.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεία Μετάληψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεία Μετάληψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί της πάλης με τα πονηρά πνεύματα εις τους ουρανούς

Η ζωή όλων των μακάριων εκείνων ανθρώπων, οι οποίοι με όλη την καρδιά τους αγάπησαν τον Κύριο Ιησού Χριστό και σταθερά ακολουθούν την τε θλιμμένη οδό, δια της στενής πύλης, όπως τους έδειξε Εκείνος, είναι γεμάτη αγώνα, πολύ δύσκολο αγώνα.
Τι αγώνα; Όχι με την σάρκα και το αίμα, όχι με τους ανθρώπους, αλλά με τα πνεύματα τα πονηρά εις τους ουρανούς. Η πάλη αυτή είναι πάρα πολύ δύσκολη και μακάριοι οι άνθρωποι εκείνοι, που είναι σταθεροί στον αγώνα τους.


Και πως να μην θρηνήσουμε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι τίποτα απολύτως δεν θέλουν να γνωρίζουν για τον αγώνα αυτό, και είναι έτοιμοι να μας περιγελάσουν γι' αυτή την πίστη μας στα ακάθαρτα πνεύματα, πώς να μην τους θρηνήσουμε;
Ασφαλώς και τους δαίμονες και τον ίδιο τον διάβολο τους συμφέρει πάρα πολύ, οι άνθρωποι να μην πιστεύουν στην ύπαρξή τους, να μην τους σκέφτονται, να μην νιώθουν ποτέ την εγγύτητά τους, επειδή κάθε κρυφός και άγνωστος εχθρός είναι πιο επικίνδυνος από τον φανερό και ορατό εχθρό.
Ακούστε τι λέει ο απόστολος Παύλος για τα πονηρά πνεύματα εις τους ουρανούς και για τον αγώνα εναντίον τους: { Ουκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας αξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνεύματα της πονηρίας 
εν τοις επουρανίοις } (Εφ. 6, 12).
Ω, πόσο μεγάλη είναι αυτή η καταραμένη στρατιά των δαιμόνων, αμέτρητο αυτό το μαύρο πλήθος! 
Σταθερά και ακούραστα μέρα-νύχτα προσπαθούν όλους μας, που πιστεύουμε στο όνομα του θεού, να μας παρασύρουν στην οδό της απιστίας, στη οδό του κακού και της ατιμίας.
Σ' ένα μόνα δαιμονισμένο στα Γάδαρα υπήρχε ολόκληρη λεγεώνα δαιμόνων. Όλη αυτή η στρατιά των δαιμόνων είναι εχθροί του Χριστού, εχθροί του θεού. Οι αμέτρητοι αυτοί εχθροί του θεού μόνο ένα σκοπό έχουν.
Φροντίζουν μέρα-νύχτα να μας καταστρέψουν και να μας σπρώξουν στο δρόμο του κακού, στο δρόμο της ατιμίας.
Όπως υπάρχουν εννέα τάγματα αγίων αγγέλων, τα ανώτερα τάγματα: τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι αρχές, οι εξουσίες, οι θρόνοι, οι κυριότητες, και κατώτερα: οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι, το ίδιο και στην στρατιά των πονηρών πνευμάτων υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα τάγματα, υπάρχουν αρχές και εξουσίες.
Τα ανώτερα δαιμονικά τάγματα πολεμάνε τους πιο σταθερούς, τους πιο πιστούς υπηρέτες του Χριστού, τους αγίους και τους δικαίους. Πολύ δύσκολος για τους δαίμονες είναι ο αγώνας αυτός, διότι με το όνομα του Χριστού αποκρούουν οι άγιοι όλες τις επιθέσεις τους.
Υπάρχουν και οι δαίμονες που έχουν λιγότερη δύναμη, οι οποίοι αδιάλειπτα πολεμούν εμάς τους αδύναμους χριστιανούς. Η πάλη εναντίον τους είναι πολύ δύσκολη, έπειτα η διάνοια αυτών των αγγέλων του κακού, των υπηρετών του σατανά είναι ασύγκριτα ανώτερη από τη δική μας.
Αυτοί δεν κοιμούνται, δεν τρώνε και όλο το χρόνο τους τον αφιερώνουν στο πως να αφανίσουν και να αποπλανήσουν τους ανθρώπους του Θεού. Υπάρχουν και κατώτεροι δαίμονες.
Το έργο που κάνουν αυτοί δεν είναι και τόσο δύσκολο, επειδή αυτοί ασχολούνται στο να ωθούν ακόμα πιο πολύ στο σκότος εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι αγάπησαν το σκότος πιο πολύ από το φως και το ψεύδος παρά την αλήθεια.
Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, όταν από παντού μας περικυκλώνει αυτή η στρατιά των δαιμόνων, πως μπορούμε να τους πολεμήσουμε; Από που να αντλήσουμε την δύναμη για την πάλη αυτή;
Την απάντηση σ΄ αυτή την ερώτηση την δίνει ο απόστολος Παύλος ακούστε τον: 
{Το λοιπόν, αδελφοί μου, ενδυναμούσθε εν Κυρίω και εν τω κράτει της ισχύος αυτού. Ενδύσασθε την πανοπλίαν του θεού προς το δύνασθαι υμάς στήναι προς τας μεθοδείας του διαβόλου... δια τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τη ημέρα τη πονηρά και απαντά κατεργασάμενοι στήναι} (Εφ. 6, 10-11, 13).
Ούτε με τις δικές μας δυνάμεις, ούτε με το δικό μας νου και το ζήλο μας μπορούμε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε αυτή την καταραμένη σκοτεινή στρατιά, αλλά μόνο με τη δύναμη του θεού, με τη βοήθειά Του.
Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Για να το κατανοήσουμε καλά αυτό το πράγμα ο άγιος απόστολος Παύλος παρομοιάζει την πάλη μας με την στρατιά των πονηρών ασωμάτων δυνάμεων με τον αγώνα των αρχαίων πολεμιστών.
Ο απόστολος λέει, ότι πρέπει να ζωνόμαστε, όπως το έκαναν παλαιά οι πολεμιστές, όταν ετοιμάζονταν για τη μάχη με τον εχθρό. Το ίδιο έκανα και εκείνοι που ετοιμάζονταν για ένα μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι.
Φορούσαν και αυτοί μία δερμάτινη ζώνη στη μέση τους. Για μας όμως δεν χρειάζεται να φοράμε δερμάτινη ζώνη, αλλά αντί αυτής εμείς πρέπει να ζωστούμε την αλήθεια σαν ζώνη στη θέση μας , την αλήθεια του θεού. Μόνο με την αλήθεια μπορούμε να νικήσουμε την πονηρία των δαιμόνων, διότι το μοναδικό όπλο που χρησιμοποιούν οι δαίμονες στις επιθέσεις τους εναντίον μας είναι το ψέμα, το οποίο αποτελεί και την πνευματική τους υπόσταση.
Μόνο τότε, όταν στη μέση μας θα έχουμε τη ζώνη μας θείας αλήθειας, της αλήθειας του Χριστού, μόνο τότε, όταν θα θυμόμαστε ότι δεν πρέπει να ξεκουραζόμαστε και δεν πρέπει να σταματάμε στην πορεία μας, μόνο τότε θα νικήσουμε τους εχθρούς του θεού και τους δικούς μας.
Και συμπληρώνει ο απόστολος Παύλος, ότι αυτό πρέπει ιδιαίτερα να το θυμόμαστε
{εν τη ημέρα τη πονηρά} (Εφ. 6, 13), όταν το κακό μέρα με τη μέρα θα μεγαλώνει γύρω μας. Παρακάτω ο απόστολος λέει ότι πρέπει να φορέσουμε τον θώρακα, όπως παλαιά οι πολεμιστές φορούσαν θώρακα χάλκινο ή σιδερένιο για να μην πληγώνονται. 
Μήπως χρειαζόμαστε και εμείς έναν τέτοιο σιδερένιο θώρακα; Ασφαλώς όχι, εμείς πρέπει να φορέσουμε ένα άλλο θώρακα. 
Ένας θώρακας χάλκινος ή σιδερένιος δεν τρομάζει τα πονηρά πνεύματα.
Έναν άλλο θώρακα χρειαζόμαστε, τον θώρακα της δικαιοσύνης. Το σώμα μας πρέπει να ντυθεί με την θεία αλήθεια και όχι με το σιδερένιο θώρακα. Την αλήθεια αυτή μπορούμε να την αποκτήσουμε μόνο με την ακούραστη τήρηση των εντολών του Χριστού και την αδιάκοπη προσευχή.
Αν μ΄ αυτό τον τρόπο θα εργαζόμαστε σταθερά για τον θεό, μόνο σ΄ αυτή την περίπτωση θα λάβουμε το θώρακα της δικαιοσύνης. 
Οι πολεμιστές των παλαιότερων εποχών για να προστατέψουν τα πόδια τους φορούσαν περικνημίδες. Χρειαζόμαστε και εμείς τέτοιες περικνηνίδες χάλκινες ή σιδερένιες για να προστατέψουμε τα πόδια μας από τις ραδιουργίες του πολεμίου; Όχι, καθόλου δεν τις χρειαζόμαστε αν τα πόδια μας πάντοτε θα κατευθύνονται στην οδό της ειρήνης, αν θα τα χρησιμοποιούμε για να ευαγγελιζόμαστε παντού την ειρήνη, όπως και ο απόστολος Παύλος λέει: {Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά!} (Ρωμ. 10,15).
Ω, αν τόσο ωραία θα είναι τα πόδια μας! 
Όταν θα σπεύδουμε να βοηθήσουμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθεια μας, τους δυστυχισμένους, τους ασθενείς, τους αναπήρους και τους αδυνάτους, αν θα πορευόμαστε εν βουλή των ασεβών, τότε δεν θα μας χρειάζονται καθόλου οι περικνημίδες, διότι τα πόδια μας θα προστατεύονται από τη δύναμη του Θεού και κανένα κακό δεν θα μπορέσει να τα πλησιάσει.
Παρακάτω ο απόστολος λέει ότι το κυρίως αμυντικό όπλο των πολεμιστών των παλαιοτέρων εποχών ήταν η ασπίδα, η μεγάλη και βαριά χάλκινη ασπίδα. Εμείς όμως χρειαζόμαστε μια τέτοια ασπίδα. Μπορεί αυτή να μας προστατέψει από τα φλογισμένα με τη φλόγα της κολάσεως βέλη των εχθρών μας και εχθρών του θεού; 
Ασφαλώς όχι!
Η χάλκινη ασπίδα καθόλου δεν θα μας βοηθήσει στον αγώνα μας. Εμείς έχουμε μία άλλη ασπίδα, την ασπίδα της πίστεως μας, της πίστεως στον Κύριο Ιησού Χριστό, διότι αν με όλη την καρδιά μας πιστέψουμε σ΄ Αυτόν και ακλόνητα εκτελούμε τις εντολές Του, τότε η πίστη μας σ΄ Αυτόν θα μας προστατέψει χίλιε ς φορές καλύτερα από την οποιαδήποτε ασπίδα.
Και λέει παρακάτω ο απόστολος ότι πρέπει το κεφάλι μας να το προστατεύουμε
με την περικεφαλαία, όπως το έκαναν παλαιά οι πολεμιστές, που σκέπαζαν το κεφάλι τους με σιδερένια περικεφαλαία. Εμείς όμως τι περικεφαλαία χρειαζόμαστε; Ασφαλώς όχι χάλκινη ή σιδερένια αλλά κάποια άλλη, εντελώς άλλη περικεφαλαία. Με ποια περικεφαλαία θα προστατεύσουμε το κεφάλι μας; 
Με την περικεφαλαία της βαθειάς πίστεως στον Κύριο μας Ιησού χριστό και της βαθειάς αγάπης προς Αυτόν. Ο Ιησούς με το πανάγιο στόμα Του, είπε: {Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν ευτώ}. (Ιω. 6, 56).
Ω, Κύριε, ποια άλλη προστασία χρειαζόμαστε, αν Εσύ μένεις μαζί μας (στο νου και την καρδιά μας), αν Εσύ φωτίζεις την διάνοιά μας με το φως της διαρκούς παρουσίας σου στο νου και την καρδιά μας; Μας φτάνει αυτό και είναι ότι μας χρειάζεται!
Αν θα φορέσουμε μαι τέτοια πανοπλία θα μείνει μόνο να πάρουμε στα χέρια μας ένα δίκοπο σπαθί, όπως το έκαναν και οι πολεμιστές των παλαιότερων εποχών. Ακούστε τώρα τι λέει για το δίκοπο αυτό σπαθί ο μέγας απόστολος: {Ζων γαρ ο λόγος του θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας} (Εβρ. 4,12).
Να τι σπαθί χρειαζόμαστε. Το σπαθί του λόγου του θεού, το οποίο φοβούνται όλοι οι δαίμονες αλλά και ο ίδιος ο Διάβολος διότι με το λόγο του θεού φυγαδεύονται και νικούνται. Αν πάρουμε στα χέρια μας το φοβερό αυτό όπλο, το όπλο του λόγου του Θεού, τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν εχθρό. Διότι όλοι τους έχουν ήδη νικηθεί από παλαιά από το σταυρό του Χριστού. Συντρίφτηκε η κεφαλή του αρχαίου 
όφεως, του Διαβόλου, κάτω από το υποπόδιο του παντοδύναμου σταυρού του Χριστού.
Να θυμάστε πάντα ότι με τις δικές μας δυνάμεις δεν μπορούμε να πολεμήσουμε τα πονηρά πνεύματα. Να θυμάστε ότι όλη την ελπίδα μας πρέπει να την στηρίζουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, στον Οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος μαζί με το συνάναρχο αυτού Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.                   


Άγιος Λουκάς Επίσκοπος Συμφερουπόλεως
Εκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

agiosloukas.org

- Γιατί ζεις έτσι;

Τις ημέρες εκείνες έτυχε να συναντήσω στο ναό έναν εκπληκτικό, νεαρό άνδρα. Πλησίασε τον αδερφό μου στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και του απεκάλυψε την ασυνήθιστη ιστορία της μεταστροφής του στο Χριστό...

Στεναχωριόταν πολύ από τις ατελείωτες μετακινήσεις και συζητήσεις που γίνονταν τη στιγμή που οι ιερείς μεταλάμβαναν στο ιερό και ετοιμάζονταν για την έξοδο στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο, για να κοινωνήσουν οι πιστοί.
- Γιατί όλοι αρχίζουν να πηγαινοέρχονται αυτή την ιδιαίτερη, γεμάτη αδημονία, στιγμή, όταν ο Κύριος βρίσκεται στην Αγία Τράπεζα; ρώτησε τον αδελφό μου. 

Θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία μου.

Ζούσα όπως η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων της εποχής μας, μακριά από το Θεό, μέσα στη διαφθορά, διάγοντας έκλυτη ζωή με οινοποσία και άλλες αμαρτίες. Όσο κι αν με νουθετούσε και με ικέτευε η μητέρα μου, πιστή γυναίκα, ν’ αφήσω την αμαρτωλή ζωή, εγώ την αγνοούσα και μόνο γελούσα. Οι αφηγήσεις της, ότι υπάρχει Θεός και αιώνια ζωή, μου φαίνονταν ανοησίες. Γελούσα με τις επιπλήξεις της, ζητώντας της να μ’ αφήσει ήσυχο.

Κάποια φορά, αργά τη νύχτα, επιστρέφοντας στο σπίτι με τη μοτοσυκλέτα, μετά από την καθιερωμένη βόλτα, είχα ένα ατύχημα και σκοτώθηκα. Απρόσμενα αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν στον αέρα.
Κοίταζα μ’ έκπληξη το ματωμένο σώμα μου, μην κατανοώντας γιατί ήμουν διπλός, και στεκόμουν και ήμουν ξαπλωμένος. Αργότερα είδα κόσμο να τρέχει κοντά μου και να προσπαθεί να με συνεφέρει. Ήρθαν οι πρώτες βοήθειες και οι γιατροί προσπαθούσαν να με γυρίσουν στη ζωή. Όμως εγώ δεν ήθελα να επιστρέψω στο νεκρό σώμα μου. Με φορείο μ’ έβαλαν στο ασθενοφόρο και με πήγαν στο νεκροτομείο. Τη στιγμή εκείνη έστρεψα το βλέμμα μου προς τον ουρανό. 

Ξαφνικά είδα το Ζωντανό Χριστό τόσο πανέμορφο, τόσο ταπεινό και πράο, μέσα σε πύρινη λάμψη να στέκεται από επάνω μου και να με κοιτάζει.
- Γιατί ζεις έτσι; με ρώτησε ο Κύριος.
Εκείνη τη στιγμή, από το μεγάλο φόβο που κατείχε την αμαρτωλή ψυχή μου, κουβαριάστηκα κι αναφώνησα:
- Κύριε, συγχώρεσέ με!!! και άκουσα την απάντηση…
- Για τις αμαρτίες σου και την ακάθαρτη ζωή σου είσαι άξιος του Άδη. Όμως οι προσευχές και το κλάμα της μητέρας σου έφθασαν σε Εμένα. Σε συγχωρώ και σε στέλνω πίσω στη γη. Πήγαινε και μάθε ότι η σωτηρία βρίσκεται μόνο στην Εκκλησία, μέσω της μετάνοιας και της Αγίας Κοινωνίας.

Εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, αισθάνθηκα πάλι να μπαίνω στο σώμα μου και από τους φοβερούς πόνους, άρχισα, να βογκώ και να στριφογυρίζω. Οι γιατροί έμειναν έκπληκτοι. Αντί για το νεκροτομείο, με μετέφεραν στο νοσοκομείο για εγχείριση. Ο Θεός με επέστρεψε στη ζωή.

Και να, λοιπόν, τώρα θεραπευμένος, με ιδιαίτερη ευλογία έρχομαι στη Θεία Λειτουργία σ’ αυτό το μοναστήρι. Με φόβο αναμένω πότε θα βγει ο ιερέας με το Άγιο Ποτήριο για να προσκυνήσω το Ζωντανό Θεό, ο Οποίος μου αποκάλυψε ότι με την Κοινωνία του Αγίου Σώματος και του Αίματος Του, μπορούμε να σωθούμε και να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή. Να, γιατί με απορία και σύγχυση κοιτάζω τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται ενώπιον του μεγάλου Μυστηρίου, διαταράσσοντας την ευλογημένη ατμόσφαιρα, όταν πράγματι ο Ίδιος ο Κύριος έρχεται από την Ωραία Πύλη, προτείνοντας τον Εαυτό Του για τροφή.

Και έβαλε το χέρι του αδελφού μου, σφίγγοντας το σε γροθιά, στο τεράστιο βαθούλωμα που υπήρχε στο κρανίο του, μετά το χτύπημα με τη μοτοσΑυκλέτα. Μ’ αυτό ήθελε ν’ αποδείξει την αυθεντικότητα όλων όσων βίωσε και διηγήθηκε.

Αυτή η αληθινή ιστορία βαθιά μας συγκλόνισε. Συχνά τη διηγούμαι στα κηρύγματά μου, σαν αληθινή μαρτυρία εκείνης της ανείπωτης Αγάπης, την οποία έφερε ο Κύριος από τους ουρανούς, καλώντας όλους τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, ώστε ν’ αναγεννηθούν μέσω της Αγίας Κοινωνίας και να έλθουν προς την Αλήθεια.

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΓΚΑΝ
“ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ”


ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ


Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, τοιχογραφία, 13ος αἰ., Γκόρεμε, Καππαδοκία.

Τόσο ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ πράξη ὅσο καὶ οἱ ἱεροὶ Κανόνες δὲν προβλέπουν κάποιαεἰδικὴ νηστεία πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Εἰδικὰ στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ οἱ πιστοὶκοινωνοῦσαν ὕστερα ἀπὸ τὰ δεῖπνα τῆς ἀγάπης. Ἀργότερα, γιὰ διαφόρους λόγους, αὐτὸ σταμάτησε, καὶ ἡ Ἐκκλησία νομοθέτησε οἱ πιστοὶ νὰ κοινωνοῦν νηστικοί, δηλαδὴ νὰ μὴ λαμβάνουν καμμιὰ τροφὴ μετὰ τὸ μεσονύκτιο τῆς προηγούμενης ἡμέρας.

«Τὰ ἅγια ὑπὸ νηστικῶν ἀνθρώπων ἐπιτελεῖσθαι», ὁρίζει ὁ 29ος Κανὼν τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὁ ΜΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου. Βλέπε καὶ τὸν ΝΣΤ΄ Κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου. Καθὼς μάλιστα παρατηρεῖ ἑρμηνευτὴς τῶν ἱερῶν Κανόνων: «Κἂν ὁ Κύριος μετὰ δεῖπνον τοὺς Μαθητὰς ἐμυσταγώγησεν, ἀλλ’ οὐ δεῖ ἠμᾶς, κατὰ τὴν θεολόγον φωνήν, τοῖς ὑπὲρ ἡμᾶς ὑποδείγμασιν ἕπεσθαι, ἀλλὰ τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἔθει κατακολουθεῖν, καὶ νηστικοὺς ὄντας τοὺς ἱερεῖς τῷ θυσιαστηρίῳ προσφέρειν τὰ ἅγια καὶ τοὺς μεταλαμβάνοντας αὐτῶν ὡσαύτως νηστικοὺς εἶναι». Ἐξαίρεση ἀπὸ τὸν γενικὸ αὐτὸ κανόνα γίνεται, κατὰ τὸν 9ο Κανόνα τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ, μόνο γιὰ τοὺς ἑτοιμοθάνατους, στοὺς ὁποίους ἐπιτρέπεται ἡ μετάδοση τῆς Εὐχαριστίας «καὶ μετὰ τὸ γεύσασθαι βρώσεως» (ἐν ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσα, Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1999, σελ. 116-7).

Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖται κατὰ τὴν θεία Κοινωνία στὴνΛειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὅταν αὐτὴ τελῆται στὶς ἑσπερινὲς ὧρες. Οἱ πιστοὶ προκειμένου νὰ μετάσχουν στὴν Θεία Εὐχαριστία μένουν τελείως νηστικοὶ ἀπὸ τὸ μεσονύκτιο μέχρι τὴν ὥρα τῆς προσελεύσεώς τους. Ἡ διαδεδομένη συνήθεια τῆς τριήμερης ἀνέλαιης νηστείας πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Μετάληψη, ποὺ πολλοὶ χριστιανοὶ τηροῦν μέχρι σήμερα, εἶναι ὁπωσδήποτε ἔκφραση εὐλάβειας πρὸς τὸ Μυστήριο, ἀλλὰ δὲν στηρίζεται στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Συνδέεται μὲ τὴν ἀδικαιολόγητα ἀραιὴ προσέλευση πολλῶν πιστῶν στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. «Ἡ συνήθεια τοῦ τριημέρου, ἂν τηρηθῆ σχολαστικά, δὲν δίδει δυστυχῶς ποτὲ τὴν δυνατότητα στοὺς πιστοὺς νὰ κοινωνήσουν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς (πλὴν τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα), ἀφοῦ οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν τὴν νηστεία τοῦ Σαββάτου. Ἔτσι ὅμως ἀναιρεῖται ὁ πασχάλιος χαρακτήρας τῆς Κυριακῆς καὶ οἱ πιστοὶ μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὸ Κυριακὸ δεῖπνο κατὰ τὴν σύναξη τῆς Κυριακῆς» (Ἀρχ. Σ. Κούτσα, σελ. 120-1).

«Οἱ πιστοὶ ποὺ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν τὴν Κυριακὴ ὀφείλουν νὰ τηροῦν ἀπαρέγκλιτα τὴνπροβλεπόμενη ἀνέλαιη νηστεία τῆς Παρασκευῆς. Τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, σεβόμενοι τὴν κανονικὴ ἀπαγόρευση γιὰ νηστεία, θὰ καταλύουν τὸ μεσημέρι λάδι. Ἀντίθετα, τὸ βράδυ θὰ παίρνουν κάτι πολὺ ἁπλό: ἕνα ρόφημα, ξηροὺς καρποὺς ἢ λίγα φροῦτα. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τηροῦμε τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν νηστεία τοῦ Σαββάτου, καὶ προετοιμαζόμαστε ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ σωματικὰ γιὰ τὴν προσέλευσή μας στὴν Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς» (Ἀρχ. Σ. Κούτσα, σελ. 121-2).

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συσχετίζοντας τὸ θέμα τῆς νηστείας πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας μὲτὴν πνευματικὴ καθαρότητα τοῦ προσερχομένου, μιλάει σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰἑορτάσουν πραγματικὰ τὸ Πάσχα: «Ἡ Τεσσαρακοστὴ γίνεται μία φορὰ τὸν χρόνο, ἐνῷ τὸΠάσχα, δηλαδὴ ἡ θεία Κοινωνία, τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα ἢ καὶ τέσσερις, ἢ μᾶλλονὅσες φορὲς ἐμεῖς θέλουμε. Τὸ Πάσχα δὲν εἶναι ἡ νηστεία, ἀλλὰ εἶναι ἡ θυσία καὶ ἡ θεία Κοινωνία ποὺ γίνονται σὲ κάθε θεία Λειτουργία. Ὥστε ὅποτε προσέρχεσαι νὰ κοινωνήσης μὲ καθαρὴ συνείδηση, ἑορτάζεις τὸ Πάσχα· ὄχι ὅταν νηστεύης (τὴν Τεσσαρακοστή), ἀλλ’ ὅταν κοινωνῆς τὰ θεῖα μυστήρια. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε... Ὁ κατηχούμενος λοιπόν, ποτὲ δὲν κάμνει Πάσχα, ἂν καὶ νηστεύει κάθε Τεσσαρακοστή, ἐπειδὴ δὲν μεταλαμβάνει. Ἐνῷ ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ δὲν νηστεύει, ἂν προσέλθη μὲ καθαρὴ συνείδηση, Πάσχα κάμνει, εἴτε μετέχει στὴν θεία Κοινωνία σήμερα, εἴτε αὔριο, εἴτε ὁποτεδήποτε. Διότι ἡ ἄριστη προσέλευση στὴν θεία Κοινωνία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῶν καιρῶν (δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ παρατηροῦμε ἂν ἔφθασε τὸ Πάσχα), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς συνειδήσεως» (ΕΠΕ 34, 176 καὶ 180 – Α΄ Κορινθίους 11, 26).

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
εκδ. ΙΕΡΟΝ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΑΝΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ 
«ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», 
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.

ΠΩΣ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΟΠΑΘΕΙΕΣ



Επισκέφτηκε κάποτε τον Γέροντα Σεραφείμ Δημόπουλο στη Λάρισα...ένα πνευματικό του τέκνο και είδε έναν ψυχοπαθή με τον συνοδό του να φεύγουν. 
Με αυτή την αφορμή τον ρώτησε: «Γέροντα, τι κάνετε με αυτούς; Πως βοηθάτε τους ψυχοπαθείς;»
Και ο Γέροντας απάντησε:
«Τους λέω να τους κοινωνούν συχνά. Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μεταμορφώνει ριζικά όλον τον άνθρωπο. Αναζωογονείται η ψυχή και το σώμα. Γίνεται ένας καινούργιος άνθρωπος με άλλο χαρακτήρα και ψυχισμό. Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται. Βλέπω πως πολύ σύντομα βελτιώνονται».


(ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ σελ.357. 
εκδ.Ι, Ησυχ. Αγ.Ιωάννου Προδρ. Μεταμορφ.Χαλκιδικής)


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ



Πάντοτε πρέπει να είναι έτοιμος κανείς αλλά, όταν πρόκειται να κοινωνήσει, καλά είναι να κάνει κάτι περισσότερο από τα πνευματικά που κάνει συνήθως, για να ετοιμασθεί καλύτερα…..
Η καλύτερη προετοιμασία είναι η ταπεινή αντιμετώπιση, η συντριβή, το φιλότιμο.
Για την Θεία Κοινωνία δεν προετοιμάζεται κανείς αλλάζοντας τα ρούχα και πλένοντας τα δόντια. Το κυριότερο είναι να εξετάσει τον εαυτό του, να δει: 
Αισθάνεται την Θεία Κοινωνία ως ανάγκη; 
Είναι τακτοποιημένος; 
Μήπως υπάρχει κάτι που τον εμποδίζει από την Θεία Κοινωνία και δεν το έχει εξομολογηθεί; Για να νιώσουμε την Θεία Κοινωνία, πρέπει να υπάρχουν προϋποθέσεις. 
Η καλύτερη προϋπόθεση είναι η ταπεινή προσπάθεια να κόψουμε τα πάθη μας, για να μείνει στην καρδιά μας ο Χριστός. Αλλιώς ο Χριστός έρχεται με την Θεία Κοινωνία μέσα μας, αλλά φεύγει αμέσως και δεν αισθανόμαστε τίποτε. Όταν παραμένει ο Χριστός γίνεται μια αλλοίωση στον άνθρωπο. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν μέσα τους τον Χριστό από την μία Θεία Κοινωνία μέχρι την άλλη χωρίς διακοπή.
…Όταν ο ιερέας λέει: «Μετά φόβου Θεού», να σκέφτεσαι ότι γίνεται νοσηλεία και να προσέρχεσαι στην Θεία Κοινωνία με συναίσθηση της αμαρτωλότητός σου, ζητώντας ταπεινά το έλεος του Θεού.


ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ, 
ς΄ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, 
εκδ. ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2012, σ. 213 κ.ε.

Μεταλαμβάνετε συχνά...

Μεταλαμβάνετε συχνά, προσεύχεσθε θερμά, 
υπομένετε και θα ιδείτε χέρι δυνατό να σας
κρατά.


Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής 


www.diakonima.gr

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἡσαΐας, περιγράφει στὸ βιβλίο του μίαν ἐκπληκτικὴ ἐμπειρία του, ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα. Εἶδε, μᾶς λέει, τὸν Θεὸ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα θρόνο ψηλό, πλημμυρισμένο ἀπὸ δόξα. Γύρω ἀπὸ τὸν θεϊκὸ αὐτὸ θρόνο, στέκονταν ἄγγελοι καὶ ἔψαλλαν τὸν γνωστὸ ὕμνο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ὁ Ἡσαΐας παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό. Σὲ κάποια στιγμὴ εἶπε: «Ὢ ταλαίπωρος ἐγώ! Ἔχω συγκλονιστεῖ ὁλόκληρος! Γιατὶ ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ κατοικῶ μέσα σὲ λαὸ ποὺ ἔχει ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν βασιλιὰ Κύριο Σαβαώθ». Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἕνας ἄγγελος πῆρε μὲ μιὰ λαβίδα ἕνα ἀναμμένο κάρβουνο, τὸ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: « Νὰ αὐτὸ τὸ ἀναμμένο κάρβουνο ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τὶς ἁμαρτίες σου». Ὁ Ἡσαΐας πῆρε μεγάλη δύναμη ἀπὸ τὴ φωτιὰ αὐτὴ ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ ξεκίνησε τὴν μεγάλη ἀποστολή του.
Αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς συμβολίζει τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ποὺ μεταγγίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ πῦρ τῆς θεότητος. Εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρὸς ποὺ κατέχουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ ποὺ δυστυχῶς τὸν ἀγνοοῦν ἢ τὸν περιφρονοῦν.

Γιατί ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ;

Ἦλθε μήπως νὰ φέρει μιὰ καινούργια θρησκεία; Μιὰ διαφορετικὴ φιλοσοφία; Μίαν ἄλλη θεωρία; Τίποτα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἦλθε, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἑνώσει τὰ διασκορπισμένα παιδιά Του, δίνοντάς τους τὴν δυνατότητα νὰ θεωθοῦν. Ὁ Χριστὸς δὲν πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ σὰν κομήτης. Ἦλθε καὶ ἔμεινε. Χάρισε καὶ ἄφησε στὸν κόσμο τὸ θεανθρώπινο σῶμα Του. Κι ἔτσι μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα ὄχι μόνο νὰ τὸν σκεφτόμαστε, ὄχι μόνο νὰ τὸν θυμόμαστε, ἀλλὰ νὰ τὸν αἰσθανόμαστε, νὰ τὸν ζοῦμε καὶ ἀκόμη περισσότερο νὰ ἑνωνόμαστε μαζί του: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ».

Ἕνωση μὲ τὸν Χριστό

Αὐτὴ τὴ δυνατότητα μᾶς προσφέρει ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεία λειτουργία δὲν πᾶμε μόνον γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ κεντρικὸ γεγονὸς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ θεία μετάληψη. Ὅταν μεταλαμβάνουμε, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό. Τὸ ἀδύναμο, πήλινο, ἁμαρτωλό, ἀνθρώπινο σῶμα μας, ἑνώνεται μὲ τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ φτωχὸ ἀνθρώπινο αἷμα μας, ποτίζεται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὶς φλέβες μας κυκλοφορεῖ πλέον τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ πραγματικά. Παράλληλα, ἐφόσον ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό, ἑνωνόμαστε καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Ὅλοι ἔχουμε πλέον τὸ ἴδιο σῶμα καὶ στὶς φλέβες μας ρέει τὸ ἴδιο αἷμα. Γινόμαστε συγγενεῖς ἐξ αἵματος. Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ. Ἀποτελοῦμε πλέον ἕναν ὀργανισμό, ἐμποτισμένο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ ὀργανισμὸς εἶναι ἡ ἐκκλησία, ἢ ὅπως τὸν ὀνομάζουμε, ἡ θεία - θεϊκὴ κοινωνία.

Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ

Ὁ Ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ καὶ ἀναλύει θαυμάσια τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησίας. Μὲ τὸ βάπτισμα, λέει, γίναμε ἕνα μὲ τὸν Κύριο. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Ἀνήκουμε στὴν οἰκογένειά του. «Ὑμεῖς δὲ ἐστὲ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Στὸ σῶμα μας τὸ κάθε μέλος εἶναι τόσο στενὰ - ὀργανικὰ ἑνωμένο μὲ τὸ σύνολο, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ ξεχωρίσεις καὶ νὰ τὸ ἀποσπάσεις. Καὶ πρὸ παντὸς εἶναι ἑνωμένο μὲ τὸ κέντρο, τὴν κεφαλή, ποὺ δίνει σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα τὶς ἐντολές.
Στὸ βάπτισμα, λοιπόν, ἐνωθήκαμε μὲ τὸ ἱερὸ σῶμα ποὺ λέγεται ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ του σώματος, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸν σύνδεσμο καὶ τὴν ἑνότητα ποὺ ἀποκτήσαμε μὲ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ βαπτίσματος, τὴ ζοῦμε καὶ τὴν ἀνανεώνουμε τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας. Συγκεντρωνόμαστε ὅλα τα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε καὶ νὰ διακηρύξουμε, πὼς εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, συνδεδεμένοι μεταξύ μας.

Κατάργηση διαφορῶν καὶ ἀνισοτήτων

Ὁπωσδήποτε, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ θεανθρώπινη κοινωνία, δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν διαφορές. Τὰ πάντα, ὅπως στὸ σῶμα, δουλεύουν ἁρμονικά, μὲ ἀλληλοσεβασμό. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀδικήσουμε, νὰ ὑπονομεύσουμε, νὰ περιφρονήσουμε τὸν ἀδελφό μας. Γιατὶ ὅ,τι κάνουμε ἔχει ἀντίκτυπο στὸν ἑαυτό μας. Προσβάλλουμε τὸ δικό μας σῶμα. Ἀλλοίμονο ἂν τὰ μέλη τοῦ σώματος μᾶς εἶχαν διαφορὲς καὶ συγκρούσεις.
Ἐπίσης σ᾿ αὐτὴ τὴ θεία κοινωνία δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ἀνισότητες, μικροὶ - μεγάλοι, μορφωμένοι - ἀγράμματοι, πλούσιοι - φτωχοί. Μᾶς τὸ λέει καθαρὰ ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ. Πάντες γὰρ εἰς ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου

Καὶ κάτι ἀκόμη πολὺ βασικό. Μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἡ ἀσυνέπεια καὶ ἡ ἀδιαφορία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀπουσιάζει κανεὶς ἀπ᾿ τὴ σύναξη τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν μετέχει στὴν θεία κοινωνία. Εἶναι σὰ νὰ ἀρνεῖται τὴν οἰκογένειά του. Καὶ τὸ πιὸ φοβερό: Εἶναι σὰ νὰ ἀκρωτηριάζει τὸ ἱερὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς τολμάει νὰ κόψει τὸ χέρι του ἢ νὰ βγάλει τὸ μάτι του καὶ νὰ τὸ πετάξει; Καὶ μόνη αὐτὴ ἡ σκέψη προκαλεῖ φρίκη.
Πῶς ὅμως τολμᾶμε νὰ ἀποκόπτουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸ ἱερὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκρωτηριάζουμε τὴν ἐκκλησία; Βεβαίως ἔχουμε ἕτοιμες πολλὲς δικαιολογίες καὶ προφάσεις: Οἱ δουλειές, οἱ ἀπασχολήσεις, τὰ μαθήματα, ὁ χρόνος... Τὰ δευτερεύοντα ἔγιναν πρωτεύοντα! Τί θὰ γινόταν ὅμως ἂν ἔλεγαν τὰ χέρια μας ἢ τὰ πόδια μας: «δὲν εὐκαιροῦμε νὰ κρατήσουμε τὴν ἑνότητά μας μὲ τὴν κεφαλὴ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ νὰ πάρουμε τὸ αἷμα ποῦ αὐτὴ μας στέλνει;» Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν αὐτοκτονία. Πῶς θὰ κάνουμε τὸ ἴδιο ἐδῶ; Θὰ ἀποκόψουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ ἀρνηθοῦμε τὸ αἷμα ποὺ μᾶς δίνει Ἐκεῖνος;
Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ κανόνες τῆς ἐκκλησίας ἦσαν ἰδιαίτερα αὐστηροί. «Πάντας τους εἰσιόντας πιστοὺς καὶ τῶν γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τὴ ἁγία μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀφορίζεσθη χρή». Ἦταν αὐτονόητο ὅτι ἂν κάποιος ἀδιαφοροῦσε καὶ δὲν κοινωνοῦσε γιὰ μερικὲς ἑβδομάδες ἀπεκόπτετο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας.

Συχνὴ συμμετοχὴ στὴν θεία Κοινωνία

Στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ὁ Χριστὸς παρουσιάζει μιὰ πολὺ ὡραία εἰκόνα: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ». Ὁ Χριστὸς χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ διακριτικότητα. Δὲν κραυγάζει, δὲν σπάει τὴν πόρτα, γιατὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Δείχνει μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ πόσο μᾶς σέβεται, ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς ἀγαπάει. Λαχταράει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, νὰ μπεῖ καὶ νὰ δειπνήσει μαζί μας. «Ἐπιθυμία ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν». Θέλει, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ βρίσκεται κάθε μέρα στὸ σπίτι τοῦ καθενός μας κι ἐμεῖς τὸν περιφρονοῦμε. Μὲ δυσκολία τοῦ ἀνοίγουμε τὴν πόρτα μας, ἐλάχιστες φορὲς τὸν χρόνο, σὰν σὲ ἀδιάφορο ἐπισκέπτη, ἴσως καὶ βαρετό.
Καὶ πόσο βιαζόμαστε νὰ τελειώνουμε μαζί του!
Ἐδῶ αὐθόρμητα προβάλλει τὸ ἐρώτημα: Κάθε πότε πρέπει νὰ κοινωνοῦμε; Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πές μου, ρωτάει, ἂν κληθεῖ κάποιος σὲ δεῖπνο καὶ προσέλθει, καὶ ἀφοῦ πλύνει τὰ χέρια του καὶ καθίσει στὸ τραπέζι, χωρὶς κἂν νὰ ἀγγίξει τὰ ἐδέσματα ποὺ ὁ οἰκοδεσπότης προσφέρει, δὲν προσβάλλει αὐτὸν ποὺ τὸν κάλεσε;»
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κι ἐδῶ. Ὅταν προσέρχεσαι σὲ κάποιο τραπέζι, προσέρχεσαι γιὰ νὰ φᾶς. Καὶ ἡ θεία λειτουργία εἶναι τραπέζι, εἶναι τροφή. Κι ἐρχόμαστε σ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ τραπέζι, ὄχι γιὰ νὰ κάτσουμε στὴν ἄκρη, ὄχι γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουμε. Φέρνουμε τὶς προσφορές μας, τοὺς καρποὺς τοῦ μόχθου μας, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ καὶ ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ ἁγιάσει τὰ δῶρα μας. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μὰ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε.
Δυστυχῶς, ὅμως. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν ξεχνᾶμε. Ὁ διάβολος μᾶς ρίχνει πολλὲς φορὲς στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη νίκη του. Ἡ μεγαλύτερη νίκη καὶ ἐπιτυχία τοῦ εἶναι ποὺ μᾶς ἔχει πείσει νὰ μὴν κοινωνοῦμε συχνά. Γράφει ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν θεία κοινωνία, γίνονται ἐχθροί του Θεοῦ καὶ φίλοι των δαιμόνων.

