.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δέν ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ γρήγορη μετάβαση ἀπό τήν κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ πολέμου στήν κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας


Λέει ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐγκαταλειφθεῖ καί δέν νικηθεῖ καί δέν ὑποδουλωθεῖ καί δέν κυριευθεῖ νικημένος ἀπὸ κάθε πάθος καί λογισμό καί πνεῦμα, χωρίς νά βρίσκει βοήθεια μήτε ἀπό ἔργα μήτε ἀπὸ τὸν Θεό μήτε ἀπ᾿ ὁτιδήποτε, γενικά, ἔτσι πού νά φτάσει πιά στήν ἀπελπισία καί νά ταπεινωθεῖ σέ ὅλα, δέν μπορεῖ νά συντριβεῖ καί νά ἔχει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπ’ ὅλους καί τελευταῖο καί δοῦλο ὅλων καί χειρότερο ἀκόμα κι ἀπὸ τούς δαίμονες, ἀφοῦ νικιέται καί ἐξουσιάζεται ἀπ᾽ αὐτούς. Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ οἰκονομική ταπείνωση πού παραχωρεῖ ἡ θεία πρόνοια, καί μέσω αὐτῆς δίνεται ἀπό τόν Θεό ἡ δεύτερη, ἡ ὑψηλή ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι Θεία δύναμη πού ἐνεργεῖ καί κάνει τά πάντα. Αὐτή κάνει τὸν ἄνθρωπο νά βλέπει τὸν ἑαυτό του πάντοτε ὄργανο τῆς θείας δυνάμεως καί νά ἐργάζεται μ᾽ αὐτήν τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ»[1]. 

Ἔτσι ἐξηγεῖται τό θαυμαστὸ φαινόμενο πού παρατηρεῖται στούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ: Ἐνῶ εἶναι σκεύη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συγχρόνως ἀναγνωρίζουν καί ὁμολογοῦν πῶς εἶναι οἱ πιό μεγάλοι ἁμαρτωλοί, ἄξιοι πρόσκαιρων καί αἰώνιων τιμωριῶν. Κι αὐτό, γιατί οἱ ἅγιοι οὐσιαστικά γνώρισαν καί κατανόησαν τήν πτώση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, γνώρισαν καί κατανόησαν ὅτι στήν πεσμένη φύση τους δὲν ὑπάρχει τίποτε τό ἀμόλυντο, καί γι᾿ αὐτό ὅ,τι καλό κάνουν, ὀφείλεται στή θεία χάρη πού κατοικεῖ στήν ψυχή τους. Μέ ἀκράδαντη πεποίθηση ἀποδίδουν τά πάντα σ᾽ αὐτήν, τρέμοντας διαρκῶς μήν τυχόν ἐμφανιστεῖ μέσα τους, ἀπό τήν πεσμένη φύση, κάποιος λογισμός ἤ κάποιο αἴσθημα πού θά προσβάλει τό Ἅγιο Πνεῦμα.[2]

Δέν ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ γρήγορη μετάβαση ἀπό τήν κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ πολέμου στήν κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. 

Ὁ ὅσιος Μακάριος παρατηρεῖ σχετικά: 

«Ὑπάρχουν πολλές ψυχές, οἱ ὁποῖες, μολονότι γιά τή νηπιότητα τους ἀπέκτησαν μέ τή χρηστότητα τοῦ Κυρίου τή θεία χάρη -καί μάλιστα μέ σχετική ἐσωτερική πληροφορία ἀπό τή γλυκύτητα καί τήν ἀνάπαυση πού τούς χάριζε τό Πνεῦμα-, παραμένουν ἀκόμα στή νηπιακή κατάσταση. Αὐτές οἱ ψυχές δέν εἶναι ἕτοιμες -ἄς τό πῶ ἔτσι νά μποῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή δέν δοκιμάστηκαν, δέν πειράστηκαν μέ θλίψεις ἀπό τά πονηρά πνεύματα. “Ἄν δέν πήρατε τή διαπαιδαγώγηση πού ἔχουν πάρει ὅλοι, τότε εἶστε νόθα παιδιά καί ὄχι γνήσια”[3], λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος. Ὥστε καί οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις στέλνονται στόν ἄνθρωπο γιά τήν ὠφέλεια του, γιά νά κατεργαστοῦν τήν ψυχή του κι ἔτσι νά τήν κάνουν πιό δυνατή καί πιό ἄξια. Κι ἂν ἡ ψυχή ὑπομένει ὥς τό τέλος (τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις) μέ ἐλπίδα πρός τόν Κύριο, εἶναι ἀδύνατο νά μή λάβει τά ἀγαθά πού ἔχει ὑποσχεθεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τή λύτρωση ἀπό τά πάθη τῆς κακία »[4]. 


1. Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ὠφέλιμα ΡΛΖ΄, ριζ΄.

2. Πρβλ. Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ΚΖ', 4, 5, 18. 

3. Ἑβρ. 12:8. 

4. Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Περὶ ἐλευθερίας νοὸς λόγος, 14.

~ Από τα Έργα Αγίου Ιγνάτιου Μριαντσιανίνωφ, ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ


http://hristospanagia3.blogspot.com

Έπεσες; - Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Έπεσες;

Δεν είναι φοβερό ο παλαιστής να πέσει.

Φοβερό είναι να μείνει στην πτώση του.

Ούτε είναι δύσκολο ο πολεμιστής να τραυματισθεί.

Το κακό είναι μετά τον τραυματισμό να απογοητευθεί και να παραμελήσει το τραύμα…

Πόσοι αθλητές ύστερα από πολλές αποτυχίες αναδείχθηκαν νικητές!

Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.

Όσοι όμως με καρδιά ρίχνονται στη φωτιά της μάχης είναι φυσικό και να χτυπηθούν και να πέσουν.

Αυτό ακριβώς που έγινε τώρα και με σένα.

Επιχείρησες να εξοντώσεις το φίδι της αμαρτίας και στην προσπάθειά σου αυτή δέχθηκες το δάγκωμα του.

Έχε όμως θάρρος.

Εκείνο που σου χρειάζεται τώρα είναι να επαγρυπνείς και θα δεις ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε ίχνος από το τραύμα σου.

Και όχι μόνον αυτό, αλλά με τη χάρη του Θεού θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του πονηρού…

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Θεοφάνης Κεδράς-Νιάρος

Το τέλος της αμαρτίας

Ὦ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς δείξω τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας; Ποῖον εἶνε τὸ τέλος; Γλέντα, ἄνθρωπε, διασκέδαζε, πιὲς ἀπ᾿ ὅλα τὰ ποτήρια τῆς ἁμαρτίας. Τὸ τέλος εἶνε -ὦ Θεέ μου, ἂς μὴ φθάσῃ κανείς μας στὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας, διότι ἡ ἁμαρτία δὲν εἶνε παιχνίδι-, τὸ τέλος εἶνε καταστροφή. Ἐπάνω σ᾿ ἕνα βράχο εἶνε στημένη μιὰ ἀγχόνη, μιὰ κρεμάλα. 
Τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας εἶνε τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰούδας, κατρακυλώντας κατρακυλώντας ἔφθασε στὸ τέλος.
Ἐξαπατᾶ ὁ σατανᾶς τὸν ἄνθρωπο λέγοντας· Δὲν εἶνε τίποτα ἡ ἁμαρτία, προχώρα, προχώρα καὶ μὴ φοβᾶσαι… Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνῃ τὴν ἁμαρτία καὶ ὁ σατανᾶς τὸν ὁδηγήσῃ στὴν ἄβυσσο, τότε τοῦ λέγει· Τί ἔκανες! τώρα γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει σωτηρία, δὲν ὑπάρχει ἔλεος… Αὐτὸ εἶπε καὶ στὸν Ἰούδα, καὶ «μεταμεληθεὶς …ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,3-5).
Αὐτὸ εἶνε τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ καταστροφή.

ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΘΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

Ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τ’ ἁμαρτήματά μας. Ἂν κανένα κορίτσι ἢ κανένας ἄνδρας ἢ καμμιὰ γυναίκα στὸν μάταιο καὶ ἀπατηλὸ καὶ ἀπατεῶνα αὐτὸ κόσμο γλυστρήσῃ καὶ πέσῃ, ὄχι, νὰ μὴ ἀπελπισθῇ.
Τί νὰ κάνῃ; Νὰ τρέξῃ στὸ Χριστό.
Τί νὰ κάνωμε; Σὰν τὸν ἄσωτο, σὰν τὴν πόρνη, σὰν τὸ λῃστή, νὰ πέσωμε στὰ ματωμένα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ τοῦ ποῦμε· Χριστέ, συχώρεσέ μας. 
Καὶ ἂν τὸ ποῦμε ὄχι μὲ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ἅμα κλαύσωμε καὶ πονέσωμε, ὅπως ἡ πόρνη, τότε ἀπὸ τὰ οὐράνια θ᾿ ἀκουστῇ μιὰ φωνή, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). 
Παιδί μου, παίρνω σφουγγάρι καὶ σβήνω τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Ἀλλὰ πρόσεχε ἀπὸ ἐδῶ κ᾿ ἐμπρός, νὰ μὴν πέσῃς στὴν ἁμαρτία. 
Νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ αὐτὴν ὅπως φυλάγεσαι ἀπὸ τὸ φίδι. 
Ὅπως φεύγεις ἀπὸ τὸ φίδι, ὅπως φεύγεις τὸ ἀστροπελέκι, ὅπως φεύγεις τὴ φωτιά, ὅπως φεύγεις τὴν ἀρρώστια, φεῦγε τὴν ἁμαρτία καὶ σῴζου.
Ναί, ἀδελφοί μου! Μὴν ἀπελπίζεστε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἅγια χείλη τοῦ Χριστοῦ εἶπαν τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ ἄνοιξε τὰ χέρια του ὁ Χριστὸς καὶ ἔχυσε τὸ τίμιόν του αἷμα, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη χιλιάδες ἁμαρτωλοὶ ἐλούσθησαν καὶ λούζονται μέσα στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ σῴζονται.
Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπάρχει πλέον ἁμαρτία καὶ ἔγκλημα ποὺ νὰ μὴ τὴ νικᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐλπίδα καὶ παρηγοριὰ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο.




Κάθε λάθος δεν είναι αμαρτία…

Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να έζησε σε αυτή την γη και να μην έκανε λάθη; Που να μην έχει πέσει σε αμαρτίες; Σαφέστατα και όχι. Κι αυτό οφείλεται στο ότι είμαστε κτιστοί, φθαρτοί και τρεπτοί. 

Μονάχα ο Θεός είναι έξω από την αμαρτία, είναι Άγιος και αμετάβλητος. 
Εμείς οι άνθρωποι μεταβαλλόμαστε, κινούμαστε μεταξύ του καλού και του κακού, του αγαθού και πονηρού, έχουμε αρετές και πάθη, χαρίσματα και αδυναμίες. Αυτή είναι η πραγματικότητα μας, γι’ αυτό και το απροϋπόθετο της Θείας ενανθρωπίσεως, κατά τον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή. 

Διότι από μόνος του ο άνθρωπος ......δεν μπορούσε να οδηγήσει τον ίδιο του τον εαυτό και την κτίση στην ένωση με τον Θεό. Αυτό δηλαδή που έκανε ο Χριστός. 'Ενωσε το άκτιστο(Θεό) με το κτιστό(άνθρωπο κ' κτίση).

Όλοι λοιπόν στην ζωή μας, κάναμε και κάνουμε λανθασμένες κινήσεις. Εδώ όμως πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό. Δεν είναι όλα τα λάθη αμαρτίες. Το λάθος μέσα στην ζωή μας έχει μια εξελικτική αξία. Δηλαδή μέσα από τα λάθη μαθαίνουμε. 
Είναι η μουσούδα της ύπαρξης. Μυρίζουμε την ζωή, την ιχνηλατούμε, μαθαίνουμε μέσα από τα λάθη και τις αστοχίες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε λάθος δεν είναι απαραίτητα και αμαρτία. 
Η αμαρτία δεν είναι ηθικό μέγεθος αλλά υπαρξιακό και οντολογικό. Τι σημαίνει αυτό; 
Ότι όταν αμαρτάνω δεν κάνω απλά μια λάθος επιλογή, που ίσως να κοστίσει, αλλά αυτοκαταστρέφομαι και αυτοακυρώνομαι ως ον, ως ύπαρξη. 

Όταν αμαρτάνω:
1. Δεν ζω συμφωνά με τις οντολογικές μου προδιαγραφές. Σύμφωνα με τον τρόπο που ο Θεός με έχει δημιουργήσει, ώστε να έχω χαρά και πληρότητα ζωής. Οι εντολές του Θεού, π.χ αγάπη, συγχώρεση, πίστη κ.ά. δεν είναι διαταγές ενός εξουσιομανούς, αλλά προτάσεις ζωής. 
Οι εντολές του Θεού είναι ένα υπαρξιακό manual, το οποίο περιγράφει τον τρόπο ζωής που οδηγεί στην χαρά και την πληρότητα. 

2. Όταν αμαρτάνω πληγώνω μια σχέση. Την σχέση μου με τον Θεό, τον άλλο και την κτίση. 

3. Η αμαρτία έχει μέσα απόφαση, ελεύθερη επιλογή, πράξη και κίνηση. Δεν είναι όλα τα λάθη με πρόφαση και στόχο να βλάψουμε και να κάνουμε κακό. 
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε λάθος δεν είναι αμαρτία, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λάθη που είναι και αμαρτίες. 
Το λέω αυτό διότι πολλοί άνθρωποι ταυτίζουν ενοχικά το ανθρώπινο λάθος, που είναι συστατικό της παρούσας φάσης ζωής, με την αμαρτία ενοχοποιώντας τα πάντα στην ζωή τους. 

Ας είμαστε πνευματικά και θεολογικά ρεαλιστές. Η Αγία Γραφή αναφέρει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος θα ζήσει σε αυτόν το κόσμο, στην παρούσα φάση ζωής, και δεν θα αμαρτήσει. Ακόμη και οι άγιοι έκαναν αμαρτίες. Όμως αυτό δεν μας απελπίζει, διότι ως χριστιανοί δεν πιστεύουμε στις αρετές ή την ηθική μας, αλλά το μέγα έλεος του Θεού. Διότι οι αμαρτίες, μας βυθίζουν στην κόλαση αλλά η αγάπη του Θεού μπορεί μέσα από την μετάνοια να μας βάλει στον παράδεισο.

plibyos.blogspot.com

Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας, έμεινε ανεξίτηλη στήν μνήμη μου...

Το γεγονός το αφηγήθηκε μία εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα και συνέβη στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών, στον “Άγιο Ανδρέα”. 

Είπε:

«Περί το 1968-69 έκανα την πρακτική μου εξάσκηση στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών που βρισκόταν κοντά στο κάστρο. Η κατάσταση βέβαια ήταν θλιβερή από κτιριακής πλευράς , παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών. 

Εμείς οι εθελόντριες βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τις μόνιμες αδελφές και συγχρόνως εξασκούμεθα.

Ένα απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου , καθώς μπήκα στον θάλαμο των γυναικών (με 25-30 κρεβάτια!), είδα μία μεσόκοπη γυναίκα να πηγαίνει παραπατώντας προς το κρεβάτι της και ίσα που πρόλαβε να πέσει επάνω του ημιλιπόθυμη και κατάχλωμη.

Την πλησίασα, την σκέπασα και στεκόμουν από πάνω της κοιτώντας το χλωμό πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο. Την είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας! 

Φαινόταν αρχοντική και όμορφη γυναίκα. Πλησίασα στο αυτί της και την ρώτησα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι. Αντί για απάντηση, άπλωσε το χέρι της και μου έβαλε με κόπο μέσα στη φούχτα μου ένα τσαλακωμένο κιτρινωπό χαρτί, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. 

Μόνο μου ψιθύρισε:
– Σας παρακαλώ, διαβάστε το μου!

Ξεδιπλώνω το χαρτάκι και τι να δω! 
Ήταν ένα κομμένο φύλλο, προφανώς από κάποια “Σύνοψη” ή “Ωρολόγιο” και επάνω ήταν τυπωμένος ο πεντηκοστός ψαλμός, ο ψαλμός της μετανοίας, το “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…” !

Άρχισα χαμηλόφωνα να της τον διαβάζω κοντά στο αυτί της: “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου …”.

Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, πρόσεξα με συγκίνηση πως από τα κλειστά μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κατρακυλούσαν κι έβρεχαν το μαξιλάρι της.

Όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια της, είχε λίγο συνέλθει , και με έκπληξη είδα δυο γαλάζια παιδικά μάτια κατακάθαρα και λαμπερά να με κοιτάζουν ήρεμα και ταπεινά. 

Αμέσως δε, χωρίς δυσκολία, άρχισε να μου λέει με μεγάλη συντριβή:

– Αδελφή, είμαι πολύ αμαρτωλή! Είχα κέντρο διασκεδάσεως και… καταλαβαίνετε. 
Όμως μετάνοιωσα ειλικρινά. Δεν ξέρω όμως αν ο Θεός με συγχώρησε.

Τότε την ρώτησα:

– Εξομολογηθήκατε; Κοινωνήσατε;

Μου απάντησε καταφατικά. 

Τότε με μια θεία παρόρμηση που είχα εκείνη τη στιγμή της είπα με όση πίστη διέθετε η νεανική μου ψυχή, αλλά και με όσα είχα διαβάσει στο ιερό Ευαγγέλιο:

– Και βέβαια σας συγχώρησε ο Χριστός! 

Η άφεση σας δόθηκε μέσα στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως. Μην αμφιβάλετε για το έλεος του Θεού.

Έπρεπε να υπήρχε ο τρόπος να αποθανατιστούν οι λάμψεις της χαράς που φάνηκαν μέσα στα γαλάζια μάτια της. Χαρά, χαρά , πλημμύρα χαράς! 
Συγκινήθηκα και της είπα, ενώ ακουγόταν από το εκκλησάκι του αγίου Χαραλάμπους η Παράκληση της Παναγίας:

– Κάνετε υπομονή, να γίνετε καλά και να πάτε να ψάλλετε κι εσείς στην Εκκλησία.

Μου απάντησε ήρεμα και ξεκάθαρα:

– Δεν πρόκειται να ζήσω. Το γνωρίζω. 

Έχω καρκίνο σε όλη την κοιλιά. Θα πάω να ψάλω επάνω, στην Εκκλησία τ’ Ουρανού!

Το είπε τόσο ειρηνικά, σχεδόν χαρούμενα, ώστε με εξέπληξε.

Πράγματι, όταν πήγα στο νοσοκομείο την επομένη εβδομάδα, το κρεββάτι της ήταν άδειο! 

Είχε τόση συντριβή και τόση μετάνοια, ώστε δεν αμφιβάλει κανείς πως θα βρήκε έλεος από Εκείνον, που θυσιάστηκε για να σώσει τον κάθε αμαρτωλό. 

Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου..»

Σύγχρονοι καὶ παλαιότεροι ἅγιοι γέροντες μιλοῦν γιὰ τό ἐμβόλιο!

ΕΜΒΟΛΙΟ ἤ ΜΕΤΑΝΟΙΑ;


Ἅγιος Παΐσιος: 
Τώρα πάλι παρουσιάσθηκε μιὰ ἀρρώστια, γιὰ τὴν ὁποία βρῆκαν ἕνα ἐμβόλιο ποὺ θὰ εἶναι ὑποχρεωτικὸ καί, γιὰ νὰ τὸ κάνη κανείς, θὰ τὸν σφραγίζουν. Ὅσοι δὲν σφραγισθοῦν, θὰ περάσουν καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς βοηθήση. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ σφραγισθοῦν θὰ πάθουν τέτοια ζημιά, ποὺ θὰ μασοῦν τὴν γλώσσα τους ἀπὸ τὸν πόνο.


Σύγχρονος γέροντας ἀσκητὴς: 
Ὁ κορωνοϊὸς κάπως σύντομα θὰ ἐξαφανισθεῖ. Ἀπότομα. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν θὰ πέσει στὰ τάρταρα καὶ θὰ περάσει στὴν ἱστορία ὡς παροδικὸ γεγονὸς ὁ κορωνοϊὸς καὶ τὸ ἐμβόλιο τῆς δυναστείας τοῦ Γκέιτς, τοῦ Ρότσιλντ, τοῦ Ροκφέλερ τοῦ Σόρος.


Γέροντας Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης: 
Ἐμεῖς ἔχουμε τὰ ἰσχυρότερα ὅπλα καὶ τὰ ἰσχυρότερα φάρμακα. Ἡ πίστις μας καὶ ὁ Σταυρὸς μας εἶναι τὰ ὅπλα μας. Τὰ φάρμακά μας εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία, τὸ Εὐχέλαιο καὶ ὁ Ἁγιασμός. Ὁ φόβος, ὁ πανικὸς εἶναι ὅ,τι χειρότερο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ἀντισταθοῦν καὶ ὑποδουλώνονται στὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου. 


Γέροντας ἀσκητὴς τοῦ Παγγαίου Ὄρους: 
Νὰ θυμάστε Χριστιανοί μου πὼς τὸ μοναδικὸ ἐμβόλιο αὐτῶν ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ εἶναι ἡ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Αὐτὴ σώζει.


Πιστεύετε ακόμα ότι είναι δύσκολο για τον Θεό να φροντίσει όλες τις ανάγκες σας; Γνωρίστε: γι 'αυτόν τίποτα δεν είναι αδύνατο!



Ο Μωυσής και ο λαός βγήκαν στην έρημο, έπρεπε να τρώνε, και για να τροφοδοτηθούν 2 ή 3 εκατομμύρια ανθρώπους χρειαζόταν αρκετό φαγητό. Σύμφωνα με τα πρότυπα τροφίμων στον στρατό, ο Μωυσής θα έπρεπε να έχει 1.500 τόνους τροφής κάθε μέρα. 

Και γνωρίζετε ότι για να παραδώσετε μια τέτοια ποσότητα φαγητού κάθε μέρα θα χρειαστείτε 2 εμπορευματικές αμαξοστοιχίες μήκους 1,6 χλμ! 

Επιπλέον, πρέπει να θυμάστε ότι ήταν στην έρημο και χρειάζονται καυσόξυλα για να προετοιμάσουν φαγητό. Θα χρειαζόταν 4.000 τόνους ξύλου (υπάρχουν αρκετές εμπορευματικές αμαξοστοιχίες μήκους 1.6 χλμ. 
Η κάθε μια μέσα σε μία μόνο μέρα) Και ήταν 40 χρόνια στην έρημο!

Και ναι! Χρειαζόταν νερό. Υπάρχει μόνο νερό για να πιει το απαιτούμενο ποσό για το καθένα και χρειαζόταν 42.900.000 λίτρα καθημερινά για να πλυθούν μερικά πιάτα και ένα εμπορικό τρένο με δεξαμενές 2.880 χλμ. Μόνο για να παραδώσει νερό! 

Και ένα ακόμα πράγμα: έπρεπε να διασχίσουν την Ερυθρά Θάλασσα τη νύχτα ...
Αν πήγαιναν μαζί σε ένα στενό μονοπάτι σε μια στήλη 2 ατόμων, θα ήταν 1.280 χιλιόμετρα μήκος και να διαρκέσει 35 ημέρες και νύχτες. 
Έτσι, στην Ερυθρά Θάλασσα, υπήρχε ένα μέρος 4,8 χιλιομέτρων πλάτος έτσι ώστε να μπορούν να περπατήσουν 5.000 άτομα στη σειρά και να περπατήσουν τη νύχτα.

Στη συνέχεια όμως προκύπτει ένα άλλο πρόβλημα: κάθε φορά, στο τέλος της ημέρας, όταν έμεναν στο στρατόπεδο χρειάζονται μια έκταση 2/3 της Ρόουντ Άιλαντ ή 1.200 χλμ. .. και αυτή η περιοχή είναι μόνο για να περάσετε τη νύχτα. 

Μήπως ο Μωυσής βασιζόταν σε όλα αυτά πριν φύγει από την Αίγυπτο Ο Μωυσής πίστευε στον Θεό και δεν παρέμεινε χωρίς τη φροντίδα του Υψίστου. 
Πιστεύετε ακόμα ότι είναι δύσκολο για τον Θεό να φροντίσει όλες τις ανάγκες σας; 

Γνωρίστε: γι 'αυτόν τίποτα δεν είναι αδύνατο!

Όταν έλθουν τα δεινά...

..., εμείς οι Έλληνες Ορθόδοξοι θα επιστρέψουμε στον Πατέρα μας και μέσα από την τήρηση των εντολών Του θα δυναμώσει και θα ωριμάσει η τωρινή νηπιακή Πίστη μας. 
Σ’ αυτό το επίπεδο ωρίμανσης της Πίστεως λειτουργεί η Χάρις του Θεού.

Η υπομονή στις επικείμενες θλίψεις θα αδρανοποιήσει την παιδευτική ενέργεια του Πνευματικού Νόμου και οι θλίψεις θα μετατραπούν σε πηγή αγαθών, πνευματικών και υλικών.

ΟΤΑΝ όμως ο Θεός “τιμωρεί” λαούς, ή πρόσωπα που βρίσκονται έξω από τη Διαθήκη Του και δεν ανήκουν στο λαό Του (π.χ. Ηρώδης, Φιλισταίοι Ιδουμαίοι, Αμορραίοι… και τώρα οι … ημέτεροι προδότες, οι Τουρκαλάδες, αλλά και οι συνεταίροι τους, απόγονοι των Φράγκων Σταυροφόρων) οι οποίοι λόγω ειδωλολατρίας δεν έρχονται σε θεογνωσία, τιμωρεί ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ και όχι ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ.

Όσοι έφτασαν με τα άνομα έργα και την υπερηφάνειά τους να είναι άξιοι τιμωρίας, ή κακοποίησαν το λαό του Θεού καταδικάστηκαν και εξαφανίστηκαν από την ιστορία. Αυτό θα συμβεί σε λίγο και με τους εχθρούς της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας.

Ο Θεός όμως το λαό Του, όσο σκληρά κι αν τον τιμωρήσει για πλήθος ανομιών, ακόμα και μακροχρόνια, ποτέ δεν τον εξαφανίζει.

Αυτό το δίπολο “τιμωρία – παρηγορία” είναι πολύ σύνηθες στην Αγία Γραφή και φυσικά δεν περιορίζεται στον παλαιό μόνο λαό του Θεού, αλλά επεκτείνεται και στο νέο λαό, την Εκκλησία.

Βιβλιογραφία:
Μοναχού Παϊσίου Καρεώτου
ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ του ασκητού
“ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΚΟΥΣΙΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ”

Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ!

Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιά γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.
– Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! 
Δὲν θ’ ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές…
Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὡς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. 
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.

Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν… Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε.
Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.
Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. 
Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ• εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε, τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε. […]

Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. 
Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». 
Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε…
Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἱστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία – καὶ τί νὰ ἔκαναν;
Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του• θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του• κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. 
Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. 
Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς του θολωμένος καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. 
Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.
Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ’ ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. 
Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.
– Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς… Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου…
Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κατάλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. 
Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ’ ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ’ ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. 
Μπροστά του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη• μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.
Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.
«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! 
Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν’ ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Μία μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μία φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.
Σηκώθηκε, ἕσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:
– Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου.
Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!

oikohouse.wordpress.com

Αυτή η ζωή είναι καιρός για μετάνοια

Αδελφοί, αυτή η ζωή είναι καιρός για μετάνοια. Είναι λοιπόν μακάριος όποιος καθόλου δεν έπεσε στα δίχτυα του εχθρού. Αν πάλι κάποιος έτυχε να πέσει στα δίχτυα του, αλλά τα έσχισε και πετάχτηκε και έφυγε από αυτόν, στη διάρκεια της παρούσας ζωής, και τούτος είναι για εμένα μακάριος, γιατί ζώντας ακόμη με σώμα κατάφερε να ξεφύγει από τον πόλεμο, σαν το ψάρι που γλιτώνει από το δίχτυ.

Το ψάρι που ζει μέσα στο νερό, αν πιαστεί στο δίχτυ, αλλά το σχίσει και φύγει γρήγορα στον βυθό, σώζεται· όταν όμως το ανεβάσουν στη στεριά, δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του. Έτσι και εμείς. 

Όσο είμαστε σε αυτή τη ζωή, έχουμε πάρει την εξουσία και τη δύναμη από τον Θεό να σπάσουμε μόνοι μας τα δεσμά των θελημάτων του εχθρού και να πετάξουμε από επάνω μας το φορτίο των αμαρτιών με τη μετάνοια και να φτάσουμε σώοι στη βασιλεία των ουρανών. 
Αν όμως μας προλάβει το φοβερό πρόσταγμα του θανάτου και βγει η ψυχή από το σώμα, και το σώμα κλειστεί στον τάφο, δεν μπορούμε πια να βοηθήσουμε τον εαυτό μας, όπως ακριβώς και το ψάρι που το τράβηξαν έξω από το νερό και το έκλεισαν καλά στο καλάθι.

Αδελφέ, μην πεις: «Σήμερα θα αμαρτήσω και αύριο θα μετανοήσω», γιατί δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Για το αύριο ο Κύριος θα φροντίσει.
 
Αδελφέ, κάθε μέρα να περιμένεις τον θάνατό σου και να ετοιμάζεσαι για εκείνη την πορεία. Γιατί το φοβερό πρόσταγμα θα έρθει την ώρα που δεν το περιμένεις, και αλίμονο σε όποιον βρεθεί απροετοίμαστος. Αν μάλιστα είσαι νέος, πολλές φορές ο εχθρός (διάβολος) σου ψιθυρίζει: 

«Νέος είσαι ακόμη· απόλαυσε τις ηδονές σου, και στα γεράματα μετανοείς. Γνωρίζεις βέβαια πολλούς που και εδώ απόλαυσαν τις ηδονές και έπειτα μετανόησαν και κέρδισαν τα ουράνια αγαθά. Τι θέλεις λοιπόν από αυτή την ηλικία να ταλαιπωρείς το σώμα σου; Δεν σκέφτεσαι μήπως αρρωστήσεις;»

Εσύ όμως να αντισταθείς στον εχθρό και να πεις: «Διώκτη και εχθρέ των ψυχών! Πάψε να μου ψιθυρίζεις τέτοια πράγματα. Αν ο θάνατος με βρει στα νιάτα μου και δεν προλάβω να γεράσω, τι θα απολογηθώ μπροστά στο δικαστικό βήμα του Χριστού; 

Γιατί βλέπω πολλούς νέους να πεθαίνουν και γέρους να ζουν πολλά χρόνια, και είναι άγνωστη στους ανθρώπους η ώρα του θανάτου. Αν λοιπόν με βρει ο θάνατος, μπορώ να πω τότε στον Κριτή· «Ο θάνατος με πήρε νέο και γι’ αυτό γύρισέ με στη ζωή, για να μετανοήσω»; Όχι βέβαια.
Άλλωστε βλέπω πώς δοξάζει ο Κύριος όσους τον υπηρετούν από τα νιάτα μέχρι τα γεράματα. 

Ο ίδιος είπε στον προφήτη Ιερεμία· «Θυμήθηκα το έλεος της νιότης σου και την αγάπη της ωριμότητάς σου, καθώς ακολουθούσες πιστά τον άγιο Θεό του Ισραήλ» (Ιερ. 2:2). Αντίθετα, βλέπω πώς έλεγξε ο προφήτης Δανιήλ, αν και ήταν νέος, εκείνον που από τα νιάτα του ως τα γεράματα πορεύτηκε με τον λογισμό της πλάνης· του είπε· «Γερασμένε μέσα στην κακία, τώρα σε βρήκαν οι αμαρτίες που έκανες προηγουμένως» (Δαν. Σωσάννα 52).
Γι’ αυτό και το άγιο Πνεύμα μακαρίζει όσους από τα νιάτα τους σηκώνουν τον ζυγό του Χριστού και λέει· «Είναι καλό για τον άνθρωπο να σηκώσει τον ζυγό από τα νιάτα του» (Θρ. Ιερ. 3:27). Φύγε λοιπόν μακριά μου, εργάτη της ανομίας και κακέ σύμβουλε. Ο Κύριος ο Θεός να αχρηστέψει τα τεχνάσματά σου, και εμένα να με σώσει από τις παγίδες σου με τη δύναμη και τη χάρη του».

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Παναγία μου! Πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες που με κυνηγούν;

Κάποιος Μοναχός, διηγείται ο ησυχαστής, ήρθε σε έκσταση την ώρα που προσευχόταν και είδε πλήθος δαίμονες, σαν την άμμο της θάλασσας.

Έμοιαζαν με στρατιώτες και ορμούσαν εναντίον του με πολλή μανία για να τον εξοντώσουν.

Φοβισμένος εκείνος έτρεξε να καταφύγει στην εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα βλέπει τον Κύριο και τη Θεοτόκο στις εικόνες τους σαν ζωντανούς και με βασιλική δόξα.

Το πρόσωπο του Κυρίου είχε μία ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά από τον ήλιο. Για αυτό ο αδελφός δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει. Προσκύνησε όμως και ασπάστηκε με φόβο και χαρά τη δεξιά Του.

Κατόπιν πλησίασε στην εικόνα της Παναγίας. Προσκύνησε, ασπάστηκε το παρθενικό της χέρι και τόλμησε να την κοιτάξει στο πρόσωπο.

Στην αγία της αγκάλη είδε καθισμένο το Θείο Βρέφος σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα, όσο και η ομορφιά και η ευωδία σε ένα τριαντάφυλλο.

Η Θεοτόκος κοίταζε τον αδελφό με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε το θάρρος και την ρώτησε:

– Παναγία μου! Γλυκειά μου Παναγία, και μητέρα του Ιησού μου! Πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, η Σωτηρία των «επ’ αυτή πεποιθότων», αποκρίθηκε:

– Με το όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους δαίμονες.

Ο Μοναχός έκανε βαθειά υπόκλιση, βγήκε από την εκκλησία και φώναξε μέσα από την καρδιά του.

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με! 

Θεοτόκε Παρθένε χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία
ο Κύριος μετά Σου, Ευλογημένη Συ εν γυναιξύ
και Ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου
ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.

Αμέσως οι ανίσχυροι δαίμονες εξαφανίστηκαν από μπροστά του».


Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας», Ιερά Μονή Παρακλήτου

Συγκλονιστική συνομιλία του Ιησού Χριστού με τον διάβολο για έναν πόρνο Μονάχο



Κάποιος Μοναχός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και έκανε την αμαρτία καθημερινά., αλλά και καθημερινά ζητούσε έλεος από τον Κύριό του με δάκρυα και προσευχές. Ενεργώντας λοιπόν έτσι, τον ξεγελούσε η κακή συνήθεια, και έκανε την αμαρτία,έπειτα πάλι, μετά την αμαρτία, πήγαινε στην εκκλησία, και βλέποντας την ιερή και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έπεφτε μπροστά της με πικρά δάκρυα και έλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, και πάρε από επάνω μου αυτόν τον ύπουλο πειρασμό, γιατί με ταλαιπωρεί φοβερά και με τραυματίζει με τις πικρές ηδονές. Δεν έχω πρόσωπο, Κύριε, να αντικρύσω και να δω την αγία εικόνα σου και την υπέρλαμπρη μορφή του προσώπου σου, ώστε να γλυκαθεί η καρδιά μου».

Τέτοια έλεγε, και όταν έβγαινε από την εκκλησία έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως και πάλι δεν απελπιζόταν για τη σωτηρία του, αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε στην εκκλησία και έλεγε τα παρόμοια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό: «Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή, ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξανακάνω αυτή την αμαρτία· μόνο, αγαθέ, συγχώρησε μου όσες αμαρτίες σου έκανα από την αρχή μέχρι τώρα». Και αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στη βαριά αμαρτία του. Και έβλεπε κανείς τη γλυκύτατη φιλανθρωπία και την άπειρη αγαθότητα του Θεού να ανέχεται καθημερινά και να υπομένει την αδιόρθωτη και βαριά παράβαση και την αχαριστία του αδελφού και να θέλει από πολλή ευσπλαχνία τη μετάνοιά του και την οριστική επιστροφή του.

Γιατί αυτό δεν γινόταν για ένα, δύο ή τρία χρόνια, αλλά για δέκα και περισσότερο. Βλέπετε αδελφοί, την άμετρη ανοχή και την άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου; Πως κάθε φορά δείχνει μακροθυμία και καλοσύνη, υπομένοντας τις βαριές ανομίες και αμαρτίες μας; Γιατί αυτό που συγκλονίζει και προκαλεί θαυμασμό σχετικά με την πλούσια ευσπλαχνία του Θεού είναι ότι ο αδελφός, ενώ υποσχόταν και συμφωνούσε να μην ξανακάνει την αμαρτία, αποδεικνυόταν ψεύτης. Μια μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αυτό, ο αδερφός, αφού έκανε την αμαρτία, πήγε τρέχοντας στην εκκλησία, θρηνώντας και στενάζοντας και κλαίγοντας και βιάζοντας της ευσπλαχνία του αγαθού Θεού να τον λυπηθεί και να τον γλυτώσει από τον βούρκο της ασωτείας. Καθώς λοιπόν ο αδελφός παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο αρχέκακος διάβολος, η καταστροφή των ψυχών μας, είδε ότι τίποτε δεν κάνει, αλλά όσο αυτός έραβε με την αμαρτία, ο αδελφός τα ξήλωνε με τη μετάνοια. Με θράσος λοιπόν του παρουσιάστηκε φανερά και, στρέφοντας το πρόσωπο του προς τη σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κραύγαζε και έλεγε: «Τι θα γίνει μ’ εμάς τους δύο, Ιησού Χριστέ; Η άπειρη συμπάθειά σου με νικά και με ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αυτόν τον πόρνο, τον άσωτο, που κάθε μέρα σου λέει ψέματα και δεν λογαριάζει την εξουσία σου.

Γιατί λοιπόν δεν τον καις, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Εσύ πρόκειται να δικάσεις του μοιχούς και τους πόρνους και να εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς. Πράγματι, δεν είσαι δίκαιος κριτής, αλλά όπου νομίσει η εξουσία σου, κρίνεις άδικα και παραβλέπεις. Εμένα, για τη μικρή παράβαση της υπερηφάνειας, με έριξες από τον ουρανό κάτω· και αυτός είναι ψεύτης και πόρνος και άσωτος, και επειδή πέφτει μπροστά σου, του χαρίζεις ατάραχος την ευμένειά σου. Γιατί λοιπόν σε λένε δίκαιο κριτή; Όπως βλέπω, και εσύ χαρίζεσαι σε πρόσωπα από την πολλή σου αγαθότητα και παραβλέπεις το δίκαιο». Και αυτά ο διάβολος τα έλεγε πνιγμένος από την πολλή πίκρα του και βγάζοντας φλόγες και καπνό από τα ρουθούνια του. Αφού τα είπε αυτά ο διάβολος, σώπασε· και αμέσως ακούστηκε μία φωνή σαν από το άγιο βήμα να λέει:

«Παμπόνηρε και ολέθριε δράκοντα, δεν χόρτασε η κακία σου που κατάπιες όλο τον κόσμο, αλλά και αυτόν που κατέφυγε στο άπειρο έλεος της ευσπλαχνίας μου πασχίζεις να τον αρπάξεις και να τον καταπιείς; Έχεις να παρουσιάσεις αμαρτήματα τόσα που να ζυγίζουν βαρύτερα από το πολύτιμο αίμα που έχυσα γι’ αυτόν επάνω στον σταυρό; Μάθε ότι η σταύρωση και ο θάνατος μου συγχώρησαν τις αμαρτίες του. Και εσύ βέβαια, όταν αυτός πηγαίνει στην αμαρτία, δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά και δεν τον αποστρέφεσαι, ούτε τον εμποδίζεις, γιατί ελπίζεις να τον κερδίσεις. Εγώ λοπόν, που είμαι τέτοιος σπλαχνικός και φιλάνθρωπος, που έδωσα εντολή στον κορυφαίο μου απόστολο Πέτρο να συγχωρεί ως εβδομήντα φορές το επτά αυτόν που αμαρτάνει καθημερινά, άραγε δεν θα συγχωρήσω και δεν θα τον σπλαχνιστώ; Ναι, σου λέω· και επειδή καταφεύγει σ’ εμένα, δεν θα τον αποστραφώ, ώσπου να τον πάρω δικό μου· γιατί εγώ για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκα και γι’ αυτούς άπλωσα τα άχραντα χέρια μου, έτσι ώστε όποιος θέλει να σωθεί, να καταφεύγει σ’ εμένα και σώζεται. Κανέναν δεν αποστρέφομαι ούτε διώχνω· ακόμη και μύριες φορές τη μέρα να αμαρτήσει κάποιος και μύριες φορές να έρθει σ’ εμένα, δεν θα φύγει λυπημένος. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους ενάρετους αλλά τους αμαρτωλούς». Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια, ο διάβολος έμεινε στη θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να φύγει.
Και ακούστηκε πάλι η φωνή: « Άκουσε, απατεώνα, και σχετικά με αυτό που είπες, ότι δηλαδή είμαι άδικος. Γιατί εγώ είμαι δίκαιος σε όλους, και σε όποια κατάσταση βρω κάποιον, σύμφωνα με αυτή τον κρίνω. Δες, λοιπόν· αυτόν τον βρήκα τώρα σε μετάνοια και επιστροφή, πεσμένο μπροστά στα πόδια μου και νικητή σου. Θα τον πάρω λοιπόν και θα σώσω την ψυχή του, επειδή δεν απελπίστηκε για τη σωτηρία του. Και εσύ, βλέποντας την τιμή που του κάνω, να σουβλιστείς από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς». Και όπως ήταν ο αδελφός πεσμένος μπρούμυτα και θρηνούσε, παρέδωσε την ψυχή του· και αμέσως ήρθε οργή μεγάλη σαν φωτιά και έπεσε επάνω στον σατανά και τον κατέκαιγε. Από αυτό λοιπόν ας μάθουμε, αδελφοί, την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού και πόσο καλό Κύριο έχουμε, και ποτέ να μην απελπιστούμε ή να αμελήσουμε τη σωτηρία μας.

Κάποιος άλλος πάλι που μετανόησε μετά την αμαρτία αποσύρθηκε στην ησυχία· συνέβη όμως τότε να χτυπήσει σε πέτρα και να πληγωθεί στο πόδι, και τόσο αίμα να τρέξει από την πληγή, ώστε να ξεψυχήσει από τον αιμοραγία. Ήρθαν λοιπόν οι δαίμονες θέλοντας να πάρουν την ψυχή του· και τους λένε οι άγγελοι: «Κοιτάξτε στην πέτρα και δείτε το αίμα του που έχυσε για τον Κύριο». Και με αυτό που είπαν οι άγγελοι, αφέθηκε ελεύθερη η ψυχή. Σε κάποιον αδερφό που έπεσε σε αμαρτία, παρουσιάστηκε ο σατανάς και είπε: «Δεν είσαι χριστιανός». Ο αδελφός του αποκρίθηκε: «όποιος και να είμαι, πάντως είμαι καλύτερός σου». Ο σατανάς είπε πάλι: «Σου λέω, θα πας στην κόλαση».

Και ο αδελφός του απάντησε: «Δεν είσαι εσύ κριτής μου ούτε ο Θεός μου». Έτσι ο σατανάς έφυγε άπρακτος, ενώ ο αδελφός έδειξε ειλικρινή μετάνοια στον Θεό και έγινε άξιος. Ένας αδελφός που είχε κυριευθεί από λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τι να κάνω; Οι λογισμοί μου λένε ότι άδικα απαρνήθηκα τον κόσμο και ότι δεν μπορώ να σωθώ». Και ο γέροντας αποκρίθηκε: «Ακόμη και αν δεν μπορούμε να μπούμε στη Γη της επαγγελίας, μας συμφέρει να αφήσουμε τα κόκκαλα μας στην έρημο παρά να γυρίσουμε πίσω στη Αίγυπτο». Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα: «Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης όταν λέει: ‘‘ Δεν υπάρχει γι’ αυτό σωτηρία από τον Θεό του’’;» και ο γέροντας είπε: «Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας που σπέρνονται από τους δαίμονες σε αυτόν που αμάρτησε και του λένε·

‘‘Δεν υπάρχει πια για σένα σωτηρία από τον Θεό’’, και προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στην απελπισία. Αυτούς πρέπει κανείς να τους αντιμάχεται λέγοντας· ‘‘ Καταφύγιό μου είναι ο Κύριος, και αυτός θα ελευθερώσει από την παγίδα τα πόδια μου’’». Κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε ότι στην Θεσσαλονίκη υπήρχε ένα ασκητήριο παρθένων. Μία από αυτές, από ενέργεια του κοινού εχθρού, έφυγε από το μοναστήρι και έπεσε σε πορνεία, και έμεινε στο πάθος αυτό αρκετό καιρό. Κάποτε όμως, με τη βοήθεια του φιλάνθρωπου Θεού, μετανόησε και γύρισε στο κοινόβιό της. Και φτάνοντας μπροστά στην πύλη, έπεσε νεκρή. Ο θάνατός της αποκαλύφθηκε σε κάποιον άγιο, ο οποίος είδε τους αγίους αγγέλους που ήρθαν να πάρουν την ψυχή της, και δαίμονες που τους ακολουθούσαν.

Στον διάλογο που έγινε μεταξύ τους, οι άγιοι άγγελοι έλεγαν ότι γύρισε με μετάνοια. Οι δαίμονες πάλι αντέλεγαν: «Τόσο καιρό είναι υποδουλωμένη σ’ εμάς και είναι δική μας· άλλωστε δεν πρόλαβε ούτε να μπει στο κοινόβιο, και πώς λέτε ότι μετανόησε;» και είπαν οι άγγελοι: «Από τη στιγμή που είδε ο Θεός την πρόθεσή της να έχει κλίση στον σκοπό αυτό, δέχτηκε τη μετάνοιά της· και η μετάνοια βέβαια ήταν στην εξουσία της, λόγω του σκοπού που έβαλε, η ζωή της όμως ήταν στην εξουσία του Κυρίου του σύμπαντος». Με τα λόγια αυτά ντροπιάστηκαν οι δαίμονες και έφυγαν. Και αυτός που είδε την αποκάλυψη, τη διηγήθηκε στους παρόντες.

Ο αββάς Αλώνιος είπε ότι, αν θέλει ο άθνρωπος, μπορεί από το πρωί ως το βράδι να φτάσει σε θεία μέτρα. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή: «Έστω ότι κάποιος δέρνει τον δούλο του για κάποιο σφάλμα που έκανε· τι θα πει ο δούλος;». Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν είναι δούλος καλός, θα πει· ‘‘Σπλαχνίσου με έσφαλα’’». «Δεν λέει τίποτε άλλο;» ξαναρώτησε ο αδελφός. «Τίποτε», απάντησε ο γέροντας· «γιατί από τη στιγμή που θα αναγνωρίσει το σφάλμα του και θα πει ότι έσφαλε, αμέσως τον σπλαχνίζεται ο κύριος του». Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: «Αν πέσω σε αξιοδάκρυτο παράπτωμα, με κατατρώει ο λογισμός μου και με κατηγορεί που έπεσα».

Ο γέροντας απάντησε: «Αν, την ώρα που άνθρωπος πέσει σε σφάλμα, πει ‘‘αμάρτησα’’, αμέσως παύει ο λογισμός». Κάποιας νέας, που λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς και έμεινε ορφανή. Αυτή τότε μετέτρεψε το σπίτι της σε ξενώνα των πατέρων της Σκήτης και για πολύ καιρό τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε. Όταν όμως ξόδεψε όσα είχε, άρχισε να στερείται.

Την πλησίασαν τότε άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον καλό δρόμο. Και ζούσε πλέον αμαρτωλά,. Έτσι που κατάντησε και στην πορνεία. Όταν το έμαθαν οι πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ και κάλεσαν τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: «Ακούσαμε για την τάδε αδελφή ότι ζει στην αμαρτία. Αυτή, όταν μπορούσε, είχε δείξει αγάπη σ’ εμάς· ας τη βοηθήσουμε και εμείς τώρα, όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο να πας σε αυτήν και με σοφία που σου έδωσε ο Θεός, φρόντισε για τη διόρθωση της».

Πήγε λοιπόν ο γέροντας σε αυτήν, και είπε στη γριά που φύλαγε στην πόρτα: «Πες στην κυρία σου ότι ήρθα». Εκείνη τον έδιωξε λέγοντας: «Εσείς παλιά της τα φάγατε όλα και τώρα είναι φτωχή». Ο γέροντας επέμενε: «Πες της, και θα δει πολύ καλό από εμένα». Ανέβηκε λοιπόν η γριά και ανέφερε στη νέα για τον γέροντα. Ακούγοντας την εκείνη είπε: «Αυτοί οι μοναχοί όλο γυρίζουν κατά την Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στο κρεβάτι και είπε στη θυρωρό: «Φέρε τον εδώ». Όταν μπήκε ο αββάς Ιωάννης, κάθισε κοντά της και, κοιτώντας την στο πρόσωπο, της είπε: «Τι σε έκανε να απορρίψεις τον Ιησού, ώστε να φτάσεις σε αυτή την κατάσταση;» Αυτή, ακούγοντας τα λόγια του, πάγωσε· και ο γέροντας, σκύβοντας το κεφάλι, άρχισε να κλαίει πικρά. «Αββά, γιατί κλαις;» τον ρώτησε. Αυτός σήκωσε λίγο το κεφάλι του, και σκύβοντας πάλι είπε: «Βλέπω τον σατανά να χορεύει στο πρόσωπο σου, και πως να μην κλάψω;» «Υπάρχει μετάνοια, αββά;» ρώτησε η κόρη. «Ναι», της είπε ο γέροντας. Και εκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, όπου νομίζεις». «Πάμε», είπε ο γέροντας, και αυτή αμέσως σηκώθηκε να τον ακολουθήσει. Ο γέροντας παρατήρησε ότι δεν άφησε καμιά παραγγελία για το σπίτι της και θαύμασε. Κοντεύοντας στην έρημο, τους πρόλαβε το βράδυ. Και ο γέροντας της ετοίμασε ένα μικρό προσκέφαλο, το σταύρωσε και της είπε να κοιμηθεί εκεί.

Έκανε έπειτα και για τον εαυτό του πιο πέρα και αφού τελείωσε τις προσευχές του πλάγιασε και αυτός. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε και βλέπει κάτι σαν δρόμο από φως να ξεκινά από αυτήν και να καταλήγει στον ουρανό, και είδε τους αγγέλους του Θεού να ανεβάζουν την ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε και τη σκούντηξε με το πόδι. Όταν κατάλαβε ότι ήταν νεκρή, γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και παρακαλούσε τον Θεό. Και άκουσε μια φωνή να του λέει ότι η μία ώρα της μετανοίας της έγινε δεκτή περισσότερο από τη μετάνοια πολλών άλλων, που διαρκεί πολύν καιρό αλλά δεν έχει θέρμη.

Μετάνοια σημαίνει ...

Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος, συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή.

Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας.

Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως και θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων.

Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης

Ο ήλιος υπάρχει ακόμη και στην συννεφιά

Το ότι κάναμε ένα λάθος, αστοχήσαμε και αμαρτήσαμε δεν σημαίνει ότι ο Θεός έπαψε να μας αγαπάει ή ότι έφυγε από κοντά μας. Εάν κάποιες ώρες ή μέρες ο ουρανός συννεφιάζει σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο ήλιος δεν υπάρχει. Εκεί είναι πίσωαπό τα σύννεφα. Θα εμφανιστεί και πάλι. 
Ο Θεός είναι αγάπη, φως, χαρά και είναι μέσα μας. Ότι κι αν κάναμε, όσο κι πέσαμε ή αμαρτήσαμε, δεν παύει να είμαστε εικόνες δικές Του. Έχουμε μέσα μας την πνοή του. Δεν φεύγει ο Θεός από εμάς, εμείς αποσυντονιζόμαστε. Εκείνος είναι πάντα εκεί, ακόμη και όταν δεν τον νιώθουμε, ακόμη στις πιο μεγάλες αποτυχίες μας. Το γεγονός ότι έχει σύννεφα δεν σημαίνει ότι ο ήλιος έφυγε….

Πεθαίνοντας στην μετάνοια

'Οταν ο άνθρωπος πεθάνει εν μετανοία και οδεύει προς τον Παράδεισο, τότε είναι σαν να βρίσκεται μέσα σ' ένα λεωφορείο και απ' έξω τα σκυλιά (=τελώνια) τρέχουν και γαυγίζουν, χωρίς να τον ενοχλούν στο ταξίδι του, αλλά ούτε και να τον καθυστερούν.

Άγιος Παΐσιος

«Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι’ αυτό όποιος απελπίζεται, σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του» (λόγ. ε΄, 23)

Υπάρχει συμφωνία σε όλους τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας που βασίζονται στην Αγία Γραφή, ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την απελπισία. Την θεωρούν απείρως χειρότερη και από την ίδια την αμαρτία. Κι ο Πονηρός ακόμη δεν χαίρεται τόσο όταν βλέπει τον άνθρωπο να αμαρτάνει, όσο όταν απελπίζεται. Γιατί στην αμαρτία υπάρχει διέξοδος: η μετάνοια. Όταν μετανοείς, από την κόλαση πας στον ουρανό. Σαν τον άσωτο της γνωστής παραβολής: από τον άδη της ασωτείας βρέθηκε στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Γιατί ακριβώς μετάνιωσε.

Γιατί πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η απελπισία όμως είναι ήδη ένας θάνατος, είναι μία αυτοκτονία, γιατί στην ουσία ο άνθρωπος σταματάει να υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό. Μένει προσκολλημένος στον εαυτό του, στις ανύπαρκτες δυνάμεις του, στις πτώσεις του. Σαν τον χοίρο που κυλιέται στη λάσπη. Ο άγιος Ιωάννης το αναφέρει ωμά: «όποιος απελπίζεται, σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του»!

Τι κρύβεται πίσω από την απελπισία; Γιατί ταυτίζεται με την ίδια την απιστία και τη βλασφημία επομένως του αγίου Πνεύματος – τη μόνη αμαρτία κατά τον Κύριο που δεν μπορεί ποτέ να συγχωρηθεί;

Κρύβεται η έλλειψη πίστης στην αγάπη του Θεού. Ο απελπισμένος έχει διαγράψει τον Θεό και την άπειρη αγάπη Του από τη ζωή του. Έχει διαγράψει συνεπώς τον Ιησού Χριστό και το όλο απολυτρωτικό έργο Του επί της γης. Κι αυτό γιατί έχει πιστέψει ότι η αμαρτία ή οι αμαρτίες του, οι θλίψεις κι οι δοκιμασίες του είναι υπεράνω αυτής της αγάπης. 
Μα τι μπορεί να υπερβεί τον Θεό ή να θεωρηθεί ίσο προς την αγάπη Του; Απολύτως τίποτε. Έπεσες λοιπόν; Αμάρτησες; Ρίξε τον πληγωμένο εαυτό σου στα χέρια του μεγάλου Ιατρού. Θα σε θεραπεύσει αμέσως. Νιώθεις ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες σ’ έχουν καταβάλει ή ότι οι αδικίες σε έχουν πνίξει; Κοίτα τον Κύριο. Όλα αυτά, σου λέει, είναι συμμετοχή στο Πάθος Του. Μαζί τα περνάτε. Γι’ αυτό και δεν θα σε αφήσει να δοκιμαστείς παραπάνω από όσο αντέχεις. Και βεβαίως μη ξεχνάς το σημαντικότερο: Το Πάθος έχει και την άλλη όψη Του κι εκβάλλει πάντοτε σ’ αυτήν: την Ανάσταση!

«Όλες οι αμαρτίες του κόσμου, όλων των εποχών, είναι σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος. Τι μπορεί να κάνει η σπίθα στο πέλαγος; Έτσι, κι απείρως περισσότερο, είναι οι αμαρτίες του ανθρώπου μπροστά στο πέλαγος της αγάπης του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Σκοτάδι εἶναι τό κακό. Θάνατος εἶναι....



Σκοτάδι εἶναι τό κακό. Θάνατος εἶναι. Νύχτα εἶναι. Μιά κατάσταση τόσο κακή, πού μᾶς κάνει καί δέν βλέπουμε, ἐκεῖνα πού θά ἔπρεπε νά τά βλέπαμε καί δέν κάνουμε τίποτε ἀπό ἐκεῖνα, πού ἦταν τό πιό καλό γιά μᾶς νά τά κάναμε!

Οἱ πεθαμένοι παίρνουν ἄσχημη ὄψη· δυσάρεστη σέ μᾶς· καί γρήγορα βρωμᾶνε. 
Τό ἴδιο καί οἱ ψυχές ἐκείνων πού ζοῦν βουτηγμένοι στό κακό. Εἶναι γεμᾶτες βρώμα καί δυσωδία.

Κλειστά τά μάτια. Σφιγμένα τά χείλη. Ἀκίνητοι καί ἄσειστοι, κολλημένοι στό κακό! Ὑπάρχει καί κάτι ἀκόμη χειρότερο.

Γιατί; Γιατί αὐτοί εἶναι, τοὐλάχιστον, καί γιά τά δύο (σῶμα καί ψυχή) νεκροί καί πεθαμένοι. Ἐνῶ κάτι ἄλλοι πού ζοῦν σωματικά, εἶναι γιά τήν ἀρετή καί τό καλό, ἐντελῶς ἀναίσθητοι, ἐντελῶς πεθαμένοι, γεμᾶτοι ζωντάνια στό νά κάνουν τό κακό!...
Καί πάρε παράδειγμα:

Χτύπα πεθαμένο! Δέν αἰσθάνεται τίποτε. Καί δέν ἀντιδρᾶ καθόλου! Καί ὅπως ἕνα ξύλο ἅμα πάρει φωτιά «καίει», ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἔχασε τήν ζωή, «καίει», ἁπλά καίει. Χωρίς νά μπορεῖ νά ἀντιδράσει στήν φωτιά πού τήν καίει! Καί ὅσο καί ἄν τήν χτυπᾶς ἤ τήν τρυπᾶς, τίποτε δέν καταλαβαίνει, τίποτε δέν τῆς προκαλεῖ πόνο! Καί δέν πέφτει καθόλου ἔξω, αὐτός πού θά εἰπεῖ, ὅτι ὁ ὑποδουλωμένος στό κακό, μπορεῖ νά συγκριθῆ μόνο μέ τρελλό ἤ μεθυσμένο! 

Ὅλα αὐτά τά ἔχει τό κακό, ἡ ἁμαρτία. Καί εἶναι ἀπό ὅλα αὐτά κάτι χειρότερο.Ο τρελός σε ότι κι αν κάμει βρίσκει κατανόηση· γιατί την κακή του κατάσταση δεν την διάλεξε. Δεν είναι προαιρέσεως το νόσημά του, αλλά φύσεως. Από άλλη αιτία του ήρθε. 
Αντίθετα, εκείνος που ζει με το κακό και την αμαρτία, πως να βρει κατανόηση; Πως να του δείξει κανείς συμπόνια;Από που μας ξεφύτρωσε το κακό;
Πως κατάντησαν τόσοι άνθρωποι στο κακό;

Από που; Με ερωτάς; Πες το μου συ… Από που μας ξεφύτρωσαν τόσες ψυχικές αρρώστιες; Από που έρχεται η φρενοβλάβεια; Από που η αναισθησία; Όχι από την χαλάρωση του πνευματικού μας αγώνα;

Και αν ακόμη και τα σωματικά μας νοσήματα ξεκινάνε από δικά μας λάθη, από δική μας κακή διάθεση και κακή επιλογή, πόσο πιο πολύ σε κακή μας προαίρεση και επιλογή, οφείλονται τα ψυχικά και πνευματικά μας αρρωστήματα;

Πως μας κόλλησε η μέθη; Όχι επειδή δεν φροντίσαμε να συγκρατήσουμε τις ορέξεις μας; Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με όλα τα ψυχικά μας πάθη-αρρωστήματα. Αρχίζουν. Εμείς δεν φροντίζομε να τα χαλιναγωγήσουμε, να τα κόψουμε, και μετά ριζώνουν και γίνονται τόσο δυνατά, που η δύναμη η δική μας δεν αρκεί πια να τα ξεριζώσει.

Γι αυτό, αδελφοί μου, σας παρακαλώ, όσο είσθε ακόμα καλά, μη διστάζετε να αναλάβετε κάθε κόπο, προκειμένου να καταντήσετε να σας πιάσει η πνευματική νύστα, που κάνει τον κάθε άνθρωπο να χάνει κάθε όρεξη για ζωή πνευματική· για αγώνα, ανάμεσα στο καλό και στο κακό.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εις την Α’ προς Θεσσαλονικείς, Ομιλία θ’, γ’

Πρέπει να εξομολογούμαστε συχνά τις αμαρτίες μας

Πρέπει να εξομολογούμαστε συχνά τις αμαρτίες μας, απαλλάσσοντας τον εαυτό μας από το βδελυρό βάρος τους. Σκέψου,άνθρωπε,σε τι αθλία κατάσταση σε έφερε η αμαρτία και τι έκαμε για τη σωτηρία σου ο Κύριός σου Ιησούς Χριστός,ο Υιός του Θεού.

Θυμήσου τη Σάρκωσί του,τη διδαχή του,τα θαύματά του,το Πάθος του,την ταφή του,την εκ νεκρών εγερσί του. Σκέψου τη αντίλυτρο προσέφερε για εμάς και τι απαιτεί από μας τώρα: να του προσφέρουμε ολόκληρο τον εαυτό μας,να ζούμε πλέον όχι για το εγώ μας,αλλά για Αυτόν,κάνοντας τις εντολές του. Μακριά από κάθε τι πού οδηγεί στην αμαρτία. 

Ας σταυρώσουμε τα σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Ας αποστρέψουμε τα μάτια από τα πλανερά θέλγητρα του κόσμου τούτου. Ας αγαπάμε τον Θεό με όλο μας το είναι και τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας

Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης: Η εν Χριστώ ζωή μου

Πώς σώθηκε ένας απελπισμένος

Την εποχή που ζούσε ο παπα-Κοδράτος στην Ι.Μ. Καρακάλλου επεσκέφθη το Άγιον Όρος ένας λαϊκός προσκυνητής που ήθελε να εξομολογηθεί τις μεγάλες του αμαρτίες.

Πήγε στις Καρυές, στον π.Αβέρκιο που έφτιαχνε κομπολόγια, και ζητούσε επίμονα εξομολόγο.

Ο π.Αβέρκιος θεώρησε καλό να τον στείλει στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου που βρίσκεται κοντά στις Καρυές. Ήταν καλός πνευματικός, αλλά αυστηρός στους κανόνες, που τους έβαζε χωρίς επιείκεια.

Ο άνθρωπος πήγε στο Κουτλουμούσι και εξομολογήθηκε. Επέστρεψε όμως «κάλαμος συντετριμμένος». Χωρίς καμμία διάθεση. Γεμάτος θλίψη και αθυμία.

-Τι έκανες; Εξομολογήθηκες; τον ρώτησε ο π.Αβέρκιος.

– Ναι πάτερ, αλλά…

Ο π. Αβέρκιος τον κοίταξε. Ήταν θλιμμένος, κάτωχρος, με μια λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, αλλά την φέρνει ο διάβολος για να παγιδεύσει θανατηφόρα τις ψυχές.

-Τι έχεις; Πες μου. Τι σου συμβαίνει;

-Πάτερ, δεν υπάρχει πια για μένα ζωή. Δεν πρέπει να ζω. Θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, είπε με φαρμακερό πόνο.

-Μα γιατί; Δεν εξομολογήθηκες;

-Εξομολογήθηκα, αλλά ο πνευματικός μου είπε πως οι αμαρτίες μου είναι πολύ βαρειές. Δεν ξέρω. Πώς να στο πω; Μ’ έχει φέρει σε απόγνωση.

Όταν άκουσε αυτά ο π.Αβέρκιος και είδε το πνεύμα της λύπης και της απελπισίας να απλώνει ύπουλα το πέπλο του πάνω από την ψυχή του ταλαίπωρου εκείνου ανθρώπου, πιάνει και γράφει ένα γράμμα στον Σεβασμιώτατο Μελιτουπόλεως Ιερόθεο, που ασκήτευε τότε στον Μυλοπόταμο.

Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, να βρει διέξοδο για την ψυχή αυτή.

Έδωσε το γράμμα στα χέρια του προσκυνητού και , του είπε δυο αδελφικά, ενθαρρυντικά λόγια και του έδειξε τα μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο ερημικό κελλί του Σεβασμιωτάτου.

Ο Δεσπότης ήταν στον κήπο, όταν πήγε ο προσκυνητής. Φορούσε έναν απλό σκούφο και σκάλιζε.

-Τι θέλεις, αδελφέ μου; είπε στον απελπισμένο άνθρωπο που έφθασε με το γράμμα στο χέρι.

-Θέλω εξομολόγηση Σεβασμιώτατε.

-Άκου, παιδί μου. Εγώ δεν εξομολογώ. Όμως θα σε στείλω σ’ έναν εκλεκτό πνευματικό στην Ι. Μονή Καρακάλλου. Τον λένε παπα-Κοδράτο.

Παίρνει μολύβι και χαρτί, γράφει μια επιστολή στον παπα-Κοδράτο και τον στέλνει στον έμπειρο ιατρό των ψυχών.

Περπάτησε εκείνος στο ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στο Μοναστήρι και σε λίγο έφθασε. Οι πατέρες τον εφίλεψαν, όπως κάνουν σε κάθε επισκέπτη, με πολλή αγάπη και χαρά. Μετά ειδοποίησαν τον Γέροντα.

-Να έρθει στο Ηγουμενείο, παρήγγειλε εκείνος. Εκεί τον δέχθηκε σαν να τον εγνώριζε χρόνια. Με αγάπη.

Σαν πατέρας. Κι ο άνθρωπος βιαζόταν να βγάλει το βάρος που τον επίεζε καταθλιπτικά μ’ έναν φόβο πρωτογνώριστο, σχηματισμένο ίσως από την πρώτη δραματική εξομολόγησή του.

Έμοιαζε με κυνηγημένο πουλί που είχε μεγάλες πληγές, αλλά πιο μεγάλη αγωνία. Ο διάβολος τον έχει δέσει. Όμως δεν θα χαιρόταν.

Η ψυχή του βρισκόταν τώρα πια στα χέρια του Χριστού, στα χέρια του παπα-Κοδράτου, που διέθεταν την τέχνη και την δύναμη να σπάσουν τα δεσμά των αμαρτιών και της απογνώσεως.

Ήταν στα χέρια του ιατρού που θα έκανε την εγχείρηση και θα θεράπευε τον τραυματία με την χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.

Ο προσκυνητής αντίκρυζε στο πρόσωπο του πνευματικού τον άνθρωπο του Θεού και σκιρτούσε από χαρά.

«Είναι κάτι φυσικό-γράφει ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος- να βλέπει ο άρρωστος τον ιατρό και να αισθάνεται χαρά. Έστω κι αν δεν λάβει καμμία ωφέλεια από αυτόν.

Απόκτησε λοιπόν και συ, ω θαυμάσιε-λέει προς τον ποιμένα- έμπλαστρα, κολλύρια, ποτά, σπόγγους, αναισθητικά, φλεβοτόμα, καυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρια, επιδέσμους.

Αν δεν έχουμε αυτά, πως θα φανεί η επιστήμη μας;» (Λόγος προς ποιμένα).

Ο παπα-Κοδράτος ήταν εξοπλισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά όργανα που αποτελούν την αληθινή επιστήμη του ποιμένος.

Ο άρρωστος προσκυνητής επιθυμούσε να γίνει σύντομα η επέμβασις. Ο παπα-Κοδράτος δεν βιαζόταν.

Κάθησε κοντά του. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα γνωριμίας, φιλίας και εμπιστοσύνης με τον εξομολογούμενο, παρ’ όλο που εκείνος βιάσθηκε να του συστηθεί:

– Είμαι ένας αμαρτωλός, πάτερ.

– -Καλά. Μα εγώ σε βλέπω σαν άγγελο του Θεού. Πες μου, έχεις παιδιά; Πότε ήρθες στο Άγιον Όρος; Τι δουλειά κάνεις;

Συζήτησαν αρκετά, ώσπου η ποθητή προετοιμασία έγινε. Μετά έβαλε «ευλογητός».

– Έλα παιδί μου, του είπε. Βλέπεις αυτή την εικόνα του Χριστού; Μη κρύψεις τίποτε. Όλα τα ξέρει ο Κύριος. Όλα τα βλέπει. Όλα τα ακούει. Κι εγώ είμαι ομοιοπαθής με σένα άνθρωπος. Θάρρος λοιπόν.

Αβίαστα και φυσικά άδειασε και ξεχύθηκε όλο το φαρμάκι κι όλος ο πόνος της καρδιάς του ανθρώπου.

Με συντριβή. Χωρίς αμφιβολία για το έλεος του Θεού που τον έβλεπε ολοζώντανο στην μορφή και στο πετραχήλι του γέροντος πνευματικού. Εξομολογήθηκε καθαρά.

Μετανόησε ειλικρινά. Έκλαψε. Η ψυχή του, ο λόγος του, η στάσις του, όλα μιλούσαν σαν να απήγγελναν τον 50ο ψαλμό του Δαβίδ, τον ψαλμό της μετανοίας : «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός».

Τι άλλο ζητεί ο φιλάνθρωπος Θεός από τον άνθρωπο; Μετάνοια. επιστροφή. Αυτός είναι ο μοναδικός για τον Παράδεισο. Ο δρόμος που περπάτησε ο τελώνης, η πόρνη, ο ληστής.

Αυτόν τον δρόμο άνοιξε ο Κύριος και στην πληγωμένη αυτή ψυχή με την υπεύθυνη πατρική παρουσία του σοφού Του οικονόμου στο ιερό μυστήριο της αφέσεως.

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο παπα-Κοδράτος όταν άκουσε τον εξομολογούμενο, όταν, ως συνήθως, δάκρυσε μαζί του, κι όταν πια τον συμβούλευσε σκύβοντας επάνω στα τραύματά του με ευσπλαχία, του είπε:

-Είδε ο Θεός, παιδί μου, την μετάνοιά σου και τα δάκρυά σου. Άκου λοιπόν. Σήμερα είναι Μ. Πέμπτη. Όλοι οι πατέρες νηστεύουν για να κοινωνήσουν. Κάθησε κι εσύ εδώ αυτές τις ημέρες.

Στο καθαρό και άγιο περιβάλλον της Μονής θα δεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα προσευχηθείς μαζί μας, θα νηστέψεις. Και θα κοινωνήσεις. Θα λειτουργήσω εγώ και θα σε κοινωνήσω. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι. Μηκέτι αμάρτανε».

Η αγαλλίασις του ανθρώπου, μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήταν απερίγραπτη. Όλα τριγύρω έλαμπαν με το φως της ειρήνης, της συγγνώμης, του ελέους του Θεού. Είχε σωθεί.

Και η χαρά του παπα-Κοδράτου, που έγινε για άλλη μία φορά σωσίβιο σ’ ένα ναυάγιο της ζωής, ήταν όμοια μ’ εκείνη την χαρά που δοκιμάζει ο Χριστός όταν βρίσκει ένα «απολωλός», όμοια μ’ εκείνο το πανηγύρι που γίνεται στον Ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».

«Κοδράτος ο Καρακαλληνός»
Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές

Χωρίς αγώνα και χωρίς να χύσεις αίμα μη περιμένεις να ελευθερωθείς από τα πάθη



''Βάζε μετάνοια όταν σφάλεις καί μή χάνεις καιρό...'' 

Ἔλαβα, παιδί μου, τὴν ἐπιστολή σου, καὶ εἶδα σ’ αὐτὴ τὴν ἀνησυχία σου. 

Ὅμως μὴ λυπᾶσαι, παιδί μου. Μὴν ἀνησυχεῖς τόσο. Καὶ ἂν πάλι ἔπεσες, πάλι σήκω. Ὀνομάσθηκες οὐρανοδρόμος. Δὲν εἶναι, παράξενο νὰ σκοντάφτει ἐκεῖνος ποὺ τρέχει. Μόνον χρειάζεται νὰ ἔχει ὑπομονὴ καὶ μετάνοια κάθε στιγμή. 

Βάζε λοιπὸν μετάνοια συνεχῶς, ὅταν σφάλεις, καὶ μὴ χάνεις καιρό. Γιατί, ὅσον ἀργεῖς νὰ ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις ἄδεια στὸν πονηρὸ νὰ ἁπλώνει μέσα σου ρίζες. 
Μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ ἀποκτᾶ δικαιώματα εἰς βάρος σου. 

Λοιπὸν μὴν ἀπελπίζεσαι ὅταν πέφτεις, ἀλλὰ ἀφοῦ σηκωθεῖς πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησε μέ, Χριστέ μου, ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἀσθενής. 

Δὲν εἶναι ἐγκατάλειψη αὐτό. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἔχεις ἀκόμα μεγάλη ὑπερηφάνεια κοσμική, κενοδοξία πολλή, σὲ ἀφήνει ὁ Χριστός μας νὰ σφάλλεις, νὰ πέφτεις. Νὰ μαθαίνεις κάθε μέρα αἰσθητὰ τὴν ἀδυναμία σου καὶ νὰ ὑπομένεις τοὺς φταῖχτες. Νὰ μὴν κατακρίνεις τοὺς ἀδελφούς, ἐὰν σφάλλουν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὑπομένεις. 

Ὥστε, ὅσες φορὲς πέφτεις, πάλι νὰ σηκώνεσαι, καὶ ἀμέσως νὰ ζητᾶς τὴ συγχώρηση. 

Μὴν ἀφήνεις...λύπη στὴν καρδιά σου. Διότι ἡ χαρὰ τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύπη, ἡ ἀθυμία, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιοῦνται πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὁποία γεμίζει πικρία ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ τὰ ἔχει. Ἐνῶ ἡ διάθεση τοῦ μετανοοῦντος λέει: «Ἥμαρτον, συγχώρησον, Πάτερ»! 

Καὶ διώχνει τὴ λύπη. «Μήπως, λέει, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος ἀσθενής; Λοιπόν, τί πρέπει νὰ κάνω»; Πράγματι, παιδί μου, ἔτσι εἶναι. Ἔχε θάρρος... 

Μόνον ὅταν ἔλθει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε στέκει στὰ πόδια τοῦ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς, χωρὶς χάρη, πάντοτε παρασύρεται καὶ πάντοτε πέφτει. Νὰ ἔχεις ἀνδρεία λοιπὸν καὶ μὴ φοβᾶσαι καθόλου. 

Εἶδες πῶς ὑπέμεινε τὸν πειρασμὸν ὁ ἀδελφὸς ποῦ γράφεις; Τὸ ἴδιο κᾶνε καὶ σύ. Ἀπόκτησε γενναῖο φρόνημα στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται ἐναντίον σου. Πάντως θὰ ἔλθουν. Ἔχεις ἀνάγκη ἀπ’ αὐτούς. Γιατί ἀλλιῶς δὲν καθαρίζεσαι. 

Ἄφησε τί λέει ἡ ἀκηδία καὶ ἡ ραθυμία σου. Μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Καθὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πέρασαν οἱ προηγούμενοι, ἔτσι θὰ περάσουν καὶ αὐτοί, ἀφοὶ κάνουν τὸ ἔργο τους. 

Φάρμακα εἶναι οἱ πειρασμοὶ καὶ βότανα ἰατρικά, ποὺ θεραπεύουν τὰ πάθη τὰ φανερὰ καὶ τὶς ἀόρατες πληγές μας. 

Ἔχε λοιπὸν ὑπομονὴ γιὰ νὰ κερδίζεις καθημερινά, νὰ ἀποταμιεύεις μισθό, ἀνάπαυση καὶ χαρὰ στὴν οὐράνια Βασιλεία. Γιατί ἔρχεται νύχτα, δήλ. ὁ θάνατος, ποὺ τότε κανεὶς πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ. 

Γι’ αὐτό τρέξε. Εἶναι λίγος ὁ καιρός... 

Γνώριζε δὲ καὶ αὐτό· ὅτι καλλίτερα εἶναι μία ἡμέρα ζωῆς γεμάτη νίκες μὲ βραβεῖα καὶ στεφάνια, παρὰ χρόνια πολλὰ καὶ νὰ ζεῖς μὲ ἀμέλεια. Γιατί μίας ἡμέρας ἀγώνας μὲ γνώση καὶ αἴσθηση ψυχῆς, ἰσχύει γιὰ πενήντα χρόνια κάποιου ἄλλου, χωρὶς γνώση ἀλλὰ ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ἀμέλεια. 

Χωρὶς ἀγώνα καὶ χωρὶς νὰ χύσεις αἷμα μὴ περιμένεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη. 

Ἀγκάθια καὶ τριβόλια φυτρώνει ἡ γῆ μας μετὰ τὴν παράβαση. Πήραμε ἐντολὴ γιὰ κάθαρση· ἀλλὰ μὲ πόνο πολύ, μὲ ματωμένα χέρια, καὶ μὲ πολλοὺς ἀναστεναγμοὺς ξεριζώνονται. 

Κλάψε λοιπόν, χύσε δάκρυα ποταμούς, καὶ μαλακώνει ἡ γῆ τῆς καρδιᾶς σου. 

Καί, ἀφοῦ τό χῶμα βραχεῖ, εὔκολα ξεριζώνεις τά ἀγκάθια... 

Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού 

(«Ἔκφρασις Μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἔκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Ἄγ. Ὅρος, 
σ. 127-129. σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση.)