Ἡ Λύπη στήν εὑρύτερη σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ φύση τῆς λύπης
Ἡ λύπη, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐνυπάρχει στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστκά ὅτι τή λύπη τήν ἔβαλε ὁ Θεός στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε, χρησιμοποιώντας την κανείς σωστά, νά λάβει μεγάλο κέρδος.
Σέ ἕνα ἄλλο ἐπίσης σημεῖο ὁ ἴδιος Πατέρας συμπληρώνει, λέγοντας ὅτι, ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά ἐπιδείξει πολλή ἀνδρεία, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει αὐτή τή δύναμη τῆς ψυχῆς μέ γενναιότητα καί νά καρπωθεῖ τό χρήσιμο στοιχεῖο πού αὐτό ἐνέχει, ἀπορρίπτοντας ὅ,τι περιττό. Ὡς χρήσιμο θεωρεῖ τό νά λυπᾶται κανείς ὅταν ὁ ἴδιος ἤ κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει πέσει σέ ἁμαρτίες· ἐνῶ ὡς ἄχρηστο θεωρεῖ τό νά διακατέχεται ἡ ψυχή ἀπό τό πάθος τῆς λύπης, ἐξαιτίας διαφόρων ἀντίξοων καταστάσεων καί πειρασμῶν τῆς παρούσας ζωῆς.
Στό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπίπεδο σκέψεως κινοῦνται ὅλοι οἱ νηπτικοί Πατέρες ἐπισημαίνοντας ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά λυπᾶται κανείς γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιά ἐκεῖνα πού γίνονται ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τά εἴδη τῆς λύπης
Ἡ φυσική ὅμως αὐτή δύναμη τῆς ψυχῆς, μετά τήν πτώση τοῦ Προπάτορα, διαστράφηκε.
Ἡ λύπη ἀπό δύναμη τῆς ψυχῆς ἔγινε «τυραννίς», πάθος δριμύ πού συνακολούθησε τόν ἐκπεσόντα σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς μετέπειτα ζωῆς αὐτοῦ τοῦ ἴδιου, ἀλλά καί τῶν ἀπογόνων του.
Ἡ λύπη, ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς, δέν εἶναι, ἀσφαλῶς, διαφορετικῆς φύσεως ἀπό τήν ἐκφυλισμένη μορφή της, δηλαδή ἀπό τη λύπη-πάθος, ὅπως αὐτή βιώνεται ἀπό τό μεταπτωτικό ἄνθρωπο. Ἀλλά τά δύο αὐτά εἴδη διαφέρουν, κατά τούς Πατέρες, ὡς πρός τό στόχο στόν ὁποῖο ἐπικεντρώνονται καί ὡς πρός τόν σκοπό τόν ὁποῖο ἐξυπηρετοῦν.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διακρίνει τή λύπη σέ δύο εἴδη:
α) Αὐτή πού ἀφορᾶ στίς αἰσθήσεις, τῆς ὁποίας αἰτία εἶναι ἡ στέρηση τῶν ἡδονῶν καί,
β) Αὐτή πού ἔχει ἐπιπτώσεις στό νοῦ, τῆς ὁποίας γεννήτορας καί τροφός εἶναι ἡ στέρηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ ἅγιος Πατέρας σημειώνει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση, λέγοντας ὅτι τά θλιβερά συμβάντα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάλογα τῶν
λογισμῶν καί τήν ἐν γένει πολιτεία του. Καί, ἄν αὐτά ἀξιοιποιηθοῦν σύμφωνα μέ τίς Εὐαγγελικές ἐντολές, μέ μετάνοια δηλαδή καί προσευχή, αὐτά λειτουργοῦν θεραπευτικά καί ἐλευθερώνουν ἀπό τά πάθη τήν ψυχή του. Ἄν πάλι δέν δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τίς διάφορες θλίψεις ὡς φάρμακα πνευματικά καί ἀδιαφορήσει –πολύ περισσότερο, ἄν θεωρήσει ὡς αἴτιους τῶν κακῶν τούς συνανθρώπους του ἤ καί τόν ἴδιο τόν Θεό καί παραμείνει ἀναπηρέαστος καί ἀθεράπευτος ἀπό τό καυστικό καί ἰαματικό φάρμακο τῶν θλίψεων– τότε δίκαια χάνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί παραδίδεται στή σύγχυση τῶν παθῶν καί ἐνδίδει στή δαιμονική ἐπιρροή. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς συστήνουν τήν ὑπομονή καί τήν προσευχή, ὡς τόν ἐπιτυχέστερο τρόπο καί ὡς τή μόνη θεάρεστη ὁδό γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἑκάστοτε πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων.
Ὁ ἀββάς Κασσιανός, καταγράφοντας τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς κάθε μορφῆς λύπης, λέει ὅτι ἡ λύπη-πάθος εἶναι ὀξεία, ἀνυπόμονη, δύσκολη στήν ἀντιμετώπιση, γεμάτη μνησικακία, πικρία, καί συχνά, ἀπελπισία. Αὐτή παραλύει τή δύναμη τοῦ ἀνθρώπου γιά ζωή καί δράση καί τοῦ κρύβει τήν ἐλπίδα. Κι αὐτό γιατί αὐτή τοῦ ἐμπνέει τήν ἐγωκεντρική ἀντίδραση καί ἐν πολλοῖς τόν παραλογισμό. Ἀντίθετα, «ἡ κατά Θεόν» λύπη, ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος «φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ μετάνοια καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια σωτηρία».
Ἡ σωτήρια αὐτή λύπη εἶναι ἐπιπλέον ὑπάκουη, εὐγενική, ταπεινή, πραεῖα καί ὑπομονετική. Κι αὐτό, γιατί ἡ κατά Θεόν λύπη πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ «κατά Θεόν» λύπη, εἶναι εὐλογημένη ἐπιδίωξη κάθε πιστοῦ καί ἐργαλεῖο πρόσφορο γιά τήν ἄσκηση καί τήν πνευματική προκοπή του. Παρόλα αὐτά, αὐτή ἡ μορφή τῆς λύπης πρέπει νά λειτουργεῖ ὡς πένθος, ὄχι γιά συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, ἀλλά ὡς αἴσθηση τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πράγμα πού τόν καθιστᾶ «κατάχρεον» ἐνώπιόν Του.
Οἱ Πατέρες μάλιστα θεωροῦν ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν «κατά Θεόν», εὐλογημένη λύπη καί τήν ἄλλη, τή διεστραμμένη καί ἐμπαθή μορφή της, ὑπάρχει καί ἓνα τρίτο εἶδος λύπης, τήν ὁποία χαρακτηρίζουν ὡς ἀναιτιολόγητη ἤ καλύτερα ὡς ἀνοημάτιστη σπατάλη δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Αὐτό τό εἶδος τῆς λύπης τό ἀνάγουν στό ἐπίπεδο τῆς ζηλόφθονης δαιμονικῆς παρέμβασης στό ἔργο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀναιτιολόγητη λύπη συχνά ὑποθάλπει, κατά τή γνώμη τῶν Πατέρων, δαιμονική παρέμβαση ἤ ἀκόμα καί κυριαρχία. Ὁ δαίμονας δηλαδή ἔχει –ὄχι βέβαια πάντα, ἀλλά τουλάχιστον περιπτωσιακά καί ἐν μέρει– τήν εὐθύνη τῆς ὕπαρξης καί τῆς λειτουργίας τοῦ πάθους τῆς λύπης. Θεωροῦν μάλιστα τήν ὕπαρξη τῆς λύπης, σέ ὅλες τίς μορφές καί τίς ἐκφάνσεις της, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἄμεσης ἤ ἔμμεσης δαιμονικῆς ἐνέργειας.
Τό πάθος τῆς λύπης, ἐν τέλει, εἶναι ἀπό τά βασικότερα ὅπλα τοῦ δαίμονα ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου καί συχνά ἡ ὕπαρξή της εἶναι ἐνδεικτικό στοιχεῖο τῆς δικῆς του ἐνέργειας, ἡ ὁποία συντελεῖ τόσο στή γέννηση, ὅσο καί στήν ἀνάπτυξη καί τή μόνιμη ἐγκατάστασή της στήν ψυχή.
Δέν εἶναι ὅμως ἀπολύτως ὑπεύθυνος ὁ Πονηρός γιά τίς ἐπιπτώσεις πού θά ἔχουν στόν ἄνθρωπο τά βέλη πού ἐξαπολύει ἐναντίον του. Ἀλλά συχνά, συμβαίνει νά προϋπάρχει, τῆς δαιμονικῆς ἐπέμβασης στήν ψυχή, ἡ λύπη. Αὐτό λοιπόν πού κάνει τότε ὁ δαίμονας εἶναι νά ἐκμεταλλεύεται τήν ὑπάρχουσα ἀνειρήνευτη κατάσταση τῆς ψυχῆς καί μάλιστα, μέ τέτοιο δόλιο τρόπο, ὥστε ἡ ἐπέμβασή του νά εἶναι δύσκολα ἀντιληπτή καί ἔτσι νά συντελεῖ στήν ἀνάπτυξη τοῦ πάθους καί τήν ἐγκατάστασή του, κυριαρχικά πλέον, στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ λύπη, σέ γενικές γραμμές, εἶναι ἀπεγνωσμένη προσπάθεια ἔκφρασης τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀποτυχίας, τῆς μειωμένης αὐτοεκτίμησης καί τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐτοπραγμάτωση.
Ἡ Πατερική σκέψη καί σοφία ἐπιμένει στό ὅτι δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς πηγή τῆς λύπης κάποιο ἐξωτερικό συμβάν. Ἡ ἀπώλεια πολύτιμων ἀγαθῶν ἤ ἡ ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία δέν μποροῦν νά δικαιολογήσουν τή γέννηση καί κυρίως τήν ἐμμονή της στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα τοῦ πιστοῦ.
Ὅλα αὐτά ἀσφαλῶς, εἶναι οἱ ἀφορμές, οἱ ὁποῖες, πράγματι, ἐπιδροῦν ποικιλότροπα καί ἐπηρεάζουν, κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, τόν ἄνθρωπο καί τή ζωή του. Μποροῦν ὅμως, ὁπωσδήποτε, νά ἀναχαιτισθοῦν ἐπιτυχῶς ἀπό αὐτόν καί νά παραμείνουν μόνο μέχρι τό στάδιο τῆς προσβολῆς τοῦ λογισμοῦ.
Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, μή ὄντας σέ κατάσταση νήψης καί προσευχῆς, δέν ἀντιδρᾶ πάντα ἔγκαιρα καί κατάλληλα. Ἔτσι παραδίδεται ἀμαχητί στό δαίμονα τῆς λύπης, ὁ ὁποῖος, στή συνέχεια, φροντίζει νά ἀποκρύψει ὕπουλα, ἀπό τά πνευματικά αἰσθητήρια τοῦ θύματός του, τήν ἀλήθεια. Παρουσιάζει λοιπόν ἔντεχνα, ὡς ἀπολύτως δικαιολογημένη τήν κατάσταση τῆς ἀθυμίας καί τῆς λύπης του, ὑποβάλλοντάς του τό λογισμό ὅτι δῆθεν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν πού τοῦ συμβαίνουν εἶναι ἕνα συγκεκριμμένο συμβάν ἤ κάποιες ἀτυχεῖς συγκυρίες.
Ἐπιπλέον ὁ Πονηρός, ὅταν ἐπιτύχει καί καταλάβει τό λογισμό τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἐμφανίζει ὡς ὑπεύθυνο γιά ὅλα, ὄχι ἀσφαλῶς τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀδυναμία του, ἀλλά τίς ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς, τίς ἄστοχες καί κακόβουλες ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων του, τίς στερήσεις καί τίς ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες του ἤ ἀκόμα καί τόν Ἴδιο τόν Θεό, τόν Ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίζει, ὡς ἄδικο καί ἀνελεήμονα.
Συνεπῶς, γιά τήν ἀναιτιολόγητη λύπη δέν εὐθύνεται ἀποκλειστικά ὁ διάβολος. Δέν τή γεννάει δηλαδή ὁ Πονηρός «ἐκ τοῦ μή ὄντος». Ἀλλά τό στοιχεῖο αὐτό τοῦ πάθους ἐνυπάρχει ὡς δύναμη στή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἐκμεταλλεύεται ὁ Πονηρός, προκειμένου νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο,πού ἔχει πέσει στά δίχτυα τῆς λύπης, στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Ὡς αἴτια τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, οἱ Πατέρες καταγράφουν ἐνδεικτικά:
α) Τήν ματαίωση ἐπιθυμίας ἡδονῆς ἤ τήν ἀπώλεια κάποιου ἀγαθοῦ.
β) Τήν κενοδοξία
γ) Τό θυμό, τήν ὀργή καί τή μνησικακία
α) Ἡ ματαίωση ἐπιθυμίας ἡδονῆς ἤ ἡ ἀπώλεια κάποιου ἀγαθοῦ.
Οἱ ἐπιδιώξεις καί οἱ ἐπιθυμίες τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνήθως ἀντίστοιχες τῆς ἐμπάθειας πού τόν διακατέχει. Γι’ αὐτό συχνά, προσπαθεῖ κανείς νά στηριχθεῖ σέ ἐπίγεια καί φθαρτά πράγματα, οἰκοδομώντας τά ὄνειρα καί τίς ἐλπίδες του «στήν ἄμμο». Ἔτσι, ὅταν ἔρχεται ἡ θύελλα τῶν πειρασμῶν, οἱ καταιγίδες τῆς «κατά κόσμον» ἀποτυχίας του, ἡ στέρηση τῆς τρυφῆς καί τῆς ἀνάπαυσης, ταράζεται καί θλίβεται, ἀνάλογα μέ τόν βαθμό πού εἶναι κανείς στηριγμένος σ’ αὐτά.
