.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μια χούφτα άμμος για τον Παράδεισο ...

Ήταν αυτό που λέμε καλό παιδί!Αγνή ψυχή με φιλότιμο και πνεύμα θυσιαστικό! Μέσα σε όλα! Πρώτος σε όλα!Πρόθυμος να βοηθήσει, να συμπαρασταθεί, δίχως να προσμένει αντάλλαγμα, με αγάπη και ενδιαφέρον αληθινό για τους δικούς του ανθρώπους!
Ο Γιώργης με την μαλαματένια ψυχή!
Ο καλός μας άνθρωπος που λάτρευε τις ταινίες του ΘΒ και πόσο του έμοιαζε όταν έτρεχε ασταμάτητα να μην αφήσει κανέναν παραπονεμένο …
Αδέλφια, τους γέρους γονείς του που τους πρόσεχε σαν μικρά παιδιά, τους φίλους, τους συναδέλφους στο γραφείο ...
Όλοι είχαν να το λένε!
Πρώτον τον Γιώργη θα φωνάξουμε στα ζόρικα!
Και εκείνος πάντα ήταν εκεί, πολλές φορές παραμελώντας τον εαυτό του και αγνοώντας όλους εκείνους που κάποτε-κάποτε του φώναζαν:
-Ξύπνα κορόιδο, φρόντισε λίγο και σένα!
Όλα για τους άλλους!
Το μόνο που εκείνος ήθελε ήταν ένα ποτήρι καλό κρασί, δυο χαμογελαστούς φίλους και το τσιγαράκι του για να ξεκουραστεί, να χαλαρώσει όπως ο ίδιος έλεγε …

Το τσιγάρο το χε αρχίσει από τα μικράτα του …
Τριάντα χρόνια περίπου καπνιστής , θεριακλής συνειδητός! Μια απόλαυση έχω και γω βρε παιδιά! Του Θεού είναι κι αυτό!
Έλεγε σε όσους τον συμβούλευαν χρόνια τώρα να το κόψει! Τι κι αν για την υγεία του συνέχεια του έλεγαν, μιας και κείνος ο βαθύς βήχας και το λαχάνιασμα στην σκάλα είχε γίνει πια καθημερινότητα απαράλλαχτη, αυτός γελώντας τους απαντούσε ...
-Τι σκιάζεστε βρε, ένα κεράκι υπόθεση είναι, να ρχεστε να μου ανάβετε!
Τι για τα χρήματα που τόσα χρόνια θα μπορούσε να χε εξοικονομήσει ...
Σπίτι δικό σου θα χες τώρα με τόσα που χεις ξοδέψει για αυτό το διαβολόπραμα του λεγε συνέχεια ο Κυρ-Σωτήρης ο πατέρας του! Γελούσε ο Γιώργης και έβγαινε στην ταράτσα να καπνίσει! Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές είχε προσπαθήσει να το κόψει …
Μα πάντα ερχόταν μια στεναχώρια, μια δυσκολία, ένα αγχωμένο πρωινό και το χέρι πήγαινε μόνο του στο πακέτο …

Μέχρι που ρθε εκείνο το απόγευμα στο Μοναστήρι του βράχου, στης Παναγιάς την αετοφωλιά, που αγάπαγε να πηγαίνει τις Παρασκευές των Χαιρετισμών …
Αγαλλίαζε η ψυχή του εδώ πάνω! Ο μυρωμένος αέρας, της αναγεννημένης γης με τα ευωδιαστά σπλάχνα της και τα ευσκιόφυλλα ξύλα της τον μάγευαν …
Ήταν κι αυτά τα λόγια που από μικρός άκουγε τα τόσο γνώριμα …
Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη! Απ έξω τα γνώριζε τα περισσότερα, τουλάχιστον την αρχή κάθε γράμματος των Χαιρετισμών της Παναγίας! Δεν είχε βέβαια καθίσει ποτέ να διαβάσει κάποια ερμηνεία τους …
Που χρόνος για τέτοια, σκεφτόταν και έτσι είχε κάποιες λέξεις που ούτε καν ήξερε τι σήμαιναν …

Τέλειωσε η ακολουθία, προσκύνησε την Εικόνα της Παναγίας στο κέντρο του καθολικού και ύστερα βιάστηκε να βγει έξω να καπνίσει… Σχεδόν δυο ώρες άκαπνος και είχε χαρμανιάσει που λένε… Είχε βγάλει ήδη και το πακέτο με τα τσιγάρα όταν τον πλησίασε μια κυρία γύρω στα 60 … 
-Να παιδί μου πάρε να έχεις και συ ευλογία του είπε και του πρόσφερε ένα μικρό βιβλιαράκι...
-Τι είναι αυτό κυρία; την ρώτησε κάπως ξαφνιασμένος ...
-Είναι οι Χαιρετισμοί της Παναγίας μας παιδί μου ! Τους εκτυπώνουν κάποιοι αγωνιστές αδελφοί μας, βαστάζοι της Κυρίας Θεοτόκου και τους μοιράζουν δωρεάν! Έτσι μου έστειλαν και εμένα αρκετά τεύχη και τα δίνω σε όποιον αδελφό βλέπω ότι έχει την καλήν ανησυχία!
-Τι εννοείτε; την ρώτησε ξανά …
Δεν είχε καταλάβει κάποιες φράσεις της όπως το βαστάζοι, την καλή ανησυχία…
-Εννοώ πως υπάρχουν κάποιοι που κουβαλούν , που βαστάζουν και διαδίδουν αυτά τα άγια λόγια που πολύ ευχαριστούν την Παναγία μας και απίστευτα ωφελούν την ψυχή μας, αν Της τα προσφέρουμε σαν προσευχή καθημερινά!
Σε είδα πριν στην ακολουθία πόσο προσηλωμένα και κατανυκτικά στεκόσουν παλικάρι μου και είπα μέσα μου! Να μια ψυχούλα που αξίζει να της χαριστεί τούτο το μικρό μα τόσο πολύτιμο δώρο! Ορίστε λοιπόν λάβε το! Και πάρε ακόμα μερικά να δώσεις και σε άλλους, όσους εσύ θέλεις …
Ευχαριστήθηκε πολύ ο Γιώργης με το απρόσμενο τούτο δώρο … Μάλιστα ένιωσε εκείνη την ώρα κάτι που πολύ τον παραξένεψε … Του είχε φύγει η τεράστια επιθυμία να βγει γρήγορα έξω για να ανάψει τσιγάρο!Έβαλε το πακέτο ξανά στην τσέπη.
Η γαλήνια μορφή της γυναίκας, ο γλυκός και ήρεμος τρόπος που του μιλούσε, τον έκαναν να θέλει να την ακούσει κι άλλο …

-Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι της είπε …
-Ορίστε παιδί μου, ό,τι θες, έχω χρόνο! Έλα να καθίσουμε εδώ… και του έδειξε δυο καθίσματα δίπλα στο προσκυνητάρι του Αγίου Χαραλάμπη …
Κάθισαν και άρχισαν να μιλούν.
–Είναι μεγάλη η ευλογία παιδί μου που πηγάζει απ τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας! Και ξέρεις για ό,τι σε απασχολεί μπορεί η Παναγία μας να σου δώσει απάντηση μέσα από αυτούς τους στίχους της!
–Γι αυτό ήθελα να σας ρωτήσω ...
Είναι κάποιοι που δεν τους καταλαβαίνω καθόλου! Θα μου πείτε τόσες μεταφράσεις κυκλοφορούν και στο διαδίκτυο αλλά δεν μερίμνησα ποτέ μου ως τώρα!
Μιας όμως και σας βρήκα θα ήθελα να σας ρωτήσω …
-Πες μου παιδί μου!
-Εκείνο το Υ πολύ ακαταλαβίστικο μου φαίνεται! Το ακούσαμε και σήμερα στους τέταρτους χαιρετισμούς! Δεν το καταλαβαίνω καθόλου! Άνοιξε το βιβλιαράκι και άρχισε να διαβάζει η αλήθεια κάπως δύσκολα και παρατονισμένα: Ύμνος άπας, ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου, ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις σοι βοώσιν, Αλληλούϊα.
-Είδες παιδί μου σε ποιο γράμμα πήγες; Όλα μας τα ερωτήματα, όλα μας τα πάθη μ αυτό το γράμμα μπορούν να θεραπευθούν!
-Τι θέλετε να πείτε; ρώτησε απορημένος ο Γιώργης .
–Κατ αρχάς έλα να το μεταφράσουμε! Ύμνος άπας, ηττάται δηλαδή όλοι οι ύμνοι αποδεικνύονται μηδαμινοί, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου, δηλαδή όσο και αν προσπαθούν να ανταποκριθούν προς το πλήθος της απείρου ευσπλαχνίας Σου. Ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε, δηλαδή και αν ακόμη προσφέρουμε εις Σε, ώ Άγιε Βασιλέα, ψαλμωδίες τόσες σε αριθμό, όσος είναι ο αριθμός των κόκκων της άμμου, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις σοι βοώσιν, Αλληλούϊα.
Δηλαδή δεν πράττουμε τίποτε το αντάξιο των ευεργεσιών που έκαμες εις ημάς, οι οποίοι ανακράζουμε για Σενα : Αινείτε τον Θεό.
Όλο το νόημα βρίσκεται παιδί μου σε εκείνο το : Ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς …
Άπειρη, αμέτρητη η άμμος της θάλασσας! 
Ακόμα κι αν την μετρούσαμε και αντιστοιχούσαμε ισάριθμες ευχαριστίες, με αίνους, με ύμνους, με δοξολογίες, πάλι μηδαμινό θα ήταν αυτό μπροστά στην θυσία του Χριστού μας που έγινε άνθρωπος και ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε και Σταυρώθηκε για μένα και για σένα προσωπικά! Εσταυρώθης δι εμέ δεν λέμε την Μεγάλη Εβδομάδα;
Και εμείς τι προσφέρουμε στην Σταυρωμένη ολάνοιχτη αγκαλιά του που πάντα μας προσμένει; Αμαρτίες αμετανόητες, πάθη καταστροφικά, το θέλω και το εγώ μας! 
Να για παράδειγμα, συνέχισε η γυναίκα με την γλυκιά φωνή , είναι κάποιος που καπνίζει και μολύνει και φθείρει συνεχώς το σώμα του, τον Ναό του Θεού και δεν μπορεί να το σταματήσει αυτό το πάθος όπως και άλλα πολλά …το πιοτό το χαρτί την φιλήδονη ζωή! Κατέβασε τα μάτια ο Γιώργης σαν κατάλαβε πως το θέμα πολύ τον αφορούσε ...
Το ένιωσε η γυναίκα και συμπλήρωσε:
-Για μένα πρώτα τα λέω παιδί μου, που δεν μπορώ ούτε ένα πάθος μου να σταματήσω και να Του το αφήσω στα ματωμένα Του πόδια!
Ούτε έναν κόκκο άμμου δεν μπορώ να Του χαρίσω …
Γιατί κάθε τέτοιο πάθος μας ,ένας κόκκος άμμου είναι παιδί μου! 
Αν για παράδειγμα ένας άνθρωπος βάλει αρχή και ξεκινήσει να ζει κοντά στον Θεό, θα γεμίσει κάποτε μια χούφτα με άμμο…
Αν ξεκινήσει να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται, να νηστεύει, να μετανοεί, να εξομολογείται, να κοινωνάει το σώμα και το αίμα του Χριστού μας τακτικά, να ξεχνά και να νεκρώνει τον παλιό του εαυτό και να γίνεται ένας καινούριος άνθρωπος, τότε κόκκο τον κόκκο, θα γεμίσει την χουφτίτσα της ψυχούλας του!
Και μόλις ο Κύριος τον καλέσει κάποτε, θα την αδειάσει μπροστά Του και θα του πει: Κύριε αυτά τα ελάχιστα κατάφερα να σου φέρω ως δώρο για την δική Σου θυσία …Και τότε Εκείνος λεβέντη μου θα ανοίξει ξανά την αγκαλιά του και θα τον καλοδεχτεί ...
Με μια χούφτα άμμο θα κερδίσουμε τον Παράδεισο παιδί μου! Με μια χούφτα άμμο!
Τα μάτια του Γιώργη δεν μπορούσαν να σηκωθούν …Ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει …Τα σήκωσε μόνο για να δει το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας …Πίσω της πρόβαλε το προσκυνητάρι της Κεχαριστωμένης …Ένιωσε πως ξεπρόβαλλε μπροστά του εκείνο το Υ των Χαιρετισμών …Ήταν αυτή η Θεόσταλτη γυναίκα που στεκόταν όρθια με τα δυο της χέρια υψωμένα στον Ουρανό! Δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη! Ούτε καν το ευχαριστώ που κραύγαζε η ψυχή του…

Σηκώθηκε κρατώντας τα μικρά τεύχη με τους Χαιρετισμούς .
Έκανε δυο βήματα προς την έξοδο και κοντοστάθηκε …Γύρισε έπειτα στην γυναίκα με την γλυκιά φωνή, που ακόμα συγκινημένη στεκόταν σιμά στον Άγιο Χαραλάμπη.
-Να σας δώσω και εγώ ένα δώρο! της είπε χαμηλόφωνα . 
Έβγαλε από την τσέπη του το πακέτο και τον αναπτήρα!
-Πάρτε τα! Σας ανήκουν! Είναι ο δικός μου πρώτος κόκκος της άμμου …Θα ήθελα να σας τον δωρίσω ! 

