.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κύριε γνώρισέ μου αὐτόν τόν ἄγνωστο



«Κύριε γνώρισέ μου αὐτόν τόν ἄγνωστο. Ξέρω τό ὄνομά μου, τήν ἠλικία μου, τό βάρος μου, τό χρῶμα τῶν μαλλιῶν μου, ὅμως τόν ἑαυτό μου δέν τόν γνωρίζω. Αὐτός σέ μένα τόν ἴδιο, παραμένει κρυμένος καί ἄγνωστος.

Ἐσύ ὅμως Χριστέ μου, πού ‘‘ἐξετάζεις νεφρούς καί καρδιές’’ τόν γνωρίζεις. Ἐσύ γνωρίζεις κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο εἰς τόν κόσμο, ‘‘ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ’’. Ἐσύ κρατᾶς στά πλαστουργικά σου χέρια τήν φωτογραφία τοῦ μυστικοῦ καί ἀγνώστου ἑαυτοῦ μου, σέ ὅλες τίς λεπτομέρειες.

Τί δέν θά ἔδινα νά ἀποκτήσω αὐτή τήν φωτογρφία Κύριέ μου! Νά τήν κρατήσω μπροστά στά μάτια μου.

Νά δῶ ἐπί τέλους ποιός εἶμαι. Μιά μυστική φωνή μοῦ λέει πώς δέν θά ἄντεχα νά δῶ τήν φωτογραφία μου αὐτή. Καί ἄν τήν ἔβλεπα πώς δέν θά μποροῦσα νά ἀναγνωρίσω τόν ἑαυτό μου.

Γι’ αὐτό Κύριε εἶμαι εὐχαριστημένος πού Ἐσύ, γεμάτος ἀγάπη γιά μένα κρατᾶς ἀποκλειστικά δική σου τήν φωτογραφία τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ μου.

Γιατί ξέρω πώς Ἐσύ θά δουλέψεις μέσα μου γιά νά ἀποκαταστήσεις τήν πραγματική εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου καί νά τήν παρουσιάσεις μή ἔχουσα σπίλο ἤ ρυτίδα ἀλλά ἵνα ᾗ ἁγία καί ἄμωμος.

Κύριε θέλω νά σοῦ δώσω τήν δυνατότητα νά ἐπεξεργασθεῖς μέσα μου τόν ἑαυτό μου..

Ἑαυτέ μου, σκάβε βαθειά τό πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας, τῆς αὐτομελέτης. Ἐρεύνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τή ζωή σου. Γίνου ἀναζητητής γιά νά βρεῖς μαργαριτάρια καί ψήγματα χρυσοῦ ἀπό τό χρυσωρυχεῖο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (Ματ. ικ΄44-46).

Σκάβε καί ἄνοιξε τό χῶρο τῆς ὑπάρξεώς σου γιά νά αὐξάνονται πιό πολύ μέσα σου τά ἀποθέματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Βάλε ὅλο καί πιό πολύ μέσα σου τόν «θεμέλιον… ὅς εστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3.2).

Ἄν θέλεις νά ἀνέβεις «ψηλά», χαμήλωνε, σκάβε. Σκάβε ὅλο καί πιό βαθειά. 
Ἄνοιγε Κύριέ μου βαθειά τό πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς ταπείνωσης.

Γιατί προσεύχομαι; Ὄχι βέβαια γιά νά ἀπαριθμήσω στόν Θεό τίς ἁμαρτίες μου.

Ὄχι γιά νά καυχηθῶ γιά τά ἔργα μου. Ὄχι γιά νά ἱκανοποιήσω τήν συνείδησή μου, ὅτι δέν παρέλειψα τό «καθῆκον» τῆς προσευχῆς. Ὄχι γιά νά κατακρίνω τούς ἄλλους «ἁμαρτωλούς» πού συνάντησα στό δρόμο μου.

Οὔτε γιά νά ἀρχίσω ἤ νά τελειώσω «θρησκευτικά» τή μέρα μου. Ἀλλά γιά νά ζητήσω ἀπό τόν πολυεύσπλαγχνο Κύριο νά καλύψει μέ το πολύ ἔλεός του, τά πολλά σφάλματά μου, τά ἀτελῆ καί ἐλλιπῆ ἔργα μου, τήν ἔλλειψη ἀγάπης καί κατανοήσως τῶν ἀδελφῶν μου, τίς πολλές ἁμαρτίες μου.

Γι’ αὐτό προσεύχομαι! Γιά νά ἀνανεώσω τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μου, ἀλλά καί τήν ἐμπιστοσύνη μου στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν προσεύχομαι αἰσθάνομαι πώς εἶμαι μπροστά στόν Ἅγιο Θεό!»

Μοναχός Ἰωσήφ Γρηγοριάτης (1915-2008)

ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
έτος ΙΒ΄ – τεύχος 53 – Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2012

Καλό Δεκαπενταύγουστο



«Κυρία Θεοτόκε, 
Μάνα τοῦ κόσμου, 
Κυρία τῶν Ἀγγέλων! 

Σίγουρα «ἀδυνατεῖ γλῶσσα τῶν βροτῶν» νά Σέ ὑμνήσει καί νά ἐννοήσει τό μεγαλεῖο Σου. 
Δέξου τήν δέησή μας ὡς προερχόμενη ἀπό παιδιά ἀδύνατα, ἁμαρτωλά καί ἐπιπόλαια:

– Δῶσε μας λίγο ἀπό τό Φῶς Σου.

– Κάνε μας νά κατανοήσουμε τήν εὐεργεσία τοῦ Ὑιοῦ Σου.

– Προστάτευσε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ἀπό ὀρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς.

– «Πάλιν καί πολλάκις» δέξε μας μετανοοῦντας καί ἐπιθυμοῦντας τήν ἀλλαγή μας.

– Σκέπε, φύλαττε καί διάσωσε τόν κόσμο Σου.

– Παρηγόρησε τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους τῆς ζωῆς.

– Τήν ὥρα τῆς μετάβασης μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἔλα καί ὁδήγησέ μας στόν Ὑιό Σου καί Θεόν ἡμῶν, γιά νά ζήσουμε αἰώνια τήν οὐράνια Βασιλεία Του «σύν πᾶσι τοίς Ἁγίοις». Ἀμήν.

Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι

Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ Θεό, μίλησε ἔτσι:

«Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ γκρέμισμα».

Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ
στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου ἀγαθότητα».

Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει, γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ,
Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».

Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια, ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς προφάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν
ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο, ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.

Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς
φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας.

Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ
ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.

Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.

Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία σου καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά,
προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθη σὲ συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο.

Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς, γαληνέψης τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ ὁρίσῃ.

από το βιβλίο: “ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ” – Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος – Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον ρους).

Χαιρετισμοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Ποίημα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ παντοδύναμε, Προπατόρων ἡ Λύτρωσις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, Προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ παντελεῆμον, Πρεσβυτέρων Γλυκύτης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Βλέπων Κύριε τὴν χήραν θρηνούσαν σφόδρα, εὐσπλαχνίσθης, καὶ ἀνέστησας τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ τὸν τάφον φερόμενον. Σπλαχνίσθητι καμοὺ Φιλάνθρωπε, καὶ τὴν ἀμαρτίαις θανοῦσαν ψυχή μου ἀνάστησον, τοῦ βοῶντος σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Γνώσιν ἄγνωστον γνῶναι ζητῶν ὁ Φίλιππος ἔλεγε . δεῖξον ἠμὶν Κύριε τὸν Πατέρα. Σῦ δὲ εἶπας πρὸς αὐτόν. Τοσούτον χρόνον μετ ἐμοῦ ὧν, οὐκ ἔγνωκας, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἔστι; Διὸ ἀνεξιχνίαστε, φόβω κραυγάζω Σοὶ.

Ἰησοῦ Θεὲ προαιώνιε.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Δέσποτα μακρόθυμε.
Ἰησοῦ Σωτὴρ πολυέλεε.
Ἰησοῦ Φύλαξ μου ὑπεράγαθε.
Ἰησοῦ τὰς ἁμαρτίας μου πάριδε.
Ἰησοῦ τὰς ἀνομίας μου ἄνελε.
Ἰησοῦ τὴν ἐμην φαυλότητα ἐξάλειψον.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Ἐλπὶς μὴ ἐάσης μέ.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Βοήθεια, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, μὴ ἀπώση μέ.
Ἰησοῦ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλός, μὴ ἀπολέσεις μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δύναμιν ἐξ ὕψους τοὶς Ἀποστόλοις Σου ἐν Ἱερουσαλὴμ καθημένοις περιβαλλόμενος. Ἰησοῦ, καμὲ τὸν πάσης ἀγαθοποιϊας γεγυμνωμένον περιβαλοῦ τὴ ζέσει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ δὸς μοὶ μετὰ πόθου ψάλλειν Σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου, τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους ἐκάλεσας, εὔσπλαχνε Ἰησοῦ. Μὴ παρίδης καμὲ νῦν τὸν ὁμοιωθέντα αὐτοίς, ἀλλ ὡς πολύτιμον μύρον πρόσδεξαι τὸν ὕμνον τοῦτον.

Ἰησοῦ Κράτος ἀνίκητον.
Ἰησοῦ Ἔλεος ἀτελεύτητον.
Ἰησοῦ Ὡραιότης ὑπέρλαμπρος.
Ἰησοῦ Ἔρως ἄφραστος.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ ζῶντος.
Ἰησοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν.
Ἰησοῦ ἐπάκουσόν μου τοῦ συλληφθέντος ἐν ἀνομίαις.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν τεχθέντα ἐν ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ δίδαξον μὲ τὸν μωρανθέντα.
Ἰησοῦ φώτισον μὲ τὸν σκοτισθέντα.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν ρυπωθέντα.
Ἰησοῦ ἐπανάγαγε μὲ τὸν ἄσωτον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ὁ Πέτρος ἐβυθίζετο. Ἱδὼν δὲ Σὲ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ πεφυκότα, ἐπὶ τοὶς ὕδασι βαδίζοντα, ἐπέγνω Σὲ Θεὸν ἀληθῆ, καὶ χείρα βοηθείας δεξάμενος ἔφη.
Ἀλληλούϊα.

Ἤκουσεν ὁ τυφλὸς ἐπὶ ὁδοῦ Σὲ πορευόμενον Κύριε, καὶ ἐβόησεν, Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μέ. Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἠνέωξας αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Διὸ φώτισον καμοὺ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῷ ἐλέει Σου, ὅπως Σοὶ κελαηδῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ ὁ Ποιητής των ἄνω.
Ἰησοῦ ὁ Ἐξαγοραστής των κάτω.
Ἰησοῦ Καθαιρέτα τῶν ὑποχθονίων.
Ἰησοῦ Καλλωπιστὰ πάντων τῶν κτισμάτων.
Ἰησοῦ τῆς ἐμῆς ψυχῆς παραμυθία.
Ἰησοῦ φωτισμὸς τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιάς μου.
Ἰησοῦ ἡ ρώσις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ Φῶς μου, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ τυραννίδος παντοίας ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ρύσαι μὲ τὸν ἀνάξιον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Θεορρήτω αἴματί Σου, καθάπερ πάλαι Ἰησοῦ, ἠξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας Τοῦ νόμου, οὕτως ἐξελοῦ ἐκ τῆς παγίδος τοῦ ὄφεως, Δὶ’ ἧς πάθει σαρκός, καὶ κέντρω ἀσωτίας, Ἐκτέρνισεν ἡμᾶς, πεδήσας τὴ φαύλη ραθυμία, Ἵνα κράζωμεν Σοί.
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Ἑβραίων ἐν μορφῇ ἀνθρωπίνη, τὸν πλάσαντα χειρὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ Δεσπότην νοοῦντες Σέ, ἔσπευσαν τοὶς κλάδοις θεραπεῦσαι, τὸ Ὡσαννὰ βοῶντες. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὕμνον προσφέρομεν Σοὶ λέγοντες.

Ἰησοῦ Θεὲ ἀληθινέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερένδοξε.
Ἰησοῦ Ἀμνὲ πανακήρατε.
Ἰησοῦ Φύλαξ τῆς νηπιότητός μου.
Ἰησοῦ Ὁδηγὲ τῆς νεότητός μου.
Ἰησοῦ ἡ βακτηρία τοῦ γήρατός μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐλπίς μου ἐν ὥρᾳ τοῦ θανάτου.
Ἰησοῦ ἡ μετὰ θάνατον ζωή μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐν τῇ Κρίσει σου παραμυθία μου.
Ἰησοῦ τὴ ὥρα ἐκείνη μὴ καταισχύνης μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Κηρύκων θεοφθόγγων τὰς ρήσεις ἐκπληρῶν Ἰησοῦ, ἐπὶ γῆς ὤφθης καὶ τοὶς ἀνθρῶποις συνασεστράφης, ἀπρόσιτος ὧν, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἐβάστασας. Ὅθεν, τῷ μώλωπί Σου πάντες ἰαθέντες, ἔγνωμεν ψάλλειν .
Ἀλληλούια.

Λάμψας τὴ οἰκουμένη φωτισμὸν ἀληθείας τὴν πλάνην ἀπήλασας τῶν δαιμόνων τα γὰρ εἴδωλα Σωτὴρ μὴ ἐνέγκατά Σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκε, ἡμεῖς δὲ σωτηρίας τυχόντες βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Αὐτοαλήθεια, τὴν ἀπάτην καθελὼν
Ἰησοῦ Φῶς ὑπερέχον πᾶν φῶς.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερβαίνων πάντας ἐν ἰσχύει
Ἰησοῦ ὁ Θεός, ὁ πιστὸς ἐν ἐλέει.
Ἰησοῦ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ἔμπλησον μὲ τὸν πεινῶντα.
Ἰησοῦ ἡ Πηγὴ τῆς γνώσεως, πότισον μὲ τὸν διψῶντα.
Ἰησοῦ ὁ Χιτὼν εὐφροσύνης, ἔνδυσον μὲ τὸν γυμνωθέντα.
Ἰησοῦ τῆς χαρᾶς ὁ Λιμήν, καθόρμισον μὲ τὸν πλανηθέντα.
Ἰησοῦ ὁ Δοτὴρ τῶν αἰτούντων, παράσχου μοὶ συντριβὴν ἁμαρτιῶν.
Ἰησοῦ ὁ Εὐρετὴς τῶν ζητούντων, εὐρέκαμοι τὴν ψυχήν.
Ἰησοῦ ὁ τοὶς κρούουσι ἀνοίγων, ἄνοιξον τὴν πεπωρωμένην καρδίαν μου.
Ἰησοῦ Ἰατὴρ ἁμαρτωλῶν, ἀπόπλυνον τὰς ἁμαρτίας μου.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Μέλλων ἀποκαλύψαι τὸ ἀπ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγῆς ἤχθης, Ἰησοῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν. Ἠγέρθης δὲ Θεὸς ὧν ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ μετὰ δόξης ἀνελθῶν εἰς οὐρανούς, συνανύψωσας ἡμᾶς βοώντας Σοί.
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξεν Κτίσιν, ἐμφανίσας ἠμὶν ὁ Κτίστης. Ἀσπόρως δ’ ἐκ Παρθένου σαρκωθεῖς καὶ ἐκ τάφου ἀναστάς, σώα τὲ φυλλάξας ἀμφοτέρων τὰ σήμαντρα, πρὸς τοὺς Ἀποστόλους τῶν θυρῶν κεκλεισμένων μετὰ σαρκὸς εἰσῆλθεν. Ὅθεν θαυμάζοντες πίστει βοῶμεν.

Ἰησοῦ Λόγε ἀχώρητε.
Ἰησοῦ Νοῦς ἀνεξιχνίαστος.
Ἰησοῦ Δύναμις ἀκατάληπτος.
Ἰησοῦ Σοφία ἀμέτρητος.
Ἰησοῦ Θεότης ἀπερίγραπτος.
Ἰησοῦ Κυριότης ἀπεριόριστος.
Ἰησοῦ Βασιλεία ἀκαταμάχητος.
Ἰησοῦ Δεσποτεία ἀτελεύτητος.
Ἰησοῦ Ἰσχὺς ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ Ἐξουσία αἰώνιος.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, ἀνακαίνισον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ξένην ἐνανθρώπησιν Θεοῦ ὁρῶντες, ξενωθῶμεν τοῦ ματαίου κόσμου τούτου, τὸ νοῦν εἰς τὰ θεῖα μεταθέντες. Διᾶ τοῦτο γὰρ Θεὸς ἐπὶ γῆς κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ὑψώση τοὺς αὐτῶ κραυγάζοντας.
Ἀλληλούια.

Ὅλος ἢν ἐν τοὶς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀκατάληπτος Λόγος. Ἔπαθεν ἐπὶ γῆς ἐκούσια βουλὴ θανάτω τὸν θάνατον ἡμῶν ἐνέκρωσε, καὶ τὴ Ἀναστάσει Αὐτοῦ ζωὴν ἐδωρήσατο ἠμὶν τοὶς ἄδουσιν Αὐτῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ Γλυκύτης τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ Δύναμις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Φῶς τῆς ψυχῆς μου.
Ἰησοῦ ἡ ὀξύτης τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ Χαρμονὴ τῆς συνειδήσεώς μου.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος.
Ἰησοῦ Μνήμη αἰώνιος.
Ἰησοῦ Αἴνεσις ὑπερουράνιος.
Ἰησοῦ δόξα ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ ἐπιθυμία, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιμήν μου, ἀναζήτησον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, διάσωσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πάσα φύσις Ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐν οὐρανοὶς δοξάζει τὸ πανάγιον Ὄνομά Σου, Ἰησοῦ, τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοώσα. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ γῆς, χοϊκοὶς χείλεσι ψάλλομεν.
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ Σοί, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀπορούσι γὰρ λέγειν το πὼς εἰ ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡμεῖς δὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν.

Ἰησοῦ Θεὸς θεῶν.
Ἰησοῦ Βασιλεὺς βασιλευόντων.
Ἰησοῦ Κύριος κυριευόντων.
Ἰησοῦ Κριτὰ νεκρῶν καὶ ζώντων.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Ἰησοῦ Παράκλησις πενθούντων.
Ἰησοῦ πεντήντων Προμήθεια.
Ἰησοῦ μὴ καταδικάσης μὲ κατὰ τὰ ἔργα μου.
Ἰησοῦ κάθαρον μὲ κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Ἰησοῦ διασκέδασον τὴν ἀκηδίαν μου.
Ἰησοῦ φώτισον τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ μνήμην θανάτου μοὶ δώρησαι.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, Ἀνατολὴ ἀνατολῶν, εἰς δύσιν ζοφώδη τῆς ἐσκοτισμένης ἡμῶν φύσεως ἐλθών, μέχρι θανάτου ἐταπείνωσας σαυτόν. Διὸ τὸ ὄνομά Σου, ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὑπερυψοῦται καὶ παρὰ πάσης φύσεως οὐρανίου καὶ ἐπιγείου ἀκούεις.
Ἀλληλούια.

Τείχισον ἡμᾶς ἀγίοις Σου ἀγγέλοις Χριστὲ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, ὥσπερ πάλαι ἐκαθάρισας τοὺς δέκα λεπρούς, καὶ ἴασαι ἡμᾶς καθάπερ ἰάσω τὴν τοῦ τελώνου Ζακχαίου φιλάργυρον ψυχήν, ὅπως κατανύξει βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Θησαυρὲ ἀσφαλέστατε.
Ἰησοῦ Πλοῦτε ἀδαπάνητε.
Ἰησοῦ Πόσις ἀνεξάντλητος.
Ἰησοῦ τῶν γυμνῶν Περιβολή.
Ἰησοῦ τῶν χηρῶν ἡ Ἀντίληψις.
Ἰησοῦ ὀρφανῶν ὁ Προστάτης.
Ἰησοῦ καταπονουμένων Ὑπέρμαχος.
Ἰησοῦ ὁδοιπόρων Συνοδίτης.
Ἰησοῦ τῶν πλεόντων Κυβερνήτης.
Ἰησοῦ Λιμὴν χειμαζομένων εὔδιος.
Ἰησοῦ ἀνάστησον μὲ παραπεσόντα.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὕμνον ἐν κατανύξει προσφέρω Σοὶ ὁ ἀνάξιος ἐγώ, καὶ βοῶ Σοὶ ὥσπερ ἡ Χαναναία. Ἰησοῦ ἐλέησον μέ. Οὐ θυγάτριον, ἀλλὰ σάρκα κέκτημα δαιμονώσαν δεινῶς καὶ τῷ θυμῷ φλεγομένην. Διὸ παράσχου μοὶ τὴν ἴαση βοώντι Σοί.
Ἀλληλούια.

Φωτοπάροχον φῶς, τὸ λάμψας τοὶς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας, ὁ πρὶν διώκων Σὲ Παῦλος ἐλλαμφθεῖς τῷ φωτί Σου καὶ κατανοῶν τὴν δύναμιν τῆς θεοσόφου Σου φωνῆς, καταπράϋνε τὴν ὁρμὴν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Οὕτω καμοὺ φώτισον τὰ ὄμματα τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, τοῦ βοῶντος τοιαύτα.

Ἰησοῦ Βασιλεῦ πανσθενέστατε.
Ἰησοῦ Θεὲ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Παντοκράτορ ἀθάνατε.
Ἰησοῦ Δημιουργέ μου ὑπερδόξαστε,
Ἰησοῦ Ὁδηγέ μου ἀγαθώτατε.
Ἰησοῦ Ποιμὴν εὐσπλαγχνικώτατε.
Ἰησοῦ Δέσποτα πολυέλεε.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου φιλανθρωπότατε.
Ἰησοῦ φώτισόν μου τὰς αἰσθήσεις σκοτισθείσας τοὶς πάθεσιν.
Ἰησοῦ ἴασαι τὸ σῶμα μου λελωβημένον ταὶς ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ καθάρισόν μου τὸν νοῦν ἀπὸ ματαίων λογισμῶν.
Ἰησοῦ φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ὀρέξεων πονηρῶν.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Χάριν χάρισαι μοὶ πάντων ὀφλημάτων χρεωλύτα Ἰησοῦ μου, καὶ δέξαι μὲ μετανοούντα ὡς ἐδέξω Πέτρον ἀρνησαμένον Σὲ ὡς ποτὲ Παῦλον προσεκαλέσω διώκοντα Σὲ καὶ ἐπάκουσόν μου ἀναβοῶντος Σοί.
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές Σου τὴν ἐνανθρώπησιν, ἀνυμνοῦμεν Σὲ πάντες, καὶ πιστεύομεν σῦ τῷ Θωμᾷ ὅτι Σῦ εἰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Πατρός, καὶ μέλλων κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Ἀξίωσον οὖν τότε μὲ στῆναι ἐκ δεξιῶν Σου, τὸν νῦν ἀναβοώντα Σοί.

Ἰησοῦ ὁ τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, εἰρήνευσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ εὔοσμον Ἄνθος, εὐωδίασον μέ.
Ἰησοῦ ἡ ποθητὴ Θέρμη, θέρμανον μέ.
Ἰησοῦ Ναὲ προαιώνιε περίθαλψον μέ.
Ἰησοῦ ἠλιοστάλακτε Χιτών, κόσμησον μέ.
Ἰησοῦ ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης, πλούτισον μέ.
Ἰησοῦ Λίθε τίμιε, λάμπρυνον μέ.
Ἰησοῦ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἔλλαμψον μέ.
Ἰησοῦ Ἅγιον φῶς, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ νόσου ψυχῆς καὶ σώματος ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀλάστορος ἐξάρπασον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων λύτρωσαι μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὢ Γλυκύτατε καὶ Πανοικτίρμον Ἰησοῦ πρόσδεξαι ταύτην τὴν μικρὰν ἡμῶν δέησιν, ὡς ἐδέξω τα τῆς χήρας δυὸ λεπτά, καὶ τήρησον τὴν κληρονομίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, νόσου, λιμοῦ, πάσης θλίψεως, καὶ θανατηφόρου πληγῆς. Καὶ λύτρωσαι μελλούσης κολάσεως, τοὺς βοώντας Σοὶ
Ἀλληλούια.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με...

πολέμησον τους πολεμούντας με...


ΑΠΑΓΟΡΕΥΑΝ ΑΥΣΤΗΡΑ τα λευκά αφεντικά τους Μαύρους σκλάβους των φυτειών τους, να συνάζονται όλοι μαζί και να προσεύχονται κατά τα διαλείματα της δουλείας τους.
Γιατί όμως;
κάνανε Βουντού ή ανθρωποθυσίες;
Όχι! στον Ι. Χριστό προσεύχονταν. Όμως η δύναμη της πονεμένης προσευχής αυτών των αδικημένων ψυχών ,έκαμπτε τον αδικημένο Χριστό και έτσι όλα στραβά και ανάποδα πηγαίναν στα σκληροτράχηλα αφεντικά τους.
"Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ' ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν."(Ιακ.ε΄-4)

Έχουμε την ακατάλυτη δύναμη της Ορθοδοξίας, του Τιμίου Σταυρού και της μοσχολιβανισμένης Προσευχής μας.
Ας ενώσουμε και εμείς τις προσευχές μας και μετην Ορθόδοξη φωνή των Θεοφωτίστων μας Πατέρων και ας τρομάξουμε για τα καλά τους ευρωπαίους νεο Αντι-Χρίστους στέλνοντάς τους μία και καλά από εκεί που ήρθανε.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

-ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ 
ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΕΡΓΑ ΟΣΩΝ ΕΠΙΒΟΥΛΕΥΟΝΤΑΙ 
ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ.-

Εις το όνομα Του Πατρός και Του Υιού και Του Αγίου Πνεύματος.


. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς (ἐκ γ')
Δόξα... Καὶ νῦν...
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς,Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν,
Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν.
Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν,
ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα... Καὶ νῦν...
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν, καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά Σοῦ. εὐλογημένη, Σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας Σου, ὅτι Σωτήρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ, πάντων ἡμῶν μνήσθητι, ἵνα ῥυσθῶμεν τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν· σοὶ γὰρ ἐδόθη χάρις, πρεσβεύειν ὑπὲρ ἡμῶν.

Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος».

Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι.

Ἀμήν.

Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.
Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.
Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ, Χριστῷ τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Ψαλμός ΛΔ΄. 34

Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με· πολέμησον τους πολεμούντας με. Επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις την βοήθειαν μου. ΄Εκχεον ρομφαίαν και σύγκλεισον εξ εναντίας των καταδιωκόντων με· είπον τη ψυχή μου Σωτηρία σου εγώ είμι. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοι μοι κακά. Γενηθήτωσαν ωσεί χνούς κατά πρόσωπον ανέμου και άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς. Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα και άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς Ότι δωρεάν έκρυψαν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών, μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου. Ελθέτω αυτώ παγίς, ήν ού γινώσκει και η θήρα, ήν έκρυψε, συλλαβέτω αυτόν και εν τη παγίδι πεσείται εν αυτή. Η δε ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τω Κυρίω, τερφθήσεται επί τω σωτηρίω αυτού. Πάντα τα οστά μου ερούσι· Κύριε, Κύριε, τίς όμοιος σοι; Ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν. Αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ουκ εγίνωσκον ηρώτων με. Ανταπεδίδοσαν μοι πονηρά αντί αγαθών και ατεκνίαν τη ψυχή μου. Εγώ δε, εν τω αυτούς παρενοχλείν μοι, ενεδυόμην σάκκον και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται. Ως πλησίον, ως αδελφώ ημετέρω, ούτως ευηρέστουν· ως πενθών και σκυθρωπάζων, ούτως εταπεινούμην. Και κατ΄εμού ευφράνθησαν και συνήχθησαν· συνήχθησαν επ΄εμέ μάστιγες και ουκ έγνων. Διεσχίσθησαν και ού κατενύγησαν. Επείρασαν με, εξεμυκτήρισαν με μυκτηρισμώ, έβρυξαν επ΄ εμέ τους οδόντας αυτών. Κύριε, πότε επόψει; αποκατάστησον την ψυχήν μου από της κακουργίας αυτών, από λεόντων την μονογενή μου. Εξομολογήσομαι σοι εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί αινέσω σε. Μη επιχαρείησαν μοι οι εχθραίνοντες μοι αδίκως, οι μισούντες με δωρεάν και διανεύοντες οφθαλμοίς. Ότι εμοί μεν ειρηνικά ελάλουν και επ΄οργήν δόλους διελογίζοντο. Και επλάτυναν επ΄εμέ το στόμα αυτών· είπον· Εύγε, εύγε, είδον οι οφθαλμοί ημών! Είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης· Κύριε, μη αποστής απ΄εμού. Εξεγέρθητι, Κύριε και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου και ο Κύριος μου, εις την δίκην μου. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην σου, Κύριε, ο Θεός μου και μη επιχαρείησαν μοι. Μη είποισαν εν καρδίαις αυτών· Εύγε, εύγε τη ψυχή ημών· μη δε είποιεν· Κατεπίομεν αυτόν. Αισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοις κακοίς μου· Ενδυσάσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ΄εμέ. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου και ειπάτωσαν διαπαντός. Μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι θέλοντες την ειρήνην του δούλου αυτού. Και η γλώσσα μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέρα τον έπαινον σου.

Δι'ευχών …


-ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΛΛΗΝ--


Εἰδική προσευχή τῆς Ἐκκλησίας γιά ὅλες τίς αἰσθήσεις μας



"Ὁ Θεός ὁ μέγας καί αἰνετός, ὁ τῷ ζωοποιῷ τοῦ Χριστοῦ σου θανάτῳ
εἰς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς μεταστήσας,
σύ πάσας ἡμῶν τάς αἰσθήσεις τῆς ἐμπαθοῦς νεκρώσεως ἐλευθέρωσον, 
ἀγαθόν ταύταις ἡγεμόνα τόν ἔνδοθεν λογισμόν ἐπιστήσας. 
Καί ὀφθαλμός μέν ἀπέστω παντός πονηροῦ βλέμματος,
ἀκοή δέ λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος,
ἡ δέ γλῶσσα καθαρευέτω ρημάτων ἀπρεπῶν.
Ἅγνισον ἡμῶν τά χείλη τά αἰνοῦντα σε, Κύριε, 
τάς χεῖρας ἡμῶν ποίησον τῶν μέν φαύλων ἀπέχεσθαι πράξεων,
ἐνεργεῖν δέ μόνα τά σοί εὐάρεστα, 
πάντα ἡμῶν τά μέλη καί τήν διάνοιαν τῇ σῇ κατασφαλιζόμενος χάριτι."


Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ



Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.

Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,

ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·

ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,

ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,

ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,

ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,

ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,

ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,

ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,

ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,

ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,

ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,

ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,

ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,

ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.

Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».

Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.

Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.

Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον χτένες.

Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,

οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,

οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,

οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,

οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,

οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκή,

οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,

οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,

οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.

Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.

Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.

Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!

Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!

Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!

Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!

Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!

Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!

Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι· πάλιν δεύρο,

οὐκ ὀνειδίζω σε,

οὐ βδελύσσομαι,

οὐκ ἀποῤῥίπτω,

οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,

τὸ ἐμὸν τέκνον,

τὴν ἐμὴν εικόνα,

ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,

ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,

οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,

οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,

οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·

διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,

τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.

Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.

Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,

Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.

Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,

ἀσθενής τῇ γνώμη,

ἀσθενής τῇ προαιρέσει.

Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.

Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.

Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;

Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;

Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·

Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,

ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι αυτόν,

οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,

ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,

λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·

Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,

ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,

ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.

Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.

Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.

Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,

«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,

κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!

Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.

Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.

Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;

Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.

Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.

Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.

«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.

Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.

Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.

Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.

Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.

Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.

«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτη)


“Η προσευχή είναι ποίηση…


Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νου.
Έρχεται ένα φως. Τοτε εχεις μια αλλη αίσθηση.Τοτε το κατανοείς καλά. Όχι προς το ετυμολογικό. Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή. Και λες: “Τι αλλο να λέω;”. Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: “Κύριε ελέησον!”
Δίχως να βαριέσαι. Δίχως να κουράζεσαι. Αυτό τα λέει όλα. Δεν θέλει αλλα και πολλά. Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφραστεί. Η προσευχή είναι ποίηση. Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.
Οι ποιητές νιώθουν τους συναθρώπους τους και τους παρηγορούν, όπως οι άγιοι. Είναι μεγάλη ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο. Οι άγιοι δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τους ίχνη. Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ’ αχνάρια της κακίας τους.
Κύριε, ελέησέ τους, δεν ξέρουν τι χάνουν και τι κάνουν.
Λυπάμαι όταν δεν μπορώ να προσευχηθώ. Και τούτο προσευχή είναι, μου ‘πε ένας διακριτικός γέροντας. Όπως χαίρομαι όταν με τόση ικετευτική στάση μου ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.
Πιστεύω πως για την ταπείνωσή τους θα τους ελεήσει ο Κύριος. Προτιμώ, έλεγε ένας άλλος γέροντας, την προσευχή απο τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες. Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλα λόγια δεν αναπάυουν.
Η προσευχή για τους άλλους επηρεάζει θερμότερα. Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.
Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, μα περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.
Κύριε, συγχώρεσέ με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δείλιαζα γιατί δεν είχα μετανοήσει.
Κύριε, ελέησον.

† Μωυσής μοναχός Αγιορείτης
Αγιοτόκος Καππαδοκία, Προσκυνητής

Προσευχή στην Πανύμνητη Μητέρα


Σε δοξολογώ, ω πανύμνητε Μητέρα, διότι με την αγιότητα και τις αρετές σου στάθηκες, συ μόνη, άξια να γεννήσεις τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα μας.

Σε προσκυνώ, Κεχαριτωμένη Μαρία, διότι με τον μονογενή Υιό Σου, γεφυρώθηκε το χάσμα ουρανού και γης και Συ με το να γίνεις η Μητέρα του Θεού μας, αναδείχθηκες η κλίμακα, η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν.


Σε ανυμνώ, Αειπάρθενε Κόρη, διότι με το να είσαι το κρίνο της αγνότητος και παρθενίας μας έδωσες το παράδειγμα της αγνής και αγίας ζωής.
Σε ευχαριστώ, Μητροπάρθενε Αγνή, διότι στέκεις σε όλες τις ανάγκες στοργική μητέρα, και μας γίνεσαι προστασία και σκέπη και βοήθεια σε όλες τις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας. Η ευγνωμοσύνη μας όλη Σού ανήκει.

Σε ευχαριστώ, αλλά και Σε παρακαλώ, Σε ικετεύω από τα βάθη της ψυχής μου, Μητέρα αγία, Υπεραγία:

Σώζε, Θεοχαρίτωτε, την ψυχή και τη ζωή μου από κάθε πειρασμό και αμαρτία.

Προστάτευε το Έθνος μας από τις επιβουλές πονηρών ανθρώπων και ανόμων εθνών και στάσου πάντοτε η υπέρμαχος Στρατηγός, για να του χορηγείς τη νίκη, την ασφάλεια, την ειρήνη, την ελευθερία.

Βοήθησε, Παναγία μου, όλους τους πτωχούς, τους ασθενείς, τους σκλαβωμένους αδελφούς μας, τους αγωνιζομένους για την ελευθερία τους, σώζε τους αδικημένους, οδήγησε σε μετάνοια τους αμαρτωλούς. Γιά όλους μας, ζήτησε το έλεος του Μονογενούς Σου Υιού, του Σωτήρος μας, για να έχουμε εξασφαλισμένη τη σωτηρία μας.

Παναγία μας, μετά τον Θεό και Κύριό μας, Συ είσαι η ελπίδα μας, η καταφυγή μας, η προστασία μας. Μη μας εγκαταλείπεις.

Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε, φύλαξόν με


Παναγία Δέσποινά μου, φύλαξον με υπό την σκέπην Σου ότι εις τας παναχράντους χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου.

Γενού βοηθός και σκέπη της ψυχής μου εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως και πρέσβευε υπέρ εμού του αναξίου ίνα εισέλθω καθαρός και αγνός εις τον Παράδεισον.

Μη απορρίψης με, Κυρία μου, τον δούλον Σου, αλλά βοήθησον με και δος μοί το συμφέρον της αιτήσεως.

Λύτρωσαι με παντός κινδύνου, επιβουλής, ανάγκης και ασθενείας, και δώρησαι μοί προ του τέλους μετάνοιαν ίνα σωζόμενος τη μεσιτεία και βοήθειά Σου, εν μεν τω παρόντι βίω από παντός εχθρού ορατού και αοράτου, πορευόμενος θεαρέστως εν τοις θελήμασι του αγαπητού Σου Υιού και Θεού ημών, εν δε τη φοβερά ημέρα της κρίσεως από της αιωνίου και φοβεράς κολάσεως, προσκυνώ ευχαρίστως και δοξάζω το πανάγιόν Σου όνομα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Κύριε ελέησον!



Ο πανταχού παρών, δεν είσαι εντός μου διά την αμαρτίαν μου, διά τούτο δεν Σε ακούω, δεν Σε βλέπω, δεν Σε κατανοώ.
Ω Παντελεήμων Κύριε, κατέβα, ταπεινώσου εντός της καρδίας μου, της ψυχής μου, του σώματός μου, που είναι άδης.
Αλλά Συ και εις τον άδην κατήλθες και πάλιν έμεινες Θεός, έλα εις την κόλασιν, διά να την μεταβάλης εις παράδεισον.
Διότι, όπου είσαι Συ, ήδη εκεί είναι ο παράδεισος, και ο άνθρωπος διά Σού ήδη είναι άγγελος.
Όλη η πεπτωκυία φύσις προσπίπτει ενώπιόν Σου με μίαν σπαρακτικήν κραυγήν: Κύριε ελέησον!
Ο πόνος μας μαζεύει όλον τον ανθρώπινον λόγον εις μίαν προσευχητικήν βοήν: Κύριε ελέησον!
Εστραμμένοι προς Σε, ευρίσκομεν όλην μας την ύπαρξιν να πλημμυρίζει απ᾿ αυτόν τον αναστεναγμόν: Κύριε ελέησον!
Τα δάκρυα ρέουν και Σού καταθέτουν όλην μας την ψυχήν μέσα εις αυτάς τας δύο λέξεις: Κύριε ελέησον!

Αγίου Αυγουστίνου Πόποβιτς

«Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου»



«Και πώς», κάποιος διερωτάται, «θα υποβάλλω τα αιτήματά μου, όντας εγώ αγροίκος, χωρικός κι απαίδευτος;»
-Γι’ αυτού του είδους τα αιτήματα δεν σου χρειάζονται λογοτεχνικές ικανότητες, παρά μονάχα απλότητα. Ας επιστρέψουμε, όπως έκαμε ο άσωτος υιός. Ας στενάξουμε, όπως στέναξε ο τελώνης Άς χύσουμε δάκρυα μετανοίας όπως η πόρνη και, όπως ο ληστής, ας φωνάξουμε: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Πού βλέπεις το δύσκολο και το πολύπλοκο σ’ αυτά τα τόσο άπλα λόγια;
-«Ναι», αποκρίνεται, «αλλ’ εγώ δεν βλέπω τον εαυτό μου να ‘ναι συσταυρωμένος με τον Κύριο. Πώς, λοιπόν, να επαναλάβω του ληστή τα λόγια;»
-Τί λέγεις, άνθρωπε; Θέλεις κάθε μέρα να βλέπεις σταυρωμένο τον Χριστό; Τίποτε δεν σ’ εμποδίζει κάθε μέρα να στρέφεις το βλέμμα της διάνοιας και ν’ αντικρίζεις την σωτήρια σταύρωση και στη συνέχεια να λέγεις; «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου».
-Αυτός, όμως, ξαναρωτά και λέγει: «Πώς κάθε μέρα σταυρώνεται ο Χριστός, για να τον βλέπω με τρόπο νοερό»;
-Δεν λέγω, να τον βλέπεις κάθε μέρα σταυρωμένο, αλλά κάθε μέρα νοερά να βλέπεις την σωτήρια σταύρωση, που τότε, μια και για πάντα, έγινε, και να λέγεις συχνά και ολόκαρδα: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Αλλά και όταν σταυρώσουμε τον αμαρτωλό εαυτό μας «μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες μας», όπως λέγει ο θείος και μακάριος Παύλος, τότε κι εμείς συσταυρωνόμαστε μαζί του και μπορούμε να λέμε: «θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Βλέπεις αυτό το σύντομο και εύκολο αγιογραφικό κείμενο πόσην ωφέλεια προξενεί;
-Δεν είπε: Συγχώρησέ μου, Κύριε, τις ληστρικές αισχρουργίες, τους φόνους, τους δόλους, τις αρπαγές, τις ωμότητες, και τις μύριες εκείνες μιαρότητες, αλλά «θυμήσου με, Κύριε». Κι ούτε τη θύμηση αυτή την ζητώ αμέσως, αλλά τότε. Όταν οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευθούν. Όταν θα έλθεις με τρόπο εμφανή. Όταν ,το ανέκφραστο φως της δικής σου παρουσίας σαν αστραπή θα φανεί ταυτόχρονα από την ανατολή μέχρι και τη δύση. Όταν θα ηχήσει μεγαλόφωνα η σάλπιγγα και οι νεκροί θ’ αναστηθούν. Όταν θα εξαποστείλεις τους αγίους σου αγγέλους να συναθροίσουν τους διαλεχτούς σου κι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τότε, αφού παρουσιασθεί πια η βασιλεία σου, θυμήσου με, Κύριε. Μη με λησμονήσεις γιατί είμαι ληστής, αλλά «θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου».
Όταν οι στρατιές των αγγέλων θα διασχίζουν όλη την υφήλιο και θα συνάγουν τους διαλεκτούς σου από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μη με λησμονήσεις, εξαιτίας των ληστρικών μου έργων, αλλά, «θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Δεν ζητώ περισσότερα απ’ αυτό, αφού δεν πρόλαβα καν να μετανοήσω, για τα φοβερά εκείνα ατοπήματα μου– γι’ αυτό συνελήφθηκα και, σαν ληστής, σταυρώθηκα, ώστε και σύ, Κύριε, που είσαι ανώτερος από κάθε δικαιοσύνη, να συγκαταλεχθείς μαζί με τους ανόμους. Έτσι και μ’ αυτή σου τη συγκατάβαση, με τρόπο υπεράξιο, παραβλέπεις την αισχρότητα των έργων μου, και με καθιστάς άξιο, να με θυμηθείς στη βασιλεία σου. Όταν χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες των ουρανίων δυνάμεων, μ’ αισθήματα τρόμου, σε κυκλώνουν. Όταν θα καθίσεις στον περίδοξο θρόνο, σαν βασιλιάς των ουρανίων δυνάμεων κι όλης της οικουμένης, τότε θα συναχθούν μπροστά σου όλα τα έθνη. Τότε θα τους χωρίσεις, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια. Τότε θα στήσεις τα πρόβατα στα δεξιά σου και τα ερίφια στ’ αριστερά σου. Πώς, επομένως, να μην είναι παμμέγιστο γεγονός, να θυμηθείς τότε, βασιλιά των όλων, έμενα, ένα αχρείο και άχρηστο ληστή;
Κι Αυτός του αποκρίνεται! Από που έμαθες, ληστή, ότι εγώ είμαι βασιλιάς; Τί βλέπεις σ’ έμενα αντάξιο της βασιλικής μου εξουσίας; Πού βλέπεις βασιλικό μανδύα να με περιβάλλει; Πού τα στρατεύματα και τα χρυσοκόλλητα άρματα; Πού οι δορυφορούντες συνοδοί, οι επιβολείς της βασιλικής ευταξίας; Πού τα παλάτια και τα περίλαμπρα σπίτια κι όλα τα γνωρίσματα της βασιλείας; Πώς ονομάζεις, κάποιο, βασιλιά, που δεν έχει πού να κλίνει το κεφάλικαι που σταυρωμένος βρίσκεται σαν κακούργος μεταξύ δύο ληστών; Αλλά και ποιούς νόμους μελέτησες ή ποιές προφητείες, ευνοϊκές για μένα, διάβασες, ώστε να μάθεις να με καλείς βασιλιά; Όταν στάθηκα μπροστά στον Πιλάτο και λίγο νωρίτερα μπροστά στον Καϊάφα, με δική μου θέληση φανέρωσα, τότε, το αποκρυμμένο τούτο μυστήριο. Στον ένα είπα: «…σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». Και στον άλλο: «Αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων. Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από εδώ». Εκείνοι τ’ άκουσαν, έμειναν όμως άπιστοι. Συ, φυσικά, δεν τ’ άκουσες αυτά, γιατί, ληστής όντας και κακούργος, βρισκόσουνα φυλακισμένος. Από πού, λοιπόν, με ξέρεις και αναγνωρίζεις, σαν βασιλιά, και ζητάς να σε θυμηθώ και να σε κάμω άξιο της βασιλείας μου;
-«Δεν έμαθα», άπαντα ο ληστής, «το παραμικρό από ανθρώπους, ώστε να σε ξέρω σαν βασιλιά, σαν Θεό, υιό ομοούσιο με τον αθάνατο βασιλέα Θεό Πατέρα. Όμως και μόνο η συγκλονιστική αλλοίωση των στοιχείων της φύσης, την ώρα αυτή, διδάσκει πασιφανέστατα, ότι συ είσαι ο βασιλιάς και κτίστης και συνοχέας όλης της δημιουργίας. Γι’ αυτό και συμπάσχουν τα κτίσματα με τον Κτίστη. Σαν αντίκρισε το φως της μέρας, σταυρωμένο Σε, το φως το αληθινό, που ήρθε στον κόσμο και φώτισε τον καθένα, μένοντας πιστό και υπάκουο σ’ Εσένα, απέκρυψε τις φωτεινές ακτίνες του κι η πλάση βυθίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Τότε και η γη τρόμαξε, παρόμοια, βλέποντας κρεμασμένο στο σταυρό Αυτόν, που την θεμελίωσε στα νερά των θαλασσών απάνω. Αλλά κι οι πέτρες σχίσθηκαν, βλέποντας Σε, την «πέτρα» της ζωής, να πάσχεις. Και οι τάφοι διανοίγονται, για χάρη Σου, που σε λίγο πρόκειται εκουσίως να τοποθετηθείς στον τάφο και νεκροί, για Σε, θ’ αναστηθούν, σαν προάγγελοι της ανάστασης. Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από πάνω μέχρι κάτω, μη υποφέροντας να βλέπει σταυρωμένο τον ναό του πανάσπιλου παναγίου σου σώματος. Αντικρίζοντας όλα αυτά, ολόψυχα, σου φωνάζω: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία Σου».
Και ο Κύριος του λέγει: «Σε βεβαιώνω πως σήμερα, κιόλας, θα είσαι μαζί μου στο παράδεισο». Σαν άνθρωπος, εκουσίως, στον σταυρό κρεμάσθηκα και σαν Θεός απερίγραπτος βρίσκομαι στον παράδεισο και παντού. Σαν άνθρωπος πεθαίνω και θάπτομαι και στον άδη κατέρχομαι, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Το σώμα μου θα καθαγιάσει τους τάφους, η ψυχή μου θα ελευθερώσει τις ψυχές των πιστών από τον άδη, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Εγώ θεληματικά πηγαίνω στον άδη, για να λυτρώσω τους εκεί δέσμιους και ν’ αναστήσω, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Εκεί, στον άδη, βρίσκεται δέσμιος, όχι μόνο ο πρωτόπλαστος Αδάμ, αλλά και όλο το πλήθος των δικαίων, ακόμη κι ο πιο μεγάλος από όλους και ανώτερος από τους προφήτες.
Κι αν ο μέγας Ιωάννης, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος και προφήτης, δεν διέφυγε του άδη την τυραννία, ποιός άλλος απ’ τους δικαίους μπορούσε να την αποφύγει; Γι’ αυτό σπεύδω να τους απολύσω, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Μέχρι τώρα ο τύραννος, δικαίους και ανεύθυνους, κατείχε σαν υπεύθυνους, αλλ’ από τώρα πια, μήτε τον μετανοημένο ληστή θα μπορεί να κρατεί στην τυραννία του. Ο άδης θα ‘ναι στο έξης κάτω από το βάρος της ευθύνης του «και συ μαζί μου θα ‘σαι σήμερα στον παράδεισο». Απ’ εκεί ο Αδάμ, ο θεόπλαστος και πρωτόπλαστος, εξορίσθηκε, αλλά συ ο ληστής, πριν απ’ όλους, εισάγεσαι· απ’ αυτό όλοι θα καταλάβουν, ότι, όχι ο τόπος αλλ’ ο τρόπος σώζει τον άνθρωπο. Ο αμαρτωλός δεν πρέπει ν’ απελπίζεται, έστω κι αν κατάντησε ληστής, αρκεί να μετανοήσει θερμά. Μήτε, όμως, ο δίκαιος να υπερφρονεί, έστω κι αν πέτυχε τα θεοκατόρθωτα και κατέχει τον παράδεισο σαν τόπο διαμονής του.
Μάθαμε πόσο μεγάλο αγαθό συνιστά ετούτη η ευχή; Προσέξαμε τί θησαυρό περιλαμβάνει μέσα στη λακωνικότητά της.
Επομένως και ‘μείς ας διδαχθούμε, ολόκαρδα καθ’ εαυτούς να λέμε, «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Κι αν ένας είναι καλλιεργητής, ενώ αροτριά, κι αν είναι βοσκός, την ώρα που βόσκει το κοπάδι του, κι αν άλλος περιποιείται τ’ αμπέλια ή τα περιβόλια του, ή άλλος είναι χειροτέχνης, κι αν επιβαίνει πάνω σ’ άλογο, κι αν πεζοπορεί, μπορεί να λέγει: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Τούτο, νομίζω, σημαίνει και το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» και το «ζητάτε και θα σας δοθεί· ψάχνετε και θα βρείτε, κι όποιος κτυπά του ανοίγουν. Γιατί όποιος ζητά λαβαίνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος κτυπά του ανοίγουν».
Μακάρι κι εμείς, αντάξια να ζητούμε και να λαμβάνουμε, να ψάχνουμε και να βρίσκουμε την οδό της ζωής. Αυτή, ταχύτατα να τη διαβούμε για να φθάσουμε γρήγορα να κτυπήσουμε για να μας ανοιγεί η πόρτα της αιωνιότητας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα τώρα και πάντοτε και σ’ όλη την αιωνιότητα. Αμήν.

(Αγ. Νεοφύτου του Έγκλειστου, 
Λόγος Δ΄-Απολογητικός και περί του ληστού)

Συγκινητική Προσευχή Αγιορείτου γέροντος προς τον Ιησού



Σαν παιδί θέλω να μπω στη συνοδεία που πορεύεται προς το δείπνο Σου.

Δεν θέλω εκεί παρά μία ταπεινή, φτωχή, πολύ μικρή θέση.

Κύριε, άσε με να μπω, εμένα τον ανάξιο, εμένα που τόσες φορές, παρά τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που μου έστειλες, δεν απάντησα στο κάλεσμά Σου.

Συγχώρεσέ με για την αδιαφορία μου στην κλήση του Ουρανού.

Μη μ' αφήνεις μόνο μου στο δύσκολο ταξίδι των θλίψεων και των δοκιμασιών.

Γίνε Εσύ κυβερνήτης.

Έτσι θα είναι βέβαιο ότι, παρ' όλες τις τρικυμίες της ζωής, το πλοίο θα φθάσει στη Βασιλεία Σου.

“Μείνον μεθ' ημών” Κύριε...



“ΕΓΩ ΜΕΘ' ΥΜΩΝ ΕΙΜΙ… 
ΜΕΧΡΙ  ΤΗΣ  ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ  ΤΟΥ  ΑΙΩΝΟΣ” 
(Ματθ. 28, 20)

Μείνε μαζί μας, Κύριε, εσύ που είσαι το αληθινό πνευματικό και ηθικό φως, "η αλήθεια και η ζωή". Μείνε μαζί μας, μαζί με όλους μας, με τους νέους και τους ηλικιωμένους, με τους άνδρες και τις γυναίκες, με σοφούς και αγράμματους, με υγιείς και ασθενείς, με τους δικούς μας και τους ξένους, με "τους εγγύς και τους μακράν", με δικαίους και αδίκους, με αμαρτωλούς και αγίους.

Μείνε μαζί μας και τώρα και πάντοτε, και στις χαρές και στις λύπες, και στα εύκολα και στα δύσκολα, συνοδοιπόρος, οδηγός, βοηθός, συμπαραστάτης. "Τοις πλέουσι σύμπλευσον, τοις οδοιπορούσι συνόδευσον, τους νοσούντας ιάσαι, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Την νεότητα παιδαγώγησον, το γήρας περικράτησον τους ολιγοψύχους παραμύθησαι, χηρών και ορφανών πρόστηθι, τας συζυγίας εν ειρήνη και ομόνοια διατήρησον... (Μ. Βασίλειος)

Μείνε, Κύριε, στην καρδιά μας, για να τη φωτίζεις, να τη γαληνεύεις, να την ηρεμείς, για να της δίνεις τη δική σου χαρά, αγάπη και ειρήνη. Για να μας παρέχεις την αληθινή ευτυχία, την πληρότητα της ζωής, τη χάρη, την ευλογία και τον αγιασμό. Μείνε μαζί μας, Κύριε, για να μας συγκρατείς από το θέλημα της σαρκός, από το σαρκικό φρόνημα, από κάθε πονηρό, ακάθαρτο, εμπαθή λογισμό, από βέβηλα αισθήματα, επιθυμίες, σχέδια και προθέσεις, από τα έργα του σκότους και να μας καθοδηγείς, ώστε "ποιείν τα σοι ευάρεστα". 

Μείνε μαζί μας, ώστε η καρδιά μας να είναι καθαρή και ευθεία, απλή, ανυπόκριτη και άκακη, καρδιά που να μπορεί να εμπιστεύεται, όπως τα παιδιά. Για ν' ανθοβολεί κάθε καλό και κάθε αρετή, για να έχει αγνά και άγια συναισθήματα, ευαισθησία, καλοσύνη και χάρη.
Μείνε, Κύριε, στις οικογένειες, σε κάθε οικογένεια, για να υπάρχει ειρήνη και ομό- νοια, αγάπη και ομοψυχία, για να είναι στεριωμένες σε στέρεη βάση και ασάλευτη. Για να απολαμβάνουν οι γονείς "καλλιτεκνίας απόλαυσιν", για να μακροημερεύσουν και να χαρούν "τέκνα τέκνων". Για να αποφεύγονται οι προστριβές, οι φιλονικίες, οι άσχημες και απρεπείς συμπεριφορές ανάμεσα στους συζύγους.
Για να ζουν με βαθειά αγάπη, κατανόηση και σεβασμό. Για να ανατρέφονται οι νέοι βλαστοί, τα παιδιά, σε περιβάλλον χαρούμενο και ευλογημένο, με πολλή τρυφερότητα και απαλότητα "εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου". Για να αποφεύγονται τα επώδυνα και καταστρεπτικά διαζύγια για να μην πληγώνονται τα παιδιά και δοκιμάζουν πίκρα και απογοήτευση από τα τρυφερά τους χρόνια.

Μείνε, Κύριε, στους νέους, παιδαγώγησέ τους, οδήγησε τους στην αλήθεια και στο δρόμο της αρετής. Σήμερα που οι αληθινοί παιδαγωγοί και δάσκαλοι είναι είδος εν ανεπάρκεια που τείνει να εκλείψει. Σήμερα που τα πάντα έχουν ευτελιστεί, και σκέψεις και συναισθήματα και ακροάματα και θεάματα και αναγνώσματα, σήμερα που οι πάντες πασχίζουν με κάθε μέσο και τρόπο να αποπροσανατολίσουν και ν' απομακρύνουν τους νέους από "τις πηγές των υδάτων", από τα καθαρά νερά της γνήσιας ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσης και να τους οδηγήσουν σε δρόμους σκολιούς και διεστραμμένους, ώστε να τους κάνουν ευάλωτους σε κάθε είδους ποταπότητα και εξαχρείωση.

Μείνε κοντά στους νέους, εσύ ο αιώνιος νέος, για να τους κρατήσεις στην αγνότητα και στην καθαρότητα σώματος και ψυχής, για να τους εμπνεύσεις ανώτερη ζωή. Για να τους προστατέψεις από κάθε κακοτοπιά, από τα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα, από την ανηθικότητα και τις φαύλες πράξεις και τις εφάμαρτες συνήθειες, από κάθε τι που τους φθείρει σωματικά και ψυχικά. Από τις προκλήσεις των σύγχρονων Σειρήνων, από τους κινδύνους και τις πολλές και ποικίλες παγίδες, που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα της ζωής τους, από την "ευπερίστατη αμαρτία".

Μείνε, Κύριε, στην κοινωνία μας, για να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, για να αποφεύγονται οι κοινωνικές αναταραχές και αναστατώσεις, για να μην υπάρχουν άνθρωποι που να πεινούν και να στερούνται τα αναγκαία προς το ζην, για να μην πεθαίνουν παιδιά από την πείνα και από την έλλειψη στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης. Για να σταματήσουν τα εγκλήματα, οι πράξεις βίας, οι κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις. Για να καταργηθούν τα πυρηνικά οπλοστάσια, να περιοριστούν οι εξοντωτικοί εξοπλισμοί, για να σταματήσουν οι πόλεμοι, που σπέρνουν συμφορά και όλεθρο, για να επικρατήσει ειρήνη σ' ολόκληρο τον κόσμο.

"Εγώ μεθ' υμών ειμί... μέχρι της συντέλειας του αιώνος" (Ματθ. 28,20), είναι η απάντηση του Χριστού. Ο Χριστός είναι πάντοτε μαζί μας, αρκεί εμείς να το θέλουμε, αρκεί εμείς να επιζητούμε τη συντροφιά Του, αρκεί εμείς να επιθυμούμε τη χάρη Του και την ευλογία Του, αρκεί εμείς να του λέμε: "γενηθήτω το θέλημα σου…"

Κων. Χαρ. Κορλός, θεολόγος