.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ἡ ματαιοδοξία στήν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν

Στό πρῶτο τμῆμα τῆς πραγματείας του «Περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς τῶν τέκνων», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δείχνει ὅτι ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων ἐπηρεάζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα πράξη ζωῆς, ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως τῶν μελῶν τῆς ὁμάδος, μέσα στήν ὁποίαν ἀναπτύσσεται ὁ νέος. Στό κλῖμα τῆς ζωῆς αὐτῆς τῆς ὁμάδος ἀναπνέει καὶ ἀναπτύσσεται ὁ νέος, καὶ ἀναποτρέπτως ἡ ἠθικὴ του ποιότητα, ἡ πνευματικὴ του ὀντότητα, προσδιορίζονται ἀπ' αὐτὸ τὸ κλῖμα. Τὴν νοσηρότητα τοῦ κλίματος αὐτοῦ ἐντοπίζει ὁ Χρυσόστομος στήν κενοδοξία, στή ματαιοδοξία δηλαδή, στήν ἐσφαλμένη ἀντιλήψη περὶ ἀξιοπρέπειας καὶ στή συνδεδεμένη μὲ αὐτὴ τάση γιά ἐπίδειξη πλούτου, ἐνδυμάτων, σπιτιῶν, ἐπιπλώσεων.
Ἀναφέρεται κατ' ἀρχὴν στή συνήθεια πού εἶχε ἐπικρατήσει μεταξὺ τῶν πλουσίων νά κάμνουν ἐπίδειξη τῶν οἰκονομικῶν τους δυνατοτήτων, χρηματοδοτώντας θεατρικὲς παραστάσεις ἤ ὀργανώνοντας ἀγῶνες ἱπποδρόμου. Κίνητρο γι' αὐτὰ ἦταν τὰ χειροκροτήματα, οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, ἡ δόξα. Ὁ ἀνταγωνισμὸς αὐτὸς στήν ἐπίδειξη οἰκονομικῆς δυνάμεως εἶχε φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μερικοὶ μόνο καὶ μόνο γιά νά μὴ δυσφημισθοῦν, ἔφθαναν στήν πτώχευση καὶ στήν ἀθλιότητα, σκορπώντας τὰ χρήματά τους ἀλόγιστα σ' αὐτές τίς ἐκδηλώσεις, τή στιγμή πού ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων πού πέθαιναν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Ἡ τάση ὅμως αὐτὴ γιά ἐπίδειξη δέν ἦταν γνώρισμα ὀλίγων πλουσίων μόνον. εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἀκόμη καὶ...
οἱ φτωχοὶ ἐφρόντιζαν νά ἀγοράζουν τὰ καλύτερα ἐνδύματα, τὰ καλύτερα ἔπιπλα καὶ σκεύη, γιά νά ἐπιδεικνύονται. Ἀκόμη καὶ ὑπηρεσία εἰς τὸ σπίτι προσελάμβαναν, γιατὶ ἐνόμιζαν ὅτι ἡ αὐτοεξυπηρέτηση ἐμείωνε τὴν κοινωνικὴ τοὺς ὑποστάση. 
Πολλοί, ἐνῶ πεινοῦσαν, δέν ἐφρόντιζαν γιά τή διατροφή τους παρὰ γιά τὴν κοινωνικὴ τους ἀξιοπρέπεια, γιά νά δείξουν ὅτι εἶναι κάτι, ὅτι εἶναι καλοστεκούμενοι. Ὁ ἰδανικὸς κοινωνικὸς τύπος, ὁ ἐπιτυχημένος, ὁ ἀξιοθαύμαστος δέν ἦταν ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ συνετός, ὁ πνευματικὰ καλλιεργημένος, ἀλλὰ ὁ πλούσιος, ὁ βολεμένος οἰκονομικά. 
Ἀγανακτεῖ γιά τὴν καταστάση αὐτή ὁ Χρυσόστομος. ὅλα αὐτά, λέγει, εἶναι ἐξωτερικὰ καὶ δέν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, δέν χαρακτηρίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἰδανικὸς ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ του. Ἡ ἀρετὴ δίνει ἀξιοπρέπεια, τιμὴ καὶ δόξα. «τοῦτο εὐσχημοσύνη, τοῦτο δόξα, τοῦτο τιμή». Καὶ στο σημεῖο αὐτό, συνδέοντας ἔτσι τὴν κενοδοξία μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, παρατηρεῖ ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ὅτι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν μέσα στό νοσηρὸ αὐτὸ κλῖμα καὶ ἐπηρεάζονται ἀπ' αὐτό. 
Μόλις γεννηθεῖ τὸ παιδὶ οἱ γονεῖς κάνουν τὸ πᾶν, ὄχι γιά νά βροῦν τὸν κατάλληλο τρόπο τῆς διαπαιδαγώγησής του, ἀλλὰ γιά νά τὸ καλλωπίσουν, νά τὸ ντύσουν, καὶ νά τοῦ ἀγοράσουν χρυσαφικά. Δέν φροντίζουν νά βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδίου αὐτὴ τή μανία, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἰσάγουν τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων καὶ τή φροντίδα γιά ἀνώφελα πράγματα. Καὶ εἶναι ἡ παιδικὴ ἡλικία, ἡ πρώτη ἡλικία, τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιά νά φυτεύσει κανεὶς εἴτε τὴν ἀρετὴ εἴτε τὴν κακία. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀνυπολόγιστη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων, ὅταν ἀμελοῦν γιά τὴν ὀρθὴ καὶ ἐγκαίρη διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους.


Τοῦ Ἁγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΔΩΣΤΕ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ!

Όπως δεν θα μπορέσουμε να δικαιολογηθούμε για τα προσωπικά μας αμαρτήματα, το ίδιο και γι’ αυτά των παιδιών μας.

Και είναι λογικό. Γιατί αν η κακία ήταν έμφυτη, θα υπήρχε δικαιολογία. Είναι γνωστό, όμως, ότι με τη θέληση μας ακολουθούμε είτε το δρό­μο της αμαρτίας είτε το δρόμο της αρετής. Πώς θα δι­καιολογηθεί επομένως ο γονιός, που άφησε το πιο αγαπημένο του πλάσμα, το παιδί του, να παραστρατίσει;

Αν τα παιδιά ανατραφούν με καλές συνήθειες, δύ­σκολα αλλάζουν συμπεριφορά όταν μεγαλώσουν. Για­τί η παιδική ψυχή είναι σαν το κάτασπρο, το ολοκά­θαρο πανί, που, αν το βάψουμε με κάποιο χρώμα, βά­φεται τόσο καλά, ώστε, όσες φορές κι αν θελήσουμε να το ξαναβάψουμε, πάντα φαίνεται η αρχική βαφή. Έτσι, λοιπόν, είναι και τα μικρά παιδιά. Όταν συ­νηθίσουν στο καλό, δύσκολα αλλάζουν.

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει μια παροιμία, που την έχει δανειστεί από τον ποιητή Μένανδρο: «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή: Οι κακές συναναστροφές χαλάνε τον καλό χαρακτήρα (Α’ Κορ. 15:33). Ας μην απορούμε, πώς μερικοί γίνονται κλέ­φτες ή ακόλαστοι ή βλάσφημοι. Τα παιδιά από μικρά στερούνται τη χριστιανική αγωγή, συνηθίζουν στο κακό και με την πρώτη αφορμή ξεστρατίζουν. Γι’ αυτό ο απόστολος συμβουλεύει: «Παιδιά, να υπακούτε στους γονείς σας, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου· αυτό άλλωστε είναι το σωστό. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου (αυτή είναι η μόνη εντολή που πε­ριέχει υπόσχεση), για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη. Κι εσείς, πατέρες, μη φέρ­νεστε στα παιδιά σας έτσι που να τα εξοργίζετε, αλλά να τα ανατρέφετε δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο» (Εφ. 6:1-4). Και ο σοφός Σολομών λέει: «Το παιδί, που έχει παιδαγωγηθεί, θα είναι σοφό» (Παροιμ. 10:4α). Και «ο γονιός που δεν χρησιμοποιεί το ξύλο για να παιδαγωγήσει το γιο του, είναι σαν να τον μισεί· οποίος όμως τον αγαπάει, τον ανατρέφει με επιμέλεια (:μέ στοργή αλλά και αυστηρότητα)» (Παροιμ. 13:24).

Με αρετή, λοιπόν, να πλουτίζετε τα παιδιά σας και όχι με αγαθά πρόσκαιρα.

Μην τους αφήνετε, λοιπόν, πλούτη, αλλά παίδευση και αρετή. Έτσι δεν θα στηρίζονται στην κληρονομιά υλικών αγαθών, και θα επιδοθούν στη μόρφωση του νου και στην καλλιέργεια της ψυχής. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την υπέρβαση της φτώχειας και όλων των προβλημάτων της ζωής. Και αν ο καθένας μας φροντίσει να καλλιεργήσει έτσι τα παιδιά του, τε­λικά όλοι, από γενιά σε γενιά, θα βρεθούμε έτοιμοι κατά την παρουσία του Χριστού και θα αμειφθούμε από τον δίκαιο Κύριό μας. Έτσι είναι. Αν αναθρέ­ψεις καλά το παιδί σου και το κάνεις να έχει ευσέβεια και αγάπη, αν κι εκείνο κάνει το ίδιο στα δικά του παιδιά κ.ο.κ, θα σχηματιστεί μια αλυσίδα ευλογημένη χάρη σ’ εσένα, που έγινες η ρίζα όλου του καλού.

Οι γονείς που παραμελούν την καλή ανατροφή των παιδιών τους, είναι χειρότεροι κι από τους παιδοκτό­νους· γιατί οι πρώτοι θανατώνουν την αθάνατη ψυχή, ενώ οι δεύτεροι μόνο το θνητό σώμα.

Γονιός δεν είναι εκείνος που απλά γέννησε ένα παι­δί, μα εκείνος που και μετά τη γέννησή του το αγα­πάει. Κι αν η αγάπη είναι αναγκαία εκεί όπου υπάρ­χει από τη φύση, πολύ περισσότερο χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει χάρη Θεού. Αν δηλαδή πρέπει ν’ αγα­πάει κανείς τα φυσικά του παιδιά για να λέγεται σω­στός γονιός, πόσο μάλλον τα χαρισματικά παιδιά, τα πνευματικά, τα βαπτισμένα, φροντίζοντας να μην κο­λαστούν.

Αλλά κι εσύ, παιδί μου, να υπακούς τους γονείς που σε γέννησαν. Για όσα σου πρόσφεραν, τίποτα δεν μπορείς να τους ανταποδώσεις, ούτε να τους γεννή­σεις ούτε να μοχθήσεις γι’ αυτούς, όσο εκείνοι για σέ­να. Και όταν ο πατέρας σου μαλώνει κάποιο από τ’ αδέλφια σου, πρέπει να συμμερίζεσαι το γονιό σου. Γιατί αν παίρνεις το μέρος του αδελφού σου, μολονό­τι έσφαλε, θα γίνει χειρότερος. Έτσι βάζεις σε κίνδυ­νο και την ψυχική σου σωτηρία, αφού όποιος δεν αφήνει να γιατρευτεί μια πληγή, έχει μεγαλύτερη ευθύνη από κείνον που την προκάλεσε, γι’ αυτό και τι­μωρείται. Ένας τραυματισμός, βλέπεις, ίσως να μην είναι άμεσα θανατηφόρος, ενώ η παρεμπόδιση της θε­ραπείας μπορεί να προκαλέσει το θάνατο.

Ο προφήτης Δαβίδ λέει: «Αποκτήστε την παιδεία (του Θεού), για να μην οργιστεί εναντίον σας ο Κύρι­ος» (Ψαλμ. 2:12). Δώστε στα παιδιά σας χριστιανική μόρφωση. Αυτή είναι η υποχρέωσή σας. Αν αδιαφορήσετε, θα κολαστείτε, έστω κι αν έχετε άλλες αρετές. Να τους μάθετε τα μυστήρια της Εκκλησίας, τη δι­καιοσύνη, τη σωφροσύνη, την ανδρεία της ψυχής. Να τα βοηθήσετε να γνωρίσουν τον εαυτό τους, γιατί μέσ’ από την αυτογνωσία θα οδηγηθούν και στη θεογνω­σία. Αν δεν γνωρίσουν το Θεό, τί θα τους ωφελήσουν όλα τ’ άλλα; Δεν ακούτε τον Κύριο, που λέει στο ιερό Ευαγγέλιο, πως, αν ο άνθρωπος κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του, δεν ωφελείται σε τίποτα;

Καλλιεργήστε, λοιπόν, πνευματικά τα παιδιά σας. Καλλιεργήστε και τον εαυτό σας. Έτσι θα σωθείτε και θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Χριστού μας.

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής τόμος Α’ 
Κεφάλαιο: Η ανατροφή των παιδιών
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου

Ι.Μ. Βέροιας

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια

Aλήθεια, ποιό λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με το λιμάνι της Εκκλησίας; Ποιός παράδεισος μπορεί να συγκριθεί με τον παράδεισο των συγκεντρωμένων πιστών; Δεν υπάρχει εδώ φίδι που γυρεύει να μάς βλάψει, μόνο ο Xριστός που μάς οδηγεί μυστικά. … Γι’ αυτό δεν θα ‘ταν λάθος αν θεωρούσαμε την εκκλησία πιο σπουδαία από την κιβωτό. Γιατί η κιβωτός δεχόταν βέβαια τα ζώα και τα διατηρούσε ζώα- η εκκλησία όμως δέχεται τα ζώα και τα αλλάζει. Tί εννοώ μ’ αυτό: Mπήκε στην κιβωτό ένα γεράκι, βγήκε πάλι γεράκι- μπήκε ένας λύκος, βγήκε πάλι λύκος. Eδώ μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί΄ όχι επειδή μεταβάλλεται η φύση του, αλλά επειδή διώχνεται μακριά η κακία.
Γι’ αυτό φέρνω το λόγο διαρκώς στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια, που στον αμαρτωλό φαντάζει φοβερή και τρομερή, γιατρεύει τα παραπτώματα- εξαφανίζει τις παρανομίες- σταματά το δάκρυ- δίνει παρρησία μπροστά στο Θεό- είναι όπλο κατά του διαβόλου- μαχαίρι που τού κόβει το κεφάλι- ελπίδα σωτηρίας- αφαίρεση της απελπισίας. Aυτή ανοίγει στον άνθρωπο τον ουρανό. Aυτή τον οδηγεί στον παράδεισο. Aυτή νικά τον διάβολο. Γι’ αυτό ακριβώς και σάς μιλώ συνέχεια γι’ αυτήν. Όπως από την άλλη κι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μάς οδηγεί στην πτώση. Eίσαι αμαρτωλός; Mήν απελπίζεσαι. Δεν σταματώ, σα φάρμακα αυτά τα λόγια συνεχώς να σάς τα δίνω. Γιατί ξέρω καλά τί όπλο δυνατό που είναι κατά του διαβόλου το να μη χάνεις την ελπίδα σου. Aν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν παύω διαρκώς αυτά τα λόγια να τά επαναλαμβάνω. Aκόμα και αν αμαρτάνεις κάθε ημέρα, κάθε ημέρα να μετανοείς. Ας κάνουμε ό,τι ακριβώς και με τα σπίτια τα παλιά που είναι ετοιμόρροπα: αφαιρούμε τα παλαιά και σάπια υλικά και τ’ αντικαθιστούμε με καινούργια- και δε λησμονούμε διαρκώς να τα περιποιούμαστε.

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια. Mα είναι στ’ αλήθεια δυνατό, αυτός που θα μετανοήσει να σωθεί; – αναρωτιούνται μερικοί. Eίναι, και πολύ μάλιστα. Όλη μου τη ζωή μέσα στις αμαρτίες την πέρασα- και αν μετανοήσω, θα σωθώ; Nα είσαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Kι από που φαίνεται αυτό; Aπ’ τη φιλανθρωπία του Kυρίου σου. Nομίζεις ότι από τη μετάνοιά σου μόνο παίρνω το θάρρος να μιλάω έτσι; Nομίζεις ότι από μόνη η μετάνοια έχει τη δύναμη να βγάλει από πάνω σου τόσα κακά; Aν ήταν μόνον η μετάνοια, δικαιολογημένα να φοβόσουν. Όμως μαζί με τη μετάνοια ενώνεται αξεδιάλυτα η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους. Kαι όριο αυτή η αγάπη δε γνωρίζει. Oύτε μπορεί κανείς να εξηγήσει με τα λόγια την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού. H δική σου κακία έχει ένα όριο- το φάρμακο όμως όριο δεν έχει. H δική σου κακία, όποια και να είναι, είναι μία ανθρώπινη κακία. Aπό την άλλη όμως βρίσκεται η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους, μια αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια. Nα έχεις λοιπόν θάρρος, γιατί αυτή η αγάπη νικάει την κακία σου. Φαντάσου μία σπίθα να πέφτει μες στο πέλαγος. Eίναι ποτέ δυνατό να σταθεί ή να φανεί; Ό,τι είναι η σπίθα μπρός στο πέλαγος, είναι και η κακία μπρός στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή μάλλον η διαφορά είναι ακόμη πιό μεγάλη. Γιατί το πέλαγος, όσο πλατύ κι αν είναι, κάπου τελειώνει βέβαια. H αγάπη όμως του Θεού για τούς ανθρώπους τέλος δεν γνωρίζει. Όλα αυτά σάς τ’ αναφέρω βέβαια όχι για νά σάς κάνω ράθυμους κι απρόσεκτους, αλλά για να σάς οδηγήσω στη μετάνοια με πιό μεγάλη προθυμία.
Διέπραξες κάποια παρανομία; Aιχμαλωτίστηκες από συνήθεια πονηρή; Kι ύστερα πάλι έφερες στο νου τα λόγια μου κι ένιωσες μέσα σου ντροπή; Έλα στην Εκκλησία! Ένιωσες λύπη μέσα στην καρδιά σου; Zήτησε τη βοήθεια του Θεού! Ήδη έχεις κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Aλίμονο, ενώ άκουσα τις συμβουλές σου, δεν τις ακολούθησα. Πώς γίνεται να ‘ρθω στην εκκλησία πάλι; Πώς γίνεται ν’ ακούσω πάλι; Nάρθεις και νά ξανάρθεις ακριβώς γι’ αυτό, γιατί δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Για να τις ξανακούσεις και να τις τηρήσεις.
Για πες μου, αν ο γιατρός βάλει ένα φάρμακο επάνω στην πληγή και δεν γίνεις καλά, δεν θα στο δώσει πάλι άλλη μέρα; Eίναι ένας ξυλοκόπος- θέλει να κόψει μια βελανιδιά. Παίρνει τσεκούρι- αρχίζει να χτυπά τη ρίζα. Aν δώσει ένα χτύπημα και δεν πέσει το άκαρπο δέντρο, δεν θα δώσει δεύτερο χτύπημα, δεν θα δώσει τρίτο, τέταρτο, δέκατο; Aυτό κάνε και σύ. Bελανιδιά είναι η πονηρή συνήθεια- άκαρπο δέντρο. Tα βελανίδια της είναι τροφή μόνο για χοίρους, που δεν έχουν λογική. Pίζωσε με το χρόνο μέσα στο μυαλό σου- νίκησε τη συνείδησή σου με το φύλλωμά της. O λόγος μου τσεκούρι. Tον άκουσες μια μέρα. Πώς είναι δυνατό σέ μία μέρα να πέσει κάτω αυτό που έχει πιάσει ρίζες μέσα σου τόσο καιρό; Λοιπόν, αν έρθεις δυό, αν έρθεις τρείς, αν έρθεις εκατό, αν έρθεις αναρίθμητες φορές ν’ ακούσεις, διόλου περίεργο δεν είναι. Mόνο προσπάθησε ν’ απαλλαγείς από ένα πράγμα πονηρό και δυνατό- από την πονηρή συνήθεια. Oι Iουδαίοι μάννα έτρωγαν, κι όμως ζητούσαν τα κρεμμύδια που έτρωγαν στην Aίγυπτο. «Kαλά – λέγαν- περνούσαμε στην Aίγυπτο». Άσχημο πράγμα η συνήθεια και ιδιαίτερα κακό! Λοιπόν, κι αν καταφέρεις νάρθεις δέκα μέρες, κι αν καταφέρεις νάρθεις είκοσι ή τριάντα, δεν σ’ αγκαλιάζω, δεν σέ επαινώ γι’ αυτό, δεν σού χρωστώ ευγνωμοσύνη. Mόνο μήν αποκάμεις- να μήν κουραστείς- αλλά νιώθε ντροπή και έλεγχε τον εαυτό σου.
Σας μίλησα πολλές φορές για την αγάπη. Ήρθες και άκουσες, κι ύστερα πήγες κι άρπαξες από τον αδερφό σου; Δεν ακολούθησες τα λόγια μου στη πράξη; Nα μη ντραπείς να ‘ρθείς στην Εκκλησία πάλι. Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Kοίταξε τί σου έκανε ο διάβολος. Yπάρχουν δύο πράγματα- η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα- η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή- υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή- η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πω! Yπάρχει το τραύμα- υπάρχει και το φάρμακο. Yπάρχει η αμαρτία- υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία- το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση- υπάρχει ντροπή- υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία- το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση- υπάρχει ελευθερία- υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου! Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή- μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. Έδωσες προσοχή σ’ αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.
Γιατί να ντρέπεσαι λοιπόν; Δεν ένιωθες ντροπή τότε που έπραττες την αμαρτία και νιώθεις τώρα που έρχεσαι να βάλεις φάρμακο επάνω στην πληγή. Tώρα που απαλλάσσεσαι από την αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Όφειλες τότε να αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε να ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες την αμαρτία. Aμαρτωλός γινόσουν και δεν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος και ντρέπεσαι; «Λέγε τις αμαρτίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Δεν είπε «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να μην τιμωρηθείς», αλλά «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Δεν έφθανε που δεν τον τιμωρείς, τον κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Nαι, και πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τα λόγια! Λέει: Tον κάνω δίκαιο αυτόν που θα μετανοήσει. Θέλεις να μάθεις και σε ποιά περίπτωση το έκανε αυτό; Tότε με τον ληστή. Mέ το να πει ο ληστής στο σύντροφό του απλώς και μόνο εκείνα τα γνωστά μας λόγια! «Mα ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Kι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, για όλα όσα κάναμε»- την ίδια εκείνη τη στιγμή του λέει ο Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θα είσαι στον παράδεισο». Δεν του είπε: «σε απαλλάσσω από την κόλαση κι από την τιμωρία», αλλά τον βάζει στον παράδεισο, αφού τον κάνει δίκαιο.
Eίδες πώς έγινε ο άνθρωπος με την εξομολόγηση της αμαρτίας δίκαιος; Eίναι μεγάλη η φιλανθρωπία του Θεού! Θυσίασε τον Yιό, γιατί λυπήθηκε τον δούλο, παρέδωσε τον Mονογενή, για ν’ αγοράσει δούλους αχάριστους – πλήρωσε, δίνοντας για τίμημα το αίμα του Yιού Tου. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Kαι μη μου πεις πάλι τα ίδια- «έχω πολλές αμαρτίες» και «πώς θα μπορέσω να σωθώ;». Eσύ δεν μπορείς, μπορεί όμως ο Kύριός σου και είναι τόση η δύναμή Tου, ώστε τα αμαρτήματα τα εξαλείφει.

Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Tα αμαρτήματα τα εξαλείφει, έτσι που ίχνος τους δε μένει. Bέβαια για τα σώματα αυτό δεν είναι δυνατό. Aκόμα κι αν αμέτρητες φορές θα προσπαθήσει ο γιατρός, ακόμα κι αν θα βάλει φάρμακα επάνω στην πληγή, γιατρεύει βέβαια την πληγή- πολλές φορές όμως πληγώνεται κανείς στο πρόσωπο και ενώ το τραύμα θεραπεύεται, μένει κάποιο σημάδι, που ασχημίζει και το πρόσωπο, αλλά και που θυμίζει πώς υπήρξε κάποτε ένα τραύμα. Kαι αγωνίζεται με χίλιους τρόπους ο γιατρός να εξαλείψει πέρα από την πληγή και το σημάδι. Mα όμως δεν τα καταφέρνει, γιατί τον αντιμάχεται η φύση του ανθρώπου η ασθενική και η αδυναμία της ιατρικής και των φαρμάκων. O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή- αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά- μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη- κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να ‘ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή- δεν υπάρχει σημάδι- δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα- δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (…).
Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (…). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω- για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει- για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ’ τη δική της δύναμη (…). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου. Aμήν.”

Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

“Η ελπίδα στον Θεό μεταβάλλει τα πάντα…”

“Η ελπίδα τότε προπαντός υπάρχει, όταν, ενώ τα φαινόμενα μας οδηγούν σε απόγνωση, αυτή μας ετοιμάζει να έχουμε θάρρος για το μέλλον…

Η ελπίδα στον Θεό μεταβάλλει τα πάντα…

Είναι δυνατόν στον Θεό και από το αδιέξοδο να βρει διέξοδο. Όταν τα πράγματα φτάσουν σε αδιέξοδο, τότε προ πάντων να ελπίζεις. Γιατί, τότε κυρίως ο Θεός δείχνει την δύναμή Του, όχι από την αρχή, αλλά όταν οι ανθρώπινες ελπίδες διαψευσθούν. Γιατί αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για την επέμβαση του Θεού…

Για την σωτηρία μας τίποτε δεν είναι ισάξιο με το να εμπιστεύεται κανείς τον Θεό πάντοτε και να εξαρτάται εξ ολοκλήρου από εκείνη την ελπίδα, κι αν ακόμη συμβαίνει να είναι αμέτρητα αυτά, που εμβάλλουν σε απόγνωση…

Είναι μεγάλη η δύναμη της ελπίδας στον Θεό, είναι φρούριο απόρθητο, τείχος ακαταμάχητο, συμμαχία ακατανίκητη, λιμάνι γαλήνιο, πύργος ανίκητος, όπλο αήττητο, δύναμη ακατάβλητη, που βρίσκει διέξοδο ακόμη κι εκεί, που δεν υπάρχει πέρασμα…

Το άξιον θαυμασμού είναι τούτο, ότι δηλαδή και οι αμαρτωλοί, όταν στηρίζονται σε αυτήν την άγκυρα της ελπίδος, γίνονται ακατανίκητοι από όλους. Γιατί αυτό προ πάντων είναι γνώρισμα της διαθέσεως προς τον Θεό, όταν δηλαδή εμπιστευθείς στην φιλανθρωπία του Θεού, μολονότι βαρύνεσαι με τόσα πολλά κακά”.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
από το βιβλίο: “Τα τρία όπλα της σωτηρίας” – Π.Μ. Σωτήρχος (Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη).

Είναι παρηγοριά να πάθεις κάτι για το Χριστό



Πιστέψτε με τώρα είναι μπροστά μας να υποστούμε χειρότερα από όσα έπαθε ο Παύλος.
Τότε εκείνοι κτυπούσαν τον Παύλο με πέτρες. Τώρα μας κτυπούν με λόγια οδυνηρότερα και από πέτρες.

Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Ότι έκανε και κείνος. Δεν εμίσησε εκείνους που τον ελιθοβόλησαν, αλλά ενώ εκείνον τον έσυραν δια της βίας έξω από την πόλη, αυτός μπήκε πάλι για να ευεργετήσει εκείνους που τόσο τον αδίκησαν. Αν υπομείνεις και συ τον υβριστή, τον βάναυσο, εκείνον που σε αδικεί τόσο πολύ, λιθοβολήθηκες και συ. Μην πεις ότι δεν έφταιξα τίποτε, γιατί σε τι είχε φταίξει ο Παύλος για να λιθοβοληθεί. Εκήρυττε τη Βασίλεια των ουρανών, απομάκρυνε από την πλάνη, ωδηγούσε στο Θεό. Αυτά είναι άξια για στεφάνους, για δημόσιο έπαινο, για χίλια καλά, όχι για λιθοβολισμό. Αλλά όμως έπαθε τα αντίθετα. Αυτό είναι που αποτελεί περίλαμπρη νίκη.
«Και έσυραν αυτόν» (Πραξ 14. 19). Και σένα πολλές φορές σε σέρνουν. Μη θυμώσεις, αλλά κήρυξε το Ευαγγέλιο με την επιείκειά σου. Σε έβρισαν; Σώπασε και ευλόγησε αν μπορείς, και έτσι εκήρυξες και συ το Λόγο, εδίδαξες επιείκεια, εδίδαξες πραότητα. Γνωρίζω πολλούς που δεν πονούν τόσο από τα τραύματα, όσο από τα λόγια γιατί το τραύμα το δέχεται το σώμα, ενώ τα λόγια η ψυχή. Αλλά ας μη πονάμε, ή καλύτερα ας υπομένουμε τους πόνους.
Δε βλέπετε τους πυγμάχους, που με τραυματισμένα τα κεφάλα, με σφιγμένα τα δόντια, υποφέρουν τους πόνους τόσο ήρεμα. Εδώ δεν υπάρχει ανάγκη να τρίξεις τα δόντια, να δαγκώσεις τα χείλη. Σκέψου τον Δεσπότη σου και αμέσως έβαλες το φάρμακο στη σκέψη. Σκέψου τον Παύλο. Κατάλαβε ότι νίκησες συ ο κτυπημένος, ενώ εκείνος που σε κτύπησε νικήθηκε και τότε όλα τα θεράπευσες.
Είναι μια κρίσιμη στιγμή μην παρασυρθείς, και αμέσως κατώρθωσες τα πάντα. Μην ταραχθείς και έσβησες τα πάντα. Είναι μεγάλη παρηγοριά να πάθεις κάτι για το Χριστό.

Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Εξουσία και άρχοντες (Η Αγία Γραφή και οι άγιοι οδηγοί μας στις επερχόμενες εκλογές)

Ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή, στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο γράφει: «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ · αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν».(Ρωμ. 13,1) Και η μετάφραση: «Ο κάθε ένας ας υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από το Θεό και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ταχθεί από το Θεό».

Το καθεστώς του κράτους, λοιπόν, είναι σύμφωνο προς το σχέδιο του Θεού, ο οποίος δημιούργησε τον άνθρωπο να ζει κοινωνικά. Άρα η ύπαρξη της εξουσίας ουσιαστικά κάνει πράξη αυτό που σκέφτηκε ο Θεός για τον άνθρωπο, για την κοινωνικότητά του.

Σχολιάζει ο άγιος Χρυσόστομος: «Το να υπάρχουν αρχές και οι μεν να είναι άρχοντες οι δε αρχόμενοι , λέγω, είναι έργο της σοφίας του Θεού, για να μη γίνονται όλα αμελώς και χωρίς φροντίδα, ώστε να βρίσκεται σε ακαταστασία ο κόσμος, όπως τα κύματα που περιφέρονται εδώ κι εκεί».

Ακόμη, αναφερόμενος στην υποταγή στους άρχοντες, όχι απλώς στην πειθώ, λέγει: «Κάνει πολύ λόγο για την υποταγή στους άρχοντες, ο απόστολος Παύλος, θέλοντας να δείξει ότι ο Χριστός δεν εισήγαγε τους νόμους του για να ανατρέψει την κοινή πολιτεία, αλλά για να την καταστήσει καλύτερη».

Και συνεχίζει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Η αναρχία είναι σε κάθε περίπτωση πάρα πολύ ανυπόφορη και αιτία σύγχυσης και ακαταστασίας».

Εξουσία σημαίνει το αξίωμα. Γι` αυτό ο απόστολος Παύλος είπε: «· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ». Βλέπουμε, λέει πάλι ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, δεν είπε: «Δεν υπάρχει άρχοντας, αλλά μίλησε για το αξίωμα που έχει». Και συμπληρώνει ο Οικουμένιος: «Δε λέει ο Απόστολος για τον καθένα άρχοντα, αλλά για τη θέση, για το αξίωμα που διακονεί».

Ερχόμαστε και στον άγιο Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, ο οποίος κάνει μια λεπτότερη διάκριση ανάμεσα «στο άρχειν», δηλαδή στην εξουσία, στο αξίωμα, στη θέση, στην ιδιότητα που φέρει ο άρχοντας και «στον άρχοντα», δηλαδή στο πρόσωπο που εκλέχτηκε να υπηρετήσει τη θέση, αλλά δίνει έμμεσα και απάντηση στις ευθύνες που έχουμε για την εκλογή των αρχόντων.

Γράφει: «Ο Θεός, προνοώντας για την κοινή ευταξία, οικονόμησε ώστε να υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι, βάζοντας στους αδίκους, κατά κάποιο τρόπο σαν χαλινάρι, το φόβο προς τους άρχοντες, προς την εξουσία. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι ο Θεός οικονόμησε το να υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι, κατά τον απόστολο Παύλο, και όχι αν θα είναι άρχοντας ο ένας ή ο άλλος. 

Διότι δεν εκλέγονται από το Θεό οι άδικοι άρχοντες».

Βλέπουμε πως οι άγιοι, έχοντας τη διάκριση του Πνεύματος, αλλά και ως «σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες», γίνονται πρακτικοί οδηγοί σε όλα τα ζητήματα της ζωής του ανθρώπου. 

Εμμέσως, πλην σαφώς, μας λένε πως είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τους άρχοντες που εκλέγουμε.

Ποια είναι τα κριτήρια που μας προτείνουν για την εκλογή τους; Ερμηνεύοντας στη λέξη «υποτασσέσθω» ο Θεοδώρητος, γράφει:«Προφανώς να υποτασσόμαστε, αν είναι στην ευσέβεια. Διότι η εναντίωσή τους στις εντολές του Θεού δεν μας επιτρέπει να συμβιβαζόμαστε με τους άρχοντες».

Στην προς Τίτον επιστολή γράφει ο απόστολος Παύλος: «Ὑπομίμνησκε αὐτοὺς ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι, πειθαρχεῖν, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἑτοίμους εἶναι» (Τίτ.3,1) Μετάφραση: «Να τους υπενθυμίζεις να υποτάσσονται στις αρχές και στις εξουσίες, να πειθαρχούν, να είναι έτοιμοι για κάθε έργο καλό».

Ο Θεοδώρητος σχολιάζει στο στίχο αυτό: «Δεν πρέπει να πειθαρχούμε σε όλα στους άρχοντες, αλλά να πληρώνουμε τους δασμούς και τους φόρους και να απονέμουμε την οφειλόμενη τιμή. Αν όμως μας δώσουν εντολή να πράξουμε δυσσεβή πράγματα, αμέσως να αντιδράσουμε σθεναρώς».

Είναι απλές και ξεκάθαρες οι θέσεις των αγίων. Μας βοηθούν να ψηφίζουμε ελεύθερα. Και ελεύθερα σημαίνει αδέσμευτο συναίσθημα και θέλημα συνταυτισμένο στο κατά δύναμη με το θέλημα του Ευαγγελίου και τις εντολές του. Έτσι δε θα μετανιώσουμε ποτέ, διότι κάναμε το θέλημα του Θεού και η συνείδησή μας θα είναι ήσυχη, όσο κι αν μας πιέζει και μας επηρεάζει ο κόσμος.

«Οι συνειδήσεις μας δεν είναι κτήμα κανενός, παρά μόνο του Θεού. Είναι αποκλειστικό δικαίωμα του Θεού να ζητάει ολόκληρo τον εσωτερικό μας κόσμο και να δεσμεύει ακόμη και αυτές τις σκέψεις μας και τις εσωτερικές μας αποφάσεις. Η υποταγή μας προς τους άρχοντες εξάλλου, υπονοεί το σεβασμό και την εκδήλωση τιμής προς αυτούς, υπακοή στους νόμους και τις διαταγές τους, εφόσον αυτές δεν προσκρούουν στην ευσέβεια και στα καθήκοντά μας προς το Θεό».(Π. Τρεμπέλας)

Πιστεύουμε πως, έχοντας οδηγό τις γνώμες των αγίων μας, μπορούμε να οδηγηθούμε στις κάλπες, με ελαφριά καρδιά, χωρίς αναστολές, στο ιερό μας δικαίωμα και καθήκον κατά τις δύσκολες αυτές ώρες που περνά η πατρίδα μας.


Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 15-9-2015

Όλα να αποβλέπουν στο να είμαστε ενωμένοι με τον Θεό!

“Πες μου, θλίβεσαι γιατί ζεις μέσα στη φτώχεια και θορυβείσαι γι΄αυτό; Μη θορυβείσαι, καθ’ όσον αυτή η θλίψη είναι αιτία ανέσεως! “Αυτή η ασθένεια -λέγει- δεν θα οδηγήσει σε θάνατο”. (Ιων. 11.4)

Ο τωρινός καιρός είναι αγώνας, κι είναι λοιπόν ανάγκη να αγωνιζόμαστε.Πόλεμος είναι και μάχη. Στον πόλεμο κανείς δεν ζητεί άνεση, κανένας δεν ζητεί καλοπέραση, κανένας δεν φροντίζει για χρήματα, κανένας δεν φροντίζει για την σύζυγο, αλλά σ’ ένα μόνο αποβλέπει – πως να υπερνικήσει τους εχθρούς.

Αυτό ας κάνουμε και εμείς κι αν υπερισχύσουμε και επιστρέψουμε με τρόπαια, όλα θα μας τα δώσει ο Θεός. Αυτό μόνο ας προσπαθούμε, πως θα υπερισχύσουμε του διαβόλου. Μάλλον δε το πράγμα δεν είναι της δικής μας προσπάθειας, αλλά το παν εξαρτάται απ’ τη χάρη του Θεού.

Μία ας είναι η δική μας φροντίδα, πως θα αποσπάσουμε τη χάρη Του, πως θα προσελκύσουμε προς τους εαυτούς μας την βοήθειά Του εκείνη. Γιατί λέγει:“Εάν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος θα είναι εναντίον μας;” (Ρωμ. 8,31).

Ένα μόνο ας προσπαθούμε – πως Αυτός να μην γίνει εχθρός μας, πως να μην μας αποστραφεί”.

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
από το βιβλίο: “Οι δοκιμασίες και οι θλίψεις στην ζωή μας” – Κ.Γ. Ππαπαδημητρακόπουλου (Εκδόσεις Φωτοδότες).

Ποιος είναι ο λόγος που σήμερα αυξήθηκε τόσο πολύ η αμαρτία;

Σας πληροφορώ, αδελφοί μου, ότι αν όλοι συνεργούμε στη σωτηρία των αδελφών μας, με βεβαιότητα γρήγορα πρόκειται να διορθωθούν οι κακοί, και να ελευθερωθούν οι πολιτείες μας από τα κακά και τις αμαρτίες.
Διότι, αν ένας μόνο άνθρωπος, που έχει ζήλο θεϊκό στην καρδιά του και αγάπη αδελφική, μπορεί να διορθώσει έναν ολόκληρο λαό, πόσο μάλλον μπορεί να διορθώσει τους αμαρτωλούς τόσο και τόσο πλήθος Χριστιανών, αρκεί μόνο να θελήσουν να αποκτήσουν ζήλο και αδελφική αγάπη στην ψυχή τους;

Αλήθεια! όλη η αιτία της απώλειας των σημερινών αμαρτωλών, και όλη η αιτία, για την οποία σήμερα αυξήθηκε τόσο και βασίλεψε η αμαρτία και ο διάβολος στον κόσμο, δεν είναι άλλη παρά εμείς. Διότι βλέποντας τους αδελφούς μας να αμαρτάνουν φανερά και να κάνουν τόσες κακίες, δεν επιμελούμαστε να πάμε όλοι να τους διορθώσουμε πότε με αδελφικές συμβουλές, και πότε με ελέγχους επιπληκτικούς. Αλλά άλλος άλλην πρόφασιν προφασιζόμενος, όλοι με μιας σιωπούμε, ησυχάζουμε και αφήνουμε τον καθένα να κάνει εκείνα τα κακά, που θέλει και βούλεται. Αυτό το βεβαιώνει ο Χρυσόστομος Ιωάννης λέγοντας:
«Μη λέμε ότι δε μας ενδιαφέρει για τους άλλους, αλλά να δείχνουμε τη φροντίδα που ταιριάζει σε αδελφούς. Εγώ μάλιστα σας υπόσχομαι επακριβώς και εγγυώμαι σε όλους σας, ότι αν εσείς θελήσετε όλοι, όσοι βρίσκεστε παρόντες εδώ, να μοιραστείτε (τη φροντίδα για) τη σωτηρία όσων κατοικούν σ’ αυτή την πόλη, σύντομα θα τη διορθώσετε ολόκληρη…
Ας μοιραστούμε λοιπόν (τη φροντίδα για) τη σωτηρία των αδελφών μας. Αρκεί ένας άνθρωπος πεπυρωμένος με ζήλο για να διορθώσει ολόκληρο δήμο. Όταν λοιπόν αυτός δεν είναι ένας, ούτε δυο-τρεις, αλλά τόσο πλήθος, που μπορεί να φροντίσει για τη διόρθωση όσων αμελούν, τότε λοιπόν δε φταίει τίποτε άλλο, που οι περισσότεροι χάνονται και καταπίπτουν, παρά μόνο η δική μας ραθυμία, και όχι η αδυναμία μας.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, όταν μεν βλέπουμε να γίνεται στην αγορά κάποιος καβγάς, να τρέχουμε και να συμφιλιώνουμε τους μαχόμενους -αλλά γιατί να μιλάω για μάχη; Γάιδαρο να δούμε πεσμένο, τρέχουμε να βάλουμε το χέρι μας και να τον σηκώσουμε-, ενώ για τους αδελφούς μας, που χάνονται, να αμελούμε; (Ανδρ. α΄).


Πηγή: Από το βιβλίο «Χρηστοήθεια των Χριστιανών» Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη

Η καθημερινή μελέτη της Αγίας Γραφής: «Στο δωμάτιο που υπάρχει Ευαγγέλιο τρέμουν να μπουν οι δαίμονες»

“Ας προσέχουμε λοιπόν στην ανάγνωση των Γραφών, γιατί εάν προσέχεις στην Γραφή, σου ξεριζώνει τη λύπη, σου φυτεύει την ευχαρίστηση, αναιρεί την κακία, ριζώνει την αρετή, δεν αφήνει μέσα στην αναταραχή των πραγμάτων να παθαίνεις όπως οι ναυτικοί στην τρικυμία” 
(Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος).

Όπως η καθημερινή προσευχή, έτσι και η καθημερινή μελέτη της Αγίας Γραφής είναι απαραίτητη για την πνευματική μας ζωή.

Με τη μελέτη της Αγίας Γραφής η προσευχή μας γίνεται θερμότερη. Και με την προσευχή μας ο νους μας φωτίζεται για την κατανόηση της Αγίας Γραφής. Εκτός από τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, σημειώνουμε και μερικούς ακόμα πρακτικούς τρόπους.

α) Το προσωπικό μας αντίτυπο. Χρειάζεται ν’ αποκτήσουμε πριν απ’ όλα το προσωπικό μας αντίτυπο της Αγίας Γραφής. Αυτή να έχουμε πάντα. Να μην την δανείζουμε. Και μόνον απ’ αυτήν να διαβάζουμε. Έτσι θα αποκτήσουμε με κάθε λέξη προσωπική γνωριμία.

β) Σταδιακό πλησίασμα. Η Αγία Γραφή δεν διαβάζεται όπως όλα τα βιβλία. Κάθε φράση, κάθε λέξη έχει βάθος πολύ, ένα μήνυμα κρυμμένο. Οι πατέρες της Εκκλησίας έχουν δώσει θαυμάσιες ερμηνείες. Και σήμερα έχουμε την δυνατότητα μέσω αυτών των έργων τους, αλλά και σύγχρονων ερμηνευτών να γνωρίσουμε καλύτερα την Αγία Γ ραφή.

γ) «Προσπάθησα αλλά δεν καταλαβαίνω». Η Αγία Γραφή δεν είναι παιδικό βιβλίο, ούτε εύκολο. Γι’ αυτό και θέλει, όπως τονίσαμε, σταδιακό πλησίασμα, όταν συναντάμε κάτι που δεν καταλαβαίνουμε, δεν σταματάμε. Προχωρούμε πιο κάτω. Με τα ερμηνευτικά κείμενα που κυκλοφορούν, μπορούμε να κατανοήσουμε κάθε φορά και περισσότερα πράγματα.

Πολύ ωραία λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Εάν εσύ δεν καταλαβαίνεις, ο διάβολος καταλαβαίνει και τρέμει». Και σ’ άλλο σημείο τονίζει: «Στο δωμάτιο που υπάρχει Ευαγγέλιο τρέμουν να μπουν οι δαίμονες».

Μη φοβηθείς ποτέ τον πειρασµό, αν έχεις γενναία ψυχή...

Τη γενναιότητα του πλοιάρχου ούτε η γαλήνη τη διαλύει, ούτε η τρικυµία την βυθίζει.

«Και τα θλιβερά και τα χαρούµενα γεγονότα είναι αφορµές για να δοξολογούµε και να ευχαριστούµε τον Θεό και είναι αµφότερα ωφέλιµα για µας. Το καλοκαίρι και ο χειµώνας είναι διαφορετικές εποχές, όµως συγκλίνουν στον ίδιο σκοπό· να παράγει
η γη άφθονο καρπό.
Έτσι τα καλά και τα κακά της ζωής µας έχουν τον ίδιο σκοπό·
να δοξολογούµε το Θεό και να προαγόµαστε στην αρετή. 
Συνέβησαν καλά;
Ευλόγησε το Θεό και παραµένουν τα καλά. 
Συνέβησαν κακά;
Ευλόγησε το Θεό και σταµατούν τα κακά. Διαφορετικές περιστάσεις το φρόνηµά µας όµως ίδιο. 
Τη γενναιότητα του πλοιάρχου ούτε η γαλήνη τη διαλύει, ούτε η τρικυµία την βυθίζει.
Αν κάποιος αντέξει τον πειρασµό µε γενναιότητα τρυγάει απ’ αυτόν και µεγάλο καρπό. Μη φοβηθείς ποτέ τον πειρασµό, αν έχεις γενναία ψυχή. Όλοι οι άγιοι έτσι στεφανώθηκαν...
Είναι µεγάλη η θλίψη των σωµάτων, αλλά µεγαλύτερη η άνεση των ψυχών.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Η στάση στη Θεία Λειτουργία κατά τον ιερό Χρυσόστομο



Τέλεια η μυσταγωγία, που τελείται στην εκκλησια­στική σύναξη. Στην ορθόδοξο λατρεία επεκράτησε τελικά η θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Το υπερφυές μυστήριο τελείται. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος αγιάζει και τα δύο τραπέζια. Και την αγία Τράπεζα, όπου ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλο­νται σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Και την τράπεζα της χω­ματένιας υπάρξεώς μας, όπου θα εναποθέσει ο λειτουργός τη θεία Κοινωνία, «εις αγιασμόν ψυχής τε και σώματος», «εις βασιλείας ουρανών κληρονομιάν, μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα».

Για την τέλεση του μυστηρίου στην αγία Τράπεζα αρκεί η ιερωσύνη του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου.Για την πρόσληψη όμως του μυστηρίου μέσ’ στον πι­στό απαιτείται η συνειδητή μετοχή.

Από ομιλία του ιερού Χρυσοστόμου (θ’ περί μετανοίας, Ε.Π.Ε. 30,314-316) αποσπάμε μικρές περικοπές, όπου τονί­ζονται τρεις απ’ τους βασικούς όρους της συνειδητής αυτής μετοχής.

Πρώτον: Η αδιάλειπτη παρουσία στην «επισυναγωγή» της Εκκλησίας, στον Κυριακάτικο εκκλησιασμό. Εί­χαν, φαίνεται, από τότε αρχίσει οι απουσίες απ’ το Κυριακό Δείπνο. Σήμερα το απουσιολόγιο είναι πυκνότερο απ’ το παρουσιολόγιο.
«Έχει 168 ώρες η εβδομάδα. Μια ώρα ξεχώρισε για τον εαυτό Του ο Θεός. Συ κι αυτή την ώρα (της Κυριακής) την ξοδεύεις σε κο­σμικά και γελοία; Κι όταν έρχεσαι, πώς έρχεσαι; Με μολυσμένη καρδιά στα μυστήρια; Αν επισκεπτόσουν βασιλιά ή άλλο άρχοντα, θάχες λασπωμένα τα χέρια;»

Δεύτερον: Η ακράδαντη πίστη, ότι όλος σε όλον! Αυτό συμβαίνει κατά τη Μετάληψη. Όλος ο Χριστός σ’ ολόκλη­ρη την ύπαρξή μας! Αφαιρει ο ιερός Πατήρ κάθε λογισμό, για το τί γίνεται και που πηγαίνει ο θείος Μαργαρίτης.
«Μη θαρρείς πως είναι ψωμί και κρασί. Δεν αποβάλλο­νται, όπως οι άλλες τροφές. Όπως το κερί, στην επαφή με τη φωτιά, γίνεται όλο ένα μαζί της, έτσι κι εδώ, ενώνονται τα μυστήρια μ’ όλη την ύπαρξή μας. Δεν μεταλαμβάνετε από άνθρωπο, αλλά απ’ τη λαβίδα των Σεραφείμ. Τα χείλη μας ρουφάνε το σωτήριο Αίμα απ’ την άχραντη πλευρά Του».

Τρίτον: Η απόλυτη κατάνυξη κατά τη λειτουργική σύναξη. Δυστυχώς δεν θεωρούμε μεγάλη αμαρτία την απρο­σεξία, ακόμα και την αταξία κατά τη φρικτή ώρα της θεί­ας Λειτουργίας.

Ρωτάει ο ιερός Πατέρας: 
Δεν ντρεπόμαστε; Δεν κοκκινί­ζουμε;
«Άνθρωπε, τί κάνεις; Ο ιερέας προέτρεψε: Ψηλά το νου και την καρδιά! Και συ απάντησες: Έχουμε προς τον Κύριο! Δεν ντρέπεσαι και δεν κοκκινίζεις που λες ψέματα τού­τη την ώρα τη φοβερή; Πω, πω! Έτοιμη η τράπεζα. Ο Αμνός του Θεού για σένα σφαγιάζεται. Ο ιερέας αγωνίζεται για σένα. Το θυσιαστήριο πυρα­κτώνεται για σένα. Στέκουν τα Χερουβίμ, πετούν τα Σεραφίμ.
Μυριάδες άγγελοι παραστέκουν…Το Αίμα απ’ την πλευρά του Κυρίου χύνεται για σένα στο άγιο Ποτήριο…Συ δεν φοβάσαι; Δεν τρέμεις; Δεν κοκκινίζεις; Ψέματα λες και τούτη την ώρα; Στώμεν καλώς! Γεμάτοι φόβο και τρόμο, με τα μάτια κάτω, με την ψυχή επάνω. Να στενάζουμε άφωνα, με την καρδιά όμως να φωνάζουμε.
Ας στεκόμαστε στο ναό αμετακίνητοι, χωρίς να μιλάμε, χωρίς να κινούμαστε. Τα μάτια ούτε εδώ ούτε εκεί. Σοβαροί, γεμάτοι κατάνυξη και φόβο Θεού. Αυτά πολλές φορές θα σας τα λέω, μέχρι να διορθωθείτε…Πώς μπαίνουμε στην εκκλησία; Φυσικά, όπως πρέπει και ορίζει ο Θεός. Στη ψυχή καμιά κακία να μη κρατάμε. Όλους να τους συγχωράμε. Πώς θα πούμε, «Σβήσε τις αμαρτίες μας, όπως κι εμείς συγχωρούμε τους άλλους»;


(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, Πρόσχωμεν (7) σ.24-28)

Ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ κακό;

Πολλοὶ ἄνθρωποι θεωροῦν τὸν ­θάνατο ὡς τὸ μεγαλύτερο ἀπʼ ὅλα τὰ κακά. Ἐ­­πίσης θεωροῦν μεγάλα κακὰ ὅλα ὅ­­­σα δημιουργοῦν φθορὰ ἢ θίγουν τὸ κύρος καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Λόγου ­χά­­ριν, θεωροῦν μεγάλα κακὰ τοὺς σεισμούς, τὰ ἀ­­­κραῖα καιρικὰ φαινόμενα, τὶς δημεύσεις τῆς περιουσίας, τὶς ἀσθένειες, τὶς ἐξορίες, τὶς ­συκοφαν­τίες κ.τ.ὅ. 

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὸ λόγο του «Ὅτε τῆς ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος», τονίζει ὅτι δὲν εἶναι ὁ θάνατος τὸ πραγματικὸ κακό, διότι μὲ τὸν σωματικὸ θάνατο πηγαίνουμε γρηγορότερα στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὔτε οἱ δημεύσεις τῆς περιουσίας εἶναι μεγάλο κακό, διότι γράφει στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ: «Γυμνὸς βγῆκα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω» (α΄ 21). Οὔτε οἱ ἐξορίες εἶναι μεγάλο κακό, διότι γράφει στὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν: «Στὸν Κύριο ­ἀνήκει ἡ γῆ καὶ ὅ,τι ὑπάρχει ἐπάνω σ’ αὐτήν» (κγ΄ [23] 1). Οὔτε οἱ συκοφαντίες εἶναι ­μεγάλο κα­κό, διότι ὁ Κύριος ­μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦνται μὲ ­ψεύτικες κατηγο­ρίες: «Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ ­ἀ­­­­­γάλλεσθε, ὅ­­­ταν σᾶς κακολογοῦν μὲ κά­θε ­ψεύτικη κατηγορία, διότι ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πο­­­­λ­ὺς στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ε΄ ­11-12) (ΕΠΕ 33, 110).
Οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν αὐτὰ ποὺ προαναφέρθηκαν μεγάλα κακά, διότι προξενοῦν μεγάλες καταστροφές. Οἱ μεγάλοι σεισμοὶ ἰσοπεδώνουν πόλεις ὁλόκληρες μὲ χιλιάδες νεκροὺς καὶ ἀνυπολόγιστες ὑλικὲς ζημιές. Τὰ ἀκραῖα καιρικὰ φαινόμενα προξενοῦν βιβλικὲς καταστροφές. Οἱ θανατηφόρες ἀσθένειες ­ταλαιπωροῦν πλήθη ἀνθρώπων. Οἱ συκοφαντίες διασύρουν δημοσίως καὶ καταρρακώνουν τὸ κύρος πλείστων ἀνθρώπων.
Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὲς οἱ συμφορὲς τὸ πρα­γματικὸ κακό. Ἀκόμη κι ἂν ­βλάπτουν, ποὺ ἀ­­­­σφαλῶς βλάπτουν, μόνο ἐξωτερικὰ ­πράγματα βλάπτουν: τὴ σωμα­τικὴ ὑγεία μας, τὰ κτήματά μας, τὴν περιουσία μας. Τὴν ψυχή μας ὅμως δὲν μποροῦν σὲ τίποτε νὰ τὴ βλάψουν. Ὁ Κύριος εἶπε σὲ παρόμοια περίσταση: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόν­των τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μα­­τθ. ι΄ [10] 28). 
Πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγεῖ γιατί δὲν θεωρεῖ αὐτὲς τὶς συμφορὲς πρα­γματικὸ κακό: Ἔβλεπα τὰ ξίφη καὶ σκεφτόμουν τὸν οὐρανό. Περίμενα τὸν θάνατο καὶ εἶ­χα τὸ νοῦ μου στὴν ἀνάσταση. Ἔβλεπα τὰ παθήματα καὶ μετροῦσα τὰ ἄνω βραβεῖα. Ἔβλεπα τὶς ἐπιβουλὲς καὶ στοχαζόμουν τὸ οὐράνιο στεφάνι. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ὅλων τῶν παλαισμάτων τῆς παρούσας ζωῆς ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ μὲ ἐνισχύσει καὶ νὰ μὲ παρηγορήσει. Ἐξορίστηκα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι προσ­βολὴ γιὰ μένα. Πραγματικὴ προσ­βολὴ ἕνα πράγμα μό­νο εἶναι, ἡ ἁμαρτία. Κι ἂν ὅλη ἡ οἰκουμένη σὲ προσβάλει, ἐὰν ἐσὺ δὲν προσ­βάλεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν προσβλήθηκες. Προδοσία εἶναι μόνο ἡ προδοσία τῆς συνειδήσεως. Μὴν προδώσεις ἐσὺ τὴ συνείδησή σου καὶ καν­εὶς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ προδώσει (ΕΠΕ 33, 110-112).
Σὲ ἄλλη του ὁμιλία λέει σαφέστερα ὅτι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν συν­ειδητὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐτὲς οἱ συμφορὲς μό­νο ὀνόματα συμφορῶν ἔχουν, χωρὶς πραγματικὸ περιεχόμενο. Ἀληθινὴ συμφορὰ εἶναι τὸ νὰ προσ­κρούσει ὁ ἄνθρωπος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νὰ προβαίνει σὲ ἐνέργειες ποὺ δὲν ἀρέσουν στὸ Θεό. «Τὸ προσκροῦσαι Θεῷ καὶ ποιεῖν τι τῶν μὴ δοκούντων αὐτῷ» (Ὁμιλία Ε΄ Πρὸς ἀνδριάντας, ΕΠΕ 32, 104). Πρα­γματικὸ κακὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ἀθάνατη ψυχή μας, αὐτὸ ποὺ διακυβεύει τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Τέτοιο κακὸ εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία, «τὸ ἄκρον πάντων τῶν κακῶν», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη ­(Πνευματικὰ Γυμνάσματα, Μελέτη ΣΤ, β΄, σελ. 41). 
Γιατί εἶναι ἡ ἁμαρτία τὸ πραγματικὸ κα­­κό; Διότι ἀντιστρατεύεται τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀντιμάχεται τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσο κι ἂν προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας νὰ τὴν ὡραιοποιήσουν, δὲν παύει νὰ εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ κακό. Ἴσως δὲν φοβηθήκαμε ὅσο πρέπει τὴν ἁμαρτία, οὔτε συνειδητοποιήσαμε ὅτι ἁμαρτάνοντας προσβάλλουμε τὸν ἅγιο Θεό. «Διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν «Πρὸς Ρωμαίους» ἐ­­­πιστολή του (β΄ 23). 
Ἡ ἁμαρτία, καὶ μάλιστα ἡ πρὸς θάνατον, εἶναι ὕβρις καὶ ἀσέβεια στὸν Πατέρα καὶ Πλάστη μας· ἀχαριστία καὶ ἀγνωμοσύνη στὸν Κύριο καὶ Θεό μας· ἀποστασία καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἅγιο θέλημά Του· καταπάτηση τῆς θείας ἐντολῆς Του· περιφρόνηση τῆς σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του. Ἡ ἁμαρτία εἶναι «χαλεπωτάτη δουλεία» στὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο· «νόσος καὶ τραῦμα καὶ μητέρα τῆς κολάσεως». Ὅπου ­εἰσχωρήσει, ­ἀμαυρώ­νει, μολύνει, φθείρει καὶ καταστρέφει. Τυφλώνει τὴν ψυχή, ­θολώνει τὴ διάνοια, σκληρύνει τὴν καρδιά, παρα­λύει τὴ θέληση, ὁδηγεῖ στὸ θάνατο, καὶ μάλιστα στὸν «ἀθάνατον θάνατον», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 63, 657). Τὸ κυριότερο ἀπὸ ὅλα· ἡ ἁμαρτία εἶναι χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἐπώδυνη συν­έπειά της. Ὅσοι παραμένουν ἀμετανόητοι, δὲν ἀν­­τιλαμβάνονται πόσο χαμηλὰ πέφτουν μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ λένε ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἡ ἁμαρτία. 
Ἀλλὰ νὰ μὴν παίζουμε μὲ τὴ ­φωτιά. Ἂν ἕνα πράγμα πρέπει νὰ ­ἀποφεύγουμε στὴ ζωή μας, αὐτὸ εἶναι ἡ ­ἁμαρτία. «Ἓν δέδοικα μόνον, ἁμαρτίαν. Μή μέ τις ἐ­­­λέγ­ξῃ ἁμαρτάνοντα, καὶ ἡοἰκουμένη πᾶ­­­σα πολεμείτω μοι», ἐπιλέγει ὁ ­­­­χρυ­­­σορ­­ρήμων Πατήρ. Ἕνα πράγμα φοβήθηκα μόνο, τὴν ἁμαρτία. Ἂς μὴ μὲ κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἁμαρτία, καὶ ἂς μὲ πολεμάει ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη (ΕΠΕ 33, 116).

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Σβήσε εύκολα τις αμαρτίες σου

«Εξάλειψε τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με φιλανθρωπία προς τους φτωχούς». Δώσε όλα τα χρήματα, λέει η Γρα­φή, όχι μόνον για να τραφούν άλλοι, αλλά για να απαλλαγείς και συ ο ίδιος από την τιμωρία. Και πάλι ο Χριστός λέει· «πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτω­χούς και έλα να με ακολουθήσεις». Βλέπεις ότι και εκεί το διέταξε αυτό για εκείνους που Τον ακολουθούσαν; Επειδή λοιπόν τα χρήματα είναι εμπόδιο, γι’ αυτό διέταξε να τα δίνουμε στους φτωχούς, διδάσκο­ντας έτσι την ψυχή να είναι σπλα­χνική και συμπονετική, παιδαγωγώ­ντας την να περιφρονεί τα χρήματα, διδάσκοντάς την να αποφεύγει την πλεονεξία. Γιατί, όποιος μαθαίνει να δίνει σ’ όποιον δεν έχει, θα παιδαγωγηθεί με το πέρασμα του χρόνου και να μην παίρνει από εκείνους που έχουν. Αυτό μας εξομοιώνει με το Θεό.
Παρόλο που η παρθενία, η νη­στεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα απαιτούν μεγαλύτερο κόπο από την ελεημοσύνη, όμως τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό και δυνατό στο να σβήνει τη φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη από όλα, στή­νει τους εραστές της κοντά στον ίδιο το Βασιλιά των ουρανών. Και πολύ σωστά.

Αυτά είναι που συγκρατούν τη ζωή μας, αυτά που καθαρίζουν την ψυχή μας, η δικαιοσύνη, η φι­λανθρωπία, η αλήθεια.

Εκείνα που θέλουμε να απολαύσουμε από το Θεό, αυτά πρέπει προηγουμένως να τα προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας. Αν όμως τα στερούμε από τους συνανθρώ­πους μας, πώς θέλουμε να τα απολαύσουμε; Ο Κύριος είπε: «Μακά­ριοι είναι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν»… Γιατί «η κρίση του Θεού θα είναι άσπλαχνη σ’ εκείνον που δεν έδειξε ευσπλαχνία στους αδελφούς του»… Δεν μας ελεεί ο Θεός, επειδή δεν ελεούμε κι’ εμείς τους συνανθρώπους μας.

Ο στενός δρόμος δέχεται αυ­τούς που θλίβονται, που στενάζουν, που δεν βαστάζουν τίποτε υλικό, παρά μόνον αυτά τα φορτία, τα οποία διά μέσου του δρόμου αυτού είναι δυνατόν να μεταφερθούν, την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, την καλωσύνη, την επιείκεια. Αν βαστάζεις αυτά τα φορτία, εύκολα θα μπορέσεις να μπεις στη Βασιλεία των ουρανών.

Επειδή λοιπόν το μέλλον είναι άγνωστο, αποταμίευσε εκ των προτέρων την προσφορά της αγάπης σου στον ουρανό με όσα κάνεις στον πλησίον σου, ώστε, αν κάποτε ξεφύγεις από το ορθό, να βρεις πολλή συγγνώμη από το Θεό, φυλαγμένη σαν σε αποθήκη στον ουρανό.
Ας γίνουμε κάποτε ήμεροι και φιλάνθρωποι, για να μην επισύρουμε εναντίον μας την ανυπόφορη καταδίκη της κολάσεως.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
(1.ΕΠΕ 24, 126, 2. ΕΠΕ 11,792 3. ΕΠΕ 24, 188, 4. ΕΠΕ 24, 130, 5. ΕΠΕ 8, 160)

Η πρόφασις: Όχι τα λόγια αλλά τα έργα σώζουν


Ίσως όμως κάποιος από τους πιο ράθυμους και από αυτούς που δεν θέλουν να προσεύχωνται με θέρμη και ζήλο, θα μπορούσε να ισχυρισθή ότι ο Θεός είπε αυτά τα λόγια ,δηλαδή∙ “Δεν θα εισέλθη στη βασιλεία εκείνος που με αποκαλεί Κύριε, Κύριε, αλλά εκείνος που εφαρμόζει το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα μου” ( Ματθ. 7,21 ). Εάν όμως εγώ έκρινα σωστό ότι για τη σωτηρία μας θα ήταν αρκετή μόνον η προσευχή, εύλογα θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήση τα παραπάνω λόγια∙ επειδή όμως πιστεύω ότι η προσευχή είναι το κεφάλαιο των αγαθών και το θεμέλιο και η ρίζα της πνευματικής ζωής, κανείς ας μη χρησιμοποιήση τα λόγια εκείνα ως πρόφασι της ραθυμίας. 
Διότι ούτε η σωφροσύνη μόνη της μπορεί να σώση χωρίς τις άλλες αρετές, ούτε η φροντίδα των φτωχών, ούτε η καλωσύνη μόνη της, ούτε κάτι άλλο από τα εξαίρετα , αλλά πρέπει όλα τα συνυπάρχουν στις ψυχές μας∙ η προσευχή όμως αποτελεί την ρίζα και το θεμέλιο όλων των αρετών. Και όπως ακριβώς τα κάτω μέρη του πλοίου και τα θεμέλια της οικίας πρέπει να είναι ισχυρά , για να συγκρατούν και τα υπόλοιπα , έτσι ακριβώς και οι προσευχές πρέπει να είναι ισχυρές για να συγκρατούν τη ζωή μας και χωρίς αυτές τίποτε από εκείνα που προκαλούν τη σωτηρία μας δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε.

Γι’ αυτό και συνέχεια ο Παύλος μας πιέζει και μας παρακινεί λέγοντας ∙“ Να επιμένετε στη προσευχή, να αγρυπνήτε σ’ αυτήν και να εκφράζετε συγχρόνως με αυτήν τις ευχαριστίες σας στο Θεό” ( Α΄ Θεσ. 5,17-18 ). Και αλλού πάλι λέγει∙ “Να παρακαλήτε με κάθε προσευχή και δέησι τον Κύριο να σας βοηθήση για να αξιοποιήστε αυτόν τον πνευματικό οπλισμό, προσευχόμενοι σε κάθε καιρό με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Να επιμένετε πολύ σ’ αυτό το έργο της προσευχής∙ να είσθε άγρυπνοι με κάθε προσκαρτέρησι και δέησι για όλους τους πιστούς” ( Εφ. 6,18 ) .
Με αυτόν τον τρόπο ο πρώτος των Αποστόλων μας προσκαλεί συνέχεια στις προσευχές με πολλές θεϊκές φωνές.

Αφού διδαχθήκαμε λοιπόν αυτά από εκείνον, πρέπει συνέχεια να βαδίζουμε τον δρόμο της ζωής μας με προσευχή και συνέχεια με αυτήν να δροσίζουμε την σκέψι μας. Διότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από την προσευχή πολύ περισσότερο από ό,τι έχουν ανάγκη τα δένδρα από το νερό. 
Διότι ούτε εκείνα μπορούν να καρποφορήσουν , αν δεν πιουν νερό με τις ρίζες τους, ούτε εμείς θα μπορέσουμε να προκόψουμε στην ευσέβεια, αν δεν ποτιζώμαστε συνέχεια με τις προσευχές. 
Γι’ αυτό πρέπει και όταν σηκωνώμαστε από το κρεβάτι, πριν ανατείλη ο ήλιος, να έχουμε προσευχηθή στο Θεό, και όταν πρόκηται να κοιμηθούμε∙ μάλλον κάθε ώρα πρέπει να κάμνουμε μία προσευχή στο Θεό, μοιράζοντας την προσευχή με το χρόνο της ημέρας∙ και κατά τη διάρκεια του χειμώνα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας να το αφιερώνουμε στην προσευχή και να λυγίζουμε τα γόνατα, προσηλωμένοι στην δέησι με πολύ φόβο και με την λατρεία του Θεού να θεωρούμε τους εαυτούς μας ευτυχισμένους.

Πες μου, πώς θα δης τον ήλιο, όταν δεν προσευχηθής σ’ Αυτόν που στέλνει στα μάτια σου το γλυκύτατο φως; 
Πώς θα απολαύσης το φαγητό στο τραπέζι, όταν δεν προσκυνής Αυτόν που έδωσε και χορήγησε τόσα αγαθά; 
Με ποιες ελπίδες θα περάσης την περίοδο της νύχτας; 
Ποια όνειρα περιμένεις να συναντήσης την νύκτα, αν δεν οχυρώσης τον εαυτό σου με τις προσευχές, αλλά έρχεσαι στον ύπνο αφύλακτος;
Θα είσαι ασήμαντος και θα κυριεύεσαι εύκολα από τους πονηρούς δαίμονες, που συνέχεια μας περιτριγυρίζουν παρατηρώντας ποιον από μας θα μπορέσουν να βρουν γυμνό από την προσευχή και να τον αρπάξουν αμέσως. Και αν μας δουν να είμαστε περιφραγμένοι και προφυλαγμένοι με τις προσευχές,απομακρύνονται αμέσως. όπως απομακρύνονται οι ληστές και οι κακούργοι όταν βλέπουν κρεμασμένο το ξίφος μπροστά από το πρόσωπο του στρατιώτη.

Αν λοιπόν κάποιος συμβή να είναι γυμνός από την προσευχή, αυτός γίνεται ανάρπαστος από τους δαίμονες και ωθείται στις αμαρτίες , στις συμφορές, στις δυστυχίες.

Όλα αυτά λοιπόν πρέπει να μας φοβίζουν και να μας κάνουν πάντοτε να οχυρώνουμε τους εαυτούς μας με τις προσευχές και με τους ύμνους, για να μας ελεήση όλους ο Θεός και να μας κάνη άξιους της βασιλείας των ουρανών…


( Περί προσευχής Α’ , ΕΠΕ 31, 180-196. PG 50.775-780 )


Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr

Μάθετε να συγχωρείτε

«και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Τρία αγαθά διακηρύττει με τα λόγια αυτά. Τούς άριστους στην αρετή τους διδάσκει μετριοφροσύνη και τους συμβουλεύει να μην υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους αλλά να φοβούνται και να τρέμουν και να μνημονεύουν τα προηγούμενα αμαρτήματά τους...
όπως ο θεσπέσιος Παύλος, λέγοντας ύστερα από τα άπειρα κατορθώματά του «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς και πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ»(Α΄ Τιμ. α΄ 15). Τούς άριστους λοιπόν στην αρετή τους ασφάλισε με την ταπεινοφροσύνη, λέγοντας τα λόγια αυτά.
Εκείνους όμως που έσφαλαν ύστερα από τη χάρη του αγίου βαπτίσματος δεν τους αφήνει να απελπίζονται για τη σωτηρία τους, αλλά τους διδάσκει να ζητούν από το γιατρό των ψυχών τα φάρμακα της συγχώρησης. Μαζί όμως μ’ αυτά ο λόγος προϋποθέτει και διδασκαλία φιλανθρωπίας. Γιατί μας θέλει να είμαστε ήμεροι στους ενόχους, αμνησίκακοι σ’ αυτούς που σφάλουν σε μας και με τη 
συγγνώμη μας σ’ αυτούς να χαρίζουμε στον εαυτό μας συγγνώμη, και εμείς οι ίδιοι πρώτα να προσφέρουμε τα μέτρα της φιλανθρωπίας. Γιατί τόσο ζητούμε να λάβουμε, όσο παρέχουμε στους συνανθρώπους μας και αξιώνουμε να επιτύχουμε τόση συγγνώμη, όση χαρίζουμε στους οφειλέτες μας».
«Εσύ όμως ενώ στέκεσαι και μεριμνάς για τα αμαρτήματά σου, δε φρίττεις που θυμάσαι τα ξένα; και πως παρακαλείς το Θεό; γιατί αυτά που ζητάς από το Θεό εναντίον εκείνου, με αυτά ετοιμάζεις για σένα φοβερότερα, μη αφήνοντας το Θεό να συγχωρήσει τα δικά σου αμαρτήματα. Πως λοιπόν, λέγει, εάν θέλεις να γίνω αυστηρός εξεταστής των πλημμελημάτων που έγιναν σε βάρος σου, ζητάς να συγχωρήσω αυτά που έκαμες εσύ σε μένα; Ας μάθουμε κάποτε να είμαστε χριστιανοί; Αν δε γνωρίζουμε να προσευχόμαστε, πράγμα που είναι εύκολο και πολύ απλό, τι θα γνωρίσουμε από τα άλλα; 
Ας μάθουμε να προσευχόμαστε σαν χριστιανοί, εκείνες οι προσευχές είναι των ειδωλολατρών, εκείνες οι δεήσεις είναι των Ιουδαίων, ενώ του χριστιανού είναι αντίθετες, με αυτές ζητούμε άφεση και αμνηστία των σφαλμάτων που έγιναν σε μας. «Όταν μας βρίζουν, ευλογούμε, όταν μας καταδιώκουν, δείχνουμε ανοχή, όταν μας βλασφημούν, παρακαλούμε». Άκου τον Στέφανο που λέγει «Κύριε, μη λογαριάσεις σε αυτούς αυτό το αμάρτημα».
Όχι μόνο δεν καταριόταν, αλλά και προσευχόταν για αυτούς, ενώ εσύ όχι μόνο δεν προσευχήθηκες υπέρ αυτών, αλλά και τους καταράστηκες. Όσο θαυμάσιος λοιπόν ήταν εκείνος, τόσο πιο κακός είσαι εσύ... Θέλεις να πλήξεις τον εχθρό σου; Προσευχήσου για αυτόν, όχι όμως με τέτοια διάθεση, όχι σαν να πλήττεις, αυτό βέβαια γίνεται, εσύ όμως μην το κάνεις με αυτό το σκοπό. Αν και βέβαια εκείνος ο μακάριος όλα τα πάθαινε άδικα, κι όμως προσευχόταν γι’ αυτούς, ενώ εμείς πολλά και δίκαια τα παθαίνουμε από τους εχθρούς.
Αν λοιπόν αυτός που έπαθε άδικα δεν τόλμησε να μην προσευχηθεί υπέρ αυτών, εμείς που πάσχουμε δίκαια, κι όχι μόνο δεν προσευχόμαστε, αλλά και καταριόμαστε, ποιάς τιμωρίας δεν είμαστε άξιοι; Νομίζεις βέβαια ότι δίνεις σε εκείνον το χτύπημα, η αλήθεια όμως είναι ότι τραβάς το ξίφος εναντίον σου, μη αφήνοντας το δικαστή να γίνει πράος για τα αμαρτήματά σου με τα οποία τον εξοργίζεις με την προσευχή σου εναντίον των άλλων.
Γιατί λέγει “με όποιο μέτρο μετράτε, με το ίδιο θα μετρηθείτε και σείς, και με όποιο κριτήριο κρίνετε, θα κριθήτε». Ας γίνουμε λοιπόν συγχωρητικοί, για να έχουμε τέτοιον και το Θεό.»
«Αυτός που ευλογεί τον εχθρό, ευλογεί τον εαυτό του, και αυτός που καταριέται, καταριέται τον εαυτό του, και αυτός που προσεύχεται για τον εχθρό, προσεύχεται για τον εαυτό του, όχι για εκείνον.»

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Η βάση της πνευματικής ζωής

Ταπεινοφροσύνη είναι η κατά­σταση εκείνη, κατά την οποία, ενώ κάποιος έχει συνείδηση των πολλών και μεγάλων χαρισμάτων και επιτυχιών του, δεν έχει καμιά μεγάλη ι­δέα για τον εαυτό του…
Ταπεινοφροσύνη είναι τούτο· ενώ κάποιος είναι φορτωμένος από κατορθώμα­τα και αρετές, εν τούτοις διατηρεί το ταπεινό του φρόνημα… Τόσο μεγά­λο καλό είναι η ταπεινοφροσύνη, τόσο μεγάλο κέρδος, εφόσον και ό­ταν κατηγορείται από τους άλλους δεν πληγώνεται ο ταπεινόφρων, και όταν βρίζεται, δεν εξαγριώνεται. Γιατί μπορεί κανείς και από αυτά να κερδίσει κάποιο μεγάλο και σπου­δαίο αγαθό, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του τελώνη. Γιατί, όταν δέχτηκε τις προσβολές που του έκανε ο Φαρισαίος, απαλ­λάχτηκε από τα αμαρτήματα...
Κι’ αν ακόμη έχει κανείς τη συνείδηση ότι έκανε άπειρα κατορθώματα, και δεν σκεφτεί τούτο, ότι δηλαδή είναι ο τελευταίος από όλους, καμιά ωφέλεια δεν θα μπορέ­σει να έχει από τα τόσα καλά έργα του. Γιατί αυτό είναι ταπεινοφροσύ­νη, όταν δηλαδή κάποιος έχει αφορμές να υπερηφανεύεται, αλλά συγ­κρατεί τον εαυτό του και τον ταπει­νώνει και τον κάνει μετριόφρονα. Γιατί τότε θα φθάσει στο αληθινό ύψος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου που λέει: «Εκείνος που τα­πεινώνει τον εαυτό του, θα υψω­θεί».
Όταν μιλάω για ταπεινοφρο­σύνη, δεν εννοώ την ταπεινοφροσύ­νη που περιορίζεται στα λόγια και στη γλώσσα, αλλά εκείνη που έχει ριζώσει στη σκέψη, στην ψυχή και στη συνείδηση, που μόνον ο Θεός μπορεί να βλέπει. Φθάνει αυτό το προτέρημα, και μόνο του πολλές φο­ρές όταν παρουσιάζεται, να κάνει το Θεό σπλαχνικό. Και αυτό το έφερε σε φως ο τελώνης. Γιατί, παρόλο που δεν είχε καμιά αρετή, ούτε ήταν σε θέση να εμφανισθεί παρουσιάζοντας τα έργα του, λέγοντας μόνον, «Θεέ μου, ελέησέ με τον άμαρτωλό», γύρι­σε στο σπίτι του δικαιωμένος, πράγ­μα που δεν συνέβη με το Φαρισαίο· μολονότι βέβαια τα λόγια εκείνα δεν ήταν λόγια ταπεινοφροσύνης, αλλ’ ευγνωμοσύνης μόνον. Το γνώρισμα της ταπεινοφροσύνης είναι το να έχει κάποιος συνείδηση των μεγάλων προσόντων του και εν τούτοις να μην έχει καθόλου υψηλό φρόνημα για τον εαυτό του· ενώ ευγνωμοσύ­νη είναι το να είναι κανείς αμαρτωλός, και να το ομολογεί.
Θεμέλιο της δικής μας, της χριστιανικής πνευματικής ζωής, είναι η ταπεινοφροσύνη. Kι’ αν ακό­μη οικοδομήσεις πριν απ’ αυτή άπειρα, είτε ελεημοσύνη, είτε προσευ­χές, είτε νηστεία, είτε όλες τις αρετές, αν δεν θέσεις πρώτα αυτή ως θε­μέλιο,… όλα θα πέσουν κάτω εύκο­λα, ακόμη και η σωφροσύνη και η παρθενία και η περιφρόνηση των χρημάτων και οτιδήποτε άλλο αναφέρεις, όλα είναι ακάθαρτα και μολυσμένα και σιχαμερά, όταν απουσιάζει η ταπεινοφροσύνη.
Επειδή λοιπόν η αλαζονεία ήταν η ακρόπολη και η κορυφή των κακών και η ρίζα και η πηγή κάθε κακίας, αφού παρασκεύαζε ο Χρι­στός το κατάλληλο για την ασθένεια φάρμακο, καθόρισε σαν θεμέλιο ι­σχυρό και σταθερό πρώτα αυτόν τον νόμο, την ταπεινοφροσύνη. Γιατί, όταν αυτή τεθεί σαν θεμέλιο, όλα τα άλλα τα κτίζει με ασφάλεια και σι­γουριά πάνω σ’ αυτήν ο οικοδόμος. Όταν όμως αυτή εξαφανισθεί, και αν ακόμη φθάσει κανείς μέχρι τον ουρανό με τα κατορθώματά του, όλα γκρεμίζονται εύκολα και καταλή­γουν σε φοβερή καταστροφή. Κι’ αν ακόμη έχεις να παρουσιάσεις νη­στεία και προσευχή και ελεημοσύνη και σωφροσύνη και οποιοδήποτε άλλο αγαθό, όταν δεν υπάρχει ταπεινοφροσύνη, όλα εξανεμίζονται και χάνονται. Αυτό δηλαδή ακριβώς που συνέβη και με το Φαρι­σαίο. Γιατί, όταν έφθασε στην ίδια την κορυφή, έχασε τα πάντα και ξέπεσε, επειδή δεν είχε τη μητέρα των αγαθών. Γιατί, όπως η αλαζονεία είναι πηγή κάθε κακίας, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η αρχή και το θεμέλιο όλης της πνευμα­τικής ζωής. Γι’ αυτό και ο Χριστός με αυτήν αρχίζει τους μακαρισμούς, θέλοντας να ξεριζώσει εντελώς την αλαζονεία από την ψυχή των ακροατών Του.
Δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε που να μπορεί να μας συγ­κρατεί και να μας διατηρεί ενωμέ­νους, όσο η ταπεινοφροσύνη και το να είμαστε μετριόφρονες και συνε­σταλμένοι και το να μη σχηματίζου­με ποτέ καμιά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτό γνωρίζοντας καλά και ο Χριστός,… αυτόν τον νόμο πα­ρουσίασε πρώτα, λέγοντας τα εξής: «Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι που συναισθάνονται την πνευματική τους φτώχεια»…Έτσι θέτει το θεμέ­λιο λίθο…, ανεγείροντας μέσα στις ψυχές τους την μεγάλη εκείνη οικο­δομή της φιλοσοφημένης ζωής.
Αυτόν (τον Αβραάμ) λοιπόν, παρακαλώ, να μιμούμαστε και εμείς, και να φροντίζουμε να φυλάμε τους εαυτούς μας ελεύθερους και ούτε, με την πρόφαση της αρετής να περι­βάλλουμε τον εαυτό μας με αλαζονική δόξα, ούτε πάλι με την πρόφα­ση της ταπεινοφροσύνης να παρα­μελούμε την αρετή, αλλά να τηρού­με παντού το μέτρο, και στις επιτυχίες που είχαμε να θέτουμε σαν θε­μέλιο και υπόβαθρο την ταπεινο­φροσύνη, ώστε να οικοδομήσουμε το οικοδόμημα της αρετής σε βάση ασφαλή. Γιατί αυτό είναι αρετή, το να είναι συνδεδεμένη με την ταπει­νοφροσύνη. Γιατί αυτός που κατέθε­σε σίγουρα αυτόν το θεμέλιο λίθο, θα μπορέσει να υψώσει την οικο­δομή στο ύψος που θέλει. Αυτή είναι η πιο μεγάλη ασφάλεια, αυτή είναι τείχος χωρίς ρωγμές, αυτή είναι πύργος απόρθητος, αυτή διακρατεί και συσφίγγει ολόκληρη την οικοδομή, και δεν την αφήνει να πέσει ούτε από τη σφοδρότητα των ανέμων, ούτε από την ορμή της βρο­χής, ούτε από τη βία των ανέμων, αλλά την καθιστά ανώτερη από κά­θε επιβουλή και την αναδεικνύει τόσο ακαταμάχητη, σαν να είναι κατα­σκευασμένη από διαμάντι.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
( 1.ΕΠΕ 35, 180-182, 2. ΕΠΕ 3, 418-420, 3. ΕΠΕ 26, 480-482, 4. ΕΠΕ 27, 426, 5. ΕΠΕ 9, 466-468, 6. ΕΠΕ 26, 480, 7. ΕΠΕ 3, 490)

Οἱ δρόμοι τῆς μετάνοιας


Αγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπίζεσαι! Μπές στήν ἐκκλησία μέ μετάνοια. Ἁμάρτησες; Πές στόν Θεό! “Ἁμάρτησα”. Τόσο δύσκολο εἶναι νά ὁμολογήσεις τήν ἁμαρτία σου; Μά, ἄν δέν κατηγορήσεις ἐσύ τόν ἑαυτό σου, θά ἔχεις κατήγορό σου τόν διάβολο. Πρόλαβε, λοιπόν, καί ἅρπαξέ του τό ἀξίωμα· γιατί, πράγματι, ἀξίωμά του εἶναι τό νά κατηγορεῖ. Πρόλαβέ τον καί σβῆσε τό ἁμάρτημα· γιατί ἔχεις κατήγορο πού δέν μπορεῖ νά σωπάσει...

Ἁμάρτησες; Δέν σοῦ ζητῶ τίποτ ἄλλο, παρά τοῦτο μόνο: “Μπές στήν ἐκκλησία καί πές μετανοημένος στόν Θεό τό “Ἁμάρτησα”. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Λέγε πρῶτος ἐσύ τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά δικαιωθεῖς» (Ἠσ. 43, 26). Πές τήν ἁμαρτία, γιά νά τήν ἐξαλείψεις. Δέν χρειάζονται γι’ αὐτό οὔτε κόπος, οὔτε πολλά λόγια, οὔτε ἔξοδα, οὔτε ἄλλο τίποτα παρόμοιο. Ἕνας λόγος μόνο: «Ἁμάρτησα».
Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις, πώς, ἄν πῶ τήν ἁμαρτία μου, τή σβήνω;
Σοῦ ἀπαντῶ: Στή Γραφή θά βρεῖς τόσο ἐκεῖνον πού τήν εἶπε καί τήν ἔσβησε, ὅσο κι ἐκεῖνον πού δέν τήν εἶπε καί καταδικάστηκε.
Ὁ Κάιν σκότωσε τόν ἀδελφό του ἀπό φθόνο. «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἄβελ;», τόν ρώτησε ἀργότερα ὁ Θεός (Γέν. 4, 9). Καί τόν ρώτησε ὄχι γιατί δέν ἤξερε Ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, ἀλλά γιατί ἤθελε νά ὁδηγήσει τόν φονιᾶ σέ μετάνοια. Μά ὁ Κάιν ἀποκρίθηκε: «Δέν ξέρω· μήπως εἶμαι φύλακας ἐγώ τοῦ ἀδελφοῦ μου;» (Γέν. 4, 9).Ἔστω, δέν εἶσαι φύλακας· γιατί ὅμως ἔγινες φονιᾶς; Δέν τόν φύλαγες· γιατί ὅμως καί τόν σκότωσες; Πῶς τολμᾶς καί μιλᾶς ἔτσι; «Ἡ φωνή τοῦ αἱματοκυλισμένου ἀδελφοῦ σου μοῦ φωνάζει δυνατά ἀπό τή γῆ», τοῦ λέει τότε ὁ Θεός (Γέν. 4, 10)· καί τόν τιμώρησε ἀμέσως, ὄχι τόσο γιά τόν φόνο, ὅσο γιά τήν ἀναίδειά του· γιατί δέν σιχαίνεται ὁ Θεός τόσο ἐκεῖνον πού ἁμαρτάνει, ὅσο ἐκεῖνον πού εἶναι ἀδιάντροπος.
Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κάιν, μολονότι στή συνέχεια μεταμελήθηκε, δέν ὁμολόγησε πρῶτος τήν ἁμαρτία του, γι’ αὐτό δέν βρῆκε συγχώρηση. Βαρειά ἦταν ἡ τιμωρία του: «Θά στενάζεις καί θά τρέμεις πάνω στή γῆ» (Γέν. 4, 12). Δέν τοῦ πῆρε τή ζωή ὁ Θεός, γιά νά μήν ξεχαστεῖ ἡ ἀλήθεια· ἀλλά τόν ἔκανε νόμο, γιά νά τόν διαβάζουν ὅλοι οἱ κατοπινοί ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἡ συμφορά του νά γίνει στούς ἄλλους ἀφορμή φιλοσοφίας (μετανοίας). Καί περιπλανιόταν ὁ Κάιν σάν νόμος ἔμψυχος, σάν στήλη κινούμενη, σιωπηλή μά πιό βροντόφωνη κι ἀπό σάλπιγγα. «Άς μήν κάνει κανένας ὅ,τι ἔκανα, γιά νά μήν πάθει τά ἴδια», διαλαλεῖ μέσ’ ἀπό τή Γραφή. Τιμωρήθηκε γιά τήν ἀδιαντροπιά του. Καταδικάστηκε, γιατί δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του. Ἄν τήν ὁμολογοῦσε, θά τήν ἔσβηνε.
Ὁ πρῶτος δρόμος, λοιπόν, τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ ὁμολογία. Καί γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔτσι εἶναι, κοίτα πῶς ἕνας ἄλλος, ὁμολογώντας τήν ἁμαρτία του, τήν ἔσβησε.
Ὁ προφήτης καί βασιλιᾶς Δαβίδ ἔπεσε σέ διπλό ἁμάρτημα μοιχείας καί φόνου. Εἶδε, λέει ἡ Γραφή, μιά ὡραία γυναίκα νά λούζεται, τήν πόθησε σφοδρά καί στή συνέχεια ἁμάρτησε μαζί της. Ἔτσι ἕνας προφήτης ἔπεσε σέ μοιχεία, ἕνα μαργαριτάρι στόν βοῦρκο. Ἀλλά δέν εἶχε καταλάβει ἀκόμα πώς ἁμάρτησε· τόσο τόν εἶχε σκοτίσει τό πάθος. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι γιά τό σῶμα ὅ,τι ὁ ἁμαξᾶς γιά τό ἁμάξι. Ἔχει μεθύσει ὁ ἁμαξᾶς; Καί τό ἁμάξι προχωράει ἄτακτα. Ἔχει σκοτιστεῖ ἀπό τό πάθος ἡ ψυχή; Καί τό σῶμα κυλιέται στόν βοῦρκο.
Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Δαβίδ; Μοίχευσε. Δέν εἶχε, ὅμως, συναίσθηση τοῦ κακοῦ πού ἔκανε, ἄν καί βρισκόταν σχεδόν στά γεράματά του. Τά γεράματα, βέβαια, δέν ὠφελοῦν τόν ἀμελῆ καί ἀδιάφορο, οὔτε πάλι τά νιάτα μποροῦν νά βλάψουν ὅποιον ἔχει ζῆλο γιά τήν ἀρετή. Γιατί τό ἦθος δέν εἶναι δημιούργημα τῆς ἡλικίας, ἀλλά κατόρθωμα τῆς θελήσεως. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι ἀφενός ὁ προφήτης Δανιήλ, πού σέ ἡλικία δώδεκα χρονῶν ἦταν ἤδη κριτής, καί ἀφετέρου οἱ γέροι ἐκεῖνοι δικαστές, πού σέ τόσο μεγάλη ἡλικία θέλησαν ν’ ἁμαρτήσουν μέ τήν εὐσεβῆ Σωσάννα. Οὔτε ἐκεῖνον τόν ἔβλαψαν τά νιάτα του οὔτε αὐτούς τούς ὠφέλησαν τά ἄσπρα τους μαλλιά. Καί ὁ Δαβίδ, λοιπόν, πού ἁμάρτησε ἀρκετά ἡλικιωμένος, δέν συναισθανόταν τήν ἁμαρτία του, γιατί ὁ ἁμαξᾶς νοῦς του ἦταν μεθυσμένος ἀπό τό πάθος τῆς ἀκολασίας.
Καί ὁ Θεός τί ἔκανε; Τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Νάθαν. Ὁ προφήτης ἦρθε στόν προφήτη. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς γιατρούς. Ὅταν ἕνας γιατρός ἀρρωστήσει ἔχει τήν ἀνάγκη ἄλλου γιατροῦ. Τό ἴδιο κι ἐδῶ. Προφήτης ἁμάρτησε, προφήτης ἔφερε τό γιατρικό. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Νάθαν, μά δέν τόν ἐλέγχει ἀμέσως, μόλις μπῆκε μέσα, οὔτε τοῦ λέει, “Παράνομε καί μαγαρισμένε, πού ἔπεσες σέ μοιχεία, καί φόνο, πῶς, ἐνῶ τόσο πολύ τιμήθηκες ἀπό τόν Θεό, καταπάτησες τίς ἐντολές Του;”. Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ Νάθαν, γιά νά μήν τόν κάνει πιό ἀναίσχυντο· γιατί ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ξεσκεπάζονται τά ἁμαρτήματά του, ὁδηγεῖται στήν ἀδιαντροπιά. Τί τοῦ λέει, λοιπόν; «Βασιλιᾶ, θέλω νά θέσω ὑπό τήν κρίση σου μιάν ὑπόθεση: Ἦταν ἕνας πλούσιος κι ἕνας φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλά κοπάδια προβάτων καί βοδιῶν. Ὁ φτωχός δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο παρά μιά προβατίνα, πού ἔπινε νερό ἀπό τό ποτήρι του, ἔτρωγε ἀπό τό ψωμί του καί κοιμόταν στήν ἀγκαλιά του», μ’ αὐτό φανέρωνε τόν τίμιο δεσμό τοῦ ἄνδρα μέ τή σύζυγό του. «Ὅταν, λοιπόν, ἦρθε κάποιος ξένος, λυπήθηκε ὁ πλούσιος τά δικά του ζῶα κι ἔσφαξε τήν προβατίνα τοῦ φτωχοῦ, γιά νά φιλοξενήσει τόν ἐπισκέπτη του>>(πρβλ. Β΄ Βασ. 12, 1-4). Καί ὁ βασιλιᾶς τί ἀποκρίθηκε; Νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά ἄλλον, ὀργίστηκε ὑπερβολικά καί εἶπε στόν Νάθαν: «Θάνατος πρέπει σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο! Καί νά δώσει ἑφτά φορές τήν ἀξία τῆς προβατίνας» (Β΄ Βασ. 12, 5-6). Ἀπόφαση πολύ αὐστηρή. Ἔτσι εἶναι, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι. Τούς ἄλλους τούς καταδικάζουν εὔκολα μέ μεγάλη αὐστηρότητα καί σκληρότητα.
Τί κάνει τότε ὁ Νάθαν; Δέν βάζει μαλακτικά στήν πληγή γιά πολλές ὧρες, ἀλλά στή στιγμή χώνει τό νυστέρι βαθιά, γιά νά πονέσει τόν βασιλιᾶ. «Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος πού τό ἔκανε αὐτό», τοῦ λέει. Καί ὁ Δαβίδ ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β΄ Βασ. 12, 13). Δέν λέει, «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ἐλέγχεις; Ποιός σ’ ἔστειλε νά μοῦ μιλήσεις τόσο θαρρετά; Πῶς τολμᾶς νά κάνεις κάτι τέτοιο;». Ἀλλά συναισθάνεται τήν ἁμαρτία του καί παραδέχεται: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Τότε καί ὁ Νάθαν τόν βεβαιώνει: «Καί ὁ Κύριος συγχώρησε τό ἁμάρτημά σου». Τόν συγχώρησε, γιατί καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Ἔσβησε τήν ἁμαρτία του, γιατί τήν ὁμολόγησε μέ γενναιοφροσύνη. Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, εἶναι ὁ πρῶτος δρόμος πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια.
Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος δρόμος, τό πένθος. Οὔτε καί γι’ αὐτό χρειάζεται κόπος. Δέν σοῦ ζητάω νά ταξιδέψεις στά πέλαγα, νά φτάσεις σέ μακρινά λιμάνια, νά κάνεις ὁδοιπορία, νά ξοδέψεις χρήματα, νά παλέψεις μέ τ’ ἄγρια κύματα. Ἀλλά τί; Νά πενθήσεις γιά τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις πάλι, πώς, ἄν πενθήσω, σβήνω τήν ἁμαρτία; Ἔχεις καί γι’ αὐτό ἀπόδειξη ἀπό τή Γραφή.
Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού λεγόταν Ἀχαάβ θέλησε νά πάρει τό ἀμπέλι κάποιου Ναβουθαί ἀπό τήν πόλη Ἰεζράελ, δίνοντάς του ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλο ἀμπέλι ἤ χρήματα. Μά ὁ Ναβουθαί δέν τοῦ τό πουλοῦσε, γιατί ἦταν πατρική του κληρονομιά. Ὁ βασιλιᾶς ἀπό τή λύπη του δέν ἤθελε οὔτε νά φάει. Τότε ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ ἀδιάντροπη καί μιαρή, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε: «Γιατί στενοχωριέσαι καί δέν τρῶς;... Σήκω, φάε, σύνελθε. Ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7). Παίρνει, λοιπόν, καί γράφει στό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ μιάν ἐπιστολή σ’ ὅλους τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἰεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία καί παρουσιάστε ψευδομάρτυρες ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί, πού νά ποῦν ὅτι βλαστήμησε τόν Θεό καί τόν βασιλιᾶ» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τί νηστεία ἦταν αὐτή! Νηστεία γεμάτη ἀνομία. Κήρυξαν νηστεία γιά νά κάνουν φόνο!
Καί τί ἔγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαί καί πέθανε. Σάν τό ‘μαθε ἡ Ἰεζάβελ, λέει στόν Ἀχαάβ: «Σήκω νά κληρονομήσεις τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, γιατί δέν εἶναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ στήν ἀρχή λυπήθηκε, ὕστερα πῆγε νά πάρει τό ἀμπέλι. Τότε ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία, λέγοντας: «Πήγαινε καί πές στόν Ἀχαάβ: Ἐπειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει, ὅτι στόν τόπο, ὅπου τά γουρούνια καί τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα· καί οἱ πόρνες θά λουστοῦν στό αἷμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10). Θεόσταλτη ἡ ὀργή, τέλεια ἡ ἀπόφαση, πλήρης ἡ καταδίκη. Καί κοίτα ποῦ τόν στέλνει - στό ἀμπέλι· ὅπου διαπράχθηκε τό ἔγκλημα, ἐκεῖ καί ἐπιβάλλεται, ἡ τιμωρία. Καί ὅταν εἶδε ὁ Ἀχαάβ τόν προφήτη Ἠλία, τί εἶπε; «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ἔνοχος εἶμαι, γιατί ἁμάρτησα, καί μ’ ἔπιασες· τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά μέ περιφρονήσεις. «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου». Γιατί ἐχθρός τοῦ Ἀχαάβ ὁ Ἠλίας; Γιατί ὁ προφήτης ἀσκοῦσε πάντα ἔλεγχο στόν βασιλιᾶ γιά τίς πράξεις του. «Σέ βρῆκα», τοῦ λέει. Καί τοῦ ἀναγγέλλει τή θεϊκή ἀπόφαση: «Νά τί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή σκότωσες καί κληρονόμησες καί αἷμα ἀθώου ἔχυσες, θά χυθεῖ καί τό δικό σου αἷμα καί θά τό γλείψουν τά σκυλιά καί θά λουστοῦν σ’ αὐτό οἱ πόρνες».
Τ’ ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί ταράχθηκε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Συναισθάνθηκε τήν ἀδικία πού ἔκανε, κατανύχθηκε, ἔκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τόν χιτώνα του κι ἔβαλε σάκκο, σέ ἔνδειξη πένθους. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀκύρωσε τήν ἀπόφασή Του, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀπολογήθηκε στόν Ἠλία, γιά νά μήν πάθει ὁ προφήτης ὅ,τι εἶχε πάθει ὁ Ἰωνᾶς.
Θυμάστε τί εἶχε γίνει μέ τόν Ἰωνᾶ; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Σήκω καί πήγαινε στή Νινευῆ, τήν πόλη τή μεγάλη, καί κήρυξε ἐκεῖ... Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφεῖ» (Ἰων. 1, 2 + 3, 4). Ὁ Ἰωνᾶς, γνωρίζοντας τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν ἤθελε νά πάει. Καί τί ἔκανε; Δοκίμασε νά ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: “Ἐγώ πάω νά κηρύξω· ὁ Θεός ὅμως, καθώς εἶναι σπλαχνικός, ἀλλάζει γνώμη καί δέν τούς τιμωρεῖ· καί τότε θά μέ θανατώσουν σάν ψευδοπροφήτη”. Κατέβηκε, λοιπόν, λέει ἡ Γραφή, ὁ Ἰωνάς στήν Ἰόππη, βρῆκε ἕνα πλοῖο, πού εἶχε προορισμό τή Θαρσίς, πλήρωσε τό ναῦλο του καί μπῆκε μέσα. (Ἰων. 1, 3).
Γιά ποῦ τό ΄βαλες Ἰωνᾶ; Σ’ ἄλλον τόπο πᾶς; Ἀλλά «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα τή γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στή θάλασσα; Ἀλλά «δική Του εἶναι ἡ θάλασσα καί Αὐτός τήν ἔφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στόν οὐρανό; Ἀλλά δέν ἄκουσες τόν Δαβίδ πού λέει, «θά κοιτάξω τούς οὐρανούς, πού εἶναι καμωμένοι ἀπό τά δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ὁ φόβος, ὡστόσο, τόν ἔκανε νά φύγει - ἔτσι νόμιζε· γιατί τό νά ξεφύγει κανείς πραγματικά ἀπό τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο.
Ὅταν, ὅμως, ἡ θάλασσα τόν ἔφερε πάλι στήν ξηρά, ἦρθε στή Νινευῆ καί κήρυξε: «Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφῆ» (Ἰων. 3, 4). Καί σάν εἶδε πώς πέρασαν τρεῖς μέρες καί τίποτα δέν ἔγινε ἀπ’ ὅσα ἀπείλησε ὁ Θεός, προσευχήθηκε, ἐκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ἀκριβῶς δέν θέλησα νά ὑπακούσω σ’ Ἐσένα, ὅταν ἤμουνα στή χώρα μου, γιατί ἤξερα πώς εἶσαι σπλαχνικός καί πονετικός, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἀνακαλεῖς τήν ἀπόφασή σου νά τιμωρήσεις τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακίες τους» (Ἰων. 4, 2).
Γιά νά μήν πάθει, λοιπόν, καί ὁ Ἠλίας ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία συγχώρησε τόν Ἀχαάβ: «Εἶδες τή συντριβή τοῦ Ἀχαάβ μπροστά μου; Ὅσο, λοιπόν, ζεῖ, δέν θά στείλω τήν τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).
Ἄλλο καί τοῦτο! Ὁ κύριος γίνεται συνήγορος τοῦ δούλου. Ὁ Θεός ἀπολογεῖται σ’ ἕναν ἄνθρωπο γι’ ἄλλον ἄνθρωπο. Μή νομίζεις, τοῦ λέει πώς τόν συγχώρησα χωρίς λόγο. Ὄχι. Ἐπειδή ἄλλαξε τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἄλλαξα κι ἐγώ στάση ἀπέναντί του κι ἔδιωξα τήν ὀργή μου. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐσύ θά θεωρηθεῖς ψευδοπροφήτης. Γιατί εἶπες τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, θά τόν τιμωροῦσα, ὅπως εἶχα ἀποφασίσει. Τώρα, ὅμως, πού πένθησε καί θρήνησε, τόν συγχωρῶ.
Βλέπεις πού τό πένθος σβήνει τίς ἁμαρτίες;
Ἔχεις, ὅμως, καί τρίτο δρόμο μετάνοιας. Πολλούς δρόμους ἀναφέρω, γιά νά σοῦ κάνω, μέ τήν ποικιλία τους, πιό εὔκολη τή σωτηρία. Ποιός, λοιπόν, εἶναι τοῦτος ὁ τρίτος δρόμος;
Ἡ ταπεινοφροσύνη. Γίνε ταπεινός, καί θά ἐξαφανίσεις τίς πολλές σου ἁμαρτίες. Σοῦ τό ἀποδεικνύει ἡ Γραφή μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14): Ἀνέβηκαν, λέει, ἕνας Φαρισαῖος κι ἕνας τελώνης στόν ναό, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ μιά-μιά τίς ἀρετές του. «Δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους», ἔλεγε, «ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη». Ἄθλιε καί ταλαίπωρε! Ὅλο τόν κόσμο καταδίκασες. Γιατί πλήγωσες μέ τόν σκληρό λόγο σου κι αὐτόν πού ἦταν δίπλα σου; Δέν σοῦ ἔφτανε ἡ οἰκουμένη, ἔπρεπε καί τόν τελώνη νά καταδικάσεις; Ὅλους τους κατηγόρησες· οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δέν λυπήθηκες; «Δυό φορές τήν ἑβδομάδα νηστεύω», συνέχισε, «καί δίνω στούς φτωχούς τό δέκατο ἀπό τά εἰσοδήματά μου». Τί περήφανα λόγια!
Καί ὁ τελώνης τί ἀποκρίθηκε; Ἀφοῦ τόν ἄκουσε, δέν εἶπε, «Ποιός εἶσαι ἐσύ, πού μιλᾶς γιά μένα ἔτσι; Ἀπό ποῦ ξέρεις τή ζωή μου; Δέν μέ συναναστράφηκες, δέν ἔμεινες μαζί μου, δέν μέ γνωρίζεις. Γιατί εἶσαι τόσο ξιπασμένος; Γιατί παινεύεσαι; Ποιός βεβαιώνει τά καλά σου ἔργα;». Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ τελώνης. Μόνο ἦταν σκυμμένος, χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Ἔτσι, μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, δικαιώθηκε. Ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε ἀπό τόν ναό γυμνός ἀπό ἀρετή, ἐνῶ ὁ τελώνης φορτωμένος μέ ἀρετή· γιατί τά λόγια του νίκησαν τά πράγματα. Ὁ Φαρισαῖος δηλαδή καταδικάστηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, χάνοντας ὅ,τι εἶχε κερδίσει μέ τά ἔργα του, ἐνῶ ὁ τελώνης ἀθωώθηκε μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, σβήνοντας τά ἁμαρτήματά του. Στήν οὐσία, βέβαια, δέν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη· γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι τό νά ταπεινώνει κάνεις τόν ἑαυτό του, ἄν καί εἶναι μεγάλος στήν ἀρετή. Ὁ τελώνης εἶπε ἁπλά τήν ἀλήθεια, γιατί ἦταν ἁμαρτωλός. Καί πραγματικά, τί χειρότερο ἀπό τόν τελώνη; Ἔμπορος τῶν ξένων συμφορῶν, σφετεριστής τῶν ξένων κόπων, συμμέτοχος τῶν ξένων κερδῶν, ἐκβιαστής ἀσύστολος, πλεονέκτης εὐπρόσωπος, ἁμαρτωλός νόμιμος. Ἄν, λοιπόν, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔλαβε τόσο μεγάλη δωρεά μόνο γιατί ἔδειξε ταπεινοφροσύνη, πόσο μᾶλλον ἕνας ἐνάρετος πού ταπεινοφρονεῖ; Ὥστε, ἄν ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου καί γίνεις ταπεινός, ἀθωώνεσαι καί συμφιλιώνεσαι μέ τόν Θεό.
Θέλεις τώρα νά μάθεις ποιός εἶναι ταπεινός; Κοίτα τόν Παῦλο, τόν διδάσκαλο τῆς οἰκουμένης, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τό λιμάνι τό γαλήνιο, τόν πύργο τόν ἀσάλευτο, πού μέ τό μικρό του σῶμα γύρισε τόν κόσμο γιά νά κηρύξει τόν Χριστό, μπῆκε σέ τόσους κόπους, ἔστησε τόσα τρόπαια ἐναντίον τοῦ διαβόλου, φυλακίστηκε, πληγώθηκε, μαστιγώθηκε, σαγήνεψε τήν οἰκουμένη μέ τίς ἐπιστολές του, κλήθηκε στό ἀξίωμά του μέ οὐράνια φωνή... Καί μολαταῦτα, ταπεινοφρονοῦσε κι ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τους ἀποστόλους· δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά ὀνομάζομαι ἀπόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 9). Βλέπεις μέγεθος ταπεινοφροσύνης; Ὁ Παῦλος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τόν τελευταῖο ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους. Αὐτό εἶναι στ’ ἀλήθεια ταπεινοφροσύνη, τό νά ταπεινώνεται κανείς σέ ὅλα καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Σκέψου, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια. Ἦταν ὁ Παῦλος ὁ οὐρανοπολίτης, ὁ στῦλος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος, ὁ οὐράνιος ἄνθρωπος.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, λοιπόν, εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος μετάνοιας· ἡ ταπεινοφροσύνη, πού δικαίωσε τόσο εὔκολα τόν τελώνη καί τοῦ χάρισε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄς ἔρθουμε τώρα σ ἕναν τέταρτο δρόμο. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν.
«Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· μά πιό μεγάλο καί πολύτιμο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος», φωνάζει ὁ Σολομῶν (Παροιμ. 20, 6). Μεγάλα εἶναι τά φτερά τῆς ἐλεημοσύνης. Σκίζει τόν ἀέρα, περνάει τή σελήνη, ἀφήνει πίσω της τόν ἥλιο καί φτάνει στά οὐράνια. Μά μήτ’ ἐκεῖ στέκεται. Περνάει καί τόν οὐρανό, παραμερίζει καί τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ἔρχεται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Μάθε το ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, πού παρουσιάστηκε στόν εὐσεβῆ καί ἐλεήμονα ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, τοῦ εἶπε: «Οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν ὥς τόν Θεό» (Πράξ. 10, 4). Τί σημάινει αὐτό; Ὅτι, κι ἄν ἔχεις πολλές ἁμαρτίες, συνηγορεῖ γιά σένα στόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη. Μή φοβᾶσαι, γιατί καμμιά δύναμη δέν μπορεῖ νά τῆς ἐναντιωθεῖ. Ἔχει γραμμάτιο στά χέρια της καί ἀπαιτεῖ ἐξόφληση τοῦ χρέους. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅποιος κάνει μιά καλοσύνη σ’ ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, σ’ ἐμένα τήν ἔκανε» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Ὅσες ἁμαρτίες κι ἄν ἔχεις, ἑπομένως, ἡ ἐλεημοσύνη σου εἶναι πιό βαρειά καί τίς ἀντισταθμίζει ὅλες.
Δέν πρόσεξες στό Εὐαγγέλιο τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων; Ἐκεῖνες πού ἀσκοῦσαν τήν παρθενία ἀλλά δέν εἶχαν ἐλεημοσύνη, ἔμεναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Γιατί, ἀπό τίς δέκα, οἱ πέντε ἦταν συνετές καί οἱ πέντε ἄμυαλες. Οἱ συνετές εἶχαν πάρει λάδι γιά τά λυχνάρια τους. Οἱ ἄμυαλες δέν εἶχαν πάρει, καί γι’ αὐτό τά λυχνάρια τους ἄρχισαν νά σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι ἀπό τίς συνετές. Ἐκεῖνες ὅμως ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι, γιατί δέν θά φτάσει οὔτε γιά μᾶς οὔτε γιά σᾶς» (Ματθ. 25, 9). Δέν ἀρνήθηκαν ἀπό ἀσπλαχνία ἤ κακία, ἀλλ’ ἀπό ἔλλειψη χρόνου, γιατί ἐρχόταν ἤδη ὁ γαμπρός, καί ἀπό φόβο, μήπως μείνουν ὅλες ἔξω. Καί τίς συμβούλεψαν: «Καλύτερα νά πᾶτε σ’ ἐκείνους πού πουλᾶνε λάδι καί ν’ ἀγοράσετε γιά τά λυχνάρια σας». Εἶχαν κι αὐτές λυχνάρια, ἀλλά δέν εἶχαν λάδι. Τό λυχνάρι εἶναι ἡ παρθενία, τό λάδι ἡ ἐλεημοσύνη· καί ὅπως τό λυχνάρι, ἄν δέν τροφοδοτηθεῖ μέ λάδι, σβήνει, ἔτσι καί ἡ παρθενία, ἄν δέν ἔχει ἐλεημοσύνη, ἀπαξιώνεται. Ποιοί, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνοι πού πουλᾶνε αὐτό τό λάδι; Οἱ φτωχοί. Καί πόσο τό πουλᾶνε; Ὅσο θέλεις. Ἡ τιμή δέν εἶναι καθορισμένη, κι ἔτσι δέν μπορεῖς νά φέρεις σάν δικαιολογία τή δική σου φτώχεια. Ἔχεις μόνο ἕναν ὀβολό; Ἀγόρασε τόν οὐρανό· ὄχι γιατί εἶναι φτηνός ὁ οὐρανός, ἀλλά γιατί εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Δέν ἔχεις οὔτε ἕναν ὀβολό; Δῶσε ἕνα ποτήρι κρύο νερό· γιατί «καί ὅποιος δώσει σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς ἄσημους ἕνα ποτήρι κρύο νερό γιά χάρη μου, ἀλήθεια σᾶς λέω, θά λάβει τήν ἀμοιβή του», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10, 42).
Ἐμπόρευμα εἶναι ὁ οὐρανός κι ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Δῶσε ψωμί καί πάρε παράδεισο. Δῶσε μικρά καί πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καί πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτά καί πάρε ἄφθαρτα. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα παζάρι, ὅπου θά μποροῦσες νά βρεῖς ἄφθονα καί πολύ φτηνά πράγματα, δέν θά πουλοῦσες ὅ,τι ἔχεις, δέν θά ἔκανες ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου, γιά ν’ ἀγοράσεις τά ἐμπορεύματα ἐκεῖνα; Πῶς, λοιπόν, γιά τά φθαρτά δείχνεις τόση προθυμία, ἐνῶ γιά τό ἀθάνατο ἐμπόρευμα ἀμελεῖς καί ἀδιαφορεῖς; Δῶσε στούς φτωχούς, καί, ἄν ἐσύ σωπαίνεις τήν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀναρίθμητα στόματα θά ἀπολογοῦνται γιά σένα· γιατί ἡ ἐλεημοσύνη θά εἶναι ἐκεῖ καί θά συνηγορεῖ γιά τή σωτηρία σου. Μήν προφασίζεσαι φτώχεια. Ἡ χήρα πού φιλοξένησε τόν προφήτη Ἠλία ἦταν πάμφτωχη, μά ἡ φτώχεια δέν τήν ἐμπόδισε νά τόν φιλοξενήσει καί νά τόν ἐλεήσει μ΄ ὅ,τι εἶχε. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς ἐλεημοσύνης της.
Ἵσως θά μοῦ πεῖς: “Δώσ’ μου κι ἐμένα τόν προφήτη Ἠλία, καί θά τόν φιλοξενήσω”. Γιατί ζητᾶς τόν Ἠλία; Τόν Κύριο τοῦ Ἠλία σοῦ δίνω, κι ἐσύ δέν τόν ἐλεεῖς· πῶς θά ἐλεοῦσες τόν Ἠλία, ἄν τόν ἔβρισκες; Ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ὅλων, τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅ,τι κάνατε γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, τό κάνατε γιά μένα» (Ματθ. 25, 40). Σκέψου, λοιπόν, τόν Χριστό ἐκείνη τήν ἡμέρα, νά λέει γιά σένα μπροστά στούς ἀγγέλους καί τόν κόσμο ὅλο: «Αὐτός στή γῆ μέ φιλοξένησε· αὐτός μέ μύριους τρόπους μέ περιμάζεψε». Τί παρρησία θά ἔχεις τότε μπροστά στούς ἀγγέλους! Τί καύχημα μπροστά στίς οὐράνιες δυνάμεις!
Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί. Καί ἁμαρτίες ἐξαλείφει καί τήν καταδίκη ἀπομακρύνει. Ἄς δώσουμε, λοιπόν, στόν φτωχό ψωμί. Δέν ἔχουμε ψωμί; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕναν ὀβολό. Δέν ἔχουμε ὀβολό; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕνα ποτήρι νερό. Δέν τό ΄χουμε κι αὐτό; Ἄς τόν συμπονέσουμε γιά τή δυστυχία του, καί θά πάρουμε τήν ἀμοιβή μας· γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἀμοίβει γιά τήν πράξη, ἀλλά γιά τήν προαίρεσή μας.
Μέ ὅλα τοῦτα, ὅμως, ξεχάσαμε τίς δέκα παρθένες, γιά τίς ὁποῖες μιλούσαμε. Ἄς γυρίσουμε, λοιπόν, σ’ αὐτές. Οἱ πέντε συνετές, ὅπως εἴπαμε, ἔστειλαν τίς πέντε ἄμυαλες ν’ ἀγοράσουν λάδι. Ἀλλά στό μεταξύ ἦρθε ὁ γαμπρός. Οἱ συνετές, πού εἶχαν ἕτοιμα καί ἀναμμένα τά λυχνάρια τους, μπῆκαν μαζί του στή γιορτή τοῦ γάμου, καί ἡ πόρτα ἔκλεισε. Ὕστερ’ ἀπό λίγο ἔφτασαν καί οἱ ἄλλες κι ἄρχισαν νά χτυπᾶνε. «Ἄνοιξέ μας», φώναζαν στόν γαμπρό. Αὐτός, ὅμως, τούς ἀποκρίθηκε ἀπό μέσα: «Ἀλήθεια σᾶς λέω, δέν σᾶς ξέρω» (Ματθ. 25, 12). Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους, τί ἄκουσαν; «Δέν σᾶς ξέρω»! Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους ἔμειναν ἔξω. Ἀφοῦ τίς σαρκικές ὁρμές χαλιναγώγησαν, ἀφοῦ στίς οὐράνιες δυνάμεις ἔμοιασαν, ἀφοῦ τά κοσμικά πράγματα περιφρόνησαν, ἀφοῦ τόν μεγάλο καύσωνα ὑπέμειναν, ἀφοῦ πάνω ἀπό τά σκάμματα πέρασαν, ἀφοῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό πέταξαν, ἀφοῦ τό μεγάλο χάρισμα τῆς παρθενίας ἀπέκτησαν, ἀφοῦ τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος καταπάτησαν, ἀφοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση λησμόνησαν, ἀφοῦ στό σῶμα τους ἀσώματα ἔργα πραγματοποίησαν, τότε ἄκουσαν: «Δέν σᾶς ξέρω»!
Μεγάλο πρᾶγμα, μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη ἀρετή ἡ παρθενία. Ὅταν εἶναι μαζί μέ τήν ἀδελφή της, τήν ἐλεημοσύνη, γίνεται πανίσχυρη, καί τότε κανένα κακό δέν μπορεῖ νά τήν καταβάλει. Οἱ πέντε ἄμυαλες κοπέλες δέν εἶχαν καί τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τήν παρθενία, γι’ αὐτό ἔμειναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Τί ντροπή! Νίκησαν τήν ἡδονή, μά νικήθηκαν ἀπό τά χρήματα. Ἀπαρνήθηκαν τόν κοσμικό βίο, μά ὄχι καί τήν ὕλη. Ἀλλά καί οἱ παντρεμένες γυναῖκες, πού δέν σπλαχνίζονται τούς φτωχούς, εἶναι ἀδικαιολόγητες, κι ἄς προφασίζονται τή συντήρηση τῶν παιδιῶν τους. «Δῶσε ἐλεημοσύνη» τούς λές. «Ἔχουμε παιδιά καί δέν μποροῦμε», σοῦ ἀπαντοῦν. Ἀλλά ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε παιδιά γιά νά γίνεις φιλάνθρωπη, ὄχι ἀπάνθρωπη. Θέλεις ν’ ἀφήσεις κληρονομιά καλή στά παιδιά σου; Ἄφησέ τους ἐλεημοσύνη, γιά νά σέ θαυμάζουν ὅλοι καί ν’ ἀφήσεις μνήμη ἀγαθή, προπαντός ὅμως γιά νά λυτρωθεῖς ἀπό τήν ἁλυσίδα τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτημάτων σου καί νά ἐλεηθεῖς ἀπό τόν Κύριο.
Ἔχεις κι ἕναν πέμπτο δρόμο μετάνοιας, εὔκολο κι αὐτόν, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Εἶναι ἡ προσευχή.
Κάθε ὥρα νά προσεύχεσαι. Μήν ἀποκάμεις. Μήν ἀμελήσεις. Μή σταματήσεις νά ἐπικαλεῖσαι τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κι Ἐκεῖνος, ἄν ἐπιμένεις, δέν θά σέ παραβλέψει, ἀλλά τίς ἁμαρτίες σου θά συγχωρήσει καί ὅ,τι Τοῦ ζητήσεις θά σοῦ δώσει. Ἄν σέ εἰσακούσει, εὐχαρίστησέ Τον καί συνέχισε νά προσεύχεσαι. Ἄν πάλι δέν σέ εἰσακούσει, ὄχι μόνο νά μήν ἀπελπίζεσαι, ἀλλά καί πιό ἐπίμονα νά Τόν παρακαλᾶς. Μή λές, «πολλές προσευχές ἔκανα καί τίποτα δέν ἔγινε», γιατί κι αὐτό γιά τό συμφέρον σου γίνεται. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός γνωρίζει πώς εἶσαι ἀμελής καί ἀδιάφορος καί πώς, ἄν ἀποκτήσεις μέ τήν προσευχή αὐτό πού χρειάζεσαι, θά πάψεις πιά νά προσεύχεσαι, ἀναβάλλει νά σοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶς, γιά νά καταγίνεσαι στήν προσευχή καί νά ἐπικοινωνεῖς μαζί Του συχνότερα. Γιατί ἄν δέν προσεύχεσαι ὅταν βρίσκεσαι σέ μιά δύσκολη περίσταση, τί θά κάνεις ὅταν ὅλα πᾶνε καλά; Ὁ Θεός, λοιπόν, προσποιεῖται ὅτι δέν σ ἀκούει γιά τό καλό σου, γιά νά σέ κάνει νά μήν ἐγκαταλείψεις τήν προσευχή. Γι’ αὐτό συνέχισε νά προσεύχεσαι, μήν ἀμελεῖς. Μήν ὑποτιμᾶς τή δύναμη τῆς προσευχῆς, πού πολλά μπορεῖ νά κατορθώσει. Καί τό ὅτι συντελεῖ στή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, μάθε το ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί λέει ἐκεῖ;
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του κι ἔπεσε μέ τά παιδιά του νά κοιμηθεῖ. Τά μεσάνυχτα ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ζητήσει ψωμί. Χτύπησε καί τοῦ φώναξε: «Ἄνοιξέ μου, γιατί ἔχω ἀνάγκη ἀπό ψωμί». Αὐτός ἀπό μέσα τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχω πιά κλειδώσει τήν πόρτα· τά παιδιά μου κι ἐγώ εἴμαστε στό κρεβάτι· δέν μπορῶ νά σηκωθῶ γιά νά σοῦ δώσω». Ὁ ἄλλος, ὅμως, συνέχισε μέ ἐπιμονή νά χτυπάει. Ὁ σπιτονοικοκύρης τοῦ ξαναεῖπε: «Δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω ψωμί. Πέσαμε νά κοιμηθοῦμε». Μά ὁ ἐνοχλητικός ἐπισκέπτης δέν ἔφυγε. Ἔμενε ἐκεῖ χτυπώντας τήν πόρτα. Τί νά κάνει τότε ὁ οἰκοδεσπότης; «Σηκωθεῖτε», εἶπε στά παιδιά του, «δῶστε του ὅ,τι ζητάει, γιά νά φύγει καί νά μᾶς ἀφήσει ἥσυχους» (πρβλ. Λουκ. 11, 5-8). Τί διδάσκεσαι ἀπ’ αὐτό; Νά προσεύχεσαι πάντοτε καί νά μή χάνεις τό θάρρος σου. Κι ἄν δέν παίρνεις ὅ,τι ζητᾶς, νά ἐπιμένεις στήν προσευχή, ὥσπου νά τό πάρεις.
Ἔχεις κι ἕναν ἄλλον δρόμο μετάνοιας, καθόλου δύσκολο. Ποιός εἶναι αὐτός; Τά δάκρυα. Κλάψε γιά τίς ἁμαρτίες σου, ὅπως διδάσκεσαι ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο:
Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, πού δέν δέχτηκε τή θεία ἀποκάλυψη ἀπό ἀνθρώπους ἀλλ’ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, ὅπως ὁ Κύριος μαρτυρεῖ -«Μακάριος εἶσαι Σίμων, γυιέ τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί δέν σοῦ φανέρωσε τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς πίστεως κανένας ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ οὐράνιος Πατέρας μου» (πρβλ. Ματθ. 16, 17)-, αὐτός ὁ Πέτρος ἔπεσε σέ παράπτωμα πάρα πολύ μεγάλο: Ἀρνήθηκε τόν ἴδιο τόν Χριστό! Καί αὐτό τό λέω ὄχι γιά νά κατηγορήσω τόν ἅγιο, ἀλλά γιά νά δώσω σ’ ἐσένα ἀφορμή μετάνοιας. Ναί, τόν Κύριο καί Κυβερνήτη καί Σωτήρα τοῦ κόσμου ἀρνήθηκε! Ἄς πάρουμε ὅμως, τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Κάποτε ὁ Σωτήρας μας εἶδε μερικούς μαθητές Του νά Τόν ἐγκαταλείπουν. Τότε εἶπε στούς δώδεκα: «Μήπως θέλετε νά φύγετε κι ἐσεῖς;». «Καί σέ ποιόν νά πᾶμε, Κύριε;», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἐσύ ἔχεις λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή» (Ἰω. 6, 67-68). Ἀργότερα πάλι ὁ Κύριος, λίγο πρίν παραδοθεῖ, προεῖπε ὅτι ὁ Πέτρος θά Τόν ἀρνιόταν τρεῖς φορές. Μά ἐκεῖνος ἐπιπόλαια Τοῦ δήλωσε: «Κι ἄν ἀκόμα χρειαστεῖ νά πεθάνω μαζί Σου, δέν θά Σέ ἀπαρνηθῶ» (Ματθ. 26, 35).
Τί λές, Πέτρε; Ὁ Θεός προλέγει τί θά συμβεῖ, κι ἐσύ διαφωνεῖς; Ἔτσι, ὅμως, φανερώθηκε ἀπό τή μιά ἡ προαίρεσή του κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία του.
Πότε ἔγινε αὐτό; Τή νύχτα πού παραδόθηκε ὁ Χριστός. Ὅταν πιά Ἐκεῖνος βρισκόταν στά χέρια τῶν Ἰουδαίων καί ἀνακρινόταν στό παλάτι τοῦ Καϊάφα, ὁ Πέτρος καθόταν ἔξω, στήν αὐλή, μέ τούς ὑπηρέτες καί ζεσταινόταν κοντά στή φωτιά, περιμένοντας νά δεῖ τί θ’ ἀπογίνει. Τότε τόν πλησίασε μιά κοπελίτσα καί τοῦ εἶπε: «Ἤσουνα κι ἐσύ μέ τόν Ἰησοῦ τόν Γαλιλαῖο» (Ματθ. 26, 69). Αὐτός ὅμως ἀπάντησε: «Δέν τόν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ. 26, 72). Τό ἴδιο ἔγινε καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Ἔτσι πραγματοποιήθηκαν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, πού γύρισε κι ἔριξε στόν Πέτρο μιάν εὔγλωττη ματιά. Δέν μίλησε στόν μαθητή Του μέ τό στόμα, γιά νά μήν τόν ντροπιάσει μπροστά στούς Ἰουδαίους, τοῦ μίλησε ὅμως μέ τό βλέμμα. Ἦταν σάν νά ἔλεγε: «Πέτρε, ὅ,τι εἶπα ἔγινε». Τότε ὁ Πέτρος συναισθάνθηκε τό παράπτωμά του καί ἄρχισε νά κλαίει· νά κλαίει ὄχι ἁπλᾶ, ἀλλά πικρά. Βαπτίστηκε, θά λέγαμε, μέσα στά δάκρυά του καί καθαρίστηκε μ’ αὐτά ἀπό τήν ἁμαρτία του, ἁμαρτία τόσο φοβερή, ὅπως εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τά δάκρυά σου σβῆσε κι ἐσύ κάθε ἁμαρτία σου. Κλάψε ὄχι ἁπλᾶ, ὄχι τυπικά, ἀλλά πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος. Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου νά πηγάζουν τά δάκρυα, γιά νά σέ σπλαχνιστεῖ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καί νά σέ συγχωρέσει. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τό νά ἐπιστρέψει μετανοημένος καί νά ζήσει» (Ἰεζ. 18, 23). Ἀπό σένα ζητάει κάτι μικρό, ἐνῶ Αὐτός σοῦ δίνει τά μεγάλα. Ἀφορμή ζητάει γιά νά σοῦ προσφέρει θησαυρό σωτηρίας. Μέ λίγα δάκρυα μετάνοιας σοῦ χαρίζει τήν ἄφεση.
Στή Γραφή θά βρεῖς καί πολλούς ἄλλους δρόμους μετανοίας, πέρα ἀπ’ αὐτούς πού ἀνέφερα. Τή μετάνοια κήρυσσε καί πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Μήπως αὐτός πού πέφτει, δέν σηκώνεται; Μήπως αὐτός πού χάνει τόν δρόμο του, δέν προσπαθεῖ νά τόν ξαναβρεῖ;» (Ἱερ. 8, 4). «Γυρίστε μετανοημένοι κοντά μου» (Ἱερ. 3, 7). Γι’ αὐτό πολλούς καί διάφορους τρόπους μετάνοιας μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κόψει κάθε πρόφαση ἀμέλειας.
Ἁμάρτησες; Ἔλα στήν Ἐκκλησία καί σβῆσε τήν ἁμαρτία σου. Ὅσες φορές κι ἄν πέσεις στόν δρόμο, τόσες καί σηκώνεσαι· ἔτσι, ὅσες φορές κι ἄν ἁμαρτήσεις, τόσες μετανόησε. Μήν ἀπελπιστεῖς, μήν ἀμελήσεις, γιά νά μή χάσεις τήν ἐλπίδα στά οὐράνια ἀγαθά, πού προορίζονται γιά μᾶς. Κι ἄν ἀκόμα στά βαθιά σου γεράματα ἁμαρτήσεις, μετανόησε καί ἔλα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο, δέν εἶναι δικαστήριο. Συγχώρηση δίνει, δέν ζητάει εὐθύνη γιά τ’ ἁμαρτήματα. Πές στόν Θεό, «Σ΄ Ἐσένα μόνο ἁμάρτησα καί τό πονηρό μπροστά Σου ἔκανα» (Ψαλμ. 50, 6), καί θά σέ συγχωρήσει. Δεῖξε Του μετάνοια, καί θά σέ ἐλεήσει. Γιατί ἄλλα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς καί ἄλλα ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἐμεῖς κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, κάνει καί ὁ Θεός ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Κύριος τῶν ὅλων εἶναι τόσο φιλάνθωπος, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τή σωτηρία μας. Βασιλεία οὐρανῶν μᾶς περιμένει καί παράδεισος καί ἀγαθά πού μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά τά συλλάβει, καί δέν πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά μήν τά χάσουμε; Δέν πρέπει νά δώσουμε κάτι, ἔστω καί μικρό, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τά μεγάλα καί ἀνεκτίμητα; Ἄς μετανοήσουμε, λοιπόν, ἄς συνηθίσουμε τά χέρια μας στήν ἐλεημοσύνη, ἄς ταπεινωθοῦμε, ἄς πενθήσουμε, ἄς κλάψουμε. Μικρά εἶναι ὅλα τοῦτα. Μεγάλα, ἀνώτερα ἀπό τίς δυνάμεις μας, εἶναι ὅσα θά μᾶς δοθοῦν ἀπό τόν Θεό, ὁ Παράδεισος καί ἡ Οὐράνια Βασιλεία, στήν ὁποία εἴθε νά εἰσέλθουμε ὅλοι μέ τή χάρη Του.


(Ἀπό τό βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ», Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙKH)
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης