.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκοπός της ζωής μας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκοπός της ζωής μας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ποιό εἶναι τό καλύτερο σενάριο τῆς ζωῆς μας;..


Ποιό εἶναι τό καλύτερο σενάριο τῆς ζωῆς μας;..
Ἀλήθεια, καί ποιός δέν θά ἤθελε να γνωρίζει ποιό θά ἦταν τό καλύτερο "σενάριο" στήν ζωή του;!
Γιά νά βαδίσει πάνω σ' αὐτό, νά τό ζήσει, νά τό χαρεῖ, νά κερδίσει τά μεγαλύτερη ὀφέλη ἀπό αὐτό, μά προπαντός γιά νά ἔχει "happy end", "μακάριο τέλος"!

"Κύριε, δός μοι τέλος ἀγαθόν 
καί καρδίαν ἐπίπονον πρός ἀναζήτησίν Σου"
Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος 


Ἄς δοῦμε, ὅμως, ἀπό ποιούς "γράφονται τά σενάρια τῆς ζωῆς", ἀπό ποιόν "γράφονται τά καλύτερα σενάρια τῆς ζωῆς", πῶς καί γιατί!
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι καταστρώνουνε σχέδια (κάνουν σενάρια), λιγότεροι μποροῦν νά τά ἐκπληρώσουν κατά τά καταστρωθέντα καί πάντοτε οὐδείς, ἐλάχιστοι ρωτοῦν τόν Θεό ποιό εἶναι τό δικό Του σχέδιο γιά αὐτούς!
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν ἐπιθυμίες, λιγότεροι θά καταφέρουν νά τίς ἱκανοποιήσουν κατά τό ποθούμενον καί πάντοτε οὐδείς, ἐλάχιστοι ρωτοῦν τόν Θεό τί ἐπιθυμεῖ Αὐτός γιά αὐτούς!
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θά πέσουν σέ ἀποτυχίες κατά τό μή προσδοκώμενον, λιγότεροι ἐπιτυγχάνουν καί πάντοτε οὐδείς, ἐλάχιστοι ρωτοῦν τόν Θεό τί θέλει νά ἐπιτύχει Αὐτός μέ αὐτούς!



"Κύριε· πρὸς Σὲ κατέφυγον· 
δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά Σου, 
ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. 
Τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει μὲ ἐν γῇ εὐθείᾳ· 
ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με".
(Ψαλμ. 142)


Ἡ ζωή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, μᾶς δίδεται.
Ἄς ὑποθέσουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἕνα βιβλίο.
Ἀρχικά οἱ σελίδες του εἶναι ἄγραφες, λευκές. 
Μετά τήν πρώτη πνοή μας, θά ἀρχίσουμε νά τίς γεμίζουμε μέ τά λόγια, τά ἔργα καί τίς προαιρέσεις μας.


Ἑπομένως, εἶναι ἕνα βιβλίο στό ὁποῖο ναί μέν πρωταγωνιστοῦμε σέ ἕναν "ρόλο" (μᾶς ἔφερε στήν ζωή ὁ Θεός σέ συγκεκριμένες συνθῆκες), ἀλλά ἐξακολουθοῦμε νά μήν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ συγγραφεῖς ὁλάκερου τοῦ βιβλίου!
Δέν εἶναι δικό μας (τό δῶρο τῆς ζωῆς).
Ἐμεῖς, γράφουμε μόνο τά λόγια, τά ἔργα καί τίς προαιρέσεις μας καί μέχρι ἐκεῖ!
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὅμως, δέν γράφει μόνος του οὔτε αὐτόν τόν ρόλο του.
Καταθέτει τόν κονδυλοφόρο τῆς ψυχῆς του, τά λόγια του, τά ἔργα του, τήν πρόθεσή του στόν Τέλειο καί Πάνσοφο Θεό, γιά νά γράψει Αὐτός μαζί του τό πιό τέλειο καί σωτήριο σενάριο γιά αὐτόν στήν ζωή πού τοῦ χάρισε.
Διότι καλύτερα γράφει ἕνας μαθητῆς τίς ἀσκήσεις στό τετράδιό του, ὅταν τοῦ ὑπαγορεύει τούς σωστούς κανόνες ὁ δάσκαλός του.
Καλύτερα ζεῖ κι ἕνας πιστός τήν ζωή του, ὅταν τοῦ ὑπαγορεύει τά σωστά καί σωτήρια, ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ τίς ἐντολές Του! 
Οἱ περισσότεροι κοσμικοί ἄνθρωποι, κρατοῦν σφιχτά τόν κονδυλοφόρο τῶν θελημάτων τους καί τῶν δικῶν τους "κανόνων" στό δικό τους χέρι καί ἐμπιστευόμενοι τήν δική τους σοφία (τήν μωρία τοῦ κόσμου), τό μόνο πού καταφέρνουν ὡς ἁτελεῖς και ἁμαρτωλοί εἶναι νά μουτζουρώνουν τό βιβλίο τῆς ζωῆς τους, νά μαυρίζουν καί νά κακοποιοῦν τίς σελίδες του καί νά γράφουν ἕνα καταστροφικό σενάριο, μέ ἕνα ἀποτυχημένο τέλος! 
Διότι:

"ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν·"
(Α' Κορ. 3, 19) 


Ποιός θέλει περισσότερο τήν ἐπιτυχία ἑνός βιβλίου;
Ὁ κάθε "ἥρωας" τῆς ἱστορίας του, στόν ὁποῖο δόθηκε ἕνας μόνο συγκεκριμένος ρόλος ἤ ὁ ἁπλός ἀναγνώστης του πού εἶναι ἔξω ἀπό τό βιβλίο καί τό κρατᾶ στά χέρια του;!...
Κανείς, ὅσο ὁ συγγραφέας του βέβαια!
Δέν μπορεῖ λοιπόν ἐμεῖς νά ὁραματιζόμαστε κάτι καλύτερο γιἀ τούς ἑαυτούς μας, ἀπό αὐτό πού ὁραματίζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί Δημιουργός γιά ἐμᾶς!
Γιατί ἐμεῖς μέν, καλά καλά δέν "μάθαμε σωστά τόν δικό μας ρόλο" σέ αὐτήν τήν ζωή, οὔτε γνωρίζουμε ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ καί πῶς θά καταλήξει,  πολλῷ δέ μᾶλλον, δέν ἔχουμε ἰδέα γιά ὁλάκερο τό βιβλίο τῆς ζωῆς!


"Ἐγώ εἰμι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή"
(Ἰωά. 14,6)


Ὁ καλός ἐπίγειος πατέρας, ἀφήνει μέ χαρά τήν κληρονομιά του στό παιδί του.
Ὁ Πανάγαθος Ἐπουράνιος Πατέρας, δέν θά ἀφήσει τήν δική Του ἀμύθητη περιουσία καί κληρονομιά στά παιδιά Του;
Ἄς ὑποθέσουμε πώς ἡ σωτηρία μας εἶναι μία ἐπιταγή.
Ἡ πιό ἔξυπνη, σοφή καί συνετή συμπεριφορά ἀπέναντι στό θεόσδοτο δῶρο τῆς ζωῆς μας, εἶναι νά βάλουμε ἐν λευκῷ τήν ὑπογραφή μας καί νά τήν δώσουμε μέ κλειστά τά μάτια στόν Πατέρα Θεό.
Καί Αὐτός, θά συμπληρώσει τό μεγαλύτερο καί πιό κερδοφόρο ποσό γιά ἐμᾶς!
Γιατί ὁ ἐπίγειος πατέρας, ἀκόμη κι ἄν εἶχε ὑψηλό ἀξίωμα ἐν ζωῇ, μέ τόν θάνατό του ἔπαυσε μαζί του καί τό ἀξίωμά του μέ τά κέρδη καί τίς τιμές του.
Ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας ὅμως, εἶναι Ἄπειρος κι Ἀθάνατος καί βασιλεύει ἐν δόξῃ στήν αἰώνιο Οὐράνια Βασιλεία Του!
Δέν θά πάψουν νά ὐπάρχουν ποτέ!
Τό καλύτερο σενάριο τῆς ζωῆς μας, λοιπόν, εἶναι αὐτό πού γράφει ὁ Θεός, ἄν Τόν ἀφήσουμε (αὐτεξούσιο)...



«ὅστις θέλει 
ὀπίσω μου ἐλθεῖν, 
ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν 
καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ 
καὶ ἀκολουθείτω μοι»
(Μαρκ. η΄ 34)


Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι  νομίζουν πώς τό τέλειο σενάριο ζωῆς περιλαμβάνει:
χαρές, δόξες, τιμές, χρῆμα, καλοπέραση, ὑγεία...
Λιγότεροι κατάλαβαν πώς δέν ὑπάρχει ἀνθρωπίνως τέλειο σενάριο, ἀλλά μέσα σέ αὐτό παρεισφρύουν:
λύπες, ἀφάνεια, ἀδικίες, ἀδυναμίες, ἀτέλειες, φτώχεια, δυσκολίες, ἀρρώστειες...
Ἐλάχιστοι δέ, κατάλαβαν πώς στό τέλειο σενάριο τοῦ Θεοῦ ἡ οὐσία του δέν κρύβεται στό ἄσπρο ἤ στό μαῦρο, δηλαδή στό εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο, ἀλλά στό σωτήριο καί μή σωτήριο
καί αὐτό τό σενάριο σοφά ἐπιλέγουν!
Διότι ἡ χαρά ἤ ἡ λύπη μιᾶς πορείας ζωῆς, δέν ἀξίζει τίποτε μπροστά στήν αἰώνια ἀπώλεια ἤ μακαριότητα!
Πῶς ἐπιλέγουν οἱ ἐλάχιστοι τόν σωτήριο δρόμο τῆς ζωῆς, τό καλύτερο σενάριο ζωῆς; 



Κύριε, «γεννηθήτω τό θέλημά Σου»! 
Λέγοντας αὐτήν τήν φράση πρίν καί μετά ἀπό κάθε ἀπόφαση καί πράξη, τότε, σταματᾶμε νά γράφουμε ἐμεῖς ἐπίφοβα σενάρια ζωῆς, τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ κατά τό θέλημά Του καί Αὐτός ἀναλαμβάνει τήν ἐργολαβία τῆς σωτηρίας μας σέ αὐτήν την ζωή γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν μακαρία καί αἰώνιο!

«Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω ἀλλ' ὡς σύ Κύριε»!

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ζωή αιώνια και αθάνατη. 
Ζωή μακάρια και άλυπη. 
Ζωή άφθαρτη και αναλλοίωτη. 

Εκεί η αγάπη είναι τέλεια. 

Εκεί ο φόβος είναι ανύπαρκτος. 

Εκεί η μέρα είναι ατέλειωτη. 

Εκεί η νύχτα είναι άγνωστη. 

Μάτι δεν είδε κι αυτί δεν άκουσε 
και λογισμός ανθρώπου δεν έβαλε
όσα ετοίμασε ο Θεός γι' αυτούς που τον αγαπούν», 
λέει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Κορινθίους Επιστολή του. 

Αν λοιπόν ο απόστολος, που με τη χάρη του Θεού, μεταφέρθηκε στον παράδεισο, δεν μπόρεσε να περιγράψει την ένδοξη εκείνη μακαριότητα, πώς θα μπορέσουμε εμείς, 
μα και πώς να το αποτολμήσουμε, άσοφοι και αφώτιστοι καθώς είμαστε;... 

Ω, ζωή παμπόθητη!

Ω, ζωή πανένδοξη! 

Ω, ζωή πανευφρόσυνη! 

Χαίρεται να σε μελετάει ο νους μου. 
Αγάλλεταινα σε στοχάζεται η ψυχή μου. 
Σκιρτάει και σε ποθεί η καρδιά μου. 
Και όσο σε μελετώ και σε στοχάζομαι, 
τόσο σε ποθώ και πληγώνομαι από τον ερωτά σου. 

Ω, πάγκαλη βασιλεία!

Ω, θεία πολιτεία! 

Ω, άνω Ιερουσαλήμ! 

Εκεί οι καιροί δεν αλλάζουν, 
οι εποχές δεν διαδέχονται η μία την άλλη, 
η εορτή δεν λήγει, 
τα αγαθά δεν τελειώνουν, 
το φως δεν σβήνει! 

Στην επουράνια Βασιλεία, στο ατέλειωτο πανηγύρι της Δόξας Του Θεού, αντί για το ανάκατο πλήθος, θα συμπανηγυρίζουν και θα δοξολογούν παναρμόνια τον Κύριο μυριάδες αγγέλων, χιλιάδες αρχαγγέλων, συστήματα προφητών, χοροί μαρτύρων,τάγματα οσίων, συναθροίσεις αποστόλων, συγκροτήματα δικαίων. 
θα βλέπεις στολές Θεοΰφαντες και στεφάνια αμαράντινα και βραβεία άφθαρτα 
θα περισσεύει ο καρπός του Πνεύματος, η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η ευφροσύνη, η χρηστότητα, η αγαθοσύνη. 

Θα κυριαρχεί το ανέσπερο και αιώνιο Φως, 
το Φως το αληθινό, το Φως του κόσμου, ο Ήλιος της δικαιοσύνης" 
ευταξία και ύμνοι και ωδές πνευματικές. 
Μακάριοι είναι εκείνοι που θ'αξιωθούν ν' ακούσουν τα υπέροχα εκείνα αγγελικά άσματα, την επουράνια μουσική, την ακατάπαυστη μελωδία.
Μακάριοι είναι εκείνοι που θα ψάλλουν μαζί με τις ασώματες Δυνάμεις το «Αλληλούια» στο Βασιλιά και Θεό των όλων. Μακάριοι είναι εκείνοι που θα βλέπουν την άρρητη δόξα του Κυρίου, καθώς το ζήτησε Εκείνος από τον Πατέρα Του. 
Εκεί θα είναι όσοι ένιωθαν τον εαυτό τους φτωχό μπροστά στο θεό, εκεί όσοι πενθούσαν για τις αμαρτίες τους, εκεί όσοι ήταν πράοι, εκεί όσοι πεινούσαν και διψούσαν τη δικαιοσύνη του Θεού, εκεί όσοι έδειχναν έλεος στους συνανθρώπους τους, εκεί όσοι είχαν καθαρή καρδιά, εκεί όσοι εργάζονταν για την ειρήνη, εκεί όσοι διώχθηκαν επειδή αγωνίστηκαν για την επικράτηση του θελήματος του Θεού. 
Εκεί όσοι σήκωσαν αγόγγυστα τις πρόσκαιρες θλίψεις, και τώρα απολαμβάνουν ατέλειωτο πλούτο αιώνιας δόξας. 
Εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, που έχει τη μεγαλύτερη τιμή και δόξα μετά την Αγία Τριάδα Εκεί ό Τίμιος Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού Ιωάννης, ο μέγιστος προφήτης. 

Εκεί, λοιπόν, όλοι οι άγιοι, πού αναδείχθηκαν τέλειοι κανόνες αρετής, και τώρα βλέπουν τον Τριαδικό Θεό πρόσωπο με πρόσωπο. 

Ας μας αξιώσει ο Κύριος Αυτής της Δόξας Του Προσώπου Του, αν και ουδέποτε θα είμαστε άξιοι.


Αποστάγματα από "Πώς θα σωθούμε", Ιεράς Μονής Παρακλήτου


http://odevontas.blogspot.com/

Kυριακη πρωϊ, Κυριακη μερα Θεου, Κυριακη ευλογια

Kυριακη πρωϊ, Κυριακη μερα Θεου, Κυριακη ευλογια.
Κυριακη, η γη και το πληρωμα αυτης.
Δοξολογια. Ευχαριστια. Κυριακη ειναι η Ζωη.
Με εναν λογο: Ανασταση. Του ανθρωπου. Δωρεα του Θεου.
Το Εκκλησιασμα ειναι παλι εδώ. 
Μονιμα, εδώ. 
Περα απο το εδω, εις το επεκεινα νυν και αει.


Στεκομαι στα δεξια, του Ιερου, πισω απο το αναλογιο, λιγο ψηλοτερα, απο το ενα πλευρο με κοιταζει με αυστηρη στοργη, ο αγγελομορφος Βαπτιστης, απεναντι μου εχω την απαστραπτουσα Παρθενο Θεομανα, Ησυχη τωρα μεσα στην δοξα της, να αναπαυεται μετα το περας της Σαρκωσεως, στο μεγα Σπηλαιο της σωτηριας μας.
Θεωρω τα αθεωρητα μυστηρια της λατρειας του Κυριου, τα αρρητα τελουμενα, ξανα και ξανα, αλλη μια φορα, παντα ιδια, παντα πρωτη φορα, ρητως να διαγραφονται εμπρος μου.
Βλεπω τον λαο του Θεου.. Τον κατανυσσομαι αυτον τον λαο. Τον αποθαυμαζω. Τον παρακαλω.
Με παραμυθει. Με διδασκει.
Μου μιλαει με ενα σιωπηρο ρημα, ολος μια φωνη, ολος ενα βλεμμα, ολος μαζι μια ελπιδα, μια απαντοχη, ενα καλεσμα, αγια αναμονη της Βασιλειας.
Μα ξερεις; θα μου πει... Κοιταξε ανθρωπε! Η Βασιλεια ειναι εδω! Μια Βασιλεια του Θεου, σε καθε γειτονια, σε καθε τοπο. Δωρεαν.
Kαποιοι περνανε βιαστικοι εξω απο την Βασιλεια, δεν την βλεπουν δεν την ακουν, την παραθεωρουν, εφοσον ομοιωθη με εναν μικρο κοκκο σιναπεως η Βασιλεια, την βλεπουν, την σηκωνουν μονο οι ταπεινοι, οι ασημαντοι κατα κοσμον.
Λουσμενος ολοτελα, μεσα απο τις μικρες κορες του φωτος, τις ηλιαχτιδες, προβαλλει, αυτος ο λαος, ευσεβης και αμαρτωλος, ιερος και αθλιος, αγιος και αλητης, αλλα εμμενων εν τω Χριστω, εμμενων εν τω Κυριω, ενηλικιωνεται μερα με την ημερα κατα Θεον, ερχομενος απο χρονια που δεν μπορεις να τα μετρησεις, με την ιστορια και την λογικη αυτου του κοσμου, χαμενος μεσα στην αχλυ του θυμιαματος, κατανενυγμενος απο το μυσταγωγικο Χερουβικο, ευλογουμενος απο τον γεροντα Ιερεα, περικλειστος στον Ναο του Κυριου του, περιβλεπτος απο τους διακονητες των θειων μυστηριων, απροσμετρητων Αγγελων, που τους αναγνωριζουν χαμογελωντας μοναχα τα παιδικα ματια των ενσαρκων αδελφων τους.
Βλεπω ετουτο τον λαο. Προσπαθω να τον αναμετρησω, να τον αφουγκραστω. Εικονα ζωντανη, παλλομενη, παιρνει ανασες και μιλα, προσκυνα και σταυροκοπαει το στηθος της.
Εξω ο κοσμος κοιμαται, αδιαφορει, πεθαινει, παει και παει, γυριζει και χανεται.
Και εδω, τι συμβαινει στ'αληθεια εδω περα; Το ζεις, αλλα δεν το εννοεις.
Τι θελει ο λαος ετουτος εδω; Τι γυρευει καθε Κυριακη; Πανω κατω, ειναι οι ιδιοι. Οι λιγοι, οι ελαχιστοι.
Σταυρωμενοι; Σταυρωτες; Αυτοι ξερουν, αυτοι μετανοουν, αυτοι αγωνιζονται. Για τον θυσιαζομενο αμνο, καθε ψυχη εχει αξια. Καθε ψυχη, ολος ο κοσμος.
Γριες, γεροι, μανες, παιδια, ανδρες, εφηβοι, μωρα, αρρωστοι, υγιεις, αλλοι ξεκινουν, αλλοι τελειωνουν, αλλοι πιστευουν, αλλοι προσπαθουν, καποιοι ζουν, πολλοι αναζητουν, προσευχη και απορια, εκσταση και αδιαφορια, ολα χωρουν, ολα συμβαινουν, αδυναμιες, δυναμεις, υπομονες, αδημονιες, ευχη, κομποσχοινια, μα και γκρινια και καπου κουτσομπολιο, ομως τα παντα εδω ειναι ανθρωπινα, αληθινα.
Ετσι μας προσελαβε ο Θεος, ετσι μας ανασηκωσε, ετσι μας ανεχεται. Μακροθυμει. Αναμενει. Αγαπα.
Ολα τα βλεπω, ολα τα αποδεχομαι. Ποιος θα κρινει, και ποιος θα επιβραβευσει; Και εμενα ποιος;
Αυτος ο Αμνος, αυτος που κειτεται εσφαγμενος, γιαυτον τον λαο, για ολους εμας, αυτην την στιγμη μεσα στο Ποτηριο της Ζωης, σιωπα και θυσιαζεται, σιωπα και δεν μας κρινει.
Εχει αλλη λογικη, εχει αλλη αγαπη, εχει αλλη ζωη. Μας ζωοποιει, μας δινει ξανα και ξανα, εβδομηντα φορες το επτα, την ευκαιρια να ζησουμε αληθινα.
Το χερουβικο συνεχιζεται, ετοιμαζεται η μεγαλη Εισοδος, ο Χριστος ερχεται παλι, νυν και αει να σταυρωθει, να θυσιαστει να παρει την αμαρτια του κοσμου, την αστοχια, την ασπλαγχνια να την κανει ζωη, περισσον ζωης.
Και καθενας που μπορει και θελει, απο τουτη την συναξη εδω, θα παρει τον Χριστο, και θα πορευθει. Θα πορευθει τον δικο του Γολγοθα, την δικη του αδικια, την πικρα, την μοναξια, την πτωχεια, τον θανατο.
Ολοι στα δικα τους, στην ζωη, στον πονο, στα αδιεξοδα ισως, ανθρωπινως, μα ολοι παλι εδω στην Βασιλεια.
Καθε ψυχη, καθε ταλαιπωρη υπαρξη, εμπρος στα ματια μου, μεταμορφωνεται. Δοξαζεται, αγιαζεται, χαριτωνεται.


Με τα ποδια στην γη, με το σωμα στα βασανα, με το νου στην καθημερινη στεναχωρια του βιου, με την ψυχη στον ουρανο, με το πνευμα στα αθανατα, με την ελπιδα, και τον εκκλησιασμο στον Παραδεισο, που δεν ειναι αλλος απο την αιωνια κοινωνια και θεωρια του Παντεποπτου Χριστου.
"...πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα..."
Περνα σεμνα, απεριττα, αθορυβα μπροστα μας ο Χριστος. Τοσο απλα, τοσο Βασιλικα. Τοσο οικεια, τοσο Θεϊκα.
Eδω ο νους σαλευει απο την θεση του. Απο την μια η ανθρωπινη, μικροτητα και αδυναμια, απο την αλλη η ακρα θεϊκη συγκαταβαση και η αλληλοπεριχωρηση, συναμα με την παντοδυναμια και το ακαταληπτο του Τριαδικου Θεου.
Ποιος ανθρωπο-κατασκευασμενος ειδωλο-θεος, ποια νοηση, ποια φαντασια, ποια επινοημενη θρησκεια του κοσμου ετουτου, ποια ταχα υψηλη φιλοσοφια, ποιος δηθεν κοινωνικος οραματισμος και συστημα, ποιο μεγαλεπηβολο φλυαρο ρητορικο σχημα, μπορεσε ποτε να συλλαβει, να αρθρωσει να ομολογησει, εναν τοσο ταπεινο, Θεο, τοσο ανθρωποποιημενο, σεσαρκωμενο, φιλο, αδελφο, οικειο, τα παντα τοις πασι, για ολους, μια αιωνια θυσια για μας, για την αναξια μας υπαρξη, την απανθρωπια μας, την αστοχια μας, την κακοτητα και την φθηνεια μας, την ακατανοησια μας, την ρηχοτητα μας, και την συγχυση μας;
Κανεις. Εκτος απο τον λαο που ειναι εδω τωρα. Καθε Κυριακη. Ξανα και ξανα εδω.


Και προχωρα η λειτουργια, το εργο του λαου, προχωρανε τα αγια τοις αγιοις, εις Αγιος, εις Κυριος, Ιησους Χριστος!
Και ερχεται η Απολυση..
Και περνα καθε ψυχουλα, να παρει το αντιδωρο, που λεει η ευσεβης παραδοση μας, οτι ειναι το σωμα της Παναγιας, το ευλογημενο και αγιασμενο υπολοιπο του Αρτου, που απεμεινε απο την θυσια του Αμνου, ειναι το παναγιο σωμα που Τον φιλοξενησε, τον εφερε στον κοσμο ασπορως, τον ετεκε με αρρητο τροπο, να λειτουργησει, να θεραπευσει, να διδαξει, να σωσει τον κοσμο.
Αδειαζει ο Ναος, μοσχοβολα, λαμπει, ξελειτουργουνται οι Ιερεις, καθενας παει στον τοπο του. Πορευεται.
Αυτος ο λαος, πορευεται. Πορευεται ως ο Ισραηλ, μεσα στην ερημο, στα παθη, στα βραχια, στην δυσκολια.
Ομως, μεσα στην πορεια του, μεσα στην αδεια χουφτα του, μετα την προσληψη του αντιδωρου, κρατα κατι αγιο, κατι μοναδικο, σφιχτα και κανεις δεν μπορει να του το αφαιρεσει.
Κρατα και παιρνει μαζι του, ενα μικρο Χερουβικο, μια ανακρουση ουρανιας μελωδιας, μια αγγελομουση ηχω, που τον συντροφευει, τον κρατα ορθιο, ζωντανο να εχει κατι, να προσμενει, κατι να τον περιμενει, κατι να τον παραμυθει, μια μυστικη αναμονη της ερχομενης, της παρουσης, της επικειμενης Βασιλειας των Ουρανων.
Αυτος ο λαος, εχει ζησει, κι αν δεν εχει ζησει, τουτο το πρωϊνο, τουτη την Κυριακη, με βροχη, με ηλιο και ζεστη, με πολεμο, και ειρηνη, με ιστορια, και καθημερινοτητα, με ησυχια και διωγμους, εχει ζησει και εχει δει..
Σε καθε ανασα, σε καθε απογνωση, θα τον συντροφευει μεσα στην σιωπη του θανατου, μεσα στην ενοχη σιωπη των δολοπλοκιων, του κοσμοκρατορα πονηρου και των δουλων του, ενα μικρο αγγελικο ακουσμα σε ηχο πρωτο, ενα λειτουργικο Χερουβικο.
Ως τον Βασιλεα των Ολων, υποδεξομενοι..
Ερχου Κυριε. Ηρθες, ερχεσαι, θα ερθεις. Ο λαος Σου, σε ποθει και σε περιμενει.
Εργα των χειρων Σου, ειμεθα, μην ημας, παρακαλουμε, και δεομεθα, παριδεις.
Αυτος ο λαος, ψαλλοντας το Χερουβικο, μεσα στην λειτουργια του, μεσα στην λειτουργια της ζωης, και του θανατου του, Σε περιμενει, εχει μονο Εσενα να περιμενει, τιποτα αλλο δεν τον κρατα εδω, παρα να περιμενει Εσενα και την καθε Κυριακη Σου, μεχρι την Μια και ατελειωτη Κυριακη Ημερα Σου.
Ειμαι και εγω λαος..
Σαν γυριζω το κλειδι στην πορτα, σαν να αθετω ηδη θελοντας και μη το "πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν", επανερχομαι στα καθήμας, και αναλογιζομαι..
Ειμαι και'γω λαος, ειστε και εσεις λαος, που τυχον διαβαζετε τουτο το φλυαρο χαζοπονημα, και οτι και εαν ειμαστε, οτι και εαν μας κατατρωει, οτι και εαν μας αλλοιωνει και μας απομακρυνει, ας εχουμε κατα νου, ας εχουμε ακουσμα μας, το Χερουβικο..
Και ας κοιταμε καπου καπου, εχουμε σε καποια τσεπη πεταμενο, μετα απο καθε Κυριακη, ξεχασμενο εκεινο τον κοκκο της σιναπεως, που απο εμας περιμενει να τραφει και να βλαστησει, να μας δωσει ζωη περα απο την αθλια ζωη μας.
Ειναι η Βασιλεια του Χριστου, και ειναι το Χερουβικο της προανακρουσμα, που μας κρατα ορθιους, κοντρα σε ολους και σε ολα, κοντρα στον ιδιο μας τον εαυτο, παντα ορθιο, παντα αγωνιζομενο, και παντα ευλογημενο, αυτον τον λαο, τον λαο του Θεου του Ζωντος, που ειτε προφασει, ειτε εν αληθεια, Χριστον καταγγελει, στον κοσμο και στην οικουμενη.
Τον λαο των χερουβικων υμνων, και των δοξαστικων, με το αντιδωρο στο χερι, και την ελπιδα και την προσευχη στο αλλο.
Ακουγεται ισα ισα, χαμηλα και ανεπαισθητα, ουρανια και μυστικα:
"..ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν."
Αλληλουϊα.


Υπάρχουμε για να γίνουμε άγιοι



Κυριακή των Αγίων Πάντων σήμερα και ποιος σκέφτεται πως ο κύριος σκοπός της ζωής του ανθρώπου στη ζωή του και στη Γη αυτή είναι η κατάκτηση της αγιότητος; Υπάρχουμε για να γίνουμε άγιοι.

Η αποτυχία αυτής της επιτεύξεως αποτελεί τη μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως πώς θεωρείται σήμερα η αγιότητα; Πώς στεκόμαστε απέναντί της, πώς την αντικρίζουμε και πώς τη ζούμε; Πώς μπορούμε να τη βρούμε και να τη χάσουμε, να τη χρησιμοποιήσουμε και να την εκμεταλλευθούμε ακόμη; 

Η αγιότητα δεν εξαφανίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Δεν καταστρατηγεί την ανθρώπινη ελευθερία και βούληση, τη μοναδικότητα και ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Η αγιότητα δεν είναι τηλεκατευθυνόμενη και κατασκευή πανομοιότυπων αγαλμάτων. Υπάρχει μια λαθεμένη αντίληψη πολλών περί της αγιότητος. Ο μυροβόλος συναξαριστής έχει πάμπολλα ξεχωριστά, ωραία παραδείγματα, από τη Δύση την Ανατολή, ανδρών και γυναικών, νέων και γέρων, μορφωμένων και αγραμμάτων, εγγάμων και αγάμων, κληρικών και λαϊκών, κλειστών και ανοιχτών τύπων και χαρακτήρων. 

Η αγιότητα ως κάτι το θείο και ιερό προκαλεί γενικά ένα δέος και σεβασμό, θαυμασμό και γοητεία, αλλά πρέπει να πούμε πως μερικές φορές είναι συνυφασμένη με μύθο, υπερβολή κι εξωπραγματικότητα. Ο άγιος θεωρείται εντελώς ξεκομμένος από κάθε τι το κοσμικό.
Η πηγή της αγιότητος, η αυτοαγιότητα και αυτοαγαθότητα είναι ο Θεός. Η μετοχή σε Αυτόν την προσφέρει. Οι πρώτοι χριστιανοί ονομάζονταν άγιοι, για να υπενθυμίζεται ο σκοπός της ζωής τους. Η αγιότητα σήμερα θεωρείται απόμακρη, απόκοσμη, ακατόρθωτη. Δωρεά για την επίλεκτη αριστοκρατία του πνεύματος. Στην αγιότητα δόθηκε μία καθαρά ηθικιστική διάσταση που δεν την χαρακτήριζε την ιδιότητα της ουσίας του χριστιανού. 

Η αγιότητα δεν είναι πρωτάθλημα, πρωταγωνιτισμός, υπερφυσικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα φοβερό και κατάκτηση ρεκόρ.
Η αγιότητα δεν έχει φωτεινή επιγραφή, αστραποβόλο φωτοστέφανο, φαντασμαγορική επίδειξη σημείων και ανάγκη διαφήμισης, διάχυσης και χειροκροτήματος. Αγαπά να ζει στην αφάνεια, την αδοξία, την ασημότητα, τη σιωπή, τη μετάνοια και την ταπείνωση. Η αγιότητα είναι κοινωνία με τον Πανάγιο Θεό, δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα. Η αγιότητα είναι η αληθινή ισορροπία, η πραγματική υγεία, η ουσιαστική σχέση με τον Θεό. 

Η υπακοή στην εντολή Του να γίνουμε άγιοι, όπως είναι Αυτός. Το θέλημα του Θεού είναι ο αγιασμός μας. 

Αγιότητα σημαίνει ν’ ακολουθείς τον Χριστό και στη Γεσθημανή και στον Γολγοθά.
Η αγιότητα δεν μεταδίδεται, δεν κερδίζεται με μόνο αναγνώσεις βιβλίων και μακρών συζητήσεων στα σαλόνια. Καλείται κανείς να δώσει αίμα, για να λάβει πνεύμα. Να παλέψει επίμονα και υπομονετικά για να νικήσει το άγριο θηρίο της πολυκέφαλης υπερηφάνειας.
Ο άγιος νικά τη φιλαυτία, τη φιλοσαρκία, τη φιλοδοξία και τη φιλοχρηματία με τη φιλοθεΐα, τη φιλανθρωπία, τη φιλαδελφία, τη φιλοτεκνία και τη φιλάρετη ζωή. 

Οι άγιοι, κατά τον μακαριστό Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι το πραγματούμενο ανά τους αιώνες ευαγγέλιο, ο επεκτεινόμενος Χριστός. Μας απέδειξαν έμπρακτα πως οι ευαγγελικές αρετές είναι πραγματοποιήσιμες. 
Πολλοί προσκυνητές σήμερα του Αγίου Όρους ζητούν μεγάλους αγίους, για να λύσουν τα προβλήματά τους. Τους αγίους δηλαδή και τον Χριστό και την εκκλησία τους έχουμε και τους θέλουμε από καθαρό συμφέρον, για να περνάμε ανενόχλητα, καλά. Υπάρχει μία μαγική αντίληψη για την αγιότητα, τα ιερά μυστήρια και την Εκκλησία.
Αυτό αποτελεί τη θρησκειοποίηση της Ορθοδοξίας. 

Οι άγιοι, μας έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, θ’ αγαπούν τον Χριστό ακόμη και αν δεν υπήρχε ο παράδεισος!… 

Η αληθινή αγιότητα, γιατί δυστυχώς υπάρχει και η ψευδοαγιότητα, δεν είναι με τους δυνατούς προβολείς, τα μεγάφωνα, τα φώτα, τον κρότο, τους κράχτες και την προβολή. Υπάρχει κρυμμένη και στον Άθωνα και στην πόλη και στο χωριό. Θάλλει στη μυστικότητα, την ταπεινότητα και την αγαθότητα του τίμιου, του ειλικρινούς, που υπομένει ασθένεια, απόρριψη, αποτυχία, πένθος, κατηγορία, ειρωνεία και λοιπά. Η αγιότητα μπορεί ν’ αποτελεί μειοψηφία κι εξαίρεση, όμως υπάρχει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και αποτελεί μεγάλη ελπίδα. 

Κυριακή των Αγίων Πάντων
Του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη (†2014) 



Τι είναι το Άγιο Πνεύμα και τι δίνει στον άνθρωπο;



Στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε τί χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

1. Ὅταν κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ δίνει πίστη καὶ φωτισμό. Χωρὶς Αὐτό, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀληθινὴ καὶ ζωντανὴ πίστη. Χωρὶς τὸ φωτισμό Του, καὶ ὁ πιὸ σοφὸς καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁλότελα τυφλὸς ὡς πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κτίση Του. Ἀπεναντίας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ φωτίσει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν πιὸ ἀμόρφωτο καὶ ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἄμεσα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ γλυκειὰ γεύση τῆς βασιλείας Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰσθάνεται στὴν ψυχή του ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, ποὺ τοῦ ἦταν ὁλότελα ἄγνωστο μέχρι τότε.

2. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γεννάει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι σὰν μία καθαρὴ φωτιά, μία πηγὴ θερμότητας, ποὺ ζεσταίνει τὴν καρδιά. Εἶναι μία ρίζα, ποὺ βλαστάνει μέσα στὴν καρδιὰ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, φοβερὸ ἢ ἀδύνατο. Γι' αὐτὸν κανένας νόμος δὲν εἶναι βαρύς, καμιὰ ἐντολὴ δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστη. Ὅλα του εἶναι εὔκολα.
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι τόσο μεγάλα καὶ δυνατὰ ὄπλα στὰ χέρια του, πού, ἂν τὰ ἔχει, μπορεῖ εὔκολα, ἄνετα, μὲ χαρὰ καὶ γαλήνη νὰ βαδίσει τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός.

3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ἀκόμα στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ ν' ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου. Ἔτσι, χρησιμοποιεῖ βέβαια τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ σὰν περαστικὸς ταξιδιώτης, χωρὶς νὰ κολλάει σ' αὐτὰ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο μορφωμένος καὶ ἔξυπνος κι ἂν εἶναι, μένει πάντα δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ κόσμου.

4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ σοφία. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, πού, πρὶν λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἦταν ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ὅμως κανεὶς δὲν μποροῦσε ν' ἀντισταθεῖ στὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου τους.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει σοφία ὄχι μόνο στὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις του. Ἔτσι, λ.χ., ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα, πάντα θὰ βρεῖ τὸ χρόνο καὶ τὸν τρόπο νὰ φροντίσει γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀκόμα καὶ μέσα στὸ θόρυβο τοῦ κόσμου.
5. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν καρδιακὴ εὐτυχία καὶ τὴν ἀσάλευτη εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ ἀληθινά, νὰ εὐχαριστηθεῖ καθαρά, νὰ νιώσει τὴν εἰρήνη ποὺ γλυκαίνει τὴν ψυχή. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάπου κάπου χαίρεται. Μὰ ἡ χαρά του εἶναι στιγμιαία καὶ ὄχι καθαρή. Κάπου-κάπου διασκεδάζει. Μὰ οἱ διασκεδάσεις του εἶναι πάντα κενές, ἀνούσιες, καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὲς τὸν κυριεύει μία ἀκόμα μεγαλύτερη στενοχώρια. Κάπου-κάπου εἶναι ἤρεμος. Μὰ ἡ ἠρεμία του δὲν εἶναι ἡ πνευματικὴ εἰρήνη, εἶναι νάρκη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἀλίμονο σ' ἐκεῖνον ποὺ δὲν προσπαθεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ ξυπνήσει ἀπ' αὐτὴ τὴ νάρκη!

6. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει καὶ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ γνωστικός, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του ὅσο πρέπει, ἂν δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί χωρὶς τὴ θεία βοήθεια, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν πραγματικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του. Ἂν εἶναι τίμιος καὶ κάνει κανένα καλὸ στοὺς συνανθρώπους του, νομίζει πῶς εἶναι δίκαιος ἢ καί, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, τέλειος καὶ πῶς δὲν τοῦ χρειάζεται τίποτ' ἄλλο!
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν κατοικήσει μέσα μας, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν ἐσωτερική μας φτώχια καὶ ἀδυναμία. Καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετές μας, προβάλλει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, τὴν ἀμέλειά μας, τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, τὴν ἰδιοτέλειά μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ φαινόμαστε μεγαλόψυχοι, τὴν παχυλὴ φιλαυτία μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν ὑποπτευόμασταν. Κοντολογίς, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μας τὰ δείχνει ὅλα, ὅπως πραγματικὰ εἶναι. Καὶ τότε ἀρχίζουμε ν' ἀποκτᾶμε τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Τότε ἀρχίζουμε νὰ χάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἀρετές. Τότε ἀρχίζουμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ταπεινωμένοι μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀρχίζουμε νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ ἐλπίζουμε μόνο σ' Ἐκεῖνον.

7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει, τέλος, τὴν ἀληθινὴ προσευχή. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ πραγματικὰ εὐάρεστη στὸ Θεό, πρὶν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ἂν ἀρχίσει νὰ προσεύχεται, χωρὶς νὰ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ δεῖ τὸ νοῦ του νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ. Ἐπιπλέον, δὲν γνωρίζει, ὅπως πρέπει, οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὶς ἀνάγκες του οὔτε τί νὰ ζητήσει οὔτε πῶς νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό. Καλὰ-καλὰ δὲν ξέρει οὔτε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζει τὸ Θεό, βλέπει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας του καὶ ξέρει πῶς νὰ Τὸν πλησιάσει, πῶς νὰ Τὸν παρακαλέσει καὶ τί νὰ Τοῦ ζητήσει. Οἱ σκέψεις του στὴν προσευχὴ εἶναι εὔτακτες, καθαρές, προσηλωμένες μόνο στὸν Κύριο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴν προσευχή του νὰ πετύχει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ βουνὰ νὰ μετακινήσει.

Νά, λοιπόν, τί χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ' ἐκεῖνον ποὺ Τὸ ἔχει λάβει. Βλέπετε ὅτι, χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ κι ἕνα βῆμα νὰ κάνουμε στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ποθοῦμε καὶ νὰ ζητᾶμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ Τὸ ἔχουμε πάντα μέσα μας, ὅπως Τὸ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι.

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ («Τὰ ψυχολογικὰ λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται μὲ λανθασμένους τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν λογισμῶν»).

Στὸν χριστιανισμό, ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν κατανοεῖται κατὰ τὴν συνήθη ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος θεωρεῖ πνευματικὴ ζωὴ συνήθως τὴν ζωὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὰ γράμματα, μὲ τὶς τέχνες, μὲ τὶς ἐπιστῆμες. 
Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζει ἀντιστοίχως πνευματικὸ ἄνθρωπο τὸν μορφωμένο ἄνθρωπο, τὸν καλλιτέχνη, τὸν ἐπιστήμονα, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Πνευματικὴ ζωὴ ὅμως κατὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἡ ζωὴ πρωτίστως ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τὴν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅποιος ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, αὐτὸς καὶ μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικὸς ἄνθρωπος. «Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται οὗτοι εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ» (ἀπόστολος Παῦλος).
Αὐτὴ ἡ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ζωὴ συνιστᾶ καὶ τὸν σκοπὸ ὅλης τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Ἀφήνοντας τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σημειώνουμε αὐτὸ ποὺὁ νεώτερος ἅγιος τῆς Ρωσικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς καθ’ ὅλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶχε πεῖ: «Ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος»
Ὄχι ἁπλῶς νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ἕνας καλὸς ἄνθρωπος, ἕνας κοινωνικὸς ἐργάτης, ἕνας ἀλτρουϊστής, μὲ ἄλλα λόγια νὰ βρίσκεται στὸν κόσμο τοῦτο σ’ ἕνα καλὸ ὁριζόντιο ἐπίπεδο, ἀλλὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν αὐθαιρετεῖ ὁ ἅγιος οὔτε ἐκφράζει κάτι ποὺ ἀνάγεται στὸν χῶρο τῆς φαντασίας. Ὁ ἰσχυρισμός του εἶναι ὅ,τι ἀποτελεῖ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι μὲ ἄλλα λόγια ἔφερε ὁ ἴδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, Ἰησοῦς Χριστός. Διότι ὁ Χριστὸς ἦλθε, προκειμένου νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό, ἐντάσσοντας τὸν μέσα στὸν ἑαυτό Του καὶ κάνοντας τον ἑπομένως προέκταση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ Του. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα». «Μέλη Χριστοῦ ἐσμεν». Κι αὐτὸ πραγματοποιεῖται διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, διὰ τοῦ ἁγίου χρίσματος, διὰ τῆς μετοχῆς στὴ Θεία Εὐχαριστία, κι ὅλα αὐτὰ μέσα στὸ κλίμα τῆς μετάνοιας.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ οὐσιαστικὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, καὶ παραπέμπει πάντοτε σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται χριστιανικὴ ζωή. Πνευματικὴ ζωὴ καὶ χριστιανικὴ ζωὴ βρίσκονται σὲ σχέση ταύτισης. Κάθε ἄλλη συνεπῶς πνευματικότητα, ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, δὲν θεωρεῖται ὀρθή, δηλαδὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πνευματικότητα, μᾶλλον παραπέμπει σὲ κάτι ἐπικίνδυνο, γιατί λαμβάνουν μέρος καὶ «ἄλλα πνεύματα», ξένα πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. 
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὡς ἀπόκτησης τοῦ ἁγίου Πνεύματος ταυτίζεται μὲ τὴ φανέρωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, χάρης τὴν ὁποία ἤδη ἔχει λάβει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὸ χρίσμα. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ καλεῖται νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι, αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ.
Ἡ φανέρωση αὐτή, τὸ νὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ ποὺ εἶναι, νὰ ἐπιβεβαιώνει μὲ ἄλλα λόγια ὅτι εἶναι μέλος Χριστοῦ, δὲν πραγματοποιεῖται εὔκολα καὶ μονομιᾶς. Ἀφ᾽ ὅτου ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καὶ ἡ ἁμαρτία ὡς τάση ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν τυραννᾶ, παρ’ ὅλη τὴν υἱοθεσία του ἀπὸ τὸν Χριστό, ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι εὔκολη. Ἀπαιτεῖται ἡ ἀδιάκοπη συνεργασία τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοί μας σημειώνουν ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει δυναμικὸ καὶ ἐνεργητικὸ χαρακτήρα. 
Περιλαμβάνει δὲ τρία στάδια, ποὺ τὰ κατονομάζουν, χωρὶς πάντοτε νὰ δένονται μὲ τοὺς ἴδιους ὅρους: τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση.
Τὸ κρισιμότερο στάδιο ἀπὸ τὰ τρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ πρῶτο, τῆς κάθαρσης. Γιατί σ’ αὐτὸ κατ᾽ ἐξοχὴν φανερώνεται ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Θεό. Σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ καρδιά του νὰ γίνει κάτοπτρο ποὺ ἀντανακλᾶ τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτὸς τοῦ Θεοῦ. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Κατὰ ἀναλογία τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς του ἔρχεται ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, ὁπότε ὁ πιστὸς ἀρχίζει νὰ φανερώνει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν νὰ ἔχει πάρει μορφὴ μέσα του ὁ Χριστός. Ἔτσι πνευματικὸς ἄνθρωπος, ἅγιος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πραγματοποιεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέχρις καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». «Ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν».
Στὴν κρισιμότητα τοῦ πρώτου σταδίου τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς κάθαρσης, καίρια θέση ἔχουν οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σκέψεις ἢ εἰκόνες ποὺ προερχόμενοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο ἀποπροσανατολίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φυσιολογία τῆς ζωῆς, νὰ φανερώνει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ πιστὸς δὲν ἔχει μάθει νὰ ἀντιμετωπίζει τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς διακρίνει ἔναντι τῶν ἄλλων ποὺ ὑπάρχουν – ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του – τότε τὸ πιθανότερο δυστυχῶς εἶναι νὰ ἐπέλθει σὲ αὐτὸν σύγχυση καὶ νὰ ἀρχίζει νὰ ζεῖ σὲ ἕνα χάος ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς. Οἱ ἅγιοί μας εἶναι ἀρκετὰ ἀποκαλυπτικοὶ στὸ θέμα αὐτὸ τῆς σύγχυσης τῶν λογισμῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους ἔχουν καταγράψει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς κακῆς αὐτῆς καταστάσεως, ὁπότε ἂν κανεὶς ἀκολουθήσει τὴν ἐμπειρία τους, σχετικὰ εὔκολα θὰ μπορέσει νὰ ὑπερβεῖ τὴ σύγχυση καὶ νὰ ὀρθοποδήσει πνευματικά. Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία τους πρὸς ἔλεγχο καὶ ὑπέρβαση τῶν λογισμῶν, καὶ μάλιστα τῶν κακῶν καὶ πονηρῶν λεγομένων, συνιστᾶ καὶ τὸ μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὴ σημασία ἀποκτήσεως αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ καταλαβαίνει κανείς, ἂν σκεφτεῖ ὅτι κατὰ τὸ πλεῖστον τὰ ψυχολογικὰ λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται μὲ λανθασμένους τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν λογισμῶν. Οἱ περισσότεροι δὲν ξέρουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν κακὴ διαχείρισή τους καὶ μὲ τὸ δεδομένο τῆς ὑποκίνησής τους ἀπὸ τὸν πονηρό, δυστυχῶς αὐξάνονται καὶ καθίστανται «τύραννοι» τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντάς τον νὰ ζεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἤδη μία κόλαση.
Τί μᾶς διδάσκουν λοιπὸν σὲ γενικὲς γραμμὲς οἱ ἅγιοί μας στὸ θέμα αὐτό; Πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στοὺς λογισμούς. Δηλαδή, ὅταν κάποιος λογισμὸς μᾶς ταλαιπωρεῖ καὶ βλέπουμε ὅτι ἐρχόμενος μᾶς καταβάλλει, τὸ καλύτερο εἶναι νὰ τὸν θέσουμε ὑπ᾽ ὄψη διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο, πέραν αὐτοῦ, εἶναι νὰ μάθουμε νὰ περιφρονοῦμε τοὺς λογισμούς, τοὺς προερχομένους ἐκ τοῦ πονηροῦ. Πῶς θὰ ξέρουμε ποιός λογισμὸς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ; Ἀπὸ τὸ τί διάθεση προκαλεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πονηρὸς λογισμὸς συνήθως προκαλεῖ φόβο, ταραχή, κακὴ διάθεση στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ ἐκ Θεοῦ τὸ ἀντίθετο: ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλον, εἰρήνη, καλὴ ψυχικὴ διάθεση. Τὸ κριτήριο μᾶς τὸ δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ γινώσκεται». 
Ὅ,τι λοιπὸν μᾶς προκαλεῖ ταραχὴ ξέρουμε τὴν προέλευσή του. Τὸ σημειώνουν καὶ οἱ ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶἸωάννης: «Εἴ τι βλέπῃς εἴ τι ἀκούῃς εἴ τι λογίζῃ, κἂν μικρὸν ταραχθῆς, τῶν δαιμόνων ἐστὶ τοῦτο». Βλέπεις κάτι, ἀκοῦς κάτι, λογίζεσαι κάτι, καὶ βλέπεις ὅτι ταράζεσαι; Ἀπὸ πίσω μᾶλλον κρύβεται ὁ διάβολος.

Φως μέσα από το σκοτάδι



Τα «γιατί και τα πώς» στα πολλά προβλήματα και στις διάφορες δοκιμασίες της ζωής φαίνεται πως πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν, για να δείχνουν την αδυναμία μας να γνωρίσουμε «νουν Κυρίου», που πασχίζει να μας ευεργετήσει και να μας δώσει αυτό που στο βάθος η ύπαρξή μας ποθεί και το αγνοεί.
Στη συνάντηση του Ιησού και των μαθητών Του με τον εκ γενετής τυφλό, αυθόρμητα οι μαθητές Τον ρωτούν ποια είναι η αιτία που γεννήθηκε έτσι. 
Ποιού η αμαρτία καταδίκασε τον άνθρωπο στο μαρτύριο της τύφλωσης; 
Γιατί πίστευαν οι Ιουδαίοι ότι οι διάφορες ασθένειες ή αναπηρίες ήταν αποτέλεσμα της αμαρτωλής ζωής. 
Ο Χριστός όμως τους αποκαλύπτει μια νέα διάσταση της αιτίας των δυσκολιών αυτών: τη δόξα του Θεού!
Βέβαια, αυτό φαντάζει κάπως ως χρησιμοποίηση του ανθρώπου από το Θεό και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Όμως η «δόξα του Θεού» δεν έχει σχέση με τη θεωρούμενη δόξα των ανθρώπων, αφού η δόξα Του είναι η δόξα μας, η σωτηρία μας, η θέωσή μας, η χαρά μας.
Ο εκ γενετής τυφλός, στην περικοπή του Ευαγγελίου που διαβάζεται στη Λειτουργία την έκτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ζούσε στο σκοτάδι του σώματός του που γίνεται μέσο για να δει το φως το Αληθινό. Ποια σημασία έχει, αλήθεια, να ζούμε την υγεία του σώματος, όταν μέσα μας ζούμε την πνευματική τύφλωση, που φαίνεται στην απομόνωση, τον εγωισμό, τη φιλαυτία, στο «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»;
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παραθέτοντας στο Ευαγγέλιό του ένα περιστατικό ή θαύμα, το συνοδεύει με την αντίστοιχη διδασκαλία του Χριστού. ΄Ετσι και στη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού διαβάζομε:
«όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. ΄Ερχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται».
«Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δε βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχτούν τυφλοί». Τα πιο πάνω σημεία δείχνουν:
Την αναγκαιότητα να εργαστούμε, ως Εκκλησία και ως πρόσωπα, το έργο του Θεού μας στον κόσμο. Όσο «είναι μέρα», όσο έχουμε τις δυνατότητες και τις ικανότητες, να καλλιεργήσουμε τον εαυτό μας για να ζήσει τις χαρές του Θεού, ώστε να γίνουμε σημεία που θα δείχνουν στον κόσμο το εφικτό του Ευαγγελίου.
Την τραγικότητα που μπορεί να βρίσκονται τα «τέκνα του Φωτός», με το να βρίσκονται στο σκοτάδι της άγνοιας, της αυτάρκειας και του Φαρισαϊσμού, ενώ τα νομίζουμε «τέκνα του σκότους», να γνωρίσουν τελικά με τη μετάνοια και ταπείνωσή τους, το Χριστό ως το Φως το αληθινό. Αν οι ασθένειες του σώματος μπορούν να γίνουν τα μέσα για τη θεραπεία της ψυχής και να καταλήξουν έτσι ευλογίες, οι ασθένειες της ψυχής που σκοτίζουν όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, μπορούν να γίνουν οι δρόμοι που οδηγούν στη θέα του όντως Φωτός. Τότε κατανοούμε πως κανένα σκοτάδι και κανένας Άδης δεν μπορούν να εμποδίσουν το Χριστό να έλθει σε μας, αν αληθινά και ειλικρινά θέλουμε να ζήσουμε μέσα στο Φως Του.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Μπροστά στα ἐσχατα, τα δικά μας και της ιστορίας



Ἂς ἀρχίσουμε κάποτε νὰ φροντίζουμε σοβαρὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, ἀδελφοί. 
Ἂς λυπηθοῦμε γιὰ ὅσα ἕως τώρα δὲν ἐπιτύχαμε, ἂς ἀποτινάξουμε τὴν ραθυμία. «Ἀγωνισώμεθα ὑπὲρ τῶν μελλόντων», φοβούμενοι μήπως, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ δώσουμε λόγο στὸν Κριτή, βρεθοῦμε «ἀπαρασκεύαστοι τῶν ἀγαθῶν ἔργων».
«Οὗτος ὁ αἰὼν τῆς μετανοίας, ἐκεῖνος τῆς ἀνταποδόσεως· οὗτος τῆς ἐργασίας, ἐκεῖνος τῆς μισθαποδοσίας· οὗτος τῆς ὑπομονῆς, κἀκεῖνος τῆς παρακλήσεως.
Νῦν βοηθὸς τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς ὁ Θεὸς, τότε φοβερὸς καὶ ἀπαραλόγιστος τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ ῥημάτων καὶ ἐνθυμημάτων ἐξεταστής. 
Νῦν τῆς μακροθυμίας ἀπολαύομεν, τότε τὴν δικαιοκρισίαν γνωρίσομεν».
«Ἐὰν μὲν ἴδητε μετανοοῦντας ἐπὶ τῇ ἀτοπίᾳ τῶν πεπραγμένων, συμπαθήσατε ὡς οἰκείοις μέλεσι νενοσηκόσιν».

(Μ. Βασιλείου, Περὶ Μετανοίας, λόγ. Η΄).

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἡσαΐας, περιγράφει στὸ βιβλίο του μίαν ἐκπληκτικὴ ἐμπειρία του, ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα. Εἶδε, μᾶς λέει, τὸν Θεὸ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα θρόνο ψηλό, πλημμυρισμένο ἀπὸ δόξα. Γύρω ἀπὸ τὸν θεϊκὸ αὐτὸ θρόνο, στέκονταν ἄγγελοι καὶ ἔψαλλαν τὸν γνωστὸ ὕμνο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ὁ Ἡσαΐας παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό. Σὲ κάποια στιγμὴ εἶπε: «Ὢ ταλαίπωρος ἐγώ! Ἔχω συγκλονιστεῖ ὁλόκληρος! Γιατὶ ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ κατοικῶ μέσα σὲ λαὸ ποὺ ἔχει ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν βασιλιὰ Κύριο Σαβαώθ». Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἕνας ἄγγελος πῆρε μὲ μιὰ λαβίδα ἕνα ἀναμμένο κάρβουνο, τὸ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: « Νὰ αὐτὸ τὸ ἀναμμένο κάρβουνο ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τὶς ἁμαρτίες σου». Ὁ Ἡσαΐας πῆρε μεγάλη δύναμη ἀπὸ τὴ φωτιὰ αὐτὴ ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ ξεκίνησε τὴν μεγάλη ἀποστολή του.
Αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς συμβολίζει τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ποὺ μεταγγίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ πῦρ τῆς θεότητος. Εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρὸς ποὺ κατέχουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ ποὺ δυστυχῶς τὸν ἀγνοοῦν ἢ τὸν περιφρονοῦν.

Γιατί ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ;

Ἦλθε μήπως νὰ φέρει μιὰ καινούργια θρησκεία; Μιὰ διαφορετικὴ φιλοσοφία; Μίαν ἄλλη θεωρία; Τίποτα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἦλθε, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἑνώσει τὰ διασκορπισμένα παιδιά Του, δίνοντάς τους τὴν δυνατότητα νὰ θεωθοῦν. Ὁ Χριστὸς δὲν πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ σὰν κομήτης. Ἦλθε καὶ ἔμεινε. Χάρισε καὶ ἄφησε στὸν κόσμο τὸ θεανθρώπινο σῶμα Του. Κι ἔτσι μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα ὄχι μόνο νὰ τὸν σκεφτόμαστε, ὄχι μόνο νὰ τὸν θυμόμαστε, ἀλλὰ νὰ τὸν αἰσθανόμαστε, νὰ τὸν ζοῦμε καὶ ἀκόμη περισσότερο νὰ ἑνωνόμαστε μαζί του: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ».

Ἕνωση μὲ τὸν Χριστό

Αὐτὴ τὴ δυνατότητα μᾶς προσφέρει ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεία λειτουργία δὲν πᾶμε μόνον γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ κεντρικὸ γεγονὸς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ θεία μετάληψη. Ὅταν μεταλαμβάνουμε, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό. Τὸ ἀδύναμο, πήλινο, ἁμαρτωλό, ἀνθρώπινο σῶμα μας, ἑνώνεται μὲ τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ φτωχὸ ἀνθρώπινο αἷμα μας, ποτίζεται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὶς φλέβες μας κυκλοφορεῖ πλέον τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ πραγματικά. Παράλληλα, ἐφόσον ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό, ἑνωνόμαστε καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Ὅλοι ἔχουμε πλέον τὸ ἴδιο σῶμα καὶ στὶς φλέβες μας ρέει τὸ ἴδιο αἷμα. Γινόμαστε συγγενεῖς ἐξ αἵματος. Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ. Ἀποτελοῦμε πλέον ἕναν ὀργανισμό, ἐμποτισμένο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ ὀργανισμὸς εἶναι ἡ ἐκκλησία, ἢ ὅπως τὸν ὀνομάζουμε, ἡ θεία - θεϊκὴ κοινωνία.

Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ

Ὁ Ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ καὶ ἀναλύει θαυμάσια τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησίας. Μὲ τὸ βάπτισμα, λέει, γίναμε ἕνα μὲ τὸν Κύριο. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Ἀνήκουμε στὴν οἰκογένειά του. «Ὑμεῖς δὲ ἐστὲ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Στὸ σῶμα μας τὸ κάθε μέλος εἶναι τόσο στενὰ - ὀργανικὰ ἑνωμένο μὲ τὸ σύνολο, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ ξεχωρίσεις καὶ νὰ τὸ ἀποσπάσεις. Καὶ πρὸ παντὸς εἶναι ἑνωμένο μὲ τὸ κέντρο, τὴν κεφαλή, ποὺ δίνει σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα τὶς ἐντολές.
Στὸ βάπτισμα, λοιπόν, ἐνωθήκαμε μὲ τὸ ἱερὸ σῶμα ποὺ λέγεται ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ του σώματος, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸν σύνδεσμο καὶ τὴν ἑνότητα ποὺ ἀποκτήσαμε μὲ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ βαπτίσματος, τὴ ζοῦμε καὶ τὴν ἀνανεώνουμε τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας. Συγκεντρωνόμαστε ὅλα τα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε καὶ νὰ διακηρύξουμε, πὼς εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, συνδεδεμένοι μεταξύ μας.

Κατάργηση διαφορῶν καὶ ἀνισοτήτων

Ὁπωσδήποτε, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ θεανθρώπινη κοινωνία, δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν διαφορές. Τὰ πάντα, ὅπως στὸ σῶμα, δουλεύουν ἁρμονικά, μὲ ἀλληλοσεβασμό. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀδικήσουμε, νὰ ὑπονομεύσουμε, νὰ περιφρονήσουμε τὸν ἀδελφό μας. Γιατὶ ὅ,τι κάνουμε ἔχει ἀντίκτυπο στὸν ἑαυτό μας. Προσβάλλουμε τὸ δικό μας σῶμα. Ἀλλοίμονο ἂν τὰ μέλη τοῦ σώματος μᾶς εἶχαν διαφορὲς καὶ συγκρούσεις.
Ἐπίσης σ᾿ αὐτὴ τὴ θεία κοινωνία δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ἀνισότητες, μικροὶ - μεγάλοι, μορφωμένοι - ἀγράμματοι, πλούσιοι - φτωχοί. Μᾶς τὸ λέει καθαρὰ ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ. Πάντες γὰρ εἰς ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου

Καὶ κάτι ἀκόμη πολὺ βασικό. Μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἡ ἀσυνέπεια καὶ ἡ ἀδιαφορία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀπουσιάζει κανεὶς ἀπ᾿ τὴ σύναξη τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν μετέχει στὴν θεία κοινωνία. Εἶναι σὰ νὰ ἀρνεῖται τὴν οἰκογένειά του. Καὶ τὸ πιὸ φοβερό: Εἶναι σὰ νὰ ἀκρωτηριάζει τὸ ἱερὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς τολμάει νὰ κόψει τὸ χέρι του ἢ νὰ βγάλει τὸ μάτι του καὶ νὰ τὸ πετάξει; Καὶ μόνη αὐτὴ ἡ σκέψη προκαλεῖ φρίκη.
Πῶς ὅμως τολμᾶμε νὰ ἀποκόπτουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸ ἱερὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκρωτηριάζουμε τὴν ἐκκλησία; Βεβαίως ἔχουμε ἕτοιμες πολλὲς δικαιολογίες καὶ προφάσεις: Οἱ δουλειές, οἱ ἀπασχολήσεις, τὰ μαθήματα, ὁ χρόνος... Τὰ δευτερεύοντα ἔγιναν πρωτεύοντα! Τί θὰ γινόταν ὅμως ἂν ἔλεγαν τὰ χέρια μας ἢ τὰ πόδια μας: «δὲν εὐκαιροῦμε νὰ κρατήσουμε τὴν ἑνότητά μας μὲ τὴν κεφαλὴ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ νὰ πάρουμε τὸ αἷμα ποῦ αὐτὴ μας στέλνει;» Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν αὐτοκτονία. Πῶς θὰ κάνουμε τὸ ἴδιο ἐδῶ; Θὰ ἀποκόψουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ ἀρνηθοῦμε τὸ αἷμα ποὺ μᾶς δίνει Ἐκεῖνος;
Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ κανόνες τῆς ἐκκλησίας ἦσαν ἰδιαίτερα αὐστηροί. «Πάντας τους εἰσιόντας πιστοὺς καὶ τῶν γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τὴ ἁγία μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀφορίζεσθη χρή». Ἦταν αὐτονόητο ὅτι ἂν κάποιος ἀδιαφοροῦσε καὶ δὲν κοινωνοῦσε γιὰ μερικὲς ἑβδομάδες ἀπεκόπτετο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας.

Συχνὴ συμμετοχὴ στὴν θεία Κοινωνία

Στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ὁ Χριστὸς παρουσιάζει μιὰ πολὺ ὡραία εἰκόνα: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ». Ὁ Χριστὸς χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ διακριτικότητα. Δὲν κραυγάζει, δὲν σπάει τὴν πόρτα, γιατὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Δείχνει μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ πόσο μᾶς σέβεται, ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς ἀγαπάει. Λαχταράει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, νὰ μπεῖ καὶ νὰ δειπνήσει μαζί μας. «Ἐπιθυμία ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν». Θέλει, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ βρίσκεται κάθε μέρα στὸ σπίτι τοῦ καθενός μας κι ἐμεῖς τὸν περιφρονοῦμε. Μὲ δυσκολία τοῦ ἀνοίγουμε τὴν πόρτα μας, ἐλάχιστες φορὲς τὸν χρόνο, σὰν σὲ ἀδιάφορο ἐπισκέπτη, ἴσως καὶ βαρετό.
Καὶ πόσο βιαζόμαστε νὰ τελειώνουμε μαζί του!
Ἐδῶ αὐθόρμητα προβάλλει τὸ ἐρώτημα: Κάθε πότε πρέπει νὰ κοινωνοῦμε; Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πές μου, ρωτάει, ἂν κληθεῖ κάποιος σὲ δεῖπνο καὶ προσέλθει, καὶ ἀφοῦ πλύνει τὰ χέρια του καὶ καθίσει στὸ τραπέζι, χωρὶς κἂν νὰ ἀγγίξει τὰ ἐδέσματα ποὺ ὁ οἰκοδεσπότης προσφέρει, δὲν προσβάλλει αὐτὸν ποὺ τὸν κάλεσε;»
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κι ἐδῶ. Ὅταν προσέρχεσαι σὲ κάποιο τραπέζι, προσέρχεσαι γιὰ νὰ φᾶς. Καὶ ἡ θεία λειτουργία εἶναι τραπέζι, εἶναι τροφή. Κι ἐρχόμαστε σ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ τραπέζι, ὄχι γιὰ νὰ κάτσουμε στὴν ἄκρη, ὄχι γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουμε. Φέρνουμε τὶς προσφορές μας, τοὺς καρποὺς τοῦ μόχθου μας, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ καὶ ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ ἁγιάσει τὰ δῶρα μας. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μὰ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε.
Δυστυχῶς, ὅμως. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν ξεχνᾶμε. Ὁ διάβολος μᾶς ρίχνει πολλὲς φορὲς στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη νίκη του. Ἡ μεγαλύτερη νίκη καὶ ἐπιτυχία τοῦ εἶναι ποὺ μᾶς ἔχει πείσει νὰ μὴν κοινωνοῦμε συχνά. Γράφει ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν θεία κοινωνία, γίνονται ἐχθροί του Θεοῦ καὶ φίλοι των δαιμόνων.

Μιὰ ἔνσταση

Κι ἐδῶ προβάλλουν κάποιες ἐνστάσεις. Πολλοὶ φέρουν ὡς ἐπιχείρημα τὸ λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάζει κανεὶς προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ τότε νὰ τρώει ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ νὰ πίνει ἀπὸ τὸ ποτήριο. Γιατὶ ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸν οἶνο μὲ τρόπο ἀνάξιο, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει σ᾿ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ ποὺ τρώει κι αὐτὸ ποὺ πίνει φέρνει πάνω του καταδίκη» (Α´ Κορ. ια´ 27-29). Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν δὲν κοινωνοῦμε. Λέει ὁ Χριστός: «Σᾶς βεβαιώνω πὼς ἂν δὲν φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα του, δὲν ἔχετε μετοχὴ στὴ ζωή». Ἑπομένως ἐὰν τὸ νὰ πλησιάζει κανεὶς ὅπως τύχει εἶναι κίνδυνος, ἔτσι καὶ τὸ νὰ μὴν κοινωνεῖ κανεὶς εἶναι θάνατος. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας στὸν τρόπο προσέλευσης. Ἀνάξιος σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ κοινωνήσει. Αὐτὸς ποὺ στηρίζεται στὴν (ἀνύπαρκτη) ἀρετή του καὶ ὄχι στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνάξιος εἶναι ὁ ἀμετανόητος. Καὶ σίγουρα ὁ Ἀπ. Παῦλος ὑπονοεῖ τὸν ἀπροετοίμαστο, αὐτὸν ποὺ πλησιάζει χωρὶς κάποια συναίσθηση.
Ρώτησαν ἕναν εὐσεβῆ ἱερέα: Πῶς πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς τὴν χριστιανικὴ ζωὴ στὸν κόσμο; Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε: Ἁπλούστατα, ἔχοντας στὸ νοῦ του συνέχεια ὅτι αὔριο, μεθαύριο ἢ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ κοινωνήσει.

Ἐξομολόγηση καὶ νηστεία

Οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ πιστεύουν πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει κανεὶς ἂν δὲν ἐξομολογηθεῖ πρῶτα καὶ δὲν νηστέψει ἀρκετὲς μέρες. Αὐτὸ εἶναι τραγικὸ λάθος. Οἱ παλαιοὶ χριστιανοί, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος κοινωνοῦσαν τουλάχιστον τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα! Δὲν ἦταν δυνατὸ οὔτε νὰ ἐξομολογοῦνται οὔτε νὰ νηστεύουν κάθε μέρα. Τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς. Ἂν θελήσουμε νὰ μεταλαμβάνουμε συχνά, δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐξομολόγηση. Στὸν πνευματικὸ θὰ προστρέξουμε ὅταν ὑπάρχει κάτι σοβαρό. Ὅπως καὶ στὸν γιατρὸ δὲν θὰ πᾶμε γιὰ τὰ μικρο-τραύματά μας.
Τὸ θέμα τῆς νηστείας εἶναι γιὰ τοὺς περισσότερους τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο ἢ πρόφαση. «Ἐγὼ δὲν κοινωνῶ ἂν δὲν νηστέψω μιὰ ἑβδομάδα, 15 μέρες ἢ 40 ἡμέρες!» Ὀφείλουμε ὅμως νὰ τονίσουμε μὲ ἔμφαση, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται νηστεία πρὶν τὴν θεία κοινωνία. Ἐμεῖς βάζουμε τὴ νηστεία πάνω ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία. Ἔτσι, τὸ μέσο τὸ κάναμε σκοπὸ καὶ βρήκαμε ἕνα ἄλλοθι γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ συχνὴ συμμετοχή μας στὴ θεία εὐχαριστία.
Βεβαίως καὶ ὑπάρχουν ἐμπόδια γιὰ τὴν θεία κοινωνία, τὰ ὁποῖα τὰ ξεχνοῦμε. Ὁ Χριστὸς ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὴν ἔχθρα, στὴ μνησικακία. Καὶ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει: «Κανένας, μὰ κανένας, δὲν ἀτιμάζει τόσο τὴν ἱερὴ αὐτὴ πανήγυρι, ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὴν γιορτάζει ἐνῶ ἔχει μέσα του μνησικακία. Ἀκόμη περισσότερο, οὔτε κὰν νὰ μὴν γιορτάσει μπορεῖ, ἔστω κι ἂν μείνει δέκα μέρες τελείως νηστικός... Σᾶς τὸ λέω, λοιπόν, προκαταβολικὰ καὶ διαμαρτύρομαι καὶ τὸ φωνάζω δυνατά. Κανένας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐχθρὸ ἂς μὴν πλησιάζει στὴν ἱερὴ τράπεζα καὶ ἂς μὴ δέχεται τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος πλησιάζει νὰ μὴν ἔχει ἐχθρό. Ἔχεις ἐχθρό; Νὰ μὴν προσέλθεις. Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου καὶ τότε νὰ προσέλθεις».

«Προσέλθετε»

Ἂς προσερχόμαστε, λοιπόν, συχνὰ στὴ θεία κοινωνία μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία, σ᾿ ἕνα κλίμα ἡσυχίας, σιωπῆς, περισυλλογῆς, προσευχῆς, ἐποικοδομητικῆς μελέτης. Μὲ συντριβὴ καὶ εὐλάβεια. Ἔχοντας συμφιλιωθεῖ μὲ ὅλους. Ἂς προσευχηθοῦμε μὲ θέρμη (πολὺ θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἀκολουθία τῆς θείας μεταλήψεως τὴν ὁποία ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ διαβάζουμε). Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς πλησιάσουμε «μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης».

«Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»

Μὲ τὴν θεία κοινωνία ἀνεβαίνουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές Του στὸ Ὄρος Θαβώρ. Ἀπολαμβάνουμε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου Του, θεωροῦμε τὴν δόξα Του. Ἂς μὴν βιαστοῦμε νὰ κατέβουμε. «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Ἂς μείνουμε στὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, περισυλλογῆς, σιωπῆς, μελέτης κι εὐχαριστίας. Ἔτσι, θὰ διατηρήσουμε περισσότερο χρόνο μέσα μας τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ζωή μας θὰ εἶναι ἕνα συνεχὲς Πάσχα, ἕνα μόνιμο πανηγύρι.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΑΓΜΑΤΑ 2008

http://users.uoa.gr

Περὶ σωτηρίας ψυχῆς



Ἀγαπητοὶ,
ὅσοι τὰ τοῦ βίου μάταια καὶ ἀπολλύμενα πράγματα κατελίπετε, ἀγωνίσασθε, ἵνα μὴ πάλιν ἐπ' αὐτὰ τὸν ὑμέτερον νοῦν ἐπιστρέψητε.
Ὁ γὰρ πλοῦτος παρέρχεται, καὶ ἡ δόξα ἀπόλλυται, καὶ τὸ κάλλος μαραίνεται, καὶ πάντα ἀλλάσσονται, καὶ ὡς καπνὸς ἀπόλλυνται, καὶ ὡς σκιὰ παράγουσι, καὶ ὡς ἐνύπνιον ἐξαφανίζονται.
∆ιὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ Σολομών·
Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης· καὶ ὁ ∆αυῒδ λέγει· Ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος.
Πλὴν μάτην ταράσσονται πάντες οἱ τὰ τοῦ παρόντος βίου πράγματα ἀγωνιῶντες·
ὄντως μάτην ταράσσονται, μάτην θορυβοῦνται,
μάτην χειμάζονται, ἐπισυνάγοντες καὶ θησαυρίζοντες τὰ μετ' ὀλίγον καταλειπόμενα·
ἅπερ λαβεῖν μεθ' ἑαυτῶν οὐ δυνάμεθα, ἀλλὰ πάντα καταλιπόντες, γυμνοὶ ὡς ἐγεννήθημεν πορευσόμεθα πρὸς τὸν φοβερὸν δικαστήν.
Κἂν πάντας τοὺς θησαυροὺς συνάξωμεν, γυμνοὶ, σκοτεινοὶ, ἐλεεινοὶ, σκυθρωποὶ, τετραχηλισμένοι, τεταπεινωμένοι, συντετριμμένοι, ἔμφοβοι, ἔντρομοι, κατηφεῖς, ὀδυνηροὶ, εἰς γῆν τὸ πρόσωπον ἔχοντες, καὶ τοῦτο μετ' αἰσχύνης συγκαλύπτοντες·
οὕτω πορευσόμεθα, οὕτως ἀναστησόμεθα, οὕτω παραστησόμεθα εἰς ἐκεῖνο τὸ φρικτὸν καὶ πικρὸν ἀπροσωπόληπτον δικαστήριον, ὅπου ἄγγελοι τρέμουσιν, ὅπου θρόνοι φοβεροὶ τίθενται, ὅπου αἱ βίβλοι τῶν πράξεων ἀνοίγονται, ὅπου ὁ ποταμὸς τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,
ὅπου ὁ ἀνήμερος σκώληξ, ὅπου τὸ ἀφώτιστον σκότος, ὅπου ὁ ἀθέρμαντος τάρταρος, ὅπου ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅπου τὸ ἀκατάπαυστον δάκρυον, ὅπου ὁ ἀσίγητος στεναγμὸς, ὅπου τὸ ἀπαραμύθητον πένθος, ὅπου οὐκ ἔστι γέλως, ἀλλὰ θρῆνος· ὅπου οὐκ ἔστι χαρμοσύνη, ἀλλὰ στεναγμός· ὅπου οὐκ ἔστι τρυφὴ, ἀλλὰ κρίσις· ὅπου οὐκ ἔστι φθόγγος, ἀλλὰ τρόμος.
Φοβερὸν ὄντως ἀκοῦσαι, ἀγαπητοὶ, φοβερώτερον δὲ τὸ ἰδέσθαι πᾶσαν τὴν κτίσιν ἱσταμένην, καὶ ἀπολογουμένην ὑπὲρ λόγου, ὑπὲρ ἔργου, ὑπὲρ ἐννοιῶν, τῶν ἐν νυκτὶ, τῶν ἐν ἡμέρᾳ, ὧν ἡμάρτομεν.
Μέγας ὁ φόβος, ἀδελφοὶ, τότε, μεγάλη ἡ ἀνάγκη, οἵα οὐδέποτε ἐγένετο οὐδὲ γενήσεται ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης.
Τότε ἄγγελοι περιτρέχουσιν, αἱ σάλπιγγες βοῶσι, τὰ ἄστρα πίπτουσιν, ὁ ἥλιος σκοτίζεται, οἱ οὐρανοὶ εἱλίσσονται, ἡ γῆ σαλεύεται, αἱ δυνάμεις προτρέχουσι, τὰ Σεραφὶμ βοῶσι, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια ταράσσονται, τὰ μνημεῖα ἀνοίγονται, τὰ σώματα ἀνίστανται καὶ συνάγονται, τὸ κριτήριον εὐτρεπίζεται.
Πολὺς ὁ φόβος, ἀδιήγητος ὁ τρόμος, ἀκατάληπτος ἡ ἀνάγκη ἡ τότε γινομένη· μέγας ὁ χειμὼν ἐκεῖνος, μεγάλη ἡ ὀδύνη, χαλεπὴ ἡ περίστασις, ἀκατάπαυστος ὁ θόρυβος, μέγας ὁ ὀλολυγμός.
Ἄκουε οὖν τοῦ ∆ανιὴλ λέγοντος·
Ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς, ἕως οὗ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ Παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθισε.
Τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιὼν, ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καθαρὸν ὡς ἔριον· ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον.
Ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ· τὸ κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν.
Ἔφριξε τότε τὸ πνεῦμά μου.
Ἐγὼ ∆ανιὴλ εἶδον, καὶ ἡ ὅρασις τῆς κεφαλῆς μου συνετάραξέ με. Βαβαί! ὁ προφήτης τὸ ὅραμα τῆς μελλούσης κρίσεως ἰδὼν ἔφριξε!
Καὶ τί ἄρα ἡμεῖς μέλλομεν ὑπομένειν, ὅταν εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα ἔλθωμεν;
ὅταν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν ἐπισυναγόμενοι παριστώμεθα γυμνοὶ, καὶ τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν ἐπὶ τοῦ τραχήλου πᾶσιν ἐπιδεικνύοντες;
Τότε τῶν βλασφήμων αἱ γλῶσσαι φλογίζονται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ δροσίζων· τότε τῶν καταλαλούντων οἱ ὀδόντες συντρίβονται ὑπὸ ἀποτόμων ἀγγέλων· τότε τῶν φιλαργύρων αἱ χεῖρες κρεμάμεναι τρέμουσι, καὶ ξεόμεναι ὀδυνῶνται· τότε τῶν φλυάρων τὰ στόματα ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἐμφράττονται· τότε τῶν διανευόντων οἱ ὀφθαλμοὶ ἐξορύττονται ἀνιλεῶς.
Ποῦ τότε γονεῖς, ποῦ ἀδελφοὶ, ποῦ πατὴρ, ποῦ μήτηρ, ποῦ οἱ συγγενεῖς, ποῦ οἱ φίλοι;
ποῦ ἡ τῶν βασιλέων φαντασία, ποῦ τῶν ἀρχόντων ἡ ἐξουσία, ποῦ ἡ τῶν τυράννων ἀπόνοια, ποῦ ἡ τῶν δικαστῶν ὑπερηφανία;
ποῦ οἱ δοῦλοι, ποῦ αἱ δοῦλαι; ποῦ ὁ καλλωπισμὸς τῶν ἱματίων, ποῦ αἱ χροαὶ τῶν μαργάρων, ποῦ ἡ φαντασία τοῦ χρυσίου, ποῦ ὁ κτύπος τοῦ ἀργυρίου;
ποῦ ἡ κόσμησις τῶν δακτυλίων, ποῦ τῶν ποδῶν τὸ περισφῖγγον ὑπόδημα,
ποῦ τὰ σηρικὰ ἱμάτια, ποῦ τὰ βύσσινα;
ποῦ τὰ κρέα, ποῦ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα;
ποῦ οἱ φυλασσόμενοι θησαυροί;
ποῦ αἱ κεκοσμημέναι κλῖναι;
ποῦ οἱ παρορῶντες τοὺς πένητας;
ποῦ οἱ παραβλέποντες τοὺς ἐν ἀνάγκῃ;
ποῦ οἱ νομίζοντες εἶναι σοφοί;
ποῦ οἱ μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν τὸν οἶνον πίνοντες;
ποῦ οἱ διαπαντὸς γελῶντες, καὶ τοὺς εὐλαβεῖς ἐκμυκτηρίζοντες;
ποῦ οἱ τοὺς δούλους καταπονοῦντες, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καταφρονοῦντες;
ποῦ εἰσὶν ἀπιστοῦντες τὴν κόλασιν, καὶ ὡς ἀθάνατοι διακείμενοι;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, Φάγωμεν καὶ πίωμεν·
αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, ∆ός μοι τὴν σήμερον, καὶ λάβε τὴν αὔριον;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, Ἀπολαύσωμεν τῶν ὧδε, καὶ περὶ τῶν ἐκεῖ βλέπωμεν;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεὸς, καὶ οὐ κολάζει τοὺς ἁμαρτωλούς;
Ὢ πόσα μετανοήσουσιν οἱ τὰ τοιαῦτα λέγοντες!
πόσα κόψονται, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐλεῶν αὐτούς!
πόσα στενάξουσι, καὶ οὐδεὶς ὁ λυτρούμενος!
πόσα ἑαυτοὺς κατακόπτοντες εἴπωσιν, Οὐαὶ, οὐαὶ, ὅτι ἑαυτοὺς ἐχλευάσαμεν! οὐαὶ, ὅτι ἑαυτοὺς ἀπωλέσαμεν!
Ἐδιδασκόμεθα, καὶ οὐ προσείχομεν·
ἐνουθετούμεθα, καὶ κατεφρονοῦμεν· διεμαρτύραντο δὲ ἡμῖν, καὶ οὐκ ἐπιστεύομεν· τῶν Γραφῶν ἀκούοντες ἑαυτοὺς ἐπλανῶμεν.
∆ικαία ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν.
Οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι διὰ πρόσκαιρον ἡδονὴν αἰωνίως κολαζόμεθα, διὰ μικροῦ χρόνου ἀμέλειαν τῷ αἰωνίῳ πυρὶ καταποντιζόμεθα, διὰ δόξαν ματαίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐξεπέσαμεν,
διὰ μικρὰν τρυφὴν τῆς τοῦ παραδείσου τρυφῆς ἐστερήθημεν, διὰ πλοῦτον ἀπολλύμενον τὸν πλοῦτον τῆς βασιλείας ἀπωλέσαμεν!
Ἐν τῷ ματαίῳ αἰῶνι ἡμεῖς ἀπηλαύσαμεν, ἀλλ' ἐν αὐτῷ οἱ μὴ ἀπολαύσαντες εὐφραίνονται.
Νῦν οἱ νηστεύοντες τρυφῶσιν, οἱ ἀγωνισάμενοι εἰς τὸν οὐράνιον νυμφῶνα χορεύουσιν, οἱ σκορπίσαντες τὸν πλοῦτον ἐν ἀγαλλιάσει θερίζουσιν, οἱ κλαύσαντες αἰωνίως ἀγάλλονται, οἱ καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων ἀπέλαβον τὰ οὐράνια·
μόνοι δὲ ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι τῇ κολάσει ἀξίως παρεδόθημεν· καὶ νῦν κράζομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐλεῶν· στενάζομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ σώζων.
Ἵνα οὖν μὴ καὶ ἡμεῖς μετ' ἐκείνων τῶν ἀφρόνων τὰ τοιαῦτα ῥήματα ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι εἴπωμεν, δεῦτε προφθάσωμεν τὸν κλέπτην τῶν ψυχῶν ἡμῶν· δράμωμεν, ἕως καιρὸν ἔχομεν·
στενάξωμεν, μετανοήσωμεν, ἐξυπνισθῶμεν, παρακαλῶ, ἐκ τοῦ ὕπνου τῆς ῥᾳθυμίας ἡμῶν, ἐκ τοῦ βάρους τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ἀμελείας ἡμῶν· ὑψώσωμεν χεῖρας πρὸς τὸν δυνάμενον σῶσαι ἡμᾶς, καὶ εἴπωμεν·
Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα.
Σπεύσωμεν μόνον πρὶν ἢ ἥλιος δύσῃ, πρὶν ἢ θύρα ἀποκλεισθῇ, πρὶν ἢ νὺξ καταλάβῃ.
Ἐπὰν γὰρ ἡ πανήγυρις λυθῇ, οὐδεὶς πραγματεύεται· ἐπὰν τὸ θέατρον λυθῇ, οὐδεὶς στεφανοῦται, οὐδεὶς ἀγωνίζεται.
∆ιὸ δράμωμεν· δρόμου γὰρ χρεία, ἀδελφοὶ, καὶ δρόμου σφοδροῦ, ἵνα φθάσωμεν, ἵνα μὴ καὶ ἡμεῖς κρούσαντες ἀκούσωμεν· Οὐκ οἶδα ὑμᾶς· ὀξυποδήσωμεν, μικρὸν αἰσχυνθῶμεν.
Πόσα τὸν ∆εσπότην ἀτιμάζομεν;
πόσα τὸν εὐεργέτην παροργίζομεν;
Αὐτὸς εὐεργετεῖ, καὶ ἡμεῖς καθ' ἑκάστην ἀγνοοῦμεν· αὐτὸς οἰκτείρει, καὶ ἡμεῖς ἀθετοῦμεν, αὐτὸς τρέφει, σκέπων προνοεῖται, καὶ ἡμεῖς τὰς αὐτοῦ ἐντολὰς καθ' ἑκάστην παραβαίνομεν, καὶ οὐκ αἰσχυνόμεθα.
Αἰσχυνθῶμεν λοιπόν·
ὁ γὰρ καιρὸς ἤγγικε, καὶ ἡ ἡμέρα ἔφθασε, καὶ δεῖ ἡμᾶς λόγον ἀποδοῦναι ὑπὲρ ὅλου τοῦ βίου ἡμῶν.
Παυσώμεθα οὖν λοιπὸν τῆς ἀμέτρου τρυφῆς, καὶ τοῦ αἰσχροῦ γέλωτος, ἵνα μὴ ἐκεῖ κλαύσωμεν πικρῶς· παυσώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς λοιδοροῦντες καὶ μισοῦντες καὶ ἀδικοῦντες·
παυσώμεθα θησαυρίζοντες, σπαταλῶντες καὶ πορνεύοντες· σχολάζωμεν ταῖς εὐχαῖς, ταῖς δεήσεσι, ταῖς ἀναγνώσεσι, ταῖς νηστείαις, ταῖς μετανοίαις· ἐπιδειξώμεθα βίον νέον, ἐξομολογησώμεθα, ἐπιστρέψωμεν· ἐπιστροφῆς γὰρ ὁ καιρός.
Μετανοήσωμεν, δακρύσωμεν, ἐπιδειξώμεθα τῷ Θεῷ μετάνοιαν ἐμμέριμνον, καὶ ἁμαρτίαν μισήσωμεν· πονέσωμεν ὧδε, παρακαλῶ, μικρὸν, ἵνα μὴ κολασθῶμεν ἐκεῖ πολύ· ἀγωνισώμεθα πρὸ καιροῦ, ἀδελφοὶ, ἵνα μὴ βασανισθῶμεν αἰωνίως.
Ὁ χρόνος μικρὸς, ἡ δὲ κρίσις μακρὰ, καὶ τὸ τέλος ἐγγὺς, καὶ ὁ φόβος πολὺς, καὶ ὁ ἐλεῶν οὐδείς.
Ζητήσει γὰρ τὸν καιρὸν, ὃν κακῶς ἐδαπάνησεν ἕκαστος, καὶ οὐ μὴ εὕρῃ.
Οὐαὶ τῷ καταλαλοῦντι, ὅτι ζητήσει σταγόνας ὕδατος φλεγόμενος, καὶ οὐχ εὑρίσκει!
οὐαὶ τῷ ἀπιστοῦντι, ὅτι αἰωνίως κολασθήσεται!
οὐαὶ τῷ ἀμελοῦντι, ὅτι πρὸς αὐστηρὸν κριτὴν πορεύεται!
οὐαὶ τῷ μὴ ἀγωνιζομένῳ, ὅτι ἀποτόμοις ἀγγέλοις παραδίδοται,
Χρυσίον ὁ ἀπολλύων εὑρίσκει ἄλλο·
χρόνον δὲ μετανοίας ἄλλον εὑρεῖν οὐ δύναται.
Μὴ φεισώμεθα, ἀδελφοὶ, τῶν ἑαυτῶν σωμάτων, ἀλλὰ ταῦτα κατατρίψωμεν, ἐπειδὴ Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες, μακάριοι οἱ πενθοῦντες.
Τὸ γὰρ σῶμα πηλός ἐστι· καὶ ἐλεύσεται ὥρα καὶ ἡμέρα φοβερὰ καὶ πονηρὰ καὶ ἀπαραίτητος, καὶ εἰς γῆν ἡ γῆ πορεύσεται, καὶ ἡ κόνις πάλιν κόνις γίνεται.
Νήψωμεν, ἀγαπητοὶ, δυσωπῶ, ὁδοιπορήσωμεν, ἀνανεύσωμεν· ἐλεύσεται γὰρ ἡ ὥρα, καὶ ὄντως ἐλεύσεται, τῆς ἐξόδου ἡμῶν· καὶ μὴ ἑαυτοὺς ἀπατήσωμεν.
Ἔστω, ἀγαπητοὶ, κατατρυφῶμεν, ἔστω καὶ πλουτῶμεν πεντήκοντα ἢ καὶ ἑκατὸν ἔτη· καὶ μετὰ ταῦτα νόσος καὶ γῆρας, καὶ μετὰ ταῦτα τί;
Ἀδυναμία καὶ θάνατος, καὶ ἡ φρικτὴ ὥρα ἐκείνη ἡ προσδοκωμένη καὶ φριττομένη καὶ ἀμελουμένη.
Μέγας φόβος τότε γίνεται, ἀδελφοί· μέγα δὲ ἰδέσθαι ψυχὴν χωριζομένην τοῦ σώματος·
μεγάλη ἀνάγκη τῆς ὥρας ἐκείνης, ὅταν ἡ γλῶσσα καθαρῶς τὸν λόγον εἰπεῖν οὐ δύναται,
ὅταν στρέφωμεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὧδε καὶ ὧδε συνεχῶς, καὶ τοὺς παρεστῶτας ἡμῖν φίλους καὶ ἀδελφοὺς γνωρίζωμεν, καὶ πρὸς αὐτοὺς φθέγξασθαι οὐ δυνώμεθα.
Τῶν θρηνούντων ἡμᾶς ἀκούομεν, καὶ τούτους παραμυθήσασθαι οὐ δυνάμεθα· τὰ τέκνα ὀδυρόμενα καὶ δακρύοντα βλέπομεν καὶ τὸν πόνον αὐτῶν ἔχοντες πορευόμεθα.
Καὶ τί λέγω τέκνα;
Ἐν γὰρ τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ οὐκ ἔστι μεριμνῆσαι τέκνων, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδὲ ἄλλη φροντὶς συνέχει ἡμᾶς, εἰ μὴ τῶν ἡμετέρων παραπτωμάτων ἔννοια, καὶ τὸ πῶς ἀπαντήσωμεν τῷ κριτῇ, καὶ ποίαν ἀπόφασιν λάβωμεν, καὶ ποῖος ἄρα τόπος δέξεται ἡμᾶς.
Εἶτα ὡς ταῦτα ἐνθυμούμεθα, ἐξαίφνης ἐφίστανται ἡμῖν ἄγγελοι ἀπότομοι.
Τότε ἡμεῖς τούτους θεωροῦντες, ἐὰν ἀνευτρέπιστοι εὑρεθῶμεν, πῶς μέλλομεν ταράττεσθαι,
καὶ τῆς κλίνης φεύγειν δοκιμάζοντες μὲν, μὴ δυνάμενοι δὲ, προσέχοντες πρὸς αὐτοὺς ἐλεεινοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ στυγνῷ τῷ προσώπῳ παρακαλοῦντες, δυσωποῦντες, ἱκετεύοντες καὶ λέγοντες·
Ἐλεήσατέ με, ἄγγελοι καὶ φοβεροὶ παραστάται τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, καὶ μή με ἄκαρπον καὶ ἀκάθαρτον πρὸς τὸν Κριτὴν ἀπενέγκητε· μή με ἁμαρτωλὸν τοῦ σώματος χωρίσητε· μὴ, δέομαι, παρακαλῶ, παρακλήθητε, δυσωπήθητε, καὶ ἐάσατέ με ὀλίγον χρόνον μετανοῆσαι, στενάξαι, πενθῆσαι, ἐλεημοσύνας ποιῆσαι, ἐπειδὴ κακῶς τὸν ἐμαυτοῦ βίον ἐδαπάνησα καὶ ἀνήλωσα.
Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ ἄγγελοι, λέγουσι πρὸς ἡμᾶς·
Ὦ ψυχὴ ταλαίπωρε, πάσας τὰς ἡμέρας σου ἐν ἀμελείᾳ ἔζησας, καὶ ἄρτι μετανοῆσαι θέλεις;
ὦ ἀθλία ψυχὴ, ὁ ἥλιός σου ἔδυνεν, ὁ χρόνος σου τετέλεσται· ὁ Θεὸς ἐκέλευσεν ἐκ τοῦ σώματός σου χωρίσαι σε.
∆εῦρο καὶ καταδικάζου ἐν πυρὶ αἰωνίῳ κατὰ τὰς πράξεις σου· οὐ γὰρ ἔστι σοι λοιπὸν ἐλπὶς σωτηρίας, ἀλλὰ αἰώνιος τιμωρία.
Ταῦτα ἀκούσαντες, ἀγαπητοὶ, καὶ πιστεύσαντες, ὅτι ἀληθῆ εἰσι καὶ οὐ μῦθοι, ἀγωνισώμεθα πρὸ τῆς ὥρας ἐκείνης· κἂν ἐσυνηθήσαμεν ἁμαρτάνειν, ἀλλ' ἐκκόψωμεν ταύτας διὰ τῆς μετανοίας.
Μὴ πλανηθῶμεν, ἀδελφοὶ, κρίσις ἐστὶ καὶ κόλασις αἰώνιος, πῦρ ἄσβεστον καὶ σκώληξ ἀτελεύτητος, σκότος ἐξώτερον καὶ τάρταρος, βρυγμὸς ὀδόντων καὶ κλαυθμὸς μέγας, ὡς ὁ Κύριος ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις ἐμνημόνευσεν· ἀψευδὴς γάρ ἐστιν ὁ εἰπὼν, Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.
∆ιὸ φοβηθῶμεν καὶ φρίξωμεν, πάντες οἱ ἐν ἁμαρτίαις ζήσαντες, καὶ σπουδάσωμεν μετὰ τῶν ἁγίων εὐρηθῆναι διὰ τῆς μετανοίας.
Μὴ εἴπῃς, Ἔκλεψα, ἐφόνευσα, ἐπόρνευσα, καὶ οὐ δέχεταί με ὁ Θεός· μηδὲν τούτων εἴπῃς· δέχεται γὰρ πάντας, ὡς τὸν λῃστὴν, ὡς τὸν τελώνην καὶ ὡς τὴν πόρνην· μόνον μὴ ἀπογνῶμεν, παρακαλῶ, μὴ ῥᾳθυμήσωμεν. Κρούσωμεν διὰ μετανοίας καὶ εἴπωμεν·
Ἄνοιξον ἡμῖν, Κύριε, τοῖς ἀναξίοις καὶ ἁμαρτωλοῖς· διὰ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀποστραφῇς ἡμᾶς, ἀλλὰ δυσωπήθητι, καὶ μὴ στερήσῃς ἡμᾶς τῆς βασιλείας σου.
Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς τῶν ἀπηλπισμένων, καὶ σωτηρία πάντων τῶν καταφευγόντων εἰς σέ· καὶ σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

Ο σκοπός της ζωής μας και οι προϋποθέσεις για την επίτευξή του


Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦμεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.

Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι

Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πάτερες ὅτι μέσα στὴνἘκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν θέωση.Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση.

Διακρίνουμε δὲ ὁρισμένες ἀπαραίτητες προϋποθέσεις στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση.

α) Ἡ ταπείνωσις

Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις. Χωρὶς τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὴν τροχιὰ τῆς θεώσεως, νὰ δεχθεῖ τὴν θεία Χάρι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατὶ πῶς χωρὶς ταπείνωση θὰ ἀναγνωρίσεις ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς σου εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, εἶναι στὸ Θεό;
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά,ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς κέντρο καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ αὐτοτελειωθῆ, νὰ αὐτοορισθῆ, νὰ αὐτοθεωθῆ. Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, τῆς σύγχρονης πολιτικῆς. Νὰ κάνουμε ἕνα κόσμο ἔστω καλύτερο, δικαιότερο, ἀλλὰ αὐτόνομα. Ἕνα κόσμο ποὺ θὰ ἔχει κέντρο τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε καλοῦ. Αὐτὸ τὸ λάθος ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ, ποὺ πίστεψε πὼς μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις μποροῦσε νὰ γίνει Θεός, νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Τὸ λάθος τοῦ Ἀδὰμ κάνουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά, ἔχουν κέντρο τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὅλα τὰ μὴ ὀρθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, ἀθεϊσμός, ὅ,τι ἄλλο ἐκτὸςὈρθοδοξίας, αὐτὸν τὸν κοινὸ παρονομαστῆ ἔχουν: Κέντρο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Σὲ μᾶς κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ γίνει κανεὶς αἱρετικός, χιλιαστής, μασόνος, ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ γίνει ΧριστιανὸςὈρθόδοξος. Γιὰ νὰ γίνεις Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, πρέπει νὰ δεχθεῖς ὅτι κέντρο τοῦ κόσμου δὲν εἶσαι ἐσὺ ἀλλὰ ὁ Χριστός.
Ἄρα ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις, νὰ ἀναγνωρίσουμε δηλαδὴ ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, εἶναι στὸν Πατέρα μας, τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας.
Χρειάζεται ἀκόμη ταπείνωσις, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ὅτι εἴμαστε ἐμπαθεῖς, γεμάτοι ἀδυναμίες καὶ πάθη.
Κι αὐτὸς πάλι ποὺ ἀρχίζει τὴν πορεία τῆς θεώσεως, πρέπει νὰ ἔχη διαρκῆ τὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ διατηρεῖται συνεχῶς στὴν πορεία αὐτή. Διότι ἂν δεχθεῖ τὸν λογισμὸ ὅτι μὲ τὶς δικές του δυνάμεις τὰ καταφέρνει καλὰ καὶ προχωρεῖ, τότε εἰσέρχεται μέσα του ἡ ὑπερηφάνεια. Χάνει ὅ,τι κέρδισε καὶ χρειάζεται νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ δεῖ τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά του καὶ νὰ μὴ βασίζεται στὸν ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ βασίζεται στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βρίσκεται συνεχῶς στὴν πορεία τῆς θεώσεως.
Γι᾿ αὐτὸ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ μεγάλη ταπείνωσή τους. Ἐνῶ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό, ἔλαμπαν μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ἦταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅτι ἦταν πολὺ χαμηλά, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅτι ἦταν οἱ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή τους ἦταν ποὺ τοὺς ἔκανε θεοὺς κατὰ Χάριν.

β) Ἡ ἄσκησις

Μᾶς λέγουν ἐπίσης οἱ Πατέρες ὅτι ἡ θέωσις ἔχει στάδια. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χαμηλότερα καὶ προχωρεῖ πρὸς τὰ ὑψηλότερα. Ἔχοντας τὴν ταπείνωση, ἀρχίζουμε μὲ μετάνοια καὶ πολλὴ ὑπομονὴ τὸν καθημερινό μας ἐν Χριστῷ ἀγώνα, τὴν ἄσκηση τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Λέγουν δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὶς ἐντολές Του κρύβεται ὁ ἴδιοςὁ Θεός, κι ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ πίστη στὸν Χριστὸ τὶς τηρεῖ, τότε ἑνώνεται μαζί Του.
Αὐτὸ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ"πράξις". Εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀγωγή, ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου πρὸς τὴν θέωση.
Φυσικὰ αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, διότι ὁ ἀγώνας γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν τὰ πάθη ἀπὸ μέσα μας εἶναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ὥστε σιγὰ-σιγὰ ὁ χέρσος ἐσωτερικός μας ἀγρὸς νὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὶς πέτρες τῶν παθῶν καὶ νὰ καλλιεργεῖται πνευματικά, ὥστε νὰμπορεῖ νὰ πέφτει ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρποφορεῖ. Ἀπαιτεῖται μεγάλη καὶ συνεχὴς βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ ὅλα αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». (Ματθ. ια´ 12). Καὶ πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν: «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε Πνεῦμα», δηλαδὴ δὲν μπορεῖς νὰ λάβεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἂν δὲν δώσεις τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου στὸν ἀγώνα γιὰ νὰ καθαριστεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ μετανοήσεις πραγματικὰ καὶ σὲ βάθος, καὶ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές.
Ὅλες δὲ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὄψεις τῆς μίας καὶ μεγάλης ἀρετῆς, τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη, ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐκδιώκει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακιῶν καὶ ὅλων τῶν παθῶν, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὅλα τὰ κακὰ μέσα μας πηγάζουν ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ ἀρρωστημένη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὴν ἄσκηση. Χωρὶς ἄσκηση δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή, οὔτε ἀγώνας, οὔτε προκοπή. Ὑπακοῦμε, νηστεύουμε, ἀγρυπνοῦμε, κοπιάζουμε μὲ μετάνοιες, ὀρθοστασίες, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη μας. Ἂν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παύση νὰ εἶναι ἀσκητική, παύει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος. Παύει νὰ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ γίνεται θεὸς κατὰ Χάριν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύσσουν μεγάλη καὶ βαθειὰ ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Κατ᾿ αὐτοὺς ἡ ψυχὴ διακρίνεται στὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος. Τὸ παθητικὸ πάλι περιέχει τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Στὸ λογιστικὸ περιέχονται οἱ λογικὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις. Τὸ θυμοειδὲς εἶναι τὰ θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ συναισθήματα, ἡ ἀγάπη, τὸ μίσος. Τὸ ἐπιθυμητικὸ εἶναι οἱ καλὲς ἐπιθυμίες τῶν ἀρετῶν καὶ οἱ κακὲς ἐπιθυμίες τῶν ἡδονῶν, τῶν ἀπολαύσεων, ἡ φιλοχρηματία, ἡ κοιλιοδουλία, ἡ σαρκολατρεία, τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἂν αὐτὰ τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς, τὸ λογιστικό, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, δὲν καθαρισθοῦν, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ μέσα του τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωθεῖ. Τὸ λογιστικὸ καθαρίζεται μὲ τὴν νήψι, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς τήρησις τοῦ νοὸς ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ τὸ νὰ κρατεῖ δηλαδὴ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀποδιώχνη τοὺς κακούς. Τὸ θυμοειδὲς πάλι καθαρίζεται μὲ τὴν ἀγάπη. Καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, τέλος, καθαρίζεται μὲ τὴν ἐγκράτεια. Ὅλα αὐτὰ πάντως ἀπὸ κοινοῦ καθαρίζονται καὶ ἁγιάζονται μὲτὴν προσευχή.

γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ προσευχὴ

Ὁ Χριστὸς ἐγκαθίσταται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Στοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι ἐν κοινωνίᾳ Χριστοῦ, ὁ Θεός, ἡ Χάρις Του, εἶναι μέσα τους, στὴν καρδιά τους, διότι εἶναι βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογημένοι, κοινωνημένοι.
Τὰ πάθη ὅμως καλύπτουν τὴν θεία Χάρι, ὅπως ἡ στάχτη τὴν σπίθα. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ ἡ καρδιὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ σπίθα τῆς θείας Χάριτος ἀναζωπυροῦται καὶ ὁ πιστὸς αἰσθάνεται τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά του, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του.
Κάθε προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας βοηθεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἰδιαιτέρως ὅμως βοηθεῖ ἡ λεγόμενη μονολόγιστος εὐχὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ ἢ καρδιακὴ προσευχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Αὐτὴ ἡ προσευχή, ποὺ ἀνέκαθεν παραδίδεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔχει τὸ ἑξῆς πλεονέκτημα: ἐπειδὴ εἶναι μονολόγιστος, δηλαδὴ μόνο μία πρότασις, μᾶς βοηθεῖ νὰ συγκεντρώνουμε εὔκολα τὸν νοῦ μας. Συγκεντρώνοντας τὸν νοῦ μας τὸν βυθίζουμε στὴν καρδιὰ καὶ προσέχουμε ἐκεῖ νὰ μὴ ἀπασχολεῖται μὲ ἄλλα πράγματα καὶ νοήματα, οὔτε καλά, οὔτε κακά, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ἄσκησις στὴν καρδιακὴ αὐτὴ προσευχή, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ σὺν τῷ χρόνῳ συνεχής, εἶναι ὁλόκληρη ἐπιστήμη, τέχνη ἱερά, ποὺ Ἅγιοι τῆς Πίστεώς μας λεπτομερῶς περιγράφουν στὰ ἱερά τους συγγράμματα, ὅπως καὶ σὲ μία μεγάλη συλλογὴ πατερικῶν κειμένων, τὴν "Φιλοκαλία".
Βοηθεῖ καὶ χαροποιεῖ λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ἡ προσευχὴ αὐτή. Κι ὅταν προχωρήσει ὁ Χριστιανὸς στὴν προσευχὴ αὐτή, καὶ ταυτοχρόνως ἡ ζωή του εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶτῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀξιώνεται νὰ λάβει ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος. Ἀρχίζει νὰ γεύεται τὴν γλυκύτητα τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, νὰ γνωρίζει ἐκ πείρας τὸ «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι Χρηστὸς ὁΚύριος» (Ψαλμ. λγ´ 9). Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἰδέα, κάτι ποὺ τὸ σκεπτόμαστε μόνο ἢγιὰ τὸ ὁποῖο συζητοῦμε ἢ διαβάζουμε, ἀλλὰ εἶναι Πρόσωπο, μὲ τὸ Ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ ζωντανὴ καὶ προσωπικὴ κοινωνία, κάτι ποὺ τὸ ζοῦμε, τοῦ Ὁποίου λαμβάνουμε ἐμπειρία.
Τότε βλέπουμε τί μεγάλη καὶ ἄρρητη καὶ ἀνέκφραστη εὐτυχία εἶναι νὰ ἔχουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ νὰ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Πολὺ βοηθεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο, μέσα στὶς διάφορες μέριμνες καὶ ἀπασχολήσεις τῆς κάθε ἡμέρας, νὰ βρίσκουν τουλάχιστον λίγα λεπτὰ ἡσυχίας γιὰ νὰ ἀσκοῦνται σ᾿ αὐτὴν τὴν προσευχή.
Τοὺς ἁγιάζουν βέβαια κι ὅλες οἱ κατὰ Θεὸν ἐργασίες καὶ καθήκοντα, ὅταν γίνονται ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Ὅμως χρειάζεται καὶ ἡ προσευχή. Σ᾿ ἕνα ἥσυχο δωμάτιο (εἶναι καλὸ ἴσως μετὰ ἀπὸ κάποια μελέτη πνευματικὴ ἢ ἀφοῦ ἀνάψουν τὸ καντήλι ἐμπρὸς στὶς εἰκόνες καὶ θυμιάσουν), ὅσο γίνεται μακρυὰ ἀπὸ θορύβους καὶ ἀπασχολήσεις, καὶ ἀφοῦ ἡσυχάσουν ἀπὸ ἄλλες σκέψεις καὶ λογισμούς, νὰ βυθίζουν τὸν νοῦ τους στὴν καρδιὰ λέγοντας τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸνἁμαρτωλὸν (ἢ τὴν ἁμαρτωλήν)». Πόση εἰρήνη καὶ δύναμη ἀντλοῦν οἱ ψυχὲς μ᾿ αὐτὴν τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχία! Πόσο τὶς ἐνισχύει καὶ στὶς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς ἡμέρας νὰ διατηροῦνται εἰρηνικές, χωρὶς νεῦρα καὶ ἔνταση καὶ ἄγχος, ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους σὲ ἁρμονία καὶ ἑνότητα!
Μερικοὶ ἀναζητοῦν λίγη ψυχικὴ ἡσυχία μὲ τεχνητὰ μέσα σὲ ἄλλους χώρους, πλανεμένους καὶ δαιμονικούς, ὅπως στὶς ἀνατολικὲς λεγόμενες θρησκεῖες. Προσπαθοῦν νὰ εὕρουν κάποια ἡσυχία μὲ ἐξωτερικὲς ἀσκήσεις, διαλογισμό, κ.λπ., γιὰ νὰ ἐπιτύχουν κάποια ἰσορροπία ψυχῆς καὶ σώματος. Τὸ λάθος εἶναι ὅτι σ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ λησμονήσει τὶς διάφορες σκέψεις καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο, οὔτε οὐσιαστικὰ δὲν κάνει διάλογο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ μονόλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. Καταλήγει δηλαδὴ πάλι στὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ ἀποτυγχάνει.

Γέροντας Γεώργιος Καψάνης

"Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου"
τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου,
Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου ΓρηγορίουἉγίου Ὄρους
ΜΕ ΠΑΡΡΗΣΙΑ…

Ιωνάς και Νινευίτες

Πρόλογος

ΓΝΩΣΤΗ στους περισσότερους είναι η ιστορία τού προφήτη Ιωνά΄ γνωστή και χαριτωμένη και διδακτική. Για τον προφήτη, εκτός από το επεισόδιο που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι ήταν γιός τού Αμαθεί, από τη φυλή Ζαβουλών, και έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Ιωνάς παίρνει από το Θεό εντολή να πάει στη Νινευή, τη μεγάλη πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και να κηρύξει μετάνοια στους κατοίκους της. Αυτός όμως δεν υπακούει, αλλά φεύγει με πλοίο για την ισπανική πόλη Θαρσίς (την Ταρτησσό των Ελλήνων). Στη διάρκεια του ταξιδιού σηκώνεται με θεία βουλή φοβερή τρικυμία. Οι ναυτικοί, μετά από κλήρωση, ρίχνουν σαν ένοχο στη θάλασσα τον Ιωνά, που τον καταπίνει ένα τεράστιο ψάρι. Μέσα στην κοιλιά του ο προφήτης προσεύχεται τρία μερόνυχτα στο Θεό, ο οποίος προστάζει το κήτος να τον ξεράσει στη στεριά. Μετά απ’ αυτό ο προφήτης υπακούει στη θεϊκή εντολή, πηγαίνει στη Νινευή και αναγγέλλει την καταστροφή της, που αποτρέπεται όμως με τη βαθειά μετάνοια των κατοίκων της. Ο προφήτης λυπάται για τη σωτηρία της, αλλά παίρνει το κατάλληλο δίδαγμα από τον Κύριο.
Στο περιστατικό αυτό είναι αφιερωμένος ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του.

Αλλά ο καρπός τής ανταρσίας και της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Στο θάνατο οδηγούσε τότε τον Ιωνά η παρακοή του. Στο θάνατο οδηγούσε επίσης την κοσμοκράτειρα Νινευή το πλήθος των αμαρτιών της. Στο θάνατο όμως, με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά βεβαιότητα, οδηγούμαστε κι εμείς σήμερα. Η γη μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές ποικίλων καθολικών καταστροφών, όπως είναι, ενδεικτικά, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και η οικολογική φθορά καταστροφών, που έχουν ως κύρια αιτία τη γενική αποστασία μας από το Θεό.
Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ. 12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ιωνάς και Νινευίτες

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!

Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.

Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια.

Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.

Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.

Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.

Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.

Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.

Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.

Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.

Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.

Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει.

Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.

Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.

Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.

Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!

Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά.

Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.

Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την από­φασή Του.

Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;

Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές τών γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες.

Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ' τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.

Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο.

Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά... Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή!

Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: "Πέστε μας, ποιά είν' η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα τής καταστροφής μας;”. Κι οι πατεράδες, με κόπο συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: “Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια... Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας...”.

Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχέςπερνούσαν τις λίγες μέρες τής προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.

Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.

Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη τού θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάν­θρωπο Θεό;

Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη!

Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει:

“Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον τών εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μάς προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος!

"Η Νινευή, η μάνα τών γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της!

"Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα.

"Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία τού Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία τού Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας.

"Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει.

Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του.

”Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.

"Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν' εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς.

"Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν' ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ' αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον τού διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολε­μάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς;

"Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!...

”Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος”.

Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι.

Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας: “Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας”.

Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά.

Έτσι ο γιός τού γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά τής αμαρτίας.

Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τουςΝινευΐτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους τής Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους τού Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές τής Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες τού Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νι­νευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία τού Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.

Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευΐτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευΐτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα τού θανά­του και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες τού άδη, περιμένοντας τη δίκαιη οργή τού Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ' όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.

Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.

Όταν η χάρη τού Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευΐτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά τής ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.

Έφτασε όμως και η μέρα τής γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα τής γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα.

Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: “Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;...”.

Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευΐτες στη θέση τού θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους.

Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή τού εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!...

Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.

Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί.

Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.

Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευΐτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: “Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας από τους θησαυρούς τής ευσπλαχνίας τού Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κόπιασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας...”.
_________________________

Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς τής μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον όποιο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Πηγή: «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (14): Ιωνάς και Νινευίτες», 
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής


http://www.alopsis.gr