.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τι είναι αμαρτία και τι μας πρόσφερε ο Χριστός.



Ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο ασθενή ώστε να αμαρτάνει εξαιτίας της ασθένειας, όπως συμβαίνει τώρα. Και ότι άλλη είναι η αμαρτία του Αδάμ και άλλες οι αμαρτίες τις οποίες διαπράττουμε εμείς. Τι είναι αμαρτία και τι μας πρόσφερε ο Χριστός. Και ότι γι’ αυτό το σκοπό έγινε ο Θεός άνθρωπος, για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου,
Κεφάλαιο Θ’.
Δες την αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ ενώ καθόταν στη δόξα και στην απόλαυση του παραδείσου, και δεν θα βρεις καμιά ανάγκη ή ασθένεια ή πρόφαση καθόλου εύλογη, παρά μόνο καταφρόνηση της εντολής και την αγνωμοσύνη και αχαριστία και αποστασία προς αυτόν τον ίδιο που τον δημιούργησε από το χώμα. Υπήρξε όμως αφορμή μεγάλης συγγνώμης γι’ αυτόν, το ότι όχι εθελουσίως και από μόνος του αλλά δέχθηκε τη συμβουλή από αυτόν που τον εξαπάτησε· υπήρξε επίσης αφορμή το ότι περιβαλλόταν σάρκα. Και η συγγνώμη δόθηκε, πρώτον μεν, διότι απατήθηκε, δεύτερον δε, διότι ασθένησε. Διότι επειδή έγινε κατά τη φύση ασθενής, και ευμετάβολος εξαιτίας της ταλαιπωρίας, δεν μπόρεσε να επαρθεί και να αποστατήσει όπως ο άσωτος διάβολος και οι άγγελοί του.
Και τώρα άγοντας την ασθένεια φυσική ο άνθρωπος και εξαιτίας της αμαρτάνοντας, γίνεται ευγνώμων και χωρίς να θέλει· και ατενίζοντας προς τον Θεό, ζητεί αυτά τα δύο, συγχώρηση και δύναμη. Τη μεν για όσα αμάρτησε – διότι αν και λόγω ασθενείας συμβαίνουν τα παραπτώματα, αλλ’ έπρεπε να αντισταθεί μέχρι αίματος εναντίον της αμαρτίας -, τη δε δύναμη, ώστε αφού δυναμωθεί εκ Θεού, με τη χάρη του Χριστού και δωρεάν, ούτε να θέλει ή να μπορεί να αμαρτάνει, και να ενισχυθεί ώστε να γίνεται ευάρεστος στον Θεό.
Κανείς από μας δεν αμάρτησε όμοια με την παράβαση του Αδάμ, αλλ’ ούτε μπορεί να διαπράξει, την ίδια αμαρτία, επειδή ούτε άλλος άνθρωπος δημιουργήθηκε όπως ήταν εκείνος, χωρίς καμιά έλλειψη, χωρίς λύπη, απαλλαγμένος από κάθε φυσική ανάγκη. Ποιά λοιπόν ήταν η τιμωρία της αμαρτίας εκείνου; Κάθε στέρηση και η ολική φυσική ανάγκη της φύσεως, πείνα, δίψα, ανάγκη τροφής και ποτού, αίσθηση κρύου στο ψύχος και θερμότητας στον καύσωνα, ανάγκη ενδυμάτων και σκεπασμάτων, κόπος και πόνος και ιδρώτας εξαιτίας της ανάγκης. Έπειτα τί ακολούθησε; Ενώ τα χρειαζόταν όλα αυτά, δεν έδειξε υπομονή κι ευγνωμοσύνη. Κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή, έχοντας άγνοια της αμαρτίας του προπάτορα, εξαιτίας τις οποίας συμβαίνουν σε όλη την ανθρώπινη φύση αυτές οι πρόσκαιρες τιμωρίες, γίνεται θρασύς και θέλει να βρει άνεση με την πλεονεξία και την αρπαγή των ξένων πραγμάτων και την αδικία.
Αυτές λοιπόν είναι οι αμαρτίες μας: Δεν ανεχόμαστε τις τιμωρίες, δεν ευγνωμονούμε, δεν καρτερούμε, αλλά αντιστεκόμαστε κατά κάποιο τρόπο ως εχθροί του Θεού στην απόφαση του Κυρίου που παγιώθηκε στη φύση μας και λέει: «Με τον ιδρώτα του προσώπου θα τρως το ψωμί». Αγωνιζόμαστε μεν, δεν τα καταφέρνουμε όμως, διότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε τους ιδρώτες γι’ αυτά. Γι’ αυτό είναι μακάριος εκείνος που υπομένει αυτές τις πρόσκαιρες τιμωρίες, στις οποίες καταδικάστηκε να ζει εξαιτίας της αμαρτίας του προπάτορα. Και ακριβώς λόγω αυτών των τιμωριών χαρίστηκε ο θάνατος από τον αγαθό Θεό στους πάσχοντες, ώστε όσοι υπομένουν ευχαρίστως τις πρόσκαιρες αυτές ακούσιες τιμωρίες να αναπαυθούν, και να αναστηθούν και να δοξαστούν χάρη στον δεύτερο Αδάμ τον αναμάρτητο Ιησού Χριστό ως Θεό, ο οποίος παραδόθηκε στο θάνατο για τα παραπτώματα μας και αναστήθηκε για να δικαιωθούμε. Διότι ο Θεός με το να γίνει άνθρωπος έφερε στους ανθρώπους αυτές τις δύο μεγάλες ευεργεσίες: το ότι ένωσε τη θεία φύση με την ανθρώπινη φύση ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει θεός, και το, μετά που θα γίνει θεός ο άνθρωπος, να του εμπιστευθεί το μυστήριο της Τριάδος. Και αυτός που αξιώθηκε τόσο μεγάλες ευεργεσίες, πώς είναι δυνατόν να αμαρτάνει; Καθώς λέει και ο επιστήθιος φίλος του Χριστού Ιωάννης, ότι «δεν μπορεί να αμαρτάνει, διότι έχει γεννηθεί απ’ τον Θεό.»
Αμαρτία είναι τα πονηρά κινήματα και διανοήματα του νου, και όσα έργα εκτελούνται ή με τα χείλη ή με τις πράξεις. Αυτός λοιπόν που σκέπτεται άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, και αυτός που λαλεί άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, και αυτός που εργάζεται άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, είναι όμοιος με αυτόν που άλλοτε εισέρχεται στο ναό του Θεού, ενώ άλλοτε στο ναό των ειδώλων. Πρέπει όμως πάντοτε και να σκέπτεται και να λαλεί και να πράττει αγαθά, διότι «οικία που χωρίζεται σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν είναι δυνατόν να σταθεί». Είναι δε αδύνατον να κάνουμε πάντοτε αγαθές σκέψεις, από τις οποίες προέρχονται όσα λέμε και πράττουμε, αν προηγουμένως ο Χριστός δεν ενοικήσει στο νου. Αδύνατον! Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσουμε να διορθωθούμε. Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Για τον σκοπό αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου.» Και έργα του διαβόλου είναι κάθε αμαρτία, φθόνος, ψεύδος, δόλος, μίσος, έχθρα, διαμάχη, μανία, συκοφαντία, θυμός, οργή, αλαζονεία, κενοδοξία, ασπλαχνία, πλεονεξία, αρπαγή, αδικία, επιθυμία ανόητη, θυμός παράλογος, ψιθυρισμός, καταλαλιά, υπερβολικός ζήλος, φιλονικία, λοιδορίες, ειρωνείες, δοξομανίες, επιορκίες, καταφρόνηση Θεού, αναίδεια, και οτιδήποτε κακό.
Όσοι λοιπόν ονομαζόμενοι χριστιανοί πράττουν τα έργα του διαβόλου, επειδή γι’ αυτούς η φανέρωση του Υιού του Θεού δεν έλυσε τα έργα αυτά, ποιό το όφελος τους από το ότι ονομάζονται χριστιανοί; Και εάν λέει κάποιος ότι μερικοί τέτοιοι ερμηνεύουν τις θείες Γραφές και θεολογούν και ομιλούν για τα ορθόδοξα δόγματα, αυτό είναι μάλλον ένα είδος ασέβειας. Διότι δεν λέει η Γραφή ότι γι’ αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να θεολογούν και να ορθοδοξούν, αλλά για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου. Πρέπει πρώτα να καθαριστεί η βρομιά και έπειτα να χυθεί το μύρο, ώστε να μη μιανθούν τα άγια μύρα και, αντί ευχάριστης οσμής, αποπνέουν δυσωδία. Ο Υιός του Θεού δεν φανερώθηκε για να γίνει πιστευτή ή να δοξαστεί ή να θεολογηθεί η Αγία Τριάδα και θεότητα, αλλά για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου. Και αφού καταλυθούν αυτά για καθέναν που πιστεύει σ’ αυτόν, να εμπιστευτεί σε κάθε πιστό τα μυστήρια της θεολογίας και των Ορθοδόξων δογμάτων. Διότι όσοι δεν ελευθερώθηκαν από τα έργα του διαβόλου με τη φανέρωση του Υιού του Θεού αλλά είναι ακόμη επιρρεπείς προς ατιμία και βλασφημία του Θεού, αποκλείονται και να εισέλθουν στο ναό του Κυρίου και να ψάλλουν στον Θεό, ωσαύτως και να ερμηνεύουν, αλλά και να αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, καθώς έχει γραφεί: «Ο Θεός είπε στον αμαρτωλό, γιατί απαγγέλλεις τις εντολές μου κι έχεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; συ μίσησες την παιδαγωγία και απέρριψες τους λόγους μου.»
Αυτός που δεν υπακούει στους νόμους του Θεού, μισεί την παιδεία που προέρχεται από τους λόγους του Κυρίου και φράζει τα αυτιά του, να μην ακούσει λόγο για την έσχατη ανταπόδοση των αμαρτωλών ή για το αιώνιο εκείνο πυρ ή για τις κολάσεις στον άδη κι εκείνη την αιώνια καταδίκη, από την οποία δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει αυτός που καταδικάστηκε άπαξ διά παντός. Και αυτός που δεν έχει πάντοτε, με όλη την ισχύ και δύναμη της ψυχής του, προ των οφθαλμών του τις εντολές του Θεού και δεν τις τηρεί αλλά τις καταφρονεί και προτιμά και πράττει τα αντίθετα, αυτός είναι που απορρίπτει τους λόγους Του. Και θα κάνω σαφές αυτό που λέω με ένα παράδειγμα. Όταν ο μεν Θεός προ¬στάζει και ρητώς φωνάζει «Μετανοείτε, διότι πλησιάζει η βασιλεία των ουρανών», και πάλι: «Φροντίστε να μπείτε απ’ τη στενή πύλη», αυτός δε που τα ακούει αυτά, όχι μόνο δεν έχει την πρόθεση να μετανοήσει και να βιάσει τον εαυτό του να εισέλθει διά της στενής πύλης, αλλά και περνά όλες τις μέρες του μετεωριζόμενος και διασκορπίζοντας την ψυχή ή και προσθέτοντας κάθε ώρα κακά στα κακά του και επιζητώντας άνεση του σώματος και φροντίδα παραπάνω από όσο χρειάζεται – το οποίο είναι μάλλον σημάδι της πλατιάς και ευρύχωρης οδού, και όχι της στενής και τεθλιμμένης που οδηγεί στην αιώνια ζωή -, αυτός λοιπόν και ο τέτοιας λογής απορρίπτει τους λόγους του Θεού και κάνει τα δικά του θελήματα μάλλον δε εκείνα του διαβόλου. Διότι λέει: «Εάν έβλεπες κλέφτη, έτρεχες μαζί του και με μοιχούς είχες δοσοληψίες· ενώ καθόσουν κατελάλεις εναντίον του αδελφού σου και κατά του γιου της μάνας σου έβαζες εμπόδια· νόμισες ανόητα ότι είμαι όμοιός σου· θα σε επιπλήξω και θα βάλω μπροστά στα μάτια σου τις αμαρτίες σου· κατανοήστε αυτά όσοι λησμονήσατε τον Θεό.»
Βλέπεις ότι ένας τέτοιας λογής άνθρωπος λησμόνησε τον Θεό; Εκείνος είναι που θυμάται τον Θεό, όποιος ελευθερώθηκε από τα έργα του διαβόλου, όχι όποιος ενώ είναι ακόμη δέσμιος στα έργα του διαβόλου περιγράφει τα θεία. Γιατί αυτός είναι άξιος για κόλαση βαρύτερη και από αυτή των αθέων, επειδή ενώ γνώρισε τον Θεό όπως διηγείται, δεν τον δοξάζει ως Θεό αλλά τον υβρίζει με το να πράττει τα έργα του διαβόλου. Αυτός είναι εχθρός τού Θεού, κι αν ακόμη νομίζει ότι είναι ακριβής δάσκαλος των δογμάτων και της ορθόδοξης θεολογίας, αν και αυτό είναι αδύνατον. Γιατί πώς είναι δυνατόν να βλέπει ορθά νους που είναι θολωμένος από μολυσμένη συνείδηση;

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Αλφαβητικά κεφάλαια, έκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, σ. 133-141) 



Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων δεικνύει ὅτι δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετὲς!


Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; 
Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει «…πάσα ἁμαρτία ἐκτός του σώματος ἐστίν. Ὁ δὲ πορνεύων εἰς το ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…». Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἠμᾶς ἔμπροσθέν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἴνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης λέγοντας Δεσποτης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πάλιν ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότην φωνάζει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τoν ἁγιασμόν, οὐ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τoν Κύριον». Γιατί ὅμως εἶπε «διώκετε»; Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν... σὲ μίαν ὥρα νὰ γίνωμε καὶ νὰ εἴμεθα ἅγιοι, ἀλλὰ πρέπει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μικρά, νὰ φθάσωμε προοδευτικῶς στὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν καθαρότητα, καὶ διότι ἀκόμη καὶ χίλια χρόνια ἐὰν ζήσωμε στὴν ζωὴν αὐτήν, οὐδέποτε θὰ ἠμπορέσωμε νὰ τὰ ἀποκτήσωμε αὐτὰ σὲ τέλειον βαθμό, ἀλλὰ βάζοντας ἀρχὴν καθημερινῶς, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμεθα συνεχῶς. Αὐτὸ ἐφανέρωσε πάλιν ὁ ἴδιος λέγοντας, «Διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδὴ) ἐφ’ ὢ καὶ κατελήφθην (ἐκεῖνο δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἔφερε κοντά του)». Διότι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει, ὅπως ἐγὼ ὁ κατακεκριμένος, καὶ ἔκλεισε μὲ τoν βόρβορο τῶν ἡδονῶν τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλην τὴν περιουσία τοῦ τὴν διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἐγκατέλειψε ὅλην τὴν δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀξιωμάτων καὶ πολυτέλειαν οἴκου καὶ ἵππων, ποιμνίων καὶ δούλων, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιούς του φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς του ὅλους, καὶ ἦλθε πτωχὸς καὶ ἀκτήμων καὶ ἔγινε μοναχός, παρ’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναγκαία γιὰ τὴν ζωήν του. 
Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποπλύνη τὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων του, καὶ ἀκόμη περισσότερον ἐὰν εἶναι καλυμμένος, ὅπως ἐγώ, μὲ τὴν αἰθάλη καὶ τὸν βόρβορο τῶν πολλῶν του κακῶν, ὄχι μόνον στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια, ἀλλὰ σὲ ὅλον γενικῶς τὸ σῶμα του. 
Πράγματι, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς μας ἡ διανομὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἀδελφοί, ἐὰν παραλλήλως δὲν κλαύσωμε καὶ δὲν θρηνήσωμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. 
Διότι νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν καθαρίσω ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν μου μὲ κάθε δυνατὴν προσπάθεια καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν ἁμαρτημάτων μου, ἀλλὰ ἐξέλθω ἀπὸ τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θὰ γελάση καὶ ὁ Θεὸς εἰς βάρος μου καὶ οἱ ἄγγελοί του, καὶ θὰ ἐκβληθῶ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιον μὲ τοὺς δαίμονες. Ναί, πράγματι, ἔτσι εἶναι ἀδελφοί. Διότι τίποτε δὲν ἐφέραμε μαζί μας στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ δώσωμε στoν Θεὸν ὡς ἀντιλυτρον γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς, καὶ νὰ κλαίουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τον Θεόν, καὶ δὶ’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές.

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

Προσευχή Στο Άγιον Πνεύμα.


Σ' ευχαριστώ, που έγινες ένα πνεύμα μαζί μου ασυγχύτως, ατρέπτως κι αναλλοιώτως,Θεέ του παντός,  κι' έγινες για χάρη μου τα πάντα σε όλα: 
Τροφή ανεκλάλητη που ποτέ δεν τελειώνει, που ξεχύνεται ακατάπαυστα από της ψυχής μου τα χείλη και πλούσια αναβλύζει απ' την πηγή της καρδιάς μου. Ένδυμα, που αστράφτει και καταφλέγει τους δαίμονες. Κάθαρση, που με πλένεις με τ' άφθαρτα κι' άγια δάκρυα που η παρουσία σου χαρίζει σ' όσους επισκεφθείς. Σ' ευχαριστώ, γιατί για χάρη μου έγινες ανέσπερο φως και ήλιος αβασίλευτος, που δεν έχεις πού να κρυφτείς, αφού γεμίζεις με τη δόξα σου τα σύμπαντα. 
Ποτέ δεν κρύφτηκες από κανένα αλλ' εμείς κρυβόμαστε πάντοτε από σένα, μη θέλοντας να'ρθούμε κοντά σου. Μα πού να κρυφτείς αφού πουθενά δεν υπάρχει τόπος για την κατάπαυσή σου; Και γιατί να κρυφτείς εσύ που δεν αποστρέφεσαι κανένα ούτε κανένα ντρέπεσαι; Και τώρα, σε ικετεύω, Δέσποτά μου, έλα να στήσεις τη σκηνή σου στην καρδιά μου, να κατοικήσεις και να μείνεις εντός μου αχώριστος κι ενωμένος μέχρι τέλους με μένα τον δούλο σου, αγαθέ, για να βρεθώ κι' εγώ στην έξοδό μου κι έπειτα απ' αυτήν στους αιώνες κοντά σου Αγαπημένε, και να βασιλέψω μαζί σου Θεέ του παντός! 

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Σαν τον άσωτο το γιό...




Έφυγα μακριά Φίλε του ανθρώπου, είχα τη σκηνή μου στην έρημο, 

από Σένα, τόν γλυκό μου Κύριο έφυγα και κρύφτηκα, 

κάτω απ τη νύχτα χώθηκα της αγωνίας να επιβιώσω. 

από κει γέμισα πολλές δαγκωματιές και τραύματα. 

Γύρισα, ήρθα σε Σένα, και στην ψυχή μου όμως πολλές οι πληγές. …; 

Το έλεος της χάρης Σου στάλαξε, Θεέ μου, 

τις πληγές μου άλειψε, εξάλειψε τα έλκη, 

τα μέλη μου συνάρμοσε και σύσφιξε… παράλυσαν… 

αφάνισε τις ουλές, μη μείνει ούτε μία, Σωτήρα, 

τέλεια γιάτρεψέ με ολόκληρο, κάνε με όπως πρίν, 

όταν δεν είχα μολυσμό ούτε μώλωπα 

ούτε πληγή να αιμορραγεί, ούτε κηλίδα, Θεέ μου, 

είχα γαλήνη, χαρά, ειρήνη και πραότητα, 

την άγια ταπείνωση και μακροθυμία, 

τον φωτισμό της υπομονής και πράξεις όμορφες, 

σε όλα υπομονή και δύναμη ανίκητη. … 

Χάζεψα, Κύριε, αποβλακώθηκα, σε μένα ελπίζοντας, 

με πλάκωσε και μ έσυρε η αγωνία για τα υλικά 

η μέριμνα για τα βιωτικά, 

ο ταλαίπωρος, καταξέπεσα, 

ψυχράθηκα σαν το σίδερο κι έγινα μαύρος 

πολύ καιρό, ώσπου έπιασα σκουριά. 

Κι έτσι φωνάζω πάλι εσένα, 

Φιλάνθρωπε, θέλω να καθαρίσω 

να υψωθώ στην πρώτη μου Ομορφιά 

το Φώς Σου τέλεια ν απολαύσω 

Τώρα κι αδιάκοπα σέ όλους τους αιώνες. 


”Ύμνοι Θείων Ερώτων” του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου 
[Ύμνος ΜΪΆ, στ. 1-5, 11-21, 41-49]
Μετάφραση: Γ. Βαλσάμης