μνημόσυνο, ὅταν ὅμως ἡ αἱρετική του θέση ἐμφανιστεῖ ἐνώπιον Συνόδου.

π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς: Ναί, ὁ Κανόνας γράφει ὅτι γιὰ νὰ εἴμαστε σίγουροι πὼς δὲν κάνουμε σχίσμα, πρέπει ἡ αἵρεσις ποὺ θὰ κηρυχθεῖ, νὰ εἶναι μιὰ αἵρεση γνωστή, νὰ μὴν εἶναι ἄγνωστη καὶ νὰ ἔχει συζητηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ἢ νὰ ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ Συνόδους προηγούμενες, ἢ νὰ τὴν ἔχουν καταδικάσει κάποιοι Ἅγιοι τὴν αἵρεση αὐτή, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος ὁ καθένας, ποῦ βαδίζει. 
Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ποὺ εἶναι μιὰ αἵρεση γνωστή, καταδικασμένη ἀπὸ Συνόδους ἢ ἀπὸ Πατέρες –λέει ὁ Κανόνας– οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποτειχίζονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὅταν τὴν κηρύττουν αὐτὴν τὴν αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», καὶ νὰ μὴν μνημονεύουν οἱ ἱερεῖς τοὺς αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους στὴν Θ. Λειτουργία.

"Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω"!!



Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν τελευταῖο καιρό ἔχουν γραφῆ πολλά διά τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους. Ἐκεῖνο πού κατενόησα ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι οἱ συνειδητοί καί, κατά τό δή λεγόμενο, ψαγμένοι Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουν πρόβλημα ἐλλείψεως γνώσεως ἐπί τοῦ θέματος τούτου, δηλαδή διά τό τί πρέπει νά πράξη κάθε Ὀρθόδοξος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διότι αὐτό εἶναι κατατεθειμένο καί στήν Ἁγ. Γραφή καί στήν Πατερική διδασκαλία· ἀλλά πιστεύω ὅτι τό πρόβλημά των ἑστιάζεται, ἔστω κι ἄν δέν θέλουν νά τό ἀποδεχθοῦν, εἰς τό κόστος καί τό τίμημα πού πρέπει νά καταβάλλουν ἐάν ἀκολουθήσουν ἐν προκειμένῳ τήν ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία.
Δι’ αὐτό προβάλλουν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί εἴτε στηρίζονται εἰς τό πλῆθος καί τήν ἐξουσία, ὑπερτονίζοντας κατά τά παπικά πρότυπα τήν Ἀποστολική Διαδοχή εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁπότε τοποθετοῦν τήν Ἐκκλησία καί τόν ἑαυτόν τους μέσα στήν αἵρεσι, εἴτε προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν, ἀναμασώντας κάποιες ἀπόψεις, ὅτι δῆθεν ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας ἐπί Ἁγ. Φωτίου Συνόδου δέν εἶναι ὑποχρεωτικός, ἀλλά δυνητικός, ὁπότε εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως, ὁ κάθε Ὀρθόδοξος κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλος δηλαδή ἀποτειχίζεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί ἐπαινεῖται καί ἄλλος παραμένει στό στόμα τοῦ λύκου καί θά ἐξέλθῃ (ἄν δέν ἔχη καταβρωθῆ) ὅταν ἀποφασίσει ἡ Σύνοδος, καί δέν κατακρίνεται οὔτε βεβαίως τιμωρεῖται.
Εἴτε ἀκόμη προβάλλουν ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν πρέπει πρῶτα νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐκλαμβάνοντας τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὀνομαστικῶς.
Ὅμως ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὀνομασία περιεκτικὴ πολλῶν αἱρέσεων καὶ αὐτὲς οἱ ἐπὶ μέρους αἱρέσεις πού περιλαμβάνει αὐτή ἡ παναίρεσις (π.χ. ἀναγνωρίσεις μυστηρίων, συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε, συμπροσευχές και συνιερουργίες, ἀποδοχή της βαπτισματικῆς θεολογίας, τῆς θεωρίας τῶν κλάδων καί τῶν δύο πνευμόνων, περί πρωτείου κλπ), ἔχει καταδικασθῆ ἀπό πάμπολλες Συνόδους καί Ἱ. Κανόνες.
