.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Προσευχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Προσευχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

H πιο γλυκιά μητέρα

Οι προσευχές ποτέ δεν πάνε χαμένες. Κάθε ικεσία που βγαίνει ειλικρινά, γεμάτη δάκρυα, ποτέ δεν χάνεται, πηγαίνει κατευθείαν στον δικό Του θρόνο. Εκείνος πάντα σε κοιτάζει, όχι βλοσυρά, όχι σαν κακός εκδικητής, μα σαν στοργικός πατέρας, έτοιμος να σε σηκώσει αν χτυπήσεις, έτοιμος να σε παρηγορήσει αν στενοχωρηθείς...
Έχεις όμως και μια μητέρα ακόμα. Την δική Του μητέρα, που και εσένα σε αγαπάει όσο δεν φαντάζεσαι. Είναι η πιο γλυκιά μητέρα του κόσμου, που όποτε την χρειαστείς και την ζητήσεις, αμέσως θα έρθει δίπλα σου με ένα χάδι. Ένα αθόρυβο, ουράνιο χάδι. Η αγκαλιά Της είναι η πιο μεγάλη, η πιο σίγουρη, η πιο στοργική, η ωραιότερη. Περιμένει από σένα μονάχα να προσπαθείς, να αγαπάς το παιδί Της και να προσεύχεσαι…

Η προσευχή είναι το τείχος των πιστών, το όπλο μας το ακατανίκητο



«Και ο Κύριος έγινε καταφύγιο για τον φτωχό, βοηθός στην κατάλληλη στιγμή των θλίψεων» (Ψαλμ. 9, 10). 

Αυτός, λέγει ο Προφήτης Δαυίδ, με ασφάλισε, διότι τίποτε δεν είναι ίσο με αυτό το καταφύγιο, τόσο εύκολο και τόσο ασφαλές. Επειδή τα άλλα καταφύγια είναι δυνατόν να τα επιβουλευτούν και δεν μπορεί κανείς να τα βρει γρήγορα και έτοιμα, αλλά εμποδίζονται και από τον τόπο, και από τον χρόνο και από χιλιάδες άλλους παράγοντες, ενώ αυτήν πάντα την βρίσκεις κοντά σου, εάν μόνον την επιζητήσεις με σωστό τρόπο. Διότι «τότε θα φωνάξεις και ο Θεός θα σε ακούσει, και ενώ εσύ ακόμα μιλάς θα σου πει, να εγώ είμαι κοντά σου» (Ήσ. 58, 9). Και «εγώ ο Θεός που είμαι κοντά σου και όχι Θεός απόμακρος» (Ιερ. 23, 23)· δεν χρειάζεται λοιπόν να διανύσουμε απόσταση, ούτε να πάμε σε άλλους τόπους, αλλά μπορούμε αυτό το καταφύγιο να το βρούμε και στο σπίτι μας. 

Η προσευχή είναι το τείχος των πιστών, το όπλο μας το ακατανίκητο, η προσευχή είναι μέσον της καθάρσεως της ψυχής μας, η προσευχή είναι η απολύτρωση των αμαρτημάτων μας, η προσευχή είναι η προϋπόθεση κάθε καλού. Διότι η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά διάλογος με το Θεό και συνομιλία με το Θεό. Ποιός λοιπόν θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένος από αυτόν που αξιώθηκε να ομιλεί συνεχώς στον Δεσπότη; 

Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, εάν γίνεται με κατάλληλη διάθεση. Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, μεγάλη ασφάλεια, μεγάλος θησαυρός, μεγάλο λιμάνι, περιοχή απαραβίαστη. Μεγάλο αγαθό η προσευχή. Διότι εάν κάποιος συζητώντας με κάποιον ενάρετο άνθρωπο, παίρνει όχι μικρή ωφέλεια απ’ αυτόν, εκείνος που αξιώθηκε να κάνει διάλογο με το Θεό, πόσα αγαθά δεν θα απολαύσει; Επειδή η προσευχή είναι διάλογος με το Θεό. 

Δεν υπάρχει τίποτε δυνατότερο ούτε ίσο με την προσευχή… Καμία σχέση δεν έχει με αυτή τη ζωή κατά την διάρκεια της προσευχής αυτός που προσεύχεται σωστά· ακόμη και αν βράζει μέσα του ο θυμός, εύκολα υποχωρεί, και αν ανάβει η επιθυμία, σβήνει, και αν τον λιώνει ο φθόνος, διώχνεται με πολλή ευκολία… 

Όπως ακριβώς όταν φανούν οι ακτίνες του ηλίου, φεύγουν όλα τα θηρία και κρύβονται στις φωλιές τους, έτσι και όταν η προσευχή βγει σαν ακτίνα από το στόμα και την γλώσσα μας, φωτίζεται ο νους, και όλα τα άλογα και άγρια πάθη φεύγουν δραπετεύοντας και κρύβονται στις φωλιές τους, μόνο όμως όταν προσευχόμαστε σωστά, με ψυχή άγρυπνη και νου προσεκτικό. 

Αυτός που μπορεί να προσεύχεται με αφοσίωση, έστω και αν είναι πολύ πτωχός, είναι όμως ο πλουσιότερος από όλους· όπως ακριβώς πάλι αυτός που έχει στερηθεί την προσευχή, έστω και αν κάθεται στον βασιλικό θρόνο, είναι πτωχότερος από όλους. 

Βασιλέας δεν ήταν ο Αχαάβ και είχε άφθονα πλούτη; Επειδή όμως στερείτο την προσευχή, έψαχνε να βρει τον Προφήτη Ηλία για να τον βοηθήσει, έναν άνθρωπο που δεν είχε σπίτι, ούτε ρούχα, παρά μόνο μια προβιά. Πώς γίνεται συ, με τόσες αποθήκες γεμάτες από αγαθά, να ζητείς αυτόν που δεν έχει τίποτε; Τί να τις κάνω τις αποθήκες, λέγει, αφού αυτός με την προσευχή του έκλεισε τον ουρανό και όλα όσα έχω μου τα αχρήστευσε; Βλέπεις ότι ο Ηλίας ήταν πλουσιότερος από τον βασιλέα; 

Και όσο αυτός σιωπούσε και δεν προσευχόταν να βρέξει, εκείνος με όλα του τα στρατεύματα βρισκόταν σε μεγάλη πτώχεια. Τί θαυμαστό πράγμα! Δεν είχε ενδύματα ο Ηλίας να φορέσει και έκλεισε τον ουρανό. Και γι’ αυτό τον έκλεισε, επειδή ήταν ρακένδυτος. Επειδή δεν είχε τίποτε, γι’ αυτό έγινε τόσο δυνατός· και μόλις κίνησε τα χείλη του σε προσευχή, έκανε να πέσουν με τη βροχή από τον ουρανό άφθονοι θησαυροί. Ω, στόμα που χωρά μέσα του πηγές υδάτων! Ω, γλώσσα από την οποία ξεχύνονται βροχές! Ω, φωνή από την οποία έρχονται αναρίθμητα αγαθά! 

Τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο που προσεύχεται γνήσια. Η προσευχή είναι φωτιά και μάλιστα όταν αναπέμπεται από προσεκτική και άγρυπνη ψυχή. Δεν είναι μικρός σύνδεσμος του ανθρώπου με το Θεό η προσευχή, αφού μας συνηθίζει να μιλούμε μαζί Του και μας οδηγεί στην φιλοσοφημένη ζωή. 

Εάν με το να ανακοινώσει κάποιος τις συμφορές του σε ανθρώπους και διηγηθεί τα βάσανά του αισθάνεται κάποια παρηγοριά, διότι ανακουφίζεται με όσα λέγει, πολύ περισσότερο θα ειρηνεύσεις και θα παρηγορηθείς αν ανακοινώσεις στον Κύριό σου με την προσευχή τα παθήματα της ψυχής σου. Και οι μεν άνθρωποι βαριούνται πολλές φορές αυτόν που θρηνεί και οδύρεται προς αυτούς και τον απομακρύνουν, ο Θεός όμως ποτέ δεν το κάνει αυτό, αλλά αντίθετα τον πλησιάζει και τον προσελκύει. Και όλη την ημέρα αν διηγείσαι τις συμφορές σου, περισσότερο σε αγαπά και σε ακούει. Ο Θεός συνηθίζει πάντοτε να ξεπερνά και να προλαβαίνει τα αιτήματά μας. 

Όπως μία πόλη ατείχιστη εύκολα καταλαμβάνεται από τους εχθρούς, επειδή δεν τους εμποδίζει κανείς, έτσι και μία ψυχή που δεν είναι περιφραγμένη με προσευχές και με δεήσεις εύκολα την υποτάσσει ο διάβολος και την κάνει δεκτική κάθε αμαρτίας και κακώσεως. 

Αν στερήσεις τον εαυτό σου από την προσευχή, είναι σαν να έβγαλες το ψάρι από τη θάλασσα– διότι όπως το ψάρι ζει με το νερό, έτσι και συ ζεις με την προσευχή· και όπως εκείνο πλέει, εύκολα επάνω στο νερό, και πηγαίνει όπου θέλει, έτσι και συ με την προσευχή θα περάσεις τους ουρανούς και θα πλησιάσεις το Θεό. 

Όπως το χρυσάφι και οι πολύτιμοι και ωραίοι λίθοι και τα μάρμαρα κοσμούν τα σπίτια των βασιλέων, έτσι και η προσευχή κοσμεί τον άνθρωπο και τον κάνει κατοικία του Χριστού. 

«Κάμπτω», λέει, «τα γόνατά μου προς τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού… για να κατοικήσει το Χριστός με την πίστη στις καρδιές μας…» (Εφεσ. 3. 14, 17). Πώς και με τί μπορείς να εγκωμιάσεις την προσευχή, η οποία σε κάνει ναό και κατοικία του Θεού; Εκείνος τον οποίο δεν χωρούν οι ουρανοί, έρχεται και μπαίνει στη ψυχή εκείνου που ζει με προσευχές. 

Όμως πρέπει κι εμείς να ακούσουμε τα λόγια και τις παραγγελίες του Θεού και πάντοτε να προσπαθούμε να πολιτευόμαστε με ύμνους και προσευχές και περισσότερο να έχουμε το νου και το σώμα μας προσηλωμένα στη λατρεία και δοξολογία του Θεού παρά στις βιοτικές μέριμνες, διότι ζώντας έτσι θα ζούμε όπως πραγματικά πρέπει να ζουν οι άνθρωποι. Επειδή όποιος δεν προσεύχεται στο Θεό, ούτε επιθυμεί να συνομιλεί συχνά μαζί Του, αυτός είναι νεκρός και άψυχος και βρίσκεται μέσα στην αγνωσίαδιότι πρώτο σημάδι της αγνωσίας είναι το να μη γνωρίζει κάποιος το μεγαλείο της τιμής που του γίνεται, να μην αγαπά την προσευχή και να μην καταλαβαίνει πως όταν δεν προσεύχεται είναι νεκρός. Διότι όπως το σώμα μας χωρίς ψυχή είναι νεκρό και βγάζει δυσωδία, έτσι και η ψυχή που δεν προσεύχεται είναι νεκρή και άθλια και ακάθαρτη. 

Αυτό μας το διδάσκει και ο Προφήτης Δανιήλ, ο οποίος προτίμησε να πεθάνει παρά να στερηθεί τρεις ημέρες την προσευχή· επειδή ο βασιλέας των Βαβυλωνίων δεν τον πρόσταξε να ασεβήσει, αλλά μόνο για τρεις ημέρες να μην κάνει την προσευχή του. Αλλά ο Προφήτης δεν δέχθηκε να στερηθεί την προσευχή, γι’ αυτό και δεν στερήθηκε και την βοήθεια του Θεού. 

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

«ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 1980»

«ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 1980»
–Κεφάλαια Αναληπτικά–


     Όταν δεν έχουμε το νου μας στον Θεό, αλλά στο «γιατί», τότε θα μας φταίει ο ένας κι ο άλλος. Όμως φταίει ο εαυτός μας, κανείς άλλος δεν φταίει. Δεν έχουμε καλή πνευματική κατάσταση, αυτή είναι η αιτία. Όποιος κυνηγάει την Ευχή σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται (ακόμη) και το λεπτό (που περνάει), όλα τα υπερπηδά, όλα τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν. Τότε (αυτός ο άνθρωπος) θα προσέξει την κατάκριση, την παρακοή, (και όλα) τα ανευλόγητα (πράγματα). Χρειάζεται ταπείνωση. Όταν κανείς βλέπει εσωτερικά τον εαυτό του, θα τα βλέπει γύρω του όλα καλά. Όταν ο άνθρωπος έχει τον Θεό στη ψυχή του, δεν κακολογεί· και όταν βλέπει κάποιον να υποφέρει, τον πονάει και κλαίει μαζί του και ικετεύει τον Θεό να τον ελεήσει.

     Διά της προσευχής θα θεραπεύσουμε και του αδελφού την πληγή και την κάθε δύσκολη κατάσταση. Όταν ο άνθρωπος καταλάβει ότι είναι ένα Μηδέν, ούτε θυμώνει, ούτε κακολογεί, ούτε συζητάει (ανώφελα), αλλά κάνει προσευχή για τους άλλους. […] Το όνομα του Θεού πρέπει να το λέμε αδιαλείπτως και να δείτε πώς θα μας σκεπάσει ο Θεός. Να κυνηγούμε πολύ την Ευχή,  σαν αυτόν που κυνηγάει ένα διαμάντι. Αυτή θα μας μάθει να αγαπούμε τον Χριστό. Αν σκεφτόμαστε ότι και για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό (πρβλ. Ματθ. 12, 36) κι αν έχουμε προσοχή, δεν θα αργολογούμε. Θα δούμε τότε τα ελαττώματά μας, τις ατέλειές μας και θα λέμε ότι «οι άλλοι είναι άγγελοι κι εγώ είμαι ένα τίποτε». Κι έτσι έρχεται ο φόβος του Θεού.

     Ο άνθρωπος που δεν συγκεντρώνεται στη δουλειά του και στην προσευχή, αισθάνεται αμέλεια και δυσφορία. Όταν ο νους είναι αργός, τότε και το χέρι είναι αργό. Το εργόχειρο για τον Θεό το κάνουμε, όχι για κανέναν άνθρωπο. Είδατε κάτι; Θα το βολέψουμε, δεν θα περιμένουμε να το κάνει ο άλλος. Όταν δεν αργολογούμε όλη τη μέρα, το βράδυ θα απολαμβάνουμε (και) την προσευχή. Όταν έχουμε υπομονή και επιμονή στην Ευχή, θα την απολαύσουμε. Όταν δώσουμε στον Χριστό την αγάπη μας, κι Εκείνος θα μας δώσει όλη Του την αγάπη.

     Η προσευχή θα πάρει όλα τα ελαττώματα κι όλα τα πάθη μας. Όταν αμέσως μετανοήσουμε και κλαύσουμε, ο Χριστός θα ’ρθεί αμέσως κοντά μας και θα νομίζει κανείς ότι είναι μέσα σ’ ένα περιβόλι κι όχι στο Μοναστήρι (ή στην Εκκλησία). Όταν έχει προσευχή ο άνθρωπος, γίνεται ως Άγγελος· όλα τα παίρνει ο Χριστός και φεύγουν. Φεύγει και η μεμψιμοιρία και το θέλημα και το «γιατί». Θα κοπιάσουμε και (τότε) θα απολαύσουμε. Δυστυχώς, περνάει (όλη) η μέρα (μας) με την πολυλογία και ξεφεύγουμε. Εκείνον που θα μας βοηθήσει, Εκείνον που θα μας γλυκάνει, Τον ξεχνάμε. Κι έρχεται η ώρα που φεύγουμε και δεν έχουμε να παρουσιάσουμε έργα στον Χριστό, τίποτε!

     Όταν ο άνθρωπος έχει το νου του στον Θεό και στον Παράδεισο και δεν τον έχει στα γήινα και λατρεύει τον Δεσπότη Χριστό, οι πειρασμοί και οι λογισμοί παραμερίζονται και λαμβάνει χαρά, αγαλλίαση και υπομονή. Μέχρι να πεθάνουμε, θα έχουμε αγώνα, επειδή τα πάθη είναι ζυμωμένα με το αίμα μας και πρέπει να ξεριζωθούν. Όταν ο άνθρωπος έχει διαρκώς το νου του στον Θεό, λέει: «Γιατί να συζητώ (για μάταια και ανούσια πράγματα) και να μην έχω το όνομα του Θεού (στα χείλη μου); Γιατί να κατακρίνω (τον αδελφό μου) και να μην έχω το νου μου στον Θεό;». Όταν ο άνθρωπος κυνηγάει τον Θεό και την Ευχή, δεν αγαπάει τα λόγια και τις συζητήσεις. Τότε έρχεται (στη ψυχή) η Χάρις του Θεού, η μακαριότητα· και ό,τι και να ακούει (φωνές κλπ.), είναι σαν να μην ακούει και νομίζει ότι βρίσκεται σε άλλον τόπο.

     Όταν κυνηγάμε την Ευχή, ο Χριστός γίνεται χειραγωγός και μας λέει πώς να βαδίζουμε, πώς να τρώμε, πώς να καθόμαστε. Όταν ο άνθρωπος δεν πιστεύει τον λογισμό του και ταπεινώνεται, έχει ειρήνη και γαλήνη στη ψυχή του. Τα πάθη δεν θα παύσουν να μας πολεμούν, αλλά κι εμείς να τα πολεμούμε. Όλοι οι Άγιοι και οι Άγγελοι μάς αγαπούν και μας φρουρούν όλη μέρα, αλλά εμείς δεν τους αγαπούμε όσο πρέπει και ούτε τους ικετεύουμε όπως πρέπει…
     Το νου μας στον Θεό, στον Γέροντα (και στον Πνευματικό μας).

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ
(ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, 1921–1995)

ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ



Εκτός από τη βασανιστική μοναξιά του κόσμου, υπάρχει μια άλλη θεοσκέπαστη μοναξιά που είναι γεμάτη θαυμαστή ειρήνη. Όταν είσαι μόνος με τον εαυτό σου και αφήσεις την Προσευχή να διώξει όλες τις σκιές που ταλάνιζαν τα σωθικά σου, τότε καταλαβαίνεις πραγματικά τη ζωή μέσα από τον παλμό της αποκαταστημένης καρδιάς και όχι μέσα από τον καθρέπτη που σου έδιναν στανικά οι μέντορες των ιδεών, των λογισμών και των αυταπατών σου…

π. Δαμιανός

Κάτι από τον Χριστό, ή τον Χριστό!



Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό 
ή 
θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;


Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωή μας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας. Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;

Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.

Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!

Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;

Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σάς απασχολεί.

Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλαξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.

Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.

Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.

Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;

Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για ναν αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πώς είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;


Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;

του Μητροπολίτη Anthony Bloom

Ο Θεός λυπάται όταν δεν Τον ενοχλούμε

Έχουμε μεγάλη δύναμι ως πλήρωμα της Εκκλησίας, αν προσευχώμαστε με οδύνη ψυχής και ταπεινή καρδιά. Δεν χρειάζεται να περάσουμε το πέλαγος, ούτε να κάνουμε μεγάλες αποδημίες∙ κάθε ένας και κάθε μία, και όταν συναντιώνται στην Εκκλησία και όταν μένουν μέσα στο σπίτι, ας παρακαλούμε με πολλή κατάνυξι το Θεό και οπωσδήποτε θα εισακουσθούν οι προσευχές μας.
Από πού είναι φανερό αυτό; 
Από το ότι επιθυμεί πολύ πάντοτε να καταφεύγουμε κοντά Του, και να Τον παρακαλούμε σε όλες τις περιπτώσεις και να μην κάνουμε τίποτε ή να λέμε τίποτε χωρίς Αυτόν. Διότι οι άνθρωποι, όταν τους ενοχλούμε συνέχεια για τις διάφορες υποθέσεις μας, μας συμπεριφέρονται εχθρικά∙ ο Θεός όμως κάνει το εντελώς αντίθετο∙ και όχι όταν Τον ενοχλούμε συνέχεια για τα προβλήματά μας, αλλά και όταν δε το κάνουμε αυτό, τότε προ πάντων αγανακτεί. Άκουσε λοιπόν γιατί κατηγορεί τους Ιουδαίους λέγοντας∙“Λάβατε απόφασι , αλλά χωρίς εμένα και κάνατε συνθήκες, αλλά χωρίς το πνεύμα μου” (Ης. 30,2 ). Διότι η συνήθεια αυτών που αγαπούν είναι η εξής∙ θέλουν να εκπληρώνουν όλα τα θελήματα εκείνων που αγαπούν και χωρίς αυτούς δεν θέλουν να κάνουν ή να πουν τίποτε. Γι’ αυτό και ο Θεός όχι μόνον εδώ αλλά και αλλού τα ίδια επαναλαμβάνει λέγοντας∙ “Έκαναν βασιλείς, αλλά όχι δια μέσω εμού∙ έκαναν άρχοντες και δε μου το γνώρισαν” ( Ωσηέ 8, 4 ) .

Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους.

ΠΕΡΙ ΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Όταν κάποτε ρώτησαν τον άγιο μητροπολίτη Τέτρι–Τσκάρο και στάρετς Ζηνόβιο (Μαζούγκα· 1896–1985) πώς να κάνουν την Ευχή του Ιησού, ο άγιος απάντησε ότι «δεν πρέπει να επιδιώκουμε αμέσως υψηλές βαθμίδες και ιδιαίτερη συγκέντρωση της σκέψης, αλλά χρειάζεται με απλότητα καρδιάς να λέμε την Ευχή προς τον ζώντα Θεό, ο Οποίος είναι κοντά μας, όπως η ψυχή μας». Συμβούλευε να εκμεταλλευόμαστε τις στιγμές της μοναξιάς μας και να διώχνουμε τις σκέψεις μας την ώρα της Ευχής του Ιησού. Αυτή την εργασία ο άγιος τη θεωρούσε υψηλότερη από την ανάγνωση βιβλίων. Επαναλάμβανε ότι η Ευχή του Ιησού μπολιάζεται στην ταπεινή καρδιά. Στους οικείους του ο άγιος Ζηνόβιος διηγείτο ότι «απέκτησε την Ευχή του Ιησού στη νεότητά του, όταν βρισκόταν στην έρημο, ενώ στον κόσμο προσπαθούσε να τη διαφυλάξει».

Κάποτε ο άγιος απάντησε σε έναν μοναχό, που τον είχε ρωτήσει πώς θα σωθεί: «Όταν βρίσκεσαι μόνος στο κελί σου, κάνε την Ευχή του Ιησού και διώξε όλους τους λογισμούς, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς. Η σιωπή για τον μοναχό είναι η ελευθερία από τους λογισμούς. Αν έτσι πράττεις, θα δεις την Πρόνοια του Θεού στη ζωή σου».

Όταν έδινε ευλογία στα πνευματικά του τέκνα να λένε την Ευχή του Ιησού, ο άγιος Ζηνόβιος συμπλήρωνε να τελούν επίσης κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την ευχή «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», καθώς και το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…».

Η προσευχή ήταν για τον άγιο η αναπνοή του, που τον συνέδεε με την Πηγή της Ζωής, η πραγματική και δραστική βοήθεια, που μπορούσε να παρέχει στους ανθρώπους, ελκύοντας το έλεος του Ίδιου του Κυρίου. Ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ έτσι μιλούσε για τη δύναμη της προσευχής: «Η προσευχή, όχι μόνο νικά τους νόμους της φύσεως, όχι μόνο αποτελεί ακαταμάχητη ασπίδα κατά ορατών και αοράτων εχθρών, αλλά συγκρατεί ακόμη και το χέρι του παντοδυνάμου Θεού, που έχει υψωθεί για να χτυπήσει τους αμαρτωλούς». Ο άγιος Ζηνόβιος ήξερε καλά ότι ο πιστός ποιμήν του Χριστού πρέπει, όχι μόνο να προσεύχεται και να φροντίζει για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του, αλλά και να το διδάσκει να προσεύχεται.


Στην ερώτηση ενός πνευματικού τέκνου του σχετικά με το ποιες προσευχές προς την Παναγία συστήνει, ο άγιος απάντησε ότι η προσευχή «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…» εμπεριέχει τα πάντα. «Ορίστε, σκεφτείτε», είπε ο άγιος και πρόφερε αργά αυτή την προσευχή, κάνοντας στάσεις για περισυλλογή:

“Θεοτόκε Παρθένε…,
χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…,
ο Κύριος μετά σου…,
ευλογημένη συ εν γυναιξί…,
και ευλογημένος…,
ο καρπός της κοιλίας σου…,
ότι Σωτήρα έτεκες…,
των ψυχών ημών…”».

Ο άγιος αγαπούσε πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο και συχνά απευθυνόταν προς αυτή με θερμή προσευχή. Στην ερώτηση κάποιου ιερομονάχου τι ακριβώς πρέπει να κάνει, ώστε να μείνει πιστός στον Χριστό και να υποφέρει όλες τις δοκιμασίες, αν αρχίσουν ξανά αιματηροί διωγμοί κατά της Εκκλησίας, ο στάρετς Ζηνόβιος απάντησε:
«Να προσεύχεσαι στην Παναγία και, όσο μπορείς συχνότερα, να λες το “Θεοτόκε Παρθένε”. Η Υπεραγία Θεοτόκος φυλάει όποιον λέει αυτή την προσευχή.

»Ήμουν στην εξορία μαζί με έναν επίσκοπο. Απαιτούσαν από αυτόν να υπογράψει ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά των αρχών, στην οποία εμπλέκονταν αρκετά ακόμη άτομα. Στις ανακρίσεις τον βασάνιζαν, αλλά άντεχε τα βασανιστήρια και δεν πρόδιδε τους αδελφούς του. Ο επίσκοπος εκείνος μου διηγήθηκε ότι έλεγε αδιαλείπτως την προσευχή “Θεοτόκε Παρθένε” και τις νύχτες τον κανόνα της “Οδηγητρίας”, που τον ήξερε από στήθους. Έλεγε ότι αισθανόταν τον πόνο, αλλά αμβλύ, και μετά έχανε τις αισθήσεις του. Εν τέλει, χωρίς να καταφέρουν τίποτα, τον άφησαν ήσυχο».

Ο άγιος Ζηνόβιος δίδασκε την προσευχή λέγοντας: «Ο Θεός, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται την προσωπική σας στροφή προς Αυτόν με την καρδιά σας. Μην εντρυφάτε σε βιβλία και διανοητικά συμπεράσματα· αυτό είναι λιγότερο σημαντικό. Το να στραφούμε μέσα από την καρδιά μας προς τον Θεό, αυτό είναι προσευχή. Να, τι θα σας προτείνω: Εμείς θα διαβάζουμε τη βραδινή ακολουθία, το Απόδειπνο. Εσείς, σταθείτε δίπλα, μπορείτε ακόμη και να μην παρακολουθείτε, μπορείτε ακόμη και να καθίσετε αν κουραστείτε, επειδή είστε ασυνήθιστοι (στον κόπο της ορθοστασίας). Απλά μιλήστε μόνοι σας με τον Θεό, νοερά, από μέσα σας, πείτε Του: “Κύριε, αν υπάρχεις, αποκάλυψέ μου τον εαυτό Σου!... Θέλω να Σε γνωρίσω!...”. Ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εκφραστείτε με δικά σας λόγια. Κι ο Θεός, θα ανταποκριθεί, πιστέψτε με! Δεν ξέρω πώς, αλλά θα ανταποκριθεί!...». Ο άγιος Ζηνόβιος το βράδυ, προτού αποχωρήσει για ύπνο, πλησίαζε στη γωνία με τις εικόνες στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα στεκόταν όρθιος και προσευχόταν, λέγοντας τον βραδινό κανόνα από στήθους μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή του διακονητή του.

Κάποτε ο άγιος είπε σε έναν μοναχό: «Να φοβάσαι τη θερμή προσευχή για όποιον τρέφεις μέσα σου σαρκικό πάθος. Αυτού του είδους η προσευχή δεν είναι ευάρεστη στον Θεό, γιατί εμπεριέχει μυστική σαρκική επιθυμία. Να εμπιστευθείς αυτόν τον άνθρωπο στην Πρόνοια του Θεού και εσύ ο ίδιος ξέχασέ τον. Αν πράξεις έτσι, χάριν της αποφασιστικότητάς σου ο Κύριος δεν θα τον αφήσει από το έλεός Του και θα δεχθεί τη λήθη σου ως προσευχή».

Η μεγαλόσχημη μοναχή Ελισάβετ ενθυμείται: «Ο στάρετς ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Ακόμα και μετά τη μοναχική κουρά μου, λόγω της υπερηφάνειας μου, όλη την ώρα έπαιρνα “μαθήματα” από αυτόν. Μια φορά, περάσαμε το πρωί από τον στάρετς, να πάρουμε ευλογία για την ημέρα και για το διακόνημα. Εκείνος καθόταν και το κομποσχοίνι του ήταν πάνω σε ένα σκαμνάκι, κοντά στη ράχη του κρεβατιού. Σε λίγο είδα ότι ακόμη εκεί ήταν το κομποσχοίνι. Σκέφτηκα ότι ο στάρετς μάλλον ξέχασε να το πάρει, αφού …“με αυτό πρέπει να προσευχόμαστε”. Μάλιστα μετά προχώρησα λίγο και τον ρώτησα: “Δέσποτα, να σας δώσω το κομποσχοίνι;”. “Δώσ’ το”, μου είπε. Έπειτα από καιρό κατάλαβα ότι το κομποσχοίνι δεν το χρειαζόταν, διότι ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Το κομποσχοίνι χρειάζεται στους αρχαρίους. Αλλά η δική του προσευχή, είτε είχε το κομποσχοίνι στο χέρι, είτε το είχε αφήσει δίπλα, όλη την ώρα προχωρούσε».

Ο αγώνας της αδιάλειπτης νίψης και η ταπείνωση βοήθησαν πολύ τον άγιο Ζηνόβιο να αποκτήσει τη νοερά προσευχή και τη θεωρία του Θεού. Ο άγιος είχε φτάσει την τελειότητα στην εσωτερική Προσευχή του Ιησού. Δεν σταματούσε μέσα του ούτε κατά την ώρα των συζητήσεων.

Όντας έμπειρος εργάτης της Ευχής, ο άγιος στάρετς Ζηνόβιος, υποδείκνυε λεπτομερώς πώς να προχωρήσουν σε αυτό τον αγώνα άνθρωποι, που βρίσκονταν στις πιο διαφορετικές καταστάσεις και τις πιο διαφορετικές συνθήκες. Ο άγιος δίδασκε ότι η απόκτηση της αληθινής προσευχής μέσα στην καρδιά απαιτεί από τον χριστιανό μεγάλο κόπο και επιμονή. Δεν πρέπει όμως να περιμένει να έχει τη διάθεση για προσευχή, αλλά να ωθεί τον εαυτό του προς αυτή. Προτού ξεκινήσει τον κανόνα της προσευχής, ο χριστιανός χρειάζεται να προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτή: να διώξει όλες τις παράπλευρες σκέψεις, να καθησυχάσει τα συναισθήματά του και να θυμηθεί Αυτόν, προς τον Οποίο απευθύνεται με την προσευχή.

Η ίδια η ουσία της προσευχής, η εξύψωση του νου και της καρδιάς του ανθρώπου προς τον Θεό, μας δίνει τη δυνατότητα να εξασκούμαστε διαρκώς σε αυτή, καθώς μπορούμε να προσευχόμαστε πάντα και παντού: στον δρόμο, τις ώρες της εργασίας και της ανάπαυσης, την ώρα της συζήτησης και της λήψης τροφής, στη μοναξιά και την πολυκοσμία, όρθιοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι.

Για να αποκτήσουμε διαρκή πόθο για την προσευχή, ο άγιος Ζηνόβιος συμβούλευε να επαναλαμβάνουμε νοερά σύντομες προσευχές, όσο συχνότερα γίνεται: «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, βοήθησον», «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Όμως, να μη στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, αλλά να ζητούμε από τον Κύριο να καταπέμψει μέσα μας το χάρισμα της προσευχής. Όλα αυτά του τα είχε διδάξει ο πνευματικός του, ο στάρετς Γεράσιμος, ο οποίος και ο ίδιος ζητούσε από τον Κύριο τη σωστή οικοδομή στην προσευχή των πνευματικών του τέκνων, ένα από τα οποία ήταν ο άγιος Ζηνόβιος.


[(1) Ζηνόβιος Τσεσνοκώφ:
«Στάρετς Ζηνόβιος
Στη χαρά και στη λύπη
Δόξα τω Θεώ»,
Μετάφραση από τη Ρωσική:
Αγγελική Πελωριάδη,
Κεφ. VII και VIII,
σελ. 163–164, 172–175
και 189–191,
Εκδόσεις «Άθως»,
Αθήνα 2015.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση και επιλογή φωτογραφιών,
μελέτη, σταχυολόγηση,
πληκτρογράφηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Γιατί δεν απαντά πάντοτε η Παναγία στις προσευχές μας;



Πολλοί χριστιανοί, και από αυτούς που συμμετέχουν πολύ συχνά στη Λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, θέτουν το εξής ερώτημα: Γιατί δεν απαντάει πάντοτε η Παναγία μας, στις θερμές και επίμονες παρακλήσεις που τις κάνουμε.

Την απάντηση μας την δίνει ένας από τους στίχους της Παρακλήσεως .«Κάθε πιστός, λέει, λαμβάνει το δώρημα, δηλ. την απάντηση, ανάλογα με το συμφέρον της αιτήσεως».

Ζητούμε πολλά, πάρα πολλά από την Παναγία μας. Όμως όλα τα αιτήματά μας δεν είναι προς το συμφέρον μας. Εμείς, σαν άνθρωποι που είμαστε έχουμε μάτι περιορισμένο. Μάτι που βλέπει μόνο το παρόν. Γι΄ αυτό ζητούμε πράγματα που στην πρώτη όψη τους φαίνονται σωστά και δίκαια, στην ουσία τους είναι ψεύτικα και επιζήμια. Δεν συντελούν δηλ. στην σωτηρία μας. Για παράδειγμα θα αναφέρω ένα γεγονός μέσα από την Αγ. Γραφή. 
Οι Ισραηλίτες ζήτησαν από τον Θεό να τους γλιτώσει από την αιχμαλωσία των Αιγυπτίων και την φτώχεια. Ο Θεός τους άκουσε και τους δώρισε την ελευθερία και πολλά αγαθά.

Οι Ισραηλίτες όμως απ΄ όλα βλάφτηκαν. Αφού γεύθηκε όλα τα αγαθά του Θεού ο λαός του Ισραήλ, στην συνέχεια απέρριψε τον αληθινό Θεό και άρχισε να προσκυνάει τα είδωλα. Να λοιπόν γιατί δεν λαμβάνουμε πάντοτε την απάντηση που θέλουμε στις Παρακλήσεις μας. Γιατί δεν είναι πάντα προς το αιώνιο συμφέρον μας. Ο Ι. Χρυσόστομος λέει ότι όταν δεν μας απαντάει ο Θεός, τότε μας δίνει την ωραιότερη απάντηση. Γιατί τότε έχει να μας δώσει στον Ουρανό κάτι πολύ ανώτερο από αυτό που ζητούμε εδώ στη γη.

Γι΄ αυτό να δείξουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, και στην Παναγία Μητέρα Του και να ζητούμε μόνον «Τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών…» 
Αμήν.

Τρόπος προσευχής διά μέσου της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας



Έχεις και άλλον τρόπο, αγαπητέ, να μελετάς και να προσεύχεσαι δια μέσου της Αγίας Θεοτόκου, στρέφοντας το νου σου α΄) στον ουράνιο Πατέρα, β΄) στον Γλυκύτατο Ιησού, γ΄) και τελευταίο, σ’ αυτήν την ενδοξότατη Μητέρα του. 

Στρέφοντας το νου σου στο Θεό, σκέψου· α΄, τη μεγάλη χαρά που από αιώνες νωρίτερα είχε ο Θεός σκεπτόμενος το πρόσωπο της Θεοτόκου· τις αρετές και τις πράξεις της, από τότε που γεννήθηκε στον κόσμο, μέχρι τότε που αναπαύθηκε. 

Μελέτησέ το με τον εξής τρόπο: Ύψωσε τον λογισμό σου πάνω από κάθε καιρό και χρόνο και κτίσμα νοητό και αισθητό. Και εισερχόμενος, για να μιλήσω έτσι, στην ίδια την αιωνιότητα και στο νου του Θεού, σκέψου τις τρυφές και τις ανέκφραστες αγαλλιάσεις που δεχόταν ο Θεός διά μέσου της Αειπαρθένου Μαρίας. Βρίσκοντας τον Θεό ανάμεσα σ’ αυτές τις τρυφές, ζήτησέ του να σου δώσει, εξαιτίας των άφραστων αυτών αγαλλιάσεων, χάρη και δύναμη, για να μπορείς να καταβάλλεις και να νικήσεις τους εχθρούς σου· και μάλιστα εκείνον, που τότε σε πολεμεί· κατόπιν αναλογιζόμενος τις τόσες πολλές και εξαιρετικές πράξεις και αρετές αυτής της Θεοτόκου, και παρουσιάζοντάς τις άλλοτε όλες μαζί και άλλοτε μία από αυτές στο Θεό, για τη δύναμη εκείνων, ζήτησε από την άπειρη αγαθότητά του όλο εκείνο που χρειάζεσαι και επιθυμείς. 

Μετά από αυτά, στρέφοντας το νου σου στον Κύριό μας, τον Υιό της, ενθύμησέ του την Παναγία κοιλία που τον βάσταξε για εννέα μήνες· την ευλάβεια με την οποία τον προσκύνησε όταν γεννήθηκε και τον γνώρισε ως αληθινό Θεό και τέλειο άνθρωπο, Υιό και ποιητή της· τους φιλόστοργους οφθαλμούς της, που τον είδαν τόσο φτωχό· τις αγκάλες που τον δέχθηκαν, το γάλα που θήλασε, τους κόπους και τα βάσανα που υπέφερε γι αυτόν στη ζωή του και στον θάνατό του· και σου υπόσχομαι ότι με όλα αυτά θα προκαλέσεις ευχάριστη διάθεση στο θείο της τέκνο για να σου υπακούσει. 

Στο τέλος στρέψε το νου σου και σ’ αυτήν την Παναγία Θεοτόκο και θύμησέ της ότι στάθηκε η εκλεκτή από την αίδιο πρόνοια και αγαθότητα του Θεού, ως Μητέρα της χάριτος και της ευσπλαχνίας και ως δική μας Μητέρα και συνήγορος και ότι μετά από τον Υιό της δεν έχουμε ασφαλέστερο και δυνατότερο καταφύγιο να προσφύγουμε, παρά σε αυτήν· υπενθύμισέ της ότι όλοι εμείς οι Χριστιανοί, όπως δεν ονομάζουμε κυρίως πατέρα πάνω στη γη, όπως μας παρήγγειλε ο Υιός της επειδή κυρίως μόνον ένα Πατέρα έχουμε, αυτόν που βρίσκεται στους ουρανούς: «Και πατέρα σας μην ονομάσετε κανένα πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος» (Ματθ. 23,9) – με τον ίδιο τρόπο ούτε άλλη μητέρα ονομάζουμε πάνω στη γη, επειδή κυρίως αυτήν μόνον έχουμε Μητέρα στους ουρανούς και όλοι μας καυχόμαστε να ονομαζόμαστε τέκνα της. Γι’ αυτό και προσβλέπουμε προς αυτήν για να μας ελεήσει ολοκληρωτικά, όπως αποβλέπει χωρίς να παρεκκλίνει και στη μητέρα του το νήπιο που έχει απογαλακτισθεί, όπως έχει γραφεί: «Ύψωσα την ψυχή μου σαν το θηλασμένο βρέφος κοντά στη μητέρα του» (Ψαλμ. 130,3). 

Ακόμη υπενθύμισέ της τις αλήθειες που γράφουν γι’ αυτήν τα βιβλία, ότι όλοι οι πιστοί πιστεύουν στα τόσο υψηλά και τόσο θαυμαστά και μεγάλα κατορθώματα και χαρίσματα που προξένησε σε όλο το ανθρώπινο γένος, επειδή αυτή μόνο όντας ανάμεσα Θεού και ανθρώπων, τον μεν Θεό έκανε υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Ότι χωρίς την μεσιτεία της δεν μπορεί κανένας να πλησιάσει το Θεό, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, διότι αυτή μόνο βρίσκεται ανάμεσα στην κτιστή κι ουράνια κτίση· ότι αυτή μόνον είναι Θεός άμεσος μετά το Θεό, και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, επειδή είναι αληθινά Μητέρα του Θεού· και ότι αυτή είναι όχι μόνον ο θησαυροφύλακας όλου του πλούτου της Θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής σε όλους, Αγγέλους και ανθρώπους, όλων των υπερφυσικών ελλάμψεων και πνευματικών χαρισμάτων που δίνονται από τον Θεό στην κτίση. Και ότι δεν υπάρχει κανένας που να την επεκαλέσθηκε με πίστη και να μην τον άκουσε με ευσπλαχνία. Τέλος πάντων, παρουσίασέ της τα βάσανα και τα πάθη του Μονογενή της Υιού που υπέφερε για τη σωτηρία μας, και παρακάλεσέ την να ζητήσει χάρι για σένα από αυτόν, ώστε και για σένα τα πάθη αυτά να προξενήσουν το αποτέλεσμα εκείνο, για το οποίο τα υπέφερε ο Υιός της· και αυτό είναι η δική σου σωτηρία· και αυτό όχι για άλλο, παρά για δική του δόξα και ευαρέστηση. 

Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Αόρατος Πόλεμος

Όσιος Παΐσιος: Ευχή ψιθυριστά ή με τον νου;



-Γέροντα , πώς είναι καλύτερα να λέω την ευχή; Φωναχτά , ψιθυριστά ή με τον νου;

-Αν την λες φωναχτά, θα κουράζεσαι και γρήγορα θα αποκάμης. Γι’ αυτό να την λες πότε ψιθυριστά και πότε με τον νου. Η ευχή με τον νου είναι το καλύτερο∙ επειδή όμως δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να την λένε συνέχεια με τον νου, βοηθάει να την λέη κανείς και ψιθυριστά, σαν μια προπαίδεια.

Μπορείς να αρχίζης να την λες ψιθυριστά , να συνεχίζης με τον νου, και ύστερα πάλι ψιθυριστά και πάλι με τον νου. Να κάνης αυτή την εναλλαγή, μέχρι να καταλήξη η ευχή να γίνεται μόνο με τον νου, να γίνη δηλαδή νοερά , όπως και λέγεται «νοερά προσευχή». Τότε προσεύχεται κανείς με τον νου του και η καρδιά του σκιρτά, αγάλλεται∙ φθάνει στον θείο έρωτα, ζη ουράνιες καταστάσεις.

-Αυτό το διάστημα , Γέροντα, κάθε φορά που μπαίνω στο κελλί μου, έχω μετεωρισμό και βλάσφημους λογισμούς. Γιατί μου συμβαίνει αυτό;

-Ξέχασες, φαίνεται, την ευχή, και γι’ αυτό ο πειρασμός έστησε την σκηνή του έξω από το κελλί σου.Προσπάθησε στις κενές ώρες που έχεις στο κελλί, να λες την ευχή ψιθυριστά , για να διώχνης τον μετεωρισμό και τους λογισμούς που υποβάλλει ο εχθρός. Η ψιθυριστή ευχή πολύ βοηθάει στις ώρες της επιθέσεως, γιατί εκείνην την στιγμή χρειάζεται προσοχή, για να γλυτώση κανείς από την εχθρική φάλαγγα.

-Γέροντα, συμφέρει, όταν μου έρχονται κακοί ή βλάσφημοι λογισμοί , να τους πολεμώ με αντιρρητικό πόλεμο1;

-Καλύτερα να τους πολεμάς με την ευχή παρά με αντιρρητικό πόλεμο. Όσο μπορείς, να μιλάς νοερώς με τον Χριστό δια της νοεράς προσευχής , και να μη συζητάς με τον νου σου «τούτο» ή «εκείνο». Να καλλιεργήσης την ευχή, η οποία αρχικά θα σε απαλλάξη από τους κακούς λογισμούς και στο τέλος θα γίνη ένα με την αναπνοή σου.

1. Αντιρρητικός πόλεμος σημαίνει να αντικρούη κανείς τους κακούς λογισμούς φέρνοντας αντίστοιχους καλούς.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ ζ΄ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Το φάρμακο της προσευχής (Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας)

Πως θα αντιμετωπίσουμε τις φουρτούνες της ζωής;
πόσο μεγάλη δύναμη έχει η ειλικρινής προσευχή στον Θεό;
Ακούστε τον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας...


Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Πώς αντιμετωπίζουμε τους άσχετους με την Πίστη μας

Θα έρθουν μέρες.....



Θα έρθουν μέρες, ώρες και στιγμές που θα νιώσουμε αδύναμοι να προσευχηθούμε. 
Να σταθούμε ενώπιον του Θεού και να ψελλίσουμε τις γνωστές μας προσευχές. Ίσως τότε που δεν υπάρχει καμία πλέον δική μας προσπάθεια και δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε τον εαυτό μας με καμία δική μας κατάκτηση, προσπάθεια, αρετή και κατόρθωμα, να είναι η ώρα που η Χάρις θα μας αρπάξει στην κυριολεξία στην πλεονάζουσα αγκαλιά της.

Είναι τέτοιες στιγμές που πολλές φορές γεννιέται κάτι ειλικρινές και αληθινό μεταξύ εμάς και του Θεού, όταν εμείς έχουμε τσακιστεί και τσαλακωθεί, όταν νιώθουμε ανίσχυροι μέσα στην αποτυχία μας.

Άλλωστε ας μην ξεχνάμε οτι η προσευχή πολλές φορές εκφράζεται ως βαθιά σιωπή απέναντι στην δική μας αδυναμία και στην μεγάλη του φιλανθρωπία.

π. λίβυος

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Ο ενδιάθετος λόγος και το κομποσχοίνι

Προετοιμασία για την προσευχή...


Γέροντα, ποιά προετοιμασία χρειάζεται να κάνουμε για την προσευχή;
– Ανάλογη με την προετοιμασία που κάνουμε για την Θεία Κοινωνία. Εκεί έχουμε Θεία Κοινωνία, εδώ θεία επικοινωνία.
Όταν κοινωνούμε, παίρνουμε μέσα μας τον Χριστό και έρχεται η θεία Χάρις. Με την προσευχή έχουμε συνέχεια επικοινωνία με τον Χριστό και δεχόμαστε με άλλον τρόπο την θεία Χάρη.
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό!
Τότε κοινωνούμε Σώμα και Αίμα Χριστού, τώρα επικοινωνούμε με τον Θεό. Όπως λοιπόν για την Θεία Κοινωνία επιβάλλεται να εξομολογηθή κανείς στον Πνευματικό, έτσι και για την προσευχή, που είναι θεία επικοινωνία, πρέπει να κάνη μια ταπεινή εξομολόγηση στον Χριστό. «Χριστέ μου, να πή, είμαι χάλια, είμαι τέτοιος, τέτοιος… Δεν αξίζει να ασχοληθής με εμένα, αλλά,
Σε παρακαλώ, βοήθησέ με». Έτσι έρχεται η θεία Χάρις και μετά αρχίζει η θεία επικοινωνία.


Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»

Η προσευχή ως σχέση



Συνήθως, όταν μιλάμε για προσευχή, έρχεται στο νου μας το αίτημα, δηλαδή τι να ζητήσω από το Θεό. Η στάση αυτή δείχνει την παιδική αντίληψη της σχέσης, όπου το παιδί θεωρεί τους γονείς του ως τα μέσα που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Ξέρουμε όμως ότι τέτοια συμπεριφορά όχι μόνο δεν αναπτύσσει τη σχέση, αλλά και τη μειώνει και σταδιακά την εξαφανίζει. Γιατί δεν είναι δυνατό η ιδιοτέλεια να καθορίζει την ανθρώπινη ή τη θεϊκή σχέση και αυτή η σχέση να αναπτύσσεται.

Ασφαλώς θα ζητήσουμε από τον ουράνιο Πατέρα να έλθει αρωγός και βοηθός στις ποικίλες ανάγκες της ζωής μας. Άλλωστε ο Χριστός μας είπε «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Μτθ. 7,7), βεβαιώνοντάς μας ότι «όποιος ζητάει λαμβάνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος χτυπά του ανοίγεται».

Η άποψη ότι δεν χρειάζεται να Του πούμε τις ανάγκες μας και να Του ζητήσουμε συμπαράσταση αφού τις γνωρίζει, έχει, βέβαια, αλήθεια αλλά παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το να ζητήσεις κάτι που θέλεις δείχνει ταπείνωση και επιθυμία για σχέση. Ο Χριστός την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής του, στο Μυστικό Δείπνο, εκτός των άλλων, παρότρυνε τους μαθητές Του να ζητούν και να παίρνουν για να έχουν μέσα τους πλήρη χαρά (Ιω. 16,24). Ακόμα και το αίτημα οδηγεί σε σχέση, σε βαθειά επικοινωνία, που, ασφαλώς, φέρνει την καρδιακή ευχαριστία και δοξολογία.

Έτσι η προσευχή, για να μην είναι τυπική επικοινωνία με ξύλινα λόγια, χρειάζεται να γίνεται μέσο που μας γνωρίζει καρδιακά, βαθειά, γι’ αυτό και μυστικά το «Θεό της καρδιάς». Τότε ξέρουμε όχι μόνο ότι υπάρχει (και τα δαιμόνια το ξέρουν!..) αλλά ότι είναι αγάπη, ότι διαλέγεται, ότι σχετίζεται. Κατανοούμε το μεγαλείο της δόξης Του που δεν μας διαλύει, γιατί είναι κενωτικό, σταυρικό. Τον βλέπουμε «εν ετέρα μορφή» να συμπορεύεται, να σιωπά ευεργετικά, να επεμβαίνει δυναμικά.

Η προσευχή τότε δεν περιορίζεται στα αιτήματα, δεν λέγεται με λόγια, δεν καλουπιάζεται στο χρόνο. Γίνεται λαχτάρα για συνάντηση με τον αγαπημένο της καρδιάς, καταλήγει στον τρόπο για να είσαι κοντά Του, εξελίσσεται από καθήκον σε ανάγκη.

Να γιατί οι άγιοι δεν είχαν «ώρα προσευχής». Όλος ο χρόνος της μέρας και της νύχτας ήταν ευκαιρία για να συναντηθούν μαζί Του, να Του εκφράσουν την αγάπη τους, να γίνουν ένα «εν πνεύματι αγίω».

Αλήθεια, δεν είναι η ποσοτική προσευχή που οδηγεί στην ομορφιά της σχέσης αγάπης, της φιλικής συνάντησης, της θεανθρώπινης κοινωνίας. Είναι ο πόθος να βρεις Εκείνον που σ’ αγαπά πέρα και πάνω από οτιδήποτε άνθρωπο, ανεξάρτητα αν η αγάπη σου είναι ελάχιστη και η δύναμή σου μικρή. Αρκεί να έχεις λίγο πόθο, λίγο ενδιαφέρον για να σε πλησιάσει και με τη χάρη Του να σε ανορθώσει σε χαρές ανεκλάλητες και συ ν’ αυξήσεις τον πόθο. Τότε η ζωή σου παίρνει νόημα, η πορεία σου γίνεται ωραία, οι σχέσεις σου ουσιαστικές.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Η παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό!!



Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΒΕΡΕΦ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΟΡΟΝΕΖ. ΠΩΣ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΟΡΦΑΝΟ ΠΑΙΔΑΚΙ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.

Όταν αποφάσισε να ανταλλάξει μερικά πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα μέ τρόφιμα για τούς πεινασμένους, κάποιοι τον επέκριναν. Αλλά εκείνος τούς είπε:

- Στην εκκλησία τά αντικείμενα αυτά απλώς υπάρχουν, μένοντας αναξιοποίητα. Και από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Είναι, λοιπόν, περιττά- δεν μάς χρειάζονται. 
Σ’ ένα από τά κηρύγματά του διηγήθηκε το ακόλουθο συγκινητικό και διδακτικό γεγονός: 

- Από την πείνα πέθανε ό πατέρας ενός παιδιού. Λίγο αργότερα πέθανε και ή μητέρα του. Καθώς οι γείτονες μετέφεραν τη νεκρή στο κοιμητήριο, το παιδί συντετριμμένο βάδιζε πίσω από το φέρετρο. Μετά την ταφή, όλοι έφυγαν. Μόνο το παιδί κάθισε πάνω στον τάφο και άρχισε να κλαίει γοερά. Ανάμεσα στ’ αναφιλητά του, Απευθύνθηκε μέ παράπονο στον Θεό, λέγοντας: “Κύριε, Κύριε! Ή μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι θα έρθεις Εσύ να μέ βοηθήσεις. Αλλά δεν έρχεσαι. Γιατί; Σε περιμένω... Σε περιμένω... και δεν έρχεσαι!”. "Ύστερα, καθώς τά δάκρυά του πότιζαν το χώμα του μνήματος, στράφηκε στη μητέρα του σαν να ήταν ζωντανή. “Μαμά”, της είπε, “μ’ ακούς; 

Ό Κύριος δεν έρχεται!”. ’Έτσι κλαίγοντας και μονολογώντας, Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μ’ ένα ελαφρό σκούντημα. Άνοιξε τά μάτια του και είδε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο να τον κοιτάζει. “Γιατί κοιμάσαι εδώ;”, ρώτησε το παιδί ό άγνωστος. Εκείνο, κλαίγοντας πάλι, του διηγήθηκε τί είχε συμβεί. “Ώστε έτσι!”, είπε ό περαστικός. “Μάθε, λοιπόν, ότι ό Κύριος μέ έστειλε να σε συναντήσω”. Πήρε το παιδί στο σπίτι του και το ανέθρεψε σαν δικό του... Βλέπετε πώς πρέπει να επικαλούμαστε τον Κύριο και πώς ή παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό; 

ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΒΕΡΕΦ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε εκείνα πού δεν πρέπει....



Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε εκείνα πού δεν πρέπει, και στάσου γενναία, για να φυλάξεις τον καρπό της προσευχής.

Γιατί από την αρχή σ’ αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι και να φυλάγεις. Μη λοιπόν, αφού εργαστείς, αφήσεις αφύλακτο ότι έκανες· αν το αφήσεις, δεν ωφελήθηκες διόλου από την προσευχή σου.

Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τούς ακάθαρτους δαίμονες, δε γίνεται για τίποτε άλλο, παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί πολύ εχθρική και ενοχλητική γίνεται σ’ αυτούς η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.

Τι θέλουν οι δαίμονες να κάνουν να ενεργήσει σ’ εμάς; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχύνει από αυτά ο νους και να μην μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.

Ο Κύριος «έλεγε σ’ αυτούς και παραβολή για το ότι πρέπει να προσεύχονται πάντοτε και να μην αποθαρρύνονται». Λοιπόν, καθόλου να μην αποθαρρύνεσαι, ούτε να αθυμείς επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Τελειώνοντας την παραβολή αυτή, ο Κύριος είπε: «Αν και ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τούς ανθρώπους ντρέπομαι, όμως επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, θα της δώσω το δίκαιό της. Έτσι και ο Θεός, θα κάνει σύντομα το θέλημα αυτών πού Τον παρακαλούν νύχτα και μέρα». Γι’ αυτό λοιπόν να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.

Όταν σε δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, τότε σου φέρνουν στο νου σκέψεις πραγμάτων δήθεν αναγκαίων και σε λίγο σε κάνουν να τα λησμονήσεις και παρακινούν το νου να τα αναζητήσει. Και επειδή αυτός δεν τα βρίσκει, στενοχωρείται και λυπάται. Όταν ξανά σταθεί στην προσευχή, του υπενθυμίζουν εκείνα πού του είχαν βάλει στο νου του και τα αναζητούσε, για να στραφεί ο νους σ’ αυτά και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
Αγωνίσου να κρατήσεις το νου κατά την ώρα της προσευχής κωφό και άλαλο, και τότε θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

Αγίου Μάρκου του Ασκητή

Περί των λόγων που περιέχει η θεία ευχή, δηλαδή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»


Πόση δύναμη έχει η ευχή και ποιες είναι οι δωρεές της σε όσους τη χρησιμοποιούν και σε ποια πνευματική κατάσταση τους φέρνει, δεν είμαστε εμείς σε θέση να πούμε. Τους λόγους όμως από τους οποίους αυτή αποτελείται, τους βρήκαν αρχικά οι άγιοι Πατέρες μας, που δεν τους επινόησαν οι ίδιοι, αλλά πήραν τις αφορμές από παλιά από την ίδια την αγία Γραφή και από τους κορυφαίους Μαθητές του Χριστού· ή, να πούμε καλύτερα, τους δέχθηκαν αυτοί σαν κάποια πατρική κληρονομιά και τους μεταβίβασαν σ’ εμάς. ‘Ώστε και από αυτό γίνεται φανερό, σε όσους δεν έμαθαν από την πείρα τους, ότι αυτή η ιερή ευχή είναι κάτι το ένθεο και ένας ιερός χρησμός. Γιατί πιστεύομε ότι είναι θείοι χρησμοί και πνευματικές αποκαλύψεις και λόγοι Θεού όλα όσα έδωσε στους ιερούς Αποστόλους να πουν ή να συγγράψουν ο Χριστός, ο οποίος λάλησε μέσω αυτών. Έτσι, ο θειότατος Παύλος, φωνάζοντας σ’ εμάς σαν από το ύψος του τρίτου ουρανού, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριε Ιησού, παρά μόνο με Πνεύμα Άγιο». Με την αρνητική λέξη «κανείς» φανερώνει πολύ θαυμάσια ότι η επίκληση του Κυρίου Ιησού είναι κάτι το πολύ υψηλό και ανώτερο όλων. Επίσης, ο μέγας Ιωάννης που διακήρυξε σαν βροντή τα πνευματικά, αρχίζει με τη λέξη που τελειώνει ο Παύλος και μας δίνει τη συνέχεια της ευχής ως εξής: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Ιησού Χριστό, ότι ήρθε ως αληθινός άνθρωπος, είναι από το Θεό». Αυτός χρησιμοποίησε βέβαια εδώ κατάφαση, αλλά απέδωσε, όπως και ο Παύλος, στη χάρη του Αγίου Πνεύματος την επίκληση και ομολογία του Ιησού Χριστού. Ας έρθει τώρα τρίτος ο Πέτρος, η ακρότατη κορυφή των θεολόγων, για να μας δώσει το υπόλοιπο αυτής της ευχής. Όταν δηλαδή ο Κύριος ρώτησε τους Μαθητές: «Ποιος λέτε ότι είμαι;», προλαβαίνοντας ο φλογερός μαθητής τους άλλους, όπως το συνήθιζε, είπε: «Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού», έχοντας λάβει την αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του Σωτήρα, από τον ουράνιο Πατέρα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από το Άγιο Πνεύμα. Πρόσεξε λοιπόν αυτούς τους τρεις ιερούς Αποστόλους πως ακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν σε κύκλο, παίρνοντας ο ένας από τον άλλο αυτά τα θεία λόγια έτσι που το τέλος του λόγου του προηγουμένου να γίνεται αρχή για τον επόμενο. Ο ένας δηλαδή λέει «Κύριον Ιησού», ο άλλος «Ιησού Χριστό», ο τρίτος «Χριστό, Υιό του Θεού», και το τέλος συνάπτεται στην αρχή σαν σε κύκλο, όπως είπαμε, επειδή δεν έχει καμία διαφορά να πει κανείς Κύριο και Υιό του Θεού —γιατί και τα δύο αυτά φανερώνουν τη θεότητα του μονογενούς Υιού και παριστούν ότι είναι ομοούσιος και ομότιμος με τον Πατέρα.

Έτσι αυτοί οι μακάριοι Απόστολοι μας παρέδωσαν να επικαλούμαστε και να ομολογούμε εν Πνεύματι τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού· αυτοί είναι και τρεις και πιο αξιόπιστοι απ’ όλους —εφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα με τη θεία Γραφή, βεβαιώνεται με τρεις μάρτυρες. Αλλά και η σειρά των Αποστόλων που τα είπαν, δεν είναι χωρίς σημασία: από τον Παύλο δηλαδή, τον πιο τελευταίο χρονικά από τους Μαθητές, αρχίζει η μυστική παράδοση της ευχής και δια του μεσαίου, του Ιωάννη, προχωρεί στον πρώτο, τον Πέτρο, που με την αγάπη πλησίαζε τον Ιησού περισσότερο από τους άλλους. Τούτο συμβολίζει, νομίζω, την προκοπή μας με ορθή σειρά και την άνοδό μας και την ένωσή μας με το Θεό μέσα στην αγάπη, δια της πράξεως και της θεωρίας. Γιατί βέβαια ο Παύλος είναι εικόνα της πράξεως, καθώς είπε ο ίδιος: «Κοπίασα περισσότερο απ’ όλους», ο Ιωάννης της θεωρίας, και της αγάπης ο Πέτρος, για τον οποίο μαρτυρεί ο Κύριος πως αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους.

Πέρα από αυτά, θα μπορούσε να δει κανείς πως τα θεία λόγια της ευχής υποδηλώνουν το ορθό δόγμα της πίστεώς μας και απορρίπτουν κάθε αίρεση των κακοδόξων. Με το «Κύριε», που φανερώνει τη θεία φύση, αποκηρύττονται εκείνοι που φρονούν πως ο Ιησούς είναι μόνο άνθρωπος· με το «Ιησού», που φανερώνει την ανθρώπινη φύση, αποδιώχνονται εκείνοι που Τον θεωρούν μόνο Θεό που υποδύθηκε κατά φαντασία τον άνθρωπο· το «Χριστέ», που περιέχει και τις δύο φύσεις, αναχαιτίζει εκείνους που Τον πιστεύουν Θεό και άνθρωπο, με χωρισμένες όμως τις υποστάσεις τη μία από την άλλη· τέλος, το «Υιέ του Θεού» αποστομώνει εκείνους που τολμούν να διδάσκουν τη σύγχυση των δύο φύσεων, επειδή φανερώνει πως η θεία φύση του Χριστού δεν συγχέεται με την ανθρώπινη φύση Του, ακόμη και μετά την ένωση τους. Έτσι οι τέσσερις αυτές λέξεις, ως λόγοι Θεού και μάχαιρες πνευματικές, αναιρούν δύο συζυγίες αιρέσεων, οι οποίες, ενώ είναι κακά εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι ομότιμες στην ασέβεια.

Κύριε

ανατρέπει τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέα

Ιησού

τους οπαδούς του Πέτρου Κναφέα

Χριστέ

τους νεστοριανούς

Υιέ του Θεού

τους μονοφυσίτες οπαδούς του Ευτυχή και του Διόσκορου

Έτσι λοιπόν μας παραδόθηκαν αυτά τα θεία λόγια, τα οποία δικαίως θα τα ονόμαζε κανείς μνημείο προσευχής και ορθοδοξίας. Αυτά και μόνα τους είναι αρκετά για όσους προχώρησαν στην κατά Χριστόν ηλικία και έφτασαν στην πνευματική τελείωση· αυτοί ενστερνίζονται και καθένα από τα θεία τούτα λόγια χωριστά, όπως δόθηκαν από τους ιερούς Αποστόλους, δηλαδή το «Κύριε Ιησού — Ιησού Χριστέ — Χριστέ, Υιέ του Θεού» (κάποτε μάλιστα και μόνο το γλυκύτατο όνομα «Ιησού»), και το ασπάζονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής. Και με αυτή γεμίζουν απερίγραπτη πνευματική χαρά, γίνονται ανώτεροι της σάρκας και του κόσμου και αξιώνονται να λάβουν θείες δωρεές. Αυτά τα γνωρίζουν, λένε, οι μυημένοι. Για τους νηπίους όμως εν Χριστώ και ατελείς στην αρετή, παραδόθηκε ως κατάλληλη προσθήκη το «ελέησόν με», η οποία τους δείχνει ότι έχουν επίγνωση των πνευματικών τους μέτρων και ότι χρειάζονται πολύ έλεος από το Θεό. Μιμούνται έτσι τον τυφλό εκείνο πού, ποθώντας να βρει το φως του, φώναζε στον Κύριο καθώς περνούσε: «Ιησού, ελέησόν με». Μερικοί πάλι δείχνουν περισσότερη αγάπη και διατυπώνουν την ευχή στον πληθυντικό, προφέροντάς την ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς»· κι αυτό, επειδή ξέρουν πώς ή αγάπη είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών, καθώς περιέχει και ανακεφαλαιώνει μέσα της κάθε εντολή και κάθε πνευματική πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους από αγάπη και τους αδελφούς σε κοινωνία της προσευχής και παρακινούν περισσότερο το Θεό σε έλεος με το να Τον αναγνωρίζουν κοινό Θεό όλων και να Του ζητούν κοινό το έλεος για όλους. Και βέβαια, το έλεος του Θεού έρχεται σ’ εμάς με την ορθή πίστη στα δόγματα και με την εκπλήρωση των εντολών, πού, όπως δείξαμε, ο σύντομος αυτός στίχος της προσευχής περιέχει και τα δύο.

Τα θεία τώρα ονόματα (Κύριος, Ιησούς, Χριστός), με τα οποία μας δόθηκε η ακρίβεια των δογμάτων, θα μπορούσε να βρει κανείς ότι χρονικά αναφάνηκαν με αυτή τη σειρά και τάξη, και ότι κι εμείς τα λέμε όπως αυτά φανερώθηκαν από την αρχή. Γιατί παντού η Παλαιά Διαθήκη κηρύττει Κύριο το Θεό Λόγο, και πριν και μετά την παράδοση του Νόμου, όπως όταν λέει: «Ό Κύριος έβρεξε φωτιά από τον Κύριο», και: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου». Και ή Καινή Διαθήκη, κατά τη σάρκωσή Του, παρουσιάζει τον Άγγελο να Του δίνει το όνομα λέγοντας στην Παρθένο: «Θα τον ονομάσεις Ιησού», όπως και έγινε, καθώς λέει ο ιερός Λουκάς. Γιατί όντας, ως Θεός, Κύριος των πάντων, θέλησε με την ενανθρώπησή Του να γίνει και σωτήρας μας —έτσι μεταφράζεται το όνομα «Ιησούς». Το όνομα πάλι «Χριστός», το οποίο φανερώνει τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε, ο ίδιος εμπόδιζε τους Μαθητές πριν από το Πάθος να το λένε σε οποιονδήποτε, ύστερα όμως από το Πάθος και την Ανάσταση ο Πέτρος έλεγε με παρρησία: «Να το γνωρίζει όλος ο Ισραήλ, ότι ο Θεός Τον ανέδειξε και Κύριο και Χριστό». Και τούτο ήταν εύλογο· γιατί η ανθρώπινη φύση μας που προσέλαβε ο Θεός Λόγος, χρίσθηκε παρευθύς από τη θεότητά Του, έγινε όμως ό,τι και αυτό που την έχρισε, δηλαδή ομόθεος, αφού ο Ιησούς μου δοξάστηκε με το Πάθος και αναστήθηκε εκ νεκρών. Τότε λοιπόν ήταν καιρός να αναδειχθεί η ονομασία «Χριστός»· τότε δηλαδή που Αυτός, δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως όταν μας έπλασε στην αρχή ή όταν μετά τη συντριβή μας μας ανέπλασε και μας έσωσε, αλλά που ανέβασε και την ανθρώπινη φύση μας στους ουρανούς και τη συνδόξασε με τον εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα. Τότε ακριβώς άρχισε να κηρύττεται Υιός του Θεού και Θεός από τους Αποστόλους, στους οποίους πρωτύτερα, στις αρχές του κηρύγματος, προκαλούσε δέος αυτή η ονομασία και σπάνια τη χρησιμοποιούσαν, έπειτα όμως την κήρυτταν φανερά πάνω από τους εξώστες, όπως τους προείπε ο ίδιος ο Σωτήρας. Επομένως τα θεια λόγια της ευχής τοποθετήθηκαν σε σειρά αντίστοιχη με τη χρονική ανάδειξη της πίστεως. Έτσι από παντού φανερώνεται σαφέστατα η θεία σοφία εκείνων που τα συνέταξαν και μας τα παρέδωσαν: κι από το ότι αυτά ακολουθούν επακριβώς τις αποστολικές ομολογίες και παραδόσεις, κι από το ότι αναδεικνύουν το ορθόδοξο δόγμα της πίστεώς μας, κι από το ότι μας υπενθυμίζουν τους χρόνους κατά τους οποίους εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους η Οικονομία του Θεού για μας, οδηγώντας μας στη θεοσέβεια με κατάλληλα κάθε φορά ονόματα.

Αυτά λοιπόν προσφέραμε εμείς, κατά τη δύναμή μας, σχετικά με τα λόγια της ευχής, σαν να κόψαμε άνθη από κάποιο δένδρο όμορφο και μεγάλο· τον καρπό όμως που αυτά περιέχουν, ας τον μαζέψουν άλλοι, όσοι δηλαδή με τη μακρά μελέτη και άσκηση το αξιώθηκαν αυτό με το να γίνουν δεκτικοί και να πλησιάσουν το Θεό.

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός 

Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 285-288.

“Θυμάμαι, όταν η ευχή μπήκε για πρώτη φορά στην καρδιά μου, είχα μεθύσει από μια απερίγραπτη γλυκύτητα..”



-Γέροντα, ἠμπορεῖτε νά μᾶς πῆτε λίγα λόγια γιά τήν προσευχή;

-῾Η προσευχή, παιδί μου, χρειάζεται σωματική βία. Ἐγώ ἤμουν ἐκ φύσεως ἄνθρωπος ἀσυνήθους σωματικῆς ἀντοχῆς καί «ἔπεφτα» μέ ὁρμή καί δυνατό πόθο Θεοῦ στά μοναχικά ἀγωνίσματα. ῾Ο Γέροντάς μου, μᾶς εἶχε ἐπιβάλει νά ἀγρυπνοῦμε κάθε νύκτα 5-6 ὧρες κάνοντας οἱ πιό δυνατοί προσευχή καί οἱ κἄπως ἀδύνατοι νά διαβάζουν καί κάποιο βιβλίο. Ἐγώ προσευχόμουν πάντοτε ὄρθιος, διότι ἄν καθόμουν, μ᾿ ἔπιανε ὁ ὕπνος.

῾Η βία στήν προσευχή διαρκεῖ μέχρι μισή ὥρα. Κατόπιν ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ προσευχή πλέον ἐνεργεῖται μόνη της προσφέροντας γλυκές πνευματικές ἐμπειρίες.

Στά ὀκτώ πρῶτα χρόνια τῆς μοναχικῆς μου ὑπακοῆς στόν Γέροντά μου, ὅταν προσευχόμουν τίς νύκτες, ἐνόμιζα ὅτι ἄνοιγαν οἱ Οὐρανοί, λόγῳ τῆς πλουσίας ἐπισκέψεως τῆς Χάριτος. ῾Ο νοῦς μου, τοὐλάχιστον δύο φορές τήν ἑβδομάδα, ἀνέβαινε σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν κατάστασι αὐτή ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά λέγῃ πλέον τήν εὐχή. ῾Ο νοῦς, ἡ καρδιά ἑνώνονται μέ τήν εὐχή, δηλαδή μέ τήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. ῾Η ψυχή εἶναι ἀποξενωμένη ἀπό τόν ἔξω κόσμο, καί γίνεται ὅλη φωτοειδής καί κατανυκτική. Καρπός αὐτῆς τῆς θείας ἑνώσεως εἶναι μία ἀνεκλάλητη γλυκύτης, ἡ ὁποία ἄλλοτε διαρκοῦσε μέχρι 4 ὧρες καί ἄλλοτε ὀλιγώτερο, ὅσο δηλαδή ἤθελε ὁ Θεός.

῞Οταν σταδιακά ἡ Χάρις ἀναχωροῦσε, ἄφηνε κάθε φορά κάτι νέο καί καινούργιο μέσα μου. Δηλαδή, μετά ἀπό κάθε νυκτερινή προσευχή μου, δέν ἤμουν ὁ ἴδιος τήν ἑπομένη ἡμέρα. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, μοῦ προσέθεττε Χάρι ἐπάνω στήν Χάρι καί αὐτή ἡ εὐλογία πολύ μέ παρηγοροῦσε καί μοῦ δυνάμωνε τά φτερά τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό.

Θυμᾶμαι, ὅταν ἡ εὐχή μπῆκε γιά πρώτη φορά στήν καρδιά μου, εἶχα μεθύσει ἀπό μία ἀπερίγραπτη γλυκύτητα. ῎Ημουν σάν ἐκστατικός. Δέν ἄντεξα ἀπό τήν χαρά μου καί ἐπῆγα στόν Γέροντα, παρότι ἦτο νύκτα, νά τόν ρωτήσω:

-Γέροντα ἔχω νά σέ ρωτήσω κάτι. Αὐτό κι αὐτό μοῦ συμβαίνει.

-Αὐτό, παιδί μου, εἶναι μεγάλη κατάστασις τῆς προσευχῆς. Κανένας δέν τήν ἀπέκτησε ἀπ᾿ ὅσους Μοναχούς ἐγνώρισα τόσα χρόνια. Μόνο σέ μένα μοῦ τήν δώρισε ὁ Θεός, καί τώρα τό ἴδιο βλέπω καί σέ σένα. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, ὑπάρχει καί ἡ τελευταία, κατά τήν ὁποία ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει στόν παράδεισο.

῾Ο Γέροντάς μου συγκινήθηκε ἀπό αὐτό πού ἔμαθε, μ᾿ ἀγκάλιασε καί μ᾿ ἀσπάσθηκε.

Ἐμένα ὁ νοῦς μου δέν πῆγε ποτέ στόν παράδεισο, ἐνῶ ὁ Γέροντάς μου, εἶχε πάει μέ τόν νοῦ του πολλές φορές, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος στίς ἐπιστολές του.


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ – Προηγούμενος ῾Ιερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου ῎Ορους (+ 1908- 2001)

από το βιβλίο: “ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ” – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ – 2005