.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το προσευχητάρι των Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το προσευχητάρι των Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μέγας Φώτιος Χαίρε του Θεού Έμψυχη Κιβωτέ



Χαίρε, ω Παρθένε γεμάτη χάρη! Σε σένα απευθύνομαι και κραυγάζω με όλη τη δύναμη του νου, της καρδιάς και της γλώσσας, καταφύγιο της αδυναμίας και της ανικανότητάς μου. 

Χαίρε, γεμάτη από χάρη, μέσω σου ο άρρωστος βρίσκει τη θεραπεία, μέσω σου εκείνος που έπεσε και έγινε κομμάτια σηκώνεται γιατρεμένος κι εκείνος που ήταν η αιτία της πτώσης καταδικάζεται, ποδοπατιέται κι εκμηδενίζεται. 

Χαίρε, γεμάτη από χάρη, μέσω σου η πικρή δικαστική απόφαση της πτώσης παραγράφεται απ' τη γλυκύτητα του θείου μηνύματος, που σε σε απευθύνθηκε κι εμείς, που λεία γίναμε της αταξίας, που η παράβαση προκάλεσε, σκεπαζόμαστε και πάλι απ' την κορώνα του μεγαλείου της θείας φανέρωσης που από σένα προέρχεται. 

Χαίρε, γεμάτη από χάρη, ο Βασιλιάς της δημιουργίας επιθύμησε το μεγαλείο της ψυχής, του σώματος και του νου, που παρέμεινε πάντα άσπιλο, για ν' ανανεώσει και ν' αναγεννήσει την εικόνα την παραμορφωμένη απ' τα τεχνάσματα του πονηρού, γι' αυτό οι λαοί έρχονται με δώρα να προσπέσουν μπροστά σου. 

Χαίρε, Παλάτι χτισμένο όχι απ' ανθρώπινο χέρι, απ' το αίμα σου ο Βασιλιάς της δόξας κάνει το χιτώνα του και ντύνεται σαν με ένδυμα βασιλικό και πορφυρό, για ν' αφαιρέσει την παραμορφωτική γύμνια του προγεννήτορα. Χαίρε, συ έχεις δώσει τη σάρκα στο Δημιουργό και μας έχεις ελευθερώσει απ' το χρέος. 

Χαίρε, του Θεού έμψυχη Κιβωτέ, στην οποία κατεβαίνει ο δεύτερος Νώε ντύνοντας απ' αυτή την ανθρώπινη φύση, για να τη βυθίσει στο βάπτισμα του ύδατος και να της δώσει τη σωτηρία και μια δεύτερη ζωή, με κατεύθυνση προς το Θεό. 

Χαίρε, ω Εστία αναμμένη, όπου ο Θεός κατεβαίνει• στους παρθενικούς και πάναγνους κόλπους σου ο Δημιουργός παίρνει τη φύση μας και την εξαγνίζει από κάθε κηλίδα αρχαία, ανανεώνοντας τον άνθρωπο σε μια νέα δημιουργία. 

Είθε ο Χριστός ο αληθινός μας Θεός, με τις ικεσίες, τη μεσιτεία και τη δέηση της θείας και αειπάρθενης Μητέρας, να μας ακούσει και να μας κάνει άξιους του ουράνιου δείπνου.

Εἰς τὴν κόρην τὴν ἄσπιλον


Η παράσταση της Γέννησης της Θεοτόκου από το καθολικό της μονής Δαφνίου

Ὑμνοῦμέν Σε παρθένε ἁγνὴ Θεοκυῆτορ
δι’ ἧς τὸ θεῖον κάλλος ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ
καὶ πόθῳ γλυκυτάτῳ, κόρη, Σὲ εὐλογοῦμεν.

Γλώσσῃ ἱερωτάτῃ καὶ χείλεσι ἁγίοις
καρδίᾳ ἁγνευούσῃ ψυχῇ καθαρωτάτῃ
ὁμολογοῦμεν πάντες ἁγνὴν Θεοῦ μητέρα.

Φλόγα τὴν βάτῳ πάλαι ὁ νομοδότης βλέπων
μὴ πυρπολοῦσαν, κόρη, τὸν τύπον κατενόει
τοῦ τόκου Σου τοῦ θείου, ἁγνὴ Θεοκυῆτορ.

Εὐλογημένη Χαῖρε, Θεογεννῆτορ κόρη,
ὡς ἀληθῶς τῆς πάλαι ἀρᾶς ἠλευθερώθη
τὸ γένος την ἀνθρώπων τῷ τόκῳ Σου Παρθένε,

Σῆς συμπαθείας, κόρη, ἀξίωσον βοῶ Σοι,
ἡ μόνη ἀπορρήτως κυήσασα τὸν Λόγον
καί σῶσον σαῖς πρεσβείαις τοὺς πίστει Σὲ ὑμνοῦντας.

Σὺ μόνη ἀνεδείχθης, Παρθένε Θεοτόκε,
ἀφθόρως Θεομῆτορ Θεόν, γὰρ ἀπορρήτως
νηδύι συλλαβοῦσα ἀπέτεκες τῷ κόσμῳ.

Καταφυγὴ καὶ σκέπη πιστῶν καὶ προστασία,
θερμὴ ἱκετηρία, ταχεῖα μεσιτεία,
τοὺς Σὲ πιστῶς τιμῶντας Σὺ φρούρει, Παναγία.



Ὕμνος μθ΄, Θεοτοκάριον, Ἁγίου Νεκταρίου (Κεφαλᾶ), Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Καστέλλιον 1967
Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία
Ἔτος 22ο – Τεῦχος 240 – Σεπτέμβριος 2012

Ποιά είναι η τελευταία μας προσδοκία;

Ποιά είναι η τελευταία μας προσδοκία; Τη νύχτα προσδοκούμε την ημέρα και την ημέρα προσδοκούμε τη νύχτα· και πάλι την ημέρα και πάλι τη νύχτα. Αλλά η προσδοκία αυτή δεν είναι η τελευταία. Ποιά είναι η τελευταία μας προσδοκία, αδελφοί; 
Σε καιρούς χαράς τρέμουμε περιμένοντας λύπες και σε καιρούς λύπης προσδοκούμε με ελπίδα τη χαρά· και ξανά λύπη και ξανά χαρά. Αλλά καμιά απ’ αυτές τις προσδοκίες δεν είναι η τελευταία μας.
Αδελφοί, η τελευταία μας προσδοκία είναι η προσδοκία της Κρίσεως του Θεού
Όταν έλθει η Κρίση του Θεού – η Φοβερά Ημέρα Κυρίου, που έρχεται καιομένη ως κλίβανος (Μαλαχίας 4,1) – όλοι τότε θα λάβουμε αυτό που μας αξίζει: για κάποιους θα είναι η ημέρα η ανέσπερος, που δεν τη διαδέχεται νύχτα, ενώ για άλλους θα είναι νύχτα που δεν τη διαδέχεται ημέρα· χαρά που δεν μεταβάλλεται σε λύπη, για κάποιους· για άλλους λύπη που δεν μεταβάλλεται σε χαρά. Αδελφοί, αυτή είναι η τελευταία προσδοκία για την ανθρωπότητα – είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, είτε το σκεπτόμαστε είτε όχι.
Όμως, εσείς οι πιστοί πρέπει να το γνωρίζετε αυτό και πρέπει να το σκέπτεστε. Ας είναι αυτή η γνώση το ζενίθ όλων των γνώσεών σας και ας είναι αυτή η σκέψη οδηγός για όλες τις άλλες σκέψεις σας. Στη γνώση και την περισυλλογή όλων αυτών, προσθέστε ακόμη κάτι πολύ σημαντικό: τη σπουδή σας, ώστε άσπιλοι και αμώμητοι αυτώ ευρεθήναι εν ειρήνη.
Σπουδάσατε φιλοπόνως και με ζήλο, να έχετε καθαρό νου και καρδιά, να είσαστε αμώμητοι, για να μην σας τύπτει η συνείδησή σας και να ειρηνεύετε με τον Θεό. Μόνον τότε η τελευταία προσδοκία δεν θα σας τρομάξει με την απροσδόκητη έλευσή της· ούτε θα σας εκσφενδονίσει αίφνης μέσα στη ζοφώδη νύχτα χωρίς ημέρα, ή στη λύπη χωρίς χαρά.
Όπως και καθετί άλλο στη ζωή του Κυρίου Ιησού Χριστού ήταν απροσδόκητο για τον άνθρωπο, έτσι απροσδόκητη επίσης θα είναι και η Δεύτερη Έλευσή Του – εν δόξη και δυνάμει πολλή. Απροσδόκητη ήταν η κατά σάρκα Γέννησή Του από την Παρθένο Παναγία· απροσδόκητη ήταν η πτωχεία Του· απροσδόκητη ήταν η θαυματουργία Του και η κάθε λέξη Του, η άκρα ταπείνωσή Του και ο εκούσιος θάνατός Του. Απροσδόκητη θα είναι επίσης η Δευτέρα Παρουσία Του – ένας συγκλονισμός που θα προκαλεί μεγαλύτερο δέος από κάθε άλλον!