Ἀκόμη προβάλλουν ὡς δικαιολογία τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις θά γίνη, ὅταν ἑνωθοῦμε ἐπισήμως μέ τούς αἱρετικούς (στό κοινό ποτήριο) καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μεταθέτουν αὐτοβούλως τά ὅρια τῆς ἀποτειχίσεως. Ὅμως ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγ. Πατέρες ἀναφέρουν πάντοτε ὅτι ἀπομακρυνόμεθα ἐκκλησιαστικῶς ἀπό οἱονδήποτε Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό πού ἔχει αἱρετικά φρονήματα καί μάλιστα, ὅταν αὐτά κηρύττονται δημοσίως καί Συνοδικῶς.
Ἀναφέρουν ἀκόμη καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν ὁ σχετικός Κανόνας ὁμιλεῖ μόνο γιά κληρικούς καί ἄρα οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται, ἄν δέν ὑπάρχουν κληρικοί, ἀλλά παραμένουν στό στόμα τοῦ λύκου, ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί χωρίς Θ. Κοινωνία δέν σωζόμεθα καί ἄρα πρέπει νά παίρνωμε τά Μυστήρια ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές κλπ. 
Ὅλες αὐτές οἱ δικαιολογίες πού προβάλλονται ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους, ὁδηγοῦν ἀβίαστα τήν σκέψι μας στήν παροιμία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ πολύ συχνά ὁ λαός μας «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει...».
Ὑπάρχουν, πέραν τῶν ἄλλων, καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας κανένα ἐπιχείρημα ἁγιογραφικό καί πατερικό νά προσάψουν, ἀρκοῦνται εἰς τό νά πετροβολοῦν μέ ὕβρεις τούς ἀποτειχισμένους, ἀποκαλώντας τους σχισματικούς, ψυχοπαθολογικούς, τύπους, δημιουργούς σεκτῶν καί φατριῶν κλπ. Αὐτοί βεβαίως εἶναι ἐκεῖνοι πού ἄθελά τους οὐσιαστικά κάνουν καλό στούς ἀποτειχισμένους καί τούς ἀξιώνουν τοῦ Μακαρισμοῦ τῶν ὀνειδιζομένων γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 5,11· Λουκ. 6,22· Α΄Πετρ. 4,14). 
Εἶναι ὅμως λίγο εἰλικρινέστεροι τῶν ἄλλων, διότι μή ἔχοντας κανένα, ἀπολύτως κανένα, ἁγιογραφικό ἤ πατερικό ἐπιχείρημα, ἀρκοῦνται στόν ὀρθολογισμό καί στίς ὕβρεις, ἐνῶ οἱ ἄλλοι προβάλλουν αὐτές τίς ἀστήρικτες δικαιολογίες μέ σκοπό, ἀφ’ ἑνός μέν νά νομιμοποιήσουν τήν παρανομία καί τήν προδοσία καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἔχουν τήν συνείδησί των ἥσυχη ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἔχουν καί τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως.
Εἶναι ἴσως πρωτοφανές καί πρωτάκουστο καί μᾶλλον γέννημα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῶν ἐσχάτων, τό νά ἐπικρατῆ καί νά ἐπιβιώνη σήμερα μία θεωρία μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία, ὄχι μόνον δέν στηρίζεται πουθενά (μᾶλλον στηρίζεται στό πουθενά καί στό τίποτα), ἀλλά ἀπεναντίας ἔχει πάμπολλες ἁγιογραφικές καί πατερικές διακελεύσεις, οἱ ὁποῖες τήν ἀπαγορεύουν καί τήν ἀποκλείουν ὡς ὀρθόδοξο ὁδό καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ζητήσαμε πρός τοῦτο, στήν πρόσφατη ἀντιπαράθεσι μέ τούς πατέρες τοῦ ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, νά μᾶς παρουσιάσουν τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ περί ἀποτειχίσεως Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί μᾶς ἀπήντησαν ὅτι αὐτό θά τό πράξουν μετά τήν Ἡμερίδα πού σκοπεύουν νά διοργανώσουν δι’ αὐτό τό θέμα. Δηλαδή κατά τό δή λεγόμενο, ὅπως κάποιοι ἔγραψαν χαρακτηριστικά, «ἔστριψαν διά τοῦ ἀρραβῶνος»!
Ἐδῶ καταφαίνεται καί ἡ σκοπιμότης καί ἡ ἀποφυγή καί ἡ ἀπάτη τῶν πατέρων αὐτῶν καί γενικῶς τῆς Μητροπόλεως, διότι τί ἐστοίχιζε τό νά μᾶς παρουσιάσουν δύο τρία ἁγιογραφικά χωρία καί ἄλλα τόσα ἐνδεικτικά πατερικά, τήν στιγμή πού συνέγραψαν πολυσέλιδη μελέτη, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν παράνομη καί ἀστήρικτη τήν ἀποτείχισι;
Ἐμεῖς ἐζητήσαμε αὐτήν τήν ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῆς θεωρίας των, διότι διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως δέν διδαχθήκαμε, οὔτε παρελάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους νά ὑπακούωμε σέ πρόσωπα, ἔστω ὑψηλά ἱστάμενα καί ἀξιωματοῦχα, ἀλλά στήν Ἁγ. Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. 
Αὐτοί ἀπεναντίας, μέ τίς νεόκοπες αὐτές θεωρίες μᾶς ὠθοῦν νά ὑπακούωμε καί νά ὑποτασσώμεθα σέ Ἐπισκόπους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέν τήν ἐξουσία (Ἀποστολική Διαδοχή), ἀλλά δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ὡς ἐκ τούτου, χρησιμοποιώντας τήν ἐξουσία, ὁδηγοῦν τούς Ὀρθοδόξους στήν αἵρεσι, διότι τό πλοῖο, τό ὁποῖο τούς ἐδόθηκε νά κυβερνήσουν, τό ἔστρεψαν νά πλέη ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς. Δι’ αὐτόν τόν λόγο εἶναι οἱ ἐπικινδυνώτεροι καί ὑπουλώτεροι ὅλων τῶν αἱρετικῶν καί ἀπορῶ, πῶς ὑπάρχουν σοβαροί πατέρες, οἱ ὁποῖοι παρά τίς διακελεύσεις καί τά προστάγματα τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐξακολουθοῦν νά τούς μνημονεύουν καί νά τούς ἀναγνωρίζουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Εἰς αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἔνστασις, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί μία ἀπό τίς δικαιολογίες πού προβάλλουν καί ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἔνστασις αὐτή ἀναφέρει ὅτι αὐτά πού διδάσκουν ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά γράφουν γιά τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς, δηλαδή αὐτούς πού ἔχουν καταδικασθῆ καί ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κλπ.
Ἡ ἄποψις αὐτή δέν εὐσταθεῖ καί εἶναι προφανής δικαιολογία (ἔωλη κι ἀνυπόστατη). Ἀπεναντίας οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν πάντοτε διά τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ποιμένες καί δι’ αὐτούς ἐνδιαφέρονται, ὥστε νά μήν πλανήσουν τούς πιστούς. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Κατ’ ἀρχάς ἡ Ἁγ. Γραφή ὁμιλεῖ πρωτογενῶς διά τό φρόνημα καί τήν διδασκαλία κάποιου καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὁμιλεῖ γιά καταδικασμένους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν ἐποχή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων δέν ὑπῆρχαν. Διότι, ἄν ὑπῆρχαν καταδικασμένοι τότε ἀπό Σύνοδο αἱρετικοί, θά ἔπρεπε νά τούς ἀναφέρη καί ἐπίσης, νὰ ἀναφέρη, ποιά αἵρεσι πρεσβεύουν, εἰδάλλως θά ὡδηγοῦντο οἱ πιστοί σέ σύγχυσι ἐκλαμβάνοντες ἄλλους ἀντί ἄλλων. Οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι λοιπόν ὁμιλοῦν γενικῶς γιά τό φρόνημα κάποιου τό ὁποῖο, ἄν δέν εἶναι Ὀρθόδοξο, διδάσκουν, οἱ πιστοί νά μήν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία με αὐτόν (Γαλ. 1,8-9· Τίτ. 3,10· 2 Ἰωαν. 10).
2. Οἱ Ἅγιοι πάλι, ἀπαραλλάκτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, ἀπαιτοῦν στήν διδασκαλία των ἀπό τούς Ὀρθοδόξους νά ἐρευνοῦν τό φρόνημα καί τήν πίστι τῶν ποιμένων καί, ἄν αὐτοί δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι, νά ἀπομακρύνωνται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς. Ἄν ἀναφέροντο εἰς τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς δέν θά τούς ἀποκαλοῦσαν ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀλλά αἱρετικούς, καί μάλιστα μέ τό ὄνομα τῆς αἱρέσεως (π.χ. Ἀρειανούς, Πνευματομάχους, Εἰκονομάχους) κλπ.
Ὁ Μ. Φώτιος ἐπί παραδείγματι ἀναφέρει σέ ὁμιλία του: «Αἱρετικός ἐστί ὁ ποιμήν; λύκος ἐστίν. Φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ κλπ». Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφερόμενος πλέον σαφέστερα στήν ζημία καί βλάβη πού γίνεται ὅταν διοικούμεθα ἀπό κακούς ἄρχοντες καί, ἐπί πλέον, ἑρμηνεύοντας τό ἁγιογραφικό χωρίον «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς» (ΕΠΕ 25, 370).
Οἱ ἅγιοι λοιπόν, συνεχῶς μᾶς διδάσκουν αὐτό πού καί ἡ ἁγ. Γραφή διδάσκει, ὅτι πρέπει νά ἐρευνοῦμε τήν πίστι κάποιου, προκειμένου νά ἔχωμε μέ αὐτόν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς ποιμένες κατ’ ἐξοχήν καί Ἐπισκόπους καί γιά τόν οἱονδήποτε. Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μάλιστα, ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀπαιτεῖ νά ἐρευνοῦμε τήν πίστι κάποιου κληρικοῦ, προκειμένου, ὄχι νά κοινωνήσωμε ἀπό αὐτόν, ἀλλά ἁπλῶς νά ζητήσωμε τήν εὐχή του καί νά τόν προσφωνήσωμε ἀναλόγως:
«Ἐρώτησις 12: Ἀββᾶν ἐρχόμενον πρός ἡμᾶς ἀγνώριστον, εἰ χρή πρό ἀνακρίσεως ἁγιολεκτεῖν αὐτόν καί αἰτεῖσθαι πρός αὐτοῦ εὐχήν.
Ἀπόκρισις. ἐπάν ὁ καιρός αἱρέσεώς ἐστι, πρό ἀνακρίσεως οὐ δεῖ οὔτε, εὐλογεῖτε ἅγιοι λέγειν οὔτε εὐχήν αἰτεῖν παρ’ αὐτοῦ˙ τόν δέ κοινόν ἀσπασμόν οὐκ ἀπαγορευτέον κατά τήν νομοθεσίαν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου» (Φατ. 552, 844,99).
Τό ἴδιο ἀπαιτεῖ καί γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, διότι ὁ ὅσιος δέν ἐγνώριζε τίς νεόκοπες καί μοντέρνες θεωρίες περί καταδικασμένων καί μή αἱρέσεων: «Ἡ πέμπτη, εἰκαθ’ ὁδόν τύχοι ὀρθόδοξον ὑπό τινος ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ προσκληθῆναι εἰς συνεστίασιν, εἴη δέ καιρός ψαλμῳδίας˙ πῶς ἔστι διαγενέσθαι; εἶπον, καί πάλιν λέγω˙ αἱρέσεως ἐπικρατούσης καί μή καταβληθείσης δι’ ὀρθοδόξου συνόδου, ἀναγκαῖον τό διερωτᾶν ἐπί τε τῆς θείας μεταλήψεως καί κοινῆς ἑστιάσεως, καί οὐδείς καιρός πρός ταῦτα αἰδοῦς καί ἀωρίας. λαβεῖν μέν γάρ ἄρτον ἁπλῶς παρά τοῦ τυχόντος οὐκ ἀναγκαῖον εἰς ἐρώτησιν καί παρ’ αὐτῷ ἑστιαθῆναι, κατά μόνας τυχόν, καί κοιτασθῆναι, εἰ μή γε προεγνωσμένος ἐστίν ἐν αἱρέσει ἤ κακίᾳ˙ περί δέ τῶν λοιπῶν ἐξ ἀνάγκης ἐρωτητέον...» (Φατ. 40, 118, 109). Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι ἀπό τήν μοιχειανική αἵρεσι καί οἱ ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις τοῦ ὁσίου ἀναφέρονται εἰς αὐτήν.
Οἱ Οἰκουμενιστές, ἀπεναντίας, διδάσκουν τυφλή ὑπακοή στούς ποιμένες, ἐφ’ ὅσον εἶναι κανονικά χειροτονημένοι· καί ἄν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα θά τά κρίνη ἡ Σύνοδος. 
Οἱ Οἰκουμενιστές, μάλιστα, Ἐπίσκοποι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά (συμπροσευχές, συνιεργουργίες, κοινές δηλώσεις κλπ.) μέ τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς, τῶν ὁποίων γνωρίζουν ἐκ τῶν προτέρων τό φρόνημα, εἰς πεῖσμα θά ἐλέγαμε τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων. Μέ ἄλλα λόγια τόν Χριστό, τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους τούς γράφουν στά παλιά τους τά ὑποδήματα.

Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ὅτι ἡ πίστις δέν φαίνεται μόνο ἀπό τά λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀπό τά ἔργα. Τά ἔργα, μάλιστα, κάποιου εἶναι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν καί προσδιορίζουν ἀκριβῶς τήν πίστι. Αὐτό τό ἀναφέρομε, ἐπειδή πολλές φορές ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, εἰδικά ὅταν ἐπισκέπτεται τό Ἅγιον Ὄρος, προσποιεῖται τόν παραδοσιακό καί ὑπέρμαχο τῆς πίστεως καί καθησυχάζει τούς ἁπλούς καί ἀφελεῖς ἐν πολλοῖς πατέρες, ἐνῶ μετά ἀπό λίγο ἐναγκαλίζεται τόν Πάπα, ὑπογράφει μαζί του συμφωνίες καί δηλώσεις, τόν ἀναγνωρίζει ὡς Ἐκκλησία καί δεικνύει διά τῶν ἔργων ὅτι εἶναι λύκος καί ἁπλῶς, στό Ἅγιον Ὄρος, ἐφόρεσε πρόχειρα τή δορά τοῦ προβάτου (μία προβατίσια μάσκα). Ἄλλωστε τό βασικό γνώρισμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι παίρνει, σάν τήν σουπιά, τό χρῶμα τοῦ ὑδάτινου περιβάλλοντος, δηλαδή στό Ἅγιον Ὄρος ὀρθόδοξο, στό Βατικανό παπικό καί οἰκουμενιστικό, στό Π.Σ.Ε. νεοεποχίτικο κ.λπ.

Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Η ενότητα όσων εναντιώνονται στον Οικουμενισμό, δεν μπορεί να στηρίζεται σε Ημερολόγια, αλλά ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ στην Ορθόδοξη Πίστη




Ὅσον ἀφορᾶ τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα, νομίζω ὅτι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα, τουλάχιστον σοβαρό, δεδομένου ὅτι ποτὲ δὲν προετάθη σὰν πρότυπο ἑνότητας ἡ λεγόμενη λειτουργικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ ἡ δογματική, δηλαδὴ ἡ ἑνότητα πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου στὴν πρώτη π.χ. Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατ’ οὐσίαν ἐκλήθησαν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν μεταξύ των λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ μάλιστα στὸ σοβαρότατο θέμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Ἀσφαλῶς, σὰν δευτερεῦον θέμα ἐτέθη τὸ νὰ συμφωνήσουν στὸν ταυτόχρονο ἑορτασμὸ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν καὶ νομίζω ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, οὔτε τότε θὰ εἶχε τὸ θέμα αὐτὸ λυθῆ. Ἄν ὅμως ἦτο θέμα πίστεως, νομίζω ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε λυθῆ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, δηλαδὴ μόλις ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς Πατέρες.
Δεδομένου τοῦ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε τελικὰ ὄχι για κάποιον ἐκκλησιαστικὸ λόγο, ἀλλὰ διότι αὐτὸ ἀκολουθοῦσε ἡ πολιτεία (κατ’ ἀκρίβεια καὶ ἡ Κων/πολις καὶ ἡ Ρώμη), εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο σήμερα νὰ τοῦ προσδίδωμε αὐτὴν τὴν ἱερότητα καὶ μάλιστα νὰ τὸ θεωροῦμε ὡς μέσον ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Κατ’ οὐσίαν δηλαδή, ὑποβαθμίζομε τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ προτάσσομε τὴν ἡμερολογιακὴ ἑνότητα καί, ἀθέλητα ἴσως, πέφτουμε στὴν ἴδια παγίδα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Τρανὴ ἀπόδειξις τοῦ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸ ἀνέκαθεν ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ πολιτεία καὶ ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἐπειδὴ δῆθεν τὸ ἐθέσπισε ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ἐν συντομίᾳ τὰ ἑξῆς:
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχὰς ἐχρησιμοποίουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ὑπῆρχε στὴν ἐποχή των καὶ τὸ Ἰουλιανό. Μετὰ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος ἐχρησιμοποίουν τὸΑἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο καί, ἐπὶ αἰῶνες μετά, τὸ Αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο ἐχρησιμοποίει ὅλη ἡ Ἀφρική. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑκατὸ ἔτη μετὰ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐχρησιμοποίει ἀνεξάρτητα πότε τὸ Μακεδονικὸ καὶ πότε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
Ὁ χρονογράφος τοῦ Πασχαλίου Χρονικοῦ, ὅταν δὲν πρόκειται
γιὰ ἀναφορὲς σὲ αὐτοκράτορες καὶ γεγονότα τῆς πολιτείας ἐχρησιμοποίει τὸν ἕβδομο αἰῶνα τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο ὡς πρῶτο καὶ τὸ μετέφραζε στὴν ἀντίστοιχη ἡμερομηνία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Πολλὲς φορὲς ὁ χρονογράφος αὐτὸς δὲν κάνει κἂν τὴν μεταφορὰ τῆς ἡμερομηνίας στὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο καὶ ἀφήνει μόνο τὸ Μακεδονικό. Ὁ ἴδιος ὁ χρονογράφος τοῦ Πασχαλίου Χρονικοῦ ἔχει πίνακα, ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν ἀντιστοιχία τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα στὸ Ἰουλιανό, τὸ Αἰγυπτιακὸ καὶ τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, δεῖγμα ὅτι στὴν ἐποχή του ἐχρησιμοποιοῦντο ὅλα αὐτὰ τὰ ἡμερόγια.
Ἀναφορὲς στὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο κάνει καὶ ὁ ἅγιος Θεοφάνης στὴν Χρονογραφία του, τὸν ἔνατο αἰῶνα, ἂν καὶ εἶναι σαφῶς λιγότερες, δεῖγμα τοῦ ὅτι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐπεκράτησε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
Τέλος ὁ Γ. Παχυμέρης τὸν 13ο αἰῶνα δίδει χρονολογίες γιὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ μὲ ἕνα ἀκόμα ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο, τὸ λεγόμενο Ἀττικό, χωρὶς μάλιστα τὴν ἀντιπαραβολή των ἀπὸ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναφέρω διὰ νὰ ἀποδειχθῆ τὸ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε λόγῳ τῆς πολιτείας καὶ ὄχι λόγῳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Πρακτικά, τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο εἶναι ἀτελές, διότι δὲν προβλέπει τὴν διόρθωσι τοῦ φυσικοῦ λάθους, ἐνῶ τὸ Ν.Η. εἶναι ἀνθρωπίνως τέλειο, διότι μὲ τὴν συμπλήρωσι τῶν ἑκατονταεντηρίδων διορθώνει τὸ λάθος του, καθιστώντας ἕνα δίσεκτο ἔτος ὡς μὴ δίσκετο καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐλαχίστη παρέκκλισι, κατὰ τὴν ὁποία μετὰ 2500 καὶ πλέον χιλιάδες ἔτη συμποσοῦται σὲ μία ἡμέρα, δύναται νὰ τὴν διορθώνη, μετατρέποντας καὶ τότε ἓν ἐπὶ πλέον δίσεκτο ἔτος σὲ μὴ δίσεκτο. Ἔτσι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ὀλίγο κατ’ ὀλίγο χάνει τὶς ἰσημερίες, καὶ ὡς ἐκ τούτου τὶς ἐποχές, ἐνῶ τὸ Νέο τὶς διατηρεῖ.
Πρακτικὰ ἐπίσης τὸ Ν. Η. ἀποφεύγει τὴν σύγχυση τοῦ Τυπικοῦ καὶ τοῦ νὰ ἑορτάζωνται τὰ χαρμόσυνα γεγονότα ταυτοχρόνως, τὰ ὁποῖα συμβαίνουν στὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν π.χ. συμπέση ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὴν μεγάλη Παρασκευὴ καὶ τὸ Μ. Σάββατο, ὁπότε συμψάλομε τὸ«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» μὲ τὸ «Σήμερον χαρᾶς Εὐαγγέλια». Ἐπίσης τὸ ἴδιο συμβαίνει ὅταν μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο συμπέση ἡ Καθαρὴ Δευτέρα μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ἔχουμε πέρα τῆς ὅλης ἀνωμαλίας τοῦ Τυπικοῦ, τῆς νηστείας κλπ. καὶ τὴν μείωση τῶν μεθεόρτων τῶν Φώτων, λόγῳ ἐνάρξεως τοῦ Τριωδίου καὶ φυσικὰ τὴν πλήρη κατάργησι τῶν μεθεόρτων τῆς Ὑπαπαντῆς. Ὅλα αὐτὰ δὲν συμβαίνουν μὲ τὸ Ν. Η., διότι ποτὲ δὲν συμπίπτουν αὐτὲς οἱ ἑορτές, ἀλλὰ αὐτὸ ποτὲ δὲν εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς Παλαιοημερολογίτες. Ἡ παράνομος μετάθεσις τῆς ἑορτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν αὐτὴ συμπέση τὴν μεγάλη Παρασκευὴ ἢ τὸ μεγάλο Σάββατο, ἔγινε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/λεως πολὺ πρὶν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου. Εἶναι δὲ παράνομος αὐτὴ ἡ μετάθεσις, ἐπειδὴ ἀπαγορεύετα αὐτό, διὰ νὰ καταδεικνύεται ἡ ἐννεάμηνος κυοφορία τῆς Θεοτόκου καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ κατ’ ἀλήθεια ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου.
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα συντόμως ἐξέθεσα ἡ ἄποψίς μου εἶναι (ὅτι μπορεῖ) νὰ ὑπάρξη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶνἈποτειχισμένων Νεοημερολογιτῶν, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τῶν Ἀποτειχισμένων Παλαιοημερολογητῶν, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὶς Συνόδους. Νομίζω ὅτι ἔτσι μόνο ἀκολουθοῦμε τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων. Διότι εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο νὰ προβάλλεται ὡς πρότυπο ἑνότητος σήμερα τὸ ἡμερολόγιο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπὶ δεκαπέντε (15) καὶ πλέον αἰῶνες δὲν εἰπώθηκε τίποτα (ἀπολύτως τίποτα) ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Μᾶλλον, κατ’ ἀκρίβεια εἰπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὰ ἀντίθετα, δηλαδὴ νὰ μὴν ἀποσχιζώμεθα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύνοδο γιὰ ζητήματα ἑορτῶν καὶ χρόνου. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).