Νώντας Σκοπετέας
Ίσως μια αληθινή Ιστορία … Απόσπασμα από ομότιτλη εκπομπή

http://sotiriapsixis.blogspot.gr

Μια ιστορία από τα παλιά...



Μία ευσεβής κοπέλα παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Μετά από κάμποσο καιρό έμεινε έγκυος.
Ευτυχισμένοι και οι δύο περίμεναν με ανυπομονησία την ιερή μέρα του τοκετού με προσευχή με συχνή θεία κοινωνία και με εξομολόγηση.
Και ήρθε η ημέρα εκείνη του τοκετού. Πήγε στο νοσοκομείο όπου γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
Οι γιατροί πήραν το κοριτσάκι όμως δεν το έδειξαν στην μητέρα.
Της είπαν θα το πάμε να το εξετάσουμε μην ανησυχείς έχει ένα μικρό πρόβλημα, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε.
Όταν επέστεψαν οι γιατροί της είπαν ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το μωρό είναι μεγάλο και δεν υπάρχει θεραπεία.
Τι έχει γιατρέ μου; ρώτησε ανήσυχη η μητέρα.
Ο γιατρός με σκυμμένο το κεφάλι της είπε ότι δεν βλέπει είναι δυστυχώς τυφλό.
Η μητέρα φώναξε: συμφορά μου! Τυφλό το κοριτσάκι μου… κακό που με βρήκε!
Ο γιατρός σιωπηλός έφυγε και η μητέρα άρχισε να κλαίει ασταμάτητα.
Μετά από λίγες μέρες πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και πήγε στο σπίτι της.
Αμέσως φώναξε τον ιερέα της ενορίας για να της διαβάσει τις ευχές.
Η μητέρα στενοχωρημένη λέγει στον ιερέα το πρόβλημά της.
Ο ιερέας την καθησύχασε λέγοντάς της λόγια παρηγοριάς, και φεύγοντας της είπε ότι θα την περιμένει στον ναό για τον σαραντισμό.
Αφού πέρασαν οι μέρες πήρε το παιδάκι της και πήγε στο Ναό για τον σαραντισμό.
Περιμένοντας τον Ιερέα γονάτισε μπροστά στην εικόνα της παναγίας και ρωτούσε: παναγία μου πες μου πως θα μεγαλώσει; Πως θα ζήσει; Τι θα απογίνει;
- Μην απελπίζεσαι. Έχει ο Θεός, κυρά, της είπε ενθαρρυντικά ο γέροντας ψάλτης του χωριού.
- Πως έχει; Δεν καταλαβαίνω…
- Δεν το καταλαβαίνεις, γιατί ο Θεός δίνει, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, «υπερεκπερισού ων αιτούμεθα ή νοούμεν», δηλαδή πολύ πολύ περισσότερα από αυτά που ζητούμε ή βάζουμε με το νού μας, μας ανταποδίδει ο Θεός.
- Και τι μπορεί να γίνει το τυφλό κοριτσάκι μου;
- Δεν μπορώ να ξέρω από τώρα, γιατί, όπως άκουσες, δίδει περισσότερα από ότι μπορούμε να φανταστούμε. Ένα μονάχα ξέρω καλά. Εκείνο που είναι γραμμένο στην αγία μας Γραφή: «Κύριος σοφεί τυφλούς» δηλαδή ο Θεός σοφίζει τους τυφλούς.
- Ξέρεις κανέναν τυφλό σοφό; Τον ρώτησε η μητέρα.
- Τον Όμηρο, τον Δίδυμο το τυφλό και άλλους πατέρες της Εκκλησίας μας αλλά και ιστορικοί ακόμη και μουσικοί παράδειγμα ο Μπετόβεν, κυρά, απ’ τι λένε τυφλός ήταν.
- Λες να γίνει σοφό το κοριτσάκι μου;
- Δεν ξέρω τι ακριβώς θα γίνει. Ένα ξέρω θα γίνει ένα τέτοιο που δεν το βάζει καθόλου ο νους μας. Εσύ, κυρά μου, ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΕΧΕΙ ΘΕΟΣ. Το μόνο που θα κάνεις είναι να πας το παιδί, όταν είναι η ώρα του για σχολείο, στην Αθήνα, απ’ ότι ξέρω εκεί υπάρχει σχολείο για τυφλά παιδιά, και περίμενε με πίστη και με προσευχή την πρόνοια του ΘΕΟΎ και είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα τρίβεις τα μάτια σου σαν μεγαλώσει.
Ήρθε ο Ιερέας διάβασε τις ευχές και η μητέρα γύρισε με περισσότερη δύναμη και πίστη στο σπίτι της.
Πέρασε ο καιρός και το κοριτσάκι μεγάλωσε τελείωσε το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο με άριστα.
Πήγε στην Ακαδημία, έδωσε εξετάσεις και απ’ τους χίλιους που έδωσαν για σαράντα θέσεις, μπήκε δέκατη και πήρε το πτυχίο της με άριστα.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπούδασε Αγγλική φιλολογία πήρε το πτυχίο με άριστα, πήρε και πτυχίο Γαλλικής φιλολογίας.
Πήρε επίσης πτυχίο μεταφράστριας Γαλλικών έργων τέχνης, μετά από ανώτερες σπουδές.
Διορίστηκε καθηγήτρια Αγγλικών στο σχολείο για τυφλούς που πήγαινε η ίδια.
Έλαβε μέρος σε διάφορα Συνέδρια στην Αμερική, στην Φινλανδία, τη Γαλλία, στην Ιταλία.
Έχει τυφλούς μαθητές και μαθήτριες κατ’ οίκον.
Αγόρασε διαμέρισμα μαζί με την αδελφή της, και ανακαίνισε το πατρικό της σπίτι.
Κάποια μέρα η μητέρα πήγε στην Εκκλησία του χωριού. Ο ψάλτης σαν την είδε την πλησίασε και της είπε κυρά Κούλα:
- Το θυμάσαι που σου είπα «μην απελπίζεσαι, έχει ο Θεός;
- Το θυμάμαι.
- Θυμάσαι κι εκείνο που είπε ο απόστολος Παύλος; Το θυμάσαι;
- Πώς να το ξεχάσω.
- Είδες και έτριψες τα μάτια σου;
- Πολλές φορές.
- Τα είδε και το κοριτσάκι σου με κλειστά τα μάτια;
- Τα είδε, τα βλέπει, τα ζεί.
- Ε, τι λές τώρα;
- Είπα, λέω και θα λέω στον εαυτό μου και στον καθένα:

ΜΗΝ ΑΠΑΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ.

"Θέλεις να φύγεις στην άλλη ζωή ή θέλεις να επιστρέψεις στο σώμα σου πάλι, να γίνεις Μοναχός και να ζήσεις θεάρεστα το υπόλοιπο της ζωής σου;"



Ο Μοναχός Γ., όταν ήταν λαϊκός, εργαζόταν στη μακρινή Αυστραλία ζώντας μια συνηθισμένη χλιαρή ζωή, χωρίς έντονη μετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας...

Κάποτε αρρώστησε βαριά, με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος σε Νοσοκομείο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία που τον οδήγησε στην οδυνηρή εκείνη κατάσταση. Κάποια στιγμή μάλιστα συγκεντρώθηκαν όλοι για το ιατρικό συμβούλιο και μετά από πολλή σκέψη, αφού η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, αποφάσισαν να του κάνουν ένεση ευθανασίας, για να μην ταλαιπωρηθεί ούτε ο ασθενής αλλά ούτε και ο κατά σάρκα αδελφός του, που συγκλονίστηκε με το αναπάντεχο φοβερό γεγονός.Τη στιγμή, όμως, που οι γιατροί προσπαθούσαν να ειδοποιήσουν τον αδελφό του ασθενή να έλθει να του ανακοινώσουν την απόφασή τους και να παραλάβει το νεκρό πλέον σώμα, συνέβη κάτι το παράδοξο και εντελώς απρόοπτο.

Ο ασθενής με θεία επέμβαση βγήκε από το σώμα του και παρακολουθούσε τα γινόμενα και τα λεγόμενα από τους ιατρούς. συγχρόνως σε θείο όραμα βλέπει τη Θεοτόκο, η οποία με ιλαρό και γαλήνιο τρόπο τον ερώτησε:

"Θέλεις να φύγεις στην άλλη ζωή ή θέλεις να επιστρέψεις στο σώμα σου πάλι, να γίνεις Μοναχός και να ζήσεις θεάρεστα το υπόλοιπο της ζωής σου;"

Ο ασθενής διάλεξε το δεύτερο και αμέσως επέστρεψε στο σώμα του. Εν τω μεταξύ έφτασε και ο αδελφός του, νομίζοντας ότι ο αδελφός είναι πια νεκρός, αφού έτσι ειδοποιήθηκε από τους υπαλλήλους του Νοσοκομείου. Κατάπληκτος, τον βλέπει ζωντανό και ακμαίο, τα παραδοξότερα όμως, ήταν αυτά που άκουε από τον πρώην ασθενή.

"Αδελφέ μου", του είπε, "τώρα δεν μπορώ να σου εξηγήσω τίποτε, σε παρακαλώ μόνο πάρε με από το Νοσοκομείο, διότι αισθάνομαι πολύ καλά και βγάλε γρήγορα εισιτήρια για τη πατρίδα μας, πρέπει να φύγουμε το γρηγορότερο δυνατόν".

Συγχρόνως, σηκώθηκε πράγματι γερός και δυνατός, με μια μόνο μικρή αδυναμία στα πέλματά του, σαν μικρό ενθύμιο από το φοβερό περιστατικό που του συνέβη.

Αυτοί που έμειναν επίσης εμβρόντητοι ήσαν οι θεράποντες ιατροί, που δεν πίστευαν πραγματικά στα μάτια τους, τέτοιο γεγονός ήταν γι΄αυτούς πρωτόγνωρο και φυσικά ασυμβίβαστο με την επιστήμη της ιατρικής, η οποία περιμένει μετά από ένεση ευθανασίας βέβαιο θάνατο.

Έγιναν, λοιπόν, όλα όπως επιθυμούσε, μετά από λίγες μέρες βρέθηκε στην Ελλάδα και το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν τί είναι οι Μοναχοί και τα Μοναστήρια.

Επισκέφθηκε τα κοντινά Μοναστήρια, έμαθε πολλά πράγματα, άκουσε πολλές συμβουλές κατάλληλες για τη μοναχική πολιτεία και στο τέλος ήλθε στο Άγιον Όρος στου οποίου την ευλογημένη έρημο παραμένει μέχρι σήμερα. Η Χάρις του Θεού και η Παναγία Μητέρα μας Θεοτόκος, οδήγησαν και αυτού τα βήματα στο αγιασμένο λιμάνι του Άθωνα.

ΠΗΓΗ: ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, εκδ. ΦΕΡΕΝΙΚΗ, σ. 43 κ.ε.

Κατακρίσεις και κουτσομπολιά (Αληθινή Ιστορία)

Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα.

Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.

Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.

Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε να φύγει.

Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.

Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.

Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.

«Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν την ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»;

Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο…κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».

Ο ιερέας μετά την σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!

Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω». Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και τις είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό»!!!

Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων.

Το θαύμα των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου σε αμαρτωλό κληρικό



Με την έναρξη της Αγίας και Μεγαλης Τεσσαρακοστής θα αναφερθούμε σε ένα ακόμα θαύμα των Χαιρετισμών! 

Αφορμή για την ανάρτηση αυτή μας έδωσε μία ομιλία του πατρός Στέφανου Αναγνωστοπούλου, ο οποίος είχε μιλήσει μπροστά σε ακροατήριο για το θαύμα της Υπεραγίας Θεοτόκου σε έναν αμαρτωλό κληρικό.

Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι υπήρχε ένας κληρικός, ο οποίος είχε μία ιδιαίτερη ευλάβεια προς την Υπεραγία Θεοτόκο και έλεγε αρκετές φορές την ημέρα τον Ακάθιστο Υμνο , δηλαδή απήγγειλε τους Χαιρετισμούς Της, με πάρα πολύ κατάνυξη και ευλάβεια.

Ο διάβολος όμως, ο μισόκαλλος και χαιρέκακος εχθρός του γένους των ανθρώπων, φθόνησε την ιδιαίτερη ευλάβεια του καλού κληρικού και του έστησε μια φοβερή παγίδα με το φοβερό δαιμόνιο της πορνείας, το οποίο κατέλαβε την ψυχή του ευλαβούς αυτού ιερέως.

Έτσι πολλές φορές παρασυρμένος από το φοβερό αυτό δαιμόνιο της πορνείας ο ευλαβής κληρικός κατέφευγε για τις θανάσιμες αυτές πτώσεις του στο πορνείο της περιοχής.

Κάποια μέρα επιστρέφοντας ο κληρικός από τον τόπο της αμαρτίας, και για μία φορά ακόμη μετανοημένος βαθιά μέσα του για αυτό το οποίο είχε πράξει, έλεγε τους Χαιρετισμούς προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Καθώς όμως διέβαινε από μία γέφυρα θα τον οδηγούσε στο σπίτι του, σκόνταψε και έπεσε μέσα στο ορμητικό ποτάμι, παρασύρθηκε και τελικά πνίγηκε. Αμέσως οι δαίμονες άρπαξαν την ψυχή του για να την μεταφέρουν στην γέενα της κολάσεως.