Συνιστοῦν λοιπόν, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας νά μή στηρίζεται ὁ ἄνθρωπος σέ τίποτα φθαρτό καί ἐφήμερο, οὔτε νά ψάχνει τή χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς του στίς ἡδονές καί τίς ἐπιθυμίες τῆς ἀπόλαυσης τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί οἱ ἐπιθυμίες τῆς σαρκός μόνο φθορά μποροῦν νά προσπορίσουν στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κατά τό Εὐαγγελικό εἶναι ἀπατηλές καί μάταιες.
β) Ἡ κενοδοξία
Ἡ ἀναζήτηση ἀναγνώρισης, τιμῆς καί δόξας καί ἡ ἀποτυχία τῆς προσπάθειας γιά τήν ἀπόκτησή τους εἶναι, κατά τούς Πατέρες, τά βασικότερα αἴτια τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, πού συντελοῦν στό νά παραμένει ἀνοιχτή καί ἀνικανοποίητη ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Κι αὐτό, γιατί αὐτά παράγουν ἄφθονη τροφή στούς ἀνέλπιδους καί θλιβερούς λογισμούς τοῦ φιλόϋλου καί κενόδοξου ἀνθρώπου.
Ἡ ἐπίδειξη τῶν χαρισμάτων, «ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», ἡ ἐπίδειξη τῶν ἀγαθῶν ἤ καί τῶν ἀρε- τῶν, καθώς καί οἱ ποικίλες ἄλλες ἐμπαθεῖς ἐπινοήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἀνάδειξή του, εἶναι μερικοί ἀπό τούς πλέον συνήθεις τρόπους τοῦ ἐγώ, ὥστε νά ἐπιπλεύσει καί νά ἐπιδειχθεῖ. Γιατί ὅλα αὐτά προσπορίζουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀντίστοιχο θαυμασμό καί τήν ἀναγνώρισή του ἐκ μέρους τοῦ στενοῦ καί τοῦ εὑρύτερου περιβάλλοντός του.
Οἱ βαθιές καί θεμελειώδεις ἀναζητήσεις καί τά ὑπαρξιακά ἐρωτηματικά ξεπροβάλλουν τότε ἐντονότερα καί ἡ στιγμή τῆς ἀποτυχίας εἶναι γιά τόν κενόδοξο ἄνθρωπο βαριά καί καταλυτική. Γιατί ὁ μή ἀναγεννημένος ἄνθρωπος δέν εἶναι σέ θέση, –ἔχοντας ὡς βάση τή λογική «τοῦ αἰῶνος τούτου»– νά ἀποκρυπτογραφήσει τό μήνυμα τῆς ἀδοξίας πού ἐνέχει ὁ σταυρός τῆς ἀποτυχίας, τόν ὁποῖο καλεῖται στό ἑξῆς νά σηκώσει. Ἡ αὐτοεκτίμησή του ἐξαντλεῖται, τό αὐτοείδωλό του πέφτει καί ἄν δέν βρεθεῖ στό δρόμο του ἄνθρωπος «Κυρηναῖος», βοηθός διακριτικός καί φιλάδελφος, γιά νά τόν συνδράμει καί νά τόν καθοδηγήσει στήν «ὁδό τοῦ Μαρτυρίου» του, τότε ἀποδομεῖται ἤ καί πολλές φορές, συντρίβεται ἀνεπανόρθωτα.
Ἐπιπλέον, ἡ κενοδοξία εἶναι περιεκτική κακία, ρίζα καί μητέρα πολλῶν ἄλλων παθῶν, ὅπως γιά παράδειγμα τῆς φιλαρχίας καί τῆς φιλαργυρίας. Ὁ ἅγιος Κασσιανός παρομοιάζει πολύ εὔστοχα τήν κενοδοξία μέ τό κρεμμύδι. «Ὅταν βγάζουμε», λέει, «ἀπό τό κρεμμύδι μιά φλούδα, βρίσκουμε ἀμέσως ἀπό κάτω μιά ἄλλη. Καί ὅσο βγάζουμε φλοῦδες, τόσο βρίσκουμε ἄλλες ἀπό κάτω».
Σέ κάθε περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ὑπό τό κράτος τῆς λύπης, ἐμφανίζεται νά ἔχει πληγωμένο ἤ μειονεκτικό «ἐγώ» καί ὑπερβολική φιλαυτία.
Ἡ λύπη λοιπόν, εἶναι τό ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τοῦ πάθους τῆς κενοδοξίας καί τῶν ποικίλων ἐκφάνσεών της καί προδίδει ἀνειρήνευτη ἐσωτερική κατάσταση καί ἀνέλπιδο βίο.
γ) Ὁ θυμός, ἡ ὀργή καί ἡ μνησικακία
Ἡ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη γενικά, ἀλλά καί εἰδικώτερα στά πάθη τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας εἶναι πηγή λύπης. Ἐπιπλέον, αὐτά εἶναι ἐνδεικτικά τῆς ματαίωσης κάποιας ἐπιθυμίας ἡδονῆς ἤ τῆς ἀπώλειας ὑλικῶν ἀγαθῶν ἤ ἀκόμη καί μείωσης τῆς ἐκτίμησης καί ἀμαύρωση τῆς ἰδέας πού ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τρέφει γιά τόν ἑαυτό του.
Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ ὀργή καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο καί γεμίζει τήν ψυχή του λύπη καί ἀθυμία, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας του νά ἀπολαύσει τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας του. Κι’ αὐτό γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, βαθιά μέσα στήν ἐπιθυμία τῆς ἡδονιστικῆς ἀπόλαυσης κρύβεται ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη.
Λυπᾶται ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος καί θρηνεῖ, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κάποιος τόν προσέβαλε καί σπίλωσε τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπειά του. Αὐτή τή λύπη οἱ Πατέρες τή θεωροῦν ὡς σύμπτωμα τῆς νόσου τῆς ὑπερηφάνειας, στήν ὁποία τό πάθος στηρίζεται, ἀπό τήν ὁποία ζωοποιεῖται, τρέφεται καί μεγαλώνει τόσο, ὥστε νά φθάνει νά παραμένει ἰσχυρό, κυρίαρχο, καί συχνά, ἀθεράπευτο.
Ἡ ὀργή στρέφεται, συχνά, εὐθέως κατά τοῦ ἀνθρώπου πού, διά τῆς προσβολῆς, ἐπέφερε τό κτύπημα καί εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐκφρασθεῖ ἀκόμα καί μέ βίαιες ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ὁ ἄλλος τότε γίνεται ἀποδέκτης σκληρῶν λόγων ἤ ἀκόμη καί χειροδικίας, ἐφόσον, στή συνείδηση τοῦ ὀργισμένου, αὐτός ἔχει χάσει πλέον τή θέση τοῦ ἀδελφοῦ.
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ ἑρμηνεία πού δίνει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ ὁποῖος στήν Καθολική Ἐπιστολή του ἀναφέρεται σ’ αὐτό τό θέμα, λέγοντας ὅτι ὅλοι οἱ πόλεμοι καί οἱ ἀντιδικίες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων προέρχονται ἀπό τή στέρηση τῆς ἐπιθυμίας τῶν ἡδονῶν, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς εἶναι ταυτόχρονα πολέμιοι καί φονεῖς τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο ἔχει λάβει ὁ πιστός καί πού συνοδεύουν τή ζωή του σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του.
Στήν ἴδια βάση κινεῖται καί ἡ σκέψη ὅλων γενικά τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής θεωρεῖ μάλιστα, ὅτι τό φιλόυλο καί φιλήδονο πνεῦμα πού κυβερνάει τόν ἄνθρωπο, τόν ἐξαγριώνει, τοῦ στερεῖ τήν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ καί τόν κάνει σκληρό, δύσθυμο καί συχνά, ἀδελφοκτόνο. Ἀλλά, καθώς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, τά ἄπρεπα ἤ προσβλητικά, ἐνδεχομένως, λόγια κάποιου συνανθρώπου, δέν εἶναι ἀσφαλῶς, ὁ πραγματικός λόγος καί ἡ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ θιγμένου, Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτά ἀπευνθύνθηκαν σέ ἄνθρωπο πού ἡ ὀργή του τόν πρόδωσε καί τόν ἀποκάλυψε, ὡς ὑπερόπτη καί λάτρη τῆς ἰδεατῆς εἰκόνας του.
Ἡ ὀργή, καί κυρίως, ἡ μνησικακία, φωλιάζουν καί χρονίζουν στήν ψυχή γιατί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό νά μηρυκάζει τά λόγια καί τά γεγονότα πού τόν ἔχουν προσβάλει καί νά ἐπανακαθορίζει τή στάση του ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου του· καί μάλιστα, μέ περισσότερο μένος καί συγχυσμένη διάνοια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης θεωρεῖ τήν κατάσταση αὐτή ὡς σκουλήκι πού κατατρώει τόν νοῦ καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ μάταιη καί ἀδικαιολόγητη λύπη.
Ὡς ἀπόδειξη τοῦ ὅτι τό σκουλήκι τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας, εἶναι αὐτό πού κατατρώει τό νοῦ καί γεμίζει τήν ψυχή μέ ἀφόρητη θλίψη, φέρεται τό γεγονός ὅτι, αὐτός πού πάσχει ἐξαιτίας τους, φέρνει στό νοῦ του τόν ἀδελφό του μέ ἀπέχθεια καί τόν θεωρεῖ ὡς πηγή πειρασμῶν καί λύπης.
Τό πάθος τῆς ὀργῆς φθείρει τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ στερεῖ τή δωρεά τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ πραότητα καί ἡ ἐγκράτεια, καταστάσεις πού εἶναι ἀκριβῶς ἀντίθετες τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας. Ὅταν λοιπόν, λείψουν ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτές οἱ ἀρετές καί ἐπικρατήσει στήν ψυχή ἡ ὀργή καί ἡ μνησικακία, τότε ὁ ἄνθρωπος ἐρημώνεται, φτωχαίνει καί καταλαμβάνεται ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα διχοστασίας, σύγχυσης, φόβου καί λύπης. Ἐνδέχεται μάλιστα, αὐτός νά ὁδηγηθεῖ μέχρις μίσους τοῦ συνανθρώπου του· ὁπότε, εἴτε τό πάθος τῆς ὀργῆς ἐκδηλωθεῖ ἔμπρακτα, εἴτε παραμείνει φωλιασμένο καί ἀνενέργητο στά ἐνδότερα τῆς ψυχῆς, κατατάσσει τόν πάσχοντα ἀπό αὐτό στό ἐπίπεδο τοῦ μισάδελφου καί ἀδελφοκτόνου.
Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες συστήνουν στόν ἄνθρωπο, πού κατατρώγεται ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου του, νά ἀποδιώκει τή λύπη πού αἰσθάνεται, ἀπό τήν προσβολή πού τοῦ ἔχει γίνει, μέ προσευχή καί μέ εἰλικρινή καί ἀμέριστη φιλανθρωπία. Ἔτσι, καί ὁ ἴδιος θά λυτρωθεῖ ἀπό τό σκουλήκι τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας πού τόν κατατρώει, ἀλλά καί τόν συνάνθρωπό του θά ἐλεήσει. Γιατί, μέ τήν ἐλεήμονα, διαλακτική, φιλάδελφη καί φιλήσυχη στάση του, θά συντελέσει στή μετάνοια καί τή σωτηρία του.
Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἐμπαθοῦς λύπης:
Προϋποθέσεις καί τρόποι
Καταστάσεις αἰτιολογημένης ἤ ἀναιτιολόγητης λύπης, ἀντιμετωπίζει συχνά ὁ μεταπτωτικός καί «ὑπό ἀναγέννησιν» ἄνθρωπος. Ἡ πείρα τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς ἀνοίγει καί ἐδῶ δρόμους, ὑποδεικνύοντάς μας ὁρισμένα κομβικά σημεῖα-στόχους, πρός τούς ὁποίους θά πρέπει νά ἐπικεντρώσουμε ἰδιαίτερα τήν προσοχή μας καί νά δώσουμε τήν πνευματική μάχη κατά τοῦ τροφοδότη καί δημιουργοῦ τῆς ἀνέλπιδης καί φθοροπιοιοῦ αὐτῆς κατάστασης.
Ὡς βασική προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, θεωρεῖται:
α) Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἡ ἐξ αὐτῆς γόνιμη αὐτομεμψία.
Τό Ψαλμικό «Τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστί διαπαντός», εἶναι ἀκριβῶς, τό ὁρμητήριο καί τό ἐπιθυμητό βίωμα, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή βάση ἐκκινήσεως γιά τή μεταποίηση τῆς ἐμπαθοῦς λύπης σέ εἰλικρινή μετάνοια καί στόν ἐξ αὐτῆς καρπό, τό «χαροποιόν πένθος».
