.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΓIA THN AΛΗΘΕΙΑ!

«Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας…» (ἀπολυτίκιον)


ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, μεγάλη ἑορτή. Σήμερα, 29 Αὐγούστου, εἶνε ἡ ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ τιμίου Προδρόμου. Γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἑορτή, πρέπει νοερῶς νὰ ζήσουμε τὸ γεγονός. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μεταφερθοῦμε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα, στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, ὑπῆρχε στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἕνα φρούριο. Ἦταν οἱ φυλακὲς τῆς Μαχαιροῦντος, φυλακὲς καταδίκων. Σῴζονται μέχρι σήμερα κάποια ἐρείπια.
Μπαίνοντας μέσα βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο πολὺ συμπαθῆ. Εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. ―Στὴ φυλακὴ ὁ Ἰωάννης; τί ἔκανε;… Ἔγκλημα! ―Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποὺ λές; Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι τὸ ἐγκώμιό του ἔπλεξε ὁ διος ὁ Χριστός. «Μνήμη δικαίου μετ᾿ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία Κυρίου, Πρόδρομε…». Ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι, μεταξὺ τῶν μυριάδων ποὺ γέννησαν οἱ γυναῖκες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστή (βλ. Ματθ. 11,11). 
Γνωρίζουμε ἀκόμη ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ὅτι ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸ Θεό. Πῆγε στὴν ἔρημο, κ᾿ ἐκεῖ ἡ τροφή του ἦταν «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (ἔ.ἀ. 3,4). Ἔτσι πέρασε τὴ ζωή του. Ἦταν ἅγιος. Πῶς ἐσὺ λές, ὅτι ἔκανε ἔγκλημα;… Καὶ ὅμως ἐπιμένω, ἔκανε ἔγκλημα ὁ Ἰωάννης, τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Τὸ δὲ μεγαλύτερο ἔγκλημα εἶνε, ὅτι εἶπε τὴν ἀλήθεια.
Σὲ ἐποχὲς διαφθορᾶς καὶ ἐκφυλισμοῦ, τὸ νὰ πῇ κάποιος τὴν ἀλήθεια εἶνε ἔγκλημα. Ὁ Σωκράτης τὸ πλήρωσε μὲ τὸ κόνιο καὶ ὁ Χριστός μας μὲ τὸ σταυρό. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης «μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 5,33), γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε «…ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας…» (ἀπολυτ.). Στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ εἶνε ἱερὸ καθῆκον νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια· ἀλλὰ στὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου αὐτὸ εἶνε ἔγκλημα.
Ὁ Ἰωάννης εἶπε τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλους. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὸν Ἰορδάνη, κ᾿ ἐκεῖ ἤρχοντο τὰ πλήθη. Ἦρθαν πολιτικοὶ ἄρχοντες. Τί τοὺς εἶπε· 
―Μὴν ἐκμεταλλεύεστε τὸ φτωχὸ λαό. Ἦρθαν στρατιωτικοί, καὶ τοὺς εἶπε· 
―Μὴ χρησιμοποιεῖτε τὸ ξίφος σας, τὴ βία· μὴ πιέζετε τὸ λαό. Ἦρθαν πλούσιοι· 
―Δῶστε ἀπὸ τὰ πλούτη σας· ὅποιος ἔχει δυὸ πουκάμισα νὰ δώσῃ τὸ ἕνα, κι ὅποιος ἔχει δυὸ ψωμιὰ νὰ δώσῃ τὸ ἕνα. Ἦρθαν κατόπιν οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴν ἁγιότητά τους, καὶ τί τοὺς εἶπε· 
―Εἶστε δέντρα ἄκαρπα, φωτιὰ καὶ τσεκούρι σᾶς περιμένει (βλ. Ματθ. 3,10)· εἶστε «γεννήματα ἐχιδνῶν», πῶς θὰ ἐκφύγετε «ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» τοῦ Κυρίου; (ἔ.ἀ. 3,7). Τέτοιος ἤτανε. Αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια, ποὺ δὲ᾿ γνωρίζει ψιμύθια.
Τέλος ὁ ἔλεγχος ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμα ὅταν ἐξερράγη ἕνα σκάνδαλο στὴν κορυφὴ πλέον τῆς κοινωνικῆς πυραμίδος. Ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης Ἀντύπας, ὁ τετράρχης, διέπραξε ἕνα ἀνοσιούργημα. Ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ ζοῦσε παρανόμως μὲ τὴν Ἡρῳδιάδα, μοιχαλίδα συγγενῆ του, σύζυγο τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Ὅλα μαζὶ τὰ κακά· καὶ ἐγκατάλειψις – ἄρνησις συζύγου, καὶ μοιχεία, καὶ αἱμομειξία.
Ἔγκλημα αὐτό. Τὸ ἤλεγξε ἆραγε κανένας; Τσιμουδιά! Ποῦ οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς; ποῦ οἱ ἱερεῖς; Τίποτα! Μόνο «πολυχρόνια» ξέρανε νὰ ψάλλουν, οἱ κόλακες. Ἕνας μόνο βρέθηκε καὶ εἶπε τὴν ἀλήθεια· ὁ Ἰωάννης! Δὲν ἀνεχόταν ἡ συνείδησί του τέτοια παρανομία. Ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ εἶπε στὸν Ἡρῴδη· «Οὐκ ἔξεστί σοι», βασιλεῦ, «ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Κεραυνὸς νά ᾿πεφτε στὰ ἀνάκτορα δὲν θὰ ἐσείοντο τόσο ὅσο μὲ τὴ φωνὴ αὐτή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Συνελήφθη ἀμέσως καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακές.
Νά τὸ «ἔγκλημά» του· εἶπε τὴν ἀλήθεια!
Καὶ μετά; Τὸν εἶχε κρατούμενο ὁ Ἡρῴδης, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐκτελοῦσε. Τὸν εὐλαβεῖτο. Ἤξερε, ὅτι λέει ἀλήθεια. Συνέβη ὅμως τὸ ἑξῆς. Ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ Ἡρῴδης καὶ ἔκανε συμπόσιο. Μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ἐκλεκτά, μουσικὴ καὶ χορός. Τέλος νά καὶ παρουσιάζεται ἡ Σαλώμη, ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ χόρεψε ἕναν ἀπὸ τοὺς διεφθαρμένους χορούς. Ὅλοι εἶχαν μεθύσει ἀπ᾿ τὸ κρασὶ καὶ χαυνωθῆ ἀπ᾿ τὴν ἀκολασία. Τότε ὁ βασιλιᾶς εἶπε στὴν κόρη· Μοῦ ἄρεσες πολύ, γι᾿ αὐτὸ σοῦ δίνω ὅ,τι μοῦ ζητήσῃς, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου. Πολλὰ μποροῦσε νὰ ζητήσῃ ἡ Σαλώμη, χρυσάφι κτήματα περιουσίες. Δὲ᾿ ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ὤ κακία γυναικός! ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πῆγε ἡ πονηρὴ καὶ συμβουλεύτηκε τὴ μάνα της. Κ᾿ ἐκείνη τῆς εἶπε· Νὰ ζητήσῃς τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου! Δὲν τὸ περίμενε ὁ βασιλεύς· καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ ξεφύγῃ. Παρ᾿ ὅλο ποὺ πολὺ λυπήθηκε, διέταξε τὸν σπεκουλάτορα, τὸ φρούραρχο ἀξιωματικό, αὐτὸς πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ μὲ μιὰ σπαθιὰ ἀποκεφάλισε τὸν τίμιο Πρόδρομο.

Τὸ δρᾶμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου συνεχίζεται, ἀγαπητοί μου. Διότι καὶ σήμερα, στὴ διεφθαρμένη γενεά μας, τὸ νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια θεωρεῖται ἔγκλημα καὶ θέλει ἡρωϊσμό.
Ζοῦμε μέσ᾿ στὸ ψέμα. Ἡ γυναίκα μπορεῖ πρὸ ὀλίγου νὰ ἦταν μὲ τὸν ἐρωμένο της, καὶ μετὰ γλυκομιλάει στὸν ἄντρα της σὰ᾿ νὰ μὴ συνέβη τίποτε. Ὁ ἄντρας γυρίζει ὅλη νύχτα, κι ὅταν ἐπιστρέφει στὸ σπίτι παριστάνει τὴν ἀθῴα περιστερά. Ψέμα ἡ γυναίκα, ψέμα ὁ ἄντρας, ψέμα τὰ παιδιά. Ψέμα οἱ δάσκαλοι, ποὺ διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Παντοῦ ψέμα. Τὸ ψέμα ἔγινε ποταμός, πλημμύρισε ὁ κόσμος. Στὰ δικαστήρια εἶνε ζήτημα μέσ᾿ στοὺς ἑκατὸ μάρτυρες ἕνας νὰ λέῃ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἀθῷοι πᾶνε στὴ φυλακή, καὶ ἔνοχοι περπατοῦν ἐλεύθεροι ἔξω. Στὴν ἐκκλησία ἄλλοτε ὑπῆρχαν θαρραλέοι κήρυκες ποὺ ἀσκοῦσαν ἔλεγχο. Τώρα; Γιατί ἔγινε ἡ κομμουνιστικὴ ἐπανάστασι στὴ Ῥωσία τὸ 1917 καὶ χύθηκε τόσο αἷμα; Διότι οἱ τσάροι ὠργίαζαν στὰ ἀνάκτορα, καὶ ἕνας Ρασπούτιν τοὺς κολάκευε. Κανείς δὲ᾿ μιλοῦσε! Ἔτσι ἐξερράγη ἡ ἐπανάστασις, καὶ ἔγιναν ἄλλα τεράστια ἐγκλήματα. Ἕναν ἔσφαξε ὁ τσάρος, ἑκατὸ σφάξανε αὐτοί· καὶ γέμισαν οἱ φυλακές. 
Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς πάλι σιωπή. Ἕνας μόνο βρέθηκε σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ὁ Σολτζενίτσιν. Εἶδε τὸ χάος, τὰ συρματοπλέγματα, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς νεκρούς, τὰ ἔζησε ὅλα αὐτά, καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔσεισε τὸν κόσμο. Τελικῶς δὲ᾿ μπόρεσε νὰ ζήσῃ ἐκεῖ· μόλις γλύτωσε, καὶ πῆγε στὴν Ἀμερική. Τώρα, μετὰ τόσα χρόνια, ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶχε δίκιο. Πολὺ ψέμα ἐπίσης καὶ στὴ διπλωματία. Ἐπιστήμη ψεύδους. Οἱ διπλωμάτες μιλοῦν περὶ εἰρήνης, καὶ μέσα τους ἑτοιμάζουν πόλεμο.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μᾶς διδάσκει νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια πρὸς ὅλους. Διδάσκει ὅμως καὶ πόσο κοστίζει ἡ ἀλήθεια. Τόλμησε νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια. Ἂν εἶσαι ὑπάλληλος, πὲς στὸν προϊστάμενό σου τὴν ἀλήθεια· σὲ ἀπέλυσε. Ἂν εἶσαι ἐργάτης, τόλμησε στὸ ἐργοστάσιο νὰ ὑποδείξῃς τὰ πρέποντα· σὲ ἀπέλυσαν. Ἕνας πιστὸς γυμνασιάρχης δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῷ ἕνας νεαρὸς καθηγητὴς δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀπὸ τὸν πίθηκο· ὁ μὲν ἐπαύθη ἀπὸ γυμνασιάρχης, καὶ γυμνασιάρχης ἔγινε ὁ ἄλλος ποὺ ἔλεγε τὸ ψέμα.
Ὁ ὑποφαινόμενος χρόνια δουλεύω στὸ ἔθνος μου καὶ ―ἐπιτρέψατέ μου νὰ τὸ πῶ― ἐκήρυξα τὴν ἀλήθεια. Ἤλεγξα ὅλες τὶς καταστάσεις· καὶ βασιλεῖς, καὶ πρωθυπουργούς, καὶ ἄλλους ἄρχοντας. Κατὰ κάποιο τρόπο, ἐγὼ ὁ ἀτελὴς καὶ ἁμαρτωλός, μιμήθηκα τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ διώχθηκα γι᾿ αὐτό. Ἐνῷ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ ―δὲν μισῶ κανένα― δὲν τόλμησαν νὰ ποῦν τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι»· εἶχαν ἀγαστὲς σχέσεις μὲ τοὺς σκανδαλοποιούς.
Ἡ ἀλήθεια εἶνε τοῦ Θεοῦ, τὸ ψέμα εἶνε τοῦ διαβόλου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀλήθεια! Κάνει θαύματα. Κάποιος ἦρθε ἀπὸ τὴν Αὐστραλία καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. Εἶχαν διαφωνία καὶ κατηγοροῦσε τὴ γυναῖκα του, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε. Κάποια στιγμὴ συνῆλθε. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμα, γονάτισε καὶ τί εἶπε· «Πάτερ μου, ἐξομολογοῦμαι ἐνώπιόν σας· ἁμάρτησα, πῆγα μὲ ξένες γυναῖκες, ἀλλὰ τώρα ἀποφάσισα νὰ κόψω». Ἔκλαψε, καὶ ἡ γυναίκα τὸν συγχώρησε.
Νὰ δώσῃ ὁ Θεός, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια παντοῦ· στὸ δημόσιο βίο, στὶς προσωπικὲς σχέσεις, στὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ ἄντρες καὶ γυναῖκες, γονεῖς καὶ παιδιά. Ἀλήθεια καὶ μόνο ἀλήθεια νὰ λαλοῦμε. Στὶς φλέβες μας τρέχει αἷμα μαρτύρων καὶ ἡρώων, ποὺ ἀγωνίστησαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Χάριν τῆς ἀληθείας νὰ εμεθα ἕτοιμοι γιὰ θυσίες. Τότε θὰ πᾶμε μπροστὰ καὶ θὰ δοῦμε καλύτερες μέρες, καὶ ἡ γλῶσσα μας θὰ ὑμνῇ τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 29-8-1989)

Τό «κεράκι» πρίν ἀπό τό Εὐαγγέλιο.



Στις 29 Αυγούστου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, που χαρακτηρίστηκε στην Καινή Διαθήκη ως «λύχνος καιόμενος και φαίνων» (Ιω. 6,18), και ως Πρόδρομος του Κυρίου και ως «μείζων εν γεννητοίς γυναικών» (Ματ. 11, 11). Για να γίνουν δε πιο κατανοητά τα όσα αναφέρονται στη μνήμη αυτή, θα κάνουμε λόγο πρώτα για τα όσα αναφέρονται στο γεγονός της φυλάκισης, κατόπιν για τη γιορτή των Γενεθλίων του Ηρώδη και τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη και τελικά για τα όσα ακολούθησαν το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «Πρώτος πριν από τον Ένα». Ένα μονάχα θα έλεγα ακόμη προλογικό, ότι δηλαδή

«Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε.
Ανεδείχθης γαρ όντως των Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθρον βαπτίσας κατηξιώθης τον κηρυττόμενον, ότι της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευαγγελίσω και τοις εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος».


α) Ο έλεγχος του Ηρώδη από τον Άγιο και η φυλάκιση του Ιωάννη

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης, ο Ηρώδης Αντύπας, που ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας, είχε έλθει σε αθέμιτες σχέσεις με την Ηρωδιάδα, που ήταν γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, του τετράρχου της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος, διώχνοντας άδικα από κοντά του τη νόμιμη σύζυγό του, που ήταν κόρη τού Βασιλιά της Αραβίας, Αρέτα. Το γεγονός δε αυτό και οι προκλητικότατες εμφανίσεις της Ηρωδιάδας, που συναγωνιζόταν σε αδιαντροπιά με την κόρη της Σαλώμη, προκάλεσαν, όπως ήταν επόμενο, μέγα σκάνδαλο στο λαό και κακό παράδειγμα για όλους τους Ιουδαίους. Για το λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης, όταν πληροφορήθηκε, διαμαρτυρήθηκε εντονότατα, υψώνοντας «εν ισχύι τη φωνή του και λέγοντας προς τον ακόλαστο εκείνο βασιλιά ότι ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου» (Μάρ. 6,18). Από το μήνυμα όμως αυτό ο Ηρώδης δεν συνετίστηκε, ώστε να απομακρύνει παρευθείς την Ηρωδιάδα από το παλάτι και να διορθώσει τα κακώς κείμενα, αλλά εξακολούθησε να συζεί με αυτήν παράνομα και αθεόφοβα. Παρόλα όμως αυτά, δεν θέλησε να εκδικηθεί τον Άγιο γιατί ένιωθε εσωτερικά κάποιο είδος ενοχής και ταυτόχρονα ένα δέος προς το πρόσωπο του Ιωάννη, ενώ ταυτόχρονα αισθανόταν και κάποιο φόβο για μια πιθανή εξέγερση του λαού, που έτρεχε προς τον Ιωάννη θεωρώντας αυτόν άγιο. «Ενείχεν αυτώ, λέγει η Αγία Γραφή, και ήθελεν αυτόν αποκτείναι και ουκ ηδύνατο» (Μάρ. 6, 19).
Η Ηρωδιάδα όμως , κατά το Μ. Γαλανό, «είχεν ιδικήν της ψυχολογίαν». (Οι βίοι των Αγίων, τ.Η., Αθήναι 1988, 92). Έχοντας δηλαδή πωρωμένη τη συνείδησή της, μίσησε τον Άγιο από τα βάθη της ψυχής της τόσο, ώστε να ζητεί από τον Ηρώδη επίμονα τη θανάτωσή του. Για το λόγο δε αυτό ο Ηρώδης πρόσταξε τη σύλληψη και φυλάκιση του Ιωάννη στα υπόγεια των ανακτόρων του, που είχε στο φρούριο της Μαχαιρούντας, ενώ η Ηρωδιάδα ζητούσε μια ευκαιρία κατάλληλη για να βγάλει από τη ζωή τον Άγιο, γιατί ούτε το Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους λογάριαζε.
Ενώ, δηλαδή, ο Ηρώδης κατέβαινε κάθε τόσο στα υπόγεια του παλατιού του, όπου άκουγε «ηδέως» τον Άγιο και αυτός τα όσα άκουγε «πολλά εποίει» (Μάρ. 6, 20), το μίσος της Ηρωδιάδας αυξανόταν καθημερινά όλο και περισσότερο, ώστε να καταστεί, κατά την εικόνα της κλίμακας, σαν μια οχιά φαρμακερή «τον ιόν της κακίας περιφέρουσα» και σαν τρίβυλος απανταχόθεν κεντούσαν».
Αντίθετα εντελώς προς την Ηρωδιάδα ο Ιωάννης την ίδια εποχή έλεγε για τον Κύριον ότι «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3, 30), διδάσκοντας λόγω και έργω την ταπείνωση.

β) Η γιορτή του Ηρώδη και η άδικη θανάτωση του Αγίου

Ενώ όμως τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα, κατά τα πιο πάνω, στη γιορτή των Γενεθλίων του Ηρώδη διοργανώθηκε στο παλάτι της Μαχαιρούντας ένα συμπόσιο φανταχτερό, στο οποίο έλαβαν μέρος όλοι οι άρχοντες της Γαλιλαίας, δηλαδή οι μεγιστάνες, οι χιλίαρχοι και γενικότερα οι ανώτεροι αξιωματικοί και οι σημαίνοντες. Κατά τη γιορτή δε αυτή η κόρη της Ηρωδιάδας, Σαλώμη, άρχισε να χορεύει έναν προκλητικότατο και λάγνο χορό, εξάπτοντας τα σαρκικά πάθη όλων των θεατών της, καθώς και του ίδιου του γερο-κολασμένου και μεθυσμένου Ηρώδη, που τόσο πολύ ενθουσιάστηκε επάνω στην παραζάλη του, ώστε να της τάξει με όρκο ότι θα της έδινε ό,τι του ζητούσε, έστω και αν αυτό ήταν το μισό του βασίλειο. Η ματαιόδοξη Σαλώμη έτρεξε τότε παρευθύς να συμβουλευτεί τη μητέρα της Ηρωδιάδα, λέγοντας με αγωνία: - «Τι αιτήσομαι;». Τι να ζητήσω; Αυθόρμητα τότε η κυριευμένη από λυσσαλέα οργή εναντίον του Αγίου Ηρωδιάδα αποκρίθηκε: - «Την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. 6, 24). Και η Σαλώμη, άγνωστο γιατί, πειθάρχησε. Έτρεξε δηλαδή παρευθύς στον Ηρώδη και είπε: - «Θέλω, ίνα μοι δως εξ αυτή επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. 6, 25). Θέλω δηλαδή να μου δώσεις αυτή την ώρα και χωρίς χρονοτριβή την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστή σε μια πιατέλα.
Στο άκουσμα του αιτήματος αυτού ο Ηρώδης τα έχασε γιατί ήταν κάτι που ποτέ δεν το περίμενε. Για τούτο τη στιγμή εκείνη δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Επειδή όμως όλοι οι συνδαιτημόνες είχαν ακούσει τους όρκους του και περίμεναν να ιδούν εάν θα τους εφήρμοζε, υποχώρησε για άλλη μια φορά στις αξιώσεις της Ηρωδιάδας, παρότι του ζητούσε το πιο μεγάλο και άδικο έγκλημα. Για το σκοπό αυτό έστειλε παρευθύς ένα σπεκουλάτορα (=δήμιο) στο υπόγειο του παλατιού του, προστάζοντας αυτόν να του φέρει την κεφαλήν του Αγίου. Και αυτό έγινε. Ο δήμιος, δηλαδή, αποκεφάλισε τότε τον αγιότερο των ανθρώπων όλων των εποχών και έφερε αμέσως την κεφαλή στον Ηρώδη, που την παρέδωσε στη Σαλώμη κι εκείνη με τη σειρά της στην Ηρωδιάδα, που ένιωσε, κατά τον Μ. Γαλανό, «ηδονή θαίνης» (Οι βίοι των Αγίων τ.Η, Αθήναι 1988, 93), δηλαδή την πιο άγρια και σατανική χαρά. Τόσο μεγάλο μάλιστα ήταν το μένος της Ηρωδιάδας τη στιγμή εκείνη, ώστε, κατά την παράδοση, να φτύνει για ώρες την τίμια εκείνη κεφαλή, περιλούζοντας ταυτόχρονα και με ακατανόμαστες ύβρεις. Όταν δε κουράστηκε, έθαψε την κεφαλή του Αγίου σε κάποιο μέρος της αυλής, όπου κάθε μέρα μετέβαινε για να εκσπάσει τους κρουνούς της λυσσώδους οργής της, βρίζοντας χυδαία και καταπατώντας το χώμα που σκέπαζε το ιερότατο εκείνο λείψανο.
«Μα πάλι ανάπαυση δεν έβρισκε, γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Βερίτης, στης αμαρτίας της το μεθύσι: νεκρή σου η κεφαλή κι’ εφώναζεν ουκ έξεστί σοι!

γ) Τα μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου

Ενώ όμως στο παλάτι του Ηρώδη, που χαρακτηρίστηκε από τον Κύριο ως «αλώπηξ» (Λουκ. 13, 32), ακόμη γλεντούσαν, κάποιοι από τους μαθητές του Αγίου ήρθαν το βράδυ και παρέλαβαν το νεκρό σώμα του, που είχε ριχτεί κάπου έξω από το παλάτι, και το έθαψαν ευλαβικά. Η ψυχή του όμως είχε πετάξει ήδη κατάλευκη στους ουρανούς. «Ο μεν ουν Ιωάννης, σημειώνει για τούτο ο Νικηφόρος Καλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, τω υπέρ Χριστού μαρτυρίου τιμηθείς, τους ουρανούς, ων ην άξιος, είληχε κατοικίαν» (Μ. 145, 692 β’). Οι απάνθρωποι όμως αίτιοι της θανάτωσής του βρήκαν κατά τα έργα τους.
Η Ηρώδης Αντύπας, δηλαδή, που για κάποιες πρόσκαιρες ηδονές είχε πουλήσει την ψυχή του στο σατανά, στα λίγα χρόνια που έζησε κατόπιν είχε συνεχώς εφιάλτες από τους οποίους καταδιωκόταν παντού σαν τον πρώτο φονιά της ιστορίας, τον Κάιν. «Έναν κρυφό σαράκι, γράφει ο Ι. Καρατζάς, τον έτρωγε τον Ηρώδη, που αντί να εξαφανισθή μετά τον αποκεφαλισμό, αντίθετα μεγάλωνε και θέριευε» (Ιωάννης ο Πρόδρομος, Αθήναι 1977, ι. 159). Δεν πέρασαν πολλά χρόνια άλλωστε και ο βασιλιάς της Αραβίας Αρέτας, που θεώρησε μεγάλη προσβολή την αποπομπή της κόρης του από τον Ηρώδη, στράφηκε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των δυνάμεων του τετράρχη, τον οποίο κατανίκησε ολοσχερώς. Ύστερα δε από την πανωλεθρία αυτή ο Ηρώδης θέλησε κάποια στιγμή το 37 μ.Χ. να μεταβεί στη Ρώμη για να δικαιολογήσει την κατάσταση. Μη μπορώντας όμως να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Καλλιγούλα στη Βιέννη, την «προς το βάθος της Εσπερίας κειμένην» (Μ. 145, 693), στην οποία έζησε κάποιο καιρό συντροφευμένος από την Ηρωδιάδα και τις τύψεις του, μέχρις ότου τον βρήκε ο πιο άδοξος θάνατος.
Πολύ χειρότερα, όμως, ήταν ο θάνατος της Σαλώμης, που, κατά τις διηγήσεις του ιστορικού Νικηφόρου Καλλίστου, δεν μπορούσε να ησυχάσει από τα αισθήματα ενοχής που την έπνιγαν και για το λόγο αυτό επιδόθηκε σε ταξίδια μακρινά. Σε ένα δε από τα ταξίδια αυτά, που έκανε σε καιρό χειμώνα, θέλησε να διαβεί ένα παγωμένο ποτάμι «πεζεύουσα». Κατά τη διάβαση δε αυτή ο πάγος έσπασε κάτω από τα πόδια της και το σώμα της βυθίστηκε στα παγωμένα νερά, ενώ το κεφάλι της σκάλωσε στον πάγο εκείνο. Καθώς δε «υπωρχείτο σπαργώσα» στο υγρό στοιχείο, η μιαρή κεφαλή της κόπηκε κατ’ «υπόψιν έκειτο πάσιν», οδηγούνταν αυτόματα «εις υπόμνησιν ων έδρασε τους θεωμένους (Μ. 145, 693). Όλοι δηλαδή οι θεατές θυμήθηκαν τότε την κεφαλή του Ιωάννου, που είχε ζητήσει «επί πίνακι» και κατάλαβαν το γιατί πέθανε και η ίδια κατά τον τρόπο αυτό, βρίσκοντας κατά τα έργα της. Για το λόγο αυτό άλλωστε είναι γραμμένο στην Ιερή Αποκάλυψη ότι «τα έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών» (14, 13), ενώ και από τον Απόστολο Παύλο σημειώθηκε θεόπνευστα ότι ο Θεός «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. 2, 6).
Τελείως αντίθετη όμως προς την Ηροστράτειο δόξα αυτών των πιο πάνω ήταν η δόξα του μεγάλου προφήτη, που ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε ως των γεννητών τον πιο μεγάλο. «Ουκ εγήγερται, έλεγε, εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού» (Ματ. 11, 11). Για τούτο και ο ποιητής Βερίκης έγραψε τα εξής:
«Ω της ερήμου εσύ μονάκριβε, σαν ποιο τραγούδι να σου ψάλλω, το στόμα της αλήθειας σ’ έκραξε των γεννητών τον πιο μεγάλο».
Κλείνοντας το όλο θέμα θα έλεγα, μαζί με το Νικηφόρο Κάλλιστο, ότι ο Ιωάννης ήταν «άνθρωπος το φαινόμενον, θεοειδής δε τις και υπερκόσμιος το νοούμενον» (βλ. Μ. 145, 685 C). Για τούτο δίκαια η Εκκλησία χαρακτήρισε με το στόμα των υμνογράφων της τον Άγιο ως «των προφητών σεβασμιώτερον», γιατί «υπεράθλησε της αληθείας» και ευαγγελίσθηκε «και τοις εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος».
Αυτόν δε ακριβώς τον Άγιο, τον πιο μεγάλο, κατά τους λόγους του Κυρίου, «εν γεννητοίς γυναικών, πρέπει σαν χριστιανοί να τιμούμε «επαξίως». Βλέποντας δε το κεράκι που προηγείται του ιερού Ευαγγελίου σε κάθε θεία λειτουργία, ας ενθυμούμεθα τον Τίμιο Πρόδρομο, τον οποίο συμβολίζει, και ας διδασκόμεθα από την αφιέρωση και την ασκητική ζωή, από το κήρυγμα της μετανοίας , από την κατάδειξη του Σωτήρος στους Μαθητές και προπάντων από την παραδειγματική του ταπείνωση απέναντι του Κυρίου και το μαρτυρικό θάνατο. Να έχουμε δε και μεις ως σύνθημα της ζωής το «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3,30), που είχε και ο Ιωάννης, ώστε να είμαστε και μεις, όπως και εκείνος, φίλοι του Κυρίου και κληρονόμοι της βασιλείας Του.

Του κ. Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Εφημερίδα «Ελευθερία» 29/08/2009


aktines.blogspot.com

Μετανοείτε...

ΕΝΑΣ ΕΝΣΑΡΚΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



«Ἰδού ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου…» (Ματθ. 11,10)
 ΣΗΜΕΡΑ ἑορτάζει ἕνας ἄγγελος. Ποιός ἄγγελος, ὁ Μιχαὴλ ἢ ὁ Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος; Οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. Ὁ ἄγγελος ποὺ ἑορτάζει εἶνε… ἄνθρωπος. Μὰ ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ εἶνε ἄγγελος; Ναί, ὑπάρχει. Ἄνθρωπος ἦταν, καὶ ἔγινε ἄγγελος. Ποιός εἶνε αὐτός; Ἂν κοιτάξουμε στὶς εἰκόνες, θὰ δοῦμε ἕναν ἅγιο ποὺ τὸν ζωγραφίζουν μὲ φτερά. Ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Τὸν ζωγραφίζουν μὲ φτερά, γιατὶ ἦταν ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἔζησε σὰν ἄγγελος.
Μικρὸ παιδί, ἔζησε κοντὰ στὸν πατέρα του, ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας, καὶ στὴ μητέρα του, ποὺ λεγόταν Ἐλισάβετ. Ἅγιοι ἄνθρωποι ἤτανε, καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό.

Μόλις μεγάλωσε ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριό του, ὄχι νὰ πάῃ νὰ μαζέψῃ λεφτά, ἀλλὰ γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό. Ποῦ πῆγε; Πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ ἔρημος. Εἶχε ἐκεῖ φαγητὸ καὶ κουζίνα; Ὄχι. Εἶχε στρῶμα καὶ κρεβάτι; Ὄχι. Εἶχε σπίτι; Ὄχι. Ὡς ἄγγελος ζοῦσε. Τὸ ῥοῦχο του ἦταν φτειαγμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου. Τὸ ποτό του δὲν ἦταν κρασί, οὖζο, καὶ μπίρες. Τέτοια πράγματα δὲν ἔβαζε στὸ στόμα του. Πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ μὲ τὶς χοῦφτες του ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Τροφή του, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἦταν «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4). Τί ἦταν αὐτὲς οἱ «ἀκρίδες»; Δύο ἑρμηνεῖες ὑπάρχουν. Κάτω στὴν Ἀραπιά, ποὺ ὑπάρχουν ἀκρίδες, τὶς πιάνουν, τὶς ξηραίνουν στὸν ἥλιο καὶ τὶς παστώνουν μὲ ἁλάτι. Καὶ ὅπως ἄλλοι τρῶνε τὶς γαρίδες καὶ τοὺς ἀστακούς, ἔτσι ἐκεῖ τρῶνε καὶ τὶς ἀκρίδες. Ἀλλὰ καὶ δεύτερη ἑρμηνεία ὑπάρχει, ποὺ λέει ὅτι «ἀκρίδες» εἶνε οἱ ἄκρες ἀπὸ τὰ ἄγρια χόρτα. Είτε τὸ ἕνα εἶνε ετε τὸ ἄλλο, ἡ τροφή του ἦταν πολὺ ἁπλῆ. Συντροφιὰ εἶχε ὄχι ἀνθρώπους ἀλλὰ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ λιοντάρια καὶ τοὺς λύκους, ποὺ στέκονταν σὰν ἀρνάκια κοντά του.

Μετὰ ἦρθε στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κήρυξε στὸν κόσμο μετάνοια. Νὰ μετανοήσουν οἱ φτωχοί, οἱ πλούσιοι, οἱ βασιλιᾶδες, οἱ γέροι μὲ τ᾿ ἄσπρα μαλλιά, οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄντρες, νὰ μετανοήσουν ὅλοι, ἀφοῦ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Καὶ ὁ κόσμος ἐρχόταν. Ὅπως τὸ μελίσσι τρέχει στὰ λουλούδια, ἔτσι ἔτρεχαν στὸν Ἰωάννη, αὐτὸ τὸν ἔνσαρκο ἄγγελο. Καὶ τί κάνανε κοντά του; Ἐξωμολογοῦντο «τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ματθ. 3,6).
Ὅπως ἔκαναν αὐτοὶ ποὺ πήγαιναν στὸν Ἰωάννη, ἔτσι νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του, πρέπει νὰ πάῃ νὰ ἐξομολογηθῇ. Καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης ἔζησε σὰν ἄγγελος, ἔτσι νὰ ζοῦμε κ᾿ ἐμεῖς· σὰν ἄγγελοι.

Ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἕνα μεγάλο προορισμό. Τὸ ἀκοῦμε κάθε φορὰ ποὺ λέμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν»· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6,10). Παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ὅπως οἱ ἄγγελοι πάνω στὰ οὐράνια κάνουν τὸ θέλημά του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς κάτω στὴ γῆ· νὰ κάνουμε ὄχι τὸ κέφι τοῦ διαβόλου ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ξέρουμε. Εἶνε γραμμένο στὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅταν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὰ χωριά μας, οἱ πολιτεῖες, ἡ ἀνθρωπότης ὅλη θὰ γίνῃ παράδεισος. Δὲν θὰ ὑπάρχουν κλέφτες, φονιᾶδες, ψευδομάρτυρες, πόρνοι, μοιχοί, πλεονέκτες καὶ ἅρπαγες, ἀλλὰ θὰ ὑπάρχῃ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν ζοῦν ἀγγελικῶς, σὰν τὸν Ἰωάννη. Ζοῦν σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα ἀπὸ τὰ ζῷα. Τὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνονται σὰν τὰ τετράποδα. Μιὰ ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θηρίο. Τί λέω; Τίποτε δὲν εἶνε τὸ θηρίο μπροστὰ στὸν κακὸ ἄνθρωπο.
Ὤ ὁ ἄνθρωπος! Ἔγινε ἕνα ἐπιστημονικὸ θηρίο. Ξέρεις πόσα ἀεροπλάνα εἶνε ἕτοιμα νὰ πετάξουν ἐπάνω στὸν οὐρανό; Γλέντα καὶ διασκέδαζε, ἄνθρωπε· ἔννοια σου ὅταν θὰ παρουσιαστοῦν τὰ μαυροπούλια, τ᾿ ἀεροπλάνα. Καὶ πάνω στ᾿ ἀεροπλάνα θὰ εἶνε ἄνθρωποι, ἐπιστήμονες. Αὐτοὶ θὰ πατήσουν τὰ κουμπιά. Καὶ μετά…, Θεέ μου Θεέ μου! Μιὰ βόμβα νὰ πέσῃ στὴ Θεσσαλονίκη, μία στὴν Ἀθήνα, μία στὴ Σόφια, μία στὸ Βελιγράδι, μία στὴ Μόσχα, μία στὸ Λονδῖνο, μία στὴ Νέα Ὑόρκη, μία στὸ Σικάγο…, καὶ τίποτα δὲν θὰ μείνῃ. Κάρβουνο θὰ γίνῃ ἡ γῆ.
Νά, λοιπόν, ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶνε χειρότερος ἀπὸ θηρίο. Χίλιες φορὲς νὰ μὴν εχαμε σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια, καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ ἦταν ἀγράμματοι. Τέτοια γράμματα, ποὺ θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο, τί νὰ τὰ κάνῃς; Θὰ ποῦμε σὲ λίγο αὐτὸ ποὺ λέει μιὰ προφητεία· Ἀνοῖξτε, βουνὰ καὶ σπηλιές, νὰ μᾶς κρύψετε (πρβλ. Λουκ. 23,30). Γιατὶ ἔφθασε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σ᾿ αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο.
―Πολὺ ἀπελπιστικὰ μᾶς τὰ λές.
Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ μὴν εἶνε ἀπελπιστικά, ἀλλὰ νὰ εἶνε γεμᾶτα ἐλπίδα καὶ χαρά. Πῶς; Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς ἀλλάξῃ; Ποιός μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν κόσμο; Πῶς θὰ πᾶμε μπροστὰ καὶ πῶς θὰ δοῦμε καλὲς ἡμέρες; Μὲ τὸ νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα τὴν Κυριακὴ καὶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴν πατᾶνε στὴν ἐκκλησία; ἔτσι θὰ πᾶμε καλά; Πῶς θ᾿ ἀλλάξουμε; Ἅμα ἀκούσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἐφαρμόσουμε, ἅμα ἀκούσουμε τὸν Ἰωάννη ποὺ μᾶς φωνάζει· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Ἂν ἀνοίξουμε τὰ φυλλοκάρδια μας καὶ γίνουμε ἄνθρωποι.
Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος, ὅταν ἔγινε μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες, αὐτὸς ἄναψε ἕνα φανάρι καὶ γύριζε μέσα στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες. Ὅλοι ἔλεγαν, ὅτι παλάβωσε. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν εἶχε παλαβώσει. Τὸ ρωτοῦσαν· Τί ἔπαθες, τί ζητᾷς; Κι αὐτὸς ἀπαντοῦσε· «Ἄνθρωπον ζητῶ».
Καὶ σήμερα, ποῦ εἶνε οἱ ἄνθρωποι; Δὲ᾿ ρωτᾷς, τί τραβᾶνε οἱ γυναῖκες ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τους, καὶ οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὶς γυναῖκες τους; τί τραβᾶνε οἱ μανάδες ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ γέννησαν, καὶ οἱ πατεράδες ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ κοπίασαν νὰ τὰ θρέψουν; Θηρία γινήκαμε, δαίμονες καὶ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Τί νὰ κάνουμε; Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι· ἄσπροι, μαῦροι, κόκκινοι, κίτρινοι. Αὐτὸ φωνάζει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ μᾶς φωνάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης.
Θὰ μετανοήσουμε; Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς ἀλλάξῃ; Οὔτε ὁ βούρδουλας τοῦ χωροφύλακα, οὔτε τὰ δικαστήρια… Ὅλα τὰ δοκιμάσαμε, δὲν ἀλλάζει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος. Ἕνας μπορεῖ νὰ ἀλλάξῃ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ πάρῃ τὸ κοράκι καὶ νὰ τὸ κάνῃ περιστέρι, νὰ πάρῃ τὸ λύκο καὶ τὸν κάνῃ πρόβατο. Καὶ αὐτὸς ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς εἶνε ὁ μεγαλοδύναμος Χριστός.
―Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός;
Ἐδῶ μέσα στὴν Ἐκκλησιὰ εἶνε, κύριε, καὶ ἂν ἔχῃς μάτια, καρδιὰ καὶ μυαλό, ἔλα καὶ θὰ τὸν δῇς. Βλέπεις τὸν παπᾶ; Νά ὁ Χριστός. Αὐτὸ τὸν παπᾶ, ποὺ βλέπεις μπροστά σου, ἄγγελος εἶνε. Μπορεῖ ἔξω νὰ εἶνε σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Μπῆκε στὴν ἐκκλησία, φόρεσε τὸ πετραχήλι, εἶπε τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…»; Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη μὴ τὸν βλέπεις σὰν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν ἄγγελο. Κρατάει τὰ ἅγια στὰ χέρια του. Καὶ ὅπως ὁ στρατηγός, ὅταν φορέσῃ τὴ στολή του, δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς πολίτης ἀλλὰ στρατηγός, ἔτσι καὶ ὁ παπᾶς, ὅταν βάλῃ τὸ πετραχήλι, δὲν εἶνε ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα· δὲν εἶνε ὁ Νικόλας, ὁ Ἀναστάσης, ὁ Παῦλος ἢ ὁ Πέτρος, δὲν εἶνε ὁ Μιχάλης ἢ ὁ Παντελῆς, ἀλλὰ εἶνε ἄγγελος Κυρίου. Εἶνε σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη.
Τὸν παπᾶ νὰ τὸν βλέπῃς ὡς φορέα τῆς ὑψηλοτέρας ἐξουσίας. Τὸ λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ὁ παπᾶς ἔχει ἐξουσία παραπάνω ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους». Ὁ παπᾶς μᾶς συνδέει μὲ τὸν οὐρανό, καὶ πρέπει νὰ τὸν σεβώμεθα ὅλοι. Κι ὅταν σεβώμεθα τὸν παπᾶ, εἶνε σὰν νὰ σεβώμεθα τὸ Χριστό.

Ἄγγελος είπαμε ὅτι ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ἄγγελοι εἶνε στὸν κόσμο οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄγγελοι πρέπει νὰ γίνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Αὐτὸς εἶνε ὁ προορισμός μας.
ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης, 4-1-1976)

Καὶ ὅπως λέω συχνά, δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε.

Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΣ


«Ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω»

(Ψαλμ.  113,3)


ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη. Εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων. Εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς φανερώσεως τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος.

Σήμερα ἁγιάζονται τὰ ὕδατα. Κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ ἁγιάσθηκαν τὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ. Γιὰ τὸν Ἰορδάνη μιλάει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ τὸν Ἰορδάνη μιλάει καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ὅταν λέγῃ· «Ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ.  113,3).

Στὰ λίγα λεπτά, ποὺ ἔχω στὴ διάθεσί μου, θὰ σᾶς πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸν Ἰορδάνη.

* * *
Ἰορδάνης εἶνε ἕνας ποταμὸς ὄχι ὅπως ὁ Δούναβις καὶ ὁ Βόλγας καὶ ὁ Μισσισιπής. Εἶνε ἕνας ποταμὸς σχετικὰ μικρός. Πηγὲς ἔχει στὶς χιονοσκεπεῖς κορυφὲς τοῦ Λιβάνου. Ἡ ῥοή του δὲν εἶνε ίσια· ἔχει πολλὲς στροφές, καὶ ἀπὸ τὸ ἀεροπλάνο ὁ Ἰορδάνης φαίνεται ὡς ἕνας πελώριος συστρεφόμενος ὄφις. Τὰ ῥεύματά του πέφτουν στὴ λίμνη Γεννησαρέτ. Ἀπὸ ἐκεῖ ξεχειλίζουν, συνεχίζουν νέα πορεία, καὶ πέφτουν μέσα στὴ Νεκρὰ Θάλασσα, ὅπου ἦταν ἄλλοτε οἱ περιώνυμες πόλεις Σόδομα καὶ Γόμορρα, τὶς ὁποῖες κατέστρεψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀκολασία τους.

Ὁ Ἰορδάνης εἶνε ἱστορικὸς ποταμὸς καὶ συνδέεται μὲ πολλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο κόσμο. Δύο – τρεῖς θὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ θὰ τελειώσω τὸν λόγο.

α΄. Ἡ διάβασις τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ ἀπὸ τὴν στρατιὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ «ἀβρόχοις ποσί». Ὅπως ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἦταν σκλαβωμένος τετρακόσια χρόνια στοὺς Τούρκους, ἔτσι καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦταν σκλαβωμένος στοὺς φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Ὕστερα ἀπὸ τετρακόσια χρόνια ἀνέτειλε τὸ ἄστρο τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Μωϋσῆς ὡδήγησε τὸ λαό. Βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αίγυπτο, πέρασαν τὸ ὄρος Σινά. Ἔπειτα μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ πλησίασαν τὴ Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὅταν ἔφτασαν στὸν Ἰορδάνη ἦταν καλοκαίρι καὶ τὰ χιόνια τοῦ Λιβάνου εἶχαν λειώσει. Ὁ ποταμὸς εἶχε πλημμυρίσει καὶ ἦταν ἀδιάβατος. Τὸν πέρασαν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι – πῶς; Μὲ βάρκες, μὲ μέσα ποὺ διαθέτει σήμερα τὸ μηχανικό; Ὄχι. Τὸν πέρασαν διὰ θαύματος· καὶ εἶνε ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ τὸ μαρτυροῦν καὶ τὰ εὑρήματα τῆς ἀρχαιολογίας. Κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, μόλις πάτησαν τὰ πόδια τῶν ἱερέων μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς διαθήκης στὸν Ἰορδάνη, ὁ ποταμὸς κόπηκε στὰ δύο. Τὸ ἕνα μέρος κύλησε πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸ ἄλλο ἔγινε πελώριο φράγμα, σὰν τὸ φράγμα τοῦ Ἁλιάκμονος. Ἔτσι πέρασαν οἱ Ἰσραηλῖτες «ἀβρόχοις ποσίν» (Ἰησ. κεφ. 3-4).

β΄. Ἄλλη ἱστορικὴ ἀνάμνησι, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, εἶνε ἡ θεραπεία τοῦ Νεεμάν. Κοντὰ στὸν Ἰορδάνη εἶνε ἡ Συρία. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας ἀρχιστράτηγος ἔνδοξος, ποὺ ὠνομάζετο Νεεμάν. Αὐτὸς προσεβλήθη, ἀπὸ κορυφῆς μέχρις ὀνύχων, ἀπὸ μία κατηραμένη ἀρρώστια, τὴ λέπρα, ποὺ τότε ἦταν ἀθεράπευτη. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆρε φάρμακα, ἀλλὰ δὲν βρῆκε θεραπεία. Τότε κάποια Ἰσραηλίτισσα ὑπηρέτρια τῆς γυναίκας του εἶπε· Ἀφέντη, θὰ γίνῃς καλά, ἐὰν πᾷς νὰ δῇς τὸν Ἐλισαῖο τὸν προφήτη, τὸν μαθητὴ τοῦ Ἠλία· ἐκεῖνος θὰ σοῦ πῇ τί θὰ κάνῃς. Ἐδίσταζε, ἀμφέβαλλε, ἀλλὰ ἐπὶ τέλους πῆγε. Καὶ ὁ Ἐλισαῖος τοῦ εἶπε· Μὴ φοβᾶσαι, θὰ θεραπευθῇς, ἐὰν ἑπτὰ φορὲς λουσθῇς στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Τὸ θεώρησε γελοῖο αὐτὸ ὁ Νεεμάν. Νὰ πάῃ αὐτός, ἀρχιστράτηγος ἔνδοξος, νὰ βγάλῃ τὴ στολή του, νὰ ξεγυμνωθῇ καὶ νὰ πέσῃ στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου ἑπτὰ φορές. Στὴν ἀρχὴ ἐδίσταζε. Κατόπιν ὅμως πῆγε, ἐλούσθη ἑπτὰ φορὲς στὸν ποταμό, καὶ ἐθεραπεύθη τελείως ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του (Δ΄ Βασ. κεφ. 5).

γ΄. Καὶ τρίτη ἱστορικὴ ἀνάμνησις εἶνε ὅτι στὸν Ἰορδάνη ἔστησε τὸ βῆμα του, τὸν ἄμβωνά του, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος καλοῦσε τὸν κόσμο σὲ μετάνοια. Ὅσοι μετανοοῦσαν ἔμπαιναν μέσα στὸν ποταμὸ καὶ ἐξωμολογοῦντο τὰ ἁμαρτήματά τους. Ἔμεναν στὸ νερὸ λίγο ἢ πολύ, ἀνάλογα μὲ τὴ διάρκεια τῆς ἐξαγορεύσεως τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ἐδοξάσθη, λοιπόν, ὁ Ἰορδάνης ὅταν ἡ στρατιὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ πέρασε «ἀβρόχοις ποσὶ» τὸ ῥεῦμα του. Ἐδοξάσθη ὅταν ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος ἐθεραπεύθη ἀπὸ τὰ νερά του. Ἐδοξάσθη ὅταν στὶς ὄχθες του ἔστησε τὸ βῆμα τῆς ἀληθείας ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ἐδοξάσθη ὅμως πολὺ περισσότερο καὶ ἔγινε παγκόσμιος ὁ Ἰορδάνης ἀπὸ τὴ βάπτισι τοῦ Χριστοῦ. Ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι τοὺς ποταμοὺς τῆς γῆς. Ἀλλ᾿ ἕνας ποταμὸς εἶνε γνωστὸς σὲ ὅλη τὴν χριστιανοσύνη, γιατὶ σ᾿ αὐτὸν ἔγινε τὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἱστορίας, ὅτι στὰ νερά του ἐβαπτίσθη ὁ Χριστός, ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη, ὡς ἀναμάρτητος. Ἂν προσέξατε, μιὰ λέξι τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἀποδεικνύει τὴν ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ λέξις αὐτὴ εἶνε τὸ «εὐθύς». «Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Είπαμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐβαπτίζοντο ἔμεναν μέσα στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ὅσο ἐξωμολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες τους. Ἄλλος ἔμενε ἕνα τέταρτο, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἄλλος μία ὥρα καὶ ἄλλος περισσότερο. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, μόλις μπῆκε βγῆκε. «Ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Δὲν ἔμεινε καθόλου, οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο, γιατὶ δὲν εἶχε νὰ πῇ καμμιά ἁμαρτία.

* * *
Ἐγὼ ὅμως, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ σᾶς μιλήσω γι᾿ αὐτὸ τὸν Ἰορδάνη, ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἄλλο Ἰορδάνη, ποὺ εἶνε πολὺ κοντά μας καὶ θὰ πρέπῃ ὅλοι νὰ τὸν περάσουμε· καὶ ἀλλοίμονό μας, ἂν δὲν τὸν περάσουμε.

Ἂν σᾶς πῶ νὰ πᾶτε κάτω στὸν Ἰορδάνη, θὰ μοῦ πῆτε ὅτι δὲν ἔχετε καιρό, ὅτι εἶνε δύσκολο καὶ ὅτι δὲν ἔχετε λεφτά. Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ σᾶς πῶ νὰ πᾶτε σ᾿ ἐκεῖνο τὸν Ἰορδάνη, ἀλλὰ σ᾿ ἕναν ἄλλον Ἰορδάνη, ποὺ εἶνε ἀπείρως ἀνώτερος ἀπὸ τὸν φυσικὸ Ἰορδάνη ποταμό. Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ποταμός; Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος σήμερα. Ὁ ποταμὸς αὐτός, ποὺ ῥέει ἀκαταπαύστως διὰ μέσου ὅλων τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν, εἶνε ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος. Εἶνε ἡ «ἐπιφάνεια» (Τίτ. 2,13), δηλαδὴ ἡ φανέρωσις, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, πρὸ παντὸς δὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Σταματῶ ἐδῶ, γιὰ νὰ σᾶς πῶ κάτι μεγάλο· ὄχι δικό μου, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι ἔχετε κλάψει. Ἄλλος ἔκλαψε τὸν πατέρα του, ἄλλος τὴ μητέρα του, ἄλλος τὸ παιδί του, ἄλλος κάποιον συγγενῆ του· εἶνε γεμάτη ἀπὸ δάκρυα ἡ ἀνθρωπότης. Κοιλὰς κλαυθμῶνος ἔγινε ὁ κόσμος. Ἂν ἕνας ἄγγελος μαζέψῃ τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ κάνῃ μιὰ λίμνη μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν Πρέσπα. Ἀλλ᾿ αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶνε ἄχρηστα. Ὑπάρχουν κάποια ἄλλα δάκρυα πολύτιμα. Εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Ποιός ἀπὸ ἐσᾶς ἔκλαυσε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά του;

Μάτια, ποὺ κλαῖτε γιὰ ἄλλα πράγματα, δῶστε μου ἕνα δάκρυ μετανοίας! Τὸ δάκρυ ποὺ ἔχυσε ἡ πόρνη, τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν οἱ ἁμαρτωλοὶ στὰ ἐξομολογητήρια, ἕνα τέτοιο δάκρυ, λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ παίρνουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, τὸ πᾶνε στὸ θρόνο Του, καὶ γίνεται Ἰορδάνης ποταμός.

Ὅλοι μας πρέπει νὰ περάσουμε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν Ἰορδάνη. Καὶ ὅπως λέω συχνά, δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὸ ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ εἶνε σατανικό. Ἕνας μόνο δὲν μετανοεῖ, ὁ σατανᾶς.
Είθε λοιπὸν τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἀπὸ τὰ μάτια τὰ δικά μου καὶ ἀπὸ τὰ μάτια τὰ δικά σας καὶ ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων, μικρῶν καὶ μεγάλων, παιδιῶν καὶ γερόντων, ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, νὰ φύγῃ ἕνα δάκρυ μετανοίας γιὰ ὅ,τι ἁμαρτωλὸ ἔχουμε πράξει. Γιὰ τὰ λόγια τὰ ἄπρεπα ποὺ είπαμε, γιὰ τὶς σκέψεις τὶς ἁμαρτωλὲς ποὺ κάναμε, καὶ γιὰ τ᾿ ἁμαρτωλά μας ἔργα ποὺ ἐπράξαμε, νὰ χύσουμε ἕνα δάκρυ.
Νὰ κλαύσωμε, ἀδελφοί μου, γιὰ ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ θρηνήσουμε, γιὰ νὰ περάσουμε ἔτσι τὸν πνευματικὸ Ἰορδάνη. Καὶ ὁ Ἰορδάνης τῶν δακρύων εἶνε ἀπείρως ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη στὸν ὁποῖον σήμερα ἁγιάζονται τὰ ὕδατα.

                                                                                                            † Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας 
Αὐγουστῖνος

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου 
στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 6-1-1979

Μετανοείτε...


Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ




Του Φωτίου Κόντογλου.

Σήμερα που γράφω, 29 Αυγούστου, είναι η μνήμη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Χθες το βράδυ ψάλαμε τον Eσπερινό κατανυκτικά σ’ ένα παρεκκλήσι, κ’ ήτανε μοναχά λίγες γυναίκες και δυο-τρεις άνδρες.
Σήμερα το πρωί ψάλαμε τη λειτουργία του πάλι με λίγους προσκυνητές. Τα μαγαζιά ήτανε ανοιχτά, όλοι δουλεύανε σαν να μην ήτανε η γιορτή του πιο μεγάλου αγίου της θρησκείας μας. Αληθινά λέγει το τροπάρι του «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Kυρίου, Πρόδρομε».
Με εγκώμια και με ευλάβεια γιορτάζανε άλλη φορά οι ορθόδοξοι χριστιανοί τον Πρόδρομο, αλλά τώρα του φτάνει η μαρτυρία του Κυρίου.  Αυτή η μαρτυρία θ’ απομείνει στον αιώνα, είτε τον γιορτάζουνε είτε δεν τον γιορτάζουνε οι άνθρωποι, είτε τον θυμούνται είτε τον ξεχάσουνε. Κ’ η μαρτυρία είναι τούτη: πως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος είναι «ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων» δηλ. «ο πιο μεγάλος απ’ όσους γεννηθήκανε από γυναίκα» κατά τα λόγια του ίδιου του Χριστού. Γι’ αυτό κ’ η Eκκλησία μας ώρισε να μπαίνει το εικόνισμά του πλάγι στην εικόνα του Χριστού, στο εικονοστάσιο της κάθε ορθόδοξης εκκλησιάς.
Ο ιερός Λουκάς αρχίζει το Ευαγγέλιό του με την ιστορία του Προδρόμου και λέγει «Εγένετο εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαίας, ιερεύς τις ονόματι Ζαχαρίας εξ εφημερίας Αβιά»: «Στις μέρες του Ηρώδη του βασιλιά της Ιουδαίας ήτανε ένας ιερέας Ζαχαρίας από την εφημερία του Αβιά, κ’ η γυναίκα του ήτανε από τις θυγατέρες του Ααρών, και τη λέγανε Ελισσάβετ κ’ ήτανε δίκαιοι κ’ οι δυο ενώπιον του Θεού, γιατί πορευόντανε με όλες τις εντολές και με τα δικαιώματα του Κυρίου, αψεγάδιαστοι. Και δεν είχανε παιδί, γιατί η Ελισσάβετ ήτανε στείρα, κ’ ήτανε κ’ οι δυο περασμένοι στην ηλικία. Και κει που λειτουργούσε τη μέρα που ήτανε η σειρά του να λειτουργήσει ο Ζαχαρίας, και μπήκε στο ιερό να θυμιάσει, κι’ ο κόσμος προσευχότανε έξω κατά την ώρα που θυμίαζε.
Και φανερώθηκε στον Ζαχαρία ένας άγγελος Κυρίου και στεκότανε δεξιά από το θυσιαστήριο.
Και ταράχθηκε ο Ζαχαρίας σαν τον είδε, κ’ έπεσε φόβος απάνω του. Και του είπε ο Άγγελος: Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί ακούσθηκε η δέησή σου, κ’ η γυναίκα σου θα γεννήσει γυιό και θα βγάλεις τόνομά του Ιωάννη, και θάναι για σένα χαρά κι’ αγαλλίαση, και πολλοί θα χαρούνε για τη γέννησή του, γιατί θάναι μέγας ενώπιον του Κυρίου.
Να μην πιει κρασί κι’ άλλα πιοτά, και θα είναι γεμάτος από άγιο Πνεύμα από την κοιλιά της μητέρας του, και θα γυρίσει πολλούς από τους γυιούς του Ισραήλ στην πίστη του Θεού τους. Κι’ αυτός θα έλθει μπροστά απ’ αυτόν με το πνεύμα και με τη δύναμη του Ηλία, για να γυρίσει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά τους, κι’ ανθρώπους ανυπάκουους στη φρονιμάδα, και για να ετοιμάσει για τον Κύριο λαό διαλεγμένον.
Κ’ είπε ο Ζαχαρίας στον άγγελο: Από τι θα καταλάβω πως θα γίνουνε αυτά που λες; γιατί εγώ είμαι γέρος κ’ η γυναίκα μου περασμένη. Και του αποκρίθηκε ο Άγγελος και του είπε: Εγώ είμαι ο Γαβριήλ που παραστέκουμαι μπροστά στο Θεό, και στάλθηκα να σου μιλήσω και να σου φέρω την καλή είδηση.
Και να, θα πιασθεί η λαλιά σου και δεν θα μπορείς να μιλήσεις, ώς τη μέρα που θα γίνουν όλα αυτά, επειδή δεν πίστεψες στα λόγια μου που θα γίνουνε στον καιρό τους. Κι’ ο λαός περίμενε νάβγει από το ιερό. Και σαν εβγήκε, δεν μπορούσε να μιλήσει, και καταλάβανε πως είδε κάποια οπτασία μέσα στο ιερό. Κ’ εκείνος τους έγνεφε κ’ ήτανε κουφός».
Κι’ αληθινά γενήκανε όλα όπως τα είχε πει ο άγγελος στον Ζαχαρία, κ’ ένοιωσε πως απόμεινε βαρεμένη η Eλισσάβετ, κ’ έκρυβε τον εαυτό της πέντε μήνες.
Και σαν ήρθε ο καιρός να γεννήσει, γέννησε αρσενικό. Και σαν τ’ ακούσανε οι γειτόνοι κ’ οι συγγενείς της, πήγανε και τη συγχαρήκανε. Κ’ ύστερα από οχτώ μέρες, πήγανε οι συγγενείς για να κάνουνε την περιτομή του παιδιού και το φωνάξανε με τόνομα του πατέρα του Ζαχαρία.
Κ’ η μητέρα του είπε: Όχι, θα το βγάλουμε Ιωάννη. Κ’ οι άλλοι της είπανε πως κανένας στο σόγι σας δεν έχει αυτό τόνομα. Ρωτούσανε και τον πατέρα του με νοήματα τι θέλει να το βγάλουνε το παιδί. Και κείνος ζήτησε πινακίδι κ’ έγραψε: Ιωάννης είναι τόνομά του. Κι’ όλοι θαυμάσανε.
Τότες άνοιξε μονομιάς το στόμα του κ’ η γλώσσα του σάλεψε και μιλούσε και φχαριστούσε το Θεό. Κι’ όσοι βρεθήκανε στο σπίτι φοβηθήκανε και διαλαληθήκανε όσα γινήκανε σ’ όλα τα βουνά της Ιουδαίας.
Kι’ ο Ζαχαρίας φωτίσθηκε από το άγιον Πνεύμα και προφήτεψε κ’ είπε: «Βλογημένος νάναι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, γιατί θυμήθηκε κ’ έστειλε λύτρωση στο λαό του, και σήκωσε απάνω κ’ έσωσε το σπίτι του Δαυίδ του παιδιού του, και δεν ξέχασε τον όρκο που έδωσε στον Αβραάμ τον πατέρα μας.
Κ’ εσύ, παιδί μου, θα γίνεις προφήτης του Yψίστου, και θα περπατήξεις μπροστά από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του και να δώσεις στο λαό του γνώση και σωτηρία, επειδή τον σπλαχνίσθηκε ο Θεός μας και συγχώρησε τις αμαρτίες του, κ’ ήρθε απάνω μας ανατολή από ψηλά, για να φωτίσει εκείνους που κάθουνται στο σκοτάδι και στον ίσκιο του θανάτου, και να οδηγήσει τα πόδια μας σε δρόμο ειρήνης».
Και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε το πνεύμα του, και ζούσε στις ερημιές, ως τη μέρα που φανερώθηκε και κήρυχνε στους Iσραηλίτες (Λουκ. α΄, 5-80).
Στα δεκαπέντε χρόνια από τη μέρα που βασίλεψε στη Ρώμη ο Τιβέριος, τον καιρό που ήτανε ηγεμόνας της Ιουδαίας ο Πόντιος Πιλάτος, κ’ ήτανε τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης, γίνηκε λόγος του Θεού στον Ιωάννη το γυιό του Ζαχαρία, που ζούσε στην έρημο, και πήγε στα περίχωρα του Ιορδάνη, κηρύχνοντας να μετανοούνε και να βαφτίζουνται για να συγχωρηθούνε οι αμαρτίες τους.
Κ’ έλεγε σε κείνους που πηγαίνανε να βαφτισθούνε: «Γεννήματα της οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από την οργή που έρχεται καταπάνω σας; Κάνετε λοιπόν καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μην πιάνετε και λέτε: εμείς έχουμε πατέρα τον Αβραάμ.
Γιατί σας λέγω πως ο Θεός μπορεί από τούτα τα λιθάρια να αναστήσει παιδιά του Αβραάμ. Και το τσεκούρι είναι κιόλας κοντά στη ρίζα των δέντρων κάθε δέντρο που δεν κάνει καρπό καλό, κόβεται, και ρίχνεται στη φωτιά».
Μια μέρα καθότανε ο Ιωάννης με τους μαθητάδες του, Ανδρέα κ’ Ιωάννη, κ’ είδανε τον Χριστό από μακριά. Τότε γύρισε ο Πρόδρομος και τους λέγει: «Να το αρνί του Θεού, που σηκώνει απάνω του τις αμαρτίες του κόσμου». Κ’ οι δυο μαθητές του ακολουθήσανε τον Χριστό.
Μετά καιρό, έστειλε ο Πρόδρομος δυο μαθητές του να ρωτήσουνε τον Χριστό: «Εσύ είσαι αυτός που θάρθει, ή άλλον περιμένουμε;» Και τόκανε αυτό για να φανεί πως ο Χριστός ήτανε ο Μεσσίας. Την ώρα που πήγανε, ο Χριστός είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους. Και σαν τον ρωτήσανε αν είναι αυτός ο Μεσσίας ή περιμένουνε άλλον, τους αποκρίθηκε: «Πηγαίνετε και πέστε στον Ιωάννη όσα είδατε κι’ όσα ακούσατε τυφλοί βλέπουνε, κουτσοί περπατούνε, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούνε, νεκροί αναστήνουνται, φτωχοί παίρνουνε ελπίδα.
Κ’ είναι καλότυχος όποιος δεν θα σκανδαλισθεί για μένα και θα με πιστέψει». Σαν φύγανε οι μαθητές του Ιωάννη, ο Χριστός γύρισε κ’ είπε στους Ιουδαίους για τον Ιωάννη: «Τί βγήκατε να δήτε στην έρημο; Κανένα καλάμι που να το σαλεύει ο άνεμος;
Τί βγήκατε να δήτε; Κανέναν άνθρωπο ντυμένον με μαλακά ρούχα; Να, όσοι είναι ντυμένοι μ’ ακριβά και μαλακά ρούχα, κάθουνται στα παλάτια.
Τί βγήκατε λοιπόν να δήτε; Κανέναν προφήτη; Ναι, σας λέγω, και περισσότερο από προφήτη. Γι’ αυτόν είναι γραμμένο: ‘Να, εγώ στέλνω τον άγγελό μου πριν από το πρόσωπό σου που θα ετοιμάσει το δρόμο σου μπροστά σου’. Λοιπόν σας λέγω, κανένας προφήτης απ’ όσους γεννήσανε γυναίκες δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον βαπτιστή» (Λουκ. γ΄, 1-9 και ζ΄, 18-28).
Έναν τέτοιον άγιο δεν έχουμε καιρό να γιορτάσουμε. Έχουμε όμως καιρό να γιορτάζουμε και να κάνουμε φαγοπότια όπως έκανε ο Ηρώδης, σε καιρό που πεινάνε χιλιάδες αδέλφια μας. Απάνω σ’ ένα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ο Πρόδρομος, κι’ αυτή την ιστορία την ξέρουνε όλοι. Αυτός ο τύραννος, για να γίνει τετράρχης της Ιουδαίας, σκότωσε πολλούς εχθρούς του.
Στον καιρό του ο κόσμος είχε γεμίσει από σκοτωμό και σκληροκάρδια. Οι λεγεώνες της Ρώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. Ο Καίσαρας, ο Πομπήιος, ο Αντώνιος, ο Οκτάβιος, ο Βρούτος, ο Κάσσιος πολεμούσανε ο ένας καταπάνω στον άλλον για το ποιος θα εξουσιάζει την οικουμένη.
Οι πιο μικροί σατράπες, σαν τον Ηρώδη, τρωγόντανε κι’ αυτοί μεταξύ τους και κολλούσανε σ’ ένα δυνατόν ο καθένας. Ο Ηρώδης ήτανε φίλος με τον Αντώνιο που πήρε στην εξουσία του την Ασία ύστερα από τη μάχη που έγινε στους Φιλίππους.
Σαν σκότωσε όλους τους εχθρούς του, απόμεινε ένας μοναχός που τον λέγανε Υρκανό, κ’ ήτανε αρχιερέας, μα έκρυβε πονηρά την έχθρητά του ώς να μπορέσει να τον ξαποστείλει κι’ αυτόν στον άλλον κόσμο. Στην πονηριά ήτανε τέτοιος, που ο Χριστός τον έλεγε πονηρή αλεπού.
Μα η πεθερά του Ηρώδη Αλεξάνδρα, που ήτανε κόρη του Υρκανού, κατάλαβε τον κακό σκοπό του, κ’ έγραψε στη βασίλισσα της Αιγύπτου την Κλεοπάτρα και την παρακαλούσε να μιλήσει στον Αντώνιο, τον εραστή της, για το γυιό της τον Αριστόβουλο.
Κείνες τις μέρες πήγε στην Ιερουσαλήμ ένας φίλος του Αντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Και σαν είδε τον Αριστόβουλο και την αδελφή του Μαριάμη, απόμεινε σαστισμένος απ’ την εμορφιά τους, κ’ είπε στην Aλεξάνδρα να στείλει στο μασκαρά τον Αντώνιο τις ζωγραφιές τους. Σαν τις είδε ο Αντώνιος, πολύ ευχαριστήθηκε κ’ έγραψε να του στείλουνε τον Αριστόβουλο.
Μα ο Ηρώδης, που είχε μυρισθεί τα σχέδια της Aλεξάνδρας, έγραψε στον Aντώνιο πως αν έφευγε από την Ιερουσαλήμ ο Αριστόβουλος, θα γινόντανε ταραχές κι’ ακαταστασίες. Την Αλεξάνδρα την πρόσταξε να κάθεται στην Iερουσαλήμ, για να βλέπει τι κάνει, γι’ αυτό και κείνη έγραψε και παραπονιότανε στην Κλεοπάτρα, που της μήνυσε να πάρει τον Αριστόβουλο και να πάγει στην Αίγυπτο.
Για να ξεφύγει λοιπόν από τα νύχια του Ηρώδη, είπε και φτιάξανε δυο σεντούκια και στόνα μπήκε αυτή και στ’ άλλο ο Αριστόβουλος. Αλλά τους πρόδωσε στον τύραννο ένας υπηρέτης του, και τους πιάσανε και τους πήγανε στην Ιερουσαλήμ. Ο Ηρώδης έκανε πως τους συγχώρησε, μα σε λίγον καιρό βρήκε ευκαιρία να εκδικηθεί.
Μια βραδιά η Αλεξάνδρα τον προσκάλεσε σ’ ένα συμπόσιο που έκανε στην Ιεριχώ, κι’ αυτός προσκάλεσε τους φίλους του να κολυμπήσουνε στις θαυμαστές γούρνες που είχε κανωμένες για να διασκεδάζει. Έτσι, εκεί που κολυμπούσανε και παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε τον δυστυχισμένο τον Αριστόβουλο. Ο Ηρώδης έκανε πως πικράθηκε πολύ κ’ έθαψε τον Αριστόβουλο με μεγάλη πομπή, μα ο κόσμος ήξερε πως αυτός τον σκότωσε.
Όλη η ζωή του στάθηκε γεμάτη από φονικά και ραδιουργίες. Στο τέλος αρρώστησε και σκουλήκιασε το κορμί του, και πέθανε ύστερα από μεγάλη αγωνία στο 2 μ.Χ. Ανάμεσα λοιπόν στα τερατουργήματα που έκανε ήτανε κ’ η σφαγή των 14.000 νηπίων κατά τη Γέννηση του Χριστού, κι’ ο αποκεφαλισμός του Προδρόμου, σ’ ένα συμπόσιο που έκανε, όπου η γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, Ηρωδιάδα, έβαλε την κόρη της Σαλώμη και χόρεψε μπροστά του γυμνή. Και τόσο ενθουσιάσθηκε ο τύραννος από το χορό, που έταξε στη Σαλώμη να της δώσει το μισό βασίλειό του.
Μα εκείνη, δασκαλεμένη από τη μάνα της, που εχθρευότανε τον Ιωάννη επειδή τη μάλωνε γιατί ζούσε με τον αδελφό του ανδρός της, του ζήτησε το κεφάλι του Προδρόμου. Ο Ηρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατά βάθος κι’ αυτό το θηρίο σεβότανε τον Ιωάννη για άγιο, και μαζί μ’ αυτό φοβότανε και τον κόσμο που τιμούσε τον Ιωάννη σαν προφήτη.
Επειδή όμως είχε πάρει όρκο, έστειλε ένα στρατιώτη και τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή, κ’ η Σαλώμη έφερε το κεφάλι και τόβαλε απάνω στο τραπέζι, σ’ ένα ματωμένο δίσκο. Και τότε, εκείνη η φρενιασμένη τίγρη ευχαριστήθηκε και τρύπησε τη γλώσσα του με μια βελόνα για να την εκδικηθεί, επειδή ολοένα έλεγε: «Μετανοείτε!». Και, ω του θαύματος, μόλις τρύπησε τη γλώσσα του η πόρνη, μίλησε κ’ είπε πάλι: «Μετανοείτε!»
Αυτά γινήκανε μέσα σ’ ένα ασβολερό φρούριο που το λέγανε Μαχαιρούντα, στα βουνά της Περαίας. Το αγιασμένο λείψανο πρόσταξε ο Ηρώδης να το θάψουνε μαζί με το κεφάλι, μα η Ηρωδιάδα ζήτησε να θάψουνε την κεφαλή χωριστά, από το φόβο της μην κολλήσει με το κορμί και ζωντανέψει και σηκωθεί απάνω.
Οι μαθητές του Ιωάννου πήγανε νύχτα και κλέψανε το σώμα του και το θάψανε σ’ άλλο μέρος. Αυτό το μακάριο τέλος έλαβε για την αλήθεια ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, το χελιδόνι που έφερε την άνοιξη στον αμαρτωλό τον κόσμο οπού τον έδερνε χειμώνας βαρύς.
Από τους μαθητάδες του, δυο πήγανε με τον Χριστό, κι’ άλλοι απομείνανε χωρισμένοι από τον Χριστό, και κάνανε μίαν αίρεση που λεγότανε Προδρομίτες, κι’ από τον Ιορδάνη έφταξε ως το Χουσιστάν της Περσίας, και βρίσκονται ακόμα.
Οι ίδιοι λένε τους εαυτούς τους Ναζωραίους, ενώ οι μωχαμετάνοι τους λένε Σαβί. Πιστεύουνε πως ο Ιωάννης είναι ο πιο μεγάλος προφήτης, και πως ο Θεός θα στείλει ένα θεάνθρωπο που τον λένε Μαντάι Ιαχία, που θα πει ‘Λόγος της ζωής’ για τούτο τους λένε και Μανταίους. Γι’ αυτόν τον θεάνθρωπο διδάσκουνε πως βαφτίσθηκε από τον Πρόδρομο και πως έζησε λίγον καιρό στον κόσμο και πως έκανε θαύματα, και πως σταυρώθηκε, ωστόσο δεν παραδέχουνται πως αυτός είναι ο Χριστός.
Έχουνε κάποια ιερά βιβλία με τ’ όνομα Λόγοι της ζωής, τους Ψαλμούς, ένα άλλο βιβλίο που το λένε Ζεβούρ, που λένε πως είναι πολύ αρχαίο, γραμμένο από τον Αδάμ, σε γλώσσα χαλδαϊκή, κι’ ακόμα ένα που το λένε Διβάν. Συμπαθούνε τους χριστιανούς, μα εχθρεύουνται τους μωχαμετάνους.

(από το Βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί, Εκδόσεις Ακρίτας 2000)