.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευχή του Ιησού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευχή του Ιησού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με!

"Γιά νά δεχθοῦμε καί νά δοῦμε μέσα στήν καρδιά μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει ν' ἀποσυρθοῦμε ὅσο εἶναι δυνατό ἀπό τά ὁρατά πράγματα. Ἀφοῦ καθαρίσουμε τήν ψυχή μας μέ τή μετάνοια, τά καλά ἔργα καί τήν πίστη σ' Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς, πρέπει νά κλείνουμε τά ὑλικά μας μάτια καί νά βυθίζουμε τό νοῦ μας μέσα στήν καρδιά μας, κι ἐκεῖ μέσα νά κλαῖμε καί νά ἐπικαλούμαστε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τότε, ἀνάλογα μέ τό μέτρο τοῦ ζήλου του καί τῆς πνευματικῆς του ζέσης γιά τόν Ἠγαπημένο, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει εὐφροσύνη στό ὄνομα πού προφέρει, στό ὄνομα πού ξυπνᾶ τόν πόθο γιά τήν ἀναζήτηση πιό ὑψηλοῦ φωτισμοῦ. Ὅταν μέ τήν ἄσκηση τούτη ὁ νοῦς μένει μέσα στήν καρδιά, τότε ἐκεῖ στό ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς 


γλυκοχαράζει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού ἁγιάζει τό ναό τῆς ψυχῆς μέ τή θεία του ἀκτινοβολία, καθώς λέει ὁ προφήτης Μαλαχίας: 'Σέ σᾶς πού φοβᾶστε τ' ὄνομά Μου θ' ἀνατείλει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης' (Μαλαχ. 4, 2). Τό φῶς τοῦτο εἶναι ταυτόχρονα ζωή, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου:'Ἐν αὐτῷ ζωή ἧν καί ἡ ζωή ἧν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων' (Ἰωάν. 1, 4)".

Ὅσιος Σεραφείμ Σάρωφ 

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου: Διδασκαλία για την νοερά προσευχή – Η ευωδία της προσευχής, εμπειρίες

“Εμείς στο Άγιον Όρος, όταν ζούσε και ο Γέροντας, κάναμε δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε ώρες ευχή με εισπνοή και εκπνοή…”. Καταπληκτικό κείμενο από έναν Γέροντα που είχε πολλές προσωπικές βιωματικές καταστάσεις μέσω της νοεράς προσευχής.

~ Αυτά δεν σας τα έχω πει άλλη φορά. Αυτή είναι μια δική μου παράλειψης, κι ας πούμε δική μου υπευθυνότητα.

Ή καρδιά τού ανθρώπου είναι το κέντρο των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν ή καρδιά καθαρισθεί, τότε όπτάνεται ό Θεός, βλέπουμε τον Θεό. Πώς θα Τον δούμε; Μήπως ό Θεός είναι ανθρωπόμορφος και έχει σχήμα ανθρώπινο για να Τον δούμε; Όχι. Ό Θεός είναι νοητός. Ό Θεός είναι Πνεύμα- και ως Πνεύμα απόλυτον βρίσκεται στο σύμπαν. Αλλά βρίσκεται και μέσα στην καρδιά τού ανθρώπου, όταν αυτή γίνει δεκτικό δοχείο. Και για να γίνει δεκτικό δοχείο, πρέπει να γίνει καθαρή. Όχι να την πλένουμε με νερό, αλλά να γίνει καθαρή από λογισμούς ακάθαρτους. Αλλά για να καθαρισθεί ή καρδιά πρέπει να πιει κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο είναι ή προσευχή.

Όπου πηγαίνει ό Βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί και όπου πηγαίνει ό Χριστός, το Όνομά Του το Αγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Και όταν έθρονισθή καλά – καλά μέσα ό Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα. 

Όπως ένας βασιλεύς πού έχει κυριεύσει ένα κράτος και πάει να ενθρονισθεί στην πρωτεύουσα και έχει καθυποτάξει όλους τούς έπαναστάτας προηγουμένως και έχει γεμίσει το κράτος από φαντάρους και όπλα, αφού καθησυχάσουν όλες οι εσωτερικές ανωμαλίες, τότε βασιλεύει τούς υπηκόους με ειρήνη και άγαλλίασιν. Ό βασιλεύς τότε κάθεται εις τον θρόνον του και βλέπει τα πάντα ύποτεταγμένα και τότε χαίρεται και αγάλλεται.

Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. ’Έχει μέσα εχθρούς, έχει έπαναστάτας, έχει λογισμούς, πάθη, αδυναμίες, το ένα, το άλλο, ανακατωσούρες, θύελλες, τρικυμίες, ταραχές και αντιζηλίες. Όλα στην καρδιά γίνονται. Και για να μπορέσει αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να ύποταχθή, πρέπει να έλθει ό Χριστός, ό Βασιλεύς με τις στρατιές Του, να κυριεύση το κράτος, να διώξη τον διάβολο, να καθησύχαση κάθε ανησυχία από τα πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ και σαν Παντοδύναμος, και τότε κατά τούς Πατέρας, αυτή ή κατάστασης λέγεται καρδιακή ησυχία.

Αυτό θα πει καρδιακή ησυχία, να βασιλεύει ή προσευχή χωρίς να διακόπτεται, και ή προσευχή να έχει δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδιάν.

Οι τρόποι του προσεύχεσθε είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ό προφορικός τρόπος. Είναι δηλαδή το να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ό τρόπος είναι πού πρέπει να τον μεταχειριστούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίσουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να επιτύχουμε τον τελικό σκοπό μας.

Επειδή ό νους είναι αεικίνητος (κινείται πάντοτε) και επειδή όχι κοιτά φύσιν, αλλά κατά κατάχρηση και αδιαφορία και κατά άγνοια πολλή, περιπολεί ό νους εδώ κι εκεί, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Πότε ό νους πάει στα σαρκικά, πότε σε άλλο πάθος. Λόγω του μετεωρισμού οδηγείται να τριγυρνά οπουδήποτε, και να χαζεύει, πού λέμε. Πάντως όπου κι αν πάει, ότι κι αν σκεφτεί βλέπει μέσα του και κάποια ηδονή και ευχαρίστηση.

Γι’ αυτό ό άνθρωπος πού έχει σκοπό να κατορθώσει το «άδιαλείπτως προσεύχεσθε» και να συμμαζέψη αυτόν τον σκονισμένο νου του, τον αλήτη, πού γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθεί και να γίνει νοικοκύρης, πρέπει να του προσφέρει κάτι, να τον γλυκάνει, διότι όπως είπαμε ευχαριστιέται και ηδονίζεται να τριγυρνά εδώ κι εκεί. Πρέπει να τον ελκύσουμε πάλι με κάτι το ηδονικό. Γι` αυτό χρειάζεται να λέμε κατ’ αρχάς την προσευχή με το στόμα. 

Ό αρχάριος πού διδάσκεται την προσευχή, πρέπει ν’ αρχίσει με το στόμα και να λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να προσπαθεί να τραβά τον νου από τα κοσμικά. Ή φωνή, ή οποία θα βγαίνει, ό ήχος της φωνής, θα ελκύει τον νουν εις προσοχήν. Ό ήχος πού δημιουργεί το κούνημα της γλώσσας σιγά – σιγά συμμαζεύει τον νου από το σκορπισμό. Ή προαίρεσης, ή προσπάθεια, ή προσοχή και ό σκοπός πού επιδιώκουμε να πετύχουμε την αδιάλειπτη προσευχή, μάς βοηθούν όλα αυτά ώστε να αρχίσει να συμμαζεύεται ό νους μας.

Αλλά λεγομένης της ευχής συν τω χρόνιο αρχίζει να δημιουργείται κάποια ευχαρίστησης, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό. Ε! αυτός είναι ό Θεός! Ελκύει τον νουν αυτή ή ευχαρίστησης. Προχωρώντας ή προφορική ευχή, έλκοντας τον νουν προς τα έσω, δίνεται μια ελευθερία στο νου να λέει κι εκείνος την ευχή, χωρίς να ανοίγει το στόμα. Αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά την λέει ό άνθρωπος πότε με τον νουν, πότε με το στόμα, και αρχίζει σιγά – σιγά ό νους να κυριεύει την ευχή. Αδολεσχώντας ό νους συνεχώς με την ευχή, αρχίζει να μπαίνει και στην καρδιά. Και κει πού στέκεται ό άνθρωπος, βλέπει την καρδιά να λέει την ευχή.

Για να φθάσωμε όμως εδώ, θα βοηθήσει πολύ ό τρόπος πού λέγεται ή ευχή, τον όποιον βέβαια ίσως έχετε ακούσει άλλοτε, ίσως έχετε διαβάσει. Πάντως τώρα θα τον συστηματοποιήσουμε για να τον εξασκήσουμε, διότι θα φέρει καλά αποτελέσματα.

Είπαμε ότι ή καρδιά είναι το κέντρο όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών, άλλα και των πόνων τού σώματος.

Ο κάθε, πόνος ο σωματικός κτυπάει στην καρδιά. Και το δόντι στην καρδιά κτυπά όταν πονά. Και το χέρι όταν πληγωθεί και το νεφρό, και όλα στην καρδιά θα κτυπήσουν. Ή καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής, όταν παύση ό άνθρωπος να αναπνέει, σιγά – σιγά σταματάει και ή καρδιά. Ή καρδιά τού ανθρώπου διά της εισπνοής δέχεται τον καθαρό αέρα, τον βγάζει και παίρνει άλλον, και έτσι σιγά – σιγά διατηρείται στη ζωή.

Όταν λοιπόν αφήσουμε τον κανονικό και φυσικό ρυθμό της εισπνοής και εκπνοής, και εισπνέουμε και εκπνέουμε αργά, γίνεται μια ανωμαλία στην φυσική εισπνοή και εκπνοή της καρδιάς. Οπότε όσο υπάρχει αυτή ή ανωμαλία, δημιουργείται κάποιος πόνος, κάποια, ας το πούμε, στένωση στην καρδιά, διότι δεν απολαμβάνει τον αέρα κατά τον ρυθμό της φύσεως. 

Δηλαδή αντί να τον δώσωμε σύντομα, τον δίνουμε τον αέρα πιο αργά. Ό πόνος πού δημιουργείται κατά φυσική συνέπεια, έλκει τον νουν να προσέξει την καρδιά, και αυτή ή έλξης τού νου προς την καρδιά δημιουργεί την ένωσιν τού νου και της καρδιάς. Όπως όταν πονάη το δόντι, ό νους γυρνάει – γυρνάει, και πάλι στον πόνο ξανάρχεται, έτσι και στην καρδιά.

Όταν θα αρχίσουμε να λέμε την ευχή με αραιά εισπνοή και εκπνοή θα δημιουργηθεί, κατά φυσική συνέπεια, αυτός ό πόνος, αυτή ή στενοχώρια στην καρδιά. Αυτή ή στενοχώρια θα μάς βοηθήσει, ώστε ό νους να προσέξει την καρδιά. Λέγοντας λοιπόν την ευχή ρυθμισμένη με μια αραιά εισπνοή και εκπνοή ό νους θα κατεβαίνει στον πόνο, οπότε θα αποκλεισθεί ό μετεωρισμός.

Αποκλεισμένου του μετεωρισμού μ’ αυτόν τον τρόπον, ό νους θα βρει ησυχία, δεν θα βρει αιτία να σκορπιστή. Ό πόνος τον συνάζει.

Αυτή ή μέθοδος με την αραιά εισπνοή και εκπνοή είναι απαιτητικό μέσο, μαζί με την προσοχή, ώστε να μη μάς ξεφεύγει ό νους. Έτσι θα μπορέσουμε να κόψουμε τον μετεωρισμό, ό όποιος είναι ή αφαίμαξης της ουσίας της προσευχής. Δηλαδή ό μετεωρισμός μάς αφαιρει την ωφέλεια της προφερόμενης ευχής.

Αποκλείοντας λοιπόν τον μετεωρισμό δίνουμε αέρα στο νου, να είναι καθαρός και να προσέχει στην καρδιά. Αρχίζουμε λοιπόν να αναπνέουμε σιγά – σιγά και αναπνέοντας ενώνουμε και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Είτε μια ευχή, είτε δύο, είτε τρεις θα πούμε στην εισπνοή. Ύστερα εκπνέοντας πάλι θα ενώσουμε την προσευχή. Τρεις φορές θα την πούμε στην εκπνοή και δύο στην εισπνοή, όπως μπορούμε- πάντως κατ’ αυτή την έννοια θα ρυθμίζουμε την ευχή με την αναπνοή.

Τώρα εάν μπορούμε να λέμε την ευχή νοερώς με αραιά εισπνοή και εκπνοή καλώς. Εάν όμως δυσκολευώμεθα διότι ό νους παθαίνει δυσκολία από τον πειρασμό, θα παίρνουμε αναπνοή από το στόμα και μπορεί να κουνιέται λίγο παραμικρό ή γλώσσα μας και αυτό είναι ευεργετικό πολύ στην αρχή.

Αφού λοιπόν θα άδολεσχήσωμε κατ’ αυτήν την έννοια, ρυθμίζοντας την προσευχή με την αραιά εισπνοή και εκπνοή, θα αρχίσει να δημιουργείται μέσα στην καρδιά μας ένας πόνος και ό νους θα κολλήσει εκεί. Αμετακίνητα θα προσπαθεί ό νους να είναι στην καρδιά.

Όταν παίρνουμε την εισπνοή από το στόμα ή από τη μύτη θα λέμε την ευχή, εν τω μεταξύ ό νους θα είναι στην καρδιά, θα παρακολουθεί όχι την καρδιά, το σχήμα δεν θα φανταζώμεθα το σχήμα της καρδιάς, άλλ’ ό νους θα προσέχει στην καρδιά χωρίς να την φαντάζεται. Απλώς θα τοποθετηθεί ό νους στο μέρος της καρδιάς και δεν θα φανταζόμαστε την καρδιά, γιατί αν τη φανταζόμαστε σιγά – σιγά εισχωρεί πλάνη και θα κάνουμε μια φαντασιώδη προσευχή.

Απλανής είναι ή προσευχή όταν γίνεται άμετεωρίστως, άσχηματίστως με ανίδεο νου, χωρίς ουδεμία μορφή, ουδέν σχήμα, τίποτε απολύτως. Ό νους θα είναι καθαρός από κάθε φαντασία θεία και ανθρώπινη. Ούτε Χριστό, ούτε Παναγία, ούτε τίποτε. Μόνο ό νους νοερός θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μέσα στο στήθος, τίποτε άλλο. Μόνο να προσέχει ότι βρίσκεται εκεί μέσα. Αλλά εν τω μεταξύ με την εισπνοή θα αρχίσει να λέει ό νους την ευχή χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Ή καρδιά σαν μηχανή θα δουλεύει την ευχή και ό νους σαν ένας απλός θεατής θα παρακολουθεί τα λόγια της ευχής. Αυτός είναι ό απλανής δρόμος της νοεράς προσευχής.

Όταν θα τον εξασκήσουμε αυτόν στην αρχή θα βρούμε κάποια δυσκολία, αλλά μετά θα βρούμε πλάτος, φάρδος, ύψος, βάθος. Θα δημιουργηθεί πρώτον μια χαρά μεμιγμένη με πόνο, μετά σιγά – σιγά χαρά, ειρήνη, γαλήνη. Αλλά και ό νους αφού γλυκανθή δεν θα μπορέσουμε να τον ξεκολλήσουμε από την προσευχή στην καρδιά και στην ευχή.

Θα δημιουργηθεί τέτοια κατάστασης, πού δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε. 