Τό νά μεμφόμαστε τόν ἑαυτό μας καί νά ἀναθέτουμε τά πάντα στόν Θεό, εἶναι κατά τόν ὅσιο Ἡσύχιο, πηγή ἀνακούφισης, χαρᾶς καί ἀφανισμοῦ τῶν «ἀλόγων» λογισμῶν , οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν σκληρά τόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης, ἐπίσης λέει ὅτι ἡ ἄγνοια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ λήθη τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἐκεῖνα πού βαρύνουν τό νοῦ καί κάνουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά σκεπάζεται καί νά τυραννιέται κάτω ἀπό τό νέφος τῆς ἀθυμίας. Αὐτός λοιπόν, λέει ὁ ὅσιος, πού γνώρισε τήν ἀλήθεια δέν ἀντιδρᾶ ἀρνητικά καί δύσθυμα στίς ἐμπαθεῖς ἐπιθέσεις καί τίς ποικίλες θλίψεις πού τόν βρίσκουν. Κι’ αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὅτι οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις, ἄν ἀντιμετωπισθοῦν «ἐν Χριστῷ», ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό φόβο τοῦ Θεοῦ. Συστήνει, ἐπίσης, ὁ Ὅσιος σ’ αὐτόν πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας του, νά μήν ἐπαναφέρει στό νοῦ του τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες του. Γιατί ἡ μνήμη τους, καί μάλιστα χωρίς τήν ἀπαιτούμενη μετάνοια καί τόν πόνο, μπορεῖ νά ἀφαιρέσουν ἀπό τήν ψυχή του τήν ἐλπίδα· καί πολύ περισσότερο, νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἐπανάληψη τοῦ παλαιοῦ μολυσμοῦ.
Θεωρεῖ, ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Πατέρας, ὅτι εἶναι προϋπόθεση τό νά γνωρίσει ὁ πιστός ὄχι μόνο δογματικά ἀλλά καί ἔμπρακτα τήν ἀλήθεια, ὥστε νά ἐξομολογεῖται στόν Θεό, ὄχι μέ τό νά φέρει στό νοῦ του μιά-μιά τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες του, ἀλλά μέ τό νά δείχνει ὑπομονή καί καρτερία στίς ἀκούσιες θλίψεις καί τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν.
Ἄν λοιπόν ἀντιμετωπίζει κανείς τίς θλίψεις, προσδοκώντας τά μέλλοντα ἀγαθά, ἔχει ἤδη βρεῖ τήν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειας καί θά ἀπαλλαγεῖ γρήγορα ἀπό τήν ὀργή καί τή λύπη. Ἔτσι, ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του, θά λειτουργεῖ πλέον τή γόνιμη καί ψυχωφελή αὐτομεμψία, καθώς καί τήν καθαρτική ἐξομολόγηση.
β) Νήψη καί ἡ προσευχή
Ἡ πνευματική ἐγρήγορση καί ἡ προσευχή εἶναι τό ἀσφαλές φυλακτήριο τῶν λογισμῶν τοῦ πάθους τῆς ἀθυμίας καί τῆς λύπης. Ὁ δαίμονας πού σχετίζεται μέ αὐτά τά πάθη, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καιροφυλακτεῖ γιά νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο ἀφύλακτο, σέ πνευματική νωθρότητα καί ραθυμία, ὥστε νά τόν παρασύρει διά τῆς φαντασίας καί νά καταλάβει ἀνενόχλητος τό λογισμό καί τήν καρδιά του. Μᾶς συμβουλεύουν, λοιπόν, νά ἐλέγχουμε τή φαντασία μας, ὥστε νά σταματήσουμε, εἰ δυνατόν, τήν ἔφοδο τοῦ πάθους στό στάδιο τῆς προσβολῆς. Γιατί, χωρίς τό πέρασμα ἀπό τήν κερκόπορτα τῆς φαντασίας, ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά καταλάβει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ προσευχή βέβαια, πρέπει νά εἶναι διαρκής καί καθαρή, καί μάλιστα τόν καιρό τῆς ἀθυμίας καί τῆς λύπης, ἐντονότερη, πιό ἐπίμονη καί ἀπαλλαγμένη ἀπό λογισμούς μνησικακίας. Διαφορετικά θά μοιάζει κανείς μέ ἄνθρωπο πού προσπαθεῖ νά βγάλει νερό ἀπό τό πηγάδι, κρατώντας τρύπιο κουβά.
Ὁ σωστός τρόπος καί οἱ προϋποθέσεις γιά νά προσευχηθεῖ κανείς εἶναι τό νά ἔχει φόβο Θεοῦ, νά καταβάλει κόπο, νά ἔχει εἰρηνική καί νηφάλια σκέψη καί νά τηρεῖ τούς λογισμούς ἄγρυπνα, μήπως, διά τῆς φαντασίας, χάσει τόν καρπό τῆς προσευχῆς του.
Νά, λοιπόν, λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὁ οὐρανός βρίσκεται μέσα σου. Κι’ ἄν ἔχεις καθαρή καρδιά, θά δεῖς ἐκεῖ τούς φωτεινούς Ἀγγέλους.
γ) Ἡ πνευματική μελέτη
Ὡς πνευματικό λειμώνα καί πηγή γνήσιας χαρᾶς χαρακτηρίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τίς θεῖες Γραφές. Τίς συγκρίνουν, συχνά, μέ τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου καί μάλιστα τίς βρίσκουν ἀκόμα πιό εὐφρόσυνες καί καρποφόρες.
Πράγματι ἡ πνευματική μελέτη παρηγορεῖ τήν ψυχή καί συνεργεῖ στό ἔργο καί τήν καρποφορία τῆς προσευχῆς. Γιατί, μελετώντας κανείς τό λόγο τοῦ Θεοῦ ξεφεύγει ἀπό τήν τυραννία τῆς ἐφήμερης ἀνάπαυσης καί διατηρεῖ τήν ἐλπίδα γιά τά μέλλοντα καί αἰώνια.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ζωντανός, δραστικός καί πιό κοφτερός ἀπό δίκοπο μαχαίρι, λέει ὁ Ἀπόστολος, καί μπαίνει βαθιά μέχρι τό μεδούλι τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, λειτουργεῖ θεραπευτικά γιά τήν ψυχή. Κι αὐτό γιατί, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀναγεννητική δύναμη καί Χάρη. Γι’ αὐτό μπορεῖ νά ἐπαναφέρει τό σκοτισμένο λογισμό καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά βέλη τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν καί τῆς ἄκαιρης φαντασίας. Τότε, ἐπανέρχεται ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς καί ἡ θέληση γίνεται ἀποφασιστικότερη, στήν ἀντίστασή της κατά τοῦ πάθους τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀνορθωθεῖ καί νά κερδίσει πάλι ὅ,τι ἔχει ἤδη χάσει, ὄντας κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῆς λύπης.
Μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ πληροφορεῖται ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος ἐναργέστερα γιά τήν αἰτία τῆς πτώσεώς του, ὥστε νά μπορεῖ πλέον νά ἐπιλέγει τήν καλύτερη καί ἀσφαλέστερη ὁδό, γιά τήν ἐπιστροφή του στόν «οἶκο τοῦ Πατρός». Γι’ αὐτό, μᾶς παροτρύνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νά συγκεντρώνουμε βιβλία πνευματικά. Γιατί ὅπου βρίσκονται τέτοια βιβλία, ἀπό ἐκεῖ φεύγει κάθε δαιμονική ἐνέργεια καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκει εἰρήνη καί παρηγοριά.
δ) Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τοῦ θανάτου καί τῆς μέλλουσας Κρίσης
Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηριώδης αὐτή κατάσταση πού ἀναγεννᾶ τήν ψυχή καί τήν ζωογονεῖ, γιατί βγάζει ἀπό τό σκοτάδι τῆς λήθης στή χαρά τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ὅσιος Νεῖλος παροτρύνει τόν πιστό νά διατηρεῖ διά τῆς εὐχῆς καί τῆς πνευματικῆς γενικά ἄσκησης, τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως, λέει ὁ Ὅσιος, ἀναπνέουμε ἀδιάκοπα, ἔτσι πρέπει νά κρατᾶμε τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί νά μελετοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας καί τῆς παράστασής μας ἐνώπιόν Του, κατά τήν ὁποία θά ἀποδώσουμε λόγο, ὡς οἰκονόμοι καί διαχειριστές τῶν χαρισμάτων καί τῶν δωρεῶν Του πρός ἐμᾶς.
Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου μπορεῖ ἐνδεχομένως νά φέρνει λύπη στήν ψυχή, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀλλά αὐτή ἡ λύπη εἶναι θεόσδοτη καί σωτηριώδης γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἐξάλλου, πάντα συνοδεύει τή μνήμη τοῦ θανάτου καί γι’ αὐτό ἡ λύπη αὐτή εἶναι «λύπη θεοφιλής» «χαροποιός» καί γεμάτη πνευματική εὐφροσύνη.
ε) Ἡ «κατά Θεόν πτωχεία», ἡ σιωπή καί ἡ ἡσυχία
Ἡ κατά Θεόν πτωχεία εἶναι ἡ ἑκούσια ἀποποίηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ὅλων γενικά τῶν κτήσεων, τῶν δικαιωμάτων καί τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτά. Κι’ αὐτό γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίψει κάθε σχέση μέ τά ὑλικά ἀγαθά καί μέ τό κοσμικό, γενικά, φρόνημα, «τό φρόνημα τῆς σαρκός», ὅπως τό ἀποκαλεῖ χαρακτηριστικά ὁ Ἀπόστολος, τότε ἐλαχιστοποιοῦνται ἤ καί συχνά, μηδενίζονται τά αἴτια τῆς λύπης.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ σιωπή, ἡ «κατά Θεόν πτωχεία» καί ἡ ἡσυχία εἶναι παράγοντες δημιουργίας τῆς «πτωχείας τοῦ πνεύματος». Γιατί ὁ ἄνθρωπος, σβήνοντας κάθε σχέση του μέ τά ἀγαθά καί τό φρόνημα τοῦ κόσμου τούτου, ἐλαφρύνεται καί καθαρίζεται ἀπό τά πάθη καί μοιάζει μέ ἄγραφη πλάκα πού εἶναι καλυμμένη μέ κέρινη ἐπιφάνεια. Σ’ αὐτή λοιπόν λέει, τήν ἰσόπεδη πλάκα ὑπάρχει δυνατότητα νά ἐγγραφοῦν καθαρά καί νά παραμείνουν ἀνόθευτα τά Θεῖα δόγματα, ἀπαλλαγμένα ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπηρροές καί τίς διαστρεβλωμένες ἁμαρτωλές προσμίξεις τους.
Παρομοιάζει μάλιστα ὅ ἅγιος Ἱεράρχης τή λύπη καί τά ἄλλα πάθη μέ ἄγρια θηρία. Καί, ὅπως λέει, τά θηρία, ὅταν παγώσουν, ἀδυνατοῦν πλέον νά ἔχουν τήν ἐπιθετική δύναμή τους ἐνεργή, ἔτσι καί ἡ λύπη χάνει τή σφοδρότητα καί τήν καυστικότητά της, ὅταν αὐτή δέν συντηρηθεῖ μέ τό αἴ-σθημα ἀσφάλειας πού πηγάζει ἀπό τήν κτήση τῶν ἀγαθῶν. Ἔτσι, μπορεῖ κανείς νά τήν ὑπεβεῖ πιό εὔκολα, γιατί αὐτή χάνει τή βαρύτητα καί τή σημασία της καί γίνεται πλέον «εὐκαταγώστη».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες σημειώνουν ἰδιαίτερα τό θέμα τῆς «κατά Θεόν» σιωπῆς καί ἡσυχίας, ὡς παράγοντα ἰσχυρό καί ὡς προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, καθώς καί γιά τήν ἑτοιμασία τῆς ψυχῆς νά δεχθεῖ τό μήνυμα τῆς Εὐαγγελικῆς εἰρήνης καί τῆς χαρᾶς.
Ἡ πτωχεία καί ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι ἐπίσης ὁδοί πού διευκολύνουν τή μετάνοια τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλευθερία της ἀπό τήν «προσπάθεια» πού ἔχει πρός τήν κτίση καί τά ἐφήμερα ἀγαθά της. Κι αὐτό, γιατί δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σέ θέση νά διαχειρίζονται τά ἀγαθά, τίς σχέσεις καί τά χαρίσματά τους ἀπαθῶς, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ στέρησή τους ἀποτελεῖ πηγή καί τροφοδότιδα τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας.
Ἡ ἀντίδραση πού ἐπέδειξε ὁ πλούσιος νέος τοῦ Εὐαγγελίου στήν ὑπόδειξη πού τοῦ ἔγινε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τοῦ πράγματος. Ὁ νέος αὐτός εἶχε ἑλκυσθεῖ ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τό κήρυγμά Του γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἐπιθύμησε νά ἀποκτήσει τήν τελειότητα τῶν «τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι, ἡ ἀποποίηση τῶν ἀγαθῶν του ἦταν προϋπόθεση τῆς ἀποκτήσεως τῆς ἐλευθερίας του, ὥστε νά μπορέσει ἀπρόσκοπτα νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, «ἔφυγε σκυθρωπός». Καί ἑρμηνεύοντας ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής τήν περίεργη αὐτή στάση τοῦ νέου, λέει: Συμπεριφέρθηκε ἔτσι, «γιατί εἶχε κτήματα πολλά».
ζ) Ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν
Ὁ πόλεμος μέ τούς λογισμούς εἶναι ἀφανής καί ἐπώδυνη μορφή τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ἀλλά καί ἡ πλέον σημαντική καί ἀποφασιστική κίνηση γιά τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί τήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας.
Τό πεδίο μάχης μέ τούς λογισμούς, ἀλλά καί τό ἔδαφος στό ὁποῖο αὐτοί γεννιοῦνται καί ἀναπτύσσονται εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ὅτι οἱ ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν μποροῦν εὔκολα νά ἀναχαιτισθοῦν, παραμένοντας μόνο στό στάδιο τῆς προσβολῆς, ἄν ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος δέν τούς δεχθεῖ καί, πολύ περισσότερο, ἄν, μέ σθένος, τούς ἀντικρούσει.
Αὐτό ὅμως ἀπαιτεῖ μεγάλη πείρα καί ἰσχυρή θέληση. Ἀλλά, ἐπειδή ἡ ἀντίδραση ἐκ μέρους ἐκείνου πού πλήττεται ἀπό αὐτούς, δέν εἶναι σθεναρή καί ἔγκαιρη, οἱ λογισμοί εἰσέρχονται στήν ψυχή, βρίσκοντας πρόσφορο ἔδαφος καί ἐκλεκτούς συνεργούς, τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα, τήν ὑπερηφάνεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, βυθίζεται στό σκοτάδι τῆς λύπης καί συχνά, καταλαμβάνεται καί ἀπό τόν βρόγχο τῆς ἀπελπισίας. Γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Σιλουανός, μπορεῖ κανείς νά χάσει τή Χάρη καί ἀπό ἕναν κακό λογισμό. Γιατί, μέ τόν κακό λογισμό εἰσέρχεται στήν ψυχή μιά ἐχθρική δύναμη καί τότε ὁ νοῦς σκοτίζεται καί βασανίζεται ἀπό κακές σκέψεις. Γι’ αὐτό, μάθε, λέει, νά σταματᾶς ἀμέσως τούς λογισμούς. Ἄν, ὅμως, ξεχάσεις καί δέν τούς διώξεις ἀμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια.
Οἱ λογισμοί μπορεῖ νά εἶναι πονηροί, βλάσφημοι καί νά ὑποκινοῦν τό ἄνθρωπο σέ ἀπιστία πρός τόν Θεό καί ἰδιαίτερα, πρός τό Πρόσωπο τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ-Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπό αὐτούς, συνεχίζει ὁ ἅγιος Σιλουανός, οἱ πονηροί κυρίως, λογισμοί γεννιοῦνται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τῆς ψυχῆς καί πλήττουν ἰδιαίτερα αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τή ζωή τοῦ ἄλλου.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἐνῶ, πολλές φορές, δέν φαίνεται νά ἐνοχλεῖται ἀπό τούς κακούς λογισμούς, νά ἀδιαφορεῖ –ἀντίθετα, συλλαμβάνεται συχνά νά ἀνοίγει διάλογο ἄνισο καί ἐπιζήμιο μαζί τους– ἐντούτοις, αἰσθάνεται μεγάλη δυσκολία νά τούς ἀποκαλύψει καί νά τούς ἐκθέσει σέ κάποιον μεγαλύτερο καί ἐμπειρότερο στόν πνευματικό ἀγώνα, ἄνθρωπο.
Ἀλλά κάνοντας ἔτσι, παραμένοντας δηλαδή, κανείς ἀνενεργός, σέ ράθυμη καί ἀναποφάσιστη κατάσταση, χάνει τή δύναμη καί, κατά συνέπεια, τή δυνατότητα νά τούς ἀντικρούσει εὔστοχα, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή θανατηφόρα ἐπίδραση καί φορτικότητά τους.
Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων ὅμως, καί μάλιστα τῶν Νηπτικῶν, μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη «τῶν κρυφίων» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἐλευθερίας του καί μάλιστα, γιά τόν εὔχαρη καί εἰρηνικό βίο, καί τήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς.
Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ἐπιμένει ὅτι πρέπει κανείς νά ἀναφέρει στούς ἐμπειρότερους περί τά πνευματικά, ὄχι μόνο τούς κακούς, ἀλλά καί τούς καλούς λογισμούς. Κι’ αὐτό, γιατί πολλές φορές, οἱ καλοί λογισμοί εἶναι «προβατόσχημοι». Κρύβουν δηλαδή, μέσα τους ὑπερήφανα βιώματα, καλλιεργοῦν «ὑπερόπτη νοῦ» καί τελικά ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο σέ πλῆθος ἀδιεξόδων καί ἄβυσσο ἀπελπισίας.
Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, μπροστά στή δυσκολία του νά ἀποκαλύψει τούς λογισμούς του, προφασίζεται, συχνά, ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει τή δύναμη καί τήν ἀπαιτούμενη γνώση καί ἐμπειρία, ὥστε νά τούς ἀντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς ἄλλη βοήθεια καί συμπαράσταση. Ἄλλοτε πάλι, ἰσχυρίζεται ὅτι δέν ἔχει συναντήσει κάποιον ἐμπειρότερο καί παλαίμαχο στόν πνευματικό ἀγώνα, κατά τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἄνθρωπο, ὥστε νά τόν ἐμπιστευθεῖ καί νά ἀκολουθήσει μέ σιγουριά τίς συμβουλές του.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, συμβουλεύοντας τά πνευματικά του παιδιά, σχετικά μέ αὐτό τό θέμα, λέει χαρακτηριστικά ὅτι δέν πρέπει κανείς νά βασίζεται ποτέ στό λογισμό του οὔτε νά διστάζει, σέ περίπτωση πραγματικῆς ἔλλειψης ὁδηγοῦ, νά συμβουλεύεται, ἀκόμα καί ἕνα μικρό παιδί. Γιατί, ὁ Πανάγαθος Θεός, βλέποντας τήν ταπείνωσή του, θά φωτίσει ἀκόμα καί ἕνα μικρό παιδί, ὥστε νά τοῦ ἀπαντήσει θεοδίδακτα καί νά τόν κατεθύνειμέ γεροντική σωφροσύνη.
η) Ἡ ἀποδοχή τῶν ἀκουσίων θλίψεων ὡς παιδείας τοῦ Κυρίου καί ἡ μεταποίησή τους σέ ἑκούσιες.
Ὁ κύριος παράγοντας πού προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο τή λύπη εἶναι τά διάφορα ἐξωτερικά συμβάντα πού συντελοῦνται χωρίς τή δική του θέληση –καί ἐνδεχομένως τή συμμετοχή– καί τά ὁποῖα ἔχουν δυσάρεστες ἐπιπτώσεις σ’ αὐτόν καί στό περιβάλλον του.
Γενεσιουργός αἰτία τῆς λύπης εἶναι ἐπίσης καί ὅσα πλήττουν τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, εἴτε αὐτά ἀναφέρονται στή σωματική του ὑπόσταση καί ἀκεραιότητα (ἀσθένειες, πτωχεία κτλ.), εἴτε αὐτά θίγουν τήν εἰκόνα καί τήν ἰδέα πού ὁ ἴδιος τρέφει γιά τόν ἑαυτό του.
Ὅταν λοιπόν, βρεθεῖ κανείς στό μάτι τοῦ κυκλώνα τῆς λύπης, τότε συνήθως κατευθύνει τά βέλη τῶν ἀντιδράσεών του πρός τούς ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του συντελεστές τῆς δημιουργίας τῶν ἀδοκήτων πειρασμῶν του. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὅμως, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν, μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ἐνδότερα τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι καί τῶν κινήσεών του, μᾶς βοηθοῦν, μέ τήν ἐμπειρία καί τό θεοφώτιστο λόγο τους, νά ἀλλάξουμε ὀπτική γωνία. Μᾶς συνιστοῦν δηλαδή, νά στρέψουμε τόν προβολέα μας πρός τόν «ἔσω ἄνθρωπο», ὁ ὁποῖος, ὄντας δέσμιος τῶν παθῶν του, δέν ὑποψιάζεται ὅτι πάσχει. «Πάσχει», καθώς λέει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «ἕως ὅτου αὐτός ταπεινωθεῖ».
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης μιλώντας πάνω στό ἴδιο θέμα εἶναι ἀκριβέστερος καί ἀποκαλυπτικότερος: «Οἱ διάφορες θλίψεις, λέει, πού βρίσκουν τόν ἄνθρωπο εἶναι γεννήματα τῆς κακίας πού ὁ ἴδιος ἔχει μέσα του».
Γι’ αὐτό μᾶς συνιστᾶ, ὅταν βρισκόμαστε κάτω ἀπό λυπηρές καί δυσάρεστες καταστάσεις, νά μή θεωροῦμε τούς συνανθρώπους μας ὡς αἴτιους τῶν συμφορῶν μας, ἀλλά νά ὑπομένουμε. Γιατί αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀντιμετώπισης φανερώνει γνωστικό ἄνθρωπο καί γίνεται αἰτία καθαρισμοῦ του ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔτσι ἐπίσης, ἐπαναφέρει κανείς τή «μνήμη τοῦ Θεοῦ» στήν καρδιά του. Κι’ αὐτό γιατί, καθετί δυσάρεστο θλίβει τήν ψυχή «κατά ἀναλογίαν» τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ, τῆς διάσπασης τοῦ νοῦ καί τοῦ διασκορπισμοῦ του εἰς «χώραν μακράν.
Εἶναι μοναδικῆς σημασίας ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος, ὡς ἔμπειρος καί γνωστικός πνευματικός ὁδηγός, ἀποφθέγγεται, λέγοντας ὅτι κάθε ἀκούσια θλίψη ἔχει τήν αἰτία της σέ κάποια ἄλλη, ἑκούσια πτώση. Γιατί, σύμφωνα μέ τό λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συνεχίζει ὁ Ὅσιος, κανένας δέν εἶναι ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος γιά τόν ἑαυτό του.
Ὡς ἑκούσιο θεωρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή τό λογισμό καί ὡς ἀκούσιο τό δυσάρεστο γεγονός πού ἐπακολούθησε. Γιατί, ὁ Θεός ἐπιτρέπει ὥστε νά πλήξουν τόν ἄνθρωπο οἱ ἀκούσιες θλίψεις, μέ τή μορφή ἀκούσιων συμβάντων. Κι αὐτό τοῦ συμβαίνει ἐξαιτίας τῆς παράβασης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως καταπάτησε.
Αὐτός, συμπληρώνει ὁ Ὅσιος, εἶναι ὁ πνευματικός νόμος. Ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς ἑκούσιας κακίας εἶναι καί τό μέγεθος τῆς ἀκούσιας καρποφορίας. Αὐτή, βέβαια, τήν ὀδυνηρή συνέπεια δέν μπορεῖ κανένας νά τήν ἀποφύγει, παρά μονάχα, μέ τή βοήθεια τῆς προσευχῆς καί τῆς μετάνοιας.
Ἄν ἀντικρούσει ὁ ἄνθρωπος τά θλιβερά καί τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν, ἐκτός προσευχῆς καί ὑπομονῆς, τότε ὄχι μόνο αὐτά δέν ὑποχωροῦν, ἀλλά ἐπιτίθενται σφοδρότερα καί ὀδυνηρότερα. Ὁ πιστός, λοιπόν, κάνοντας τόν πνευματικό ἀγώνα του, θά πρέπει πάντα νά θυμᾶται ὅτι μέσα στίς ἀκούσιες θλίψεις πού δέχεται, βρίσκεται κρυμμένο μέ τρόπο ἄδηλο καί θαυμαστό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μετάνοια καί «εἰς νομάς αἰωνίους».
Μεταξύ ἀκουσίων καί ἑκουσίων θλίψεων, δέν ὑπάρχει ἀσφαλῶς, καμιά σύνδεση καί ἀλληλουχία, ὡς πρός τό εἶδος καί τό χρόνο πού αὐτές συντελέσθηκαν, ἀλλά συμβαίνουν σύμφωνα μέ τή φιλάνθρωπη λειτουργία τοῦ νόμου τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ.
Ἄν λοιπόν μέ αὐτά τά δεδομένα σκέπτεται καί λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, δέν θά τρέφει βιώματα ἀναξιοπαθοῦντα, οὔτε θά πέφτει στούς βρόγχους τῆς λύπης, ἀλλά θά ἀξιοποιεῖ προσευχητικά τά ἀκούσια θλιβερά γεγονότα τῆς ζωῆς του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή, μέ ταπείνωση, αὐτογνωσία καί ὑπομονή.
Ἐνεργώντας ἔτσι, δέν θά ἐκτεθεῖ στόν κίνδυνο τῆς κατάρρευσης, ἀλλά θά ἀποδέχεται καθετί εὐχαριστιακά. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι καθετί λυπηρό θά γίνεται σ’ αὐτόν δάσκαλος Θεογνωσίας καί ἔναυσμα γιά τήν προσπάθεια τῆς κάθαρσής του ἀπό τίς «ἐν ἐπιγνώσει» ἤ «ἐν ἁγνοίᾳ» ἁμαρτίες του.
Οἱ ἀκούσιες θλίψεις, τελικά, δέν παράγουν τό δηλητήριο τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας, ἀλλά εἶναι εὐεργέτιδες καί διάκονοι στήν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά τερατώδη πάθη. Γιατί ἡ ὁδός πού ὑποδεικνύουν οἱ ἀκούσιες θλίψεις διασώζει, διά τῆς συνεχοῦς μετανοίας, τή σωστή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό, τόν ὁποῖο δέν δακτυλοδεικτοῦν ὡς ὑπεύθυνο τῶν συμφορῶν του, ἀλλά τόν ἀποδέχονται, ὡς καθρέπτη τῆς ἁμαρτωλότητας καί τῆς δικῆς του ἐμπάθειας.
Τότε μόνο δέν θά δεχόμαστε τούς κεραυνούς τῆς ἀκούσιας λύπης, ὅταν μέ τή ζωή καί τά βιώματά μας δέν θλίβουμε κανένα, δηλαδή ὅταν δέν λυποῦμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, μέ τό Ὁποῖο ἔχουμε σφραγισθεῖ, γιά νά ὁδηγηθοῦμε στή σωτηρία.
Από τό βιβλίο: Ὠδή στό ἐφήμερο - Ἡ λύπη κατά τούς Πατέρες
Ἐκδόσεις “ΕΟΙΜΑΣΙΑ” Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα