.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας καὶ οἱ ἀποστάτες, ποὺ θέλουν νὰ τὴν νοθεύσουν



Ἔχω τὴ γνώμη πὼς ὅποιος παίρνει τὸ Χριστιανισμὸ σὰν ἕνα ἠθικὸ σύστημα, τὸν κατεβάζει στὶς ἀνθρώπινες καὶ κοσμικὲς σκοπιμότητες, γιὰ νὰ τὸν κάνει πιὸ βολικόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχει μέσα του τὴ φωτιά, ποὺ τὸν κάνει νὰ πετὰ στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος κι οἱ ἅγιοί του. Καὶ γι` αὐτὸ ὁ τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ψυχρός, ἀκατάνυκτος καὶ ἄπιστος στὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ ξεπέφτει σὲ ἄδειες γενικότητες καὶ ἠθικολογίες.
Ἐμᾶς, οἱ τέτοιοι «φιλελεύθεροι» χριστιανοί, μᾶς λένε μισαλλόδοξους, φανατικούς, παλιοημερολογίτες. Ἐκεῖνοι εἶναι ὅλο ἀγάπη καὶ γι` αὐτὸ ζητᾶνε, τάχα τὸ ἀδέλφωμά μας μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὸ θέλουνε γιὰ νὰ γίνουμε εὐρωπαϊκοί, μοντέρνοι χριστιανοί. Γι' αὐτὸ ποτὲ δὲ μιλᾶνε γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ τοὺς περιφρονοῦμε. Λοιπόν, αὐτοὶ δὲν εἶναι μισαλλόδοξοι σὰν τὸν ἅγιο Βασίλειο, σὰν τὸν Ἀθανάσιο, σὰν τὸν Φώτιο, σὰν τὸν Συμεὼν τὸν νέον Θεολόγο, σὰν τὸν Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Μάλιστα, τοῦτοι οἱ νέοι κήρυκες, νοιώθουνε μέσα τους περισσότερη ἀγάπη κι ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ καταδίκασε τὸν Ἑωσφόρο καὶ τὸν Ἰούδα καὶ γι` αὐτὸ μιλᾶνε μὲ συμπάθεια γι` αὐτοὺς καὶ γιὰ κείνους ποὺ παραμορφώσανε τὴ χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τὴν κάνανε ἕνα κοσμικὸ σύστημα. Αὐτοὶ μυρίζουνε ἀπὸ μακριὰ τὴ μούχλα, ποὺ μυρίζουνε τὰ ὀρθολογιστικὰ ἐκτρώματα τῆς…. χριστιανικῆς θρησκείας, ποὺ φωλιάζουνε στὶς παγωμένες καὶ σκοτεινὲς σπηλιὲς τῆς Δύσης.
Ἐπῆρα δυὸ γράμματα ἀπὸ κάποιους τέτοιους, ποὺ ὑποπτεύουμαι πὼς εἶναι ξενοφώτιστοι χριστιανοὶ Ἕλληνες. Κατὰ τὰ συνηθισμένα τοὺς μιλοῦνε μὲ γλυκὸ ὕφος. 
Ὁ ἕνας ἐπιστολογράφος βάζει, ἀντὶ γιὰ ὑπογραφὴ τὶς λέξεις: «ἕνας χριστιανός». Φαίνεται πὼς θὰ `ναὶ ἀπὸ κείνους τοὺς Ἕλληνες, ποὺ δὲν τοὺς ἱκανοποιεῖ μήτε ὁ Χρυσόστομος μήτε ὁ Βασίλειος μήτε ὁ Ἀθανάσιος μήτε ὁ Δαμασκηνὸς μήτε ὅλοι οἱ Πατέρες, ποὺ στερεώσανε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ διδαχή τους καὶ μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή τους καὶ γι` αὐτὸ γίνουνται ὀπαδοὶ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀσήμαντες αἱρέσεις ποὺ ἤρθανε ἀπ` ἔξω, μαζὶ μὲ τ` ἄλλα καλά τοῦ μοντέρνου πολιτισμοῦ. Κι ὅπως ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ εἶναι βολικὰ καὶ εὐκολύνουνε τὴ ζωή, ἔτσι κι αὐτὲς οἱ καινούριες ἑρμηνεῖες τῆς χριστιανικῆς θρησκείας εἶναι πολὺ βολικές, κι ἐπειδὴ εἶναι βολικές, τραβᾶνε στὰ δίχτυα τοὺς ὅσους μποροῦνε νὰ ξεγελάσουνε.
«Τί τὰ θέλετε ὅλα αὐτὰ τὰ περιττὰ πράγματα, λένε αὐτοὶ οἱ καινούριοι ἀπόστολοι, λειτουργίες, μυστήρια, νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, παπάδες, μνημόσυνα, Παναγίες, ἁγίους, θαύματα καὶ τ` ἄλλα; 
Αὐτὰ τὰ κάνανε οἱ ἄνθρωποι καὶ νοθέψανε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Πάρε τὸ Εὐαγγέλιο, διάβασέ το καὶ νοιῶσε τὸ κατὰ τὸ κέφι σου, βαλ` τὸ πάλι στὴν τσέπη σου ἢ στὸ ράφι, ὅπως βάζεις τὸ ρομάντζο ποὺ διαβάζεις, πὲς κι ἕνα τραγουδάκι καὶ τελείωσε. 
Ὁ Θεὸς ὅλους θὰ τοὺς συγχωρέσει. Ἔτσι κι ἐσύ, δὲν εἶναι ἀνάγκη μήτε νὰ τὸν παρακαλέσεις μὲ δάκρυα μήτε νὰ νηστεύσεις μήτε νὰ` χεῖς τὸν φόβο του, νοιώθοντας πὼς εἶσαι ἁμαρτωλός. Μη σε νοιάζει! Ὅ,τι καὶ νὰ κάνεις ἀπ` αὐτὰ ποὺ τὰ λένε ἁμαρτίες οἱ φανατικοὶ ὀρθόδοξοι, ὅλα εἶναι συγχωρεμένα. Κανένας δὲν θὰ κολαστεῖ, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος».
Βλέπεις πόσο εὔκολη, πόσο βολικιά, πόσο ἀστενοχώρητη εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὸ ξέραμε;
«Μά, μᾶς ἔχουνε τρομοκρατήσει, βρὲ ἀδερφέ, αὐτοὶ οἱ παπάδες κι οἱ θεοφοβούμενοι! Ὁρίστε, πάλι ἡ Εὐρώπη τὰ `βάλε τὰ πράγματα στὴ σωστὴ θέση τους! Γλέντησε τὴ ζωή σου, κᾶνε καὶ τὶς παρατιμονιές σου σὰν ἄνθρωπος κι ὁ Θεὸς θὰ σὲ συγχωρέσει, δὲν εἶναι Ἀρβανίτης. Ἀκοῦς ἐκεῖ πὼς πρέπει νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι, γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Θεός! 
Τί χρειάζουνται οἱ ἐκκλησιές, οἱ παπάδες, τὰ εἰκονίσματα, οἱ ψαλτάδες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀδιαφόρετα πράγματα; Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ μὴν πειράξεις κανέναν, τίποτ` ἄλλο! Ἀλλά, γιὰ νὰ τομοκρατήσουνε τὸν κόσμο, βάλανε στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ ἕνα σωρὸ φοβέρες, ὅπως τοῦτες ἐδῶ: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ δεδιωγμέμοι. Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός. Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης, ὅτι πλατεία ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου. Εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς μὲ καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴ γυναίκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφᾶς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἐαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι». Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶπε τέτοια πράγματα ὁ Χριστός; Κι ἀκόμα, τί δὲν βάλανε στὸ στόμα του, σὰν καὶ τὰ παρακάτω: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λησταί. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρώτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε». Κι ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια φοβερὰ κι ἀπάνθρωπα, ποὺ μᾶς τρομοκρατοῦνε».
Τέτοιος «χριστιανὸς» εἶναι κι αὐτὸς ποὺ βάζει γιὰ ὑπογραφὴ στὸ γράμμα του: «ἕνας χριστιανός». Μοῦ γράφει, λοιπόν: «Ἐπιθυμῶ νὰ πιστεύσητε ἐνσυνειδήτως ὅτι τὰ ὅσα γράφω δὲν προέρχονται ἀπὸ θρησκευτικὴν μισαλλοδοξίαν, ἀλλὰ ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ σᾶς κατατοπίσουν ὅτι, ὅταν κανεὶς δὲν ἀκολουθεῖ τὴν γραφικὴν καὶ ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν, ἀλλ` ἀκολουθεῖ τὰς παραδόσεις (ὄχι τὰς ἀποστολικᾶς τοιαύτας) καὶ τὰς διδασκαλίας καὶ τὰ ἐντάλματα τῶν ἀτελῶν ἀνθρώπων, καταλήγει σὲ παραμύθια».
Παραμύθια λέγει ὁ ἐπιστολογράφος τὰ θαύματα καὶ τὰ φανερώματα τῶν ἁγίων, ὅπως φανερωθήκανε ὁλοζώντανα οἱ δύο ἅγιοι στὴ Μυτιλήνη, ποὺ ἔγραψα μὲ συντομία τὴν ἱστορία τους καὶ ποὺ τοὺς εἴδανε καὶ τοὺς βλέπουνε, στὸν ὕπνο ἢ στὸν ξύπνο τους, παραπάνω κι ἀπὸ ἑκατὸ ἄνθρωποι.
Γι` αὐτὸ γράφει καὶ παρακάτω: «Πάσα προσπάθεια τείνουσα νὰ ἀνυψώσει ἢ νὰ ἀποδώσει τιμὴν εἰς πλάσμα, δέον νὰ ἀπορρίπτεται, ὡς ἀντιτιθεμένη εἰς τὴν Α΄ καὶ Β΄ ἐντολήν». Μ` αὐτὰ θέλει νὰ πεῖ πὼς δὲν πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς ἁγίους, ὅπως αὐτοὺς ποὺ ἀνέφερα, ποὺ σφαχτήκανε γιὰ τὰ` ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀπὸ ὅσα γράφει παρακάτω, φανερώνει πώς, κατὰ βάθος, δὲν πιστεύει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ μ` ὅλα ταῦτα, γράφει πὼς εἶναι «ἕνας χριστιανός». Τέτοιοι ξενοφώτιστοι «χριστιανοὶ» Ἕλληνες ὑπάρχουνε, ἀλλοίμονο! Χριστιανοί, χωρὶς μυστήρια, χωρὶς ἁγίους, χωρὶς μέλλουσα ζωή, χωρὶς πίστη καὶ χωρὶς Χριστό, γιατί μήτε καὶ στὸ Χριστὸ μπορεῖ νὰ πιστεύει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ φοβᾶται νὰ τὸ πεῖ. 
Ἡ ἀπιστία του στὰ ἄλλα, φανερώνει τί εἴδους πίστη μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ στὸν Χριστό. Καὶ ὅμως, ὅπως εἶδες, γράφει πὼς «ἀκολουθεῖ τὴν ὑγιαίνουσαν γραφικὴν διδασκαλίαν, καὶ ὄχι τὰ ἐντάλματα ἀτελῶν ἀνθρώπων», δηλαδή: τῶν ἁγίων.
Αὐτοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ Ἕλληνες ποὺ ἀρνηθήκανε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ τὴ θεμελίωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπου εὐδόκησε νὰ κηρυχθεῖ στὸν κόσμο ἡ διδασκαλία του μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ Ἕλληνες δὲν τὴν βρήκανε σωστὴ τούτη τὴ διδασκαλία ποὺ κηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς μεγάλους στύλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ πήγανε κι ἀνακαλύψανε πὼς οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι κάποιος ἀλλόγλωσσος ἱεροκήρυκας ἢ καμιὰ ὑστερικὴ γυναίκα, ποὺ διαβάσανε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τρίτη μετάφραση καὶ κατασκευάσανε ἕνα καινούριο σύστημα μὲ τὰ` ὄνομα: «Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία» καὶ μ` ἕνα πλῆθος ἄλλα ὀνόματα. Τοῦτοι οἱ νεοφώτιστοι ἤρθανε στὴν Ἑλλάδα, ποὺ στάθηκε τὸ προζύμι τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ διδάξουνε στοὺς Ἕλληνες τὸν «σωστὸ» Χριστιανισμό, τὸν μοντέρνο, ἕναν Χριστιανισμὸ παγωμένον ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ἀπὸ τὸν ὀρθολογισμὸ κι ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα. 
Ἀλλὰ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος κι ὅσοι τὴ διδάσκουνε κι ὅσοι τὴ δέχουνται στὶς ζεστὲς καρδιές τους, εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες», ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ βράζουν οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς πίστης κι ἀπὸ τὸν ἁγιασμένον ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἀγαλλίαση ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πίστη.

(Φώτης Κόντογλου, «Μυστικὰ Ἄνθη»)
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 17-10-2016