«Χριστοῦ προφήτης τε καὶ Ἀπόστολος, Ἄγγελός τε καὶ Πρόδρομος τῆς θείας σαρκώσεως, Βαπτιστὴς καὶ Ἱερεὺς καὶ Μάρτυς πιστός, κήρυξ τε τοῖς ἐν ᾅδου, σὺ ἐχρημάτισας, καὶ τοῖς παρθενεύουσι κανών, καὶ τῆς ἐρήμου βλαστός.» (Τροπάριο θ’ὠδῆς, ΚΔ’Φεβρ.) «Ἀπεστάλη βοῶντος φωνὴ ὁ Πρόδρομος, ταῖς ἐρήμοις καρδίαις, τὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πίστιν εὐσεβῆ, ἐγκεντρίζων τοῦ ὄντως Θεοῦ, ὅν ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Μεγάλη ὄντως ἡ μετάνοια! Ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν διαγωγῆς εἶναι ἡ μετάνοια, γι’αὐτό καί ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου καί Βαπτιστής, ὡς ἀρχή τῆς κατά τόν Χριστό διαγωγῆς «κήρυττε μὲ τοὺς λόγους, μετανοεῖτε· γιατί πλησίασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.,’κεφ.γ’,στ.2). Ἀλλά καί
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἡ τελειότητα κάθε καλοῦ, ἔλεγε τό ἴδιο στό κήρυγμά Του (Ματθ., κεφ.θ’,στ.13). Μετάνοια δέ, εἶναι τό νά μισήσῃ κάποιος τήν ἁμαρτία καί ν’ἀγαπήσῃ τήν ἀρετή(τίς ἐντολές), νά ἐκκλίνῃ ἀπό τό κακό καί νά ἐκτελέσῃ τό ἀγαθό.
Προηγεῖται δέ αὐτῶν τό νά γνωρίσῃ κανείς τόν ἑαυτό του, νά μεταμελῆται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί νά καταφεύγει στό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Του. Διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἐπιστρέψει μέ συντετριμμένη καρδιά ὅπως ὁ ἄσωτος στήν Πατρική ἀγκαλιά καί οἰκία. Λέγω δέ νά ἐπιστρέψει διά τοῦ Μεσσίου στόν Πατέρα τῶν οἰκτιρμῶν, ἐπειδή ἐν ὅσον παραμένει μακράν “βόσκοντας χοίρους καί τρώγοντας ξυλοκέρατα”, παρ’ὅτι πονᾶ καί ὑποφέρει, δέν ὑπάρχει καμιά δυνατότητα κάθαρσης, ἀνάπλασης, Σωτηρίας.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ζητοῦσε καρπούς μετανοίας, ἤτοι συντετριμμένη καρδία, ἐξομολόγηση, δικαιοσύνη, ἐλεημοσύνη, μετριοφροσύνη, ἀγάπη. Οὕτως σιγά σιγά, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, χαρίζεται καί ἀποκτιέται ἡ Νήψη, ἡ προσοχή, δηλαδή προσοχή στούς λογισμούς, στίς πράξεις, στίς κινήσεις. Ὁ Νοῦς φθάνει στήν κατάσταση νά ἔχει συνέχεια ἐνώπιόν του τήν Ἁγία Τριάδα (προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ), τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, τήν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον Μαρίαν, τούς Ἁγίους, τούς Ἀγγέλους καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποκτᾶ τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης:
«Ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος τρέχει μὲ ταχύτητα μεγαλύτερη τοῦ φωτός, πρέπει νὰ ἀξιοποιηθῆ καὶ νὰ κατευθυνθῆ ὁλόκληρη πρὸς τὸν Θεό, τὸν Δημιουργὸ τοῦ φωτός. Ἐὰν αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι σκορπισμἐνη, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχη δύναμη ὁ νοῦς; Καί, ἐὰν δὲν ἔχη δύναμη ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος μένει μόνο μὲ τὸ μυαλό· κάνει ἐργασία ἐγκεφαλικὴ καὶ ἀπὸ εἰκόνα Θεοῦ καταντάει ἐγκέφαλος, μηχανή. Σὲ μερικοὺς πάλι συμβαίνει τὸ ἑξῆς: Ἐπειδὴ δὲν ἀξιοποιοῦν τὴν δύναμη αὐτὴν τοῦ νοῦ εἰς τὰ ἄνω, τοὺς τὴν ἀξιοποιεῖ, ἢ μᾶλλον τὴν ἐκμεταλλεύεται , ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὰ κάτω· στὴν ἀρχὴ στὰ γήινα καὶ μετὰ πιὸ κάτω, στὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ τοὺς ρίξη στὴν κόλαση. Ὅταν ὅμως κατορθώση ὁ νοῦς νὰ ἀνέβη ψηλά, τότε καὶ ὅλα τὰ πράγματα τὰ βλέπει ἀπὸ ψηλὰ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, μὲ τὸ θεϊκὸ μάτι, τὸν θεῖο φωτισμό.»(Περὶ προσευχῆς, ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΨΗ, κεφ.γ’, σελ.178).
Στό κείμενο αὐτό ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συμφωνεῖ μέ ὅλους τούς πρό αὐτοῦ Ὀρθοδόξους Πατέρες. Ἰδοῦ τί διδάσκει γιά τό ἴδιο θέμα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
“Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀπέκοψε κάθε σχέσι τῆς ψυχῆς του πρὸς τὰ κάτω, καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ ὅλα μὲ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀπάθεια ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ αὐτήν, καὶ ὑπερέβη κάθε γνωστικὴ ἐνέργεια μὲ ἐκτενῆ καὶ εἰλικρινῆ καὶ ἄυλη προσευχή, καὶ ἔχει ἐκεῖ περιλαμφθῇ μὲ τὴν ἀπρόσιτη λαμπρότητα μέσῳ τῆς ἄγνωστης ὑπεροχικῆς ἑνώσεως, μόνος αὐτός, ἔχοντας γίνει φῶς καὶ ἔχοντας θεωθῇ μέ τό φῶς καὶ βλέποντας φῶς μέσα στὴν θέα καὶ ἀπόλαυσι ἐκείνη τοῦ φωτός, γνωρίζει τὸ ὑπέρλαμπρο καὶ πράγματι ἀκατανόητο τοῦ Θεοῦ, θεωρῶντας αὐτὸν ὄχι μόνο πάνω ἀπὸ τὴν νοητικὴ δύναμι τοῦ νοῦ, αὐτὴν τὴν ἀνθρώπινη..., ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ ἐκείνη ἕνωσι μέσῳ τῆς ὁποίας μόνον ἑνώνεται ὁ νοῦς μ’ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πέρα ἀπὸ τὰ νοητὰ «μέ μία θειότερη μίμησι τῶν ὑπερουρανίων νοερῶν δυνάμεων»(PG 3,592C)”.
“Ὁ νοῦς μας λοιπὸν βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του καὶ ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, ἀλλ’ἀφοῦ ἀνεβῇ πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του. Ὁ Θεὸς πάλι καὶ αὐτὸς βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του καὶ ἔτσι συνενώνεται μὲ τὸν νοῦ μας, ἀλλὰ δείχνοντας συγκατάβασι(PG 48,722)· σὰν δηλαδὴ νὰ θέλγεται ἀπὸ ἔρωτα καὶ ἀγάπη, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγαθότητάς του, βγαίνοντας κατὰ τρόπο ἀκοινώνητο ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους(PG 3, 776AB), ἑνώνεται μὲ ἑμᾶς κατὰ μία ἕνωσι ἀσύλληπτη ἀπὸ τὸ νοῦ. Ὅτι ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἑνώνεται μόνο μὲ ἑμᾶς δείχνοντας συγκατάβασι, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐπουρανίους ἀγγέλους, πάλι μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Μακάριος λέγοντας· «ὁ μέγας καὶ ὑπερούσιος ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα μικραίνει τὸν ἑαυτὸ του, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἀναμιχθῇ μαζὶ μὲ τὰ νοερὰ κτίσματά του, ἐννοῶ μὲ τὶς ἅγιες ψυχὲς καὶ τοὺς ἀγγέλους, ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ αὐτὰ νὰ γίνουν μέτοχα τῆς ἀθάνατης ζωῆς μὲ τὴν θεότητά του»(PG3,776AB)”.
Ἔτσι, ὁ πρῶτος μετά τόν Ἕνα πού ἔφθασε ἕως τρίτου οὐρανοῦ, προτρέπει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ»(Α’Κορ.,κεφ.ια’,στ.1). Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει γι’ αὐτήν τήν ἐν Χριστῷ μίμησιν τά ἑξῆς:
“Αὐτῆς δὲ τῆς μιμήσεως ἀρχὴ μὲν εἶναι γιὰ μᾶς τὸ ἅγιο βάπτισμα, ποὺ εἶναι τύπος τῆς ταφῆς καὶ ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, μεσότης ὁ βίος στὴν ἀρετὴ καὶ ἡ διαγωγὴ κατὰ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ τέλος ἡ διὰ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων νίκη κατὰ τῶν παθῶν, ποὺ προξενεῖ τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀνώλεθρη καὶ οὐράνια ζωή, ὅπως μᾶς λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος, «ἂν ζῆτε κατὰ τὴν σάρκα, πρόκειται νὰ ἀποθάνετε· ἂν ὅμως θανατώνετε τὶς πράξεις τοῦ σώματος διὰ τοῦ πνεύματος, θὰ ζήσετε»(Ρωμ.,8:13). Μιμοῦνται ὅσοι ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του οἱ ζῶντες μὲ τὴν σάρκα· ἀποθνήσκουν δηλαδὴ ὁ καθένας στὸν καιρὸ του, ἀφοῦ καὶ ἐκεῖνος πέθανε κατὰ τὴν σάρκα, κατὰ τὴν ὁποία καὶ θ’ἀναστηθοῦν, ὅπως ἐκεῖνος, δοξασμένοι καὶ ἄφθαρτοι, ἂν ὄχι τώρα, ἀλλὰ ὅταν θὰ εἶναι ὁ καιρός· ὁπότε θ’ἀναληφθοῦν, ὅπως ὁ Παῦλος τὸ λέγει καὶ αὐτό, «θ’ἁρπαγοῦμε σὲ σύννεφα γιὰ συνάντησι τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα καὶ ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο»(Α’Θεσ.,κεφ.δ’, στ.17)”.
Ἐν τούτοις, ἀδελφοί μου, ἐμεῖς ἄς φιλοτιμούμεθα ἀγωνιζόμενοι τόν καλόν ἀγῶνα στά σπλάχνα τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, τῆς μόνης καί μοναδικῆς Ἀλήθειας ὑπό τόν ἥλιον. Τό σχῆμα τοῦ κόσμου φεύγει παρέρχεται, ὅπως καί οἱ ὑποσχέσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς «Νέας Τάξης» πού μέ τήν ἀταξία τους μᾶς βοηθοῦν, ὥστε νά γνωρίσουμε σέ βάθος καί πλάτος καί ὕψος τόν πλοῦτον τῆς Χρηστότητος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(Ἅγ. Παΐσιος Ἁγιορείτης). Ὁ Θεός ἐργάζεται μυστικά καί σιγά σιγά, ἐξ αἰτίας τῆς ὁλοένα ἐξαπλουμένης ἀκολασίας, παραχωρεῖ καί ὁδηγούμαστε σέ ἀδιέξοδο, πολύ δέ σύντομα θά ἀνανήψουμε σύν Θεῷ καί κατά τόν Ἅγιο Γέροντα Πορφύριο, θά φωνάξουμε: «Χανόμαστε! Ὅλοι πίσω! Ὅλοι πίσω στήν παράδοση!».
Τό πρόβλημα εἶναι καθαρά πνευματικό. Ἐκεῖνο πού μᾶς χρειάζεται τώρα εἶναι μία εἰλικρινής μετάνοια, γνωρίζοντες ὅτι τό σκοπούμενον τέλος τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι: «γίνεσθε ἅγιοι, γίνεσθε τέλειοι, κληρονόμοι Θεοῦ, συγκληρονόμοι Χριστοῦ». Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, πού ὡς ἀνεφέρθη ἀνωτέρω ζήτησε νά τόν μιμηθοῦμε, βρῆκε αὐτόν τόν στόχο, τόν κατάλαβε, ζυμώθηκε μ’αὐτόν, πορεύτηκε πρός τήν Βασιλεία καί γεμάτος Ἀγάπη, Θεῖο Φῶς καί Ἄκτιστον Χάριν γράφει πρός τούς Κορινθίους:
«Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς... Ὥστε ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα· εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν. ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα... Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι' ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ Θεῷ· τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ.»(Β’Κορ., κεφ.ε’, στ.1,16,17,20,21).
Ἀδελφοί μου, ὡς ἐλάχιστος ἐν τοῖς Πρεσβυτέροις εὔχομαι, προσεύχομαι καί παρακαλῶ «καταλλάγητε τῷ Θεῷ». Καλή κι’εὐλογημένη Τεσσαρακοστή, καλόν ἀγῶνα, εὐλογημένη καί λαμπροφόρος ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.
Σ’Αὐτόν, τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Μεσσίαν καί Βασιλέα, ἀνήκει τό Κράτος καί ἡ Δύναμις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