.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ζούμε στον καιρό του Αντίχριστου, εγώ δεν θα τον προλάβω, εσύ όμως θα τα ζήσεις αυτά»



«Διότι το να έχει κανείς επίγνωση του αληθινού Θεού 
είναι όλες οι αρετές μαζί» 
Σοφία Σολομώντος

Ένας άλλος κάτοικος αυτής της περιοχής, της Καψάλας, ήταν και ό γέρο-Σάββας.
Ήταν ψηλός, γύρω στο 1.90, μελαχρινός πού είχε ασπρίσει και αδύνατος. Όταν τον γνώρισα πρέπει να είχε γύρω στα 70 χρόνια ζωής. Ελαφρά καμπουριασμένος και όταν ήταν κουρασμένος έσερνε λίγο το πόδι του. Όταν τον έβλεπες έλεγες μέσα σου «τί λεβεντόγερος είναι αυτός». Πραγματικά τον θαύμαζα για την λεβεντιά του και την ανδρεία του. Ήταν Κρητικός.Τα κουτσομπολιά της περιοχής του καταλόγιζαν σαν μειονέκτημα ότι είχε αλλάξει πολλούς τόπους, σαν μοναχός και αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Όμως εγώ του είχα μία μεγάλη συμπάθεια πού μου την ανταπέδιδε και αυτός.
Ό π. Παΐσιος μου είχε μιλήσει γι' αυτόν με πολύ καλά λόγια, αλλά δεν ήταν μόνον αυτός ό λόγος πού τον συμπαθούσα. Ήταν αυτός ό ίδιος, ή λεβεντιά του, ή αρετή του, ή χάρις πού αναπαυόταν πάνω του και του έδιναν μία γλυκύτητα.
Οπότε περνούσα από το κελί του, σπάνια βέβαια, με καλοδεχόταν και μου μιλούσε.
Απ' όλες τις κουβέντες του, θυμάμαι κυρίως μία, πού τυπώθηκε στο μυαλό μου εξ αιτίας της βεβαιότητας, με την οποία μου την είπε. Είπε «ζούμε στον καιρό του Αντίχριστου, εγώ δεν θα τον προλάβω, εσύ όμως θα τα ζήσεις αυτά». Δεν πολύ χαμπάριζα τότε για τον Αντίχριστο. Αργότερα έμαθα περισσότερα και αργότερα εκτίμησα το βάρος της κουβέντας.
Το γεγονός όμως πού μ' έκανε να τον θαυμάσω ακόμα περισσότερο και να υποπτευθώ τον μεγάλο πνευματικό πλούτο πού έκρυβε μέσα στην ψυχή του, την δόξα της ψυχής του δηλαδή, θα σας το διηγηθώ αμέσως παρακάτω.
Πλησίαζε ή 15η Αυγούστου. Ή εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλο το Αγιον Όρος εόρταζε, από άκρη σ' άκρη. Το περιβόλι της Παναγίας τιμούσε, δοξολογούσε, χαιρόταν την προστάτιδα του, την Παναγία.
Σ' όλα τα μοναστήρια γινόντουσαν αγρυπνίες προς τιμήν της Παναγίας. Δεν υπήρχε μοναχός, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να μη συμμετέχει σ' αυτή την πανήγυρη. Ετοιμαστήκαμε κι εμείς να κατεβούμε στο μοναστήρι, όπου ύπήγετο το κελί, για να πάρουμε μέρος στην αγρυπνία.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν μ' έπιασε εμένα ένας φοβερός πόλεμος. Φοβερός για μένα, για τα μέτρα μου. Για τούς πατέρες πού ήταν προχωρημένοι θα ήταν ίσως... αστείος. Για μένα όμως ήταν κάτι πού μ' έφτασε στα όρια μου... Πώς ήταν: Ξαφνικά γέμισε το μυαλό μου από σκέψεις. Αν δηλαδή μια συνηθισμένη μέρα υπήρχαν για παράδειγμα 2-3 σκέψεις στο μυαλό μου το λεπτό, ας πούμε, ξαφνικά έγιναν 100-200 σκέψεις. Με μια μεγάλη ταχύτητα, ή μία πίσω από την άλλη σπρώχνονταν να χωρέσουν, πίεζαν αφόρητα, ή μια τραβούσε από τη μια μεριά, ή άλλη από την άλλη. Δημιουργούσαν σύγχυση στο νου, πράγμα πού επιδείνωνε την πίεση. Επί πλέον όλες αυτές ήταν αρνητικές σκέψεις, κακές σκέψεις, άσχημες σκέψεις, πού όλες με προέτρεπαν να μην πάω στην αγρυπνία. Τα έχασα! Τί ήταν αυτό;... Σκεφτείτε τώρα να συμβαίνει το εξής: Κάποιος φλύαρος, πονηρός, κακός και ύπουλος να μιλάει συνέχεια κολλημένος στο αυτί σας. Να σχολιάζει τα πάντα γύρω σας, ανθρώπους και καταστάσεις με τέτοια διάθεση. Προσπαθείς να τον αντικρούσεις, να βάλεις τα πράγματα σε κάποιο λογικό πλαίσιο και αυτός να μην σου δίνει σειρά να μιλήσεις. Σε βομβαρδίζει ακατάπαυστα. Γρήγορα σε πιάνει πονοκέφαλος και αθυμία.
Κι αν βέβαια ήταν κάποιος άνθρωπος, φεύγεις μακριά του, ησυχάζεις και ηρεμείς μετά από κάποια ώρα. Τί μπορεί να κάνει κανείς όμως, όταν δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτό το φλύαρο, κακό, άσχημο στόμα; "Όταν αύτη ή κατάσταση σε ακολουθεί και στο κρεβάτι σου; Όταν αύτη ή κατάσταση κρατήσει τρεις-τέσσερεις μέρες συνέχεια;... Πρόσθεσε τώρα πάνω στα προηγούμενα και το γεγονός ότι για πρώτη φορά αντιμετώπιζα τότε τέτοιες καταστάσεις. Ήταν ένας νοητικός πόλεμος. Πόλεμος με τις σκέψεις. Ό «πόλεμος των λογισμών», όπως τον ονομάζουν οι ορθόδοξοι μοναχοί.
Γνώριζα ότι δεν ήταν ό εαυτός μου. Προσπάθησα ν' αντιδράσω. Προσπάθησα να τις διώξω! Κανένα αποτέλεσμα, μάλιστα έγιναν και πιο έντονες. Λες και τις ερέθιζα. 
Προσπάθησα με την ευχή! Εύρισκα μεγάλη αντίσταση και γρήγορα, αδύναμα, υποχωρούσα και καμπτόμενος σταματούσα.
Ήμουν αδύναμος. Δεν μπορούσα ν' αντιδράσω! Σχεδόν δεν πίστευα σ' αυτό πού μου συνέβαινε.
Ό ησυχαστής πού με φιλοξενούσε, με μια ματιά πού μου έριξε, με κατάλαβε.
- Μαζεύτηκε το μελίσσι, μου είπε χαμογελώντας. Για να δούμε, θα κάνεις υπομονή;
Όντως ήταν σαν μελίσσι αυτές οι σκέψεις, γιατί «δάγκωναν» και... πονούσαν.
Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ το βράδυ, γιατί το κακό συνεχιζόταν, και ή προσευχή μου γινόταν μηχανικά, χωρίς εσωτερική συμμετοχή.
Το πρωί το κεφάλι μου πονούσε. Ή αϋπνία είχε μειώσει τις δυνάμεις μου και είχα πια ένα γερό πονοκέφαλο. Νόμιζα ότι το μυαλό μου θα ξεβιδωθεί από τη γρηγοράδα, το στρίμωγμα και το αλλοπρόσαλλο των σκέψεων.
Το απόγευμα κατεβήκαμε στο μοναστήρι, όπου μας παραχώρησαν ένα δωμάτιο να ξεκουραστούμε λίγες ώρες πριν την αγρυπνία. Ξάπλωσα μεν, αλλά δεν μπόρεσα να ησυχάσω το νου μου.
"Άρχισε ή αγρυπνία και μπήκα στην εκκλησία πτώμα από την κούραση, το κακό συνεχιζόταν και καθώς ή κούραση μεγάλωνε εγώ γινόμουν όλο και χειρότερα.
Ό γέρο-Σάββας συμμετείχε κι αυτός στην αγρυπνία. Ήταν μοναχός πολλά χρόνια, "έμπειρος και προχωρημένος στα πνευματικά", όπως μου είχε πει ό π. Παίσιος. Ήρθε και με πλησίασε χαμογελώντας στο στασίδι όπου ήμουν σωριασμένος. Αγαπιόμασταν και χάρηκα πού τον είδα.
- Τί γίνεται, πώς πάει ό αγώνας; ρώτησε.
- Δύσκολα, γέροντα, είπα.
Καθώς έσκυψα να του φιλήσω το χέρι, το τράβηξε και μου έδωσε μία χαϊδευτική καρπαζιά στο κεφάλι. Τί έγινε; Πώς διαλύθηκε ή καταιγίδα; Πώς σκόρπισαν τα σύννεφα; Πώς έγινε τέτοια γαλήνη; Τί χαρά και ανακούφιση ήταν αυτή; Πού χάθηκαν όλες αυτές οι σκέψεις; Πώς σταμάτησαν έτσι ξαφνικά; Τί καρπαζιά ήταν αύτη; Τί θεία δύναμη κρυβόταν σ' αυτό το ροζιασμένο
χέρι;
Σήκωσα το κεφάλι μου ξαφνιασμένος και τον κοίταξα όλος χαρά.
- Άντε πάμε να ψάλλουμε λίγο, μου λέει και τον ακολούθησα χαρούμενος στο ψαλτήρι. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα και ψάλλαμε στην Παναγία μας. Ένοιωθα τόσο άνετα, τόσο όμορφα, τόσο γλυκά δίπλα του. Με είχε σκεπάσει για λίγο με τις πνευματικές του φτερούγες.
Ανάμεσα στα ψαλσίματα μου είπε:
- Μη φοβάσαι, σε πειράζει ό δαίμονας. Δεν έχει δύναμη. Έμενα τί μου έκανε σήμερα! Το πρωί έκανα καθιστός κομποσκοίνι. Μου έφερε έναν ελαφρύ ύπνο και τον είδα να με κοροϊδεύει. "Όρμησα πάνω του να τον διώξω και έφυγε. Καθώς έφευγε τον ρώτησα από πού είσαι; Από το Ικόνιο, από το Ικόνιο φώναξε και χάθηκε. Εκεί από τη Μικρά Ασία. Είχαν πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς εκεί. Ξύπνησα μετά και τον άκουγα πού φώναζε μέσα από το ρουμάνι, άλλοτε σαν ζώο, σαν γουρούνι, σαν... παράξενος, όλο αγριάδα. Για να μας φοβίσει το κάνει, να σταματήσουμε την προσευχή. "Όμως δεν έχει δύναμη, μόνο ψευτοφοβέρες κάνει από μακριά. Τον έχει δεμένο ό Θεός. Δεν τον αφήνει ελεύθερο, αλλιώς αυτός θα μας σκότωνε, θα μας έκανε κομμάτια.

Μη φοβάσαι, μας προστατεύουν ή Παναγία και οι Άγιοι.

Τί να φοβηθώ;... Έπλεα σε πελάγη χαράς!... Δέ μου είχε μόλις προ ολίγου ό γέροντας αποκαλύψει την πνευματική του δύναμη; Δέ με γλύτωσε απ' αυτό τον μπελά; Δεν έδιωξε μακριά μου το δαίμονα; Εγώ χαιρόμουν πού ό Θεός μου αποκάλυψε έναν ακόμη αληθινό μοναχό.
Καθώς προχωρούσε ή αγρυπνία, μπήκαν άλλοι άνθρωποι μεταξύ μας και χωρίσαμε με το γέροντα. Έβγαλα την αγρυπνία κανονικά από 'κει και ύστερα.
Μετά την αγρυπνία ξεκουραστήκαμε, και το πρωί όταν ξύπνησα, ό γέρο-Σάββας είχε φύγει από το μοναστήρι για το ησυχαστικό κελλάκι του.
Αυτό το ελαφρό χτυπηματάκι στο κεφάλι, έμοιαζε τόσο με αυτά πού μου έδινε ό γέρο-Παίσιος πού σχεδόν αυτόματα χους συσχέτισα τούς δύο τους.
Βέβαια ή «ένταση» της Χάριτος του γέροντος Παϊσίου, όπως την βίωσα εγώ, ήταν πολύ μεγαλύτερη. "Όμως ποιος μου λέει ότι αν ό πνευματικός κίνδυνος, ό πνευματικός αγώνας πού αντιμετώπιζα, ήταν πιο μεγάλος, ποιος μου λέει ότι δεν θα ανταποκρινόταν και σ' αυτό με μεγαλύτερη χάρη και ό γέρο-Σάββας;
Αλλά τί σημασία έχουν όλα αυτά; Είναι σαν να κοιτάς δυο ουρανοξύστες πού χάνονται στα βάθη του ουρανού και να προσπαθείς να μαντέψεις ποιος είναι ψηλότερος.
Καλλίτερα ας φροντίσουμε να οικοδομήσουμε πνευματικά την δική μας ψυχή.
Ό Θεός έχει πολλούς κρυμμένους Άγιους πού, όταν υπάρχει ανάγκη, τούς φανερώνει για να βοηθήσουν τον κόσμο.
Την ευχή σου να έχουμε όλοι μας γέροντα Σάββα, τώρα πού φαίνεται να βρίσκεται στην πόρτα μας ό Αντίχριστος. Αμήν.
Ό Απόστολος Παύλος μιλώντας για τον αντίχριστο λέγει:
«... ό αντικείμενος και ύπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν η σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, άποδεικνύντα εαυτόν ότι εστί Θεός... ου εστίν ή παρουσία
κατ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψευδούς... ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστευσαντες τη αλήθεια, αλλ' εύδοκήσασντες εν τη αδικία». (Β' Θεσ., κεφ. β')

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΑΚΟΒΑΛΗΣ

Οι άγιοι δεν λένε τί να κάνεις αλλά πώς να το κάνεις.



Οι άγιοι δεν λένε τί να κάνεις, όπως εμείς όταν συμβουλεύουμε τους άλλους. Οι άγιοι δεν διδάσκουν από τα βιβλία. Μιλούν μόνο γι΄ αυτό που έζησαν οι ίδιοι και μόνο αν ερωτηθούν. Το να μιλάνε χωρίς να ερωτηθούν, το θεωρούν αργολογία.

Οι άγιοι δεν λένε τί να κάνεις αλλά πώς να το κάνεις. Παράδειγμα δεν λένε να μη φοβάσαι ,αλλά λένε και το πώς να μη φοβάσαι. Διάβαζα την Ιθάκη. Ο Καβάφης λέει δεν θα φοβάμαι αν δεν κουβαλώ μέσα μου τους Λαιστρυγόνας. Ποτέ δεν σκέφτηκα πώς δεν θα τους κουβαλώ μέσα μου.

Η βασική θεραπεία είναι αυτή της Εκκλησίας, η εξαγόρευση στον εξομολόγο, αν πιστεύεις. Η εξομολόγηση μοιάζει με τη θεραπεία που εφαρμόζει ο λαός, όταν θεραπεύει το δάγκωμα του σκορπιού με το δηλητήριο του σκορπιού.

Ο Θεός στην απιστευτη φιλανθρωπία Του μετατρέπει αυτό που μας αρωσταίνει μέσα μας σε φάρμακο που μας θεραπεύει όταν το βγάζουμε έξω με τη θέλησή μας. Όχι με την ανάκριση ή με τον ψυχολόγο ή τον ψυχαναλυτή. Γιατί όχι; Γιατί δεν πληρώνει κανείς κάποιον για να του ανοίξει την καρδιά του.

Με αυτήν την έννοια ακούστε τα λόγια της ηρωίδας του Μπέργκμαν στη Φθινοπωρινή Συμάρδουφωνία: "Αν μ΄αγαπήσει κάποιος όπως είμαι, ίσως τολμήσω να δω κι εγώ τον εαυτό μου όπως είναι." Ο πνευματικός είναι στη θέση του Ιησού που μας αγαπάει όπως είμαστε.

Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ.



... Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων. Ὁ Χριστός ὡς πρός τή δύναμι καί τό μεγαλεῖο εἶναι ἀσύγκριτος. Ὁ Χριστός χωρίς στρατό, χωρίς ὅπλα, νίκησε καί ἵδρυσε τήν πιό μεγάλη βασιλεία τοῦ κόσμου, τήν Ἐκκλησία Του, τῆς ὁποίας οὐκ ἔσται τέλος.

Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ὅλοι ὅσοι βαπτισθήκαμε στό ὄνομα Του καί ἀπό τό ὄνομά Του ὀνομαζόμαστε χριστιανοί. Ὡς χριστιανοί πρέπει νά ἔχουμε σάν πρότυπο στή ζωή μας τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καθώς, δηλαδή, ἔζησε ὁ Χριστός, ἔτσι πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νά ζοῦμε. Στά ἴχνη Του πρέπει νά βαδίζουμε.
Ἅγιος ὁ Χριστός; Ἅγιοι κ᾿ ἐμεῖς. 
Δίκαιος ὁ Χριστός; Δίκαια πρέπει νά ζοῦμε κ᾿ ἐμεῖς. 

Ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος ὁ Χριστός; Ἐλεήμονες καί φιλάνθρωποι πρέπει νά εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς. 

Ἀγάπησε ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τό σταυρό συγχώρησε τούς ἐχθρούς Του πού τόν σταύρωσαν; Κ᾿ ἐμεῖς ἄς συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας. 

Κήρυξε τήν ἀλήθεια ὁ Χριστός; κ᾿ ἐμεῖς ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι παντοῦ καί πάντοτε νά κηρύτουμε τήν ἀλήθεια, ἔστω κι ἄν κινδυνεύουμε νά σταυρωθοῦμε.

Καί τώρα ἄς ρωτήσουμε· Ζοῦμε καθώς θέλει ὁ Χριστός; Μιμούμεθα τό Χριστό στήν ἀρετή; Δυστυχῶς, καθώς φωνάζει ἡ σκληρή πραγματικότητα, οἱ περισσότεροι ζοῦμε ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι ἔζησε ὁ Χριστός. Τό ὄνομα μόνο ἔχουμε, τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι ἀντιχριστιανική, εἰδωλολατρική...

Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ἀπό τό βιβλίο:"Αἰσιόδοξα μηνύματα γιά διέξοδο στά ἀδιέξοδά μας καί ἀσφάλεια στίς ἀνασφάλειές μας".

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

H ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…»
 (Ματθ. 9,27)


ΖΟΥΜΕ σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Οἱ περισσότεροι μπορῶ νὰ πῶ δὲν πιστεύουν. Μέσα στοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ζήτημα σήμερα ἂν ἕνας πιστεύῃ εἰλικρινὰ στὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἀδιάφοροι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.
Μοῦ ἔλεγε ἔνας παπᾶς μὲ δάκρυα, ὅτι εἶνε σαράντα χρόνια σ᾿ ἕνα χωριὸ μὲ πεντακόσες ψυχές. Καλὸς παπᾶς, δὲν ἔδωσε ποτέ ἀφορμὴ σκανδάλου. Χτυπᾷ τὴν καμπάνα κάθε Κυριακή, τοὺς προσκαλεῖ, πηγαίνει στὰ σπίτια τους. Καὶ ὅμως, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιά, δὲ᾿ βρίσκεις παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες· καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι δὲν ὑπάρχει οὔτε παιδὶ νὰ κρατήσῃ λαμπάδα. Ποῦ εἶνε; Δὲν ἐκκλησιάζονται.
Καὶ αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν, γίνεται σχεδὸν παντοῦ. Κι ὅταν ὁ παπᾶς τοὺς λέει, Γιατί δὲν ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία; ἀπαντοῦν· Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;… Πηγαίνει στὸ καφενεῖο, πηγαίνει στὴν ταβέρνα, πηγαίνει στὰ γήπεδα, πηγαίνει ἐκδρομές, πηγαίνει παντοῦ, ἀλλὰ πόδια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔχει. Καὶ μὲ αὐθάδεια λέει, Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…
Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως ἕνα μέρος ποὺ εἶνε πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ὅλα νὰ πάῃ κανείς, αὐτὸ εἶνε ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου. Ἐδῶ μέσα θὰ ᾿ρθῇς· ἐδῶ θὰ βαπτισθῇς, ἐδῶ θὰ στεφανωθῇς, ἐδῶ ὁ παπᾶς γιὰ τελευταία φορὰ θὰ πῇ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόντι…». Ἐδῶ εἶνε τὰ ἅγια καὶ τὰ ἱερά· ἐδῶ εἶνε οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἐδῶ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ἐδῶ εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων, ἐδῶ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ πάγχρυσα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ μέσα ὅλοι μας, σὰν μιὰ οἰκογένεια, φωνάζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ λέμε «Κύριε, ἐλέησον». Καὶ αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα.
Ναί, θαύματα κάνει. Ποιός μᾶς τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

Ὁ Χριστός, λέει, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε, πατεῖς με – πατῶ σε. Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦνε ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν στὶς στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα καὶ ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν.
Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φωνὲς ποὺ ἔλεγαν «Κύριε, ἐλέησον»· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27). Ποιός φωνάζει; Κανένας πλούσιος; Ὁ πλούσιος πρέπει νὰ χάσῃ τὰ χρήματα, νὰ χρεωκοπήσῃ, νὰ γίνῃ ζητιάνος, καὶ τότε θὰ πῇ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; Κανένας δυνατὸς ποὺ ἔχει ἀξιώματα; Οὔτε αὐτοὶ φωνάζουν. Πρέπει νὰ πέσουν ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους, καὶ τότε θὰ φωνάξουν «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; Κανένας ὑγιής, ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα πόνο; Μπᾶ· ὅταν ἔχῃς γερὰ τὰ κόκκαλα καὶ τὰ πνευμόνια καὶ τὴν καρδιά, Θεὸ δὲ᾿ ζητᾷς. Ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ σὲ πάρουν μέσα στὸ χειρουργεῖο καὶ εἶνε ἕτοιμο τὸ μαχαίρι τοῦ γιατροῦ νὰ σὲ κάνῃ κομμάτια, τότε φωνάζεις «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; Οἱ χιλιάδες ἐκεῖνες τοῦ κόσμου, ἄντρες γυναῖκες παιδιά; Μόνο μιὰ φωνὴ ἀκούγεται σπαρακτική. Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν βλέπανε καθόλου. Καὶ μόλις ἀκούσανε ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς μέσα στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ποῦ εἶνε, ἄρχισαν μὲ τὰ στόματά τους νὰ φωνάζουν «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς.
Ὁ Χριστὸς βάδιζε καὶ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φθάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Σταματήσανε ἆραγε τότε οἱ τυφλοί; Ὄχι. Συνέχισαν ἀπ᾿ ἔξω, σὰν σκυλιά, νὰ φωνάζουν· «Κύριε, ἐλέησον». Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἅμα εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει· «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». «Ναί, Κύριε», ἀκούστηκε μέχρι τὰ ἄστρα ἡ φωνή τους (Ματθ. 9,28).
Τότε ὁ Χριστὸς ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― τί ἔκανε; 
Ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια· καὶ ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγάρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους καὶ λέγανε χίλια εὐχαριστῶ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη πήγαιναν παντοῦ καὶ διαλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.
Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς ἐσπλαχνίσθη καὶ τοὺς ἔκανε καλά.

―Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε.
Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, μέσα στὴν ἐκκλησία! Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ παπᾶς τὸ δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ναί, αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο δισκοπότηρο εἶνε ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; 
Ἔλα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Στὴ θεία λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή.
Τὸ λέγανε καὶ πρὶν διακόσα χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ λέγανε κλαίγανε. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό, «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ σκλαβωμένος Ἕλληνας. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης. «Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ λέγανε, τὸ πίστευαν ἀκραδάντως. Τώρα δὲν πιστεύουμε.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, παίρνανε τὰ ἅγια λείψανα στὰ χέρια τους στὴν Καλαμπάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (εχανε ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νηστεύανε τρεῖς μέρες, δὲν σμίγανε τὰ ἀντρόγυνα), καὶ κάνανε λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φωνάζανε «Κύριε, ἐλέησον»· ἔ, δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔπαιρνε τὶς ἀκρίδες καὶ τὶς ἔρριχνε μέσα στὸν Πηνειὸ ποταμὸ καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά.
Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσοι νεκροί· δὲν προλαβαίνανε ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νηστεύανε, κάνανε λιτανεία μὲ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, καὶ βγαίνανε ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ καὶ παρακαλούσανε τὸ Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβότανε μὲ τὸ μαχαίρι.
Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἤτανε σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» λέγανε μὲ τὴν καρδιά τους, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα.
Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονατίζανε καὶ προσευχότανε. «Κύριε, ἐλέησον» λέγανε, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός.
Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά· τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας· ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι.
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»;
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ἐρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἐρωτᾷ κ᾿ ἐμένα, ἐρωτᾶ κ᾿ ἐσᾶς, ἐρωτᾷ ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ λέει·«Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;».
Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ ἐμεῖς; Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε τὰ ἄστρα θὰ κατεβοῦν στὴ γῆ. Τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Χριστό μας, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Πίστι, ἀδέρφια μου, χρειαζόμεθα· πίστι σὰν ἐκείνη ποὺ εχανε οἱ δύο τυφλοί. Νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, ὅπως εχανε οἱ πρόγονοί μας. Καὶ ὅταν ἔχουμε πίστι στὴν καρδιά, τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τότε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ζήσουμε καλὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ μᾶς πᾶνε στὰ οὐράνια σκηνώματα. Καὶ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ ὑμνοῦμε αἰωνίως τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης 25-7-1971)


Ὅλοι ν᾿ ἀκοῦμε τή φωνή τοῦ Θεοῦ.



Ἀκοῦμε ἅραγε τή φωνή τοῦ Θεοῦ; 
Μιά προφητεία τῆς καινῆς Διαθήκης λέει, ὅτι θά ᾿ ρθοῦν χρόνια κατηραμένα, πού οἱ ἄνθρωποι θά φράξουν τ᾿ αὐτιά τους μέ βουλοκέρι νά μήν ἀκοῦνε τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί θά τ᾿ ἀνοίξουν ν᾿ ἀκοῦνε τά λόγια τοῦ διαβόλου (βλ. Β΄ Τιμ. 4,3-4). Δέ βλέπετε τί γίνεται κάθε νύχτα μέ τήν τηλεόρασι; Ἔχουμε τή χειρότερη τηλεόρασι· κάνει μεγάλη ζημιά σέ μικρούς καί μεγάλους...

Πρίν διακόσα χρόνια πέρασε ἀπό τήν πατρίδα μας ἕνας ἅγιος καί προφήτης, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καί τί εἵπε; Ὅτι ὁ διάβολος θά βρῇ ἕνα κουτί καί μ᾿ αὐτό θά τρελλάνῃ τήν ἀνθρωπότητα. Προφήτευσε τί κακό θά κάνῃ ἡ τηλεόρασι. Γι᾿ αὐτό σᾶς προτρέπω· Κλεῖστε τίς τηλεοράσεις, βγάλτε τό διάβολο μέσ᾿ ἀπ᾿ τό σπίτι σας! 

Στούς ταπεινούς καί καθαρούς ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται ὁ Θεός καί αὐτούς εὐλογεῖ. Προφητεύω· θά πέσῃ πεῖνα, πεῖνα μεγάλη, αὐτοί πού μαζεύτηκαν στίς πόλεις, κ᾿ ἔχουν μισθό, καί δέν τούς φτάνουν τά λεφτά, καί ζητᾶνε αὐξήσεις, καί κάνουν ἀπεργίες, θά πεινάσουν. Ὅσα χρήματα καί νά ἔχῃ τό κράτος, θά τελειώσουν· κι ὁ Ὄλυμπος νά ᾿ τανε χρυσάφι, θά τόν τρώγαμε. Σέ ἄλλες χῶρες οἱ φοιτηταί ἐργάζονται, δέν κάνουν ἔρωτα στό δρόμο ὅπως οἱ δικοί μας. Ἔ λοιπόν, θά πέσῃ πεῖνα. Καί θά σβήσουν ὅλα τά χιλιάδες ἐπαγγέλματα. Τά πιό εὐλογημένα, πού θά μείνουν, ποιά εἶναι; ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, καί ὁ ψαρᾶς.

 Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ἀπό τό βιβλίο:"Αἰσιόδοξα μηνύματα γιά διέξοδο στά ἀδιέξοδά μας καί ἀσφάλεια στίς ἀνασφάλειές μας".

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα…



Είναι τελείως αδύνατο η θάλασσα να μένει επί πολύ χρονικό διάστημα ίδια. Διότι αυτή που τώρα είναι ομαλή, ακύμαντη και ακίνητη ύστερα από λίγο θα τη δεις ανώμαλη και ορμητική εξαιτίας βίαιων ανέμων. Αλλά και αυτήν που είναι άγρια και αναβράζει από τη θαλασσοταραχή, γρήγορα θα τη δεις να τη σκεπάζει και να τη στρώνει βαθιά γαλήνη. Έτσι ακριβώς και οι καταστάσεις της ζωής μας μεταβάλλονται εύκολα και προς το ήρεμο και προς το άγριο.
Γι’ αυτό χρειάζεται να υπάρχει μέσα μας καλός κυβερνήτης, ώστε και στις γαλήνιες και ήρεμες περιστάσεις της ζωής και όταν όλα τα θέματα της ζωής του κυλούν ήρεμα και κανονικά, να περιμένει τις μεταβολές προς τα δυσάρεστα και δύσκολα και να μην επαναπαύεται με τα ήρεμα παρόντα σαν να είναι αιώνια και αθάνατα.
Αλλά και στην πιο θλιβερή κατάσταση της ζωής του να μην απελπίζεται ούτε να κυριεύεται από πολύ μεγάλη λύπη και βυθιστεί τελικά στο πέλαγος της απελπισίας…
Αυτός λοιπόν είναι ο συνετός και έξυπνος καπετάνιος και κυβερνήτης του εαυτού του, αυτός ο οποίος ούτε υπερηφανεύεται και καυχάται στις ευχάριστες περιστάσεις, ούτε καταπίπτει και μελαγχολεί στις ώρες των συμφορών και δοκιμασιών.

Μεγάλου Βασιλείου (PG 31, 417-420)

http://www.xfd.gr

Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με...


"Στα μάτια του Θεού, αυτός που έτσι συμπεριφέρε­ται στους αδελφούς του, πράττει βαριά αμαρτία."



«Και παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ» (Μθ. 9, 9).
Ποιος ήταν αυτός ο Ματθαίος, ο οποίος στη συνέ­χεια έγινε μεγάλος απόστολος και ευαγγελιστής; Ήταν τελώνης και μάζευε φόρους. Ο λαός μισούσε τους τελώνες και τους θεωρούσε αμαρτωλούς, διότι έκαναν πολλές αδικίες προσπαθώντας να κερδίσουν περισσό­τερα χρήματα για τον εαυτό τους. Και αυτόν τον άνθρωπο, που όλοι τον θεωρούσαν άθλιο και τον απο­στρέφονταν, ο Κύριος τον καλεί και του λέει: «Ακο­λούθει μοι».
Μόνο δύο λέξεις, και αυτές έκαναν επανάσταση στην ψυχή του τελώνη. Σηκώθηκε αμέσως, έριξε κά­τω τα χρήματά του και ακολούθησε τον Χριστό.
Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι το κάλεσμα του Χριστού μπορεί να προκαλέσει στην ψυχή του ανθρώ­που επανάσταση. Στους βίους των αγίων υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι επέστρε­ψαν στον Χριστό μετά από έναν λόγο του Ευαγγε­λίου. Από την πείρα μου γνωρίζω ότι ένας καλός λό­γος μπορεί να συνταράξει την ψυχή του αμαρτωλού, όπως συντάραξε την ψυχή του τελώνη Ματθαίου. Άν­θρωποι πνιγμένοι στην αμαρτία, κλέφτες, ληστές και φονιάδες, όταν τους λες έναν καλό λόγο και τους δεί­χνεις την αγάπη σου, την συγκατάβαση και τον σεβα­σμό στο πρόσωπό τους, συγκινούνται πάρα πολύ.

Και εμείς οι αμαρτωλοί, αδύναμοι και ασήμαντοι άνθρωποι με έναν λόγο αγάπης και σεβασμού μπορούμε να συγκινούμε και να συνταράζουμε τις καρδιές των αμαρτωλών, όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Να το θυμόμαστε και ποτέ να μην κατακρίνουμε τους αμαρτωλούς, να μην τους στιγματίζουμε, αλλά να τους φερόμαστε με αγάπη, δείχνοντας σεβασμό στο πρόσω­πό τους, αν και οι ίδιοι δεν το σέβονται και το έχουν καταπατήσει.
«Και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία, και ι­δού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. Και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοις μαθηταίς αυτού· διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκα­λος υμών; Ο δε Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έ­χοντες. Πορευθέντες δε μάθετε τι εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν. Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ' αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Μθ. 9, 10-13).
Οι φαρισαίοι αγανακτούσαν για το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός συναναστρεφόταν με τους αμαρτω­λούς, τις πόρνες και τους τελώνες. Περιφρονούσαν αυτούς τους ανθρώπους και θεωρούσαν ακαθαρσία να επικοινωνούν μαζί τους. Ποτέ δεν τους μιλούσαν, άλ­λα τους κακολογούσαν και τους κατέκριναν για την συμπεριφορά τους.

Ξέρουμε ότι οι πόρνες έπλεναν τα πόδια του Κυ­ρίου Ιησού και τα σκούπιζαν με τα μαλλιά τους. Πο­τέ δεν έχουν ακούσει απ' Αυτόν κανένα λόγο επιπληκτικό. Τις συγχωρούσε και τις έλεγε: «Πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ίω. 8, 11).
Οι φαρισαίοι ήταν ανίκανοι να καταλάβουν αυτή την συμπεριφορά του Χριστού και δυσφορούσαν για την στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς. Αλλά ο Κύριος τους απαντούσε το εξής: «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έχοντες» (Μθ. 9, 12). Ήλθε για να σώσει τους αμαρτωλούς. Με την α­γάπη του αγκάλιαζε κάθε αμαρτωλό και ζητούσε να τον οδηγήσει στην σωτηρία. Στους φαρισαίους που του παραπονέθηκαν είπε: «Πορευθέντες δε μάθετε τι ε­στίν έλεον θέλω και ου θυσίαν» (Μθ. 9, 13). Οι γραμ­ματείς και οι φαρισαίοι την ελπίδα της σωτηρίας τους στήριζαν στις θυσίες και τις προσευχές τους, και ο Κύριος λέει ότι δεν θέλει θυσία, αλλά έλεος, έλεος στους αμαρτωλούς.
Οι θυσίες χρειάζονταν στην Παλαιά Διαθήκη, διό­τι προεικόνιζαν την Μόνη Θυσία πού πρόσφερε ο Κύ­ριος Ιησούς Χριστός πάνω στον Σταυρό του Γολγο­θά. Όταν δόθηκε αυτή η Θυσία οι άλλες θυσίες έχα­σαν την σημασία και το νόημα τους, γι' αυτό δεν τις προσφέρουμε πια.

Τώρα ο Κύριος δεν περιμένει θυσία αλλά έλεος. Περιμένει από μας την ευσπλαχνία σε όλους τους αμαρτωλούς και τους περιφρονημένους. Η συμπεριφο­ρά μας προς αυτούς τους ανθρώπους να είναι ίδια μ' αυτήν που έδειξε Εκείνος.
Να μην περιφρονούμε κα­νέναν, κανέναν να μην θεωρούμε κατώτερο από μας. Να βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλ­λων, να αποκτήσουμε την ταπείνωση και την πραότη­τα, μιμούμενοι την δική Του ταπείνωση και πραότητα. Να αγαπάμε και να ευεργετούμε τους περιφρονημέ­νους και τους ταπεινωμένους, να τους προσφέρουμε πνευματική βοήθεια, δείχνοντας ενδιαφέρον για την σωτηρία τους.
Ο Κύριος λέει όταν κάνουμε τραπέζι να μην κα­λούμε ανθρώπους που μπορούν μετά να καλέσουν και εμάς στο γεύμα, αλλά τους πένητες και τους φτωχούς κουρελιάρηδες. Θέλει να το κάνουμε με αγάπη, και πάντα με συμπόνια να φερόμαστε στους ανθρώπους που ο κόσμος τους περιφρονεί, καλώντας τους βρωμιάρηδες και αχρείους.

Ο Κύριος μας έδωσε παράδοξες και θαυμαστές ε­ντολές. Είπε ότι δεν θέλει θυσία αλλά έλεος, έλεος σε όλους που το χρειάζονται. Ένα μεγάλο, αμέτρητο πλήθος ανθρώπων περιμένουν κάποιον να τους δείξει ευσπλαχνία, να τους πει ένα λόγο αγάπης και παρηγο­ριάς. Περιμένουν οι άνθρωποι κάποιον να τους δείξει τρυφερότητα και να τους βοηθήσει, και αντί αυτού συναντούν στους γύρω τους ψυχρότητα και αδιαφο­ρία. Αλλά πάνω από αυτά και σε μερικούς ακόμα χρι­στιανούς βλέπουν περιφρόνηση και αποστροφή. Στα μάτια του Θεού, αυτός που έτσι συμπεριφέρε­ται στους αδελφούς του, πράττει βαριά αμαρτία. Σε ό­λα πρέπει να είμαστε μιμητές του Κυρίου και να ακολουθούμε το παράδειγμα Του. Ας Τον ακολουθήσου­με λοιπόν και ας μην θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτε­ρο από τον πλησίον, όποιος και να είναι αυτός - κλέ­φτης, φονιάς ή ληστής, διότι στα μάτια του Θεού μπο­ρεί να είμαστε χειρότεροι από αυτόν.

Να θυμόμαστε πάντα πώς συμπεριφερόταν ο Κύ­ριος στους αμαρτωλούς, πώς φέρθηκε στον τελώνη Ματθαίο και πώς φερόταν σε άλλους τελώνες, πόρνες και αμαρτωλούς και προκαλούσε μ' αυτό την οργή των φαρισαίων. Να μην είμαστε σαν τους φαρισαίους, αλλά να μιμούμαστε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Α­μήν.

Αγίου Λουκά αρχιεπισκόπου Κριμαίας



Πες με το νου σου «Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου.

«Και πώς είναι δυνατό, λέγει, άνθρωπος κοσμικός, που είναι προσηλωμένος στο δικαστήριο, κάθε τρεις ώρες της ημέρας να προσεύχεται και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατό και πολύ εύκολο. Γιατί, κι αν δεν είναι εύκολο να πας στην Εκκλησία, καθώς στέκεσαι εκεί μπροστά στις πόρτες κι είσαι προσηλωμένος στο δικαστήριο, είναι δυνατό να προσευχηθείς. Γιατί δε χρειάζεται τόσο φωνή, όσο σκέψη, ούτε έκταση των χεριών, όσο τεντωμένη ψυχή, ούτε κάποια στάση, αλλά πίστη. 

Γιατί κι αύτη η Άννα δεν εισακούστηκε επειδή έβγαλε δυνατή και μεγάλη φωνή, αλλ' επειδή φώναξε δυνατά μέσα στην καρδιά της. Γιατί «η φωνή της δεν ακουόταν» (Α' Βασ. /, 13), λέγει, αλλά την άκουγε ο Θεός. 

Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και πολλοί άλλοι, και ενώ ο άρχοντας μέσα φώναζε, απειλούσε, έκανε χειρονομίες, μαινόταν, αυτοί, στεκόμενοι μπροστά στις κλειστές πόρτες και λέγοντας λίγα λόγια προσευχής με το νου τους, όταν μπήκαν μέσα τον μετέβαλαν και τον καταπράυναν και τον έκαναν ήμερο, από άγριος που ήταν. Και δεν εμποδίστηκαν καθόλου, ούτε από τον τόπο, ούτε από την ώρα, ούτε από τη σιωπή για την προσευχή αυτή. 

Αυτό λοιπόν κάνε κι εσύ! Στέναξε βαθειά, φέρε στη μνήμη σου τις αμαρτίες σου, στρέψε το βλέμμα σου στον ουρανό, πες με το νου σου «'Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου. 

Γιατί αυτός που είπε «ελέησέ με», έδειξε εξομολόγηση και μετάνιωσε για τα αμαρτήματά του. 

Γιατί το να ζητούν έλεος ταιριάζει σ' αυτούς που αμάρτησαν. Αυτός που είπε «ελέησέ με», πήρε συγχώρηση των σφαλμάτων του. 

Γιατί αυτός που ελεήθηκε δεν κολάζεται. Αυτός που είπε «ελέησέ με», κέρδισε τη Βασιλεία των Ουρανών. 

Γιατί αυτόν που θα ελεήσει ο Θεός, δεν απαλλάσσεται μόνο απ' τη κόλαση, αλλά γίνεται άξιος και των μελλοντικών αγαθών. 

Ας μην προφασιζόμαστε λοιπόν λέγοντας, ότι δεν υπάρχει κοντά μας οίκος προσευχής. Γιατί εμάς τους ίδιους έκανε ναούς η χάρη του Πνεύματος του Θεού, εάν βέβαια είμαστε άγρυπνοι, ώστε να έχουμε από παντού μεγάλη ευκολία. 

Η λατρεία μας δεν είναι τέτοια, όπως ήταν παλαιότερα των Ιουδαίων, που είχε πολύ το υλικό στοιχείο και απαιτούσε πολλή απασχόληση. Εκεί ο προσευχόμενος έπρεπε να ανεβεί στο ιερό, να αγοράσει τρυγόνια, να χρησιμοποιήσει ξύλα και φωτιά, να πάρει μαζί του μαχαίρι και το θύμα, γιατί εσύ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα. 


Όπου λοιπόν κι αν βρίσκεσαι, μπορείς να στήσεις το βωμό, δείχνοντας μόνο νηφάλια πρόθεση, και σε τίποτα δεν σε εμποδίζει ο τόπος, ούτε σε εμποδίζει η ώρα, αλλά και χωρίς να γονατίσεις, χωρίς να χτυπήσεις το στήθος σου και χωρίς να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, μόνο εάν δείξεις θερμή διάνοια, ολοκλήρωσες το άπαν της προσευχής. 

Είναι δυνατό ακόμα και γυναίκα, που κρατάει ρόκα και υφαίνει, να στρέψει το βλέμμα νοερά στον ουρανό και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό. 

Μπορεί και άνθρωπος που πηγαίνει στην αγορά και βαδίζει μόνος του να κάνει μακρές προσευχές. 

Κι άλλος, που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα, μπορεί να αφιερώσει τη ψυχή του στο Δεσπότη. 

Είναι δυνατό και ο δούλος και αυτός που ψωνίζει, και αυτός που ανεβαίνει και αυτός που κατεβαίνει, και αυτός που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορούν να έρθουν στην εκκλησία, να κάνουν προσευχή μακρά και ζωηρή. 

Ο Θεός δεν ντρέπεται τον τόπο. Ένα πράγμα μόνο ζητά, θερμή διάνοια και ψυχή γεμάτη σωφροσύνη. 

Και για να δεις ότι δεν χρειάζονται σχήματα και τόποι και ώρες γενικά, αλλά γενναίο και διεγερμένο φρόνημα, ο Παύλος, ενώ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στη φυλακή και δεν στεκόταν όρθιος (γιατί δεν τον άφηνε το ξύλο στο οποίο ήταν δεμένα τα πόδια του), επειδή, όντας ξαπλωμένος, προσευχήθηκε με προθυμία, ταρακούνησε τη φυλακή και τράνταξε τα θεμέλιά της και έδεσε τον αρχιφύλακα και τον οδήγησε ύστερα από αυτά στην ιερή μυσταγωγία (Πράξ. 17,25-34). 

Και ο Εζεκίας επίσης χωρίς να στέκεται όρθιος, ούτε να είναι γονατισμένος, αλλά ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, εξαιτίας της αρρώστιας, γύρισε τον εαυτό του προς τον τοίχο, και με το να επικαλεστεί θερμά και με σώφρονα ψυχή το Θεό, και την απόφαση που είχε ανακοινωθεί ανακάλεσε και πολλή συμπάθεια κέρδισε και ξαναβρήκε όπως πριν την υγεία του. 

Κι αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς να συμβαίνει όχι μόνο σε άγιους και μεγάλους άνδρες, αλλά και σε κακούς. 

Γιατί και ο ληστής δεν στάθηκε σε ευκτήριο οίκο, ούτε γονάτισε, αλλά τεντωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών. 

Άλλος μέσα σε βούρκο και σε λάκκο (Ιερ.45,6), 

άλλος μέσα σε λάκκο και ανάμεσα σε θηρία (Δαν. 6,22), 

άλλος μέσα στην ίδια την κοιλιά του κήτους(Ίωνα,2,2-Ι0), 

αφού παρακάλεσαν το Θεό, όλα όσα τους απειλούσαν τα διέλυσαν και πέτυχαν την εύνοια του Θεού. 

Και βέβαια λέγοντας αυτά σας προτρέπω να πηγαίνετε συνεχώς στις Εκκλησίες, και στο σπίτι να προσεύχεστε με πολλή ησυχία, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια. 

Εάν όμως είτε εξαιτίας της ώρας, είτε εξαιτίας του τόπου μείναμε ανάμεσα σε πολλούς άλλους, να μην παραλείπετε εξαιτίας αυτού τις συνηθισμένες προσευχές, αλλά να προσεύχεσθε μ' αυτόν τον τρόπο, που είπα στην αγάπη σας, και να παρακαλείτε το Θεό, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα έχετε τίποτα λιγότερο με αυτή την προσευχή. 

Αυτά σας τα είπα όχι για να με θαυμάσετε και να χειροκροτήσετε, αλλά για να τα εφαρμόσετε έμπρακτα και να αφιερώνετε τις ώρες της νύχτας και της ημέρας και της εργασίας στις προσευχές και τις δεήσεις».

(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Δ΄ομιλία «Περί Άννης»)

«Ἡμέρας καὶ νυκτὸς πρεσβεύεις ὑπὲρ ἡμῶν»



Ὅλα τὰ βλέμματα καὶ οἱ καρδιές, τοῦτες τὶς δίσεχτες ἡμέρες, ἱκετευτικά, παρακλητικὰ στρέφονται στὸ καλοκαιριάτικο αὐγουστιανὸ Πάσχα. Τὸν Δεκαπενταύγουστο. Στὸν ζωηφόρο θάνατο, στὴν ἀθάνατη Κοίμηση τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Συντονισμένα καὶ τὰ πόδια μας –ἔστω καὶ βαρυφορτωμένα ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή μας, τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία καὶ τὰ ὅποια ἀσήκωτα βάρη τῆς καθημερινότητας- μᾶς ὁδηγοῦν ἀνεπίστροφα μπροστὰ στὴν θαυματουργικὴ εἰκόνα, γιὰ νὰ ἀποθέσουμε στὰ ἁγιασμένα πόδια της τὸν ὀφειλόμενο σεβαστικὸ ἀσπασμό μας. Γιὰ νὰ δροσίσουμε τὰ φρυγμένα ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία χείλη μας καὶ νὰ δηλώσουμε ἀμετάκλητα τὴν ἀγάπη μας στὴν τόσο πονεμένη ἀλλὰ καὶ πληγωμένη ἀπὸ τὰ δικά μας λάθη, τὰ δικά της παιδιά, Θεομάνα. 

Ἐλᾶτε λοιπὸν χρεωστικὰ νὰ ὑμνήσουμε καὶ κυρίως νὰ τιμήσουμε «τὴν Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ φωτός». Ἡ Δαμασκηνὴ θεολογία πανέμορφά μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς «οὐδεὶς κατ’ ἀξίαν τῆς Θεομήτορος τὴν ἱερὰν ἐκδημίαν εὐφημῆσαι δυνήσεται -ἐπειδὴ- αὔτη θεσμὸν ἐγκωμίων ὑπέρκειται». Ὁ ἴδιος Πατέρας ὁμολογεῖ πολὺ παρήγορα πὼς δὲν ὑπάρχει πτυχή, λεπτομέρεια ζωῆς, τὴν ὁποία νὰ μὴ γνωρίζει ἡ Θεοτόκος καὶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ δώσει ἀνάσα ζωῆς καὶ ἐλπίδα σωτηρίας.

Ὁ ἁγιορείτικος μοναχισμὸς νιώθει βαθύτατο συγκλονισμὸ στὸ νὰ τὴν ἐπικαλεῖται καὶ νὰ μὴν τὴν ἀφήνει ἥσυχη «ὑπὲρ πάσης ψυχῆς θλιβομένης τὲ καὶ καταπονουμένης». Ἡ Παναγία δὲν ξεκουράζεται, ἀναπαύεται στὴν ὑπὲρ τῶν τέκνων τῆς κόπωση, γι’ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν χαμηλώνει τὰ δεόμενα πανάχραντα χέρια της. Ἡ Παναγία ἐπανέρχεται συχνὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία κυρίως ὡς μητέρα. Καὶ μία καλὴ μητέρα ξέρει ν’ ἀκούει, νὰ...πονᾶ καὶ ν’ ἀγαπᾶ. (γ. Μωϋσῆς).

Εἶναι ἀδίστακτη ἡ πίστη ὅλων μας, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μετέχει στὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ της, συμβασιλεύει μαζί του διευθύνει κοντὰ στὸ πλευρὸ του τὶς τύχες καὶ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κόσμου ποὺ ἐκτυλίσσονται μέσα στὸ χρόνο, μεσιτεύει «ἡμέρας καὶ νυκτὸς» γιὰ ὅλους μας πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ ἔρθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο.

Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στοχάζεται: 
«Ἐκείνη ἔχει τὸ πλῆθος τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν. Ἔχει πολλὴ ἀγάπη στὸ ἀνθρώπινο γένος, προπάντων στοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ Υἱὸς της παίρνει μεγάλη χαρά, ὅταν τὸν παρακαλεῖ ἡ Μητέρα του, διότι θέλει νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Δία τοῦτο καὶ μόνο ἔφερε τὴν Μητέρα του καὶ μᾶς τὴν ἐχάρισε, γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε μέσον πρὸς σωτηρίαν.»

Θαυμάζοντας τὸ μεγαλεῖο της ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφωνεῖ: 
«Ποῦ ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ ἀπαριθμῶ ὅλα τὰ μεγαλεῖα ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν Ἀειπάρθενον; Αὐτὰ εἶναι ἄπειρα κατὰ τὸ μέγεθος καὶ ἀναρίθμητα κατὰ τὸ πλῆθος. Καὶ ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐσώθησαν μὲ τὸν ἄσπορον Τόκον της, καὶ νὰ γίνουν ἕνα στόμα καὶ μία γλώσσα πάλιν δὲν ἤθελαν δυνηθῆ νὰ ἀριθμήσουν τὰ μεγαλεία τῆς Θεοτόκου καὶ νὰ τὰ ἐγκωμιάσουν κατὰ τὴν ἀξίαν τους…».

Ἡ ἐποχὴ μας φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀποστασίας καὶ πραγματικὰ ἀντίχριστες οἱ ἡμέρες ποὺ ζοῦμε, ἀφοῦ οἱ κυβερνῆτες μᾶς «ἐδίωξαν» κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Θεομήτορος, Αὐτὸν ποὺ βαστάζει τὰ πάντα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξορίζεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν κατ’ ἐξοχὴν δική Του ἡμέρα, τὴν Κυριακή, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦν τὴν κυριακάτικη καμπάνα καὶ τοὺς θυμίζουν ἐνοχές.

Καὶ ὅμως ὅλοι αὐτοὶ θὰ τρέξουν νὰ δώσουν ἀνερυθρίαστα τὸ παρὸν στὴν μεγάλη γιορτὴ τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου, ὄχι ἀπὸ εὐλάβεια ἀλλὰ καὶ πάλι γιὰ ἐμπορία ψήφων καὶ κάλυψη ἐνόχων κατατρεγμῶν συνειδήσεων. Ἡ Κυρία Θεοτόκος ὅμως ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό της ἀπὸ ὅσους «ὕβρισαν» τὸν Υἱόν της, καὶ νὰ θυμηθοῦμε τοὺς σοφοὺς λόγους τοῦ γέροντος Παϊσίου ὅτι «θὰ δουλέψουν οἱ πνευματικοὶ νόμοι»!

Ὅσοι πιστοὶ ὀρθόδοξοι «προσέλθωμεν τῷ τάφω τῆς Θεομήτορος»! Νὰ γονατίσουμε ἱκετευτικά, νὰ προσκυνήσουμε λατρευτικά, νὰ ὑμνήσουμε δοξολογικὰ καὶ ταπεινὰ νὰ παρακαλέσουμε τὴν Κυρία Θεοτόκο νὰ πρεσβεύει γιὰ κάθε ψυχὴ πονεμένη, πικραμένη καὶ παραπονεμένη, καὶ γιὰ τούτη τὴν πολυβασανισμένη πατρίδα μᾶς Ἑλλάδα.

Σαββίδης Παῦλος, Θεολόγος

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr

«Ο,τιδήποτε και εάν κάνεις, πάντοτε σιωπηλα να επαναλαμβάνεις τα λόγια, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν!»

Οι πρώτες ημέρες στο μοναστήρι ήταν, για τον Αδελφό Τόμισλαβ, (π. Θαδδαῖος) ημέρες πολύ μεγάλης χαράς. Παρέδωσε τον εαυτό του στη μυστική σχέση πνευματικού πατρός και υιού, και διδάχθηκε από τον π. Αμβρόσιο την αγία και σωτήρια υπακοή, την εγρήγορση στους λογισμούς, καθώς και την Ευχή του Ιησού. «Ο,τιδήποτε και εάν κάνεις, πάντοτε σιωπηλα να επαναλαμβάνεις τα λόγια, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν!». Ήμουν νέος, και έκανα υπακοή με όλη μου την καρδιά. Κάθε βράδυ, εξομολογούμουν στον πνευματικό μου πατέρα και του έλεγα τι συνέβαινε στην ψυχή μου, και εκείνος με καθοδηγούσε». Πιστεύοντας ότι είχε μόνο πέντε χρόνια ζωής μπροστά του, ο Τόμισλαβ παρέδωσε ολόκληρωτικά τον εαυτό του στην καρδιακή προσευχή.
«Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω της ολοκληρωτικής παράδοσής μου στο θέλημα του Θεού και του ειλικρινούς πόθου μου για Εκείνον, με φώτισε η χάρις του Θεού γεννώντας μέσα μου ένα απερίγραπτο αίσθημα χαράς και ειρήνης. Άκουγα εντός της καρδιάς μου τον λόγο, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλον». Προσπάθησα να θυμηθώ κάποια περιστατικά του παρελθόντος, και δεν μπορούσα. Όλοι μου οι λογισμοί ήταν σε κατάσταση ειρήνης, και ένα αίσθημα άφατης χαράς και πόθου βασίλευε σ᾿ όλο μου το είναι. Αυτή είναι η κατάσταση των αγγέλων και των αγίων, κατάσταση πλήρους και τέλειας Χάριτος. Μόνον εκείνοι που έχουν βιώσει τη δωρεά της Χάριτος κατανοούν την κατάσταση των αγγέλων και των αγίων, τους οποίους καθοδηγεί το Άγιο Πνεύμα». Έτσι, ο Τόμισλαβ έγινε το ταπεινό δοχείο του ησυχαστικού πνεύματος της Εκκλησίας, στολισμένος με το εύοσμο άνθος της καρδιακής προσευχής.
Αργότερα, ο π. Θαδδαίος θα μιλούσε συχνά στα πνευματικά του παιδιά για την «αδάπανη Χάρη», ως μια ανεκτίμητη δωρεά του Θεού, διά της οποίας μας καθοδηγεί ο Κύριος στην πνευματική ζωή: στο μεν ξεκίνημα μας δείχνει δια αυτής τον σκοπό της ζωής (που είναι η εν Χριστώ θέωση εντός της Εκκλησίας) και αργότερα, σε καιρούς θλιψεων και δοκιμασιών, μας δίνει με αυτή δύναμη και παρηγοριά. Όντας άπειρος στην πνευματική ζωή, ο αδελφός Τόμισλαβ νόμιζε ότι όλοι οι μοναχοί κατείχαν αυτήν την θεόσταλτη αδάπανη Χάρη, αλλά μόνο πολύ αργότερα κατάλαβε ότι η αγάπη του Θεού τού είχε χαρίσει μεγάλο δώρο, για τό οποίο δεν ήταν άξιος, προκειμένου να τον προετοιμάσει για τον Γολγοθά της μελλοντικής του διακονίας ως ηγουμένου και πνευματικού πατέρα πολλών. «Νόμιζα ότι όλοι οι μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι είχαν τη δωρεά της αδάπανης Χάριτος και -θα το πιστέψετε;- έχω περάσει τόσα χρόνια μεταξύ μοναχών και ιερέων, και έχω γνωρίσει έναν μόνο μοναχό που είχε αυτό το δώρο. Έναν μόνο! Ωστόσο, μεταξύ των λαϊκών ανθρώπων που ζουν με τις οικογένειές τους, συνάντησα πολλούς που έχουν δεχθεί αυτή τη δωρεά της Χάριτος».

Βίος Γέροντα ΘαδδαῖουΑπόσπασμα από τό βιβλίο:
 «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝ ΠΛῼ»



http://www.hristospanagia.gr

«Ἡ πρώτη μας ἐξομολόγηση, ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας»




Γιῶργος Τσιάκκας καὶ Χριστίνα Παυλίδου (ὁ σεναριογράφος κ΄ ἡ πρωταγωνίστρια τοῦ "Μίλα μου"): «Ἡ πρώτη μας ἐξομολόγηση, ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας»

Ἡ γνωριμία μὲ ἕναν γέροντα μέσω τοῦ ὁποίου βρῆκαν τὸν Θεό, σὲ μία περίοδο τῆς ζωῆς τους ποὺ δὲν γνώριζαν τίποτα τὸ πνευματικό…

Δεν ξέρω, αδελφοί μου,αν έχω βάλει ακόμη αρχή...



Όταν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκητές στο βουνό του Μ. Αντωνίου πως ο αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του , μαζεύτηκαν στη καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμηση τους γι' αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα, που τώρα στο θάνατο του έλαμψε σ' όλη της την πληρότητα. Στη σεβάσμια μορφή του είχε χαραχθεί μια έκφραση ευτυχίας. Σαν ένιωσε γύρω του τους συνασκητές του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του ,τα χείλη του σάλεψαν, κάτι θέλησε να πει ...Όλοι δακρυσμένοι περίμεναν ν' ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. ...Σε μια στιγμή το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε καθώς ψιθύριζε κάποια λόγια .Τα χείλη του σάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε . 
-Με ποιον συνομιλείς, πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητές του. 
-Οι άγιοι άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυο δάκρυα κύλησαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρα του . 
-Δεν έχεις ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη ! Εσύ μετανοούσες σ' όλη σου τη ζωή ,του αποκρίθηκαν οι πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του . 
-Δεν ξέρω, αδελφοί μου,αν έχω βάλει ακόμη αρχή . ...Ήταν τα τελευταία του λόγια ...

http://proskynitis.blogspot.gr

Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον Ημάς...