.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπεραγία Θεοτόκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπεραγία Θεοτόκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ψελλίσματα Στην Πανάχραντο !



" Στήν Παναγία μας ὅλα τά προβλήματά μου ἀναθέτω.
Ἀλλά γιά περισσότερη ἐγρήγορση…
Μιλῶ στήν Γλυκοφιλοῦσα,
ὅταν μοῦ λείπη ἡ ἀγάπη τῶν δικῶν μου.
Παρακαλῶ τήν Ὁδηγήτρια,
γιά νά μήν χάσω τόν δρόμο μου.
Κλαίω μπροστά στήν Παυσολύπη,
ὅταν ὁ οὐρανός μου εἶναι μαῦρος.
Δέομαι στήν Γοργοϋπήκοο,
γιατί τό πρόβλημα “δέν παίρνει” ἄλλο.
Γονατίζω στήν Παραμυθία,
ὅταν οἱ λύπες εἶναι ἀβάσταχτες, πολλές καί ὄχι μία.
Χαμογελώντας παρακαλῶ τήν Πάντων Χαρά,
ὅταν ἡ χαρά μου εἶναι μακρινό ὄνειρο.
Κοκκινίζοντας ἐκλιπαρῶ τό Ρόδο τό Ἀμάραντο,
γιά τήν χαμένη μου ντροπή.
Κι ἄν ἡ μάνδρα τῆς ψυχῆς μου ἀπειληθῆ,
κρούω στήν Πορταΐτισσα.
Δοξολογώντας τόν Κύριο,
ψάλλω μπροστά στό Ἄξιον Ἐστί.
Εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά ὅσα μοῦ ἔδωσε,
ζητῶ ἀπό τήν Παναγία Δεξιά νά Τοῦ τό πεί.
Ἀλλ’ ὅταν δέν ἀντέχω τόν θρῆνο τῶν ἀδελφῶν,
ζητῶ ἀπό τήν Θρηνωδοῦσα νά κλαύσω μαζί της.
Κι ὅσες φορές, ὡς ἄλλοι “Φιλισταῖοι” ἐχθρικά σύννεφα πυκνώνουν
στόν οὐρανό τῆς Πατρίδος μου, ἱκετεύω τήν Ἁγία Σκέπη.
Κι ὡς Μάνα τοῦ κόσμου ὅλου, Βρεφοκρατοῦσα,
Σέ ἱκετεύω γιά τίς μάνες…
Ἀπό τήν Γερόντισσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους
ζητῶ νά φυλάει τά ἀδέλφια μου τούς μοναχούς… "

Ὦ Δέσποινα τοῦ κόσμου, γενοῦ μεσίτρια,
πρός τόν Φιλάνθρωπο Θεόν,
μή μοῦ ἐλέγξῃ τάς πράξεις,
ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων."

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου



Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ...
ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.
Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.

Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.
Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου (Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».

Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».
Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).

Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.
Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.

Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.
Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.

Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.

Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».

Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.

Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.

Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».

Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.

Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.
Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.

Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».

Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:
»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.
»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.
»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».
Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα· γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».
Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.
Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.
Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».
Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον· καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.
Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

Ἀπό τό βιβλίο: «Ὁ Βίος τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας», Ἱερόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου «Μπουραζέρη», Ἅγιον Ὄρος, 2010
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

Η Παναγία μεσιτεύει ακατάπαυστα για όλους μας



«Ημέρας και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών»

Όλα τα βλέμματα και οι καρδιές, τούτες τις δίσεχτες ημέρες, ικετευτικά, παρακλητικά στρέφονται στο καλοκαιριάτικο αυγουστιανό Πάσχα. Τον Δεκαπενταύγουστο.

Στον ζωηφόρο θάνατο, στην αθάνατη Κοίμηση της Κυρίας Θεοτόκου. Συντονισμένα και τα πόδια μας –έστω και βαρυφορτωμένα από την ένοχη συνείδησή μας, την οικονομική δυσπραγία και τα όποια ασήκωτα βάρη της καθημερινότητας-μας οδηγούν ανεπίστροφα μπροστά στην θαυματουργική εικόνα, για να αποθέσουμε στα αγιασμένα πόδια της τον οφειλόμενο σεβαστικό ασπασμό μας. Για να δροσίσουμε τα φρυγμένα από το κακό και την αμαρτία χείλη μας και να δηλώσουμε αμετάκλητα την αγάπη μας στην τόσο πονεμένη αλλά και πληγωμένη από τα δικά μας λάθη, τα δικά της παιδιά, Θεομάνα.

Ελάτε λοιπόν χρεωστικά να υμνήσουμε και κυρίως να τιμήσουμε «την Θεοτόκο και Μητέρα του φωτός». H Δαμασκηνή θεολογία πανέμορφα μας υπενθυμίζει πως « ουδείς κατ’ αξίαν της Θεομήτορος την ιεράν εκδημίαν ευφημήσαι δυνήσεται-επειδή- αύτη θεσμόν εγκωμίων υπέρκειται». Ο ίδιος Πατέρας ομολογεί πολύ παρήγορα πως δεν υπάρχει πτυχή, λεπτομέρεια ζωής, την οποία να μη γνωρίζει η Θεοτόκος και να μην μπορεί να δώσει ανάσα ζωής και ελπίδα σωτηρίας.

Ο αγιορείτικος μοναχισμός νιώθει βαθύτατο συγκλονισμό στο να την επικαλείται και να μην την αφήνει ήσυχη «υπέρ πάσης ψυχής θλιβομένης τε και καταπονουμένης». Η Παναγία δεν ξεκουράζεται, αναπαύεται στην υπέρ των τέκνων της κόπωση, γι’ αυτό και ποτέ δεν χαμηλώνει τα δεόμενα πανάχραντα χέρια της. Η Παναγία επανέρχεται συχνά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία κυρίως ως μητέρα. Και μία καλή μητέρα ξέρει ν’ ακούει, να πονά και ν’ αγαπά. (γ. Μωϋσής).

Είναι αδίστακτη η πίστη όλων μας, ότι η Υπεραγία Θεοτόκος μετέχει στη δόξα του Υιού της, συμβασιλεύει μαζί του διευθύνει κοντά στο πλευρό του τις τύχες και όλα τα γεγονότα της Εκκλησίας και του κόσμου που εκτυλίσσονται μέσα στο χρόνο, μεσιτεύει «ημέρας και νυκτός» για όλους μας προς Εκείνον, ο οποίος θα έρθει να κρίνει τον κόσμο.

Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στοχάζεται : «Εκείνη έχει το πλήθος των πολλών οικτιρμών. Έχει πολλή αγάπη στο ανθρώπινο γένος, προπάντων στους αμαρτωλούς. Ο Υιός της παίρνει μεγάλη χαρά, όταν τον παρακαλεί η Μητέρα του, διότι θέλει να σώσει τον άνθρωπο. Δια τούτο και μόνο έφερε την Μητέρα του και μας την εχάρισε, για να την έχουμε μέσον προς σωτηρίαν.»

Θαυμάζοντας το μεγαλείο της ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφωνεί: «Πού ημπορώ εγώ να απαριθμώ όλα τα μεγαλεία όσα εποίησεν ο Θεός εις την Αειπάρθενον; Αυτά είναι άπειρα κατά το μέγεθος και αναρίθμητα κατά το πλήθος. Και αν ήταν δυνατόν να ενωθούν όλοι όσοι εσώθησαν με τον άσπορον Τόκον της, και να γίνουν ένα στόμα και μία γλώσσα πάλιν δεν ήθελαν δυνηθή να αριθμήσουν τα μεγαλεία της Θεοτόκου και να τα εγκωμιάσουν κατά την αξίαν τους…».

Η εποχή μας φαίνεται να είναι η εποχή της μεγάλης αποστασίας και πραγματικά αντίχριστες οι ημέρες που ζούμε, αφού οι κυβερνήτες μας «έδιωξαν» κυριολεκτικά από την αγκαλιά της Θεομήτορος, Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Με τον τρόπο αυτό εξορίζεται ο Χριστός από την κατ’ εξοχήν δική Του ημέρα, την Κυριακή, για να μην ακούν την κυριακάτικη καμπάνα και τους θυμίζουν ενοχές.

Και όμως όλοι αυτοί θα τρέξουν να δώσουν ανερυθρίαστα το παρόν στην μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, όχι από ευλάβεια αλλά και πάλι για εμπορία ψήφων και κάλυψη ενόχων κατατρεγμών συνειδήσεων. Η Κυρία Θεοτόκος όμως αποστρέφει το πρόσωπό της από όσους «ύβρισαν» τον Υιόν της, και να θυμηθούμε τους σοφούς λόγους του γέροντος Παϊσίου ότι «θα δουλέψουν οι πνευματικοί νόμοι»!

Όσοι πιστοί ορθόδοξοι «προσέλθωμεν τω τάφω της Θεομήτορος»! Να γονατίσουμε ικετευτικά, να προσκυνήσουμε λατρευτικά, να υμνήσουμε δοξολογικά και ταπεινά να παρακαλέσουμε την Κυρία Θεοτόκο να πρεσβεύει για κάθε ψυχή πονεμένη, πικραμένη και παραπονεμένη, και για τούτη την πολυβασανισμένη πατρίδα μας Ελλάδα.

Σαββίδης Παύλος, Θεολόγος

ΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ



Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἡ κατά σάρκα γεννήσασα τόν Θεόν Λόγον, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι εὐπρεπές, οὐδέ ἄξιον εἰς ἐμέ τόν πανάσωτον, τόν ἔχοντα μεμολυσμένους τούς ὀφθαλμούς καί τά χείλη ἀκάθαρτα, νά ἴδω τήν εἰκόνα Σου τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τό σῶμα καί τήν ψυχήν καθαρά καί ἀμόλυντα, ἀλλ᾽ ἀπεναντίας πρέπει νά μισηθῶ ὁ ἄσωτος καί νά ἐπιτιμηθῶ ὑπό τῆς ὑμετέρας καθαρότητος. Πλήν ἐπειδή ὁ Θεός τόν Ὁποῖον ἐγέννησες, ἔγινεν ἄνθρωπος ὅπως καλέσῃ τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν, λαμβάνω καί ἐγώ τό θάρρος καί προσέρχομαι πρός Σέ, παρακαλῶν μετά δακρύων.
Πρόσδεξε τήν παράκλησίν μου διά τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν πολλῶν καί χαλεπῶν πταισμάτων μου καί παρακάλεσον τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν καί Θεόν ὅπως ἐλεήσῃ τήν ἀθλίαν καί ταλαίπωρον ψυχήν μου. Διότι διά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου ἐμποδίζομαι νά στρέψωτό βλέμμα μου πρός Αὐτόν καί νά ζητήσω συγχώρησιν καί διά αὐτό σέ προβάλλω μεσίτριαν.
Ἀπολαύσας πολλῶν καί μεγάλων δωρεῶν παρά τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, ἐφάνην ἄθλιος καί ἀχάριστος ὁμοιωθείς μέ τά ἀνόητα κτήνη· πτωχεύσας εἰς τάς ἀρετάς, πλουτήσας εἰς τά πάθη, βεβαρυμένος μέ ἐντροπήν, ἐστερημένος θείας παρρησίας, κατακεκριμένος ὑπό τοῦ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπό τῶν ἀγγέλων, χλευαζόμενος ὑπό τοῦ δαίμονος καί μισούμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων· ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεως, ἐντρεπόμενος διά τά πονηρά μου ἔργα, νεκρός ὑπάρχων πρό τοῦ θανάτου καί πρό τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος καί πρό τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως τυγχάνων αὐτοτιμώρητος ὑπό τῆς ἀπογνώσεως. Διά τοῦτο καταφεύγω εἰς τήν ἰδικήν Σου καί μόνην βοήθειαν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ μυρίων ταλάντων ὀφειλέτης, ὁ ἀσώτως τήν πατρικήν οὐσίαν δαπανήσας, ὁ παρανομήσας ὑπέρ τόν Μανασσῆν, ὁ γενόμενος ἄσπλαχνος ὑπέρ τόν πλούσιον, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τό δοχεῖον τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ θησαυροφύλαξ τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λόγων καί ὁ ξένος πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας.
Ἐλεήσόν μου τήν ταπείνωσιν καί συμπάθησόν μου τήν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις τήν παρρησίαν πρός τόν ἐκ Σοῦ τεχθέντα καί οὐδείς δύναται ὡς Σύ, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ. Δι᾽ ὅλα ἔχεις τήν ἰσχύν ὡς ὑπερέχουσα πάντων τῶν κτισμάτων καί δέν εἶναι ἀδύνατον εἰς Σέ οὐδέν, ἐάν θελήσῃς. Μή λοιπόν παραβλέψῃς τά δάκρυά μου, μή ἀηδιάσῃς τόν στεναγμόν μου, μή ἀποστραφῇς τόν πόνον τῆς καρδίας μου, μή ἐντροπιάσῃς τήν πρός Σέ προσδοκίαν μου, ἀλλά διά τῶν μητρικῶν Σου δεήσεων βίασον τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ καί ἀξίωσόν με τόν ταλαίπωρον καί ἀνάξιον δοῦλόν Σου ν᾽ ἀπολαύσω τό πρῶτον καί ἀρχαῖον κάλλος καί τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν παθῶν, διά νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τάς ἁμαρτίας καί νά γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νά ἐκδυθῶ τόν μιασμόν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καί νά ἐνδυθῶ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νά νεκρωθῶ διά τόν κόσμον καί νά ζήσω ἐν τῇ ἀρετῇ.
Ὁδοιποροῦντά με συνόδευσον, πλέοντα ἐν θαλάσσῃ σύμπλευσον, ἀγρυπνοῦντα με ἐνίσχυσον, θλιβόμενον παρηγόρησον, ὁλιγοψυχοῦντα παρακάλεσον, ἀσθενοῦντα δώρησόν μου τήν ἴασιν, ἀδικούμενον ρῦσαί με, συκοφαντούμενον ἀθώωσον, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα προφθάσασα λύτρωσόν με, εἰς τούς ἀοράτους ἐχθρούς δεῖξον με καθ᾽ ἑκάστην φοβερόν.
Ναί ὑπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπάκουσον τῶν οἰκτρῶν δεήσεων καί μή μέ ἐντροπιάσῃς ἀπό τῆς προσδοκίας μου. Τόν βρασμόν τῆς σαρκός κατάπαυσον, τήν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀγριωτάτην ταραχήν κατεύνασον, τόν πικρόν θυμόν καταπράϋνον, τόν τύφον καί τήν ἀλαζονίαν τῆς ματαίας οἰήσεως ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον, τάς νυκτερινάς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί τάς καθημερινάς ἀκαθάρτους προσβολάς ἀπομάκρυνον τῆς καρδίας μου. Παίδευσόν μου τήν γλῶσσαν ἵνα ὁμιλῇ τά συμφέροντα, δίδαξον τούς ὀφθαλμούς μου νά βλέπουν ὀρθῶς τήν ὁδόν τῆς ἀρετῆς, ἐνίσχυσον τούς πόδας μου ἵνα βαδίζουν τήν μακαρίαν ὁδόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τάς χεῖράς μου ἁγίασον ἵνα ἀξίως αἴρω αὐτάς πρός τόν Ὕψιστον. Καθάρισόν μου τό στόμα ἵνα μετά παρρησίας ἐπικαλεῖται τόν Πανάγιον Πατέρα καί Θεόν. Ἄνοιξόν μου τά ὦτα, ἵνα ἀκούω αἰσθητῶς καί νοητῶς τά ὑπέρ μέλι καί κηρίον γλυκύτερα λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί βιῶ ταῦτα ἐνισχυόμενος ὑπό Σοῦ.
Δός μοι καιρόν μετανοίας, λογισμοῦ ἐπιστροφήν, ἐλευθέρωσόν με ἐξ αἰφνιδίου θανάτου καί ἀπάλλαξόν με κατακεκριμένον ὑπό τῆς συνειδήσεως. Καί τελευταῖον ἐλθέ κοντά μου κατά τόν χωρισμόν τῆς ψυχῆς μου ἀπό τοῦ ἀθλίου μου σώματος, ἵνα ἐλαφρύνης τήν ἀφόρητον αὐτήν βίαν, ἀνακουφίσῃς τόν ἀνέκφραστον πόνον, παρηγορήσῃς τήν ἀπαραμύθητον στενοχωρίαν. Ἵνα τῆς σκοτεινῆς μορφῆς τῶν δαιμόνων λυτρώσῃς, παραμερίζουσα τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους καί σχίζουσα τά χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Καί ἵνα μέ οἰκειώσῃς μέ τόν Θεόν καί μέ καταξιώσῃς τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ παραστάσεως ἐν τῷ φοβερῷ Κριτηρίῳ καί νά μέ κάμῃς κληρονόμον τῶν αἰωνίων καί ἀδιαφθόρων ἀγαθῶν.
Ταύτην τήν ἐξομολόγησιν Σοῦ κάμνω Δεσποινά μου Θεοτόκε, τό φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν καί παραμυθία τῆς ζωῆς μου, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς καί προστασία μου, τήν ὁποίαν δέξου εὐμενῶς καί καθάρισόν με ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος καί ἀξίωσόν με εἰς τήν παροῦσαν ζωήν ἀκατακρίτως νά μετέχω τοῦ Παναγίου καί ἀχράντου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ. Εἰς δέ τήν μέλλουσαν, τῆς γλυκυτάτης οὐράνιας τροφῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα εἶναι ἡ κατοικία πάντων τῶν εὐφραινομένων. Τούτων δέ τῶν ἀγαθῶν τυχών ὁ ἄθλιος, δοξάζω εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ τοῦ δεχομένου πάντας τούς μετανοοῦντας ἐξ ὅλης ψυχῆς διά Σέ τήν γενομένην μεσίτριαν καί ἐγγυήτριαν πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι διά Σοῦ Πανύμνητε καί Ὑπεράγαθε Δέσποινα περισώζεται ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπίνη φύσις αἰνοῦσα καί εὐλογοῦσα Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Παναγίαν Τριάδα.

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Η Υπεραγία Θεοτόκος στην Εκκλησία



Μὲ τὴν ἁμαρτία τὸ θάνατο καὶ τὸ διάβολο οἱ ἄνθρωποι ξέπεσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπομακρύνθηκαν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς καὶ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπὸ ἀμέτρητη φιλανθρωπία ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γιὰ πάντα παραμένει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὡς Θεάνθρωπος ὡς Ἐκκλησία. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μὲ τὴν δική του θεανθρώπινη οἰκονομία σώζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο. Εἶναι Καινο- Διαθηκικὴ Πανευλογία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ποὺ ἐγέννησε γιὰ ἐμᾶς τὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ στὴν πραγματικότητα γέννησε τὴν Ἐκκλησία διότι ἔδωσε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπὸν ἡ Θεοτόκος ταυτοχρόνως καὶ Ἐκκλησιογεννήτρια· ἡ Θεομήτωρ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Ἐκκλησιομήτωρ.

Γι’ αὐτὸ ἡ ἁγία προσευχόμενη σκέψη τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογεῖ καὶ διδάσκει αὐτὴ τὴν Παν-ἀλήθεια ὅτι δηλαδὴ ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ Παν-φῶς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας γίνεται δι’ Αὐτῆς καὶ διὰ τοῦ δικοῦ Της Θεϊκοῦ Υἱοῦ.

Οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κηρύττουν γιὰ Αὐτήν. Ὅθεν δικαίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκον τὴν Ἁγίαν Μαρίαν ὀνομάζομεν. Τοῦτο γὰρ τὸ ὄνομα ἅπαν τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας συνίστησι.

Γιὰ τὴν προσευχόμενη καὶ παν-ἀληθή αἴσθηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ δική του θαυμαστὴ Θεομήτωρ εἶναι δύο ἀχώριστες ὑπάρξεις. Στὴν ὀρθόδοξη ἐπίγνωση τῆς ΚαινοΔιαθηκικῆς πίστης τὸ σωτηριῶδες καὶ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀχώριστο ἀπὸ τό τῆς Παναγίας Ἀχράντου Ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ἐὰν ὑπάρχει κάποιος στὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τότε Αὐτὴ εἶναι ἡ Θεοτόκος ἡ Παντελεία, Θεανθρώπινη Παν-ἀρετή. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελειοτάτη μορφὴ κάθε ἀπείρου καλοῦ. Διότι ὅταν δί’ Αὐτῆς ὁ Θεὸς εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὡς ἄνθρωπος πῶς νὰ μὴν προέλθει ἐξ Αὐτῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο κάθε τι τὸ θεϊκό, κάθε τι τὸ ἐπουράνιο, κάθε τι τὸ εὐαγγελικό, κάθε τι τὸ εὐλογημένο, κάθε τι τὸ παραδεισένιο;

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων.

Ἀναμφίβολα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ πλουσιωτάτη Δωρο -δωρήτρια στὸ Ἀνθρώπινο γένος. Χάρισε σὲ ἐμᾶς, ἐγέννησε γιὰ ἐμᾶς τὸν Θεὸν ὡς ἄνθρωπο, ὡς Θεάνθρωπο· καὶ μὲ Αὐτὸν τὴν Αἰώνια Ἀλήθεια, τὴν Αἰώνια Δικαιοσύνη, τὴν Αἰώνια Ἀγάπη, τὴν Αἰώνια Ἀγαθότητα, τὴν Αἰώνια Ζωή.

Ἀσφαλῶς μὲ αὐτὰ ἔδωσε σὲ ἐμᾶς ὅ,τι αἰωνίως χρειαζόταν ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὲ ὅλους τους κόσμους: τὴν σωτηρία, τὴν ἐνχρίστωση, τὴν Θεανθρωποποίηση, τὴν Θέωση, τὴ ἐντριαδοποίηση, δηλαδὴ ὅλα τὰ θεία μυστήρια καὶ ὅλες τὶς θεϊκὲς ἀρετές. Ἀλλὰ μαζί μέ ὅλα αὐτά (μᾶς ἔδωσε) τὸ πολὺ ἀγαπητὸ θαῦμα ὅλων τῶν θεϊκῶν κόσμων, τὸν θαυμαστὸ καὶ παν- θαύμαστο Θεὸ καὶ Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ, τὸν Θεάνθρωπο.

Ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν εἶναι παναληθὴς καὶ θεόπνευστη ἡ ὁμολογία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «οὐδεὶς ἂν ἔλθοι πρὸς Θεὸν εἰ μὴ δι’ Αὐτῆς (τῆς Θεοτόκου)…Δι’ Αὐτῆς μεθέξουσι ὅσοι δὴ μεθέξουσι Θεοῦ. Αὕτη καὶ τῶν πρὸ Αὐτῆς αἰτία καὶ τῶν μέτ’ Αὐτὴν προστάτις καὶ τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς… Αὕτη παντὸς ἁγίου κορυφὴ καὶ τελείωσις». [Δηλαδή: «Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔλθει στόν Θεό παρά μόνο διά μέσου Αὐτῆς (τῆς Θεοτόκου)…Διά μέσου Αὐτῆς θά ἑνωθοῦν ὅσοι θά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι αἰτία, καί τῶν πρίν ἀπό Αὐτήν, καί προστάτις τῶν μετά ἀπό Αὐτήν καί αἰτία (πρόξενος) τῶν αἰωνίων (ἀγαθῶν). Αὐτή εἶναι ἡ ὑπόθεση (μέ αὐτήν ἀσχολοῦνται καί γι’ αὐτήν ὁμιλοῦν) τῶν Προφητῶν, ἡ ἀρχή τῶν Ἀποστόλων, τό στήριγμα τῶν μαρτύρων, ἡ κρηπίδα (βάση) τῶν διδασκάλων…Αὐτή εἶναι ἡ κορυφή καί ἡ τελείωση τοῦ κάθε Ἁγίου»)

Ἡ θεοδηγούμενη σκέψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μεγαλύνοντας τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁμολογεῖ: «Ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ κανεὶς ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία. Αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Σωτηρίας γιατί ἐγέννησε τὸν Σωτήρα».

Ὁ Θεόσοφος ὁμολογητὴς τῆς θεανθρώπινης ἀλήθειας γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἑνώνει τὴν προσωπικότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἐννοηθεῖ, οὔτε νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Μὲ τὴν ἐπονομασία δὲ «Θεοτόκος», στὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκφράζεται ὅλο τὸ θεϊκὸ μυστήριο τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ναί, χωρὶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο δὲν ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος, δὲν ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχει ἡ σωτηρία καὶ ὅλος ὁ κόσμος μετατρέπεται σὲ μία πολὺ ἀσυλλόγιστη φρίκη καὶ ὁ ἄνθρωπος σὲ μία φοβεροτάτη κόλαση.

-Γιὰ ποιὸ λόγο ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς αὐτὸν τὸν κόσμο;

-Γιὰ νὰ γίνει ναὸς τοῦ Θεοῦ.

-Καὶ τὴν ζωὴν σὲ αὐτόν;

-Γιὰ νὰ γίνει Θεο-λειτουργικὴ.

-Καὶ τοὺς ἀνθρώπους σὲ αὐτὴν;

-Γιὰ νὰ γίνουν Θεολειτουργοί.

Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι μετάλλαξαν αὐτὸ τὸν κόσμο σὲ εἰδωλεῖο καὶ κολαστήριο.

– Μὲ τί;

-Μὲ τὴν Ἁμαρτία. Διότι ἡ ἁμαρτία ὑπακούει στὸν διάβολο καὶ ὄχι στὸν Θεό. Ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἀπὸ Θεὸ-λειτουργικὴ ἔγινε διαβολοειδὴς καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ μετασχηματίστηκαν σὲ ὑπηκόους τοῦ διαβόλου.

Ὁ Κύριος ὅμως Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν ἁγιάση καὶ νὰ τὸν μεταμορφώση ἀπὸ κόλαση σὲ Θεο-λειτουργία καὶ αὐτὸ ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς τὸ πραγματοποίησε μὲ τὴν Ἐκκλησία. Διότι μὲ Αὐτὴν ὅλος ὁ Κόσμος ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ζωὴ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο εὐαγγέλιο ὅλη Θεολειτουργική. Τὸ δὲ τέλειο παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ὁποία ἔζησε καὶ ἀσκήθηκε στὸ ναὸ, στὴν Ἐκκλησία. Ὅλη Της ἡ ζωή ἦταν μία ἀδιάκοπη Θεολειτουργία μὲ συνεχή ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

...Όταν φθάσαμε στην Εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας μου είπε ο Κύριος



...Όταν φθάσαμε στην Εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας μου είπε ο Κύριος:
«Να Την τιμάς κι εσύ και όλοι οι πιστοί,που έχουν εξαγοραστεί με το Αίμα μου,γιατί χάρισε στον κόσμο την σωτηρία.
Να, αυτή τη στιγμή στην Εκκλησία η αγρυπνία έφθασε στην ενάτη Ωδή και όλοι μεγαλύνουν την Θεοτόκον και Μητέρα του Φωτός…»

Όσιος στάρετς Ιωνάς του Κιέβου

H πιο γλυκιά μητέρα

Οι προσευχές ποτέ δεν πάνε χαμένες. Κάθε ικεσία που βγαίνει ειλικρινά, γεμάτη δάκρυα, ποτέ δεν χάνεται, πηγαίνει κατευθείαν στον δικό Του θρόνο. Εκείνος πάντα σε κοιτάζει, όχι βλοσυρά, όχι σαν κακός εκδικητής, μα σαν στοργικός πατέρας, έτοιμος να σε σηκώσει αν χτυπήσεις, έτοιμος να σε παρηγορήσει αν στενοχωρηθείς...
Έχεις όμως και μια μητέρα ακόμα. Την δική Του μητέρα, που και εσένα σε αγαπάει όσο δεν φαντάζεσαι. Είναι η πιο γλυκιά μητέρα του κόσμου, που όποτε την χρειαστείς και την ζητήσεις, αμέσως θα έρθει δίπλα σου με ένα χάδι. Ένα αθόρυβο, ουράνιο χάδι. Η αγκαλιά Της είναι η πιο μεγάλη, η πιο σίγουρη, η πιο στοργική, η ωραιότερη. Περιμένει από σένα μονάχα να προσπαθείς, να αγαπάς το παιδί Της και να προσεύχεσαι…

Μια χούφτα άμμος για τον Παράδεισο ...

Ήταν αυτό που λέμε καλό παιδί!Αγνή ψυχή με φιλότιμο και πνεύμα θυσιαστικό! Μέσα σε όλα! Πρώτος σε όλα!Πρόθυμος να βοηθήσει, να συμπαρασταθεί, δίχως να προσμένει αντάλλαγμα, με αγάπη και ενδιαφέρον αληθινό για τους δικούς του ανθρώπους!
Ο Γιώργης με την μαλαματένια ψυχή!
Ο καλός μας άνθρωπος που λάτρευε τις ταινίες του ΘΒ και πόσο του έμοιαζε όταν έτρεχε ασταμάτητα να μην αφήσει κανέναν παραπονεμένο …
Αδέλφια, τους γέρους γονείς του που τους πρόσεχε σαν μικρά παιδιά, τους φίλους, τους συναδέλφους στο γραφείο ...
Όλοι είχαν να το λένε!
Πρώτον τον Γιώργη θα φωνάξουμε στα ζόρικα!
Και εκείνος πάντα ήταν εκεί, πολλές φορές παραμελώντας τον εαυτό του και αγνοώντας όλους εκείνους που κάποτε-κάποτε του φώναζαν:
-Ξύπνα κορόιδο, φρόντισε λίγο και σένα!
Όλα για τους άλλους!
Το μόνο που εκείνος ήθελε ήταν ένα ποτήρι καλό κρασί, δυο χαμογελαστούς φίλους και το τσιγαράκι του για να ξεκουραστεί, να χαλαρώσει όπως ο ίδιος έλεγε …

Το τσιγάρο το χε αρχίσει από τα μικράτα του …
Τριάντα χρόνια περίπου καπνιστής , θεριακλής συνειδητός! Μια απόλαυση έχω και γω βρε παιδιά! Του Θεού είναι κι αυτό!
Έλεγε σε όσους τον συμβούλευαν χρόνια τώρα να το κόψει! Τι κι αν για την υγεία του συνέχεια του έλεγαν, μιας και κείνος ο βαθύς βήχας και το λαχάνιασμα στην σκάλα είχε γίνει πια καθημερινότητα απαράλλαχτη, αυτός γελώντας τους απαντούσε ...
-Τι σκιάζεστε βρε, ένα κεράκι υπόθεση είναι, να ρχεστε να μου ανάβετε!
Τι για τα χρήματα που τόσα χρόνια θα μπορούσε να χε εξοικονομήσει ...
Σπίτι δικό σου θα χες τώρα με τόσα που χεις ξοδέψει για αυτό το διαβολόπραμα του λεγε συνέχεια ο Κυρ-Σωτήρης ο πατέρας του! Γελούσε ο Γιώργης και έβγαινε στην ταράτσα να καπνίσει! Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές είχε προσπαθήσει να το κόψει …
Μα πάντα ερχόταν μια στεναχώρια, μια δυσκολία, ένα αγχωμένο πρωινό και το χέρι πήγαινε μόνο του στο πακέτο …

Μέχρι που ρθε εκείνο το απόγευμα στο Μοναστήρι του βράχου, στης Παναγιάς την αετοφωλιά, που αγάπαγε να πηγαίνει τις Παρασκευές των Χαιρετισμών …
Αγαλλίαζε η ψυχή του εδώ πάνω! Ο μυρωμένος αέρας, της αναγεννημένης γης με τα ευωδιαστά σπλάχνα της και τα ευσκιόφυλλα ξύλα της τον μάγευαν …
Ήταν κι αυτά τα λόγια που από μικρός άκουγε τα τόσο γνώριμα …
Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη! Απ έξω τα γνώριζε τα περισσότερα, τουλάχιστον την αρχή κάθε γράμματος των Χαιρετισμών της Παναγίας! Δεν είχε βέβαια καθίσει ποτέ να διαβάσει κάποια ερμηνεία τους …
Που χρόνος για τέτοια, σκεφτόταν και έτσι είχε κάποιες λέξεις που ούτε καν ήξερε τι σήμαιναν …

Τέλειωσε η ακολουθία, προσκύνησε την Εικόνα της Παναγίας στο κέντρο του καθολικού και ύστερα βιάστηκε να βγει έξω να καπνίσει… Σχεδόν δυο ώρες άκαπνος και είχε χαρμανιάσει που λένε… Είχε βγάλει ήδη και το πακέτο με τα τσιγάρα όταν τον πλησίασε μια κυρία γύρω στα 60 … 
-Να παιδί μου πάρε να έχεις και συ ευλογία του είπε και του πρόσφερε ένα μικρό βιβλιαράκι...
-Τι είναι αυτό κυρία; την ρώτησε κάπως ξαφνιασμένος ...
-Είναι οι Χαιρετισμοί της Παναγίας μας παιδί μου ! Τους εκτυπώνουν κάποιοι αγωνιστές αδελφοί μας, βαστάζοι της Κυρίας Θεοτόκου και τους μοιράζουν δωρεάν! Έτσι μου έστειλαν και εμένα αρκετά τεύχη και τα δίνω σε όποιον αδελφό βλέπω ότι έχει την καλήν ανησυχία!
-Τι εννοείτε; την ρώτησε ξανά …
Δεν είχε καταλάβει κάποιες φράσεις της όπως το βαστάζοι, την καλή ανησυχία…
-Εννοώ πως υπάρχουν κάποιοι που κουβαλούν , που βαστάζουν και διαδίδουν αυτά τα άγια λόγια που πολύ ευχαριστούν την Παναγία μας και απίστευτα ωφελούν την ψυχή μας, αν Της τα προσφέρουμε σαν προσευχή καθημερινά!
Σε είδα πριν στην ακολουθία πόσο προσηλωμένα και κατανυκτικά στεκόσουν παλικάρι μου και είπα μέσα μου! Να μια ψυχούλα που αξίζει να της χαριστεί τούτο το μικρό μα τόσο πολύτιμο δώρο! Ορίστε λοιπόν λάβε το! Και πάρε ακόμα μερικά να δώσεις και σε άλλους, όσους εσύ θέλεις …
Ευχαριστήθηκε πολύ ο Γιώργης με το απρόσμενο τούτο δώρο … Μάλιστα ένιωσε εκείνη την ώρα κάτι που πολύ τον παραξένεψε … Του είχε φύγει η τεράστια επιθυμία να βγει γρήγορα έξω για να ανάψει τσιγάρο!Έβαλε το πακέτο ξανά στην τσέπη.
Η γαλήνια μορφή της γυναίκας, ο γλυκός και ήρεμος τρόπος που του μιλούσε, τον έκαναν να θέλει να την ακούσει κι άλλο …

-Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι της είπε …
-Ορίστε παιδί μου, ό,τι θες, έχω χρόνο! Έλα να καθίσουμε εδώ… και του έδειξε δυο καθίσματα δίπλα στο προσκυνητάρι του Αγίου Χαραλάμπη …
Κάθισαν και άρχισαν να μιλούν.
–Είναι μεγάλη η ευλογία παιδί μου που πηγάζει απ τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας! Και ξέρεις για ό,τι σε απασχολεί μπορεί η Παναγία μας να σου δώσει απάντηση μέσα από αυτούς τους στίχους της!
–Γι αυτό ήθελα να σας ρωτήσω ...
Είναι κάποιοι που δεν τους καταλαβαίνω καθόλου! Θα μου πείτε τόσες μεταφράσεις κυκλοφορούν και στο διαδίκτυο αλλά δεν μερίμνησα ποτέ μου ως τώρα!
Μιας όμως και σας βρήκα θα ήθελα να σας ρωτήσω …
-Πες μου παιδί μου!
-Εκείνο το Υ πολύ ακαταλαβίστικο μου φαίνεται! Το ακούσαμε και σήμερα στους τέταρτους χαιρετισμούς! Δεν το καταλαβαίνω καθόλου! Άνοιξε το βιβλιαράκι και άρχισε να διαβάζει η αλήθεια κάπως δύσκολα και παρατονισμένα: Ύμνος άπας, ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου, ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις σοι βοώσιν, Αλληλούϊα.
-Είδες παιδί μου σε ποιο γράμμα πήγες; Όλα μας τα ερωτήματα, όλα μας τα πάθη μ αυτό το γράμμα μπορούν να θεραπευθούν!
-Τι θέλετε να πείτε; ρώτησε απορημένος ο Γιώργης .
–Κατ αρχάς έλα να το μεταφράσουμε! Ύμνος άπας, ηττάται δηλαδή όλοι οι ύμνοι αποδεικνύονται μηδαμινοί, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου, δηλαδή όσο και αν προσπαθούν να ανταποκριθούν προς το πλήθος της απείρου ευσπλαχνίας Σου. Ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε, δηλαδή και αν ακόμη προσφέρουμε εις Σε, ώ Άγιε Βασιλέα, ψαλμωδίες τόσες σε αριθμό, όσος είναι ο αριθμός των κόκκων της άμμου, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις σοι βοώσιν, Αλληλούϊα.
Δηλαδή δεν πράττουμε τίποτε το αντάξιο των ευεργεσιών που έκαμες εις ημάς, οι οποίοι ανακράζουμε για Σενα : Αινείτε τον Θεό.
Όλο το νόημα βρίσκεται παιδί μου σε εκείνο το : Ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς …
Άπειρη, αμέτρητη η άμμος της θάλασσας! 
Ακόμα κι αν την μετρούσαμε και αντιστοιχούσαμε ισάριθμες ευχαριστίες, με αίνους, με ύμνους, με δοξολογίες, πάλι μηδαμινό θα ήταν αυτό μπροστά στην θυσία του Χριστού μας που έγινε άνθρωπος και ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε και Σταυρώθηκε για μένα και για σένα προσωπικά! Εσταυρώθης δι εμέ δεν λέμε την Μεγάλη Εβδομάδα;
Και εμείς τι προσφέρουμε στην Σταυρωμένη ολάνοιχτη αγκαλιά του που πάντα μας προσμένει; Αμαρτίες αμετανόητες, πάθη καταστροφικά, το θέλω και το εγώ μας! 
Να για παράδειγμα, συνέχισε η γυναίκα με την γλυκιά φωνή , είναι κάποιος που καπνίζει και μολύνει και φθείρει συνεχώς το σώμα του, τον Ναό του Θεού και δεν μπορεί να το σταματήσει αυτό το πάθος όπως και άλλα πολλά …το πιοτό το χαρτί την φιλήδονη ζωή! Κατέβασε τα μάτια ο Γιώργης σαν κατάλαβε πως το θέμα πολύ τον αφορούσε ...
Το ένιωσε η γυναίκα και συμπλήρωσε:
-Για μένα πρώτα τα λέω παιδί μου, που δεν μπορώ ούτε ένα πάθος μου να σταματήσω και να Του το αφήσω στα ματωμένα Του πόδια!
Ούτε έναν κόκκο άμμου δεν μπορώ να Του χαρίσω …
Γιατί κάθε τέτοιο πάθος μας ,ένας κόκκος άμμου είναι παιδί μου! 
Αν για παράδειγμα ένας άνθρωπος βάλει αρχή και ξεκινήσει να ζει κοντά στον Θεό, θα γεμίσει κάποτε μια χούφτα με άμμο…
Αν ξεκινήσει να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται, να νηστεύει, να μετανοεί, να εξομολογείται, να κοινωνάει το σώμα και το αίμα του Χριστού μας τακτικά, να ξεχνά και να νεκρώνει τον παλιό του εαυτό και να γίνεται ένας καινούριος άνθρωπος, τότε κόκκο τον κόκκο, θα γεμίσει την χουφτίτσα της ψυχούλας του!
Και μόλις ο Κύριος τον καλέσει κάποτε, θα την αδειάσει μπροστά Του και θα του πει: Κύριε αυτά τα ελάχιστα κατάφερα να σου φέρω ως δώρο για την δική Σου θυσία …Και τότε Εκείνος λεβέντη μου θα ανοίξει ξανά την αγκαλιά του και θα τον καλοδεχτεί ...
Με μια χούφτα άμμο θα κερδίσουμε τον Παράδεισο παιδί μου! Με μια χούφτα άμμο!
Τα μάτια του Γιώργη δεν μπορούσαν να σηκωθούν …Ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει …Τα σήκωσε μόνο για να δει το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας …Πίσω της πρόβαλε το προσκυνητάρι της Κεχαριστωμένης …Ένιωσε πως ξεπρόβαλλε μπροστά του εκείνο το Υ των Χαιρετισμών …Ήταν αυτή η Θεόσταλτη γυναίκα που στεκόταν όρθια με τα δυο της χέρια υψωμένα στον Ουρανό! Δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη! Ούτε καν το ευχαριστώ που κραύγαζε η ψυχή του…

Σηκώθηκε κρατώντας τα μικρά τεύχη με τους Χαιρετισμούς .
Έκανε δυο βήματα προς την έξοδο και κοντοστάθηκε …Γύρισε έπειτα στην γυναίκα με την γλυκιά φωνή, που ακόμα συγκινημένη στεκόταν σιμά στον Άγιο Χαραλάμπη.
-Να σας δώσω και εγώ ένα δώρο! της είπε χαμηλόφωνα . 
Έβγαλε από την τσέπη του το πακέτο και τον αναπτήρα!
-Πάρτε τα! Σας ανήκουν! Είναι ο δικός μου πρώτος κόκκος της άμμου …Θα ήθελα να σας τον δωρίσω ! 

Νώντας Σκοπετέας
Ίσως μια αληθινή Ιστορία … Απόσπασμα από ομότιτλη εκπομπή

http://sotiriapsixis.blogspot.gr

ΓΙΑ ΤΟ «ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ»



Με το «Θεοτοκάριο» νιώθεις να γίνεσαι τελείως καλά. 
Κάτι μεγάλο και πάντερπνο διανοίγεται μπροστά σου κι ένα φορτικό και άσχημο πεπερασμένο σπάει. Κάτι μεγαλόδωρο προσφέρεται και αφήνεται απαλά εκεί στο δώμα της καρδιάς κι αυτό λέγεται ανακούφιση και λυτρωμός. Πού να το πούμε και ποιος να μας πιστέψει! Απ’ τις λιβανομύριστες σελίδες του στάζει βάλσαμο και μάλαμα η υγεία, η ισορροπία, η χριστοκεντρική κραταίωση και καμία απολύτως πνευματιστική φαντασία. 
Στο αστερισμό του εύκολου, του αυτόματου και του άκοπου όλοι, ψάχνουμε απεγνωσμένα γιατρούς, συνεδρίες και χαπάκια, παρέες, γνωριμίες και πρόσωπα – σωσίβια ή δεκανίκια. Το παίζουμε ισχυροί, άτρωτοι και ανενδεείς. Ενώ είμαστε όλοι δεμένοι με τα λουριά των λογισμών και απολαμβάνουμε το κενό μας. Η Μάνα μας όμως παραστέκει δίπλα μας να δει τι θα κάνουμε στο τέλος. Θα την θυμηθούμε, άραγε; Ή θα την προσπεράσουμε με τις χίλιες–δυο προφάσεις της απιστίας μας; Αν όμως είσαι και νιώθεις ορφανός δεν μπορείς και δεν γίνεται να έχεις πνευματική ζωή. Πας στον Χριστό κι Αυτός πανδικαίως σε στέλνει κατευθείαν στη Μάνα Του. Και η Μάνα ικετευτικά προς Αυτόν. Σάββατο του Α΄ Ήχου, Κανών του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού· για όποιον θέλει να θεωρήσει ευκρινώς πώς διαμεσολαβεί ανάμεσα σε Θεό και ανθρώπους και πώς προφθάνει η Παναγία μας. Προτεσταντισμοί και καθολικισμοί δεν χωρούν στα ορθόδοξα πράγματα. Μετά, πάμε στις εξετάσεις που έχει να δώσει και να δίνει η καρδιά: ή θα είναι γιος της ο βαπτισμένος χριστιανός ή δεν θα είναι. Γι’ αυτό και θέλει νά ’χεις κι ένα αδιάπτωτο καμάρι, ένα ειδικό πείσμα αφοσίωσης προς αυτήν, έναν πόθο χαλυβδωμένο να μένεις εκεί και να μη θες να φύγεις από την αγκαλιά αυτής της Μάνας, της μόνης Μάνας. Όλα τα θεολογικά νοήματα, αυτήν ζωγραφίζουν μέσα στην καρδιά. Αλλά νά ’ναι η καρδιά κι ο νους καμβάς. 
Από εκεί και πέρα θ’ αρχίσουν να καταλαβαίνουν κι αυτό πάλι μέχρι σ’ ένα σημείο. 
Τα πολλά μπορεί και πρέπει να είναι ακατάληπτα, αλλά κι αυτό Χάρη είναι. Γιατί δεν είναι μειωτικά και τραυματικά ακατάληπτα, αλλά χαρούμενα ακατάληπτα. Όταν είναι κανείς στο Δημοτικό δεν αισθάνεται άσχημα που δεν είναι στο Γυμνάσιο. Κι όταν είναι στο Πανεπιστήμιο δεν βλέπει άχρηστο το πέρασμά του απ’ το Λύκειο. Αισθάνεται το τώρα του σαν ευκαιρία στη βιωματική γνώση που του δωρίζεται δίχως πίεση και απαίτηση, δυσχέρεια και χολοσκασμό. Όσο χαίρεσαι που δεν καταλαβαίνεις, τόσο σου δίνονται ολοένα και πιο πολλές χαραμάδες φωτός για να καταλάβεις. Κι όσο καταλαβαίνεις, δεν αισθάνεσαι έπαρση, απληστία και αρπαγή· πέφτεις κάτω στα πόδια της, ακουμπάς το μαφόρι της και συντρίβεσαι και θες να μην καταλαβαίνεις τίποτα για να καταλαβαίνεις καλύτερα τα πάντα. Το «Θεοτοκάριο» είναι η λαχτάρα της ορθόδοξης καρδιάς· είναι η σβηστήρα των παθών, των πληγών, των τραυμάτων και της μιζέριας μας. Να το πούμε και να το λέμε, αλλά ποιος θα το δοκιμάσει; ποιος θα μεταλάβει την πείρα; Κάθε μέρα, ένας θεσπέσιος ορίζοντας από γαληνότατες έννοιες που χαιρετίζουν και ασπάζονται το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου, που είναι η Μάνα μας και επομένως η πηγή κάθε καρδιακής έμπνευσης. 
Τα δικά μας γίνονται δικά της. Και τα δικά της, του Γιου της. Και ο Γιος της της τά ’χει δώσει όλα για εμάς. Κάθε κανόνας και κάθε τροπάρι ένας συμπυκνωμένος ορός αλήθειας και χάριτος σχετικά με το πρόσωπο της Παναγίας και με το θεομητερικό αξίωμα. 
Κατά το ανθρώπινο, η πηγή της Πηγής και η ζωή της Ζωής. Μετά όλα υπάρχουν στην Εκκλησία και μεταβαίνουν και στην καρδιά. Διαβάζεις, προσέχεις, ψελλίζεις, ψέλνεις και σβήνονται όλες οι μουντζούρες, όλα τα λάθη, τα άγχη, οι φόβοι, οι απαξιώσεις, οι άγνοιες, οι αδιαφορίες, τα σκαμπανεβάσματα, οι παλινωδίες, οι επιθετικότητες, οι παραιτήσεις, τα μη, τα αν, τα πρέπει και τα μήπως. Μια ευτυχία, μια δύναμη και μια μακαριότητα έρχονται και γίνονται δική σου συντροφιά. Δική σου και των αδελφών σου και του κόσμου που βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν. Η Παναγία πάει παντού. Από τα υψώματα του ουρανού στο ταμείο της καρδιάς και από εκεί ξεχύνεται έξω στον κόσμο. 
Κυρία του παντός και Δέσποινα του κόσμου. Αυτή τον κρατάει. Αυτή μας κρατάει. Νόμος της φύσης· δεν υπάρχει μάνα καλή που να μην κρατάει καλά τα παιδιά της. Μα, είναι και καύχημα και κλέος της καλλίστης φύσης· δεν υπάρχει Μάνα σαν την Παναγία που να κρατάει τόσο καλά τα παιδιά της όπως Αυτή. Χριστέ μου ελέησέ μας και σώσε μας, μόνο και μόνο που έχεις μια τέτοια Μάνα σαν κι Αυτή, σαν τη Μάνα την Παναγία!

π. Δαμιανός

Γιατί δεν απαντά πάντοτε η Παναγία στις προσευχές μας;



Πολλοί χριστιανοί, και από αυτούς που συμμετέχουν πολύ συχνά στη Λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, θέτουν το εξής ερώτημα: Γιατί δεν απαντάει πάντοτε η Παναγία μας, στις θερμές και επίμονες παρακλήσεις που τις κάνουμε.

Την απάντηση μας την δίνει ένας από τους στίχους της Παρακλήσεως .«Κάθε πιστός, λέει, λαμβάνει το δώρημα, δηλ. την απάντηση, ανάλογα με το συμφέρον της αιτήσεως».

Ζητούμε πολλά, πάρα πολλά από την Παναγία μας. Όμως όλα τα αιτήματά μας δεν είναι προς το συμφέρον μας. Εμείς, σαν άνθρωποι που είμαστε έχουμε μάτι περιορισμένο. Μάτι που βλέπει μόνο το παρόν. Γι΄ αυτό ζητούμε πράγματα που στην πρώτη όψη τους φαίνονται σωστά και δίκαια, στην ουσία τους είναι ψεύτικα και επιζήμια. Δεν συντελούν δηλ. στην σωτηρία μας. Για παράδειγμα θα αναφέρω ένα γεγονός μέσα από την Αγ. Γραφή. 
Οι Ισραηλίτες ζήτησαν από τον Θεό να τους γλιτώσει από την αιχμαλωσία των Αιγυπτίων και την φτώχεια. Ο Θεός τους άκουσε και τους δώρισε την ελευθερία και πολλά αγαθά.

Οι Ισραηλίτες όμως απ΄ όλα βλάφτηκαν. Αφού γεύθηκε όλα τα αγαθά του Θεού ο λαός του Ισραήλ, στην συνέχεια απέρριψε τον αληθινό Θεό και άρχισε να προσκυνάει τα είδωλα. Να λοιπόν γιατί δεν λαμβάνουμε πάντοτε την απάντηση που θέλουμε στις Παρακλήσεις μας. Γιατί δεν είναι πάντα προς το αιώνιο συμφέρον μας. Ο Ι. Χρυσόστομος λέει ότι όταν δεν μας απαντάει ο Θεός, τότε μας δίνει την ωραιότερη απάντηση. Γιατί τότε έχει να μας δώσει στον Ουρανό κάτι πολύ ανώτερο από αυτό που ζητούμε εδώ στη γη.

Γι΄ αυτό να δείξουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, και στην Παναγία Μητέρα Του και να ζητούμε μόνον «Τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών…» 
Αμήν.

Τρόπος προσευχής διά μέσου της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας



Έχεις και άλλον τρόπο, αγαπητέ, να μελετάς και να προσεύχεσαι δια μέσου της Αγίας Θεοτόκου, στρέφοντας το νου σου α΄) στον ουράνιο Πατέρα, β΄) στον Γλυκύτατο Ιησού, γ΄) και τελευταίο, σ’ αυτήν την ενδοξότατη Μητέρα του. 

Στρέφοντας το νου σου στο Θεό, σκέψου· α΄, τη μεγάλη χαρά που από αιώνες νωρίτερα είχε ο Θεός σκεπτόμενος το πρόσωπο της Θεοτόκου· τις αρετές και τις πράξεις της, από τότε που γεννήθηκε στον κόσμο, μέχρι τότε που αναπαύθηκε. 

Μελέτησέ το με τον εξής τρόπο: Ύψωσε τον λογισμό σου πάνω από κάθε καιρό και χρόνο και κτίσμα νοητό και αισθητό. Και εισερχόμενος, για να μιλήσω έτσι, στην ίδια την αιωνιότητα και στο νου του Θεού, σκέψου τις τρυφές και τις ανέκφραστες αγαλλιάσεις που δεχόταν ο Θεός διά μέσου της Αειπαρθένου Μαρίας. Βρίσκοντας τον Θεό ανάμεσα σ’ αυτές τις τρυφές, ζήτησέ του να σου δώσει, εξαιτίας των άφραστων αυτών αγαλλιάσεων, χάρη και δύναμη, για να μπορείς να καταβάλλεις και να νικήσεις τους εχθρούς σου· και μάλιστα εκείνον, που τότε σε πολεμεί· κατόπιν αναλογιζόμενος τις τόσες πολλές και εξαιρετικές πράξεις και αρετές αυτής της Θεοτόκου, και παρουσιάζοντάς τις άλλοτε όλες μαζί και άλλοτε μία από αυτές στο Θεό, για τη δύναμη εκείνων, ζήτησε από την άπειρη αγαθότητά του όλο εκείνο που χρειάζεσαι και επιθυμείς. 

Μετά από αυτά, στρέφοντας το νου σου στον Κύριό μας, τον Υιό της, ενθύμησέ του την Παναγία κοιλία που τον βάσταξε για εννέα μήνες· την ευλάβεια με την οποία τον προσκύνησε όταν γεννήθηκε και τον γνώρισε ως αληθινό Θεό και τέλειο άνθρωπο, Υιό και ποιητή της· τους φιλόστοργους οφθαλμούς της, που τον είδαν τόσο φτωχό· τις αγκάλες που τον δέχθηκαν, το γάλα που θήλασε, τους κόπους και τα βάσανα που υπέφερε γι αυτόν στη ζωή του και στον θάνατό του· και σου υπόσχομαι ότι με όλα αυτά θα προκαλέσεις ευχάριστη διάθεση στο θείο της τέκνο για να σου υπακούσει. 

Στο τέλος στρέψε το νου σου και σ’ αυτήν την Παναγία Θεοτόκο και θύμησέ της ότι στάθηκε η εκλεκτή από την αίδιο πρόνοια και αγαθότητα του Θεού, ως Μητέρα της χάριτος και της ευσπλαχνίας και ως δική μας Μητέρα και συνήγορος και ότι μετά από τον Υιό της δεν έχουμε ασφαλέστερο και δυνατότερο καταφύγιο να προσφύγουμε, παρά σε αυτήν· υπενθύμισέ της ότι όλοι εμείς οι Χριστιανοί, όπως δεν ονομάζουμε κυρίως πατέρα πάνω στη γη, όπως μας παρήγγειλε ο Υιός της επειδή κυρίως μόνον ένα Πατέρα έχουμε, αυτόν που βρίσκεται στους ουρανούς: «Και πατέρα σας μην ονομάσετε κανένα πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος» (Ματθ. 23,9) – με τον ίδιο τρόπο ούτε άλλη μητέρα ονομάζουμε πάνω στη γη, επειδή κυρίως αυτήν μόνον έχουμε Μητέρα στους ουρανούς και όλοι μας καυχόμαστε να ονομαζόμαστε τέκνα της. Γι’ αυτό και προσβλέπουμε προς αυτήν για να μας ελεήσει ολοκληρωτικά, όπως αποβλέπει χωρίς να παρεκκλίνει και στη μητέρα του το νήπιο που έχει απογαλακτισθεί, όπως έχει γραφεί: «Ύψωσα την ψυχή μου σαν το θηλασμένο βρέφος κοντά στη μητέρα του» (Ψαλμ. 130,3). 

Ακόμη υπενθύμισέ της τις αλήθειες που γράφουν γι’ αυτήν τα βιβλία, ότι όλοι οι πιστοί πιστεύουν στα τόσο υψηλά και τόσο θαυμαστά και μεγάλα κατορθώματα και χαρίσματα που προξένησε σε όλο το ανθρώπινο γένος, επειδή αυτή μόνο όντας ανάμεσα Θεού και ανθρώπων, τον μεν Θεό έκανε υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Ότι χωρίς την μεσιτεία της δεν μπορεί κανένας να πλησιάσει το Θεό, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, διότι αυτή μόνο βρίσκεται ανάμεσα στην κτιστή κι ουράνια κτίση· ότι αυτή μόνον είναι Θεός άμεσος μετά το Θεό, και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, επειδή είναι αληθινά Μητέρα του Θεού· και ότι αυτή είναι όχι μόνον ο θησαυροφύλακας όλου του πλούτου της Θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής σε όλους, Αγγέλους και ανθρώπους, όλων των υπερφυσικών ελλάμψεων και πνευματικών χαρισμάτων που δίνονται από τον Θεό στην κτίση. Και ότι δεν υπάρχει κανένας που να την επεκαλέσθηκε με πίστη και να μην τον άκουσε με ευσπλαχνία. Τέλος πάντων, παρουσίασέ της τα βάσανα και τα πάθη του Μονογενή της Υιού που υπέφερε για τη σωτηρία μας, και παρακάλεσέ την να ζητήσει χάρι για σένα από αυτόν, ώστε και για σένα τα πάθη αυτά να προξενήσουν το αποτέλεσμα εκείνο, για το οποίο τα υπέφερε ο Υιός της· και αυτό είναι η δική σου σωτηρία· και αυτό όχι για άλλο, παρά για δική του δόξα και ευαρέστηση. 

Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Αόρατος Πόλεμος

Χαιρετισμοί....



Πόσους ανθρώπους καθημερινά χαιρετάμε, δηλώνοντας την χαρά της συνάντησης και την τιμή προς το πρόσωπο τους; Μέσα από ένα τόσο απλό και ανθρώπινο τρόπο, εκείνο του χαιρετισμού, η εκκλησία μας καλεί να απευθυνόμαστε στην ομορφότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου την Παναγία. Να την χαιρετάμε και να της λέμε ένα ευχαριστώ για ότι έκανε και συνεχίζει να κάνει για εμάς. Αλήθεια με πόσο απλό τρόπο τελικά μπορούμε να κοινωνούμε τον Θεό. Ένα ευχαριστώ είναι αρκετό μα και τόσο δύσκολο για χείλη που ξεράθηκαν στην έρημο της αχαριστίας…

π. λίβυος

Δέσποινα, ὑπεραγία Θεοτόκε

Δέσποινα, ὑπεραγία μου Θεοτόκε, κεχαριτωμένη Θεογεννήτρια, ὑπερευλογημένη θεοχαρίτωτε Θεομῆτορ, δοχεῖον τῆς ἀστέκτου Θεότητος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ ἀθανάτου καὶ ἀοράτου Πατρός, θρόνε πυρίμορφε, τῶν τετραμόρφων ὑπερενδοξοτέρα, πάναγνε, πανάχραντε, πανάσπιλε, παναμόλυντε, παναμώμητε, πανύμνητε, πανάφθορε, παμμακάριστε, πανακήρατε, πάνσεπτε, πάντιμε, παντευλόγητε, παντομνημόνευτε, παμπόθητε, παρθένε τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι καὶ τῷ νοΐ, καθέδρα Βασιλέως τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, κλίμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς οἱ ἐπὶ γῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνατρέχομεν, νύμφη Θεοῦ, δι’ ἧς αὐτῷ κατηλλάγημεν·

Ἀκατανόητον θαῦμα, ἀνερμήνευτον ἄκουσμα, μυστηρίου θείου ἀποκεκρυμμένου φανέρωσις, ἀκαταμάχητος προστασία, ἀντίληψις κραταιά, ζωοδόχε πηγή, πέλαγος ἀνεξάντλητον τῶν θείων καὶ ἀπορρήτων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν, ὕψος τῶν ἐπουρανίων καὶ ἀσωμάτων Δυνάμεων καὶ τῶν Σεραφεὶμ ὑψηλοτέρα, βάθος τῶν ἀποκρύφων νοημάτων τὸ ἀνεξερεύνητον, ἡ κοινὴ φιλοτιμία τῆς φύσεως, ἁπάντων τῶν καλῶν χορηγία, ἡ μετὰ τὴν Τριάδα πάντων τῶν ποιημάτων Δέσποινα, ἡ μετὰ τὸν Παράκλητον ἄλλος Παράκλητος, καὶ μετὰ τὸν μεσίτην Χριστὸν μεσίτρια τοῦ κόσμου παντός, τὸ ὄχημα ἡλίου τοῦ νοητοῦ, τὸ δοχεῖον τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ἡ φέρουσα ἐν ἀγκάλαις τὸν τῷ ῥήματι τὰ πάντα φέροντα·

Τὸ ἄσπιλον ἔνδυμα τοῦ ἀναβαλλομένου φῶς ὡς ἱμάτιον, ἡ γέφυρα κόσμου παντὸς πρὸς τὸν ὑπερκόσμιον οὐρανὸν ἡμᾶς ἀνάγουσα, ὑπερτέρα τῶν Χερουβείμ, ἀσυγκρίτως ὑπερενδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ, καὶ τιμιωτέρα πάσης τῆς κτίσεως· Ἀγγέλων ἀγλάϊσμα, ἀνθρώπων διάσωσμα, κλεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς ἡ εἰσάγουσα, μήτηρ καὶ δούλη τοῦ ἀδύτου ἡλίου, αὐγὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ μυστικῆς ἡμέρας, τῆς ἀνεξιχνιάστου τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἡ ἄβυσσος, ἡ τιμιωτέρα τῆς Ἐδέμ, ἡ τῆς ἐπαγγελίας γῆ ἁγία, τῆς χάριτος ἅρμα τὸ θεῖον καὶ πολυώνυμον, τῆς ἀληθινῆς πίστεως στερρότατον ἔρεισμα, χωρίον τοῦ ἀχωρήτου τὸ εὐρυχωρότατον, ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡ βλαστήσασα, ἐλαία κατάκαρπος τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν ἱλαρύνουσα, σκέπη τοῦ κόσμου παγκόσμιος, θύρα τοῦ ὑπὲρ νοῦν σεπτοῦ μυστηρίου, ἀκτὶς τοῦ νοητοῦ ἡλίου Χριστοῦ, τριαδικῶν χαρίτων πλήρωμα, ὡς τὰ δευτερεῖα τῆς Θεότητος φέρουσα, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν καταλάμπουσα, τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ καταλλαγή, τῶν ἑστώτων ἡ ἀσφάλεια, τῶν πιπτόντων ἡ ἀνάκλησις, τῶν ῥᾳθυμούντων ἡ διέγερσις, τῶν εὐεκτούντων ἡ ἰσχύς, τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ ὁμόνοια, τῶν στρατοπέδων ἡ εὐτυχία, τῶν καλῶν ἁπάντων ἡ χορηγία, ἡ εὐνομία τῶν πόλεων, ἡ τῆς οἰκουμένης εἰρήνη, ἡ καρτερία τῶν ἀσκητῶν, ἡ ἀνδρεία τῶν ἀθλητῶν·

Θησαυρὲ ζωῆς ἀκηράτου, νεφέλη φέρουσα τὴν οὐράνιον δρόσον τοῖς ἐπὶ γῆς, λαμπὰς τοῦ ἀπροσίτου φωτός, κλίμαξ ἡ μετάρσιος, δι’ ἧς οἱ ἐπουράνιοι Ἄγγελοι πρὸς ἡμᾶς κατεφοίτησαν, τῶν χειμαζομένων λιμήν, τῶν θλιβομένων χαρά, τῶν ἀδικουμένων προστάτις, τῶν πενθούντων παράκλησις, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, τῶν καταπονουμένων ἡ ἀντίληψις, τῶν τυφλῶν βακτηρία, τῶν πεπλανημένων σωτήριος ὁδηγός, τῶν ἐν ἀνάγκαις ἐπίκουρος ἀσφαλής.

Κιβωτὲ ἁγία, δι’ ἧς τοῦ τῆς ἁμαρτίας κατακλυσμοῦ διεσώθημεν· βάτε ἀκατάφλεκτε, ἣν εἶδε Μωυσῆς ὁ θεόπτης· θυμιατήριον χρυσοῦν, ἐν ᾧ ὁ Λόγος τὴν σάρκα ἀνάψας, τὴν οἰκουμένην εὐωδίας ἐπλήρωσε, καὶ τὰ τῆς παρακοῆς κατεκαύθη ἐγκλήματα· θεόγραφε πλάξ· λυχνία ἑπτάφωτε, ἧς τὸ φέγγος τὰς ἡλιακὰς λαμπηδόνας ὑπερηκόντισε· σκηνὴ ἁγία, ἣν ὁ πνευματικὸς Βεσελεήλ, ὁ Χριστός, ἐτεκτήνατο διὰ τῶν ἀρετῶν πανσόφως, καὶ οἰκητήριον αὐτοῦ ἀπειργάσατο· τὸ βασιλικὸν ὄχημα, στάμνε μανναδόχε, κῆπε κεκλεισμένε· πηγὴ ἐσφραγισμένη, ἧς τὰ καθαρὰ νάματα τὴν οἰκουμένην ἀρδεύουσι· ῥάβδος ἁγιόβλαστε τοῦ Ἀαρών· πόκε δροσοφόρε τοῦ Γεδεών· τόμος ὁ θεόγραφος, δι’ οὗ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ἐσχίσθη χειρόγραφον· ὄρος τοῦ Θεοῦ· ὄρος τὸ ἅγιον, ὃ ὁ Κύριος εὐδόκησε κατοικεῖν ἐν αὐτῷ· ῥίζα ἁγία τοῦ Ἰεσσαί· πόλις τοῦ Θεοῦ, περὶ ἧς δεδοξασμένα λελάληνται, ὡς φάσκει Δαυΐδ.

Τῆς λύπης ἡ λύσις, τῆς αἰχμαλωσίας ἡ λύτρωσις, τῶν θνητῶν ἡ θέωσις, ἡ ὡραία τῇ φύσει καὶ μώμου παντὸς ἀνεπίδεκτος· ἡ ἀπὸ λιβάνου τῆς παρθενίας ἀνοῦσα καὶ τὸν κόσμον μυρίζουσα· ἐξ ἧς ὁ γλυκασμὸς ἀπορρέων τὴν παλαιὰν τοῦ ξύλου πικρίαν ἐγλύκανεν· ἡ τὴν οὐσίαν ὅλην φρικτῶς χωρήσασα τῆς Θεότητος· τιμῆς ἁπάσης ὑπέρτερον δώρημα, καὶ κάλλους παντὸς ὑπέρτιμον ἐγκαλλώπισμα· Σολομῶντος ἡ κλίνη, ᾗ παρίστανται κύκλῳ οἱ ἑξήκοντα δυνατοί, αἱ ῥήσεις δηλαδὴ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· φωτοδόχον χωρίον, ἐξ οὗ σωτηρίας ἀκτῖνες τῇ οἰκουμένῃ ἐπέλαμψαν· τὸ μεγαλεῖον τῆς φρικτῆς οἰκονομίας· τὸ περικαλλὲς τῆς θείας συγκαταβάσεως ἐνδιαίτημα· τὸ τοῦ κόσμου διαλλακτήριον· τὸ ἡμέτερον ἱλαστήριον καὶ προσφύγιον· τὸ πάντων τῶν καλῶν εὐκταιότατον δώρημα.

Φλογοφόρε λαβίς, ἣν ὁ μέγας ἐν Προφήταις Ἠσαΐας ἑώρακεν· ὄρος ἀρεταῖς κατάσκιον, ὃ προεῖδεν Ἀββακούμ· ὄρος ἀλατόμητον τοῦ Δανιήλ· πύλη ἡ κατὰ ἀνατολὰς βλέπουσα τοῦ Ἰεζεκιήλ· παράδεισε ἐν Ἐδὲμ ἁγιώτατε· ξύλον τὸ ζωηφόρον τὸν ὡραιότατον καὶ ἡδύτατον καρπὸν φέρον· μῆλον εὔοσμον, ῥόδον ἡδύπνοον, ἄνθος ἀμάραντον, κρίνον λευκότατον, ἐσφραγισμένον βιβλίον, ὃ οὐδεὶς ἀναγνῶναι δύναται· παρθενίας ὁ τύπος ὁ ἄγραφος, ὅρασις τῶν Προφητῶν ἡ τιμία, ἡ θεοποίκιλτος στολή, ἡ θεοΰφαντος πορφύρα· τὸ πάσης προφητείας ἐκφανέστατον πλήρωμα, στόμα ἀσίγητον τῶν Ἀποστόλων, θάρσος ἀνίκητον τῶν ἀθλοφόρων, βασιλέων στήριγμα, ἱερέων καύχημα, πταιόντων συγχώρησις, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις, ἀνάστασις τῶν πεπτωκότων, ἀνάπλασις τῆς ἐμῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος κοσμοπόθητε.

Σωτηρία μου, παρηγορία μου, ἐμὴ ζωή, ἐμὸν φῶς, ἐμὴ ἐλπίς, ἀναψυχή μου, θυμηδία μου, καταφυγή μου, σκέπη, ῥῶσις τῆς ἐμῆς ψυχῆς, εὐφροσύνη, ἡδύτης, τεῖχος, προσφύγιον, ὀχύρωμα, ὅπλον, ἀντίληψις, δόξα, πνοή μου, προστάτις, μεσῖτις, γαλήνη, ἐπίσκεψις, καύχημα, εἰρήνη, ἰσχύς, βάδισμα, ὕμνησις, τροφή, στολή, χαρά, εὐλογία, ἄγκυρα, εὐπορία, δρόσος, σεμνοπρέπεια, ἁγιωσύνη, μεγαλωσύνη, λύτρωσις· τῶν λυπηρῶν μου παράκλησις, βοηθὸς τῆς ἐμῆς ἀπορίας, φωτισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς μου, τῶν ἁμαρτιῶν μου ἡ ἀπολύτρωσις, τὸ ἐμὸν ἐκ Θεοῦ ψυχαγώγημα, τῆς ξηρανθείσης μου καρδίας ἡ θεόρρυτος ῥανίς, τῆς ζοφερᾶς μου ψυχῆς ἡ τηλαυγεστάτη λαμπάς, τῆς γυμνότητός μου ἡ ἀμφίασις, τῶν στεναγμῶν μου ἡ κατάπαυσις, τῶν συμφορῶν μου ἡ μεταποίησις· ἐγκράτεια, ἁγνεία, ἀνδρεία, σωφροσύνη, τῶν ἀρετῶν ὁ κόσμος, ἐλευθερία μου, λιμήν, θησαυρός, ἐμπόρευμα τὸ ὄντως αἰώνιον, ἐπίκυρος μετάνοια, ὕψωμα, εὐεξία, κάλλος, ἰσχύς, εὐβουλία, σύνεσις, ἀγαλλίαμα, λαμπρότης μου.

Κυρία μου, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἀκοίμητος προστασία καὶ ἀκαταίσχυντος. Ἴδε τὴν πίστιν μου, καὶ τὸν πόθον τὸν ἔνθεόν μου, καὶ ὡς ἔχουσα τὸ συμπαθὲς καὶ τὸ δύνασθαι, οἷα δὴ Θεοῦ Μήτηρ, τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ ἐλεήμονος, δέξαι τὴν παναθλίαν μου ψυχὴν καὶ ἀξίωσον αὐτήν, διὰ τῆς σῆς μεσιτείας καὶ ἀντιλήψεως, τῆς δεξιᾶς μερίδος τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως τῶν ἐκλεκτῶν καὶ ἁγίων αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔχω πλήν σου βοηθόν, οὐδὲ ἀντίληψιν. Εἰς σὲ ἐλπίζων, μὴ ἀστοχήσω. Εἰς σὲ καυχῶμαι· μὴ διὰ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου δούλου σου· ἔχεις γὰρ τὸ θέλειν καὶ δύνασθαι, ὡς τὸν ἕνα τῆς Τριάδος ἀρρήτως γεννήσασα. Ἔχεις οἷς πείσεις, οἷς δυσωπήσεις· τὰς χεῖρας, αἷς αὐτὸν ἀρρήτως ἐβάστασας, τοὺς μαστούς, οἷς ἐθήλασας· τῶν σπαργάνων ἀνάμνησον· τῆς ἄλλης ἐκ βρέφους ἀναγωγῆς. Τοῖς σοῖς τὰ ἐκείνου σύμμιξον· τὸν σταυρόν, τὸ αἷμα, τὰ τραύματα, δι’ ὧν σεσώσμεθα, δι’ ὧν δεδοξάσμεθα.

Μὴ δὴ μακρύνῃς ἀπ’ ἐμοῦ τὴν σὴν προστασίαν, ἀλλ’ ἐπικούρει, καὶ σκέπε, καὶ περίσῳζε διὰ παντός· τέρπεται γὰρ ταῖς αἰτήσεσί σου ὁ μονογενής σου Υἱός· ὑπόχρεων ἔχεις αὐτὸν εἰπόντα· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καὶ πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ἐν δούλοις ἐξετάζεσθαι ἑλόμενος, φυλάξει τὴν χάριν, κατὰ τὸ ἴδιον δόγμα, σοὶ τῇ διακονησαμένῃ τούτῳ τὴν ἀπόρρητον γέννησιν. Ὅθεν καὶ χαίρει ταῖς παρακλήσεσί σου, οἰκείαν τὴν σὴν ἡγούμενος δόξαν, καὶ χρεωστικῶς ἐκπληροῖ τὰς αἰτήσεις σου. Μόνον μὴ παρίδῃς με τὸν ἀνάξιον· μηδὲ αἱ τῶν πράξεών μου ἀτοπίαι τὸ σὸν ἀμέτρητον ἀνακόψωσιν ἔλεος.

Θεοτόκε μου, τὸ ὑπερπόθητον ὄνομα· οὐδὲν γὰρ τῆς σῆς βοηθείας ὀχυρώτατον τρόπαιον. Σὺ γὰρ ἀφεῖλες πᾶν δάκρυον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς· σὺ τὴν κτίσιν ἐνέπλησας παντοίας εὐεργεσίας. Τὰ οὐράνια εὔφρανας, τὰ ἐπίγεια ἔσωσας· τὸ πλάσμα κατήλλαξας, ἐξιλάσω τὸν Πλάστην· τοὺς Ἀγγέλους ὑπέκλινας, τοὺς ἀνθρώπους ἀνύψωσας· τὰ ἄνω τοῖς κάτω δι’ ἑαυτῆς ἐμεσίτευσας· μετεσκεύασας ἄριστα τὸ πᾶν πρὸς τὸ βέλτιον. Διὰ σοῦ τῆς ἀναστάσεως ἡμῶν ἀψευδῆ τὰ σύμβολα κατέχομεν· διὰ σοῦ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐλπίζομεν.

Σὲ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐπίκουρον κεκτήμεθα, σὲ τῆς ἡμῶν βοηθείας ὑπέρμαχον ἔχομεν, σὲ τῆς ἡμῶν ἀπολογίας προβαλλόμεθα στόμα, σὲ τῆς ἡμῶν ἐλπίδος περιφέρομεν καύχημα, σὲ Χριστιανῶν ἡ πληθὺς ὀχυρώτατον τεῖχος κέκτηται. Σὺ τὰ τοῦ παραδείσου κλεῖθρα διήνοιξας, σὺ τὸ βαίνειν πρὸς οὐρανοὺς παρεσκεύασας, σὺ τῷ Υἱῷ σου καὶ Θεῷ ἡμᾶς προσῳκείωσας. Διὰ σοῦ πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ ἁγιωσύνη, ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, Ἀποστόλοις, Προφήταις, Μάρτυσι, δικαίοις καὶ ταπεινοῖς τῇ καρδίᾳ, μόνη Πανάχραντε, καὶ ἐγένετο καὶ γίνεται καὶ γενήσεται· καὶ ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις· κἀγὼ ἐπὶ σοὶ θαρρῶ, διὰ σοῦ τῆς κυρίως τεκούσης κατὰ σάρκα Θεὸν ἀληθινόν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΚΑΝΑ



Υπάρχει, ωραιότατε Κύριε, πιο γλυκό και πιο μακάριο πράγμα, από το να Σε βλέπει κανείς και να παρακολουθεί την πορεία Σου; 

Ν’ ακούει τα θεία και ζωοποιά λόγια Σου, κατά το δημόσιο βίο Σου, όπως αυτά περιγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και συμπληρώνονται από τις ερμηνείες των Αγίων Σου; Αλλά και από την οδό της λεπτής πνευματικής θεωρίας γύρω από το εράσμιο Πρόσωπό Σου; Πώς ευφραίνεται η ψυχή μου, ευεργέτη και Σωτήρα του κόσμου Σου, να μελετώ ό,τι είναι σχετικό με τη σάρκωσή Σου, τη θεϊκή δράση Σου, τα θαύματά Σου, τις πορείες Σου, την αναστροφή Σου με τους απλούς και ταπεινούς και καταφρονεμένους!

Αυτή την ευφροσύνη αισθάνομαι, γλυκύτατε και ερασμιότατε Χριστέ μου, διαβάζοντας για την παρουσία Σου στο γάμο που έγινε στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου προσκλήθηκες μαζί με τους μαθητές Σου, που ήταν και η γλυκύτατη Μητέρα Σου εκεί. Ω, υπεράγαθε Κύριε, τι μεγαλειώδης στην κοινωνική απλότητά της πραγματικότητα ήταν αυτή! Εσύ, Θεός και άνθρωπος, αγνοούμενος ως Θεός και θεωρούμενος σαν ένας κοινός προφήτης, μεταξύ των απλοϊκών εκείνων ιουδαίων συμπατριωτών Σου! 
Με τους ψαράδες μαθητές Σου και τη θεωρούμενη σύζυγο του μακαρίου Ιωσήφ Παναγία αειπάρθενο, σ’ ένα κοινωνικό και κοινό γεγονός, σ’ ένα ιουδαϊκό γάμο, όπου ασφαλώς δέσποζες ακτινοβολώντας από απροσδιόριστη μεγαλειότητα!


Η καρδιά μου σκιρτάει, αξιαγάπητε και παντέλειε Θεάνθρωπε, από αγάπη και δέος για να μάθει και για να πιθανολογήσει, πώς τάχα να συμπεριφερόσουν; 
Σε ποιο σημείο του τραπεζιού να καθόσουν στον δείπνο; Τι έλεγες; Τι ευχήθηκες στους νεόνυμφους; Πώς έτρωγες, Εσύ, ο κρυμμένος μέσα στη σάρκα Θεός, που θέσπισες τον γάμο και που οι ιουδαίοι της Βίβλου ακολουθούσαν τους λόγους Σου: «γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα και τη μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν ένας άνθρωπος» (βλ. Ματθ. 19, 5); 
Τον γάμο, που ανήγαγες σε υψηλή λειτουργία, ώστε το σκεύος Σου, ο Απόστολος Παύλος, να τον ονομάσει «μυστήριο» (βλ. Εφεσ. 5, 32). Αλλά, παρά τούτο, καθιέρωσες σαν υπέρτερη μορφή ζωής την παρθενία, την οποία και Εσύ ο Ίδιος τίμησες με το να γεννηθείς από Παρθένο, που ήταν και είναι Παρθένος πριν τον τόκο, στον τόκο και μετά τον τόκο1.

Θαυμάζω, Ιησού μου, και μεγαλύνω την άμετρη αγάπη Σου στα πλάσματά Σου, τα κακοποιημένα από τον σατανά. Αδιαφορείς όμως για την ασχήμια τους και συναγελάζεσαι μ’ αυτά, γιατί βλέπεις στους απλοϊκούς προσκαλεσμένους στο γάμο, τα τέκνα Σου, την πνοή Σου, την εικόνα Σου, όσο και αν είναι αυτή αχρειωμένη από την αμαρτία και από την αδαμιαία κληροδοσία. Και ούτε δυσχεραίνεις ακούγοντας μωρίες, ανοησίες, αγροίκες φωνές, αλλά και ανθρώπινα πάθη και πολλή αγνωσία, γιατί, φιλανθρωπότατε, βλέπεις στα βάθη της ψυχής. Και η άπειρη αγάπη Σου τα παραβλέπει όλα και καλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες με την Πατρική Σου συγκατάβαση.


Ω, πόσο θα ήθελα να έβλεπα τον Σαρκωμένο Θεό μου, να συζητεί ίσος προς ίσους και να συμπεριφέρεται όπως όλοι στη χαρούμενη ατμόσφαιρα του γάμου! Και ν’ ακούω τη διδασκαλία Σου για το γάμο, που αγίασες με την παρουσία Σου και τι θα έλεγες στους νεόνυμφους.

Βέβαια, Εσύ, που είσαι πέρα από κάθε έννοια παρθένος, Εσύ που αξιολόγησες την παρθενία σαν υπέρτερη μορφή βίου, Εσύ που τίμησες την Παναγία Μητέρα Σου με την αειπαρθενία, Εσύ που χαρακτήρισες την παρθενική ζωή σαν δυναμική, αφού «δεν μπορούν να τη βαστάξουν όλοι» (Ματθ. 19, 11), ασφαλώς δεν ύμνησες την έγγαμη ζωή. Όμως την καθιέρωσες για τα πολλά τέκνα Σου που, με την ευαγγελική διδασκαλία Σου, την αξιώνεις με τα στεφάνια των νικητών και της αιώνιας ζωής. Άλλη, όμως, είναι η δόξα των «εκατό σαράντα τεσσάρων χιλιάδων» (πρβλ. Αποκ. 7, 1–17 και 14, 1–5).

Διαβάζοντας, Χριστέ μου, για το θαύμα της μεταβολής του νερού σε καλό κρασί, στάθηκα στο «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι» («Τι κοινό υπάρχει, γυναίκα, ανάμεσα σε Μένα που ως Μεσσίας και Υιός του Θεού ενεργώ τώρα με τη θεϊκή Μου δύναμη, και σε σένα που με γέννησες ως άνθρωπο;»· βλ. Ιωάν. 2, 4). Ασφαλώς, Ιησού μου, αυτό αποτελούσε την οριοθέτηση σχέσεων. Από τη στιγμή αυτή, δεν ήσουν πλέον ο «υποταγμένος» (βλ. Λουκ. 2, 51), αλλά ο πανελεύθερος Θεός. Και τότε άρχιζε η θεανδρική Σου δράση. Χωρίς να ταπεινώσεις την Παναγία Μητέρα Σου, της υπέδειξες νέα όρια υιότητας και μητρότητας. Η Μητέρα Σου, όμως, ανθρώπινα και χαιρόταν και ευφραινόταν για τον Υιό της και θαύμαζε και δόξαζε και ακόμη περισσότερο υποτασσόταν προς τον Υιό του Θεού, τον ακατάληπτο και ανερμήνευτο, Ιησού μου.

Δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς, σήμερα, μόλις τελείωσα τις εωθινές ταπεινές προσευχές μου, όταν άρχισε να διαυγάζει η μέρα και να «κινούνται οι σκιές», ζωντάνεψε στον άβακα της φαντασίας μου ο γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, τον οποίο σχολίαζα προ ημερών. Αλλά δεν θα με παρασύρει η περιέργεια να μάθω το πώς. Και αρκούμαι να θαυμάζω την παναγία παρουσία Σου, που μου έτρωσε με γλυκερά βέλη την καρδιά καθώς και την εκούσια εξομοίωσή Σου με τα απλά και αφώτιστα πλάσματά Σου, Χριστέ μου. Και η παρουσία της αειπάρθενης Μητέρας Σου, επίσης με γεμίζει με χαρά και δέος.


Η δίψα της περιέργειάς μου επικεντρώνεται στο πώς συμπεριφερόταν η Θεοτόκος με την υπερσεραφειμική αγιότητα, απέναντι στους νεόνυμφους, στους συγγενείς τους και στους καλεσμένους. Μιλούσε, χαιρόταν στο γαμήλιο γεγονός, σιωπούσε, προσευχόταν μυστικά, θαύμαζε τον μονογενή Υιό της; Μήπως διακονούσε; Τι, τάχα, να ευχόταν στους συζύγους και στους συμμετέχοντες; Ή μήπως διακριτικά να συμβούλευε; Πώς συμμετείχε στην πεζότητα ενός γάμου, συμβιβάζοντας μέσα στην πυρφόρα καρδιά της την αυτοσυνειδησία ως Μητέρας ανύμφευτης του Σαρκωμένου Θεού; Αυτό, δεν ήταν τεκμήριο μιας άκρας ταπείνωσης;

Κύριέ μου Ιησού, αναλογιζόμενος με κατάνυξη και θαυμασμό τα καταπληκτικά γεγονότα, που ακολούθησαν την ενανθρώπισή Σου, παντού βλέπω μεγαλειώδεις, θείες και άρρητες αντιθέσεις που εξίσταται ο νους και η ψυχή φλέγεται στην αγάπη Σου. Γιατί, Θεός Εσύ, κατέρχεσαι, φαινομενικά τουλάχιστον, στα επίπεδα των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός δεν αποκαλύπτει την ατίμητη αξία που έδωσες στα λογικά και κατά χάρη αθάνατα πλάσματά Σου;


Και θαυμάζω ακόμη και την ασύλληπτη ταπείνωση της Παναγίας Μητέρας Σου. Βασίλισσα αυτή των Ουρανών, συναναστρέφεται με τους συμπατριώτες της και συμμετέχει στις χαρές και τις θλίψεις τους, επειδή είναι φιλανθρωπότατη και φιλάδελφη, μη θέλοντας να ξεχωρίσει απ’ αυτούς, ως υπερφυώς υπερέχουσα. Άλλωστε, γνώριζε ότι γι’ αυτούς έγινες άνθρωπος. Και ότι γι’ αυτούς Εσύ θα πέθαινες σταυρωμένος, όπως της είχε πει ο γηραιός Συμεών, τόσο συνεσκιασμένα, όσο για να φαίνεται αόριστα μονάχα η λάμψη της ρομφαίας που θα έσχιζε τη θεοφόρα καρδιά της. Όλ’ αυτά, Ιησού μου, δεν είναι αρκετά για να Σ’ ευχαριστούμε, κλαίγοντας σ’ όλη μας τη ζωή από θαυμασμό, χαρά και ευγνωμοσύνη, ω, Φως του κόσμου;…2

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

–ΔΥΟ ΣΧΟΛΙΑ–
Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου
(1916–2006)
[1] Για την πανίερη παρθενία

Είναι οι πνευματικοί ίμεροι του Ερημίτη Νικόδημου να έβλεπε και σωματικά τον Χριστό, όπως άλλωστε όλοι οι Άγιοι το επιθυμούσαν. Βέβαια, τώρα ζητούν να δουν το πάγκαλλο Πρόσωπό Του όχι στη γη, αλλά στον ουρανό· αυτό που εκφράζει ο επίσης πληγωμένος από την αγάπη του Δαβίδ: «Πότε θα ’ρθώ να δω το Πρόσωπό Σου, Θεέ μου;» (βλ. Ψαλμ. 41, 3).
Επίσης, θίγοντας το θέμα της παρθενίας, παραθέτω τις απόψεις του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Γενικά, η ηθική ζωή των πιστών, πιο ειδικά όμως η παρθενία, αντιμετωπίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας σαν τέχνη που πρέπει να μάθουν όσοι την επιθυμούν. Όσοι μάλιστα από τους Πατέρες έγραψαν έργα περί παρθενίας, κατοχυρώνουν θεολογικά τη θέση ότι αυτή αποτελεί την καλύτερη εκλογή, δίνοντας και τις κατάλληλες οδηγίες, με βάση την εν Χριστώ ασκητική τους εμπειρία και τέχνη, προκειμένου να προφυλάσσονται οι εραστές του παρθενικού βίου από τους κινδύνους που τους απειλούν. Και εδώ συμβαίνει τούτο το εκπληκτικό: Ενώ το ανθρώπινο γένος είναι κατώτερο από τους αγγέλους, ως προς τη φύση, με την τέχνη της παρθενίας προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυνάμεις του και να εξισωθεί μ’ αυτούς, όσο αυτό είναι δυνατό. Και όπως ακριβώς έργο και επιθυμία των ασώματων δυνάμεων είναι να βλέπουν τον Πατέρα της αφθαρσίας και να στολίζουν τη μορφή τους σύμφωνα με το αρχικό κάλλος, το ίδιο και όποιος κατανόησε μέσα του την απάτη του κόσμου τούτου, φλέγεται από την επιθυμία του Θεού, έχει σαν βοηθό και συνεργό την παρθενία, αν θέλει να ομοιώνεται με την ασώματη φύση. Η ιδιότητα λοιπόν της παρθενίας είναι για τον ιερό συγγραφέα κάποια τέχνη και δύναμη που βοηθά τη ψυχή μας να βιώνει ελεύθερη τη θεία και μακάρια ηδονή, όπως ακριβώς στα διάφορα επαγγέλματα επινοήθηκαν μέθοδοι για την τελειοποίησή τους.


[2] Για την Θεοτόκο και για το «Φως του κόσμου»

Ο Ερημίτης Νικόδημος από την ασκητική παραδοσιακή του αγωγή, μόρφωσε μέσα του ορθή δογματική συνείδηση, τρεφόμενος και με τα λειτουργικά βιβλία της ορθόδοξης λατρείας. Επόμενο ήταν να οικειωθεί το πνεύμα των θείων Πατέρων σχετικά με την Μαρία Θεοτόκο. Έτσι, ακόρεστοι οι ουράνιοι απαθείς πόθοι που έφλεγαν άφλεκτα το νου και την καρδιά των Αγίων, κατά το μέτρο της γνώσης που είχαν για τη θεομητορική αξία. Αίνοι και ύμνοι και σκιρτήματα αγιασμένων ψυχών και σωμάτων, μπροστά στο θείο εκτύπωμα της βρεφοκρατούσας Παναγίας· κλαυθμοί και αλάλητοι στεναγμοί ιστάμενοι στις πολυώνυμες και πολύτυπες βυζαντινές Εικόνες, καθώς απαγγέλλονται προς αυτές οι Χαιρετισμοί και ψέλνονται οι Παρακλήσεις.
Η Θεοτόκος Μαρία έγινε μέσα στην Ορθόδοξη ευσέβεια το σημείο αναφοράς των προσευχών και των ελπίδων σωτηρίας των ανθρώπων. Και ο Χριστός; Ο Σωτήρας βρίσκεται πάντοτε μέσα στις άχραντες ωλένες της Μητέρας Του, για να δέχεται χρεωστικώς τις αιτήσεις των δούλων της. Άλλωστε, πώς διδάσκει η Εκκλησία ότι «πολὺ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»; Και πώς ψάλλει ο Ορθόδοξος λαός προς την Θεοτόκο, ότι «ἔχεις τὸ δύνασθαι τοῦ θέλειν ἰσοτάλαντον»;

Όσοι διαβάζουμε τους θεολογικούς λόγους και ακούμε τις εξαίσιες υμνολογίες των αγίων Πατέρων, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι καθαρές ψυχές τους από κάθε γήινη επιθυμία και ο ένθεος πόθος που είχε τραυματίσει τις καρδιές τους, τους γεννούσαν συνεχώς υψηλούς και θείους λογισμούς ώστε να διατελούν αδιάλειπτα σε κατάσταση καιομένης καμίνου από το θείο έρωτα. Έτσι ερμηνεύεται και η ακατάπαυστη παραγωγή ύμνων θείων ερώτων και λόγων θεολογικών σε χιλιάδες σελίδες, που τρέφουν την Εκκλησία αιώνες και θα την τρέφουν μέχρι τερμάτων αιώνων. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό ρεύμα κινείται, όπως προκύπτει από τα κείμενά του, ο Ερημίτης Νικόδημος. Επίσης ήθελα να σταθώ και στην τελευταία φράση του «Ω, Φως του κόσμου…». Και αυτό, επίσης, είναι εκφραστικό των δικών του θείων ερώτων προς τον Χριστό, που «οι καθαροί στην καρδιά» (βλ. Ματθ. 5, 8) Τον βλέπουν ως Κάλλος και ως Φως.

[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 24–26,
σελ. 48–52 και 120–123 (τα Σχόλια),
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.]