.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πώς γνώρισα τήν αξία των μυστηρίων της Εκκλησίας

Μία συγκλονιστική ιστορία μετανοίας και επιστροφής
 στην αγκαλιά του Θεού που αξίζει να την διαβάσετε.

Μέχρι τὰ 22 μου ζοῦσα μιὰ ζωὴ ὑλιστική, κοσμική, κάνοντας ὅ,τι ἤθελα χωρὶς νὰ σκέπτομαι οὐσιαστικά. Νόμιζα πὼς ἡ ἀσύστολη ἐλευθερία δὲν ἔχει συνέπειες. Ζοῦσα γαστρίμαργα, ράθυμα, μέσα σὲ σαρκικὲς ἀπολαύσεις.
Σὲ κάποια φάση ἄρχισα νὰ βλέπω πὼς αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς μὲ βούλιαζε χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνω.
Ἔνιωθα νὰ ἀπελπίζομαι μὲ τὴ σύντομη, ψεύτικη, γήινη ἀπόλαυση.
Ἤμουν ἐπιθετικός, χωρὶς διάκριση, γεμάτος εἰρωνεία γιὰ κάθε τί. Ἔβλεπα θολά, ἀγχωτικὰ, πιεστικὰ ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἁπλὰ καθημερινὰ προβλήματα.
Ἡ κατάκριση καὶ ἡ καταλαλιά ἦταν κάτι τὸ «φυσιολογικό».
Δὲν γνώριζα τί εἶναι ὀρθοδοξία, δὲν ἤξερα νὰ ξεχωρίσω ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀπὸ ὅλες θρησκεία, τὰ εἶχα μπερδεμένα ὅλα στὸ μυαλό μου.
Εἰρωνευόμουν συνεχῶς τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ τὰ μυστήρια καὶ τὶς παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας. Πίστευα πὼς μόνο ἡ δική μου ἄποψη ἦταν ἡ σωστή.
Προκύπτει ὅμως μιὰ δοκιμασία στὴ ζωή μου.
Ἤθελα ἕνα στήριγμα ψυχολογικό. Τίποτα γήινο δὲν μὲ ἀνέπαυε· βίωσα ἕνα κενό. Ξεκίνησα πειραματικὰ νὰ διαβάζω θρησκευτικὰ βιβλία.
Εἶχα ἀκούσει ἀπὸ ἕναν οἰκογενειακὸ φίλο γιὰ τὸ ἀπόδειπνο κι ἔτσι διάβασα τὸ ἀπόδειπνο πρώτη φορὰ στὰ 22 μου χρόνια.
Ἄρχισα ν’ ἀκούω ψαλμωδίες κι ἀπὸ αὐτὸ ἔπαιρνα δύναμη! Παράξενο πράμα γιὰ μένα.
Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστέψω. Ἀποροῦσα.
Ἔνιωθα νὰ γεμίζω ἐσωτερικά, ἡ ψυχολογία μου καλυτέρευε.
Ἔβλεπα τὴ δοκιμασία σὰν εὐλογία! Κάθε βράδυ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο.
Μὲ γέμισε τόσο πολὺ πού μοῦ ἄρεσε, ρουφοῦσα τὴν κάθε σελίδα. Δὲν περιγράφεται αὐτὸ τὸ συναίσθημα χαρᾶς, αἰσιοδοξίας καὶ ἐλπίδας.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βράδια διαβάζω ἕνα βιβλίο μὲ θέμα τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸν τελωνισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τί περνάει ἡ κάθε ψυχή. Πάγωσα. Ἔνιωσα ρυπαρός, μολυσμένος καὶ ἐννοεῖται ἀπροετοίμαστος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Ἄρχισα νὰ κλαίω! Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα, συνέχεια.
Σὰν νὰ ἔφευγε ἕνα μαῦρο σύννεφο ἀπὸ τὸ μυαλό μου.Ἔλεγα Χριστέ μου πόσο σὲ πληγώνω καὶ δὲν κάνω τίποτα γιὰ ἐσένα· αὐτὸ συνέβαινε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα.
Ἔβλεπα ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία.
Ἀνυπομονοῦσα νὰ ἔρθει τὸ βράδυ νὰ κάνω τὸ ἀπόδειπνο, τὸ λαχταροῦσα πάρα πολύ.Τὰ δάκρυα κάθε βράδυ ἔρρεαν ζεστά, ἄφθονα. Ἐκεῖνες τὶς μέρες ἕνας γνωστὸς ἔρχεται στὰ καλὰ καθούμενα καὶ μοῦ λέει: «Σοῦ κάνω δῶρο αὐτὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γέροντος (τότε) Παϊσίου».
Χάρηκα πολὺ, δὲν ξέρω τὸ γιατί ἀλλὰ αὐτὸ τὸ γεγονός μοῦ φάνηκε σὰν κάποιος νὰ μὲ σκέφτηκε, νὰ μὲ κατάλαβε, νὰ μοῦ ἔδωσε σημασία.
Διαβάζοντας αὐτὸ τὸ βιβλίο μοῦ λύθηκαν σχεδὸν ὅλες οἱ ἀπορίες σχετικὰ μὲ τὴν ὀρθοδοξία. Ἦταν ἀπίστευτο αὐτὸ ποὺ ἔνιωθα διαβάζοντας αὐτὸ τὸ βιβλίο. Μοῦ μετέδιδε κάτι τὸ θετικό, τὸ ἐλπιδοφόρο. Μοῦ ἐνέπνεε μιὰ ἀσφάλεια.
Ὅμως ἕνα πράγμα δὲν μποροῦσα νὰ κάνω, νὰ ἐξομολογηθῶ. Ντρεπόμουν πάρα πολὺ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Μοῦ φαινόταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο. Φοβόμουν. Δὲν ἤθελα. Ἀπὸ τὸν Ἅγιο πλέον Παῒσιο διάβασα για τὴν ἐξομολόγηση καὶ πόσο σημαντικὴ εἶναι.
Ἄρχισα νὰ προβληματίζομαι… παίρνω τὴν ἀπόφαση νὰ τὸ κάνω κάποια στιγμὴ στὸ μέλλον ὅμως μὲ τὴ βοήθεια κάποιου ἔμπειρου πνευματικοῦ. Ἀφοῦ διάβασα κάποια βιβλία σχετικὰ μὲ τὴν ἐξομολόγηση, ἐπισκέπτομαι τὸ Ἅγιο Ὂρος κι ἐκεῖ ἐξομολογοῦμαι. Ἔνιωσα καλά!! Σὰν κάποιος νὰ μοῦ ξερίζωσε ἀπὸ μέσα μου μὲ μιὰ κίνηση ἀκαθαρσίες κι ἀγκάθια.Ἔνιωσα ἐλαφρύς!!
Χρωστοῦσα μιὰ συγγνώμη στὸν δημιουργό μου. Εἶδα ὅτι δὲν ἦταν τίποτε τὸ τρομερὰ δύσκολο. Εἶπα ἁπλὰ ὅ,τι ἔκανα μέχρι τότε μὲ σκοπὸ νὰ μὴν τὰ ξανακάνω, ν’ ἀλλάξω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ (μόνος μου δὲν μπορῶ) τρόπο ζωῆς.
Νὰ κάνω ὅσο μπορῶ τὸ θέλημά Του. Μακάρι νὰ μὲ συγχωρέσει γιὰ ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα. Συνειδητοποίησα πὼς θέλω νὰ βρῶ ἕναν πνευματικὸ γιὰ νὰ μπῶ σὲ μιὰ "τάξη". Προσευχήθηκα, ἔψαξα καὶ μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα βρῆκα.
Ἡ ζωή μου ἔχει ἀλλάξει. Αὐτὰ ποὺ κάποτε σὰν ἀνόητος ἐγωιστὴς χλεύαζα, εἶδα πὼς εἶναι πολὺ σημαντικὰ κι ὠφέλιμα. Βλέπω τὰ πράματα ἀπὸ ἄλλη πλευρά. Κάθε μέρα συνειδητοποιῶ πόσο μακρόθυμος καὶ καλὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός.
Ἡ μακροθυμία Του καὶ ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἀπέραντη!! Μόνο ἀπὸ τὸ ἔλεός Του θὰ σωθοῦμε, αὐτὸ κατάλαβα!! Μακάρι μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου νὰ βρίσκομαι μέσα στὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας μας.
Εὐχαριστῶ τὸν Ὕψιστο, τὴν Παναγία μητέρα Του κι ὅλους τοὺς Ἁγίους γιὰ ὅλη τὴν ἐμφανῆ κι ἀφανῆ βοήθειά τους ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
Τὸν εὐχαριστῶ καὶ Τὸν δοξάζω γιὰ τὴ δοκιμασία πού μοῦ ἔστειλε, μακάρι νὰ εἶχα ξυπνήσει νωρίτερα.
Μακάρι νὰ μὲ συγχωρέσει γιὰ ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα. Νιώθω ὅτι χρωστάω πολλὰ σὲ Ἐκεῖνον…
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Α.Α. Παιδαγωγοῦ δασκάλου


Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας, έμεινε ανεξίτηλη στήν μνήμη μου...

Το γεγονός το αφηγήθηκε μία εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα και συνέβη στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών, στον “Άγιο Ανδρέα”. 

Είπε:

«Περί το 1968-69 έκανα την πρακτική μου εξάσκηση στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών που βρισκόταν κοντά στο κάστρο. Η κατάσταση βέβαια ήταν θλιβερή από κτιριακής πλευράς , παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών. 

Εμείς οι εθελόντριες βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τις μόνιμες αδελφές και συγχρόνως εξασκούμεθα.

Ένα απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου , καθώς μπήκα στον θάλαμο των γυναικών (με 25-30 κρεβάτια!), είδα μία μεσόκοπη γυναίκα να πηγαίνει παραπατώντας προς το κρεβάτι της και ίσα που πρόλαβε να πέσει επάνω του ημιλιπόθυμη και κατάχλωμη.

Την πλησίασα, την σκέπασα και στεκόμουν από πάνω της κοιτώντας το χλωμό πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο. Την είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας! 

Φαινόταν αρχοντική και όμορφη γυναίκα. Πλησίασα στο αυτί της και την ρώτησα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι. Αντί για απάντηση, άπλωσε το χέρι της και μου έβαλε με κόπο μέσα στη φούχτα μου ένα τσαλακωμένο κιτρινωπό χαρτί, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. 

Μόνο μου ψιθύρισε:
– Σας παρακαλώ, διαβάστε το μου!

Ξεδιπλώνω το χαρτάκι και τι να δω! 
Ήταν ένα κομμένο φύλλο, προφανώς από κάποια “Σύνοψη” ή “Ωρολόγιο” και επάνω ήταν τυπωμένος ο πεντηκοστός ψαλμός, ο ψαλμός της μετανοίας, το “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…” !

Άρχισα χαμηλόφωνα να της τον διαβάζω κοντά στο αυτί της: “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου …”.

Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, πρόσεξα με συγκίνηση πως από τα κλειστά μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κατρακυλούσαν κι έβρεχαν το μαξιλάρι της.

Όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια της, είχε λίγο συνέλθει , και με έκπληξη είδα δυο γαλάζια παιδικά μάτια κατακάθαρα και λαμπερά να με κοιτάζουν ήρεμα και ταπεινά. 

Αμέσως δε, χωρίς δυσκολία, άρχισε να μου λέει με μεγάλη συντριβή:

– Αδελφή, είμαι πολύ αμαρτωλή! Είχα κέντρο διασκεδάσεως και… καταλαβαίνετε. 
Όμως μετάνοιωσα ειλικρινά. Δεν ξέρω όμως αν ο Θεός με συγχώρησε.

Τότε την ρώτησα:

– Εξομολογηθήκατε; Κοινωνήσατε;

Μου απάντησε καταφατικά. 

Τότε με μια θεία παρόρμηση που είχα εκείνη τη στιγμή της είπα με όση πίστη διέθετε η νεανική μου ψυχή, αλλά και με όσα είχα διαβάσει στο ιερό Ευαγγέλιο:

– Και βέβαια σας συγχώρησε ο Χριστός! 

Η άφεση σας δόθηκε μέσα στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως. Μην αμφιβάλετε για το έλεος του Θεού.

Έπρεπε να υπήρχε ο τρόπος να αποθανατιστούν οι λάμψεις της χαράς που φάνηκαν μέσα στα γαλάζια μάτια της. Χαρά, χαρά , πλημμύρα χαράς! 
Συγκινήθηκα και της είπα, ενώ ακουγόταν από το εκκλησάκι του αγίου Χαραλάμπους η Παράκληση της Παναγίας:

– Κάνετε υπομονή, να γίνετε καλά και να πάτε να ψάλλετε κι εσείς στην Εκκλησία.

Μου απάντησε ήρεμα και ξεκάθαρα:

– Δεν πρόκειται να ζήσω. Το γνωρίζω. 

Έχω καρκίνο σε όλη την κοιλιά. Θα πάω να ψάλω επάνω, στην Εκκλησία τ’ Ουρανού!

Το είπε τόσο ειρηνικά, σχεδόν χαρούμενα, ώστε με εξέπληξε.

Πράγματι, όταν πήγα στο νοσοκομείο την επομένη εβδομάδα, το κρεββάτι της ήταν άδειο! 

Είχε τόση συντριβή και τόση μετάνοια, ώστε δεν αμφιβάλει κανείς πως θα βρήκε έλεος από Εκείνον, που θυσιάστηκε για να σώσει τον κάθε αμαρτωλό. 

Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου..»

Οι άνθρωποι του περιθωρίου και οι ''τελειωμένοι'' θα μας σπρώξουν στον Παράδεισο!



Περπατουσα στην παραλια της Θεσσαλονικης απογευμα προς βραδυ, οταν ενας τοξικομανης με πλησιασε. 

Δε μου ζητησε λεφτα, αλλα με ρωτησε αν μπορουσα να του αγορασω μια ροκα (καλαμποκι) που εψηνε καποιος πιο κατω σε ενα μικρο παγκο που ειχε στησει. 

Τον ρωτησα αν ηθελε και κατι αλλο. Μου ειπε οτι ηθελε να παω να του την αγορασω εγω επειδη χρωστουσε στον καλαμποκα και ισως να μη του εδινε! 

Πηγα και αφου του την εφερα, με ρωτησε αν μπορω να κατσω λιγο μαζι του η αν ντρεπομαι! Του απαντησα οτι θα ντραπω, αν δεν κατσω. 

Τοτε μου ειπε το εξης εκπληκτικο! 

''Φιλε , μακρια απο το Χριστο ετσι καταντας!!! Ομως προσπαθω εδω και καιρο να κοψω τα ναρκωτικα για να μην Τον στεναχωρω!!! 

Δεν ξερω αν θα τα καταφερω, αλλα επειδη μαλλον δε θα ζησω πολυ, θελω οταν θα παω μπροστα Του να εχω να του δειξω τον αγωνα μου μηπως και με λυπηθει!'' 

Ημασταν καπου κοντα στο υψος του Ι.Ναου Κυριλλου και Μεθοδιου. 

Μου λεει........ παω καθε πρωι απεναντι και με κοιτουν ολοι καλα καλα επειδη νομιζουν οτι θελω λεφτα. Ομως εγω πηγαινω μπροστα στην εικονα για να ζητησω βοηθεια να κοψω τα ναρκωτικα. Δεν αναβω κερι επειδη δεν εχω λεφτα να παρω!!!!! (ΦΙΛΟΤΙΜΟ) 

Και καθε βραδυ παλι πηγαινω και λεω...........δεν τα καταφερα συγγνωμη! Ή λεω .......σημερα καπως το παλεψα ευχαριστω!!! 

Εζησα στα λογια αυτου του ανθρωπου στιγμες απο τα συναξαρια!!! 

Του εδωσα κατι λεφτα και του ειπα απο αυριο να πηγαινει στην εκκλησια και να παιρνει κερι αλλα να προσευχεται και για τη δικια μου ψυχη. Με διαβεβαιωσε οτι τα λεφτα δε θα τα χαλασει και οτι θα τα δωσει ολα μαζεμενα εκει για να μην μπαινει στον πειρασμο και τα ξοδεψει, και καθε μερα θα παιρνει 2 κερια. 

Του λεω με λενε Νικο. Μου ειπε οτι δεν ειναι δυσκολο να με θυμαται αφου κανεις δεν καθεται μαζι του και ετσι δεν εχει φιλους και γνωστους. 

Δε ρωτησα πολλα γι αυτον. Δεν ηθελα να νιωσει οτι παραβιαζω την παραξενη ζωη του με την αδιακρισια μου. 

Την ωρα που εφευγα, μου ειπε οτι χαρηκε που εκατσα μαζι του και οτι του εκανε καλο η παρεα. 

Τωρα εσεις που διαβαζεται αυτο κειμενο καταλαβαινετε καλα ποιος απο τους δυο ωφεληθηκε! 

Πριν τη συναντηση μου με αυτον τον ανθρωπο, ειχα σκεψεις οτι ολη μου η ζωη ειναι ενα ζορι και οτι ολο δυσκολιες αντιμετωπιζω.

Πανω που πηγαινε να με παρει απο κατω, ηρθε στο δρομο μου αυτη η ψυχη. 

Πως μετα να μην πω οτι Θεος μας αγαπαει? Πως? 

Πολυ μας αγαπαει............... 

Εν τω μεταξυ μαλλον απο σημερα και για λιγες τουλαχιστον μερες, ενας τοξικομανης προσευχεται και για μενα! 

Να δειτε που οι ανθρωποι του περιθωριου και οι ''τελειωμενοι'' θα μας σπρωξουν στον Παραδεισο! 

Κυριος φωτισμος μου! 

Ευχαριστω για ολα παραξενε φιλε. 

Νικος Β.

Κατάλαβες τώρα γιατί κλαίω;



ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ, ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ. Στο δωμάτιο 109. Τέταρτος όροφος. 
-Τον πλησίασε και είδε ένα δάκρυ να κυλά. 
-Κλαις αγάπη μου; 
-Ναι.
-Φοβάσαι που φεύγεις;
-Όχι.
-Τότε; 
-Είδα ένα φώς!!! 
-Ένα φώς;
-Ναι!!
-Ωραίο; 
-Υπέρλαμπρο. Σαν δέκα χαραυγές και δειλινά μαζί. Μου μίλησε. 
-Σου μίλησε; Πως; 
-Όμως μιλάνε οι ερωτευμένοι. 
-Τι σου είπε; 
Δάκρυσε ξανά….. 
-«Γιατί με φοβήθηκες;» 
-Δεν σε φοβήθηκα Κύριε του είπα. Απλά για να μην σε χάσω κλείστηκα και απομονώθηκα από την «αμαρτία». 
-«Γιατί» μου είπε η φωνή του Φωτός, «Δεν άκουσες τον λόγο μου; Ότι όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του, πρέπει να την χάσει πρώτα;. Σας το είχα πει πολλές φορές, αρετή δεν είναι να μην ζεις και να αποστρέφεσαι τα δώρα της ύπαρξης. Δεν είναι μαθητές μου αυτοί που κρύφτηκαν μα εκείνοι που άσκησαν την ματιά τους να βλέπει παντού την παρουσία μου. Σας έδωσα την ζωή όχι για να της κρυφτείτε, μα για να μπορέσει, εσύ άνθρωπε, το κάθε φθαρτό και αδύναμο κτιστό δημιούργημα μου, να το μεταμορφώνεις κάθε μέρα μέσα στην ματιά της σχέσης σου, σε δρόμο ένωσης μαζί μου. Τίποτα δεν είναι κακό από μόνο του. Εσύ θα του δώσεις το όνομα. Εσύ θα συνδεθείς μαζί του, είτε δοξολογικά είτε χρηστικά. Το τριαντάφυλλο μου είναι εκεί, άλλος το θαυμάζει και το χαίρεται, και άλλος το κόβει και το ποδοπατά. 
Εγώ όλα τα έδωσα για να ζείτε. Να γελάτε. Να ευφραίνεστε. Όλα τα δημιούργησα για να συνδέεστε μαζί μου στην χαρά και την δοξολογία. Δεν ασκήθηκες για να με συναντήσεις, μα γιατί φοβόσουν να ζήσεις. Τον φόβο σου τον είπες αρετή».
-Κατάλαβες τώρα γιατί κλαίω; Όχι γιατί θα πεθάνω μα γιατί δεν έζησα.

Πάτερ Χαράλαμπος Παπαδόπουλος

Το θαύμα των Χριστουγέννων… (Αληθινή ιστορία)



Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια ανήμερα τα Χριστούγεννα κίνησα με ανάμικτα συναισθήματα για πρώτη φορά για το Περιβόλι της Παναγιάς.

Ήθελα να επισκεφθώ το γέροντα Παϊσιο, να δω από κοντά έναν άγιο της εποχής μας, να εξακριβώσω τις διαφορές, να εντρυφήσω στις παραινέσεις του. Η αλήθεια είναι πως λίγο η ανθρώπινη περιέργεια, λίγο η ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τη προτέρα εξακρίβωση του τι πρόκειται να συμβεί ήταν οι πραγματικές αιτίες.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και το Άγιο Όρος ήταν χιονισμένο. Ένας άγνωστος γέροντας ανέλαβε ως επίγειος άγγελος να με καθοδηγήσει μέχρι την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. 
Η επιθυμία μου όμως να λάβω συγκεκριμένες απαντήσεις μ’ έκανε να πάρω μαζί με ένα δάσκαλο από τη Κοζάνη το μονοπάτι για την καλύβα του γέροντα στην Παναγούδα αμέσως μετά την ακολουθία του Εσπερινού.

Με πρόσωπο σκυμμένο, καρδιά θλιμμένη και βήματα βαριά προσέγγισα το κελί του γέροντα. Αναρωτιόμουν τι θα έπραττα αν, ως καρδιογνώστης κοιτούσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου και έβλεπε τα λάθη, την αμαρτία, τις παραλείψεις, τα μίση, τις μικρότητες, τις κατακρίσεις, τον αληθινό ψυχικό πόλεμο. Στη σκέψη και μόνο πως ο γέροντας έχει τέτοια ικανότητα δείλιασα και με έπιασε ντροπή. Αναθαρρούσα όμως και μονολογούσα μέσα μου. Ε! και τι έγινε, ο μόνος είμαι…

Μια άλλη φωνή ωστόσο, άγνωστη τότε, γνωστή τώρα σε εμένα απαντούσε. Υπάρχει λύση … Όσο και να επιχειρούσα να μην την ακούω και να την περιφρονώ τόσο αυτή δυνάμωνε. Υπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω και ξάφνιασα τον συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.

Με το που φθάσαμε στο κελί άρχισα να νιώθω κάπως περίεργα. Όλα, γύρω προκαλούσαν μια ηρεμία. Το χιονισμένο τοπίο, τα πουλιά, ο ήχος από το νερό στο ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς να κλαίω. Οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από την άγνωστη αυτή εσωτερική φωνή- παρόρμηση: «Υπάρχει λύση»!

«Καλώς τα καλόπαιδα». Με τη φωνή του γέροντα Παϊσίου επανήλθα στην πραγματικότητα.

Καθώς περνούσα το κατώφλι του Κελιού, μια ζεστασιά πρωτόγνωρη συγκλόνισε το είναι μου. Αληθινό άγγιγμα ψυχής. Ο γέροντας με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να απομακρυνθούν όλες οι επιφυλάξεις και να ανοίξει η καρδιά.

Το μικρό διάστημα που έμεινα κοντά στον ταπεινό γέροντα Παϊσιο αρκούσε για να αναθεωρήσω σιγά – σιγά πολλά πράγματα. Η αντίληψή μου για τον κόσμο μεταβλήθηκε. Και για πρώτη φορά ένιωθα την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα.

Η μικρή επικοινωνία με το γέροντα λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Εκεί στο Κελί της Παναγούδας βίωσα τη ζεστασιά των ποιμένων. Αφουγκράστηκα το άγγελμα των αγγέλων «επί γης ειρήνη». Έζησα τα Χριστούγεννα.

Χριστούγεννα μακριά από τα φώτα, τα γλυκά, τις ψεύτικες ευχές για ειρήνη, τα υποκριτικά γέλια, την ιδιοτελή καλοσύνη και την ελεγχόμενη αγάπη που απευθύνεται σ’ αυτούς που επιδιώκουμε να μας αγαπούν. Μακριά από το θαύμα των θαυμάτων, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Μακριά από την αληθινή πορεία και το μοναδικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του.

Σήμερα με βεβαιότητα μπορώ να φωνάξω πως ο Χριστός δύναται να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Τώρα ευθαρσώς μπορώ να διακηρύξω και να διαλαλήσω πως αρκεί να ανοίξουμε με ειλικρίνεια μια χαραμάδα στη ψυχή μας και τότε Αυτός θα φροντίσει τα υπόλοιπα. 
Μια μικρή χαραμάδα για να πλημμυρίσουμε ειρήνη, να γευθούμε καρπούς διαφορετικούς από αυτούς που μας σερβίρει εντέχνως η εκκοσμίκευση. 
Μια μικρή χαραμάδα για να αλλάξουν τα πάντα ριζικά. 
Μια μικρή χαραμάδα για να βροντοφωνάξουμε το…

«Χριστός γεννάται δοξάσατε».

Η Παναγία με φωνάζει! (Αληθινή Ιστορία)



Ήταν Χριστούγεννα του 2006. Ο κυρ- Νικόλας δήλωσε ρητά στην σύζυγό του:
- Θα πάμε στην Παναγία – όπως θέλεις- ,αλλά θ' ανάψουμε ένα κερί και θα φύγουμε αμέσως!
(Ψυχρότητα; Αδιαφορία; Ο Θεός γνωρίζει. Η ψυχή του όμως ήταν καλή, και η Παναγία Μητέρα θέλησε να τον βοηθήσει. )

Μόλις λοιπόν βγήκε από την Εκκλησία, αφού άναψε το κερί και κατηφόριζε το καλντερίμι με την σύζυγο για να φύγει, άκουσε μία φωνή να τον φωνάζει :

- Νίκο!

Γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένος. Δεν υπήρχε γύρω κανείς! Προχώρησε πάλι λίγο κι άκουσε πάλι τα' όνομά του:

- Νίκο!

Μια φωνή απαλή αλλά καθαρή. Προβληματίστηκε και σταμάτησε για λίγο. Η γυναίκα του τον κοιτούσε παραξενεμένη. Τελικά ξαναπροχώρησε, αλλά τότε η φωνή ακούστηκε πιο έντονη, κάπως σαν με παράπονο!

- Νίκο, που πας;

Συγκλονίστηκε και δάκρυσε, έπιασε απ' το χέρι τη γυναίκα του και της είπε με κομένη από την συγκίνηση φωνή:

- Γυναίκα, πάμε πίσω στην Εκκλησία. Η Παναγία με φωνάζει! Τρεις φορές την άκουσα! Μου είπε: "Που πας Νίκο;" Έχει δίκιο! Που μπορεί να είναι καλύτερα από την Θεία Λειτουργία;
Και πρόσθεσε:

- Συγχώρεσέ με Παναγία μου! Περιφρόνησα την θυσία του Υιού Σου κ Εσένα. Σου γύρισα την πλάτη. Συγχώρεσέ με, έρχομαι, έρχομαι!

Από τότε έγινε τακτικός στον εκκλησιασμό του. Τα δε Χριστούγεννα σε ανάμνηση του γεγονότος εκκλησιάζεται στο μοναστήρι.

Το γεγονός το αφηγήθηκε το εν λόγω ζευγάρι , τα Χριστούγεννα του 2008.
Μας δίνει δε αφορμές ν' αναλογιστούμε και να θαυμάσουμε την σωτήρια φροντίδα της Θεομήτορος κυρίως για τη σωτηρία των ψυχών μας. Θεραπεύει σώματα και ψυχές σε όσους με πίστη ζητούν το έλεός της! 

Τα θαύματα Της πύκνωσαν , ίσως γιατί πύκνωσαν και οι ασθένειες. Αλλά: «Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Xάρις». Αρκεί να υπάρχει ειλικρινής μετάνοια και εκζήτηση του θείου ελέους. Τότε πάντοτε ενεργεί το έλεος του Θεού, αλλά με τα αλάνθαστα κριτήριά Του, προς το συμφέρον των ψυχών...

Η κυρά Φωτεινιώ και το Άκτιστο Φως

Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. 
Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ…
Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ. 
Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο, -καλοσύνη της η μητέρα μου-, είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.
Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ’ ιδίαν.
Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ‘ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο. Και μου λέει: “Πάτερ μου, έμαθα ότι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω Εσάς γιατί φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: “Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».
Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται......ότι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. 
Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτι την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν. Αυτή η κακομοίρα, μικρή και ευαίσθητη, προσκολλήθηκε στη γειτόνισσά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα και είχε τρία κορίτσια. Ευτυχώς, η μεγάλη της είχε προλάβει να πάει στην Ακαδημία να γίνει δασκάλα και έτσι βγάζαν τα προς το ζειν. Αλλά επειδή ήταν νοικοκυρές, είχε μάθει η παπαδιά και τα άλλα κορίτσια και μάθαινε και την Φωτεινιώ, να κεντάνε προίκες για τις πλούσιες κοπέλλες, -τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές και δεν υπήρχαν τα έτοιμα ενδύματα. Έτσι λοιπόν κεντούσαν τα μονογράμματα στα σεντόνια, στις μαξιλαροθήκες, στις πετσέτες και κάναν άλλα κεντήματα. Και βγάζαν τα προς το ζειν.
Δίπλα με την παπαδιά που καθόταν όλη την μέρα η Φωτεινιώ από τα εφτά της χρόνια, την άκουγε να προσεύχεται. Μα η παπαδιά μέσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και κάτι: «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.» Την άκουγε να το λέει συνέχεια και σαν παιδούλα η κυρά Φωτεινιώ την ρώτησε: “Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λες ευχαριστώ; Γιατί λες, Ευχαριστώ Συ Κύριε;» Λέει: «Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».
Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε».
Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωί, πρωι-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.
Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρά-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει Μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει. Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν γιατί ήταν ανήλικη. 
Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός ότι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε. Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα ότι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω. Αλλά θυμάμαι ότι είχε τρία παιδιά. 
Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με Νουθεσία Κυρίου. Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο. Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κάνα παιδάκι ξύλο. Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε: «Έλα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο». 
Όντως έτσι έγινε. Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο… Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρα-Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα». Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο. Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: “Πέρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα”. Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Όχι» λέει, «τα άλειφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»
Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, μια μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, είχε έρθει ο κυρ-Ανέστης από βραδίς στο σπίτι, κατά τις τέσσερις το πρωί τα χαράματα και κοιμόταν, εκείνη ετοίμασε το πρωί τα καλαθάκια για τα παιδιά της, τα μπουγαλάκια τους με τα νηστίσιμά τους για να πάνε να γιορτάσουν τα Κούλουμα έξω στην ύπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ο κυρ-Ανέστης και λέει: «Φάνη σήκω. Και ετοίμασε την ψησταριά, γιατί θα βάλουμε να ψήσουμε κρέας και να χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τα παιδιά που είναι κλειστή η ταβέρνα να πιούμε και να φάμε όλοι μαζί.» Και τόλμησε η κακομοίρα η κυρά-Φωτεινιώ να πει: «Βρε Ανέστη μου, σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι Χριστιανοί όλοι νηστεύουν και τιμάνε την αρχή της Σαρακοστής, που στην Μεγάλη Βδομάδα ο Χριστός μας σταυρώθηκε για την Σωτηρία μας. Τι θα κάνουμε; Σαν τους Εβραίους να φάμε Καθαρά Δευτέρα κρέας;” “Ρε, εσύ θα με πεις, πανούκλα, Εβραίο, εσύ θα με πεις…» και εκεί που άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει…τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι υψηλό και πέφτει κατάχλομος κάτω.
Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του «Εσύ φταις ρε μάνα γιατί τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;”…Ήταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι, δυστυχώς, είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει. Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: “Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την γιουχάρανε, την κοροϊδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης. Λέω: 
“Πώς τα κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ;” “Τι να κάνα;” λέει «πάτερ μου. Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε. Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.» «Και το κανες αυτό συχνά κυρά Φωτεινιώ;» «Ε, Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κανά δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει άγχος». Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες. 
Και αφού η κακομοίρα πήρε τον μικρό Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το Καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπά-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι. Και όντως πέρασε ο παπά-Βασίλης. Και άγιασε το σπίτι. 
Και ήθελε- δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού να πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος; Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.
Στο κατόπι όμως του παπά-Βασίλη, έρχεται ο Θεοφάνης. Ο Φάνης. Ο γιος. Και αρχίζει και φωνάζει: «Τι βρομοκοπάει εδώ σαν τα νεκροταφεία; Και εσείς και τα νεκροταφεία σας. Άντε πάλι, μούχλα, εσύ. Πάλι θύμιασες; Και με τα θυμιατά σου τι βρήκαμε; Να, πίσω πάμε. Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το Καντήλι, πετάει τις Εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνεται στο σαλόνι από την κουζίνα γιατί είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίτες γιατί θα ΄ρχόντουσαν την άλλη μέρα να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι. Η κακομοίρα από τον πόνο λιποθύμησε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της.
Και είχε αρχίσει να μελανιάζει όλη η δεξιά πλευρά. «Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. 
Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου. Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούνται». «Τι έκανες, καλέ κυρά-Φωτεινιώ;» «Έβαλα όλη τη νύχτα κομπρέσα, παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από εκείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη. Να μην πάω στην θέση που πήγαινα στην Εκκλησία.» «Και το ΄κανες, κυρά-Φωτεινιώ»; Λέει: «Ναι. Σηκώθηκα πρωί πρωί». Σηκώθηκε η κακομοίρα, τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδην για την Εκκλησία. «Μα σαν μπήκα, λέει, παπά μου μες στην Εκκλησία, ένα Ουράνιο Φως είδα μες στην Εκκλησία. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά» Λέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, κυρά-Φωτεινιώ»; «Λευκογάλαζο, παπά μου. Άστραφτε το Φως. Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε. Και έλεγα. “Ευχαριστώ συ, Κύριε».
Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. 
Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου; Είχε…Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο…και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.» Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;» «A! Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.» «Πώς το αισθάνθηκες, κυρά-Φωτεινή;» «Σαν ένα χέρι που με θώπευε. Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.
Και όχι μόνον αυτό. Αλλά το Χέρι Αυτό μου επούλωσε τις πληγές, μού έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση…όλα μου τα επούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία. Αλλά και κάτι άλλο, παπά μου. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παράδεισο…Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα ότι πάμε για να κοινωνήσουμε. 
Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα. Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω; Το Χέρι μού είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο! Δεν είχα ούτε καρούμπαλο! Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά ότι δεν θα εκτεθώ στην γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει; Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπά-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου…Ούτε ο παπά-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπά-Γιάννης.
Ένας Δεσπότης… Μα τι Δεσπότης…Τι χρυσά Άμφια φορούσε! Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του! Άστραφτε ολόκληρος! Και φορούσε μια Κορώνα…Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο. Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο. Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα. Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο. Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; 
Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;» «Και τι έκανες, βρε κυρά-Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;» «Όχι, λέει. Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα “Περάστε. Περάστε και εσείς.” Ε. Περάσανε καμιά εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…Μετά δεν είχε άλλο ‘περάστε’. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά». «Τι έκανες, κυρά-Φωτεινιώ»; «Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη. Και είπα: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. 
Άντε, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. 
Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο (κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη) κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου». «Κοινώνησες, κυρά-Φωτεινιώ»; «Κοινώνησα παπά μου». «Κάηκες κυρά Φωτεινιώ»; «Όχι, παπά μου. Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου. Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου : “Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε. Και άρχισα φαίνεται να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπά-Βασίλη να μου λέει: “Κυρά-Φωτεινιώ, είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
Και λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ”….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα: «Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά; Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελή»; Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι. Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω; Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Και μου λέει η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»! Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: “Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.” Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε. Μέσα και έξω, παπά μου μού το φιλούσε κλαίγοντας και μου λέγε με το μισό του στόμα: «Συχώρα με, Φωτεινιώ. Συχώρα με να χαρείς». 
Και έρχεται πίσω το παιδί…Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω” και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει: «Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να ΄χω, μάνα”. Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά-Φωτεινιώς. Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα. 
Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο: «Πάτερ μου, είμαι κουζουλή; Τρελάθηκα; Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαΐτειο; Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες; Λες να είμαι τρελή; Τι θα πεις, Πάτερ; Τι γνώμη έχεις; Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα»; Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου, κυρά-Φωτεινιώ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Η κυρά-Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παΐσιος. Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα. Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξέρω πως θα χαρείτε. Σήμερα, χήρα πια η κυρά-Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο. Και έχω την χαρά μια φορά τον χρόνο να πάω κι εγώ να της φιλάω το χέρι. Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστιακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».

π. Αρσένιος Σιναΐτης

www.pentapostagma.gr

Το θαύμα που άλλαξε τη ζωή μου: Η συγκλονιστική εξομολόγηση ενός πρώην άθεου Blogger!!!

Χαίρετε. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη σε μένα τον ανάξιο προ ολίγων μηνών. Έχω μεγαλώσει σε άθεη οικογένεια. 
Απο μωρό παιδί έχω διδαχθεί το μίσος προς οποιαδήποτε θρησκεία, είτε αυτή ονομάζεται μουσουλμανισμός, είτε χριστιανισμός κ.τ.λ. Μεγαλώνοντας λοιπόν δημιούργησα το δικό μου blog – ιστοσελίδα, μέσα απο το οποίο παρέθετα άρθρα ενάντια στην θρησκεία και ειδικότερα κατά του χριστιανισμού.
Τα άρθρα μου περιείχαν αρκετά “σεβαστά” επιχειρήματα, μέσα απο τα οποία θα μπορούσε κανείς όχι μόνο να απορρίψει την ύπαρξη του Θεού, αλλά και να μισήσει ότιδήποτε τον θυμίζει. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων, η θεωρία της εξέλιξης, άλλα επιστημονικά επιχειρήματα, χωρία απο την Παλαιά Διαθήκη τα οποία θεωρούσα ρατσιστικά και βίαια και άλλα πολλά...
Μέσω των άρθρων αυτών, έβγαζα τα απωθημένα μου εναντίον του Θεού και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να χτυπήσω τον χριστιανισμό και να φέρω στην αθεΐα όσο το δυνατό περισσότερους πιστούς. Μέχρι που συνέβηκε το ακόλουθο θαύμα (εάν μπορεί να χαρακτηριστεί τέτοιο), το οποίο μου έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή. 
Μερικούς μήνες πρίν, στα γενέθλιά μου, μια αγαπημένη φίλη μου, η οποία απο μικρή ήτανε στο δρόμο της εκκλησίας μου χάρισε για δώρο μια εικόνα του Χριστού. Εγώ απόρησα, γιατί όλοι οι φίλοι και φίλες μου γνώριζαν ότι απο μικρός ήμουνα άθεος και ότι είχα απορρίψει κάθε πιθανότητα και ενδεχόμενο ύπαρξης του Θεού. Δέχτηκα όμως το δώρο αυτό και απο ευγένεια τοποθέτησα την εικόνα του Χριστού στο δωμάτιό μου.
Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να κατανοώ ακόμα το γιατί, άρχισα να “μιλάω” στην εικόνα του Χριστού και να της θέτω αρκετά ερωτήματα όπως “Αν υπάρχει Θεός, γιατί το κακό κυριαρχεί στον κόσμο”, “Γιατί ο Θεός δεν κάνει γνωστή την παρουσία του (αν υπάρχει) σε μένα και στους άλλους άθεους για να πιστέψουμε σε αυτόν” και άλλα τέτοιας φύσεως ερωτήματα. Ξαφνικά, αστραπιαία, φώς απλώθηκε απο την εικόνα σε όλο το δωμάτιό μου, ενώ παράλληλα ένα συναίσθημα που βίωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου με κατέλαβε. 
Μια εσωτερική αγαλίαση, ένα αίσθημα που με διαβεβαίωνε για την ύπαρξη του Θεού, ενώ με δάκρυα στα μάτια ζήτησα συγχώρεση απο τον Χριστό για όλα τα χρόνια που όχι μόνο τον αμφισβήτησα, αλλά και τον πολέμησα.
Έκτοτε έχω διαγράψει το αντι-χριστιανικό μου blog, προσεύχομαι στον Θεό να με συγχωρέσει για την ζημιά που έχω κάνει σε πολύ κόσμο με τα πρώην αθεϊστικά άρθρα μου. Επίσης, βρήκα ένα πνευματικό πατέρα τον οποίο εμπιστεύομαι και στον οποίο προσπαθώ να εξομολογούμαι σε τακτική βάση για όλες μου τις αμαρτίες. 
Η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά, αφού για πρώτη φορά εδώ και χρόνια βιώνω το αίσθημα της εσωτερικής ησυχίας και χαράς. Εύχομαι να διαδώσετε το πιο πάνω θαύμα προς δόξαν Θεού, ώστε περισσότερος κόσμος να πιστέψει και να επιστρέψει στο δρόμο του Θεού. Ευχαριστώ.

Κώστας

Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, υπόδειγμα μετανοίας. (Ε΄Κυριακή των Νηστειών)



Τον βίο της θαυμαστής αυτής όσιας έγραψε ο άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Κάποτε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ένας ιερομόναχος, ο Γέρων Ζωσιμάς, αποσύρθηκε μέσα στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. 
Οδοιπορούσε επί είκοσι ημέρες, χωρίς να δει ψυχή, όταν, ξαφνικά, μια ανθρώπινη φιγούρα με ζαρωμένο γυμνό σώμα και κατάλευκα σαν χιόνι μαλλιά πέρασε φευγαλέα από μπροστά του κι έγινε άφαντη. Ο Γέροντας έτρεχε ξοπίσω της για αρκετή ώρα, μέχρι που η φιγούρα στάθηκε σε ένα ρυάκι και τον κάλεσε με το όνομά του: «Αββά Ζωσιμά», του είπε, «συγχώρεσέ με χάριν του Κυρίου· δεν μπορώ να εμφανιστώ σε σένα, διότι είμαι μια γυναίκα γυμνή».

Ο Ζωσιμάς της πέταξε το εξώρασό του κι εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και εμφανίστηκε μπροστά του. Στο άκουσμα του ονόματός του, από το στόμα της άγνωστης γυναίκας, ο Γέροντας φοβήθηκε. Ύστερα από παρατεταμένη επιμονή του, η γυναίκα διηγήθηκε την ιστορία της.

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών άρχισε να ζει ακόλαστο βίο στην Αλεξάνδρεια επί δεκαεπτά χρόνια ακολουθούσε διεστραμμένο τρόπο ζωής. 
Η Μαρία, οιστρηλατημένη απ’ το σαρκικό πάθος της πορνείας, ακολούθησε κάποιους νέους και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Φθάνοντας στην Αγία Πόλη, θέλησε να επισκεφθεί την εκκλησία για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. 
Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στον Ναό της Αναστάσεως. Έντρομη, τότε, στήλωσε το βλέμμα της στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στον νάρθηκα και προσευχήθηκε θερμά να της επιτραπεί να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό, ομολογώντας την αμαρτωλότητά της και εμπιστευό­μενη τα βήματά της στην Πανάχραντο Θεοτόκο.

Τότε πράγματι, της επετράπη η είσοδος μέσα στην εκκλησία. Αφού προσκύνησε τον Σταυρό, επέστρεψε στον νάρθηκα γονάτισε μπροστά στην εικόνα και ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο. Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή να της λέει: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη, θα βρεις την αληθινή ειρήνη!». Η Μαρία βγήκε και, αφού αγόρασε τρία καρβέλια ψωμί, ξεκίνησε για τον Ιορδάνη ποταμό.

Την επομένη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και πέρασε τον Ιορδάνη πόταμο. Παρέμεινε σαράντα οκτώ χρόνια στην έρημο ολομόναχη, υπομένοντας αγόγγυστα πολλές δοκιμασίες, με ακρότατη άσκηση, «πυκτεύουσα», παλεύοντας με τα άλογα πάθη της και τους εμπαθείς λογισμούς σαν με άγρια θηρία. Τρεφόταν μόνο με αγριόχορτα.

Αφού τελείωσε την αφήγησή της, στάθηκε όρθια σε στάση προσευχής· τότε ο Ζωσιμάς την είδε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Η Μαρία τον παρακάλεσε να έλθει ξανά τον επόμενο χρόνο να της φέρει τη Θεία Ευχαριστία· εκεί, στις όχθες του Ιορδάνη, θα ερχόταν να τον συναντήσει για να κοινωνήσει.

Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα, ο αββάς Ζωσιμάς κατέφθασε με τη Θεία Κοινωνία στις όχθες του Ιορδάνη· ήταν ήδη βράδυ. Έμεινε να αναρωτιέται πώς εκείνη θα διέσχιζε τον Ιορδάνη ποταμό; Τότε, μέσα στο φεγγαρόφωτο διέκρινε τη μορφή της να πλησιάζει το ποτάμι, να κάνει το σημείο του Σταυρού επάνω του και κατόπιν να βαδίζει επάνω στο νερό σαν να ήταν ξηρά! Αφού την κοινώνησε, η οσία τον παρακάλεσε να ξανάρθει μετά από ένα χρόνο στην ίδια εκείνη πηγή όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά.

Ο καιρός πέρασε, ο αββάς επέστρεψε σ’ εκείνο το σημείο και ανακάλυψε εκεί το άψυχο σώμα της. Πάνω απ’ το κεφάλι της ήταν γραμμένο στην άμμο: «Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της ταπεινής Μαρίας, απόδος χουν εις χουν. 
Απεβίωσα την 1η Απριλίου, το ίδιο βράδυ του σωτηρίου μαρτυρίου του Χριστού, αφού κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων».

Από την επιγραφή αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ο Ζωσιμάς το όνομα της οσίας και ερμήνευσε το άλλο φοβερό θαύμα που είχε συντελεστεί: το γεγονός ότι τον προηγούμενο χρόνο, όταν της μετέδωσε τη Θεία Κοινωνία, εκείνη είχε φθάσει μέσα σε λίγες ώρες το ίδιο βράδυ στο σημείο συνάντησής τους, ενώ εκείνος πεζοπορούσε είκοσι ημέρες για να μεταβεί εκεί. Ο άγιος Ζωσιμάς έθαψε το σώμα της μεγάλης αυτής οσίας, της Μαρίας της Αιγύπτιας. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του, διηγήθηκε όλο τον βίο της και τα θαύματα στα οποία ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς.

Έτσι δοξάζει ο Κύριός μας τους μετανοημένους αμαρτωλούς. Η οσία Μαρία μνημονεύεται επίσης την Ε΄ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Εκκλησία την έχει ως υπόδειγμα μετανοίας για τους πιστούς, τις ημέρες αυτές της αγίας Νηστείας . 
Αναπαύθηκε περί το έτος 530.

Ύμνος στην οσία Μαρία την Αιγυπτία

Η Μαρία, πρότυπο μετανοίας και αυτομεμψίας, έκρυβε τον εαυτό της από το πρόσωπο των ανθρώπων:

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή, 
τη σκοτισμένη από τα πάθη!
Θεριά είναι τα πάθη, 
 κατασπαράξουν την καρδιά μας· 
έρποντας σαν φίδια φωλιάζουν μέσα μας.
Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή, 
την καταποθείσα από τα πάθη!
Εκουσίως έπαθες, Χριστέ μου,
για να σώσεις τους αμαρτωλούς. 
Μη βδελύξεις εμέ την ακάθαρτη!
Εισάκουσε την κραυγή της Μαρίας, 
Κύριε, της πιο αχρείας αμαρτωλής!
Ο Κύριος έδειξε την ευσπλαχνία Του. 
θεράπευσε τη Μαρία·
τη σκοτισμένη ψυχή της Εκείνος 
σαν χιόνι τη λευκανε. 
Ευχαριστώ Σε Πανάγαθε, 
παμπόθητε Κύριε!
Συ κατελάμπρυνες ένα σκεύος ακάθαρτο.
με χρυσάφι το κατακόσμησες·
Συ το υπερχείλισες με την Χάρη Σου.
Ιδού το έλεος το αληθινό!
Σοι δόξα πρέπει. Κύριε!

Η Μαρία διέλαμψε διά του Πνεύματος περισωσμένη δύναμιν, ως άγγελος Θεού. χάρις στη Δύναμή Σου, Χριστέ, χάρις στο Έλεός Σου. Πάναγνε!
Τί είναι αυτή η ευωδία που απλώνεται στη φοβερή έρημο,
σαν πυρίπνου θυμίαμα σε μυροδοχείο;
Η Μαρία ευωδιάζει,
η αγιότητα της μυροβλύζει!


(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Πρόλογος της Αχρίδος» – Απρίλιος, εκδ. Ἀθως)

Η μετάνοια του εξωμότου Επισκόπου



Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία 

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ένας Επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεργεία του πονηρού, εξώμοσε και έγινε Μωαμεθανός.

Κάποτε λοιπόν κατά την εορτή του Μπαϊραμιού, την ώρα που όλοι οι Τούρκοι έτρωγαν και γλεντούσαν, ζήτησαν από τον εξωμόσαντα να τους διακωμωδήσει τα μυστήρια των Χριστιανών για να γελάσουν.

Αυτός στην αρχή αρνιόταν, αφού όμως είδε ότι επέμεναν, πήρε ένα ποτήρι το σήκωσε ψηλά και εκφώνησε μελωδικά το «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός», κάνοντας ταυτόχρονα και το γύρο του τραπεζιού, όπου οι Τούρκοι κάθονταν και έτρωγαν.

Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και γύρισε να δει αν διασκέδασαν μ' αυτό οι συνδαιτυμόνες του. Όμως τότε διεπίστωσε έκλπηκτος πως οι Τούρκοι όχι μόνο δε γελούσαν, αλλά τον κοιτούσαν έντρομοι. «Ε, βρε», τους είπε, «εγώ σας το έκανα για να γελάσετε και σεις τι με κοιτάτε σαν χαμένοι;».

Μετά από λίγη ώρα ένας απ' αυτούς απάντησε: «Παπά εφέντημ, όση ώρα το έκανες αυτό ήσουνα δύο πήχεις πάνω από τη γη».

Ακούγοντας αυτό ο Επίσκοπος εξεπλάγη και βγαίνοντας έξω έκλαψε μετανοιωμένος λέγοντας: «Εγώ αρνήθηκα τον Κύριο, αλλά αυτός δεν με εγκατέλειψε. Η θεία Χάρις Του με σκεπάζει ακόμα».

Την ίδια νύχτα ανεχώρησε κρυφά για το Άγιον Όρος, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του με μετάνοια και αυταπάρνηση, χωρίς να γνωρίζει κανείς ποιος ήταν εκτός από τον Πνευματικό του. 

«Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία»

Στη ζωή σου δεν συναντάς μόνο φίλους αλλά και εχθρούς



Στη ζωή σου δεν συναντάς μόνο φίλους αλλά και εχθρούς. Κι έχεις υποχρέωση τους εχθρούς σου να τους κάνεις φίλους, για να ‘χεις πάντα ήρεμη τη συνείδησή σου. Το δίκαιο και το σωστό πρέπει να το υπερασπιζόμαστε και να μισούμε την αδικία και την κακία. Τον συνάνθρωπό μας όμως δεν μισούμε ποτέ, ό,τι κι αν μας κάνει. Δεν τον κατηγορούμε , ούτε τον προσβάλλομε, είτε έχομε, είτε δεν έχομε δίκιο. 
Οι παρεξηγήσεις και οι διαφωνίες είναι μέσα στο πρόγραμμα της ζωής. Το να τις μεγαλώνεις όμως και να φθάνεις στα δικαστήρια ή στο έγκλημα, αυτό είναι αντιχριστιανικό. Ανθρώπινο είναι να τις μικραίνεις ή καλύτερα να τις σβήνεις , ώστε πάντα να έχεις ειρήνη μέσα σου. 
Ο Βαγγέλης, βοσκός, ακαλλιέργητος, βλάστημος. Σ’ Εκκλησία δεν πατούσε, παρά μόνο τις χρονιάρες μέρες ή σε κανένα μνημόσυνο. Πάντα οπλοφορεί, βάζει τα πρόβατά του παντού κι απειλεί τους πάντες. Έφτασε ακόμα και στην κλεψιά, όπως τον συμβούλευσε ο διάβολος. Έτυχε όμως σε μια κλεψιά να του πέσει ένα χαρτί , που το βρήκε ο Νικολής γυρεύοντας τα κλεμμένα του. Στην αρχή ο Νικολής σκέφτηκε να πάει στη Χωροφυλακή, μετά όμως, σαν άνθρωπος του Θεού που ήταν, πήγε και συμβουλεύτηκε το γερο-παπά του χωριού. Ο παπάς τον συμβούλεψε να μην καταγγείλει τον Βαγγέλη, αλλά να βάλει τους φίλους του και τους συντέκνους του να τον πιάσουν, για να πληρώσει τα κλεμμένα. Αν δεν δεχτεί να τον αφήσουν στα χέρια του Θεού, για να μη φτάσουν στα φονικά, όπως συμβαίνει πολλές φορές στην Κρήτη για ασήμαντες αφορμές.
Στην αρχή ο Βαγγέλης αρνιόταν να πληρώσει κι απειλούσε θεούς και δαίμονες. Σιγά-σιγά όμως οι σύντεκνοί του τον κατάφεραν , γιατί υπήρχε το αποδεικτικό της κλοπής και τα έφτιαξαν με τον Νικολή. Τελικά πλήρωσε όλα τα κλεμμένα. Ο Νικολής όμως δεν έμεινε εκεί. Την ημέρα του Ευαγγελισμού έστειλε ένα δίσκο γλυκά στο σπίτι του Βαγγέλη και το βράδυ πήγε με την γυναίκα του και του ευχήθηκαν τα χρόνια πολλά ! Έτσι αγαπήθηκαν οι οικογένειές τους κι έγιναν καλοί φίλοι.
Αργότερα ο Νικολής κατάφερε τον Βαγγέλη να πάει να εξομολογηθεί , να σταματήσει τις κλοπές και να γίνει ένας άλλος άνθρωπος, καλός και χρήσιμος στους συγχωριανούς του.
Βλέπετε τί κάνει η χάρη του Θεού, βλέπετε τί καταφέρνει ο άνθρωπος του Θεού;
Νίκα λοιπόν στη ζωή σου το κακό, όχι με αντεκδίκηση, αλλά με το καλό και θα βγαίνεις πάντα κερδισμένος. 

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΤΡΕΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ.

Δεν είμαι Χριστιανός αλλά θα γίνω όταν βαπτιστώ, μυρωθώ και πάρω την Θεία Κοινωνία

Ένας Μουσουλμάνος
που έγινε Χριστιανός

Alipios Kapsala

Γεννήθηκε το 1926 σ΄ ένα νησί της Δωδεκανήσου. Όλη την παιδική ηλικία την έζησε παίζοντας με τα χριστιανόπαιδα, ενώ ο ίδιος ήταν Μουσουλμάνος. Τις παραμονές των χριστιανικών γιορτών μαζί με τα παιδιά του χωριού έτρεχε στα κάλαντα παίζοντας με την φλογέρα του. Το σπίτι πού έμεναν ήταν ένας στάβλος.
 Εκεί τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων -μετά τα κάλαντα- και αφού είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί, αισθάνεται να ανοίγει η πόρτα και μπροστά του να εμφανίζεται ο Χριστός. Φορούσε άσπρο χιτώνα, το πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό και του είπε:
«Ήρθα για σένα, είσαι δικό μου παιδί» και εξαφανίστηκε.
Το ίδιο επαναλήφθηκε τις επόμενες δυο νύχτες. Ο μικρός ήταν τότε περίπου δεκατριών χρόνων. Βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα, αν θα το πει ή όχι και σε ποιόν. Ύστερα από σκέψη αποφάσισε να το 
πει στον πρόεδρο του χωριού, ένα σεβάσμιο ηλικιωμένο άνδρα, τον μπάρμπα-Νικόλα. 
Πήγε στο σπίτι του, του διηγήθηκε όλη την ιστορία και αμέσως ζήτησε να τον βαφτίσουν.
Ο πρόεδρος με χαμόγελο του απάντησε: «Το σκέφτηκες, παιδί μου, καλά;».
Ο μικρός του απάντησε: «Ναι, το σκέφτηκα, θέλω να με βαφτίσετε».
Ο πρόεδρος τότε του εξήγησε ότι αυτό θα ήταν δύσκολο λόγω του ότι ήταν ανήλικος και οι γονείς του θα μπορούσαν να αντιδράσουν. Στο τέλος του είπε: «Αν, παιδί μου, σε έχει φωτίσει τόσο ο Χριστός και το επιθυμείς τόσο πολύ, κάνε υπομονή να φτάσεις στη νόμιμη ηλικία. Τότε να το ζήτησης και θα το απολαύσεις».
Δούλευε κυρίως στις ψαρόβαρκες, οι όποιες εκείνα τα χρόνια ήταν με κουπιά και πανιά. Συχνά τότε πήγαιναν στις απέναντι ακτές ιδιαίτερα στον κόλπο ανατολικά της Κώ.
Κάποια φορά καθώς έρχονταν προς το νησί από τον κόλπο γεμάτοι ψάρια, ήταν τρεις στην βάρκα, έρχεται ξαφνικά μία φοβερή κακοκαιρία. Η βάρκα πλημμύρισε και εκείνος με ενα τενεκέ προσπαθούσε να αδειάζει τα νερά. Καθώς έβγαζε τα νερά βρέθηκε ένα μικρό εικονισματάκι του Αγίου Νικολάου μέσα στον τενεκέ. Αμέσως μία φωνή μέσα του φωνάζει: «Μη με πετάξεις!». Πιάνει το Εικόνισμα, το σηκώνει ψηλά και λέει: «Άγιε μου Νικόλα, σώσε μας και αν έρθει η ώρα να βαφτιστώ θα πάρω το όνομά Σου». Σε λίγη ώρα βρέθηκαν σε κάποια ακτή της Κω.
Αργότερα πήγε στην Μικρασία. Ένα χρονικό διάστημα δούλευε σε εργοστάσιο-υφαντουργείο. Κάποια στιγμή με άλλους Κώους πηγαίνει για να γνωρίσει την Σμύρνη και τον Τσεσμέ. Εκεί του άρεσε και έμεινε για να δούλεψη στα καπνά. Το βράδυ κοιμήθηκαν σε μία αποθήκη, η όποια όμως ήταν παλιά Εκκλησία του Χριστού. Οι άλλοι δύο, αδελφή και αδελφός -μουσουλμάνοι- δεν μπορούσαν να ησυχάσουν μέχρι πού αποφάσισαν να βγουν από την Εκκλησία και να κοιμηθούν στο χωράφι. Έτσι εκείνος έμεινε μόνος μέσα στο σκοτάδι. Αφού κοιμήθηκε για λίγη ώρα, ανοίγει τα μάτια του και βλέπει ένα φως να βγαίνει μέσα από το Ιερό. Κοιτάζει έξω, ήταν σκοτεινά, η Εκκλησία όμως έλαμπε. Την επόμενη βραδιά το ίδιο. Την τρίτη βραδιά μαζί με το φως ακούει μία φωνή:
«Μη ξεχάσεις την υπόσχεση σου. Είσαι δικό Μου παιδί».
Μετά από αυτό μέχρι το πρωί σκεφτόταν πώς θα γίνει Χριστιανός μέσα στην Τουρκία. 
Όταν ξημέρωσε είδε ότι η φωνή έβγαινε από μία σκαλιστή μαρμάρινη εικόνα του Κυρίου, η οποία ήταν και η μόνη πού είχε μείνει, χτισμένη πάνω από το Ιερό.
Την ίδια μέρα μετά από μία – δυό ώρες ήρθε διαταγή να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στις πατρίδες τους. Ήταν τότε το έτος 1945. Έτσι επέστρεψε στην Κω σκεπτόμενος μέσα του ότι τώρα θα μπορέσει να βαπτιστεί.
Μέχρι τότε δεν είχε πει σε κανέναν από τους δικούς του τίποτε. Τα Δωδεκάνησα τότε μετά την Ιταλική κατοχή τα κατείχαν οι Άγγλοι. Εκείνος δούλεψε στην Αγγλική Χωροφυλακή μέχρι την απελευθέρωση το 1947. Αργότερα το 1949-1950, την ημέρα μάλιστα που οι Μουσουλμάνοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι, του λέει η μητέρα του: «Σήκω και συ να πας κάτω. Έγινες πια σκέτος Χριστιανός». Τότε εκείνος πήρε την αφορμή και απήντησε:
«Δεν είμαι Χριστιανός αλλά θα γίνω όταν βαπτιστώ, μυρωθώ και πάρω την Θεία Κοινωνία».
Το ίδιο βράδυ βλέπει στον ύπνο του ότι ανοίγει η στέγη του σπιτιού του, τρεις Άγγελοι κατεβαίνουν στο δωμάτιό του και τού λένε πώς θέλουν να τον πάρουν μαζί τους. Εκείνος τους ρώτησε αν μπορεί να πετάξει μαζί τους και τότε είδε ότι άρχισε να πετάει ανάμεσα στους Αγγέλους μέχρι την ακρογιαλιά. Στην συνέχεια ο μπροστινός Άγγελος, μετά ο δεξιός και τέλος ο αριστερός του, τον βούτηξαν από μία φορά στην θάλασσα και επέστρεψαν όλοι στο σπίτι. Το πρωί κατάλαβε πλέον ότι είχε έρθει η ώρα για να βαφτιστεί.
Κατέβηκε στο λιμάνι, βρήκε ενα γνωστό του ναυτικό και αφού του εξήγησε τον σκοπό του, εκείνος τον πήρε σαν βοηθό του στο καράβι και έφτασαν στην Κάλυμνο, στην Μητρόπολη. Ύστερα έρχεται στην Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο αναζητώντας τον γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή. Μαζί του ήρθε και ο Νικόλαος Νικολαΐδης ο οποίος και έγινε στην συνέχεια νονός του.
Μετά την πρώτη επαφή με τον π. Αμφιλόχιο και τον π. Μελέτιο, ορίστηκε να γίνει η βάπτιση στο ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Πράγματι την επομένη το πρωί έγινε η βάπτιση από τον π. Ιερεμία κάτω από το τριπλό σχίσιμο του βράχου εντός του Ι. Σπηλαίου και πήρε το όνομα Νικόλαος. Όταν επανήλθε στην Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου πήγε να προσκύνηση το ιερό Λείψανο του Οσίου Χριστοδούλου, το οποίο ευωδίαζε, ενώ την προηγούμενη ημέρα, πριν βαπτιστή, δεν ένιωσε τίποτε όταν το είχε προσκυνήσει.
Αφού πήραν την ευλογία του π. Αμφιλοχίου, του π. Μελετίου και του π. Ιερεμία, επέστρεψαν στην Κάλυμνο. Εκεί έμεινε στο σπίτι του π. Κυρίλλου, όπου την τρίτη νύχτα αφότου βαπτίστηκε συνέβη το εξής: Ο νεαρός Νικόλαος φορούσε ακόμη τον βαπτιστικό χιτώνα και είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί σ’ ένα δωμάτιο πού χρησιμοποιούσε ο π. Κύριλλος για να αγιογραφεί, δίπλα στην θάλασσα. Η πόρτα του δωματίου πού έβλεπε στην θάλασσα ήταν λίγο ανοιχτή. Ξαφνικά άκουσε την φωνή της μάνας του, άνοιξε τα μάτια του και της λέει στα Τούρκικα:
«Μητέρα, πώς βρέθηκες εδώ, τί θέλεις;»
Και εκείνη άπαντα: «Ήρθα να σε πάρω μαζί μου».
«Μητέρα, είμαι βαφτισμένος και μυρωμένος, φύγε δεν μπορώ να έρθω μαζί σου», της λέει ο Νικόλαος.
Όμως εκείνη με δυνατή φωνή του λέει: «Σήκω, θα σε πάρω» και πέφτει αμέσως πάνω του, τον πιάνει από τους ώμους για να τον σηκώσει.
Εκείνος την σπρώχνει φωνάζοντας: «Μάνα, μη με λερώσεις», και το βλέμμα του πέφτει σε μία εικόνα του Χριστού. Τότε φωνάζει κάνοντας το σημείο του Σταυρού: «Χριστέ μου, σώσε με».
Εκείνη τότε σηκώθηκε όρθια, και του είπε: «Με νίκησες» και βγαίνοντας από την πόρτα πέφτει στην θάλασσα, βρέχοντας μάλιστα την πόρτα. Καθώς όμως έβγαινε η μητέρα του, βλέπει πίσω της μία ουρά ζώου και όταν εξαφανίστηκε στην θάλασσα, τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν η μητέρα του.
Το πρωί ο π. Κύριλλος πού είχε ακούσει τις φωνές, ρώτησε και έμαθε τί του συνέβη. 
Τότε του λέει: «Μη στενοχωριέσαι, Νικόλα παιδί μου. Ήταν ο διάβολος και ήρθε να σε πειράξει».
Ο νεοφώτιστος Νικόλαος παρέμεινε για ένα διάστημα στην Κάλυμνο όπου νυμφεύθηκε και αργότερα επέστρεψε στην Κω. Ο Νικόλαος είχε πολλές επεμβάσεις του Θεού στην ζωή του και αντιλήψεις από την θεία Χάρι. Με απλότητα και πίστη στις δυσκολίες του ζητούσε βοήθεια από τον Θεό και την λάμβανε.
Στην Κω του συνέβη το εξής: Ήταν Μεγάλη Τρίτη, είχε κακοκαιρία τις προηγούμενες μέρες και ο Νικόλαος που τότε ασχολιόταν με το πλέξιμο καλαθιών, αλλά και την χρήση δυναμιτών για το ψάρεμα, είχε έρθει σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε το πασχαλινό αρνί και εναγωνίως ήθελε να πιάσει λίγα ψάρια για να περάσουν το Πάσχα. Αποβραδίς στην προσευχή του παρακάλεσε τον Κύριο:
«Χριστέ μου, δεν έχω κανέναν άλλο να πω τον πόνο μου, μόνο Εσύ θα με βοηθήσεις, Χριστέ μου», και κοιμήθηκε.
Τότε είδε ότι βρισκόταν σε μία περιοχή με θάμνους και ένα Φως ερχόταν προς το μέρος του. Εμφανίζεται ο Χριστός φορώντας Χιτώνα και ένα Ακάνθινο Στεφάνι, ενώ έσταζε Αίμα στο Πρόσωπό Του. Ο Νικόλαος τρέχει προς το μέρος Του έτοιμος να πέσει να Τον προσκύνηση και ο Χριστός τον ευλογεί. Εκείνος αμέσως γονατίζει κάνοντας τον σταυρό του και του λέει:
«Χριστέ μου, βοήθησε με να πιάσω μερικά ψάρια να περάσω το Πάσχα», και τότε ακούει τον Χριστό με μία γλυκεία φωνή να του λέει: «Να πας, παιδί μου, στο Καρτέρι» και εξαφανίσθηκε.
Ξαφνικά αισθάνθηκε να τον ξυπνά η γυναίκα του λέγοντας του: «Τι έχεις; Κοιμάσαι και κάνεις τον σταυρό σου;»
«Δεν ξέρω, όνειρο έβλεπα», της απαντά εκείνος, χωρίς να πη τίποτε άλλο.
Ξημέρωσε η Μεγάλη Τετάρτη και μέσα σε δυνατή βροχή πήρε δυο δυναμίτες και προχωρούσε προς το σημείο που του υπέδειξε ο Κύριος, περισσότερο από μία ώρα πορεία. Στον δρόμο συχνά μονολογούσε, κάνοντας τον σταυρό του, «Χριστέ μου, έρχομαι, βοήθησέ με». Περίπου 200 μέτρα προτού φτάσει στο Καρτέρι είδε τρία ψάρια να γυαλίζουν. Ο Νικόλαος έτρεξε εκεί φωνάζοντας: «Ευχαριστώ, Χριστέ μου», έριξε τους δύο μικρούς δυναμίτες και η θάλασσα γέμισε ψάρια. Εκείνος συνέχισε να ευχαριστεί τον Κύριο γεμίζοντας επανειλημμένα το μοναδικό του τσουβαλάκι και με την βοήθεια δυο ζώων πού του έδωσαν, τα μετέφερε και τα πούλησε.
Αρκετά χρόνια αργότερα συνέβη και το εξής: Ο πατέρας του ήταν βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο της Κω και κατά την διαπίστωση των γιατρών ετοιμοθάνατος. 
Ο Νικόλαος στενοχωρημένος κατεβαίνοντας τα σκαλιά αντίκρισε την Εικόνα του Αγίου Παντελεήμονος, σταμάτησε και από την καρδιά του τον παρακάλεσε:
«Άγιέ μου Παντελεήμονα, δώσε του δύο – τρία χρόνια ζωής ακόμα».
Την επόμενη, πρωί-πρωί, πριν πάει στην δουλειά -εργαζόταν τότε στον Δήμο- πήγε στο Νοσοκομείο και είδε τον πατέρα του να κάθεται και να του λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, που έστειλες το γιατρό. Ήρθε σε μένα ένας νέος γιατρός και με ρώτησε: – Πώς πάς;
– Δεν είμαι καλά του λέω.
Τότε εκείνος έπιασε το κεφάλι μου και μου λέει:
– Άνοιξε καλά το στόμα σου και βγάλε την γλώσσα σου.
Αμέσως την άγγιξε και μου λέει:
– Δεν έχεις τίποτα, είσαι καλά.
Φεύγοντας μού λέει:
-Με έστειλε ο γιός σου ο Νικόλαος να σε δω. Μετά από λίγο ήμουν καλά, παιδί μου».
Ο Νικόλαος κατάλαβε ότι ήταν ο Άγιος και τον ρώτησε: «Θα τον αναγνωρίσεις αν τον δεις;» Έφερε, λοιπόν, την Εικόνα μπροστά στον πατέρα του και εκείνος αναγνώρισε τον γιατρό στο πρόσωπο του Αγίου Παντελεήμονος.


Γιά τούς βλάσφημους λογισμούς (Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ)

«Βρήκαμε τόν στάρετς, διηγείται ό Ίβάν, νά δουλεύη μέ τό δικέλλι στήν πρασιά.
Του Βάλαμε εδαφιαία μετάνοια, μας ευλόγησε, έβαλε τό χέρι του στό κεφάλι μου καί άρχισε νά ψάλλη τό απολυτί­κιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου:"Έν τη γεννήσει τήν παρθενίαν εφύλαξας...". Ύστερα κάθησε κάτω στήν πρασιά καί μας είπε νά κάνουμε τό ίδιο. Έμείς όμως γονατίσαμε μπροστά του καί ακούγα­με τή διδασκαλία του. Μας μίλησε γιά τή μέλλουσα ζωή, γιά τή ζωή των αγίων, γιά τή σκέπη, τήν προστασία καί τή μέριμνα της Θεοτό­κου γιά μας τούς αμαρτωλούς. Μας είπε επίσης τί είναι απαραίτητο νά φροντίζουμε γιά τήν αιωνιότητα.Η συζήτησις διήρκεσε μία ώρα. Η ώρα όμως αυτή δέν μπορεί νά συγκριθή μέ ολόκληρη τήν προηγούμενη ζωή μου. Ένοιωθα στήν καρδιά μου μία ανεξήγητη καί ουράνια γλυκύτητα, πού μόνο ο Θεός γνωρίζει πώς ξεχύθηκε εκεί...
Τίποτε πάνω στή γη δέν ήταν όμοιό της. Καί σήμερα ακόμη, όταν τή θυμάμαι, πλημμυρίζουν τά μάτια μου από δάκρυα κατανύξεως καί ευφραίνεται όλη η ύπαρξίς μου. Μέχρι τότε, παρ' όλο πού δέν ήμουν άπιστος, ή πίστις μου ό­μως δέν ήταν θερμή. Στά πνευμαπκά ήμουν αδιάφορος.
Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ έκανε γιά πρώτη φορά νά νοιώσω τόν παντοδύ­ναμο Κύριο, τήν ανεξάντλητη ευσπλαγχνία καί τελειότητά Του.
"Ως τότε η ψυχή μου ήταν ψυχρή καί μου άρεσε νά λογοπαίζω μέ άθεα λόγια. Γι' αυτό ο Κύριος είχε επιτρέψει νά μέ κυρίευση τό ρυπαρό πνεύμα της βλασφημίας. Μέ πολιορκούσαν υβριστικοί λο­γισμοί επί τρία χρόνια, ιδιαιτέρως τήν ώρα της προσευχής μέσα στόν ναό, καί περισσότερο όταν προσευχόμουν στήν Ύπεραγία Θεοτόκο. Σκεπτόμουν πάνω στήν άπόγνωσί μου ότι κανένα γήινο κολαστήριο δεν έφθανε για νά μέ τιμωρήση. Μόνο τά βασανιστή­ρια στόν άδη μπορούσαν νά μέ τιμωρήσουν αντάξια γιά τή Βλασφη­μία μου.
Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ ηρέμησε. "Μή φοβάσαι, μου είπε, αυτή τή νοερά ταραχή. Πρόκειται γιά φθονερή ενέργεια του έχθρού. Όσους βλάσφημους καί ρυπαρούς λογισμούς κι αν παρεμ­βάλει ο πειρασμός, εσύ νά συνεχίζης άφοβα τήν προσευχή σου". Άπό τότε άρχισε σιγά σιγά νά υποχωρή αυτός ο πειρασμός, καί σ' ένα μήνα εξαφανίσθηκε».

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

Από οrthodoxathemata.blogspot.gr

Με ποιον τρόπο γνώρισε την πίστη ο Ντοστογιέφκυ;

Νά ’σαι εἴκοσι δύο χρονῶν καί νά ’σαι θανατοποινίτης! Νά περιμένεις νά σέ κρεμάσουν!
Ἡ ζωή μπροστά γεμάτη ὀμορφιά καί νειάτα καί ’σένα νά θέλουν νά σέ σκοτώσουν;

Καί γιατί τέλος πάντων; Γιατί θέλησες νά ὑπάρχει ἰσότητα καί σωστό στήν κοινωνία! Νά μήν ὑπάρχουν ἀφεντάδες καί…δοῦλοι. Νά ’μαστε ὅλοι ἴσοι. Καί νά ’ναι ὅλα ἴσια. Ὄχι στραβά κι ἀνάποδα.

Καί νά ’χεις κι αὐτές τίς κυροῦλες ἐδῶ τώρα στό τρένο πού σέ πάει στήν ἐξορία! Τσιμπούρια:

-«Πάρε ἀδερφέ ἕνα εὐαγγέλιο».

Δῶρο στό δίνουν! Νά τίς προσβάλλεις; Ρίξτο στήν τσέπη, πές «εὐχαριστῶ» καί φεύγα. Αὐτό καί κάνεις. Φεύγοντας ὅμως ἔμεινες μόνος σου στήν φυλακή! Ἐσύ πολιτικός κατάδικος θανατοποινίτης καί οἱ ἄλλοι ποινικοί κατάδικοι…κάθε καρυδιᾶς καρύδι.

Ἐδῶ καταλαβαίνεις στό πετσί σου τήν μοναξιά τοῦ πλήθους. Ἐδῶ ζεῖς τό ὅτι, τήν ἀποξένωση δέν τήν δημιουργοῦν τά χιλιόμετρα, ἀλλά ἡ διάθεση. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται δικός σου ὅταν ἔχετε τό ἴδιο περιεχόμενο καρδιᾶς ὄχι τήν ἴδια…στέγη. Ὅτι ἡ ζωή καί στά εἴκοσι, γεμάτη νειάτα κι ὀμορφιά, εἶναι ἀνυπόφορη χωρίς ἀγάπη.

Τά καταλαβαίνεις…θυμώνεις…καί καπνίζεις! Γιά νά καθαρίσεις τό τσιμπούκι σου κόβεις σελίδες ἀπό τό εὐαγγέλιο! Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄχρηστο σοῦ φαίνεται. Παπαδοκουβέντες!! Χά-χά! Νά πού σέ κάτι φάνηκε χρήσιμο τό δῶρο τῶν γυναικῶν!

Μαζεύουν οἱ μέρες καί σὺ ἔχεις «σκίσει» ὅλο τό κατά Ματθαῖον καί κατά Μάρκον καθώς καί δεκατέσσερα κεφάλαια ἀπό τόν Λουκᾶ. Ἔχεις πλαντάξει. Μονοτονία, προσμονή θανάτου, τσιγάρο καί…μαυρίλα. Βαριεστημένος ἀφόρητα: «Δέ διαβάζω νά δῶ τί λέει;» σκέφτεσαι καί τό ἀνοίγεις.

Κι «ἀνοίγει» ἡ ζωή σου.

Ἕνας πατέρας ποὺ δέν ρωτάει «γιατί τό ’κανες;». Μιὰ ἀγκαλιά πού ἀνοίγει πρίν τῆς τό ζητήσεις. Μιὰ ἀγάπη χωρίς ὅρους καί ὅρια. Μιὰ θυσία πού βλέπει μέ στοργή τόν ἄλλον.

Τό δεκαπέντε κεφάλαιο τοῦ κατά Λουκᾶν εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ἄσωτου υἱοῦ ἤ μᾶλλον τοῦ εὔσπλαγχνου πατέρα. Τό ὅτι εἶμαι ἄσωτος τό ξέρω. Ἀξία ἔχει πού μαθαίνω ὅτι Αὐτός δέν εἶναι ἀστυνόμος τῆς ζωῆς μου, ἀλλά πατέρας πού μέ ἀγαπᾶ.

Ἀλλάζουν ὅλα. Ἀποχτοῦν νόημα. Τελειώνει ἡ «ὀρφάνια». Δέν τρέχω καί ζῶ, τζάμπα! Ἡ ζωή γίνεται ὄμορφη ὄχι μόνο ἀπό τά νειάτα (ὑπῆρχαν καί πρίν), ἀλλά κι ἀπό τό νόημα πού ἀπόχτησε. Σέ λίγο θά μᾶς πεῖς: Ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει μονάχα νά ζεῖ μά θέλει καί νά ξέρει γιατί ζεῖ.

Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος (Ἀρχιμανδρίτης Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης)

Περιστατικά μετανοίας

Τη μετάνοια δεν συναντούμε όμως μόνο στα Συναξάρια και τα Γεροντικά, αλλά και σε ανθρώπους που αγωνίζονται μέσα στον κόσμο. Θα σας αναφέρω δύο περιστατικά. Ένας χριστιανός πήγαινε στην εκκλησία και είχε καλή προαίρεση, δεν είχε όμως ποτέ εξομολογηθεί. Κάποτε πήγε να εξομολογηθεί, αλλά δεν εξαγορεύθηκε τα βαριά του αμαρτήματα. Πηγαίνοντας στην Κεφαλονιά να προσκυνήσει τον άγιο Γεράσιμο, βρέθηκε στην πανήγυρή του. Υπήρχαν πολλοί ασθενείς εκεί και δαιμονισμένοι. Τα δαιμόνια άρχισαν φωνάζοντας να του υπενθυμίζουν τ’ ανεξομολόγητα αμαρτήματά του. Αποτέλεσμα να καταντροπιαστεί, να ταραχθεί, να φοβηθεί και να ζητήσει να εξομολογηθεί αμέσως. Οι δαιμονισμένοι δεν μπορούσαν πλέον να του πουν τίποτε, γιατί ακόμη κι έτσι, μετανόησε, εξομολογήθηκε και σβήσανε οι αμαρτίες του. Από τότε έζησε με μία ριζική αλλαγή στη ζωή του. Ζώντας με συνεχή μετάνοια και τηρώντας με φόβο Θεού τις εντολές του Χριστού έκοιμήθη μακάρια και ειρηνικά σε μεγάλη ηλικία.

Το δεύτερο περιστατικό έχει ως εξής. Μία ευλαβής γυναίκα είχε σύζυγο άσωτο, βλάσφημο και αυταρχικό. Βασανιζόταν, αλλά έκανε υπομονή και δεν σκέφθηκε ποτέ το διαζύγιο, ούτε να κάνει αντίποινα στον δύσκολο σύζυγό της. Μάλιστα μεγάλωσε τον αγώνα της και παρακαλούσε θερμά την Παναγία να την ενισχύει και να φωτίσει τον άνδρα της να μετανοήσει. Προσευχόταν, αγρυπνούσε και νήστευε συνεχώς για τη μετάνοια του συζύγου της. Δεν άργησε ο Θεός να μεταστρέψει τον άσωτο σύζυγο και να τον οδηγήσει σε αληθινή μετάνοια. Μετανόησε, εξομολογήθηκε, έκοψε τα πάθη του και τώρα δεν λείπει ποτέ από την εκκλησία. Κάθε χρόνο πηγαίνει σαράντα ημέρες κι εργάζεται δωρεάν σε μοναστήρια. Γεμάτος από φλόγα και ζήλο για τον Χριστό συχνά λέει: «Τώρα που γνώρισα τον Χριστό, να μου πουν να βάλω το κεφάλι μου να μου το κόψουν για την αγάπη του Χριστού, το κάνω με όλη μου την καρδιά». Βλέπετε τη δύναμη της υπομονής, της προσευχής και της μετάνοιας. Πολλά τέτοια γεγονότα και παραδείγματα μεταστροφής και ειλικρινούς μετάνοιας.

(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Χριστός χριστιανούς χαρά χαρίζει»)

“…είδα μια λάμψη να ξεπετάγεται μέσα από την εικόνα της Παναγίας…να ζωντανεύει σαν πρόσωπο…και να βγαίνει μπροστά μου, έξω από τα εικόνισμα…”



Ή πλέον συνηθισμένη τέχνη καί παγίδα πού χρησιμοποιεί ό διάβολος, ώστε νά αποτρέψει τόν άνθρωπο νά πάει γιά εξομολόγηση, είναι ή ντροπή!

Μέ έντεχνες σκέψεις, βάζει στόν άνθρωπο τήν αίσθηση τής ντροπής, ώστε νά σκέπτεται νά ξεστομίσει στόν πνευματικό καί κάποιες εξευτελιστικές αμαρτίες του…

Κρύβοντας όμως τίς αμαρτίες του ό εξομολογούμενος, προσθέτει ένα ακόμη βαρύτατο καί θανάσιμο αμάρτημα πάνω στά ήδη υπάρχοντα…

Γιατί όπως λένε οί παλαιοί Άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, άν από τίς 100 αμαρτίες εξομολογηθούμε τίς 99 καί κρύψουμε μία, τότε καί οί 99 πού εξομολογηθήκαμε, παραμένουν ασυγχώρητες!

Ούτε δάκρυα, ούτε νηστείες, ούτε αγρυπνίες, μετάνοιες, κομποσχοίνια, ελεημοσύνες, αρετές, καί άλλες αγαθοεργίες, είναι ικανές νά σβήσουν έστω καί μία αποκρυπτόμενη στήν εξομολόγηση αμαρτία.

Στό σημείο αυτό θά παραθέσουμε τά λόγια ενός σεβάσμιου Αρχιερέως, παρμένα από μία πραγματική ιστορία…

(Λόγω τού απορρήτου τής εξομολογήσεως δέν ειπώθηκαν ονόματα)

Διηγείται ό ίδιος…

 “Ένα απόγευμα, πρίν από μερικά χρόνια, μέ ειδοποίησαν τηλεφωνικώς νά πάω επειγόντως σέ ένα γυναικείο Μοναστήρι, έξω από τήν Αθήνα. Τό μοναστήρι αυτό, τό είχα επισκεφθεί καί παλαιότερα, καί ήταν γνωστό γιά τήν τάξη, τήν σοβαρότητα, καί τήν φιλανθρωπία του. 

Όταν μέ τήν βοήθεια τής Παναγίας μας έφθασα εκεί, ή σεβαστή Γερόντισσα καί ηγουμένη τής μονής μέ υποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά αλλά καί ανησυχία. Αφού προσκύνησα στόν ναό, μέ πήρε ιδιαιτέρως καί μού είπε κλαίγοντας.

–Σεβασμιώτατε, γνωρίζετε, ότι βρίσκομαι στόν χώρο αυτό, από μικρής σχεδόν ηλικίας, γιά 50 περίπου χρόνια.

–Τό γνωρίζω Γερόντισσα, τής είπα.

–Μού συνέβη κάτι συγκλονιστικό, συνέχισε, θά ήμουν πεθαμένη τώρα αλλά μέ λυπήθηκε ή Παναγία καί μέ γύρισε πίσω!

–Τί λέτε Γερόντισσα…Πώς έγινε αυτό;

Ή αγωνία μου είχε πιά κορυφωθεί.

–Γιά πολλές μέρες οί αδελφές, μέ περίμεναν νά ξεψυχίσω… Οί γιατροί μού έδιναν ώρες ζωής, γιατί βρισκόμουν πιά σέ βαρύ κώμα…

Παραδόξως όμως, ούτε πέθαινα αλλά ούτε καί καλυτέρευα. 

Καί ξαφνικά, στόν μήνα επάνω, γίνομαι τελείως καλά καί σηκώνουμε όρθια πρός γενική κατάπληξη όλων εδώ, καί ιδιαιτέρως δική μου…Πόσο πικράθηκα όμως γι΄ αυτή τήν “επιστροφή ” μου…

–Πικραθήκατε αντί νά χαρείτε;

–Ναί Σεβασμιώτατε, καί ακούστε τό “γιατί” . Κατέβηκα λοιπόν μετά τήν “ανάστασή ” μου, λυπημένη στήν Εκκλησία, καί κλαίγοντας γονατιστή έλεγα στήν Θεοτόκο…

— Γιατί Παναγία μου τό έκανες αυτό; Γιατί δέν μέ πήρες κοντά σου; Μόνο βάρος μπορώ νά προσφέρω πιά στήν αδελφότητα, σ΄ αυτή τήν ηλικία πού είμαι;

Αλλά, καθώς τά έλεγα αυτά, είδα μιά λάμψη νά ξεπετάγεται μέσα από τήν εικόνα τής Παναγίας…νά ζωντανεύει σάν πρόσωπο…καί νά βγαίνει μπροστά μου, έξω από τό εικόνισμα…

Ταράχτηκα ολόκληρη, λίγο καί θά πέθαινα!

Μού μίλησε ήρεμα, μέ αγάπη…

–Γιατί κόρη μου, γιατί παιδί μου παραπονείσαι καί απορείς πού σέ γύρισα πίσω; Εγώ παρακάλεσα τόν Υιόν μου νά σέ επιστρέψει στήν ζωή, νά σού χαρίσει ακόμη κάποιο διάστημα…

Είσαι γιά χρόνια στόν ιερό αυτό χώρο καί μέ έχεις υπηρετήσει σωστά, αλλά ένα αμάρτημα πού έχεις επάνω σου, από τά νεανικά σου χρόνια καί παραμένει ακόμη ανεξομολόγητο, θά σέ οδηγούσε στήν αιώνια Κόλαση!

Γι΄ αυτό σέ γύρισα πίσω, γιά νά μή χάσεις τούς κόπους σου καί γιά νά σώσεις τήν ψυχή σου… Νά καλέσεις αύριο κι΄ όλας τόν τάδε Αρχιερέα, καί νά εξομολογηθείς τό αμάρτημά σου πού τόχεις βάρος, τόσα χρόνια, στήν ψυχή σου… 

–Τί λέτε Γερόντισσα; Αυτό είναι φοβερό!…

–Μάλιστα, Σεβασμιώτατε. Άς είναι δοξασμένο τό Όνομά Της!…Μόλις μού είπε αυτά, τήν έχασα από μπροστά μου. Τότε, μέ τήν Χάρι Της, θυμήθηκα μία αμαρτία τών νεανικών μου χρόνων, τήν οποία πάντοτε ήθελα νά τήν εξομολογηθώ, αλλά πάντοτε από ντροπή δέν τήν έλεγα. 

Τελικά, ανάμεσα στίς αρρώστιες τής ηλικίας μου, από ζάχαρο, ουρία, αρτηριοσκλήρωση, καί ένα ελαφρό εγκεφαλικό, ξέχασα καί τήν αμαρτία, όπως παθαίνουν οί περισσότεροι σήμερα…

Ή αμαρτία όμως έμενε πάνω μου, καί ασφαλώς θά μέ κόλαζε!…

Έν τώ μεταξύ, διηγείται ό Αρχιερέας, έβαλα τό Ωμοφόριο καί τό Επιτραχήλιο μπαίνοντας στό κυρίως στάδιο τού μυστηρίου τής Εξομολογήσεως, περιμένοντας νά αναφερθεί στήν αμαρτία της, γιά νά διαβασθεί καί ή ευχή τής συγχωρήσεως.

Ξαφνικά ή Γερόντισσα, έβγαλε μία σπαρακτική φωνή απογνώσεως, σάν “κάποιος” νά μή τήν άφηνε νά εξομολογηθεί…

–Τί πάθατε, Γερόντισσα; Τί έχετε;…

–Άχ, παιδί μου…νά ήξερες…Δυσκολεύομαι νά πώ αυτή τήν αμαρτία μου. Βοήθησέ με! Κάντε προσευχή, σάς παρακαλώ!…

Πραγματικά τήν συμπόνεσα, τήν λυπήθηκα, έκλαψα γι΄ αυτήν , έλεγε ό Αρχιερέας αργότερα, διατηρώντας πάντοτε τήν ανωνυμία τής Γερόντισσας όπως καί οί κανόνες τής Εκκλησίας παραγγέλνουν.

Τήν είχε κυριεύσει τό δαιμόνιο τής ντροπής, έλεγε, μία ειδική τάξη πονηρών πνευμάτων, πού βάζει ντροπή στόν άνθρωπο προσπαθώντας νά τόν κολάσει… 

Μέ προσευχή όμως καί θάρρος από τόν εξομολογούμενο, φεύγει !

Τελικά όμως εξομολογήθηκε!

Είναι αδύνατον νά σάς περιγράψω, κατέληξε ό Σεβασμιώτατος, τήν χαρά πού είχε ή ψυχή αυτή, σάν εξομολογήθηκε. 

Μέσα σέ 3 μόλις λεπτά, είχε πετάξει από πάνω της ένα ψυχικό δαιμονικό βάρος, μία δουλεία πού τήν κρατούσε, γιά 65 περίπου χρόνια…

Έζησε, γιά λίγο καιρό ακόμη, καί μετά έμαθα πώς πέθανε. 

Την είχε γλιτώσει ή Παναγία μας, τήν τελευταία μόλις στιγμή!…