Ω Κύριε, Δικαιοκρίτα, πώς θα σε συναντήσουμε εμείς, οι οποίοι δεν είμαστε περιβεβλημένοι με την αγνότητα, το ένδυμα το άσπιλο και αμώμητο ή με την ειρήνη; 
Βοήθησέ μας, Κύριε -ώστε να προετοιμαστούμε όσο καλύτερα γίνεται για τη φοβερή συνάντηση με Εσένα.
Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Ιούλιος, εκδ. Άθως, σ. 310-312)

diakonima.gr

Ποιός είναι ο σκοπός της πίστεως;

Ποιός είναι ο σκοπός της πίστεως; Η σωτηρία της ψυχής. Ποιος είναι ό καρπός της πίστεως; Η σωτηρία της ψυχής. Επομένως, δεν προσκολλώμεθα στην πίστη για την πίστη, αλλά για τη σωτηρία των ψυχών μας. Κανείς δεν ταξιδεύει χάριν του δρόμου, αλλά επειδή κάποιος ή κάτι τον περιμένει στην άλλη άκρη του δρόμου. Κανείς δεν πετάει ένα σχοινί στο νερό, μέσα στο οποίο κάποιος πνίγεται, χάριν του σχοινιού αλλά χάριν εκείνου ο οποίος πνίγεται. Ο Θεός μας έδωσε την πίστη σαν ένα δρόμο, στο τέλος του οποίου οι ταξιδιώτες θα λάβουν τη σωτηρία των ψυχών τους. Ο Θεός εξέτεινε την πίστη σαν ένα σχοινί σ’ εμάς, οι οποίοι πνιγόμαστε στα μαύρα νερά της αμαρτίας, της άγνοιας και των παθών, ώστε με τη βοήθεια της πίστεως να σώσουμε τις ζωές μας...

Αυτός είναι ο σκοπός της πίστεως. Όποιος γνωρίζει την αξία της ανθρώπινης ψυχής, πρέπει να παραδεχθεί ότι δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε πιο απαραίτητο ή πιο ωφέλιμο από την πίστη. Ένας έμπορος που μεταφέρει πολύτιμους λίθους σ’ ένα πήλινο σκεύος, συντηρεί επιμελώς το σκεύος και το διαφυλάσσει, το κρύβει και το επιτηρεί. Μήπως ο έμπορος μεριμνά και επιβλέπει με τόση φροντίδα το σκεύος, χάριν του σκεύους; Όχι, φροντίζει για τους πολύτιμους λίθους που αυτό περιέχει.
Όλος ο επίγειος βίος μας είναι σαν ένα πήλινο σκεύος στο οποίο κρύβεται ένας ανεκτίμητος θησαυρός. Αυτός ο ανεκτίμητος θησαυρός είναι η ψυχή μας! Ένα σκεύος είναι κάτι ευτελές, αλλά ένας θησαυρός είναι πολύτιμος. Πρέπει να έχει κανείς πίστη, πρώτον στην ανθρώπινη ψυχή· δεύτερον, στη μέλλουσα λάμψη και ένδοξη ζωή της ψυχής στη Βασι­λεία του Θεού· τρίτον στον Ζωντανό Θεό που προσκαρτερεί την επιστροφή της ψυχής, την οποία Εκείνος μάς έδωσε· τέταρτον, στην πιθανότητα μία ψυχή να χαθεί στη δίνη αυτού του κόσμου. Όποιος έχει πίστη στα τέσσερα αυτά στοιχεία θα γνωρίζει πώς να προστατεύσει την ψυχή του κι επιπλέον θα γνωρίζει ότι η σωτηρία της ψυχής του είναι το τέλος του δρόμου του – ο σκοπός της πίστεώς του, ο καρπός της ζωής του, ο σκοπός της υπάρξεώς του επάνω στη γη, και η δικαί­ωση όλων των βασάνων του.
Πιστεύουμε χάριν της σωτηρίας των ψυχών ημών. Όποιος έχει αληθινή πίστη πρέπει να γνωρίζει πως η πίστη υπάρχει χάριν της σωτηρίας της ψυχής. Όποιος νομίζει πως η πίστη εξυπηρετεί άλλον σκοπό, διαφορετικό από τη σωτηρία, αυτός δεν έχει αληθινή, πίστη – ούτε γνωρίζει την αξία της ψυχής του.

Ω Πανθαύμαστε Κύριε Ιησού, Συ ο Οποίος μας έδωσες τη φωτοφόρο και νικηφόρο Πίστη: δυνάμωσε και διατήρησέ την μέσα μας, ώστε να αξιωθούμε ανεπαισχύντως να στα­θούμε προ της Κρίσεώς σου, με τις ψυχές μας αγνές και λαμπροφόρες.
Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Ιούλιος, εκδ. Άθως, σ. 44-46).

Χαιρετισμοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Ποίημα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ παντοδύναμε, Προπατόρων ἡ Λύτρωσις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, Προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ παντελεῆμον, Πρεσβυτέρων Γλυκύτης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Βλέπων Κύριε τὴν χήραν θρηνούσαν σφόδρα, εὐσπλαχνίσθης, καὶ ἀνέστησας τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ τὸν τάφον φερόμενον. Σπλαχνίσθητι καμοὺ Φιλάνθρωπε, καὶ τὴν ἀμαρτίαις θανοῦσαν ψυχή μου ἀνάστησον, τοῦ βοῶντος σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Γνώσιν ἄγνωστον γνῶναι ζητῶν ὁ Φίλιππος ἔλεγε . δεῖξον ἠμὶν Κύριε τὸν Πατέρα. Σῦ δὲ εἶπας πρὸς αὐτόν. Τοσούτον χρόνον μετ ἐμοῦ ὧν, οὐκ ἔγνωκας, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἔστι; Διὸ ἀνεξιχνίαστε, φόβω κραυγάζω Σοὶ.

Ἰησοῦ Θεὲ προαιώνιε.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Δέσποτα μακρόθυμε.
Ἰησοῦ Σωτὴρ πολυέλεε.
Ἰησοῦ Φύλαξ μου ὑπεράγαθε.
Ἰησοῦ τὰς ἁμαρτίας μου πάριδε.
Ἰησοῦ τὰς ἀνομίας μου ἄνελε.
Ἰησοῦ τὴν ἐμην φαυλότητα ἐξάλειψον.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Ἐλπὶς μὴ ἐάσης μέ.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Βοήθεια, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, μὴ ἀπώση μέ.
Ἰησοῦ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλός, μὴ ἀπολέσεις μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δύναμιν ἐξ ὕψους τοὶς Ἀποστόλοις Σου ἐν Ἱερουσαλὴμ καθημένοις περιβαλλόμενος. Ἰησοῦ, καμὲ τὸν πάσης ἀγαθοποιϊας γεγυμνωμένον περιβαλοῦ τὴ ζέσει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ δὸς μοὶ μετὰ πόθου ψάλλειν Σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου, τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους ἐκάλεσας, εὔσπλαχνε Ἰησοῦ. Μὴ παρίδης καμὲ νῦν τὸν ὁμοιωθέντα αὐτοίς, ἀλλ ὡς πολύτιμον μύρον πρόσδεξαι τὸν ὕμνον τοῦτον.

Ἰησοῦ Κράτος ἀνίκητον.
Ἰησοῦ Ἔλεος ἀτελεύτητον.
Ἰησοῦ Ὡραιότης ὑπέρλαμπρος.
Ἰησοῦ Ἔρως ἄφραστος.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ ζῶντος.
Ἰησοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν.
Ἰησοῦ ἐπάκουσόν μου τοῦ συλληφθέντος ἐν ἀνομίαις.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν τεχθέντα ἐν ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ δίδαξον μὲ τὸν μωρανθέντα.
Ἰησοῦ φώτισον μὲ τὸν σκοτισθέντα.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν ρυπωθέντα.
Ἰησοῦ ἐπανάγαγε μὲ τὸν ἄσωτον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ὁ Πέτρος ἐβυθίζετο. Ἱδὼν δὲ Σὲ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ πεφυκότα, ἐπὶ τοὶς ὕδασι βαδίζοντα, ἐπέγνω Σὲ Θεὸν ἀληθῆ, καὶ χείρα βοηθείας δεξάμενος ἔφη.
Ἀλληλούϊα.

Ἤκουσεν ὁ τυφλὸς ἐπὶ ὁδοῦ Σὲ πορευόμενον Κύριε, καὶ ἐβόησεν, Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μέ. Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἠνέωξας αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Διὸ φώτισον καμοὺ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῷ ἐλέει Σου, ὅπως Σοὶ κελαηδῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ ὁ Ποιητής των ἄνω.
Ἰησοῦ ὁ Ἐξαγοραστής των κάτω.
Ἰησοῦ Καθαιρέτα τῶν ὑποχθονίων.
Ἰησοῦ Καλλωπιστὰ πάντων τῶν κτισμάτων.
Ἰησοῦ τῆς ἐμῆς ψυχῆς παραμυθία.
Ἰησοῦ φωτισμὸς τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιάς μου.
Ἰησοῦ ἡ ρώσις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ Φῶς μου, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ τυραννίδος παντοίας ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ρύσαι μὲ τὸν ἀνάξιον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Θεορρήτω αἴματί Σου, καθάπερ πάλαι Ἰησοῦ, ἠξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας Τοῦ νόμου, οὕτως ἐξελοῦ ἐκ τῆς παγίδος τοῦ ὄφεως, Δὶ’ ἧς πάθει σαρκός, καὶ κέντρω ἀσωτίας, Ἐκτέρνισεν ἡμᾶς, πεδήσας τὴ φαύλη ραθυμία, Ἵνα κράζωμεν Σοί.
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Ἑβραίων ἐν μορφῇ ἀνθρωπίνη, τὸν πλάσαντα χειρὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ Δεσπότην νοοῦντες Σέ, ἔσπευσαν τοὶς κλάδοις θεραπεῦσαι, τὸ Ὡσαννὰ βοῶντες. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὕμνον προσφέρομεν Σοὶ λέγοντες.

Ἰησοῦ Θεὲ ἀληθινέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερένδοξε.
Ἰησοῦ Ἀμνὲ πανακήρατε.
Ἰησοῦ Φύλαξ τῆς νηπιότητός μου.
Ἰησοῦ Ὁδηγὲ τῆς νεότητός μου.
Ἰησοῦ ἡ βακτηρία τοῦ γήρατός μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐλπίς μου ἐν ὥρᾳ τοῦ θανάτου.
Ἰησοῦ ἡ μετὰ θάνατον ζωή μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐν τῇ Κρίσει σου παραμυθία μου.
Ἰησοῦ τὴ ὥρα ἐκείνη μὴ καταισχύνης μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Κηρύκων θεοφθόγγων τὰς ρήσεις ἐκπληρῶν Ἰησοῦ, ἐπὶ γῆς ὤφθης καὶ τοὶς ἀνθρῶποις συνασεστράφης, ἀπρόσιτος ὧν, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἐβάστασας. Ὅθεν, τῷ μώλωπί Σου πάντες ἰαθέντες, ἔγνωμεν ψάλλειν .
Ἀλληλούια.

Λάμψας τὴ οἰκουμένη φωτισμὸν ἀληθείας τὴν πλάνην ἀπήλασας τῶν δαιμόνων τα γὰρ εἴδωλα Σωτὴρ μὴ ἐνέγκατά Σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκε, ἡμεῖς δὲ σωτηρίας τυχόντες βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Αὐτοαλήθεια, τὴν ἀπάτην καθελὼν
Ἰησοῦ Φῶς ὑπερέχον πᾶν φῶς.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερβαίνων πάντας ἐν ἰσχύει
Ἰησοῦ ὁ Θεός, ὁ πιστὸς ἐν ἐλέει.
Ἰησοῦ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ἔμπλησον μὲ τὸν πεινῶντα.
Ἰησοῦ ἡ Πηγὴ τῆς γνώσεως, πότισον μὲ τὸν διψῶντα.
Ἰησοῦ ὁ Χιτὼν εὐφροσύνης, ἔνδυσον μὲ τὸν γυμνωθέντα.
Ἰησοῦ τῆς χαρᾶς ὁ Λιμήν, καθόρμισον μὲ τὸν πλανηθέντα.
Ἰησοῦ ὁ Δοτὴρ τῶν αἰτούντων, παράσχου μοὶ συντριβὴν ἁμαρτιῶν.
Ἰησοῦ ὁ Εὐρετὴς τῶν ζητούντων, εὐρέκαμοι τὴν ψυχήν.
Ἰησοῦ ὁ τοὶς κρούουσι ἀνοίγων, ἄνοιξον τὴν πεπωρωμένην καρδίαν μου.
Ἰησοῦ Ἰατὴρ ἁμαρτωλῶν, ἀπόπλυνον τὰς ἁμαρτίας μου.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Μέλλων ἀποκαλύψαι τὸ ἀπ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγῆς ἤχθης, Ἰησοῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν. Ἠγέρθης δὲ Θεὸς ὧν ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ μετὰ δόξης ἀνελθῶν εἰς οὐρανούς, συνανύψωσας ἡμᾶς βοώντας Σοί.
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξεν Κτίσιν, ἐμφανίσας ἠμὶν ὁ Κτίστης. Ἀσπόρως δ’ ἐκ Παρθένου σαρκωθεῖς καὶ ἐκ τάφου ἀναστάς, σώα τὲ φυλλάξας ἀμφοτέρων τὰ σήμαντρα, πρὸς τοὺς Ἀποστόλους τῶν θυρῶν κεκλεισμένων μετὰ σαρκὸς εἰσῆλθεν. Ὅθεν θαυμάζοντες πίστει βοῶμεν.

Ἰησοῦ Λόγε ἀχώρητε.
Ἰησοῦ Νοῦς ἀνεξιχνίαστος.
Ἰησοῦ Δύναμις ἀκατάληπτος.
Ἰησοῦ Σοφία ἀμέτρητος.
Ἰησοῦ Θεότης ἀπερίγραπτος.
Ἰησοῦ Κυριότης ἀπεριόριστος.
Ἰησοῦ Βασιλεία ἀκαταμάχητος.
Ἰησοῦ Δεσποτεία ἀτελεύτητος.
Ἰησοῦ Ἰσχὺς ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ Ἐξουσία αἰώνιος.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, ἀνακαίνισον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ξένην ἐνανθρώπησιν Θεοῦ ὁρῶντες, ξενωθῶμεν τοῦ ματαίου κόσμου τούτου, τὸ νοῦν εἰς τὰ θεῖα μεταθέντες. Διᾶ τοῦτο γὰρ Θεὸς ἐπὶ γῆς κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ὑψώση τοὺς αὐτῶ κραυγάζοντας.
Ἀλληλούια.

Ὅλος ἢν ἐν τοὶς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀκατάληπτος Λόγος. Ἔπαθεν ἐπὶ γῆς ἐκούσια βουλὴ θανάτω τὸν θάνατον ἡμῶν ἐνέκρωσε, καὶ τὴ Ἀναστάσει Αὐτοῦ ζωὴν ἐδωρήσατο ἠμὶν τοὶς ἄδουσιν Αὐτῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ Γλυκύτης τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ Δύναμις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Φῶς τῆς ψυχῆς μου.
Ἰησοῦ ἡ ὀξύτης τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ Χαρμονὴ τῆς συνειδήσεώς μου.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος.
Ἰησοῦ Μνήμη αἰώνιος.
Ἰησοῦ Αἴνεσις ὑπερουράνιος.
Ἰησοῦ δόξα ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ ἐπιθυμία, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιμήν μου, ἀναζήτησον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, διάσωσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πάσα φύσις Ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐν οὐρανοὶς δοξάζει τὸ πανάγιον Ὄνομά Σου, Ἰησοῦ, τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοώσα. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ γῆς, χοϊκοὶς χείλεσι ψάλλομεν.
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ Σοί, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀπορούσι γὰρ λέγειν το πὼς εἰ ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡμεῖς δὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν.

Ἰησοῦ Θεὸς θεῶν.
Ἰησοῦ Βασιλεὺς βασιλευόντων.
Ἰησοῦ Κύριος κυριευόντων.
Ἰησοῦ Κριτὰ νεκρῶν καὶ ζώντων.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Ἰησοῦ Παράκλησις πενθούντων.
Ἰησοῦ πεντήντων Προμήθεια.
Ἰησοῦ μὴ καταδικάσης μὲ κατὰ τὰ ἔργα μου.
Ἰησοῦ κάθαρον μὲ κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Ἰησοῦ διασκέδασον τὴν ἀκηδίαν μου.
Ἰησοῦ φώτισον τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ μνήμην θανάτου μοὶ δώρησαι.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, Ἀνατολὴ ἀνατολῶν, εἰς δύσιν ζοφώδη τῆς ἐσκοτισμένης ἡμῶν φύσεως ἐλθών, μέχρι θανάτου ἐταπείνωσας σαυτόν. Διὸ τὸ ὄνομά Σου, ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὑπερυψοῦται καὶ παρὰ πάσης φύσεως οὐρανίου καὶ ἐπιγείου ἀκούεις.
Ἀλληλούια.

Τείχισον ἡμᾶς ἀγίοις Σου ἀγγέλοις Χριστὲ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, ὥσπερ πάλαι ἐκαθάρισας τοὺς δέκα λεπρούς, καὶ ἴασαι ἡμᾶς καθάπερ ἰάσω τὴν τοῦ τελώνου Ζακχαίου φιλάργυρον ψυχήν, ὅπως κατανύξει βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Θησαυρὲ ἀσφαλέστατε.
Ἰησοῦ Πλοῦτε ἀδαπάνητε.
Ἰησοῦ Πόσις ἀνεξάντλητος.
Ἰησοῦ τῶν γυμνῶν Περιβολή.
Ἰησοῦ τῶν χηρῶν ἡ Ἀντίληψις.
Ἰησοῦ ὀρφανῶν ὁ Προστάτης.
Ἰησοῦ καταπονουμένων Ὑπέρμαχος.
Ἰησοῦ ὁδοιπόρων Συνοδίτης.
Ἰησοῦ τῶν πλεόντων Κυβερνήτης.
Ἰησοῦ Λιμὴν χειμαζομένων εὔδιος.
Ἰησοῦ ἀνάστησον μὲ παραπεσόντα.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὕμνον ἐν κατανύξει προσφέρω Σοὶ ὁ ἀνάξιος ἐγώ, καὶ βοῶ Σοὶ ὥσπερ ἡ Χαναναία. Ἰησοῦ ἐλέησον μέ. Οὐ θυγάτριον, ἀλλὰ σάρκα κέκτημα δαιμονώσαν δεινῶς καὶ τῷ θυμῷ φλεγομένην. Διὸ παράσχου μοὶ τὴν ἴαση βοώντι Σοί.
Ἀλληλούια.

Φωτοπάροχον φῶς, τὸ λάμψας τοὶς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας, ὁ πρὶν διώκων Σὲ Παῦλος ἐλλαμφθεῖς τῷ φωτί Σου καὶ κατανοῶν τὴν δύναμιν τῆς θεοσόφου Σου φωνῆς, καταπράϋνε τὴν ὁρμὴν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Οὕτω καμοὺ φώτισον τὰ ὄμματα τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, τοῦ βοῶντος τοιαύτα.

Ἰησοῦ Βασιλεῦ πανσθενέστατε.
Ἰησοῦ Θεὲ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Παντοκράτορ ἀθάνατε.
Ἰησοῦ Δημιουργέ μου ὑπερδόξαστε,
Ἰησοῦ Ὁδηγέ μου ἀγαθώτατε.
Ἰησοῦ Ποιμὴν εὐσπλαγχνικώτατε.
Ἰησοῦ Δέσποτα πολυέλεε.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου φιλανθρωπότατε.
Ἰησοῦ φώτισόν μου τὰς αἰσθήσεις σκοτισθείσας τοὶς πάθεσιν.
Ἰησοῦ ἴασαι τὸ σῶμα μου λελωβημένον ταὶς ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ καθάρισόν μου τὸν νοῦν ἀπὸ ματαίων λογισμῶν.
Ἰησοῦ φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ὀρέξεων πονηρῶν.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Χάριν χάρισαι μοὶ πάντων ὀφλημάτων χρεωλύτα Ἰησοῦ μου, καὶ δέξαι μὲ μετανοούντα ὡς ἐδέξω Πέτρον ἀρνησαμένον Σὲ ὡς ποτὲ Παῦλον προσεκαλέσω διώκοντα Σὲ καὶ ἐπάκουσόν μου ἀναβοῶντος Σοί.
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές Σου τὴν ἐνανθρώπησιν, ἀνυμνοῦμεν Σὲ πάντες, καὶ πιστεύομεν σῦ τῷ Θωμᾷ ὅτι Σῦ εἰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Πατρός, καὶ μέλλων κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Ἀξίωσον οὖν τότε μὲ στῆναι ἐκ δεξιῶν Σου, τὸν νῦν ἀναβοώντα Σοί.

Ἰησοῦ ὁ τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, εἰρήνευσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ εὔοσμον Ἄνθος, εὐωδίασον μέ.
Ἰησοῦ ἡ ποθητὴ Θέρμη, θέρμανον μέ.
Ἰησοῦ Ναὲ προαιώνιε περίθαλψον μέ.
Ἰησοῦ ἠλιοστάλακτε Χιτών, κόσμησον μέ.
Ἰησοῦ ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης, πλούτισον μέ.
Ἰησοῦ Λίθε τίμιε, λάμπρυνον μέ.
Ἰησοῦ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἔλλαμψον μέ.
Ἰησοῦ Ἅγιον φῶς, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ νόσου ψυχῆς καὶ σώματος ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀλάστορος ἐξάρπασον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων λύτρωσαι μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὢ Γλυκύτατε καὶ Πανοικτίρμον Ἰησοῦ πρόσδεξαι ταύτην τὴν μικρὰν ἡμῶν δέησιν, ὡς ἐδέξω τα τῆς χήρας δυὸ λεπτά, καὶ τήρησον τὴν κληρονομίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, νόσου, λιμοῦ, πάσης θλίψεως, καὶ θανατηφόρου πληγῆς. Καὶ λύτρωσαι μελλούσης κολάσεως, τοὺς βοώντας Σοὶ
Ἀλληλούια.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ



Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.

Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,

ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·

ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,

ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,

ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,

ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,

ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,

ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,

ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,

ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,

ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,

ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,

ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,

ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,

ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.

Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».

Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.

Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.

Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον χτένες.

Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,

οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,

οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,

οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,

οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,

οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκή,

οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,

οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,

οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.

Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.

Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.

Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!

Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!

Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!

Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!

Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!

Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!

Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι· πάλιν δεύρο,

οὐκ ὀνειδίζω σε,

οὐ βδελύσσομαι,

οὐκ ἀποῤῥίπτω,

οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,

τὸ ἐμὸν τέκνον,

τὴν ἐμὴν εικόνα,

ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,

ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,

οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,

οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,

οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·

διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,

τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.

Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.

Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,

Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.

Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,

ἀσθενής τῇ γνώμη,

ἀσθενής τῇ προαιρέσει.

Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.

Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.

Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;

Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;

Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·

Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,

ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι αυτόν,

οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,

ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,

λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·

Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,

ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,

ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.

Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.

Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.

Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,

«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,

κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!

Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.

Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.

Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;

Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.

Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.

Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.

«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.

Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.

Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.

Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.

Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.

Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.

«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτη)


«Πρόσεχε σεαυτῷ».

Μια μέρα πού ὁ ὅσιος καθόταν στό κελλί του καί μελετοῦσε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ἀναγγείλει τόν ξαφνικό καί πρόωρο θάνατο κάποιου παλιοῦ φίλου του. Γυρίζοντας, λέει, ἀπ’ τό κτῆμα του στήν πόλη, σωριάστηκε ἀκαριαῖα στό δρόμο νεκρός!
Ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ μακάριος, ἄρχισε νά καλίει καί νά ὀδύρεται γι’ αὐτόν, γιατί ἤξερε ὅτι ζοῦσε μέσα στίς ἁμαρτίες καί πέθανε ἀμετανόητος. Τοῦτο ἦταν πού τόν ἔθλιβε πιό πολύ.
Μέ τήν καρδιά γεμάτη ὀδύνη καί συντριβή, συλλογίστηκε καί τοῦ δικοῦ του θανάτου τήν ἄγνωστη ὥρα, καί βάλθηκε νά νουθετεῖ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, παρακινώντας τήν ψυχή σέ σκληρό ἀγώνα:
-Σ’ ἐξορκίζω, ψυχή μου, μπροστά στό Θεό τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, νά προχωρᾶς μέ σύνεση. Κι ἐσύ, αἰσχρό σῶμα, πρόσεχε! Νά βαδίζεις μέ σωφροσύνη. Σᾶς παρακαλῶ νά κάνετε πάντα πρόθυμα τό καλό, ἀλλιῶς θά σᾶς βασανίσω ὅπως ξέρω.... Ταλαίπωρε Νήφων, «βλέπε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖς»155. Κοίτα, καϋμένε, μή χαθοῦμε! Πρόσεχε, ἄθλιε, μήν πλανηθοῦμε! Σέ ἱκετεύω, περιφρόνησε τά ἐπίγεια. Τίποτα δέν ἔχουμ’ ἐμεῖς ἐδῶ στή γῆ. Ξένα εἶναι ὅλα, φθορά καί ἀπάτη, ὄνειρο καί σκιά, καπνός καί στάχτη.... Πρόσεχε, ψυχή μου! Τί θά κερδίσουμε ἀπό τόν κόσμο καί τά καλά του; Κοπριά εἶν’ ὁ πλοῦτος! Καπνός ἡ δόξα! Ἐκεῖνα πού θ’ ἀποκτήσει ἐδῶ κανείς, γίνονται δεσμά καί δίχτυα καί σκοινιά, πού τόν παγιδεύουν καί τόν σφίγγουν. Μή ζητᾶς ν’ ἀποκτήσεις λοιπόν γήινα ἀγαθά! .... Διῶξε μακριά σου τήν ἀλαζονεία, τήν ἔπαρση, τήν ὑπερηφάνεια. Μή σκεφτεῖς ποτέ πώς ἔκανες τάχα κανένα καλό. Νά θυμᾶσαι μόνο πώς ἁμάρτησες πολύ. Καί νά τό ξέρεις, δέν θά εἴχαμε ἐλπίδα σωτηρίας, ἄν δέν ἦταν τόσο μεγάλο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ... Γίνε, ταλαίπωρη ψυχή μου, «καινὴ κτίσις»156. Ντύσου μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Βάλε στήν καρδιά σου τή βαθειά εὐσπλαχνία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μά τόν ἑαυτό σου νά τόν κατηγορεῖς, νά τόν ταπεινώνεις καί νά τόν ἐξευτελίζεις. Μήν ξεχνᾶς ὅτι πενήντα χρόνια εἶσαι βυθισμένη στόν ἅδη, πενήντα χρόνια εἶσαι δεμένη μέσα στό βοῦρκο καί τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Τί σοῦ μένει λοιπόν; Ἡ ἀναπόφευκτη αἰώνια κόλαση! Γιατί «εἰ ὁ μὲν δίκαιος μόλις σώζεται, ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ ποῦ φανούμεθα;»157.....
Ποτάμι ἔτρεχαν τά δάκρυα ἀπ’ τοῦ ὁσίου τά μάτια, καθώς μελετοῦσε τίς ἁμαρτίες του, τό θάνατο, τήν κόλαση...
-Νά, συνέχισε, ἔρχεται καί σ’ ἐμᾶς ὁ θάνατος! Ἔρχεται νά μᾶς ἁρπάξει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καί νά μᾶς ρίξει στή φωτιά! Ἄς προστρέξουμε λοιπόν ἀμέσως στή μετάνοια. Ἐλεεινό θά ’ναι τό τέλος μας, ἀναίσθητη ψυχή, κι ἐμεῖς κοιμόμαστε μακάρια! Ἄς ξυπνήσουμε, ἄς κουνηθοῦμε! Κοίτα, ὁ κόσμος φεύγει γοργά. Ἡ κρίση πλησιάζει. Γιά νά μήν καταδικαστοῦμε, δόλια μου ψυχή, δούλευε μ’ ὅλη σου τή δύναμη στήν ἀρετή. Πολλά θ’ ἀπολαύσουμε στόν οὐρανό, ἄν ἀγωνιστοῦμε τώρα. Πολλά ἀγαθά μᾶς ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ἐκεῖ, φτάνει νά πορευθοῦμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, τόν ἅγιο, τόν μακάριο... Τό τέλος, ψυχή μου, δέν θ’ ἀργήσει. Οἱ ἄγγελοι τοῦ Κυρίου περιμένουν, ἄν κάνουμε τά ἔργα Του, νά μᾶς πάρουν μέσα σέ ἡδονή ἀνείπωτη καί νά μᾶς φέρουν κοντά Του. Κι ἔπειτα... βασιλεία αἰώνια, στέμματα οὐράνια, χιτῶνες φωτεινοί, παλάτια θεϊκά, ἡ χαρά τῶν ἁγίων, ἡ δόξα τοῦ Πατρός, τό κάλλος τοῦ Υἱοῦ, ἡ τέρψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!.... Ὤ, τότε «καυχήσονται ὅσιοι ἐν δόξῃ, καὶ ἀγαλλιάσονται ἐπὶ τῶν κοιτῶν αὐτῶν»158! Ὅλ’ αὐτά νά συλλογιέσαι, ψυχή μου, καί νά κάνεις τό καλο, γιά νά γευθεῖς τή γλυκύτητα τῆς οὐράνιας εὐφροσύνης καί νά ζήσεις αἰώνια στοῦ παραδείσου τή μακαριότητα.
Αὐτά εἶπε στόν ἑαυτό του ὁ δίκαιος, καί ἀπό τότε ἄρχισε νά μνημονεύει στίς προσευχές του τό φίλο του, πού πέθανε ξαφνικά, γιά νά λυπηθεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεός τή δύστυχη ψυχή του.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος 
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.245-247)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004

Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του


«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».

Άγιος Παΐσιος: "Αυτή την προσευχή να λέτε κάθε μέρα και ο Θεός θα είναι πάντα δίπλα σας!"

Η αγάπη του Γέροντα Παΐσιου για όλο τον...
κόσμο είναι γνωστή .Ο Γέροντας έχει βοηθήσει πλήθος ανθρώπων και πριν και μετά την κοίμησή του. Από πού ελάμβανε τη δύναμη να στηρίζει τους ανθρώπους αλλά και να θαυματουργεί; Από την θερμή του προσευχή προς το Θεό.

Η παρακάτω προσευχή είχε δοθεί σε κάποιο γυναικείο μοναστήρι, που του είχε ζητήσει κάποιο “τυπικό” για την αγρυπνία τους στο κελλί. Είναι από τα τελευταία έτη της ζωής του. Σε αυτό κυριαρχεί η αγάπη του για όλο τον κόσμο.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τον κάθε πιστό , αφού καλύπτει όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από προσευχή. Ακόμα και τα παιδιά την κατανοούν, γιατί είναι γραμμένη με απλά λόγια, και έτσι μπορεί να διαβάζεται κατά την οικογενειακή βραδινή προσευχή.

Κύριε ημών Ιησού Χριστέ,

Μην εγκαταλείπεις τούς δούλους Σου πού ζουν μακριά από την Εκκλησία, ή αγάπη Σου να ενεργήσει και να τούς φέρει όλους κοντά Σου.
– Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου πού υποφέρουν από τον καρκίνο.
– Των δούλων Σου πού υποφέρουν από μικρά ή μεγάλα νοσήματα. ,
– Των δούλων Σου πού υποφέρουν από σωματικές αναπηρίες.
– Των δούλων Σου πού υποφέρουν από ψυχικές αναπηρίες.
– Μνήσθητι των αρχόντων και βοήθησον αυτούς να κυβερνούν χριστιανικά.
– Μνήσθητι, Κύριε, των παιδιών πού προέρχονται από προβληματικές οικογένειες.
– Των προβληματικών οικογενειών και των διαζευγμένων.
– Μνήσθητι, Κύριε, των ορφανών όλου του κόσμου, όλων των πονεμένων και των αδικημένων στην ζωή, όσων έχουν χάσει τούς συζύγους τους.
– Μνήσθητι, Κύριε, όλων των φυλακισμένων, των αναρχικών, των ναρκομανών, των φονέων, των κακοποιών, των κλεφτών, φώτισον και βοήθησον αυτούς να διορθωθούν.
– Μνήσθητι όλων των ξενιτεμένων.
– Όλων όσων ταξιδεύουν στην θάλασσα, στην ξηρά, στον αέρα και φύλαξον αυτούς.
– Μνήσθητι της Εκκλησίας μας, των πατέρων (κληρικών) της Εκκλησίας και των πιστών.
– Μνήσθητι, Κύριε, όλων των μοναστικών αδελφοτήτων, ανδρικών και γυναικείων, των γερόντων και των γεροντισσών και όλων των αδελφοτήτων και των αγιορειτών πατέρων.
– Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου πού είναι σέ καιρό πολέμου.
– Όσων καταδιώκονται στα βουνά και στους κάμπους.
– Όσων είναι σαν κυνηγημένα πουλάκια.
– Μνήσθητι των δούλων Σου πού άφησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ταλαιπωρούνται.
– Μνήσθητι, Κύριε, των φτωχών, αστέγων και προσφύγων.
– Μνήσθητι, Κύριε, όλων των εθνών, να τα έχεις στην αγκαλιά σου, να τα σκεπάζεις με την αγία Σου Σκέπη, να τα φυλάγεις από κάθε κακό και από τον πόλεμο. Και την αγαπημένη μας Ελλάδα μέρα και νύκτα να την έχεις στην αγκαλιά σου, να την σκεπάζεις με την αγία Σου Σκέπη, να την φυλάγεις από κάθε κακό και από τον πόλεμο.
– Μνήσθητι, Κύριε, των ταλαιπωρημένων εγκαταλελειμμένων, αδικημένων, δοκιμασμένων οικογενειών και δώσε πλούσια τα ελέη σου σ” αυτές.
– Μνήσθητι των δούλων σου πού υποφέρουν από ψυχικά και σωματικά προβλήματα πάσης φύσεως.
– Μνήσθητι oσων βρίσκονται σέ απόγνωση, βοήθησε και γαλήνευσε τους.
-Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου πού ζήτησαν τις
προσευχές μας.
-Μνήσθητι και πάντων των απ” αιώνος κεκοιμημένων και άνάπαυσον αυτούς.

Μεγάλη δοξολογία



ετα τά τελευταῖα τοῦτα λόγο ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε ἔνδοξα στούς οὐρανούς, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ἀλλοιωμένος ἀπό τή θεωρία καί συνεπαρμένος ἀπό μιάν ἀνέκφραστη ἡδονή, ἀκολουθοῦσε μέ τό βλέμμα του τόν οὐράνιο ἐπισκέπτη, πού ξεμάκραινε..... 
Τά χείλη του κινήθηκαν αὐθόρμητα σέ μιά δοξολογική προσευχή:

-Ἅγιος, ἅγιος εἶσαι, ἅγιος,
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός,
ὁ Υἱός τοῦ Πατρός,
«ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ
ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»133!
Εὐλογημένος εἶσ’ Ἐσύ καί δοξασμένος
καί ὑπερύμνητος καί ὑπεραινετός,
τό θεϊκό ἀπαύγασμα καί τό γλυκύ ἀποτύπωμα
τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ Πατρός,
ὅλος ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας,
ὅλος ὁ ἄναρχος, ὁ ἄρρητος καί ὁ φρικτός,
ὁ «ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον»134,
τό κάλλος τό μακάριο!
Δόξα σοι ὁ Θεός,
ὁ μεγάλος καί φοβερός,
πού Σέ τρέμουνε τά σύμπαντα,
πού ὅλα Σ’ εὐλαβοῦνται,
πού δίνεις χαρά στά πέρατα!
Ἡ Ἀγάπη ἡ ἀθάνατη,
τοῦ Πατέρα τό πολύτιμο κλαδί
τό φορτωμένο μ’ ὅλες τίς εὐεργεσίες!
Μ’ ἕνα Σου νεῦμα
σαλεύεις τά θεμέλια τῆς γῆς!
Μέ τῆς εἰρήνης Σου τό βάλσαμο
καί μέ τήν ἀγαλλίαση τοῦ Πνεύματός Σου
τά πρόσωπα φαιδρύνεις ὅλων τῶν ἀγγέλων.
Τοῦ Παρακλήτου ἡ ἀνάπαυση!
Τό μεγάλο μάτι καί ἀκοίμητο!
Ὁ Θεός μου καί ἄνθρωπος,
ὁ Ἕνας, μά καί ὁ Διπλός,
τό γέννημα τοῦ φοβερό,
ἡ ὡραιότητα τῶν ὡραίων,
ὁ ἅγιος καί ὁ μακάριος,
ὁ ἀχώριστος καί ἀκατάληπτος.
Δόξα σ’ Ἐσένα, πού ἡ ἐξουσία Σου ἁπλώνεται
ἀπ’ τ’ ἀνατολικά ὥς τά δυτικά τοῦ οὐρανοῦ
κι ἀπ’ τή μιά ὥς τήν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς.
Νά ὑμνεῖσαι πρέπει Ἐσύ,
ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα,
ὁ Θεός, πού συντηρεῖς ὁλόκληρη τήν κτίση,
τήν ὁρατή καί τήν ἀόρατη,
πού συγκρατεῖς καί κυβερνᾶς
καί τρέφεις καί ποτίζεις
τά γένη τ’ ἀναρίθμητα
τῶν ἔργων καί τῶ δημιουργημάτων Σου.
Θ’ ἀνοίξω τό στόμα μου
και θά Σοῦ μιλήσω, σοφέ καί αἰώνιε Θεέ,
νεουργέ, ἄρρητε, ἀνέγγιχτε,
ἀψηλάφητε νοῦ, Λόγε, εἰρήνη,
γλυκύτητα, εὐωδία, χάρη,
μαργαριτάρι ὁλόασπρο, ἀστέρι, αὐγή,
θεμέλιο στέρεο, φῶς, πέλαγος ἀκαταληψίας,
ἄβυσσε τῶν ἀβύσσων,
ἀπρόσιτε κι ἀπ’ τόν ἀπρόσιτο γεννημένε,
δύναμη, ἐξουσία, κυριαρχία,
ἄναρχε, ζωοδότη, τεχνουργέ,
ἐφευρέτη, ἀσάλευτε, καθαρέ,
πού ὑψώνεις καί γκρεμίζεις,
πού σοφίζεις καί μωραίνεις,
Παντοκράτορα, ἐξουσιαστή, Νυμφίε!
Χαῖρε Συ, πού μᾶς χάρισες
«οὐρανόν καινὸν καί γῆν καινήν»135!
Πῶς νά Σ’ ὀνομάσω,
τῶν αἰώνων δημιουργέ;
Πῶς νά Σ’ ἀποκαλέσω ἀλλιῶς,
ἄπειρη Ἀγάπη τοῦ Πατέρα;
Καί πῶς, ἡ λάσπη ἐγώ, ν’ ἀπολογηθῶ
σ’ Ἐσένα, πού κρατᾶς στή χούφτα Σου
τήν τιποτένια μου ζωή;....
Ἅγιε, τρισάγιε, Σέ δοξολογῶ! Ἀμήν.

Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτή τή δοξολογία, ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου γέμισε εὐρφροσύνη καί γλυκύτητα. Καί πιό πολύ, ἐπειδή ἄκουσε ἀπό τόν Κύριο, πώς εἶχε προστάξει τίς οὐράνιες ταξιαρχίες νά τόν μνημονεύουν στίς ἀδιάκοπες ἀναίμακτες θυσίες τους.


Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(207-209)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004

Δέηση πρός τόν Θεό "Μή μοῦ δώσης, Δέσποτα..."



Μή μοῦ δώσης, Δέσποτα, τή μάταιη δόξα πάνω στή γῆ, μήτε τόν πλοῦτο πού χάνεται, μήτε νομίσματα χρυσά, μήτε θρόνο ὑψηλό, μήτε ἀρχήν (ἐξουσίαν) ἐπί τούτων ἐδῶ τῶν φθειρομένων! Ἀλλά μέ τούς ταπεινούς σύζευξέ με καί τούς πράους καί φτωχούς, γιά νά γίνω κι ἐγώ ταπεινός καί πρᾶος. Καί τήν διακονία μου, ἄν δέν τήν ἐκτελῶ πρός τό συμφέρον καί σύμφωνα πρός τήν ἀρέσκειά σου καί πρός τήν ὑπηρεσία στου (ὥστε νά ἐξυπηρετῶ τό θέλημά σου), εὐδόκησε, Δέσποτα, ν' ἀπαλλαγῶ ἀπ' αὐτήν, καί μόνο νά θρηνῶ τίς ἁμαρτίες μου καί νά μεριμνῶ γιά τή δίκαιη Κρίση σου μόνο, καί γιά τό πῶς θ' ἀπολογηθῶ, πού σ' ἐξόργισα πολύ!

Ναί, ὁ συμπαθής ποιμένας, ὁ ἀγαθός καί πρᾶος, ὁ θέλων νά σωθοῦνε ὅλοι ὅσοι πιστεύουνε σέ σένα, ἐλέησέ με καί εἰσάκουσε αὐτήν τήν δέησή μου. Μήν ὀργισθῆς, μήν ἀποστρέψης τό πρόσωπό σου ἀπό μένα, διότι δέν ζητῶ νά γίνη τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου, καί γιά νά σέ ὑπηρετήσω, Οἰκτίρμον!

Σ ἐξορκίζω (θερμοπαρακαλῶ), ἐλέησέ με, σύ ὁ φύσει Ἐλεήμων, καί ποίησε τό συμφέρον στήν ἄθλια ψυχή μου, διότι σύ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ μόνος φιλάνθρωπος Θεός, ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, παντοδύναμος ὅντως, ζωή τῶν πάντων καί φῶς ὅλων ὅσων σέ ἀγάπησαν καί ἀπό σένα, Φιλάνθρωπε, ἀγαπωμένων πάρα πολύ! 

Μαζί μέ τούς ὁποίους εἴθε νά συντάξης καί μένα, Δέσποτα, καί νά μέ κάνης κοινωνόν τῆς θείας σου δόξης καί συγκληρονόμο· διότι σέ σένα πρέπει δόξα στόν Πατέρα μαζί μέ τόν συνάναρχο Υἱό καί τό Θεῖον Πνεῦμα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀμήν.


Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος Σελ. 291-292
Συγγραφή, ἐπιμέλεια, copy right, διάθεση:
Ἱερομόναχος πατήρ Μάξιμος Αγιορείτης, 
Γέροντας τοῦ Παντοκρατορινοῦ Κελλίου Ἅγιος Νικόλαος
Ταχ. Θυρίδα 49, Καρυές 630 86 Ἅγιον Ὄρος

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΦΑΚΕΛΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΥ ΣΦΡΑΓΙΣΜΑΤΟΣ



Όπως έλεγε προφητικά και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην Καρυά Ολύμπου...

«Θαρθεί καιρός, που θα σας πουν να βουλωθείτε με τη βούλα του Σατανά. Να μη βουλωθείτε. Αν βουλωθείτε και στου βοδιού το κέρατο να κρυφθείτε θα σας βρουν .»

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ζούμε πλέον σήμερα στην πιο αποτελεσματική, ηλεκτρονικώ τω τρόπω ,πνευματική σκλαβιά και μανία, μέσα σε διάφορα φακελώματα (κάρτες-τσιπάκια...) και αυτοφακελώματα (κινητά, facebook…) σας παραθέτουμε μία ακολουθία προσευχών ,με βάση τον προσευχητικό τρόπο του Αγίου Παίσίου (βλ. ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ Γέρο Παϊσίου Ι.Μ. Σουρωτής σελ 271) για να διαφυλάττει ο Ι.Χριστός μας ακαίρεο το Θεόσδοτο χάρισμα της ελευθερίας μας, αφού μόνο άνθρωποι ελεύθεροι απο κάθε είδος πνευματική τυραννία, μπορούν να αγγίξουν και να αγαπήσουν Τον Θεό, όπως μας βεβαίωσε και ο Κύριος: «ἐὰν οὖν ὁ Υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ιωάνν.Η΄,36)

* * *

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αμήν

Ψαλμὸς Ν΄

Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἐλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου

ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με

ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντὸς

σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε

ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου

ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι

ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι

ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα

ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον

καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεὸς καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου

μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιόν σου μὴ ἀντανέλῃς ἀπ' ἐμοῦ

ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με

διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσιν

ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεὸς, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου.

Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου

ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν ἔδωκα ἂν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις

θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει

ἀγάθυνον Κύριε ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιὼν καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ

τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους .

Θεοτοκίον.

Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαχνίαν, καταφεύγομεν, Θεοτόκε· τὰς ἡμῶν ἱκεσίας, μὴ παρίδῃς ἐν περιστάσει, ἀλλ᾿ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, μόνη ἁγνή, μόνη εὐλογημένη.

Ἀπολυτίκιον Οσίου Αρσενίου
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοὶς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων γεγονός, θεοφόρε αὐτουργός, παρέχεις ἐνὶ ἐκάστω, τᾶς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταὶς ἰκεσίαις σου πρὸς Κύριον.

Ἀπολυτίκιον Αγίου Παϊσίου
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν.


ΨΑΛΜΟΣ 34

(Τον διάβαζε ο Άγιος Αρσένιος : γιὰ νὰ ἐλευθερώσει ὁ Θεὸς τοὺς καλοκάγαθους ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.)

ΔΙΚΑΣΟΝ Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον τοὺς πολεμοῦντάς με. ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν μου, ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου· Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ. αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά. γενηθήτωσαν ὡσεὶ χνοῦς κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς· γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς· ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν μοι διαφθορὰν παγίδος αὐτῶν, μάτην ὠνείδισαν τὴν ψυχήν μου. ἐλθέτω αὐτῷ παγίς, ἣν οὐ γινώσκει, καὶ ἡ θήρα, ἣν ἔκρυψε, συλλαβέτω αὐτόν, καὶ ἐν τῇ παγίδι πεσεῖται ἐν αὐτῇ. ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ Κυρίῳ, τερφθήσεται ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ αὐτοῦ. πάντα τὰ ὀστᾶ μου ἐροῦσι· Κύριε, τίς ὅμοιός σοι; ρυόμενος πτωχὸν ἐκ χειρὸς στερεωτέρων αὐτοῦ καὶ πτωχὸν καὶ πένητα ἀπὸ τῶν διαρπαζόντων αὐτόν. ἀναστάντες μοι μάρτυρες ἄδικοι, ἃ οὐκ ἐγίνωσκον, ἐπηρώτων με. ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου. ἐγὼ δὲ ἐν τῷ αὐτοὺς παρενοχλεῖν μοι ἐνεδυόμην σάκκον καὶ ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται. ὡς πλησίον, ὡς ἀδελφῷ ἡμετέρῳ οὕτως εὐηρέστουν· ὡς πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων, οὕτως ἐταπεινούμην. καὶ κατ᾿ ἐμοῦ εὐφράνθησαν καὶ συνήχθησαν, συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων, διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν. ἐπείρασάν με, ἐξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ’ ἐμὲ τοὺς ὀδόντας αὐτῶν. Κύριε, πότε ἐπόψῃ; ἀποκατάστησον τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῆς κακουργίας αὐτῶν, ἀπὸ λεόντων τὴν μονογενῆ μου. ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἐκκλησίᾳ πολλῇ, ἐν λαῷ βαρεῖ αἰνέσω σε. μὴ ἐπιχαρείησάν μοι οἱ ἐχθραίνοντές μοι ἀδίκως, οἱ μισοῦντες με δωρεὰν καὶ διανεύοντες ὀφθαλμοῖς. ὅτι ἐμοὶ μὲν εἰρηνικὰ ἐλάλουν καὶ ἐπ᾿ ὀργὴν δόλους διελογίζοντο. καὶ ἐπλάτυναν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν, εἶπαν· εὖγε, εὖγε, εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. εἶδες, Κύριε, μὴ παρασιωπήσῃς, Κύριε, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ· ἐξεγέρθητι, Κύριε, καὶ πρόσχες τῇ κρίσει μου, ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου, εἰς τὴν δίκην μου. κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην σου, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ μὴ ἐπιχαρείησάν μοι. μὴ εἴποισαν ἐν καρδίαις αὐτῶν· εὖγε, εὖγε τῇ ψυχῇ ἡμῶν· μηδὲ εἴποιεν· Κατεπίομεν αὐτόν. αἰσχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς μου, ἐνδυσάσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ μεγαλοῤῥημονοῦντες ἐπ᾿ ἐμέ. ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν οἱ θέλοντες τὴν δικαιοσύνην μου καὶ εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ θέλοντες τὴν εἰρήνην τοῦ δούλου αὐτοῦ. καὶ ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαινόν σου.

Δοξολογία

Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.

Ὑμνοῦμέν σε, εὐλογοῦμέν σε, προσκυνοῦμέν σε, δοξολογοῦμέν σε, εὐχαριστοῦμέν σοι διὰ τὴν μεγάλην σου δόξαν.

Κύριε βασιλεῦ, ἐπουράνιε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, Κύριε Υἱὲ μονογενές, Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ ἅγιον Πνεῦμα.

Κύριε ὁ Θεός, ὁ ἀμνός του Θεοῦ, ὁ Υἱός του Πατρός, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν του κόσμου, ἐλέησον ἡμᾶς ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας του κόσμου.

Πρόσδεξαι τὴν δέησιν ἡμῶν, ὁ καθήμενος ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὅτι σὺ εἶ μόνος ἅγιος, σὺ εἶ μόνος Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.

Καθ’ ἑκάστην ἡμέραν εὐλογήσω σε, καὶ αἰνέσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα του αἰῶνος.

Κύριε, καταφυγὴ ἐγενήθης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ γενεᾷ. Ἐγὼ εἶπα, Κύριε, ἐλέησόν με, ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι.

Κύριε, πρὸς σε κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου.

Ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς.

Παράτεινον τὸ ἔλεος σου τοῖς γινώσκουσί σε.

Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ νυκτὶ ταύτη ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸν καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεος σου ἐφ' ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Εὐλογητὸς εἶ, Δέσποτα, συνέτισόν με τὰ δικαιώματα σου.

Εὐλογητὸς εἶ, Ἅγιε, φώτισόν με τοῖς δικαιώμασί σου.

Κύριε, τὸ ἔλεός σου εἰς τὸν αἰῶνα, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ παρίδῃς.

Σοὶ πρέπει αἶνος, σοὶ πρέπει ὕμνος, σοὶ δόξα πρέπει, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν. Ἤ ἀπὸ τῆς θ' Ὠδὴς Εἱρμοῦ κατὰ τὸ Τυπικόν.

Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμάς. Ἀμὴν

* * *

Επιμέλεια π. Διονύσιος Ταμπάκης