.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πνευματικές Νουθεσίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πνευματικές Νουθεσίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το άγιο θέλημά Σου...



Ο αγώνας που κάνει ο Χριστιανός γίνεται όχι για να πη στον Θεό:

«Εγώ είμαι εντάξει· δικαιούμαι την σωτηρία» -γιατί τότε θα ήταν ένας Φαρισαίος- αλλά για να πει στον Θεό:

«Κύριε, παρ’ όλη την αδυναμία μου και την αμαρτωλότητά μου, εγώ σε αγαπώ. Και σαν έκφραση της αγάπης μου, προσπαθώ να κάνω τις εντολές Σου και το άγιό Σου θέλημα. Και από Εσένα εξαρτάται, αν θα μου δώσεις την σωτηρία και αν θα μου δώσεις την Χάρη Σου”.

Γέροντας Γεώργιος Καψάνης

Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι....



Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη. 

–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.

. Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περ­νοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.

–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
. Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύν­θηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
. Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.

. Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κά­ποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

. Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦ­με… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. 
Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμφωνεῖς;

Τό σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καί μοιάζει μέ στολή τῆς ψυχῆς. Μή μολύνεις τήν ὄμορφη αὐτή στολή σου !



''Μή λές ὅτι τό σῶμα εἶναι αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Γιατί, ἄν τό σῶμα εἶναι αἰτία τῆς ἁμαρτίας, τότε γιατί ὁ νεκρός δέν ἁμαρτάνει; Βάλε στό δεξί χέρι κάποιου νεκροῦ, πού μόλις πέθανε, ἕνα ξίφος. Φόνος δέν θά γίνει. Ἄς περάσουν πλάι ἀπό νεκρό νεό, μόλις πεθάνει, χίλιες καλλονές. 

Δέν πρόκειται νά τοῦ δημιουργηθεῖ καμιά ἐπιθυμία πορνείας. Γιατί; Ἐπειδή τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἁμαρτάνει ἡ ψυχή, ἐνεργώντας μέ τό σῶμα. Τό σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καί μοιάζει μέ ροῦχο καί στολή τῆς ψυχῆς. Κι ἄν παραδοθεῖ ἀπό αὐτή στήν πορνεία, γίνεται ἀκάθαρτο. 

Ἄν ὅμως συζήσει μέ ἅγια ψυχή, γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τά λέω ἐγώ αὐτά, ἀλλά τά ἔχει πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δέν ξέρετε ὅτι τά σώματά σας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού βρίσκεται μέσα σας;» (Α΄ Κορ. 6,19). 

Νά φροντίζεις λοιπόν τό σῶμα σάν νά εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Μή φθείρεις μέ πορνεῖες τή... σάρκα σου. 

Μή μολύνεις τήν ὄμορφη αὐτή στολή σου. Κι ἄν ἔτυχε καί τή μόλυνες, πλύνε την τώρα μέ τή μετάνοια, ἐπειδή τώρα εἶναι καιρός λουτροῦ παλιγγενεσίας.''

Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
Κατήχηση Δ΄. ΚΓ΄ σελ. 147

«Ὁ ἀδελφός σας εἶναι στόν Παράδεισο γιατί ποτέ δέν κατέκρινε κανέναν σας!»



Κάποτε πολὺ παλιὰ σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Άγιον Ὅρος, πρὶν ἀκόμα ἡ ἀνθρωπότητα μάθει τί εἶναι τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ἦταν μία μικρὴ ἀδελφότητα νέων κατὰ βάσει μοναχῶν μὲ τὸν Γέροντά τους, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ αὐτὸς σχετικὰ νέος. 
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀδελφότητα ὑπῆρχε ὅμως καὶ ἕνας μεγάλος σὲ ἡλικία παππούλης. 
Ὁ παππούλης τῆς ἱστορία μας, λοιπόν, δὲν ἔλεγε ποτὲ καλημέρα καὶ περπατοῦσε πάντα μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα.

Ὅποτε συναντοῦσε κάποιον ἀδελφό του σταματοῦσε μπροστά του χωρὶς νὰ σηκώσει τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ κατευθείαν γυρνοῦσε τὴν πλάτη του καὶ ἄλλαζε πορεία. Δὲν πήγαινε ποτὲ στῆς Παρακλήσεις καὶ στοὺς Ἑσπερινούς. Μπορεῖ νὰ τὸν ἔβλεπαν καμιὰ φορᾶ στὸ ἀπόδειπνο μετὰ τὴν τράπεζα, ἀλλὰ θὰ ἔφευγε πρὶν τελειώσει. Μονάχα τὶς Κυριακὲς πήγαινε στὴν Λειτουργία καθυστερημένος καὶ καθόταν μέχρι νὰ τελειώσει. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί του τὸν χαρακτήριζαν μονόχνωτο, παράξενο καὶ τὸν συκοφαντοῦσαν συνέχεια στὸν Γέροντά τους. Πολλὲς φορὲς ὁ Γέροντας μπῆκε στὸν πειρασμὸ νὰ τὸν ἐπιπλήξει γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ αὐτή, ἀλλὰ κάθε φορᾶ κάτι τὸν σταματοῦσε καὶ τὸν δικαιολογοῦσε λέγοντας πὼς εἶναι «καμώματα τῆς ἡλικίας». Κάποια μέρα λοιπὸν… κάλεσε ὁ Καλὸς Θεούλης τὸν Παππούλη μας καὶ αὐτὸς ἔφυγε γιὰ πάντα γιὰ ἕνα πολὺ μακρινὸ ταξίδι.

Οἱ ἀδερφοί του δὲν στεναχωρήθηκαν καθόλου γιὰ τὴν ἀπώλειά του. Ἴσα, ἴσα χάρηκαν κιόλας, γιατί δὲν θὰ ἔβλεπαν ἄλλο τὸ ξινισμένο γέρικο πρόσωπό του. Ἀναρωτιόντουσαν ὅμως: «τι κατάληξη θὰ ἔχει ἡ ψυχούλα αὐτοῦ του παράξενου γεράκου ποῦ δὲν τελοῦσε κανένα ἀπὸ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα;» Τὸ ρώτησαν στὸ Γέροντά τους καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρὰ τοῦ εἶπε νὰ κάνουν γιὰ 40 μέρες προσευχὴ καὶ νηστεία καὶ τότε θὰ τοὺς φανερώσει ὁ Καλὸς Θεούλης τί ἔγινε μὲ τὴν ψυχούλα τοῦ γέρου ἀδελφοῦ τους. 
Μετὰ ἀπὸ 40 μέρες Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸ Γέροντα καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Γεράκος τοὺς εἶναι στὸν Παράδεισο κοντὰ στὸν Καλὸ Θεούλη καὶ προσεύχεται γιὰ αὐτοὺς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Γέροντας ἀπόρησε. Ρώτησε τὸν Ἄγγελο: «Μα πῶς; Ἀφοῦ…»

Πρὶν προλάβει ὅμως νὰ τελειώσει αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ πεῖ τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἄγγελος: 
«Ὁ ἀδελφός σας εἶναι στὸν Παράδεισο γιατί ποτὲ δὲν εἶπε κακὸ λόγο γιὰ ἀδελφό του καὶ ποτὲ δὲν κατέκρινε κανέναν σας! Πάντα τὸ βλέμμα τοῦ κοιτοῦσε στὸ ἔδαφος γιὰ νὰ μὴν δεῖ κανέναν σας καὶ τὸν κακολογήσει, δὲν ἐρχόταν στὶς ἀκολουθίες γιὰ μὴν δεῖ κανέναν ἀδελφὸ νὰ κοιμᾶται στὸ στασίδι του, ἢ νὰ μὴν κάνει τὶς μετάνοιές του καὶ τὸν κρίνει». Ὁ Γέροντας ἔμεινε ἄφωνος.

Τὰ νέα γρήγορα διαδόθηκαν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ὄχι μόνο στὸ μικρὸ κοινόβιο ἀλλὰ καὶ στὶς γύρω Μονὲς καὶ Σκῆτες. Ἀντὶ γιὰ χαρὰ ὅμως ἁπλώθηκε μία ἀπέραντη λύπη. 
Μέχρι καὶ τὰ πουλιὰ σίγησαν ἐκείνη τὴν μέρα. Ὁ ἀέρας δὲν φύσηξε καὶ τὰ λευκὰ προβατάκια τῆς θάλασσας σταμάτησαν νὰ γλύφουν τοὺς τοίχους τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ οὔτε τὰ ἄστρα βγῆκαν στὸν οὐρανό. Θρηνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ θρηνοῦσε καὶ ὅλη ἡ γῆ μαζί τους.

Μακάρι νὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε ἔστω λίγη ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ Ἅγιου αὐτοῦ Παππούλη καὶ ἂς μᾶς λέγανε παράξενους…

Περιοδικό ΡΩΜΝΙΟΣ

Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης: Υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας



1. Υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας, που είναι πιο φοβερός από τον αισθητό πόλεμο. 

Και πρέπει ο εργάτης της ευσέβειας να τρέχει νοερά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (Φιλιπ. 3,14), για να θησαυρίσει τελείως μέσα στην καρδιά του τη μνήμη του Θεού σαν μαργαριτάρι ή πολύτιμο λίθο. 

Και πρέπει όλα να τα παραμερίζομε, ακόμη και το σώμα, και αυτή τη ζωή να καταφρονούμε, μόνο και μόνο για να αποκτήσομε στην καρδιά μας το Θεό. 

Γιατί αρκεί, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος:

Να βλέπει κανείς με το νου του το Θεό, για ν’ αφανίσει τους πονηρούς δαίμονες.

Από το βιβλίο: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, 
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 14-28.

Κάθε εμπόδιο στη ζωή είναι και μια ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι



Τον παλιό καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε να κάνει το εξής: άφησε έναν τεράστιο βράχο στη μέση του δρόμου και στη συνέχεια κρύφτηκε παρακολουθώντας αν κάποιος θα τον μετακινούσε.
Από το σημείο εκείνο πέρασαν ορισμένοι από τους πλουσιότερους εμπόρους και τους αυλικούς του, αλλά όλοι απλά περπατούσαν γύρω από τον βράχο.
Πολλοί μάλιστα κατηγορούσαν τον βασιλιά που δεν φρόντιζε να κρατά τον δρόμο καθαρό, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα για να βγάλει τον βράχο από τη μέση.
Κάποια στιγμή, πέρασε από εκεί ένας χωρικός που κουβαλούσε ένα φορτίο με λαχανικά. Πλησίασε τον βράχο, άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να τον μετακινήσει στην άκρη του δρόμου.
Μετά από πολύ κόπο, τελικά τα κατάφερε. Αφού πήρε ξανά το φορτίο, πρόσεξε ότι στο σημείο που ήταν πριν ο βράχος υπήρχε ένα πορτοφόλι.
Το πορτοφόλι περιείχε πολλά χρυσά νομίσματα και ένα σημείωμα από τον βασιλιά που έγραφε ότι το χρυσάφι ανήκει σε εκείνον που θα μετακινούσε τον βράχο από τον δρόμο.
Ο χωρικός έμαθε κάτι που πολλοί από εμάς δεν καταλαβαίνουμε: κάθε εμπόδιο που παρουσιάζεται στη ζωή μας αποτελεί μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι.

Να προσέχουμε στην προσευχή μας τι ζητάμε από τον Θεό ( Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης )



Έλεγε ο Γέροντας, πολύ να προσέχουμε στην προσευχή μας τι ζητάμε από τον Θεό, γιατι παραδείγματος χάρη δεν ξέρουμε, όταν του ζητήσουμε δοκιμασία και μας τη δώσει, αν θα την αντέξουμε.

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης

Tο καλύτερο πνευματικό φάρμακο...



Η προσευχή είναι το καλύτερο πνευματικό φάρμακο. Με την προσευχή θα πάρουμε όλες τις δωρεές του Θεού.

Είσαι κουρασμένος; Προσευχήσου. Η προσευχή θα σε ξεκουράσει.

Είσαι λυπημένος; Προσευχήσου. Η προσευχή θα σε χαροποιήσει.

Είσαι απελπισμένος; Προσευχήσου. Η προσευχή θα σε στηρίξει.

Είσαι απογοητευμένος; Προσευχήσου. Η προσευχή θα σε κάνει αισιόδοξο.

Είσαι πονεμένος; Προσευχήσου. Η προσευχή θα σε θεραπεύσει.

Είσαι χαρούμενος; Προσευχήσου. Η προσευχή θα σε βοηθήσει να χαίρεσαι σωστά την χαρά σου.

Όπως ο ήλιος μεταδίδει ακτίνες φωτιστικές και θερμαντικές, έτσι και το όνομα του Θεού στην προσευχή εκπέμπει ευλογία και αγιότητα…

ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ;




ΔΕΝ ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ;
Πολλοί, ιδίως δημοσιογράφοι, άλλα και θεολόγοι και κληρικοί, ιδίως φαύλοι, υποστηρίζουν, ότι ό Θεός δεν τιμωρεί. Και γιατί δεν τιμωρεί; Διότι, λέγουν, ό Θεός είναι αγάπη. Ναι, ό Θεός είναι αγάπη. Και μάλιστα εσταυρωμένη αγάπη. Για μας ό Θεός από απέραντη αγάπη έγινε σαν εμάς, άνθρωπος, και υπέστη το φρικτότερο μαρτύριο, τη σταύρωση.
.Άλλ' αφού ό Θεός είναι αγάπη, και μά­λιστα ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ιδική μας αγάπη, γιατί με την παντοδυ­ναμία του δεν αποτρέπει τόσα κακά, πού συμβαίνουν στον κόσμο; Γιατί σει­σμοί; Γιατί ηφαίστεια; Γιατί Βεζούβιοι; Γιατί τυφώνες και κυκλώνες; Γιατί πλημ­μύρες και κατολισθήσεις; Γιατί τρικυ­μίες και ναυάγια; Γιατί τσουνάμια και καταποντισμοί;
Γιατί άγρια θηρία και κατασπαραγμοί ανθρώπων; Γιατί λιμοί και λοιμοί, πείνες και επιδημίες; Γιατί ασθέ­νειες, μάλιστα οδυνηρές και πολυχρό­νιες; Γιατί πυρκαϊές; Γιατί πόλεμοι, βα­σανιστήρια, σφαγές και απερίγραπτες θηριωδίες και φρικαλεότητες; Εγώ, καί­τοι έχω αγάπη ασυγκρίτως μικρότερη από την αγάπη του Θεού, αν είχα τη δύναμη, θα απέτρεπα όλα τα κακά, όλες τις καταστροφές, όλες τις συμφορές, πού συμβαίνουν στον κόσμο. Γιατί ό Θεός, ερωτώ πάλι, πού έχει ασυγκρίτως μεγα­λύτερη αγάπη από μένα, άλλα και παν­τοδυναμία, δεν αποτρέπει τα τόσα κακά;
Ό Θεός είναι βεβαίως αγάπη. Άλλ' είναι και δικαιοσύνη. «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ήγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αύτού» (Ψαλμ. 10:7). Όταν δε εμείς οι άνθρωποι κάνουμε κατάχρηση της αγάπης τού Θεού, τότε τον λόγο λαμβάνει ή δικαιοσύνη τού Θεού και τιμωρεί την ασέβεια. Έχουν επιπο­λαιότητα και άγνοια της Γραφής όσοι ισχυρίζονται, ότι ό Θεός δεν τιμωρεί. Γεμάτη είναι ή Γραφή από λόγια και πα­ραδείγματα, πού δείχνουν, ότι ό Θεός τιμωρεί αμαρτίες και ασέβειες. Από τα αναρίθμητα αναφέρουμε εδώ ορισμένα μόνο.
Ό Θεός δεν απείλησε τιμωρία με θά­νατο, αν οι πρωτόπλαστοι παρέβαιναν την εντολή του; Και δεν πραγματοποίη­σε την απειλή του, όταν ή παράβαση συνέβη; Την ήμερα της παραβάσεως δεν τούς έδιωξε από τον παράδεισο και από κοντά του, πράγμα πού σημαίνει πνευματικό θάνατο; Και κατόπιν δεν επέφερε και τον σωματικό θάνατο; Γιατί ό θάνατος είναι δυσάρεστος; Δεν είναι και για άλλους μεν λόγους, αλλά και διό­τι είναι ποινή, πού επιβλήθηκε στον άνθρωπο λόγω της αμαρτίας;
Ό Θεός μετά την αμαρτία δεν υπέτα­ξε την κτίση στη φθορά; Δεν λέγει ό Απόστολος, «τη ματαιότητι ή κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά διά τον ύποτάξαντα»; (Ρωμ. 8:20). Ό Θεός δεν διέταξε στην έρημο τα φίδια να δαγκώ­νουν και να θανατώνουν τούς Ισραη­λίτες; Ό Θεός δεν διέταξε αρκούδες και κατασπάραξαν μερικά παλιόπαιδα, πού κορόιδευαν τον προφήτη Ελισαίο; Ό Θεός δεν αποστρέφει το πρόσωπο του και ταράσσονται τα σύμπαντα; Από το ύψος της μεγαλοσύνης του ό Θεός δεν ρίπτει ένα βλέμμα στη γη και την κάνει να τρέμει; Δεν εγγίζει τα όρη και εκρή­γνυνται ηφαίστεια;
Ό Θεός δεν άνοιξε τούς καταρρά­κτες του ουρανού και έγινε ό κατακλυ­σμός και πνίγηκαν οι σαρκολάτρες; Ό Θεός δεν έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό και κάηκαν τα Σόδομα και Γόμορρα; Ό Θεός δεν έδωσε τις δέκα πληγές στο Φαραώ; Ό Θεός δεν διήρεσε την Ερυθρά Θάλασσα και δεν την ένωσε και δεν έπνιξε σ' αύτη τον Φαραώ με την στρατιά του; Ό Θεός δεν τιμώρη­σε και τούς Ισραηλίτες με το ν' αξιώσει από το μέγα πλήθος, πού ξεκίνησε από την Αίγυπτο, να φθάσουν στη γη της επαγγελίας μόνο δύο άτομα;
Ό Θεός στο Μωυσή, στον Ιησού του Ναυή, στο Σαούλ, στο Δαβίδ και σε άλ­λους δεν έδωσε εντολή να πολεμούν, να σκοτώνουν και να εξοντώνουν άσεβη έθνη; Ό Θεός δεν έδωσε εντολή σε άγ­γελο και θανάτωσε 185 χιλιάδες Άσσυρίους; Ό Θεός δεν έστειλε φωτιά από τον ουρανό και θανάτωσε τούς απε­σταλμένους του Άχαάβ για να συλλά­βουν τον Ηλία; Ό Θεός δεν διέταξε τον Ηλία να σφάξει τούς προφήτες του Βάαλ; Ό Θεός δεν έδωσε εντολή να θανατώνονται οι παραβάτες του νόμου του;
Ό Θεός και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή δεν λέγει, «Έμοί έκδίκησις, εγώ ανταποδώσω»; (Δευτ. 32:35, Ρωμ. 12:19, Έβρ. 10:30. Βλέπε και 31).
Ό Χριστός, ό ένανθρωπήσας Θεός, δεν είπε παραβολικώς, «τούς εχθρούς μου εκείνους, τούς μή θελήσαντάς με βασιλεύσαι έπ' αυτούς, άγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθεν μου»; (Λουκ. 19:27). Ό Χριστός δεν είπε επί­σης παραβολικώς για την καταστροφή των Ιουδαίων και της Ιερουσαλήμ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, ότι «ό βασιλεύς εκείνος (αλληγορικώς ό Θεός) ώργίσθη, και πέμψας τα στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ένέπρησε»; (Ματθ. 22:7). Ό Χριστός για τις ήμερες της κα­ταστροφής της Ιερουσαλήμ δεν είπε, ότι είναι ήμερες «έκδικήσεως», θείας εκδικήσεως; (Λουκ. 21:22). Έξ αφορμής των Γαλιλαίων, πού έσφαξε ό Πιλάτος, και εκείνων, πού σκοτώθηκαν από την πτώση πύργου, ό Χριστός δεν είπε, «εάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως άπολείσθε»; (Λουκ. 13:3 και 5).
Ό Χριστός δεν είπε, «Μή φοβηθήτε από των άποκτεννόντων το σώμα, την δέ ψυχήν μή δυναμένων άποκτείναι φοβήθητε δέ μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα άπολέσαι έν γεέννη»; (Ματθ. 10:28). Ό Χριστός δεν είπε για άλλη Ίεζάβελ και συνδεόμενους μαζί της, «Ιδού βάλλω αυτήν εις κλίνην και τούς μοιχεύοντας μετ' αυτής εις θλίψιν μεγάλην, εάν μή μετανοήσωσιν εκ των έργων αυτής, και τα τέκνα αυτής άποκτενώ έν θανάτω, και γνώσονται πασαι αί έκκλησίαι, ότι εγώ είμι ό ερευνών νεφρούς και καρδίας, και δώσω ύμίν έκάστω κατά τα έργα υμών»; (Άποκ. 2:22-23).
Ό Θεός δεν θανάτωσε τον Άνανία και τη Σαπφείρα, πού είπαν ψέμα και προσέβαλαν το Άγιο Πνεύμα; Ό Θεός δεν τύφλωσε τον έλύμα, τον μάγο, πού διέστρεφε τούς ευθείς δρόμους του Κυρίου;
Ό Απόστολος δεν λέγει, «Αποκαλύ­πτεται οργή Θεού άπ' ουρανού επί πάσαν άσέβειαν και άδικίαν ανθρώπων των την άλήθειαν έν αδικία κατεχόν­των»; (Ρωμ. 1:18). Ό Απόστολος, απευ­θυνόμενος στον καταχραστή της αγά­πης του Θεού, δεν λέγει, «Κατά την σκληρότητα σου και άμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ όργήν έν ήμέρα οργής και άποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ός αποδώσει έκάστω κατά τα έργα αυτού»; (Ρωμ. 2:5-6). Απο­στολικός δεν είναι ό λόγος, «Φοβερόν το έμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»; (Έβρ. 10:31).
Τέλος, ό Θεός δεν λέγει, «Εγώ ό κτίζων κακά»; (Ήσ. 45:7). Και λόγοι προφη­τικοί, αποστολικοί, κυριακοί δεν είναι οι λόγοι της Γραφής για κρίση και δικαιοκρισία του Θεού, για ανταπόδοση από τον Κύριο κατά τα έργα εκάστου, για αιώνια καταισχύνη, για αιώνια κόλαση, για αιώνιο βασανισμό, για αιώνια δυ­στυχία των άσεβων, κακοποιών και αμετανόητων;
Ό Θεός έχει αγάπη προς τον άν­θρωπο. Αλλά και ό άνθρωπος πρέπει να έχει αγάπη προς τον Θεό και τούς συνανθρώπους του. Και αν δεν έχει αγάπη, αλλά κακίες και κακά έργα, ό Θεός τον τιμωρεί παιδαγωγικώς, για να μετανοήσει και να διορθωθεί, ή παρα­δειγματικώς, για να ιδούν άλλοι και να φυλαχθούν από την αμαρτία ή να μετα­νοήσουν και να διορθωθούν. Ό Θεός τιμωρεί στη γη, τιμωρεί και στην αιω­νιότητα. Και στη μεν γη τιμωρεί από αγάπη και δικαιοσύνη, στη δε αιωνιό­τητα τιμωρεί από δικαιοσύνη. Και συ­νεπώς, όσοι δεν παραδέχονται τον Θεό ως τιμωρό της αμαρτίας και της ασε­βείας, αυτοί αιρετίζουν, διότι παρερ­μηνεύουν μία ιδιότητα του Θεού, την αγάπη, και καταργούν μία άλλη ιδιότη­τα του Θεού, τη δικαιοσύνη. 

(ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΤΑΥΡΟΣ»)

Μέχρι να μάθει η ψυχή να διατηρεί τη Xάρη…



Αγ. Σιλουανού του Αθωνίτου:

“Τόσο αγαπά ο Θεός τον άνθρωπο ,που του δίνει πλούσια τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Μέχρις ότου, όμως, μάθει η ψυχή να διατηρεί τη χάρη, θα βασανίζεται για πολύ.

Όποιος έχασε τη χάρη, όπως εγώ, αυτός ας πολεμά με γενναιότητα τους δαίμονες. Γνώριζε πως εσύ ο ίδιος είσαι ο ένοχος: έπεσες στην υπερηφάνεια και τη ματαιοδοξία. Όμως, ο πολυέλεος Κύριος σε αφήνει να μάθεις τι σημαίνει να ζεις με το Άγιο Πνεύμα και τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πόλεμο με τους δαίμονες. Έτσι, η ψυχή βλέπει εκ πείρας πόσο ολέθρια είναι η υπερηφάνεια και αποφεύγει τη ματαιοδοξία και τους ανθρώπινους επαίνους και διώχνει τους υπερήφανους λογισμούς. Τότε η ψυχή αρχίζει να γίνεται καλά και μαθαίνει να διατηρεί τη χάρη.

Η άρρωστη ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιο Πνεύμα , και όσο δεν γνωρίζει ακόμα αυτή την θεία ταπείνωση πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της χειρότερο απ΄ όλους.

Η ταπεινή ψυχή, και αν καθημερινά την ανεβάζει ο Κύριος στους ουρανούς και της δείχνει την αγάπη των Σεραφείμ και των Χερουβείμ και όλων των Αγίων, και όλη την ουράνια δόξα που Τον περιβάλλει, ακόμα και τότε, διδαγμένη από την πείρα, θα λέει: «Εσύ ,Κύριε, μου δείχνεις τη δόξα Σου γιατί αγαπάς το πλάσμα Σου. Σε μένα, όμως ,δώσε δάκρυα κατανύξεως και δύναμη να Σε ευχαριστώ. Σε Σένα βέβαια αρμόζει δόξα στον ουρανό και στη γη , σε εμένα όμως ,ταιριάζουν δάκρυα για τις αμαρτίες μου». Αλλιώς είναι αδύνατον να διατηρήσεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία δίνει δωρεάν ο Κύριος από ευσπλαγχνία.

Μια τελευταία φορά - π.Ευσέβιου Βίττη



Μιά τελευταία φορά.

Σαράντα μέρες ἀπό τό Πάσχα. Τριάντα ἐννιά γιά τήν ἀκρίβεια. Κάθομαι καί σκέφτομαι, πώς περνάει ὁ καιρός...Πότε ἦταν Μεγάλοβδομάδα, πότε ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο, πότε εἲπαμε τό " Χριστός Ἀνέστη" γιά πρώτη φορά. Καί μετά ξανά μετά τά κεφάλια μέσα...

Νά ξημερώνει, νά βραδιάζει καί οἱ ὑποχρεώσεις νά διαδέχονται ἡ μιά τήν ἂλλη, καί οἱ δουλειές νά μήν σταματοῦν. Νά μήν μπορεῖς νά πάρεις ἀνάσα. Ἓνα μόνιμο τρέξιμο. Ἀπάνθρωπο. 

Θυμᾶμαι κάποια στιγμή, ἂκουσα κάποιον νά λέει, "πώς ἡ ζωή εἶναι ἓνας διαρκής ἀγώνας, μέ μικρές στιγμές χαλάρωσης ἀνάμεσα". Εἶχε πολύ δίκιο τελικά...Αὐτό εἶναι ζωή. Ἓνας διαρκής ἀγώνας. Φοβᾶμαι καμιά φορά, μήν περάσει ἡ ζωή μου ὂλη, καί δέν ἒχω πάρει χαμπάρι, γιά ποιόν λόγο ζῶ. Τόν πραγματικό σκοπό της... Σαράντα μέρες ἀπό τό Πάσχα. Τριάντα έννιά γιά τήν ἀκρίβεια. Γιά μιά τελευταία φορά γιά φέτος... Χριστός Ἀνέστη! 

Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης

Ἐλευθεριάδης Γ. Ἐλευθέριος, Ψυχολόγος

Αγάπη με πόνο είναι να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν αδελφό σου που έχει δαιμόνιο και το δαιμόνιο να φύγει



Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιος να αρπάξει περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του.

Όσοι όμως έχουν την πνευματική, την ακριβή αγάπη μαλώνουν ποιος να δώσει περισσότερη αγάπη στον άλλο. 

Αγαπούν χωρίς να σκέφτονται αν τους αγαπούν ή δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. 

Θέλουν όλο να δίνουν και δίνονται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνονται.

Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ’ όλους, αλλά πιο πολύ απ’ τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν.

Μέσα στον πόνο κρύβεται περισσότερη αγάπη από την κανονική.

Γιατί, όταν πονάς τον άλλο, τον αγαπάς λίγο παραπάνω...

Αγάπη με πόνο είναι να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν αδελφό σου που έχει δαιμόνιο και το δαιμόνιο να φύγει.

Γιατί η «σφιχτή» αγάπη, η πνευματική αγάπη με πόνο, δίνει παρηγοριά θεϊκή στα πλάσματα του Θεού, πνίγει δαίμονες, ελευθερώνει ψυχές… και θεραπεύει τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού που χύνει.

Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος.

Λειώνει από τον πόνο για τους άλλους, εύχεται, παρηγορεί.

Και ενώ παίρνει τον πόνο των άλλων, είναι πάντα χαρούμενος, γιατί ο Χριστός του παίρνει τον πόνο και τον παρηγορεί πνευματικά. 

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Πάθη και Αρετές», του Αγίου Παϊσίου του αγιορείτου.

Η αδύναμη δύναμη των δαιμόνων

Ἀπό τή δική μας ἐμπειρία, ἀλλά καί ἀπό τίς διηγήσεις τῶν Γερόντων, βλέπουμε ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἔχουν σήμερα τήν ἴδια δύναμη πού εἶχαν ἄλλοτε, ὅταν ξεσποῦσαν μέ ἀγριότητα ἐναντίον τῶν παλαιῶν ἐρημιτῶν καί κοινοβιατῶν πατέρων.

Τώρα δέν μᾶς ἀντιμάχονται φανερά, παίρνοντας φρικιαστικές μορφές, ἀλλά μᾶς ἐπιτίθενται ἀόρατα καί μᾶς προξενοῦν μεγαλύτερη ζημιά.

Πρέπει, ὡστόσο, νά γνωρίζουμε ὅτι δέν ἔχουν ὅλοι οἱ δαίμονες οὔτε τήν ἴδια δόναμη οὔτε τήν ἴδια ἀγριότητα οὔτε καί τήν ἴδια κακία.

Οἱ ἀρχάριοι καί ἀδύναμοι ἄνθρωποι πολεμοῦνται ἀπό τους πιό ἀδύναμους δαίμονες. Ὅταν, ὅμως, οἱ ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ θριαμβεύσουν ἐναντίον τῶν πρώτων αὐτῶν ἀντιπάλων τους, θά βρεθοῦν σταδιακά ἀντιμέτωποι μέ πιό σκληρές ἐχθρικές δυνάμεις.

Ὁ Χριστός, πάντως, ὡς ὁ πιό ἑπιεικής διαιτητής καί ἐπόπτης αὐτῶν τῶν ἀγώνων, συγκρατεῖ τήν ἰσορροπία ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί τους ἀντιπάλους μας,ἀναχαιτίζει τήν ὑπερβολική ὁρμή τῶν ἐχθρικῶν ἐφόδων τους καί, ἐπιπλέον, «μαζί μέ τόν πειρασμό» μᾶς χαρίζει «καί τή δύναμη, ὥστε νά μπορέσουμε νά τόνἀντιμετωπίσουμε νικηφόρα καί ὁριστικά» (πρβλ. Α’ Κορ. 10:13).

Ἄν δέν εἴχαμε αὐτή τή θεϊκή βοήθεια, τότε ἀσφαλῶς οἱ δαίμονες θά μᾶς καταπόντιζαν.

Τά πονηρά πνεύματα, βέβαια, μᾶς ὑποκινοῦν στό κακό, ἀλλά δέν μᾶςἐξαναγκάζουν καί νά τό πράξουμε. Ἄν μποροῦσαν νά μᾶς ἐξαναγκάσουν, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμάρτανε μέ κάθε εἴδους ἁμαρτία.

Ἀλλά,ὅπως αὐτοί ἔχουν τή δυνατότητα νά μᾶς βάζουν σέ πειρασμούς, ἔτσι κι ἐμεῖςἔχουμε τή δύναμη καί τήν ἐλευθερία νά μήν τούς δεχόμαστε.

Εἶναι, λοιπόν,ἀπόλυτα σίγουρο ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἔχουν καμιά δύναμη πάνω μας, παρά μόνοὅταν τούς παραδώσουμε τό θέλημά μας.

Ἐπίσης, τά πονηρά πνεύματα δέν ἔχουν τήν ἐλευθερία νά κάνουν τό κακόἀπεριόριστα καί σέ ὁποιονδήποτε θελήσουν. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἰώβ εἶναι μιάὁλοφάνερη ἀπόδειξη:

Ὁ ἐχθρός δέν τόλμησε νά πειράξει τόν Ἰώβ περισσότεροἀπό ὅσο τοῦ ἐπέτρεψε ἡ θεία οἰκονομία.

Τό ἴδιο ἐπιβεβαιώνεται καί μέ ὅσαἔλεγαν οἱ δαίμονες στόν Χριστό, ὅταν Ἐκεῖνος τούς ἔδιωχνε ἀπό τόν δαιμονισμένο τῶν Γεργεσηνῶν: «Ἄν εἶναι νά μᾶς διώξεις, ἄφησέ μας νά πᾶμε στό κοπάδι τῶν χοίρων» (Ματθ. 8:31).

Ἀφοῦ λοιπόν τότε, χωρίς τή θεία παραχώρηση, δέν μποροῦσαν νά εἰσέλθουν οὔτε στούς βρωμερούς χοίρους, πῶς νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦν νά μποῦν μέ τή θέλησή τους σ’ ἕναν ἀνθρωπο, πλασμένο «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ;

Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος μᾶς προτρέπει: «Ἀντισταθεῖτε στόν διάβολο, κι αὐτός θά φύγει μακριά σας» (Ἰακ. 4:7).

«Τέσσερα πράγματα υπάρχουν, που αν ένα απ΄αυτά έχει ο άνθρωπος, ούτε να μετανοήσει μπορεί, ούτε ο Θεός να δεχθεί την προσευχή του είναι δυνατόν»



«Η ζωή είναι γεμάτη μεταβολές. Κι αν δεν μπορούμε να γίνουμε κύριοι των πραγμάτων, ας γίνουμε κύριοι της αρετής», λέει ο θείος Χρυσόστομος.

Ο ίδιος, λέει, ότι πολλοί είναι οι τρόποι και οι δρόμοι της μετάνοιας. 
Είναι το να......αναγνωρίσουμε ότι αμαρτάνουμε, 
το να μην μνησικακούμε με τους εχθρούς, 
το να συγκρατούμε την οργή μας, 
το να συγχωρούμε τα αμαρτήματα ο ένας του άλλους, 
το να προσεύχεται κανείς με θέρμη και με ακρίβεια, 
το να κάνει ελεημοσύνη και να έχει ταπεινοφροσύνη.

Ο δε Ιωσήφ ο Βρυέννιος λέει: «Τέσσερα πράγματα υπάρχουν, που αν ένα απ΄ αυτά έχει ο άνθρωπος, ούτε να μετανοήσει μπορεί, ούτε ο Θεός να δεχθεί την προσευχή του είναι δυνατόν: 
α) αν υπερηφανεύεται, 
β) αν δεν έχει αγάπη, 
γ) αν κρίνει τον αμαρτωλό, 
δ) αν μνησικακεί εναντίον κάποιου

Κόκκος πάνω στην πέτρα είναι η προσευχή του μνησίκακου (Λόγος θ΄ περί Τριάδος)»

simeiakairwn.wordpress.com

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή



Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση.

Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους.

Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης.

Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος:«Τά γράμματα εἶναι καλά, ἀλλά χωρίς ἠθική καί ἀρετή δέν σώζουν, ἐνῶ ἀρετή χωρίς γράμματα σώζει»



Τά γράμματα εἶναι καλά, ἀλλά χωρίς ἠθική καί ἀρετή δέν σώζουν, ἐνῶ ἀρετή χωρίς γράμματα σώζει. Ὅταν τά γράμματα συμβαδίζουν μέ τήν εὐσέβεια, τήν ἠθική καί τήν ἀρετή, τότε ἀποδίδουν πολλούς καί μεγάλους καρπούς.

Σκεφθεῖτε ὡς φρόνιμοι, ὅτι θά πεθάνετε καί τήν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τοῦ σώματος, δέν θά σᾶς συνοδεύσουν οὔτε οἱ γονεῖς σας, οὔτε οἱ ἀδελφοί καί συγγενεῖς σας, οὔτε ὁ κόσμος, οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ δόξα, οὔτε τά γράμματα, οὔτε οἱ τρυφές καί ἀναπαύσεις οἱ σωματικές. 

Μετανοήσατε καί ἐπιστρέψτε καλῶς, ἀπό ὅπου ἐξήλθατε κακῶς μέ τό θέλημά σας καί βρίσκεσθε στήν παρακοή. Τό θέλημα καί ἡ παρακοή εἶναι θάνατος ψυχικός, θάνατος αἰώνιος. 

Σᾶς εὔχομαι ἀληθινή μετάνοια, μέ συντριβή καί ταπείνωση.

Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τέλειωσε



Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τέλειωσε.

Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση ...;

Κι εγώ σκέπτομαι ότι αμαρτάνω. 

Δεν βαδίζω καλά.

Ό,τι όμως με στενοχωρεί, το κάνω προσευχή, δεν το κλείνω μέσα μου, πάω στο πνευματικό, το εξομολογούμαι, τέλειωσε!

Να μη γυρίζομε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε.

Σημασία έχει τι θα κάνομε τώρα, απ' αυτή τη στιγμή και έπειτα

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ

Υπάρχει τέρμα



Συνετός και μυαλωμένος άνθρωπος είναι εκείνος που αντελήφθη καλώς ότι υπάρχει τέρμα της παρούσης ζωής και σπεύδει και αυτός να θέσει τέρμα εις τα σφάλματα και ελαττώματά του.

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Φοβερός πόλεμος με δαιμόνια υπερηφανείας



Διηγήθηκε Γέρων: «Κάποτε ήρθαν και με προσκύνησαν τα δαιμόνια, ενώ έψελνα το Χερουβικό και είχα φθάσει στο "καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι". Έρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ένας μεγάλος αξιωματικός με πηλίκιο και κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια και κέρατα που έβγαιναν δίπλα απ’ το πηλίκιο, και τέσσερις μικροί μαλλιαροί, και πέφτουν στα γόνατα μπροστά μου. Ο μεσαίος, ο αξιωματικός, είχε το ένα πόδι γονατιστό και το άλλο μισολυγισμένο όπως οι καθολικοί και μου λέει: 

"Είσαι σπουδαίος ψάλτης! Είσαι θαυμάσιος! Είσαι άφθαστος!". Είχε το κεφάλι ψηλά, ενώ οι άλλοι τέσσερις είχαν το κεφάλι κάτω. Εγώ μονολόγησα: "Τα δαιμόνια θα μου πάρουν το μυαλό. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριον τον Θεόν μας προσκυνήσωμεν και Αυτώ μόνω λατρεύσωμεν". Αμέσως έγιναν άφαντοι. Αυτά εν ριπή οφθαλμού. Εγώ αγρίεψα μέσα μου. Σκέφθηκα: "Αυτός που δεν δέχεται να προσκυνήση τον Θεό και να πη ελέησον με ο Θεός, ήρθε να προσκυνήση εμένα να με κάνη συμμέτοχο στην υπερηφάνειά του; Αγρίεψα και άρχισα να λέω το "Τριάδι" του Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μου λένε οι πατέρες: "Τι Τριάδι ήταν αυτό! Πανηγύρι μας έφερες". "Ε, λέω, καμμιά φορά μας πιάνουν και τα μεράκια".

»Μετά την τράπεζα συναντώ στην αυλή ένα μοναχό αγιορείτη, όχι του Μοναστηριού, που ήταν παρών στην Λειτουργία. Τον χαιρέτισα και μου λέει:

― Βρε, τι ήταν αυτό σήμερα! Τι ωραία ψαλμωδία! Μας ανέβασες στον ουρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.

― Όχι εγώ, ο πατήρ τάδε, του είπα.

― Ποιος πατήρ τάδε. Εσύ, η δική σου φωνή, και μου είπε και διάφορα επαινετικά λόγια.

»Τον βάζω μετάνοια και πάω να φύγω. Έρχεται ο σατανάς δίπλα μου· τον έβλεπα και μου λέει: "Όταν σου λέω εγώ να ακούς. Είσαι άφθαστος, εσύ έπρεπε να πάρεις δίπλωμα έξω και να είσαι δάσκαλος".

»"Πίσω μου δαίμονα", λέω. Τι ήθελα να ‘ρθώ από δω να συναντήσω τον μοναχό να ακούσω όλα αυτά.

»Βγήκα έξω και κίνησα για τον κήπο. Ο διάβολος από κοντά μου. Ενώ έβλεπα, βάδιζα, δεν ξέρω πώς, πήρε το πνεύμα μου ο σατανάς και με ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά και έβλεπα τον κόσμο σαν μυρμήγκια κάτω.

― Εσύ δεν είσαι τυχαίος, μου έλεγε ο σατανάς, εσύ δεν ξέρεις τι κουβαλάς.

― Τι κουβαλάω, βρε σατανά, ό,τι κουβαλάς και συ κουβαλώ κι εγώ. Φύγε από κοντά μου. "Θεέ μου, βοήθησέ με". Τι είναι αυτό σήμερα. Θα μου πάρει τα μυαλά ο σατανάς. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".

»Άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, αλλά είχα και λίγο επίγνωση και είπα: "Θεέ μου, δεν θέλω τέτοιες επάρσεις".

»Μπαίνω στον κήπο, αυτός από κοντά. Αυτός τα δικά του, εγώ τα δικά μου. Δεν υπάρχει χειρότερο δαιμόνιο από το δαιμόνιο της υπερηφανείας. Προχώρησα πιο μέσα στον κήπο, μήπως και φύγη. Τίποτα. "Πάει", είπα, "θα δαιμονισθώ". Τότε έπεσα στα γόνατα με το ράσο που φορούσα στην Εκκλησία, και έκλεγα. Δεν έδινα σημασία τι μου έλεγε ο σατανάς, εγώ τα δικά μου. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δύο-δυόμισι ώρες είχα μέσα στον ήλιο. "Δεν θέλω", έλεγα, "τέτοιες επάρσεις, τέτοιους λογισμούς. Εγώ θέλω, Χριστέ μου, να σε προσκυνώ πάνω στον Σταυρό. Εγώ είμαι ένας αμαρτωλός και τίποτα παραπάνω". Αυτός έλεγε τα δικά του. Μούσκεψε το χώμα από τα δάκρυα, σαν να είχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή έφυγε εκείνο το νέφος και ο σατανάς μαζί. Κατάλαβα ότι προσγειώθηκα. Ένιωσα την ανάγκη να προσκυνήσω τα πόδια του Εσταυρωμένου. Σηκώθηκα, ευχαρίστησα τον Κύριό μας και την Παναγία, έβαλα λίγες μετάνοιες και έφυγα κλαίγοντας.

»Έπειτα σκέφθηκα ότι, για να έρθουν να με πειράξουν τα δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρήκαν μέσα μου. Φαίνεται ότι "λάγκευα"1 προς τον εγωισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και ταπείνωση».

Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»
1.Έκλινα, στόχευα, προσανατολιζόμουν.