.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΠΕΡΙ ΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Όταν κάποτε ρώτησαν τον άγιο μητροπολίτη Τέτρι–Τσκάρο και στάρετς Ζηνόβιο (Μαζούγκα· 1896–1985) πώς να κάνουν την Ευχή του Ιησού, ο άγιος απάντησε ότι «δεν πρέπει να επιδιώκουμε αμέσως υψηλές βαθμίδες και ιδιαίτερη συγκέντρωση της σκέψης, αλλά χρειάζεται με απλότητα καρδιάς να λέμε την Ευχή προς τον ζώντα Θεό, ο Οποίος είναι κοντά μας, όπως η ψυχή μας». Συμβούλευε να εκμεταλλευόμαστε τις στιγμές της μοναξιάς μας και να διώχνουμε τις σκέψεις μας την ώρα της Ευχής του Ιησού. Αυτή την εργασία ο άγιος τη θεωρούσε υψηλότερη από την ανάγνωση βιβλίων. Επαναλάμβανε ότι η Ευχή του Ιησού μπολιάζεται στην ταπεινή καρδιά. Στους οικείους του ο άγιος Ζηνόβιος διηγείτο ότι «απέκτησε την Ευχή του Ιησού στη νεότητά του, όταν βρισκόταν στην έρημο, ενώ στον κόσμο προσπαθούσε να τη διαφυλάξει».

Κάποτε ο άγιος απάντησε σε έναν μοναχό, που τον είχε ρωτήσει πώς θα σωθεί: «Όταν βρίσκεσαι μόνος στο κελί σου, κάνε την Ευχή του Ιησού και διώξε όλους τους λογισμούς, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς. Η σιωπή για τον μοναχό είναι η ελευθερία από τους λογισμούς. Αν έτσι πράττεις, θα δεις την Πρόνοια του Θεού στη ζωή σου».

Όταν έδινε ευλογία στα πνευματικά του τέκνα να λένε την Ευχή του Ιησού, ο άγιος Ζηνόβιος συμπλήρωνε να τελούν επίσης κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την ευχή «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», καθώς και το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…».

Η προσευχή ήταν για τον άγιο η αναπνοή του, που τον συνέδεε με την Πηγή της Ζωής, η πραγματική και δραστική βοήθεια, που μπορούσε να παρέχει στους ανθρώπους, ελκύοντας το έλεος του Ίδιου του Κυρίου. Ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ έτσι μιλούσε για τη δύναμη της προσευχής: «Η προσευχή, όχι μόνο νικά τους νόμους της φύσεως, όχι μόνο αποτελεί ακαταμάχητη ασπίδα κατά ορατών και αοράτων εχθρών, αλλά συγκρατεί ακόμη και το χέρι του παντοδυνάμου Θεού, που έχει υψωθεί για να χτυπήσει τους αμαρτωλούς». Ο άγιος Ζηνόβιος ήξερε καλά ότι ο πιστός ποιμήν του Χριστού πρέπει, όχι μόνο να προσεύχεται και να φροντίζει για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του, αλλά και να το διδάσκει να προσεύχεται.


Στην ερώτηση ενός πνευματικού τέκνου του σχετικά με το ποιες προσευχές προς την Παναγία συστήνει, ο άγιος απάντησε ότι η προσευχή «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…» εμπεριέχει τα πάντα. «Ορίστε, σκεφτείτε», είπε ο άγιος και πρόφερε αργά αυτή την προσευχή, κάνοντας στάσεις για περισυλλογή:

“Θεοτόκε Παρθένε…,
χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…,
ο Κύριος μετά σου…,
ευλογημένη συ εν γυναιξί…,
και ευλογημένος…,
ο καρπός της κοιλίας σου…,
ότι Σωτήρα έτεκες…,
των ψυχών ημών…”».

Ο άγιος αγαπούσε πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο και συχνά απευθυνόταν προς αυτή με θερμή προσευχή. Στην ερώτηση κάποιου ιερομονάχου τι ακριβώς πρέπει να κάνει, ώστε να μείνει πιστός στον Χριστό και να υποφέρει όλες τις δοκιμασίες, αν αρχίσουν ξανά αιματηροί διωγμοί κατά της Εκκλησίας, ο στάρετς Ζηνόβιος απάντησε:
«Να προσεύχεσαι στην Παναγία και, όσο μπορείς συχνότερα, να λες το “Θεοτόκε Παρθένε”. Η Υπεραγία Θεοτόκος φυλάει όποιον λέει αυτή την προσευχή.

»Ήμουν στην εξορία μαζί με έναν επίσκοπο. Απαιτούσαν από αυτόν να υπογράψει ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά των αρχών, στην οποία εμπλέκονταν αρκετά ακόμη άτομα. Στις ανακρίσεις τον βασάνιζαν, αλλά άντεχε τα βασανιστήρια και δεν πρόδιδε τους αδελφούς του. Ο επίσκοπος εκείνος μου διηγήθηκε ότι έλεγε αδιαλείπτως την προσευχή “Θεοτόκε Παρθένε” και τις νύχτες τον κανόνα της “Οδηγητρίας”, που τον ήξερε από στήθους. Έλεγε ότι αισθανόταν τον πόνο, αλλά αμβλύ, και μετά έχανε τις αισθήσεις του. Εν τέλει, χωρίς να καταφέρουν τίποτα, τον άφησαν ήσυχο».

Ο άγιος Ζηνόβιος δίδασκε την προσευχή λέγοντας: «Ο Θεός, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται την προσωπική σας στροφή προς Αυτόν με την καρδιά σας. Μην εντρυφάτε σε βιβλία και διανοητικά συμπεράσματα· αυτό είναι λιγότερο σημαντικό. Το να στραφούμε μέσα από την καρδιά μας προς τον Θεό, αυτό είναι προσευχή. Να, τι θα σας προτείνω: Εμείς θα διαβάζουμε τη βραδινή ακολουθία, το Απόδειπνο. Εσείς, σταθείτε δίπλα, μπορείτε ακόμη και να μην παρακολουθείτε, μπορείτε ακόμη και να καθίσετε αν κουραστείτε, επειδή είστε ασυνήθιστοι (στον κόπο της ορθοστασίας). Απλά μιλήστε μόνοι σας με τον Θεό, νοερά, από μέσα σας, πείτε Του: “Κύριε, αν υπάρχεις, αποκάλυψέ μου τον εαυτό Σου!... Θέλω να Σε γνωρίσω!...”. Ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εκφραστείτε με δικά σας λόγια. Κι ο Θεός, θα ανταποκριθεί, πιστέψτε με! Δεν ξέρω πώς, αλλά θα ανταποκριθεί!...». Ο άγιος Ζηνόβιος το βράδυ, προτού αποχωρήσει για ύπνο, πλησίαζε στη γωνία με τις εικόνες στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα στεκόταν όρθιος και προσευχόταν, λέγοντας τον βραδινό κανόνα από στήθους μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή του διακονητή του.

Κάποτε ο άγιος είπε σε έναν μοναχό: «Να φοβάσαι τη θερμή προσευχή για όποιον τρέφεις μέσα σου σαρκικό πάθος. Αυτού του είδους η προσευχή δεν είναι ευάρεστη στον Θεό, γιατί εμπεριέχει μυστική σαρκική επιθυμία. Να εμπιστευθείς αυτόν τον άνθρωπο στην Πρόνοια του Θεού και εσύ ο ίδιος ξέχασέ τον. Αν πράξεις έτσι, χάριν της αποφασιστικότητάς σου ο Κύριος δεν θα τον αφήσει από το έλεός Του και θα δεχθεί τη λήθη σου ως προσευχή».

Η μεγαλόσχημη μοναχή Ελισάβετ ενθυμείται: «Ο στάρετς ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Ακόμα και μετά τη μοναχική κουρά μου, λόγω της υπερηφάνειας μου, όλη την ώρα έπαιρνα “μαθήματα” από αυτόν. Μια φορά, περάσαμε το πρωί από τον στάρετς, να πάρουμε ευλογία για την ημέρα και για το διακόνημα. Εκείνος καθόταν και το κομποσχοίνι του ήταν πάνω σε ένα σκαμνάκι, κοντά στη ράχη του κρεβατιού. Σε λίγο είδα ότι ακόμη εκεί ήταν το κομποσχοίνι. Σκέφτηκα ότι ο στάρετς μάλλον ξέχασε να το πάρει, αφού …“με αυτό πρέπει να προσευχόμαστε”. Μάλιστα μετά προχώρησα λίγο και τον ρώτησα: “Δέσποτα, να σας δώσω το κομποσχοίνι;”. “Δώσ’ το”, μου είπε. Έπειτα από καιρό κατάλαβα ότι το κομποσχοίνι δεν το χρειαζόταν, διότι ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Το κομποσχοίνι χρειάζεται στους αρχαρίους. Αλλά η δική του προσευχή, είτε είχε το κομποσχοίνι στο χέρι, είτε το είχε αφήσει δίπλα, όλη την ώρα προχωρούσε».

Ο αγώνας της αδιάλειπτης νίψης και η ταπείνωση βοήθησαν πολύ τον άγιο Ζηνόβιο να αποκτήσει τη νοερά προσευχή και τη θεωρία του Θεού. Ο άγιος είχε φτάσει την τελειότητα στην εσωτερική Προσευχή του Ιησού. Δεν σταματούσε μέσα του ούτε κατά την ώρα των συζητήσεων.

Όντας έμπειρος εργάτης της Ευχής, ο άγιος στάρετς Ζηνόβιος, υποδείκνυε λεπτομερώς πώς να προχωρήσουν σε αυτό τον αγώνα άνθρωποι, που βρίσκονταν στις πιο διαφορετικές καταστάσεις και τις πιο διαφορετικές συνθήκες. Ο άγιος δίδασκε ότι η απόκτηση της αληθινής προσευχής μέσα στην καρδιά απαιτεί από τον χριστιανό μεγάλο κόπο και επιμονή. Δεν πρέπει όμως να περιμένει να έχει τη διάθεση για προσευχή, αλλά να ωθεί τον εαυτό του προς αυτή. Προτού ξεκινήσει τον κανόνα της προσευχής, ο χριστιανός χρειάζεται να προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτή: να διώξει όλες τις παράπλευρες σκέψεις, να καθησυχάσει τα συναισθήματά του και να θυμηθεί Αυτόν, προς τον Οποίο απευθύνεται με την προσευχή.

Η ίδια η ουσία της προσευχής, η εξύψωση του νου και της καρδιάς του ανθρώπου προς τον Θεό, μας δίνει τη δυνατότητα να εξασκούμαστε διαρκώς σε αυτή, καθώς μπορούμε να προσευχόμαστε πάντα και παντού: στον δρόμο, τις ώρες της εργασίας και της ανάπαυσης, την ώρα της συζήτησης και της λήψης τροφής, στη μοναξιά και την πολυκοσμία, όρθιοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι.

Για να αποκτήσουμε διαρκή πόθο για την προσευχή, ο άγιος Ζηνόβιος συμβούλευε να επαναλαμβάνουμε νοερά σύντομες προσευχές, όσο συχνότερα γίνεται: «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, βοήθησον», «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Όμως, να μη στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, αλλά να ζητούμε από τον Κύριο να καταπέμψει μέσα μας το χάρισμα της προσευχής. Όλα αυτά του τα είχε διδάξει ο πνευματικός του, ο στάρετς Γεράσιμος, ο οποίος και ο ίδιος ζητούσε από τον Κύριο τη σωστή οικοδομή στην προσευχή των πνευματικών του τέκνων, ένα από τα οποία ήταν ο άγιος Ζηνόβιος.


[(1) Ζηνόβιος Τσεσνοκώφ:
«Στάρετς Ζηνόβιος
Στη χαρά και στη λύπη
Δόξα τω Θεώ»,
Μετάφραση από τη Ρωσική:
Αγγελική Πελωριάδη,
Κεφ. VII και VIII,
σελ. 163–164, 172–175
και 189–191,
Εκδόσεις «Άθως»,
Αθήνα 2015.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση και επιλογή φωτογραφιών,
μελέτη, σταχυολόγηση,
πληκτρογράφηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Όσιος Παΐσιος: Ευχή ψιθυριστά ή με τον νου;



-Γέροντα , πώς είναι καλύτερα να λέω την ευχή; Φωναχτά , ψιθυριστά ή με τον νου;

-Αν την λες φωναχτά, θα κουράζεσαι και γρήγορα θα αποκάμης. Γι’ αυτό να την λες πότε ψιθυριστά και πότε με τον νου. Η ευχή με τον νου είναι το καλύτερο∙ επειδή όμως δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να την λένε συνέχεια με τον νου, βοηθάει να την λέη κανείς και ψιθυριστά, σαν μια προπαίδεια.

Μπορείς να αρχίζης να την λες ψιθυριστά , να συνεχίζης με τον νου, και ύστερα πάλι ψιθυριστά και πάλι με τον νου. Να κάνης αυτή την εναλλαγή, μέχρι να καταλήξη η ευχή να γίνεται μόνο με τον νου, να γίνη δηλαδή νοερά , όπως και λέγεται «νοερά προσευχή». Τότε προσεύχεται κανείς με τον νου του και η καρδιά του σκιρτά, αγάλλεται∙ φθάνει στον θείο έρωτα, ζη ουράνιες καταστάσεις.

-Αυτό το διάστημα , Γέροντα, κάθε φορά που μπαίνω στο κελλί μου, έχω μετεωρισμό και βλάσφημους λογισμούς. Γιατί μου συμβαίνει αυτό;

-Ξέχασες, φαίνεται, την ευχή, και γι’ αυτό ο πειρασμός έστησε την σκηνή του έξω από το κελλί σου.Προσπάθησε στις κενές ώρες που έχεις στο κελλί, να λες την ευχή ψιθυριστά , για να διώχνης τον μετεωρισμό και τους λογισμούς που υποβάλλει ο εχθρός. Η ψιθυριστή ευχή πολύ βοηθάει στις ώρες της επιθέσεως, γιατί εκείνην την στιγμή χρειάζεται προσοχή, για να γλυτώση κανείς από την εχθρική φάλαγγα.

-Γέροντα, συμφέρει, όταν μου έρχονται κακοί ή βλάσφημοι λογισμοί , να τους πολεμώ με αντιρρητικό πόλεμο1;

-Καλύτερα να τους πολεμάς με την ευχή παρά με αντιρρητικό πόλεμο. Όσο μπορείς, να μιλάς νοερώς με τον Χριστό δια της νοεράς προσευχής , και να μη συζητάς με τον νου σου «τούτο» ή «εκείνο». Να καλλιεργήσης την ευχή, η οποία αρχικά θα σε απαλλάξη από τους κακούς λογισμούς και στο τέλος θα γίνη ένα με την αναπνοή σου.

1. Αντιρρητικός πόλεμος σημαίνει να αντικρούη κανείς τους κακούς λογισμούς φέρνοντας αντίστοιχους καλούς.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ ζ΄ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Πόση δύναμη έχει η ευχή, όταν είναι μέσα και το «Υιέ του Θεού»



Μια ημέρα, λέει ο π. Ζωσιμάς (+2010), μου είπε ο Γέροντας Σίμων ο Αρβανίτης(† 1988) περί νοεράς προσευχής:

«Εγώ, πατέρα Ζωσιμά, μπορώ και τα δύο να κάνω: Να εξομολογώ τον κόσμο, να τους μιλάω, και να λέω και την νοερά προσευχή, χωρίς να εμποδίζομαι και να με κουράζει. Έχω και τα δύο μαζί». Ο Γέροντας, επίσης, μου είπε για την νοερά προσευχή: «Όταν αρχίσεις να προσεύχεσαι και να λες το«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», θα συγκεντρωθείς πρώτα στο μυαλό σου και θα αρχίζεις να την λες, αργά στην αρχή, να προσέξεις η συγκέντρωση και οι λέξεις, που θα λες, να πηγαίνουν μαζί και σιγά-σιγά θα την λες πιο γρήγορα. Όταν θα φεύγει ο νους σου και οι λέξεις σου δεν πάνε μαζί, θα την λες ξανά αργά. Όταν βλέπεις ότι πηγαίνεις καλά, θα την λες γρήγορα. Αυτό θα κάνεις κάθε φορά, που θα προσεύχεσαι με την νοερά προσευχή».

Όταν έδωσα τον λόγο μου στον Γέροντα ότι θα μείνω στο Μοναστήρι για Μοναχός, μια από τις πολλές συμβουλές, που μου έδωσε, ήταν: «Την νοερά προσευχή θα την λες, λέγοντας το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». «Να είναι ευλογημένο», είπα. Κάποτε ήλθε ένας προσκυνητής στο Μοναστήρι και είδα να κρατάει στο χέρι του ένα κομποσχοίνι μεγάλο και να λέει την ευχή πολύ γρήγορα. Σαν μηχανή πήγαινε το χέρι του. Εγώ τον κοιτούσα και απόρησα μέσα μου και έλεγα «τι ευχή να λέει άραγε και το κάνει τόσα γρήγορα»; Ήθελα να μάθω και τον ερώτησα πώς την λέει την ευχή και μου είπε: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Καλά, του είπα, το «Υιέ του Θεού» γιατί δεν το λες;

Δεν χρειάζεται, είπε, το ίδιο είναι. Με λίγες λέξεις λέγεται πιο γρήγορα. Εγώ το πίστεψα και άρχισα εκείνη την ημέρα να κάνω και εγώ το ίδιο με την ευχή. Φούσκωνα από την υπερηφάνειά μου, που έλεγα και εγώ γρήγορα την ευχή. Το βράδυ που κοιμήθηκα βλέπω στον ύπνο μου έναν αράπη γεροδεμένο, σαν παλαιστής ήταν. Είχαμε αγκαλιαστεί στήθος με στήθος και παλεύαμε. Αυτός είχε πολύ δύναμη. Καταλάβαινα ότι δεν θα μπορούσα να τον νικήσω. Άρχισα να λέω την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Με τίποτα δεν ελευθερωνόμουν, πότε με έσπρωχνε αυτός πίσω, πότε εγώ. Αυτό γινόταν συνέχεια και έλεγα μέσα μου και απορούσα, να λέω την ευχή τόση ώρα και να μη μπορώ να ελευθερωθώ. Δεν ήξερα, τι άλλο να κάνω. Να λέω την ευχή συνέχεια πολύ και να μη πιάνει καθόλου. Είχα κουραστεί να παλεύω, είχα καταϊδρώσει.

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα να πω την ευχή, όπως μου είχε πει ο Γέροντας,«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ακούω τον σατανά να βγάζει μια κραυγή πολύ δυνατή «Όχι!!! Δεν μπορώ να το αντέξω αυτό». Αμέσως έγινε ένας μαύρος καπνός και ελευθερώθηκα. Εγώ έμεινα κατάπληκτος και είπα εκείνη τη στιγμή: «πόση δύναμη έχει η ευχή, όταν είναι μέσα και το «Υιέ του Θεού». Χίλιες φορές είπα την ευχή χωρίς «Υιέ του Θεού» και δεν ελευθερωνόμουν. Μια φορά είπα «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», δεν το άντεξε ο σατανάς, έσκασε και διαλύθηκε σαν καπνός.

Το πρωί πήγα και τα εξομολογήθηκα στον Γέροντα… Ο Γέροντας μου είπε: «Παιδί μου, η καλή προσευχή και η αληθινή έτσι είναι. Εσύ να μην κοιτάς πως την λένε οι άλλοι, να την λες όπως πρέπει». Γι’ αυτό επιβάλλεται να λέμε την νοερά προσευχή με το «Υιέ του Θεού», διότι είναι ομολογία πίστεως.

Αποφθέγματα του π. Σίμωνος Αρβανίτη (+1988), επιλεγμένα από τα πέντε βιβλία που έγραψε γι’ αυτόν ο μαθητής του π. Ζωσιμάς.

Πῶς νά γλιτώνω ἀπό τούς λογισμούς;



Πρόσεχε τό μυαλό σου νά μή σοῦ φεύγει ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά κόλλησέ το σφιχτά εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καί ὠσάν νά εἶναι ἔμπροσθέν σου, νά Τόν ἱκετεύεις ἐπικαλούμενος τό ὄνομά Του μέ πόνον ψυχῆς καί τότε θά ἴδης πόσην ὠφέλειαν θά βγάλεις.

Τούς κακούς λογισμούς ἔξω γρήγορα μέ τίς κλωτσιές νά τούς διώκεις, "ἔξω ἀλῆτες", νά φωνάζεις "ἀπό τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ψυχήν μου"! Δίωκε τούς κακούς λογισμούς ἀμέσως, μόλις ἔλθουν, μήν τούς ἀφήνεις μέσα σου, διότι κινδυνεύεις νά ὑποστεῖς πληγήν καί ὕστερα χρειάζονται δάκρυα καί στεναγμοί. 

Κάμνε ὑπομονήν, παιδί μου, φεῦγε ὡς ἀπό φωτιά τούς λογισμούς, διότι αὐτοί ἐρημώνουν τήν ψυχήν, τήν ψυχραίνουν, τήν νεκρώνουν! Ἐάν ὅμως τούς διώκωμεν μέ τήν ὀργήν, μέ τήν προσοχήν καί τήν εὐχήν, γίνονται πρόξενοι μεγάλης ὠφέλειας. Διά τοῦτο ἀγωνίζου, μή φοβοῦ, ἐπικαλοῦ τόν ἕτοιμον ἰατρόν μας, δέν χρειάζονται πολλαί παρακλήσεις, δέν ζητεῖ χρήματα, δέν σιχαίνεται πληγάς, δέχεται δάκρυα, ὡς καλός Σαμαρείτης περιθάλπει καί ἐπιμελεῖται τόν τραυματισμένον ἀπό τούς νοητούς ληστάς. 

Ἄς σπεύσωμεν λοιπόν εἰς Αὐτόν. 



Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ

elderephraimarizona.blogspot.gr

«Να προσεύχεσαι αδιαλείπτως νοερώς, μετά προσοχής, επιμελείας και συναισθήσεως...»

Δια να μην αμαρτάνωμεν

«…Δια να μην αμαρτάνης του λοιπού σου δίδω τας εξής πατρικάς συμβουλάς.
Να προσεύχεσαι αδιαλείπτως νοερώς, μετά προσοχής, επιμελείας και συναισθήσεως να λέγης διαφόρους προσευχάς, όσας γνωρίζης και ιδίως την σύντομον προσευχήν.

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, και το Δόξα σοι ο Θεός, Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς κ.λ.π. Να προσεύχεσαι και όταν περιπατής καθ’ οδόν, και όταν εργάζεσαι, και όταν πίπτης εις την κλίνην να αναπαυθής, και όταν εγείρεσαι και εν παντί καιρώ και πάση ώρα. Όταν, λοιπόν, προσεύχεσαι μετ’ ευλαβείας, επιμελείας, προσοχής και κατανύξεως ο εχθρός δεν πλησιάζει,αλλά και αν πλησιάση και όσας φοράς πλησιάση φεύγει, αναχωρεί άπρακτος…
Να ενθυμήσθε πάντοτε τον Θεόν. Επειδή το αμαρτάνειν γίνεται, λέει ο Μ. Βασίλειος, κατ’ απουσίαν Θεού. Όταν λησμονήσωμεν τον Θεόν, λησμονήσωμεν ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, και μας βλέπει και τίποτε δεν τον λανθάνει ή καλόν ή κακόν. Τότε δεν θα αμαρτάνωμεν. Πώς ποιήσω το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου μου και αμαρτήσομαι, είπεν ο νέος Ιωσήφ ο σώφρων, ο ανδρείος κατά την ψυχήν, ο ωραίος και πάγκαλος, εις την ασελγεστάτην κυρίαν του, η οποία τον παρεκίνει προς αμαρτίαν. Και ούτω έφυγε την αμαρτίαν, ο δε προφητάναξ Δαβίδ, ηλικιωμένος, υπανδρευμένος, με παιδιά, ελησμόνησε τον Θεόν, αμάρτησε και αφού μετενόησε πικρά, επενθούσε, ενήστευε, ηγρύπνει και εστέναζε δια την αμαρτίαν. Δια να μην αμαρτήση εις το εξής εσκέπτετο πάντοτε ότι ο Θεός ήτο έμπροσθέν του.
«Προωρώμην τον Κύριόν μου, ότι δια παντός ενώπιόν μου εστι, ίνα μη σαλευθώ», έλεγε.
Να ενθυμήσαι τον θάνατον. Μνήσθητι, τέκνον μου, των εσχάτων σου και ουχ αμαρτήσεις, μας συμβουλεύει ο Σοφός Σειράχ. Εκείνος που ενθυμείται διαρκώς τον θάνατον, λέγει ο Μ. Βασίλειος, ή τελείως ή ολίγον θέλει αμαρτήσει…
Να αγαπήσης τον Θεόν με όλην σου την ψυχήν, την καρδίαν, την δύναμιν και την διάνοιαν, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Αγάπην όμως όχι ψευδή, με λόγια, αλλά πραγματικήν, και όταν αγαπά τις τον Θεόν ολοψύχως μένει μαζί με τον Θεόν μένει μαζί με αυτόν. Πού πλέον να πλησιάση ο πονηρός, η αμαρτία;
… Αυτάς τας τέσσερας πατρικάς συμβουλάς, αγαπητόν μου τέκνον, σου δίδω και ως παρακαταθήκην σου αφήνω, και αν αυτάς φυλάξης μετά προσοχής και επιμελείας θα σωθής και θα κερδίσης την βασιλείαν των ουρανών, της οποίας είθε να αξιωθώμεν πάντες.

Μετά πατρικής αγάπης και εγκαρδίων ευχών
Φιλόθεος Ζερβάκος Αρχιμ.

Το μυστικό λουλούδι...



Ήθελα να φυτέψω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή , και να’ ρχομαι να το ποτίζω το εσπέρας, την αυγή Ήθελα να θέσω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την ανθοδόχη, τώρα που μαλάκωσε το χώμα του Φθινοπώρου το πρωτοβρόχι. 
Ήθελα να σου δείξω ένα δρόμο κουραστικό και ανηφορικό, που την ψυχή ανεβάζει σ ένα παλάτι φωτεινό. Ήθελα να σου δείξω ένα μονοπάτι καθαρό και μυστικό, και εκεί στο τέλος σ’ αναμένει ζωή αιώνιος στον ουρανό. Ήθελα να πιείς νερό από μια μοναδική πηγή, που πάντα αυτή χαρίζει αθανασία στην ψυχή. Ήθελα να οσφρανθεί η ψυχή σου μια ακατάληπτη ευωδία, και τότε θα πληροφορηθεί τι είναι ζωή η αιωνία. 
Ήθελα να ιδής και το φώς που το σκότος της ψυχής φωτίζει, και ταπείνωση αληθινή και μετάνοια ειλικρινή χαρίζει. Εσύ ψυχή μου τι θα ήθελες από όλα αυτά να σου χαρίσω; Λέγε μου τον κρυφό σου λογισμό και δεν θ’ αργοπορήσω. Χάριζέ μου ένα άνθος άφθαρτο και ευωδιαστό … Πιστέ μου φίλε ένα μόνο λαχταρώ. Δεν θέλω εγώ πολλά μόνο ένα άνθος αγαπώ που η μυστική του χάρη δίδει τον ουράνιο θησαυρό. Εάν θέλεις τέτοια χάρη ψυχή μου ευγενική στα βάθη σ αναμένει η νοερά η προσευχή. 
Αυτή γίνεται για σένα λουλούδι, πηγή και οδός Ευωδία παρηγορία και φώς και ο απλανής σου οδηγός. Ένα λουλούδι γίνεται η ψυχή και πάντοτε ανθοφορεί, όταν στα βάθη ενεργεί η αδιάλειπτος ευχή. Εφύτευσα ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή, και σύντομα θα αισθανθείς μια ευωδιαστή οσμή. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, αδιάψευστα πληροφορεί η αδιάλειπτος ευχή. Ταύτην ψυχή μου φύλλατε και θα λείψει κάθε λογισμός και εντός θα μορφωθεί ο Ιησούς Χριστός . 

χείρ αμαρτωλού μοναχού +Μοναχού Μαρκέλλου Καρακαλληνού 
Από το βιβλίο Αίσθησις ζωής αιωνίου Χ.Φ.Δ

Τι σημαίνει το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν...

Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. 

Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση· γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά· εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.

Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη(Ψαλμ. 17, 10) κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο· και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού(Ιω. 1, 12) και με το θείο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό(Λουκ. 15, 20) και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.

Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου· δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας· δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ· δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου· δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου· δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος· δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό· δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό· δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».

Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού· γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος· έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός· έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του· έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια· έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε· έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 289-292).

Ο όσιος Πορφύριος και η μονολόγιστη ευχή



Κάτι που δεν έχει προσεχθεί επαρκώς στη διδασκαλία του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη είναι η σχέση και η αγάπη του προς τη μονολόγιστη ευχή, το γνωστό σε όλους «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». 

Η συντομότατη αυτή παραδοσιακή προσευχή των Ορθοδόξων (πρέπει να) αποτελεί πνευματικό άθλημα και άσκηση όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών και ιδιαίτερα των μοναχών και μοναζουσών.

Ο Καυσοκαλύβης άγιος, γαλουχηθείς με τα νάματα της νηπτικής αγιορείτικης παραδόσεως, ασκήθηκε εξ απαλών ονύχων στη θεάρεστη αυτή προσευχητική τέχνη, την οποία χαρακτήριζε ως την «κατεξοχήν εργασία του». Είχε μάλιστα φτάσει σε υψηλά μέτρα θεωρίας κατ’ αυτήν, όπως φαίνεται από σχετικούς διαλόγους με άλλους αγιορείτες πατέρες και από το παραδοθέν περιστατικό με την αδελφή του και μετέπειτα μοναχή Πορφυρία στον ναό του αγίου Νικολάου στα Καλλίσια. Εκεί μέσα ασκούσαν ομού και μυστικώς τη νηπτική εργασία της ευχής και κατήρχετο το άκτιστο Φως, περιλούζοντας τον ναό.

Οι Άγιοι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του οσίου Σιλουανού, δεν μένουν ούτε δευτερόλεπτο χωρίς προσευχή. Το ίδιο έκανε και ο όσιος Πορφύριος. Μια συντοπίτισσά μου κατέθεσε στον υπογράφοντα προσωπικά μια μαρτυρία της ιδίας κατά την επίσκεψή της στο κελί του γέροντα στον Ωρωπό. Της είχε υπογραμμίσει εμφατικά: «συνέχεια, συνέχεια προσευχή, μη σταματάτε να προσεύχεστε». Πρόκειται για λόγια ουσιαστικά και σε καμιά περίπτωση για σχήμα λόγου. Η ανάγκη της προσευχής ήταν για τον άγιο συναφής με αυτήν της αναπνοής. Επρόκειτο για ζήτημα ζωής (κοινωνίας αδιάλειπτης με τον Θεό) και θανάτου (απόκρουσης των δαιμονικών προσβολών και επιθέσεων). Αυτή την αίσθηση εξάπαντος τη διέθεταν οι Άγιοι σε απίστευτα μεγαλύτερο βαθμό και ένταση από εμάς τους κοινούς θνητούς.

Τελευταία κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με μαρτυρίες ενός πνευματικού του παιδιού, του Παρασκευά Λαμπρόπουλου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η συχνή καταγραφή της ευχής δια στόματος Πορφυρίου και η σύνδεσή της με την καθημερινότητα των θαυμάτων του. Πριν από διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις και χαρισματικές απαντήσεις του ο όσιος έλεγε το «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Το συσχέτισα αυτό άμεσα με μια άλλη μαρτυρία που έχει αναρτηθεί και στο διαδίκτυο. Εν προκειμένω ο αγιορείτης άγιος πρότεινε στον σύζυγο μιας καρκινοπαθούς κυρίας να κάνει τηνευχή και, ως εικός, ακολούθησε το ανέλπιστο θαύμα της νεκρανάστασής της.[1] Κλείνω τις σχετικές μαρτυρίες με ένα βιβλίο που έπεσε «τυχαία» στα χέρια μου ένα χρόνο πίσω. Εκεί διάβασα από μια πνευματική κόρη του πατρός το ίδιο ακριβώς πράγμα. Προσπαθούσε να της δείξει πώς να λέει την ευχή, προκειμένου να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα! Ως γνωστόν, ο Άγιος είχε και αυτό το χάρισμα στα πλαίσια της τεράστιας διορατικότητός του. Εκείνο, μάλιστα, που κάνει εδώ εντύπωση, είναι η εμφατική επισημείωση του Οσίου: «θέλω, μωρέ, τα χαρίσματα που έχω να τα πάρετε και σεις»!

Είναι σαφές ότι στην Εκκλησία μας δεν υπάρχει τίποτε μαγικό. Όλα τα ενεργεί ο Θεός μέσα στο κλίμα της προσευχής, της ταπείνωσης και της αγάπης. Οι Άγιοι δεν είναι υπεράνθρωποι ούτε υπόσχονται αυτόματες θεραπείες και επιλύσεις επί παντός προβλήματος. Το βλέπουμε αυτό ξεκάθαρα και στην περίπτωση του σύγχρονου αγίου της Ομόνοιας. Αισθανόταν βαθιά τη μηδαμινότητα και ανεπάρκειά του, τη συνεπόμενη άμεση εξάρτησή του από τον Θεό και την ανάγκη προσφυγής στη Χάρη, στη δύναμη του Χριστού. Αν έτσι λειτουργούσαν οι δυνατοί αυτοί άνθρωποι, τι να πούμε για μας τους υπόλοιπους; Πόσο τραγικά όντα είμαστε μέσα στην άγνοια και στην πλάνη της αυτάρκειάς μας;

Η «ευχούλα» τούτη είναι το πανίσχυρο όπλο κατά του Διαβόλου και το κλειδί της πνευματικής ζωής, της ίδιας της αγιότητας. Και όλα τούτα δεν είναι ούτε κάτι πρωτοφανές ούτε μυστικισμός ούτε μια ελιτίστικη άσκηση για μια κάστα εκλεκτών (ας πούμε αγίων και μοναχών). Μιλάμε για την αρχέγονη και διαχρονική ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας. Πώς, όμως, να την προβάλεις σήμερα, που καλά κρατεί τόσο ο ευσεβισμός και ο ηθικισμός των παρεκκλησιαστικών Οργανώσεων, όσο ο κοινωνισμός και η εκλεπτυσμένη απιστία των αριστεριστών θεολόγων των έσχατων τούτων καιρών;

Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος
2/12/2015
Μνήμη οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

"Αγρυπνείτε εν παντί καιρὠ δεόμενοι, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι"!

image
ΤΙΤΛ. Ζʹ. –Περὶ εὐχῆς· καὶ ὅσα δι' εὐχῆς κατορθοῦνται ὑμῖν.
Ἐξῆλθε Μωσῆς ἀπὸ Φαραὼ ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐξεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἐπαύσαντο αἱ φωναὶ καὶ ἡ χάλαζα.
Ἀνεβόησε Σαμψὼν πρὸς Κύριον, καὶ εἶπε· Κύριε, μνήσθητι δή μου τὸ ἅπαξ τοῦτο, καὶ ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς ἀλλοφύλοις. Καὶ περιέλαβε Σαμψὼν τοὺς δύο στύλους τοὺς μέσους, ἐφ' οἷς ὁ οἶκος ἐπεστήρικτο, καὶ εἶπεν· Ἀποθανέτω ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. Καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος, καὶ ἐθανάτωσεν ὑπὲρ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.
Προσηύξατο Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς, καὶ ἀπέστειλεν ὁ Κύριος ἄγγελον, καὶ ἐξέτριψε πάντα δυνατόν, καὶ πολεμιστήν, καὶ ἄρχοντα, καὶ στρατηγὸν ἐν τῇ παρεμβολῇ βασιλέως Ἀσσούρ.
Ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Μανασσῆν, καὶ κατέλαβον τὸν Μανασσῆν, καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις, καὶ ἤγαγον εἰς Βαβυλῶνα. Καὶ προσηύξατο πρὸς αὐτόν, καὶ ἤκουσε τῆς βοῆς αὐτοῦ.
Σχόλ. Ἱστόρηται παρὰ Ἀφρικανῷ, ὅτι ἐν τῷ λέγειν ᾠδὴν τὸν Μανασσῆ, τὰ δεσμὰ διεῤῥάγη σιδηρᾶ ὄντα, καὶ ἔφυγεν.
Ἀνεβόησεν Ἠλιοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαάκ, καὶ Ἰακὼβ ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί· καὶ ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ κατέφαγε τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὰς σχίζας, καὶ τοὺς λίθους, καὶ τὸν χοῦν, καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐξέλειξε τὸ πῦρ.
Ὤρθρισεν ὁ λειτουργὸς Ἑλισσαιέ, καὶ ἰδοὺ δύναμις κυκλοῦσα τὴν πόλιν, καὶ ἵπποι, καὶ ἅρματα. Καὶ εἶπε τὸ παιδάριον πρὸς αὐτόν· Τί ποιήσομεν; Καὶ εἶπεν Ἑλισσαιέ· Μὴ φοβοῦ, ὅτι τοῦ πλείους οἱ μεθ' ἡμῶν. Καὶ προσηύξατο Ἑλισσαιέ, καὶ εἶπε· Κύριε, διάνοιξον τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ παιδαρίου· καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τὸ ὅρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς κύκλῳ Ἑλισσαιέ· καὶ προσηύξατο Ἑλισσαιέ, καὶ εἶπε· Πάταξον τὸ ἔθνος τοῦτο ἀορασίᾳ.
Ἦν Ἡσαΐας ἐν τῇ αὐλῇ μέσῃ, καὶ ῥῆμα Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτόν· Ἐπίστρεψον, καὶ ἐρεῖς πρὸς Ἐζεκίαν· Τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ, Ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου, καὶ εἶδον τὰ δάκρυά σου, καὶ προσθήσω ἐπὶ τὰ ἔτη σου ἔτη ιϛʹ.
Ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος. Εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, ἐπακούσεται τῆς δεησεώς σου.
Θύσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου. Τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Προσεύξασθε πρός με, καὶ εἰσακούσομαι ὑμῶν, καὶ ἐκζητήσατέ με ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν, καὶ ἐπιφανοῦμαι ὑμῖν.
Κύριε παντοκράτορ ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ψυχὴ ἐν στεναγμοῖς, καὶ πνεῦμα ἀκηδιῶν ἐκέκραξε πρὸς σέ. Ἄκουσον, Κύριε, ἐλέησον, ὅτι Θεὸς ἐλεήμων εἶ, καὶ ἐλέησον.
Ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ, καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν, ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασιν.
Μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῇ προσευχῇ σου· μὴ ἐμποδίσῃς τοῦ ἀποδοῦναι εὐχὴν ἐν καιρῷ.
Ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου. Προσευχόμενοι δέ, μὴ βαττολογήσητε, ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. Μὴ οὖν ὁμοιώθητε αὐτοῖς. Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν,
Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῶν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Πᾶς γὰρ αἰτῶν λαμβάνει.
Προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν, εἶπον· Διὰ τί οὐκ ἐδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν· ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύσεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Γρηγορεῖτε, καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅ τι ἂν αἰτήσετε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.
Ἔλεγε παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι, καὶ μὴ ἐκκακεῖν. Κοιτής τις ἔν τινι πόλει, κ. τ. ἑ.
Ἀγρυπνεῖτε ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι, ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι.
Γενόμενος ἐπὶ τοῦ τόπου, εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. Καὶ αὐτὸς ἀνεσπάσθη ἀπ' αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει, παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ' ἐμοῦ. Πλὴν μὴ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω. Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς μαθητὰς, εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ· Ἄρθητι, καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. Ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει.
Καὶ προσκαλεσάμενοι οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστι καταλείποντας ἡμᾶς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δὲ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου ἐσόμεθα προσκαρτεροῦντες.
Ἀνήρ τις ἦν ἐν Καισαρείᾳ, ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης, ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, εὐσεβής, καὶ φοβούμενος Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐν τῷ λαῷ, καὶ δεόμενος Θεοῦ διὰ παντός. Εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς, ὡς περὶ ὥραν ἐννάτην τῆς ἡμέρας, ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτόν, καὶ εἰπόντα αὐτῷ, Κορνήλιε. Ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ, καὶ ἔμφοβος γενόμενος, εἶπε· Τί ἐστι, κύριε; Εἶπε δὲ αὐτῷ· Αἱ προσευχαί σου καὶ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Διὰ πάσης εὐχῆς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει, καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων, καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ.
Παρακαλῶ πρὸ πάντων, ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων, καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵν' ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βούλομαι προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντες ὁσίας χεῖρας, χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ. Ὡσαύτως καὶ γυναῖκας.
Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω. Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτόν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα.
Σωφρονήσατε, καὶ νήψατε εἰς προσευχάς.
Μὴ μικρολογίαν καταγνωσθῶμεν, ἐν τῷ μικρὰ αἰτεῖν ἡμᾶς, καὶ τοῦ διδόντος ἀνάξια.
Εὔηχός ἐστιν ἐκείνη ἡ φωνή, καὶ μέχρι τῆς θείας ἀναβαίνουσα ἀκοῆς, οὐχ ἡ μετά τινος διατάσεως γινομένη κραυγή, ἀλλ' ἡ ἀπὸ καθαρᾶς συνειδήσεως ἀναπεμπομένη ἐνθύμησις.
Χωρίζεται Θεοῦ, ὁ μὴ συνάπτων ἑαυτὸν διὰ προσευχῆς τῷ Θεῶ. Οὐκοῦν τοῦτο χρὴ πρότερον ἡμᾶς διδαχθῆναι τῷ λόγῳ, ὅτι δεῖ πάντοτε προσεύχεσθαι, καὶ μὴ ἐκκακεῖν. Ἐκ γὰρ τοῦ προσεύχεσθαι περιγίνεται τὸ μετὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι· ὁ δὲ μετὰ Θεοῦ ὤν, τοῦ ἀντικειμένου κεχώρισται.
Προσευχὴ τῷ μὲν Ἰωνᾷ τὸ κῆτος οἶκον ἐποίησεν, τὸν δὲ Ἐζεκίαν ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου πρὸς ζωὴν ἐπανήγαγε, τοῖς δὲ τρισὶ νέοις εἰς πνεῦμα δροσῶδες τὴν φλόγα ἔτρεψεν.
Ὁ ἐν καιρῷ προσευχῆς μὴ πρὸς τὰ λυσιτελοῦντα τῇ ψυχῇ τεταμένος, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἐμπαθεῖς τῆς διανοίας κινήσεις συνδιατίθεσθαι τὸν Θεὸν ἀξιῶν, λῆρός τίς ἐστιν ὡς ἀληθῶς, καὶ βαττολόγος, καὶ φληνάφης, καὶ φλυαρός, καὶ εἴ τι ἄλλο τῆς τοιαύτης σημασίας ἐστί. Παρὰ σοῦ μοι ζωή, παρὰ σοῦ γενέσθω καὶ ἡ πρὸς τὸ ζῇν ἀφορμή.
Ἐπειδὴ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ κρίσεως ἀπεπλανήθη διὰ τῆς ἀπάτης ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, καὶ πρὸς τὸ χεῖρον ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κατεκρατήθη, καλῶς εὐχόμεθα τοῦ Θεοῦ τὴν βασιλείαν ἐλθεῖν. Οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐκδῦναι τὴν πονηρὰν τῆς φθορᾶς δυναστείαν, μὴ τῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως ἐφ' ἡμῶν ἀντιλαβούσης τὸ κράτος. Ἐὰν οὖν προσευξώμεθα, ταύτῃ τῇ δυνάμει τὸν Θεὸν ἱκετεύωμεν· Ἀπαλλαγείην τῆς φθορᾶς· ἐλευθερωθείην τοῦ θανάτου· μηκέτι κατ' ἐμοῦ βασιλευέτω τὰ νῦν ἐπικρατοῦντα πάθη, μηδὲ ἀγέτω με ὁ πολέμιος διὰ τῆς ἁμαρτίας αἰχμάλωτον· ἀλλ' ἐλθέτω ἐπ' ἐμὲ ἡ βασιλεία σου, ἵνα ἀποχωρήσῃ ἡ τοῦ ἐναντίου τυραννίς. Οὐ γὰρ ὑπομένει τὸ σκότος τὴν τοῦ φωτὸς παρουσίαν, οὐ νόσος ὑγείας ἐπιλαβούσης ἵσταται, οὐκ ἐνεργεῖ τὰ πάθη, τῆς ἀπαθείας παρούσης. Φροῦδος ὁ θάνατος, ἀφανὴς ἡ φθορά, ὅταν ἐν ἡμῖν βασιλεύῃ ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀφθαρσία τὸ κράτος ἔχῃ.
Γενηθήτω ἐν ἐμοὶ τὸ θέλημά σου, ἵνα σβεσθῇ τοῦ διαβόλου τὸ θέλημα. Ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ζοφώδεσι τῶν σπηλαίων φωτὸς εἰσκομισθέντος ὁ ζόφος ἀφανίζεται, οὕτω τοῦ σοῦ θελήματος ἐν ἐμοὶ γενομένου, πᾶσα ἡ πονηρὰ καὶ ἄτοπος τῆς προαιρέσεως κίνησις εἰς τὸ μὴ ὂν περιΐσταται. Θέλημα γάρ σου ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐστίν.
Ὁ τοῦ πονηροῦ ῥυσθῆναι εὐχόμενος, ἔξω τῶν πειρασμῶν γενέσθαι παρακαλεῖ.
Ὅταν δι' εὐχῆς αἰτησώμεθά τι τὸν Δεσπότην, μὴ ταχέως ἐξατονήσωμεν, ἀλλὰ τὸ συνεχὲς τῆς ἀποτυχίας τῇ συνεχείᾳ τῆς αἰτήσεως ἐκνικήσωμεν.
Ἐν ταῖς ἀναβολαῖς καὶ ταῖς ὑπερθέσεσι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ μὴ προκάμωμεν, μηδὲ προαναπίπτωμεν. Πολλάκις γὰρ ὁ Δεσπότης τὴν δοκοῦσαν ἀναβολὴν εἰς πίστεως γυμνασίαν παρέλκει.
Καλὸν πάντοτε διὰ προσευχῆς ὁμιλεῖν τῷ Θεῷ. Εἰ γὰρ συντυχία ἀνδρὸς ἀγαθοῦ βελτιοῖ τὸν συντυγχάνοντα, πόσῳ μᾶλλον καὶ ἐν ἡμέρᾳ καὶ ἐν νυκτὶ προσομιλεῖν τῷ Θεῷ.
Μέγα ἀγαθὸν εὐχή, ἐὰν μετὰ διανοίας εὐχαρίστου γένηται, ἐὰν παιδεύσωμεν ἑαυτούς, μὴ μόνον λαμβάνοντας, ἀλλὰ καὶ ἀποτυγχάνοντας εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ. Καὶ γὰρ ποτὲ μὲν δίδωσι, ποτὲ δὲ οὐ δίδωσιν, ἀμφότερα χρησίμως. Ὥστε κἂν λάβῃς, κἂν μὴ λάβῃς, ἔλαβες ἐν τῷ μὴ ἀπολαβεῖν· κἂν μὴ ἐπιτύχῃς, ἐπέτυχες ἐν τῷ μὴ ἐπιτυχεῖν. Ἔστι γὰρ ὅτε τὸ μὴ λαβεῖν ὅπερ αἰτοῦμεν, τοῦ λαβεῖν λυσιτελέστερον. Εἰ γὰρ συμφέρον ἡμῖν πολλάκις τὸ λαβεῖν, πάντως ἔδωκεν ἄν. Τὸ δὲ συμφερόντως ἀποτυχεῖν, ἐπιτυχεῖν ἐστι.
Μέγα ὅπλον εὐχή, μέγας κόσμος, μεγάλη ἀσφάλεια. Ἀνθρώπων μὲν γὰρ δεόμενοι, καὶ δαπάνης καὶ χρημάτων δεόμεθα, καὶ κολακείας δουλοπρεποῦς, καὶ πολλῆς περιόδου καὶ πραγματείας. Οὐ γὰρ ἐξ εὐθείας αὐτοῖς τοῖς κύριοις τοῦ δοῦναι τὴν χάριν ἔνι διαλεχθῆναι πολλάκις, ἀλλ' ἀνάγκη πρότερον διακόνους, καὶ οἰκονόμους αὐτῶν, καὶ ἐπιτρόπους, χρήμασι καὶ ῥήμασι, καὶ παντὶ θεραπεῦσαι τρόπῳ, καὶ τότε δι' ἐκείνων τὴν αἴτησιν δυνηθῆναι λαβεῖν. Ἐπὶ δὲ Θεοῦ οὐκ ἔστιν οὕτως. Οὐ γὰρ δεῖται μεσιτῶν ἐπὶ τῶν ἀξιούντων, οὐδὲ οὕτως δι' ἑτέρων παρακαλούμενος, ὡς δι' ἡμῶν αὐτῶν τῶν δεομένων ἐπινεύει τῇ χάριτι. Καὶ ἐνταῦθα μέν, καὶ λαμβάνοντας, καὶ μὴ λαμβάνοντας ἔστι κερδαίνειν, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἑκατέρῳ πολλάκις ἐβλάβημεν. Ἐπεὶ οὖν μεῖζον τὸ κέρδος, καὶ πλείων ἡ εὐκολία τοῖς τῷ Θεῷ προσιοῦσι, μὴ καταφρονῶμεν εὐχῆς. Τότε γάρ σοι μᾶλλον δίδωσιν ἃ αἰτεῖς, ἂν σὺ διὰ σεαυτοῦ αἰτῇς, ἐὰν μὴ παρέργως αἰτῇς, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ πολλοί. Ἡ γλῶσσα μὲν λέγει τὰ ῥήματα, ἡ δὲ ψυχὴ τῆς οἰκίας ἢ ἀγορᾶς τὰς ὁδοὺς περιέρχεται. Τοῦτο δὲ ὅλον τοῦ διαβόλου τὸ κατασκεύασμα. Ἐπειδὴ γὰρ οἶδεν ἡμᾶς κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν διαλεχθῆναι πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι δυνάμεθα καὶ ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τυχεῖν, βουλόμενος ἡμῖν τὸν τῆς εὐχῆς προσχῶσαι λιμένα, κατ' αὐτὸν ἐνίσταται τὸν καιρόν, ἐκκρούων ἡμῶν τὴν διάνοιαν τῶν λεγομένων, ὥστε ζημιωθέντας ἡμᾶς μᾶλλον ἢ κερδαίνοντας, ἀπελθεῖν. Ταῦτα οὖν εἰδώς, ἄνθρωπε, ὅταν προσίῃς Θεῷ, ἐννόησον τίνι προσέρχῃ, καὶ ἀρκεῖ σοι εἰς νῆψιν.
Ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος, καὶ ἰδοὺ γυνή, τὸ παλαιὸν ὅπλον τοῦ διαβόλου, ἡ τοῦ παραδείσου με ἐκβαλοῦσα, ἡ μήτηρ τῆς παρανομίας, ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας· αὐτὴ ἐκείνη ἡ γυνὴ ἔρχεται. Καινὸν πρᾶγμα καὶ παράδοξον! Ἰουδαῖοι φεύγουσι, καὶ γυνὴ καταδιώκει. Καὶ παρεκάλει αὐτὸν λέγουσα· Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με. Εὐαγγελίστρια γίνεται ἡ γυνή, καὶ τὴν θεότητα, καὶ τὴν οἰκονομίαν ὁμολογεῖ· Κύριε, καὶ τὴν δεσποτείαν· Υἱὲ Δαβίδ, τῆς σαρκὸς τὴν ἀνάληψιν. Ἐλέησόν με. Οὐκ ἔχω κατόρθωμα βίου· οὐκ ἔχω παῤῥησίαν πολιτείας. Ἐπὶ ἔλεον καταφύγω, ὅπου ἀνεξέταστος σωτηρία. Καὶ τί εἶδες οὕτω, πονηρὰ οὖσα καὶ παράνομος; Πῶς ἐτόλμησας προσελθεῖν; Καὶ ὅρα γυναικὸς φιλοσοφίαν. Οὐ παρακαλεῖ Ἰάκωβον· οὐ δέεται Ἰωάννου, οὐδὲ προσέρχεται Πέτρον, ἀλλὰ διέτεμε τὸν χορόν. Οὐκ ἔχω μεσίτου χρείαν, ἀλλὰ λαβοῦσα τὴν μετάνοιαν συνήγορον, αὐτῇ τῇ πηγῇ προσέρχομαι. Διὰ τοῦτο κατέβη, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν, ἵνα ἐγὼ αὐτῷ διαλεχθῶ. Ἄνω τὰ Χερουβὶμ αὐτὸν τρέμουσι, καὶ κάτω αὐτῷ πόρνη διαλέγεται. Ἐλέησόν με· ψιλὸν ῥῆμα, καὶ πέλαγος ἀχανὲς σωτηρίας. Ἐλέησόν με· διὰ τοῦτο παρεγένου, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβες, διὰ τοῦτο ἐγένου ὅπερ εἰμί. Ἄνω τρόμος, καὶ κάτω παῤῥησία. Ἐλέησόν με· τί ἔχεις; Ἔλεον ζητῶ. Τί πάσχεις; Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ συμπαθεία γυμνάζεται, ἡ φύσις βασανίζεται. Ἐξῆλθε συνήγορος τοῦ θυγατρίου· οὐ φέρει τὴν νοσοῦσαν, ἀλλὰ φέρει τὴν πίστιν. Θεός ἐστι καὶ τὰ πάντα βλέπει. Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Πένθος χαλεπόν, τὸ κέντρον τῆς φύσεως, τὴν μήτραν διεσχίζει, κλυδώνιον τοῖς σπλάγχνοις εἰργάσατο. Τί ποιήσω; Ἀπόλλυμαι. Καὶ διὰ τί οὐκ εἶπεν, Ἐλέησον τὴν θυγατέρα μου, ἀλλά, Ἐλέησόν με; ἐκείνη γὰρ ἐν ἀσθενείᾳ ἔχει τὸ πάθος. Οὐκ οἶδε τί πάσχει, καὶ οὐκ αἰσθάνεται τῆς ἡδονῆς, παραπέτασμα τῆς συμφορᾶς ἔχουσα τὸ ἀνόδυνον, μᾶλλον δὲ τὸ ἀναίσθητον. Ἐμὲ δὲ ἐλέησον, τὴν θεωρὸν τῶν καθημερινῶν κακῶν. Θέατρον ἔχω συμφορᾶς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Ποῦ ἀπέλθω; εἰς τὴν ἔρημον; ἀλλ' οὐ τολμῶ αὐτὴν καταλιπεῖν μόνην. Ἀλλ' εἰς τὴν οἰκίαν; ἀλλ' εὑρίσκω τὸν πόλεμον ἔνδον, τὰ κύματα ἐν τῷ λιμένι. Τί αὐτὴν καλέσω; νεκράν; ἀλλὰ κινεῖται. Ἀλλὰ ζῶσαν; ἀλλ' οὐκ οἶδε τί πάσχει. Οὐκ οἶδα εὑρεῖν ὄνομα ἑρμηνεῦον τὸ πάθος. Ἐμὲ ἐλέησον. Εἰ τεθνήκει τὸ θυγάτριόν μου, οὐκ ἂν τοιαῦτα ἔπαθον. Παρέδωκα ἂν τὸ σῶμα τοῖς κόλποις τῆς γῆς, καὶ τῷ χρόνῳ τὴν λήθην εἰσήγαγον, καὶ διεφόρησα τὸ ἕλκος. Νῦν δὲ νεκρὸν ἔχω διηνεκῆ μοι θεωρίαν ἐργαζόμενον, ὑφαίνοντά μοι τὰ τραύματα, πλεονάζοντά μοι τὸ ἕλκος. Πῶς εἶδον ὀφθαλμοὺς διαστρεφομένους, χεῖρας στραγγαλουμένας, πλοκάμους λυομένους, ἀφρὸν προϊεμένην, τὸν δήμιον ἔνδον ὄντα, καὶ μὴ φαινόμενον, τὰς μάστιγας φαινομένας; Ἕστηκα θεωρὸς τῶν ἀλλοτρίων κακῶν, τῆς φύσεώς με κεντριζούσης. Ἐλέησόν με. Χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον, πάθος καὶ φόβος. Πάθος φύσεως, καὶ φόβος δαίμονος. Προσελθεῖν· οὐ δύναμαι, οὐδὲ κατασχεῖν. Ὠθεῖ με τὸ πάθος, καὶ διακρούεταί με ὁ φόβος. Ἐλέησόν με. Ἀλλ' ἐννόησον γυναικὸς φιλοσοφίαν. Οὐκ ἀπῆλθε πρὸς μάντεις· οὐ περίαπτα ἐποίησεν· οὐ μαγγανιστρίας γυναῖκας ἐμισθώσατο, ταύτας τὰς γυμναζούσας τοὺς δαίμονας, καὶ αὐξούσας τὸ ἕλκος, ἀλλ' ἀφῆκε τοῦ διαβόλου τὸ ἐργαστήριον. Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὅσοι πατέρες ἐγένεσθε, βοηθήσατε τῷ λόγῳ, καὶ ὅσαι μητέρες κατεσκευάσθητε. Οὐ δύναμαι ἑρμηνεῦσαι τὸν χειμῶνα ὃν ὑπέμεινε τὸ γυναῖον. Εἶδες τὴν καρτερίαν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν ὑπομονήν. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καινὰ τὰ πράγματα! Παρακαλεῖ, δέεται, κλαίει τὴν συμφοράν· αὔξει τὴν τραγῳδίαν· διηγεῖται τὸ πάθος, καὶ ὁ φιλάνθρωπος οὐκ ἀποκρίνεται, ὁ Λόγος σιγᾷ, ἡ πηγὴ ἀποκλείεται, ὁ ἰατρὸς τὰ φάρμακα συστέλλει. Τί τὸ καινόν; τί τὸ παράδοξον; Ἄλλοις ἐπιτρέχεις, καὶ ταύτην ἐπιτρέχουσαν ἀπελαύνεις. Ἀλλ' ἐννόησον τοῦ ἰατροῦ τὴν σοφίαν. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ λόγον. Τί οὖν; ἐπειδὴ οὐκ Ἐπέτυχεν ἀποκρίσεως, προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγουσιν αὐτῷ, Ἀπολῦσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει, ἔμπροσθεν ἡμῶν. Ἐναντία τὰ εἰρημένα, ἀλλὰ οὐ ψευδῆ. Ἀμφότερα γὰρ ἐποίει. Πρὸ τούτου ὄπισθεν ἔκραζεν. Ὅτε οὐκ ἀπεκρίθη, ἔμπροσθεν ἦλθεν, καθάπερ κύων περιλείχων τοὺς πόδας τοῦ δεσπότου. Ἀπόλυσον αὐτήν. Θέατρον περιέσεισεν, δῆμον συνήγαγεν. Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Τί οὖν αὐτός· Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ὅτε ἀπεκρίθη, χεῖρον ἐποίησεν αὐτῆς τὸ ἕλκος. Τί οὖν; διὰ τοῦτο ἄνθρωπος ἐγένου, σάρκα ἀνέλαβες, οἰκονομίας τοσαύτας εἰργάσω, ἵνα μίαν γωνίαν σώσῃς; Ἀπειρημένοι Χαναναῖοι, βδελυκτοὶ τῆς ἀσεβείας, ἐναγεῖς, μιαροί, ἀκάθαρτοι, οὔτε ἀκοῦσαι αὐτῶν ἠνείχοντο οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν νόμον τελοῦντες, καὶ πληροῦντες αὐτόν. Ἐπειδὴ ἡ γυνὴ Χαναναία ἦν, καὶ τοῦ ὁρίου ἐκείνου τοῦ ἀπειρημένου, ἔνθα καὶ λύσσα, καὶ μανία, καὶ ἀσέβεια ἐπέκειτο, καὶ διαβόλου τυραννίς, καὶ δαιμόνων βάκχαι, καὶ φύσις πατουμένη, καὶ εἰς ἀλόγων ἀλογίαν κατενεχθεῖσα, εἰς δαιμόνων κακίαν. Προσέτασσε δὲ ὁ νόμος, Μηδέν σοι καὶ Χαναναίοις· μὴ δῷς, μὴ λάβῃς μετ' ἐκείνων. Μὴ γυναῖκα λάβῃς, μὴ συμβόλαια, μὴ συναλλάγματα. Διὰ τοῦτο φραγμὸν περιέθηκεν. Ἵνα οὖν μὴ λέγωσιν οἱ Ἰουδαῖοι, Ὅτι ἀφῆκας ἡμᾶς, καὶ ἀπῆλθες ἔξω, διὰ τοῦτο οὐκ ἐπιστεύσαμέν σοι. Ἰδοὺ ἀπὸ ἐθνῶν ἔρχονται, καὶ οὐ δέχομαι αὐτούς, ὑμᾶς δὲ φεύγοντας καλῶ· Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἔρχεσθε. Ταύτην δὲ ἀποῤῥίπτω, καὶ παραμένει. Ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν. Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ἴδωμεν οὖν τί λέγει· Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἀκούσασα, ἦλθε, καὶ προσεκύνησε λέγουσα· Ναί, Κύριε. Ὁ δέ φησιν, Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ βάλλειν τοῖς κυναρίοις. Τί οὖν; Ναί, Κύριε. Κύνα με λέγεις, ἐγώ σε Κύριον καλῶ· σύ με ὑβρίζεις, ἐγώ σε αἰνῶ. Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Ὦ σοφία γυναικός! Κύνα με λέγεις; ὡς κύνα με θρέψον. Οὐ παραιτοῦμαι τὸ ὄνειδος· λάβω οὖν τὴν τροφὴν τοῦ κυνός. Κύνα με ἐκάλεσας; δός μοι ψιχίον. Συνήγορος ἐγένου μοι τῇ αἰτήσει, ἐν τῇ παροχῇ τὴν συγκατάθεσιν ἐπίδειξον. Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τί οὖν ὁ παραιτούμενος, ὁ διώκων, ὁ λέγων· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις; ὁ λέγων· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Τί φησιν, Ὦ γῦναι, ἐπαινέτης ἐγένου; ἀνακηρύττεις τὴν γυναῖκα, οὐκ ᾔσχυνες αὐτήν; οὐκ ἐδίωκες; διὰ τοῦτο ἐδίωκον. Εἰ γὰρ ἐξ ἀρχῆς αὐτὴν ἀπέλυσα, οὐκ ἂν ἔμαθες αὐτῆς τὴν πίστιν. Εἰ ἐκ προοιμίων ἔλαβεν, ἀνεχώρει, καὶ τὸν θησαυρὸν αὐτῆς οὐκ ἠπίστατο. Διὰ τοῦτο ἀνεβαλόμην τὴν δόσιν, ἵνα δείξω αὐτοῖς τὴν πίστιν. Ὦ γύναι. Θεὸς λέγει, Ὦ γύναι! Ἀκουέτωσαν οἱ εὐχόμενοι μετὰ βαναυσίας. Ὅταν εἴπω, Παρακάλεσον τὸν Θεόν, δεήθητι αὐτοῦ, ἱκέτευσον αὐτόν· λέγει, Παρεκάλεσα ἅπαξ καὶ δεύτερον, τρίτον, δέκατον, καὶ οὐκ ἔλαβον. Μὴ ἀποστῇς, ἕως ἐὰν λάβῃς. Τότε ἀπόστηθι ὅταν λάβῃς· μᾶλλον δὲ τότε· ἀλλὰ καὶ τότε παράμενε. Κἂν λάβῃς, αἴτει· ὅταν δὲ λάβῃς, εὐχαρίστησον, ὅτι ἔλαβες. Εἰσέρχονται πολλοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀπαρτίζουσι μυρίους στίχους εὐχῆς, καὶ ἐξέρχονται. Μὴ γὰρ πολλῶν χρείαν ἔχει ὁ Θεὸς λόγων; τῆς εὐχῆς σου μόνον χρῄζει. Καὶ τί, φησί· ἔκλινα, καὶ ηὐξάμην; Ἔκλινας τὰ γόνατα, ἀλλ' ἡ διάνοιά σου ἔξω ἐπέτατο. Τὸ σῶμά σου ἔσω, καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα σου ἔλεγεν, καὶ ἡ διάνοιά σου ἠρίθμει τοὺς τόκους, συμβόλαια, συναλλάγματα, χωρία, κτήματα. Ὁ γὰρ διάβολος πονηρὸς ὤν, καὶ εἰδὼς ὅτι ἐν καιρῷ εὐχῆς μεγάλα ἀνύομεν, τότε ἐπέρχεται. Πολλάκις κείμεθα ὕπτιοι, καὶ οὐδὲν λογιζόμεθα, καὶ ὁ νοῦς ἠρεμεῖ. Ἤλθομεν εὔξασθαι, καὶ μυρίοι λογισμοὶ ἐπέρχονται, ἵνα ἡμᾶς ἐκβάλῃ κενούς. Ταῦτα εἰδὼς ἐν ταῖς εὐχαῖς, γίνωσκε τὴν Χαναναίαν. Ἀλλ' οὐκ ἔχεις θυγατέρα δαιμονιζομένην. Τί εἶπεν ἡ Χαναναία; Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Μέγας ὁ δαίμων, ἁμαρτία· ὁ δαιμονιῶν ἐλεεῖται, ὁ ἁμαρτάνων μισεῖται. Ἐκεῖνος συγγνώμην ἔχει, οὗτος ἀπολογίας ἐστέρηται. Ἐλέησόν με· βραχὺ τὸ ῥῆμα, καὶ πέλαγος φιλανθρωπίας. Ὅπου γὰρ ἔλεος, πάντα τὰ ἀγαθά. Κἂν ἔξω ᾖς, κράζε καὶ λέγε, Ἐλέησόν με· μὴ κινῶν τὰ χείλη, ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ βοῶν· καὶ σιωπώντων ἀκούει ὁ Θεός. Οὐ ζητεῖται τόπος, ἀλλ' ἀρκεῖ τρόπος. Ὁ Ἱερεμίας ἐν βορβόρῳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἐπεσπάσατο. Ὁ Δανιὴλ ἐν λάκκῳ λεόντων, καὶ τὸν Θεὸν ἐξευμενίσατο· οἱ τρεῖς παῖδες ἐν τῇ καμίνῳ ἦσαν, καὶ τὸν Θεὸν ἐδυσώπησαν. Ὁ λῃστὴς ἐσταυρώθη, καὶ ὁ σταυρὸς οὐκ ἐκώλυσεν, ἀλλὰ παράδεισον ἤνοιξεν. Ὁ Ἰὼβ ἐν κοπρίᾳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἵλεον κατεσκεύασεν. Ὅπου ἐὰν ᾖς, εὔχου. Κἂν δικαστῇ παραστῇς, εὔχου. Ὅταν ὀργίζηταί σοι δικαστὴς, εὔχου. Θάλασσα ἦν ἔμπροσθεν, ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, μέσος ὁ Μωσῆς. Πολλὴ εὐχὴ ἐν τῇ στενοχωρίᾳ· ἀλλὰ μέγα τὸ πέλαγος τῆς εὐχῆς. Ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, καὶ μέση ἡ εὐχή. Καὶ οὐδὲν ἐλάλει Μωσῆς· καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Θεὸς, Τί βοᾷς πρός με; Κἂν τὸ στόμα σου σιγᾷ, ἀλλ' ἡ καρδία σου βοᾷ. Καὶ σὺ ὅταν παραστῇς δικαστῇ μεμηνότι καὶ τυραννοῦντι, καὶ ἐπ' αὐτῶν τῶν δημίων, εὔχου τῷ Θεῷ. Εὐχομένου δέ σου, τὰ κύματα καταστέλλεται. Ὁ δικαστὴς ἐπὶ σέ; πρὸς τὸν Θεὸν φεῦγε· Ὁ ἄρχων πλησίον σου; σὺ τὸν Δεσπότην παρακάλεσον. Μὴ γὰρ ἄνθρωπός ἐστιν; ἀεὶ ἐγγύς ἐστι, καὶ πανταχοῦ ἐστι, καὶ πάντα πληροῖ. Ἐὰν θέλῃς παρακαλέσαι ἄνθρωπον, καὶ μαθεῖν τί ποιεῖ, διακονῶν οὐκ ἀποκρίνεται. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐδὲν τοιοῦτον. Ὅπου δ' ἂν ἀπέλθῃς καὶ καλῇς, ἀκούει. Οὐ θυρωρός, οὐκ οἰκονόμος, οὐ μεσίτης, οὐ διάκονος, οὐδὲν τούτων. Εἰπέ· Ἐλέησόν με, καὶ ὁ Θεὸς παραγίνεται. Ἔτιλαλοῦντός σου ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι. Ὦ ῥῆμα ἡμερότητος γέμον, οὐκ ἀναμένον τελέσαι τὴν εὐχήν. Οὐδέπω τελεῖς τὴν εὐχήν, καὶ λαμβάνεις τὴν δόσιν. Ἐλέησόν με· ταύτην μιμησώμεθα τὴν Χαναναίαν. Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Καὶ τί ἤκουσεν; Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Ἐξηπορήθης, ὑβρίσθης παρ' ἐμοῦ. Ἀπεδίωξά σε, καὶ οὐκ ἀνεχώρησας, ἀλλὰ παρέμεινας. Ἀληθῶς, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις. Ἀπέθανεν ἡ γυνή, καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτῆς μένει διαδήματος λαμπρότερον εἰς ὅσην ἥλιος ἐφορᾷ γῆν. Ἀκούεις τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὦ γύναι, Μεγάλη σου ἡ πίστις γενηθήτω σοι ὡς θέλεις σύ. Καὶ ἐξῆλθε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς. Πότε; ἀπὸ ὥρας ἐκείνης. Οὐκ ἐξ ἧς ἦλθεν ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἀλλ' ἐξ ἧς ἤκουσε παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ λοιπὸν ἦλθεν προσδοκοῦσα εὑρεῖν δαιμονιζομένην, καὶ εὗρεν ὑγιαίνουσαν, τῷ θελήματι αὐτῆς θεραπευθεῖσαν κατὰ τὴν κέλευσιν τοῦ Δεσπότου.
Ἀεὶ προσεύχεσθαι δεῖ, καὶ πρὸ τῶν ἀγώνων, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀγῶσι, καὶ τὴν ἄνωθεν ἐπικουρίαν αἰτεῖν.
Ὑπὲρ τῆς κοινῆς τῶν ἀνθρώπων, χρὴ εὔχεσθαι πρότερον σωτηρίας, εἶθ' οὕτως ὑπὲρ ἑαυτῶν. Ἐπὶ γὰρ κοινωνίαν γεγόναμεν, καὶ ταύτην ὁ προτιμῶν τοῦ καθ' ἑαυτὸν ἰδίου, μάλιστα εἴη Θεῷ κεχαρισμένος.
Προσέταξε Κύριος, ἵνα ἐπικαλέσῃ αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως. Διὸ οὐ χρὴ κατοκνεῖν, ἀλλὰ παντὶ μὲν καιρῷ ἐπικαλεῖσθαι τὸν Θεόν, μάλιστα δὲ ἐν τοῖς καιροῖς τῶν θλίψεων, ἵνα δείξωμεν τοῖς ἐχθροῖς, ὅτι κατεπόθημεν ὑπὸ τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ μετὰ πεποιθήσεως πρὸς τὸν Θεὸν ἄνω βλέπομεν.
Πλειστάκις δεηθείς, καὶ ἀποτυχών, μὴ ἀποκάμῃς, μηδὲ ἀπελπίσῃς, ἀλλὰ ἀνακαινίσας τοὺς πρὸς τὸν Θεὸν λιβέλλους, πάλιν πρόσελθε ἀναιδῶς τῷ δεσπότῃ. Προτιμᾶται γὰρ ἐν ταῖς ἀνάγκαις τῆς αἰδοῦς ἡ ἀναίδεια. Διὰ γὰρ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ δοθήσεται αὐτῷ ὅσον θέλει, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ὥσπερ τὸ ἀναπνεῖν οὐδέποτε ἄκαιρον, οὕτως οὐδὲ τὸ αἰτεῖσθαι παρὰ Κυρίου τὰ αἰτήματα μυστικά, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς.
Ἡμέρας, φησίν, ἐκέκραξα, καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου, Κύριε ὁ Θεός μου. Ὁρᾷς πῶς Δαβὶδ ὁ θεσπέσιος ὑποτύπωσις ὑμῖν γίνεται πρὸς τὸ ἀδιαλείπτως εὔχεσθαι, καὶ μὴ καταφέρεσθαι εἰς ἀκηδίᾳν.
Εἰ πλεονάκις ὠφελήθημεν ἀνδρὶ ἀγαθῷ συντυχόντες, πηλίκα κερδανοῦμεν καθ' ἡμέραν καὶ νύκτωρ προσδιαλεγόμενοι δι' εὐχῆς, καὶ ψαλμῳδίας τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων!
Οὐ τὸ τυχὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ καὶ ἄγαν μέγα τὸ πάντοτε διὰ τῆς ἱκετείας ἑαυτοὺς τῷ κρείττονι παρατίθεσθαι. Οὐ μικρὸν τοῖς ἐλαχίστοις καὶ τὸ μίαν βαθμίδα τῆς τῶν ἀρετῶν κλίμακος ἀναθῆναι, καὶ τέως ἄνω γενέσθαι τῆς γῆς.
Τόλμησον προσελθεῖν μετὰ κλαυθμοῦ τῷ οὐρανίῳ ἀρχιάτρῳ Ἰησοῦ, καὶ πάντα τῆς ψυχῆς ἀπογυμνῶσαι τὰ τραύματα. Οὐδὲν γὰρ ἂν εἴη πάθος, ὅπερ μὴ ἰσχύει θεραπεῦσαι Χριστὸς ὁ φιλανθρωπότατος.
Τοὺς σκώληκας τῆς διανοίας ἐξαφανίζειν σπεῦδε δι' εὐχῆς, καὶ νηστείας, καὶ ἀγρυπνίας εὐτόνου.
Εὖ ἴσθι, καὶ εἰς τὸ γῆρας αὐτὸ ἐληλακότας τινὰς ἔγνωμεν, δι' εὐχῆς καὶ ἐλπίδος μέγιστον λελογχότας ἐπουρανίου χαρίσματος.
Οὐδὲν παντελῶς ἀντιτάξασθαι δύναται τῷ Κυρίῳ, οὐ χρόνος, οὐ τόπος, οὐ πρᾶγμα, οὐ διάβολος βρέμων, οὐ δαίμονες πολεμοῦντες, οὐκ ἀσθένεια ψυχικὴ ἢ σωματική, οὐ λογισμῶν στειρώσεις, οὐ νόμος μελῶν σαρκός τε καὶ αἵματος, ὧν κατακαυχᾶται ὁ Σατανᾶς καὶ δράκων, ὁ τὴν ἰσχὺν ἐπ' ὀσφύος κεκτημένος, τὴν δὲ δύναμιν αὐτοῦ τὴν μεστὴν βδελυγμίας, ἐπ' ὀμφαλοῦ τῆς γαστρός· οὐχ ἕξις κακίστη πολυπαθής· οὐ συνήθεια πολυετής τε καὶ χρόνιος.
Οὐ περιποιητέον ἡμῖν τοὺς ἀρέσκοντας τῷ διαβόλῳ λογισμούς, ἀλλὰ ἀναιρετέον τῇ τοῦ θείου λόγου παραξιφίδι.
Ἡ ψυχὴ ἡμῶν, φησίν, ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων δαιμόνων. Ὥσπερ γὰρ τὰ στρουθία διὰ τῆς τῶν πτερῶν κινήσεως μετάρσια γίνεται ἄνω τῆς γῆς, οὕτω καὶ ὁ θεοσεβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια διὰ προσευχῶν μετατίθησιν ἑαυτόν.
Τὴν δύναμιν πληροῦτε τῆς προσευχῆς. Εἴτε γὰρ ἐσθίετε, φησίν, εἴτε πίνετε, εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Καθεζόμενος ἐπὶ τραπέζης, προσεύχου· προσφερόμενος τὸν ἄρτον, τῷ δεδωκότι τὴν χάριν ἀποπλήρου. Παρῆλθεν ἡ χρεία τῶν βρωμάτων; ἡ μέντοι μνήμη τοῦ εὐεργέτου μὴ παρερχέσθω. Τὸν χιτῶνα ἐνδυόμενος, εὐχαρίστει τῷ δεδωκότι. Τὸ ἱμάτιον περιβαλλόμενος, αὔξησον τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην, ὃς καὶ χειμῶνι, καὶ θέρει ἐπιτήδεια ἡμῖν σκεπάσματα ἐχαρίσατο, τήν τε ζωὴν ἡμῶν συντηροῦντα, καὶ τὸ ἄσχημον περιστέλλοντα. Ἐπληρώθη ἡ ἡμέρα; εὐχαρίστει τῷ τὸν ἥλιον εἰς ὑπηρεσίαν τῶν ἡμερινῶν ἔργων χαρισαμένῳ ἡμῖν, πῦρ δὲ παρασχομένῳ τοῦ φωτίζειν τὴν νύκτα, καὶ ταῖς λοιπαῖς χρείαις ταῖς κατὰ τὸν βίον ὑπηρετεῖν. Ὅταν ἀναβλέψῃς πρὸς οὐρανόν, καὶ πρὸς τὰ τῶν ἀστέρων ἐνατενίσῃς κάλλη, προσεύχου τῷ Δεσπότῃ τῶν ὁρωμένων, καὶ προσκύνει τὸν ἀριστοτέχνην τῶν ὅλων Θεόν, ὃς ἐν σοφίᾳ τὰ πάντα ἐποίησεν.
Ὅταν περί τινος ἀγαθοῦ παρακαλέσῃς τὸν Θεόν, καὶ μὴ εἰσακούσῃ σου παραυτίκα, μὴ ὀλιγωρήσῃς, μηδὲ μικροψυχήσῃς. Πολλάκις γὰρ πρὸς τὸ παρὸν οὐ συμφέρει σοι τὸ αἴτημα. Πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει, φησί. Λαμβάνει δέ, εἴπερ ζητοίη τὰ συμφέροντα τῇ ψυχῇ.
Μὴ πλοῦτον ἐν προσευχῇ ζητήσῃς, μὴ ὑγείαν, μὴ τῶν ἐχθρῶν ἄμυναν, μὴ δόξαν ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ μόνον τὰ συντελοῦντα πρὸς σωτηρίαν ψυχῆς.
Ἐὰν κακῶς καὶ ἀξυμφόρως αἰτεῖς, καθάπερ ὁ πυρέττων ἄνθρωπος παρακαλεῖ παρασχεῖν αὐτῷ οἶνον, προσβλέπων ὁ Θεὸς τὰ μέλλοντα, οὐ ποιεῖ τὸ θέλημά σου· οὐ παρέχει τὴν ἀλόγιστον αἴτησιν.
Μνησθῶμεν τοῦ προδότου Ἰούδα, καὶ μὴ ἐξέλθωμεν τῆς ἐκκλησίας. Ἐκείνῳ γὰρ ἀρχὴ ἀπωλείας γέγονε, τὸ μὴ παραμένειν τῇ εὐχῇ. Λαβὼν γὰρ τὸν ἄρτον πρῶτος τῶν λοιπῶν ἐξῆλθε, καὶ εὐθέως ἐχώρησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σατανᾶς, καὶ εἰς τὴν προδοσίαν ἐσπούδασεν. Ἐὰν οὖν τις πρὸ τῆς ἀπολύσεως ἐξέλθῃ, τὰς τοῦ Ἰούδα εὐθύνας ἀποτίσει. Μὴ οὖν διὰ μίαν ὥραν μέλλωμεν μετὰ Ἰούδα κατακρίνεσθαι. Οὐδὲν ἡμᾶς βαρήσει ἡ παραμονή· οὐ χειμῶνας ἔνδον ἔχει, οὐ πῦρ, οὐχ ἕτερα κολαστήρια.
Εἰ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ ὁ Κύριος ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις, ὅτι, Παντὶ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου τὴν ἐλεημοσύνην, πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ὁ Κύριος παντὶ τῷ δεομένῳ δώσει πλούσια τὰ ἐλέη, καὶ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἄφεσιν, καὶ τῶν λυπηρῶν τὴν λύσιν, τὰ μυρία καλά.
Χριστὸς ὁ παμβασιλεὺς Θεὸς οὐδαμῶς ἀποστρέφεται τοὺς πρὸς αὐτὸν κεχηνότας, καὶ ἀπὸ βάθους καρδίας στενάζοντας, κἂν πολλοῖς ἁμαρτήμασι πεφορτισμένοι τυγχάνωσιν, ἀλλὰ καὶ προσίεται, καὶ καθαρίζει τούτους, τῆς υἱοθεσίας δωρεῖται χάρισμα, καὶ ἀρετῶν ἐργάτας ἀποφαίνει προϊόντος τοῦ χρόνου.

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα, ΤΙΤΛ. Ζʹ. –Περὶ εὐχῆς· καὶ ὅσα δι' εὐχῆς κατορθοῦνται ὑμῖν, P.G. 95, 1436B- 1456C)


ΟΤΑΝ ΛΑΜΠΕΙ ΣΤΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Όπως η βροχή όσο περισσότερο πέφτει στη γη τόσο την κάνει αφράτη, έτσι και τη γη της καρδιάς μας τη χαροποιεί και την ευφραίνει το άγιο όνομα του Χριστού, όταν το αναφέρουμε και όταν συχνότερα το επικαλούμαστε.

Το να επικαλείται κανείς συνεχώς τον Ιησού μ’ έναν πόθο γεμάτο από γλυκύτητα και χαρά, γίνεται αιτία ο αέρας της καρδιάς να είναι γεμάτος από χαρά και γαλήνη εξαιτίας της άκρας προσοχής (που φέρνει η Ευχή). Το να καθαρίζει απόλυτα η καρδιά, αιτία είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, που είναι Θεός και αιτία και πραγματοποίηση όλων των καλών. «Γιατί Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που φέρνει την ειρήνη» (Ησ. 45:7).

Η ψυχή που ευεργετείται και γλυκαίνεται από τον Ιησού με κάποια αγαλλίαση και αγάπη, με την εξομολόγηση (δηλαδή με την ευχαριστία και τη δοξολογία) αμείβει τον Ευεργέτη. Ευχαριστεί και επικαλείται με ευχαρίστηση Αυτόν που την ειρηνοποιεί και βλέπει νοητώς μέσα της Αυτός να διαλύει τις φαντασίες των πονηρών πνευμάτων.


Όταν πέσουμε σε θλίψη, σε απόγνωση και σε απελπισία, πρέπει να κάνουμε αυτό που έκανε ο Δαβίδ, δηλαδή να ανοίγουμε την καρδιά μας στον Θεό και να αναφέρουμε στον Κύριο τη δέηση και τη θλίψη μας όπως είναι (βλ. Ψαλμ. 61:9· 101:1· 141:3). Να εξομολογούμεθα στον Θεό, επειδή μπορεί με σοφία να τακτοποιήσει τις υποθέσεις μας και τη θλίψη μας να την ελαφρύνει αν είναι για το συμφέρον μας και να μας γλυτώσει από την ολέθρια και φθαρτή λύπη.

Λογισμούς, που χωρίς να το θέλουμε υπάρχουν και είναι εδραιωμένοι στην καρδιά μας από τη φύση της, μπορεί να τους εξαφανίσει η επίκληση του ονόματος του Ιησού, όταν γίνεται με νήψη και βαθιά μέσα από την καρδιά μας.

Όπως λοιπόν χωρίς μεγάλο πλοίο είναι αδύνατο κανείς να διασχίσει το πέλαγος, έτσι είναι το ίδιο αδύνατο να αποκρούσει κανείς την επίθεση ενός πονηρού λογισμού χωρίς να επικαλεστεί τον Ιησού Χριστό.

Η μονολόγιστη προσευχή σκοτώνει και αποτεφρώνει τις απάτες των δαιμόνων, γιατί όταν επικαλούμαστε ακούραστα και συνεχώς τον Θεό Ιησού, τον Υιό του Θεού, Αυτός δεν τους επιτρέπει ούτε την επίθεση να αρχίσουν, την οποία ονομάζουν και προσβολή, ούτε να υποβάλουν κρυφά στον νου μας κάποια εικόνα διά μέσου του καθρέφτη της διανοίας μας, δηλαδή της φαντασίας μας, ούτε να πούνε κάποια πονηρά λόγια στην καρδιά μας. Όταν δεν μπαίνει ύπουλα στην καρδιά μας κάποια δαιμονική εικόνα, τότε αυτή θα είναι άδεια και από πονηρούς λογισμούς, γιατί οι δαίμονες συνηθίζουν να συναναστρέφονται την ψυχή με λογισμούς και να διδάσκουν την κακία με ύπουλο τρόπο.

Μακάριος είναι πραγματικά εκείνος που έτσι έχει ταυτιστεί με την προσευχή με τον Ιησού στην διάνοιά του και ακατάπαυστα Τον επικαλείται μεσ’ στην καρδιά του, όπως είναι ενωμένος ο αέρας με τα σώματά μας ή η φλόγα με το κερί. Όταν περνά ο ήλιος πάνω από τη γη, φέρνει τη μέρα· το άγιο όμως και σεβαστό όνομα, όταν λάμπει στη διάνοιά μας, γεννά αναρίθμητες λαμπρές σκέψεις…

ΗΣΥΧΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