Μιὰ ἔνσταση

Κι ἐδῶ προβάλλουν κάποιες ἐνστάσεις. Πολλοὶ φέρουν ὡς ἐπιχείρημα τὸ λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάζει κανεὶς προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ τότε νὰ τρώει ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ νὰ πίνει ἀπὸ τὸ ποτήριο. Γιατὶ ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸν οἶνο μὲ τρόπο ἀνάξιο, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει σ᾿ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ ποὺ τρώει κι αὐτὸ ποὺ πίνει φέρνει πάνω του καταδίκη» (Α´ Κορ. ια´ 27-29). Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν δὲν κοινωνοῦμε. Λέει ὁ Χριστός: «Σᾶς βεβαιώνω πὼς ἂν δὲν φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα του, δὲν ἔχετε μετοχὴ στὴ ζωή». Ἑπομένως ἐὰν τὸ νὰ πλησιάζει κανεὶς ὅπως τύχει εἶναι κίνδυνος, ἔτσι καὶ τὸ νὰ μὴν κοινωνεῖ κανεὶς εἶναι θάνατος. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας στὸν τρόπο προσέλευσης. Ἀνάξιος σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ κοινωνήσει. Αὐτὸς ποὺ στηρίζεται στὴν (ἀνύπαρκτη) ἀρετή του καὶ ὄχι στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνάξιος εἶναι ὁ ἀμετανόητος. Καὶ σίγουρα ὁ Ἀπ. Παῦλος ὑπονοεῖ τὸν ἀπροετοίμαστο, αὐτὸν ποὺ πλησιάζει χωρὶς κάποια συναίσθηση.
Ρώτησαν ἕναν εὐσεβῆ ἱερέα: Πῶς πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς τὴν χριστιανικὴ ζωὴ στὸν κόσμο; Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε: Ἁπλούστατα, ἔχοντας στὸ νοῦ του συνέχεια ὅτι αὔριο, μεθαύριο ἢ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ κοινωνήσει.

Ἐξομολόγηση καὶ νηστεία

Οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ πιστεύουν πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει κανεὶς ἂν δὲν ἐξομολογηθεῖ πρῶτα καὶ δὲν νηστέψει ἀρκετὲς μέρες. Αὐτὸ εἶναι τραγικὸ λάθος. Οἱ παλαιοὶ χριστιανοί, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος κοινωνοῦσαν τουλάχιστον τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα! Δὲν ἦταν δυνατὸ οὔτε νὰ ἐξομολογοῦνται οὔτε νὰ νηστεύουν κάθε μέρα. Τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς. Ἂν θελήσουμε νὰ μεταλαμβάνουμε συχνά, δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐξομολόγηση. Στὸν πνευματικὸ θὰ προστρέξουμε ὅταν ὑπάρχει κάτι σοβαρό. Ὅπως καὶ στὸν γιατρὸ δὲν θὰ πᾶμε γιὰ τὰ μικρο-τραύματά μας.
Τὸ θέμα τῆς νηστείας εἶναι γιὰ τοὺς περισσότερους τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο ἢ πρόφαση. «Ἐγὼ δὲν κοινωνῶ ἂν δὲν νηστέψω μιὰ ἑβδομάδα, 15 μέρες ἢ 40 ἡμέρες!» Ὀφείλουμε ὅμως νὰ τονίσουμε μὲ ἔμφαση, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται νηστεία πρὶν τὴν θεία κοινωνία. Ἐμεῖς βάζουμε τὴ νηστεία πάνω ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία. Ἔτσι, τὸ μέσο τὸ κάναμε σκοπὸ καὶ βρήκαμε ἕνα ἄλλοθι γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ συχνὴ συμμετοχή μας στὴ θεία εὐχαριστία.
Βεβαίως καὶ ὑπάρχουν ἐμπόδια γιὰ τὴν θεία κοινωνία, τὰ ὁποῖα τὰ ξεχνοῦμε. Ὁ Χριστὸς ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὴν ἔχθρα, στὴ μνησικακία. Καὶ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει: «Κανένας, μὰ κανένας, δὲν ἀτιμάζει τόσο τὴν ἱερὴ αὐτὴ πανήγυρι, ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὴν γιορτάζει ἐνῶ ἔχει μέσα του μνησικακία. Ἀκόμη περισσότερο, οὔτε κὰν νὰ μὴν γιορτάσει μπορεῖ, ἔστω κι ἂν μείνει δέκα μέρες τελείως νηστικός... Σᾶς τὸ λέω, λοιπόν, προκαταβολικὰ καὶ διαμαρτύρομαι καὶ τὸ φωνάζω δυνατά. Κανένας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐχθρὸ ἂς μὴν πλησιάζει στὴν ἱερὴ τράπεζα καὶ ἂς μὴ δέχεται τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος πλησιάζει νὰ μὴν ἔχει ἐχθρό. Ἔχεις ἐχθρό; Νὰ μὴν προσέλθεις. Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου καὶ τότε νὰ προσέλθεις».

«Προσέλθετε»

Ἂς προσερχόμαστε, λοιπόν, συχνὰ στὴ θεία κοινωνία μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία, σ᾿ ἕνα κλίμα ἡσυχίας, σιωπῆς, περισυλλογῆς, προσευχῆς, ἐποικοδομητικῆς μελέτης. Μὲ συντριβὴ καὶ εὐλάβεια. Ἔχοντας συμφιλιωθεῖ μὲ ὅλους. Ἂς προσευχηθοῦμε μὲ θέρμη (πολὺ θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἀκολουθία τῆς θείας μεταλήψεως τὴν ὁποία ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ διαβάζουμε). Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς πλησιάσουμε «μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης».

«Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»

Μὲ τὴν θεία κοινωνία ἀνεβαίνουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές Του στὸ Ὄρος Θαβώρ. Ἀπολαμβάνουμε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου Του, θεωροῦμε τὴν δόξα Του. Ἂς μὴν βιαστοῦμε νὰ κατέβουμε. «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Ἂς μείνουμε στὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, περισυλλογῆς, σιωπῆς, μελέτης κι εὐχαριστίας. Ἔτσι, θὰ διατηρήσουμε περισσότερο χρόνο μέσα μας τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ζωή μας θὰ εἶναι ἕνα συνεχὲς Πάσχα, ἕνα μόνιμο πανηγύρι.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΑΓΜΑΤΑ 2008

http://users.uoa.gr

Μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κουβαλᾶ στὴν ψυχή του κατὰ τὴν ὥρα θανάτου, μὲ τοῦτο ἀπέρχεται στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ


«Θά ἤθελες νά μάθης ἄν ἡ ἐξομολόγησι εἶναι τόσο ἀπαραίτητη; Παλαιότερα πήγαινες πιό συχνά στήν ἐξομολόγησι μά σταμάτησες ἐπειδή κάποιος σέ εἰρωνεύθηκε γι’ αὐτό. Δέν ἔπρεπε νά διακόψης. Ποιόν δέν εἰρωνεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι; 
Ξέρεις τί εἶπε ὁ διορατικότατος ὅλων: “οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε”(Λκ 6, 25). Μοῦ γράφεις ὅτι ἐκτός ἀπό τήν τέχνη σου ἔχεις καί ἕνα ἀμπέλι, πού σοῦ δίνει καλή παραγωγή, ἐπειδή τό καλλιεργεῖς πολύ. Ἄν κάποιος ἐγκατέλειπε τό ἀμπέλι του καί εἰρωνευόταν ἐσένα πού φροντίζεις μέ ἐπιμέλεια τό δικό σου, μήπως θά σήκωνες τά χέρια σου ἀπό τ’ ἀμπέλι καί θά σταματοῦσες νά τό καλλιεργῆς; Σίγουρα, δέν θά τό ἔκανες αὐτό.
Πῶς μπορεῖς, λοιπόν, νά ταλαντεύεσαι ἀναφορικά μέ τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς σου ἡ ὁποία εἶναι σημαντικότερη ἀπ’ ὅλα τ’ ἀμπέλια τοῦ κόσμου; Ἐπειδή ὅταν πεθάνης, τήν ψυχή σου θά τήν πάρης ἐνῶ τό ἀμπέλι θά τό ἀφήσης. Ἀπ’ ὅλες τίς καλλιέργειες, ἡ σημαντικότερη εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς. Καί ἀπ’ ὅλους τούς κόπους τούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος καταβάλλει πάνω στῆ γῆ, ὁ κόπος γιά τήν ψυχή εἶναι ὁ πιό συνετός. Γιά τοῦτο, γύρνα στήν προηγούμενη προσπάθειά σου γύρω ἀπό τήν ψυχή σου καί ξεκίνα πάλι νά ἐξομολογῆσαι».
Λέει ὁ ἀπ. Ἰάκωβος: «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα…» (Ἰακ. ε´16).
Οἱ ἁμαρτίες θεριεύουν καὶ πολλαπλασιάζονται μέσα στὴ μυστικότητα. Μόλις ὅμως βγοῦν στὸ φῶς, ξηραίνονται καὶ πεθαίνουν. 
Μὴ πεῖς: «Δὲν ἔχω ἁμαρτίες»! Διάβασε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ δίκαιος στὰ Ψαλτήρι: «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψ. 50,7). 
Μὴν πεῖς πάλι: «ἐγὼ ἐξομολογοῦμαι τὶς ἁμαρτίες μου στὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐξομολογοῦμαι σὲ ἀνθρώπους». Ποιός ἦταν περισσότερο δίκαιος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο; Καὶ ὁ Παῦλος αὐτός, εἶχε μία ἁμαρτία πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποστολική του κλήση ὡς Σαῦλος καὶ τὴν ἁμαρτία του αὐτὴ τὴν ἐξομολογήθηκε δημόσια, ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ πολλὲς καὶ ὄχι μονάχα μπροστὰ σὲ πιστοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ εἰδωλολάτρες. 
Γράφει στοὺς βαπτισμένους Γαλάτες: «ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτὴν» (Γαλ. α´13). Τὸ ἴδιο ἀποκαλύπτει καὶ μπροστὰ στὸν ἀβάπτιστο βασιλιὰ Ἀγρίππα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἅγιος Παῦλος ἐνεργοῦσε ἔτσι, ἐσὺ γιατί νὰ κρατᾶς τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς σου κρυμμένα; Γιατί νὰ ἀφήνεις τὰ φίδια νὰ πολλαπλασιάζονται στὸν κόρφο σου; Μήπως ἐπειδὴ κάποιος σὲ εἰρωνεύτηκε; Καὶ ἂν σὲ εἰρωνεύτηκε μία φορά, μήπως θὰ σὲ εἰρωνεύεται αἰώνια; Προσευχήσου μυστικὰ γι’ αὐτὸν στὸν Θεό. Ἴσως μετανοήσει καὶ μὲ δάκρυα ἐκθέσει τὸ ἁμάρτημά του. Τί εἶναι πιὸ ἀσταθὲς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη; Πόσοι καὶ πόσοι ἄνθρωποι δὲν μετανιώνουν τὸ βράδυ γιὰ λόγια ποὺ ξεστόμισαν τὴν ἡμέρα; 
Γι’ αὐτό, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ψυχή σου, μὴν ἀκοῦς τὸν καθένα πού σου λέει περιστασιακὰ κάτι ἄλλα ἄκουε αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κηρύττει. Κάνε συζήτηση μὲ πνευματικοὺς ποὺ ἐξομολογοῦν ἀνθρώπους καὶ θὰ ἀκούσεις ἀπὸ ἐκείνους πολλὰ παραδείγματα γιὰ τὸ πόση ψυχικὴ ἀνακούφιση ἔλαβαν ὅσοι ἀπὸ καρδιᾶς ἐξομολογήθηκαν.
Δὲν εἶναι κανένα παραμύθι ἀλλὰ ἡ ὠμὴ ἀλήθεια, ὅτι πολλοὶ ἑτοιμοθάνατοι, ὄντες σὲ πολύωρη ἀγωνία, μπόρεσαν νὰ ξεψυχήσουν μονάχα τότε, ὅταν ἐξομολογήθηκαν τὶς ἁμαρτίες τους στὸν ἱερέα. Θὰ μποροῦσα καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ ἀναφέρω κάποια τέτοια παραδείγματα στὰ ὁποῖα ἤμουν αὐτόπτης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς ἐλέους καὶ καλοσύνης καὶ θέλει τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ὅμως θὰ σωθεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ἂν ξεκάθαρα καὶ συνειδητὰ δὲν κάνει διάκριση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν ἀπορρίψει τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν ἀναγνωρίσει τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ;
Μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κουβαλᾶ στὴν ψυχή του κατὰ τὴν ὥρα θανάτου, μὲ τοῦτο ἀπέρχεται στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἂν αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία, μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἂν εἶναι δικαιοσύνη, τότε μὲ τὴν δικαιοσύνη. Ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ κάθε θνητὸ ἄνθρωπο τὴν μετάνοια καὶ ἡ μετάνοια περιλαμβάνει τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων. Καὶ ἐπειδὴ κάθε ὥρα καὶ ἡμέρα μπορεῖ ὁ ἄγγελος τοῦ θανάτου νὰ ἔρθει γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχή μας, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ στοὺς πιστούς, συχνὴ ἐξομολόγηση καὶ ἀκόμη συχνότερη Μετάληψη.

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» 
(θ. Λειτουργία)

 

 ΓΕΥΜΑΤΑ καὶ δεῖπνα κάνουν οἱ μεγάλοι, οἱ πλούσιοι, οἱ μεγιστᾶνες, ποὺ θέλουν νὰ ποικίλουν τὴν ἀνιαρὰ ζωή τους καὶ μ᾿ ἕνα γλέντι. Ἀλλὰ πόσοι προσκαλοῦνται σ᾿ αὐτά; Λίγοι, οἱ ἐπίσημοι· αὐτοὶ ποὺ εἶνε πάντα χορτᾶτοι. Ὁ πολὺς λαὸς μένει ἔξω ἀπὸ τὰ δεῖπνα τῶν μεγάλων. Θὰ σᾶς παρουσιάσω ὅμως ἕνα δεῖπνο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα δεῖπνα εἶνε μία σκιά. Σ᾿ αὐτὸ εἶνε προσκεκλημένοι ὅλοι. Εἶνε δεκτὸς ἐξ σου τόσο ὁ πλούσιος ὅσο καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἀγράμματος ὅσο καὶ ὁ ἐγγράμματος, ἡ γυναίκα ὅσο καὶ ὁ ἄντρας. Σ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ καθήσῃ δίπλα στὸν βασιλέα καὶ ὁ λοῦστρος, κι ὅταν δειπνοῦν οἱ προσκεκλημένοι παιανίζει ἡ μουσικὴ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀδελφοί, ἐλᾶτε στὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ προσκλητήρια. Εἶνε γραμμένα ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ αἷμα. Καὶ τί γράφει; Σᾶς διαβάζω τὸ προσκλητήριο· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (θ. Λειτ.). Ἐλᾶτε λοιπόν. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν ὡραιότητα τοῦ δείπνου; Σᾶς λέγω μόνο, ὅτι ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ἡ θεία κοινωνία, εἶνε μυστήριο ἀγάπης, μυστήριο ταπεινώσεως, καὶ μυστήριο ζωῆς. Τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀπόψεις τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου θὰ ἐκθέσω μὲ λίγα λόγια στὴν ἀγάπη σας.

Ἡ θεία κοινωνία εἶνε μυστήριο ἀγάπης. Ἀγάπης τίνος; Τοῦ Χριστοῦ μας. Πόσο μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Χριστὸς μᾶς τὸ ἀποδεικνύει καθημερινῶς. Παντοῦ καὶ πάντοτε δεχόμαστε τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης του. Ὤ τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ! Εἶνε πολλά, ἀναρίθμητα. Δικό του δῶρο εἶνε ἡ ζωή μας, ἡ τροφή μας, ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἀναπνέουμε, καὶ τόσα ἄλλα. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο δῶρο του ξέρετε ποιό εἶνε; Ἡ θεία κοινωνία. Γι᾿ αὐτὸ μιλᾶμε καὶ γιὰ «τίμια δῶρα». Στὸ μυστήριο αὐτὸ σὰν ποταμὸς ξεχειλίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Καμμιά μητέρα δὲν ἀγάπησε τὸ παιδί της τόσο ὅσο ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο. Μεγάλη ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας. Συνέβη, μιὰ μητέρα ποὺ βρέθηκε στὴν ἔρημο καὶ οἱ μαστοί της εἶχαν στειρεύσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνῃ τὸ παιδί της, ν᾿ ἀνοίξῃ τὴ φλέβα της καὶ νὰ τὸ ποτίσῃ μὲ τὸ αἷμα της. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἀγάπη της. Ἀλλ᾿ αὐτὸ καὶ κάτι ἀνώτερο κάνει ὁ Χριστὸς καὶ βεβαιώνει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀγαπᾷ, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσε τὴ θεία κοινωνία, ποὺ εἶνε ἕνα μυστήριο ἀγάπης. Μυστήριο εἶνε καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί, τῆς γυναίκας πρὸς τὸν ἄντρα· ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο μυστήριο εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὴ δείχνει ἰδίως διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας κοινωνίας.
Μυστήριο λοιπὸν ἀγάπης. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία εἶνε ἀκόμη καὶ μυστήριο ταπεινώσεως, ταπεινώσεως βαθυτάτης. Ταπεινώσεως τίνος; Τοῦ Χριστοῦ. Στὸ μυστήριο αὐτὸ θαυμάζουμε ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν ἐπίγειο ζωή του πολλὲς φορὲς ταπεινώθηκε ὁ Κύριος. Ταπεινώθηκε ὅταν, βασιλεὺς αὐτὸς οὐρανοῦ καὶ γῆς, γεννήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχτηκε νὰ ὑποτάσσεται στὴν Παναγία μητέρα του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ταπεινώθηκε ὅταν ἐργαζόταν ὡς ἁπλὸς ἐργάτης, γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὸ καθημερινό του ψωμί. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχθηκε νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ τὸν Πρόδρομο. Ταπεινώθηκε ὅταν, χωρὶς ἁμάξια καὶ ἄλογα χρυσοστολισμένα, πεζός, ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ μεταδώσῃ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, καὶ τόσες ἄλλες, ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἔδειξε καὶ δείχνει τὴ μεγαλυτέρα ταπείνωσι, εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Γιατί; Διότι στὶς παραπάνω περιπτώσεις ταπεινώθηκε μιὰ φορά· μιὰ φορὰ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο, μιὰ φορὰ βαπτίσθηκε, μιὰ φορὰ περπάτησε στὴ γῆ. Ἀλλὰ στὸ μυστήριο αὐτὸ «ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας» (θ. μετάλ.). Γιά σκέψου το λίγο. Σὲ ρωτῶ καὶ τὸ ἄλλο· Εἶδες ποτέ βασιλέα ν᾿ ἀφήνῃ τὸ ἀνάκτορό του καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ καλύβι τοῦ ἀλήτου, τοῦ λούστρου, νὰ κάθεται μαζί του, νὰ τρώῃ μαζί του, νὰ κοιμᾶται μαζί του; Ἐγὼ δὲν τὸ εἶδα ποτέ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ―ὤ τῆς ταπεινώσεώς του!― καταδέχεται νὰ τὸν κοινωνῇ καὶ ὁ φθισικὸς καὶ ὁ λεπρὸς καὶ ὁ λοῦστρος καὶ ὁ πιὸ ἄσημος ἄνθρωπος. Χριστιανέ· ἐὰν δὲν σὲ συγκινῇ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τοὐλάχιστον δὲν σὲ συγκινεῖ ἡ τόση ταπείνωσίς του;
Καὶ τώρα ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τελευταία ἄποψι τοῦ μυστηρίου. Διότι ἡ θεία κοινωνία εἶνε καὶ μυστήριο ζωῆς. Ζωῆς τίνος;Τοῦ Χριστοῦ, ζωῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας. Ἡ θεία κοινωνία, ὅπως τὴν ὠνόμασε ὁ διος ὁ Χριστός, εἶνε «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (βλ. Ἰωάν. 6,35). Ἐὰν τὸ ψωμὶ τρέφῃ τὸ σῶμα, ἡ θεία κοινωνία τρέφει ψυχὴ καὶ σῶμα κατὰ τρόπο μυστηριώδη. Ὅπως δὲν γνωρίζουμε πῶς οἱ τροφὲς μεταβάλλονται σὲ αἷμα ―ἡ μεταβολὴ αὐτὴ εἶνε μυστήριο τῆς ἰατρικῆς―, ἔτσι καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ οίνου καὶ τοῦ ἄρτου εἶνε μυστήριο τῆς θρησκείας. Ἂς μᾶς ποῦν οἱ γιατροὶ πῶς οἱ τροφὲς γίνονται αἷμα, γιὰ νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς πῶς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται ζωηφόρο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταδίδει τὴ ζωὴ στὴν ὕπαρξί μας. Προσωρινὴ ζωὴ μεταδίδουν οἱ ὑλικὲς τροφές, αἰωνία καὶ μακαρία ζωὴ μεταδίδει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία δὲν εἶνε μόνο ἡ τροφή, εἶνε κάτι περισσότερο· εἶνε καὶ τὸ ἐμβόλιο ποὺ προστατεύει τὴ ζωή μας. Φέρνω ἕνα παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσουμε ―κακὸ νὰ μὴν ἔχουμε, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ―, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι στὸν τόπο μας πέφτει τύφος. Τί θὰ κάνουμε τότε; Ὅλοι, μικροί – μεγάλοι, θὰ τρέξουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε μὲ τὸ ἀντιτυφικὸ ἐμβόλιο· διότι ὅλοι ἀγαποῦμε τὴ ζωή, μόνο παράφρονες δὲν τὴν ἀγαποῦν. Σὲ μία λοιπὸν φοβερὰ ἐπιδημία ὅλοι σπεύδουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε· καὶ οἱ στρατιῶτες στοὺς στρατῶνες, καὶ οἱ μαθηταὶ στὰ σχολεῖα, καὶ οἱ φυλακισμένοι στὶς φυλακές. Ἀλλ᾿ ἰδού, ἀδελφοί μου, μία ἄλλη ἐπιδημία, ἡ φοβερωτέρα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἡ ἐπιδημία τῆς ἁμαρτίας. Τὰ μικρόβια τῆς ἁμαρτίας ἐργάζονται περισσότερο ἀπὸ τὰ μικρόβια τοῦ τύφου. Κάνουν θραῦσι, καὶ θραῦσι μεγάλη. Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Μόνοι μας ν᾿ ἀντιδράσουμε δὲ᾿ μποροῦμε. Ἔχουμε ἀνάγκη θείας βοηθείας. Καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός! ἐμβόλιο ἐναντίον τῆς φοβερᾶς νόσου τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Αὐτὸ εἶνε τὸ «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Τὸ ἐμβόλιο αὐτὸ δὲν κατασκευάζεται στὰ χημεῖα· κατασκευάστηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ. Καὶ ἔκτοτε ὅσοι ἀσθενοῦν στὴν ψυχή, ὅσοι δὲν θέλουν νὰ τοὺς θανατώσῃ ὁ ὄφις τῆς ἁμαρτίας, πλησιάζουν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» τὸ μυστήριο τοῦτο τῆς ζωῆς· ἐνισχύουν τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικό τους ὀργανισμό, δέχονται ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς ἀθανασίας καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ ἐμπρός.

Ἂς σταματήσω ὅμως, ἀγαπητοί μου. Γιατὶ ὅ,τι καὶ ἂν ποῦμε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦτο, τὸ θέμα δὲν ἐξαντλεῖται. Πρὶν τελειώσω, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς διαβάσω ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ· «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου…». Ἀκοῦς τὸ προσκλητήριο; πρόσελθε στὸ μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ζωῆς. «Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος τοῦ Χριστοῦ» (κοντ. Μ. Τρ.). Μὴν ἀδιαφορήσῃς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξι νὰ φάῃ, πεθαίνει· κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξι νὰ κοινωνήσῃ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θὰ πεθάνῃ πνευματικῶς. Ἂς προσέλθουμε ἀκόμη, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴ ζωή, τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ, τὴ δύναμί του. Ἂς προσέλθουμε ὄχι ἁπλῶς μὲ καθαρὰ ἐνδύματα τοῦ σώματος, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ καθαρὰ ἐνδύματα τῆς ψυχῆς. Ἂς προσέλθουμε ὄχι ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἕνδεκα μαθηταί. Καὶ πρὶν προσέλθουμε ἂς ποῦμε μυστικὰ τὴν προσευχή·
Χριστέ μου, δέξου κ᾿ ἐμὲ τὸν ἀνάξιο στὸ μυστικό σου δεῖπνο. Δὲ᾿ θὰ σοῦ δώσω φίλημα ὅπως ὁ Ἰούδας· ἀλλὰ σὰν τὸ λῃστή, σὰν τὴν πόρνη, σὰν τὸν ἄσωτο, σὰν τὸν τελώνη κλαίω γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου, πέφτω ἐμπρὸς στὸ ματωμένο σου σταυρὸ καὶ ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ταπεινοῦ τελώνου καὶ τοῦ μετανοημένου λῃστοῦ· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Γένοιτο!

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἀθηνῶν, Μ. Τετάρτη βράδυ τῶν ἐτῶν 1958-64)

Εάν ο πιστός συμμετέχει στην θεία Κοινωνία με την κατάλληλη προετοιμασία, με καθαρή εξομολόγηση, με νηστεία, με αγάπη προς τους αδελφούς, με πίστη και φόβο Θεού, τότε η συμμετοχή του είναι καρποφόρος πνευματικά.


Ο άνθρωπος ενούται με τον Χριστό, ενούται με τους εν Χριστώ αδελφούς του. Δια της θείας Κοινωνίας ο πιστός γίνεται «σύσσωμος και σύναιμος» του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, όταν για πρώτη φορά μίλησε για το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είπε: Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ.

Με την θεία Κοινωνία γινόμαστε ένα κράμα με το πανάγιον Αίμα του Χριστού, γινόμαστε ένα φύραμα με το πανάγιο Σώμα Του.

«Δέχεσαι μέσα σου τον Χριστό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, αναμιγνύεσαι με το άγιο Σώμα Του, αναφύρεσαι με το Σώμα του Κυρίου που βρίσκεται στον ουρανό». Η αγάπη του Χριστού για μας, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν αρκέστηκε στο γεγονός της σαρκώσεως, στα άχραντα πάθη και στην ταφή. Προχώρησε στην προσφορά της θείας Κοινωνίας: «Δεν ήρκεσε στον Χριστό το να γίνει άνθρωπος, να ραπισθεί και να σφαγεί για μας, αλλά και συμφύρει τον εαυτό Του με μας. Και όχι μόνο με την πίστη, αλλά και στην πραγματικότητα μας κάνει σώμα δικό Του...

Σκέψου ποιας τιμής αξιώθηκες! Ποια τράπεζα απολαμβάνεις! Αυτό το οποίο οι άγιοι Άγγελοι όταν το βλέπουν φρίττουν και δεν τολμούν να το κοιτάξουν χωρίς δέος, εξαιτίας της λάμψεως που εκπέμπεται από εκεί, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό συμφυρόμαστε και έχουμε γίνει ένα σώμα Χριστού και μία σάρκα. Τις λαλήσει τας δυναστείας Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις Αυτού;».

Σε άλλη πάλιν ομιλία του ο θεοφώτιστος Χρυσόστομος, τοποθετεί στο στόμα του Κυρίου τούτα τα λόγια: «Για σένα, άνθρωπε, εμπτύστηκα, ραπίστηκα, κενώθηκα από την δόξα, άφησα τον Πατέρα και ήλθα σε σένα που με μισείς και με αποστρέφεσαι και δεν θέλεις ούτε το όνομα μου να ακούσεις. Έτρεξα προς εσένα και σε κατεδίωξα, για να σε κάμω δικό μου. Σε ένωσα και σε συνέδεσα με τον εαυτό μου. Σου είπα: Φάγε το Σώμα μου και πιες το Αίμα μου. Και στον ουρανό σε έχω και κάτω στην γη είμαι ενωμένος μαζί σου... Όχι απλώς συνδέομαι μαζί σου, αλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι λίγο-λίγο, για να γίνει μεγαλύτερη η ανάμειξη, η συμπλοκή και η ένωση. Γιατί εκείνα που ενώνονται διατηρούν τα όρια τους, εγώ όμως συνυφαίνομαι μαζί σου.

Δεν θέλω δηλαδή να υπάρχει κάτι ανάμεσα μας. Θέλω να είναι ένα τα δύο, Εγώ και συ».Ανάμεσα στον Χριστό και στον πιστό που άξια κοινωνεί δεν παρεμβάλλεται πλέον τίποτε. Όλα λιώσανε μέσα στην φωτιά της αγάπης Του.

«Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν», λέει ο θεοφόρος Χρυσόστομος. Τόσο τολμηρά μόνον ένας Άγιος μπορεί να μιλήσει. Και πράγματι έτσι μίλησαν οι Άγιοι: Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο άθλιος εγώ δε... Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου Σώτερ;

Με την συμμετοχή μας στην θεία Κοινωνία ενούμεθα με τους αδελφούς μας και όλοι μαζί οικοδομούμε το Σώμα του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: Ότι είς άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. Και ο άγιος Ιωάννης παρατηρεί ότι όπως ο άγιος Άρτος που κοινωνούμε είναι Σώμα Χριστού, έτσι και όσοι κοινωνούμε γινόμαστε Σώμα Χριστού. «Όχι πολλά σώματα, άλλα ένα σώμα. Διότι όπως ο άρτος, ενώ αποτελείται από πολλούς κόκκους, είναι ένας, ώστε πουθενά να μην φαίνονται οι κόκκοι, ενώ υπάρχουν,... έτσι ενούμεθα και μεταξύ μας και με τον Χριστό. Διότι δεν τρέφεσαι από άλλο σώμα εσύ και από άλλο εκείνος, αλλά όλοι από το ίδιο σώμα τρεφόμαστε. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος προσέθεσε Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν».

Με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος γίναμε, κατά Χάριν, παιδιά του Θεού και μέλη της αγίας οικογενείας Του, της Εκκλησίας. Με την θεία Κοινωνία τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «αναμειγνύει τον εαυτόν Του με τον καθένα από τους πιστούς δια των αγίων Μυστηρίων, δηλαδή δια της θείας Κοινωνίας. Και εκείνους που γέννησε ο Χριστός δια του αγίου Βαπτίσματος τους τρέφει με τον εαυτόν Του». Δημιουργείται έτσι μεταξύ των πιστών ένας δεσμός πνευματικός, δεσμός αγάπης αληθινής. Αυτή η αγάπη πρέπει πάντα να διακρίνει τους πιστούς στις σχέσεις τους. Λέει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγίναμε κοινωνοί της πνευματικής Τραπέζης. Ας γίνουμε κοινωνοί και της πνευματικής αγάπης.

Διότι αν ληστές μοιράζοντας τα λάφυρα τους ξεχνούν τους ληστρικούς τρόπους τους, ποια δικαιολογία θα έχουμε εμείς που συνεχώς κοινωνούμε του αγίου Σώματος του Κυρίου και δεν μιμούμεθα ούτε των ληστών την ημερότητα; Αν και σε πολλούς ανθρώπους όχι μόνον η συμμετοχή στην κοινή τράπεζα, αλλά και το ότι κατάγονται από την ίδια πόλη, υπήρξε αρκετό για να συνάψουν φιλία. Εμείς όμως οι πιστοί όταν έχουμε την ίδια πόλη και το ίδιο σπίτι και την ίδια τράπεζα και οδό και θύρα και ρίζα και ζωή και κεφαλή και τον αυτό ποιμένα και βασιλέα και διδάσκαλο και κριτή και δημιουργό και πατέρα και όταν όλα τα έχουμε κοινά, ποιας συγχωρήσεως θα ήταν δυνατόν να τύχουμε, εάν διαιρούμεθα ο ένας από τον άλλο;».

Για τους πιστούς που κοινωνούν το άγιο Σώμα του Χριστού τα πάντα τους ενώνουν, επειδή τους ενώνει ο Χριστός. Η αγία μας Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Ναός είναι ο πατρικός μας Οίκος. Όσοι έρχονται στην θεία Λειτουργία είναι αδελφοί μας εν Χριστώ και η αγάπη πρέπει να υπάρχει πάντα ανάμεσα μας. Εάν ο Χριστός δίνει για μας το πανάγιο Σώμα Του, οφείλουμε και μείς από καρδίας να αγαπούμε τους αδελφούς μας και να τους βοηθούμε σε κάθε τους ανάγκη. Σ’ εκείνους που παρέβλεπαν τους πεινώντας αδελφούς, ο ιερός Χρυσόστομος απηύθυνε τούτα τα λόγια: «Ο Χριστός έδωσε εξίσου σε όλους το άγιο Σώμα Του και συ ούτε κοινό ψωμί δεν δίνεις ελεημοσύνη εξίσου σε όλους;». Αυτό είναι πράξη ανάξια για όσους κοινωνούν τον Χριστό.Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας.

Η κοινωνία των πιστών είμαστε ο ευλογημένος λαός του Θεού, ενωμένοι μέσα στην αγάπη του Χριστού. « Ένα είμαστε όλοι και μεταξύ μας και εν Χριστώ. Διότι ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, επειδή είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος», γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.

Δια της σαρκώσεως Του ο Χριστός «εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και «ήρθε στο δικό της σπίτι. Την βρήκε λερωμένη, λιγδωμένη, γυμνή, βουτηγμένη στα αίματα και την έλουσε (με το Βάπτισμα), την άλειψε με αρώματα (με το Χρίσμα), την έθρεψε (με την θεία Κοινωνία) και την έντυσε ιμάτιο που όμοιο του δεν είναι δυνατόν να βρεθεί: Αυτός ο Ίδιος έγινε στολή της και την πήρε από το χέρι και την ανεβάζει στα ύψη». Την οδηγεί στην ουράνιο Βασιλεία όπου ιερουργείται η θεία Λειτουργία.

www.agioritikovima.gr

Πως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για την Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων;



«Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, 
μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ.11,28-29) 

...Θα παρουσιάσουμε τα αναγκαιότερα έργα τα όποια πρέπει να γνωρίζουν, όσοι επιθυμούν να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων. 
Κατ' αρχήν πρέπει να καταλάβουμε ότι η προ της Θείας Κοινωνίας προετοιμασία είναι διπλή, δηλαδή σωματική και πνευματική. Η σωματική έγκειται στην νηστεία, στην εγκράτεια από τις σωματικές επιθυμίες, στην αγρυπνία, στην κλίση των γονάτων (μετάνοιες) και άλλους κόπους με τους οποίους καθαρίζεται και ελαφρύνεται το σώμα από αυτά που το βαρύνουν, το ενοχλούν και το μολύνουν.
Ενώ η πνευματική προετοιμασία αποτελείται από τηνεξομολόγηση στον Πνευματικό, την ανάγνωση των προσευχών, όπως συνιστά το Ωρολόγιο, με φόβο Θεού, με προσοχή και ταπείνωση. Άλλη αγία προετοιμασία είναι η συμφιλίωση με όλους να μη είναι με κανέναν ψυχραμένος, να μη κρατά οργή σε κάποιον, να συγχωρεί όλους, όσοι του έκαμαν κάτι, ενθυμούμενος τα λόγια του Σωτήρος που λέγει: Εάν συγχωρήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος συγχωρήση τα παραπτώματα υμών (Ματθ. 6,14) και γενικά να αγωνίζεται να μη έχει με τον πλησίον του κάτι που να τους χωρίζει. 
Γι' αυτόν που δεν είναι ασθενής η σωματική νηστεία περιλαμβάνει τις τέσσερεις μεγάλες νηστείες του έτους, όπως αυτές έχουν καθορισθεί από τους Αποστόλους και τους Πατέρας της Εκκλησίας, καθώς και τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή. Και όποιος έχει πνευματικές προϋποθέσεις και δυνατότητες μπορεί να κρατά και την νηστεία της Δευτέρας. Αυτές οι ημέρες νηστεύονται όλο το έτος, πλην των ημερών που επιτρέπει η Εκκλησία την κατάλυση σύμφωνα με το τυπικό των εορτών. Όλοι οι χριστιανοί εκτός των ανωτέρω, έχουν καθήκον να νηστεύουν την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, της Βαπτίσεώς Του, την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και την Αποτομή της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. 
Εγκράτεια στην τράπεζα σημαίνει να μη τρώμε μέχρι χορτασμού. 
Όποιος επιθυμεί να κοινωνήσει την επομένη, θα πρέπει από το βράδυ να εγκρατεύεται του φαγητού. Κατόπιν για τους παντρεμένους επιβάλλεται εγκράτεια μεταξύ των. Δεν πρέπει να συνέρχωνται στις άγιες νηστείες, τα Σάββατα, τις Κυριακές και εορτές, καθώς και την προηγούμενη της Θείας Κοινωνίας ημέρα, ως και μία μετά την Θ. Κοινωνία ημέρα. 
Αυτή η απόφαση εγκρατείας των συζύγων πρέπει να γίνεται με κοινή συγκατάθεση και επί πλέον πρέπει να απέχουν για ένα διάστημα από τις συζυγικές των σχέσεις για να επιδίδωνται στην νηστεία και προσευχή, όπως μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στην Α' Κορ. 7,5. «Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχεσθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών». 
[...] 
Αυτά τα ολίγα επαρκούν για την εξωτερική ή σωματική νηστεία. 
Στην συνέχεια θα πούμε ολίγα για την υψηλότερη και πνευματική νηστεία, η οποία όσο είναι ωφελιμότερη, άλλο τόσο είναι λεπτή και δυσκολοκατόρθωτη. Κατ' αρχήν στην πνευματική νηστεία είναι μεγάλη ανάγκη ο άνθρωπος να φυλάττη τον νου του από τους αισχρούς λογισμούς και από τον διασκορπισμό του στα εφήμερα και μάταια του βίου πράγματα. Διότι, όπως το σώμα έχει τον κόσμο των σωματικών παθών, έτσι και ο νους έχει τον κόσμο των λογισμών και κακών πνευμάτων. Και όπως το σώμα μπορεί να πορνεύσει ή να κάνει οποιοδήποτε αμάρτημα με το έργο, έτσι και ο νους μας πορνεύει ή κάνει άλλες αμαρτίες με τους λογισμούς του. Οπότε, αυτός που πρόκειται να πλησιάσει τα Άχραντα Μυστήρια, πρέπει να έχει μεγάλη φροντίδα στην φυλακή των πέντε αισθήσεων: στην όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή. Διότι αυτές, κατά την μαρτυρία του αγίου προφήτου Ιερεμίου (9,20) είναι οι θύρες από τις οποίες εισέρχεται στην ψυχή μας ο θάνατος της αμαρτίας. Κατόπιν χρειάζεται προσοχή στην γλώσσα μας δεν πρέπει να λέγει ψέματα, αστεία και άλλα κενόδοξα και σαπρά λόγια, διότι μας λέγει η Αγία Γραφή ότι πολλοί έπεσαν από το όργανο της γλώσσης (Σειράχ 20,1. 
Να νηστεύει όχι μόνο η γλώσσα από τις περιττολογίες, αλλά και το χέρι να μη εγγίζη το ξένο πράγμα, να μη τολμά να υπογράφει άδικα έγγραφα και γενικά να μη κάνη τίποτε απ' αυτά πού οδηγούν στην αμαρτία. Να νηστεύουν και τα πόδια μας για να μη πηγαίνουν εκεί, όπου δεν ευαρεστείται ο Θεός .Εκτός από την διπλή νηστεία πού μέχρι εδώ αναφέραμε, χρειάζεται επί πλέον ταπείνωσης της καρδίας και συνείδησης καθαρή και ειρηνική απέναντι όλων των ανθρώπων. Επίσης να μη πιστεύει κάποιος ότι η ευτυχία του εξαρτάται από την συχνή Θεία Κοινωνία, αλλά από την, κατά το δυνατόν, καλή προετοιμασία με μεγάλη ταπείνωση, συντριβή καρδίας και ανυπόκριτη ευλάβεια. Επ' αυτών ο ιερός Χρυσόστομος λέγει τα εξής: «Πολλοί λαμβάνουν αυτό το Μυστήριο μία φορά τον χρόνο, ενώ άλλοι περισσότερες φορές... Προς όλους μας απευθύνεται η πρόσκληση για το Μυστήριο αυτό, όχι μόνο προς τους πολίτας, αλλά και προς τους ερημίτας, μερικοί των οποίων κοινωνούν μία φορά τον χρόνο ή κάθε δεύτερο χρόνο... Λοιπόν, ποιοι απ' αυτούς βαδίζουν την σωστή οδό; Αυτοί που κοινωνούν μία φορά τον χρόνο, αυτοί που κοινωνούν πολλές φορές ή αυτοί που κοινωνούν λίγες φορές τον χρόνο»; Προκειμένου να δείξει ποια είναι η αληθινή προετοιμασία για την Θεία Μετάληψη, λέγει τα εξής: «Αυτοί που έχουν καθαρούς λογισμούς και σκέψεις, καθαρή καρδιά και αμόλυντη ζωή, πρέπει πάντοτε να προσέρχονται. Ενώ όσοι δεν έχουν αυτές τις προϋποθέσεις δεν πρέπει ούτε μία φορά τον χρόνο να προσέρχονται». Αλλά, μετά απ' αυτά, μπορεί να ερωτήση κάποιος: «Πώς μπορώ εγώ να γίνω άξιος για μία τόσο ανεκτίμητη Κοινωνία, η οποία απαιτεί από έμενα μεγάλη προετοιμασία»; Σ' αυτήν την ερώτηση δεν θα απαντήσω εγώ, άλλα ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης: «Μόνον εάν θέλεις, άνθρωπε, μπορείς να γίνεις άξιος». Και θέλοντας να δείξει ποιες είναι οι δυσκολίες γι' αυτή την προετοιμασία, λέγει: «Γνώριζε πως είσαι αμαρτωλός, εγκατάλειψε την αμαρτία, διώξε την οργή και την πονηρία, δείξε έργα της μετανοίας, απόκτησε την καθαρότητα, την πραότητα και ταπείνωση, δώσε ελεημοσύνη στους πτωχούς και στους ξένους από τους καρπούς της δικαιοσύνης και προσευχήσου στον Θεό με συντριμμένη ψυχή και έτσι θα είσαι πλέον άξιος για το Μυστήριο». 
Πόση αγάπη και στοργή εκφράζεται σ' αυτό το Μυστήριο εκ μέρους του Θεού! Λόγω της μεγίστης αγάπης Του που έχει προς τον άνθρωπο, ευδόκησε να επιτρέπει σ' εμάς να Τον τρώγωμεν και να Τον πίνωμεν. Πράγματι ο καλός μας και μεγάλος Ποιμήν δεν έχει άλλον όμοιον Του στους οικτιρμούς και το έλεος σ' αυτό το ανθρώπινο γένος. Διότι κανείς ποιμήν, όσο καλός και να είναι και όσο πολύ ν' αγαπά τα πρόβατα του, ποτέ δεν ακούστηκε ότι τα έθρεψε αυτά με την σάρκα του σώματος του και τα πότισε με το αίμα του. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που γονείς δίνουν τα παιδιά των, μετά την γέννηση των, σε άλλους να τα θρέψουν και μεγαλώσουν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον Χριστό, ο οποίος μας τρέφει σ' όλη μας την ζωή με το σώμα Του. 
Στην συνέχεια θα μιλήσουμε για την έξης τακτική του διαβόλου. Μερικούς τους εξαπατά με κάποια υποκριτική ευλάβεια και ταπείνωση , ότι δεν είναι άξιοι να λαμβάνουν τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και με αυτή την φαινομενική ευλάβεια τους ρίχνει ο πονηρός στην ακηδία, στην αδιαφορία και αναισθησία και έτσι χάνουν την μεγίστη ωφέλεια, την οποία θα κέρδιζαν, εάν κοινωνούσαν με ειλικρινή ευλάβεια τα Θεία Μυστήρια... Άλλους τους κάνει να αναβάλουν τον χρόνο της Κοινωνίας από το ένα διάστημα στο άλλο και από την μία νηστεία στην άλλη και έτσι τους απομακρύνει περισσότερο από την Μετάληψη των Θείων Μυστηρίων. Το αποτέλεσμα είναι να μη προοδεύουν σχεδόν καθόλου στην οδό της εργασίας των θείων εντολών. Και πώς αυτοί θα μπορέσουν να ενωθούν με τον Πλάστη των, που τους λέγει: «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν... ότι άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»; (Ίωάν. 13,5-6). Άλλους πάλι ούτε στα γεράματα των, ούτε στις βαρειές και θανατηφόρες ασθένειες δεν τους αφήνει να ενωθούν με τον Χριστό. Γι' αυτό μία καλή φροντίδα που πρέπει να έχουμε εμείς οι χριστιανοί για τους οικείους και συγγενείς μας είναι, όταν κάποιος αρρωστήσει, να καλούμε αμέσως τον Πνευματικό και να συμβουλεύουμε τον ασθενή να εξομολογηθεί όλες τις αμαρτίες του. Και αφού γίνει αυτό και τον θεωρήσει ο ιερεύς ως κατάλληλον για την Θεία Κοινωνία, κατόπιν να τον κοινωνήσει. Εάν όμως η κατάσταση του είναι πολύ σοβαρά και πρόκειται να πεθάνει, ο ιερεύς πρέπει να τον κοινωνήσει απαραιτήτως, διότι τότε ο ιερεύς έχει την άδεια να λύνει και να συγχωρεί αμαρτήματα, να κοινωνεί τον ετοιμοθάνατο ακόμη και όταν έχει θανάσιμα αμαρτήματα που κανονικά απαγορεύουν την Θεία Κοινωνία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτός από τον Κύριο, όπως ο ληστής επί του σταυρού. Εάν όμως με την ευλογία του Θεού, μετά την Μετάληψη των Θείων Δώρων, γίνει υγιής, τότε να παραμείνει στον κανόνα της μετανοίας που του είχε επιβληθεί μέχρις ότου τον τελειώσει. 
Άκουσα ακόμη από το στόμα μερικών χριστιανών και άλλες συμβουλές που ο πονηρός τους ψιθυρίζει στα αυτιά των: «Μη καλείς τον παπά, εάν κάποιος είναι ασθενής, διότι εάν έλθει εκείνος τότε θα αποθάνη ο ασθενής. Άφησε, εάν υπάρξει μεγάλη ανάγκη θα τον καλέσουμε». Αλλά αλλοίμονο! Τι μεγάλη απάτη του διαβόλου είναι αυτή η συμβουλή με την οποία μερικοί αγωνίζονται να μη φέρουν τον ασθενή αδελφό τους, όντας στο κρεβάτι του θανάτου, να πλησιάσει τα Άχραντα Μυστήρια! Πολλοί ακούγοντας αυτές τις προτροπές του πονηρού οδηγηθήκαν στα αιώνια βάσανα, διότι τους άρπαξε ο θάνατος τότε, όταν τον έστειλε ο Θεός και όχι όταν ήθελαν αυτοί να έλθει. Πολλούς απομακρυσμένους από την αλήθεια τους συμβουλεύει ο σατανάς ότι η ευτυχία και αγιότης εξαρτάται από την όσο το δυνατόν συχνή Θεία Κοινωνία, χωρίς την πρέπουσα προετοιμασία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Αυτοί όντως πλανεμένοι από τον διάβολο κατά τρόπο αξιολύπητο, ξέχασαν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, που λέγει: «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' 11, 28-29). Εάν μερικοί ξέχασαν και περιφρόνησαν αυτά τα λόγια, ας προσέξουν και ας φοβηθούν από τα εξής λόγια του ιδίου Αποστόλου «Αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρυσί μάρτυσι αποθνήσκει, πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον Υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας» (Έβρ. 10, 28-29). 
Με ποιόν τρόπο πέφτει κανείς σ' αυτή την τιμωρία, της καταπατήσεως του Υιού του Θεού, μας διδάσκει ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος λέγει: «Όταν συ κοινωνείς Αυτόν στο Άγιο Μυστήριο και κάνεις αμαρτία, λέγε μου: Δεν τον κατεπάτησες; Δεν τον χλεύασες; Καθώς εμείς δεν έχουμε καμμία συναίσθηση και συντριβή γι' αυτά που καταπατούμε, έτσι και αυτοί που σφάλουν, δεν έχουν καμμία συναίσθηση και φόβο για τον Χριστό». 
Κανείς λοιπόν, να μη πλησιάζει τα Άγια Μυστήρια χωρίς την πρέπουσα ευλάβεια και προετοιμασία, ούτε πάλι, λόγω οκνηρίας και απελπισίας, να απομακρύνεται περισσότερο απ' αυτά. Οι Άγιοι Πατέρες σε κάθε έργο λέγουν ότι τα άκρα είναι του διαβόλου, ενώ η μέση και βασιλική οδός που βάδισαν και οι Άγιοι, είναι του Χριστού. 
Αλλά μπορεί κάποιος να μας ερωτήσει, ποια είναι η μέση και βασιλική οδός; Θα απαντήσουμε σ' αυτούς:Η Μετάληψη των Θείων Μυστηρίων είναι στενά συνδεδεμένη με την εξομολόγηση. Αυτή πρέπει να γίνεται, τουλάχιστον για τους λαϊκούς τέσσαρες φορές τον χρόνο, κατά την περίοδο των μεγάλων νηστειών. Η συχνή ή αραιή συμμετοχή περαιτέρω στα Θεία Μυστήρια επαφίεται περισσότερο στην κρίσι του Πνευματικού, ο οποίος μπορεί με διάκριση να χρησιμοποιεί την ακρίβεια και οικονομία των ιερών Κανόνων και γνωρίζει την πρόοδο κάθε μιας ψυχής στην μετάνοια. Ένα πράγμα όμως ας έχουν υπ' όψιν των, όσοι επιθυμούν να κοινωνούν συχνότερα: Αυτό το οποίον επιθυμούν είναι «Τα Άγια τοις αγίοις» και ας ακούσουν τι λέγει όσον αφορά αυτό ο Θείος Χρυσόστομος: «Βλέπε, ότι, όταν ο ιερεύς ή ο διάκονος λέγει: «Τα Άγια τοις αγίοις» αυτό εννοεί: εάν κάποιος δεν είναι άγιος να μη προσέρχεται. Όχι μόνο καθαρός από την αμαρτία, αλλά άγιος...». 
Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνονται αιτία μεγάλων βασάνων γι' αυτούς που δεν προσέρχονται επαξίως. Ενώ οι ι. Κανόνες για το ίδιο μυστήριο λέγουν: Τα Άγια προσφέρονται στους αγίους, ενώ η αγιότης κατορθώνεται με νηστεία και προσευχή. Αμήν. 

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ιερομ. ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ
Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ 

πηγή:http://www.pigizois.net

Ὁ χαρακτήρας αὐτοῦ πού μεταλαμβάνει ἐπαξίως



Πράγματι! Πόσο ευτυχής και μακάριος πρέπει να θεωρείται αυτός που μεταλαμβάνει επαξίως τα θεία Μυστήρια! Έτσι, εξέρχεται από τον ναό τελείως ανανεωμένος ,γιατί το πυρ της θεότητας έκανε μέτοχο την ψυχή του μέσω της θείας Μεταλήψεως, και τις μεν αμαρτίες κατέκαψε, την δε ψυχή του γέμισε με τη θεία Χάρη. Αγίασε τη διάνοιά του , ενίσχυσε τις δυνάμεις της ψυχής του, διαφώτισε τον νου του, καθήλωσε την καρδιά του με τον φόβο του Θεού και τελικά την ανέδειξε κατοικία του αγίου Πνεύματος
Αυτός που κοινωνεί επαξίως λαμβάνει σαν αρραβώνα την ουράνια Βασιλεία , ενδύεται τη θεία πανοπλία, η οποία τον προφυλάσσει από κάθε κακό και σκευωρία του πονηρού και τον καθιστά φοβερό και γι’ αυτούς τους δαίμονες . Η καρδιά εκείνου που κοινωνεί επαξίως , είναι πλημμυρισμένη από ανείπωτη χαρά και ανέκφραστη ευχαρίστηση. Αυτός μόνο αισθάνεται την αλλοίωση που επήλθε και ευφραίνεται γι’ αυτή την ανανέωση. Όλες οι αρετές στολίζουν την καρδιά του και πόθος του είναι η ένωσή του με τον Κύριο. Η ψυχική γαλήνη , την οποία δίνουν η συναίσθηση της συμφιλιώσεως και κοινωνίας με τον Θεό και η ουράνια ειρήνη που βασιλεύει σ’ αυτόν, καθρεπτίζονται στο πρόσχαρο πρόσωπο εκείνου που κοινώνησε επαξίως. Όλη του η εξωτερική όψη μαρτυράει την εσωτερική του ηθική κατάσταση. Η αγνότητα και η αθωότητα είναι δύο χάριτες που περιστρέφονται γύρω του και μιλούν σε όλους γι’ αυτόν. Αυτός είναι ο χαρακτήρας του επαξίως μεταλαμβάνοντος. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της θείας Μεταλήψεως.
Όταν έχει κάποιος αυτά υπόψιν του, πόσο λυπάται, όχι πλέον αυτούς που αναξίως μεταλαμβάνουν ή αυτούς που για λόγους εμποδίων από αμαρτήματα δεν μπορούν να κοινωνήσουν, αλλά αυτούς που δεν προσέρχονται στο Άγιο Ποτήριο μάλλον από αδιαφορία και περιφρόνηση για την ψυχική και σωματική ωφέλεια που θα επέλθει σ’ αυτούς από τη θεία Μετάληψη; Γιατί, καθώς γνωρίζουμε ότι η υγεία της ψυχής επιδρά και στη υγεία του σώματος και το αντίστροφο, τί να πούμε λοιπόν γι’ αυτούς; Πώς να τους αποκαλέσουμε; Σε ποια τάξη των χριστιανών να τους κατατάξουμε; Η στάση τους προς τον Χριστιανισμό είναι τέτοια την οποία έχουν μόνο οι ψυχροί και οι αδιάφοροι. Αλλά, άραγε, αυτοί είναι αληθινοί χριστιανοί; Αυτό μας είναι άγνωστο. Αυτό που μπορούμε εμείς να γνωρίζουμε είναι ότι αυτοί πελαγοδρομούν χωρίς πυξίδα, χωρίς τιμόνι και χωρίς κυβερνήτη. Αλίμονο δε σ’ αυτούς κατ’ εκείνη την ημέρα που η θάλασσα θα ξεσηκωθεί κατ’ επάνω τους ∙ που θα πνέουν ισχυροί άνεμοι και τα κύματα θα κατακλύζουν το σκάφος τους. Τότε, έρημοι και στερημένοι από τη θεία παρηγοριά, θα ατενίζουν με δακρυσμένα μάτια και βλέμμα απελπισίας τα ανοιγόμενα κάτω από τα πόδια τους βάραθρα που θα τους απειλούν με καταποντισμό και παντελή αφανισμό. Προς αυτούς έχουμε να προτείνουμε μόνο μια αδελφική συμβουλή∙ να σπεύσουν να κοινωνήσουν για να σωθούν∙ γιατί δεν υπάρχει καμιά διέξοδος…


Πηγή: «Περί επιμελείας ψυχής
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ»
Απόδοση στη Νέα Ελληνική:
Ευανθία Χατζή
Επιμέλεια κειμένου- Επίμετρο:
Γιώργος Μπάρλας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ



http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr

Πρῶτα νὰ γίνεται ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἔπειτα ἡ Θεία Κοινωνία





«Ὁ ἀνεξομολόγητος ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μέ ἕναν ἀβάπτιστον καί εἶναι ἀδύνατον νά σωθῇ. Καί ἀνίσως ἕνας ὅπου ἀπέθανεν ἐάν μέν καί ἐπρόφθασε νά ἐξομολογηθῇ καί ἄς μή κοινώνησεν εἶναι ἐλπίδα εἰς αὐτόν. Ἐάν δέ καί δέν ἐξομολογηθῇ, ἄς κοινωνήσει ὅσες φορές θέλει, τίποτες δέν ὠφελεῖται, μάλιστα βλάπτεται, ἐπειδή καί κοινωνεῖ ἀνάξια καί ἀλλοίμονον εἰς αὐτόν. Πρῶτον πρέπει νά γίνεται ἡ ἐξομολόγησις, ἔπειτα ἡ Ἁγία Κοινωνία. Πρῶτον νά πλύνωμε καί νά καθαρίσωμεν τό ἀγγεῖον καί ὕστερα νά βάλωμεν τό πολύτιμον πρᾶγμα μέσα».
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός


Μοῦ ἔλεγε ὁ Παππούλης Ἅγιος Πορφύριος:
«Ὅσο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιὸ πολὺ στενοχωριέται καὶ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ διάφορα πράγματα. Πρέπει νὰ πηγαίνουμε στὸν πνευματικό μας ὅταν ἔχουμε κάτι ποὺ μᾶς βασανίζει».
«Νὰ ἐξομολογεῖσαι τακτικὰ καὶ καλά, γιατὶ καὶ Πατριάρχης νὰ εἶσαι, ἂν δὲν ἐξομολογεῖσαι, δὲν σώζεσαι», μοῦ εἶπε μιὰ ἄλλη φορά.
Ἔλεγε ώς, μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ὅ,τι εἶναι πεσμένο χάμω ἀνορθώνεται. Μᾶς εἶπε κάποτε τὴ συγκινητικὴ περίπτωση ἑνὸς μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε πάει μικρὸς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ εἶχε πολλὰ χαρίσματα, ποὺ τὸν ἔκαμναν νὰ νιώθει ὅτι ζοῦσε μέσα στὸν παράδεισο.
Μιὰ ἡμέρα δὲν ἔκανε ὑπακοὴ σὲ κάτι, ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, καὶ τοῦ ἔφυγε τότε ὅλη αὐτὴ ἡ χαριτωμένη κατάσταση. Ὅταν γύρισε ὁ Γέροντάς του κι ἔκανε ἐξομολόγηση καὶ διαβάστηκε ἡ συγχωρητικὴ εὐχή, ἀμέσως ἐπανῆλθε ἡ κατάσταση ἐκείνη τῆς χάριτος, τὴν ὁποία εἶχε ἀπολέσει.
Ὁ Γέρων Πορφύριος τόνιζε πάντοτε ὅτι, ὅταν εἴμαστε μέσα στὴν… Ἐκκλησία, ὅταν συμμετέχουμε στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε μέσα στὸν παράδεισο. Καὶ ὅτι, ὅσο πιὸ πολὺ συμμετέχουμε στὰ Μυστήρια, τόσο πιὸ πολὺ εἴμαστε στὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε μᾶς θύμιζε τὴ ρήση τοῦ Κυρίου μας:

«Ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον».


agiooros.net

Πῶς πρέπει νὰ προσερχόμαστε στὴν Θεία Εὐχαριστία





Περὶ Θείας Εὐχαριστίας: Τὰ κριτήρια τοῦ Γέροντα

Ὁ μακαριστὸς Γέροντας εἶχε ὑπ΄ ὄψιν του μερικὰ ἀπαραίτητα κριτήρια, βάσει τῶν ὁποίων, δύναται ὁ πιστὸς νὰ προσέλθη ἀκατακρίτως στὰ θεία Μυστήρια.

α) Ἀσφαλῶς καὶ ἡ σχετικὴ διὰ τῆς νηστείας προτετοιμασία ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς παράγοντες, ὄχι ὅμως ὁ κύριος καὶ μοναδικός. Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἀκριβεῖς τηρητὲς ὅλων τῶν ἐπιβεβλημένων νηστειῶν, ἦταν πολὺ ἐπιεικὴς ὡς πρὸς τὴν νηστείαν. Ὁ ἀοίδιμος ἐπρέσβευε ὅτι, ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχὸς ἢ λαϊκὸς ζεῖ πάντοτε μὲ ἐγκράτεια. Τηρεῖ ἀνέλαιον νηστείαν τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἐπιπλέον τηρεῖ τὶς νηστεῖες ὅλου τοῦ ἔτους, δηλαδὴ τῶν μεγάλων περιόδων, Μ. Τεσσαρακοστῆς, Χριστουγέννων, Δεκαπενταυγούστου κλπ.
Ἐπὶ πλέον ἐγκρατεύεται καὶ κάθε Σάββατο ἀφ΄ ἑσπέρας, κατὰ τὸ τυπικόν τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι σκληρόν, ὁ ἐν λόγω ἀδελφὸς ν΄ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν συχνὴν προσέλευσιν, γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν ἐτήρησε τὴν συχνὴν τριήμερον ἀνελαίου νηστείας.
Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τοὺς χριστιανοὺς ποὺ δὲν ἐτηροῦσαν τὶς διατεταγμένες νηστεῖες...
τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς ἐπέβαλλεν ὡς πνευματικὸς αὐστηρὴν νηστείαν πρὶν τὴν προσέλευσιν.

β) Ὡς ἀπαραίτητον ὄρον ἔκρινε ὁ ἀείμνηστος τὴν καθαρὴν καὶ εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν. Λέγω δὲ καθαρὴν καὶ εἰλικρινῆ, διότι δυστυχῶς εἶναι πολλοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ μίαν πρόχειρην καὶ ἀμετανόητην ἐξομολόγησιν, νομίζουν ὅτι ἐτακτοποιήθηκαν.
Εἶναι βέβαια κώλυμα τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, γιὰ τὴν προσέλευσιν στὰ μυστήρια. Αὐτὸ τὸ πάθος ὅμως εἶναι φανερὸν καὶ εὐδιάκριτον καὶ ὅλοι νομίζω τὸ ἐξομολογοῦνται. Ὁμοίως καὶ ἄλλα χονδρὰ ἁμαρτήματα, ὅπως φόνους, ληστεῖες, κλοπές, ἀπάτες κ.ἂ.
Ὅμως ὑπάρχουν καὶ μερικὰ δυσδιάκριτα μέν, ἀλλὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Καὶ ὅμως· πάρα πολλοὶ ἐξομολογούμενοι, οὔτε κἂν τὰ ὑποψιάζονται γιὰ ἁμαρτήματα. Αὐτὰ εἶναι ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκρισις, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ καταπίεσις, ἡ ἀδικία κλπ. Καταλαλοῦμε καὶ κατακρίνουμεν ἀποντες καὶ παρόντες. Δημιουργοῦμε στοὺς ἄλλους σκανδαλισμὸν καὶ ψυχρότητα. Μὲ τὴν προκλητικὴ συμπεριφορά μας , οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ μᾶς βλέπουν. Φανταστεῖτε τώρα, αὐτὸν ποὺ σὲ προκαλεῖ σὲ βαθμόν, ὥστε νὰ μὴν θέλης νὰ τὸν βλέπης, νὰ μεταλαμβάνη κάθε τόσον τὰ Θ. Μυστήρια, χωρὶς κἂν νὰ ζητήση ἔστω ἕνα συγγνώμην. Ἄλλος φθονεῖ, καταπιέζει, ἀδικεῖ τὸν ἀδύνατον ἀδελφόν του, τὸν συγγενῆ, τὸν γείτονα. Δὲν μιλᾶ μαζί σου ἄλλος, γιὰ χρόνια. Καὶ ἐντούτοις ἀφοῦ πρῶτα «ἐξομολογήθηκε», χωρὶς προβληματισμὸν καὶ ἔλεγχον, μεταλαμβάνει. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν νηστείαν, οὐαὶ κι ἂν ἀκούση ὅτι κάποιος ἐκοινώνησε, χωρὶς νὰ νηστέψη πρῶτα δύο-τρεῖς ἡμέρες.

Κάποτε ἐπέπεσε στὴν προσοχὴ τοῦ Γέροντα μία παρόμοια περίπτωσις. Ἐνῶ κάποιος «ἐξομολογιόταν» καὶ κοινωνοῦσε ἀνὰ δεκαπενθήμερο μετὰ ἀπὸ τριήμερη νηστεία, ὁ ἴδιος δὲν μιλοῦσε μὲ κάποια ἄτομα ἐπὶ χρόνια. Μόλις τὸ ΄μαθὲ ὁ Γέροντας ἀπὸ κάποιον τρίτον, καλεῖ τὸν ἐν λόγω ἀδελφόν, καὶ τὸν προστάζει νὰ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς ἐν διαστάσει ἀδελφούς, χωρὶς ὅμως νὰ καταστῆ δυνατὸν νὰ τὸν μεταπείση. Τὸν ἐστρίμωξεν ὁ πνευματικὸς σὲ βαθμὸν ὥστε νὰ τὸν προειδοποιήση ὅτι, ἂν δὲν συνδιαλλαγὴ πρὶν κοινωνήση, θὰ κολαστῆ. Ὁ δὲ δῆθεν ἐξομολογούμενος ἀπαντᾶ, ἄκουσον καὶ φρίξον: «Νὰ κολαστῶ, παρὰ νὰ μιλήσω ἐγὼ μ΄ αὐτὰ τὰ καθάρματα».

Φεβερὸ ἀσφαλῶς τὸ περιστατικό· καὶ ὅμως γεγονός. Νὰ προτιμᾶ τὴν αἰώνιαν κόλασιν, παρὰ νὰ πῆ ἕνα συγγνώμην ἢ ἔστω μίαν καλημέρα. Ἂς φαντασθῆ καθένας σὲ πόσο σκότος κάποτε ζοῦμεν, ἐπαναπαυόμενοι σὲ μόνην τὴν τυπολατρείαν. Στὸ κυριότερο δὲ κεφάλαιο, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας,… μεσάνυχτα. Στὴν προκειμένη περίπτωσιν τὸ μόνο πού ἁρμόζει νὰ ποῦμε εἶναι τὸ «δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε· πῶς αὐτοστιγμεὶ δὲν μᾶς κατακαίεις, ἄνθραξ ὤν τοὺς ἀναξίους φλέγων;».

Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὡς πρώτην, οὐσιαστικότερην καὶ κυριότερην προϋπόθεσιν, ἔθετε ὁ ἀείμνηστος, ὡς πνευματικός, τὴν πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας ἀγάπην, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴ δώσουμε ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ σὲ κανένα.

…Ἀλλὰ γιὰ νὰ κλείσουμε αὐτὸ τὸ σοβαρὸ κεφάλαιο περὶ Θείας Κοινωνίας, ἀναφέρω καὶ μίαν ἄλλην ἀπαραίτητην προϋπόθεσιν ὡς πρὸς τὴν προσέλευσιν στὰ θεία Μυστήρια. Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ προετοιμασία μὲ τὴν αὐτοεξέτασιν καὶ προσευχή.

Ἀπὸ τὴν αὐτοεξέτασιν γεννᾶται ἡ συναίσθησις. Ἀπὸ τὴν συναίσθησιν ἡ συντριβή. Ἀπὸ τὴν συντριβὴν ἡ ἐξομολόγησις. Ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησιν (ἐννοῶ τὴν κατὰ μόνας) γεννᾶται ἡ κατάνυξις, ὁ πόθος, τὰ δάκρυα. Ὁ ἀείμνηστος εἶχεν ὑπ΄ ὄψιν του τὴν προτροπὴν τοῦ ἁγίου Συμεὼν Ν. Θεολόγου, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν προσερχόμαστε στὰ Θ. Μυστήρια χωρὶς δάκρυα.

Τὴν καθιερωμένην ἀκολουθίαν τῆς Θ. Μεταλήψεως ἐθεωροῦσεν ὑποχρεωτικήν, καθὼς καὶ τὴν εὐχαριστίαν. Ὡστόσο στοὺς μεμυημένους στὴν ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τοὺς ὁποίους ἐγλύκαινε περισσότερον ἡ εὐχούλα, συνιστοῦσεν τὴν ἀντικατάστασιν τῆς ἀκολουθίας μὲ πέντε κομποσχοίνια τῶν 300 κόμπων (τέσσερα στὸν Χριστὸν καὶ ἕνα στὴν Θεοτόκον), εἴτε καὶ χωρὶς κομποσχοίνι, λέγοντας εὐχὴν ὅπως τὴν αἰσθάνεται καθένας πιὸ ἄνετα καὶ κατανοητά, γιὰ τόσην ὥραν ὅμως, ὅσο τουλάχιστον διαρκεῖ ἡ ἱερὰ ἀκολουθία τῆς μεταλήψεως.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ Μ. Δ.: «Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης», 
ὁ ἁπλοϊκὸς ἡγούμενος καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Δάκρυα κατανύξεως



Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”.
Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά.Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα. 

“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.

Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή,
ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.

Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.

Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων; Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;

Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.

Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τό πένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».

Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».

Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”

Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττική.