.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ξενομανίας το ανάγνωσμα. Γίναμε δυτικολάτρες

Ο Φώτης Κόντογλου(+1965), τηρουμένων των αναλογιών της εποχής που περιγράφει με τη σημερινή, είναι πολύ επίκαιρος. Αξίζει να πάρουμε μια γεύση από τη δική του ματιά, από τη ματιά του γνήσιου φορέα της ρωμαίικης παράδοσης, μιας και οι μέρες που περνάμε κινούνται στο ρυθμό: 
«Ναι στην Ευρώπη». «Όχι στην Ευρώπη». Παραθέτουμε όλο το κείμενο, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο «Μυστικά Άνθη», εκδόσεις «Αστέρος».

«Ξενομανία δεν θα πει τίποτα. Μια φορά κι έναν καιρό είχαμε ξενομανία, δηλαδή κάποια λαφριά ψυχική αρρώστια, ένα συνάχι. Τώρα πάθαμε μια πολύ βαριά αρρώστια, θες πανούκλα, θες γρίπη κακοηθέστατη, μα όχι ασιατική, αλλά ευρωπαϊκή. Πώς να την πούμε;

Ξενολατρία; Ξενοπροσκύνημα; Εγώ τουλάχιστο, μ΄όλο που λένε πως είμαι καλός λογομάστορας, δεν μπορώ να βρω κάποια ονομασία, που να μπορεί να δώσει μια μικρή ιδέα γι΄αυτή τη θανατηφόρα αρρώστια που μας δέρνει και που όλο και χειροτερεύει.

Και δεν είναι σωστή η ονομασία ξενολατρία. Σωστή θα ήτανε , αν τη λέγαμε Δυτικολατρία. Γιατί μονάχα τα ευρωπαϊκά πράγματα ή καλύτερα τα δυτικά είναι για μας ουρανοκατέβατα, όλα όσα έρχουνται από κείνες τις χώρες, που βρίσκουνται κατά το βασίλεμα του ήλιου, ενώ δεν έχουμε την παραμικρή εκτίμηση σε ό,τι έρχεται από την Ανατολή. Είμαστε γυρισμένοι κατά το βασίλεμα του ήλιου, σαν να περιμένουμε να βγει από κει ο ήλιος.

Και βέβαια από κει βγαίνει, γιατί από κει έρχουνται όσα βγάζουνε λεφτά, οι μηχανές, οι διάφορες καλλιτεχνίες, τα σκάνδαλα, τα εγκλήματα. Οι δυτικοί άνθρωποι είναι οι πιο πρακτικοί απ΄όλη την ανθρωπότητα και για τούτο τα καταφέρανε να βγαίνει παράς απ΄όλα τα πράγματα κι από τα πιο άκερδα. Έτσι κερδίζουνε πολλά χρήματα κάποια επαγγέλματα που σε άλλες χώρες και σε άλλα χρόνια τα θεωρούσανε χασομέρικα, όπως είναι το να τραγουδά κανένας, το να χορεύει, το να μιλά και αν λέγει ό,τι κατέβει στο κεφάλι του, το να κουτσομπολεύει, το να κάνει τον αθλητή, το να μουντζουρώνει ένα σανίδι ή ένα πανί, το να φωτογραφίζει ό,τι βρει μπροστά του, το να κάνει τον τρελό, το να γράφει βιβλία γεμάτα ανοησίες κι ακαταλαβίστικα λόγια κι άλλα τέτοια αμέτρητα κι απίστευτα πράγματα.

Σε κείνες τις βλογημένες χώρες όλα έχουνε γίνει μεγάλες και βαθιές επιστήμες. Το κούρεμα των μαλλιών, το βάψιμο των γυναικών, που τις βάφουνε και τις ξεβάφουνε δυο και τρεις φορές τη βδομάδα οι «σπουδάσαντες» εν Ευρώπη καλλιτέχναι – επιστήμονες, το κόψιμο των νυχιών, το τρίψιμο των ποδιών, το «αισθητικό» αναμάλλιασμα, το «αισθητικό» στόλισμα της βιτρίνας, το «αισθητικό» μεταχείρισμα του πελάτη, οι «αισθητικοί» γάμοι, τα «αισθητικά» μνημόσυνα, οι «αισθητικές» νεκροφόρες, οι «αισθητικές» κηδείες κλπ., όλα , επαγγέλματα απ΄όπου κερδίζει πολύς κόσμος κι όχι μοναχά κερδίζει, μα και κερδίζει πολλά, περισσότερα από τα ντεμοντέ επαγγέλματα του επιπλοποιού, του ράφτη, του τσαγκάρη κλπ.

Μ΄αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη πήρε με το μέρος της όλον τον κόσμο και περισσότερο εμάς τους Έλληνες, που φαίνεται πως είχαμε κι ανέκαθεν την αρρώστια της ξενομανίας, όπως φαίνεται από τούτα τα λόγια που έχει γράψει ο Παυσανίας ο Περιηγητής: «Έλληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ΄ αλλότρια ή τα οικεία», δηλαδή: «Οι Έλληνες πάντα νομίζουνε πως είναι πιο θαυμαστά τα ξένα πράγματα, παρά τα δικά τους».

Η Δύση καταγίνεται με τις επιστήμες κι οι μηχανές που φτιάνει, θαμπώνουνε τους λαούς σαν κάποια μαγικά πράγματα. Κοντά στη λάμψη που έχουνε οι μηχανές, είναι και το κέρδος που βγαίνει από το κάθε πράγμα που γίνεται στην Ευρώπη κι έτσι ο άνθρωπος που δεν έχει πνευματική ανεξαρτησία, υποδουλώνεται σαν υπνωτισμένος σ΄αυτή τη μάγισσα Κίρκη κι ό,τι του δίνει αυτή, το θεωρεί ουρανοκατέβατο. Μ΄αυτόν τον τρόπο, όλα τα ιδεώδη που έχουνε οι άνθρωποι που ζούνε στις χώρες που δεν έχουνε μηχανικό πολιτισμό, βρίσκουνται στη Δύση.

Από τη Δύση εβγήκε η Μόδα, αυτό το ανεξήγητο κι ακατανόητο τέρας, που δεν αντιστέκεται στις προσταγές του κανένας άνθρωπος. Ένα φόρεμα ή ένα οποιοδήποτε πράγμα που ήτανε έμορφο την περασμένη εβδομάδα, σήμερα δεν είναι πια έμορφο, γιατί τέτοια διαταγή ήρθε από το Παρίσι, από τη Λόντρα ή από την Αμερική. Αυτή η αλλαγή δίνει μεγάλη κίνηση στο εμπόριο, στο αλισβερίσι.

Στη Δύση λοιπόν όλα γίνουνται λεφτά. Πώς να μην έχουμε σε μεγάλη υπόληψη ό,τι κάνει κι ό,τι μας στέλνει, ακόμα και τα πιο τρελά πράγματα; Πλήθος εργοστάσια δουλεύουνε και γεμίζουνε τον κόσμο γυαλιά, στυλό, αναπτήρες ( όλο πιο τέλεια κι όλο πιο τελειοποιημένα), μηχανές φωτογραφικές, ραδιόφωνα της τσέπης, ρολόγια ίσαμε ένα κουμπί, που για να δεις την ώρα πρέπει να ΄χεις φακό κι άλλα κι άλλα. Δεν έμεινε άνθρωπος που να μην έχει ένα και δυο στυλό, δυο τρία ζευγάρια γυαλιά, μια μηχανή, ένα ραδιόφωνο σαν ταμπακέρα. Η μάγισσα Κίρκη πίνει το αίμα τους, ρουφά τον παρά τους κι αυτοί ορκίζουνται στ΄όνομά της. Η αλήθεια είναι πως τους δίνει ένα σωρό χρειαζούμενα πράγματα, τους φορτώνει όμως κι ένα σωρό αδιαφόρετα κι αλίμονο σ΄όποιον δεν συμμορφωθεί με τις προσταγές τις να τα φορτωθεί!

Οι Έλληνες είναι οι πιο πιστοί προσκυνητές της. Μόλις μαθευτεί πως η Μάγισσα έβγαλε κάτι «καινούριο» ή στη μόδα της φορεσιάς ή στην τέχνη καμιά καινούρια «τεχνοτροπία» ή κάποια νέα θεωρία ή κανέναν καινούριο αναπτήρα ή κάποιο άλλο θαύμα τέλος πάντων, τρέχουνε ποιος να το πρωτοφτάξει να το πάρει ή να το μιμηθεί. «Είναι ευρωπαϊκό!», που θα πει: «Βασιλικιά διαταγή και τα σκυλιά δεμένα».

Εξ άλλου, όπως είπαμε, ευρωπαϊκό θα πει πάντα «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Τζίρος!

Μια Κυριακή μετά τη λειτουργία, είχε δυο τρία μνημόσυνα στην εκκλησία που πήγα. Κι επειδή βιαζόντανε παπάδες και ψαλτάδες να τελειώσουνε γρήγορα με το Θεό, για να δούνε την πελατεία, τόλμησα να πω δυο λόγια για τα θεατρικά αυτά μνημόσυνα με τα φρικτά μωβ κρέπια, με τις γλάστρες, με τις κορδέλες, με τα χρυσά γράμματα και με τους διάφορους χαροεργολάβους. Τι ήθελα να μιλήσω; Με περιλάβανε όλοι οι «ενδιαφερόμενοι» της επιχειρήσεως και πιο λυσσασμένα οι εργολάβοι με τα φοινικοειδή, με τα κρέπια, με τα «ικριώματα», με τους δίσκους τα κόλλυβα. «Ποιος θα δούλευε, μου λέγανε, αν δεν γινόντανε έτσι επίσημα τα μνημόσυνα και οι κηδείες; Πού βρισκόμαστε; Στα βλαχοχώρια;».

Και καλά η πιάτσα! Μα κάποιοι που θα ΄πρεπε να είναι λιγότερο δυτικόπληκτοι, όπως είναι οι ιερωμένοι; Αχ! Ίσια ίσια, πολλοί από τους ρασοφόρους έχουνε κολλήσει πολύ βαριά την αρρώστια της ξενολατρίας. Τι λέγω; Βαστούνε το μπαϊράκι της και πάνε μπροστά από μας τους κοσμικούς.

Για να δείτε πως μιλώ αληθινά και για να θαυμάσετε ως ποιο σημείο μπορεί να γελοιοποιηθεί ένας άνθρωπος και μάλιστα κληρικός από την ξενομανία, γράφω παρακάτω ένα περιστατικό, από τα πολλά που γίνουνται γύρω στην τέχνη μου:

Τα τελευταία χρόνια άρχισε ο κόσμος να εκτιμά τη δυσφημισμένη βυζαντινή τέχνη κι ήρθανε σε μένα πολλοί νέοι να τους μάθω τη βυζαντινή αγιογραφία, δικοί μας και ξένοι.

Ένας δεσπότης μη έχοντας ιδέα απ΄ ό,τι γίνεται σ΄αυτό το κεφάλαιο και πιστεύοντας πως όλα βρίσκουνται στην Ευρώπη, έστειλε ένα νέο θεολόγο, που είχε κλίση στη ζωγραφική, να σπουδάσει αγιογραφία σε μια σχολή της Γερμανίας. Εκεί του είπανε πως δεν διδάσκεται εκεί η αγιογραφία και του συστήσανε νά ρθει σε μένα. Από κει πήγε στο Παρίσι και του είπανε και κει να γυρίσει στην Ελλάδα. Τέλος πήγε και στο Βέλγιο και τον στείλανε πάλι σε μένα, λέγοντάς του πως σκοπεύουνε να μου στείλουνε δυο σπουδαστές, για να μάθουνε την αγιογραφία.

Αφού λοιπόν βρίσκουνται σε τέτοια πνευματική κατάσταση οι ιεράρχες της ελληνικής Ορθοδοξίας, τι να κάνουνε οι εργολάβοι κηδειών;».

Φώτης Κόντογλου

Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 2-7-2015

..γιατί τούτη η ευτυχία δε βρίσκεται μήτε μέσα μας,μήτε στ΄άλλα τα χτίσματα, παρά βρίσκεται μονάχα στο Θεό

Οι άνθρωποι επειδή δεν μπορέσανε να γλυτώσουνε από τον θάνατο, από τη δυστυχία κι από την αμάθεια, αποφασίσανε να μη τα συλλογίζουνται ολότελα αυτά τα πράγματα για να γίνουνε φτυχισμένοι.
Αυτό είναι όλο που μπορέσανε να βρούνε για να παρηγοριούνται στα τόσα βάσανα τους.

Μά τούτη η παρηγοριά είναι πολύ τιποτένια, γιατί δε συνεργεί στη γιατρειά τού κακού, παρά μονάχα το κρύβει για λίγον καιρό, και με το να το κρύβει κάνει τον άνθρωπο να μη συλλογίζεται με τι τρόπο θα το γιατρέψει στ΄αληθινά.

Κι έτσι με την αναποδιά, πώχει απο φυσικό του ο άνθρωπος, αποδείχνεται πως ο βαρεμός που΄ναι το πιο μεγάλο κακό κατά την ιδέα του, είναι κατά βάθος το πιο μεγάλο καλό, γιατί μπορεί να συνεργήσει περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα στο να ζητήξει την αληθινή τη γιατρειά του.

Και το να επιδίνεται σε διάφορες δουλειές είτε μανίες, που τώχει για το πιο μεγάλο καλό, είναι το πιο μεγάλο κακό, γιατί τον μποδίζει περισσότερο από κάθε τι στο να γυρέψει να βρει το γιατρικό για τα βάσανα του.

Και τόνα και τ΄ άλλο φανερώνει καθαρά την κακομοιριά και τον ξεπεσμό τού ανθρώπου, και μαζί δείχνει το μεγαλείο του, επειδής ο άνθρωπος όλα τα βαρυέται, κι αποζητεί ένα σωρό δουλειές γιατί έχει την ιδέα πως είχε κάποια ευτυχία που την έχασε, και επειδής δεν τη βρίσκει μέσα του, τη ζητά μάταια στα εξωτερικά πράγματα , δίχως να μπορεί να φχαριστηθεί ποτές , γιατί τούτη η ευτυχία δε βρίσκεται μήτε μέσα μας, μήτε στ΄άλλα τα χτίσματα , παρά βρίσκεται μονάχα στο Θεό.


Ρητά και Λογισμοί του Βλάση Πασκάλ (από τον κυρ Φώτη Κόντογλου)



«Ἡ Εὐρώπη εἶναι ἡ δοκιμαστικὴ πέτρα γιὰ κάθε ἕναν ἀπό μας: ἢ θὰ γίνει πίθηκος ξενόδουλος ἢ θὰ καταλάβει πόσο ψεύτικα εἶναι τὰ φανταχτερὰ στολίδια της»

Σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, οἱ αἱρετικοὶ πληθαίνουνε μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, παρεκτὸς τοὺς ἀπ’ ἔξω. Οἱ ἀπ’ ἔξω αἱρετικοὶ εἶναι φανεροί. Ἐδῶ θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς κρυφοὺς αἱρετικούς, τοὺς κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους, αὐτοὺς ποὺ μᾶς φέρνουνε τὸν προτεσταντισμὸ καὶ τὸν καθολικισμὸ ἀπὸ τὴ Δύση, ἐκεῖ ποὺ πᾶνε καὶ σπουδάζουνε.

Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸν φέρουνε; Ἀργήσανε μάλιστα. Χρόνια καὶ χρόνια γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά. Παράξενο θὰ ‘τανε νὰ μὴν τὸν φέρουνε. Αὐτοί, ὅμως, δὲν φανερώνονται σὰν αἱρετικοί, μήτε κι οἱ ὅμοιοί τους τοὺς θεωροῦνε γιὰ αἱρετικούς. Μιλᾶνε συχνά, σὰν παπαγάλοι, γιὰ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ μία ὀρθοδοξία «ἐξελιγμένη», συγχρονισμένη, «εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία». Τούτη ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ἔχουμε καὶ ποὺ τὴν κληρονονήσαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, εἶναι παλιά, εἶναι βλάχικη Ὀρθοδοξία, ποὺ δὲν πάει νὰ τὴν ἔχουνε μοντέρνοι ἄνθρωποι, ποὺ ζήσανε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική!
Κάθε τόσο ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα μία φουρνιὰ ἀπὸ νεαροὺς θεολόγους, ποὺ σπουδάσανε στὴν Εὐρώπη…

Τοῦ Φώτη Κόντογλου


Ω φως ιλαρόν,ω φώς εσπερινόν,ω φως ανέσπερον!

Έχουμε στο σπίτι μας ένα μικρό δωμάτιο μ' ένα εικονοστάσι, που βρίσκεται προς τη μιά γωνιά του. Απάνω στο εικονοστάσι είναι βαλμένο, στη μέση, ένα παλιό μεγάλο Ευαγγέλιο με ασημωμένες τάβλες, ένας αρχαίος σκαλιστός σταυρός, ένα μικρό κουτάκι με άγιο λείψανο, ένα ασημένο χέρι, μεγάλο όσο είναι το φυσικό χέρι, που έχει μέσα άγιο λείψανο της αγιάς Παρασκευής, και κάμποσα εικονίσματα, που ανάμεσά τους είναι μία μεγάλη εικόνα της αγιάς Παρασκευής, παλιά κι ασημωμένη από τέμπλο.
Όλα αυτά ήτανε της οικογενειακής εκκλησιάς μας, και τα πήραμε μαζί μας τον καιρό που φύγαμε από τη Μικρά Ασία, καταδιωγμένοι από τον Τούρκο, μαζί με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία. Αντί να πάρουμε άλλα πράγματα, που θα ήτανε πιό χρήσιμα σε μας, κατά τη γνώμη του κόσμου, προτιμήσαμε να πάρουμε αυτά τα αγιασμένα πράγματα. Περάσαμε στη Μυτιλήνη, που είναι κοντά στο μέρος που γεννηθήκαμε, αντίκρυ στη μεγάλη στεριά της Ανατολής.

Το καντήλι καίει μέρα-νύχτα ακοίμητο, μπροστά σ' αυτό το εικονοστάσι. Το δωμάτιο μοσκοβολά κερί και λιβάνι. Εκεί είναι το καταφύγιο μας στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας, εκεί λέμε και τις ευχαριστίες μας στον Θεό για ό,τι καλό μας στέλνει. Εκεί λέμε τον εσπερινό και τον όρθρο, όποτε τύχει να μην πάμε στην εκκλησία, τις παρακλήσεις, τις δοξολογίες. εκεί γίνουνται οι αγιασμοί και τα ευχέλαια, από αγιαμένους παπάδες και καλογήρους. Η ψυχή μας κ' η καρδιά μας, βρίσκονται εκεί. Έχουμε τα Μηναία, το Πεντηκοστάριο, την Παρακλητική, το Τριώδιο, το Ωρολόγιο, το Αγιασματάρι, κλπ... Εκείνο το θαλάμι είναι η κατ οίκον εκκλησία μας. 

Από τα δεξιά βρίσκεται ένα παραθύρι, δίπλα στη βορεινή γωνιά. Απ' εκείνο το παραθύρι, που είναι βορεινό, δεν μπαίνει ολότελα ο ήλιος όλον τον χειμώνα. Μονάχα κατά την αρχή του καλοκαιριού αρχίζουν και τρυπώνουν λοξά χρυσές αχτίνες από τον ήλιο, την ώρα που βασιλεύει. Τρυπώνει δειλά-δειλά, αυτό το φώς, το «Φώς ιλαρόν», όπως το λέγω, και κάνει μια στενή λουρίδα όρθια, χρυσαφένια, δίπλα στη βορεινή γωνιά, αριστερά από το εικονοστάσι.

Φανερώνεται τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, και χάνεται τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Το αγιασμένο πυροτέχνημα στην αρχή βαστά λίγες στιγμές κ' ύστερα αποτραβιέται. Κατά την αρχή Ιουλίου στέκεται ίσαμε μιά ώρα. Και στις τελευταίες μέρες του βαστά πάλι λίγες στιγμές, ως που χάνεται, και δεν ξαναφαίνεται πιά.
Αυτό είναι το «Φώς ιλαρόν». Από μικρό παιδί το 'βλεπα το βράδυ που βασίλευε ο ήλιος, εξωτικό, χρυσοκκόκινο, να χρυσώνει τα σπίτια, τα μικρά τα βουνά, τα βράχια, τα πανιά των καραβιών, σαν να ήτανε χρυσοκαπνισμένα. Το θέαμα ήτανε πανηγυρικό, κ' έπεφτα σε έκσταση, σαν να ερχότανε εκείνο το φώς απο έναν άλλον κόσμο, από τη βασιλεία των ουρανών, κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος.
Πόσο ποιητικά εκφράζει ο λαός μας τη μεγαλοπρέπεια που έχει εκείνη η ιερή ώρα, λέγοντας πως ο ήλιος «βασιλεύει». Αληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτέ με τέτοια πορφύρα; Θα' λεγε κανένας πως δεν είναι ο ήλιος αυτός ο βασιλέας, αλλά ο Χριστός, ο βασιλεύς των βασιλευόντων.
Έχω την ιδέα μαλιστα πως ο ευλαβής λαός μας, λέγοντας «ο ήλιος εβασίλεψε», επήρε τα λόγια, γυρίζοντάς τα, από το «Προκείμενον» που λέγει ο ψάλτης το Σαββατόβραδο στον εσπερινό: «ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο»ίσα-ίσα την ίδια ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. 

Εκείνη την ώρα το χρυσορρόδινο φώς μπαίνει απο το παράθυρο της εκκλησίας, που είναι κατά το δυτικό μέρος, και χτυπά απάνω στο σκαλιστό τέμπλο, κάνοντας το να λαμποκοπά σάν «χρυσοπλοκώτατος πύργος». 
Λίγο πρίν το «Προκείμενον» λέγει ο ψάλτης, ή κανένας καλόγερος, ή κανένας ταπεινος αναγνώστης το «Φως ιλαρόν», εκείνον τον θεσπέσιον εσπερινόν ύμνον.
...Σε στέλνει σε όλους τους ανθρώπους μα αυτοί δεν σε βλέπουν, ω φως ιλαρόν, ω φώς εσπερινόν, ω φως ανέσπερον!

Φώτης Κόντογλου «Ευλογημένο Καταφύγιο»,
Κεφάλαιο: Το βασίλεμα του ήλιου



Πετάξτε από πάνω σας την ψευτιά

Τί μεγαλομανία σ᾿ ἔχει πιάσει, ἀδελφέ μου, καὶ δὲν βρίσκεις ἡσυχία καὶ χτίζεις πατώματα ἀπάνω στὰ πατώματα, κι᾿ ἔχεις δυὸ τρία αὐτοκίνητα καὶ κότερα καὶ κάθε λογῆς μάταια πράγματα! 
Γύρισε καὶ κύτταξε καὶ τὸν ἀδελφό σου, νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σου μὲ τὴν εὐλογημένη καλωσύνη, ποὺ τὴν ξεράνανε τὰ τσιμέντα, οἱ ψεύτικες κουβέντες, οἱ συμφεροντολογικὲς παρέες, οἱ συνοφρυωμένες ἀξιοπρέπειες.Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θυσίες, τουλάχιστον νὰ συχαθεῖς τὴν ἀδικία. Μὴν ἀδικεῖς. 
Ἡ ἀδικία εἶναι σιχαμερὴ στρίγγλα, χωρίστρα τῶν ἀνθρώπων, ἀνθρωποκτονία σὰν τὸν πατέρα τὸν σατανᾶ.
Τί θὰ δίνανε πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ κερδίσανε τὸν κόσμο καὶ χάσανε τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ νοιώσουνε ὅ,τι νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν χάσανε τὴν ψυχή τους! Ἂν τύχει νὰ ξεκόψει κανένας τέτοιος ἀπὸ ψεύτικη παρέα του καὶ βρεθεῖ στὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀχάλαστων, νοιώθει πὼς ζεῖ ἀληθινὰ καὶ σὰν ἀπογευθεῖ τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα ὕστερα ἀπὸ τὴ ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, ποὺ κάνει σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξαναγεννήθηκε, σὰν τυφλὸς ποὺ εἶδε τὸ φῶς του.

Κάτι τέτοιοι δὲν ξεκολλᾶνε πιὰ οἱ κακόμοιροι ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν γκαρδιακῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεμακρύνει ἀπὸ τὰ ψεύτικα πρέπει νἄχει λίγη ψυχή. Ἀλλοιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς ψευτιά. Ὁ ἄμμος τῆς Σαχάρας, ὅση βροχὴ κι᾿ ἂν πέσει ἀπάνω του, δὲν φυτρώνει τίποτα.

Ἂν πεῖς πάλι σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς φτωχούς, νὰ περάσει μισὴ ὥρα μὲ τὴν παρέα τῶν κοσμικῶν, καλύτερα ἔχει νὰ τὸ βάλεις στὸ μπουντρούμι, παρὰ νὰ βλέπει καὶ ν᾿ ἀκούγει ἐκεῖνα τὰ ψεύτικα κομπλιμέντα, τὶς ἀνάλατες συζητήσεις, τὰ κρύα χωρατά. Στὴ συναναστροφὴ ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ ψευτισμένοι, θαρρεῖς πὼς τοὺς χωρίζει ἕνας τοῖχος τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον. 

Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νοιώθουνε πὼς οἱ καρδιὲς τοὺς γίνονται ἕνα, πὼς ἀκουμπᾶ ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον καὶ ξεκουράζεται. Ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπιέται, χαίρεται καὶ δίνει χαρά. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν σαρκικῶν ἀνθρώπων στέκεται ὁ διάβολος καὶ τοὺς κάνει νὰ μιλᾶνε ὁλοένα γιὰ λεφτὰ καὶ γιὰ τὰ ὅμοια, γιὰ νὰ μὴ γροικήσουνε οὔτε τὸ φαγὶ ποὺ τρῶνε. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ταπεινῶν στέκεται ὁ Θεός, κι᾿ ὅλα εἶνε εὐλογημένα.
Πετάξετε ἀπὸ πάνω σας τὴν ψευτιά. Ἀνοίξετε τὰ πανιά, νὰ τὰ φουσκώσει ὁ καθαρὸς ἀγέρας τοῦ πελάγου. Νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σας, νὰ νοιώσετε πὼς ζειτε ἀληθινὰ κι᾿ ὄχι ψεύτικα.

Φώτης Κόντογλου



Ο σημερινός κόσμος. Το μέγα φρενοκομείο

Να δούμε ακόμα που θα φτάξουμε!
Δεν αφήσαμε βρωμιά, δεν αφήσαμε σιχαμένη πράξη, που να μην την κάνουμε, δεν αφήσαμε πονηρό διαλογισμό που να μην τον πούμε ή να μην τον γράψουμε με τη μεγαλύτερη αδιαντροπιά. Ξεχαλινωθήκαμε πια ολότελα. Γινήκαμε ένα τρελλό κοπάδι, που μας σαλαγά ο διάβολος με μια βουκέντρα, κι εμείς τρέχουμε λαχανιασμένοι. Η ελευθερία που δώσαμε στον εαυτό μας, με τη διαστρεμμένη γνώμη μας, γίνηκε τυραννία και μας κάνει ό,τι θέλει. Μεταμορφώθη­κε σε μια μάγισσα Κίρκη, και μας μεταμόρφωσε κι εμάς σε χοί­ρους, και γρούζουμε ευτυχισμένοι, τσαλαβουτώντας μέσα στις κο­πριές και στις σάπιες ακαθαρσίες. Καταντήσαμε ακόμα να τρώμε τις δικές μας τις ακαθαρσίες και τα εμπυασμένα κρέατά μας. Πο­τέ ο άνθρωπος δεν είχε φτάξει ούτε στη μισή αναισθησία και σιχαμένη παραμόρφωση, απ' όσο έφταξε σήμερα...
Και με τα λόγια και με την πράξη καλλιεργούμε αυτό το κα­ταραμένο χωράφι που ανοίξαμε μέσα μας και που φυτρώνει βρωμόχορτα και βρωμομανιτάρια. Μη νομίσει κανένας πως με τα λό­για δεν έρχεται η διαστροφή της ψυχής! Ίσια - ίσια, με τα λό­για βρωμίζεται κανένας περισσότερο απ' όσο βρωμίζεται κι από την ίδια τη βρώμικη πράξη. Οι μανάδες μας κάνανε τα συζυγικά χρέη τους, ακολουθώντας με φυσικόν τρόπο τον δρόμο που πρέπει να α­κολουθήσει ο άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο, για να γεννηθούν κι άλ­λοι, καινούριοι άνθρωποι. Ωστόσο, ποτέ δεν έβγαινε από το στό­μα τους άπρεπος λόγος, λόγος αδιάντροπος. Και δεν γινότανε αυ­τό από υποκρισία, αλλά από το αίσθημα της φρονιμάδας και της σεμνότητας. Η μητέρα της Παναγίας, του Προδρόμου και των αγίων, που ήτανε αγιασμένες από την κούνια, πώς ήτανε δυνατό να ξεστομίσουνε ποτέ αισχρολογίες; Αυτή είναι, ω σημερινοί αδιάντροποι κι αδιάντροπες, η εμορφιά κι η υψηλή μεγαλοπρέπεια της ψυχής, που τη χάσατε, αλλοίμονο! και γινήκατε σαν και κείνα τα αναίσθητα σκυλιά που γλείφουνε τον πισινό τους μπροστά στον κόσμο.

Λοιπόν, επί τόσες χιλιάδες χρόνια δεν μπορέσανε οι άνθρωποι που ζήσανε πριν από εμάς, να ανακαλύψουνε αυτά τα σπουδαία μυστικά που ανακαλύψατε εσείς, δηλαδή να μην ντρέπεσαι να λες αισχρολογίες, μάλιστα να το κάνεις σκοπό της ζωής σου, και να επιδείχνεις, φανερά και χωρίς ντροπή, κάποια πράγματα που ο άνθρωπος τα είχε σφραγισμένα με μια μυστική σφραγίδα, οπού έγραφε απάνω πως «ο άνθρωπος δεν είναι κτήνος».

Το να γυρίσει ο άνθρωπος στο κτήνος, είναι το πιο εύκολο πράγμα. Κατρακυλά γλήγορα σ' αυτό, επειδή κατά κει είναι ο κα­τήφορος, και κατά δω ο ανήφορος. Ο άνθρωπος ανηφόρισε επί χιλιάδες χρόνια για ν' ανέβει εκεί που βρίσκεται, με αγώνα, με βάσανα, με ιδρώτες. Η αλήθεια είναι πως κάθε τόσο κατρακυλού­σε κατά πίσω, κατά το ζώο, αλλά το κατρακύλισμά του ήτανε προ­σωρινό και περιορισμένο, και γι' αυτό το κατρακύλισμα έλεγεν ο Δαυίδ: «Ανθρωπος εν τιμή ων ου συνήκεν. Κατελογίσθη τοις κτήνεσι τοις αλόγοις και ωμοιώθη αυτοίς». Σήμερα όμως το κατρακύ­λισμα είναι θανατερό, γιατί δεν κατρακυλίσαμε κατά τον βούρκο επειδή γλιστρήσαμε, κρατώντας το πρόσωπο γυρισμένο προς τ' α­πάνω, αλλά πήραμε θεληματικά μας τον κατήφορο, και τρέχουμε σαν τρελλοί, για να προφτάξουμε να βουλιάξουμε μέσα στον βόθρο.

Η αμαρτία πάντα τραβούσε τον άνθρωπο, αλλά, λίγο ως πο­λύ, αντιστεκότανε ο άνθρωπος στα πονηρά χάδια της, γιατί ο απομέσα άνθρωπος δεν έστρεγε στην αμαρτία, που αφήνει πάντα ένα πικρό κατακάθι στο ποτήρι που κερνιέται. Τώρα όμως η αν­θρωπότητα έπαθε πώρωση και δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Χοντροπέτσιασε, σαν τον λεπρό που το πετσί του είναι πεθαμένο, και δεν νοιώθει πια τίποτα.
Αφορμή για τέτοιες σκέψεις δίνεται σε όποιον έχει ακόμα μέσα του κάποια ανθρωπιά, κάθε μέρα. Τί λέγω; Κάθε ώρα, κάθε στιγμή, βλέποντας, ακούγοντας και διαβάζοντας χίλιες δυο φρι­χτές ασκήμιες που γίνουνται στον κόσμο, προπάντων στα λεγόμε­να «εξευγενισμένα έθνη», και που διαφημίζουνται σαν να είναι κά­ποια κατορθώματα πιο μεγάλα από όσα έκανε ο Μεγαλέξαντρος, ο Κολόμπος ή κανένας άλλος στα περασμένα, η κάποια έργα πιο σπουδαία από του Φειδία, του Πραξιτέλη, του Ανθεμίου, και των άλλων που σταθήκανε φημισμένοι τεχνίτες.

Σήμερα μου έστειλε κάποιος μια εφημερίδα για να διαβάσω: «Το χορόδραμα του προπατορικού αμαρτήματος μέσα σε μια εκ­κλησία του Λονδίνου». Μ' όλο που είμαι έτοιμος να ακούσω στον καιρό μας και τις πιο ξωφρενικές ατιμίες και ανοησίες να γίνουνται στ' όνομα της «Τέχνης», η αλήθεια είναι πως ανατρίχιασα α­πό το καινούριο φρούτο «της πολιτισμένης και ελεύθερης εποχής μας», δηλαδή του «Παγκόσμιου Φρενοκομείου». «Η παράσταση, γράφει η εφημερίδα, εδόθη στην εκκλησία του αγίου Φιλίππου στο Λονδίνο και εσημείωσε επιτυχία». Μπορούν οι βρωμόμυγες να μην τρέξουν στο ψοφήμι; Πώς να μη σημειώσει επιτυχία το χορόδρα­μα, αφού είμαστε όλοι άρρωστοι, υστερικοί, δηλητηριασμένοι από το φαρμάκι που μας ποτίζουνε λίγο - λίγο από πολλά χρόνια; Πρώ­τα - πρώτα έχουμε μεγάλη μανία σήμερα για τα θεάματα, όπως τον καιρό των Ρωμαίων, που φώναζε ο όχλος: «θέλουμε ψωμί και θεάματα!». «Panem et circenses!». Αυτή η μανία ολοένα, και με­γαλώνει, κι έχουμε καταντήσει πλάσματα υστερικά, παλαβά, που σκοτωνόμαστε για να δούμε έναν «αστέρα» του κινηματογράφου και να πάρουμε από αυτόν ένα «αυτόγραφο», δηλαδή ένα παλιόχαρτο που θα πεταχτεί κάποια μέρα στα σκουπίδια.
Παρακάτω γράφει η εφημερίδα: «Οι Αγγλοι κριτικοί ήταν ενθουσιασμένοι». Βλέπεις πόσο σοβαρό είναι το πράγμα; Ενθουσιάσθηκε κι η γρηά - Κριτική! Ξύλο που θέλουμε!
Αλλά το περισσότερο ξύλο πρέπει να πέσει στη ράχη του α­γίου επισκόπου Ριχάρδου Αγκαρ, που έδωσε την άδεια για το θεάρεστο αυτό έργο, και μάλιστα «έχει διαρρυθμίσει τον χώρο κατάλ­ληλα για να δίδωνται παραστάσεις στην εκκλησία»! Χριστέ μου, πάρε πάλι το κουρμπάτσι και κάνε μελανόν αυτόν τον άξιο υπηρέτη σου, που ρεζίλεψε τη θρησκεία σου όσο κανένας άθεος! Πάντα από τους παπάδες χάλασε η θρησκεία, αλλά τουλάχιστον σε άλλους και­ρούς, είχανε ένα χαλινάρι. Τούτος είναι αδιάντροπος, γιατί είναι σημερινός μαθητής του διαβόλου, που σκέπασε με τα φτερά του την οικουμένη.
Και είδες; Πάλι η «Τέχνη» τα σκέπασε: Ο όσιος πατήρ Ρίτσαρντ είπε ότι «το μπαλλέτο είναι πολύ σοβαρό και ότι εξυπηρετεί το πνεύμα της Τέχνης». Με την τέχνη κρύβουμε τις μπομπές μας. Η τέχνη κατάντησε πορνολογία για παραδολογία. Σαν τεχνίτης που είμαι, ντρέπουμαι. Τέτοιον παπά ή επίσκοπο νάχεις να σε διδάχνει, τί ανάγκη έχεις;

Σήμερα καταγίνουνται όλοι με το «σεξ». Μα δεν υπάρχει, τέ­λος πάντων, τίποτ' άλλο απ’ αυτό το «σεξ», απ' αυτή τη γενετήσια ορμή; Οι γεροί άνθρωποι που ζήσανε σε άλλα χρόνια, εκείνοι οι δράκοι που ήτανε γεμάτοι ζωή, δεν είχανε «σεξ», και έχουμε εμείς τα ψοφήμια, και πρώτες απ’ όλους οι ξανθόψειρες με το κρύο αίμα, που λυσσάξανε στη Σουηδία, στην Αγγλία, και σε όλα τα παγω­μένα μέρη της σφαίρας;

Μ' όλο που κάνουνε τον χαρούμενο οι σκλάβοι της αμαρτίας, στο βάθος είναι δυστυχισμένοι. Ζούνε στον ίσκιο του θανάτου, για­τί: «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Για τούτο κι αυτοκτονούν. Αιτία για όλα αυτά είναι η απιστία και το ότι λείπει ο φόβος του Θεού από τον άνθρωπο. Ένας άγιος λέγει: «Φόβου χρεία τη αν­θρωπίνη φύσει», «Η ανθρωπίνη φύση έχει ανάγκη από φόβο». Α­μα λείψει ο φόβος του Θεού, κι η συνείδηση βουβαθεί, ο άνθρωπος κατρακυλά στο χάος. Μπορεί αυτός ο λεγόμενος επίσκοπος Ρίτσαρντ να πιστεύει σε Θεό και να κάνει αυτά που κάνει;
Μα, τέλος πάντων, δεν υπάρχει πια τίποτ' άλλο από το μασκαραλίκι; Συνεργεί σ' αυτή την κατάσταση κι η ανοησία, η επιπολαι­ότητα, η βλακεία κι η περιωρισμένη αντίληψη, που κάνει τον άν­θρωπο να ζήτα να θραφεί με σκουπίδια και με κοπριές, κι ας φαίνουνται απ' έξω κάποιοι απ' αυτούς τους ανήθικους πως είναι σπου­δαίοι στο μυαλό και στην επιστήμη. Υπάρχει κάποια άλλη εξυ­πνάδα μέσα στον άνθρωπο, που τον κάνει να είναι σε όλα σοβαρός. Αυτοί οι εκφυλισμοί λένε πως έχουνε μέσα τους κάποιο «κενό», και πως θέλουνε να το γεμίσουνε. Και απ' αυτούς έμαθε κι όλος ο κόσμος, κάποιοι ανθρωπάκοι σαρακοστιανοί, κάποια δεσποινάρια, και λένε όλοι τους, σαν παπαγάλοι, πως έχουνε «κενό» μέσα τους, «άγχος» και τα τέτοια. Τί «κενό» έχεις, βρε, που από την πνευματι­κή τεμπελιά κατάντησες ένας μπούφος; Τόσοι και τόσοι σπουδαίοι άνθρωποι, με φαρδειά ψυχή, άνθρωποι που λάμψανε απάνω σε τού­τη τη γη και τιμήσανε το ανθρώπινο γένος, βρήκανε τόσα ευγενι­κά και μεγάλα πράγματα για να ξεδιψάσουνε την απομέσα δί­ψα τους και να χορτάσουνε την απομέσα πείνα τους, κι εσύ, δεν βρίσκεις τίποτ' άλλο για να βάλεις μέσα σου, παρά τη βρώμα;
Κύτταξε την πλάση που είναι γύρω σου, και χόρτασε από εμορφιά κι από μεγαλείο. Και πάλι μέσα σου μπορείς να βρεις τό­σους κρυμμένους θησαυρούς, μα δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις τον Χριστό που λέγει: «η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα σας». Η βασιλεία του Θεού είναι η υπέρτατη ευδαιμονία, που νοιώθει η ψυχή, κι αναβρύζει μέσα μας αυτό το δροσερό αθάνατο νερό. Αλ­λά ο διάβολος μας τυφλώνει και δεν βλέπουμε τίποτα από τα ω­ραία της δημιουργίας κι από τους μυστικούς θησαυρούς που βρίσκουνται μέσα στον άνθρωπο, αλλά μας κάνει χοίρους, που χώνουνε τη μουτσούνα τους στη λάσπη και στις ακαθαρσίες για να ευχαριστηθούνε.

Η ηθική μας φαίνεται πια μια ψευτιά, μια πρόληψη, ένα μπόδιο για «να απολαύσουμε τη ζωή». Μα η ηθική είναι κείνη που σηκώνει τον άνθρωπο απάνω από το κτήνος και τον ντύνει με μιαν άφθαρτη στολή, κεντημένη με κάθε ευγένεια, με κάθε υψηλό και σοβαρό αίσθημα και πλουμισμένη με τα αθάνατα διαμάντια που λέγουνται φρονιμάδα, σεμνότητα, γενναιότητα της καρδίας, ευαι­σθησία κι ευγένεια της ψυχής και με όσα κάνουνε τον άνθρωπο, από ένα σιχαμερό και εξευτελισμένο ζώο, ένα πλάσμα πολύ σπου­δαίο και θαυμαστό. Για τούτο λέει ο Δαυίδ στον Θεό: «Τί είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος και τον θυμάσαι, τί είναι αυτό το πλάσμα και φροντίζεις γι' αυτό; Τον έπλασες λίγο πιο κάτω από τους Αγγέ­λους, τον στεφάνωσες με δόξα και με τιμή, και τον έβαλες εξουσια­στή απάνω στα έργα των χεριών σου». «Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ' Αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν, και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών Σου».


Φώτης Κόντογλου
(Απόσπασμα από το βιβλίο Μυστικά Ανθη, Εκδόσεις: Αστήρ – Παπαδημητρίου)

Περί πειρασμών

Ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε ένας άνθρωπος με σθένος και προσωπικότητα μα πάνω απ’όλα με Ορθόδοξο φρόνημα. Έλεγε κάποτε:Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια». Αιωνία η μνήμη του.

ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ

«Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είναι κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»

Φώτης Κόντογλου (1895-1965) 

O κόσμος στον δρόμο του. Δεν γίνεται πια μεταστροφή

Πολλοί αναγνώστες μου γράφουνε, παρακαλώντας με, και μά­λιστα ξορκίζοντάς με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερ­βίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!». Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθήτε από τις επιθέ­σεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμα­στές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτε­ρά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία».

Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπό μου και σ’ αυτά που γράφω! 
Τί φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζω­ής; 
Όχι φωνή, αλλά και τ' αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώ­πους ν' αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει. Ο ίδιος ο ά­γιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της ερήμου, που τον φοβόντανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». 
Και πότε; Τον καιρό που υπήρχα­νε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε. Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πώς να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τί το όφελος; Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κη­ρύγματα. Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματά μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πως είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε α­πό τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέ­τοιοι, που μήτε το κήρυγμα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θάκανε τίποτα.
Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμμιά δύναμη. Όσοι μιλού­νε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουμε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο απόστολος Παύλος. Και άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρει αυτιά για ν' ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.

Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο, θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφο­ρος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ' απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός. Κι αν γράφουμε, γι' αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κιντυνεύουμε να αρπα­χτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουνε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.
"Όσοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, βλέπουνε με άλλα μάτια τον κόσμο, απ’ ό,τι τον βλέπομε εμείς. Εμείς είμαστε οι γκρινιάρηδες, οι Ιερεμίες, οι Κασσάντρες, και γι' αυ­τό ο κόσμος μας οχτρεύεται. Κι έχει δίκιο. Ο καθένας νοιώθει διαφορετικά τη ζωή, τη χαρά, το καλό και το κακό. Για τους αν­θρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος. Η σημερινή νεολαία εί­ναι μεθυσμένη από εκείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα», και που αυτή το λέγει «ελευθερία». Τί κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουρνίζεις με την ηθική σου; Γι' αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα, και μπορούνε να σκοτώσουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος, χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;

Ποτέ δεν μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας. Και τον μίσησε στ' όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας. Μισημέ­νες είναι οι ηθικές κουκουβάγιες κι οι χριστιανικές μοιρολογήστρες. Ποτέ ο χριστιανός δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέ­ρωνα.
Πού ν' ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες που βλέπουμε στον κινημα­τογράφο. Η ταινία που δεν έχει μέσα της πολλή ανοησία, δεν γνω­ρίζει επιτυχία. Ανοησία, και ακαλαισθησία, αυτά τα δυο βασιλεύουνε σήμερα. Είναι απίστευτο το τι ακούγει κανένας για α­στεία στις συναναστροφές που κάνουνε οι νέοι. Κρυόμπλαστα, ασυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε απ’ αυτούς κι η πιο συνηθισμένη εξυπνάδα. Τα καημένα τα παιδιά, παίρνουνε αφορμή από ένα τί­ποτα, για να χαχανίσουνε. Τα δέρνει η αμηχανία κι η βαρυεστημάρα κι αυτή είναι η αιτία που τα κάνει να χοροπηδάνε σαν τρελλά, να τσακίζουνε ό,τι βρούνε μπροστά τους, να τα βάζουνε με α­νύποπτους ανθρώπους. Γι' αυτά τα πλάσματα η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ανιαρό πράγμα δίχως σκοπό, δίχως αληθινή χαρά, δί­χως αγνόν ενθουσιασμό.

Ποιός φταίγει γι' αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδικος πύργος του Βαβέλ. Αλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθη­τες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευ­τος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.
Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι' αύτη την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελλός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιός από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέ­ξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψει η αλή­θεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι' αυτή και εμπαιχτήκανε γι' αυτή.

Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέ­ρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνουνται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.
Μια βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει: «Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματά του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο ά­δικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!».

 Φώτης Κόντογλου
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Εκδόσεις Παπαδημητρίου)

Τις έστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος



 Ζωή πολυμέριμνη, χωρίς καμμία εσωτερική ευτυχία 

Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος, θέλει ν' απολάψει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάξει όλα. Και βασανίζεται. Όποιος όμως φτάξει σε μια κατάσταση να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά, έστω κι αν μπορεί να τ' αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος. Δεν το κάνει από οικονομία, είτε γιατί έχει την ιδέα πως τα πολλά τον βλάφτουνε στην ψυχή ή στο σώμα. Αλλά γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει την αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απ' όλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του. « Τις έστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»... 

Οι άνθρωποι δεν βρίσκουνε πουθενά ησυχία, γιατί επιχειρούνε να ζήσουνε χωρίς τον εαυτό τους. 

Τρέχουνε από δω κι από κει να βρούνε την ευτυχία, μα ευτυχία δεν υπάρχει έξω από τον εαυτό μας. Θέλουμε να ευχαριστηθούμε με συμπόσια απ' όπου λείπουμε. Όποιος έχει χάσει τον εαυτό του, έχει χάσει την ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα που δίνουνε οι πολυμέριμνες ηδονές κι απολαύσεις, αλλά η ειρήνη της ψυχής και η σιωπηλή αγαλλίαση της καρδιάς. Μ' αυτό το βύθισμα στον εαυτό του βρίσκει ο άνθρωπος τον Θεό. 

Για τούτο είπε ο Χριστός: «Ουκ έρχεται η βασιλεία του θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν, ιδού ώδε ή ιδού εκεί. Ιδού γαρ η βασιλεία του θεού εντός υμών εστίν». «Μην ψάχνετε, ζαλισμένοι άνθρωποι, εδώ κι εκεί να βρήτε την ευτυχία. Γιατί η ευτυχία βρίσκεται μέσα σας». 

Μέγας λόγος, όπως όλα τα θεϊκά λόγια. Μέσα μας είναι ο θησαυρός. Απ' έξω είναι ξέρακας, κι ας μη μας ξεγελά η φασαρία και τα ψεύτικα πυροτεχνήματα. Όποιος ζει εξωτερικά , ζει ψεύτικα. 

Όποις ζει εσωτερικά, ζει αληθινά. Ξέρω καλά τι είναι η ζωή που ζούν οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι που διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγιελιούνται με λογής-λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με διάφορες ματαιότητες, που από μακρυά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό, ενώ σαν τα δει κανένας από κοντά, απορεί για τη φτώχεια που έχουνε και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ψευτογελιούνται μ' αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας. 

Ξέρω λοιπόν καλά αυτή τη ζωή, γιατί, αναγκαστικά, έζησα, κάποιες φορές, με ανθρώπους πλούσιους, που με προσκαλούσανε στα σπίτια τους, στις επαύλεις τους, στα κόττερά τους και στις άλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ' έπιανε από κείνη την κατάσταση. Έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνανε τον ευτυχισμένο, κατάδικους που κάνανε τον ελεύθερο. Αλλά, αν δεν καταγινόντανε με τόσες ψεύτικες χαρές, θα πέφτανε στη βαρεμάδα, στη λεγόμενη ανία. Ή το ένα ή το άλλο. Άδειοι από κάθε ουσία, τρισδυστυχισμένοι. 

Η ψυχή είναι ανύπαρκτη κι ανύπαρκτη η ευτυχία, η βασιλεία του θεού. Πως να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Πως να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει το αλάτι; 
Λοιπόν, όποτε αναγκαζόμουνα να πάγω για λίγο κοντά σε τέτοιους κοσμικούς ανθρώπους, πράγμα που γινότανε σπάνια, για να μην τους προσβάλω, αφού με προσκαλούσανε με ευγένια, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να αποτραβηχτώ στο καβούκι μου, να γυρίσω στο φτωχό σπίτι μου και στ' αγαπημένα πράγματα που βρίσκουνται γύρω μου. Έβλεπα πως αντί να πάρω κάτι από όλη εκείνη την τυμπανοκρουσία, όπως πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, εγώ έδινα, έδινα ξύπνημα στους κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στους μουδιασμένους, ζωή στη μονοτονία τους. 

Γι' αυτό και τώρα που γράφω, μ' όλο που είμαι προσκαλεσμένος σε πολλά μέρη από ευγενείς ανθρώπους, όχι μονάχα στην Ελλάδα, αλλά και σε μακρυνά μέρη, κάθουμαι στο μικρό περιβολάκι μας με τα λίγα δεντράκια και με τα ταπεινά λουλούδια. Ξεκουράζουμαι και ειρηνεύει η ψυχή μου. Τούτο το μικρό κηπάριο είναι για μένα ο Κήπος της Εδέμ. Ο αγέρας μοσχοβολά, κι ο νούς μουταξιδεύει. Ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μα περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, εκεί που αναβρύζει το μυστικό νερό, εκεί που βρίσκουνται τα ριζώματα του κόσμου. 

Ευχαριστώ το θεό που βρέθηκε αυτό το καταφύγιο. Νιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι μοναχιασμένος, που, εδώ που κάθομαι, δεν με ξέρει κανένας, δεν με θυμάται κανένας. Σαν να είμαι καραβοτσακισμένος που γλίτωσε από τη φουρτούνα, κι ακούγει το μούγκρισμα της θάλασσας από το σίγουρο καταφύγιό μου. Σαν να γλύτωσε από ληστές. Ανατριχιάζω συλλογισμένος την ανεμοζάλη που τη λένε ζωή οι όμοιοί μου, κοινωνική ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια και λύκους.

Αναπαύουμε μονάχα με δυό - τρείς ανθρώπους απλούς και καλοκάγαθους, που έχουνε αγάπη μέσα τους και ειρήνη στην καρδιά τους. Δεν θέλω μήτε θαυμασμούς, μήτε δόξες, μήτε άλλες τέτοιες συμφορές, θέλω να είμαι ξεχασμένος κι ασήμαντος. Ω λησμονιά, τι μπάλσαμο είσαι για όσους ποθούνε την ειρήνη! Κατάρα είναι η δίψα που έχουνε οι άνθρωποι να κατασταθούνε ξακουσμένοι, να τους δοξάζει ο κόσμος και να βασανίζουνται μέσα στη ματαιότητα κι εκείνοι που θαυμάζουνται κι εκείνοι που θαυμάζουνε. 

Εδώ που κάθουμε, νιώθω πως είμαι μακρυά απ' όλους αυτούς τους βραχνάδες που τους έχουνε για ευτυχία οι δυστυχισμένοι άνθρωποι. 

Φυσά στο πρόσωπό μου το δροσερό αγεράκι, μπαίνει απαλά στ' αυτιά μου, σαν να με χαιρετά. Σιγοσαλεύουνε τα κλαδιά κι οι κορφές των δέντρων. Μαμούνια περπατούνε στο μοσχοβολημένο χώμα, το κάθε ένα τραβά το δρόμο του κι έχει τον σκοπό του. Που πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια και μυγάκια λογής - λογής, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, πετάνε και μαζεύονται γύρω από το φως που είναι αναμμένο από πάνω μου. Όλα είναι σπουδαία, όλα αξιαγάπητα. Κι εγώ είμαι ένα απ' αυτά. 

Δεν ακούγεται τίποτα, παρεκτός από τις σταλαγματιές απ' το νερό που πέφτουνε από τη βρύση, κάνοντας τη σιωπή ακόμα πιό βαθειά. Σα να γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Το μυστύριο του κόσμου το νοιώθω και μέσα μου κι απέξω. Μυστικές θύρες ανοίγουνε από παντού. Το κάθε δέντρο, το κάθε χορτάρι, το κάθε λουλούδι, σαν να με βλέπει με τα μυστηριώδη μάτια του. 

Είμαι μακάριος στο μικρό τούτο περιβολάκι μας. Τύφλα νάχουνε μπροστά του οι μεγάλοι κήποι και τα πολυέξοδα παλάτια, τα τα φανταχτερά κόττερα. Όσα είναι γύρω μου είναι αγαπημένα, γιατί δεν είναι αγορασμένα με λεφτά πολλά, όπως είναι όσα έχουνε οι πλούσιοι. Αγορασμένα πράγματα μπορούνε να δώσουνε ευτυχία στον άνθρωπο; 

Ω, εσείς που έχετε τα πλούτη και που μόνο τι λογής είναι η αληθινή χαρά δεν ξέρετε. Άνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι από τις έγνοιες κι από τις σκουτούρες, σκλάβοι στη φιλοδοξία και στ' άλλα πάθη, ω άσωτοι γυιοί, που φάγατε τα ξυλοκέρατα και δεν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στο σπίτι του πατέρα σας του πονετικού, που δεν είναι άλλο παρά η καρδιά η δική σας, και μπείτε μέσα να ξαποστάσετε, να ευφρανθήτε και να νοιώσετε την αληθινή χαρά! 

Φώτης Κόντογλου
Από τη συλλογή: Μυστικά Άνθη. 

Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη



Ο κακόμοιρος ο κόσμος διψά ειρήνη. Μα χωρίς την απομέσα ειρήνη, δεν μπορεί να γίνη ειρήνη εξωτερική. Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη. 

«Ειρήνη αφίημι υμίν, είπε ο Χριστός στους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». Πρόσεξες για να δης καλά τί λέγει ο Χριστός; «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». «Δεν σας δίνω, λέγει, εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος», την ψεύτικη, την οργισμένη ειρήνη, την ανειρήνευτη ειρήνη, την ειρήνη που στ’ αληθινά δεν έχει ολότελα ειρήνη και ησυχία.

Τέτοια είναι η ειρήνη που μπορεί να κάνη ο κόσμος, οι άνθρωποι, που τρώγονται με τα πάθη τους και που τους κατατρώγει η περηφάνεια, η ματαιοδοξία-φιλαργυρία, η σκληροκαρδία και η απονιά στους άλλους, η μανία της ακολασίας και η επιθυμία της καλοπέρασης. 
Όλα τούτα τα πάθη είναι οργισμένα και όχι ειρηνικά. Αυτά κάνουνε τους ανθρώπους να μαλώνουνε, να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, αυτά λιγοστεύουνε την αγάπη, που είναι δα πολύ λίγη ανάμεσά τους, και φέρνουνε την παραζάλη, την έχθρα, «την έριδα» που λέγανε οι αρχαίοι.
Με άλλα λόγια, φέρνουνε τη βασιλεία του διαβόλου επί της γης, και όχι τη βασιλεία του Θεού, που είναι η ειρήνη.

Φώτης Κόντογλου

Ο ΑΠΛΟΪΚΟΣ ΠΟΙΜΗΝ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ



Το πανάγιο και γλυκύτατο στόμα, που ο,τι είπε είναι αλήθεια, λάλησε και τούτα τα λόγια που αναπαύουν την καρδιά κάθε ανθρώπου: Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Μακάριοι οι ειρηνοποιώνει, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται.
Όσο κουραστικός είναι ο κακός και πονηρός άνθρω­πος, άλλο τόσο ξεκουραστικός είναι ο καλός και ευλαβής. Ο προφήτης Δαυίδ λέγει για τον κακόν: υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Κ' οι αρχαίοι Έλληνες τον κακό τον άνθρωπο πολύ σωστά τον λέγανε μοχθηρόν, που θα πη κουραστικός. Κι αυτός ο δυστυχής άνθρωπος δεν είναι μοναχά κουραστικός για τους άλλους, αλλά κι ο ίδιος είναι κουρασμένος από τις πονηρές έγνοιες του, ενώ ο καλόψυχος και απλός είναι ξεκούραστος. Γι' αυτό ο Κύριος είπε: Ελάτε σε μένα οι κουρασμένοι κ' οι φορτωμένοι, κ' εγώ θα σάς ξε­κουράσω. Με αυτά τα λόγια δεν κάλεσε κοντά του μοναχά όσους είναι κουρασμένοι από τις θλίψεις και τις δυστυχίες της ζωής, αλλά κάλεσε κ' εκείνους που είναι κουρασμένοι και φορ­τωμένοι με τις μάταιες γνώσεις, με τις μάταιες φροντίδες και με τις πολύπλοκες πονηριές που ρίχνουν τον άνθρωπο στη απελπισία της απιστίας.
Η ομιλία του καλού ανθρώπου ξεκουράζει και ειρηνεύει, γιατί είναι ίσια, απλή κ' ειλικρι­νής, κ' η ψυχή μας ευχαριστιέ­ται να τον ακούη, σαν τον στρατοκόπο που ξεδιψά από το δροσερό νεράκι της ερημικής βρυσούλας.
Ο κόσμος ας πορεύεται στον δρόμο του, εις την ευρύχωρο οδόν την απάγουσαν εις την απώλειαν (Ματθ. ζ 13). Οι λίγοι που ξεστρατίζουνε άπ' αυτόν τον δρόμο, ζούνε μεν κρυφά από τον κόσμο, περιφρονημένοι και περιπαιγμένοι, μα αυτοί έχουνε τη μακάρια ελπίδα, που είναι αθανασία πλήρης. Οι άλλοι είναι, κατά τον απόστολο Παύλο, οι μη έχοντες ελπίδα.
Για τούτο κι ο μακάριος και αθώος γέροντας, ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, έζησε χαρούμενος σαν νάτανε παιδάκι, εν ιλαρότητι, μ' όλες τις πίκρες που πέρασε, επειδή είχε μέσα του το Πνεύμα το Άγιο, που λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, γιατί όποιος είναι φωτισμένος άπ' αυτό, έχει την παρηγοριά που νικά όλες τις πίκρες, κι αχτινοβολά το πρόσωπό του. Σ' αυτόν η περιφρόνηση γίνεται ευπρόσδεκτη με χαρά, η φτώχεια κ' η στέρηση γίνεται πλούτος, η κακομεταχείριση αλλάζει σε τιμή, το μίσος σε αγάπη, η απελπισία σε μακάρια ελπίδα, η θλίψη σε χαρά.
Αληθινά, είναι βλογημένοι και καλότυχοι όσοι καταλάβανε γρήγορα την πίκρα που βρίσκεται μέσα στις χαρές του κόσμου και πήγανε κοντά στον Χριστό που μακάρισε τους πτωχούς τω πνεύματι, τούς πενθούντες, τους πραείς, τους ελεήμονας, τους καθαρούς τη καρδία, τους ειρηνοποιούς.
Οι άνθρωποι με το σαρκικό φρόνημα ας τους νομίζουν δυστυχισμένους, παραπετα­μένους, περιφρονημένους, ακοινώνητους, άχαρους, στε­ρημένους, πικραμένους. Αυτοί οι καλότυχοι έχουν πάρει δώρο από τον Κύριο να αλλάζουν θαυμαστά το πένθος σε χαρά, το δάκρυο σε αγαλλίαση, και σε όσα είπαμε παραπάνω. Σ' αυτούς γίνεται το μυστήριο εκείνης της θαυμαστής καταστάσε­ως που λέγεται από τους Πατέ­ρας χαρμολύπη ή χαροποιό πένθος. Τούτα είναι τα δώρα του αγίου Πνεύματος, που είναι ακατανόητα στους σαρκικούς ανθρώπους, και που για να τα πη κανένας μεταχειρίζεται και καινούργιες λέξεις, όπως είναι η χαρμολύπη. Αυτή είναι η καινούργια γλώσσα που είπε ο Χριστός πως θα λαλήσουν όσοι θα πιστέψουν σ' αυτόν: Γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς (Μαρκ. ιστ 17).
Για τον χριστιανό, δεν υπάρχει δραστικώτερο δίδαγμα από το να διαβάζη τη ζωή ενός αγίου, προ πάντων ενός ανθρώπου που έζησε στον καιρό του, και που φάνηκε πως ήτανε άγιος από μόνος του, χωρίς να συντελέση σ' αυτό μήτε κανένας θόρυβος γι' αυτόν, μήτε κανένα εγκώμιο ειπωμένο από κάποιο επίσημο άνθρωπο. Μάλιστα, εκείνος που τον πιστέψανε για άγιο, φαινό­τανε από κάθε τι που έκανε και που έλεγε, πως δεν είχε καμμιά ιδέα για την αγιωσύνη του, αλλά το δάκρυο για τις αμαρτίες του δεν έλειπε από τα μάτια του, ενώ προσπαθούσε να ζη κρυμμένος και μοναχιασμένος, ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. Η χαρά του κ' η ζωή του ήτανε να λατρεύη τον Θεό ημέρας και νυκτός, να κάνη Λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπε­ρινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα. Έξω από αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον γέροντα, για τον παππού, για τον παπα-Νικόλα, κατά τον προφήτη Δαυίδ που λέγει: Μία ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω, το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου. Τού θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου, τού επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιο αυτού (Ψαλμ. κστ' 4). Και με την άσβεστη δίψα που είχε να ιερουργή, μαζι με την απλοϊκή συνοδεία του παράσερνε και τους αδιάφορους και τους ακατάνυκτους, και τους έκανε χριστιανούς. Η συνοδεία του ήτανε τα τέκνα του, υιοί και θυγατέρες τού Χριστού, ευλογημένη συντροφιά, που στη μέση είχανε τον αθώο γέροντα για οδηγό, τον καλό ποιμένα, που οδηγούσε τα πρόβατα του στα καλά και δροσερά λειβάδια της Ορθοδόξου πίστεως. Όλη η έγνοια κ' η φροντίδα τού γέροντα ήτανε η σωτηρία των προβάτων. Τα πονούσε, επειδή δεν ήτανε ο μισθωτός, που αφήνει τα πρόβατα και φεύγει.
Και πως δεν ήτανε μι­σθωτός το φανερώνει όλη η ζωή του, που την πέρασε χωρίς να αποκτήση τίποτα. Με τα χρήματα δεν είχε καμμιά συνάφεια, όπως είπαμε πρωτύτερα. Ο,τι τού δίνανε για να λειτουργήση και για να μνημονέψη, από το ένα χέρι τα έπαιρνε κι από τ' άλλο τα έδινε. Τα πρόβατά του ήθελε ν' ανακουφίση, κ' εκείνος ας ήτανε πεινασμένος, διψασμέ­νος, κουρασμένος, με στεγνό λαρύγγι, ύστερ' από χιλιάδες ονόματα που είχε μνημονέψει. Επί χρόνια έσερνε μαζί του δέματα από χαρτιά κιτρινισμένα, που απάνω σ' αυτά ήτανε γραμμένα ένα πλήθος ακαταμέτρητο ονόματα κεκοιμημένων. Ω! Τι απίστευτη απλότητα και αγαθότητα! Και πόσο μακάριοι θα είναι όσοι τεθνεώτες μνημονευθήκανε από έναν τέτοιο ιερέα!
Μεγάλο και ψυχοσωτήριο παράδειγμα για μας είναι η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου στον σημερινό καιρό που φούντωσε η αμαρτία, και που την κάθε λογής ακολασία την έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι, ώστε να έχουν γίνει αναίσθητοι. Στους πλέον σκοτεινούς καιρούς, που κρύβεται το λαμπερό πρόσωπο τού Θεού από τα μάτια των ανθρώπων, η φιλανθρωπία του φανερώνει ανάμεσά μας κάποιο απεσταλμένο του, για να μας στερεώση στη πίστη με την
πολιτεία του, κι ας μη λέγη πολλά λόγια. Τέτοιος απεσταλμένος ήτανε ο παπα-Πλανάς, που μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε είχε την ευκολία στα λόγια που έχουν εκείνοι όπου συνηθίζει ο κόσμος να τους λέγη θεολόγους, και που σπου­δάζουν στα πανεπιστήμια και στ' άλλα σχολειά και παίρνουν διπλώματα.
Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει την πίστη. Κι όπου υπάρχει αληθινή κι αμετασάλευτη πίστη, φανερώνουνται όλα τα πνευματικά χαρίσματα και δώρα τού Θεού.
Όλ' αυτά τα ουράνια χαρίσματα τα είχε λάβει από τον Κύριο ο παπα-Νικόλας. Όλα αυτά τα άφθαρτα διαμάντια στολίζανε εκείνο το φτωχοντυμένο γεροντάκι, που στάθηκε ο πιο ταπεινός από τους ταπεινούς. Για τούτο η θεία χάρη σκήνωσε μέσα του, κατά τον λόγο της Γραφής που λέγει:
Επί τίνα επιβλέψω, άλλ' η επί τον ταπεινό και ησύχιο και τρέμοντά μου τους λόγους; (Ης. ξστ' 2).
Ποιος άρχοντας, ποιος βαθύπλουτος έζησε σαν τον παπα-Πλανά, που δεν είχε που την κεφαλή κλίνη; Ποιος δοξασμένος αγαπήθηκε όσο αγαπήθηκε εκείνος που κρυβότανε για να μη τον δη κανένας; Ποιος ρήτορας στάθηκε πιο εκφραστικός από τον παπα-Νικόλα, που ψεύδιζε σαν νάτανε κανένα νήπιο;
Κι αληθινά, ποιος ήτα­νε πιο πλούσιος από τον αγιασμένο αυτόν γέρο­ντα, αφού τα είχε όλα στη ζωή του, χωρίς να κρατά μία δραχμή στη τσέπη του; Αυτός ζούσε σαν εκείνους τους βλογημένους που λέγει ο απόστολος Παύλος πως ήτανε μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες. Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία τού Θεού, κι όλα τα άλλα προσετίθεντο αυτώ (Μαρκ. δ' 24). Το πιο μικρό νόμισμα δεν βραδυαζότανε στη τσέπη του. Γιατί, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολό­γος, εκείνος όπου έχει φυλαγμένα χρήματα, είναι αδύνατο να πιστεύη και να ελπίζη στον Θεό. Και τούτο είναι φανερό από εκείνα όπου είπε ο Χριστός και Θεός μας: Όπου ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών (Ματθ. στ' 21).


Φώτη Κόντογλου
Από το βιβλίο Ο παπα-Νικόλας Πλανάς, ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων, εκδ. Αστήρ

Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...



...Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.

Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ' όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν' απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ' αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα....

Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ' όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιόν καστρότοιχο....
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: 
«Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

 

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό είπε ο Δαυίδ: «Πας άνθρωπος ψεύστης». 

Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο.
Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ' έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.

Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυτόν, παρεκτός του Θεού.

Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». 
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: 
«Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις». Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».


Άλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ' αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε. 
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι' αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία. Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.

Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.

Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ' Αυτόν».

Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα" μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.

Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο. 

Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε; «Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950

Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Λογισμοί Αμαρτωλού



Όταν μιλήσεις στους ψευτοχριστιανούς για σκληρή άσκηση στο κορμί και στο πνεύμα για την αγάπη του Χριστού, θυμώνουνε, σε λένε φακίρη, ειδωλολάτρη, βάρβαρο. Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό. Ο πιστός θα νοιώσει κατάνυξη, ο χλιαρός, δηλαδή ο ψεύτικος, ο άπιστος, θα διαμαρτυρηθεί. Τί αν λέγει ο Χρι­στός: «Μακάριοι όσοι αφήσανε τα πάντα και μ' ακολουθήσανε», ή «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», και πως «θλίψιν έξετε», και πως «στενή και τεθλιμμένη ηοδός η απάγουσα εις την ζωήν»; Εμείς θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί χωρίς Χριστό, δηλ. χωρίς θλίψη πνευματική, χωρίς να σηκώνουμε τον σκληρό σταυρό, αλλά να περπατάμε στον πλατύν δρόμο. Αυτοί οι ψεύτικοι χριστιανοί, σαν τους μιλά κανένας για σκληρή και στερημένη ζωή, για θυσία, για άσκηση, λένε πως αυτά δεν τα θέλει ο Χριστός, και πως αυτά είναι παρακαμώματα... Μα, ω ανόητε άνθρωπε, στον Χριστιανισμό, τίποτα δεν μπορεί να παραγίνει. Για όλα τα ανθρώπινα πράγματα μπορείς να πεις πως κάτι τι είναι παρακανωμένο, μονάχα για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει παρακάνωμα. Τί παρακάνωμα μπορεί να σηκώσει ακόμα το να αγαπάς αυτόν που σκότωσε τον πατέρα σου, τί παρακάνω­μα μπορείς να κάνεις στο να σε χτυπήσουνε και στο άλλο μάγουλο, τί παρακάνωμα να γίνει ακόμα στο να πεινάς και να διψάς την καταφρόνεση, στο να κάνεις όσα ζητά ο Θεός από εσένα, δηλ. στο ν' αγαπάς τους εχθρούς σου, να γλυκομιλάς αυτόν που σε βρίζει, να μην κρίνεις αυτόν που σε δικάζει, να ταπεινώνεσαι μπροστά στον πιο τιποτένιον άνθρωπο, κι' όταν τα κάνεις όλα αυτά, να λες πως είσαι «αχρείος δούλος»;

Τί παρακάνωμα μπορεί να γίνει ακόμα στο να πιστέψεις πως θα αναστηθούνε τα σώματά μας αθάνατα ως να ανοιγοκλείσει το μάτι, και πως ο κόσμος όλος θ' αλλάξει μονομιάς, και πως θα γίνει άλλος καινούριος κόσμος άφθαρτος; Λοιπόν υπάρχει τίποτα στον Χριστιανισμό που να μπορεί να παρακαμωθεί; Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιο απίστευτο από όλα τα απίστευτα. Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα τουΧριστού είναι μια μοναχά, η πίστη. Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάνωμα. Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός. Γι' αυτό οι τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι' αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός. Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει «ως λέων πέποιθε», κατά τον προφήτη.

* Όποιος αγαπά τον Θεό, φλέγεται χωρίς να το δείχνει, χαίρεται χωρίς να γελά, συντρίβεται μέσα στον βυθό του εαυτού του.

* Η αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός είναι άλλο πράγμα από τη λεγόμενη φιλανθρωπία. Για τούτο οι φιλάνθρωποι δεν γεύουνται αυτή την αγάπη του Χριστού, που είναι «νερό που πηδά σε ζωή αιώνια». Οι φιλανθρωπίες που κάνουνε οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι φιλάνθρωποι, κι' όποιος είναι πρακτικός άνθρωπος, δεν είναι χριστιανοί.


* Όποιος αγαπά τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, αγαπά το πράγμα που αξίζει να αγαπηθεί πιο πολύ απ' όλα. Μέσα στον Χριστό βρίσκεται ό,τι αξίζει την αγάπη, η ταπείνωση, ο πόνος, η πραότητα, η πνευματική θλίψη κ' η πνευματική χαρά που είναι κ' οι δυο γλυκές όταν γίνονται στ' όνομα του Χριστού.

* «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Να μας αναπαύσεις! Δεν θέλουμε ούτε να το ακούσουμε. Μα εμείς δεν θέλουμε ν' αναπαυθούμε. Εμείς θέλουμε νάμαστε φορτωμένοι, με τα πάθη μας, με τις έχθρες μας, με τους πολέμους, με τις φροντίδες της φιλοδοξίας, της σάρκας, με αίματα λερωμένοι, με πιστόλια, με κανόνια, με μπόμπες. Τί θα γίνουμε χωρίς αυτά, Κύριε ειρηνοποιέ; Πώς θα ζήσουμε έτσι αναπαυμένοι, με τί θα γεμίσουμε τον άδειο τον εαυτό μας, αφού για μας είναι ζωή μονάχα αυτά τα πράγματα. Ειρήνη μας δίνεις, μα η ειρήνη είναι ο θάνατός μας, αφού είναι ο θάνατος των αγαπημένων μας παθών! Αν έλεγες «κ' εγώ θα σας φορτώσω και άλλα τέτοια βάρη, που δεν τα γνωρίζετε, εγώ θα πλουτήσω την ψυχή σας και με άλλα τέτοια πλούτη, που να μη ειρηνέψετε ποτέ», τότε θα ερχόμαστε κοντά σου, θα σε παραδεχόμαστε για Θεό μας. Εμείς θέλουμε θεούς που να μας φορτώνουνε, εκδικητικούς, σαν τον Άρη, σαν τον Δία, σαν τον Κρόνο, ψεύτες σαν τον Ερμή, σαν τους άλλους. Εμείς θέλουμε να ζούμε την κακία, γιατί αυτή είναι ζωντανή και δυνατή. «Ναι, έρχου, Κύριε!» Κράζει με χαρά ο Ιωάννης στον Ερχόμενο επί Νεφελών στη Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νάσαι άγιος, δίκαιος και μάλιστα νάσαι Ιωάννης, για να χαίρεσαι πως θάρθει ο Χριστός και να τον περιμένεις. Εμείς κράζουμε «μην έλθεις Κύριε». Γιατί είμαστε αμαρτωλοί και έρχεται η οργή του Κυρίου καταπάνω μας. Με την «ατομική μπόμπα» τα συλλογίζουμαι αυτά. Μόλις μαθεύτηκε, φόβος επέπεσε επί πάσαν καρδίαν. Μακάριοι όσοι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή! Αλλά αλλοίμονο! Ποιος είναι έτοιμος σαν τον Ιωάννην τον αγιώτατο από τους αγίους; Όλοι μας φοβούμαστε μήπως έλθεις ως κλέπτης εν νυκτί (Λουκάς ΚΑ').

* Οι άνθρωποι, αν τους βρίσεις ή λογοφέρεις μαζί τους, ή γράψεις γι' αυτούς κακό, έρχεται ώρα που μπορεί να σου το συχωρέσουν. (Δεν βαρυέσαι, αδελφέ, ξέχασέ τα!) Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ και για το οποίο θα σε μισήσουνε, είναι να ζεις κατά τέτοιον τρόπο, που να ντρέπουνται εκείνοι για τη δική τους τη ζωή, νάναι η ζωή σου σαν ένας έλεγχος της δικής τους.

* Όποιος απογεύθηκε κατάκαρδα την ειρήνη του Χριστού, δεν βιάζει τον εαυτό του νάναι φτωχός, μα θεληματικά ποθεί τη φτώχεια, και χάνει τη χαρά του σαν αποκτήσει κάτι τι παραπάνω, ας είναι και το πιο τιποτένιο πράγμα. Κι' ό,τι είναι ταπεινό και φτωχικό και καταφρονεμένο, τ' αγαπά κρυφά μέσα στην καρδιά του χωρίς να λέγει τίποτα σε κανέναν, γιατί ο ταπεινός αγαπά τη σιωπή και τη λησμονιά: «Εγγύς ο Θεός της λυπηράς καρδίας».

* Μόλις σκορπίσουνε οι πειρασμοί κι' ανοίξει η πόρτα της ψεύτικης χαράς και της αναπαύσεως, κλείνει η πόρτα της αληθινής ευφροσύνης. Αυτό το νοιώθει καθαρά ο Χριστιανός.

* Προσευχή. Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία.

Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστούτου 
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Φεύγουμε από τον Οικουμενισμό, αλλά μένουμε στην Εκκλησία κι ὄχι στὶς διάφορες παρατάξεις...

Ἕνα προφητικὸ κείμενο!


Ὁ Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Κατὰ Ἑνωτικῶν» (1964). Πρόκειται γιὰ ἕνα προφητικὸ κείμενο, ποὺ εἶδε τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος χάρις στὸ Φώτη Κόντογλου, ὁ ὁποῖος παρότρυνε τὸν συγγραφέα νὰ συντάξει τὸ βιβλίο καὶ ἔγραψε καὶ τὸν πρόλογον τοῦ βιβλίου.
Τὸ βιβλίο ὁμιλεῖ γιὰ τὸν συμβιβασμὸ τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν ἀφομοίωσή της ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ "βλέπει" τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς συμβιβασμένους κληρικούς, ἐκείνων τῶν πιστῶν, ποὺ θέλουν νὰ μείνουν ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων, ὅπως διδάσκει ἡ διαχρονικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Τὶς ἴδιες προφητικὲς περιγραφὲς τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν (στὴν ἐσχατολογικὴ ἐποχὴ ποὺ φαίνεται πὼς ἤδη διερχόμαστε), κάνει ὁ Καλόμοιρος καὶ σὲ ἕνα μικρὸ κείμενο μὲ τίτλο «Τὸ ταξίδι στὴ “Μάλτα”». Σ’ αὐτὸ ἐκθέτει ἐν περιλήψει βασικὲς θέσεις τοῦ «Κατὰ Ἑνωτικῶν» βιβλίου του.

Παρουσιάζουμε:

1. «Τὸ ταξίδι στη “Μάλτα”», Ἀλέξανδρου Καλόμοιρου.
2. Ἀποσπάσματα,
α) ἀπὸ τὸν Πρόλογο τοῦ Κόντογλου στὸ «Κατὰ Ἑνωτικῶν» καὶ
β) ἀπὸ τὸ ἄρθρο του «Τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς τὸ διαφυλάξουμε».

Το ταξίδι στη “Μάλτα”
Του Αλέξανδρου Καλόμοιρου (1931-1990)

Ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε χριστιανοὶ σὰν ἄτομα, ἀλλὰ μόνον σὰν Ἐκκλησία, σημασία καίρια ἔχει ὄχι μόνον ἡ δική μας πίστη νὰ εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν πατέρων μας. Τὸ ποικιλόπιστο ἄθροισμα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοὺ ποὺ εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία πίστη, ἡ ἀληθινή, καὶ συμφωνία ὅλων στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὁμόνοια.
Δὲν τὸ νοιώθουν, ἄραγε, αὐτὸ οἱ εὐσεβεῖς καὶ καλοπροαίρετες ὀρθόδοξες ψυχές; Ἀλλὰ τότε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὶς συγκρατεῖ μέσα σ΄ αὐτὸ τὸ ὄζον σύμπλεγμα τῆς ψευτιᾶς;
Εἶναι τὸ ὅτι δὲν βλέπουν ποὺ νὰ πᾶνε. Γιατί δυστυχῶς καμιὰ ὀργανωμένη Ἐκκλησία σήμερα δὲν ἔχει ἐχέγγυα πιστότητας στὴ γνήσια Πατερικὴ Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ φυσικὰ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μόνον ἡ τήρηση τοῦ ἀκαινοτόμητου ἑορτολογίου.
Γιατί ὅμως αἰσθάνονται οἱ χριστιανοί, τόσο πολὺ ἔντονα, τὴν ἀνάγκη νὰ καταφύγουν ὁπωσδήποτε σὲ μία διοικητικὰ ὀργανωμένη Ἐκκλησία; Αὐτὸ γίνεται γιατί ἡ ἱστορία ἔχει μεγάλη δύναμη στὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ τὴν Ἐκκλησία μέσα στοὺς αἰῶνες, τὴν γνωρίσαμε ὀργανωμένη σὲ Πατριαρχεῖα καὶ σὲ Συνόδους, τὴν ταυτίσαμε μὲ τὴν ὀργάνωσή της αὐτήν, ξεχνώντας ὅτικατὰ τὴν διάρκεια τῶν αἱρέσεων, ἡ ὀργάνωση αὐτὴ χανόταν γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ γινόταν τὸ ὅπλο τῆς κακοδοξίας ἐναντίον τους.
Ὅμως, στοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε, ἔχουμε ἀφήσει πιὰ πίσω τὴν ἱστορία καὶ μπήκαμε στὴν Ἐσχατολογία. Ἡ πνευματική μας ἐπιβίωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση αὐτοῦ του γεγονότος. Ἔπεσαν πιὰ ὅλα τὰ ἱστορικά μας ἀντερείσματα. Ἡ ἀποστασία ἄλλαξε τοὺς ποιμένες σὲ λύκους, καὶ ἡ ὀργανωμένη Ἐκκλησία ποὺ ξέραμε εἶναι σήμερα ἀγέλη λύκων καὶ θάνατος προβάτων. Ὁ διάβολος εἶναι πιὰ λυμένος. Γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε, πρέπει νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία στὴ μυστικὴ καὶ μυστηριακή της οὐσία, γυμνωμένη ἀπὸ τὴν διοικητική της ὀργάνωση ποὺ γνωρίσαμε στὴν ἱστορία.
Στὴν ἀρένα οἱ μάρτυρες γυμνοὶ ἀντιμετώπιζαν τὰ θηρία. Γυμνὴ καὶ ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν θὰ παλέψει μαζί τους, χωρὶς Συνόδους, χωρὶς Πατριαρχεῖα, χωρὶς σύνδεσμο, τῶν κατὰ τόπους μικρῶν Ἐκκλησιῶν, ἄλλον, ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μὲ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Τὸ συνηθισμένο λοιπὸν ἐρώτημα: «Καλὰ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀλλὰ σὲ πιὰ Ἐκκλησία νὰ πᾶμε;» δὲν ἔχει τὴ θέση του σήμερα. Γιατί δὲν πρόκειται νὰ πᾶμε πουθενά, ἀλλὰ νὰ μείνουμε, νὰ μείνουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων, ν΄ ἀρνηθοῦμε τὶς παραποιήσεις καὶ νὰ μείνουμε στὴν Ἀλήθεια ποὺ ἀπὸ ἁπαλῶν ὀνύχων γνωρίσαμε, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε πιὰ ν΄ ἀναγνωρίσουμε σ΄ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγουν ὅτι εἶναι δῆθεν Ἐκκλησία.
Αὐτὴ τὴν ἄρνηση τοῦ ψεύδους καὶ τῶν παραποιήσεων θὰ τὴν πραγματοποιήσουμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε, διακόπτοντας ἁπλὰ κάθε κοινωνία μαζί της. Καὶ τότε, ὅταν θὰ ἔχουμε κάνει τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ περιμένει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός, θὰ ἔλθει ὁ ἴδιος σὲ συνάντησή μας, καὶ θ΄ ἀνοίξει τὰ μάτια μας, ποὺ μέχρι τότε ὄνομα εἶχαν ὅτι βλέπουν ἀλλὰ ἦταν ἀνίκανα νὰ δοῦν τὸν ἀληθινὸ Χριστό.
Καὶ ὅταν τὸν δοῦμε θὰ τρέξουμε στὸν πιὸ ἀκριβό μας φίλο, ὅπως ἔτρεξε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ καὶ θὰ τὸν καλέσουμε νὰ ΄ρθεῖ νὰ δεῖ κι΄ αὐτός, ὅσο καὶ ἂν ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Ἔτσι σχηματίζεται τὸ μικρὸ ποίμνιο, ἡ μικρὴ τοπικὴ Ἐκκλησία. Οἱ ἀληθινοὶ Ἰσραηλῖτες βρίσκουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἔρχονται μαζὶ στὸ Χριστό, λαϊκοὶ καὶ Ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι.
Αὐτὴ ἡ δραματικὴ ἀλλὰ εὐλογημένη διαδικασία εἶναι ἤδη ἀπὸ δεκαετίες γνωστὴ στὴ Ρωσία. Ἡ λεγομένη «Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν» δὲν ἔχει καμιὰ ἐξωτερικὴ ὁμοιότητα μὲ τὶς ὀργανωμένες Ἐκκλησίες ποὺ ξέρουμε, καὶ μόνον μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων διωγμῶν ὁμοιάζει.
Ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ τώρα στὴ Ρωσία, σιγὰ-σιγὰ θὰ γενικευθεῖ παντοῦ. Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐλάχιστοι, διάσπαρτοι στὸν κόσμο, κρυμμένοι καὶ ἄγνωστοι στοὺς πολλούς. Ἱερεῖς μετρημένοι θὰ ἐκτελοῦν ἀποστολικὲς περιοδεῖες ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, ἀπὸ ἐνορία σὲ ἐνορία, ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, ἀνακουφίζοντας τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν καὶ ἑνώνοντάς τους ὅλους γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους μεταξύ τους, μὲ τοὺς ἄφθαρτους δεσμοὺς τοῦ ἀναστημένου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μνημονεύοντας «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων» γιὰ νὰ μὴ προδίδεται ὁ πλησιέστερος ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος ἢ καὶ ἀπὸ πραγματικὴ ἄγνοια γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος.
Καὶ ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ προχωρεῖ πρὸς τὴν ἀποκορύφωσή της. Τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ ὅλο καὶ θὰ μικραίνει. Ὅμως ὅσο πιὸ δυνατὸς ὁ πόνος τῶν ἡμερῶν ποὺ ἔρχονται τόσο κοντύτερά μας θὰ εἶναι ὁ Κύριος, φθάνει νὰ μείνουμε πιστοὶ μέχρι τὸ τέλος.
Τὸ πλοῖο ποὺ μᾶς ἔφερε μέχρι ἐδῶ, ἡ συνοδικὴ διοικητική, ὀργανωμένη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξόκειλε στὰ ρηχά της ἀποστασίας καὶ διαλύεται ἀπὸ τὴν βία τῶν κυμάτων, ὅπως τότε ἐκεῖνο τὸ ἄλλο πλοῖο στὴν παραλία τῆς Μάλτας (Πράξ. κζ΄-κη΄ 6).
Ὅμως ὅπως τότε, κανένας ἀπὸ τοὺς ἐπιβαίνοντας δὲν θὰ χαθεῖ. Θὰ σωθοῦν ὅλα τὰ ἀληθινὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀφοῦ ἐγκαταλείψουν τὸ καταδικασμένο πλοῖο δύο-δύο, τρεῖς-τρεῖς κολυμπώντας σὲ μικρὲς ἐνορίες,βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ θὰ πατήσουν ἐπὶ τέλους τὸ σίγουρο ἀκρογιάλι τῆς Καινῆς Γῆς τοῦ Παραδείσου. Ἂς μὴ φοβηθοῦμε τὸ πήδημα στὰ ἄγρια κύματα. Εἶναι πήδημα σωτηρίας. Τὸ ταξίδι στὸ σκοτεινὸ φουρτουνιασμένο πέλαγος τελειώνει. Ὀρθρίζει ἡ ἀτελεύτητη μέρα.
Μαραναθά.

Φώτης Κόντογλου
Κατὰ Ἑνωτικῶν
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη (1992),
Ἐκδόσεις: Ἀστήρ - Παπαδημητρίου, τ. 6, σελ. 51-59.

(Ἀποσπάσματα)
Ο συγγραφεύς τούτου του βιβλίου (Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος) δεν είναι θεολόγος σπουδασμένος στα σχολεία που σπουδάζουν ένα πράγμα που δεν σπουδάζεται, την θεολογίαν. Αυτός εσπούδασε την ιατρικήν που σπουδάζεται, γιατί είναι γνώσις κοσμική, ανθρώπινη. Εβύζαξε την Ορθόδοξον πίστιν και την ευσέβειαν από την παράδοσιν, την επήρε, με τον τρόπον που λέγει ο ίδιος ότι μεταδίδεται η πίστις και η ευσέβεια, από διδάσκαλο εις μαθητήν, από γονιόν σε παιδί, από γέροντα εις υποτακτικόν, από Χριστιανόν εις Χριστιανόν. Διά τούτο είναι “παθών και ουχί μαθών τα θεία”, έχοντας διά οδηγόν την πίστιν και όχι την γνώσιν.
“Περιπατεί διά πίστεως, ου διά είδους”, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Και διά τούτο, το βιβλίον του είναι σκληρόν, μη έχοντας τους συμβιβασμούς που φανερώνουν την ολιγοπιστίαν, μήτε την εξοικονόμησιν διά να μη γίνει κανείς δυσάρεστος εις τους αντιφρονούντας, μήτε την ψευτοαδελφωσύνην. Η προσήλωσις εις την αλήθειαν δεν συγχωρεί συμβιβασμούς. Σκληρόν και απότομον είναι το βιβλίον του, αν και ο συγγραφεύς του είναι αληθινά ταπεινός, ειρηνικός, πράος, επιεικής, ανυπερηφάνευτος. Πλήν η πίστις του δίδει την μάχαιραν του Πνεύματος, και ο ταπεινός, ο συνετός, ο επιεικής, ο πλήρης αγάπης, φαίνεται σκληρός και απότομος. Μήπως το ίδιον δεν φαίνεται ο άγιος Ιωάννης, ο Θεολόγος Ιωάννης, ο κήρυκας της αγάπης, απότομος και αυστηρός περισσότερον από άλλους αποστόλους και κήρυκας του Ευαγγελίου, όπως φανερώνεται εις την Α΄ επιστολήν του και εις την Αποκάλυψιν;
Ο συγγραφεύς τούτου του μικρού βιβλίου είναι νέος. Πλήν “μηδείς της νεότητος αυτού καταφρονείτω”. Με αυτόν έκαμα την πνευματικήν γνωριμίαν όταν εσπούδαζε την ιατρικήν εις την Ελβετίαν, τον καιρόν που εξεδίδαμεν το περιοδικόν “Κιβωτός”. Τότε μου έγραψε μίαν επιστολήν διά κάποια σατανικά δημοσιεύματα ενός καθολικού εις την εφημερίδα “LE COURRIER”, και εζητούσε να φυλάξωμεν την Ορθόδοξον πίστιν μας από τάς παγίδας των αιρετικών. Κατόπιν μου έγραψε πολλά γράμματα, και έως σήμερα μου γράφει επιστολάς που είναι πάντοτε πολύ διδακτικές και ωφέλιμες, και ευωδιάζουν από βαθείαν πίστιν και αγάπην πρός την ιεράν παράδοσίν μας. Διά τούτο τον παρεκίνησα επιμόνως να γράψη εκτενέστερα επάνω εις τα θέματα τα οποία εσχεδίαζε με συντομίαν εις τάς επιστολάς του, και του εζήτησα να συγκατατεθεί να τυπωθούν εις βιβλίον, γνωρίζοντας την μετριοφροσύνην του. Εδέχθη τέλος, και τούτο το μικρόν βιβλίον είναι το πρώτον που έστειλεν εις τον εκδότην κ. Αλέξανδρον Παπαδημητρίου, ο οποίος μετά χαράς προσεφέρθη να το εκδώσει.


Φώτης Κόντογλου
Τὸ βαθὺμυστήριο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἂς τὸδιαφυλάξουμε.
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη,
Ἐκδόσεις: Ἀστήρ - Παπαδημητρίου, σελ. 51-53.

(Ἀποσπάσματα)
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε... ποὺεἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Οἱδεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, ...φαγωθήκανε πρῶτοι νὰ πιάσουνε σχέση μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ «ἀγάπη».


Ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες... σὰν νὰ πήρανε ἀπὸ κάπου διαταγή, κι ὁλοένα μιλᾶνε γιὰ «τὸν διάλογον» μαζί τους, δίχως νὰ ξέρουνε καλὰ-καλὰ τί λένε. Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δὲν ἔγινε. Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ποὺ εἴμαστε κολλημένοι ἀπὸ νεότητος στὴν Ἐκκλησία μας, εἴμαστε στενοκέφαλοι, μοχθηροί, γυμνοὶ ἀπὸ ἀγάπη κι ἀπὸ ἀληθινὴεὐσέβεια. Ἡ μόδα εἶναι τώρα νὰ φαίνεσαι ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺἔνοιωσε τὰ «αἰτήματά» της.
Σὲ καιρὸ λοιπὸν ποὺ κάνουνε οἱ δικοί μας αὐτὲς τὶς ὕποπτες ἐρωτοτροπίες μὲ τὸν Πάπα, ἔρχουνται ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά του, ἀπὸ τὴ Δύση, πολλὲς ψυχὲς ποὺ ἔχουνἀπελπισθεῖ ἀπὸ τὴν ψευτιὰ τοῦ παπισμοῦ, καὶ διψοῦνε ν᾿ ἀπογευτοῦνε τὴνἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βαφτίζονται Ὀρθόδοξοι. ... Ἕνας ἀπ᾿αὐτοὺς εἶναι ὁ ...Ἐντγκάρ, καὶ σὰν βαφτίστηκε ὀρθόδοξος, ὀνομάσθηκε Ἠλίας.
Ἀπὸ χρόνια γνωρίσθηκε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Καλόμοιρο, αὐτὸν τὸν λαμπρὸ νέο γιατρό, ποὺ ἔγραψε πολλὰ θρησκευτικὰ ἄρθρα καὶ πρὸ πάντων ἐκεῖνο τὸμοναδικὸ «Κατὰ Ἑνωτικῶν». Ἀπὸ τότε κρατᾶ ἀλληλογραφία μαζί του, καὶ τὸνἔχει σὰν πνευματικὸν ὁδηγό... καὶ ὅ,τι ἔχει, τὸ δίνει γιὰ νὰ τυπωθεῖ στὰ γαλλικὰτὸ «Κατὰ Ἑνωτικῶν», δηλαδὴ τὸ βιβλίο ποὺ ξεθεμελιώνει τὸν παπισμὸ καὶ τὸν πετᾶ στὸν ἀγέρα; ...Οἱ περισσότεροι δικοί μας δὲν τὸ χώνεψαν αὐτὸ τὸ βιβλίο,ἐπειδὴ χτυπᾶ τὸν Μέγαν Πάπαν, τὴν “καινούργια ἀγάπη μας”.
Ὅποιος λοιπὸν καταλαβαίνει τί μαθήματα μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτὰ ποὺγραφήκανε παραπάνω, καὶ δὲν εἶναι φλομωμένος ἀπὸ τὴν ψευτιὰ ποὺ μᾶς πνίγει,ἂς τὰ πάρει. Ἂς κυττάξει καλὰ κι ἂς βεβαιωθεῖ πὼς σὲ ὅσα διάβασε παραπάνω «οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες.


Τὰ κειμενα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Καλόμοιρου καὶ ἀπὸ τὰ ἱστολόγια: