.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

"Φοβερόν κρίμα της σιωπής εν τη ...κωφεύσει των αιρετιζόντων"!



Εἶναι γεγονός ὅτι κατ' ἀρχάς οἱ Πατέρες ἐθεώρησαν καί ὡμολόγησαν τήν σιωπή ὡς μεγάλη ἀρετή. Τήν ἐθεώρησαν ὡς ἀντίδοτο τῆς πολυλογίας καί ἀργολογίας ἀπό τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποφύγη τήν ἁμαρτία. Στά γεροντικά καί τίς διηγήσεις τῶν πατέρων, ἐκθειάζεται καί ἐπαινεῖται ἡ σιωπή ὡς συνήγορος καί πρόξενος πολλῶν ἀρετῶν. Εἰδικά γιά τόν μοναχό, ὁ ὁποῖος διδάσκει μέ τό βουβό κήρυγμα, τή ζωή του καί τό παράδειγμά του, ἡ σιωπή εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τόν προστατεύει ἀπό τόν ἐγωϊσμό, περιφρουρεῖ τήν προσευχή, ἀσφαλίζει τόν νοῦ ἀπό τόν σκορπισμό, βοηθάει στήν μνήμη τοῦ θανάτου καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Αὐτήν λοιπόν τήν σιωπή, ἡ ὁποία γίνεται ὡς ἀντίδρασι στήν πολυλογία καί ἀργολογία, καί ὡς πολέμιος ἐγωϊσμοῦ εἶναι ἐπαινετή ἀπό τούς πατέρες καί ἀξιόμισθος ἀπό τόν Θεό.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη σιωπή ἔνοχος καί πρόξενος πολλῶν κακῶν, ἐπίβουλος δέ καί αὐτῆς τῆς σωτηρίας μας. Αὐτή ἡ σιωπή γίνεται ἐξ αἰτίας τοῦ πάθους τῆς δειλίας καί ἀνανδρείας, μέ σκοπό τόν συμβιβασμό καί τήν φιλαυτία. Εἶναι ἡ σιωπή ἡ ὁποία ἀφήνει ἀνυπεράσπιστη τήν ἀλήθεια καί καταργεῖ τήν ἀρετή τῆς ὁμολογίας, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σωθῆ. Ἡ σιωπή αὐτή ἐπιβάλλεται πολλές φορές διά τῆς ὑπακοῆς ἐκ μέρους τῶν ἀνωτέρων, ἡ δέ ὁμολογία περιθωριοποιεῖται διά λόγους δῆθεν διακρίσεως, προσευχῆς κλπ. ἤ συκοφαντεῖται ὡς ἔχουσα κίνητρο τόν ἐγωϊσμό, τήν αὐτοπροβολή κ.λ.π. 
Συμβαίνει λοιπόν σήμερα νά βλέπουμε τούς ποιμένες καί δή τούς ἐπισκόπους λαλίστατους γιά διάφορα θέματα, ἐνῶ διά τά θέματα τῆς πίστεως νά τηροῦν σιγῇ ἰχθύος. Εἶναι ὄντως ὕψιστο ἀγαθό νά μάθη ὁ ἄνθρωπος πότε πρέπει νά ὁμιλῆ καί πότε νά σιωπᾶ, πότε ἡ σιωπή γίνεται αἰτία σωτηρίας καί πότε κολάσεως.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θά μᾶς ὁμιλήση διά τήν ἔνοχο σιωπή, (εἶναι ὄντως ἀλήθεια ὅτι ἀπό αὐτό τό πάθος πάσχουμε ὅλοι σήμερα) καί θά ξεκαθαρίση μέσα μας αὐτή ἡ τόσο δύσκολη στίς ἡμέρες μας καί ἁγιάτρευτη ἀσθένεια, τό μικρόβιο τῆς ὁποίας ὅλους μᾶς ἔχει προσβάλλει, οἱ δέ ἐκκλησιολογικές του διαστάσεις εἶναι ὀλέθριες.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ ΘΕΜΑ

1. Ἡ σιωπή στά θέματα τῆς πίστεως σημαίνει ἐπικύρωσι τῆς κατηγορίας.
2. Ἡ σιωπή εἶναι μέρος συγκαταθέσεως μέ τό κακό (σιωπηλή συγκατάθεσις).
3. Μέ τήν σιωπή τῶν ὀρθοδόξων ἐπικρατεῖ καί ἑδραιώνεται ἡ πλάνη καί αἵρεσις.
4. Ὅταν κινδυνεύη ἡ πίστις ὅλοι ἀνεξαρτήτως μέχρι τοῦ τελευταίου καί ἀσήμου χριστιανοῦ, ὑποχρεοῦνται νά ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά μή σιωποῦν.
5. Ἡ φίμωσις τοῦ λόγου στούς ὀρθοδόξους εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τῶν αἱρετικῶν.
6. Καί μόνη ἡ σιωπή εἶναι ἱκανή νά κολάση ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως.
7. Ὁ σιωπῶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως λογίζεται διά τήν ἐκκλησία ὡς νεκρός.
8. Σέ περίπτωσι συνηγορίας διά τήν πίστι κάποιου, ἀπαιτεῖται ἀπό αὐτόν ὁμολογία προφορική καί γραπτή προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ στή συνείδησι τῆς ἐκκλησίας.
9. Ἡ σιωπή στήν ἀνωτέρω περίπτωσι σημαίνει ταύτισι μέ τήν αἵρεσι καί ἀνάλογος ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ὀρθοδόξων. 

1. ΚΕ. Νικηφόρῳ Πατριάρχῃ (ΜΘ). ΡG 99, 988 C.

Ἑρμηνεία.
Διότι τώρα πλέον μᾶς ἀνήγγειλε ὁ Ἰωάννης, ὁ σύνδουλος ἐν Χριστῷ καί μοναχός μας, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νά πάρη τήν εὐλογία σου, ὅτι ἄκουσε ἀπό τά ἀρχιερατικά σου χείλη, κάποια παράξενα καί ἀνεπιθύμητα πράγματα (λόγια). 
Εἶστε, εἶπες ἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πόσο φυσικό λοιπόν εἶναι δι' αὐτά τά λόγια, μακαριώτατε, ἡ ψυχή μας νά λυπηθῆ ὑπερβολικά; Ἐπιπλέον πῶς νά μήν ὁμιλήσουμε καί ἀπολογηθοῦμε στήν ἁγιωσύνη σου, ὥστε νά μή ἐπικυρώσουμε διά τῆς σιωπῆς αὐτήν τήν κατηγορία; Πρίν ὅμως ἀρχίσω τήν ἀπολογία, θέλω ἐπιπροσθέτως νά ἀναφέρω, ὅτι δέν πρέπει νά ἀκούμε μέ εὐκολία τόν καθένα, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ κάποιον, οὔτε ἐπίσης νά σχηματίζουμε εὔκολα καί ἀβίαστα γνώμη, διά κάποιο πρόσωπο τό ὁποῖο κατηγορεῖται.

Κείμενο.
Ἤδη γάρ τό παρόν ἀπήγγειλεν ἡμῖν Ἰωάννης ὁ σύνδουλος καί μαθητής ἡμῶν, ὡς ἀξιωθείς τῆς σεπτῆς σου προσκυνήσεως, ἀκήκοε παρ' αὐτῆς ξένα τινά καί ἀπευκταῖα. Ἀποσχισταί γάρ, φησίν, ἐστέ τῆς Ἐκκλησίας. Πόσον οὖν ἐπί τούτοις, ὦ μακαριώτατε, οὐκ εἰκότως ἦν ἡμῶν διατεθῆναι τήν ψυχήν λυπηρῶς; πῶς δέ οὐκ ἐκλαλῆσαι ἀπολογητικῶς τῇ ἁγιωσύνῃ σου καί μή τῇ σιωπῇ κυρῶσαι τήν κατηγορίαν; Ἐγώ δέ πρό τῆς ἀπολογίας, ἐκεῖνο μετ' αἰδοῦς προσαναφέρω, ὅτι οὐχ ὡς ἔτυχε δεῖ τά ὦτα ἀνοίγειν παντί τῷ βουλομένῳ κατά τινός τι λέγειν, οὐδ' οὐ μήν ἀποφαίνειν ἀκρίτως τό διαβληθέν πρόσωπον.

2. ΜΓ. Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ (ΡΛΑ'). ΡG 99, 1065 Α.

Ἑρμηνεία.
Ἀφ' ἑνός μέν, ὅταν τήν πρώτη φορά ἐγίνετο ἡ ἀθώωσις τοῦ μοιχοζεύκτου, ἐγώ παρευρισκόμουν ἐκεῖ, καί σιωπήσαμε πρός στιγμή ἔπειτα ἀπό κοινή συμφωνία. Ἡ σιωπή ὅμως ἀποτελεῖ μία μερική συγκατάθεσι μέ τό κακό. Αὐτήν τήν σιωπή μας τήν ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίθετοι, ὅπως γνωρίζεις καί προσπάθησαν νά μᾶς ἀποκλείσουν ἀπό τό νά κάνουμε ἔνστασι. Αὐτό δέν ἔγινε ὅταν συγκροτήθηκε γιά δεύτερη φορά σύνοδος καί ἀπεφασίσθη πάλι ἡ ἀθώωσίς τους, ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι κατεπάτησαν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγαν λοιπόν ἐκεῖνοι πρός ἐμᾶς: Νά ἀποκλεισθῆ μόνον ἀπό τό νά ἱερουργῆ, νά ἔχη ὅμως τήν ὑπόλοιπη ἐξωτερική τιμή, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου. 
Ἤδη ὅμως τά δύο αὐτά χρόνια συλλειτουργοῦσε αὐτός μέ τόν πατριάρχη. 
Αὐτό ἦτο φοβερό καί πέρα ἀπό κάθε οἰκονομία.

Κείμενο.
… Τοῦ μέν ἡνίκα τό πρότερον ἠθώουν τόν μοιχοζεύκτην, παρόντος μου ἐκεῖ, καί καθά συνεβουλευσάμεθα, ἀποσιωπήσαντες· ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως· ἧς καί δραξάμενοι οἱ ἐξ ἐναντίας, ὡς οἶσθα, ἀποκλείειν ἡμᾶς ἐπειρῶντο ἡ δευτέρα ἀθώωσις αὐτοῦ παρά τῶν πατησάντων τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, λεγόντων ἡμῶν· ὅτι στήτω μόνον τῆς ἱερουργίας ἀπολαύων τῆς τιμῆς, κατά τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βασιλείου· ἤδη συλλειτουργήσαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς δυσίν ἔτεσι τῷ πατριάρχῃ· ὅ ἦν φοβερόν, καί ὑπέρ οἰκονομίαν.

3. ΜΗ. Ἀθανασίῳ τέκνῳ. ΡG 99, 1076C.

Ἑρμηνεία.
Πῶς λοιπόν λέγουν, ὅτι χωρίς νά ἀντισταθῆ κανείς καί νά κηρύξη τήν πλάνη των θά τούς ὀνομάσωμε αἱρετικούς; Εἶναι φαντασία ὅσα προαναφέρθησαν δι' αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν καί ἐκήρυξαν ἤ ἀλήθεια; Ἐπειδή εἶναι ὁπωσδήποτε ἀληθινά, διατί δέν τά κηρύττουν αὐτά καί δέν τά διδάσκουν μέ ἔργα καί μέ λόγια; Ἤ πῶς γίνεται ἐσεῖς νά πείθεσθε ἀπό αὐτούς, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε παρά λίγο νά στέκεσθε καί νά συνοδοιπορῆτε μαζί των (διότι καί αὐτό εἶναι ἀλήθεια καί ἄν ἐμεῖς τό κρύψωμε θά τό διακηρύξουν τά πέρατα τῆς οἰκουμένης). Ἔτσι μέ αὐτή τή στάσι σας ἔχετε ἀποκομίσει γιά τούς ἑαυτούς σας τήν φοβερή τῆς σιωπῆς κατάκρισι. Δι' αὐτήν ἀκριβῶς τήν αἰτία ἐγώ ὁ ταπεινός, ἀναγκάζομαι νά μή σιωπῶ, ἀλλά προφορικῶς καί γραπτῶς, κατά τή δύναμί μου, νά κηρύττω τήν ἀλήθεια, μέ τό φόβο καί τόν τρόμο τῶν διωκτῶν μας καί μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Καί αὐτό τό κάνω ἔστω καί ἄν κάποιος νομίζη ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐνέργειές μου δέν εἶναι ἀναγκαῖες ἀλλά περιττές.

Κείμενο.
Πῶς οὖν φασίν, ὅτι μηδενός ἀνθισταμένου καί διδάσκοντος καλέσομεν αὐτούς αἱρετικούς; Φαντασία τά προλεχθέντα καί ὄνειροι, ἤ ἀληθῆ; Ἐπειδή δέ ἀληθῆ, πῶς οὐχί διδάσκουσιν ἑκάστοτε καί κηρύττουσιν ἔργῳ καί λόγῳ; ἤ πῶς οὐχ ὑμεῖς πειθόμενοι αὐτοῖς, μικροῦ δεῖν μετ' αὐτῶν τῶν λεγόντων ἵστασθε (ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς σιωπῶμεν, τά πέρατα βοᾷ τήν ἀλήθειαν), τό φοβερόν τῆς σιωπῆς κρῖμα ἐφ' ἑαυτούς ἐπισπώμενοι; Δι' ἥν αἰτίαν ἐγώ ὁ ταπεινός τοῦ μή σιγᾷν ἀναγκάζομαι ἐγγράφως τε καί ἀγράφως, κατά τήν ἐνοῦσαν μοι δύναμιν, μετά φόβου κάι τρόμου, μετά παρασκευῆς θανάτου· κἄν τις ὑμῶν ἴσως οὐκ ἀναγκαίως, εἴπω δι' ὅτι καί περιττολόγως οἴεται ταῦτα ἐνεργεῖν με.

4. Β' Μονάζουσιν. (ΣΘ'). ΡG 99, 1120 Β.

Ἑρμηνεία.
Κατ' αὐτόν τόν καιρόν, κατά τόν ὁποῖον ὁ Χριστός διώκεται διά μέσου τῆς διώξεως τῆς εἰκόνος του, δέν ἔχει ὑποχρέωσι νά ἀγωνίζεται στό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὅσον ἀφορᾶ τίς ἅγιες εἰκόνες, μόνον αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει κάποια γνώσι ἤ κάποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα, ἀλλά ἀπεναντίας καί αὐτός πού εὑρίσκεται στή θέσι τοῦ πιό ἁπλοῦ χριστιανοῦ, ἔχει χρέος μέ παρρησία νά κηρύττη τήν ἀλήθεια καί μέ ἐλευθερία νά καυτηριάζη τήν πλάνη. Αὐτά τά ὁποῖα λέγω δέν εἶναι λόγια δικά μου, πού εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλά τοῦ θείου καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀκόμη δέ καί ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Τό ὅτι δέ τούς πλέον διάσημους ἀπό τούς ἡγουμένους ἐπεριώρισε ὁ βασιλεύς, ὥστε νά μήν κάνουν αὐτά τά καθήκοντά των, τά ὁποῖα προανέφερα. Καί αὐτοί βέβαια ὑπερεῖχαν, καί ὡς πρός τόν βαθμό καί τή γνώσι, ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἡγουμένους τῆς περιοχῆς αὐτῆς, καί ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νά εἶναι οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι θά ὡμιλοῦσαν. Ἀπεναντίας ὅμως αὐτοῖ ἐσιώπησαν. Καί δέν σταμάτησαν μόνο στήν σιωπή, τό ὁποῖο καί ἀποτελεῖ μία συμφορά, ἀλλά ἐπιπλέον, ὑπέγραψαν ἰδιοχείρως, νά μήν ἔχουν σχέσεις καί ἐπικοινωνία μέ ἄλλους, οὔτε νά διδάσκουν τά ὀρθόδοξα δόγματα. Αὐτό ἀποτελεῖ προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησι τῆς ἡγουμενικῆς προστασίας τῶν ἀδελῶν, καί κατάλυσι τῆς πνευματικῆς σχέσεως μέ τούς ὑποτακτικούς καί ὡς ἐκ τούτου ἔκπτωσι ἀπό τούς ὁμοταγεῖς ἡγουμένους.

Ἑρμηνεία. Κείμενο.
Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, ἐν ᾧ ὁ Χριστός διώκεται διά τῆς εἰκόνος αὐτοῦ· οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καί γνώσει προέχων ἐστὶν ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καί διδάσκων τόν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον· ἀλλά γάρ καί εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παῤῥησιάζεσθαι τήν ἀλήθειαν, καί ἐλευθεροστομεῖν. Οὐκ ἐμός ὁ λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου· ἐπί καί ἄλλων Πατέρων. Τό δέ τούς κυρίους τούς ἡγουμένους κρατηθέντας ὑπό τοῦ βασιλέως, μή τά προειρημένα πράξαι· καίπερ ὄντας καί ἐν βαθμῷ καί γνώσει παρά πάντας τούς καθηγουμένους τῆς γῆς ταύτης· τοὐναντίον δέ μᾶλλον σιωπῆσαι. Καί οὐ τοῦτο μόνον, καίπερ ὄν δεινόν· ἀλλά καί χειρόγραφον ποιῆσαι, μήτε εἰς ἀλλήλους συνέρχεσθαι, μήτε διδάσκειν· τοῦτό ἐστι προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησις τῆς προστασίας, καί κατάλυσις τῶν ὑποτακτικῶν, ἐπεί καί τῶν ὁμοταγῶν.

5. ΠΑ'. Πανταλέοντι Λογοθέτη (ΦΗ'). ΡG 99, 1321 Α.

Ἑρμηνεία.
Ἄλλων μέν ἀνθρώπων ἡ ἀρετή μᾶς εἶναι γνωστή μόνον ἐξ ἀκοῆς. Ἡ δική σου ὅμως ἀρετή, ἀξιότιμε δέσποτά μου, κατ' ἀρχάς προσωπικά τήν εἴδαμε, τώρα δέ ἔφθασε νά ἀκουσθῆ μέχρι τόν τόπο αὐτόν, στόν ὁποῖο εἴμεθα ἐξορισμένοι. Ποιά δέ εἶναι ἡ αἰτία; Ὅτι ἐπαρρησιάσθη τό πνευματοκίνητον στόμα σου καί ὡμίλησε μέ τήν θεϊκή σοφία τόν λόγο τῆς ἀληθείας, γιά νά ὠφεληθῆ καί σωθῆ ἡ ψυχή σου καί ἐπί πλέον ὅλη ἡ δική μας τοπική Ἐκκλησία. Καί διά τοῦτο εἶσαι εὐτυχισμένος καί εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά σου. Καί σέ ἐγκωμίασαν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πού σέ ἄκουσαν. Καί στεφανωθέντες μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καί χρυσό περιδέραιο θά κοσμῆ τόν τράχηλό σου, υἱέ τῆς ὑπακοῆς, τέκνο τοῦ φωτός, πλάσμα τῆς εὐσεβείας.
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Ἄνοιξε τό στόμα σου διά νά ὁμιλήσης κι ἐγώ θά τό γεμίσω ἀπό τή χάρι μου. Ἐπειδή ἔκανες ὑπακοή στήν ἐντολή μου. 
Διότι εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωποῦμ εκάθε φορά πού κινδυνεύει ἡ πίστις. Ἐπειδή λέγει νά ὁμιλῆς καί νά μή σιωπαίνης. Καί λέγει ἐπίσης ἡ γραφή, ἐάν ὑποχωρήσης ἀπό φόβο, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σέ σένα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει, ἐάν σιωπήσετε ἐσεῖς θά φωνάξουν δυνατά οἱ πέτρες. Ὥστε ὅταν πρόκειται διά ζητήματα πίστεως δέν ἐπιτρέπεται κάποιος νά πῆ. Ἐγώ ποιός εἶμαι διά νά ὁμιλήσω; Εἶμαι ἱερεύς; φυσικά ὄχι. Μήπως εἶμαι ἀξιωματοῦχος; οὔτε κι αὐτό βέβαια. Στρατιώτης; ἀπό ποῦ; Μήπως εἶμαι γεωργός; οὔτε καί αὐτό τό τελευταῖο. Εἶμαι ἕνας πτωχός πού μέ δυσκολία βγάζω τήν καθημερινή τροφή μου. Ἄρα λοιπόν δέν ὑπάρχει λόγος νά φροντίσω ἐγώ δι' αὐτήν τήν ὑπόθεσι. Ἀλοίμονο σέ σένα πού σκέπτεσαι ἔτσι. Οἱ πέτρες θά φωνάξουν δυνατά καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀμέριμνος; 
Ἡ ἀναίσθητος φύσις ὑπάκουσε στόν Θεό καί σύ γίνεσαι φυγάς; Αὐτή ἡ φύσις ἡ ὁποία δέν ἔχει ζωή, οὔτε θά κριθῆ ἀπό τόν Θεό, σάν νά φοβῆται τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ φωνάζει δυνατά, καί σύ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φέρεις εὐθύνη καί θά κριθῆς κατά τήν δευτέρα παρουσία καί δι' ἕνα ἀργό λόγο, ἔστω καί ἄν εἶσαι ζητιάνος λέγεις μέ παραλογισμό. Ποιά φροντίδα πρέπει νά ἔχω ἐγώ δι' αὐτό τό θέμα; Αὐτά δέσποτά μου, λέγει ὁ Παῦλος, τά μετέφερα στόν ἑαυτό μου καί στόν Ἀπολλώ γιά χάρι σας, ὥστε ἀπό ἐμᾶς νά μάθετε νά μήν ἔχετε φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει γραφῆ. Ὥστε καί αὐτός ὁ πτωχός θά εἶναι ἀναπολόγητος κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἐάν τώρα δέν ὁμιλεῖ διά τά θέματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα θά κατακριθῆ καί μόνο δι' αὐτό. Καί βέβαια δέν θά ξεφύγη ἀπό τήν κρίσι καθένας ἀπό τούς ἀνωτέρους στά ἀξιώματα, μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως. Σ' αὐτόν βέβαια θά εἶναι πολύ αὐστηρότερη ἡ κρίσις. Ἐπειδή ἔχει γραφῆ ὅτι οἱ ἄρχοντες θά ἐξετασθοῦν αὐστηρότερα. Καί ἀλλοῦ πάλι. Κρίσις αὐστηρά θά γίνη στούς ἰσχυρούς. Νά ὁμιλῆς λοιπόν, κύριέ μου, νά ὁμιλῆς. Δι' αὐτόν τόν λόγο καί ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἐπειδή φοβοῦμαι τήν κρίσι ὁμιλῶ. Ὡμίλησε δέ τόσο ὥστε νά σέ ἀκούση καί ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκεις σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξιώματα.

Κείμενο.
Ἄλλων μέν ἡ ἀρετή ἐξ ἀκοῆς ἡμῖν διέγνωσται· σοῦ δέ τοῦ ὑπερτίμου δεσπότου μου, πρότερον δι' ὄψεως, νῦν δέ ἐξ ἀκοῆς μέχρι τῆς ἐσχατιᾶς ἐν ᾗ ἐσμεν φθασάσης. Τίς δέ ὁ λόγος; ὅτι ἐπαῤῥησιάσατό σου τό πνευματοκίνητον στόμα λαλῆλαι σοφίαν Θεοῦ, λόγους ἀληθείας, ἐπ' ὠφελείᾳ καί σωτηρίᾳ τῆς τε οἰκείας ψυχῆς καί πάσης τῆς καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίας. Καί μακάριος εἶ, καί εὐλογημένον τό ὄνομά σου· καί σε αἰνέσαισαν πάντες οἱ ἀκούσαντες εὐσεβεῖς. Καί στέφανος χαρίτων ἐπί τήν τιμίαν σου κάραν· καί κλοιός χρύσεος ἐπί τόν ἱερόν σου τράχηλον, υἱέ ὑπακοῆς, τέκνον φωτός, θρέμμα εὐσεβείας. Τάδε λέγει Κύριος·Ἄνοιξον τό στόμα σου, καί πληρώσω αὐτό· ἀνθ' ὧν ὑπήκουσας φωνῆς μου. Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί· Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Καί· Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστε ὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ' οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό Θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τούτῳ φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν· καί Ἀπολλώ δι' ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ' ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· Δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησί. Καί· Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι.Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας δεδοικώς τό κριτήριον λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως· ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων.

6. ΣΗ. Ἀντωνίῳ ἐπισκόπῳ (ΩΚΕ'). ΡG 99, 1629 Α.

Ἑρμηνεία.
Τοῦτο εἶναι δίκαιο καί ἀρμόδιο, ὅλους δηλαδή τούς ἄλλους πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἐδιώχθηκαν καί διεσκορπίσθηκαν ἐξ αἰτίας τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου καί χάριν τῆς μαρτυρίας τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ υἱοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας διά ἐπιστολῶν καί νά ἑνωνώμεθα πνευματικῶς διά κοινῶν ὑπομνημάτων. Καί κατ' οὐδένα τρόπο διά τῆς ἀφωνίας καί σιωπῆς νά παρουσιαζώμεθα ὡς νεκροί. Διότι γνωρίζωμε ὅτι αὐτό τό ἔκανε καί ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπικοινωνοῦσαν ἀπό μακρυά μεταξύ των καί ἐταυτίζοντο διά μέσου τῆς κοινῆς αὐτῆς ὁμολογίας, καί ἀπό κοινοῦ ἐκήρυττον τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν κόσμο. Σ' αὐτό τό ἔργο καί ἐμᾶς μᾶς τοποθέτησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἄν καί εἶναι τολμηρό αὐτό πού λέγω, καί μᾶς παραγγέλλει.
Νά ὁμιλῆς λέγει καί νά μή σιωπᾶς, ἐπειδή ὑπάρχει ἐδῶ πολύς λαός δικός μου, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἀκούση. Καί σέ ἄλλο μέρος λέγει ἡ γραφή. Ἐάν φοβηθῆ καί ὀπισθοχωρήση κάποιος, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σ' αὐτόν. Ὥστε ἡ κατάκρισις ἐξ αἰτίας τῆς σιωπῆς εἶναι φοβερά καί αὐτό ἰσχύει καί διά τούς αἱρετικούς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κωφεύουν ἀπό κακία ἐθελουσίως (ἐκούσια). Ὅλα αὐτά ἡ ὁσιότητά σου, ὅπως μᾶς ἔγραψες, ἐπειδή ἐνήργησε θεαρέστως, πολλούς πειρασμούς ὑπέστη, ἀπό ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά ἀκούσουν λόγον ὀρθόδοξο, ἀλλ' ἀπεναντίας ἀρνήθηκαν τήν θεοπαράδοτον εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί ὅλων τῶν ἁγίων Αὐτοῦ.

Κείμενο.
Τοῦτο δίκαιον καί προσῆκον, τούς ἄλλους ἀλλαχῆ διεσπαρμένους διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τήν μαρτυρίαν τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, φθέγγεσθαι ἀλλήλοις τοῖς γράμμασι καί συνάπτεσθαι πνευματικῶς τοῖς ὑπομνήμασι· καί μηδαμῶς τῇ ἀφωνίᾳ ὡς τεθνεῶτας λελογίσθαι. Τοῦτο γάρ ἴσμεν καί τόν μακάριον ἀπόστολον Παῦλον σύν τοῖς ὁμοταγόσι θεοστόλοις ἀλλήλους μακρόθεν φωνοῦντας, καί εἰς ταὐτόν ἐρχομένους τῷ συναπτικῷ λόγῳ, καί τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας Θεοῦ καταγγέλοντας παντί τῷ κόσμῳ· ἐν ᾧ καί ἡμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰ καί τολμηρόν εἰπεῖν, θέμενον παρεγγυᾷ· Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιωπήσῃς, ὅτι λαός μοι πολύς ἐστιν· ἐνταῦθα. Καί ἀλλαχοῦ· Ἐάν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Ὥστε φοβερόν κρῖμα τῆς σιωπῆς, καί ταῦτα ἐν τῇδε τῇ ἐθελοκάκῳ κωφεύσει τῶν αἱρετιζόντων. Ὅπερ ἡ ἁγιωσύνη σου καθά γέγραφεν ἐνεργοῦσα θεοπρεπῶς πολλούς πειρασμούς ὑφίστασθαι φαίη παρά τῶν οὐκ ἐθελόντων λόγον ὅσιον ἐνηχεῖσθαι· ἀλλ' ἠρνημένων τήν θεόγραπτον Χριστοῦ εἰκόνα, τῆς Θεοτόκου, καί οὑτινοσοῦν τῶν θεραπόντων αὐτοῦ.

7. 485. Θεοκτίστῳ ἐρημίτῃ. 712

Ἑρμηνεία.
Βλέπεις λοιπόν ὅτι δεύτερη ἐπιστολή εἶναι αὐτή ἡ εὐτελής. Καί ἄν μέν πράξης τά ἁρμόδια, δηλώνοντας καί ἀπολογούμενος γιά ὅλα ὅσα ἐγκαλεῖσαι θά ἔχης κερδηθῆ διά τόν Κύριον, ἐσύ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἀδελφός μας, καί τό λέγομε αὐτό κυριολεκτώντας καί θά ἔχουμε γιά σένα μεγάλη χαρά ἐμεῖς οἱ ταπεινοί. Ἐάν δέ παραμείνης στήν ἴδια μέχρι τώρα σιωπή καί ἀνυπακοή, πρᾶγμα τό ὁποῖο μακάρι νά μή γίνη, θά σηκώσης ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως ἀπό τίς δικές σου πράξεις.

Κείμενο.
᾿Ιδού δευτέρα ἡ ἐπιστολή μου αὕτη ἡ εὐτελής. Καί εἰ μέν δράσεις τά δέοντα, δηλῶν καί ἀπολογούμενος περί πάντων ὧν ἐγκαλῇ, ἐκερδήθης ὁ ἀδελφός ἡμῶν, κυριολέκτως εἰπεῖν, καί χαίρομεν ἐπί σοί μέγα οἱ ταπεινοί· εἰ δέ, ὅπερ ἀπείη, ἐμμείνῃς ἐν τῇ αὐτῇ σιωπῇ καί ἀπειθείᾳ, βαστάσοις τό κρίμα αἰώνιον, ἄπρακτα ἀσκῶν, μᾶλλον δέ ὀλεθρίως σχίζων τόν λαόν τοῦ θεοῦ διά τῆς οἰκείας ἰδιοπραγίας.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ

Ὁ ὅσιος ἐθεωροῦσε ὅτι κατά τήν περίοδο πού ἡ Ὀρθοδοξία ἐμάχετο μέ τήν αἵρεσι, ἡ σιωπή ἦτο μέγα κακό καί θανάσιμο ἁμάρτημα. Ἔπρεπε ὁ κάθε χριστιανός νά ξεκαθαρίση τή θέσι του καί ἤ νά ὁμολογήση καί νά ταυτισθῆ μέ τήν ἀλήθεια ἤ νά συγκατατεθῆ καί νά συμβιβασθῆ μέ τούς ἰσχυρούς. Στήν περίπτωσι τήν δεύτερη τοῦ συμβιβασμοῦ δέν ἐχρειάζετο ὁπωσδήποτε νά ὁμολογήση κανείς τήν αἵρεσι, ἀλλά ἦτο ἀρκετή καί ἡ σιωπή, διά νά ἀποδείξη ὅτι κάποιος δέν ὡμολογοῦσε τήν ἀλήθεια. Διότι μέ τήν σιωπή τῶν ὀρθοδόξων, ἑδραιώνετο καί ἐπικρατοῦσε ἡ αἵρεσις. Ὁ ὅσιος λοιπόν ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐταύτιζε τήν ὁμολογία μέ τόν διωγμό κάι τό μαρτύριο τήν σιωπή δέ μέ τήν δειλία καί ἄρνησι.
Στήν ἐπιστολή του λοιπόν πρός τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἐθεώρησε τήν σιωπή ὡς ἐπικύρωσι τῆς κατηγορίας, ὅτι δηλαδή ἦταν οἱ στουδίτες μοναχοί σχισματικοί. Ἐπί πλέον διορθώνει τόν Πατριάρχη λέγοντας, ὅτι δέν πρέπει αὐτός ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ ἐξουσία, νά πείθεται εὔκολα σέ ὅ,τι ἀκούει.
Στήν ἐπιστολή του στόν κατά σάρκα ἀδελφό του Ἰωσήφ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσ/νίκης, ὁ ὅσιος ἐκθέτοντας τά γεγονότα ὡς πρός τήν ἀθώωσι τοῦ μοιχοζεύκτη ἱερέως Ἰωσήφ, λέγει ὅτι ἡ σιωπή εἶναι ἐν μέρει σιωπηλή συγκατάθεσις μέ τό κακό. Αὐτήν τήν πρός στιγμή σιωπή τῶν πατέρων ἐκμεταλλεύτηκαν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν ἀθώωσι τοῦ Ἰωσήφ, καί δέν ἐδέχοντο στήν ἐπανεξέτασι τῆς ὑποθέσεως καμμία συζήτησι. Ἐδῶ φαίνεται τό ἀνυποχώρητο τοῦ ὁσίου, ὄχι ἀπό ἐμπάθεια πρός τόν Ἰωσήφ, ἀλλά διά τήν καταδίκη τῆς μοιχοζευξίας (τοῦ δευτέρου γάμου) καί τήν ἀποκατάστασι τῆς εὐαγγελικοῦ νόμου.
Στόν μοναχό Ἀθανάσιο ὁ ὅσιος λέγει ὅτι αἱρετικός ὀνομάζεται κάποιος, ἐφ' ὅσον δημοσιοποιηθῆ ἡ πλάνη του καί ὑπάρξη ὀρθόδοξος ἔνστασις καί ἀντίστασις. Τότε λέγει, ὅτι ὅσοι τηροῦν σιωπή καί δέν ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια ταυτίζονται μέ τήν αἵρεσι. Τήν κατάκρισι ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς σιωπῆς διά τήν πίστι τήν ὀνομάζει φοβερά. Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι φοβούμενος αὐτή τήν κατάκρισι μέ ὅλη του τή δύναμι, προφορικῶς καί γραπτῶς κηρύττει τήν ἀλήθεια καί μέ τόν φόβο καί τόν τρόμο καί τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου.
Στήν ἐπιστολή του πρός τούς μοναχούς ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τά πράγματα ὡς πρός τήν θέσι τοῦ καθενός καί λέγει ὅτι καί ὁ πιό ἁπλός χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει κανένα ἀξίωμα, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, ὀφείλει νά ὁμιλῆ πρός κάθε κατεύθυνσι καί μέ ὁποιοδήποτε κόστος. Χρησιμοποιεῖ τήν θαυμάσια ἔκφρασι «ἐλευθεροστομεῖν», τό ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τό χωρίον τοῦ Ἀπ. Παύλου «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β' Τιμ. 2, 9), ἐπειδή τό σιωπᾶν ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι κατ' οὐσίαν ἡ δέσμευσις τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. 
Τό ἐλευθεροστομεῖν λοιπόν σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τό νά ὁμιλῆ κανείς καί νά μή σιωπᾶ, σημαίνει τό νά ὁμιλῆ κανείς ἄφοβα καί μέ παρρησία πρός τούς ὑψηλα ἱσταμένους, ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες, μέ πλήρη ἐπίγνωσι τῶν συνεπειῶν αὐτῆς τῆς ὁμολογίας. Δηλαδή μέ ἕνα λόγο ὅταν κινδυνεύη ἡ πίστις, πρέπει νά ὁμιλοῦμε μέ τρόπο καί στόμα ἀποστολικό. Στήν ἐπιστολή του αὐτή ὁ ὅσιος σημειώνει ὅτι αὐτή ἡ ἐντολή (δηλαδή τοῦ μή σιωπᾶν) δέν εἶναι δική του ἔμπνευσις, ἀλλά εἶναι ἐντολή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Πολύ συχνά ὁ ὅσιος στίς ἐπιστολές του ἀναφέρει λόγια τῆς γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά νά δείξη τήν πλήρη ταύτισι μέ αὐτούς. Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ ὅσιος τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπέβαλον τήν αἵρεσι· μέ τό νά κατορθώσουν δηλαδή νά κλείνουν τό στόμα σέ ὅσους εἶχαν τήν δυνατότητα νά ὁμιλήσουν, καί εἰδικά στούς ἡγουμένους. Τήν σιωπή αὐτή τῶν ἡγουμένων ὁ ὅσιος ἐδῶ τήν ὀνομάζει δεινόν, δηλαδή κάτι φοβερό. Τήν ὑπογραφή των δέ καί ἔγγραφη συγκατάθεσι στήν ἐντολή τοῦ βασιλέως νά μή διδάσκουν, τήν ὀνομάζει προδοσία τῆς ἀληθείας καί ἔκπτωσι ἀπό τήν ἡγουμενική προστασία τῶν μοναχῶν. Πόσο ἀλήθεια στίς ἡμέρες μας ἐπαναλαμβάνονται τά ἴδια γεγονότα, καί κλείνονται τά στόματα τῶν ἡγουμένων τῶν ἐπισκόπων κλπ. μέ ἄλλους ὅμως πιό πολιτισμένους τρόπους.
Στήν ἐπιστολή του πρός τόν Παντολέοντα τόν Λογοθέτη ὁ ὅσιος, κατ' ἀρχάς ἐπαινεῖ τήν παρρησία καί τό θάρρος μέ τό ὁποῖο ἐκήρυττε τά ὀρθόδοξα δόγματα. Ἐδῶ πάλι σχολαστικώτερα, θά λέγαμε, διακηρύττει ὅτι δέν ἐξαιρεῖται κανείς ἀπό τήν ὁμολογία, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, οὔτε ὁ τελευταῖος πτωχός χριστιανός, οὔτε ὁ ζητιάνος. Παρουσιάζει μέ ζωντάνια καί χάρι τήν ἄψυχη φύσι, τρόπον τινά, νά ἐξανίσταται ἀπό τήν βλασφημία τῆς αἱρέσεως καί νά εἶναι ἕτοιμη νά ὁμιλήση δυνατά. Καί τούς χριστιανούς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά βρίσκουν διάφορες προφάσεις καί δικαιολογίες διά νά τηρήσουν σιωπή.
Ἀναφέρει καί αὐτό τό φοβερό, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά διαφύγη τήν προσοχή μας. Ὅτι δέν χρειάζεται νά ἔχει κανείς ἄλλες ἁμαρτίες γιά νά κατακριθῆ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀρκεῖ αὐτή ἡ σιωπή καί ἡ ἔλλειψις τῆς ὁμολογίας ὅταν ἡ πίστις κινδυνεύει. Ἴσως καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ ὁμολογία στά δύσκολα χρόνια πού θά ἔλθουν, μόνη της νά μπορῆ νά ἀποκαταστήση στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτόν πού θά τήν ἔχη.
Ἐπίσης ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι ὅσο μεγαλύτερο ἀξίωμα ἔχει κάποιος τόσο αὐστηρότερα θά κριθῆ στά θέματα τῆς σιωπῆς καί τῆς ὁμολογίας. Τελικά προτρέπει τόν ἀποδέκτη τῆς ἐπιστολῆς λέγοντάς του «Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει...», τό ὁποῖο δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει στόν κίνδυνο τῆς ὀρθοδοξίας περίπτωσι δικαιολογίας διά τήν σιωπή.
Στόν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο ὁ ὅσιος ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὅποιος σιωπᾶ ἐν καιρῷ κινδύνου τῆς πίστεως θεωρεῖται διά τήν ἐκκλησία ὡς νεκρός. Ἐπίσης λέγει ὅτι πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, νά εἶναι ἑνωμένοι πνευματικά καί νά ἐπικοινωνοῦν καί νά ὁμονοοῦν καί νά συνταυτίζωνται, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἀναφέρει πάλι χαρακτηριστικά ὅτι εἶναι φοβερό τό κρῖμα (κατάκρισι) τῆς σιωπῆς.

Τέλος στόν ἐρημίτη Θεόκτιστο ὁ ὅσιος ἀπαιτεῖ ὁμολογία γραπτή διά τήν πίστι του, πού εἶχε κατηγορηθῆ ὡς μή ὀρθόδοξος, καί λέγει ὅτι ἄν τηρήση σιωπή σ' αὐτή τήν περίπτωσι, θά σηκώση ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως καί θά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τούς ὀρθοδόξους ὡς αἱρετικός. Δηλαδή διά τά θέματα τῆς πίστεως ὀφείλει ὁ καθένας δημοσίως νά ξεκαθαρίζη τή θέσι του καί ἀναλόγως νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς χριστιανούς. Ἡ σιωπή σημαίνει ταύτισι μέ τήν αἵρεσι.

«Εντολή Κυρίου να μη σιωπούμε κάθε φορά που κινδυνεύει η πίστις». Αλοίμονο σ' αυτούς πού σιωπούν με πρόφαση ότι τάχα δεν είναι αρμόδιοι!



Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη

Ἐπιστολὴ ΠΑ'. Πανταλέοντι Λογοθέτη. (ΦΗ') ΡG 99, 1321 Α.
(Ἀπὸ ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ)

Ἑρμηνεία.
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Ἄνοιξε τό στόμα σου διά νά ὁμιλήσης κι ἐγώ θά τό γεμίσω ἀπό τή χάρι μου. Ἐπειδή ἔκανες ὑπακοή στήν ἐντολή μου. Διότι εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωποῦμε κάθε φορά πού κινδυνεύει ἡ πίστις. Ἐπειδή λέγει νά ὁμιλῆς καί νά μή σιωπαίνης. Καί λέγει ἐπίσης ἡ Γραφή·ἐάν ὑποχωρήσης ἀπό φόβο, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σέ σένα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει· ἐάν σιωπήσετε ἐσεῖς θά φωνάξουν δυνατά οἱ πέτρες.
Ὥστε ὅταν πρόκειται διά ζητήματα πίστεως δέν ἐπιτρέπεται κάποιος νά πῆ. Ἐγώ ποιός εἶμαι διά νά ὁμιλήσω; Εἶμαι ἱερεύς; φυσικά ὄχι. Μήπως εἶμαι ἀξιωματοῦχος; οὔτε κι αὐτό βέβαια. Στρατιώτης; ἀπό ποῦ; Μήπως εἶμαι γεωργός; οὔτε καί αὐτό τό τελευταῖο. Εἶμαι ἕνας πτωχός πού μέ δυσκολία βγάζω τήν καθημερινή τροφή μου. Ἄρα λοιπόν δέν ὑπάρχει λόγος νά φροντίσω ἐγώ δι' αὐτήν τήν ὑπόθεσι.
Ἀλοίμονο σέ σένα πού σκέπτεσαι ἔτσι. Οἱ πέτρες θά φωνάξουν δυνατά καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀμέριμνος; Ἡ ἀναίσθητος φύσις ὑπάκουσε στόν Θεό καί σύ γίνεσαι φυγάς; Αὐτή ἡ φύσις, ἡ ὁποία δέν ἔχει ζωή, οὔτε θά κριθῆ ἀπό τόν Θεό, σάν νά φοβῆται τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ φωνάζει δυνατά, καί σύ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φέρεις εὐθύνη καί θά κριθῆς κατά τήν δευτέρα παρουσία καί δι' ἕνα ἀργό λόγο, ἔστω καί ἄν εἶσαι ζητιάνος λέγεις μέ παραλογισμό. Ποιά φροντίδα πρέπει νά ἔχω ἐγώ δι' αὐτό τό θέμα;
Αὐτά δέσποτά μου, λέγει ὁ Παῦλος, τά μετέφερα στόν ἑαυτό μου καί στόν Ἀπολλώ γιά χάρι σας, ὥστε ἀπό ἐμᾶς νά μάθετε νά μήν ἔχετε φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει γραφῆ. Ὥστε καί αὐτός ὁ πτωχός θά εἶναι ἀναπολόγητος κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἐάν τώρα δέν ὁμιλεῖ διά τά θέματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα θά κατακριθῆ καί μόνο δι' αὐτό. Καί βέβαια δέν θά ξεφύγη ἀπό τήν κρίσι καθένας ἀπό τούς ἀνωτέρους στά ἀξιώματα, μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως. Σ' αὐτόν βέβαια θά εἶναι πολύ αὐστηρότερη ἡ κρίσις. Ἐπειδή ἔχει γραφῆ ὅτι οἱ ἄρχοντες θά ἐξετασθοῦν αὐστηρότερα. Καί ἀλλοῦ πάλι. Κρίσις αὐστηρά θά γίνη στούς ἰσχυρούς.
Νά ὁμιλῆς λοιπόν, κύριέ μου, νά ὁμιλῆς. Δι' αὐτόν τόν λόγο καί ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἐπειδή φοβοῦμαι τήν κρίσι ὁμιλῶ. Ὡμίλησε δέ τόσο ὥστε νά σέ ἀκούση καί ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκεις σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξιώματα.

ΚΕΙΜΕΝΟ:
Τάδε λέγει Κύριος· Ἄνοιξον τό στόμα σου, καί πληρώσω αὐτό· ἀνθ' ὧν ὑπήκουσας φωνῆς μου. Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί· Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Καί· Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστεὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ'οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό Θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τούτῳ φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν· καί Ἀπολλώ δι' ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ'ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· Δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησί. Καί· Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι. Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας δεδοικώς τό κριτήριον λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως· ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων.

ΜΕΙΖΩΝ ΑΡΕΤΩΝ Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ! Σχίσμα κάνουν.....

«Ὡς ἐκ τούτου ἡ ταύτισις τοῦ σχίσματος μέ τήν ἀποτείχισι γίνεται ὑπό τήν καθοδήγησι τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μέ σκοπό τὴν σύγχυσι τῶν ὀρθοδόξων ἀνησυχούντων καί τὴν καταστολή τῶν περαιτέρω ἐνεργειῶν των.»



ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ:
Σχίσμα κάνουν οι αιρετικοί, κι όχι όσοι απομακρύνονται απ' αυτούς (π. Ευθ. Τρικαμηνά)


Ἀπαντώντας εἰς αὐτό τό ἐπιχείρημα ἀναφέρομε τά ἑξῆς:

1. Εἶναι ἐξόφθαλμο καί αὐτονόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν καταδικάζει τήν ἀποτείχισι (ἀφοῦ αὐτή τήν ἔχει θεσμοθετήσει, καί φυσικά, ἐφ’ ὅσον πραγματοποιεῖται μέ τούς ὅρους πού ἡ ἴδια -ἡ Ἐκκλησία- ἔχει διδάξει), ἀλλά καταδικάζει τό σχίσμα, τό ὁποῖον ὄντως εἶναι μεγίστη ἁμαρτία. Καταδικάζει δηλαδή τήν ἀπόσχισι, τήν ἀπομάκρυνσι πιστῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν αὐτή ἡ ἀπόσχισις (σχίσμα) δέν πραγματοποιεῖται γιά θέματα πίστεως, ἀλλά ἐξ αἰτίας ἄλλων ἀφορμῶν, (θέματα διοικητικά δηλαδή, τάξεως, πνευματικά κλπ.). Εἰς αὐτό εἶναι ἀρκετά σαφής ὁ πρῶτος Κανών τοῦ Μ. Βασιλείου, τόν ὁποῖο ἀναφέραμε στήν σελίδα 61. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀποτείχισις εἶναι μέν ἀπόσχισις (ἀπομάκρυνσις), πλήν ὅμως ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό κάτι πού ἔχει τό ὄνομα Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι στήν πραγματικότητα κάτι νεκρό ἤ νεκρούμενο καί κάτι μολυσματικό, τό ὁποῖο ἔχει τή δύναμι νά μολύνη καί τούς ὑγειῶς φρονοῦντας καί πράττοντας. Ἔτσι, τό σχίσμα τό ὁποῖον καταδικάζουν οἱ Πατέρες προϋποθέτει ὅτι δέν γίνεται διά λόγους πίστεως καί αἱρέσεως, ἀλλά ἀπεναντίας ἡ ἐφάμαρτος αὐτή ἀπόσχισις γίνεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν ὀρθόδοξο πίστι καί εὐσέβεια, ἀλλά πιθανόν σφάλλει σέ διάφορα ἄλλα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα θέματα. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ταύτισις τοῦ σχίσματος μέ τήν ἀποτείχισι γίνεται ὑπό τήν καθοδήγησι τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μέ σκοπό τὴν σύγχυσι τῶν ὀρθοδόξων ἀνησυχούντων καί τὴν καταστολή τῶν περαιτέρω ἐνεργειῶν των. Οἱ δέ προβάλλοντες αὐτό ὡς ἀποτρεπτικό τῆς ἀποτειχίσεως, ἀσφαλῶς βοηθοῦν τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί μάλιστα πρέπει, ἄν θέλωμε νά ἀξιολογήσωμε τήν προσφορά τῶν ὑπερμάχων τῆς θεωρίας τοῦ σχίσματος, νά ἀναφέρωμε ὅτι εἶναι οἱ πρῶτοι βοηθοί, συμπαραστάτες καί συνοδοιπόροι των εἰς τήν προώθησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
2. Ἡ θεωρία αὐτή ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι σχίσμα καὶ ἄρα μή ἀποτειχιζόμενοι ἀποφεύγουμε τὸ σχίσμα, ἔρχεται ὀφθαλμοφανῶς καί ἀπ’ εὐθείας σέ ἀντίθεσι μέ τόν ἴδιο τόν 15ον ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος διαβεβαιώνει τούς ἀποτειχισθέντας διά θέματα πίστεως ὅτι αὐτοί «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Καί ἀπορεῖ κανείς, πῶς Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι περιωπῆς, ἀδυνατοῦν νά τό ἀντιληφθοῦν.
Εἶναι λυπηρό καί δεῖγμα τῆς σημερινῆς μας καταστάσεως τό ὅτι κατώρθωσε ὁ διάβολος νά μᾶς φοβίση καί διά τοῦ φόβου νά μᾶς χειραγωγήση, στό σημεῖο τό ὁποῖο οἱ Πατέρες μᾶς καθησυχάζουν καί μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα σχίσματος, ἀλλά ἀπεναντίας ὅσοι ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο λυτρώνουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα. Ἐμεῖς βεβαίως σήμερα δέν ὑπακούομε στούς Πατέρες καί στίς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στούς αὐτοαναγορευμένους ἀρχηγούς καί προστάτες μας, προφανῶς ἐπειδή ταυτιζόμεθα μέ αὐτούς εἰς αὐτό τό σημεῖο, δηλαδή καί αὐτοί καί ἐμεῖς μέ αὐτή τήν θεωρία βολευόμεθα καί δικαιολογοῦμε τόν ἐφησυχασμό καί τήν ἀπραξία μας.
Ἀπό αὐτό ἐπίσης τό σημεῖο τοῦ Κανόνος, πού ὁμιλεῖ διά τήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος γίνεται φανερό καί κάτι ἄλλο, ἄκρως σημαντικό, τό ὁποῖο οὐδόλως ἀναφέρουν οἱ σημερινοί πρωτοστάτες τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος καί οἱ ὑπόλοιποι ἀνησυχοῦντες πνευματικοί, ἡγούμενοι κλπ. Ὅτι δηλαδή πλήν τοῦ ἐφαμάρτου σχίσματος, τό ὁποῖο γίνεται, ὅπως ἀναφέραμε, ὄχι διά λόγους πίστεως, ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο σχίσμα, ἀπό τό ὁποῖο λυτρούμεθα διά τῆς ἀποτειχίσεως καί μόνον δι’ αὐτῆς. Εἶναι ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ὁ ἱερός Κανόνας ἐδῶ ἐννοεῖ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ ἀκολουθοῦντες καί μνημονεύοντες αὐτόν εὑρίσκονται, διά τῆς αἱρέσεως, σέ σχίσμα ἀπό τήν διαχρονική (Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική) Ἐκκλησία, οἱ δέ ἀποτειχιζόμενοι θεραπεύουν τό σχίσμα μέ τό νά ἀποτειχίζωνται ἀπό τούς αἱρετικούς καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά παραμένουν ἑνωμένοι μέ τήν διαχρονική Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Δι’ αὐτό προφανῶς «καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται». Τώρα βεβαίως πῶς κατώρθωσε ἡ θεωρία αὐτή καί ὁ φόβος τοῦ σχίσματος νά ἐπικρατήση, αὐτό μόνον ἡ σύγχυσις τῶν ἐσχάτων καιρῶν καί ἡ ἰδική μας ἄγνοια καί ἀδιαφορία μποροῦν νά δικαιολογήσουν.
3. Ἡ θεωρία αὐτή τοῦ φόβου τῆς δημιουργίας σχίσματος ἐξαιτίας τῆς ἀποτειχίσεως προσκρούει ἀπ’ εὐθείας εἰς αὐτήν ταύτην τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία προφανῶς ἀντιλαμβάνονται οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεωρίας αὐτῆς διεστραμμένως καί κακοβούλως. Διότι τί εἴδους ἑνότητα εἶναι αὐτή εἰς τήν ὁποία πρέπει νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι, τήν στιγμή πού ὑπάρχει ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία προσβάλλει αὐτόν τοῦτον τό θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας; Καί ποῦ εἴδαμε ὡς πρότυπο καί μοντέλο μία τέτοια ἑνότητα στήν (διαχρονική) ἱστορία καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία νά μᾶς ἑνώνη μέν μέ τόν Ἐπίσκοπο, μᾶς διασπᾶ ὅμως ἀπό τήν ἀληθινή πίστι; Πῶς ἐπίσης θά δείξωμε ὅτι δέν εἴμεθα ὑπέρμαχοι τῆς εἰδωλοποιήσεως τοῦ Ἐπισκόπου, διά τῆς ἐξοστρακίσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀντικαταστάσεώς του ἀπό τόν Ἐπίσκοπο; Δέν σημαίνουν, ἀκόμη αὐτά ὅτι εἴμεθα ὑπέρμαχοι μιᾶς ἀνθρωποκεντρικοῦ χαρακτῆρος Ἐκκλησίας, ὅταν φοβούμεθα νά ἀποσχισθοῦμε ἀπό δεδηλωμένους αἱρετικούς, ἐν ὀνόματι αὐτῆς τῆς σάπιας καί ἐπισφαλοῦς ἑνότητος; Περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἑνότης εἶναι τό πρότυπο, τό γνώρισμα καί ἡ καρδιά τοῦ Παπισμοῦ, ἡ δέ Ὀρθοδοξία γνωρίζει μόνον τήν ἑνότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως καί τήν ὑποταγή μόνο στούς ἀληθινά Ὀρθοδόξους ποιμένες.
4. Ἐν τέλει δέ πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ἔστω καί κατά φαντασία νά ὑπάρχη φόβος σχίσματος, πρέπει πάλι νά προτιμήσωμε τό σχίσμα διά τῆς ἀποτειχίσεως, ἀπό τήν ὑπαγωγή μας στήν αἵρεσι, διά μέσου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Διότι ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει τό σχίσμα εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερο κακό (καί μάλιστα ὅταν γίνεται μέ ἀγαθή προαίρεσι, μέ διάθεσι θυσίας καί ὄχι βολέματος καί μέ ἅγιο σκοπό τήν ἐμμονή δηλαδή καί παραμονή εἰς τήν ἀληθινή πίστι) ἀπό τήν αἵρεσι ἡ ὁποία, κατά τούς Πατέρας, μᾶς χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ Ἱερομονάχου, Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΕ΄ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΟΝΤΟΣ ΕΠ’ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΙΡΕΣΙ, σελ. 281-285.

Ἡ μεγαλύτερη προδοσία καί ὁ χειρότερος συμβιβασμός ὅλων τῶν αἰώνων στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού ἔγινε στήν διετία 1991-1993, κατά τήν ὁποία ἀνεγνωρίσθησαν ὡς ἔγκυρα στό Σαμπεζύ καί στό Μπελαμένττοῦ Λιβάνου τά μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν καί τῶν Παπικῶν ἀντιστοίχως.

Ἕνας τρόπος ἄγνωστος σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων.

Ἡ μεγαλύτερη προδοσία καί ὁ χειρότερος συμβιβασμός ὅλων τῶν αἰώνων στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού ἔγινε στήν διετία 1991-1993, κατά τήν ὁποία ἀνεγνωρίσθησαν ὡς ἔγκυρα στό Σαμπεζύ καί στό Μπελαμένττοῦ Λιβάνου τά μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν καί τῶν Παπικῶν ἀντιστοίχως.
Αὐτό σημαίνει ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι οἱ Παπικοί καί οἱ Μονοφυσίτες, χωρίς να ἀποκηρύξουν οὐδεμία αἵρεσι καί παραμένοντας ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται, ἔχουν τό ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο τούς ἁγιάζει τά μυστήρια πού τελοῦν, ἀφ’ ἑτέρου οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι πού τούς ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνεθεμάτισαν ἦσαν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, παρανοϊκοί καί διέπραξαν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα τῶν αἰώνων, ἐφ’ ὅσον ἀπέκλεισαν ἀπό τήν σωτηρία καί τήν Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων ἄπειραπλήθη ἀνθρώπων.

Ἐπί πλέον δε μέ αὐτές τίς ἀποφάσεις ἐδείξαμε ὅτι, τό νά εἶναι κάποιοι ἐντός ἤ ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά ἔχουν ἔγκυρα ἤ ἄκυρα μυστήρια, δέν εἶναι θέμα κατ’ ἐξοχήν Ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως ἀντιστοίχως, ἀλλά θέμα τό ὁποῖο ρυθμίζεται ἀπό κάποια Σύνοδο ἤ διμερῆ ἐπιτροπή καί βεβαίως ἕνας τρόπος ἄγνωστος σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων.

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς

Επιτρέπεται κάποιο ζευγάρι να χωρίσει; Τι πραγματικά λέει η εκκλησία;;; Γιατί ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης ΔΙΕΚΟΨΕ το μνημόσυνο του Πατριάρχη του;

Αφιερώστε ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ λίγο χρόνο να ακούσετε τα σημερινά λόγια του πατρός Ευθυμίου Τρικαμηνά (σε ένα παρεκκλήσι, λίγο έξω από την Σουρωτή Θεσσαλονίκης), για τον γάμο, για το αν επιτρέπει η εκκλησία το διαζύγιο και τον δεύτερο/τρίτο γάμο.

Απίστευτα χρήσιμο στην εποχή μας που τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν.

Επίκαιρο όμως και αναφορικά με την ίδια την "εκκλησία".
Το θέμα σχετίζεται με αυτό που αποκαλέστηκε"μοιχειανή Αίρεση" της εποχής του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου.
Ο αυτοκράτορας ξαναπαντρεύτηκε με την ευλογία του πατριάρχη, αφού όμως πρώτα "ξεφορτώθηκε" την γυναίκα του, κλείνοντας την υποχρεωτικά σε μοναστήρι.

Ο Άγιος διέκοψε το μνημόσυνο του Πατριάρχη του. Ήξερε ότι εφόσον ως εκκλησία (ο Πατριάρχης) ευλόγησε έναν παράνομο γάμο, θα ακολουθούσαν και άλλοι τέτοιο. 
Έτσι ενεργούσαν οι Άγιοι Πατέρες της Ορθοδοξίας. Όταν παραβιαζόταν η αλήθεια και επικρατούσε η πλάνη, την ομολογούσαν, ακόμη κι αν χρειαζόταν να διακόψουν το μνημόσυνο του Πατριάρχη τους και να υποστούν τις συνέπειες. .
Σημειωτέον, η 2η γυναίκα του αυτοκράτορα ήταν εξαδέρφη του Αγίου Θεοδώρου, είχε λοιπόν κάθε λόγο να αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη αν τηρούσε στάση σιωπής.
Επισημαίνουμε ότι η διακοπή μνημοσύνου έγινε για ΜΗ δογματικό θέμα. Και Δεν είχε ακόμη καταδικαστεί ως αίρεση από "Σύνοδο"
Τι γίνεται όμως σήμερα; Ομολογούμε ή σιωπούμε;

Τελικά ποιος λέει την αλήθεια; 
ο Χριστός ή η Σύνοδος που "κατ οικονομίαν" επιτρέπει μέχρι 3 γάμους (και ισάριθμα διαζύγια;)

Την απάντηση θα δείτε στο βίντεο που ακολουθεί. Γιατί έφτασε η ώρα να μάθουμε την αλήθεια:



Ιστολόγιο "Ο Παιδαγωγός"

Πηγή βίντεο

Οἱ θέσεις τοῦ Ἁγίου εἶναι σαφεῖς: ἀπαιτεῖται ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἵρεση ἢ αἱρετικὸ ἔρχεται σὲ σαφῆ ἀντίθεση μὲ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἡ συγκεκριμένη αἵρεση ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε ὄχι.


Παράδειγμα ἡ Διακοπὴ μνημοσύνου (στὴν ὁποία προέβη ὁ Ὅσιος Θεόδωρος) τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν Ταρασίου καὶ Νικηφόρου, οἱ ὁποῖοι γιὰ λόγους «οἰκονομίας» 
ἐπικοινώνησαν μὲ ἐκείνους ποὺ ἐξέφραζαν τὴν μοιχειανή αἵρεση. 
Τὸ πρόβλημα ἔληξε ἀργότερα, μὲ δικαίωση τῶν ἁγιοπατερικῶν θέσεων ποὺ ὑποστήριξε ὁ ὅσιος Θεόδωρος.

Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ μοιχειανὴ αἵρεση δὲν εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπως ἡ Εἰκονομαχία. Ὁ Ὅσιος ἀποτειχίστηκε καὶ ἀπὸ τὴν μία αἵρεση καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, (ἀσχέτως ἂν ἡ μία εἶχε καταδικασθεῖ καὶ ἡ ἄλλη δὲν εἶχε καταδικασθεῖ), καὶ δὲν περίμενε 100 χρόνια, μήπως κάποια Σύνοδος ἀποφασίσει τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως (ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ). 

Τὸ αὐτὸ προέτρεπε νὰ κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι.

Τα χάλια μας! Αυτά που εκ των προτέρων ελέγοντο, ακόμα και σήμερα κάποιοι δεν θέλουν να παραδεχθούν!

Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2014

Ο Μ Ι Λ Ι Α


Σήμερα 12η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Κυριακή, ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῶν Πατέρων πού συγκρότησαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική, καθώς καί ἡ Α’ καί ἡ Δ’ ἑορτάζονται πάντοτε κατά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ξεφυλλίζοντας τά Πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά σημειώσω κάποιες σκέψεις, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἐπίκειται ἡ σύγκλησις τῆς λεγομένης Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει ὁρισθῆ νά γίνη μέσα στό ἔτος 2016 καὶ μάλιστα, ὅπως δημοσιεύθη, κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς.
Νομίζω ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου ἡ ὁποία προετοιμάζεται καί μαγειρεύεται ἀπό πολλές δεκαετίες, πρέπει ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἡγούμενοι, πνευματικοί καί ἱερεῖς νά ἐνημερώνουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, συνεχῶς καί ἀκαταπαύστως εἰς τρόπον ὥστε νά γνωρίζη νά διακρίνη τουλάχιστον τήν ὄντως Ὀρθόδοξο Σύνοδο ἀπό τήν ψευδοσύνοδο, τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὠνόμασαν ληστρική. Διότι εἶναι ἀστεῖο νά διακηρύττωμε εὐκαίρως ἀκαίρως (εἰδικά οἱ Ἀντιοικουμενιστές) ὅτι ὁ λαός μας εἶναι ἀκατήχητος σέ ὅλα τά θέματα καί εἰδικά στά τῆς πίστεως, καί τώρα, ἐπικειμένης αὐτῆς τῆς λεγομένης «Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας», νά σιωποῦμε ἐπιμελῶς καί νά συμβάλλωμε, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, εἰς τό νά μείνη ἀκατήχητος ὁ λαός καί σ’ αὐτό τό βασικό θέμα, καί ἔτσι νά ἀποδειχθῆ καί αὐτή ἡ Σύνοδος μεγάλη μέν σέ ἀριθμό, ἀλλά εὐθυγραμμισμένη ἀπόλυτα στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων θά προσπαθήσω καταγράφοντας κάποια σημεῖα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία ἑορτάζομε σήμερα, νά τά παραλληλίσω μέ τήν ἐπικείμενη Πανορθόδοξο Σύνοδο πρός ἐνημέρωσι καί ἀσφάλεια τῶν Ὀρθοδόξων.
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ζ’ Οἰκουμενική συνῆλθε, ὅπως γνωρίζομε, γιά νά καταδικάση τήν αἵρεσι τῆς Εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ἐλυμαίνετο τήν Ἐκκλησία ἀπό πενῆντα καί πλέον ἐτῶν μέ στρατιωτική καί πολιτική ἐπιβουλή, μέ διωγμούς, ἐξορίες καί μαρτύρια τῶν Ὀρθοδόξων καί μέ μία ληστρική Σύνοδο ἐκ τριακοσίων πενήντα (350) περίπου Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία ἀνεθεμάτισε τούς Ἁγίους Γερμανό Κων/πόλεως καί Ἰωάννη τόν Δαμασκηνόν, καθώς καί ὅσους ἀποδέχονται τήν προσκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ μέλλουσα νά συνέλθη Πανορθόδοξος Σύνοδος γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξος, πρέπει πρωτίστως νά καταδικάση τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία καί αὐτή ἀπό δεκαετίες λυμαίνεται τήν Ἐκκλησία καί ἐπιβάλλεται χωρίς οὐσιαστική ἀντίστασι τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἔχει ἀποφασισθῆ στίς λεγόμενες προσυνοδικές ἐπιτροπές νά μήν ἀσχοληθῆ ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος μέ θέματα πίστεως, ἀλλά μέ διάφορα ἄλλα ὑποδεέστερα, τά ὁποῖα μπροστά στά θέματα τῆς πίστεως εἶναι κατά τό δή λεγόμενο «ψύλλου πήδημα», αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ λεγομένη Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν θά εἶναι Ὀρθόδοξος ἀλλά ληστρική.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει μέ σαφήνεια ποιό εἶναι τό ἔργο κάθε Ὀρθοδόξου και Πανορθοδόξου Συνόδου: «Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (ΕΠΕ 9, 284).
Στήν Ζ’ Οἰκουμενική ἐκτός ἀπό τούς Ἐπισκόπους συμμετεῖχαν καί οἱ ἡγούμενοι τῶν μοναστηριῶν, μέ δυναμική μάλιστα παρουσία, ὅπως βλέπομε καί στά πρακτικά τῆς Συνόδου, ἐπισφραγίζοντας τήν Ὀρθόδοξο αὐτή Παράδοσι, ὅτι δηλαδή σέ ὅλες τίς Οἰκουμενικέςκαί Πανορθοδόξους Συνόδους ἦσαν παρόντες οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἶναι οἱ πλέον ἁρμόδιοι γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τά προλεγόμενα τῆς Συνόδου αὐτῆς τά ἑξῆς:
«Εἶχον δέ πολλήν ἰσχύν ἐν τῇ Συνόδῳ ταύτῃ καί οἱ Μοναχοί, καθ’ ὅτι ἦσαν παρόντες ἐν αὐτῇ ρλστ’ (136) Ἀρχιμανδρῖται (δηλαδή ἡγούμενοι) μοναστηρίων» (Πηδάλιον).
Ἡ παρουσία τῶν ἡγουμένων στήν λεγομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο ἔχει ἀποκλεισθῆ, τήν στιγμή μάλιστα πού, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῶν προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, ἔχει περιορισθῆ καί ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκόπων καί κάθε τοπική Ἐκκλησία θά στείλη ὁρισμένο ἀριθμό Ἐπισκόπων (οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς θά ἐπιλεγοῦν μέ βάσι τήν Οἰκουμενιστική ἤ φιλοοικουμενιστική τους τοποθέτησι) καί μάλιστα ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας θά ἔχουν μία ψῆφο στή Σύνοδο, ὥστε καί κάποια ἀντίδρασι νά ὑπάρξη νά ἐξαφανίζεται ἀπό τήν συλλογική ψῆφο κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε τί νά κάνουν οἱ μοναχοί στήν λεγομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο, τήν στιγμή πού ἡ Σύνοδος αὐτή θά ἀσχοληθῆ (ὑπαρχόντων τῶν σοβαρῶν θεμάτων τῆς πίστεως) κατά τό δή λεγόμενο περί ἀνέμων καί ὑδάτων.
Ἀλλά καί ἀπό ἄλλης ἀπόψεως νά ἐξετάσωμε τό θέμα, τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας οἱ μοναχοί διεξήγαγον τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἀγῶνος ὑπέρ τῆς πίστεως καί ἦτο δίκαιο καί ἀναγκαῖο νά ἔχουν καί τήν ἀνάλογο παρουσία καί συμμετοχή στή Σύνοδο, ἐνῶ σήμερα πού οἱ μοναχοί εἶναι κατά κανόνα ἀπόντες ἀπό τούς ἀγῶνες τῆς πίστεως, εἶναι δίκαιο νά εἶναι ἀπόντες καί ἀπό τήν λεγομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο.
Πρέπει, στό σημεῖο αὐτό, νά τονίσωμε ὅτι τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἦλθε, κατά τρόπον θά λέγαμε μαγικό, νά βάλη τά πράγματα στή θέσι των καί νά ἀποκαταστήση τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ἡ Ζ’ Οἰκουμενική ἦτο ἀποτέλεσμα καί ἐπισφράγισμα ἀγώνων αἱματηρῶν καί θυσιῶν τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων καί ἦτο, τρόπον τινά, ἡ συνέχεια καί τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἀγώνων. Σήμερα ὅμως πού ὑπάρχει ἡ ἀδράνεια, ὁ ἐφησυχασμός καί τό βόλεμα τῶν Ὀρθοδόξων, φυσικό εἶναι σάν ἐπισφράγισμα καί ἀποτέλεσμα νά γίνη καί αὐτή ἡ μέλλουσα Σύνοδος, ἡ ὁποία θά ἐπικυρώση καί θά ἐπισφραγίση τήν προαίρεσί μας καί θά εὐθυγραμμίση τήν πορεία μας μέ τή Ν. Ἐποχή καί τήν Παγκοσμιοποίησι.
Αὐτό τό ἀναφέρω γιά νά μήν ἀναμένη κανείς ἀφελῶς κάποιο θαῦμα νά γίνη στή Σύνοδο αὐτή καί ξαφνικά οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά λάβουν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις. Ἄλλωστε εἶναι προαποφασισμένα τά πάντα στήν μέλλουσα Σύνοδο, εἰς τρόπον ὥστε νά ἐξορίζωμε ἀπό αὐτήν τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο σέ μία ὄντως Ὀρθόδοξο Σύνοδο θά ἐφώτιζε καί θά καθωδηγοῦσε τούς Πατέρες στή λῆψι τῶν ἀποφάσεων.
Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ταράσιος ὁ ὁποῖος προήδρευσε στήν Ζ’ Οἰκουμενική, πρίν γίνει Πατριάρχης ἔθεσε ὡς ὅρο, ὅτι θά ἀναλάβη αὐτό τό ἀξίωμα (ἦτο ἀκόμη λαϊκός), ἐφ’ ὅσον θάσυνεκαλεῖτο Σύνοδος διά νά τακτοποιήση τά θέματα τῆςπίστεως.
Σήμερα γίνονται Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι ὑπό τόν αὐστηρό ὅρο νά θάψουν τά θέματα τῆς πίστεως καί νά προαγάγουν τήν αἵρεσι αὐτή ἡ ὁποία ἐναρμονίζεται πλήρως μέ τή Ν. Ἐποχή.
Ἀναφέρομε ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς τό τμήμα τοῦ λόγου τοῦ ἁγ. Ταρασίου πρός τόν λαό καί τήν Σύγκλητο καί τήν ἀποδοχή του ἀπό ὅλους: «Ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦδιεσχισμένην νῦν καί διῃρημένην, καί ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν Χριστιανούς ἑτέρως καί συμφωνοῦντας μέν αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως, ἠλλοτριωμένους δέ ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων, καί καθ’ ἑκάστην ὑπ’ αὐτῶν ἀναθεματιζομένους. δεινόν τό ἀνάθεμα, πόρρῳ τοῦ Θεοῦ βάλλει καί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει, ἀπάγον εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον...» (Πρακτικά τῶν ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Γ΄, σελ. 224).
Λόγῳ τῆς αἱρέσεως λοιπόν ἀνεθεματίζετο ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ὑπό τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγ. Ταράσιος θέτει τόν ὅρο ἐνώπιον πάντων καί ἄν ὑποσχεθοῦν νά τηρηθῆ θά ἐδέχετο νά γίνῃ Πατριάρχης: «καί αἰτοῦμαι ἀδελφοί. οἶμαι δέ καί ὑμεῖς, ἐπειδή γινώσκω τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἔχειν ὑμᾶς. παρά τῶν εὐσεβεστάτων καί ὀρθοδόξων βασιλέων ἡμῶν, σύνοδον οἰκουμενικήν συναθροισθῆναι, ἵνα γενώμεθα οἱ τοῦ ἑνός Θεοῦ ἕν. καί οἱ τῆς Τριάδος ἡνωμένοι καί ὁμόψυχοι καί ὁμότιμοι...».
Τί σχέσι ἔχουν ἄραγε οἱ τότε Πατέρες καί Πατριάρχες μέ τούς σημερινούς, καί ἡ Ζ’ Οἰκουμενική μέ τήν ἐπερχόμενη λεγόμενη «Πανορθόδοξο καί Μεγάλη Σύνοδο»; 
Ἐφ’ ὅσον ὑπῆρχε αἵρεσις δέν ἐδέχετο ὁ ἅγιος Ταράσιος νά γίνη Πατριάρχης παρά μόνον ὑπό τήν προϋπόθεσι νά τακτοποιηθοῦν τά θέματα τῆς πίστεωςκαίτώρα, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γίνονται Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι καί Μητροπολίτες, ἀδιαφορώνταςγιά τά ἀναθέματα τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά ὁποῖα ἀφοροῦν κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος δηλώνει εὐθέως καί εὐθαρσῶς ὅτι δέν δέχεται τήν ψῆφο καί ἐκλογή του νά γίνη Πατριάρχης, ἄν δέν ὑποσχεθοῦν ἅπαντες καί ἰδίως οἱ βασιλεῖς νά ἐκπληρώσουν τόν ὅρο πού ἔθεσε, δηλαδή νά συγκληθῆ Οἰκουμενική Σύνοδος πρός τακτοποίησι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως: «καί εἰ μέν οὖν κελεύουσιν οἱ τῆς ὀρθοδοξίας πρόμαχοι βασιλεῖς ἡμῶν ἐπί τῇ ἐμῇ εὐλόγῳ αἰτήσει ἐπινεῦσαι, συγκατατίθημι καγώ, καί τήν κέλευσιν αὐτῶν ἐκπληρῶ, καί ὑμῶν τήν ψῆφον ἀσπάζομαι. εἰ δέ μή γε ἀδυνάτως ἔχω τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα μή ὑποβληθῶ τῷ ἀναθέματι καί εὑρεθῷ καταδεδικασμένος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ κριτοῦ τῶν ὅλων καί τῆς δικαιοσύνης...».
Δι’ αὐτό ἀδελφοί ἀναφέραμε ὅτι τότε πού ἐνδιαφέροντο οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἀγωνίζοντο γιά τά θέματα τῆς πίστεως, ἐγίνοντο καί Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι πού ἐπεσφράγιζαν τούς ἀγῶνες των, ἐνῶ σήμερα πού ἀδιαφοροῦμε πλήρως καί μάλιστα παράγουμε καί διάφορες θεωρίες πρός εφησυχασμό, γίνονται ἀνάλογοι Σύνοδοι πού ἐπισφραγίζουν τήν ἀδιαφορία μας. Τέτοια προφανῶς θά εἶναι καί ἡ μέλλουσα μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος, τήν στιγμή μάλιστα πού τήν προετοιμάζουν καί τήν κατευθύνουν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές.
Καί γιά νά μήν φανῆ ὅτι αὐτά πού ἔλεγε ὁ ἅγιος ἦσαν λόγια χωρίς περιεχόμενο καί σκέτος χαρτοπόλεμος, ζητεῖ ἀμέσως ἀπάντησι στό αἴτημα καί τόν ὅρο πού ἔθεσε: «καί εἴ τι ἄριστον καί ἀρεστόν ὑμῖν, ἀδελφοί, δότε τῆς ἐμῆς ἀπολογίας φράσαι δε μᾶλλον αἰτήσεως τήν ἀπόκρισιν. ἀσμένως δέ ἠκροάσαντο πάντες τῶν λαληθέντων,συμφωνήσαντες τοῦ γενέσθαι σύνοδον. τινές δε ὀλίγοι τῶν ἀφρόνων ἀνεβάλλοντο».
Σήμερα βεβαίως δυστυχῶς δέν ὑπάρχει περίπτωσι νά θέση κάποιος Ἐπίσκοπος ἕναν τέτοιο ὅρο, θυσιάζοντας δηλαδή τό ἀξίωμά του, διότι τό ἀξίωμα για τούς Ἐπισκόπους εἶναι ὑπόθεσι ζωῆς, εἶναι τῶν ἐφετῶν τό ἀκρότατον.
Θά ἠδύναντο λοιπόν κάποιος, λεγόμενος Ἀντιοικουμενιστής Ἐπίσκοπος, νά θέση παρομοίως μέ τόν ἅγιο Ταράσιο τόν ὅρο στή Σύνοδό του καί νά ἀναφέρη παρομοίως μέ τόν ἅγιο περίπου τά ἑξῆς:
«Ἄν δέν συζητηθοῦν καί δέν τακτοποιηθοῦν πρωτίστως στήν Πανορθόδοξο Σύνοδο τά θέματα τῆς πίστεως, ἄν δέν ἀναγνωρισθοῦν ὡς Οἰκουμενικές οἱ ἐπί ἁγίου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Σύνοδοι (8η καί 9η), ἄν δέν καταδικασθοῦν ὅλοι οἱ σημερινοί αἱρετικοί μέ πρώτους τούς Παπικούς Πανορθοδόξως, ἄν δέν καταδικασθῆ στή Σύνοδο ἡ αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κλπ. ἐγώ παραιτοῦμαι ἀπό Ἐπίσκοπος». Δυστυχῶς ὅμως ἡ μίτρα καί ἡ μπαστούνα εἶναι μόνο γιά φιγούρα.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ μία σύντομη καί περιληπτική ἐξιστόρησι ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἕνα θησαυρό γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ἕνα πρότυπο γιά μία ὄντως Ὀρθόδοξο Σύνοδο.
Πρέπει νά σημειώσωμε ὅτι κατ’ ἀρχάς ἡ Σύνοδος ὁρίστηκε νά γίνη στήν Κων/πολι καί συγκεκριμένα στό ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Τήν παραμονή ὅμως τῆς ἐνάρξεως τῆς Συνόδου ἔγινε στάσις ἀπό κάποιους εἰκονομάχους Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι παρέσυραν τόν στρατό καί ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ. Αὐτοί συγκεντρώθηκαν ἔξω ἀπό τόν ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ἀπειλοῦσαν μέ κραυγές να διαλυθῆ ἡ Σύνοδος. Ὁ αὐτοκράτωρ ὅμως διέταξε τήν ἑπομένη ἡμέρα νά γίνη ἡ Σύνοδος. Ὅταν λοιπόν τήν ἑπομένη ἄρχισε ἡ Σύνοδος τίς ἐργασίες της, σύμφωνα μέ τό ἱστορικό πού ἀναφέρουν τά πρακτικά, ἦταν τόση ἡ μανία τῶν Εἰκονομάχων Ἐπισκόπων καί τοῦ στρατοῦ πού ἀναγκάστηκε ὁ βασιλεύς νά διαλύση τήν Σύνοδο γιά νά ἀποφευχθοῦν τά αἱματηρά ἐπεισόδια. Τότε οἱ Εἰκονομάχοι ἐνόμισαν ὅτι ἐνίκησαν καί ἀνεκήρυξαν ὡς ἑβδόμη Οἰκουμενική τήν εἰκονομαχική Σύνοδο τῆς Ἱερείας: «οὕτως γε τῶν Ἐπισκόπων ἐκ τοῦ ναοῦ ἐξελθόντων, τινές αὐτῶν ἀντιτασσόμενοι τῇ ἀληθείᾳ τῷ ὄχλῳ συναπήχθησαν καίδυσσεβῶς ἀνάρρησιν ἐποιοῦντο τοῦ ψευδοσυλλόγου ἑβδόμην ταύτην σύνοδον εὐφημοῦντες».
Βλέπουμε ἐδῶ καθαρά τά ἐμπόδια πού ὁ διάβολος ἔβαλε, προκειμένου νά μή γίνη ἡ Σύνοδος. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι πάντοτε ἡ ἀλήθεια πολεμεῖτο καί πάντοτε ὁ διάβολος εἶχε τά ὄργανά του, μέ μόνη διαφορά ὅτι τότε ὑπῆρχαν καί αὐτοί πού ἐθυσιάζοντο χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀληθείας.
Τελικῶς ἡ Σύνοδος ὁρίσθηκε ἐκ νέου νά γίνη μετά ἕνα ἔτος στή Νίκαια, διότι ἡ Κων/πολις δέν παρεῖχε ἀσφάλεια διά τήν ὁμαλή διεξαγωγή της.
Στήν πρώτη πρᾶξι τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου ἀναφέρονται ὀνομαστικῶς ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι πού ἦσαν παρόντες. Ἐν συνεχείᾳ ἐδιαβάστηκαν οἱ βασιλικές ἐπιστολές πού συγκαλοῦσαν τήν Σύνοδο καί ἔγινε ἡ προσέλευσις ἀρκετῶν Ἐπισκόπων Εἰκονομάχων, οἱ ὁποῖοι μετανοοῦσαν γιά τήν αἵρεσι, τήν ἀνεθεμάτισαν διά λιβέλλου δημοσίως καί ἐζητοῦσαν ἀπό τήν Σύνοδο νά ἐνταχθοῦν πάλι στήν Ἐκκλησία. Οἱ Πατέρες τούς ἀποδέχθηκαν καί τούς ἀπέδωσαν καί τούς θρόνους των καί ἔτσι ἔγιναν καί αὐτοί σύνεδροι τῆς Συνόδου.
Χαρακτηριστικές εἶναι κάποιες συζητήσεις τῶν Πατέρων μέ τούς πρώην Εἰκονομάχους Ἐπισκόπους πού καταγράφηκαν στά Πρακτικά: «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης εἶπε: Ποῖος λόγος ὑμᾶς ἔστρεψεν εἰς τήν ἀλήθειαν; Ὑπάτιος καί οἱ σύν αὐτῷ ἐπίσκοποι εἶπον: Τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί πατέρων ἡ διδασκαλία».
Ὀλίγο κατωτέρω: «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης εἶπε: καί πῶς ἔτι ἔχων ἕως τῶν ὀκτώ ἤ καί δέκα ἐπίσκοπος ἕως τοῦ νῦν οὐκ ἐπείσθης; Λέων ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Ρόδου εἶπεν, ἐπειδή ἐχρόνισε τό κακό καί ἡ κακή διδασκαλία καί ἐν τῷ χρονίσαι αὐτήν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐπλάνησεν ἡμᾶς καί ἐξέκλινεν ἐκ τῆς ἀληθείας∙ ἀλλ’ ἐλπίζομεν εἰς τόν Θεόν σωθῆναι».
Ὅταν λοιπόν χρονίζει το κακό καί ἡ κακή διδασκαλία ὁ διάβολος μᾶς ἀποπλανᾶ καί μᾶς διαστρέφει ἀπό τήν ἀλήθεια.
Κατωτέρω στήν συζήτησι τῶν Πατέρων γιά τό πῶς θά δεχθοῦν τούς μετανοοῦντας Ἐπισκόπους ἐκ τῆς αἱρέσεως ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε: ἀρτίως οὖν καί ἡμεῖς κατά τόν καιρόν τοῦτον τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν πῶς ὀφείλομεν δέξασθαι; Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπε: ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπό τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπο. Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπε: τοῦτο εὔδηλον ἐστίν».
Ἡ Ζ΄ λοιπόν Οἰκουμενική Σύνοδος, ὁμολογεῖ καί διδάσκει ὅτι ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία κάθε ἄνθρωπο∙ δέν τόν χωρίζει ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, ὅπως διδάσκουν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Εἶναι λοιπόν ὄντως παράξενο πῶς ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς Οἰκουμενιστές ἤ καλύτερα πῶς εὑρίσκεται καί ὁρίζεται ἡ Ἐκκλησία ἐντός τῆς αἱρέσεως. Οἱ διδασκαλίες αὐτές εἶναι προφανῶς ἀντίθετες ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Στό σημεῖο αὐτό ὑπῆρξε διαφωνία μεταξύ τῶν Πατέρων (κυρίως ἀπό τούς μοναχούς) γιά τόν ἄν θά ἀποδώσουν τούς ἐπισκοπικούς θρόνους στούς μετανοοῦντας Εἰκονομάχους Ἐπισκόπους. Δι’ αὐτό ἐζήτησαν νά διαβασθοῦν ἀνάλογες πρός τό ζήτημα ἐπιστολές τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί τοῦ Μ. Βασιλείου. Τελικῶς ὁ ἅγιος Ταράσιος ἑρμηνεύοντας τούς Ἁγίους εἶπε ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἀπέδιδον τούς θρόνους, ἐφ’ ὅσον μετανοοῦσαν, μόνο στούς ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως.
Βλέπουμε ἐδῶ καθαρά ὅτι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος στηρίζεται γιά θέματα ἐκκλησιαστικά καί κανονικά στούς προγενέστερους Ἁγίους. Ἐδῶ πάλι ἐννοοῦνται οἱ αἱρετικοί πού ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί ὄχι αὐτοί πού ἔχουν ἀποκοπεῖ συνοδικῶς καί ἀποτελοῦν ἰδιαίτερες κοινότητες. Δηλαδή θά λέγαμε σήμερα ὅτι δέν ἐννοοῦνται οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες κλπ., ἀλλά οἱ Οἰκουμενιστές. Διότι σύμφωνα μέ τούς Κανόνες γιά τούς συνοδικῶς ἀποκομμένους αἱρετικούς, ἐφ’ ὅσον ἐπιστρέφουν στήν Ὀρθοδοξία, χρειάζεται βάπτισμα, μύρωμα κ.λπ.
Στό τέλος τῆς πρώτης πράξεως τῶν Πρακτικῶν ὁ ἅγιος Ταράσιος γιά νά δείξη τήν διαχρονική συμφωνία τῶν Πατέρων ἀνέφερε τά ἑξῆς: «πανταχοῦ γάρ οἱ πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν, ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἔνεστι αὐτοῖς∙ ἀλλ’ ἐναντιοῦνται αὐτοῖς οἱ τάς οἰκονομίας καί τούς σκοπούς αὐτῶν μή ἐπιστάμενοι».
Σήμερα ὑπάρχει συστηματική προσπάθεια νά παρουσιάσωμε τούς Πατέρες ὡς ἐναντιουμένους καί μή συμφωνοῦντες μεταξύ των, ἀλλά ὁ ἅγιος Ταράσιος διδάσκει ἐν Συνόδῳ ὅτι ἡ ἐναντίωσις ὑπάρχει μέσα μας, διότι δέν γνωρίζομε τό πνεῦμα καί τούς σκοπούς σύμφωνα μέ τούς ὁποίους οἱ Πατέρες οἰκονομοῦσαν κατά καιρούς τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας.
Στίς ἑπόμενες πράξεις τῶν Πρακτικῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔγινε ἀνάγνωσις τῶν συνοδικῶν ἐπιστολῶν τῶν Πατριαρχείων, οἱ ὁποῖες συμφωνοῦσαν στό περί τῶν ἁγίων εἰκόνων δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καί κατεδίκαζον τούς Εἰκονομάχους. Ἐν συνεχείᾳ ἔγινε ἐκτενής ἀνάγνωσις τῶν χωρίων τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης πού ἐδίδασκον τήν ὕπαρξι καί παρουσία τῶν εἰκόνων στήν Ἐκκλησία καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων σχετικά μέ τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἐπίσης ἀνεγνώσθησαν στή Σύνοδο καί διάφορα θαύματα ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων σχετικά μέ τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἀνεγνώσθησαν ἀκόμη καί ἱεροί Κανόνες τῶν προγενεστέρων Συνόδων σχετικοί μέ τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐνῶ οἱ Πατέρες ἐγνώριζον τήν Ὀρθόδοξο περί ἁγίων εἰκόνων Παράδοσι, ἤθελαν νά δείξουν ὅτι εἶναι σύμφωνοι καί ὁμόψυχοι μέ τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους καί ὅτι συνεχίζουν ὅ,τι ἀπ’ ἀρχῆς παρεδόθη στήν Ἐκκλησία.
Στήν ἕκτη πρᾶξι τῆς Συνόδου ἐζήτησαν οἱ Πατέρες νά διαβασθοῦν τά Πρακτικά τῆς αἱρετικῆς Συνόδους τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία εἶχε ἀναθεματίσει τούς προσκυνητάς τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτά τά αἱρετικά Πρακτικά ἀποτελοῦν περίπου ἑνενῆντα (90) στῆλες δηλαδή σαράντα πέντε (45) σελίδες στά Πρακτικά τῶν Συνόδων. Στό τέλος τῶν πρακτικῶν αὐτῶν ἀναθεματίζονται ὀνομαστικῶς ὁ ἅγιος Γερμανός Κων/πόλεως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό μάλιστα τόν ἀνεθεμάτισαν οἱ Εἰκονομάχοι τέσσαρες (4) φορές.
Στήν ἑβδόμη πρᾶξι τῆς Συνόδου ἀνεγνώσθη ὁ δογματικός ὅρος περί τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ὑπεγράφη ὀνομαστικῶς ἀπό τούς Πατέρες. Στό τέλος μετά τίς ὑπογραφές ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Ἡ ἁγία σύνοδος ἐξεβόησε∙ πάντες οὕτως πιστεύομεν, πάντες τό αὐτό φρονοῦμεν, πάντες συναινέσαντες ὑπεγράψαμεν∙ αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων. αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων. αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Ἐν συνεχείᾳ ἔγινε ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν ὀνομαστικῶς καί γενικῶς γιά ὅλους ὅσους δέν προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἐν τέλει δέ ἐμακαρίστηκανοἱ ὑπέρμαχοι τῆς πίστεως Ἅγιοι Γερμανός Κων/πόλεως καί Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:«Γερμανοῦ τοῦ ὀρθοδόξου αἰωνία ἡ μνήμη. Ἰωάννου καί Γεωργίου αἰωνία ἡ μνήμη. τῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας αἰωνία ἡ μνήμη. ἡ τριάς τούς τρεῖς ἐδόξασε».
Στήν ὀγδόη, τέλος, πρᾶξι τῆς Συνόδου γίνεται πάλι ἀναθεματισμός ὀνομαστικός τῶν Εἰκονομάχων καί γενικῶς ὅλων ὅσων δέν προσκυνοῦν τίς εἰκόνες. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρονται οἱ εἴκοσι δύο (22) ἱεροί Κανόνες τούς ὁποίους ἐξέδωσε ἡ Σύνοδος γιά διάφορα ἐκκλησιαστικά θέματα.
Ὅλα αὐτά ἀναφέρθηκαν γιά νά ἔχωμε γνῶσι πῶς συγκαλεῖται καί πῶς πολεμεῖται μία ὄντως Ὀρθόδοξος Σύνοδος. Θά παρακαλοῦσα τούς ἀδελφούς, ἄν κάποιος μελετήση τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἤ ἔστω αὐτή τήν μικρή περιληπτική ἀναφορά πού παρουσιάσαμε, νά μᾶς ἀπαντήση ἄν ἔχη ἡ Σύνοδος αὐτή πού ἑωρτάσθηκε ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους, ἄν ἔχη λέγω καμμία ὁμοιότητα μέ τίς Συνόδους πού γίνονται σήμερα καί κυρίως μέ τήν μέλλουσα νά συγκληθῆ «Πανορθόδοξο Σύνοδο».
Διότι ἡ Σύνοδος δέν χαρακτηρίζεται ὡς Ὀρθόδοξος ἀπό αὐτούς πού τήν συγκαλοῦν καί τήν συγκροτοῦν ἀλλά ἀπό τίς πράξεις καί τά ἔργα της. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν προκειμένῳ ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του τά ἑξῆς: «σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ᾿ ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ καί τῷ κανόνι καί τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. ἤ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες, καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς, ἤ οὐ δεικνύουσιν, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί ταῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται· ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει, καί ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν» (Φατ. 24, 66,69).

Ας διδαχθούν από τον ιερό Χρυσόστομο, όσοι παραποιούν την διδασκαλία της Εκκλησίας και πορεύονται σύμφωνα με μετα-πατερικές εφευρεύσεις συγχρόνων θεολογούντων


Ἐπειδὴ τὸ ἱστολόγιό μας ἔχει συγκεκριμένο σκοπό, νὰ παρουσιάζει τὴν Πατερικὴ διδασκαλία κυρίως ὡς πρὸς τὴν στάση μας κατὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ παραθέσουμε τμῆμα ἀπὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει κάποιες ἀπὸ τὶς σχετικὲς θέσεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν καθένα μας νὰ ἐξετάσει πρῶτα μιὰ αἵρεση λεπτομερῶς, φιλοσοφικῶς καὶ θεολογικῶς καὶ μετὰ ἀπὸ δεκάδες χρόνια μελέτης τῆς αἱρέσεως (ἂν δὲν τὸν προλάβει ὁ θάνατος) νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς πρωτάρχους τῆς αἱρέσεως. Ἡ ἐξέταση καὶ ἀναίρεση εἶναι λεπτὸ θέμα καὶ ἔργο πρωτίστως ἐκείνων ποὺ λαμβάνουν ἕνα τέτοιο χάρισμα καὶ δευτερευόντως ὅσων τοὺς χρησιμοποιοῦν ὀρθοδόξως.
Γιὰ τὸν κάθε πιστὸ εἶναι ἀρκετὸ τὸ γεγονός, πὼς κάποιοι Ἅγιοι Πατέρες παλαιότερα -ἢ κάποιοι σύγχρονοι- διακρίβωσαν τὴν αἵρεση, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτή.

 Ὅ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ δεικνύοντας τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας διά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούςαἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Παρ’ ὅτι ὁ Χρυσορρήμων ἅγιος ἔζησε σέ περίοδο πού εἶχαν εἰρηνεύσει τά πράγματα ἀπό τούς Ἀρειανούς καί Πνευματομάχους, ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ ἴδια σχετικά μέ τήν ἐπικοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς πρό συνοδικῆς κρίσεως (σ.σ. τῶν συγκεκριμένων αἱρετικῶν. Δες σχόλιο στὸ τέλος*).

Στήν ἑρμηνεία λοιπόν τοῦ ρητοῦ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε...» (Ἑβρ. 13,17) ὁ ἅγιος ἀναφέρει:
«Κακόν μέν ἡ ἀναρχία πανταχοῦ, καὶ πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν, καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως· μάλιστα δὲ ἐν Ἐκκλησίᾳ τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστίν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον καὶ ὑψηλότερον... κρεῖττον γὰρ ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν· οὗτος δὲ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος. Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς...» (ΕΠΕ 25,370 –P.G. 63,231).


Πολύ ὡραῖα ἐδῶ ὁ ἅγιος ξεκαθαρίζει τά πράγματα, ἀναφέροντας καί θαυμάσια παραδείγματα. Ἡ διδασκαλία του συνοψίζεται εἰς ὅτι «εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν(ἐάν δηλαδή ὁ προεστώς ἔχει αἱρετική πίστι) φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δέ βίου ἕνεκεν μή περιεργάζου».
Ἐδῶ θαυμάζομε τήν ἀπόλυτον ταύτησι τοῦ ἁγίου μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή διά τά θέματα τῆς πίστεως δέν περιμένομε ἀποφάσεις Συνόδων, ἀλλ’ ἀπομακρυνόμεθα πάραυτα, ἐφ’ ὅσον βεβαιωθήκαμε ὅτι ὁ προεστώς ἔχει αἱρετικά φρονήματα. Δεδομένου δέ ὅτι ὁ ἅγιος ἀπευθύνετο ὄχι σέ κληρικούς καί μοναχούς, ἀλλά στό ποίμνιό του, ἐξυπακούεται ὅτι ἡ ἀσφαλής ὁδός διά τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἄμεσος ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν αἱρετικό προεστῶτα καί ὄχι ἡ ἀναμονή συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Διά νά γίνη αὐτό πλέον κατανοητό θά ἀναφέρωμε ἕνα ἄλλο χωρίο ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου, εἰς τό ὁποῖο ὁ ἅγιοςπροτρέπει ὑπακοή στούς προεστῶτες, ὅταν αὐτοί σφάλλουν, ὄχι σέ θέματα πίστεως, ἀλλά σέ ἄλλα προσωπικά καί καθημερινά πράγματα. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας τήν β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου καί ἐξηγώντας, πῶς ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ἁγιάζει τά μυστήρια τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό ἀναξίους ἱερεῖς:


«Τί οὖν; φησί· πάντας ὁ Θεὸς χειροτονεῖ, καὶ τοὺς ἀναξίους;Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ,διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν... Ἐπεὶ εἰ μέλλοιμεν τοὺς βίους ἐρευνᾷν τῶν ἀρχόντων, αὐτοὶ μέλλομεν εἶναι χειροτονηταὶ τῶν διδασκάλων, καὶ τὰ ἄνω κάτω γίνεται, ἄνω οἱ πόδες, καὶ κάτω ἡ κεφαλή... Ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ μεριμνάτω. Εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἂν ἄγγελος ᾖ, μὴ πείθου· εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασιν... Εἰ δὲ κατέμαθες καὶ ἐξήτασας καὶ εἶδες, ἀνάμενε τὸν κριτήν· μὴ προαρπάσῃς τοῦ Χριστοῦ τὴν τάξιν· ἐκείνου ταῦτά ἐστιν ἐξετάζειν, οὐ σοῦ· σὺ δοῦλος εἶ ἔσχατος, οὐ δεσπότης· σὺ πρόβατον εἶ· μὴ τοίνυν περιεργάζου τὸν ποιμένα, ἵνα μὴ καὶ ἐφ' οἷς ἐκείνου κατηγορεῖς, εὐθύνας δῷς» (ΕΠΕ 23, 492-494).
Ἐδῶ μέ σαφήνεια ὁ ἅγιος ἐξηγεῖ ὅτι μόνο διά τά θέματα τῆς πίστεως ἐλέγχομε τόν προεστῶτα, ἐνῶ ὅλα τά ἄλλα τά ἀφήνομε στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικά 
καί στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει: «εἰ μὲν γάρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἄν ἄγγελος ᾖ, μή πείθου». Τό «μή πείθου» δέν ἔχει φυσικά τήν ἔννοια νά μήν πεισθῆς στό διεστραμμένο δόγμα τοῦ προεστῶτος, ἀλλά νά μήν ὑποταχθῆς εἰς αὐτόν.
Στήν ἑρμηνεία τοῦ ΡΜΓ΄(143) ψαλμοῦ ὁ ἅγιος μᾶς δίδει παραστατικά τό μέτρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας στά θέματα τῆς πίστεως. Λέγει δέ τά ἑξῆς:


«Ὅταν οὖν εὐ ποιεῖν δέῃ, πᾶς ἄνθρωπός σοι ἐγγὺς ἔστω· ὅταν δὲ ὁ τῆς ἀληθείας γυμνάζηται λόγος, ἐπιγίνωσκε τὸν οἰκεῖον καὶ τὸν ἀλλότριον. Κἂν ἀδελφὸν ἔχῃς ὁμοπάτριον καὶ ὁμομήτριον, καὶ μὴ κοινωνήσῃ σοι κατὰ τὸν τῆς ἀληθείας νόμον, ἔστω σοι τοῦ Σκύθου βαρβαρικώτερος· κἂν Σκύθης, κἂν Σαυρομάτης ᾖ, τῶν δογμάτων δὲ εἰδῇ τὴν ἀκρίβειαν, καὶ πιστεύῃ τοῦτο ὃ καὶ αὐτὸς σύ, αὐτοῦ τοῦ τὰς αὐτὰς ὠδῖνας σοὶ λύσαντος οἰκειότερος ἔστω καὶ ἐγγύτερος· καὶ τὸν βάρβαρον καὶ τὸν οὐ τοιοῦτον ἐντεῦθεν διακρίνωμεν, μὴ ἀπὸ τῆς γλώττης, μηδὲ ἀπὸ τοῦ γένους, ἀλλ' ἀπὸ τῆς γνώμης καὶ τῆς ψυχῆς. Τοῦτο γὰρ μάλιστα ἄνθρωπος, ὅταν δογμάτων ἀκρίβειαν ἔχῃ καὶ πολιτείαν φιλόσοφον...» (ΕΠΕ 7,400 καί P.G. 55, 461).
Kαί εἰς αὐτό τό σημεῖο μέ πολύ σαφήνεια ὁ ἅγιος ξεχωρίζει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν οἱανδήποτε ἄλλη βοήθεια καί συμπαράστασι. Τά παραδείγματα πού ἀναφέρει, τῶν βαρβάρων καί πολεμικῶν λαῶν, δεικνύουν καθαρά ὅτι ἡ ἀληθινή πίστις μᾶς ἑνώνει μέ τόν πλέον βάρβαρο καί ἀπολίτιστο, ἐνῶ ἡ πλάνη καί ἡ αἵρεσις καί τόν πλέον οἰκεῖο τόν καθιστᾶ ἐκκλησιαστικά τόν μεγαλύτερο ξένο καί ἐχθρό. Καί ὅλα αὐτά βεβαίως, χωρίς νά περιμένωμε συνοδικές ἀποφάσεις, ἰσχύουν δι’ ὅλους.
Παρ’ ὅτι λοιπόν, ὅπως βλέπομε, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει σαφῶς τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικά φρονοῦντας προεστῶτας, ἄν ἐξετάσωμε τήν στάσι του καί τήν διδασκαλία του κατά τήν περίοδο τῆς ἐξορίας του, θά διαπιστώσωμε ἀβίαστα ὅτι ὑπερέβη ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους εἰς τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, διότι κατά τήν περίοδο τῆς ἐξορίας του ἐδίδασκε σαφῶς καί ἀπροκάλυπτα τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι ἀπό τούς Ἐπισκόπους ὄχι μόνο διά θέματα πίστεως, ἀλλά καί διά θέματα δικαιοσύνης.
Αὐτός δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι τό σχίσμα δέν τό συγχωρεῖ οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, προέτρεπε, ἐνεθάρρυνε καί ἐγκωμίαζε ὅσους διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς διαδόχους του Ἀρσάκιο καί Ἀττικό καί ὅσους ἐπικοινωνοῦσαν μετ’ αὐτῶν, καί μάλιστα ὑφιστάμενοι διωγμούς, κινδύνους καί μαρτύρια. Ὅλοι αὐτοί δέ «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (ὄχι πίστεως), κληρικοί καί λαϊκοί παρέτειναν τό σχίσμα, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν Πατριάρχη καί τούς κοινωνοῦντας μέ αὐτόν, μέχρι τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν λειψάνων του ἀπό τά Κόμανα στήν Κων/πολι ἐπί Πατριάρχου Πρόκλου, δηλαδή διάστημα περισσότερο ἀπό τριάντα χρόνια. Θά ἀναφέρωμε λοιπόν κάποια κείμενα τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐξορία διά νά γίνη κατανοητό τό θέμα καί θά τό τοποθετήσωμε ἐν συνεχείᾳ μέσα στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί στά δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων.
Κατ’ ἀρχάς θά ἀναφέρωμε ἕνα θαυμάσιο κείμενο ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τόν ἐξόριστο Ἐπίσκοπο Κυριακό. Ὁ Κυριακός, μετά τήν ἐξορία τοῦ ἁγίου, δέν ἤθελε νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ τόν διάδοχό του Ἀρσάκιο καί δι’ αὐτό ἐξορίσθη. Ὁ ἅγιος μέ ἐπιστολές του τόν παρηγορεῖ καί τόν ἐνισχύει διά νά ὑπομείνη τά δεινά τῆς ἐξορίας, ἐνῶ δέν ἀφήνει οὔτε ἴχνος ὑποψίας ὅτι ὁ Κυριακός δέν ἔπραξε σωστά, ἀπεναντίας δέ ἀναφέρει ὅτι ὅλα αὐτά πού ὑποφέρει θά γίνουν αἰτία νά ἀποκομίση πολύ μισθό ἀπό τόν Θεό.
Σέ μία λοιπόν ἀπό τίς ἐπιστολές πρός αὐτόν ἀναφέρει τά ἑξῆς:


«Ἤκουσα γὰρ κἀγὼ περὶ τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς παρθένους μὴ θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι. Πολλοὶ δὲ αὐτῶν δι' ἐμὲ καὶ ἐν φυλακῇ ἀπέθανον. Ὁ γὰρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου, μοιχὸς δὲ ὑπάρχων –ὡς γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλὶς χρηματίζει ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς ἑτέρῳ συναφθεῖσα οὕτω καὶ οὗτος μοιχός ἐστιν– οὐ σαρκός, ἀλλὰ πνεύματος· ζῶντος γὰρ ἐμοῦ ἥρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς ἐκκλησίας» (ΕΠΕ 38, 240).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ...συντάσσεται μέ τούς ἀποτειχισμένους καί κατηγορεῖ τόν Ἀρσάκιο μέ βαριές ἐκφράσεις, λέγοντας ὅτι εἶναι μοιχός καί προβατόσχημος λύκος. Ἡ ἔκφρασις μάλιστα «πολλοί δέ αὐτῶν δι’ ἐμέ καί ἐν τῇ φυλακῇ ἀπέθανον» δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι δέν ὑπῆρχε θέμα πίστεως διά τήν ἀποτείχισι, ἀλλά θέμα δικαιοσύνης. Ἔχομε δηλαδή ἐφαρμογή τοῦ ΛΑ΄ (31ου) ἀποστολικοῦ Κανόνος. Τό ὅτι τά θέματα τῆς δικαιοσύνης εἶναι πολύ κατώτερα ἀπό τά θέματα τῆς πίστεως, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε. Ἀπό αὐτό λοιπόν γίνεται ἀντιληπτό πόσο αὐστηρότερος θά ἦτο ὁ ἅγιος διά τά θέματα τῆς πίστεως.
Στούς φυλακισμένους ἐπίσης Ἐπισκόπους καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν Πατριάρχη, ἐξ αἰτίας τῆς ἐξορίας του, ὁ ἅγιος ἔγραφε:
«Μακάριοι τοῦ δεσμωτηρίου, καὶ τῆς ἁλύσεως, καὶ τῆς τῶν δεσμῶν ὑποθέσεως ὑμεῖς· μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ πολλάκις τοῦτο, οἳ πᾶσαν ἀνηρτήσασθε τὴν οἰκουμένην τῷ περὶ ὑμᾶς φίλτρῳ, ἐραστὰς ὑμῶν καὶ τοὺς πόρρωθεν ὄντας πεποιήκατε. Πανταχοῦ γῆς καὶ θαλάττης ᾄδεται ὑμῶν τὰ κατορθώματα, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἀπερίτρεπτος γνώμη, τὸ ἀδούλωτον φρόνημα. Οὐδὲν ὑμᾶς κατέπληξε τῶν δοκούντων εἶναι δεινῶν, οὐ δικαστήριον, οὐ δήμιος, οὐ βασάνων νιφάδες, οὐκ ἀπειλαὶ μυρίων γέμουσαι θανάτων, οὐ δικαστὴς πῦρ ἀπὸ τοῦ στόματος ἀφιείς.....Ἐγγέγραπται ὑμῶν τὰ ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, μετὰ τῶν ἁγίων κατηριθμήθητε μαρτύρων. ...Ὑμεῖς οἱ νόμοις πατέρων καὶ θεσμοῖς παραβαθεῖσι, καὶ ἱερωσύνῃ ἐπηρεαζομένῃ καὶ παρανομουμένῃ παραστάντες, καὶ τοσαῦτα παθόντες ὑπὲρ ἀληθείας, καὶ τοῦ λῦσαι συκοφαντίας ἀναισχύντους οὕτως, ἐννοήσατε ἡλίκην λήψεσθε τὴν ἀμοιβήν» (ΕΠΕ 38,48).
Ὁ ἅγιος λοιπόν ὅλους τούς ἀποτειχισμένους καί μή κοινωνοῦντας ἐκκλησιαστικῶς μετά τοῦ παρανόμου Πατριάρχου τούς συγκαταριθμοῦσε μετά τῶν μαρτύρων, ἐφ’ ὅσον ἔλεγε «ἐγγέγραπται τά ὀνόματα ὑμῶν ἐν βίβλῳ ζωῆς, μετά τῶν ἁγίων κατηριθμήθητε μαρτύρων».
Ἡ ἀποτείχισις κληρικῶν καί λαϊκῶν τήν περίοδο αὐτή τῆς ἐξορίας τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου δέν συνέβαινε μόνο στήν Κων/πολι ἀλλά καί στήν Ἀντιόχεια, τήν Καισάρεια καί σχεδόν σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία. Θά ἀναφέρωμε ἕνα χαρακτηριστικό τμῆμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τήν ὁσία Ὀλυμπιάδα, τήν διακόνισσα, διά νά κατανοήσωμε τήν στάσι τῶν κληρικῶν ἔναντι τῶν Ἐπισκόπων των στήν Καισάρεια τῆς Καπαδοκίας:
«Ἐδήλωσε γάρ μοι ὁ κύριός μου Παιάνιος ὅτι οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῦ τοῦ Φαρετρίου πάρεισιν αὐτόθι οἳ ἔφησαν ἡμῖν κοινωνεῖν καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχειν πρὸς τοὺς ἐναντίους, μηδὲ συγγίνεσθαι αὐτοῖς, μηδὲ κοινωνῆσαι» (ΕΠΕ, 37,430).
Οἱ πρεσβύτεροι λοιπόν τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Φαρετρίου, διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Φαρέτριον διά θέματα δικαιοσύνης, καί δέν ἤθελαν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅλους ὅσοι παρηνόμησαν ἤ συμφωνοῦσαν μέ αὐτούς, ἀλλά μόνο μέ τόν ἅγιο καί ὅσους συμφωνοῦσαν μέ αὐτόν.
Εἶναι πολλές οἱ ἐπιστολές σέ κληρικούς καί λαϊκούς, στίς ὁποῖες ὁ ἅγιος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι συντάσσεται μέ τούς ἀποτειχισμένους, τούς ὁποίους ἐπαινεῖ καί ἐνθαρρύνει στόν ἀγῶνα των. Φυσικά ὁ ἅγιος δέν θεωροῦσε ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι ἔκαναν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὅτι αὐτοί μέ τήν ἔνστασί των εὑρίσκοντο εἰς τήν Ἐκκλησία καί οἱ συμβιβασμένοι ἦσαν ἐκτός αὐτῆς. Διότι δέν θά ἠδύνατο διαφορετικά ὄχι νά ἐπαινέση αὐτήν τήν πρᾶξι τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά οὔτε νά τήν θεωρήση νόμιμη.
Θά ἀναφέρωμε ἐν κατακλεῖδι καί ἕνα ὑπέροχο τμῆμα ἀπό ἐπιστολή πάλι τοῦ ἁγίου πρός τήν ὁσία Ὀλυμπιάδα, τό ὁποῖο δεικνύει τήν γνώμη τήν ὁποία εἶχε ὁ ἅγιος διά τούς Ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του καί τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει πολλά νά πῆ καί σέ μᾶς σήμερα:


«Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα
ὡς τοὺς ἐπισκόπους
πλὴν ὀλίγων» 

(ΕΠΕ 37, 440).

Ὁ ἅγιος δηλώνει ἐδῶ ὅτι δέν ἐφοβήθηκε τίποτε περισσότερο ἀπό τούς Ἐπισκόπους. Ἀναφέρει δέ ὅτι ὀλίγοι ἦσαν ἐκεῖνοι πού συμπεριφέροντο ἀναλόγως εἰς τό ἀξίωμά των. Εἶναι βεβαίως φυσικό ὁ ἅγιος νά ἔχη αὐτή τή γνώμη, καθ’ ὅσον ὅλα τά δεινά τά ὑπέστη ἀπό τούς Ἐπισκόπους, μέ πρῶτο τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο. Αὐτό καί σήμερα θά πρέπει πολύ νά μᾶς προβληματίση ὡς πρός τούς λόγους πού ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται εἰς αὐτήν τήν κατάστασι καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαρκῶς προοδεύει.

(π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἱερομονάχου, Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν ἁγ. Πατέρων γιὰ τὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου).

(*) «Αἱρετικοὶ πρὸ συνοδικῆς κρίσεως»: Στὴν ἴδια κατηγορία ὑπάγονται σήμερα καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι –δὲν ἔχουν κριθεῖ ἕως τώρα ἀπὸ Σύνοδο– ἀλλά, π.χ.:
α) καταλύουν τὸ 8ο, 9ο και 10ο ἄρθρο τοῦ Σύμβόλου περὶ Πίστεως «Μίαν Ἐκκλησίαν» καὶ «ἓν Βάπτισμα», ἀποδεχόμενοι πολλὲς Ἐκκλησίες καὶ πολλὰ βαπτίσματα (θεωρία τῶν κλάδων, βαπτισματική θεολογία, ευχαριστιακή εκκλησιολογία, θέση περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας...).
β) βλασφημοῦν εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα, χωρὶς νὰ ἄρουν τὶς δηλώσεις τους, παρὰ τὴν κριτικὴ ποὺ ἔγινε, ἀφοῦ
i) δηλώνουν ὅτι οἱ Ἅγιοί μας ἀπατήθηκαν ἀπὸ τὸν Διάβολο καὶ συνετέλεσαν στὸ σχίσμα μὲ τοὺς Παπικούς, δηλώνουν ὅτι ἔχουμε τὸν ἴδιο Θεὸ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ ἐπιτρέπουν στὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ποὺ διετύπωσε τὰ παραπάνω, νὰ εἶναι ἀκόμα Πατριάρχης, τὸν ὑποδέχονται δὲ (οἱ Ἐπίσκοποι) στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ φράση ποὺ ἁρμόζει στὸν Κύριο:«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος»!
ii) δηλώνουν ἀμετανοήτως ὅτι τὸ filioque δὲν εἶναι αἵρεση καὶ ὑπεστήριξαν αὐτὴ τὴ κακόδοξη θέση χρησιμοποιώντας μιὰ ἄλλη βλάσφημη φράση (Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος): δὲν ἤμουν ἐγὼ στὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ νὰ δῶ ἀπὸ ποιόν γίνεται ἡ ἐκπόρευση τοῦς Ἁγίου Πνεύματος· μιὰ πραγματικὰ βέβηλη ἔκφραση, ποὺ ἴσως δηλώνει καὶ ἀπιστία, ἀφοῦ θέτει ὡς προϋπόθεση τῆς Πίστεως τὴν προσωπικὴ ἔρευνα τῆς Ἁγίας τριάδος, ὡσὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ θέματος!
γ) Συμπροσεύχονται ΟΧΙ τυχαίως ἢ παρεμπιπτόντως, ἀλλὰ σκοπίμως, πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ἐμπέδωσης τῆς αἱρετικῆς θέσεως ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν Ἐκκλησία.Ὅλα αὐτὰ ἡ Ἱεραρχία τὰ γνωρίζει, ἀλλ’ «ἀγρὸν ἠγόρασε

OI ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς σὲ Γεροντάδες ὡς πρὸς
τὰ θέματα Πίστεως ἐπανέρχεται πάλι καὶ πάλι,
ἀναδημοσιεύουμε παλαιότερη ἀνάρτηση.

Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
ἔχει ὡς προϋπόθεση τὴν ὑπακοὴσὲ γέροντα;
Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία;

OI ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

...Μοῦ ἀπεστάλη ἕνα ἀντίγραφο κειμένου, τό ὁποῖο θέτει ὡς ἀπαραίτητο προϋπόθεσι γιά νά ἀποτειχισθῆ κάποιος τό νά ἔχει προηγουμένως πάρει τήν εὐλογία τοῦ γέροντός του καί πνευματικοῦ του πατρός... (Γιὰ τοῦτο) ἐθεώρησα ἀναγκαῖο νά γράψω κάποιες σκέψεις χάριν τῆς ἀληθείας, ὥστε νά ἀντιληφθῆ ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης τό εὐόλισθο καί ἀντιπατερικό αὐτῆς τῆς θεωρίας καί τό ὅτι ἀποτελεῖ μία ἁπλή δικαιολογία προκειμένου νά μήν πράξωμε ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὅσα ἐθέσπισαν ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ ἅγ. Πατέρες.
Τό κείμενο πού μοῦ ἀπεστάλη εἶναι ἀπό τό ἱστολόγιο «Κατάνυξις» καί σ’ αὐτό ἀναφέρεται ἡ ὑπακοή πού ἔκανε ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Κωνσταμονίτου π. Ἀγάθων, στόν γέροντά του π. Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας, παρ’ ὅτι, ὅταν εἶδε κάποιες αἱρετικές πράξεις τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου πρός τόν Πάπα, ὁ ἴδιος ἠθέλησε ὡς ἐκ τούτου νά διακόψη πάραυτα τό μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου. Τότε ὁ π. Ἐφραίμ τόν συγκράτησε καί τοῦ εἶπε ὅτι ἀκόμη δέν ἦλθε ἡ ὥρα γιά τήν ἀποτείχισι κι ἔτσι ὁ π. Ἀγάθων ἔκανε ὑπακοή στόν γέροντά του.


Ὁ ὑπεύθυνος τοῦ ἱστολογίου αὐτοῦ π. Νικόλαος Μανώλης ἐδικαιολόγησε αὐτήν τήν στάσι τοῦ π. Ἀγάθωνος καί μάλιστα ἔγινε προσπάθεια καί ἀπό τούς δύο νά τήν κατοχυρώσουν ὡς ὀρθόδοξο γραμμή ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τό νά ἀπαιτῆται, δηλαδή, ἡ εὐλογία καί συγκατάθεσις τοῦ γέροντος, προκειμένου νά ἀποτειχισθῆ κάποιος καί νά ἀπομακρυνθῆ ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς φορεῖς της.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς μας ἀφιερώσεως, μᾶς ἐδίδαξαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ πατέρες τοῦ ἁγ. Ὄρους (καί αὐτοί ἀκόμη οἱ γέροντες π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης καί π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης) ὅτι ἀπό τήν ὑπακοή ἐξαιροῦνται δύο περιπτώσεις, τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς ἠθικῆς. Δηλαδή ἄν μοῦ ζητηθῆ νά κάνω ὑπακοή σέ θέματα πίστεως ἤ ἠθικῆς, νά μήν ὑπακούσω, ἐφ’ ὅσον διά τῆς ὑπακοῆς αὐτῆς βλάπτομαι ὡς πρός τήν πίστι καί τήν ἠθική. Τώρα δυστυχῶς μέ αὐτά πού γράφουν καί λέγουν ὁ π. Ἀγάθων καί ὁ π. Νικόλαος Μανώλης ἐξομοιώνουν τήν πίστι καί τήν ὑποβιβάζουν στό ἐπίπεδο ὅλων τῶν ἄλλων θεμάτων, γιά τά ὁποῖα ὄντως χρειάζεται ἡ εὐλογία τοῦ γέροντος, προκειμένου νά διασφαλισθῆ ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός καί νά μήν καλλιεργῆ τόν ἐγωϊσμό διά τοῦ ἰδίου θελήματος.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς μεταφέρει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Νικηφόρου τοῦ ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι ὁ πρῶτος λόγος, γιά τόν ὁποῖο δύναται νά ἀποχωρήση ὁ μοναχός ἀπό τή μονή τῆς μετανοίας του, εἶναι ὅταν ὁ ἡγούμενος εἶναι αἱρετικός (Ὑποσ. εἰς ΚΑ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ.). Ἀπό αὐτή τήν πατερική διδασκαλία πάλι συνάγεται ὅτι, ὅταν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, παραμερίζονται τά πάντα, ἀκόμη καί ἡ ὑπακοή. Διότι τό νά φύγη ὁ μοναχός ἀπό τό μοναστήρι, σέ ἄλλες περιπτώσεις θεωρεῖται βαρύτατο ἁμάρτημα πού ἐπισύρει τόν ἀφορισμό καί τήν ἀκοινωνησία στόν μοναχό, τήν καθαίρεσι δέ σέ ὅσους τόν δεχθοῦν, Ἐπισκόπους ἤ ἡγουμένους.
Ἀλλά καί πρακτικά ἄν τό δοῦμε τό θέμα, θά ἦταν ἀνόητο καί ἄκρως ἐπικίνδυνο, τό νά χρειάζεται ἡ εὐλογία τοῦ γέροντος, προκειμένου ν’ ἀπομακρυνθῆ κάποιος ἀπό τόν λύκο καί τό φαρμακερό φίδι. Διότι ἔτσι χαρακτηρίζονται καί παρομοιάζονται οἱ αἱρετικοί ἀπό ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς Πατέρες. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότεροι καί ἐπικινδυνότεροι ἀπό τούς μισθωτούς καί ἀλλοτρίους ποιμένες, γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Κύριος καί ἀπό τούς ὁποίους πάλι μᾶς διδάσκει νά ἀπομακρυνώμεθα καί νά φεύγωμε: «Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσι, ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν» (Ἰωαν. 10,5).
Ἐδῶ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιά ἀποτείχισι ἀπό ὅλους τούς μισθωτούς καί ἀλλοτρίους, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία Του φεύγουν, ὅταν 
ἰδοῦν νά ἔρχεται ὁ λύκος, καί ἀφήνουν τά πρόβατα ἀπροστάτευτα. Ἄν τώρα δέν πρόκειται περί μισθωτῶν καί ἀλλοτρίων ποιμένων, ἀλλά γιά αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἴδιοι λύκοι, σύμφωνα μέ τήν ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πόσο περισσότερο πρέπει τά λογικά πρόβατα νά ἀπομακρύνωνται (ἀποτειχίζωνται) ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς;
Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι, προκειμένου νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἡ εὐλογία τοῦ γέροντος–πνευματικοῦ καί, ὅταν αὐτή δέν δίδεται, τότε παραμένουμε στούς λύκους «ἄχρι καιροῦ», ὅπως συνέβη, σύμφωνα μέ τήν ὁμολογία του, στόν π. Ἀγάθωνα. Δηλαδή τελικῶς τήν ὑπακοή τήν ὁποία ἐθέσπισαν οἱ Πατέρες ὡς παθοκτόνο, ἐσεῖς τήν μεταβάλατε σέ ψυχοκτόνο.
Τό λυπηρότερο εἶναι ὅτι προσπαθεῖτε νά ἐμφανίσετε καί τούς Πατέρες συμφώνους μέ αὐτές τίς νεόκοπες θεωρίες σας. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἰσχυρίζεσθε ὅτι οἱ Νεομάρτυρες προκειμένου νά ὁδηγηθοῦν στό μαρτύριο ἔπαιρναν τήν εὐλογία καί συγκατάθεσι τοῦ γέροντος. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς:


Ἅγ. Κυπριανός. Μαρτύρησε παρὰ διαφωνία Πατέρων Ἁγ. Ὄρους «Βλέποντας ὁ γ. Ἐφραίμ, τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα τοῦ γέροντα Ἀγάθωνος, καὶ τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα, καὶ ὁμολογιακὸ φρόνημα, κάνει ὅ,τι ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι γεροντάδες, ποὺ ἔβλεπαν τὰ παιδιά τους μὲ διάθεση νὰ πᾶνε νὰ μαρτυρήσουν.
»Ἂν ἀνοίξει ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς τὰ Μαρτυρολόγια, εἰδικὰ τῶν Νεομαρτύρων, θὰ δεῖ ὅτι πολλοὶ Νεομάρτυρες ἀποφάσιζαν νὰ πᾶνε νὰ ὁμολογήσουν στοὺς ...Τούρκους τὴν Πίστη τους καὶ νὰ μαρτυρήσουν, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκαναν πάντα μὲ εὐλογία. Αὐτὸ εἶναι τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα. Ὁ γέροντας, ποὺ δὲν ἔδινε τὴν εὐλογία του (γιὰ νὰ μαρτυρήσουν) ἦταν μὴ Ὀρθόδοξος; Ἁπλῶς, ἔβλεπε ὅτι πρέπει νὰ περάσουν τὰ χρόνια, ἔβλεπε ὅτι πρέπει νὰ γίνει πιὸ ὀργανωμένη, ἐνδεχομένως, ἀντίδραση».
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς διαστρεβλώνετε τόν σκοπό τῆς ἀποτειχίσεως καί ἐνῶ οἱ Πατέρες τήν ἔθεσαν σάν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως αὐτοπροστασία, ἐσεῖς τήν ἐξελάβατε σάν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὀργανωμένη ἐκστρατεία κατά τῶν αἱρετικῶν ποιμένων. Δι’ αὐτό προφανῶς θέλετε πολλούς, οἱ ὁποῖοι θά ἀκολουθήσουν αὐτήν τήν ὁδό καί, ἄν αὐτοί δέν ὑπάρχουν, τότε παραμένετε στό στόμα τοῦ λύκου «ἄχρι καιροῦ». Ἐδῶ πέραν τῶν ἄλλων διακρίνεται καί μία ἐξόφθαλμη δειλία, διότι στηρίζεσθε ἀναμφίβολα στό πλῆθος καί ὄχι στήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ δέ ἀποτείχισις θέλετε νά γίνη, κατά τό δή λεγόμενο, “ἀβρόχοις ποσί” καί δι’ αὐτό τήν θεωρεῖτε ὡς μαρτύριο, ἐνῶ οἱ Πατέρες ἐθεώρησαν ὡς μαρτύριο τήν θυσία τοῦ σώματός των καί ὄχι τήν θυσία τῶν ἀξιωμάτων, τά ὁποῖα κατ’ οὐσίαν εἶναι ἐμπόδιο στήν σωτηρία μας.
Τελικῶς, τό παράδειγμα τῶν Νεομαρτύρων πού προσάγετε, εἶναι τελείως ἄστοχο καί παραπλανητικό, διότι οἱ Πατέρες καί γέροντες ἐμπόδιζαν κάποιους ἀπό τό μαρτύριο, ἐφ’ ὅσον διέκριναν μία ἀδυναμία στό φρόνημα καί τήν προαίρεσί των, προκειμένου νά δώσουν τά πάντα γιά τόν Χριστό, καί αὐτήν δηλαδή τήν ζωή των· δέν τούς ἐμπόδισαν ὅμως, οὔτε κἄν χρειάσθηκε νά ζητηθῆ ἡ εὐλογία των, προκειμένου νά ἐπιστρέψουν ἀπό τήν πλάνη τῶν ἀλλοπίστων, νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό αὐτούς καί νά ἐπανέλθουν διά τῆς μετανοίας εἰς τήν Ἐκκλησία.
Θά ἦτο ἐπιτυχημένο τό παράδειγμά σας, πατέρες, ἄν ἐζήτουν οἱ Νεομάρτυρες τήν εὐλογία τῶν γερόντων, προκειμένου νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τούς ἀπίστους. Στήν περίπτωσί μας δέ, οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἶναι πολύ ὑπουλώτεροι καί ἐπικινδυνότεροι ἀπό τούς ἀπίστους, διότι αὐτοί κινοῦνται μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ λύκοι μέσα στό μαντρί, οἱ ἐχθροί ἐντός τῶν τειχῶν, ἡ ἀλεποῦ μέσα στό κοτέτσι. Καί σεῖς διδάσκετε τήν παραμονή μας πλησίον των, ἔστω καί «ἄχρι καιροῦ», τήν εὐλογία τῶν γερόντων προκειμένου ν’ ἀποτειχισθοῦμε καί ἰσχυρίζεσθε ἐπί πλέον ὅτι καί οἱ Νεομάρτυρες ἔπραξαν τό ἴδιο.
Κάτι τελευταῖο, ἐπίσης, θέλω νά προσθέσω. Ἀναφέρετε κατωτέρω τά ἑξῆς:
«Καὶ νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ἑξῆς. Κι ἐγώ, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀντιδροῦμε ἀπέναντι στὰ Οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχου, κινδυνεύουμε. Κινδυνεύουμε ἀνὰ πᾶσα στιγμή. Τὸ κεφάλι μας τὸ ἔχουμε στὸ ντορβά. Δὲν εἶναι ὁμολογία αὐτό; Περισσότερο κινδυνεύουνε οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουνε ἀποτειχιστεῖ ἢ ἔχουν ἐπιλέξει ἕναν ἄλλο δρόμο;
»Τὸ κάνουμε ἠθελημένα, τὸ κάνουμε ἑκουσίως, ἐπιλέγουμε ἀντι-Οἰκουμενιστικὴ γραμμή, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ γεροντάδες. Οἱ γεροντάδες μας φωτίζονται ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅταν λέει ὁ γέροντας Ἐφραὶμ ἀπὸ τὴν Ἀμερική, ποὺ γνωρίζουμε τί ἁγιότητα ἔχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὅτι δὲν ἦρθε ἀκόμα καιρός, ἐγὼ δὲν μένω σ’ αὐτό, ἐγὼ μένω στὴν ὑποταγὴ τοῦ γέροντα. Κι αὐτὸ εἶναι Ὀρθόδοξο φρόνημα».
Ἐδῶ θά πρέπει, χάριν τῆς ἀληθείας, νά ἐπισημάνωμε ὅτι δέν κινδυνεύετε ἐσεῖς, οὔτε ἔχετε τό κεφάλι σας στόν ντορβά, ἀλλά κινδυνεύουν τά ἀξιώματά σας κι αὐτά ἔχετε στόν ντορβά. Μᾶλλον ὅμως, ὅπως φαίνεται, οὔτε αὐτά κινδυνεύουν, ἐπειδή οἱ Οἰκουμενιστές ἀνέχονται τήν μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ἀντίδρασί σας καί νομίζω ὅτι τούς βοηθᾶτε ἀθέλητα, διότι σᾶς χρησιμοποιοῦν σάν ἕνα νεοεποχίτικο μοντέλο ἀντιδράσεως πρός ἐκτόνωσι καί ἀποπροσανατολισμό τῶν ἀνησυχούντων Ὀρθοδόξων. Ὁπότε πρέπει νά σᾶς καθησυχάσουμε ὅτι δέν κινδυνεύουν τά ἀξιώματά σας, διότι αὐτά θά ἐκινδύνευαν μόνον ἄν ἐπράττατε, ὅσα ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐθέσπισαν οἱ Πατέρες. Καί πάλι ὅμως αὐτό, οὔτε στό ἐλάχιστο θά ἠδύνατο νά συγκριθῆ μέ τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων καί τῶν Νεομαρτύρων καί τῶν αὐτοκλήτων μαρτύρων.
Τελικῶς πιστεύω ὅτι ὅλα στήν ἐποχή μας τά ἐκάναμε δύσκολα καί μαρτυρικά, ἐπειδή προφανῶς ἐλαττώθηκε στό ἐλάχιστο ἡ προαίρεσίς μας, ἡ ὁποία, ἄν ὑπῆρχε, δέν θά ἐθεωροῦσε τά μικρά δύσκολα, ἀλλά τά μεγάλα εὔκολα.
Τελειώνοντας θέλω νά σᾶς ἀναφέρω τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως διδασκαλία τῶν ἁγ. Ἀποστόλων γιά νά κατανοήσετε τήν προσωπική εὐθύνη τήν ὁποία ἔχει ἕκαστος ὅταν ἐξουσιάζεται ἀπό αἱρετικούς ποιμένες καί, βεβαίως, τό ὅτι δέν χρειάζεται καμμία εὐλογία γιά νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτούς, ἀλλά μόνον ἀγαθή προαίρεσις καί εὐθυγράμμισις μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων:
«Ἀκούσατε οἱ Ἐπίσκοποι καί ἀκούσατε οἱ λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ θεός∙ “Κρινῶ κριόν πρός κριόν καί πρόβατον πρός πρόβατον”, καί τούς ποιμένας λέγει∙ Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὐτῶν καί τῆς εἰς τά πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ’ ἔστιν ἐπίσκοπον πρός ἐπίσκοπον κρινῶ καί λαϊκόν πρός λαϊκόν καί ἄρχοντα πρός ἄρχοντα. Λογικά γάρ τά πρόβατα καί οἱ κριοί οὗτοι, ἀλλ’ οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δέ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» (Ἀποστ. Διατ.Β,19 –ΒΕΠΕΣ 2,25,20).
Καί ὀλίγο κατωτέρω οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι διδάσκουν τά ἑξῆς:
«εἰσί γάρ πολλοί ἐπιχαιρεσίκακοι, πρόγλωσσοι, “τριττήν γλῶσσαν” ἔχοντες, μισάδελφοι, ἔργον τιθέμενοι σκορπίζειν τά Χριστοῦ πρόβατα, ὧν εἰ παραδέχεσθαι θέλεις τούς λόγους ἀκρίτως, διασπερεῖς σου τό ποίμνιον καί παραδώσεις λύκοις εἰς κατάβρωμα, τοῦτ’ ἔστι δαίμοσιν καί πονηροῖς ἀνθρώποις, μᾶλλον δέ οὐκ ἀνθρώποις, ἀλλά θηρίοις ἀνθρωποειδέσιν, ἐθνικοῖς καί Ἰουδαϊσταῖς καί αἱρεσιώταις ἀθέοις» (ΒΕΠΕΣ 2,27,27).
Πιστεύω τελικά ὅτι οἱ ἡγούμενοι μέ τήν στάσι των δέν κάνουν τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά παραδίδουν στούς αἱρετικούς τό ἐμπιστευθέν εἰς αὐτούς ποίμνιο. Ἄν πάλι, πατέρες, βρῆτε κάποια διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς ἤ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία νά διδάσκη τήν παραμονή στούς αἱρετικούς ποιμένες ἤ τήν εὐλογία τῶν γερόντων γιά νά ἀπομακρυνθῆ κάποιος ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς, σᾶς παρακαλοῦμε νά μᾶς τήν ὑποδείξετε, διότι ἐμεῖς μέχρι τώρα συναντήσαμε στούς Ἁγίους τά ἐντελῶς ἀντίθετα.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