.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ποίος είναι έτοιμος;


Η Εκκλησία κάθε βράδυ κλίνει με μια ωραία προ­σευχή, «εν μετανοία και εξομολογήσει παράλαβε». Έτσι δέεται ο ιερεύς για την εκκλησία και ο άνθρωπος ο οποίος δεν είναι εις θέση ανά πάσαν στιγμήν να σταθή εις κρίση δεν μπορεί να πη ότι θρησκεύει απόλυτα. 
Θέ­τω το ερώτημα στον εαυτό μου πρώτον και έπειτα σε ε­σάς. Αν αυτή την στιγμή πει ο Κύριος STOP, μέχρι ε­δώ, ελάτε για λογαριασμό. Ερωτώ αυτούς που θρησκεύουν, δεν λέγω τους άλλους που δεν ξεκίνησαν ακό­μη ή που παρακολουθούν από μακρυά το γεγονός. Είναι εις θέση να σταθούν ενώπιον του φοβερού βήματος, που θα κρίνει απροσωπόληπτα, που θα κρίνει χωρίς συναι­σθήματα και χωρίς ψευδομαρτυρίες; 
Είμεθα εις θέση να σταθούμε; 
Θα πούμε οι περισσότεροι από ταπεινολογία, όχι, και οι υπόλοιποι από ταπείνωση, όχι.
Ποιος είναι αυτός που μπορεί να σταθεί, και γιατί δεν μπορούμε να σταθούμε; 
Είμεθα αμαρτωλοί, θα δοθή η απάντησις, και τι κάνεις έναντι της αμαρτίας; 
Και πο­νοκέφαλο έχεις αλλά παίρνεις ασπιρίνη, και πυρετό κά­νεις και παίρνεις αντιβιοτικά, και ασθενής είσαι και πηγαίνεις στο νοσοκομείο. Αναφορικώς, όμως, με την α­μαρτία, τι κάνεις; 
Ποιο είναι το φάρμακο της αμαρτίας; 
Έπαθες μια ζημιά από ένα φαγητό, ξανά το τρως; 
Όχι. Ημάρτησες άπαξ, γιατί ξαναμαρτάνεις; 
Πού είναι η λογική, η απλή λογική; 
Άσε την Θεολογία στην άκρη, πού είναι η απλή λογική; 
Θέλω, λοιπόν, απόψε το βράδυ να μιλήσω για αυτό το θέμα.

Ποιος νομίζει ότι είναι εις θέση απόψε να κριθή; 
Δεν νομίζω να μπορή κανένας να μου παρουσίαση συμ­βόλαιο από τον Χριστόν ότι αυτός έχει περιθώριο να μετανοήση, ότι έχει περιθώριο να ζήση και να τακτοποίη­ση τα θέματά του, εφόσον αναβάλει σήμερον και δεν ενδιαφέρεται. Δεν νομίζω να έχη κανείς να μου επιδείξη, να μου πη, Κύριε εγώ έχω 20 χρόνια μπροστά μου. Δεν ξέρω τι του λέει ο διάβολος στο κεφάλι. Ο Χριστός τι του λέει. τον ρώτησες τον Χριστό; 
Ο Χριστός δεν υπόσχεται ζωή εδώ, εκεί υπόσχεται. Υπάρχει ψευδαίσθηση σε πολλούς ανθρώπους ότι έχουν καιρόν. Αυτό είναι ένα μεγάλο τέχνασμα του σατανά, του εμπείρου αυτού προ­σώπου των 8.000 ετών ο οποίος γνωρίζει να κλέβη το παρόν και να υπόσχεται το μέλλον. Να κλέβη το σήμε­ρον και να υπόσχεται την αύριον, και όταν η αύριον γίνη σήμερον, να του την κλέβη και αυτήν και να του υπόσχεται την πάρα κάτω.
Αναφέρεται εις το Γεροντικόν, ότι κάποτε πήγε ένας σατανάς και ηπείλησε έναν μοναχόν και του είπε, πού θα μου πας, δεν σ' έβαλα στο χέρι μέχρι τώρα, αλλά στα 40 χρόνια που θα ζήσης ακόμα, θα σε βάλω, δεν θα μου γλυτώσης, και έφυγε. Ο μοναχός επήρε στο νου του τα 40 χρόνια. 40 χρόνια ακόμη, τότε έχω περιθώριο. Έχω 40 χρόνια, είναι αρκετά, δεν πάω μέχρι το χωριό να ιδώ, υπάρχει κανένας από τους δικούς μου; Και έρχομαι; 40 χρόνια ακόμη, πόσο θα κάμω, 5 μέρες, 10 μέρες. Έχω 40 εδώ και 40 ακόμη 80, δεν χάθηκε ο κόσμος για 5-10 μέρες. Ας πάω να δω, μήπως υπάρχει η μητέρα μου, υ­πάρχει κανένας από τους συγγενείς μου, άνθρωποι του Θεού και αυτοί, να τους πω και δυο λόγια, άλλωστε. Δικαιολογία όμορφη του σατανά, να τον βγάλει από τον τόπον του, βέβαιος ότι θα τον βγάλει και από τον τρό­πον του. και δεν έβλεπε πότε να ξημερώση ο γέροντας. Το πρωί επήρε το σακουλάκι του και το ραβδί του και άρχισε να κατηφορίζη. Ο Θεός τον λυπήθηκε και τον έστειλε έναν άγγελο μπροστά και τον λέγει. «για πού με το καλό;». «Να, πηγαίνω κάτω». «Γύρισε πίσω, σε λυπή­θηκε ο Θεός και μ' έστειλε να σου πω ότι σ' εξηπάτησε ο σατανάς». Ήρθε στον εαυτό του αυτός και επέστρεψε κλαίγοντας για το πάθημα. και την τρίτην ημέραν απέ­θανε. Τα 40 χρόνια του σατανά ήσαν 3 ημέρες στου Θε­ού τον λογαριασμό.
Σου είπε ο γιατρός ότι στέκεσαι καλά. Έκανες τσεκ-απ και είσαι εντάξει, και είσαι τακτοποιημένος κ.τ.λ. και αύριο είσαι για τα κυπαρισάκια. Σου 'πε κανείς; 
Ένα αυτοκίνητο ήρθε στο πεζοδρόμιο και σε παρέσυρε και ε­σένα και το παιδί σου. 
Ο θάνατος είναι κλέφτης, εν νυκτί μάλιστα, που δεν ξέρεις πότε θα έρθη, πούθε θα έρθη και πώς θα έρθη. Ουδείς γνωρίζει, είναι δαμόκλειος σπάθη η οποία κρέμεται σε κάθε κεφαλή, πού η λογική αυτή του ανθρώπου, αν απόψε φύγω, εάν με καλέσει μ' ένα δυ­στύχημα, ή με μίαν ασθένειαν εγώ πάω, σε ποια κατά­σταση θα είμαι; 
Αυτή, λοιπόν, η αμέλεια γύρω από την ετοιμασία της αναχωρήσεως ανά πάσαν στιγμήν όλων των ηλικιών, είναι θανάσιμο αμάρτημα. Αυτή η αδιαφο­ρία, που δεν είμεθα ανά πάσαν στιγμήν με το εισητήριο στο χέρι, είναι θανάσιμος κίνδυνος. Διότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι σαν τον άνθρωπον που μέλει να ταξιδέψει για το εξωτερικόν και περιμένει το τηλεφώνημα από το πρακτορείο, ότι το καράβι περνάει την τάδε ημέρα, και δεν μπορεί ο άνθρωπος αυτός να πάει εξοχή, και δεν μπορεί να πάει κρουαζιέρα, και δεν μπορεί να πάει πουθενά, ούτε αναλαμβάνει καμία επιχείρηση αναμένοντας ανά πάσαν στιγμήν την ειδοποίηση από το πρακτορείο, ότι το καράβι φεύγει, περνάει την τάδε ημέρα.
Υπάρχουν θρησκεύοντες Χριστιανοί που, εάν αυτή την στιγμή, εκεί που είναι στο υπερώο αυτό και στο επά­νω υπερώο και κάτω, θελήσει ο Κύριος να τους εξομο­λόγηση στην πόρτα, καράβια αμαρτίες θα φορτωθούνε, που πιστεύουν στον Χριστό, που πιστεύουν στην ορθό­δοξο πίστη, που πιστεύουν στα μυστήρια, που πιστεύουν εις τον κλήρον, που ανάπτουν κεριά, που νηστεύουν, που κάνουν, θα φορτώσουν καράβια αμαρτίες. Είναι ανεξομολόγητοι, είναι άνευ θείας κοινωνίας. Εκκλησιάζο­νται χωρίς να κοινωνούν. Θρησκεύουν με τον τρόπο τους. Έχουν φτιάξει θρησκεία των μέτρων τους. Έχουν φτιάξει τον Χριστό τόσον, που να χωρούν όπως είναι, φορτωμένοι σαν τον σκαντζόχοιρο με τις σταφυλόρογες στην πλάτη. διότι έτσι είμεθα οι περισσότεροι με τις α­μαρτίες μας.
Έχετε ιδεί σκαντζόχοιρο να μεταφέρη σταφυλόρο­γες στα παιδιά του; Τις ρίχνει κάτω και κυλιέται επάνω, και πηγαίνει σαν πολυέλαιος. Καταλαβαίνετε τώρα τι μέρος πρέπει να είναι ανοιχτό να τις περάσει αυτές. Έ­τσι είμεθα οι περισσότεροι, δεν χωράμε στην στενή και τεθλιμμένη πύλη, που έχει ο Χριστός, για τους πιστούς. Είναι πλαδαρή η ζωή μας, δεν βιάζεται η ζωή μας, δεν αγωνιζόμεθα έναντι των αισθήσεών μας που είναι φορείς και καταστρέφουν την ψυχή μας. Δεν προσέχουμε την γλώσσα μας, δεν προσέχουμε τα μάτια μας, τα αυτιά μας, την αφή μας. Βομολοχούμε πολλάκις και αστειαζόμεθα πολλάκις, αλλά και βλασφημούμε ακόμη, καταρώμεθα. Είναι δυνατόν να λέγεται ποτέ αυτός Χριστιανός, και εί­ναι δυνατόν να συγκαταριθμηθή στην εκλεκτή ποίμνη του Κυρίου, εφ' όσον αυτός ο άνθρωπος δεν είναι έτοι­μος ανά πάσαν στιγμήν για να φύγη; 
Θα ετοιμαστώ. Ε­γώ πιστεύω. Θα έχης τον χρόνο να ετοιμαστής; Είθε να σου προσθέσει τον χρόνον, αλλά μήπως εξαντληθεί το όριον, μήπως μέχρι τώρα ο χρόνος που προσθέτει δεν εί­ναι στην μακροθυμία του και στην χρηστότητά του; 
Τον εδικαιούσο τον χρόνο μέχρι σήμερα. Μήπως η χρηστό­τητά Του και η μακροθυμία Του δεν σου τα προσέθεσε; 
Ποιος είσαι εσύ και ποιος είμαι εγώ, που θα με περιμένη, και Αυτός είναι υποχρεωμένος να με περιμένη να κά­νω εγώ τη ζωή μου με τον τρόπο μου; 
Ποιος είσαι εσύ, ποιος είμαι εγώ; Δεν το έχουμε λάβει σοβαρώς υπόψι. Για πηγαίνετε στα κοιμητήρια να δείτε πόσα αρνιά είναι εκεί. Για διαβάστε εφημερίδες να δείτε, πόσα ατυχήμα­τα, πόσα συμβάντα καθημερινώς στέλνουν τους ανθρώ­πους στην άλλη ζωή απροετοίμαστους.

Ενθυμείστε τι σας έλεγα προχθές πως είδανε το κοι­μητήριο της Αναστάσεως του Πειραιώς κατάμεστον από μαύρες σημαίες. Γιατί; αμετανόητοι και ανεξομολόγητοι, ακοινώνητοι, απροετοίμαστοι αυτοί οι ίδιοι και οι ι­δικοί των, τους αμπαλάρισαν εν τη απιστία των, δεν τους πήγαν παπά, δεν τους έκαμαν μυστήριο, δεν τους εκάλεσαν για εξομολόγηση, για θεία κοινωνία, έστω και την τελευταία στιγμή, και είναι με μαύρη σημαία, και θ' αναστηθούν βέβαια, διότι θα ανοίξουν οι τάφοι και οι μεν και οι δε, να αποδώσουν ότι τους εμπιστεύθη να φυ­λάξουν, αλλά θα αποδώσουν κόρακας ως αντιλαμβάνε­σθε, διότι κόρακα τους εδόθη να φυλάξουν. Ο άνθρωπος να φοβάται, να φοβάται όταν ζει, διότι δεν ξέρει αν πίσω του είναι ο θάνατός του, δεν ξέρει αν η ημέρα αυτή είναι η τελευταία ή η βραδυά αυτή είναι η τελευταία.
Διάβαζα κάποτε έναν που έγραφε περί της ζωής του ανθρώπου και του θανάτου ως εξής: «ο άνθρωπος όταν γεννάται βρίσκεται μπροστά σ' έναν δρόμο ο οποίος εί­ναι γεμάτος από κεράκια αναμμένα. Κάθε μέρα παίρνει και ένα κερί και μειώνονται ως είναι φυσικό τα κεριά». Πού ξέρεις άνθρωπε τώρα αν ήταν το τελευταίο κερί που πήρες εσύ σήμερα το πρωί και δεν υπάρχει άλλο; 
Πού ξέρεις αν το κρεββατι σου το αναπαυτικό γίνει νεκροκρέββατό σου; 
Ποιος είναι αυτός που θα σου το πει; 
Εδώ ένας αδελφός πήγε να πλήρωση στην τράπεζα ένα γραμμάτιο και του λέγει ο υπάλληλος. να έρθης την Δευ­τέρα, επειδή έκλεισαν το μεσημέρι. «καλά, του λέει, πρώτα ο Θεός, θα έλθω τη Δευτέρα». «Πρώτα ο άνθρω­πος τον λέει αυτός, όχι ο Θεός», και έγινε μία συζήτηση και κοίταξε να τον πείσει, αλλά «πρώτα ο άνθρωπος, όχι ο Θεός». Δηλαδή εγώ πρώτα, εγώ θα κανονίσω πότε θα πεθάνω, εγώ θα κανονίσω αν ζήσω, τι μου λες «πρώτα ο Θεός;». Τέλος πάντων έφυγε, γιατί είδε ότι δεν έβγαινε τίποτε απ' τη συζήτηση εκείνη την ώρα. Αποτέλεσμα ο κύριος αυτός, που έλεγε πρώτα ο άνθρωπος, την άλλη μέρα το πρωί είχαν συνενοηθεί με την σύζυγον να κά­νουν μίαν επίσκεψη και είπε στην σύζυγο. «δεν ετοιμά­σθηκες ακόμη;», και κάθησε στο χώλ και πήρε την Κα­θημερινή και διάβαζε. Καλά θα ετοιμαστώ γρήγορα, λέ­ει. Όπως εκάθησε εκεί σε λίγο είχε πάρει ρόγχο. Ο ρόγχος αυτός ενόμισε η γυναίκα του ότι ήταν του ύπνου και είπε μονολογώντας, ενώ εκτενιζόταν εις τον καθρέ­φτη. «ακόμη δεν εκάθησες και αποκοιμήθηκες και βιάζε­σαι κι όλα;». Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτός απέθανε κά­τω από την Καθημερινή την εφημερίδα. Και την άλλη Δευτέρα δεν βρήκε αυτόν, αλλά βρήκε την αφίσα, ότι κηδεύεται. Αυτός είναι ο άνθρωπος. 
Πού η λογική λοι­πόν;
Έχουν την γνώμη, διότι είναι νέοι, ότι θα ζήσουν, αλλά και οι μεγάλοι έχουν την γνώμη ότι θα ζήσουν, ο σατανάς είναι τεχνίτης. Το μεγαλύτερο τέχνασμα του σατανά, του εμπείρου αυτού προσώπου των 8.000 ετών είναι αυτό. Λέγεται ότι κάποτε έγινε μια συνεδρία μεγά­λη εκ μέρους του Βεελζεβούλ με όλο το επιτελείο του, να αποφανθούν ο καθένας από την πείρα του τι μπορούν να κάνουν για να κολάζουν τους ανθρώπους, και ερωτήθησαν πολλοί σατανάδες που εθεωρούντο με πνεύμα. Ο ένας είπε θα κάνουμε αυτό, ο άλλος είπε θα κάνουμε πο­λέμους να σκοτωθούν οι άνθρωποι, να χωρίζουν τα αν­δρόγυνα, άλλος θα τους κάνουμε να βλασφημήσουν το Θεό, άλλος θα τους κάνουμε αιρετικούς. Δεν ικανοποιείτο όμως και τόσο ο μεγάλος από όλα αυτά τα οποία ήκουε. Ένας μικρός διαολάκος καθόταν σε μία άκρη και τον ερώτησε ο μεγάλος με τη σειρά του. «εσύ έχεις να μας πης τίποτα;». Λέει. «έχω και εγώ μία γνώμη, αλλά ε­δώ μίλησαν τόσοι μεγάλοι, εγώ τι να πω». Καλά, πες την να την ακούσουμε και την δική σου. «Εγώ έχω τη γνώμη, να μην κάνουμε τίποτε από αυτά που είπαν οι προγενέστεροι αλλά να πούμε στον κόσμο, ότι υπάρχει Θεός, ότι υπάρχει κόλαση και παράδεισος, ότι ο Χρι­στός σώζει. Όλα αυτά να τα πούμε στον κόσμο, αλλά μπορούμε να τους πούμε στο τέλος, πως έχουνε καιρό, μη βιάζονται». Αυτό θα γίνη, ενέκρινε ο μεγάλος. Αυτό είναι, και αυτό γίνεται και θα γίνεται. Ας μου πη μια μά­να που μίλησε στο παιδί της, ότι θα πεθάνει, και ας μου πη μια μάνα ότι ετοιμάζει το παιδί της, ότι θα πεθάνει. Αλλοίμονό της αν δεν του λέει ή αν δεν το ετοιμάζει, αλλά το βλέπει σαν αντικείμενο, το βλέπει εξωτερικώς, δεν το βλέπει εσωτερικώς.
Εζήτησε τίποτε ο Χριστός από τον άνθρωπο όταν ήρθε στον κόσμο; 
Του ζήτησε κεριά, του ζήτησε λιβά­νια, του ζήτησε λαμπάδες σαν το μπόι του, ζήτησε τέ­τοια πράγματα; 
Αμαρτίες εζήτησε, μετανοείτε είπε, τό­σον δια του προφήτου του όσον και ο Ίδιος. Δια μεν του προφήτου του, είπε: «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασι­λεία των ουρανών». 
Ο Ίδιος δε είπε, όταν εξήλθε στον δημόσιο βίο: «μετανοείτε ήγγικε γάρ η βασιλεία των ου­ρανών και πιστεύσατε εις το ευαγγέλιον». Ευαγγέλιο εί­ναι ο Ίδιος. Η επαγγελία, ότι «ο υιός του Θεού έγινε υι­ός της Παρθένου», για να πάρη τις αμαρτίες του κόσμου. «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Αυτό είναι το θέμα το σοβαρό, αν αυτό επιτευχθεί και ο άνθρωπος είναι συνεπής, ανά πάσαν στιγμήν μετα­νοημένος, εξομολογημένος και κοινωνημένος, έχει κλεί­σει το περισσότερο μέρος έξω, έχει πιθανότητες να σωθή. 
Ο Άγιος Αρσένιος 94 ετών άνθρωπος, με θαύματα και νεκραναστάσεις, έλεγε: «πρόσθες ημίν χρόνον, Κύ­ριε, ίνα βάλω αρχήν μετανοίας». 
Διότι σε κάθε αμαρτία, σε κάθε πτώση, χρειάζεται η μετάνοια, χρειάζεται η ανόρθωση. Έστω και μία αμαρτία να έχης, μετάνοια χρειάζεσαι και 100 αν εχης, μετάνοια χρειάζεσαι. 
Φάρ­μακο δωρεάν προσφερθέν και εύκολον δια τον καθέναν, αλλά είναι το εγώ και η σαρξ. Αυτά τα δύο εμποδίζουν τον άνθρωπο να ταπεινωθή και να ζητήση την χάρη του Θεού και την άφεση των αμαρτιών. Είναι ένα θέμα μέσα από τον παράδεισο αυτό. Τι λέτε, εάν ο Αδάμ και η Εύα δεν μετεβίβαζον την ευθύνη και έπαιρναν επάνω τους την αμαρτία δεν θα τακτοποιήτο το θέμα εκεί; 
Θα ετακτοποιήτο εκεί. Δεν υπήρχε λόγος αυτός ο Θεός να γίνη άνθρωπος και να υποστή όσα υπέστη και να φτάση μέ­χρι κοιλίας άδου. Θα ετακτοποιήτο εκεί. Αλλά δυστυ­χώς μετεβίβασαν την ευθύνη ο Αδάμ εις την Εύα, η Εύα εις τον όφιν και οι δύο εις τον Θεόν, διότι ο Θεός έφτια­ξε την Εύα, και ο Θεός έφτιαξε τον όφι. Πράγμα το οποίο κάνουμε και εμείς σήμερα. Όλοι μας πταίουν πλην του εαυτού μας. Φταίει ο κλήρος. Φταίει ο πατέρας, φταίει η μητέρα, φταίει ο διδάσκαλος, φταίει ο γείτονας, φταίει η κοινωνία, λένε ορισμένοι. Έγινες εσύ καλός μέσα και σε χάλασε η κοινωνία! Τι είναι η κοινωνία; Δεν είναι σύνολο ατόμων, οικογενειών; 
Τι είναι η οικο­γένεια; 
Δεν είναι σύνολο προσώπων; 
Εφόσον εσύ και ε­γώ που απαρτίζουμε την οικογένεια είμεθα πονηροί, τι θα είναι η οικογένεια και κατ' επέκτασιν η κοινωνία; 
Φτιάξε, λοιπόν, τον εαυτό σου εσύ και εγώ, να δης πώς η οικογένεια θα είναι χρηστή και πώς η κοινωνία παρά­δεισος. Εφ' όσον όμως εγώ είμαι πονηρός, τι θα είναι η οικογένεια, τι θα είναι η κοινωνία; 
Ζούγκλα ολόκληρος θα είναι, εφ' όσον απαρτίζεται από τέτοιους που βγαί­νουν έξω από την πόρτα, γιατί να μην βγαίνουν άγγελοι; 
Η κοινωνία είναι ικανή να αφομοίωση το καλό. Το κα­κό ουδέποτε είναι δυνατότερο του καλού, αν εμείς δεν το υποδουλώσουμε. Γιατί ο κακός να με κάνει εμένα κακόν, και εγώ ο καλός να μην κάνω αυτόν καλόν, ή να μένω στην θέση μου, εάν δεν θέλει να με ακολουθήσει; 
Γιατί; 
Διότι ουδέποτε ήμουνα σωστός, καλός, ουδέποτε ήμουν. Ήμουν έτοιμος να πέσω και γίνομαι αιτία να βλασφημήται ο Χριστός μας και βγάζω αδύνατο τον Χριστό μας. Και βλέπετε καθημερινώς πόσοι άνθρωποι φεύγουν από την ορθόδοξον πίστιν, πόσοι άνθρωποι εγκαταλεί­πουν τον Χριστιανισμό, διότι ουδέποτε υπήρξαν σωστοί και εμβολιασμένοι Χριστιανοί, ώστε να μη μπορούν ό­λοι οι πονηροί του κόσμου να τον μεταθέσουν. Και γνωρίζετε όσοι ηγίασαν, όσοι εμαρτύρησαν, ότι είχαν συλ­λάβει σωστά το θέμα και το ζούσαν. Ζούσε μέσα τους Χριστός, έφταναν μέχρι μαρτύριον. Έδωσαν και το σώ­μα τους, έδωσαν τα πάντα για να μη χάσουν την ψυχή τους, και δεν την έχασαν στην αιωνιότητα.
Αυτό, λοιπόν, θάθελα απόψε το βράδυ, λέγω, να εί­ναι το σύνθημα. 
Τι γίνομαι; 
Πώς συμβαίνει σ' εμένα, στην οικογένειά μου, πώς στέκονται; 
Γιατί εμείς μετρά­με με μια μεζούρα και μια ζυγαριά δική μας ανθρώπινη, που πολλές φορές του Χριστού το μέτρο και του Χριστού το ζύγι, όπως θα λέγαμε, δεν συμφωνεί. Βλέπεις μια μητέρα που έχει ένα γιο, που είναι καταστροφή όπου πά­ει. Μακάρι νάχανε και άλλοι παιδί σαν κι εμένα, λέει η μάνα. 
Ξέρεις τι καλή καρδιά έχει; 
Μα είναι βέβηλος, μα είναι μοιχός. Χώρισε την άλλη, είναι πόρνος, δεν εκ­κλησιάζεται, δεν εξομολογείται, δεν κοινωνεί, βλασφη­μεί, τι να την κάνεις την χρυσή καρδιά! Και με ποιο μέ­τρο, ποια λυδία λίθο έχεις που βγάζεις την χρυσή καρ­διά, ενώ είναι βρώμικη! 
Δεν είναι βόθρος, πες μου, πού το βρήκες το μέτρο αυτό; 
Κάτω από το φίλτρο της μητρότητος επήρες μέτρο το συναίσθημα. Για ρώτησε, ό­μως, το Χριστό που έχυσε το Αίμα Του και πάρε τα μέ­τρα τα δικά του να δούμε πώς θα τον βγάλει αυτός τον γιο, πώς θα την βγάλει αυτός την κόρη, πώς θα βγάλει τον εαυτό σου, τον εαυτόν μου, πώς τον σύζυγο, πώς την σύζυγο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να φοβείται, αυτό να τον συνέχη. Όχι τι λένε οι άλλοι για μένα αυτήν την ώρα, αλλά τι λέει ο Χριστός για μένα αυτήν την ώρα. Αυτό είναι το θέμα. 
Οι άλλοι λένει ναι, ο Χριστός λέγει ναι; 
Οι άλλοι λένε όχι, υπάρχει εκδοχή να είναι απειλή το όχι των άλλων, αν εγώ είμαι στο ναι; ΟΧΙ. Πολλοί λοιπόν, λέγω, εκ των θρησκευομένων δεν είμεθα εντάξει, δεν είμεθα έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν να αποθάνωμεν. Διότι δεν πιστεύομε ότι θα αποθάνουμε, αναβάλουμε, και η αναβολή αυτή πολλάκις μας βρίσκει με αμαρτίες.
Τι να κάνη, λοιπόν, ο Θεός, όταν ο χρόνος της χρηστότητος και της μακροθυμίας, που κατά τον Παύλον «Το χρηστόν του Χριστού εις μετάνοιαν σε άγει», που γράφει στους Ρωμαίους στο δεύτερο κεφάλαιο, δεν χρη­σιμοποιείται επ' αγαθώ για μετάνοια, για επιστροφή; 
Εύ­κολο πράγμα είναι ο άνθρωπος να σωθή και δύσκολο να κολαστή. Εάν κανείς δει την εις άδου κάθοδο του Χρι­στού, που έχει κατέβει και πατάει τον δράκοντα, τον σα­τανά και του παίρνει τον Αδάμ και την Εύα και ζωοποιεί όλους αυτούς που τον εδέχθησαν κατόπιν του κη­ρύγματος του Ιωάννου, του κηρύγματος του ιδικού Του, κατά την εις άδου κάθοδό Του τις 33 ώρες στον άδη. Ό­ταν δει, τίνι τρόπω έχει καταντήσει τον άδη, τους μοχλούς τους αιωνίους τους συνέτριψε. Θα δει ότι είναι πολύ κουραστικό για να πάη ο άνθρωπος στην κόλαση, εφ' όσον δεν υπάρχει πόρτα, εφ' όσον δεν υπάρχει κλει­δαριά, εφ' όσον δεν υπάρχει τίποτα να τον κλείσει μέσα. Πρέπει ο άνθρωπος νάναι τόσο αντίθετος, που θεληματι­κά να αναλάβη να φτιάξη πόρτες στην κόλαση, να βάλη κλειδαριά, να βάλη ρεζέδες και λοιπά, να μπη μέσα και να κλειδωθή. Χαλάλι του, αξίζει να πάη στην κόλαση, έχει δημιουργήσει τόσες ευκολίες. Δεν έχετε ακούσει τον σατανά που παραπονείται και λέει: «Εμείς μια αμαρτία κάναμε και μας έστειλε στα τάρταρα, εσείς κάθε μέρα τον βλασφημείτε κατά πρόσωπο και σας συγχωρεί ο ξυλοκαρφωμένος». Έτσι λέει ο σατανάς, και λέει αλήθεια και παραπονείται πως εμείς μία αμαρτία κάμαμε και μας έστειλε στα τάρτατα, εσείς κάθε μέρα τον βλασφημείτε και σας συγχωρεί. Μάλιστα έτσι εκφράζεται ο διάβολος και σήμερα. 
Το λαμβάνει, λοιπόν, αυτό υπ' όψιν του ο άνθρωπος; 
Μήπως αυτή η μέρα, μήπως αυτή η ώρα, αυ­τή η στιγμή είναι η τελευταία του και πού θα πάει; 
Αξί­ζει να χαθεί; 
Δεν έκαμε τίποτε στη ζωή του; 
Μα και τί­ποτα αν δεν έκανε αυτή η εγγύηση την οποία του δίδει ο Χριστός, αυτή η υπόσχεση τον περιμένει, εφ' όσον πάλ­λει ακόμη το στήθος του και αναπνέει. Τίποτε δεν αξίζει ο κόσμος μπροστά σ' αυτήν την ψυχή. αλλά, δυστυχώς εμείς, με την αμαρτία συνδεδεμένοι και προς την αμαρ­τία ρέποντες, αδιαφορούμε για τα καλά του παραδείσου και του Χριστού και γι' αυτή τη θυσία ακόμη και γινόμεθα, καθώς αντιλαμβάνεσθε, δις βλάσφημοι, αφ' ενός ε­ναντίον της ψυχής μας και αφ' ετέρου εναντίον της θυ­σίας που έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους. Έχει το ωραίο εκείνο στα ευλογητάρια της νεκρωσίμου ακολου­θίας, που λέγει η Εκκλησία μας. «εικών ειμί, της αρρή­του δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων. οικτείρησον, το σον πλάσμα, Δέσποτα...». Λόγια να του λυπήσουν την ψυχή του Θεού, την καρδιά Του και να ε­πιβλέψει. 
Ναι, να το κάμω, αλλά τόσα χρόνια που ήσουν; 
Τι ήταν αυτό που σε ανάγκαζε να μου το ζητάς τώ­ρα κεκοιμημένος δια του ψάλτου και δε μου το ζήτησες εσύ, όταν ήσουν ζωντανός; 
Γιατί τώρα; 
Αμφιβάλλω αν θα το εδέχεσο αν ήσουν ζωντανός. Ναι, αμφιβάλλω. Δεν μας δίδει καθημερινώς διάφορα περιστατικά για τα οποία μας ομιλεί να είμεθα εις ετοιμότητα;

Διαβάζετε στις εφημερίδες να λένε οι διάφοροι και εμείς εδώ, έγινε, λέγει, επιθεώρηση στο στρατό και ευ­ρέθη ότι είναι άξιος της αποστολής του, έχει ετοιμότη­τα, ότι είναι ανά πάσαν στιγμήν έτοιμος ν' αντιμετωπίση εχθρόν. Αυτό τούτο δια την αεροπορίαν, αυτό τούτο δια το ναυτικόν. δια τον άνθρωπον τι; Όλα ωραία και καλά είναι αυτά, αλλά δια τον άνθρωπον τι; Ενθυμείστε μια βραδυά που σας έλεγα, πώς κρίνουν οι άνθρωποι και πώς κρίνει ο Χριστός; Έχετε υπ' όψιν σας κάποια εται­ρία πετρελαιοειδών, δεν ξέρω τι έχει ανακαλύψει το οποίο βοηθάει τη μηχανή, και λέγει. βάλτε ένα τίγρη στη μηχανή σας. 
Έλαιον είναι; 
Βενζίνη είναι; 
Δεν ξέρω τι είναι; 
Να βάλω ένα τίγρη στην μηχανή, τι να τον κάνω να βάλω τίγρη στη μηχανή και έχω και τίγρη στο τιμό­νι; Πρέπει νάχω άνθρωπο στο τιμόνι. Άμα δεν έχω άν­θρωπο στο τιμόνι, τι να σε κάνω, λοιπόν, αν εσύ έφυγες και έγινες τίγρης δυνατός και σε φοβείται ο κόσμος, αλ­λά ταυτοχρόνως εσύ δεν είσαι άνθρωπος; Είσαι και εσύ τίγρης, τι γίνεται τότε; Αυτά είναι που πρέπει να συνέ­χουν τον άνθρωπο, όλους. Πλησιάστε, σας επαναλαμβά­νω, ανθρώπους αναγεγεννημένους, στους 100, πέντε θα βρείτε να φοβούνται τον θάνατο και την αμαρτία, οι υ­πόλοιποι τρέφονται με το αίσθημα της αναβολής, έχω καιρό. και στο έχω καιρό κτίζει ο σατανάς.
Όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα, και όπου πηγαίνει ο άνθρωπος πηγαίνει και αυτή κοντά ή πηγαίνει προς τα εδώ και είναι συσχετισμένη, έτσι και οι αμαρτίες είναι συνδεδεμένες με τον άνθρωπο, τις έχουμε όπως την σκιά μας, που δεν μπορούμε να την αποχωριστούμε. Έτσι α­κριβώς είναι και οι αμαρτίες γύρω από τον άνθρωπο ποι­κίλες, αδιαφόρως αν εμείς δεν έχουμε την λυδίαν λίθον, όπως προείπα, για να δούμε το μέγεθος της αμαρτίας που είναι κάθε μία, που εμείς λέμε δεν είναι τίποτα. «Εναρ­γείς τας πράξεις εξεικονίζουσαι, ως γαρ τας μέλισσας καπνός φυγαδεύει και τας περιστεράς εξελαύνει δυσωδία ούτω και τον φύλακα της ψυχής ημών άγγελον και την χάριν του Πνεύματος του Αγίου η πολύδακρυς και δυσώδης αφίστησι αμαρτία». Αυτή η αμαρτία, που έρχεται κοντά σου και είναι συνδεδεμένη σαν τον ίσκιο σου, εί­ναι που φυγαδεύει τον άγγελο της ψυχής και την χάριν του Πνεύματος του Αγίου από πάνω σου, και θα βρεθής σκέτος σε στιγμή θανάτου, εάν σε πάρη ο φωτογραφικός φακός του θανάτου και είσαι αποχωρισμένος, εφ' όσον η μετάνοια τον άνθρωπο τον επανασυνδέει με τον Θεόν, τον ξανακάνει υιόν, τον ενδύει με το ένδυμα του γάμου, για να παρακαθήση στους γάμους και να μην φοβήται τον έλεγχο, ώστε να μην ακούση το. εταίρε πώς εισήλ­θες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου;
Ο πρώτος άνθρωπος, ο οποίος ημάρτησε, παρουσιά­ζεται γυμνός. έχασε το θεοΰφαντο αυτό χάρισμα της εν­δυμασίας του Πνεύματος του Αγίου εν τη αμαρτία. Κάθε άνθρωπος απόγονος του Αδάμ έρχεται γυμνός εις το εί­ναι, καθ' ο «εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων», πά­ντες, κατά το δόγμα του Αποστόλου Παύλου εις την Πνύκα εδώ στας Αθήνας, που διαβάζουμε στο 17 κεφά­λαιο των Πράξεων. Έρχεται ο Χριστός εις τον κόσμον και ενδύει πάλιν τον άνθρωπο δια της χάριτος εν τω βαπτίσματι. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». «Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν, ο αναβαλλό­μενος...», έτσι λέγει η ευχή που δίδεται στα λευκά ρούχα, που συμβολίζουν ότι ξαναενδύεται αυτός ο απότοκος του Αδάμ την χάριν του Πνεύματος του Αγίου. Αλλά όταν ο άνθρωπος μεγαλώνει, ξανά βγάζει το ρούχο αυτό της χά­ριτος και αν, ποτέ, μετανοήσει, ως ο άσωτος υιός, η πρώ­τη παραγγελία που θα δοθεί είναι δώστε του την στολή την πρώτη, για την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά την μεγάλη εβδομάδα δέεται, παρακαλεί, παραπονείται και λέγει. «τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αύτω, λά­μπρυνόν μου την στολήν της ψυχής...», ώστε να μπορέ­σω και εγώ να παρακαθήσω, και ακόμη επεκτείνεται μέ­χρι αυτού του σκηνώματος, μέχρι αυτού του λειψάνου, διότι και αυτό το σάβανο, που μας βάζουν μπρος-πίσω το λευκό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μία ομολογία, ό­τι πράγματι είμεθα ενδεδυμένοι, πιστέψαμε στον Χριστό και μας ενέδυσε την χάριν και μπορούμε να παρουσια­στούμε μετά του ενδύματος αυτού, κρυμένοι πάντοτε πί­σω από τον σταυρό του Χριστού και το αίμα του Χριστού, να παρουσιαστούμε εις τον παράδεισο.
Ερωτώ, λοιπόν, πολλούς εξ υμών, εφ' όσον η αμαρτία διώχνει το ρούχο αυτό, βγάζει το ρούχο αυτό, πώς θα βρεθούν εν τη ημέρα του θανάτου ή εν τη στιγμή του θανάτου, αν δεν φορούν αυτό το ρούχο; 
Λέγεται για την Κλυτεμνήστρα ότι την ετιμώρησαν κόβοντάς της τα μαλλιά της και την ενετείχισαν, την έθαψαν ζωντανή και αυτή εφώναζε και έλεγε: «δώστε μου τα μαλλιά μου, πώς να παρουσιαστώ εις τον άδη», διότι της έλειπαν τα μαλλιά. πώς να παρουσιαστώ στον άδη, και εκούρεψαν μία των δούλων που είχαν και της επήγαν τα μαλλιά ε­κεί και έπειτα εσταμάτησε να διαμαρτύρεται και να φωνάζη. Μαλλιά της έλειπαν και δεν είχε πώς να παρου­σιαστή στον άδη, όχι στον θρόνο της Κρίσεως. Στον ά­δη δεν μπορούσε να παρουσιαστή, έτσι το ένιωθε. Εμείς γυμνοί και τετραχειλισμένοι, εργαζόμενοι τον σατανά από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί, υπακούοντας στα κελεύσματα αυτού και εξωτερικώς και εσωτερικώς συμμορφούμενοι κατά το πνεύμα αυτού, πώς είναι δυνατόν να λεγόμεθα Χριστιανοί; 
Πώς είναι δυνατόν να σταθούμε μπροστά Του; 
Λυπούμαι, να χαθούν Χριστιανοί. Να χαθούν αδιάφοροι είναι άξιοι της τύχης των, αλλά άνθρωποι που λέγουν ότι θρησκεύουν και άνθρωποι που λέγουν ότι στέκονται καλά και κατά κάποιον τρόπον επιδεικνύουν τον εαυτό τους εμμέσως ή αμέσως σαν μοντέλο στους άλλους, να κολα­στούν είναι κακό πράγμα και άσχημο.
Όταν ο Χριστός μας παρεπονέθη δια τον Ιούδα, του λέει: αν αυτό μου το 'κανε ένας άλλος, θα μπορούσα να το αναγνωρίσω, αλλά μου το κάνεις εσύ, αυτό δεν μπο­ρεί. Ναι και θα κολαστούμε εμείς πιο πολύ διότι η ζωή μας είναι τελείως αντίθετος από εκείνο που επαγγελόμεθα. 
Έχομεν έξω επιγραφήν Χριστιανού και ζωήν διαβό­λου, πώς είναι δυνατόν; 
Θέλεις τώρα να πας σ' ένα κατά­στημα που λέει απ' έξω κηροπωλείον και να βρης μέσα να πουλάη τούβλα. Βρε, εγώ ήρθα για κεριά εδώ πέρα. Ναι, τούβλα έχουμε. Μα τι γράφεις απ' έξω. Πού θα δού­με τώρα, την ταμπέλα θα κοιτάξω, ή τι έχει μέσα; 
Αυτό είναι, πολλοί από μας, δεν έχουμε τίποτα από τα γνωρί­σματα του Χριστιανού παρ' ότι λεγόμεθα Χριστιανοί και σεμνηνόμεθα στο επίθετο αυτό του Χριστιανού. Δεν ξέρω. Ίσως να είμαι υπερβολικός και εύχομαι να είμαι, και ψεύτης να είμαι αυτήν την ώρα, αλλά αν είμαι αλη­θής και πατώ επάνω σε πληγές ανοιχτές, που είναι και υ­πάρχουν, ας το προσέξουμε. Δεν είναι τυχαία τα λόγια, δεν είναι τυχαίο το μάθημα, δεν είναι τυχαίος ο ερχομός σας, δεν είναι τυχαία η ανοχή του Θεού η οποία μας πε­ριμένει ακόμη. Δεν μας έχει ανάγκη, τον έχουμε ανάγκη, αλλά από αγάπη κάνει έκκληση προς τους πάντας. Ά­κουσε τουλάχιστον εσύ που επαγγέλεσαι ότι είσαι δικός μου, μην έχεις τέτοιες αδυναμίες, σταμάτησε, τακτοποιήσου, διώξε την αμαρτία από κοντά σου, ασφαλίσου, πρό­σεξε την ψυχή σου, μην ακούς τόσο πολύ στο σώμα το οποίο σου λέει πράγματα αντίθετα από την ψυχή.
Είναι πολύ αστείο ο άνθρωπος να κάνη τόσες φρο­ντίδες για το σώμα και καμία σχεδόν για την ψυχή. Τι μέσα δεν έχει πάρει για την περιποίηση αυτού του σώ­ματος, από τα νοσοκομεία μέχρι κάτω-κάτω. 
Γιατί είσαι εσύ στιλβωτήριον; 
Είμαι να καθαρίζω τα υποδήματα του Κυρίου. Γιατί είσαι εσύ στεγνωτήριον ή καθαριστήριον; 
Είμαι για να καθαρίζω τα ενδύματα. 
Γιατί είσαι εσύ χαμάμ-λουτρό; 
Για να καθαρίζω αυτόν. Γιατί είσαι εσύ κουρείον, για να περιποιούμαι εκείνον. Γιατί είσαι εσύ ράφτη; 
Για να περιποιούμαι το σώμα. 
Γιατί είσαι εσύ μανάβη; 
Για να τρέφω το σώμα. Γιατί είσαι εσύ μπακά­λη; 
Γιατί είσαι εσύ ψαρά, γιατί, γιατί, γιατί όλα αυτά; 
Για το σώμα, με ιδρώτα, με πληρωμή. 
Εσύ γιατί είσαι Εκκλησία, εσύ γιατί είσαι παππά, εσύ γιατί είσαι εξομο­λόγηση; 
Εσύ γιατί είσαι Θεία Κοινωνία; 
Για την ψυχήν σου. Θέλεις χρήματα, όχι. Δεν έρχομαι σ' εσένα. Λογι­κός άνθρωπος, ανώτερος, έφτασε στη σελήνη. 
Τι κι' αν έφτασε στη σελήνη; 
Η σελήνη γι' αυτόν έγινε, και αν την καταπατήση δεν έκανε καμιά παλληκαριά. Αλλά αν αυτός ο οποίος προσεληνώθη δεν προσγειωθή να καταλάβη ποιος είναι, απέτυχε. καθ' ότι. «χους ει και εις χουν απελεύσεται». Ο άνθρωπος που δεν κατώρθωσε να αντιληφθή τι έχει εκεί, που το χέρι του Χριστού επήρε του τελώνου και χτυπούσε εδώ, στην καρδιά, διότι η αι­τία είναι η καρδιά του ανθρώπου. «εκ γαρ των καρδιών εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, διχοστασίαι, μοιχείαι, πορνείαι» κ.τ.λ. Εκ των καρδιών, ο νους είναι αργυρόνητος της καρδίας και όσο εξυπνότερος είναι ο άνθρω­πος και πονηρότερος εις την καρδίαν, τόσο είναι επίφοβος. Γι' αυτό βλέπουμε και τους εγγραμμάτους μακρυά από τον Θεόν, που έχουν επιστήμην την αμαρτίαν, με μέθοδον. Εις την καρδίαν πρέπει να ανατρέξη ο άνθρω­πος να βρη αυτή την σφηκοφωλιά, τι έχει μέσα.
Την καρδιά του ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να την φανταστή σαν μία κυψέλη, σαν ένα σφουγγάρι που 'χει πολλές κυψέλες που, σε μία κυψέλη εδώ κρύπτεται η πορνεία, εκεί κρύπτεται η μοιχεία, εκεί κρύπτεται η βλα­σφημία, εκεί κρύπτεται η γαστριμαργία, εκεί κρύπτεται το μίσος, εκεί κρύπτεται η πολυλογία, εκεί κρύπτεται το ψεύδος, εκεί, εκεί και πρέπει να ανατρέξης μέσα σε κάθε σπηλιά να τα βγάλης από εκεί μέσα. Ποιος έχει κάνει αυτές τις λεπτομέρειες μέσα, την προσοχή επάνω στην αθάνατη ψυχή του, ποιος έχει καθαρίσει όλες τις σπη­λιές αυτές και δεν έχει αφήσει πουθενά να εμφολεύη ο διάβολος; 
Το έχουμε κάνει;

Δημήτριος Παναγόπουλος