Αλλά τη στιγμή εκείνη η πολυεύσπλαχνος Δέσποινα εμφανίζεται στους δαίμονες και τους διατάζει να πάνε την ψυχή αυτή στον δίκαιο Κριτή έτσι ώστε αυτός τελικά να αποφασίσει το τι θα γίνει με αυτή.

Μεταφέρουν λοιπόν οι δεινοί δαίμονες στον Δεσπότη Χριστό την ταλαίπωρη αυτή ψυχή και αρχίζουν με λύσσα να απαριθμούν τις αμαρτίες του κληρικού αυτού.

Υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η τελευταία μαρτυρία της πορνείας δεν επιτρέπει το έλεος του Θεού, μιας και αποτελεί ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα και επισύρει την αιώνια καταδίκη του κληρικού, απαιτούσαν να την μεταφέρουν στον τόπο της κολάσεως.

Από το άλλο μέρος, η κοινή και Υπέρμαχος Προστάτις και του γένους των ανθρώπων και ειδικά των αμαρτωλών, η πολυεύσπλαχνος Δέσποινα έλεγε:“Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή ! Εκεί που θα σε βρώ , εκεί και θα σε κρίνω! Την ώρα λοιπόν που πέθανε ο κληρικός αυτός διάβαζε την ακολουθία του Ακαθίστου Υμνου και προσευχόταν προς εμένα με τους Χαιρετισμούς οι οποίοι πολύ με ευαρεστούν, όπως εξάλλου συνήθιζε κάθε μέρα της ζωής του.

Απαγγέλλοντας λοιπόν σε μένα, τον Αρχαγγελικό ασπασμό, το Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε, ως δούλους μου ευλαβής που ήταν, πνίγηκε.

Συνεπώς δεν έχετε εσείς μισάνθρωποι και φοβεροί δαίμονες κανένα μέρος στην ψυχή του, αλλά είναι δικός μου και προστατευόμενος μου ”.

Αφού λοιπόν μίλησε η Υπεραγία Θεοτόκος , προστάζει ο κριτής έναν άγγελο να φέρει την γλώσσα του κληρικού μπροστά σε όλους. Πραγματικά υπακούοντας ο Άγγελος πήγε στο ποτάμι, έβγαλε τη γλώσσα από το άψυχο σώμα του κληρικού, την μετέφερε στο κριτήριο και εκεί διαπίστωσαν όλοι ότι πάνω σε αυτή ήταν γραμμένα τα εξής: “ Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε !”

Τότε λοιπόν είπε ο Κύριος στην ψυχή. “Eπέστρεψε στο σώμα σου και μετανόησε ειλικρινά για τις πράξεις σου, διότι δεν έχει καμία εξουσία ο διάβολος εσένα, εξαιτίας της ευλάβειας που είχες προς τη Μητέρα μου, που είναι η σωτηρία του ανθρώπινου γένους και πρέπει να Την σέβεστε όσο μπορείτε περισσότερο. Να κηρύξεις λοιπόν τη μέγιστη παρρησία της προς Εμένα και την δύναμη Της στην τη νίκη εναντίον των δαιμόνων.

Έτσι λοιπόν λυτρώθηκε ο κληρικός αυτός από τους δύο θανάτους τόσο τον πνευματικό όσο για το σωματικό. Ο άγγελος έβγαλε το λείψανο από τον βυθό των υδάτων και αφού το επανέφερε στη ζωή, έφυγε για τον ουρανό. Ο δε αναστημένος κληρικός στην συνέχεια μετά από το φοβερό αυτό γεγονός απαρνήθηκε τα εγκόσμια και όλες τις σαρκικές ηδονές και μετέβη σε μοναστήρι όπου και έζησε με ειλικρινή μετάνοια και μάλιστα κατόρθωσε με τη βοήθεια του Θεού και της Υπεραγίας Θεοτόκου να ανέβει την υψηλή κλίμακα των θεοειδών αρετών.

Υπενθυμίζοντας δε σε εμάς την βοήθεια που βρίσκει ο άνθρωπος αυτός ο οποίος πραγματικά ευλαβείται την Παναγία ιδιαίτερα ενώπιον του φοβερού κριτηρίου του Θεού εκεί όπου κανένας και τίποτα δεν μπορούν να μας ωφελήσουν παρά μόνο η παντοδύναμος και πολυεύσπλαχνος Δέσποινα με τις πρεσβείες και ικεσίες Της ας τύχουμε όλοι του Παραδείσου !

Αμην !

Ο μπαρμπα-Θεόδωρος ο ανεξομολόγητος



Ο μπαρμπα-Θεόδωρος ζούσε σ’ ένα χωριό του Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν περίπου 52 ετών και δεν είχε ποτέ εξομολογηθεί. Πήγαινε όμως στην Εκκλησία και είχε καλή προαίρεση.

Κάποτε, όταν βρέθηκε στον Αστακό, (κωμόπολη) για μία υπόθεση του, πήγε στον Ι. Ναό του αγίου Νικολάου, βρήκε τον εφημέριο π. Ιερόθεο, που ήταν και Πνευματικός, και εξωμολογήθηκε. Έκανε μια τυπική εξομολόγηση και τις βαρειές αμαρτίες δεν τις είπε. Εκείνος για να…
τον στηρίξει στην μετάνοια, του συνέστησε να επισκεφθεί την ιερά Μονή του αγίου Γερασίμου στην Κεφαλληνία που πανηγυρίζει το καλοκαίρι στις 16 Αυγούστου.
Πράγματι, ο αείμνηστος μπαρμπα-Θεόδωρος, μετέβη με άλλους προσκυνητές στο μοναστήρι του αγίου Γερασίμου στις 15 Αυγούστου. Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου μεταφέρουν την τιμία Λάρνακα του αγίου Γερασίμου στον μεγάλο ναό για την τελετή της πανηγύρεως. Κατά την μεταφορά η Λάρνακα του Αγίου περνά πάνω από αρρώστους, κυρίως δαιμονισμένους και την συνοδεύει ο Αρχιερεύς της περιοχής, περιστοιχούμενος από πλειάδα ιερέων της νήσου Κεφαλλονιάς. Βρέθηκε λοιπόν και ο μπαρμπα-Θεόδωρος εκεί κοντά, σαν τον Ζακχαίο, παρακολουθώντας την τελετή της μεταφοράς της τίμιας Λάρνακας του Αγίου.

Τότε λοιπόν ξεπετάχτηκε ένας δαιμονισμένος και άρχισε να λέγει: «Θόδωρε, τί θέλεις εσύ εδώ; Ήλθε και ο Θόδωρος στον Καψάλη!» (Έτσι αποκαλεί τον άγιο Γεράσιμο ο διάβολος). Μετά απευθυνόμενος σ’ έναν άλλο δαιμονισμένο του λέγει: «Θωμά, ακούς; Ήλθε και ο Θόδωρος στον Καψάλη! Δος του χαβαδάκι!». Άρχισαν, λοιπόν, να του φωνάζουν υπενθυμίζοντας και αμαρτίες, τις οποίες δεν είχε εξομολογηθεί και οι οποίες ήταν θανάσιμες, ενώ αυτός ένιωθε καταντροπιασμένος.

Ακούοντας όλα αυτά ο μπαρμπα-Θεόδωρος, έντρομος έτρεξε μπροστά στην τιμία Λάρνακα και απευθυνόμενος στον αείμνηστο Αρχιερέα π. Ιερόθεο Βουή, του λέγει: «Τρελλαίνομαι, θέλω Πνευματικό να εξομολογηθώ τώρα». Τότε ο αείμνηστος Αρχιερεύς σταμάτησε την πομπή, δέχθηκε με στοργή τον μπαρμπα-Θεόδωρο και ανέθεσε σ’ ένα Πνευματικό να τον εξομολογήσει κατ’ ιδίαν μέσα στον μικρό Ι. Ναό, ενώ η πομπή συνέχισε την πορεία της. Μετά οι δαιμονισμένοι δεν μπορούσαν πλέον να του πουν τίποτε, γιατί είχαν σβηστή οι αμαρτίες του με την καλή εξομολόγηση.

Αυτά τα διηγήθηκε αυτούσια ο αείμνηστος μπαρμπα-Θεόδωρος, ο οποίος από τότε άλλαξε ριζικά την ζωή του, ζώντας με συνεχή μετάνοια και τηρώντας με φόβο Θεού τις εντολές του Χριστού. Έφτασε σε ηλικία 95 ετών και απεβίωσε εν ειρήνη και μετανοία την 23η Απριλίου 2000. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.

Μία ημέρα στέρηση από την αμαρτία (Αληθινό περιστατικό)

Η Ιερά Κοινότης, λοιπόν, το έτος 1803, αποφάσισε να διαγράψει το μοναστήρι από τον αριθμό των αγιορειτικών μονών, και απευθύνθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο με ανάλογη αίτηση.
Ο πατριάρχης απέρριψε αποφασιστικά τέτοια πρόταση και έδωσε εντολή να φροντίσουν αμέσως για την εξεύρεση εμπείρου και πνευματικού ηγουμένου, στου οποίου τα χέρια θα παρέδιδαν όσο το δυνατόν γρηγορώτερα το κοινόβιο για να το ανασυγκροτήση.

(Ο π. Σάββας τελικά με εντολή του Πατριάρχη πάει στην Κωσταντινούπολη και το κείμενο συνεχίζει ως ακολούθως) :

Μεταξύ των πιστών της Κωνσταντινουπόλεως, από τους οποίους πολλοί εγνώριζαν και προσωπικώς το Γέροντα, γρήγορα διαδόθηκε η είδησις για τον ερχομό του…
…Ο π. Σάββας έμεινε τελικά τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών και γνωρίστηκε με πολλές ευλαβείς ελληνικές οικογένειες.

Ο μαθητής του, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος (1848+) διηγήθηκε ως αυτόπτης μάρτυς το εξής γεγονός:
Σε κάποια από τις ελληνικές οικογένειες, του ανέφεραν για ένα συγγενή τους, νεαρό έμπορο, ο οποίος σχετιζόταν με τους αντιπροσώπους των σουλτανικών χαρεμιών και προμήθευε στο προσωπικό τους ποικίλα εμπορεύματα.

Πέραν τούτου όμως, ο νεαρός έμπορος δημιούργησε και άλλου είδους σχέσεις με τις φυλακισμένες, τις οποίες επισκεπτόταν καθημερινώς.
Οι συγγενείς του, μιλώντας περί αυτού στον π. Σάββα, είπαν ότι θα τιμωρηθή αυστηρά από τους Τούρκους σε περίπτωση που αυτό γίνη γνωστό. Ετσι, τον παρεκάλεσαν να λυτρώσει με τη μεσολάβησή του, το νεαρό από τέτοιο κίνδυνο.

Ο π. Σάββας, με πίστη στη βοήθεια της Χάριτος του Θεού και τη συνεργία της Θείας Κοινωνίας, άρχισε το έργο. Μετά από μακρές και ανεπιτυχείς προτροπές προς τον φιλήδονο νέο να εγκαταλείψη τις αμαρτωλές σχέσεις με τις μουσουλμάνες, πρότεινε εν τέλει ευκολώτερους όρους από την πλευρά του, υποσχόμενος ότι δεν θα τον ενοχλήση πλέον για να τον αποτρέψη από την αμαρτία.

Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να μην πάη στο χαρέμι μία ημέρα και κατά τη διάρκειά της να νηστεύση, μετά να του αναγνωσθή η συγχωρητική ευχή, να κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν ας κάνη ό,τι θέλει!
Ο δυστυχής….ελκόμενος από την αμαρτία όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη δυσκολεύτηκε αλλά δέχθηκε τη συμβουλή. Ίσως εξ αιτίας ντροπής ενώπιον του Γέροντος και των συγγενών του, περισσότερο όμως επειδή ο σοφός Γέροντας δεν του ζητούσε παραίτηση από την αμαρτία, αλλά στέρηση μόνο για μία ημέρα.

Ενήστευσε εκείνη την ημέρα, έλαβε τη συγχώρηση δια της ευχής και τη θεία Κοινωνία και μετά τη θεία Λειτουργία γευμάτισε με τον π. Σάββα και με τους συγγενείς.

Κατά τη διάρκεια του γεύματος και δήθεν τυχαίως, ο Γέροντας πρότεινε να προσπαθήση εκείνη την ημέρα να μην πάη στο χαρέμι και να κοινωνήση πάλιν την επόμενη.
Επειδή δεν έβλεπε καμία αντίδρασι, άρχισε εγκαρδίως να τον παρακαλή, υποσχόμενος εκ νέου ότι μετά τη Θεία Κοινωνία θα τον αφήση ελεύθερο να πράξη κατά την επιθυμία του. Αφού έλαβε την συγκατάθεσι τον κοινώνησε και την άλλη ημέρα.
Πρότεινε να τον ξανακοινωνήση με τους ίδιους όρους, δηλαδή και εκείνη την ημέρα να μην πάει στο χαρέμι, και τον κοινώνησε και την τρίτη ημέρα.
Τότε φάνηκε πώς ενήργησε σωτηριωδώς η χάρις του Θεού, κατά την ζώσαν πίστιν του Γέροντος και τις προσευχές των συγγενών. Η καρδιά του νέου μαλάκωσε και άρχισε σιγά σιγά μέσα του να αισθάνεται τη νέκρωσι των φλογισμένων παθών.