Θα καθίσουμε σε μια γωνιά, είτε όρθιοι, είτε καθισμένοι, θα σκύψουμε το κεφάλι και δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε από εκεί ώρες ολόκληρες. Μπορούμε να καθίσουμε μια, δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε, έξη ώρες κόκκαλο, και να μη μάς κάνη καρδιά να σηκωθούμε, ούτε ό νους να πάει πουθενά αλλού. Τον βλέπουμε μόλις πάει πουθενά αλλού, αμέσως τραβάει κάτω το κεφάλι. Γίνεται δηλαδή μια αιχμαλωσία στο θέμα της προσευχής. Ό τρόπος αυτός της προσευχής είναι λίαν αποτελεσματικός. Πρώτον θα φέρει την άμετεώριστον προσευχή, θα φέρει χαρά, ειρήνη συνάμα θα φέρει δάκρυα χαράς, διαύγεια τού νου. Ό νους θα γίνει δεκτικός θεωριών, θα δημιουργηθεί μετά ή απόλυτος καρδιακή ησυχία. Δεν θα θέλει ό άνθρωπος να άκούη τίποτε απολύτως. Θα νομίζει ότι βρίσκεται σε μια Σαχάρα έρημο. Συνάμα θα γίνεται ή ευχή και πιο σύντομα. Θέλω να την έχω σύντομα, θέλω αργά, όπως αναπαύεται ή ψυχή, όπως της αρέσει εκείνη την ώρα.

Θα λέμε λοιπόν: «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησον με – Κύριε – Ιησού – …» και ό νους θα παρακολουθεί την ευχή όπως ένας μηχανικός παρακολουθεί το μηχάνημα πού δουλεύει. Ύστερα αφού δεν θα μπορούμε να πάρουμε άλλη αναπνοή θα εκπνέουμε σιγά – σιγά «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησον με, Κύριε – Ιησού – …», ώστε να φθάσουμε στο τέρμα. Άντε πάλι μια αναπνοή σιγά – σιγά. ’Όχι βιαστικά- απαλά, ήρεμα, ήσυχα, χωρίς βία. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να δείτε ύστερα από λίγο στις δουλειές σας επάνω, μόλις παίρνετε αναπνοή θα λέτε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ύστερα στην εκπνοή πάλι την ευχή. Μόνη της ή καρδιά τόσο θα άναπαυθή και ό νους όπου και να βρίσκεται θα παίρνετε αναπνοή και ό νους θα λέγει την ευχή. Βέβαια μπορεί να μη λέτε τρεις ευχές, πάντως μία θα λέτε τουλάχιστον. Και ύστερα θα αποκτηθεί ένας ρυθμός, ένας μηχανισμός ρυθμισμένος μαστορικά, και θα δείτε κατόπιν τα αποτελέσματα πού θα έχει αυτή ή προσευχή.

Θα τραβά όλο και πιο πολύ. Θα λέτε: πέρασε ένα τέταρτο, και θα- χουν περάσει δύο ώρες. Τόσο δεν θα θέλει ό άνθρωπος να ξεκολλήσει ό νους του από την καρδιά και από το να άκούη την προσευχή. Τί τα θέλεις τα ψαλσίματα, τί θέλεις εκείνο; Γι’ αυτό οι Πατέρες στάς ερήμους δεν χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Βέβαια αυτά επικυρώνονται από την εκκλησία. Αλλά οι άνθρωποι πού βρήκαν αυτόν τον τρόπον της νοεράς προσευχής, πού είναι λίαν υψηλότερος των τυπικών, άφησαν τούς τύπους και πιάσαν την ουσία. Εμείς επειδή χάσαμε την ουσία, γιατί ίσως δεν έχουμε διδασκάλους να μάς πουν, ή ότι δεν έχουμε την προαίρεση και την θέληση, πιάσαμε τα τυπικά. Έτσι οι σημερινοί μοναχοί κάνουν τον Εσπερινό τους, την ακολουθία τους, πέραν τούτου τίποτε. Κάνουν και την εργασία τους και λένε ότι κάνουν το καθήκον. Μα δεν έγινε το καθήκον.

Ό Άγιος Ιωάννης ό Ελεήμων δημιούργησε μοναστήρι και είπε:

-«Πατέρες, κάντε τα καθήκοντά σας τα πνευματικά, κι εγώ θα σάς τρέφω, για να μη έχετε μέριμνα για τα υλικά και υστερείτε από την προσευχή. Εγώ θα σάς δίνω τα χρειαζούμενα κι εσείς προσεύχεσθε». Απαντάει ό ηγούμενος:

-Μακαριότατε Δέσποτα, εκτελούμε τα καθήκοντά μας. Διαβάζουμε την Πρώτη ώρα, την Τρίτη, την Έκτη και την Ένατη, το Απόδειπνο, τον Εσπερινό, την Λειτουργία.

-Α! λέει, φανερό είναι ότι είσαστε αμελείς. Και τις άλλες ώρες τί κάνετε;

Τί ήθελε να πει ό Άγιος Ιωάννης μ’ αυτά; Ότι δεν εκπλήρωναν το καθήκον τους, διότι δεν προσηύχοντο αδιάλειπτα.

Όταν σηκωθούμε για την ακολουθία μας, αφού αρχίσουμε το’ «Βασιλεύ Ουράνιε», το Τρισάγιο, «Ελέησον με ό Θεός», θα σκύψουμε το κεφάλι λίγο μπροστά στο στήθος, θα προσπαθήσουμε τον νου να τον ξεκολλήσουμε από κάθε τι και να τον βάλλουμε μέσα στο στήθος, μέσα στην καρδιά μας. Με το σκύψιμο θα βιάσουμε το νου μας να μπει εκεί μέσα. Αφού μπει εκεί μέσα, θα αρχίσουμε με την εισπνοή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και το κομποσκοίνι θα δουλεύει. Και να δείτε. Βέβαια στις αρχές μπορεί να γίνει λίγο δυσκολία, αλλά λίγο επιμονή και υπομονή και θα φέρει το αποτέλεσμα. 

Μετά σαν πάρει φωτιά και γλυκανθή λιγάκι και μπει στο νόημα δεν τον πιάνει κανένας, όλη νύχτα να καθίσει. Και τότε θα δείτε, θα περνά ή ώρα και θα λέτε: Μα τώρα άρχισα την προσευχή. Και θα βρείτε μεγαλύτερα ωφέλεια στον τρόπο αυτό της προσευχής. Και ποιος βέβαια είναι ό σκοπός μας πού ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε τον Θεό; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; να απαλλαγούμε από τα πάθη;

Λοιπόν αυτή ή προσευχή κατ’ αυτήν την έννοια, αφού δημιουργήσει μέσα την θέρμη, θα δημιουργηθεί μια φλόγα μέσα στην ψυχή, αφού ή προσευχή θα κινεί την θέρμη και ή θέρμη θα γεννά την προσευχή. Και αφού γίνει αυτό το πράγμα, θα δείτε τότε καίγονται και οι αδυναμίες, καίγονται και οι λογισμοί, καίγονται και τα πάθη λίγο – λίγο και καταλήγουμε στην καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θάρθή ό Πατήρ, ό Υιός και το Αγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν Μονήν και κατοικίαν.

Λένε οι Πατέρες, ότι ό νους εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Ή καρδιά δυσκόλως καθαρίζεται και δυσκόλως μολύνεται. Μόλις πάει το κακό στο νου αμέσως μολύνθηκε ό νους, ενώ ή καρδιά δεν έγινε αμέσως και μέτοχος τού κακού λογισμού. Έτσι όταν ή καρδιά δημιουργήσει κατάσταση πνευματική και ύστερα κάπως την χάσει και αρχίσει ό νους να μολύνεται, ή καρδιά εύκολα δεν αλλάζει διότι προηγουμένως, είχε αλλοιωθεί από την θείαν χάριν, και έτσι σιγά – σιγά προχωράει το κακό. Γι’ αύτό χρειάζεται ή προσευχή- γιατί μετασχηματίζει την καρδιά από σαρκική και εμπαθή και εγωιστική, σε αγαθή, ώστε να μη αισθάνεται πάθος. Και όταν καθαρισθεί το κέντρο, όλη ή περιφέρεια και ή ακτίνα θα γίνει καθαρή.

Η προσευχή θα δίωξη και την απελπισία, την απόγνωση την αμέλεια και την ραθυμία, διότι θα δημιουργήσει νέαν προαίρεσιν, νέον κόπον, νέους αγώνας. Και τότε αν αισθανθούμε αυτό το πράγμα, θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπό της προσευχής, τον σκοπό της προσευχής.

Τότε θα καταλάβουμε και την βασιλεία των ουρανών πού είναι μέσα στην καρδιά μας «Ή βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστί». Εκεί μέσα μ’ αυτό το σκάψιμο πού θα κάνουμε, με την εισπνοή και την εκπνοή προσπαθώντας ό νους να είναι μέσα, να προσέχει στα λόγια της ευχής, ανέβα – κατέβα ή προσευχή, σκάβουμε έτσι, σκάβουμε – σκάβουμε και θα βρούμε τον Μαργαρίτη τον κεκρυμμένο.

Ποιος είναι ό Μαργαρίτης; Είναι ή χάρις τού ‘Αγίου Πνεύματος, την οποίαν πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά είτε διότι δεν το διδαχθήκαμε, είτε επειδή προχωρήσαμε στα πάθη, παραχώθηκε ή θεία χάρις τού βαπτίσματος και δεν μπορεί να δημιουργήσει διαύγεια. Συνεπώς φταίνε τα πάθη μας. Αλλά ψάχνοντας – ψάχνοντας με την εισπνοή και την εκπνοή, με την προσπάθεια αυτή πετάμε τις σαβούρες. Αλλά μπορούμε επίσης, παίρνοντας την εισπνοή, να δούμε ότι ό αέρας από την μύτη κατεβαίνει στο λάρυγγα, κατεβαίνει – κατεβαίνει στους πνεύμονας και κατόπιν έρχεται στην καρδιά. Εκεί ας σταθούμε, αφού πάρουμε μερικές αναπνοές, εκεί θα σταματήσουμε τον νου στην καρδιά. Εν τω μεταξύ θ’ αρχίσουμε να αναπνέουμε σιγά – σιγά, απαλά – απαλά, ήρεμα, όχι βίαια. Στην αρχή φέρνει στενοχώρια ό διάβολος, ή καρδιά αισθάνεται κάπως δύσκολα κ.τ.λ. Σιγά – σιγά όμως θα αρχίσει να σπάει αυτή ή δυσκολία και θ’ αρχίσει το όμορφο, και μετά δεν χρειάζεται διδάσκαλος. Θα γίνεται διδάσκαλος ό ίδιος ό εαυτός μας.

Θα δείτε ότι θέλοντας και μη, ό νους μόνος του και ή καρδιά θα θέλουν αυτόν τον τρόπον, γιατί αισθάνονται την ωφέλεια πολύ μεγαλύτερα απ’ ότι φαντάζεσθε. Διότι εδώ εκμεταλλεύονται τα πάντα’ εδώ είναι χρυσό- δεν είναι φράγκα ούτε αργύρια, ούτε τίποτε άλλο. Αυτό είναι καθαρός χρυσός. Ποιος μπορεί να βρει σε ένα μέρος χρυσό και να μη πάει με όλη την προθυμία του και όλη τη φιλαργυρία του να το μαζέψει;

Θαύμασα τον Γέροντά μου. Είχαμε για την προσευχή κάτι σκαμνάκια, όπως οι καρέκλες, αλλά αυτά ήταν πιο χαμηλά και τα χέρια ήταν πιο ψηλά για να ξεκουράζεται. Καθόταν εκεί, έσκυβε το κεφαλάκι του και δός του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ώρες ολόκληρες. Και όταν ενεργούσε ή θεία χάρις και ό νους ήταν σε διαύγεια, παρατούσε την ευχή και άρχιζε την θεωρία με το νου του. ’Αν πάλι δεν έβρισκε θεωρία και έφευγε ό νους του τον έβαζε ξανά στην καρδιά και έβγαζε από κει ωφέλεια. Έτσι είτε έβγαζε κέρδος από την προσευχή, είτε από την θεωρία, και περνούσαν έτσι επτά, οκτώ, εννέα ώρες.

Προσεύχεσαι, προσεύχεσαι και νόμιζες ότι τώρα άρχισες την προσευχή. Τί είναι δύο, τρεις, τέσσερες ώρες; Και αν ό νους θέλει να ξεφύγει, ας πούμε να ξεσκάσει, πάλι τον τραβάει σαν να είναι ένα πράγμα πάνω στην καρδιά και τον τραβάει εκεί. Μια έλξης γίνεται και σιγά – σιγά ό άνθρωπος μ’ αυτήν την αδολεσχία και μ’ αυτήν την προσευχή τελειοποιείται έσωθεν και ή καρδιά καθαρίζεται όλο και περισσότερο και μετά αποκτά την καρδιακή προσευχή, μετά έρχονται καταστάσεις. Μόνος του ό νους παρακολουθεί την καρδιά να λέει την ευχή’ δεν χρειάζεται εισπνοή και εκπνοή, όταν έλθει αυτή ή κατάστασης. Αυτή λέγεται καρδιακή ευχή.

Οι Πατέρες μας, αφού άδολεσχοΰσαν έτσι στην ευχή και σιγά – σιγά είχαν θέρμη, μετά είχαν έρωτα Θεού και μετά, αφού μεγάλωνε πολύ ό Θείος έρωτας, έβγαιναν από τον εαυτό τους και έρχονταν σε θεωρία, είχαν εκστάσεις. Τούς έπαιρνε ό Θεός• ψυχικώς τούς έπαιρνε; σωματικούς; δεν έχει σημασία, πάντως έφευγαν από τον εαυτόν τους. Δεν καταλαβαίνει ό άνθρωπος, αν πηγαίνει επάνω με την καρδιά ή με το σώμα. Μόνο καταλαβαίνει ότι ή κατάστασης της προσευχής τον έφερε στην θεωρία.

Και βλέπουμε ότι τον Άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη τον έλεγαν πλανεμένο κ.τ.λ. και όταν πήγε εκεί ό Άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης και τον είδε του είπε:

-Δεν μου λες Γέροντα κρατάς την ευχή; Εκείνος του απήντησε:

-Άγιε του Θεού, εγώ είμαι ένας πλανεμένος άνθρωπος έχεις τίποτε να μου δώσεις να φάω;

Τότε ό Άγιος Γρηγόριος απήντησε:

-Μακάρι να είχα την πλάνη την δική σου. Δεν μου λες, κρατάς την προσευχή; επανέλαβε.

-’Έμ! γι’ αυτό κι εγώ πάω στην έρημο για να μπορέσω να κρατήσω την προσευχή, είπε ό Άγιος Μάξιμος.

-Γνώρισες τούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος; ρώτησε πάλιν ό Άγιος Γρηγόριος.

-’Έ! αυτά είναι του Θεού, απήντησε ό Άγιος Μάξιμος.

-Και που πηγαίνει ό νους σου όταν έχεις την ευχή και έρχεται ή χάρις του Θεού;

-Ανεβαίνει στα θεία πράγματα. Πηγαίνει στην Κρίσι του Θεού, στον Παράδεισο, στην Κόλασι, στη Δευτέρα Παρουσία- τον πηγαίνει ό Θεός σε φως ουράνιο, στην κατάσταση του ουρανού.

Όλα πηγάζουν από την νοερά προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε.

Μια φορά όταν κι εγώ ήμουν αρχάριος, είχε γράψει ή Βρυαίνη, ή ανιψιά του Γέροντά μου, πού ήταν τότε νεοχειροτονημένη. Είχε πάει σε ένα εκκλησάκι, στον Άγιο Νικόλαο, και έλεγε προφορικά την ευχή με εισπνοή και εκπνοή’ με το στόμα δηλαδή ψιθύριζε την ευχή, και είχε έλθει σε πολύ μεγάλη πνευματική κατάσταση.

Βλέπουμε πόσο βοηθάει αυτός ό τρόπος για την επιτυχία της αδιάλειπτου προσευχής. Αυτός πού εξασκεί έτσι την προσευχή και στη δουλειά επάνω, στο εργόχειρο, χωρίς να το θέλει, θα κάμνει εισπνοή και εκπνοή με την ευχή. Θα κολλήσει πάνω στην εισπνοή και την εκπνοή ή προσευχή. Με την εισπνοή πού θα παίρνει, θα αρχίζει χωρίς να το θέλει να λέει την ευχή. Τόσο ωραίο αποτέλεσμα φέρνει αυτός ό τρόπος.

Θα πρέπει με πόθο, με προθυμία, με ζήλο ν’ αρχίσουμε. Λίγο δυσκολία στην αρχή, αλλά κατόπιν θ’ άνοιξη ό δρόμος και μετά δεν σταματάει κανένας τον άνθρωπο. Ότι θέλουν ας πουν ύστερα οι άλλοι. ’Έχει γλυκαθεί ή ψυχή του και δεν τον σταματάει κανείς. Θα δείτε τότε, ότι θα βρείτε χάρι, θα βρείτε έλάφρωσι στα πάθη. Τόση έλάφρωσι στα πάθη θα βρείτε και κυρίως στους αισχρούς λογισμούς, θα βρείτε μεγάλη ανακούφιση. Θα εξαλειφτούν συν τω χρόνο, θα εξαλειφτούν από τον νουν διά της προσευχής, ή δε καρδιά θα γίνει τελείως καλά. Θα γίνει παιδική καρδιά, δεν θα αισθάνεται τίποτε. Θα τα βλέπει όλα φυσιολογικά.

Έτυχε περίπτωσης, στις αρχές βέβαια, πού πηγαίναμε να λειτουργήσουμε και αφού έκαμνα τις εκφωνήσεις, επειδή είχε γίνει έξις να λέω την ευχή με εισπνοή και εκπνοή, κόντευα αντί να πω τις λέξεις των εκφωνήσεων να πω το «Κύριε Ιησού Χριστέ…», διότι είναι το θέμα της εισπνοής και εκπνοής- διότι κόλλησε ή προσευχή. Τόσο την συνηθίζει ό άνθρωπος, πού με τίποτε δεν φεύγει μετά. Τόσο πολύ κυριεύει τον άνθρωπο. Βέβαια ανάλογα με τη δύναμη πού διαθέτει ό άνθρωπος. Στην αρχή θα μπορέσει λίγο διάστημα να την λέει, την έπαύριο περισσότερο, την άλλη πιο πολύ και μετά θα την λέει συνέχεια.

Εμείς στο Αγιον Όρος, όταν ζούσε και ό Γέροντας, κάναμε δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε ώρες ευχή με εισπνοή και εκπνοή. Βέβαια, όταν μάς πολεμούσε ό ύπνος σηκωνόμασταν και βγαίναμε έξω και λέγαμε την ευχή προφορικά, πιο, ας το πούμε, διασκεδαστικά. Αλλά όταν δεν υπήρχε θέμα ύπνου, μέναμε όλη τη νύχτα.

Λέει ό Άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ότι όταν ή προσευχή λέγεται διά της εισπνοής και της εκπνοής, συν τω χρόνο εκ των μυκτήρων εξέρχεται ευωδία λεπτή. Όντως έτσι είναι. Θα δημιουργηθεί αήρ ευωδίας πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά καρπός προσευχής. Τότε ό άνθρωπος είτε από την πολλή προσευχή, είτε από την ευωδία θα γίνει ένας μηχανισμός.

Όταν πια θα λεχθή πάρα πολύ ή προσευχή και κουραστή ό νους και το στήθος από τον τρόπον αυτόν της εισπνοής και εκπνοής, αφήνει αυτή την μέθοδο, αφού πήρε μπροστά ή μηχανή και προσεύχεται μόνη της, δεν χρειάζεται να εξασκεί αυτόν τον τρόπο με την αναπνοή.

Κάθεται λοιπόν ό άνθρωπος και ακούει την καρδιά πού δουλεύει. Έ! το δούλεμα αυτό βγάζει εμπόριο. Όπως μια μηχανή, την βάζουμε μπροστά και δουλεύει, το ίδιο συμβαίνει όταν προχωρήσει ή επιστήμη της προσευχής. Όπως όταν στις αρχές είναι χειροκίνητες οι μηχανές χρειάζονται κόπο- όταν όμως τις ρύθμιση ό μηχανικός ώστε να γίνουν αυτόματες και με ηλεκτρισμό, τότε βγάζουν περισσότερη δουλειά και χωρίς κόπο. Παρόμοια συμβαίνει και με την προσευχή. Στην αρχή χρειάζεται κόπος για να ρυθμίσει κανείς την προσευχή με την αναπνοή του- κατόπιν όμως γίνεται αυτόματα αυτή ή εργασία και ό νους την παρακολουθεί, όπως ό μηχανικός παρακολουθεί την αυτόματη μηχανή. Εν τω μεταξύ αν βρείτε και καμιά δυσκολία ώσπου να μπείτε στο ρυθμό, μου την λέτε. Εσείς θα βάλλετε αρχή και ότι δυσκολία βρείτε να μου την πείτε να την ρυθμίσω εγώ, να μπει το νερό στο αυλάκι, μετά θα τρέχει μόνο του.

Την προσευχή θα την βοηθήσει, όπως είπαμε, ή σιωπή των χειλιών, να μη έχουμε παρρησία και υπερηφάνεια. Είναι πάρα πολύ μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή ή υπερηφάνεια. Όταν θα προσεύχεσθε, μόλις θα γεννά το μυαλό λογισμούς, θα κατηγορείτε τον εαυτόν σας συνεχώς – συνεχώς για να μη σηκώσει κεφάλι ή υπερηφάνεια μέσα. Ματσούκι, ξύλο. «Είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…», ώστε ό εγωισμός να μη σηκώσει κεφάλι καθόλου. Τίποτε να μη σκέπτεται ό άνθρωπος εκείνη την ώρα, μονάχα να προσπαθήσει να προσεύχεται μετά φόβου. Όσο περισσότερο την καλλωπίζει την προσευχή, τόσο μεγαλύτερη πρόοδο θα έχει. Θα το δοκιμάστε και θα δείτε και θα με συγχωράτε.

Όπως όταν πάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και έχει πολλά γλυκά, και εκείνο,και το άλλο- έχει πάστες, έχει καραμέλλες, έχει και σοκολάτες. Έτσι όταν πάμε και στο πνευματικό ζαχαροπλαστείο, θα έχει πολλά γλυκά και όποιο θα σου δώση ό ζαχαροπλάστης εκείνο και θα πάρης. Εμείς θα κάνουμε το καθήκον μας, θα ρυθμίσουμε την προσευχή, θα ταπεινωθούμε και ότι στείλει ό Θεός, εκείνο δικός του λογαριασμός είναι. Εμείς οφείλουμε να κάνουμε όλη αυτή την τυπικότητα, ό δέ Θεός θα δώση την ουσία στην προσευχή. Αλλά όσο πιο ταπεινά θα προσευχόμαστε τόσο πιο πολλή ωφέλεια θα έχουμε. Ιδίως θέλει προσοχή τού νου επάνω στα λόγια της ευχής, χωρίς να σκεπτόμαστε απολύτως τίποτα. Έδώ είναι το έπίκεντρον όλης της υποθέσεως. «Αδύνατον πλανηθήναι τον άνθρωπον προσευχόμενον ούτως». Δεν μπορεί ποτέ να εισχώρηση πλάνη στον άνθρωπο, όταν προσεύχεται έτσι. Μόνον όταν ό νους φαντάζεται εκείνο και το άλλο και προσεύχεται, από εκεί μόνο ξεκινάει ή πλάνη. Και τότε κάνουμε μια προσευχή φαντασιώδη και θα νομίζουμε ότι είδαμε κάτι ενώ στην ουσία μάς πλανά ό διάβολος, ότι είδαμε το Χριστό και θα προσπαθεί να τον κάνη πιο όμορφο και να τον βάλλει στο θρόνο. Και θα τού την χαλάη ό σατανάς και θα αγωνίζεται και θα χτυπιέται ό άνθρωπος και θα περνά ή ώρα και δεν θα κάνη τίποτε.

Αυτά δεν τα ξέραμε όταν ήμασταν στον κόσμο, δεν είχαμε αυτή την λεπτομέρεια, την διδαχή αυτή απ’ τον πνευματικό μας, και προσευχόμασταν και με φαντασίες, προσευχόμασταν έτσι και αλλιώς. Δεν μάς παρεξηγούσε βέβαια ό Θεός, γιατί δεν ξέραμε. Αλλά το θέμα είναι να διδαχθούμε πράγματα στην πράξη γενόμενα και όχι στη θεωρία, και ότι πηγάσει απ’ αυτήν την προσευχή είναι γνήσιο και δεν είναι από τη φαντασία, ούτε το φαντασθήκαμε διότι μάς ήρθε ένας συναισθηματισμός, όταν π.χ. είδαμε μια ωραία Παναγία και την φαντάστηκα μετά στην προσευχή. Ποιος μπορεί να αποδώσει αυτό στη θεία χάρι, και να πει ότι δεν είναι από την φαντασία και την ηδονή του μυαλού και από συναισθήματα αυταρέσκειας. Άλλ’ εκείνο πού θα πηγάσει από τον άμετεώριστον νουν και από το Όνομα τού Χριστού είναι γνήσιο.

Λοιπόν, έτσι θα προσευχόμαστε απ’ εδώ και πέρα. Αυτός ό τρόπος θα γίνει πλέον κανών προσευχής, διότι θα μάς βοηθήσει πολύ να δούμε τα πάθη μας, τα σφάλματά μας. Όλος ό κόπος αυτός θα μάς βοηθήσει να συμμαζέψουμε το νου μας. Διότι το φως, το πέρα – δώθε, το κούνημα δημιουργεί σύγχυση στο νου. Αλλά όταν στέκεται ό άνθρωπος είτε όρθιος, είτε καθισμένος, είτε γονατιστός δεν συγχύζεται ό νους. Αυτός ό τρόπος έχει πολλή ουσία μέσα. Αυτό θα το δουλέψετε και θα δείτε, μεγάλα πράγματα θα βρείτε. Αφού, πιστέψτε με, όταν λέγαμε την ευχή έτσι, αρχάριοι κι εμείς, τόση ευωδία υπήρχε, ευωδίαζαν όλα- τα γένια μας κι ακόμη από το στήθος μας μέσα έβγαινε ευωδία τόσο πολύ. Ή εκπνοή πού έβγαινε και ό αέρας πού έμπαινε, όλα ευωδίαζαν, και λέω: Τί είναι αυτή ή προσευχή! Μα το Όνομα τού Χριστού είναι! Το Όνομα του Χριστού, τί δεν έχει μέσα! Με το όνομα τού Χριστού αγιάζονται τα τίμια δώρα, με το Όνομα του Χριστού γίνεται ή βάπτισις, έρχεται το Αγιον Πνεύμα, οι Άγιοι άνάσταιναν τούς νεκρούς. Με το Όνομα του Χριστού γίνονται όλα.

Ένας νηπτικός Πατέρας λέει: Όταν κυριεύση ή προσευχή, την ώρα πού Θα βγαίνει ή ψυχή του ανθρώπου, θα βγει με την προσευχή. Πού να σταθούν οι δαίμονες κοντά της; Το Όνομα του Χριστού θα είναι το όπλο της. Θα είναι τεθωρακισμένη ή ψυχή με την προσευχή. Πώς είναι δυνατόν να την πλησιάσουν οι δαίμονες; Τόσο μεγάλη είναι ή ωφέλεια. Γι` αυτό, όπως λέει ό Άγγελος πού δίδασκε τον Άγιο Παχώμιο, πολλοί άνθρωποι γραμματισμένοι άφησαν τα γράμματα και τις σπουδές και τα συγγράμματα τους και άδολέσχησαν σ’ αυτήν την προσευχή και αγίασαν.

Όπως γράφει ή ερημίτης Φωτεινή, οι ακολουθίες είναι όπως το μεροκάματο το καθημερινό. Δούλεψα; πήρα και έφαγα. Δεν δούλεψα, την έπαύριο δεν έχω τίποτα. Έτσι είναι τα τυπικά της εκκλησίας. Αλλά ή προσευχή ή άδιάλειπτος και νοερά δεν είναι μόνον μεροκάματο, αλλά φέρνει πολλά χρήματα και βάζεις και στην τράπεζα και γίνεσαι πλούσιος. Μόνο διά της προσευχής αυτής ό άνθρωπος έρχεται στην άπάθεια. Ούτε από την πολλή μελέτη, ούτε απ’ τα πολλά ψαλσίματα ποτέ Ο άνθρωπος έφθασε στην απάθεια.

Η απάθεια έρχεται μόνον διά της νοεράς προσευχής. Θα μισήσει μόνος του και την άργολογίαν και την παρρησίαν, θα προσπαθεί να ξεμοναχιάζεται ό άνθρωπος να μη χάση αυτό το πράγμα.

Αυτό εύχομαι να σάς δώση ό Θεός, την αίσθηση της προσευχής αυτής. Και όταν την γνωρίσετε στην πράξη, τότε θα δείτε και θα εννοήσετε καλά – καλά τα πράγματα πού σάς λέω. Τώρα πολύ – πολύ μπορεί να μη με εννοείτε, αλλά μετά πού θα ’ρθή ή χάρις τού Θεού, τότε θα καταλάβετε και θα πείτε: ”Α, καλά μάς έλεγε ό Γέροντας. Και την ημέρα πού θα πηγαίνετε στις εργασίες σας θα βλέπετε να λέτε «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή, «ελέησον με» στην εκπνοή. Θα είναι προσευχή χωρίς κομποσκοίνι. Θα λέγεται μόνη της και θα δημιουργείται ή θέρμη, και ή θέρμη θα φέρει μετά όλα τα καλά.

Έκδοσης Ιεράς Μονής Φιλοθέου ‘Αγίου Όρους. Κεντρική διάθεσις: «Όρθόδοξος Κυψέλη». Τηλ.: 2310212659 – Φάξ: 2310207340.

«Ὕστατη Ὥρα»



Ἐπισκέφθηκα πρό τεσσάρων περίπου δεκαετιῶν ἅγιον γέροντα στά Κατουνάκια. Τόν παρεκάλεσα νά μοῦ πεῖ λόγον πνευματικῆς οἰκοδομῆς, ἀλλά καί κάποιες συμβουλές γιά τίς δυσκολίες καί τά σημεῖα τῶν καιρῶν. Ἀρνήθηκε κατ’ἀρχήν, ἀλλά στήν ἐπιμονή μου κάμφθηκε καί ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Τί νά σᾶς πῶ, πάτερ μου; Αὐτόν τόν πολιτισμό θά τόν καταστρέψει ἡ πορνεία».
Ἀνήσυχος, ἔψαξα στούς Πατέρες καί συγκεκριμένα στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί σύν τοῖς ἄλλοις, ἀνέγνωσα τό παρακάτω: « Τὶ δὲ εἶναι ἡ πορνεία; Ἐξῆλθε ὁ τότε λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἐντελῶς ἄοπλος καὶ τοὺς κατεδίωκε πλῆθος ὁπλιτῶν. Καθὼς λοιπὸν ἔφθασαν ἕως τὴν θάλασσα, οἱ πρῶτοι διωκόμενοι, οἱ δεύτεροι διώκοντες, μὲ τὴν δύναμι καὶ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν ράβδο καὶ τὸ χέρι τοῦ Μωϋσέως, δικάζει τοὺς δύο ἐκείνους ἡ θάλασσα· στοὺς πρώτους ὑποχωρεῖ σχισμένη στὴν μέση καὶ τοὺς δίνει ἀκίνδυνη διέλευση, τοὺς δὲ διῶκτες, ἀφοῦ ἐπανῆλθε στὴν θέση της, τοὺς ἔβγαλε νεκροὺς σ’ἐκείνους τοὺς γειτονικοὺς αἰγιαλούς· καὶ ἔτσι τοὺς ἄοπλους κατέστησε πάνοπλους, ἀφοῦ ἐσκύλευσαν τοὺς ἐκβρασθέντες νεκρούς. Ἔπειτα τὶ ἔγινε; Διέρχονται τόπους καὶ χῶρες κατοικούμενες καὶ ἀκατοίκητες ἀήττητοι, νικῶντας ὅλους ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀντιστάθηκαν.
Ἀλλ’ὅταν ἔπεσαν σὲ πορνεία, τόσο κατὰ κράτος νικήθηκαν, ὥστε νὰ πεθάνουν ἀμέσως στὸν πόλεμο τότε εἰκοσιτρεῖς χιλιάδες... καὶ ἂν δὲν ἐξιλέωνε τὸν Θεὸ ὁ Φινεὲς ποὺ ἀπὸ ζῆλο μ’ἕνα κτύπημα φόνευσε μαζὶ μὲ τὴν πορνευόμενη τὸν διαπράττοντα τὴν βρωμιὰ καὶ ἀναχαίτισε τὴν πράξι, θὰ χανόταν ὅλο τὸ γένος δοκιμαζόμενο ἀπὸ τὴν θεία ὀργὴ ἀπὸ τὴν παρανομία τῆς πορνείας. Σὲ σᾶς δέ, ὅτι ἐνεργεῖται αὐτὸ τὸ θεομίσητο πάθος, ποιὸς δὲν τὸ γνωρίζει; Δὲν ὑπάρχει μάλιστα κανεὶς νὰ ἐμποδίσῃ,... ἐνῶ μερικοὶ καὶ συμπράττουν σ’αὐτό, ἂν καὶ ὁ ἀπόστολος λέγει, “μὲ αὐτοὺς δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε νὰ συντρώγωμε”(Α’Κορ. 5,11)· γι’αὐτὸ εἴμαστε ὅλοι ἄξιοι θανάτου καὶ πανωλεθρίας»(Παλαμικόν Ταμεῖον,σελ.828,παρ.3, ὉμιλίαΛΘ’ Ἐν Λιτῇ ..., ΕΠΕ 10,494-496. PG 151,488B-D).
Σκέφθηκα τότε καί τώρα ἐντονώτερα, ὅτι χρεωστοῦμε σέ ὅλους καί ὀφείλουμε νά κηρύξουμε εἰλικρινή μετάνοια κι’ἐπιστροφή στόν Οὐράνιο Πατέρα, δηλαδή ἐπιστροφή στήν Ἑλληνορθόδοξη, Ρωμαίϊκη Παράδοση, ὅπως αὐτήν τήν ἐξέφρασαν κυρίως ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, κ.ἄ. .
Ἄνευ καθαρότητας καί ταπείνωσης, τό τέλος τῆς Νέας Ἐποχῆς καί ὅλων αὐτῶν ὅσων ἐπενδύουν στήν διάπραξη καί διαιώνιση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν καί τοῦ χοιρώδους βίου προοιωνίζεται τραγικό.
Ἐρωτῶ σε φίλε γνήσιε, μήπως καί αὐτή ἡ ἀσύδοτη ἐπέλαση τῶν λαθρομεταναστῶν στή χώρα μας καί σ’ὅλη τήν Εὐρώπη γίνεται ἐσκεμμένα καί προγραμματισμένα ἐξαιτίας τῆς κτηνώδους παιδεραστίας, τοῦ βορβορώδους κιναιδισμοῦ καί κάθε αἰσχρῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, πού κατακλύζουν τίς ψυχές καί τά σώματα τῶν Εὐρωπαίων, ὅπως ἐπίσης καί τῆς παράνομης ἐμπορίας ὀργάνων σώματος; Ἄραγε ψάχνουν «ὕλη» γιά νά κορέσουν τά ἀκόρεστα διαβολικά πάθη τους - ἀφοῦ ἡ κάθε εἴδους πορνική διαστροφή ἔχει γίνει τρόπος ζωῆς καί καύχησης γιά τούς περισσοτέρους - ξερριζώνοντας ἀνθρώπους ἀπό τίς πατρογονικές τους ἑστίες, ἀδιαφορώντας γιά τόν πνιγμό πολλῶν στή Μεσόγειο; Δέν γνωρίζω, περιμένω ἀπάντηση.
Ἐν τούτοις, ἄκουσα κίναιδο πρώην Ὑπουργό καί νῦν Βουλευτή τῆς Γερμανικῆς Βουλῆς πού ἔστειλε μήνυμα μέσῳ τῆς γερμανικῆς τηλεόρασης ἔχοντας σκοπίμως δύο νεαρούς λαθρομετανάστες δίπλα του· συνέστησε λοιπόν, ὦ τῆς βλασφημίας, εἰ δυνατόν ὅλοι οἱ πολίτες τῆς Εὐρωζώνης νά τόν μιμηθοῦν!!! Ἐπίσης στήν ἑλληνική τηλεόραση ἄκουσα Ὑπουργό χώρας τῆς Εὐρωζώνης πού ἐπισκέφθηκε τήν Ἑλλάδα προσφάτως, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε ἀπό τόν Πρωθυπουργό μας «εὐχές», «βίον ἀνθόσπαρτον» γιά τόν κίναιδο πρωθυπουργό τῆς πατρίδας του καί τόν φίλο του, πού βρίσκονταν σέ «γαμήλιο ταξίδι». Αὐτό κι’ἄν εἶναι κατάντημα!!!
Διαβάζουμε ἐπίσης στό Παλαμικό Ταμεῖο, σελ.747, παρ.17: « Ὁ χοιρώδης βίος λόγῳ τῆς ἄκρας ἀκαθαρσίας του ὑπονοεῖ κάθε πάθος, χοῖροι δὲ εἶναι ὅσοι κυλίονται στὸνβόρβορο τῶν παθῶν αὐτῶν. Ὅταν ἐκεῖνος ( ὁ ἄσωτος) ἔγινε προϊστάμενος τούτων, ὡς πρῶτος ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς στὴν ἡδυπάθεια, δὲν μποροῦσε νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, δηλαδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ λάβῃ κορεσμὸ τῆς ἐπιθυμίας του» (Ὁμιλία Γ’ Εἰς τὴν κατὰ τὸν... ἄσωτον τοῦ Κυρίου παραβολήν, ΕΠΕ 9,94. PG 151,41C).
Σ’αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ἦλθε κατά νοῦν τό ἑξῆς: Ἡ δύναμις ἐκείνη πού θά μποροῦσε νά ἀναχαιτίσει καί νά ἀνατάξει τήν καταστροφική πορνική αὐτή λαίλαπα εἶναι ἡ πίστις καί ἡ ἐπιστροφή στόν Σωτῆρα, Βασιλέα καί Μεσσία Χριστό. Ἑπομένως, χρειάζεται ὁ ἐπανευαγγελισμός στήν πατρίδα μας.«ὅτι πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾶ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»(Α’Ἰωάν.,κεφ.ε’,στ.4). Σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τόν ἠγαπημένο μαθητή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει: «Πιστεύομε στὸν Θεό, καὶ πιστεύομε τὸν Θεό· ἄλλο τὸ ἕνα καὶ ἄλλο τὸ ἄλλο. Πραγματικὰ πιστεύω τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες καὶ ἀληθινὲς τὶς ὑποσχέσεις ποὺ μᾶς ἔδωσε· πιστεύω δὲ στὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι φρονῶ περὶ αὐτοῦ ὀρθῶς. Πρέπει δὲ νὰ τὰ ἔχομε καὶ τὰ δυό, νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ καὶ στὰ δύο καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε ἔτσι, ὥστε καὶ νὰ πιστευόμαστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βλέπουν σωστὰ καὶ πιστοὶ νὰ εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ πίστις, καὶ ὡς πιστοὶ ἀκριβῶς νὰ δικαιωνόμαστε ἀπὸ αὐτόν·...»(Παλ.Ταμ., σελ.808, παρ.1).
Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέει: «Τὸ κυριότερο εἶναι νὰ ξεκινᾶ κανεὶς ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅ,τι κάνει! Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι δίκαιος, ἔχει τὸν Θεὸ μὲ τὸ μέρος του. Καὶ ὅταν ἔχει καὶ λίγη παρρησία στὸν Θεό, τότε θαύματα γίνονται. Ὅταν κανεὶς βαδίζει μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια. Βαδίζει μὲ τὸν Χριστό. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Τὴν δικαιοῦται. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Ἀπὸ ’κεῖ καὶ πέρα νὰ μὴ φοβᾶται τίποτε.Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ἀναπαύεται ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι στὴν κάθε ἐνέργειά μας, καὶ τότε θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπαναπαύεται σ’ ἐμᾶς» (Λόγοι Α’, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο).
Αὐτά διδάσκουν οἱ Ἅγιοι· δηλαδή ποῦ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ Θεία Βοήθεια, ἡ ὁποία ἀναπαύει, παρηγορεῖ καί ἁγιάζει τίς ψυχές καί τά σώματά μας. Ἐκ τῶν ἀνωτέρῳ ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι βρίσκονται σέ πλάνη καί σύγχυση καί μακράν τῆς Ἀληθείας καί τῆς Ζωῆς, προσφέροντας κακή ὑπηρεσία, ὅλοι οἱ δῆθεν ἄπιστοι, ὅπως ἐπίσης καί ἐκεῖνοι πού ἰσχυρίζονται ὅτι πιστεύουνἐνῶ ζοῦν ὡς ἄπιστοιἀρνούμενοι de facto τόν Βασιλέα Χριστό, ὡς μόνο καί μοναδικό Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου, ἀμφισβητώντας τίς ἐντολές Του. «τὶς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν. πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει»(Α’Ἰωάν., κεφ.β’, στ.22-23). «Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς[1]» προειδοποιεῖ ὁ μαθητής τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἀληθείας,Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁ ἠγαπημένος, ὁ ἐπιστήθιος φίλος καί παρθένος.
Ἐν κατακλεῖδι, τίθεται αἴφνης τό ἐρώτημα: Ὑπάρχει ἄραγε τήν ὕστατη αὐτή ὥρα ἡ δυνατότητα ἀνάνηψης καί ἀντιστροφῆς τοῦ φοβεροῦ αὐτοῦ κινδύνου πού ἐπικρέμεται ἐπί τάς κεφαλάς μας οὕτως ὥστε, ἀφοῦ συνέλθουμε καί ἀναστηθοῦμε ἐν Χριστῷ, νά ἀποκτήσουμε, ὅλο τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πού κατά τόν Ἅγιο Νεκτάριο εἶναι ὁ ὑγιής ὀφθαλμός τοῦ κόσμου, τό φρόνημα τοῦ Ἰησοῦ μας[2];
Πέπεισμαι ΝΑΙ, ΜΠΟΡΟΥΜΕ, μέ ὅπλα τήν μετάνοια, τήν Εὐχή, τό Ὀρθόδοξο φιλότιμο, τήν ἁπλότητα, καθαρότητα καί ταπείνωση.

«ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 
ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟ». 

Ἰδού καί ἡ ἀπόδειξις ἐκ στόματος Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας ἐργάτης ποὺ δούλευε πολὺ· δούλευε γιὰ τρεῖς ἐργάτες, καὶ γι’αὐτὸ οἱ Πατέρες τοῦ ἔδιναν διπλὸ μισθό. Ἐρχόταν καμμιὰ φορὰ καὶ ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὸν «Τίμιο Σταυρό». Μιὰ φορὰ ποὺ ἦρθε τοῦ εἶπα: «Ἐκεῖ πού δουλεύεις, νὰ λὲς τὴν εὐχή, γιὰ νὰ ἁγιάζεται καὶ ἡ δουλειὰ ποὺ κάνεις». Μὲ ἄκουσε μὲ ἁπλότητα καὶ συνήθισε νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἔρχεται μιὰ μέρα καὶ μοῦ λέει: «Κοιμᾶμαι, καὶ στὸν ὕπνο μου λέω τὴν εὐχή. Καὶ ὅταν ξυπνάω, συνεχίζει ἡ εὐχή. Νιώθω μέσα μου χαρά». «Ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζη», τοῦ λέω. Κοσμικὸς ἄνθρωπος καὶ εἶχε φθάσει σὲ τέτοια κατάσταση! 
- Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν αὐτενέργητη εὐχή, ἔχει καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη; 
- Ἔμ, τότε ἔχει φθάσει σὲ καλὴ κατάσταση. 
- Πῶς φθάνει, Γέροντα, κανεὶς στὴν αὐτενέργητη εὐχή;
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ἔχει συνέχειακατὰ νοῦ τὴν ἀχαριστία του, τότε πιέζεται ἡ ψυχὴ φιλότιμα καὶ ζητάει ταπεινὰτὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ...» (Λόγοι στ’, Περὶ Προσευχῆς, σελ.168).

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ:
Εἴθε ὁ καλός Θεός νά φωτίζει τόν Ὀρθόδοξο λαό μας, ἄρχοντες καί ἀρχομένους, καί διά τοῦ Παρακλήτου νά παρακαλέσει τίς ψυχές μας, ὁδηγῶντάς τες σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, στήν Μυστηριακή Ζωή, αὐτήν πού βίωναν καί βιώνουν οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἥρωες καί οἱ Εὐεργέτες τῆς πατρίδος μας.
Μακάρι ὁ Τριαδικός Θεός καί ὁ Σωτῆρας Χριστός, ὁ Μεσσίας, νά μήν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἑλλάδα μας λόγῳ τῶν ἀνομιῶν μας καί εἴθε ἡ Σταυρική Θυσία καί ἡ Ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ νά ὁδηγοῦν πάντας ἡμᾶς σέ κοινωνία μαζί Του διά μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Ἀμήν.

Πρεσβ. Αθανασίου Μηνά,
[1]Α’Ἰωάν., κεφ.β’, στ.26.
[2]«τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»(Πρὸς Φιλ.,κεφ.β’,στ.5)

Να ''κυνηγάμε''την ευχη

Στήν ώρα τής διακονίας (εργασίας) μας, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε, αντί νά αργολογήσουμε, αντί νά συζητήσουμε, αντί να πούμε ιστορίες, αντί νά πούμε πνευματικά, καλύτερα είναι νά λέμε τήν "ευχή". Γιατί μέσα καί στά πνευματικά ακόμη θά υπάρχει καί μία κατάκριση, ένα κουτσομπολιό, μία αργολογία, μία μεμψιμοιρία,, θά υπάρξουν αστεϊσμοί, διάφορα.
Όταν μάς έρχεται διάθεσις γιά συζήτηση, όταν μάς πιάνει πλήξη, μάς πιάνει στενοχώρια, νά ξέρετε είναι γιατί δέν κυνηγάμε τήν "ευχή". Νά τήν κυνηγήσουμε, όπως τήν κυνηγούσαν οί Πατέρες οί άγιοι, όπως τήν κυνήγησαν πνευματικοί άνθρωποι στόν κόσμο καί αισθάνθηκαν τήν Χάρι τού Θεού. Γιορτές καί Κυριακές πού έχουμε περισσότερο χρόνο νά λέμε τήν "ευχή" (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), νά τόν εκμεταλευώμαστε τόν χρόνο.


Από τό βιβλίο: Γερόντισα Μακρίνα - Λόγια Καρδιάς, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας οδηγήτριας Πορταριά Βόλου. 

Αδιάλειπτη μνήμη του Θεού


Εξομολογήθηκες και κοινώνησες. Συγχαρητήρια! 
Εύχομαι τα θεία Μυστήρια να ζωογονήσουν το πνεύμα σου, να φέρουν την καρδιά σου πιο κοντά στον Κύριο, να δώσουν νόημα στη ζωή σου και να οχυρώσουν την ψυχή σου, για να μπορέσεις, αποκρούοντας αποτελεσματικά τις επιθέσεις του εχθρού, να ευαρεστήσεις τον Θεό. 

Πάνω απ’ όλα, πάντως, εύχομαι και ελπίζω να βιώνεις τη χαρά της σωτηρίας που έφερε ο Ιησούς Χριστός. Γιατί ο Χριστός βρίσκεται τώρα μέσα σου. Και όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί είναι και η σωτηρία...


Κάποτε ταξίδευε ο Κύριος με τους μαθητές Του στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Ξέσπασε, όμως, ανεμοθύελλα και το πλοίο τους κινδύνευε. Στο μεταξύ ο Ιησούς είχε αποκοιμηθεί. Οι απόστολοι Τον ξύπνησαν φοβισμένοι. «Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!», φώναξαν. Εκείνος τότε επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία, κι έγινε γαλήνη. Ύστερα είπε στους μαθητές Του: «Πού είναι η πίστη σας;» (Λουκ. 8:22-25). 

Όποιος έχει πίστη στον Χριστό, όποιος είναι μαζί με τον Χριστό, δεν πρέπει να φοβάται. Ο Χριστός, λοιπόν, είναι τώρα μαζί σου! Μη φοβάσαι μήτε την εσωτερική μήτε την εξωτερική ταραχή. Κράτα ζωντανή την πίστη σου στον Κύριο και στη βοήθειά Του, και η καρδιά σου θα πει με βεβαιότητα: «Κι αν ακόμα πορευθώ, Κύριε, μέσ’ από μέρη που τα σκιάζει ο κίνδυνος του θανάτου, δεν θα φοβηθώ ότι μπορεί να πάθω κάποιο κακό, γιατί Εσύ είσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22:4), Όλοι όσοι κοινωνούν, μπορούν να ψάλλουν: «Ο Κύριος των δυνάμεων είναι μαζί μας. Βοηθός μας είναι ο Θεός του Ιακώβ» (Ψαλμ. 45:8).
Τώρα που έχεις ανακαινιστεί από τη θεία χάρη, τώρα που έχεις ενισχυθεί από το θείο έλεος, τώρα που έχεις αλλοιωθεί από τη θεϊκή παρουσία, βάδισε στο δρόμο του Κυρίου, που διάλεξες με τόση φιλοτιμία. Βάδισε σ’ αυτόν το δρόμο ως το τέλος της ζωής σου, έχοντας ως βακτηρία στην πορεία σου την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Αγωνίσου επίμονα να κρατάς στο νου σου τον Θεό, ώσπου η μνήμη Του να μη σ’ εγκαταλείπει πια. Ο Κύριός μας βρίσκεται, σε κάθε τόπο και σε κάθε στιγμή, μαζί μας, δίπλα μας, μέσα μας. Εμείς, όμως, δεν είμαστε πάντα μαζί Του, γιατί, δεν Τον θυμόμαστε. Γι’ αυτό, άλλωστε, κάνουμε και πράγματα που ποτέ δεν θα κάναμε, αν Τον θυμόμασταν. Αγωνίσου, λοιπόν, ν’ αποκτήσεις την ευλογημένη αυτή συνήθεια. Δεν χρειάζεται παρά θέληση καιεπιμονή. Και δεν έχεις παρά απλώς να θυμάσαι πως ο Κύριος είναι κοντά σου, βλέπει τι κάνεις και γνωρίζει τι σκέφτεσαι. Στην αρχή θα δυσκολευτείς λίγο να κρατήσεις μέσα σου αμετάπτωτη αυτή τη σκέψη. Με τον καιρό και με την προσπάθεια, όμως, θα συνηθίσεις να την κρατάς. Σιγά-σιγά θα γίνει μόνιμο βίωμά σου. Και τότε θα δεις τη λυτρωτική επίδρασή της στην ψυχή σου, που θα πλημμυρίσει από ευλάβεια και θείο φόβο.
Εμείς οι ορθόδοξοι, για την ευκολότερη απόκτηση της αδιάλειπτης μνήμης του Θεού, έχουμε μιαν ειδική μέθοδο, την επανάληψη της σύντομης προσευχής «Κύριε, ελέησον!» ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν!». Αν ποτέ δεν έχεις ακούσει γι’ αυτή την προσευχή, που λέγεται ευχή του Ιησού, κι αν ποτέ δεν την έχεις κάνει, άρχισε από τώρα να την επαναλαμβάνεις. Όταν κάθεσαι, όταν βαδίζεις, όταν εργάζεσαι, όταν τρως, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι στο κρεβάτι, λέγε χωρίς διακοπή και με προσήλωση της προσοχής στις λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με!». Έπειτα από καιρό, η ευχή θα στερεωθεί στη γλώσσα και στο νου σου, κι έτσι θα επαναλαμβάνεται μόνη της. Η αδιάλειπτη αυτή προσευχή αποτρέπει τη διάχυση και περιπλάνηση των λογισμών, εμπνέει το φόβο του Θεού και συντηρεί την ευλάβεια.
Να είσαι ευδιάθετη και χαρούμενη τώρα που μπαίνεις στο δρόμο του Κυρίου, το δρόμο που οδηγεί στην ουράνια βασιλεία. Ο Χριστός και η πάναγνη Μητέρα Του να σε βοηθήσουν!

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλεἰστου, «Ο δρόμος της ζωής», εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός – Αττικής)

Τό κομποσχοίνι, ὅπλο προσευχῆς

Κάποιο μοναστήρι μέ πολλούς μοναχούς τό ἐπισκέφθηκε ἐντεταλμένο ὄργανο τῆς τάξεως. Ζήτησε τό Γέροντα τῆς μονῆς.
Ὁ Γέροντας νόμιζε ὅτι ὁ ἐπι­σκέπτης θά ζητοῦσε νά ἐξομολογηθεῖ. Με­τά ἀπό ὀλιγόλεπτη πνευματικοῦ ἐπιπέδου συνομιλία, διατυπώθηκε εὐθέως ἡ ἐρώτηση στό Γέροντα:
Γέροντα ἔχετε στό μοναστήρι σας ὅπλα;
Ἀμέσως ὁ γέροντας βγάζει ἀπό τήν τσέπη του ἕνα κατοστάρι κομποσχοίνι καί τοῦ ἀπαντᾷ. Καί βέβαια παιδί μου ἔχουμε πολλά ὅπλα ἐδῶ. Κάθε μοναχός ἔχει τό δικό του ὅπλο. Ὁ «ἐντεταλμένος» τοῦ ἀπαντᾷ: Ἀφῆστε τα Γέροντα αὐτά καί ἐπιτρέψτε μου μαζί μέ τή συνοδεία πού βρίσκεται ἐδῶ κοντά νά κάνουμε ἔρευνα στή Μονή σας, γιατί ἔχουμε καταγγελία ὅτι ἔχετε κρυμμένα ὅπλα. 

Ναί, παιδί μου, λέγει ὁ Γέροντας, νά κάνετε ὅ­που θέλετε ἔρευ­να, μόνο σᾶς παρακαλῶ νά σεβα­στεῖ­τε τήν ἱερότητα τοῦ χώρου καί τήν ἡσυχία τῶν πατέρων.
Πράγματι ἔγινε ἡ διατεταγμένη ἔρευνα καί βρέθηκαν στό μο­ναστήρι τριπλάσια τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν «ὅπλα» διαφόρων με­γεθῶν. Παρουσιάστηκε λοιπόν ὁ ὑ­πεύθυνος στό Γέροντα καί τοῦ ζήτησε συγγνώμη γιατί δέν βρέθηκε κανένα φονικό ὅπλο, ἀλλά πάμπολλα κομποσχοίνια. Ὁ γέροντας τοῦ χάρισε ἕνα ἀπό κάθε μέ­γεθος μέ τήν παράκληση νά τά χρησιμοποιεῖ. Ἔκτοτε ὁ ἀστυνο­μι­κός πήγαινε στό Γέροντα γιά νά μαθαίνει νά χρησιμοποιεῖ αὐτό τό ὅπλο καί νά ὠφελεῖται πνευματικά, ψυχολογικά, βιοτικά.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντα περιλαμβάνει τά κάτωθι:
Ἐν πρώτοις χαίρομαι, παιδί μου, γιατί ἡ ἐν γένει συμπερι­φο­ρά σου ἦταν ἄψογη. Ἔδειξες ὑποταγή στήν ὑπηρεσία σου πού σοῦ ἀνέ­θεσε αὐτήν τήν ἐντολή. Ἡ ἔρευνα πού ἔκανες μαζί μου ἦταν ἐξονυχιστική, ἀλλά ἔδειξες τόν ἁρμόζοντα σεβασμό στούς πατέρες πού ἀσκοῦνται καί ἐργάζονται ἐδῶ καί σέ ὅλα τά πράγματα, ἀντικείμενα, σκεύη ἁπλᾶ καί ἱερά, στά πάντα.

Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἔχεις τίς προϋποθέσεις γιά νά χρησιμοποιήσεις τό ὅπλο πού ἀσταμάτητα εἶδες νά χρησιμο­ποιεῖται στήν ἱερά μας Μονή.

Σοῦ ἀνέφερα, ὅτι εἶναι ὅπλο καί εἶναι ὅπλο κατά τοῦ Διαβόλου καί τῆς πολυμήχανης συνοδείας του. Ἐμεῖς ὅμως δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό Διάβολο, παρά μόνο ὅ­που χρειάζεται γιά νά καταλάβεις τή χρήση τοῦ κομπο­σχοινιοῦ.

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, παιδί μου, δέν εἴμαστε μονοφυσῖτες. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε καί ὑπάρχει ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος, πραγματικός ἄν­θρωπος. Ἔτσι καί μεῖς ἔχουμε τήν ἀνθρώπινη φύση πάνω μας, ἀλλά μέ τά ἱερά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόμαστε καί πολῖτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γιαυτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ πνευματικά γυμνάσματα, πνευματικές ἀσκήσεις. Χρησιμοποιεῖ ὅμως καί ὑλικά μέσα γιά νά μετέχουμε στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στή Βασιλεία Του. Χρησιμοποιεῖ τό νερό, τό κρασί, τό ψωμί, τό λάδι, τό θυμίαμα, τό θυμιατό, τά κουδουνάκια του, τά ἱερά σκεύη, τά ἄμφια, τίς εἰκόνες, τόν ἱερό Ναό. Μαζί μέ αὐτά καί τό κομποσχοίνι.

Ἐπειδή ἡ προσευχή εἶναι το πιό δύσκολο ἔργο μας καί ὁ Νοῦς μας διασπᾶται ἀστραπιαῖα ὡς μεταπτωτικός, ἐφεῦρε ἡ Ἐκκλησία μας αὐτό τό ἁπτό ὑλικό μέσο πού μᾶς βοηθάει νά κάνουμε πιό προσεκτικά τήν προσευχή. Ἔτσι ὄχι μόνο ὁ Νοῦς καί ἡ καρδιά πιό προσεκτικά μετέχουν στήν προσευχή ἀλλά μετέχει καί τό σῶμα μας. Καί τό σῶμα ἔχει ἄμεση τή Χάρη τῆς προσευχῆς, γιά νά ἀντέχει στόν ἀγῶνα τῆς καθημερινότητας. Ἄν τό σῶμα ἀσθενεῖ καί πάλι ἡ προσευχή μέ τό κομποσχοίνι τό βοηθάει νά ἀντέχει στήν ἀσθένεια καί μέ τήν παροχή τῆς θείας Χάριτος νά θεραπεύεται.

Τό κομποσχοίνι ὡς ὕλη προέρχεται ἀπό μαῦρες ὡς ἐπί τό πλεῖστον μάλλινες κλωστές. Τό μαῦρο χρῶμα θυμίζει τό μαρτύριο τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης ἀποκαλοῦσε εἰρωνικά τούς κληρικούς τῆς ἐποχῆς του μελανοχίτωνες, ἐπειδή φοροῦσαν μαύρους χιτῶνες, σύμβολο πένθους γιά τήν ἄδικη Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας. Συνεχίζουν μοναχοί καί κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νά φέρουν πάνω τους τά μαῦρα ράσα, μή λησμονοῦντες τό μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί χαίροντες γιατί, εἰκονίζοντες τό μαρτύριό Του, δίνουν τή σταυρική μαρτυρία πού ὁδήγησε στήν Ἀνάσταση. Γιαυτό στίς ἱερές Ἀκολουθίες καί στή θεία Λειτουργία οἱ κληρικοί ἐκτός ἀπό τό ἕνα ἐσωτερικό μαῦρο ράσο πού οὐδέποτε ἀποβάλλουν, φοροῦν τά λαμπρά διαφόρων χρωμάτων ἱερά ἄμφια πού διαλαλοῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Σταυροαναστάσιμη εἶναι ἡ ἔν­δυση τῶν κληρικῶν. Ἀσφαλῶς σταυροαναστάσιμη θά πρέπει νά εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ ζωή τους καί ἐντός τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἐν ὥρᾳ ὑπηρεσίας καί ἐκτός αὐτοῦ διακηρύσσοντας παντοῦ, σέ κάθε ἀνθρώπινο στέκι τή σημασία τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Εἴπαμε ὅτι ἡ ὕλη τοῦ κομποσχοινιοῦ εἶναι ἀπό μάλλινες κλωστές. Μαλλί ἀπό κάποια ἀθῷα ζῷα, ἀπό πρόβατο ἤ κατσίκι. Βλέπεις, παιδί μου, ὅλα θέλει νά τά ἐξαγιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Κάνοντας τό κομποσχοίνι θά ἐννοήσεις κάποια στιγμή τί σημαίνει ὅτι ὁ Νέος Παράδεισος εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ἀποστολική Ἐκ­κλη­σία, ἡ Ὀρθόδοξη ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία.

Τώρα πρέπει νά μάθεις σωστά πῶς χρησιμο­ποι­οῦ­με τό κομποσχοίνι. Τό κρατοῦμε μέ τό ἀριστερό μας χέρι. Γιατί μέ τό δεξί κάνουμε τό Σταυρό μας σέ κάθε κόμπο πού ἐναλλάσσουμε μέ τό ἀριστερό χέρι. Αὐτά τά κομποσχοίνια πού κάνουμε μαζί τό Σταυρό μας σέ κάθε κόμπο, τά ὀνομάζουμε σταυρωτά. Ὅταν περνᾶμε τό κομποσχοίνι χωρίς ταυτοχρόνως νά κάνουμε σταυρούς, τά ὀνομά­ζουμε περαστά. Ὅποιο ἀπό τά δύο θέλεις καί μπορεῖς, μπορεῖς νά τό κάνεις, ἤ σταυρωτό ἤ περαστό.

Κάθε ἕνας κόμπος εἶναι πλεγμένος ἀπό ἐννέα σταυρούς. Στά σταυρωτά κομποσχοίνια σέ κάθε κόμπο κάνουμε καί ἕνα σταυρό μέ τό χέρι μας. Ἐννέα οἱ σταυροί κάθε κόμπου καί ἕνας ὁ σταυρός πού κάνουμε μέ τό χέρι μας, δέκα σταυροί. Ἄν πολλαπλασιάσουμε τούς ἑκατό κόμπους ἐπί δέκα σταυρούς μᾶς δίνουν τό γινόμενο τῶν χιλίων σταυρῶν. Γιά σκέψου, παιδί μου, τί χαρισματική δύναμη κρύβει ἕνα κομποσχοίνι τῶν ἑκατό κόμπων. Καί νά φαντασθεῖς ὅτι οἱ μοναχοί ἔχουν ὡς καθημερινό κανόνα νά κάνουν μόνοι τους τριακοσάρια κομποσχοίνια, ὄχι ἕνα, ἀλλά πολλά, ἀνάλογα μέ τή βαθμίδα τοῦ μοναχισμοῦ στήν ὁποία βρίσκεται ὁ κάθε μοναχός.

Γιαυτό σοῦ παρομοίασα, ὅταν πρωτογνωριστήκαμε, τό κομποσχοίνι μέ τό ὅπλο. Εἶναι πολύ δυνατό ὅπλο τό κομποσχοίνι. Κρύβει ἀτομική ἐνέργεια πολλῶν μεγατόνων.

Πολλά θαύματα ἔχουν γίνει μέ τό κομποσχοίνι. Ὀφείλονται στήν τόσο ἁπλῆ ἀφανῆ χαρισματική δύναμή του. Τά πιό πολλά θαύματα εἶναι τά θαύματα νεκραναστάσεων ἀνθρώπων βαθιά πεσμένων στήν ἁμαρτία καί ἀνέλπιστα ἐπιστρεφόντων μέ μετάνοια στό Χριστό καί στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή κάποιος πιστός ἤ κληρικός ἀ­φιερώνει μερικά κομποσχοίνια γιά κάποιον ἀπομακρυ­σμένο ἀπό τή θεία Χάρη καί ὁ πρώην ἄσωτος ἐπιστρέφει ἐκ καρδίας στόν Κύριο. Αὐτή θά πρέπει ἀσφαλῶς καί νά εἶναι ἡ βάση τῆς παιδαγωγίας μας πρός τήν ἐπερχόμενη γενιά τῶν νέων. Ἡ προσευχή γιά τά παιδιά μας καί τά ἐγγόνια μας μέ τό κομποσχοίνι θά κάνει θαύματα στήν ἀγωγή τους. Τόσο στήν κατά κόσμο προκοπή τους ὅσο καί στόν κατά Χριστό καταρτισμό τους τό κομποσχοίνι θά ἀνοίξει δρόμους, προοπτικές, διάκριση καί μέσα μας καί μέσα τους, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν ὀξεῖες ἀντιπα­λό­τη­τες, ἀλλά ἔστω καί μετά ἀπό πόνο καί κλυδωνισμούς στίς σχέσεις μας, νά ἔρχεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη καί ἀλληλο­περιχώρηση.

Στό κομποσχοίνι μποροῦμε, στούς πρώτους τρεῖς-τέσσερις κόμπους, νά ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ μας, τοῦ δικοῦ μας ἤ οἱουδήποτε ἄλλου γιά τόν ὁποῖο θέλουμε νά προσευχηθοῦμε. Συνεχίζουμε τό κατοστάρι κομποσχοίνι ἀναφέροντας φυσικά πρῶτα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τή συγκεκριμένη φράση «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ».

Εἶχα ἀκούσει στό ἁπλό κελί τοῦ ἁγίου Γέροντα π. Πορφυρίου νά λέει ψιθυριστά «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» μόνο. Τό ἐπανέλαβε μερικές φορές. Μέ τήν ἀγάπη καί τή λατρεία πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ πού συνδέονταν αὐτές οἱ τρεῖς μοναδικές λέξεις, δημιουργοῦσαν, στόν κάθε πλησίον του εὑρισκόμενο καί συνομιλοῦντα ἀφύπνιση, πόθο, ἀγάπη καί λατρεία πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ἀγάπησε ἔτσι ἀορίστως καί ὑπερβατικῶς, ἀλλά σταυρούμενος καί θανατούμενος. Ἔτσι γίνεται μιά ἁγία μετάδοση ἀγάπης. Ἀπό τόν Σταυρωθέντα καί Ταφέντα Κύριο ἔρχεται τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης συνδυασμένης μέ τό Σταυρό, τήν Ταφή Του καί τήν Ἀνάσταση. Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη πλημμυρίζει τήν ψυχή, τήν καρδιά καί τό σῶμα τοῦ προσευχομένου. Διά τοῦ προσευχομένου μεταδίδεται ἡ Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός αὐτόν γιά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ προσευχή μέ τό εὐλογημένο κομποσχοίνι. 

Λέγοντας ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα, ὁ παπποῦς ἤ ἡ γιαγιά προσευχές γιά τά παιδιά τους μέ τό κομποσχοίνι μεταδίδεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στά παιδιά. Τήν ὥρα τοῦ κομποσχοινιοῦ πού πρωτίστως ἐπικαλούμαστε τό ὄνομα καί τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δημιουργεῖται ἡ καλύτερη υἱκή σχέση πρός τό Χριστό μας. Σχέση εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά τά ἄφθονα ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά, μέ τά ὁποῖα μᾶς κατακλύζει καί σχέση ταπεινῆς παράκλησης καί θεοφιλοῦς ζητια­νιᾶς γιά τό καλό τῶν ἄλλων, δικῶν μας καί ξένων. Μέσα στήν ἱερή ἡσυχία τῆς προσευχῆς μέ τό κομποσχοίνι βάζουμε καί τό ὄνομα τοῦ πιθανῶς ἀτίθασου ἤ παραστρατημένου παιδιοῦ μας. Νοερά τό ἔχουμε μαζί μας. Πνευματικά καί νοερά τό βάζουμε μπροστά στό Χριστό. Μέσα σ’ αὐτήν τήν Τριαδική χαρισματική σχέση - ὁ Χριστός, ἐμεῖς, τό παιδί μας - χάνεται κάθε ἐμπάθεια, θλίψη, ἀπογοή­τευση, ἐγωι­σμός, ἐπιμονή κτλ. Βλέποντας ὁ θυσιασθείς γιά χάρη μας Κύριος, ὅτι μέ ἀληθινή ἀγάπη καί ὄχι ἐγωιστική, προσευχόμαστε γιά τό παιδί μας ἤ γιά κάποιον ἄλλον, δίνει τή Χάρη Του καί γίνονται τά θαύματα τῶν νεκραναστάσεων πού προαναφέραμε.
Ἐκτός τούτου ὅμως ἄμεσα ὠφελεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἐπι­καλού­μενος τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε τό ἐπικαλεῖται γιά δική του προσωπική ὠφέλεια εἴτε καί γιά ὠφέλεια κάποιου ἄλλου. 

Ὁ Χριστός μας πολύ ἀγαπᾶ κάθε μέ πόνο προσευχόμενο ἄν­θρωπο καί ἀρχοντικά, θεϊκά βοηθάει. Πρωτίστως βοηθάει πνευμα­τικά, ἀφοῦ θέλει νά ζοῦμε κατά Θεόν. Ὁ ἴδιος χανόταν ἀπό τούς μαθητές Του καί παραδινόταν στήν προσευχή πρός τόν Πατέρα Του. Μᾶς ἔχει διασωθεῖ αὐτή ἡ ὑπέροχη προσευχή Του πρός τόν Πατέρα Του, μετά ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε, καί ὡς τέλειος πραγματικός ἄν­θρω­πος, τή δύναμη νά πεῖ ἐν ὑπακοῆ: «οὔχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ’ ὡς Σύ», ὑπερβαίνοντας τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἐκ τῆς ὁποίας εἶχε πεῖ στόν Πατέρα του: «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτή­ριον τοῦτο».

Ἐμεῖς πού ὡς ἄνθρωποι κοινοί ἔχουμε τόσα πάθη, τόσες στεναχώριες, τόσες ἀρρώστιες, τόσα βάσανα, γιατί βαριόμαστε νά ξεκινήσουμε τήν προσευχή;

Πολλά πάθη μας καί πολλά ἁμαρτήματά μας θά εἶχαν διορθωθεῖ, ἄν μετά ἀπό τήν ἱερά ἐξομολόγηση κάναμε τό κομπο­σχοίνι μας εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος. 

Τό κομποσχοίνι μᾶς θεραπεύει τήν ψυχή, κόβονται τά πάθη καί ζεῖ ὁ προσευχόμενος τή μυστική χαρά τῆς πνευματικῆς θεραπείας, ἀλλά καί τῆς ψυχολογικῆς θεραπείας. Ὅλες οἱ ἀπο­τυχίες μας τῆς ζωῆς, ἄν ἔφταναν στό κομποσχοίνι, δέν θά μπλέκαμε μέ ἀπέλ­πιδες θεραπεῖες καί πολλά-πολλά φάρμακα. Δέν ἀποφα­σίζουμε νά ἀγωνι­σθοῦμε μέ τό κομποσχοίνι, ἀλλά προ­τιμᾶμε νά τρέχουμε ἐναγωνίως στούς γιατρούς, στίς διάφορες ἀπόπειρες θερα­πειῶν καί στά πολλά φάρμακα. Ἀφήσαμε τό πρῶτο θεραπευτήριο, πού εἶναι τό κομποσχοίνι, γι’ αὐτό παγιωνόμαστε στόν ἀνθρώπινο τρόπο θεραπείας καί μάλιστα πολλές φορές τρέχουμε καί σέ ἐναλλακτικές ὕπουλες θεραπευτικές μεθόδους πού ὄχι μόνο δέν μᾶς κάνουν καλά, ἀλλά καί γινόμαστε χειρότερα πνευματικά καί ψυχολογικά.

Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει «ὁ Θεός ἔδωκε τόν ἰατρόν». Ὁ π. Πορφύριος συνιστοῦσε νά μήν ἐμπιστευόμαστε τήν ὑγεία μας στούς ἐναλλακτικούς. Νά ἐμπιστευόμαστε τήν κλασσική ἰατρική, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν ὑποτιμοῦσε τούς ἐπιστήμονες καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά μετά ἀπό τό Θεό.

Τό κομποσχοίνι ἄριστα μπορεῖ νά συνδυασθεῖ μέ τίς διάφορες ἱερές Ἀκολουθίες, ἀκόμα καί μέ τή Θεία Λειτουργία. Πόσες φορές στίς ἱερές Ἀκολουθίες, μά καί στή θεία Λειτουργία ἀκόμα, ἀφαιρούμαστε. Ὁ Νοῦς μας δύσκολα συμμαζεύεται. Χρειάζεται καμτσίκι γιά νά συγκε­ντρωθεῖ. Αὐτή τήν ἱερή διακονία προσφέρει τό κομποσχοίνι. Ὅταν τό κρατᾶς στό χέρι σου, θά θυμηθεῖς ἀκό­μα καλύτερα νά τό χρησιμοποιήσεις ἀκόμα καί μέσα στή θεία Λειτουργία. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι τό κομποσχοίνι καί ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» μέσα στή θεία Λειτουργία σέ μπερδεύουν. Σκέπτεσαι, λέγουν, τήν εὐχή καί δέν προσέχεις στά λόγια καί στά τελούμενα τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἐμπειρία ὅμως ἔχει ἀποδεί­ξει ὅτι τρανώνεται ἡ προσευχή μας, ἀφοῦ ἐξυγιαίνεται καί τρανώνεται καί ἡ προσοχή μας. Μπορεῖ βέβαια σέ μερικά σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας νά παύει, νά σιωπᾷ ἤ νά χαλαρώνει ἡ εὐχή μέ τό κομποσχοίνι. Ἡ ἐνέργεια ὅμως τῆς εὐχῆς δίνει τά χαρίσματα πού προαναφέραμε, τῆς τρανῆς προσοχῆς καί τῆς νηπτικῆς καθαρῆς προσευ­χῆς, ἔρχεται ἡ θεία κατάνυξη στήν ψυχή, τήν καθαρίζει, τή χαριτώνει καί ὁ Νοῦς πιά παραμένει ἀκίνητος στή χαρά καί τή χάρη τῆς θείας Λειτουργίας, ἤ τῶν ἄλλων ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ψευδοδίλημμα ἑπομένως εἶναι ἤ τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» θά λέμε ἤ τήν θεία Λειτουργία θά παρακολουθοῦμε. Τό κομποσχοίνι καί ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἀλληλοπεριχω­ροῦ­νται, δένουν γερά τό Νοῦ καί τήν ψυχή μας μέ τήν καθαρή προσευχή καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε θαυμαστό, ἀποτέλεσμα βαθιᾶς εἰρήνης, ταπεινοφροσύνης, χαρᾶς καί πληρότητας ἀπό τή μυστική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού παρέχει μόνος Αὐτός τά παραπάνω Χαρίσματα, ἔστω ὡς δείγματα στήν ψυχή τοῦ προσευχομένου καί μέ τό κομποσχοίνι καί ἐκτός ἀλλά καί ἐντός τοῦ πανίερου ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας Λειτουργίας.

Ὅλα τά παραπάνω τά συνειδητοποίησα ἐντονότερα στήν Ἀριζόνα, στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντω­νίου, μέσα σέ μία Λειτουργία πού εἶχε ὅλο τό παρθένο, τό γνήσιο, τό αὐστηρό ἁγιορείτικο Τυπικό. Ἔβλεπα ὅλους τούς μοναχούς νά χρησιμοποιοῦν τό κομποσχοίνι τους σχεδόν καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς θ. Λειτουργίας. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων Δώρων, δέν περιγράφεται ἡ ἱερά ἡσυχία καί ἡ δύναμη τῆς μυστικῆς προ­σευχῆς τῶν μοναχῶν καί τῆς κατανυκτικότατης ψαλμωδίας τῶν ἱεροψαλτῶν.

«Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦ­μεν Κύριε…» ἀκούγεται νά προφέρει ἱερομελωδικώτατα ὁ προεξάρχων ἱεροψάλτης, καί μέχρι νά ἀκουσθεῖ τό «καί δεόμεθά Σου ὁ Θεός ἡμῶν» ξεφεύγουν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἐφραίμ μυστικότατα τρεῖς λέξεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἀπετέλεσαν τό ἀποκορύφωμα ὅλης τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καί τῆς ἱεροτελουμένης θείας Λειτουργίας. Πληρώθηκε ὅλος ὁ ἱερός χῶρος μέ ἀσύλ­λη­πτη χάρη πού ἀποτυπώθηκε στίς ψυχές καί στά πρόσωπα ὅλων τῶν συνδαιτημόνων αὐτῆς τῆς μεταμεσονυκτίου θείας Λειτουργίας. Ἔμπρακτα τεκμηριώθηκε μέσα μου ἡ βεβαιότητα τῆς συνεργασίας και συλλειτουργίας τῆς εὐ­χῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί τῆς θεόπνευστης Χρυσοστομικῆς θείας Λειτουργίας.

Πολύ χρήσιμο εἶναι καί γιά τήν προκοπή στήν παροῦσα ζωή ἀλλά καί γιά τήν ἑτοιμασία μας πρός τήν αἰώ­νια, οἱ νέοι μας καί οἱ νέες μας, εἰ δυνατόν καί τά μικρά παιδιά νά μαθαίνουν τή δύναμη τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» ἀλληλοπεριχωρούμενη μέ τήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τῶν πολλῶν πλεγμένων Σταυρῶν τῶν κόμπων τοῦ κομποσχοινιοῦ. Ὅπλο ἀήττητο θά κατέχουμε ἅπαντες κατά τῶν μεθοδιῶν τοῦ διαβόλου, ὅπλο καί ἀ­σπίδα οὐράνιας προστασίας, θείας παραμυθίας, ἀντοχῶν καί πνευματικῶν ἀγώνων γιά τήν πορεία μας ἀπό τήν παροῦσα ἐπί γῆς στρατευομένη μας Ἐκκλησία πρός τήν θριαμβεύουσα, τή Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Μέ τήν εὐχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσῳ τοῦ κομποσχοινίου ἐπιτυγχάνεται ἡ πολυπόθητη ἕνωση τοῦ Νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Ὅλες οἱ ἐπί μέρους ψυχικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου συνενώνονται, ἀφοῦ πρωτίστως συγκροτεῖται μιά ἐνιαία ἀχώριστη ἑνότητα Νοῦ καί Καρδιᾶς. Ὁ Νοῦς φωτεινός καί κεκαθαρμένος, κεκαθαρμένη Καρδία καί μαζί ὅλες οἱ ἐπί μέρους ψυχικές λειτουργίες καί δυνάμεις συγκροτοῦν τήν ἐν Χριστῷ ἀνα­γεννημένη προσωπικότητα.

Γιαυτό καί οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί καί οἱ μοναχές δέν ἐγκαταλείπουν τό κομποσχοίνι συνεχίζοντες τή δοκιμασμένη ἁγία Παράδοση μέ κύριο ἐκφραστή αὐτῆς τῆς ἱερᾶς πνευματικῆς ἐργασίας τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί συνεχιστές ὅλους τούς μετά ἀπό αὐτόν Ἁγίους Πατέρες.

Ἔτσι ὁ Νοῦς συμμαζεμένος μέσα στήν καρδιά ζεῖ ἐν Χριστῷ, λογίζεται τό Χριστό, ὅπως καί ἡ καρδιά ζεῖ τίς δυνατές ἐμπειρίες, τήν ἄρρητη γλυκύτητα τῆς ἀκτί­στου Χάριτος τῆς Παναγίας Τριάδος. Τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀρχετυπικά, ὄχι μόνο τήν πρώτη πρό τῆς πτώσεως ζωή τοῦ Παραδείσου, ἀλλά καί τίς ἐν Χριστῷ ἀκατάπαυστες πνευματικές ἐμπει­ρίες πού δέν σταματοῦν, ὅπως δέν σταματοῦν καί οἱ ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἡ ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή εἶναι ἀτελεύτητη στήν τελειότητά της. Αὐτό τό θαῦμα τῆς ἀτελεύτητης τελειότητας συνιστᾷ καί τή χαρά καί τήν πανευφρόσυνη δυναμική ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καί προσπαθειῶν τοῦ ἀγωνιζομένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Γιατί πρίν κἄν φθάσει ὁ ἐν Χριστῷ ἀγωνι­στής σ’ αὐτήν τήν ἀτελείωτη τελειότητα, καί στήν ἀρχή καί στό μέσο καί σ’ ὅλους τούς ἐνδιάμεσους πειρασμούς καί σ’ ὅλες τίς ἐνδιάμεσες περιπέτειες, δίνει ὁ Κύριος δῶρα πνευματικά γιά νά ἐνισχύεται ὁ πιστός ἀγωνιστής πρός τό ἀτέλειωτο τέλος καί γιά νά προαπολαμβάνει μερικῶς ἤ ὅσο ὁ Κύριος ἐπιτρέπει, τήν πανευφρόσυνη μακαριότητα τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς.

Περνώντας λοιπόν τό ἕνα κομποσχοίνι μετά τό ἄλ­λο, διανύο­ντας ὅλη τήν ἀγωνιστική προσευχητική διαδρομή ἀντιλαμβάνεται ὁ ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅτι καταξιώνονται ὅλα τά βήματα, ἕνα πρός ἕνα, ἕως ὅτου φθάσει στό ἀτέλειωτο τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πληρότητος καί τελειότητος.

Νά γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες καί γενικῶς ἡ συνείδηση τῶν ἀληθινά πιστῶν δέν παραδέχονται τό νεόδμητο ὅρο καί τόν ἀποτρόπαιο θεσμό τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.

Ὅσο κι’ ἄν τραυματισθεῖ, ὅσο καί ἄν ἀσθενήσει τό βιολογικό ὄργανο τοῦ Νοῦ, ὁ ἐγκέφαλος, ἀπό ὁποια­δήποτε αἰτία, ἡ ἐνέργεια τοῦ Νοῦ, ἡ περιουσία μιᾶς ζωῆς, ἡ μόρφωσή του, τό φῶς του, ἡ χάρη του δέν χάνονται. Συμμαζώνεται ὁ Νοῦς ἐντός τῆς καρδιᾶς, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἔχει πλέον τή δική του δυναμική νά συνεργάζεται μέ τά τῆς καρδίας ἕως ὅτου ἐκπληρώσει τό κοινό χρέος τῆς παρούσης ζωῆς ἐντός τῆς στρατευομένης Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας καί μεταβεῖ στήν αἰώνια, στή Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. 

Σέ ἕνα μεσοδιάστημα, ἐκεῖ πού εἶναι ἕτοιμος ὁ ἀγωνιστής τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγωνίστρια νά τά ἐγκαταλείψει ὅλα γιατί δέν βλέπει εἰς ἑαυτόν πνευματική προκοπή ἀσφαλῶς καί ὁ πολύ καλός μας Κύριος, ὁ θυσιασθείς δι’ ἡμᾶς, δέν ἀφήνει τό φιλότιμο καί φιλόπονο πλᾶσμα Του, ἀλλά δροσίζει μέ τή χαρά τῶν δακρύων, πού εἶναι φίλημα Θεοῦ κατά τούς ἁγίους Πατέρες μας καί ἐγγύηση ὅτι θά ἔχει καί περισσότερη, ἀρχοντικότερη βοήθεια ἀπό τόν Πανοικτίρμονα Κύριο. Βέβαια ὁ μισόκαλος δέν θά μείνει ἀπαθής μπροστά στήν πνευματική νηπτική ἐργασία τῆς εὐχῆς διά τοῦ κομποσχοινιοῦ.

Γιαυτό καί ὀφείλει, ἔχει ἀνάγκη, ὁ ἐργάτης αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἐργασίας νά πληροφορεῖ τόν πνευματικό ου πατέρα γιά τίς δυσκο­λίες, τούς πειρασμούς καί τά τυχόν περίεργα πού συναντᾷ στό διάβα αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνα. 

Ἔτσι θά φτάσει σ’ ἐκείνη τήν ὁριακή κατάσταση πού θά φτά­σουμε κάποια «εὐλογημένη» στιγμή ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ ἥλιος θά σκοτισθεῖ καί ἡ σελήνη δέν θά ἔχει πλέον νά δίνει τό παρήγορο φῶς της. «…καί σεισμός μέγας ἐγένετο, καί ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καί ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, καί οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τήν γῆν, ὡς συκῆ βάλλει τούς ὀλύνθους αὐτῆς ὑπό ἀνέμου μεγάλου σειομένη, καί ὁ οὐρανός ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον, καί πᾶν ὄρος καί νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν». (Ἀποκ. ς΄ 12-14) Χαμός θά γίνεται ἀπό παντοῦ, πανικός σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐκεῖνος πού θά μπορέσει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου «σωθήσεται» μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιά νά καταφέρει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, θά πρέπει διά βίου νά ἔχει ἀσκηθεῖ σ’ αὐτό τό ἱερό ἔργο, ἔργο τῆς παρούσης ζωῆς, καί ἱερό ἔργο πού ἄκοπα, παραδεισιακά θά συνεχίζεται στήν αἰώνια μετά τοῦ Κυρίου μας ζωή.

Παραπλήσια προσωπική ἐμπειρία μου προέρχεται ἀπό τήν πε­ριπέτεια τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ μου πατρός τοῦ π. Γεωργί­ου Πικριδᾶ. Διαγνώστηκε ἄνοια μετά ἀπό τραυματισμό του σέ τρο­χαῖο. Ἤ προϋπῆρχε ἡ ἄνοια καί ἐξ αὐτῆς λόγῳ ἐλλείψεως προσο­χῆς ἐπῆλθε ὁ τραυματισμός ἤ λόγῳ τραυματισμοῦ ἐπιδεινώθηκε ἡ ἄ­νοια. Προχωρώντας ὁ καιρός ἡ γενική του κατάσταση χειροτέ­ρευε. Κάποια χρόνια καθηλώθηκε στό σπίτι μή μπορώντας νά μιλή­σει καθαρά καί νά περπατήσει. Μόνο μέ τό «Πι» ἔκανε μερικά βήματα.
Ὡστόσο καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς περιπέτειάς του, τῆς ἄνοιας, ποτέ δέν ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα του κάτι ἀνόητο. Ὁ Νοῦς πλήρως ἀσθενής, ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Νοῦ ὑγιεστάτη διά τῆς θείας Χάριτος πού εἶχε ἑλκύσει μέ τίς πολλές πνευματικές ἐν Χριστῷ ἐργα­σίες καί ἀσκήσεις. Ἀνταποκρινόταν ἄριστα στό ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως πού δέν ἐγκατέλειψε μέχρι τά τέλη του, ἐφόσον καταλάβαινε ὁ ἴδιος ἀλλά καί ἐμεῖς ὡς ἐξο­μολογούμενοι ὅτι μποροῦμε νά ἀντλοῦμε ἀπό τήν ὑγιᾶ σοφία τοῦ τραυματισθέντος, ἀλλά μή ἀκρωτηριασθέντος ποιμαντικά πνευματικοῦ μας πατέρα. 

Αὐτή ἡ κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἐνῷ ἐπέμενε καθημερινά, ἄρρωστος ἄνθρωπος, νά διαβάζει μόνος του ἤ μέ τήν πρεσβυτέρα του ὅλες τίς ἀκο­λουθίες τοῦ νυχθημέρου ἤ μερι­κές ἀπό αὐτές νά τίς ἀκού­ει καί νά συμμετέχει νοερά – πνευματικά ἀπό τό ραδιοφωνικό Σταθμό τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι πού συνέβη καί τό ἔσχατο μοιραῖο ἀτύχημα. Ἐγκαύματα ἀπό βρα­­στό νερό τοῦ λουτροῦ ὑπῆρξαν αἰτία τῆς μαρτυρι­κῆς, ἀλλά μακαρίας ἐξόδου του.

Στή διπλανή αἴθουσα τῆς Ἐντατικῆς τοῦ νοσοκομείου ἡ ἐλαχιστότητά μου καί ὁ π. Ἰωάννης Σαρρῆς τελούσαμε ἱερό Εὐχέ­λαιο ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς ὑγείας του καί αὐτός ὁ μακάριος θεούμενος ἄνδρας ἔψαλε εὐθυμῶν, ἐνῷ ἔσβηνε ὅλος ὁ κύκλος τῆς παρούσης ζωῆς καί ἀνοιγόταν στήν μετά τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ αἰώνια.

Ἄν ὑποτεθεῖ, ὅτι κάποιος κοσμικός ἄνθρωπος πού δέν τόν γνώριζε ἀπό πρίν, τόν ἐπισκεπτόταν πρίν ἀπό τό τέλος περίπου τῆς δοκιμασίας του, μέ ἔντονα ὀρθολογική κριτική διάθεση, θά μποροῦσε ἴσως νά τοῦ καταλογίσει «γεροντική ἄνοια», ὅταν τόν ἄκουγε νά λέγει βραδύγλωσσα μέν, ἀλλά αἰσιόδοξα, ὅτι σέ λίγο θά γίνω καλά, θά ξεμπερδευθεῖ ἡ γλῶσσα μου καί θά μπορῶ νά λει­τουρ­γῶ καί νά κηρύττω. Ἐμεῖς αὐτονόητα δικαιολογούσαμε τήν «ἀφέλεια» αὐτή τοῦ ἀνδρός, γιατί εἶχε τήν ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι τελειώνει ὅσον οὔπω τό μικρό κατ’ αὐτόν μαρτύριο καί ἐπίκειται ἡ ἀτελεύτητη εὐφροσύνη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.

Ἄλλο ἕνα παράδειγμα πού δείχνει τήν ἐνάργεια τοῦ Πνεύματος παρά τήν βιολογική βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα π. Πορφύριο. Εἶχε πεῖ εἰς ἀνύποπτο χρόνο στήν ἐκλεκτή ἀδελφή Μ... νά κάνει μέ ἐπιμέλεια τά ὡς ἄνω ἀναφερόμενα πνευματικά της καθήκοντα γιά νά «ἔχει ἀπόθεμα ὅταν θά τή βρεῖ τό κακό στό κεφάλι». Κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί θά τῆς συμβεῖ. Μετά ἀπό χρόνια ἀσθένησε μέ κακοήθη ὄγκο στόν ἐγκέφαλο, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀπεδήμησε εἰς Κύριον. Ὁ σύζυγός της καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς νόσου βρισκόταν στό πλευρό της καί συνεννοοῦντο μέ ἕναν ἄλλο μυστικό, χαρισματικό τρόπο. Βεβαιώνει ὁ σύζυγος ὅτι ἦταν οἱ καλύτερες μέρες τῆς συζυγικῆς τους ζωῆς.

Στήν παροῦσα ταπεινή ἀναφορά μας, ἀσφαλῶς καί δέν μποροῦμε ἰατρικά καί ἐπιστημονικά νά προσεγγίσουμε τήν ἐγκεφαλική νόσο. Ὅμως δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε μέ τούς ὑποστηρικτές τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Οἱ ὀξυνούστατοι καί πνευματέμφοροι ἅ­γιοι Πα­τέρες μας βλέπουν εἰς βάθος τό θέμα τῆς νόσου τοῦ ἐγκεφάλου. Θεόσδοτη οἰκονομία διατηρεῖ ἐντός τῆς Καρδίας τήν ἐνέργεια τοῦ Νοῦ, πού ἀποκτήθηκε μέ μόχθο, ἀσκήσεις καί Χάρη Θεοῦ καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς. Ποιός μπορεῖ νά ἐπέμβει, ἐκτός τῆς θείας βουλῆς, καί νά συντάμει αὐτήν τήν ἔσχατη συλλειτουργία Νοός, Καρδίας καί Θείας Χάριτος;

Κατά τή λειτουργία τοῦ κομποσχοινίου λέγοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μιλᾶμε στόν Κύριο μέ ἄκρα ταπείνωση. Ψελλίζοντας τό «ἐλέησόν με» δέν ἐννοοῦμε τήν προσφορά κάποιου εὐτελοῦς δώρου ἀλλά τό «γεννηθήτω τό θέλημά Σου» δηλαδή τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σύ γνωρίζεις ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος Ἀναστη­μέ­νος ἄνθρωπος τί εἶναι τό συμφέρον μου, ἐπίγειο, ὑπερκόσμιο καί αἰώνιο. Σύ κάνε ὅ,τι καλύτερο νομίζεις τόσο γιά μένα, ὅσο καί γιά τούς ἀγαπημένους μου ἀνθρώπους, τούς ὁποίους ἀσφαλῶς καί ἀγαπᾶς ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπό μένα, τούς ἀγαπᾶς θεϊκά. Συνεργῶ καί ἐγώ ταπεινά μαζί Σου ζητώντας, ἀφοῦ Σύ εἶπες «αἰτεῖτε καί δοθήσεται, κρούετε καί ἀνοιγήσεται· πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Στό «ἐλέησόν με» τό με ἐννοεῖ ἐμένα, τόν ἐλάχιστο δοῦλο Σου, τούς δικούς μου, ὅλους τούς ἀδελφούς τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅσο δέ γιά τήν Πατρίδα μας πού ἀνηλεῶς σήμερα σφυροκο­πεῖται πρός ἀφανισμό, μέ τό «ἐλέησόν με» ἐννοοῦμε μέ ἐν Χριστῷ ἀγάπη νά ἐλεεῖ ὁ Θεός καί τούς «εὐσε­βεῖς» ἤ «ἀσεβεῖς» κυβερνῆτες μας, καί ὅλους ἐκεί­νους πού μέ τίς κακές τους ἤ καλές τους πράξεις καί κινήσεις μποροῦν τελικά νά ἀναγκασθοῦν ἤ νά εὐδοκήσουν νά φροντίσουν γιά τό καλό, τήν εὐημερία, τήν εὐταξία καί τή σωτηρία τῆς πατρίδος μας καί τῶν ἀγωνιστῶν-βιοπαλαιστῶν πολιτῶν της. 

 Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου

Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό



Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό. Κάποτε μου ήρθε (να εξομολογηθεί) ένας μεγαλόσχημος.

Μου είπε: Έχω φθάσει, Αββά σε απόγνωση. Δεν βλέπω καμιά αλλαγή στο καλύτερο. Πως θα βελτιωθώ; Πώς θα πεθάνω για την αμαρτία; Αισθάνομαι την πλήρη αδυναμία μου. Υπάρχει άραγε ελπίδα σωτηρίας;

Βεβαίως υπάρχει. Λέγε όσο πιο πολύ μπορείς την ευχή. Και άφησε τα πάντα στα χέρια του θεού. Και ποια η ωφέλεια από την ευχή όταν δε συμμετέχει ο νους και η καρδιά;
Τεράστια ωφέλεια. Είναι γνωστό ότι η «ευχή» έχει πολλές βαθμίδες: από την απλή προφορά των λέξεων της «ευχής» μέχρι την «ευχή» την θαυματουργική. Μα έστω και στην κατώτατη βαθμίδα να βρισκόμαστε και αυτό για μας είναι ψυχικά πολύ ωφέλιμο και σωτήριο. Από τον άνθρωπο που λέγει την «ευχή» φεύγουν οι δυνάμεις του εχθρού μας. Και ο άνθρωπος αυτός γρήγορα ή αργά οπωσδήποτε θα σωθεί.

Αναστήθηκα! Αναστέναξε ο Μεγαλόσχημος. Από δω και πέρα δεν πρόκειται πια να πέσω σε ακηδία και απόγνωση. Το λέγω λοιπόν και το επαναλαμβάνω: λέτε την «ευχή» .’Έστω και μόνο με το στόμα. Και ο Κύριος δεν θα σας αφήσει.

Στάρετς Βαρσανούφιος της Όπτινα


Όλες οι προσευχές καλές και άγιες είναι, αλλά η νοερά προσευχή, είναι η βασίλισσα αυτών

Όλοι οι Άγιοι Πατέρες φωνάζουν την πρώτη θέση στη ζωή του κάθε χριστιανού την κατέχει η προσευχή. Θέλεις να κάνεις κατάσταση; Προσεύχου. Θέλεις να σωθείς; Προσεύχου. Όλες οι προσευχές καλές και άγιες είναι, αλλά η νοερά προσευχή, είναι η βασίλισσα αυτών. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. 
Απ’ αυτήν τη μικρούλα αλλά παντοδύναμη προσευχή, ξεκίνησαν οι Άγιοι Πατέρες και έγιναν φωστήρες της εκκλησίας. Λέγε συνεχώς όσο μπορείς περισσότερες φορές την ημέρα και τη νύχτα αυτή την ευχούλα και αυτή θα σε διδάξει αυτά που θέλεις, αυτά που δεν γνωρίζεις. Βιάσου σ’ αυτήν την ευχούλα. 


Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων



Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. 

Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση.

Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα.

Οσίου Πασίου Βελιτσκόφσκυ

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης και περί της Νοεράς Προσευχής

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης κατέχει από της λαμπρότερες θέσεις του ησυχαστικού και ασκητικού βίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έμαθε και τελειοποίησε την μέθοδο της ησυχαστικής προσευχής όπου αυτή μεταφέρθηκε σε άλλους ασκητές και έγινε ο τρόπος ζωής όλων των μοναχών.

Τι ακριβώς είναι ο «Ησυχασμός»; Ο Ησυχασμός είναι ο τρόπος που οι 
μοναχοί, μέσω της ησυχίας και της αδιάλειπτης προσευχής, λέγοντας την ευχή«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.»[1]φτάνουν στην θέωση όπου όταν και αν το επιτρέψει ο Θεός, να δουν το Άκτιστο Φώς. Το ευαγγέλιο δίνει την πρώτη μαρτυρία για τον ησυχαστικό τρόπο προσευχής με τον έκτο μακαρισμό «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.»[2]. Αλλά και πολλοί Πατέρες μίλησαν περί του ησυχαστικού τρόπου ζωής όπως οι Καππαδόκες, Αγ. Μάξιμος Ομολογητής, Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Αγ. Γρηγόρος ο Σιναίτης κ.α. Αυτό που άλλαξε από την εποχή των Καππαδοκών μέχρι και την εποχή του Αγ. Γρηγορίου του Σιναίτου είναι ο τρόπος προσευχής που σκοπό είχε την θεοπτία, παρόμοια όπως αυτή που είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς.»[3].

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης υπήρξε από τα λαμπρότερα παραδείγματα του ησυχαστικού τρόπου ζωής. Γεννήθηκε στο Κούκουλο των Κλαζομενών της Μικράς Ασίας.[4]
Έμαθε τα ιερά γράμματα από τους ευσεβείς γονείς και από τους διδασκάλους του.

Κατά τη βασιλεία του Ανδρονίκου Παλαιολόγου του Β’, τα μέρη των Κλαζομενών λεηλατήθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, μαζί με αυτούς και ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης. Ως αιχμάλωτοι, είχε λάβει άδεια από τους Τούρκους να μπορεί να πηγαίνει στην εκκλησία όπου προσευχόταν και έψελνε. Εκεί ο κόσμος θαύμασε την πραότητα και ωραιότητα της ψαλμωδίας του όπου πήγαν μερικοί χριστιανοί και πλήρωσαν πολλά χρήματα στους Τούρκους για την ελευθερία του, όπως και έγινε.[5]

Μετά από αυτό, πήγε στη Κύπρο όπου εκπλήρωσε τον πόθο του για τον μοναχισμό και έγινε δόκιμος κοντά σε έναν ενάρετο ασκητή. Από τη Κύπρο πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά όπου εκάρη μοναχός και έμαθε την μέθοδο του ησυχαστικού βίου. Εδώ, ασκήτευε με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, ψαλμωδία και προσευχή. Αυτό το έβλεπαν οι περισσότεροι μοναχοί και τον θαύμαζαν για την ασκητική του ζωή. Δυστυχώς όμως, μερικοί τον φθόνησαν και μη θέλοντας να στενοχωρήσει κανέναν, έφυγε με τον μαθητή του Γεράσιμο. Πήγαν στο Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο. Από εκεί πήγαν στην Κρήτη και συγκεκριμένα στους «Καλούς Λιμένες» όπου γνώρισε τον ασκητή Αρσένιο και τελειοποίησε την ησυχαστική μέθοδο προσευχής. Του έμαθε ο μοναχός Αρσένιος τη θεωρία του ησυχασμού που είναι η θεωρία και άσκηση της νοεράς προσευχής. Τα βασικά στοιχεία ήταν η φύλαξη του νού, η νήψη (καθαρισμού) της καρδιάς και η νοερά προσευχή που θα συνοδευόταν με άσκηση. Ο μοναχός Αρσένιος θεωρούσε πολύ σημαντικό να υπάρχει τελείωση στο πρακτικά αλλά και θεωρητικό βίο.

Με αυτές τις αρχές που έμαθε από την Μονή της Αγ. Αικατερίνης Σινά και από τον μοναχό Αρσένιο, πήγε στο Άγιον Όρος όπου μετέφερε αυτόν τον τρόπο ζωής και προσευχής στους αγιορείτες μοναχούς. Εκεί δέχτηκαν αυτόν τον τρόπο με πολύ ενθουσιασμό και έτσι εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο το Αγ. Όρος, μεγάλα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και στους Σλαβικούς λαούς.

Ο Γρηγόριος Σιναίτης έφυγε από το Αγ. Όρος και πήγε Κωνσταντινούπολη μετά για μικρό χρονικό διάστημα ασκήτεψε στο όρος Κατακεκρυωμένου στην περιοχή Μεσομίλιον και γύρισε πάλι στο Αγ. Όρος για να συνεχίσει την διδασκαλία στους αγιορείτες μοναχούς. Ξαναέφυγε για τα Παρόρια όπου συνέχισε την άσκηση. Εκεί πήγαν πολλοί ασκητές και ιδρύθηκαν μοναστήρια που ακολούθησαν την τακτική του Ησυχασμού.

Μεταξύ των μαθητών του που ήταν Βούλγαροι, Σέρβοι και άλλοι, σημαντικότεροι από τους Σλάβους ήταν οι βούλγαροι μοναχοί Θεοδόσιος και Ευθύμιος.[6]
Ο Θεοδόσιος (+1363) ίδρυσε μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο κοντά του Τυρνόβου και εισήγαγε τον Ησυχασμό στην Βουλγαρία. Ο Ευθύμιος ήξερε καλά Ελληνικά και μετέφρασε πολλά θεολογικά έργα και έγραψε εγκωμιαστικούς λόγους για μερικούς αγίους. Στη Ρωσία, μεταφέρθηκε από τον Κυπριανό Τσάμπλακ, μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ρωσίας. Μαθητής σημαντικός ήταν και ο Κάλλιστος Α’ (1350-1354, 1355-1363) που έγραψε και το βίο του Αγ. Γρηγορίου του Σιναίτου αλλά και τον υποστήριξε έναντι των αντιησυχαστών και ιδιαιτέρως κατά του Γρηγορίου Ακινδύνου.[7]

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης, έχοντας φθάσει σε μεγάλη ηλικία, μετά από λίγες μέρες ασθένειας, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης εργάστηκε πάνω στη θεωρία και πράξη της Νοεράς προσευχής όπου είδε το Άκτιστο Φώς. Αναφέρει συγκεκριμένα στο «Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής»[8]ότι υπάρχουν δύο τρόποι ή είσοδοι που ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη θέωση. Οι τρόποι είναι η νοερά προσευχή και η διαφύλαξη του νου, «εκατέρωθεν της νοεράς προσευχής, της δια του Πνεύματος εν καρδία ενεργουμένης, δι’ων ο νούς η προλαμβάνει αυτήν εκείσε τω Κυρίω κολλώμενος κατά την Γραφήν, η κινουμένης της ενεργείας κατά πρόοδον εν πυρί ευφροσύνης έλκει τον νούν, ή δεσμεύει αυτόν προς την του Κυρίου Ιησού επίκλησιν τε και ένωσιν.»[9]
Με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος βοηθά τον ασκούμενο να μειωθούν τα πάθη και να φτάσει στη θέωση. Με την πράξη (άσκηση) καθαρίζεται από τα πάθη ο άνθρωπος και με τη θεωρία βλέπει το Άκτιστο Φώς, εφόσον το επιτρέψει και ο Θεός για να το δει.

Η πρακτική τακτική που συμβουλεύει ο Γρηγόριος ο Σιναίτης για το πώς μπορεί ο άνθρωπος να φτασει στη θέωση είναι «Και από μεν πρωίας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τν νούν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράττει αυτόν εν αυτή. Κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, ‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με’.»[10]
Αυτή τη ευχή θα πρέπει ο ασκητής να λέει συνέχεια για να νικήσει τα πάθη του. Ο άγιος δίνει και και μια άλλη ευχή που θα μπορεί να λέει ο ασκητής αν κουραστεί. Αναφέρει «Είτα, δια το στενόν και επίπονον, ίσως και αηδώς δια το συνεχές έχων όπερ ουκ εστί δια το εν βρώμα του τριωνύμου συνεχώς εσθιόμενον, ‘οι γαρ εσθίοντες με’, φησίν, ‘έτι πεινάσουσι’ μεταλλάτων τον νούν εις το έτερον ήμισυ, λέγε ‘Υιέ του Θεού, ελέησον με.’ Και πολλαχώς λέγων το ήμισυ, συνεχώς ουκ οφείλεις εκ ραθυμίας μεταλλάττειν αυτά, ου ριζούνται γαρ τα φυτά συνεχώς μεταφυτευόμενα.»[11]
Και έναν τρόπο που δίνει ο Γρηγόριος για να μην ατονίσει ο νούς του ασκητή, είναι «ίσως δε εστίν ότε τη νοερά και συνεχεί βοή και τη εμμόνω πήξει ο νούς αθυμών, μικράς αναπαύσεως μεταλαμβάνει εν τω απολύσαι αυτόν εις το πλάτος της ψαλμωδίας από του απεστενωμένου της ησυχίας.»[12]
Με αυτόν τον τρόπο, δεν βαριέται ο άνθρωπος συνέχεια λέγοντας τη νοερά προσευχή αλλά αναπαύεται με το ψάλσιμο. Αυτή η πρακτική είναι «τάξις αρίστη και διδαχή σοφωτάτων ανδρων»[13].

Με αυτόν τον πρακτικό τρόπο, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, θα μπορέσει ο ασκητής να φτάσει στο στάδιο της θεώσεως. Αλλά προειδοποιεί τον νέο ασκητή για τους κινδύνους που μπορεί να εμφανιστούν στον δρόμο προς την θέωση. Αναφέρει «Εάν δε ιδής τας ακαθαρσίας των πονηρών πνευμάτων, ήτοι λογισμών, αναδιδόμενας ή μεταμορφουμένας εν τω νοί σου, μη θαμβηθής, καν αγαθά νοήματα πραγμάτων αναφαίνωνταί σοι, μη πρόσχης αυτοίς, αλλά κρατών την εκπνοήν, ως δυνατόν, και τον κατακαίεις και συστέλλεις αυτά, μαστίζων αυτούς αοράτως δια του θείου ονόματος.»[14]
Αλλού αναφέρει, «Πρόσεχε ουν ακριβώς, Θεού εραστά, εν γνώσει επάν εργαζόμενος το έργον, ίδης φώς ή πύρ έξωθεν ή έσωθεν, ή σχήμα δήθεν Χριστού ή αγγέλου ή ετέρου τινός, μη παραδέξη αυτό, ίνα μη βλάβην υποστής μηδε συ αφ’εαυτού, εικονικώς προσέχων, εάσης τον νούν εκτυπούν τοιαύτα. Πάντα γαρ ταύτα έξωθεν ακαίρως μετασχηματιζόμενα, προς το πλανήσαι την ψυχήν γίνονται.»[15]
Είναι επικίνδυνο να αφεθεί ο νούς σε αυτές τις «ελάμψεις» γιατί μπορεί να προέρχονται από τον διάβολο και μπορούν να σε οδηγήσουν σε πλάνη και απομάκρυνση από τον Θεό. Ακολουθεί ο Γρηγόριος Σιναίτης να δώσει την απάντηση στον ασκούμενο, οπώς να καταλάβει αν είναι κάτι από τον Θεό ή από τον Διάβολο. Λέει, «Η γαρ αρχή της προσευχής η αληθινή, η καρδιακή θερμή εστίν, η φλογίζουσα τα πάθη και ιλαρότητα η χαράν τη ψυχή εμποιούσα, αδιστάκτω πόθω και ανενδοσιάστω πληροφορία την καρδίαν βεβαιούσα. Παν γαρ το ερχόμενον εις την ψυχήν, φασίν οι Πατέρες, καν αισθητόν, καν νοερόν, και διστάζει εν τούτω η καρδία, μη παραδεχομένη αυτό, ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλ’εκ του εναντίου επέφθη.»[16]
Για αυτό είναι βασικό, ο ασκούμενος να συνεχίζει την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού και να μην αποσπάται μέχρι να φτάσει στη πραγματική (εκ Θεού) φανέρωση του Ακτίστου Φωτός. Επίσης για τη προσοχή του νέου στην άσκηση, λέει «Ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του Πνεύματος θειοτέρων, εως καιρού, ίνα μη, προσέχων τούτοις ως καλοίς, το μείζον απολέσης.»[17]
Εάν με μεγάλη προσοχή ασκήσει τον Ησυχαστικό βίο, θα μπορέσει να φτάσει στο επίπεδο της θεώσεως.

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης υπήρξε και υπάρχει από τα λαμπρότερα παραδείγματα ασκητικού, ενάρετου και ησυχαστικού βίου. Αυτός έμαθε και τελειοποίησε τον ησυχαστικό τρόπο προσευχής, με τη νοερά (καρδιακή) προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.»[18]που θα βοηθούσε τους ασκητές να φτάσουν στην θεωρία, στο να μπορέσουν να δούνε το Άκτιστο Φώς.

Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε από το βίο και έργο «Περί Ησυχίας και Περί των Δύο Τρόπων της Προσευχής»[19], συγκεκριμένα περί της «Νοεράς Προσευχής» είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει την θέωση και σωτηρία του από μόνος του. Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης μιλά για τον ασκητικό βίο και τον τρόπο που θα πρέπει να ζούνε και να προσεύχονται οι ασκητές. Αλλά δεν είναι κάτι που περιορίζεται μόνο στους ασκητές. Ο Ησυχασμός είναι η μέθοδος προσευχής που όλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να φτάσουν στην θέωση. Από τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Σιναίτου, παραλαμβάνουμε τη θεωρία και πράξη, τους δύο τρόπους που μας οδηγούν στον τελικό σκοπό μας, τη καθ’ομοίωσιν με το Θεό.

Νικόλαος Γεωργαντώνης
θεολόγος

[1] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG50, 1316 ABC
[2] Ματθ. 5,8
[3] Ματθ. 14, 2
[4] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 486
[5] Μον. Βίκτωρος Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μην Απρίλιος σελ. 116
[6] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 489
[7] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 490
[8] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 Α – 1324 Β
[9] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 A
[10] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 A
[11] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 AB
[12] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1320 D
[13] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1320 D
[14] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 BC
[15] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG50, 1324 A
[16] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1324 B
[17] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1324 A
[18] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 A
[19] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 A– 1324 B


http://themata-orthodoxias.blogspot.gr