.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ θάλασσα τοῦ κόσμου



Προσευχόταν πάλι μιά μέρα, ὅταν ὁ νοῦς του πῆγε στό θάνατό του καί στήν ἀναχώρησή του γιά τήν ἄλλη ζωή. Κι ἐνῶ συλλογιζόταν ἐκείνη τή μεγάλη καί φοβερή ὥρα, ἔπεσε σέ ἔκσταση.
Βλέπει τότε μιά μεγάλη θάλασσα, ὅπου κολυμποῦσαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι. Ὅλοι ἔδειχναν πώς ἀγωνίζονταν νά φτάσουν σέ κάποιαν ἀκτή, πού βρισκόταν ἀπέναντι, ἀρκετά μακριά. Μερικοί ὅμως, καθώς κολυμποῦσαν, σήκωναν στόυς ὥμους τους τεράστια φορτία-πέτρες, λάσπη, ξύλα, στάχτη, μπακίρι, χρυσάφι...ὅλα τά ὑλικά τοῦ κόσμου. Οἱ πιό πολλοί ἀπ' αὐτούς-ἀλίμονο!-πνίγονταν κάτω ἀπ' τό βάρος τοῦ φορτίου τους. Ἄλλοι πάλι σήκωναν μικρά φορτία, κολυμπώντας ὅμως μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Κι ἐνῶ οἱ ταλαίπωροι βούλιαζαν, πρόσθεταν συνέχεια βάρος στό φορτίο τους, ὥσπου πνίγονταν κι αὐτοί!
Ἡ θάλασσα ἦταν φουρτουνασμένη. Κι ὁλόγυρά της βασίλευε σκοτάδι πηχτό. Παγωνιά καί φόβος παντοῦ.
Ἀρκετοί κομυμβητές δέν εἶχαν φορτίο. Ὁρισμένοι προχωροῦσαν σταθερά πρός τήν ἀκτή, περνώντας ἄνετα μέσ' ἀπό τά κύματα. Ἄλλοι ὅμως, ἐκεῖ πού κολυμποῦσαν, ἔκαναν ξαφνικά ἕνα μακροβούτι, καί χάνονταν γιά πάντα μέσα στή θανάσιμη ἀγκαλιά τοῦ βυθοῦ.
Μερικοί περπατοῦσαν πάνω στό νερό σάν σέ στέρεο ἔδαφος. Μά τό πιό θαυμαστό ἦταν, ὅτι κάποιοι εἶχαν φωτεινά φτερά. Μ' αὐτά πετοῦσαν πάνω ἀπό τή θάλασσα κι ἔφταναν γοργά στήν ἀκτή.
Ἀπ' αὐτούς πού κολυμποῦσαν, οἱ περισσότ σταματοῦσαν πότε-πότε, γιατί, καθώς φαίνεται κουράζονταν. Πολλοί, ἐνῶ κινδύνευαν νά πνιγοῦν ἀπό τό βάρος τοῦ φορτίου τους, μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Ἀντίθετα, κάποιοι βαρυφορτωμένοι, θέλοντας νά σωθοῦν, τά πετοῦσαν λίγα-λίγα ἀπό πάνω τους, καί ξαλαφρωμένοι κολυμποῦσαν γρήγορα πρός τήν ἀκτή. Ὅσα ὅμως πετοῦσαν ἐκεῖνοι, τά μάζευαν ἄλλοι, πού ἔρχονταν ἀπό πίσω.
Θλιβερό θέαμα...Ἕνας ἔσπρωχνε τόν μπροστινό του. Ἄλλος ἔπνιγε τό διπλανό του. Καί οἰ περισσότεροι, ἐνῶ εἶχαν τή δυνατότητα νά μποῦν σέ πλοῖα, προτιμοῦσαν νά θαλασσοπνίγονται σφιχταγκαλιασμένοι μέ τά φορτία τους
Μέ βαρειά τήν καρδιά παρακολουθοῦσε ὁ Ἅγιος τό ὄραμα.
-Τί θέλουν νά ποῦν ἄραγε ὅλα τοῦτα; μουρμούρισε.
Καί ἄκουσε φωνή, πού τοῦ ἐξήγησε:


-Θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος. Καί κολυμβητές οἱ ἄνθρωποι. Τό πέρασμα ἀπό τή μιάν ἀκτή στήν ἄλλη σημαίνει τήν παρούσα ζωή. Καί οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ περάσματος φανερώνουν τό πόσο εἶναι κάθε ἄνθρωπος δεμένος μέ τήν ὕλη καί μέ τίς βιοτικές μέριμνες. Ὅποιος λοιπόν θέλει νά φτάσει μέ ἀσφάλεια στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄς ξέρει πώς πρέπει νά πετάξει ἀπό πάνω του κάθε μάταιο φορτίο καί ν' ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἀλλιῶς, ἄν προσπαθήσει νά περάσει τή θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς φορτωμένος μέ τήν ὕλη καί τή ματαιότητα, ἀργά ἤ γρήγορα θά βρεθεῖ στό βυθό του ἅδη... 

ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Ὅσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανῆς
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