Ο π. Σάββας συνέχισε να τον κοινωνή επί σαράντα ημέρες και την τελευταία φορά του είπε:

– Πήγαινε τώρα όπου επιθυμείς, ακόμη και στο χαρέμι δεν σε εμποδίζω!

Αλλά στην ψυχή του νέου είχε ήδη συντελεσθή η μεταστροφή. – Ας κάνουν μαζί μου, ό,τι θέλουν, είπε. Μπορούν και να με κατακόψουν. Για τίποτε στον κόσμο δεν θα δεχτώ να πηγαίνω εκεί όπου νωρίτερα έτσι ασυγκράτητα έτρεχα!

Με αυτόν τον τρόπο ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος.έσωσε τo πρόβατό Του.

Όταν ο π. Σάββας συγκέντρωσε αρκετές δωρεές, επέστρεψε στο Άγιο Όρος και στην ακτή της θάλασσας άρχισε να κτίζη το μοναστήρι.

Ο Γέροντας εκοιμήθη το 1821.

Πηγή: βιβλ. υπ.αριθμ. 4, της σειράς Αγιορείτες Πατέρες του 19 αιώνος – του ιερομονάχου Αντωνίου – εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2005

Μία διδακτική ιστορία που άλλαξε την ζωή ενός μοναχού ...



Η ιστορία έχει ως εξής. Ο π. Μελχισεδέκ πριν πάρει το μεγάλο σχήμα, λεγόταν ηγούμενος Μιχαήλ και όπως όλοι οι ιερείς λειτουργούσε στο μοναστήρι. Ήταν ξυλουργός, ικανός και επιμελής. 

Στους ναούς και στα κελιά των αδελφών υπάρχουν μπαούλα, αναλόγια, σκαλιστά προσκυνητάρια. καθίσματα, ντουλάπες και πολλά άλλα χρηστικά έπιπλα βγαλμένα από τα χέρια του. Δούλευε μάλιστα από νωρίς το πρωί μέχρι την νύχτα, προς μεγάλη χαρά τής διοίκησης της μονής. 

Κάποτε, τού έδωσαν ευλογία να εκτελέσει για τη μονή μια μεγάλη ξυλουργική εργασία. Δούλευε αρκετούς μήνες, χωρίς σχεδόν να βγαίνει από το ξυλουργείο. Κι όταν τελείωσε, ένιωσε τόσο άσχημα που, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, σωριάστηκε και έμεινε στον τόπο. 

Από τις φωνές των ανθρώπων που ήταν μπροστά έτρεξαν αρκετοί μοναχοί, ανάμεσα τους και ο π. Ιωάννης (Κρεστιάνκιν). 0 π. Μιχαήλ δεν έδινε κανένα σημείο ζωής. Όλοι ήταν σκυμμένοι από πάνω του περίλυποι. Ξαφνικά ο π. Ιωάννης είπε: 

«Όχι, δεν είναι μακαρίτης. Θα ζήσει ακόμα!». Και άρχισε να προσεύχεται. Ακίνητος, ο ξαπλωμένος μοναχύς, άνοιξε τα μάτια του και ζωντάνεψε. Όλοι αμέσως σκέφτηκαν ότι κάτι τον είχε συνταράξει βαθιά. Αφού σύντομα συνήλθε, ο π. Μιχαήλ άρχισε να εκλιπαρεί να του φωνάξουν τον προεστώτα. Όταν εν τέλει ήρθε ο προεστώς. ο άρρωστος άρχισε με δάκρυα να ζητεί να του δώσουν το μεγάλο σχήμα. 

Λένε ότι μόλις άκουσε αυτή την αυθαίρετη επιθυμία τού μοναχού, ο προεστώς τον νουθέτησε με τον δικό του ιδιαίτερο, τραχύ τρόπο, να σοβαρευτεί και να αναρρώσει σύντομα για να επιστρέψει στη δουλειά του, μια και δεν μπόρεσε να πεθάνει στ` αλήθεια. 

Το επόμενο πρωί όμως. όπως λέει η ίδια μοναστική παράδοση, ο ίδιος ο προεστώς εμφανίστηκε στο κελί του π. Μιχαήλ απρόσκλητος και τού ανακοίνωσε, εμφανώς συγκλονισμένος, ότι θα λάβει σύντομα το μεγάλο σχήμα. 

Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν καθoλου συνηθισμένη για τον τρομερό π. Γαβριήλ και προκάλεσε στην αδελφότητα ίδια έκπληξη με την ανάσταση του κεκοιμημένου. Στο μοναστήρι κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε εμφανιστεί το βράδυ στον προεστώτα ο άγιος προστάτης της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ, Ιερομάρτυρας Ηγούμενος Κορνήλιος (τον οποίο είχε αποκεφαλίσει με το ίδιο του το χέρι ο Ιβάν ο Τρομερός τον 16° αιώνα) και διέταξε αυστηρά τον προεστώτα να εκπληρώσει χωρίς καθυστέρηση την παράκληση του μοναχού που είχε επιστρέψει από τον άλλο κόσμο. 

Αυτό όμως. ξαναλέω, ήταν μια φήμη που κυκλοφορούσε. Όπως και να χει πάντως, σύντομα ο π. Μιχαήλ πήρε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε σε Μελχισεδέκ. 

Ο γέροντας προεστώς έδωσε στο νέο μεγαλόσχημο το πολύ σπάνιο αυτό όνομα, προς τιμήν ενός αρχαίου και μυστηριώδους βιβλικού προφήτη. Για ποιο λόγο ο προεστώς τον ονόμασε ειδικά έτσι, παραμένει επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο π. Γαβριήλ, τόσο κατά την κουρά, όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπόρεσε ούτε μία φορά να προφέρει σωστά το πανάρχαιο όνομα -όσο κι αν πάλευε, το διαστρέβλωνε ανηλεώς. Και εξαιτίας αυτού, μάλιστα, του χάλαγε κάθε φορά η διάθεση, τόσο που εμείς οι δόκιμοι φοβόμασταν μη μας έρθει καμιά αδέσποτη… 

Στο μοναστήρι ήξεραν ότι όση ώρα ήταν ο π. Μελχισεδέκ νεκρός, έζησε κάποια εμπειρία που τον επανέφερε στη ζωή άλλον άνθρωπο. Σε μερικούς κοντινούς του συνασκητές και πνευματικά παιδιά είχε διηγηθεί τι έζησε τότε. Αλλά ακόμα και οι απηχήσεις αυτής της διήγησης ήταν υπερβολικά ασυνήθιστες. Γι’ αυτό και, τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου, θέλαμε να μάθουμε το μυστικό από τον ίδιο τον π. Μελχισεδέκ. 

Και να που εκείνη τη νύχτα στο ναό του Αγίου Λαζάρου, πήρα το θάρρος πρώτη φορά να απευθυνθώ στον μεγαλόσχημο ηγούμενο και να τον ρωτήσω ακριβώς αυτό: τι είδε εκεί απ’ όπου συνήθως κανείς δεν επιστρέφει; 

Ο π. Μελχισεδέκ άκουσε την ερώτηση μου κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη σιωπηλός για πολλή ώρα. Εγώ κοκάλωσα. Μετάνιωνα που το θράσος μου με έσπρωξε να κάνω κάτι τόσο ασυγχώρητο. Στο τέλος όμως. ο μεγαλόσχημος μοναχός, με την αδύναμη από την αχρησία φωνή του, άρχισε να μιλάει. 

Διηγήθηκε ότι είδε τον εαυτό του στη μέση ενός τεράστιου πράσινου χωραφιού. 

Περπάτησε στο χωράφι χωρίς να ξέρει για πού, μέχρι που του έκλεισε τον δρόμο ένα τεράστιο χαντάκι. Εκεί. μέσα σε λάσπες και χώματα, είδε πλήθος μπαούλα, αναλόγια, προσκυνητάρια. Και υπήρχαν και χαλασμένα τραπέζια, σπασμένες καρέκλες, ντουλάπια. Ο μοναχός έριξε μια ματιά και διαπίστωσε έντρομος ότι ήταν τα αντικείμενα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Στεκόταν με δέος μπροστά στους καρπούς της μοναστικής του ζωής. Και ξαφνικά, ένιωσε κάποιον δίπλα του. Σήκωσε τα μάτια και είδε την Παναγία. Κοίταζε κι αυτή μελαγχολικά τις πολυετείς εργασίες του καλόγερου. 

Μετά του είπε:
«Εσύ είσαι μοναχός. Περιμέναμε από σένα τα σημαντικότερα: μετάνοια και προσευχή. Και εσύ έφερες μόνο αυτό…». 

Το όραμα εξαφανίστηκε. Ο πεθαμένος ξύπνησε πάλι στο μοναστήρι. 

Μετά από αυτό το περιστατικό, ο π. Μελχισεδέκ μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά. Κύριος σκοπός τής ζωής του έγινε αυτό που του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος: μετάνοια και προσευχή. Και οι καρποί των πνευματικών του εργασιών δεν άργησαν να φανερωθούν στη βαθιά του ταπεινοφροσύνη, στα δάκρυα για τις αμαρτίες του. στην ειλικρινή αγάπη του για όλους, στην πλήρη αυταπάρνηση και στα ασκητικά κατορθώματα του, που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα. Και κατόπιν, στη σπουδαία του διορατικότητα και στην ενεργή βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους με την προσευχή του. 

Εμείς οι δόκιμοι, βλέποντας πώς ασκούνταν, πλήρως αποξενωμένος από τον κόσμο σε αόρατες και ασύλληπτες για μας πνευματικές μάχες, τολμούσαμε να του απευθυνόμαστε μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις. Κι επιπλέον τον φοβόμασταν και λιγάκι: στο μοναστήρι ήξεραν ότι ο π. Μελχισεδέκ ήταν πολύ αυστηρός ως πνευματικός. 

Και είχε αυτό το δικαίωμα. Η σθεναρή απαιτητικότητά του για καθαρότητα της ψυχής του κάθε χριστιανού τρεφόταν μόνο από τη μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους, τη βαθιά γνώση των κανόνων τού πνευματικού κόσμου και τη συνειδητοποίηση τού πόσο απαραίτητη για τον άνθρωπο είναι η αδιάλλακτη πάλη με τις αμαρτίες. 

Αυτός ο μεγαλόσχημος μοναχός ζούσε στον δικό του ύψιστο κόσμο, όπου δεν ανέχονται τους συμβιβασμούς. Και όταν ύμως ο π. Μελχισεδέκ έδινε απαντήσεις, τότε αυτές ήταν εντελώς ασυνήθιστες και σαν γεννημένες από κάποια ιδιαίτερη, πηγαία δύναμη. 

Κάποτε, στο μοναστήρι, έπεσε πάνω μου μια χιονοστιβάδα άδικων και σκληρών, όπως μου φαίνονταν, δοκιμασιών. Και αποφάσισα τότε να πάω να συμβουλευτώ τον πιο αυστηρό μοναχό της μονής, τον μεγαλόσχημο ηγούμενο Μελχισεδέκ. 

Χτύπησα την πόρτα κι έπειτα από το καθιερωμένο «δι’ ευχών», βγήκε στο κατώφλι τού κελιού ο π. Μελχισεδέκ. Ήταν με τον μοναχικό του μανδύα και το μεγάλο σχήμα -τον πέτυχα ενώ έκανε τον κανύνα τού μεγάλου σχήματος. 

Του ανακοίνωσα τις δυσκολίες και τα άλυτα προβλήματα μου. Ο π. Μελχισεδέκ στεκόταν μπροστά μου ακίνητος και άκουγε προσεκτικά τα πάντα, με σκυμμένο το κεφάλι ως συνήθως. Κατόπιν, σήκωσε το βλέμμα του κι έβαλε έξαφνα τα κλάματα… 

«Αδερφέ!», είπε με ανείπωτο πόνο και πικρία. «Τι με ρωτάς; Εγώ ο ίδιος χάνομαι!». 

Ο μεγαλόσχημος γέροντας, εκείνος ο μεγαλειώδης ασκητής με την άγια ζωή, στεκόταν μπροστά μου και έκλαιγε με ειλικρινή θλίψη, ως ο χειρότερος και αμαρτωλότερος άνθρωπος πάνω στη γη! Κι άρχισα να καταλαβαίνω με όλο και περισσότερη σαφήνεια και χαρά ότι η πλειοψηφία των προβλημάτων μου. μαζί με τις δυσκολίες μου, δεν άξιζαν μία! 

Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τα ίδια τα προβληματα εξορίστηκαν την ίδια στιγμή από την ψυχή μου με τρόπο χειροπιαστό. Δεν είχα πλέον ανάγκη να ρωτήσω ή να ζητήσω κάτι από τον γέροντα. Έκανε για μένα ότι μπορούσε. Χαιρέτισα με ευγνωμοσύνη και έφυγα. 

Όλα όσα μάς τυχαίνουν -τα απλά και τα σύνθετα, τα μικρά ανθρώπινα προβλήματα και το ταξίδι προς τον Θεό τα μυστικά τού τωρινού και του μελλοντικού αιώνα- όλα επιλύονται μόνο με ανεξήγητη, ακατανόητα υπέροχη και ισχυρή ταπεινοφροσύνη. 

Και ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε την αλήθεια και το νόημα της. ακόμα κι αν αποδεικνυόμαστε ανίκανοι γι` αυτή τη μυστηριώδη και παντοδύναμη αρετή, αυτή μάς αποκαλύπτεται απύ μόνη της ταπεινά, μέσα από τέτοιους καταπληκτικούς ανθρώπους, που μπορούν να τη δεξιώνονται. 

Από το βιβλίο: «Σχεδόν Άγιοι» π. Τύχων Σεβκούνωφ

Πώς μαλακώνει μια σκληρή καρδιά; (Από το βίο του Αγ.Νικολάου Πλανά)



Στην οικογένεια που συχνότατα πήγαινε ο Παππούς (άγιος Νικόλαος Πλανάς), τον χώρο τους εντός της αυλής τον είχε νοικιάσει ένας τσαγκάρης κομουνιστής, εκ των σημαινόντων στελεχών. Το μίσος του προς όλους, και εξαιρετικώς προς τους ιερείς, δεν είχε όρια. Εκεί που εργαζόταν παραληρούσε μονολογώντας, από πού θα αρχίσει με την παρέα του να σφάζουν τους παππάδες.
Και έλεγε:
- «Πρώτα – πρώτα, θα σφάξουμε τους παπάδες της Ζωοδόχου Πηγής».
Και έλεγε συνέχεια και για τους άλλους. Όπως σας είπα αυτός εργαζόταν εντός της αυλής. Ο Παππούς με την καλοσύνη του πήγε κοντά του και του λέει:
- «Καλησπέρα, παιδί μου».
Εκείνος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από την δουλειά του, κάτι μουρμούρισε. Το άλλο Σάββατο πήγε πάλι ο Παππούς:
- «Καλησπέρα, Λουκά μου».
Εκείνος του απάντησε «καλησπέρα», και πάλι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Σε τρίτη επίσκεψη, του λέει πάλι ο Παππούς:
- «Καλησπέρα, Λουκά μου, τι κάνεις παιδί μου»;
Εδέησε να πει «καλά, παππού».
Συνέχεια ο Παππούς να τον επισκέπτεται εκεί που δούλευε, ώσπου έσπασε ο πάγος. Σηκώνεται από τη δουλειά του, τού ασπάζεται με σεβασμό το χέρι, και λέει σε μας:
- «Όταν θα σκοτώσουν τους παπάδες, εγώ θα πω για τον παπα-Νικόλα να μην τον σκοτώσουν. Και όχι μόνο θα πω, αλλά θα τον περιφρουρήσω».
Κατόπιν όταν ερχόταν ο Παππούς, έσπευδε αυτός να τον συναντά και να του φιλά το χέρι. Ούτε ήξερε ο Παππούς τις προθέσεις του, ούτε από κομμουνισμό είχε ιδέα, ούτε και την μεταβολή του κατάλαβε -έτσι νομίζουμε εμείς.- Ποιος ξέρει πώς έβλεπε αυτός με το διορατικό της ψυχής του.
Λοιπόν, ο κομμουνιστής αυτός, όσα κηρύγματα και αν άκουγε και όσες συμβουλές να του έλεγαν, τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην πωρωμένη ψυχή του, όσο η αγαθότητα του πολιού αυτού γεροντάκου, με το να τον επισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, αδιαφορώντας αν αυτός κατ’ αρχήν τον περιφρονούσε. Με την ευχούλα του Παππούλη μετανόησε. Και όταν σε λίγο καιρό αρρώστησε με μία ασθένεια (παράλυση των κάτω άκρων των ποδιών του) και πέθανε σε ηλικία 30 ετών, εκοιμήθη ως καλός χριστιανός και χωρίς να… σκοτώσει κανέναν.
Αυτήν την επίδραση είχε η φυσιογνωμία του Παππού σε όσους τον γνώριζαν. Και για αυτό δεν είχε εχθρό κανέναν. Μόνο τον σατανά, αλλά και αυτόν τον εκμηδένιζε δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που είχε εγκατασταθεί στην ψυχή του».

''Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς'', εκδόσεις Αστήρ σελ. 62-63

Πώς αναζητούμε τον Θεό – Πέντε άνθρωποι που ήθελαν πραγματικά «να δουν»



Οι παρακάτω περιπτώσεις δείχνουν ότι ο Θεός εμφανίζεται μόνον όταν Τον αναζητάς με οδύνη, όταν η εύρεσή Του δεν είναι για σένα δευτερεύον ζήτημα, αλλά ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Η αναζήτηση του Θεού μπορεί να κρατήσει χρόνια και οπωσδήποτε συνοδεύεται από έντονους συνειδησιακούς σεισμούς. Είτε μου αρέσει είτε όχι, όταν γεμίζω τη ζωή μου με άλλες ανάγκες και ενδιαφέροντα, και απλώς λέω (όταν το θυμηθώ), «αν ο Θεός θέλει να Τον πιστέψω, ας εμφανιστεί να Τον δω», ο Θεός ΔΕΝ εμφανίζεται. Ο λόγος είναι απλός: Εκείνος θέλει να Τον πιστέψω, εγώ όμως θέλω;

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938). «Έζησε στη γη ένας άνθρωπος, άνδρας με άσβεστη πνευματική δίψα, που λεγόταν Συμεών. Προσευχόταν για πολύν καιρό με ασταμάτητο θρήνο: «Ελέησόν με!». Αλλά δεν τον άκουγε ο Θεός.

Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: «Είσαι αδυσώπητος!» (=αλύπητος). Και όταν με αυτές τις λέξεις ράγισε κάτι μέσα στη συντετριμμένη από την απόγνωση ψυχή του, είδε ξαφνικά τον ζώντα Χριστό. Πυρ γέμισε την καρδιά του και όλο του το σώμα με τέτοια δύναμη, που, αν κρατούσε ακόμη μια στιγμή η όραση, θα πέθαινε. Από τότε δεν μπορούσε πια να λησμονήσει το ανείπωτα πράο, το απέραντα αγαπητικό, το χαρούμενο και γεμάτο από υπερνοητή ειρήνη βλέμμα του Χριστού. Και στα επόμενα χρόνια της μακράς ζωής του μαρτυρούσε ακούραστα ότι «ο Θεός αγάπη εστίν», αγάπη άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου» (βλ. π. Σωφρονίου [Σαχάρωφ], Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003).

Ο άγιος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993), Ρώσος ζωγράφος στο Παρίσι, με οκταετή θητεία στον υπερβατικό διαλογισμό και μεταφυσικές εμπειρίες μέσω του διαλογισμού. Για χρόνια αντιμετώπισε πειρασμούς, όπως «αν υπάρχει Θεός, πώς είναι δυνατόν να μην είμαι εγώ ο Θεός;» και «γιατί ο Ιησούς να είναι ο Υιός του Θεού και όχι εγώ;». Εγκατέλειψε το μυστικισμό αυτού του είδους απογοητευμένος και, όταν ανακάλυψε την ορθοδοξία, ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου έγινε μοναχός.

Οι θεοπτικές εμπειρίες του (όραση του ακτίστου φωτός) ήταν κατακλυσμιαίες, πράγμα που τον στήριξε σε περιόδους επίπονων προσπαθειών να πλησιάσει το Θεό και οδυνηρής μετάνοιας για την προηγούμενη απόρριψή Του. Από αυτές κατάλαβε ότι ο Θεός είναι ταπεινή αγάπη και ότι έρχεται όταν Εκείνος θέλει (όταν κάποιος πρόκειται αληθινά να ωφεληθεί), ενώ ο άνθρωπος είναι αδύνατο να προκαλέσει την εμφάνισή Του με κάποια «μέθοδο» (βλ. π. Σωφρονίου,Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί [=Θα δούμε το Θεό όπως είναι]).

Ο γιατρός Αντώνιος Μπλουμ, μετέπειτα ορθόδοξος επίσκοπος στην Αγγλία. Ως νέος, ήταν σκληροπυρηνικός άθεος. Βασανιζόταν όμως έντονα από την απουσία νοήματος στη ζωή. Αποφάσισε λοιπόν να ερευνήσει αν υπήρχε νόημα στη ζωή και, αν σε ένα χρόνο διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει νόημα, να αυτοκτονήσει. Μια μέρα, παρακινημένος από φίλο του, παρακολούθησε την ομιλία ενός Ρώσου ορθόδοξου ιερέα. Αυτά που άκουσε τον εξόργισαν τόσο, ώστε, γυρίζοντας σπίτι, πήρε την Καινή Διαθήκη της μητέρας του, για να δει αν το Ευαγγέλιο υποστηρίζει αυτά που είπε ο ιερέας στην ομιλία του. Λίγη ώρα αργότερα, είχε την αίσθηση ότι Κάποιος καθόταν, αόρατος, απέναντί του – και ότι Αυτός ο «κάποιος» ήταν ο Χριστός.

[Σημειωτέον ότι, επειδή ήταν απόλυτα σίγουρος για την ανυπαρξία του Θεού, δεν είναι λογικό να «φαντάστηκε» την παρουσία του Χριστού. Θα έπρεπε να «φανταστεί» κάτι σύμφωνο με τις απόψεις του, όχι αντίθετο με αυτές]. Βλ. π. Ιωάννη Κωστώφ, Αθεϊσμός – Τίνος είναι η αυταπάτη.

Ο Γκλεμπ Ποντμοσένσκι, μετέπειτα π. Γερμανός, ιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας (Καλιφόρνια):

«Επιθυμούσα τη ζωή αλλά έπρεπε να ξέρω γιατί. Να ζω απλώς και μόνον επειδή γεννήθηκα, για να υποφέρω αναίτια και να πεθάνω; Εγώ δεν ζήτησα να γεννηθώ! Ήθελα πραγματικά να ζήσω, αλλά είχα ήδη προχωρήσει πιο πέρα από μια κατάσταση απελπισίας, όπου τα πάντα μοιάζουν αφόρητα απεχθή και μια δαιμονική ενέργεια πλήρους αδιαφορίας κυριεύει ολόκληρο το είναι του ανθρώπου αφαιρώντας κάθε φυσικό φόβο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να ονομαστεί “βουβός τρόμος”. Έχοντας λοιπόν περάσει ο ίδιος από μια τέτοια εμπειρία, γνωρίζω τι περνούν στις μέρες μας οι νέοι με αυτοκτονικές τάσεις. Υπήρξα κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ήμουν μόλις δεκαοκτώ – δεκαεννιά χρονών».

Μόνον η χάρη του Θεού μπορούσε να γλιτώσει τον Γκλεμπ από μια τέτοια κατάσταση. Στεκόταν σε μια γέφυρα στη Βοστόνη και σκεπτόταν ν’ αυτοκτονήσει, όταν, αίφνης, του ήρθε σαν αστραπή μια ανάμνηση από πολλές έγχρωμες φωτογραφίες ενός αγίου που γνώριζε από παιδί – του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Ρώσος αυτός ασκητής του 14ου αιώνα είχε ζήσει όπως ακριβώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει: μαζί με το Θεό στην αγκαλιά της φύσης. Ο λογισμός ψιθύρισε στον Γκλεμπ: «Δώσε μια ευκαιρία. Δες αν μια τέτοια γνήσια ζωή αγνότητας, μακριά από τον κόσμο και σε ενότητα με τη φύση, είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν είναι, αν όλα τούτα είναι απλώς η ψευδαίσθηση ενός ονειροπόλου, ένα παραμύθι, ένα “όπιο του λαού”, τότε μόνο αφαίρεσε τη ζωή σου…».

(Βλ. π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], π. Σεραφείμ Ρόουζ, η ζωή και τα έργα του, τ. Α΄, Μυριόβιβλος 2006, σελ. 293-294)

Ο Ευγένιος Ρόουζ, μετέπειτα π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982), συνιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας:

Όπως και πολλοί άλλοι νέοι της εποχής του, άρχισε να ζει στο κλίμα του ηδονισμού και της σεξουαλικής ανηθικότητας. […] Ο Ευγένιος προκαλούσε το Θεό, όπως είχε κάνει και στην κορυφή του βουνού Μπάλντυ – αυτή τη φορά, αψηφώντας τους νόμους Του. […] Όπως ο ίδιος ανέφερε αργότερα, αυτή ήταν η πιο σκοτεινή και η πιο δυστυχισμένη περίοδος της ζωής του. Οι απαγορευμένες πράξεις τον αηδίαζαν, ακόμα και τη στιγμή που τις έκανε. Κατόπιν, επέσπευδαν την εμφάνιση μέσα του μακροχρόνιων περιόδων κατάθλιψης. […]

Όμως ακόμα και στα πιο άγρια μεθύσια του, ο Θεός, τον οποίο είχε απορρίψει ως «αφηρημένη έννοια», δεν τον άφηνε ήσυχο. Σε ένα γράμμα του προς κάποιο φίλο στην Πομόνα, γραμμένο σε κατάσταση μέθης, εξαπέλυε λόγια κακόβουλου, δαιμονικού παλληκαρισμού και στη συνέχεια κατέληγε με το ερώτημα: «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαι στο Σαν Φρανσίσκο; Επειδή θέλω να μάθω ποιος είμαι και ποιος είναι ο Θεός. Εσύ θέλεις να τα μάθεις αυτά; Για μένα, αυτά είναι τα μόνα πράγματα που με νοιάζει να μάθω». (Βλ. π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], στο ίδιο, σελ. 104-105).

Ιδιαίτερα ταλαντούχος, διδάκτορας των ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο Ευγένιος εγκατέλειψε την προοπτική να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου, απογοητευμένος από τη διαφθορά και την υποκρισία που είδε στους πανεπιστημιακούς κύκλους. Μελέτησε την κινέζικη σοφία, ασχολήθηκε με το βουδισμό ζεν, όταν όμως ανακάλυψε την ορθοδοξία «ένιωσε» ότι «βρήκε την πατρίδα». Μετά από βαθιά μελέτη, έγινε ορθόδοξος, αργότερα μόνασε στα δάση της Καλιφόρνιας με τον π. Γερμανό και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ορθόδοξους διδασκάλους στο δυτικό κόσμο.

Επιμέλεια: Θ. Ι. Ρηγινιώτης

«ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΧΩ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΜΕΣΑ ΜΟΥ;»



[…] Ο Φαρισαίος της παραβολής που είπε ο Χριστός είναι πολύ γνωστός και στη σύγχρονη κοινωνία μας, γιατί μόνος του αυτοπροβάλλεται παντού και πάντοτε. Είναι ο τύπος του ευσεβοφανούς ανθρώπου, που δεν τον ενδιαφέρει η ουσία, ούτε της πίστεως, ούτε της αρετής, αλλά η επίδειξη· έχοντας την ελαφρά συνήθεια «του τύπου», την εξωτερική μόνο εμφάνιση και μερικές πράξεις καλοσύνης, με τις οποίες νομίζει ότι «υποχρεώνουν» τον Θεό και δικαιωματικά απαιτεί αντιμισθία.

Θα κάνω μια μικρή παρέκκλιση αναφέροντας ένα γεγονός που συνάντησα σ’ ένα ταξίδι, με σκοπό να σας βοηθήσω.
Με πλησίασε μια ευσεβής κυρία, η οποία από μικρό παιδί ήταν στους κόλπους της Εκκλησίας. Βρήκε έναν ευσεβή σύζυγο και μια ολόκληρη ζωή την έζησε μέσα στην Εκκλησία· ήταν, μάλλον φαινομενικά, ο τύπος της ευσεβούς και «πετυχημένης» χριστιανής. Με παρακάλεσε να την ακούσω ιδιαιτέρως· και, ποιο νομίζετε πως ήταν το παράπονό της; Ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα βάθος απόγνωσης. Και η ίδια αναρωτιέται: «Τώρα που γέρασα και πλησιάζω προς το τέλος μου, γιατί να έχω απόγνωση μέσα μου, ενώ θα έπρεπε να έχω θάρρος;».

Εμένα δεν με ξένισε αυτό που είπε, γιατί το είχα διαπιστώσει πριν μου το αναφέρει. Αλλά όμως, επειδή μου δόθηκε η αφορμή, ήμουν υποχρεωμένος ν’ απαντήσω.
Και της είπα τα εξής:
«Όπως στα μαθηματικά, όταν η κατάληξη του αριθμού δεν τεθεί καλά, δεν φέρνει (το αναμενόμενο) αποτέλεσμα στο άθροισμα, έτσι και στον πνευματικό τομέα: όταν δεν τεθούν καλά οι βάσεις, δεν βλέπουμε πνευματικό αντίκρισμα. Κι εσύ, αδελφή μου –της λέω– δεν έβαλες καλά τα θεμέλια. Δεν είναι ο χριστιανισμός αυτός, τον οποίο πρέσβευες μέχρι τώρα. Εμείς οι χριστιανοί δεν διεκδικούμε από τον Θεό τίποτα. Πιστεύουμε στον Θεό, γιατί Του αξίζει να πιστεύεται. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Έπειτα, πιστεύοντάς Τον, υπακούμε σ’ Αυτόν. Όχι, γιατί θα μας δώσει αμοιβές· όχι, γιατί θα μας ανταμείψει· όχι, για συμφεροντισμούς. Υπακούμε σ’ Αυτόν, γιατί Αυτός είναι η αξιοπρεπέστερη κυριότητα, στην οποία υπακούει όλο το σύμπαν, γιατί από Αυτόν έχουμε και το “είναι” και το “ευ είναι”, κατά μετοχή.«

»Η αγωνιστικότητα που καταβάλλουμε για να σταθούμε σ’ αυτά τα επίπεδα, έχει μονάχα αυτό το σκοπό: ν’ αγωνιστούμε να κρατήσουμε τις εντολές που μας έδωσε ο Θεός μας, που είναι οι συνταγές για τη θεραπεία μας. Γιατί, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, έχουμε καταστραφεί ολοσχερώς. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο, είμαστε μια σωρεία ερειπίων. Ήρθε ο Ιησούς μας, μας άνοιξε την πόρτα της ζωής, σφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας, έσβησε την ενοχή και την οφειλή μας και μας είπε την κούρα της θεραπείας. Τώρα, δικός μας στόχος είναι να θεραπεύσουμε αυτή την παραμόρφωση, αυτή την αιμάσουσσα πληγή, για να τη φέρουμε στην ισορροπία και να μπούμε ύστερα ελεύθερα στη Βασιλεία των Ουρανών.«

»Όλη η αγωνιστικότητα που καταβάλλουμε, είναι για ν’ αποβάλουμε από πάνω μας τη δύναμη της αμαρτίας που σφηνώθηκε μέσα στα μέλη μας και τώρα επιμένει να μας χωρίσει από τον Θεό. Επομένως, δεν παίρνει τίποτα από ’μας ο Θεός και, κατ’ επέκταση, δεν μας χρωστά τίποτα απολύτως. Τη σωτηρία μάς τη χάρισε δωρεάν. Μας τη χάρισε με το Σταυρό Του, από την πλευρά Του, την “ρέουσαν αἷμα καὶ ὕδωρ”.«

»Κι εμείς αγωνιζόμαστε τώρα να μην επιστρέψουμε στην περιεκτική κακοήθεια, που οδηγεί στην ηθική παραμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Σ’ αυτήν όμως την παραμόρφωση “δεν εισέρχεται καθόλου ο Θεός· κι αν κάποτε εισέλθει, πολύ γρήγορα θα εξέλθει” (πρβλ. Σοφ. Σολ. 1, 1–4). Γι’ αυτό λοιπόν τρέχουμε με σπουδή προς όλα τα φάρμακα της σωτηρίας μας, στον κατάλληλο χρόνο και τόπο και με το σωστό τρόπο, για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε την υγεία και την ισορροπία και τότε να κληρονομήσουμε τα αιώνια αγαθά.«

»Αυτή, ευλαβέστατη αδελφή μου, είναι η εικόνα του χριστιανού. Εσένα, όμως, δεν σου τα έμαθαν καλά οι δάσκαλοί σου και νόμιζες ότι έχεις “υποχρεωμένο” τον Θεό, επειδή κάνεις καλά το σταυρό σου, επειδή δεν ντύνεσαι με τα σύγχρονα ρούχα, γιατί πηγαίνεις πιο συχνά στην Εκκλησία και γιατί κάτι που σου περισσεύει το δίνεις σ’ εκείνους, τους οποίους, όλοι μας έχουμε κλέψει περιοδικά στη ζωή μας. Γι’ αυτό, αντί να έχεις μέσα σου τώρα αντίκρισμα την παρηγοριά, έχεις την απόγνωση. Είναι σαν να πληρώθηκες με κάλπικα νομίσματα. Ακολούθησε με ακρίβεια την Πατερική Παράδοση και αμέσως θα φυτρώσει μέσα σου, κατά τον Απόστολο Παύλο, και η “μακάρια ελπίδα” (πρβλ. Τίτ. 2, 13)».

Σας ανέφερα αυτό το γεγονός, για να σας δείξω πρακτικά πόση μεγάλη σημασία έχει το ν’ αγωνίζεται κανείς σωστά, τώρα που ο όρος της μετάνοιας (πρέπει να) χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή μας. Παρακαλούμε και ικετεύουμε με όλο το βάθος της μετριοφροσύνης μας την Παναγάπη του Ιησού μας, να καταδεχθεί ακόμα λίγο και να μη φύγει βλέποντας τη δική μας αχαριστία και απερισκεψία. Να παραμείνει μαζί μας, μέχρις ότου αυξηθεί σ’ εμάς η θεία συμπαράσταση. Και έτσι, με τη θεία Χάρη και με τη λίγη προαίρεση που διαθέτουμε, να κατορθώσουμε σιγά–σιγά να βγούμε από την αιχμαλωσία του παλαιού ανθρώπου, που είναι τα πάθη και οι επιθυμίες…

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
(1921–2009)

[Γέροντος Ιωσήφ:
«Αθωνικά μηνύματα»,
μέρος β΄, κεφ. 5ο, σελ. 109–112,
εκδόσεις «Το Άγιον Όρος»,
Θεσσαλονίκη 1990.]

Στήν εξομολόγηση, πολλοί απ'αυτούς λέ­νε: «Είμαι φονιάς»

Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται στην πίστη με έργα κι όχι με λόγια. Στήν εξομολόγηση, πολλοί απ'αυτούς λέ­νε: «Είμαι φονιάς. "Ομως ή ποινή πού θα μου επιβληθεί, δέν με φοβίζει. Φοβάμαι την κατάκριση της συνειδήσεως μου πού νιώ­θω...».
Ένας μου είπε: «Πάτερ, θυμάμαι συνεχώς τα λόγια της μά­νας μου: "Γιε μου, να πηγαίνεις στην εκκλησία. Μην άκούς πού σας λένε στο σχολείο ότι δεν υπάρχει ό Θεός. Λένε ψέματα! Κά­ποτε θα καταλάβεις ότι ζει ό Θεός κι ότι πάντα είναι μαζί μας!". Ό ίδιος φυλακισμένος, μου είπε στη συνέχεια: «Πάτερ, εδώ στή φυλακή βρήκα τον Θεό!».'Ολοι τους εκφράζουν την ελπίδα ότι θα τους συγχωρήσει ό Κύριος.
Στήν εξομολόγηση βλέπουμε να γίνονται θαύματα. Κάποιος απ΄αυτούς εγκαταλείφθηκε από συγ­γενείς και φίλους κι έμεινε ολομόναχος. Μου είπε ότι τον αρνή­θηκαν όλοι κι ότι μόνο τον Θεό αισθάνεται κοντά του. Τον ρώ­τησα, τι τον οδήγησε στον Θεό· μου απάντησε: 
«Πριν μπω στη φυ­λακή, ήμουν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκεί γνωρίσθηκα με πιστούς ανθρώπους. 'Ηξερα, βέβαια, ότι ή παράγραφος 59 προέβλεπε την ποινή της φυλακίσεως, για όποιον πίστευε στο Θεό! Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα πιστούς να φυλακίζονται για την πίστη τους. Τους βασάνιζαν γιά ν' αρνηθούν τον Θεό, λέγο­ντας τους ότι αν το κάνουν, θα τους ελευθερώσουν, εξασφαλίζο­ντας τους καλή ζωή. Εκείνοι όμως έμεναν σταθεροί καί αμετα­κίνητοι. Πολλές φορές θυμήθηκα τη μάνα μου πού έβαλε στην καρδιά μου την αγάπη στον Θεό καί στην Εκκλησία Του. Μέ­χρι τώρα, τη μισή ζωή μου την πέρασα στις φυλακές και τα στρα­τόπεδα σαν εγκληματίας. Σ' αυτούς τους χώρους, άρχισα να θυμάμαι έντονα τα λόγια της μάνας μου καί να ψάχνω συνειδη­τά τον Θεό. Τώρα πια, προσεύχομαι αδιάκοπα. Νιώθω, είμαι βέβαιος ότι μ' ακούει ό Θεός. Βλέπω τη βοήθεια Του!».
Ό κρα­τούμενος αυτός ονομάζεται Αλέξανδρος κι είναι τριανταοκτώ ετών. Άπ' αυτά, τα εικοσιέξι χρόνια τα πέρασε σε στρατόπεδα συ­γκεντρώσεως, φυλακές ανηλίκων καί άλλα σωφρονιστικά ιδρύ­ματα. Εξομολογώ στη λαύρα πολλά χρόνια.
"Οσα όμως μου είπε ό Αλέξανδρος, αλλά καί ό τρόπος πού τα είπε, με συνεκλόνισαν. ~ Ηλθαν φορές πού κι εγώ αναρωτήθηκα αν ό Θεός θα συγχω­ρήσει αυτά πού άκουσα. Σ' αυτό το σημείο έδειξα την όλιγοπιστία μου. Εξομολογούσα τον Αλέξανδρο δύο μέρες συνεχώς! Στό τέλος, συλλογίστηκα: Άφοϋ ό Θεός συγχώρησε το ληστή πού το ζήτησε κι αυτόν εδώ θα συγχωρήσει. Του είπα να προσέ­ξει τα λόγια του, να μη φάει τίποτε την παραμονή της Θείας Κοι­νωνίας καί να μη καπνίσει. Το έκανε. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μη ξέρουν τίποτα από γράμματα κι επιστήμες, όμως το Νόμο τοϋ Θεού ξέρουν να τον σέβονται· καί μάλιστα, καλύτερα άπ' ο,τι έμείς. 
Την επομένη πού λειτούργησα, πλησίασαν στο «μετά φό­βου...» οι κρατούμενοι πού ήσαν προγραμματισμένοι καί περί­μενα να πλησιάσει κι ό Αλέξανδρος. Δεν ερχόταν. Του έκανα νόημα. Τίποτα! "Ετσι μακριά όπως στεκόταν, κουνούσε το κε­φάλι, δείχνοντας μου ότι δεν μπορούσε να κοινωνήσει. Μετά το «δι' ευχών» τον πλησίασα καί τον ρώτησα γιατί δεν κοινώνησε. «Δεν είμαι εσωτερικά έτοιμος ακόμη» ήταν ή απάντηση του πού με άφησε άναυδο! «Πρώτη φορά στη ζωή μου παρακολούθησα λειτουργία», συνέχισε «κι ένιωθα ότι ό ίδιος ό Θεός ήταν μαζί μας! Κατάλαβα ότι κάποιο μέγα Μυστήριο γινόταν. "Ενιωσα λοι­πόν, ότι δεν ήμουν άξιος να συμμετάσχω...».
Τον είδα από τότε αρκετές φορές. Κάποια μέρα μου είπε ότι βγήκε ή απόφαση του δικαστηρίου καί φεύγει για στρατόπεδο.Παρακάλεσε να του δώσω το κομποσχοίνι μου για ευλογία καί να προσεύχομαι γι' αυτόν. Μου είπε με σημασία: «Κι εγώ θα προ­σεύχομαι για σας! "Οταν με καλό ελευθερωθώ, θέλω να μου υπο­δείξετε να μείνω κοντά σε κάποιο μοναστήρι ή ενοριακό ναό, για ν' αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου -όση μου δώσει ο Θεός- σ' Εκείνον καί στον συνάνθρωπο!».
Δόξα τω Θεώ, στη φυλακή βλέπω γνήσια ανανέωση της ψυχής. Πολλοί κρατούμενοι μας λεν ότι στο πρόσωπο μας βλέπουν τον Θεό να τους επισκέπτεται!
Πέρασε καιρός πού δεν έβλεπα στο ναό τον Αλέξανδρο. "Υπέ­θεσα ότι θα τον μετέφεραν στο στρατόπεδο. Κάποια στιγμή κα­τέβηκα στα υπόγεια, εκεί πού είναι τα φοβερά κελιά της απομο­νώσεως. Χοντροί τσιμεντένιοι τοίχοι, μ' ένα μόνο μικρό παρα­θυράκι στην βαριά πόρτα. Ξάφνου ακούω μια γνώριμη φωνή, να βγαίνει μέσα από μια πόρτα: «Πάτερ Τρύφων, πάτερ Τρύ­φων...». Τρέχω στο μικρό παραθυράκι της σιδερόπορτας καί βλέ­πω τον Αλέξανδρο! Μόνος, μέσα σ' ένα κλουβί από μπετόν. Στεκόταν κρατώντας το Ευαγγέλιο! Κόλλησε το πρόσωπο του στο παραθυράκι κι άρχισε να κλαίει. "Ενας σκληρός άντρας έκλαιγε σαν παιδί... Το πρόσωπο του έλαμπε.
«Πάτερ, είμαι τρίτη βδομαδά εδώ κάτω. "Ακουγα πού περπατούσατε άπ' έξω κάθε μέρα, μα δεν τολμούσα να σας φωνάξω. Επειδή όμως άκουσα πού ρω­τήσατε για μένα, πήρα το θάρρος και σας φώναξα. Πάτερ Τρύ­φων, είμαι ευγνώμων στον Θεό και σε σας. Ευχαριστώ πολύ Εκείνον και σας πού με μάθατε να κλαίω για τίς αμαρτίες μου! Είχα σταματήσει από πολλά χρόνια να κλαίω. Σχεδόν είχα ξε­χάσει πώς κλαίνε! "Ημουν πολύ σκληρός. Εδώ μ' εσάς έμαθα να κλαίω και να ζητώ το έλεος του Θεού!». Συνέχισε να κλαίει, ενώ συγχρόνως χαμογελούσε ευτυχισμένος!
Από το στρατόπεδο πού μεταφέρθηκε, μου έστειλε την έξης επιστολή: 
«Σεβαστέ π. Τρύφων, σας ευχαριστώ γι' άλλη μία φο­ρά, για τη φωτιά της ελπίδας πού ανάψατε στην ψυχή μου. "Ημουν μεγάλος αμαρτωλός, βλάστημούσα τον Θεό μας και τους αγίους Του, δεν πίστευα... Με την πνευματική συζήτηση, με κά­νατε να δω με καινούργια ματιά όλ' αυτά πού γίνονται γύρω μας. Ευχαριστώ και τους άλλους πατέρες πού έρχονταν. Τώρα ξέρω πολύ καλά ότι ό Κύριος καί Θεός μας δεν είναι κάτι το φαντα­στικό, αλλά υπάρχει καί μας βλέπει τί κάνουμε καί πώς ζούμε.'Ολοι σχεδόν είχαμε μάθει στο σχολείο ότι ή Εκκλησία απο­βλακώνει τους ανθρώπους. Πλήρης διαστρέβλωση της πραγμα­τικότητας. Εγώ κι οι φίλοι μου δεν θα ξαναγυρίσουμε στα πα­λιά χάλια πού ήμασταν βουτηγμένοι πριν σας γνωρίσουμε. Μας βοηθήσατε να καθαρισθούμε από τη λάσπη των αμαρτιών μας, οπού είχαμε βουτηχτεί άπ' την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ζητούμε την ευχή σας· Αλέξανδρος καί άλλοι κρατούμενοι της ζώνης 50!».
Σέ άλλη επιστολή του, έγραφε: 
«Κάποιος κρατούμενος -ό Ίβάν- πού του είχατε δώσει επιστήθιο σταυρό, σώθηκε από βέβαιο θάνατο, λόγω του σταυρού αύτού! Να τί έγινε ακριβώς: Μια μέρα έγινε μεγάλος τσακωμός στο μπλοκ μας. Κάποιος συγκρατούμενος άρπαξε ένα μαχαίρι καί πήγε να σκοτώσει τον Ιβάν. Καθώς όμως τον τράβηξε από το πουκάμισο, το έσκισε καί φά­νηκε ό σταυρός. Εκείνη τη στιγμή τό ήλιακό φως ακτινοβολούσε πάνω στο σταυρουδάκι. Ποιος ξέρει τί ένιωσε ό επίδοξος φονιάς καί σταμάτησε!'Ετσι ό σταυρός έσωσε τη ζωή του Ίβάν! Δεν είναι θαύμα;! Τώρα ό Ίβάν, εγώ κι όλοι οι άλλοι καταλαβαίνου­με πολύ καλά το παύλειο ρητό πού μας λέγατε:Αυτό πού δεν θέ­λουμε να μας κάνουν, να μη το κάνουμε κι εμείς στους άλλους"…

Από το βιβλίο: Ο πατήρ Αρσένιος». (κατάδικος ΖΕΚ-18376) έκδοσης Παρακλήτου

ΤΟΥΡΚΑΛΑ ΒΟΥΛΕΥΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ!!!

Την καταπληκτική είδηση ότι η βουλευτίνα Σμύρνης και εκπρόσωπος του τουρκικού Λαϊκού Κόμματος της αντιπολίτευσης, που είναι και δεύτερο κόμμα στην τουρκική βουλή, η Selin Saye Böke, βαπτίστηκε χριστιανή Ορθόδοξη, έφερε στην δημοσιότητα ο Τούρκος δημοσιογράφος, Ünsal Ergel.
Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, η εν λόγω βουλευτίνα σε συνέντευξη που έδωσε στον δημοσιογράφο απαντώντας στην ερώτηση αν είναι χριστιανή, παραδεχτηκε έμμεσα πως έχει βαπτιστεί χριστιανή και αυτό σε μια ισλαμική Τουρκία που ο ισλαμισμός έχει καταντήσει ένα αυταρχικό και δικτατορικό καθεστώς.
Η Selin Saye Böke είναι από πολύ γνωστή οικογένεια με καθηγητές πανεπιστημίου που κατάγεται από τη περιοχή του Hatay, μια συνοριακή με την Συρία περιοχή όπου υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα και σήμερα πολλοί Ορθόδοξοι αραβόφωνοι χριστιανοί.
Όπως αναφέρεται, η βουλευτίνα του Λαϊκού Κόμματος βαπτίστηκε στην Ορθόδοξη εκκλησία της Αλεξανδρέττας που υπάγεται στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Αντιόχειας, που έχει την έδρα του σήμερα στην Δαμασκό της Συρίας.
Το εντυπωσιακό είναι πως η Selin Saye Böke είναι βουλευτίνα του τουρκικού κοινοβουλίου και παρά τις διάφορες αρνητικές αντιδράσεις ακόμα και μέσα από το κόμμα της, δεν δίστασε όχι μόνο να βαπτιστεί, αλλά και να το διακηρύξει δημόσια.
Εμείς θα της πούμε ένα ολόψυχο μπράβο, την ίδια ώρα που εδώ στο…Ελλαδιστάν, η Ορθοδοξία διώκεται με όλα τα μέσα και το να λέει κανείς δημόσια πως είναι Ορθόδοξος Χριστιανός κατάντησε να θεωρείται…ακόμα και ρατσιστικό!
Αλλοίμονο μας!

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφεάς-Τουρκολόγος

www.nikosxeiladakis.gr

Ο γιαπωνέζος ζητιάνος που έγινε Ορθόδοξος μοναχός!



Θα ήθελα να δώσω ένα μικρό παράδειγμα ποιμαντικής δραστηριότητας. Εμείς έχουμε ένα μικρό μετόχι στην Νέα Υόρκη. Βρίσκεται σε μία πολύ φτωχή συνοικία της πόλης όπου ζουν κυρίως ισπανόφωνοι και μαύροι: Παντού ναρκωτικά, αλκοόλ, άστεγοι. Πίστευω πως πάνω από τους μισούς κατοίκους της περιοχής ζουν από τα επιδόματα του κράτους.
Για τους εφήβους της περιοχής το να γεννήσεις ένα παιδί στα 14-15 σου χρόνια είναι λόγος να υπερηφανεύεσαι. Όχι να το φροντίζεις, απλώς να το γεννήσεις. Γι αυτό πολλοί λίγοι ατενίζουν το μέλλον με κάποια προοπτική. Σε κάθε δεύτερη γωνία θα βρεις μία καθολική ή προτεσταντική εκκλησία,μία συναγωγη, αλλά όλες είναι άδειες.

Μπροστά από το οίκημά μας βρίσκεται ένα βαθούλωμα,το οποίο εμείς ονομάζουμε ''πηγάδι''. Χρησιμεύει για να κατέβεις σ'ένα υπόγειο μέρος. Μία φορά, μέσα Φεβρουαρίου ήταν, έριχνε χιονόνερο και έκανε κρύο. Ξαφνικά ανάμεσα στους κάδους των σκουπιδιών, που επίσης βρίσκονται σε αυτό το βαθούλωμα, άκουσα ένα θόρυβο. Σκέφτηκα πως κάποιος ζητιάνος ψάχνει μέσα στους κάδους άδεια μπουκάλια και όπως συνήθως γίνονταν, θα πέταγε τα σκουπίδια έξω από την πόρτα μας. Αυτό δεν ήθελα να το επιτρέψω.

Ανοίγοντας την πόρτα είδα έναν άνθρωπο με ασιατικά χαρακτηριστικά.
-Τι κάνεις;
-Συγχωρέστε με. Ψάχνω κάτι να φάω.
-Γιατί ψάχνεις τα σκουπίδια; Έλα μέσα
-Όχι. Δεν μπορώ, είμαι βρώμικος και μυρίζω
-Έλα, έλα μέσα, του λέω εγώ

Κατά την διάρκεια του σύντομου διαλόγου μας του εξήγησα πως έχουμε ένα δωμάτιο όπου μπορει να κάνει μπάνιο,να αλλάξει τα ρούχα του και να φάει κάτι

Ο άνθρωπος φοβήθηκε:
-Τι θέλεις από μένα;
Του λέω:
-Δεν θέλω να πετάς τα σκουπίδια στο κατώφλι μου. Αυτό μόνο, τίποτα περισσότερο.

Αφού έφαγε, κάθησα κοντά του και αρχίσαμε να συζητάμε. Φαινόνταν ένας άνθρωπος έξυπνος. Τον ρώτησα
-Πού μένεις;
-Πουθενά
-Δηλαδή δεν έχεις που;
-Να, κάθε βράδυ καθάριζα ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο και μου επέτρεπαν να κοιμάμαι στο υπόγειο.
-Πώς έφτασες χωρίς στέγη;

Μου διηγήθηκε πως ήταν μηχανικός και πως ήλθε από την Ιαπωνία. Στην αρχή τα πράγματα πήγαν καλά, αλλά έπειτα έμπλεξε με τα ναρκωτικά, κοκαϊνη, ηρωίνη και σύντομα τα έχασε όλα.
Του πρότεινα να μείνει σε εμάς
-Ω,δεν μπορώ, απάντησε
-Γιατί;
-Επειδή ψάχνω την αλήθεια! απάντησε ο άνθρωπος
Του λέω τότε:
-Δεν πρέπει να πας πουθενά,εδώ βρίσκεται η αλήθεια!
-Όλοι έτσι λέτε,μου απάντησε.Πήγα στους καθολικούς,στους μορμόνους,στους ιεχωβάδες,στους βουδιστές.Όλοι υπόσχονται το ίδιο πράγμα αλλά δεν δίνουν τίποτα.
-Καλά,του λέω εγώ, Μείνε ωστόσο λίγο..!

 

Έμεινε λίγες ημέρες σε εμάς.Αρχίσαμε να συζητάμε.Έπειτα βαπτίστηκε και πήρε το όνομα του Αγίου Νικολάου(Κασάτκιν,ο φωτιστής των Ιαπώνων ΕΔΩ). Τώρα επέστρεψε στην Ιαπωνία και έγινε μοναχός σ'ένα ορθόδοξο μοναστήρι. Όλα όμως άρχισαν επειδή του δώσαμε την δυνατότητα να γίνει μέρος της αδελφότητάς μας και του επέτρεψα να μείνει μαζί μας. Είδε το Ευαγγέλιο πριν το ακούσει ή το διαβάσει.

Από το βιβλίο του μεγαλόσχημου μοναχού Ιωακείμ Πάρρ «Συνομιλίες στη ρωσική γη»

Η μετάνοια είναι μία πνευματική άνοιξη

Το γεγονός το αφηγήθηκε μία εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα 
και συνέβη στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών, στον “Άγιο Ανδρέα”. 
Είπε:
“Περί το 1968-69 έκανα την πρακτική μου εξάσκηση στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών που βρισκόταν κοντά στο κάστρο. Η κατάσταση βέβαια ήταν θλιβερή από κτιριακής πλευράς, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών. Εμείς οι εθελόντριες βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τις μόνιμες αδελφές και συγχρόνως εξασκούμεθα.
Ένα απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου , καθώς μπήκα στον θάλαμο των γυναικών (με 25-30 κρεβάτια!), είδα μία μεσόκοπη γυναίκα να πηγαίνει παραπατώντας προς το κρεβάτι της και ίσα που πρόλαβε να πέσει επάνω του ημιλιπόθυμη και κατάχλωμη. Ξεσκέπαστη και μισόγυμνη δεν είχε το κουράγιο να τραβήξει το σεντόνι επάνω της!
Την πλησίασα, την σκέπασα και στεκόμουν από πάνω της κοιτώντας το χλωμό πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο. Την είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας! Φαινόταν αρχοντική και όμορφη γυναίκα. Πλησίασα στο αυτί της και την ρώτησα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι. Αντί για απάντηση, άπλωσε το χέρι της και μου έβαλε με κόπο μέσα στη φούχτα μου ένα τσαλακωμένο κιτρινωπό χαρτί, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Μόνο μου ψιθύρισε:
- Σας παρακαλώ, διαβάστε το μου!
Ξεδιπλώνω το χαρτάκι και τι να δω! Ήταν ένα κομμένο φύλλο, προφανώς από κάποια “Σύνοψη” ή “Ωρολόγιο” και επάνω ήταν τυπωμένος ο πεντηκοστός ψαλμός, ο ψαλμός της μετανοίας, το “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…” !
Άρχισα χαμηλόφωνα να της τον διαβάζω κοντά στο αυτί της: “ Ἐλέησον μέ, ὁΘεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σουἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου…”. Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, πρόσεξα με συγκίνηση πως από τα κλειστά μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κατρακυλούσαν κι έβρεχαν το μαξιλάρι της.

Όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια της, είχε λίγο συνέλθει , και με έκπληξη είδα δυο γαλάζια παιδικά μάτια κατακάθαρα και λαμπερά να με κοιτάζουν ήρεμα και ταπεινά. Αμέσως δε, χωρίς δυσκολία, άρχισε να μου λέει με μεγάλη συντριβή:
- Αδελφή, είμαι πολύ αμαρτωλή! Είχα κέντρο διασκεδάσεως και… καταλαβαίνετε. Όμως μετάνοιωσα ειλικρινά. Δεν ξέρω όμως αν ο Θεός με συγχώρησε.
Τότε την ρώτησα:
- Εξομολογηθήκατε; Κοινωνήσατε;
Μου απάντησε καταφατικά. Τότε με μια θεία παρόρμηση που είχα εκείνη τη στιγμή της είπα με όση πίστη διέθετε η νεανική μου ψυχή, αλλά και με όσα είχα διαβάσει στο ιερό Ευαγγέλιο:
- Και βέβαια σας συγχώρησε ο Χριστός! Η άφεση σας δόθηκε μέσα στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως. Μην αμφιβάλετε για το έλεος του Θεού.
Έπρεπε να υπήρχε ο τρόπος να αποθανατιστούν οι λάμψεις της χαράς που φάνηκαν μέσα στα γαλάζια μάτια της. Χαρά, χαρά, πλημμύρα χαράς! Συγκινήθηκα και της είπα, ενώ ακουγόταν από το εκκλησάκι του αγίου Χαραλάμπους η Παράκληση της Παναγίας:
- Κάνετε υπομονή, να γίνετε καλά και να πάτε να ψάλλετε κι εσείς στην Εκκλησία.
Μου απάντησε ήρεμα και ξεκάθαρα:
- Δεν πρόκειται να ζήσω. Το γνωρίζω. Έχω καρκίνο σε όλη την κοιλιά. Θα πάω να ψάλω επάνω, στην Εκκλησία τ’ Ουρανού!
Το είπε τόσο ειρηνικά, σχεδόν χαρούμενα , ώστε με εξέπληξε.
Πράγματι, όταν πήγα στο νοσοκομείο την επομένη εβδομάδα, το κρεβάτι της ήταν άδειο! Είχε τόση συντριβή και τόση μετάνοια , ώστε δεν αμφιβάλει κανείς πως θα βρήκε έλεος από Εκείνον, που θυσιάστηκε για να σώσει τον κάθε αμαρτωλό. Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου...” 

Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα
Θαυμαστά γεγονότα»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣΔΩΡΙΔΑ 2009

Της παρουσιάστηκαν στον δρόμο κάποια άγνωστα, περίεργα πλάσματα…



Ή Ευαγγελία Γ. , ετών 28 , κάτοικος Βάνιας, στίς 6 Αυγούστου τό απόγευμα, έπαθε τά εξής. Ή Ευαγγελία από τά μικρά της χρόνια είχε μία άστατη ζωή.

“Έκανε τήν ζωή της” μή έχοντας καμμία σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Εκκλησία, καί τελευταία συζούσε παράνομα μέ έναν παντρεμμένο, τόν Ν.Κ. 54 ετών, πού είχε αφήσει τήν γυναίκα του…

Ό Θεός όμως περίμενε τήν μετάνοιά της…

Στίς 6 Αυγούστου τού 1958 , ημέρα Τετάρτη, στίς 7 τό απόγευμα πήγε φαγητό στόν φίλο της πού έβοσκε τά πρόβατα. Τό έδωσε, καί φεύγοντας από εκεί γιά τό σπίτι της, τής παρουσιάστηκαν στόν δρόμο κάποια άγνωστα, περίεργα πλάσματα…
Τήν φοβέριζαν, γιατί είχε έλθει πιά ή οργή τού Θεού επάνω της καί έπρεπε νά ξεκαθαρίσει τήν θέση της. Άλλοι τήν έδερναν, άλλοι τήν τραβούσαν νά τήν πνίξουν στό νερό, άλλοι τήν έσπρωχναν δεξιά καί αριστερά…
Τελικά τήν πήγαν σ΄ ένα μαντρί, καί εκεί όλη τήν νύκτα πέρασε αφάνταστη τιμωρία…
Τήν επόμενη μέρα, στίς 1 τό μεσημέρι, τήν βρήκαν σέ μιά καλύβα βασανιζόμενη από ακάθαρτα πνεύματα.

Είχε δαιμονισθεί !

Τήν πήραν καί τήν έφεραν στό σπίτι της, καί εκεί, δέν έπαψε νά φωνάζει δυνατά καί νά συνομιλεί μέ πονηρά πνεύματα δεχόμενη φοβερό ξύλο από αυτά…
‘Ολα τά παραπάνω τά διαβεβαιώνω σάν ιερέας τού χωριού καί σάν αυτόπτης μάρτυρας, μιά καί μέ κάλεσαν νά τής διαβάσω εξορκιστικές ευχές γιά νά ησυχάσει…
Στίς 6 τό απόγευμα φέραμε στήν δαιμονισμένη, τήν εικόνα τών Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καί όπως ομολόγησε μετά ή ίδια, συνέβησαν περίεργα καί θαυμαστά πράγματα…
Μέ τήν είσοδο τής εικόνας τών Αρχαγγέλων στό σπίτι της είδε έναν αστραπόμορφο νέο μέ σπαθί πού τής είπε,
– ” Μή φοβάσαι, εγώ θά σέ απαλλάξω από όλα αυτά, αλλά θά σταματήσης τίς αμαρτίες πού μέχρι σήμερα έκανες καί θά μετανοήσεις. Εγώ θά είμαι μαζί σου ! Νά τό πείς αυτό παντού, ότι ή Εκκλησία έχει ζωντανή θρησκεία, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά μετανοήσει…”
Καί αμέσως, μέ τά τελευταία λόγια τού Αρχαγγέλου, τά πνεύματα τού σκότους διαλύθηκαν, έπαψαν τά φαινόμενα καί επανήλθε ατόν εαυτό της. Σηκώθηκε, προσκύνησε τήν εικόνα ευχαριστώντας τούς Αγίους γιά τήν προστασία τους καί υποσχέθηκε αλλαγή ζωής από τήν ίδια ώρα !…
Σήμερα είναι καλά, διηγούμενη όσα είδε καί έπαθε, καί ενθυμούμενη πάντα τόν Αρχάγγελο Μιχαήλ όμοιο μέ αστραπή μέ τό σπαθί στό χέρι, πού τήν έσωσε από τήν τιμωρία τών ακαθάρτων πνευμάτων…
Τά παραπάνω τά γράφω σάν αυτόπτης μάρτυς τών εν λόγω συμβάντων…
Ο ιερεύς τού χωριού

π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, Βάνια Τρικάλων, 1958 – Αυγούστου 10

«Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!



Η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, σε όλη της τη ζωή ήταν μια απλή χωρική από τη Συρία, που δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει.
Ήταν όμως ειλικρινά θρήσκα. Ότι έκανε είχε πάντοτε το όνομα του Θεού στα χείλη της. Aλλά δεν ανέφερε μόνο το Όνομά Του.
Έλεγε τουλάχιστον εκατό φορές την ημέρα: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!… Καί όχι μόνο όταν της συνέβαινε κάτι καλό.
Αν η σούπα χυνόταν καθώς έβραζε και πάλι έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Τη ρώτησα κάποτε γιατί ευχαριστούσε τον Θεό για κάτι κακό.
Γέλασε και μου είπε ότι αν κάτι κακό συμβαίνει είναι γιατί έχουμε ξεχάσει τη σύνδεσή μας με τον Θεό. Εκείνη την εποχή το βρήκα αυτό πολύ παράξενο, έστω κι αν εκείνη επέμενε να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Κάποτε, έγδαρα το γόνατό μου κι εκείνη μου είπε να πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Κατά περίεργο τρόπο αυτές οι λέξεις είχαν αποτέλεσμα και ένοιωσα καλύτερα το γόνατό μου. Όταν έγινα πέντε χρονών πήγα στο σχολείο. Προερχόμουν από έγχρωμη φυλή και τα γαλανομάτικα και ξανθόμαλλα παιδιά με κορόιδευαν συνήθως. Επειδή το χρώμα μου ήταν σκούρο, το παρατσούκλι μου ήταν «ο Αράπης». Μισούσα το σχολείο και παρακαλούσα τους γονείς μου να μην με αναγκάζουν να πηγαίνω.
Ένοιωθαν άσχημα για μένα, αλλά δεν μπορούσαν και να με προστατέψουν για πάντα. Τότε, η Σίτου μου (η Συριακή λέξη για τη γιαγιά) άκουσε τι μου συνέβαινε και μου είπε ότι έπρεπε να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», κάθε φορά που τα παιδιά με έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι επρόκειτο για την πιο ανόητη ιδέα που είχα ακούσει ποτέ μου. Λίγες μέρες όμως αργότερα, όταν ένα ολόκληρο τσούρμο παιδιών άρχισε να φωνάζει: «Αράπη, Αράπη, Αράπη», συνέβη κάτι: Συγκρατούσα τα δάκρυά μου, προσπαθώντας με όλες τις δυνάμεις του κορμιού μου, να μη φανώ μυξιάρικο και να μην τους επιτρέψω να με δούν να κλαίω. Αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
Τα δάκρυα θα ξεσπούσαν οπωσδήποτε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Σίτου μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Άρχισα να τα επαναλαμβάνω σιωπηλά μέσα μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Κι αυτό βοήθησε. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, αλλά τα δάκρυα εξαφανίστηκαν. Ξαφνικά έπαψα να νοιάζομαι τόσο πολύ για το τι σκέφτονταν για μένα. Ίσως αυτό συνέβη γιατί ένοιωσα, ότι είχα κι εγώ τώρα ένα φίλο: τον Θεό. Όλα αυτά έγιναν εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε, έχω γίνει ένας επιτυχημένος σεναριογράφος. Έχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο κι έχω συναντήσει εκατοντάδες θαυμάσιους ανθρώπους.
Η ζωή μου είναι ωραιότερη από ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καί σε όλη μου τη ζωή συνεχίζω πάντα να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Ορισμένες φορές το λέω εκατό φορές την ημέρα, ακριβώς όπως έκανε η αγαπημένη μου γιαγιά. Νιώθω και τώρα την ανάγκη να το πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!

Murray Salem Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος