.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Λόγος γιά τή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ.




Λέγοντας μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ, οἱ ἅγιοι πατέρες ἐννοοῦν μιά σύντομη προσευχή ἤ ἀκόμα καί μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό, στήν ὁποία ἑκεῖνοι μαθήτευσαν καί τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν νά ἐντυπώσουν στόν νοῦ καί τή μνήμη τους, ἀντί γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη σκέψη.

Μποροῦμε μέ μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό νά ἀντικαταστήσουμε ὅλες τίς ἄλλες σκέψεις; 

Μποροῦμε. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Δέν θεώρησα ἀναγκαῖο νά γνωρίζω τίποτ᾿ ἄλλο παρά μόνο τόν Ἰησοῦ Χριστό, κι Αὐτόν σταυρωμένο» (Πρβλ. Α΄Κορ. 2:2).

Οἱ μάταιες γήινες σκέψεις, πού διαρκῶς ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνουν ν᾿ ἀποκτήσει ὠφέλιμες καί ἀναγκαῖες γνώσεις. Ἀπεναντίας, ἡ σκέψη γιά τόν Θεό, ἄν ὁ χριστιανός τήν οἰκειωθεῖ, τόν πλουτίζει μέ τήν πνευματική γνώση. Μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη του Χριστοῦ, φέρνει μέσα του τόν Χριστό, πού τοῦ ἀποκαλύπτει θεῖα μυστήρια, μυστήρια ἄγνωστα στούς σαρκικούς καί ψυχικούς ἀνθρώπους, μυστήρια ἀπρόσιτα στούς σοφούς τῆς γῆς. Στόν Χριστό «βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως» (Κολ. 2:3). Αὐτῶν τῶν θησαυρῶν γίνεται κύριος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀποκτήσει μέσα του τόν Κύριο Ἰησοῦ.

Ἡ μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι θεία προσταγή. Διατυπώθηκε πρῶτα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐπιβεβαιώθηκε ἔπειτα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσω τῶν κηρύκων τοῦ Λόγο. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα» (Λουκ. 21:36), ἐλεγε ὁ Κύριος στόν ἰουδαϊκό λαό, ὅταν δίδασκε στόν ναό. Αὐτό παραγγέλλει καί σ᾿ ἐμᾶς, πού στεκόμαστε μπροστά Του καί Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε τό θέλημά Του, γιά νά γίνουμε ἀληθινοί μαθητές Του, χριστιανοί ὄχι μόνο στό ὄνομα ἀλλά καί στή διαγωγή. Μέ τά λόγια Του αὐτά ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δείξει ὅτι πρέπει νά νά προετοιμαζόμαστε γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶνκαί ὑλικῶν συμφορῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, γιά τά βάσανα καί τούς φόβους πού προηγοῦνται τοῦ θανάτου μας, πού τόν συνοδεύουν καί πού τόν ἀκολουθοῦν, γιά τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν πρίν ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος καί στή διάρκεια τῆς κυριαρχίας του, καθώς, τέλος, καί γιά τόν συγκλονισμό καί τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου κατά τή δεύτερη δοξασμένη καί φοβερή ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα, γιά νά μπορέσετε νά ξεπεράσετε ὅλα ὅσα εἵναι νά συμβοῦν, καί νά παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστά στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου» (Ὅ. π.) μέ τή χαρά τῆς σωτηρίας. Αὐτή τή χαρά μακάρι νά νιώσουμε τόσο κατά τήν προσωπική μας κρίση, τήν κρίση πού ὑφίσταται κάθε ἄνθρωπος μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα, ὅσο καί κατά τήν τελική καθοληκή Κρίση, ὅταν οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Κριτῆ θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί οἱ ἀποδοκιμασμένοι στ᾿ ἀριστερά Του (Βλ. Ματθ. 25:32 - 33).

«Νά εἵστε νηφάλιοι στίς προσευχές» (Α΄Πέτρ. 4:7), λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος, ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς πιστούς. «Νά εἵστε νηφάλιοι καί ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλος σας διάβολος περιφέρεται σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται, ζητώντας κάποιον νά καταβροχθίσει. Ἀντισταθεῖτε του μένοντας ἀκλόνητοι στήν πίστη σας» (Α΄Πέτρ. 5:8 - 9).

Καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀξία τῆς θείας καί σωτήριας ἐντολῆς, γράφει: «Ἀδιάλειπτα νά προσεύχεστε» (Α΄Θεσ. 5:17). «Γιά τίποτα νά μήν σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση νά ἀπευθύνετε τά αἰτήματά σας στόν Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία (Φιλιπ. 4:6). «Νά καταγίνεστε ἀκούραστα στήν προσευχή. Νά εἵστε ἄγρυπνοι, ὅταν προσεύχεστε, καί νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό» (Κολ. 4:2).«Ἐπιθυμῶ νά προσεύχονται οἱ ἄνδρες σέ κάθε τόπο, χωρίς ὀργή καί δισταγμό ὀλιγοπιστίας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό χέρια καθαρά» (Α΄Τιμ. 2:8). «Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Κύριο» μέσω τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, «γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του» (Α΄Κορ. 6:17). 

Ὁ Κύριος ἐκεῖνον πού ἑνώνεται μαζί Του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τήν τυρανία τοῦ διαβόλου. «Θά ἀναβάλει ὁ Θεός», διακηρύσσει ὁ Σωτήρας μας, «νά ἀποδώσει τό δίκαιο στούς ἐκλεκτούς Του, πού Του φωνάζουν γιά βοήθεια μέρα καί νύχτα; Σᾶς βεβαιώνω ὅτι θά τούς ἀποδώσει τό δίκιο τους πολύ γρήγορα» (Λουκ. 18:7- 8). 

Γνώρισμα τῆς μοναχικῆς τελειότητας εἵναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. «Ὅποιος φτάσει σ᾿ αὐτήν, ἔφτασε στήν κορυφή ὅλων τῶν ἀρετῶν κι ἔγινε πιά κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος (Λόγοι Ἀσκητικοί, ΠΕ΄, 25). Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐκμάθηση καί ἡ καλλιέργειά της, εἵναι ἀπαραίτητη σέ κάθε μοναχό πού θέλει νά φτάσει στή χριστιανική τελειότητα. Ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, καί ὑποχρέωση πού ἀναλαμβάνει, ὅταν δίνει τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις. (Κατά τήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ ἱερέας δίνει στόν νεόκουρο μοναχό ἕνα κομποσχοίνι, προτρέποντάς τον στήν ἀδιάλειπτη ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ νεόκουρος, παίρνοντάς το, ὑπόσχεται σιωπηρά ὅτι θά προσεύχεται ἀδιάλειπτα). 

Φαίνεται πώς οἱ Ἀπόστολοι πῆραν προσωπικά ἀπό τόν Κύριο τήν ἐντολή τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι ἐφάρμοσαν καί στούς πιστούς δίδαξαν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ὅτι αὐτοί, ὥσπου νά λάβουν τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμεναν σ᾿ ἕνα σπίτι, «ἀφοσιωμένοι στήν προσευχή καί τή τή δέηση» (Πραξ. 1:14). Μέ τή λέξη «προσευχή» ἐννοοῦνται ἐδῶ οἱ προσευχές πού ἔκαναν ὅλοι μαζί, ἐνῶ μέ τή λέξη «δέηση» ἡ συνεχής προσευχητική τάση τοῦ πνεύματος τους, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε πάνω στούς Ἀποστόλους (Βλ. Πραξ. 2:1-2) κάνοντάς τους ναούς τοῦ Θεοῦ, τούς ἔκανε συνάμα καί ναούς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, σύμφωνα μέ τήν ἀληγορική προφητική ρήση:«Ὁ ναός μου θά ὀνομαστεῖ οἵκος προσευχῆς» ( Ἡσ. 56:7). «Τό Πνεῦμα», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «ὅταν κατοικήσει μέσα σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, δέν σταματᾶ τήν προσευχή. Γιατί τό ἴδιο τό Πνεῦμα προσεύχεται πάντοτε» (Ὅ.π., ΠΕ΄, 25). 
Οἱ Ἀπόστολοι εἵχαν δύο μόνο πνευματικές ἀσκήσεις: τήν προσευχή καί τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν προσευχή ξεκινοῦσαν γιά τό κήρυγμα καί ἀπό τό κήρυγμα γύριζαν στήν προσευχή. Ἔτσι βρίσκονταν σέ διαρκή πνευματική συνομιλία. Ἄλλοτε συνομιλοῦσαν προσευχητικά μέ τό Θεό καί ἄλλοτε συνομιλοῦσαν μέ τούς ἀνθρώπους γιά τό Θεό (Βλ. Πραξ. 6:2, 4). Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐνεργοῦσε τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τί διδασκόμαστε ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων; Ὅτι πέρα καί πίσω ἀπό κάθε πρακτική διακονία, ὅπως εἵναι αὐτή τοῦ κηρύγματος, πρέπει νά καταγινόμαστε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, γιατί αὐτή εἵναι πού κάνει τόν χριστιανό δεκτικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στούς μαθητές Του διάφορες διακονίες, ὅταν τούς ἀξίωσε νά δεχθοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα, τούς ἔδωσε ἐντολή νά παραμείνουν στήν Ἱερουσαλήμ, τήν πόλη τῆς εἰρήνης καί τῆς σιωπῆς, χωρίς καμιά δραστηριότητα. «Καθῆστε στήν Ἱερουσαλήμ», τούς εἵπε, «ὡσότου ὁ Θεός σᾶς ὁπλίσει μέ τή δύναμή Του» (Λουκ. 24:49).

Ἀπό τά συγγράμματα τῶν ὁσίων Πατέρων φαίνεται πώς ἡ μνήμη ἤ μελέτη τοῦ Θεοῦ ἥταν κοινή πνευματική ἐργασία τῶν πρώτων ἤδη μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας συστήνει τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀλλά διαρκῶς νά τό γυρίζεις μέσα στό νοῦ σου, νά τό συγκρατεῖς στήν καρδιά, νά τό δοξάζεις μέ τή γλώσσα, λέγοντας: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με". Ὅμοια: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθησέ με". Ἐπίσης:"Σέ δοξάζω, Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ"». (S. Antonii Magni Abbatis, Admonitionew et documenta varia ad filios suosmonachow.). 

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἵναι ἐργασία ὄχι μόνο τῶν ἡσυχαστῶν καί τῶν ἀναχωρητῶν, ἀλλά καί τῶν κοινοβιατῶν μοναχῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει γιά τούς μοναχούς τοῦ ἀλεξανδρινοῦ κονοβίου, πού ἐπισκέφθηκε, ὅτι «ἀκόμα καί τήν ὥρα πού ἔτρωγαν, δέν σταματοῦσαν τή νοερά ἐργασία (τῆς προσευχῆς). Μ᾿ ἕναν συγκεκριμένο ἀλλά ἄγνωστο τρόπο κι ἕνα μυστικό νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἐσωτερική προσευχή. Κι αὐτό ὄχι μόνο στήν τράπεζα ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλη συνάντηση καί σύναξή τους» (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, Δ΄, 18). 

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ἡσυχαστής τῆς Αἰγυπτιακῆς Σκήτης, εἵπε στόν ὅσιο Κασσιανό τόν Ρωμαῖο, πού ἐπιθυμοῦσε νά κρατᾶ πάντοτε στόν νοῦ του τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά προφέρει διαρκῶς τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου ψαλμοῦ: «Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (Ἀββᾶ Κσσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου - Β΄Συνομιλία μέ τόν ἀββά Ἰσαάκ γιά τήν προσευχή, κεφ. 10).Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, μοναχός τοῦ κοινοβίου τοῦ ἀββᾶ Σερίδου στήν Παλαιστίνη, χειραγωγώντας τόν μαθητή του ἀββά Δοσίθεο στήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, τόν ἔμαθε νά λέει διαρκῶς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, βοήθησόν μοι». Ὁ ἀββάς Δοσίθεος προσευχόταν μέ ἐναλλαγή, μία μέ τήν πρώτη εὐχή, μία μέ τή δεύτερη, ὅπως τοῦ παρέδωσε ὁ γέροντάς του, γιά νά μήν ἀθυμήσει ὁ νοῦς του ἀπό τή μονότονη ἐπανάληψη μιᾶς μόνο εὐχῆς. Ὅταν ὁ μακάριος ἐκεῖνος μοναχός ἀρρώστησε βαριά, τόσο πού πλησίαζε τό τέλος του, ὁ ἅγιος διδάσκαλος του τοῦ θύμισε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή: «Δοσίθεε, ἀγωνίσου γιά τήν εὐχή, πρόσεξε μήν τή χάσεις!». Κι ὅταν ὁ ἄρρωστος βάρυνε κι ἄλλο, ὁ ὅσιος τοῦ ξαναεῖπε: «Τί κάνεις, Δοσίθεε; Πῶς πάει ἡ εὐχή; Τήν κρατᾶς ἀκόμη;». Ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου φαίνεται πόσο ἐκτιμοῦσαν οἱ παλαιοί ἅγιοι μοναχοί τή νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ(Ἀββᾶ Δωροθέου, Περί τοῦ ἀββᾶ Δοσιθέου, 10).

Ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ἀδιάλειπτα ἐπαναλάμβανε μέ τόν νοῦ του τήν προσευχή: 
«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Τριάς Ἁγία, δόξα σοι» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου, 4 Νοεμβρίου. Ἡ προσευχή περιέχεται στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ).
Ὁ ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυματουργός, τόν ὁποῖο ὁ βιογράφος του ὀνόμασε θεῖο, εἵχε ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πάντοτε ἔλεγε μέσα του τό «Κύριε, ἐλέησον» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Εὐστρατίου τοῦ θαυματουργοῦ, 9 Ἰανουαρίου).

Ἕνας γέροντας, πού ἔμενε στήν ἔρημο τῆς Ραϊθοῦς, καθόταν πάντοτε στό κελί του αὐτοσυγκεντρωμένος καί γερμένος πρός τή γῆ. Κουνοῦσε ἀκατάπαυστα τό κεφάλι του κι ἔλεγε στενάζοντας: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Καί ἀφοῦ σώπαινε γιά καμιάν ὥρα κι ἔπλεκε φοινικοβλαστούς, ὕστερα πάλι ἄρχιζε νά κουνᾶ τό κεφάλι του καί νά λέει: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Ἔτσι πέρασε ὅλες τίς ἡμέρεςτῆς ζωῆς του, φροντίζοντας συνεχῶς γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο (Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 1, κεφ. Γ΄73).

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει γιά κάποιον γέροντα, ὁ ὁποῖος σαράντα χρόνια προσευχόταν μέ τοῦτα μόνο τά λόγια: «Ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ἐσύ ὡς Θεός συγχώρεσέ με». Οἱ ἄλλοι πατέρες τόν ἄκουγαν νά προσεύχεται μέ τόν τρόπο αὐτό καί νά θρηνεῖ. Πράγματι, ἔκλαιγε χωρίς νά ἡσυχάζει καθόλου. Εἵχε ἀντικαταστήσει ὅλες τίς ἄλλες προσευχές μόνο μ᾿ αὐτήν καί τήν ἐπαναλάμβανε νύχτα καί μέρα ( Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΚΗ΄, 6).
Οἱ περισσότεροι μοναχοί, πάντως, εἵχαν πάντοτε στόν νοῦ τους τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτολόν». Καμιά φορά, λόγω τῶν περιστάσεων ἤ τῶν ἀναγκῶν, οἱ Πατέρες χώριζαν, ἰδιαίτερα γιά τούς ἀρχάριους, τήν προσευχή αὐτή σέ δύο μέρη: 

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν» 
καί 

«Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν».
Γιά μερικές ὥρες ἔλεγαν τό πρῶτο μέρος καί στή συνέχεια τό δεύτερο. Δέν πρέπει, ὡστόσο, νά ἀλλάζουμε συχνά τά λόγια τῆς προσευχῆς, γιατί τά φυτά δέν ριζοβολοῦν, ὅταν συνεχῶς μεταφυτεύονται, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης (Περί ἡσυχίας καί περί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς ἐν κεφαλαίοις ΙΕ΄, β΄). Ἡ ἐπιλογή τῆς προσευχῆς τοῦ Ίησοῦ γιά νοερή μελέτη εἵναι ἡ καλύτερη, ἐπειδή τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἔχει θεία δύναμη. Ὅταν ἀσκοῦμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, σκεφτόμαστε τόν θάνατό μας, τό πέρασμά μας ἀπό τά φοβερά τελώνια, τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τόν τελικό μας προορισμό, τά αἰώνια βάσανα. Ὅλα αὐτά ἔρχονται στόν νοῦ μας χωρίς νά τό ἐπιδιώκουμε. Καί ἔρχονται τόσο ζωηρά, πού μᾶς κάνουν νά κλαῖμε ἀσταμάτητα, νά θρηνοῦμε πικρά γιά τόν ἑαυτό μας, νεκρό, θαρρεῖς, κιόλας, θαμμένο, δύσοσμο, πού προσδοκᾶ ν᾿ ἀναστηθεῖ, νά ζωοποιηθεῖ ἀπό τήν παντοδύναμη θεία Δόξα ( Βλ. Ἰω. 11:39, 43-44).

Ἡ ὠφέλεια ἀπό τή νοερή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι ἀνυπολόγιστη, ἀνέκφραστη, ἀσύλληπτη. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού γεύθηκαν αὐτή τήν ὠφέλεια, δέν μποροῦν νά τήν ἐξηγήσουν. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ὡς ἐντολή καί δωρεά τοῦ Θεοῦ, ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί τόν ἀνθρώπινο λόγο. Ἡ σύντομη προσευχή συγκεντρώνει τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπε κάποιος ἀπό τούς πατέρες, «ἄν δέν δεσμευθεῖ σέ κάποια σκέψη, δέν θά πάψει νά διασκορπίζεται ἀπό τόν μετεωρισμό» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΞΗ΄, 3).

Τή σύντομη προσευχή ὁ ἀγνωνιστής μπορεῖ νά τήν ἔχει κάθε στιγμή, σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε, σωματική ἰδιαίτερα, ἐνασχόληση. Ἀκόμα καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκολουθία ὅταν βρίσκεται, ὠφελεῖται ἄν ἀσκεῖ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Κι αὐτό ὄχι μόνο ὅταν ἕνα ἀνάγνωσμα εἵναι δυσνόητο, ἀλλά καί ὄταν εἵναι κατανοητό. Ἡ προσευχή φέρνει τήν προσοχή καί στήν ἀκρόαση τῶν ἀναγνωσμάτων. Καί ὅταν ριζώνει στήν ψυχή, γίνεται σάν φυσική στόν ἄνθρωπο.

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἵναι ἰσχυρό ὅπλο ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν. Πολλοί εἵναι οἱ ἱεροί συγγραφεῖς πού ἐπαναλαμβάνουν τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μαστίγωνε τούς ἐχθτούς· γιατί δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ πιό ἰσχυρό ὅπλο (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., Κ΄, 6).
Ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ ἀγωνιστής φτάνει στή συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του φτώχειας (Βλ. Ματθ. 5:3). Μαθαίνοντας νά ζητάει ἀδιάλειπτα τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καιρό χάνει κάθε ἐλπίδα καί κάθε πεποίθηση στόν ἑαυτό του. Κι ἄν κατορθώνει κάτι τό ὠφέλιμο, δέν τό θεωρεῖ δική του ἐπιτυχία ἀλλά τό ἀποδίδει στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο πάντοτε ἱκετεύει τόν Κύριο.

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή χειραγωγεῖ τόν ἀγωνιστή στή βέβαιη πίστη. Γιατί ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἀρχίζει σιγά-σιγά νά αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἴσθηση αὐτή ἀναπτύσσεται σταδιακά μέσα του καί ἐντείνεται τόσο, πού τά μάτια τοῦ νοῦ του βλέπουν τόν Θεό πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο τά μάτια τοῦ σώματός του βλέπουν τά ὑλικά ἀντικείμενα. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ πίστη του γίνεται ζωντανή καί ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα του. (Βλ. Ἰακ. 2:14-26).

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή διώχνει τήν πονηρία, γεννᾶ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, ὁδηγεῖ στήν ἁγία ἁπλότητα, ἀπαλλάσσει τόν νοῦ ἀπό τούς ποικιλόμορφους λογισμούς τῶν ὑπερήφανων ἐπιδιώξεων καί τόν γεμίζει μέ σκέψεις ταπεινές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἀδιάλειπτα, σιγά-σιγά παύει νά παρασύρεται ἀπό τήν ὀνειροπόληση, τόν περισπασμό καί τίς μάταιες μέριμνες· καί παύει τόσο περισσότερο, ὅσο πιό πολύ κυριαρχεῖ καί ριζώνει στήν ψυχή του ἡ ταπεινή μαθητεία στήν ἀδιάλειπτη προσευχή. 

Τέλος, ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα μπορεῖ νά φτάσει στήν κατάσταση τῆς παιδικῆς ἁπλότητας καί ἀθωότητας, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο (Βλ. Ματθ. 18:2-4), καί νά χάσει τήν κοσμική λογική του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀπαρνηθεῖ δηλαδή τήν ψευδώνυμη γνώση τοῦ κόσμου καί νά λάβει ἀπό τόν Θεό γνώση πνευματική. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ἀφανίζονται ἡ περιέργεια, οἱ φαντασιώσεις, οἱ ὑπόνοιες. Ὁ ἀδιάλειπτος προσευχόμενος σιγά-σιγά ἀρχίζει νά βλέπει καλούς ὅλους τούς ἀνθρώπους, κι ἔτσι νά τούς ἀγαπᾶ. Ὁ ἀδιάλειπτα προσευχόμενος εἵναι σταθερά ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, ἀναγνωρίζει τόν Κύριο ὡς Κύριό του, ἀποκτᾶ τόν φόβο τοῦ Κυρίου. Ὁ θεῖος φόβος μπαίνει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρότητα καί μέσ᾿ ἀπό τήν καθαρότητα περνᾶ στή θεία ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γεμίζει τόν ναό της μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
Ὁ ἀββάς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής λέει γιά τή νοερή μελέτη: «Ὁ συνετός πλούσιος κρύβει μέσα στό σπίτι τούς θησαυρούς του. Τούς θησαυρούς πού ἀφήνονται ἔξω τούς ἁρπάζουν οἱ κλέφτες καί τούς ἐπιβουλεύονται οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς. Ἔτσι καί ὁ μοναχός, ὁ ταπεινός καί ἐνάρετος, κρύβει τίς ἀρετές του, ὅπως ὁ πλούσιος τούς θησαυρούς του, καί δέν ἐκπληρώνει τήν ἐπιθυμία τῆς πεσμένης του φύσεως (γιά κενόδοξη αὐτοπροβολή). Κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του κάθε ὥρα καί ἀσκεῖται στή μυστική μελέτη, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ προφήτη στή Γραφή: "Φλογίστηκε ἐσωτερικά ἡ καρδιά μου, ἀπ᾿ τή μελέτη μου ἄναψε φωτιά μέσα μου" (Ψαλμ. 38:4). Γιά ποιά φωτιά μιλάει ἐδῶ ἡ Γραφή; Γιά τόν Θεό· "γιατί ὁ Θεός μας εἵναι φωτιά πού κατακαίει (Ἑβρ. 12:29). Μέ τή φωτιά λιώνει τό κερί καί κατακαίγονται οἱ βρωμερές ἀκαθαρσίες. Ἔτσι καί μέ τή μυστική μελέτη κατακαίγονται οἱ αἰσχροί λογισμοί, ξεριζώνονται ἀπό τήν ψυχή τά πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς, λαμπικάρεται ἡ σκέψη, ξεχύνεται στήν καρδιά ἡ χαρά.

» Ἡ μυστική μελέτη πληγώνει τούς δαίμονες καί ζωογονεῖ τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Τόν ὁπλισμένο μέ τή μυστική μελέτη τόν ἐνισχύει ὁ Θεός, τόν συντρέχουν οἱ ἄγγελοι, τόν τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ μυστική μελέτη κάνει τήν ψυχή σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο, στύλο ἀσάλευτο, καταφύγιο ἥσυχο. 
Αὐτή σώζει τήν ψυχή, αὐτή τήν προστατεύει ἀπό τούς κλονισμούς. Οἱ δαίμονες ταράζονται καί σωπαίνουν, ὅταν ὁ μοναχός ὁπλίζεται μέ τή μυστική μελέτη, ἡ ὁποία συνίσταται στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με", καί ἡ ὁποία ἀσκεῖται καλύτερα στή μόνωση.

« Ἡ μυστική μελέτη εἵναι καθρέφτης γιά τόν νοῦ καί λυχνάρι γιά τή συνείδηση. 
Ἡ μυστική μελέτη ξεραίνει τά σαρκικά πάθη, συγκρατεῖ τήν ὀργή, ἀφαιρεῖ τή λύπη, διώχνει τήν παρρησία, καταστρέφει τήν ἀθυμία, φωτίζει τόν νοῦ, ἀπομακρύνει τήν ὀκνηρία. 
Ἡ μυστική μελέτη σταθεροποιεῖ στήν ψυχή τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα. 
Ἡ μυστική μελέτη χαρίζει στόν μοναχό ἀληθινή ταπείνωση, εὐλαβική ἐγρήγορση, ἀπερίσπαστη προσευχή. 
Ἡ μυστική μελέτη διδάσκει τήν ὑπομονή, στηρίζει τήν ἐγκράτεια, θυμίζει τή γέεννα. 
Ἡ μυστική μελέτη διατηρεῖ τόν νοῦ ἀρέμβαστο καί τοῦ φέρνει τή μνήμη τοῦ θανάτου. 
Ἡ μυστική μελέτη εἵναι φορτωμένη μέ ὅλα τά καλά, στολισμένη μέ κάθε ἀρετή, ξένη πρός κάθε ρυπαρό ἔργο (Σ.τ.Μ.: Τό κείμενο δέν περιέχεται στούς γνωστούς ΚΘ΄ Λ όγους τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα). 

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει:«Ὅποιος μελετᾶ ἀδιάλειπτα τόν Θεό, διώχνει ἀπό τόν ἑαυτό του τούς δαίμονες καί ξεριζώνει τόν σπόρο τῆς κακίας τους. Ὅποιος προσέχει κάθε ὥρα τήν ψυχή του, ἔχει στήν καρδιά του εὐφροσύνη γιά τίς θεῖες ἀποκαλύψεις. Ὅποιος συγκεντρώνει τήν ὅραση τοῦ νοῦ του στόν ἑαυτό του, βλέπει μέσα του τήν αὐγή τοῦ Πνεύματος. Ὅποιος ἀποστράφηκε κάθε μετεωρισμό, βλέπει τόν Κύριο του μέσα στήν καρδιά του... 

» Ἄν εἵσαι καθαρός, νά, ὁ οὐρανός εἵναι μέσα σου, καί θά δεῖς στόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό τούς ἀγγέλους μέ τό φῶς τους, καθώς καί τόν Κύριο τους μαζί τους καί μέσα τους... Ὁ θησαυρός τοῦ ταπεινοῦ εἵναι μέσα του, κι αὐτός εἵναι ὁ Κύριος... Τά πάθη ξεριζώνονται καί διώχνονται μέ τήν ἀδιάλειπτη μελέτη τοῦ Θεοῦ· αὐτή εἵναι τό ξίφος πού τά θανατώνει...

» Ὅποιος θέλει νά δεῖ τόν Κύριο μέσα του, ἀγωνίζεται νά καθαρίσει τήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι, μέ τή λαμπρότητα τῶν ματιῶν τῆς διάνοιάς του, θά βλέπει κάθε στιγμή τόν Κύριο. Ὅ,τι συμβαίνει μέ τό ψάρι πού βγαίνει ἀπό τό νερό, αὐτό συμβαίνει καί μέ τό νοῦ πού βγαίνει ἀπό τήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ καί μετεωρίζεται στήν ἐνθύμηση τοῦ κόσμου...

»Φοβερός στούς δαίμονες καί ἀγαπητός στόν Θεό καί τούς ἀγγέλους Του εἵναι ἐκεῖνος πού νύχτα-μέρα μέ θερμό ζῆλο ἀναζητεῖ τόν Θεό στήν καρδιά του, ξεριζώνοντας ἀπ᾿ αὐτήν τίς προσβολές πού φυτρώνουν ἀπό τόν ἐχθρό (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΜΓ΄, 1, 2, 3, 4).

«Χωρίς τήν ἀδιάλειπτη προσευχή δέν μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει τόν Θεό» (Ὅ.π., ΙΓ΄, 2).

Ὁ ἀββάς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος γράφει: «Αὐτός ὁ στίχος πρέπει νά εἵναι ἡ διαρκής προσευχή μας.(Ἐννοεῖ τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου Ψαλμοῦ: Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον»). Πρέπει νά τόν χρησιμοποιοῦμε καί μέσα στήν ἀντιξοότητα, γιά ν᾿ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά καί στήν εὐημερία, γιά νά τή διατηρήσουμε καί γιά νά προφυλαχθοῦμε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ναί, αὐτή ἄς εἴναι παντοῦ καί πάντοτε ἡ διαρκής ἐνασχόληση τῆς καρδιᾶς σας. Μή σταματᾶτε νά ἐπαναλαμβάνετε αὐτή τήν προσευχή στήν ἐργασία, στίς ἀκολουθίες καί στά ταξίδια. Ὅταν τρῶτε ἤ ὅταν κοιμάστε, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς νά τήν ἀσκεῖτε ἀδιάκοπα. Θά γίνει γιά σᾶς πρόγευση τῆς σωτηρίας. Αὐτή ὄχι μόνον θά σᾶς φυλάει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί θά σᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε πάθος καί κάθε γήινη ἀκαθαρσία. Αὐτή θά σᾶς ἀνυψώνει μέχρι τή θεωρία τῶν οὐρανίων καί ἀθεάτων, μέχρι τήν ἀνείπωτη θέρμη τῆς προσευχῆς πού ἐλάχιστοι νιώθουν. Ὅταν ὁ ὕπνος βαραίνει τά μάτια σας ἀπό τή συνεχή ἐπανάληψη τῶν λόγων αὐτῶν, προσπαθῆστε νά μήν τή διακόπτετε. Κρατῆστε την ἀκόμα καί τήν ὥρα τοῦ ὕπνου. Αὐτή ἄς εἵναι τό πρῶτο πράγμα πού θά ἔρχεται στόν νοῦ σας, ὅταν ξυπνᾶτε. Ψελλίστε την μόλις σηκωθεῖτε ἀπό τό κρεβάτι. Γονατίστε πρίν ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο καί ἀπευθυνθεῖτε στόν Θεό μ᾿ αὐτή τήν προσευχή. Αὐτή ἄς σᾶς συνοδεύει στή συνέχεια τῆς ἡμέρας σ᾿ ὅλες σας τίς δραστηριότητες, χωρίς νά σᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Νά τή μελετᾶτε, ὅπως λέει καί ὁ προφήτης Μυσῆς, «ὅταν κάθεστε στό σπίτι σας καί ὅταν βαδίζετε στόν δρόμο, ὅταν ξαπλώνετε γιά ὕπνο καί ὅταν σηκώνεστε" (Πρβλ. Δευτ. 6:7). Νά τή χαράξετε στά χείλη σας, στούς τοίχους τοῦ κελιοῦ σας καί στό ἱερό τῆς καρδιᾶς σας. Αὐτά τά λόγια νά γίνουν ἕνα μέ τήν ἀναπνοή σας. Τήν προσευχή αὐτή νά ἀπευθύνετε στόν Θεό μόνιμα, τόσο κατά τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου ὅσο καί μετά τήν πρωινή ἀκολουθία, ὅταν ἑτοιμάζεστε νά ξεκινήσετε τόν συνήθη ρυθμό τῆς καθημερινότητας» (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, ὅ.π.).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει:«Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, μήν παραβεῖτε καί μήν καταφρονήσετε ποτέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς... Ὁ μοναχός ὀφείλει, εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε ἐκτελεῖ διακόνημα εἴτε βαδίζει στόν δρόμο εἴτε κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο, νά κράζει ἀκατάπαυστα τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με"... Ἔτσι, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καταβαίνοντας στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσει τόν δράκοντα, πού ἔχει τήν κατοχή τῆς καρδιᾶς, καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή. Νά ἐπιμένεις, λοιπόν, ἀδιάκοπα στήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά, καί νά γίνουν τά δύο ἕνα» (Βλ. Ὁσίων Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών..., κα΄). 

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Φιλήμονα: «Τί εἵναι, πάτερ, ἡ κρυφή μελέτη;». Καί ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Πήγαινε, ἔχε νήψη στήν καρδιά σου καί λέγε προσεκτικά μέσα στόν νοῦ σου μέ φόβο καί τρόμο:"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". (Περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος...).

Γιατί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἤ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται μελέτη; Ἐπειδή οἱ ἀγωνιστές, στήν πνευματική ἐργασία τῶν ὁποίων κατέβηκε ἡ δροσιά τῆς θείας χάριτος, μέ τήν ἐπανάληψη τῆς σύντομης προσευχῆς ἀπέκτησαν βαθιά καί ἀνεξάντλητη πνευματική ἀντίληψη. Αὐτή ἡ ἀντίληψη, μέ τήν πνευματική της πρωτοτυπία, ἑλκύει καί αὐξάνει διαρκῶς τήν προσοχή τους. Ἔτσι, ἡ σύντομη φράση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ γίνεται γι᾿ αὐτούς εὐρύτατη ἐπιστήμη, ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, καί ἡ ἐνασχόληση μ᾿ αὐτήν ἀποτελεῖ κυριολεκτικά μελέτη. 

Τέτοιες ἥταν οἱ νουθεσίες τῶν ἁγίων πατέρων, τέτοια ἥταν ἡ ἐργασία τους. Ὄχι μόνο ὅλα τους τά ἔργα καί ὅλα τους τά λόγια, ἀλλά καί ὅλες τους οἱ σκέψεις εἵχαν ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἔδωσε πλούσια τά χαρίσματά Του.

Ἐμεῖς, ἀπεναντίας, ἀδιαφοροῦμε γιά τά ἔργα μας. Δέν ἐνεργοῦμε ἔτσι ὅπως μᾶς προτρέπουν οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅπως μᾶς ἔρθει, παρασυρμένοι ἀπό τό πρῶτο αἴσθημα πού θά γεννηθεῖ στήν καρδιά μας ἤ τήν πρώτη σκέψη πού θά ἐμφανιστεῖ στόν νοῦ μας. Γιά τά λόγια μας, πάλι, ἀδιαφοροῦμε περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιά τά ἔργα μας. Ὅσο γιά τούς λογισμούς, σ᾿ αὐτούς δέν δίνουμε καμιά σημασία. Καί ὅμως, ἀναρίθμητοι εἵναι οἱ λογισμοί μας καί ὅλοι προσφέρονται ἀπό μᾶς θυσία στή ματαιότητα. Ὁ δικός μας νοῦς, σέ ἀντίθεση μέ τόν νοῦ τόν ἀσφαλισμένο μέ τή μελέτη τοῦ Θεοῦ, (Βλ. πιό πάνω τή διδαχή τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα, ὅπου ἡ ἀσφαλισμένη μέ τή μυστική μελέτη ψυχή παρομοιάζεται μέ σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο), μοιάζει μέ τετράπορτο ναΐσκο δίχως φύλακα, ναΐσκο πού ἀπό τίς ὀρθάνοιχτες πόρτες του μπορεῖ ἐλεύθερα νά μπαινοβγαίνει ὁ καθένας, βάζοντας καί βγάζοντας ὅ,τι θέλει. 

Ἀδελφοί μου! .Ας σταματήσουμε νά ζοῦμε ἔτσι ἀπρόσεκτα καί ἄκαρπα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀγώνα τους νά συγκατοῦν ἀδιάλειπτα στόν νοῦ τους τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Νέε μου! Σπεῖρε μέ ἐπιμέλεια στήν ψυχή σου τούς σπόρους τῶν ἀρετῶν. Μέ ὑπομονή καί μέ ἄσκηση βίας πάνω στόν ἑαυτό σου, ἐξοικειώσου μέ ὅλους τούς εὐσεβεῖς κόπους καί ἀγῶνες. Ἀσκήσου, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, καί στή διατήρηση τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Κλεῖσε στόν νοῦ σου τήν ἁγία αὐτή μελέτη. Κι ἄν δεῖς ὅτι ὁ νοῦς διαρκῶς ξεγλιστρᾶ σέ ἄλλες καί μάταιες σκέψεις, μήν πέσεις σέ ἀθυμία. Συνέχισε μέ σταθερότητα τόν ἀγώνα. «Πάλευε νά ἐπαναφέρεις», λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὅ. π., ΚΗ΄, 16-17), «ἤ μᾶλλον νά κλείνεις τή σκέψη σου μέσα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Κι ἄν αὐτή, λόγω τῆς νηπιακῆς σου πνευματικῆς καταστάσεως, ἀτονεῖ καί ξεφεύγει, συμμάζευέ την πάλι. Γιατί ἰδίωμα τοῦ νοῦ εἵναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ εἵναι ἡ δυνατότητα νά τά σταθεροποιεῖ ὅλα. Ἄν ἀγωνίζεσαι ἀκατάπαυστα, θά ἔρθει καί σ᾿ ἐσένα Ἐκεῖνος πού βάζει ὅρια στή θάλασσα τοῦ νοῦ, καί θά τῆς πεῖ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς σου: " Ὥς ἐδῶ θά ἔρθεις· πιό πέρα δέν θά πᾶς! ( Ἰωβ. 38;11).

Ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ ἴσως μέ τήν πρώτη σκέψη νά θεωρηθεῖ ἐργασία παράξενη, μονότονη, καταθλιπτική. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, εἵναι μιά ἐργασία πού δίνει ἀνυπολόγιστους πνευματικούς καρπούς, μιά ἐργασία πού ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη ἐκκλησιαστική παράδοση, θεϊκή σύσταση, πνευματικό θησαυρό, παραγγελία τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων μά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖς νά διανοηθεῖς πόσα πνευματικά πλούτη θά κληρονομήσεις κάποτε, ἄν ἀποκτήσεις τή συνήθεια τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ ἀρχαρίου δέν μποροῦν νά συλλάβουν «ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. 2:9), ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή ἀλλά καί σέ τούτη (Βλ. Μάρκ. 10:30), ὅπου μποροῦμε νά πάρουμε μιά γεύση τῆς μελοντικῆς μακαριότητας.
«Προκειμένου νά σταθεῖς μπροστά στόν Θεό γιά νά Τόν ἱκετέψεις», λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὄ. π., ΚΗ΄, 35), «νά προετοιμάζεσαι μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή, καί ἔτσι σύντομα θά προκόψεις». Μέ τόν καιρό ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ θά κυριεψει ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί θά σέ κάνει σάν μεθυσμένο, ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει, ἤ μᾶλλον ἔναν ἄνθρωπο πού ἀνήκει στόν κόσμο ὡς πρός τό σῶμα ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει ὡς πρός τόν νοῦ καί τήν καρδια.Ὁποιος μεθᾶ μέ τό αἰσθητό κρασί, ξεχνᾶ τόν ἑαυτό του, ξεχνᾶ τά βάσανά του, ξεχνᾶ τήν τάξη του καί τήν κληρονομιά του. Ὅποιος μεθᾶ μέ τό νοητό κρασί τῆς μελέτης τοῦ Θεοῦ, γίνεται ψυχρός, ἀναίσθητος ἀπέναντι στίς γήινες ἐπιθυμίες, τή γήινη δόξα, ὅλα τά γήινα ἀγαθά. Ἡσκέψη του βρίσκεται διαρκῶς στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τή μελέτη ἐνεργεῖ στόν νοῦ καί τήν καρδιά σάν ἱερή εὐωδία, «ἀρωμα πού προέρχεται ἀπό τή ζωή καί δίνει ζωή» (Β΄Κορ. 2:16) Ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ νεκρώνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί τά πάθη καί γεννᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, πρός καθετί τό πνευματικό καί ἅγιο, πρός τή μακάρια αἰωνιότητα.
«Θεέ μου!», ἀνακράζει ὁ μεθυσμένος ἀπό τή μελέτη τοῦ Θεοῦ (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ. π, ΚΗ΄, 28). "Τί ἄλλο ὑπάρχει γιά μένα στόν οὐρανό ἐκτός ἀπό Σένα;". Τίποτα! "Καί τί ἄλλο θά ἐπιθυμοῦσα στή γῆ ἐκτός ἀπό Σένα;" (Ψαλμ. 72:25). Τίποτ᾿ ἄλλο, παρά μόνο νά εἵμαι ἀπερίσπαστα προσκολλημένος σ᾿ Ἐσένα μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Μερικοί ἐπιθυμοῦν πλοῦτο, ἄλλοι δόξα καί ἄλλοι κάτι ἄλλο ἀπό τά ἐγκόσμια. "Ἐγώ, ὅμως, ἕνα μόνο πράγμα ἐπιθυμῶ: νά εἵμαι προσκολλημένος στόν Θεό καί νά στηρίζω σ᾿ Αὐτόν τήν ἐλπίδα τῆς ἀπάθειας μου" (Πρβλ. Ψαλμ. 72:28).

Οἱ λέξεις τῆς θείας μελέτης στήν ἀρχή πρέπει νά προφέρονται μέ τή γλώσσα, μέ φωνή ἤρεμη, μέ προσοχή μεγάλη, χωρίς βιασύνη. Ἡ σκέψη, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πού ἀναφέραμε πιό πάνω, πρέπει νά κλείνεται μέσα στά λόγια τῆς μελέτης. Σιγά-σιγά ἡ προφορική μελέτη-προσευχή θά ἐξελιχθεῖ σέ νοερά καί στή συνέχεια σέ καρδιακή. Ἀλλά γιά τήν ἐξέλιξη αὐτή θά χρειαστοῦν πολλά χρόνια. Δέν πρέπει νά τή ζητᾶμε πρόωρα. Ἄς συντελεστεῖ ἀπό μόνη της ἤ, πιό σωστά, ἄς πραγματοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό στόν χρόνο πού πρέπει, ὅταν ἡ πνευματική ἡλικία καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἀγωνιστῆ θά τό ἐπιτρέπουν.
Ὁ ταπεινός ἀγωνιστής ἱκανοποιεῖται μέ τό ὅτι ἀξιώνεται νά ἔχει τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἤδη τό θεωρεῖ μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Πλάστη πρός τό φτωχό καί ἀδύναμο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θείας χάριτος καί δέν ζητάει νά φανερωθοῦν μέσα του οἱ ἐνέργειες της. Γιατί γνωρίζει ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων πώς ἡ ἐπιζήτηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς χάριτος πηγάζει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται κάθε πλάνη καί κάθε πτώση. Καί εἵναι πλάνη τό νά ζητάει κανείς ἐπίμονα νά γευθεῖ τίς ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος, ἐπειδή ἡ ἐμφάνιση τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν στήν ψυχή ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τόν Θεό (Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 38).

Ὁ ἀληθινός ἀγωνιστής δέν ἐπιδιώκει τίποτ᾿ ἄλλο παρά νά διαπιστώσει ὅλη τήν ἁμαρτωλότητα πού κλείνει μέσα του καί ν᾿ ἀποκτήσει τό πένθος γι᾿ αὐτήν. Τόν ἑαυτό του τόν παραδίνει στή θέληση τοῦ πανάγαθου καί πολυεύσπλαχνου Θεοῦ, πού γνωρίζει ποιόν ὠφελεῖ ἡ δωρεά τῆς χάριτος Του καί ποιόν ἡ ἀναβολή της. Πολλοί, παίρνοντας τή χάρη, ἔπεσαν στήν καταφρόνηση, τήν αὐτοπεποίθηση καί τήν ὑψηλοφροσύνη. Ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ὠφελήθηκαν ἀπό τή χάρη πού ἔλαβαν, ἀλλά καί κατακρίθηκαν βαριά.

Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού ἡ καρδιά του τόν νουθετεῖ νά κάνει κάθε ἄσκηση μέ ἀπόλυτη ἀνιδιοτέλεια. 
Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού δέν πεινᾶ καί δέν διψᾶ παρά γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό μέ πίστη, ἁπλότητα καί αὐταπάρνηση παραδίνει τόν ἑαυτό του στήν ἐξουσία καί τήν πρόνοια τοῦ σπλαχνικοῦ Κυρίου μας, «ὁ ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν καλά τήν ἀλήθεια» (Α΄ Τιμ. 2:4). 
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. 
Ἀμήν.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ», Τόμος γ΄
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ



Η Ζωή για τον καθένα αρχίζει, όταν γίνει ελεύθερος.



Η Ζωή για τον καθένα, ξεκινά όταν νιώσει ελεύθερος... όταν γίνει ελεύθερος, όταν είναι ελεύθερος.
Η Ελευθερία στον άνθρωπο δόθηκε ελεύθερα από τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος. Ελεύθερος από κάθε τι που θα τον εμποδίσει να γνωρίσει και να ενωθεί με τον Δημιουργό Του. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν έγκειται απλά στο θέμα της «επιλογής» ανάμεσα στο κακό και το καλό. Η ελευθερία του ανθρώπου πρέπει να εμποτίζει την ζωή του με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμα και οι έννοιες του καλού και του κακού να μην αντικατοπτρίζουν οριοθετημένους ορισμούς επιλογών.
Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι τελικά ο σκλάβος του Θείου Έρωτος, ο Άγιος. Και μόνο έτσι μπορεί να βιωθεί στην τελεία της μορφή η ελευθερία. Μία ελευθερία που χαρακτήριζε την χαρισματική ζωή των δια Χριστόν σαλών, μία ελευθερία που επισκίαζε κάθε ηθικιστική θεώρηση της ζωής. Μία ελευθερία που έσβηνε τα «πρέπει» των ανθρώπων και στην θέση τους έβαζε το «όστις θέλει…».
Το βίωμα του Θεού κάνει πέρα τις βιτρίνες της «έξωθεν καλής μαρτυρίας», διότι ο άνθρωπος του Θεού δεν έχει ανάγκη από την «άποψη» των ανθρώπων για την ζωή του, δεν έχει ανάγκη ούτε από επαίνους, ούτε από ύβρεις, έχει βρει τον Θεό και έχει αναπαυτεί, έχει ειρηνεύσει. Ο άνθρωπος του Θεού, ο Άγιος, ζει και κινείται ήδη από αυτήν την ζωή μέσα στην Βασιλεία Του, και γι’ αυτό κινείται ελεύθερα, απαθώς, σιωπηλά, με το ήθος των νεκρών.
Όταν στην ζωή μας, θα ανθίσει η πραγματική ελευθερία, τότε θα καταλάβουμε γιατί οι άγιοι δεν μένανε στους τύπους και τα σχήματα, τότε θα καταλάβουμε γιατί ο Χριστός πολέμησε τόσο πολύ τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.
Ίσως τότε θα καταλάβουμε γιατί μας αγαπά, γιατί μας συγχωρεί, γιατί μας δέχεται χωρίς να περιμένει τίποτα από εμάς…διότι Του αρκεί έστω ένα: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶἄξιος κληθῆναι υἱός σου…». 
Βρίσκοντας την ελευθερία του ο άνθρωπος, βρίσκει το "κατ'εικόνα" του και έτσι αρχίζει πλέον να προρεύεται προς το "καθ' ομοίωσιν".
Ο ελεύθερος άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος του Θεού, ο άνθρωπος που άγγιξε κατά χάριν την θεανθρωπία, ο άνθρωπος εκείνος που ζει ελεύθερα χωρίς να ενοχλεί, αλλά μόνο να αγιάζεται και να αγιάζει…

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος


Οικοδομώντας τόν Ναό τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας.




Τήν Δευτέρα 15 Απριλίου ο π. Ζαχαρίας, επισκεπτόμενος τήν Ναύπακτο καί τήν Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς τής οποίας είναι ο Πνευματικός, ομίλησε στήν Σύναξη τής Δευτέρας, αντί τού Σεβασμιωτάτου, ο οποίος απουσίαζε στήν Κρήτη. Τό κείμενο τής ενδιαφέρουσας ομιλίας τού π. Ζαχαρία δημοσιεύουμε κατωτέρω.

Ακόμη καί όταν βρισκόμαστε γιά πολλά χρόνια «επί τής οδού», καί πάλι δέν πρέπει νά χαλαρώσουμε. Οι Πατέρες συνήθιζαν νά λένε ότι κάθε μέρα πρέπει νά βάζουμε μιά καινούργια αρχή καί νά ζητάμε από τόν Θεό βοήθεια γιά νά κάνουμε αυτήν τήν καινούργια αρχή. Όταν έχουμε μιά τέτοια στάση καί προσευχόμαστε γιά νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν αρχή τής σωτηρίας. Εάν κάθε μέρα ζητάμε από τόν Θεό νά μάς βοηθήση νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή καί εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν οδό πρός τήν σωτηρία. Έτσι, «ηρξαίμην ποτέ τή ευδοκία Σου».
Είναι πολύ σημαντικό νά εξετάζουμε τούς εαυτούς μας γιά νά δούμε κατά πόσον ίσως έχουμε χαλαρώσει, κατά πόσον έχουμε πέσει σέ αμέλεια. Δέν αρκεί τό νά απέχουμε από τό κακό, πρέπει νά εργαζόμαστε καί τό αγαθό. Δέν αρκεί τό νά έχουμε μιά ψυχολογική ειρήνη, πρέπει νά αποκτήσουμε τήν πνευματική ειρήνη πού προέρχεται από τό «περισσόν» τής παρακλήσεως πού μάς δίνει ο Θεός. Ακούμε στήν Παραβολή τών Ταλάντων νά κατακρίνεται ο οκνηρός δούλος, όχι επειδή έκανε κάτι κακό -μάλιστα είχε φυλάξει καί τό τάλαντο πού τού είχε δώσει ο κύριός του -, αλλά καταδικάζεται επειδή δέν τό πολλαπλασίασε, δέν εργάστηκε μέ αυτό, δέν έδειξε ζήλο. Τό νά έχουμε ζήλο είναι πολύ σημαντικό.
Βρισκόμαστε όλοι «επί τής οδού» καί δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός ονομάζεται «η Οδός». Διαβάζουμε ότι ο Απ. Παύλος πήγαινε στήν Αντιόχεια γιά νά συλλάβη όλους εκείνους πού ήταν «επί τής οδού», «όπως εάν τινας εύρη τής οδού όντας» (Πρ. θ’ 2), τής οδού τού Ιησού, τής οδού τού νέου Προφήτη πού αποκαλούσε τόν Εαυτό του Μεσσία, Υιό τού Θεού. Βεβαίως, ο ίδιος ο Κύριος είπε «εγώ ειμι η οδός» (Ιω. ιδ’, 6) καί είναι σημαντικό νά γνωρίζουμε τήν δική Του οδό. Γνωρίζουμε ότι τό «σημείο» τής οδού τού Κυρίου είναι η ταπείνωση, επειδή η οδός Του είναι οδός καταβάσεως από τόν ουρανό μέχρις εμάς τούς ανθρώπους καί ακόμη περισσότερο μέχρι τά κατώτατα μέρη τής γής. Επομένως, καί εμείς γινόμαστε όμοιοι μέ τόν Κύριο, μόνον όταν ταπεινώσουμε τούς εαυτούς μας καί όχι όταν έχουμε υπερηφάνεια.
Όλοι οι λόγοι πού εκπορεύονται από τό στόμα τού Κυρίου είναι λόγοι ταπεινώσεως καί τόν λόγο πού δεχόμαστε από Εκείνον, όταν τόν εφαρμόσουμε στήν ζωή μας, κατεργάζεται μέσα μας πνεύμα ταπεινώσεως καί προετοιμάζει τήν καρδιά γιά νά μπορέση νά δεχθή τό έλεός Του, όπως Εκείνος είπε: «έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’, 13), δηλαδή, «δέν θέλω εξωτερικές λατρευτικές πράξεις ευσεβισμού, θέλω η καρδιά σας νά μπορή νά ανοίξη γιά νά δεχθή τό έλεός μου».

Ο Κύριος ήλθε γιά τούς αδυνάτους καί τούς ασθενείς καί όχι γιά όσους είναι αυτάρκεις καί ικανοποιημένοι μέ τούς εαυτούς τους. Μέ άλλα λόγια, γιά νά πορευθούμε τήν οδό τού Κυρίου πρέπει νά έχουμε πνευματικό ζήλο. Ο πνευματικός ζήλος είναι κάτι πολύ παράδοξο, όπως καί όλα όσα έχουν νά κάνουν μέ τον Θεό μας είναι παράδοξα, καί τό Ευαγγέλιό Του είναι ένα παράδοξο Ευαγγέλιο, μέ τήν έννοια ότι δέν είναι κατά άνθρωπον, είναι από έναν άλλον κόσμο.Ο Απ. Παύλος λέει ότι τό Ευαγγέλιον τού Κυρίου δέν είναι κατά άνθρωπον «τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12).
Έτσι, λοιπόν, τά λόγια τού Κυρίου μάς βάζουν μέσα στήν δική Του οδό. Είναι πολύ σημαντικό νά μπούμε καί πάλι στήν δική Του οδό, όσο μακριά καί άν βρισκόμαστε, αρκεί νά βρεθούμε καί πάλι μέσα στήν οδό τού Κυρίου, επειδή Εκείνος είναι η οδός καί Εκείνος θά γίνη καί ο δικός μας συνοδοιπόρος. Στήν παραβολή τών ταλάντων είδαμε ότι εκείνος πού δέχθηκε πέντε τάλαντα εργάσθηκε καί «εποίησεν» άλλα πέντε καί εκείνος πού έλαβε δύο εργάσθηκε καί κέρδισε καί άλλα δύο. Καί στούς δύο δόθηκε ο ίδιος έπαινος, η ίδια ανταμοιβή, επειδή εκείνο πού έχει σημασία είναι νά αυξηθούμε μέσα στήν οδό τού Κυρίου καί έτσι νά εισέλθουμε στήν αιώνια αύξησή μας εν τώ Θεώ. Στήν πρός Κολοσσαείς επιστολή του ο Απ. Παύλος μιλάει γιά τήν αιώνια αύξηση «τήν αύξησιν τού Θεού» (Κολ. β’ 19).
Πρέπει νά εξασκηθούμε σέ αυτήν τήν οδό καί ο ίδιος ο Κύριος μάς καθοδηγεί λέγοντάς μας: « Δεύτε πρός με καί μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια’, 28-29). Δέν είπε: «Δεύτε πρός με, ότι παντοδύναμος καί πάνσοφος ειμί», αλλά «ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία». Αυτοί είναι οι δύο απαραίτητοι όροι, νά είμαστε πράοι καί ταπεινοί τή καρδία, γιά νά μπορέσουμε νά νεκρώσουμε τόν εγωϊσμό μας, νά νεκρώσουμε τόν παλαιό εαυτό μας πού «απ’ αρχής» εξεγείρεται εναντίον τού Θεού. Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθούμε από τόν Κύριο ταπείνωση καί πραότητα.
Καί οι νόμοι πού μάς κατευθύνουν σέ αυτήν τήν οδό τού Κυρίου είναι οι Μακαρισμοί. 
Οι Μακαρισμοί είναι η περίληψη ολοκλήρου τού Ευαγγελίου καί απαρτίζουν τήν νομοθεσία πού μάς κατευθύνει στήν οδό. Ακόμη καί όταν μελετούμε ανώτερα Μαθηματικά, πρέπει νά θυμόμαστε καί τήν απλή αριθμητική, ότι ένα καί ένα κάνουν δύο. Μέ τόν ίδιο τρόπο καί η βάση τής νομοθεσίας τού Ευαγγελίου είναι η πνευματική πτωχεία «Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία τών ουρανών» (Ματθ. ε’, 3). Πάνω απ? όλα πρέπει νά έχουμε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς μας, τής πτωχείας μας, τής αχρειότητάς μας, γιατί τότε μπορεί νά ποθήσουμε νά βγούμε πάνω από όλα αυτά. Εκτός τού ότι είναι ο πρώτος Μακαρισμός, αποτελεί καί τό θεμέλιο τής ζωής μας, πού είναι ταπείνωση καί αυταπάρνηση, δηλαδή, τό νά αποδεχτούμε τήν μηδαμινότητά μας, τήν αμαρτωλότητά μας, τήν αχρειότητά μας, πού είναι μία πραγματικότητα καί νά τά ξεπεράσουμε.
Αυτά είναι τα θεμέλια τού ναού τού Θεού μέσα μας. Βεβαίως, όταν έχουμε τέτοια στερεά θεμέλια, τότε αρχίζουμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτά καί αμέσως ακολουθεί ο δεύτερος Μακαρισμός, ο δεύτερος νόμος πού διέπει τήν οδό τού Θεού, πού λέει «Μακάριοι οι πενθούντες, (οι κλαίοντες λέει ο Λουκάς) ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4). Βέβαια, εκείνοι πού έθεσαν τά σωστά θεμέλια καί στέκουν ενώπιον τού Θεού μεμφόμενοι τούς εαυτούς τους ως αχρείους καί αναξίους εξαιτίας τής αθλιότητάς τους, σίγουρα θά χύνουν δάκρυα, σίγουρα θά θρηνούν τόν νεκρό πού φέρουν μέσα τους, ο οποίος νεκρός είναι η καρδιά μας πού στερείται τής αισθήσεως τού Θεού. Φέρουμε μέσα μας ένα πτώμα. Εάν δέν ζωοποιηθή η καρδιά μας μέ τήν αίσθηση τού Θεού, νομίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί -έχουμε μία αντλία μέσα μας πού στέλνει αίμα, αλλά, όμως, εκείνο πού πραγματικά φέρουμε μέσα μας είναι ένα πτώμα. Η καρδιά μας είναι ζωντανή, μόνον όταν έχουμε τήν «ειρήνην τήν πάντα νούν υπερέχουσαν» (Βλ. Φιλιπ.δ’, 7), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, καί τήν γλυκύτητα τής θείας παρακλήσεως.
Αρχίσαμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτό τό μονοπάτι, «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Καί άν δέν παρηγορηθούμε σέ αυτήν τήν ζωή, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε πρόοδο, δέν θά μπορέσουμε νά δράμουμε τήν οδό τών εντολών Του, επειδή είναι η δική Του παρηγοριά πού μάς ενδυναμώνει γιά νά δράμουμε τήν οδόν Του.
«Ευλογητός ο Θεός καί Πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο πατήρ τών οικτιρμών καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τή θλίψει ημών, εις τό δύνασθαι ημάς παρακαλείν τούς εν πάση θλίψει διά τής παρακλήσεως ής παρακαλούμεθα αυτοί υπό τού Θεού» (Β’Κορ. α’, 3)
Η παρηγοριά πού μάς δίδεται είναι κατά τό μέτρο τών θλίψεων πού βαστάζουμε (Βλ. Β’ Κορ. α’, 5). Μέσα σέ πέντε στίχους ο Απόστολος χρησιμοποιεί δέκα φορές τή λέξη παράκληση ή παρηγοριά. Καί είναι απολύτως απαραίτητο γιά εμάς νά έχουμε αυτήν τήν παρηγοριά, γιά νά μπορέσουμε νά σταθούμε στήν μοναχική ζωή έναντι τών επιθέσεων τού εχθρού, καί γιά νά έχουμε έμπνευση νά δράμουμε τήν οδόν χαίροντες. Δέν υπάρχει καμία χαρά στή ζωή μας, εάν δέν μπορούμε νά τρέξουμε τήν οδό μέ προθυμία.
Ο λόγος πού τά λέω όλα αυτά είναι γιά νά δείξω ότι μέ τήν εφαρμογή τών Μακαρισμών η ταπείνωση πού εμπεριέχεται μέσα τους μεταδίδεται καί σέ εμάς. Καί συνεχίζει, «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κατακληρονομήσουσι τήν γήν» (Ματθ. ε’, 5). Πραότητα είναι, όπως συνήθιζε νά λέη ο Γέροντας, αυτό πού εκφράζει στήν Κλίμακα ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, τό νά παραμένη ασάλευτος ο άνθρωπος είτε τόν προσβάλουν είτε τόν επαινούν. Καί τά δύο είναι δύσκολα. Εάν καί στίς δύο περιπτώσεις παραμένουμε οι ίδιοι, αυτό είναι πραότητα. Αυτοί, λοιπόν, πού είναι πραείς καί έχουν πάντοτε ειρήνη, θά κληρονομήσουν τήν γή, θά κατέχουν, δηλαδή, τήν καρδιά τους. Ο Γέροντας συχνά χρησιμοποιεί τόν όρο γή, όταν αναφέρεται στήν καρδιά : «Γενηθήτω τό θέλημά σου, ως εν ουρανώ καί επί τής γής» (Ματθ. στ’ 10), δηλαδή, «μακάρι νά κυριαρχήση στήν καρδιά μας τό θέλημά Σου, όπως βασιλεύει καί στόν ουρανό».
Όταν είμαστε πράοι, μπορούμε νά κληρονομήσουμε τήν γή. Στήν αρχαιότητα η γή ήταν η Χαναάν, η Παλαιστίνη, τήν οποία ο Κύριος υποσχέθηκε στούς Εβραίους τόν καιρό τής αιχμαλωσίας. Η γή όμως τήν οποία ο Κύριος τώρα μάς υπόσχεται είναι η «καινή γή», η «καινή κτίσις» καί αυτή η «καινή κτίσις» μάς αποκαλύπτεται, όταν ακολουθούμε τούς Μακαρισμούς τού Κυρίου.
«Μακάριοι οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. ε’ 6) Εδώ χρονίζοντες στήν μέση τών Μακαρισμών, ο Κύριος αναμοχλεύει τόν ζήλο μας, λέγοντας ότι η πείνα καί η δίψα μας δέν πρέπει ποτέ νά ελαττωθούν, αλλιώς δέν είμαστε γιά Εκείνον. Έχουμε ανάγκη από ζήλο. Ο Κύριος μάς αποκάλυψε τήν οδόν Του καί μάς αποκάλυψε καί τον δικό Του ζήλο. Καί ο ζήλος Του ήταν νά εξαγνίση τόν Οίκο τού Θεού, δηλαδή νά «κτίση καρδιές καθαρές» (Πρβλ. Ψαλ. ν’ 12) πού γνωρίζουν τόν Κύριο, πού δέν έχουν ανάγκη νά τούς διδάξουν οι άλλοι «Ου μή διδάξωσιν έκαστος τόν πολίτην αυτού καί έκαστος τόν αδελφόν αυτού, λέγων, γνώθι τόν Κύριον» (Εβρ. η’ 11), αλλά καρδιές πού ήδη γνωρίζουν τόν Κύριο. Η οδός τού Κυρίου είναι γεμάτη από τόν ζήλο Του γιά τόν ναό τού Θεού. Καί ο ζήλος Του ήταν τέτοιος, πού τελικά Τόν κατέφαγε καί ο Κύριος τό θεωρούσε αυτό ως τό βάπτισμα μέσα από τό οποίο επρόκειτο νά περάση γιά χάρη τών ανθρώπων. Αυτός ο ζήλος τού Κυρίου εκφράστηκε ακόμη καί μέ εξωτερικό τρόπο, όταν καθάρισε τόν Ναό καί προκάλεσε τήν οργή τών εχθρών Του καί όλη η οργή καί η κακία τών εχθρών Του έπεσε πάνω Του. Ο ζήλος τού Κυρίου νά οικοδομήση, νά χτίση τόν ναό Του μέσα μας ήταν τόσο μεγάλος, πού τελικά τόν κατέφαγε μέχρι τέλους.
Πρέπει καί εμείς νά έχουμε αυτόν τόν ζήλο γιά τόν ναό τού Θεού μέσα μας. Πρέπει πάντοτε νά διαφυλάττουμε αυτόν τόν ναό - καί ο τρόπος γιά νά κάνουμε αυτό είναι μέσα από τήν νήψη, όπως είπαμε, ώστε κανένας αλλότριος λογισμός νά μήν μπορή νά κυριαρχήση εκεί καί νά αιχμαλωτίση τήν καρδιά. Δέν φτάνει, όμως, νά μήν έχουμε κακούς λογισμούς, αλλά πρέπει καί νά εργαζόμαστε λίγο - λίγο, μέρα μέ τή μέρα, ώστε νά συσσωρευθή στήν καρδιά μας η αίσθηση τού Θεού, όλη η παρηγοριά τού Θεού ή ο εξαγνισμός τού ναού τού Κυρίου. Μέρα μέ τή μέρα «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’Κορ. ζ’ 1). Εάν έχουμε αυτόν τόν ζήλο, τότε παραμένουμε στήν οδό τού Κυρίου. Εάν έχουμε ταπείνωση καί ζήλο, τότε όλες οι δυνάμεις τής ψυχής μας κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί τότε χτίζουμε τόν ναό τού Κυρίου μέσα μας.
Ακόμη καί αυτό όμως δέν είναι αρκετό. Πρέπει νά φροντίσουμε τό ναό τού Θεού πού υπάρχει μέσα στούς άδελφούς μας καί νά κάνουμε ό,τι μάς είναι δυνατόν γιά νά προστατέψουμε τό ναό αυτόν μέσα τους, νά μήν προσβάλουμε μέ κανέναν τρόπο τόν αδελφό μας. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ει βρώμα σκανδαλίζει τόν αδελφόν μου, ου μή φάγω κρέα εις τόν αιώνα ίνα μή τόν αδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α’ Κορ. η’ 13). Επειδή γνώριζε αυτό τόν ζήλο καί φύλαγε καλή συνείδηση μέ τούς αδελφούς του, λέει, γιατί νά φέρω πρόσκομμα στόν αδελφό μου «δι’ όν Χριστός απέθανεν» (Α’Κορ. η’ 11), γιατί νά προσβάλλω τόν αδελφό μου καί νά τόν εμποδίσω από τό νά χτίση τόν δικό του ναό στήν καρδιά του;
Έτσι ο κάθε ένας από τούς εν Χριστώ αδελφούς μας, κάθε ένας από τούς αδελφούς μας είναι ναός τού Θεού, κατοικητήριον τού Αγίου Πνεύματος. 
Αυτό είναι τό καθήκον τής ζωής μας : νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί νά τόν διαφυλάξουμε ακόμα καί μέσα στούς αδελφούς μας, μέ τήν ευγένεια, μέ τήν προσευχή, μέ τήν αγαθοεργία μας, ό,τιδήποτε προωθεί τό χτίσιμο τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας, καί κατά έναν παράδοξο τρόπο αυτό θά αντανακλάται καί σέ εμάς τούς ίδιους.
Έτσι, όταν έχουμε μιά αρνητική σκέψη γιά τούς αδελφούς μας, αυτό είναι μία επίθεση – προσβολή κατά τού ναού τού Θεού πού υπάρχει μέσα τους. Καί όταν κρατάμε μνησικακία εναντίον τού αδελφού μας, αυτό διατηρεί τό πνεύμα τής κακίας μέσα μας καί διατηρεί τήν αντίσταση στήν οικοδόμηση τού ναού τού Θεού. Είναι όμως φοβερό νά ακούη κανείς τόν λόγο τού Κυρίου μέσω τού Αποστόλου Παύλου «Εί τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α’Κορ. γ’ 17). Καθώς δουλεύουμε μαζί, πρέπει νά είμαστε προσεκτικοί μεταξύ μας, ώστε νά κάνουμε τά πάντα γιά νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί επίσης αυτόν τόν ναό νά τόν διαφυλάξουμε καί ακόμη καί νά προωθήσουμε τήν οικοδομή του μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν μάς έχουν προσβάλει μέ κάτι, δέν κερδίζουμε τίποτα μέ τό νά ανταποδώσουμε τήν προσβολή, εάν ακούσουμε έναν κακό λόγο γιά εμάς καί ανταποδίδουμε άλλους πέντε κακούς λόγους ή όταν μάς κάνουν κριτική καί δικαιολογούμαστε, μέ αυτόν τόν τρόπο δέν οικοδομούμε τόν ναό τού Θεού ούτε σέ μάς, αλλά ούτε καί στούς αδελφούς μας. Αλλά όταν μάς προσβάλλουν καί εμείς ταπεινωνόμαστε γιά χάρη τής προστασίας τού ναού τού Θεού, τότε σίγουρα θά φέρουμε σέ φιλότιμο τόν αδελφό μας, ώστε νά αρχίση καί εκείνος νά ταπεινώνη τόν εαυτό του καί νά αναζητά συμφιλίωση – καταλλαγή μέ τόν Θεό, νά αναζητά μιά καλύτερη σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τούς αδελφούς του καί νά μπορέση τελικά νά οικοδομήση καί αυτός τόν ναό τού Θεού μέσα του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι πού μπορεί νά γίνη αυτό. Ο πιό σημαντικός είναι τό νά προσευχόμαστε ο ένας για τόν άλλον. Όταν ετοιμαζόμαστε γιά τήν Λειτουργία, ο κάθε ένας έρχεται στήν Λειτουργία μέ μεγάλη αγωνία, ώστε νά τόν δεχθή ο Κύριος καί νά γίνη δεκτός σέ αυτήν τήν ανταλλαγή ζωής πού γίνεται μέσα στήν Λειτουργία. Η αγωνία μας είναι : 
«Θά μέ δεχθή ο Κύριος, εμένα πού είμαι τόσο ανάξιος;». Γιατί νά μήν θυμηθούμε τούς αδελφούς μας πού περνάνε μέσα από τήν ίδια αγωνία καί νά πούμε: «Κύριε, ευλόγησον καί τήν παράσταση τών αδελφών μου καί πλήρωσον τάς καρδίας αυτών μέ τά δώματα τού Πνεύματός Σου καί μέ τήν άφθαρτη παράκληση τής χάριτός Σου». Άν έχουμε τέτοιες διαθέσεις, η ζωή μας θά αυξάνη μέ θαυμαστό τρόπο, θά «κτίζουμε τήν ζωή», όπως θά έλεγε ο Γέροντας. 
Ο Γέροντας συχνά θά τό εξέφραζε αυτό μέ έναν πολύ γενικό τρόπο : «Νά κτίσουμε ζωή», καί εννοούσε τήν οικοδομή τού ναού τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας. Είναι πραγματικά θαυμάσιο, όταν ξέρουμε ότι ο αδελφός μας λειτουργεί ή προσέρχεται νά κοινωνήση, νά προσευχηθούμε ώστε νά έχη μία ευλογημένη παράσταση καί νά γίνη δεκτός από τόν Κύριο. Άν επιθυμούμε αυτό γιά τούς αδελφούς μας, σίγουρα καί η δική μας Θεία Μετάληψη θά ειναι διαφορετική. Δοκιμάστε καί θά δείτε, θά είναι σάν νά κοινωνείτε γιά πρώτη φορά. Ακόμη καί όταν δέν μπορούμε νά είμαστε στήν Λειτουργία καί βρισκόμαστε στό δωμάτιό μας λόγω κάποιας ασθένειας ή κάποιας επείγουσας εργασίας καί προσευχόμαστε γιά τούς αδελφούς μας πού είναι στήν Λειτουργία καί γιά τόν Ιερέα πού λειτουργεί, σάς λέω, θά λάβετε τήν ίδια χαρά καί τήν ίδια παρηγοριά, όπως καί οι αδελφοί σας μέσα στήν Λειτουργία. Έτσι, πρέπει νά κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν γιά νά στηρίξουμε, νά διατηρήσουμε τόν ναό τού Θεού.
Μέρα μέ τή μέρα πρέπει νά κάνουμε καινούργια αρχή. Εάν βάζουμε καινούργια αρχή, οι Πατέρες μας μάς διαβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε εις οδόν σωτηρίας. Μιά νέα αρχή οικοδόμησης τού ναού τού Θεού μέσα μας, αλλά καί διαφύλαξης τής οικοδομής τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν κάνουμε έτσι, εκπληρώνουμε τίς δύο μεγάλες εντολές από τίς οποίες κρέμονται τά πάντα: Τό νά αγαπούμε τόν Θεό δίνοντάς Του όλον τόν χώρο μέσα μας, καί νά αγαπούμε τούς αδελφούς μας, συμβάλλοντας στό νά γίνη τό ίδιο μέσα τους( δηλαδή νά δώσουν καί εκείνοι όλον τόν χώρο στόν Θεό).
Όταν ήμουν μικρό παιδί, άκουσα μιά γριά στό χωριό μας νά λέη στόν γιό της : «Μήν τό κάνεις αυτό, όχι επειδή είναι ανήθικο ή κακό, αλλά επειδή φθείρεις τόν ναό τού Θεού». Ήταν απλή γυναίκα, αλλά ο νούς της ήταν πολύ θεολογικός: δέν ήθελε τήν αμαρτία επειδή η αμαρτία φθείρει, καταστρέφει τόν ναό τού Θεού. Πολύ θεολογική, πολύ ευαγγελική! Ενώ, άν πούμε ότι η αμαρτία είναι κάτι ανήθικο, αντικοινωνικό ή κάτι κακό κλπ. θά υπάρχη πάντοτε ένα ενάντιο επιχείρημα σέ όλα αυτά. Όταν όμως βάλουμε τόν νού μας στήν οικοδομή τού ναού τού Θεού, αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό καί αιώνιο πού δέν μπορεί νά υπάρξη αντίλογος.
Ο Κύριος επετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατά τού εχθρού καί κατά τού θανάτου – αυτούς τούς δύο εχθρούς τής ανθρωπότητας. Επετέλεσε αυτήν τήν νίκη μέ έναν παράδοξο τρόπο: οι επιθέσεις (προσβολές) καί η οργή τού εχθρού, όπως λέει ο Προφήτης Ησαΐας, συνέτριψαν τόν Κύριο. Εάν ήταν δυνατόν, ο εχθρός θά συνέτριβε ακόμη καί τά οστά του. Γιά χάρη μας ο Κύριος έγινε όλος μιά πληγή, από τήν κορυφή ως τά άκρα τών ποδών Του, έτσι πού νά μήν υπάρχη τόπος γιά νά μπή επίδεσμος πάνω Του, λέει ο Ησαΐας ( Βλ. Ησαΐα 1, 6). Διέκρινε ο Προφήτης μέ έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο τό τραγικό γεγονός τής θυσίας τού Θεού γιά τήν σωτηρία μας. Όλη η σκαιότητα τού κακού πού είχε συσσωρευθή από τήν αρχή τής πτώσεως τού Εωσφόρου μέχρι τήν πτώση τού ανθρώπου, έπεσε πάνω στόν Κύριο. Καί ο Κύριος έσκυψε κάτω από αυτό τό κύμα χωρίς νά αντισταθή. Τά αποδέχτηκε όλα γιά χάρη μας, επειδή «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16). Αναδύθηκε πίσω από αυτό τό κύμα, εγηγερμένος εκ νεκρών, καί βασιλεύει εις τούς αιώνας. Έτσι καί εμείς, όταν ένας πειρασμός ξεσηκώνεται εναντίον μας, είτε από έναν αδελφό, είτε από μία ασθένεια ή από κάτι άλλο, καί εμείς ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας στερεώνοντας τό βλέμμα μας σέ Εκείνον πού πορεύθηκε αυτήν τήν οδό πρίν από εμάς καί μπορεί νά μάς ελεήση, καί πηγαίνουμε κάτω από τό κύμα, τότε θά αναδυθούμε αβλαβείς από τήν άλλη πλευρά τού κύματος, δηλαδή θά γίνουμε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου.
Αληθινά μεγάλος, λοιπόν, δέν είναι εκείνος πού δείχνει τήν δύναμή του, βάζει τόν «αντίπαλό» του στή θέση του καί αφήνει τόν εγωϊσμό του νά κυριαρχή. Αυτό δέν είναι νίκη γιατί τό κακό γίνεται διπλό, τριπλό καί πολλαπλασιάζεται. Η αληθινή νίκη είναι νά μπορούμε νά σκύψουμε κάτω καί νά αναδυθούμε από πίσω, μέτοχοι τής νίκης τού Χριστού. Η ταπείνωση είναι η νίκη. Τό έχουμε δεί αυτό πολλές φορές στίς διηγήσεις τών Πατέρων. Στόν άγιο Αββά Δωρόθεο διαβάζουμε ότι ένας από τούς συμμοναστές του, πού έμενε πάνω από τόν Αββά Δωρόθεο, έριχνε πάνω του τά ούρα του καί τίναζε τίς κουβέρτες του πού ήταν γεμάτες κοριούς. Ο Αββάς Δωρόθεος όπως ήταν κουρασμένος από τίς δουλειές πού έκανε γιά τή Μονή, κοιμόταν τήν νύχταν αλλά τό πρωΐ έβρισκε τόν εαυτό του τσιμπημένο παντού από τούς κοριούς πού είχε ρίξει ο συμμοναστής του πάνω του. Καί ποτέ του δέν είπε κουβέντα σέ αυτόν τόν μοναχό, γιά νά μήν ταράξη τήν συνείδησή του. Εκείνος ο μοναχός, όντας απλός καί χωρίς νά γνωρίζη ακριβώς τί έκανε, ίσως νά σώθηκε μέ τίς ευχές τού Αββά Δωροθέου. Καί ο Αββάς Δωρόθεος είναι ζωντανός καί δοξασμένος σέ όλη τήν αιωνιότητα ενώπιον τού Θεού καί εμείς τόν τιμούμε ως Διδάσκαλο καί Πατέρα μας.
Στούς Πατέρες τής ερήμου βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έβγαιναν νικητές όταν, ενώ τούς ράπιζαν “επί τήν δεξιά σιαγόνα» (Βλ. Ματθ. ε’, 39) αυτοί έστρεφαν καί τήν αριστερή χωρίς νά ανταποδίδουν τό κακό. Νίκη γιά αυτούς ήταν τό νά αντιδράσουν μέ ταπείνωση καί νά μήν ανταποδώσουν τό κακό. Ο θυμός είναι σάν νά ανάβη κανείς μιά φωτιά, όπως μάς λένε οι Πατέρες μας. Γι’ αυτόν τόν λόγο καί οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι απλώς καί μόνον τό νά δικαιολογούμε τόν εαυτό μας – πόσο μάλλον όταν ανταποδίδουμε τό κακό – σημαίνει ότι μισούμε τήν ψυχή μας, επειδή, όταν δικαιολογούμαστε καί υπερασπιζόμαστε τά δικαιώματά μας, χάνουμε τήν ευκαιρία πού μάς δίδεται νά αποκτήσουμε μιά νίκη γιά τήν ψυχή μας. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχι μάλλον αποστερείσθε;» (Α’ Κορ. στ’, 7). Γιατί έτσι θά γίνετε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου, ο Οποίος είπε γιά τόν εαυτό του ότι: «Εγενόμην νεκρός, καί ιδού ζών ειμί εις τούς αιώνας τών αιώνων» (Αποκ. α’ 18).
Αυτή είναι η οδός γιά κάθε νίκη, νά μήν δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας καί μέ αυτόν τόν τρόπο θά βγαίνουμε νικητές. Άς είμαστε πάντοτε έτοιμοι νά ζητήσουμε συγνώμη, ακόμη καί όταν νομίζουμε ότι δέν φταίμε καί τόσο πολύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι αυτό θά φέρη τόν αδελφό μας σέ φιλότιμο καί θά τόν κάνη νά υπολογίση σοβαρά καί εμάς, αλλά καί τίς εντολές τού Θεού καί νά βρή τήν δύναμη νά αρχίση καί αυτός νά κτίζη τόν ναό τού Θεού μέσα του. Αληθινή νίκη είναι νά μάθουμε ταπείνωση καί όλα όσα κάνουμε στήν μοναχική ζωή αποσκοπούν στό νά δράμουμε τήν ταπεινή οδό τού Κυρίου, επειδή «εν τή ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (Ησ. νγ’ 8), δηλαδή, μέσα από τήν ταπείνωσή Του ο Κύριος έφερε τή νίκη.
Εάν αγαπούμε τήν αθάνατη ψυχή μας – καί όχι τό κακό πού έχει γίνει ψυχή μας, τό οποίο θά έπρεπε νά μισούμε – τότε δέν πρέπει ποτέ νά δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ενώπιον τού Θεού καί κάνοντας αυτό εκπληρώνουμε όλες τίς εντολές. Ο Κύριος είπε: «Όταν ποιήσετε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10).
Μόνον όταν ένεργούμε κατ’ αυτόν τόν τρόπο ανοίγουμε χώρο γιά τήν Χάρη τού Θεού νά εργαστή μέσα μας. Η αρχή είναι πάντοτε δύσκολη, όταν όμως δείξουμε επιμονή στό ξεκίνημα, τότε έρχεται η παράκληση τής Χάριτος τού Θεού καί αυτή η παράκληση κάνει τήν δουλειά γιά εμάς καί γίνεται εύκολη η οδός, τότε γνωρίζουμε μεγάλη ανάπαυση, μεγάλη παρηγοριά σέ αυτήν τήν οδό γιατί τότε πραγματικά αρχίζουμε νά γινόμαστε «διδακτοί θεού» (Ιω. στ’ 45).

Ερώτηση: Πάτερ, σέ περίπτωση ασθένειας πώς πηγαίνει κάποιος κάτω από τό κύμα;
Απάντηση: Μέ τό νά λέμε στόν Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πώς είσαι αγαθός καί η πηγή κάθε αγαθού καί άν Εσύ επέτρεψες νά μέ βρή αυτή η ασθένεια, αυτό σημαίνει πώς είναι γιά τό καλό μου. Αλλά όμως, επειδή είμαι τυφλός, βοήθησέ με νά δώ πώς θά βρώ αυτό πού είναι καλό γιά εμένα βοήθησέ με νά μάθω ταπείνωση, ώστε νά αποκτήσω τήν χάρη Σου, καί η δική Σου χάρη θά σκεπάση τήν ασθένειά μου καί ακόμη θά αναπληρώση τά υστερήματά μου».
Πολλές φορές, εάν ταπεινωθούμε, μπορεί νά μήν γίνουμε καλά, αλλά όμως η παρηγοριά πού θά λάβουμε θά μάς ανεβάση πάνω από τήν ασθένειά μας, καί αυτή είναι η αληθινή νίκη.
Εάν μετατρέπουμε τήν ασθένειά μας σέ γιορτή, έχουμε τήν άφθαρτη παρηγοριά τού Θεού πού μάς σκεπάζει καί αυτό είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Πρβλ. Ψαλ. ξδ’ 4). 
Έτσι, πρέπει πάντοτε νά μαθαίνουμε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ότι πάνω από όλα μάς αξίζει αυτή η ασθένεια πού μάς βρήκε, ότι ίσως ο Θεός τό επέτρεψε γιά νά μάς διδάξη κάτι καινούργιο, νά μάς θυμίση τήν ταπεινή οδό πού θά έπρεπε νά έχουμε στήν ζωή μας. Πρέπει νά πιστεύουμε πώς είναι γιά τό καλό μας καί ακόμη καί όταν δέν τό βλέπουμε αυτό, πρέπει νά ζητάμε από τόν Θεό νά μάς τό δείχνη. Ο Θεός, όμως, πάντα παραμένει ευλογητός εις τούς αιώνας (Βλ. Ιώβ α’ 21), όπως συνήθιζε νά μάς διδάσκη ο Γέροντας. Αυτή είναι μία σταθερά στή ζωή μας, ότι ο Θεός παραμένει ευλογητός επειδή είναι αγαθός. Κρατάμε αυτήν τήν σταθερά ως ένα στύλο τής ζωής μας καί περιστρεφόμαστε γύρω του, μέχρι νά δούμε τό καλό πού βγαίνει από τήν ασθένειά μας.
Μερικές φορές φοβόμαστε νά μιλήσουμε, όμως άν μελετήσουμε τήν οδό τού Κυρίου, θά δούμε τί υπέφερε Εκείνος σέ αυτήν τήν οδό, καί θά δούμε καί όλα όσα είναι πολύτιμα στά μάτια τού Κυρίου. Γι’ αυτό τό νά πάσχη κανείς μέ καλή συνείδηση ενώπιον τού Θεού, δηλαδή, γιά χάρη τών εντολών Του, έχει μεγάλη δόξα, λέει ο Απόστολος Πέτρος (Α’Πετ. α’ 20) Κάθε είδους πάθημα όμως μπορεί νά γίνη δεκτό μέ τρόπο σύμφωνο πρός τίς εντολές Του, εάν ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας, οπότε καί θά λάβουμε μεγαλύτερη δόξα.

Αυτό πού πραγματικά όμως ήθελα νά πώ είναι: Νά θυμόμαστε ότι είμαστε ο ναός τού Θεού καί πώς ο σκοπός τής ζωής μας είναι νά κτίσουμε αυτόν τόν ναό μέσα μας. Αλλά αυτό είναι μόνον τό μισό τού πράγματος. Τό άλλο μισό είναι νά βοηθήσουμε τούς αδελφούς μας καί νά έχουμε τέτοια συναναστροφή μαζί τους, ώστε να στηρίζουμε καί νά διαφυλάττουμε τόν ναό τού Θεού μέσα τους. Όλο αυτό γιά νά γίνη πρέπει νά φυλάττουμε τά λόγια τού Κυρίου, επειδή τά λόγια Του καί οι εντολές Του προέρχονται από τό ταπεινό Πνεύμα καί η ταπείνωση φέρνει τήν χάρη πού κάνει τά πάντα γιά εμάς.
Σέ όλα τά αναγνώσματα τών Ευαγγελίων τών Κυριακών πρίν τήν Μεγάλη Σαρακοστή -τού Τελώνη καί τού Φαρισαίου, τού Ασώτου υιού, τών Ταλάντων, τής Κυριακής τής Κρίσεως- βλέπουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σέ δύο κατηγορίες: σέ εκείνους πού δικαιώνουν τούς εαυτούς τους καί σέ εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους καί παίρνουν τό πταίσμα επάνω τους. Εκείνοι πού μπορούν νά μεμφθούν τούς εαυτούς τους στέκουν μέ τόλμη ενώπιον τού Κυρίου, όπως γιά παράδειγμα αυτοί πού εργάστηκαν μέ επιμέλεια τά τάλαντα πού τούς δόθηκαν είπαν: «Κύριε, ιδού…», καί ο Κύριος τούς δόξασε, αλλά αντίθετα καταδίκασε εκείνους πού δικαίωναν τούς εαυτούς τους.
Αυτές είναι οι δύο στάσεις πού βρίσκουμε στίς δύο κατηγορίες τής ανθρωπότητας, οι οποίες μάς συνοδεύουν καί μετά τόν τάφο.
Άς επιλέξουμε τήν αγαθή στάση.
Συγχωρέστε με.

(Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας)

ΠΗΓΗ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ

Ιδού βαδίζω προς Θείαν Κοινωνίαν



«Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα , ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς», (Ιωαν. στ΄ 53). Πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε ¨Μυστήριο Μυστηρίων¨, θείο δώρο που ενώνει επουράνια και επίγεια, γη και ουρανό. Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας προτάσσεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προστακτική και προτρεπτική παραγγελία του Κυρίου μας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα» και «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου»,(Ματθ. κστ΄ 26-28). Ο Κύριος δηλαδή , μας παροτρύνει ως φιλάνθρωπος Πατέρας να προσεγγίσουμε το Άγιο Ποτήριο και καταδέχεται, ως ύψιστη και Θεία Ταπείνωση , να καταστήσει τον άνθρωπο ¨κατ΄οικονομίαν¨ κοινωνό της θείας δόξας και μακαριότητάς Του.

Κάθε πιστός, μεταλαμβάνει ολόκληρο το Σώμα και ολόκληρο το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όχι επειδή η ανθρώπινη υπόσταση είναι άξια ¨εκ φύσεως¨, αλλά εξαιτίας της υπέρμετρης και ασύλληπτης, στην ανθρώπινη λογοκεντρική κρίση , Θείας Συγκατάβασης και Αγάπης του Θεανθρώπου. Και μάλιστα, ο Κύριος, μας προτρέπει όχι απλά να μεταλαμβάνουμε , αλλά να μεταλαμβάνουμε συνεχώς και πολλάκις: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», (Λουκ. κβ΄ 20). Έτσι, ο άνθρωπος θωρακίζεται πνευματικά και σωματικά , καθίσταται ¨θεοφόρος¨ και συνεχίζει τον πνευματικό του αγώνα με περισσή προσοχή και εγρήγορση , μεστός θείου φωτισμού και ευλογίας.

«Ιδού βαδίζω προς Θείαν Κοινωνίαν, Πλαστουργέ, μη φλέξης με τη μετουσία, πυρ γαρ υπάρχεις τους αναξίους φλέγον, αλλ΄ ουν κάθαρον εκ πάσης με κηλίδος». Ποιές προϋποθέσεις όμως, πρέπει ν΄ ακολουθούν οι πιστοί , προκειμένου η Θεία Κοινωνία ν΄αποτελέσει δεσμό και εφαλτήριο για την «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν , μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα»;

Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι το Άγιο Ποτήριο είναι «άνθραξ γαρ τους αναξίους φλέγων». Επιβάλλεται προ της Θείας Κοινωνίας η Ιερά Εξομολόγηση , με απώτερο στόχο, ο πιστός να προσεγγίσει τα Τίμια Δώρα με καθαρή και αναπαυμένη τη συνείδησή του από σφάλματα και αμαρτίες προς τον Θεό , προς το συνάνθρωπο και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Σε καμία περίπτωση, η νηστεία δεν πρέπει ν΄αντικαθιστά την εξομολόγηση, διότι, η αποχή από συγκεκριμένες τροφές και γενικότερα η εγκράτεια, λειτουργεί επικουρικά στην όλη προετοιμασία. Χρειάζεται βέβαια η νηστεία, αλλά επιπρόσθετα και συμπληρωματικά και ποτέ διαγράφοντας ή ακυρώνοντας το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.

Ακολούθως, η προσευχή, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και της ιερότητας του Θείου Μυστηρίου στο οποίο πρόκειται να προσέλθουμε, η συνδιαλλαγή με όσους αδικήσαμε και πικράναμε, η ακριβής και απερίσπαστη εξέταση της προσωπικής μας χοΪκότητας, συμβάλλουν καθοριστικά στη συνειδητοποίηση της θείας αναγωγής του ¨Μυστικού Δείπνου¨. Με άλλα λόγια, ο πιστός προετοιμάζεται κατά τα ανθρώπινα μέτρα και με την επικουρία του Παναγίου Πνεύματος, οδεύει ταπεινά προς ένωση με τον Νυμφίο της Εκκλησίας, έχοντας την απόλυτη πεποίθηση και τονίζοντας, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ότι «Συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος και ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον Σώμα σου».

Παράλληλα, η πνευματική και σωματική καθαρότητα πριν τη Θεία Κοινωνία, βοηθούν τον πιστό να διατηρεί απρόσκοπτη τη συγκέντρωση του νου, καθώς και την προσοχή των σκέψεων και των λογισμών του, τόσο πριν όσο και μετά τη Θεία Μετάληψη. Άλλωστε, η πραότητα και αοργησία που προηγείται και έπεται του Αγίου Ποτηρίου, δεν αποτελεί ταυτοποιημένη και αυτόματη τακτική ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά επέρχεται ως κάθετη απλωτική δωρεά από τον Ουρανό και προβάλλει ως ισόβια πνευματική κατάσταση, στον αγωνιστικό βωμό της ορθοπραξίας και της αρετής.

Η απόφαση και η συχνότητα προσέλευσης του πιστού στη Θεία Κοινωνία , καθώς και οι ειδικές προϋποθέσεις που κάθε φορά τη συνοδεύουν, πρέπει να ξεκινούν και να καταλήγουν στη διάκριση και στο πετραχήλι του ιερέα-πνευματικού. Ο μακαριστός γέροντας της Χίου, Κορνήλιος Μαρμαρινός, έλεγε: «Η φωνή του γέροντά μου, (πνευματικού), είναι η φωνή του Χριστού». Επομένως, καθένας από εμάς, ας ταπεινώνεται και ας συμβουλεύεται τον πνευματικό του και ενθυμούμενος τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, ότι «το βάπτισμα γεννά την ζωήν, η δε Θεία Κοινωνία τρέφει και διατηρεί την γεννηθείσαν εκ του βαπτίσματος ζωήν», αβίαστα, πλην όμως, με θείο πόθο, ζέση ψυχής και κατάλληλη προπαρασκευή, ας προσεγγίζει τα Πανάγια Δώρα.

«Ου γαρ εποιήσαμεν τι αγαθόν επί της γης, αλλά δια τα ελέη σου και τους οικτιρμούς σου, ους εξέχεας πλουσίως εφ΄ημάς, θαρρούντες προσεγγίζομεν τω αγίω σου θυσιαστηρίω…». Μόνο τότε η Θεία Μετάληψη θα αποβαίνει «εις χαράν, υγείαν και ευφροσύνην, εις πίστιν ακαταίσχυντον, εις αγάπην ανυπόκριτον, εις πλησμονήν σοφίας, εις περιποίησιν των εντολών σου, εις προσθήκην της θείας σου χάριτος και της σης βασιλείας οικείωσιν…».

Του Δημητρίου Π. Λυκούδη για το "Αγιορείτικο Βήμα"

H προσευχή του Αγίου Όρους χθες και σήμερον...





Κανείς μας δὲνἀγνοεῖ, ὅτι ἡπροσευχὴ εἶναιπρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸὁποῖον τρέφει τὸνἄνθρωπον καὶ τὸνἀφθαρτοποιεῖ,διότι τὸνκαθιστᾶ κοινωνὸν τοῦἀϊδίου καὶ ἀφθάρτουΘεοῦ. Ὅπως δὲνὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσικαὶδὲν νοεῖται τὶςζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευπροσευχῆς.
H νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἀδιάλειπτος ἐνέργεια τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ὁ ἄρτος, ἡ ζωὴ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν ἀΰλων αὐτῶν ὄντων, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πρὸς τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ μοναχοί, ἐν σαρκὶ μιμούμενοι καὶ ἀγωνιζόμενοι βιοῦν τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ζωπυροῦν τὸν θεϊκὸν αὐτῶν ἔρωτα διὰ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.
Διὰ τοῦτο, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ μέσα εἰς τὴν ἱστορίαν, βλέπομεν μοναχοὺς ποὺ λησμονοῦν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ὥρας καὶ ἡμέρας νὰ φάγουν, ξεχνοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν νοερὰν ἐνατένισιν τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς κτυποῦσαν τὴν θύραν ἁγίων ἢ ἐλάλει ὁ πετεινὸς καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ὁ νοῦς των εὑρίσκετο εἰς μετάρσιον κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ! H προσευχὴ εἶναι δι᾿ αὐτοὺς ἡ πνευματικωτέρα ἄθλησις, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου, εἶναι θαλπωρὴ τῆς καρδίας των, ἀνέβασμα εἰς τὰ οὐράνια- εἶναι ἀγκάλιασμα καὶ τρυφερὸς ἀσπασμὸς τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν μας.
H Ἐκκλησία μας ζῇ μὲ τὴν προσευχήν- ζῇ μὲ τὰς προσευχὰς τῶν τέκνων της. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη προσευχῆς. Ἂν ὅμως θελήσωμεν νὰ ἴδωμεν ποία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀειῤῥύτως συντηρεῖ τὴν πνευματικότητά της «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ», τότε θὰ πρέπῃ νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ φωτοφόρα τέκνα της, τὰ ἀποτελοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι, ὅπως λέγει ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, αὕτη ἀποτελεῖ τὸ «καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας» καὶ ἐκφράζει τὸ σαρκωμένον καὶ βιωμένον Εὐαγγέλιον. Εἶναι ὁ μοναχισμὸς τὸ ἱερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εἰς τὸ ὁποῖον διατηροῦνται ἀλώβητα τὰ δόγματά της, ἀληθὴς ἡ εὐσέβεια, ἀκέραιον τὸ μαρτυρικὸν φρόνημα, ἀνόθευτος ἡ πνευματικὴ παράδοσις, δραστικὴ καὶ σωτήριος ἡ ἀποστολή της, συνεχὲς τὸ ἠδύμολπον τραγούδι της, μὲ τὸ ὁποῖον προκαλεῖ καὶ ἔξυπνα τὸν ἠγαπημένον Χριστόν της καὶ θηρεύει τὴν ὁλόφωτον περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.
Διὰ νὰ γνωρίσωμεν δὲ πὼς διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν μοναχισμὸν τὴν προσευχήν της, τὴν θεοπρεπὴ ταύτην φωνήν της, δὲν χρειάζεται νὰ τρέξωμεν μακρυὰ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν γειτονιά μας, ἔχομεν τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πνευματέμφορον ἱεροθήκην τῶν παραδόσεών μας, τὴν θεόῤῥιπτον σανίδα, διὰ τῆς ὁποίας διαρκῶς σῴζονται ἀπὸ τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας πολλοὶ καὶ γεμίζουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει; Ἀποτελεῖται ἀπὸ μίαν φράσιν μικρᾶν, ἀπὸ μετρημένας τὰς λέξεις.
Μὲ τὴν βοερᾶν κραυγὴν «Κύριε», δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν, τὴν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν δημιουργόν της ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὃν φρίττουσι τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ.
Μὲ τὴν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καὶ πρόσκλησιν «Ἰησοῦ», μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, καὶ εὐγνωμόνως τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι μας ἡτοίμασε ζωὴν αἰώνιον. Μὲ τὴν τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Δὲν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Ἐν συνέχειᾳ, μὲ τὴν ἐνδόμυχον αἴτησιν «ἐλέησόν με», προσκυνοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν νὰ γίνῃ ἴλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τὰ σωτήρια αἰτήματά μας, τοὺς πόθους καὶ τὰς ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. Καὶ ἐκεῖνο τὸ «με», τί εὖρος ἔχει! Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐαυτός μου- εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τὸ κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.
Καί, τέλος, διὰ νὰ εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μὲ τὴν λέξιν «τὸν ἁμαρτωλόν», ἐξομολογούμενοι - πάντες γὰρ ἁμαρτωλοί ἐσμεν - καθὼς ἐξωμολογοῦντο καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ἐγίνοντο διὰ ταύτης τῆς φωνῆς υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας.
Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχὴ ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καὶ ἐξομολόγησιν.
Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τώρα διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, ἀφοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας, δόξα σοὶ ὁ Θεός, παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς καὶ ἀπειράριθμα βιβλία ἐκδίδονται ἀναφερόμενα εἰς τὴν «εὐχήν»; Καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια πλέον τὴν γνωρίζουν καὶ τὴν λέγουν- μικροὶ καὶ μεγάλοι σῴζονται μὲ αὐτήν.
Καὶ εἶναι καλὸν τοῦτο, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὰ ψευδώνυμα θρησκεύματα καὶ αἱ ἀπατηλαὶ «ἱεραποστολαί» των ἐπιδεικνύουν τὴν ἰδικήν των δῆθεν προσευχήν, ποὺ εἶναι ὅμως ψυχική, ψευδὴς καὶ δαιμονική. Εἴμεθα χρεώσται νὰ ἀνακαλύπτωμεν τὸν ἰδικόν μας ἀληθῆ θησαυρόν, τὴν νοερᾶν προσευχήν, τὴν μνήμην τοῦ θείου ὀνόματος. Ὀρθῶς λέγει ὁ ψαλμῳδός, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας δίδει ζωήν. Καὶ τί ὡραία ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι «ὡς πῦρ εὐφροσύνης, ὡς φῶς εὐωδιάζον, Ἀποστόλων κήρυγμα, εὐαγγέλιον Θεοῦ, πληροφορία καρδίας, Θεοῦ ἐπίγνωσις, τὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα, εὐφροσύνη ψυχῆς, ἔλεος Θεοῦ, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, χάρις Θεοῦ. Προσευχὴ ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πάσι» .
Ναί, μέσα εἰς τοὺς αἰῶνας ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς εὐχῆς, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μὲ αὐτὴν ἐνθουσιάζει τὰ τέκνα της καὶ τὰ θεοποιεῖ. O ἀπόηχός της γεμίζει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἐνέργειά της συνεργεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.
Καὶ τώρα, λοιπόν, τί νὰ εἴπωμεν διὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο δώρημα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον ἔδωσε καὶ εἰς ἡμᾶς;
Δι᾿ αὐτὸ ἂς ἐρμηνεύσωμεν τὴν ἔννοιαν τῆς εὐχῆς, νὰ ρίψωμεν καὶ μιὰ ματιὰ εἰς τὴν ἱστορίαν της, νὰ ἴδωμεν καὶ μερικὰς πνευματικὰς προϋποθέσεις αὐτῆς καὶ ὠρισμένας κοινωνικὰς ὑποχρεώσεις μας, ἀναγκαίας διὰ τὴν προσευχήν.

..........

Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἁγιάζουν τὸ ὄνομά Του- π.χ. εἰς τὸν Ἡσαΐαν ἀναφέρει ὅτι, «δι᾿ ἐμὲ ἁγιάσουσι τὸ ὄνομά μου». Ὀκτακόσια χρόνια πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου αὐτοῦ λέγει: Θὰ μοῦ ἀποδίδουν δόξαν καὶ θὰ μὲ ὁμολογοῦν ὡς μόνον Ἅγιον, ἐπικαλούμενοι τὸ ἄστεκτον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομά μου. H θεϊκὴ αὐτὴ προσφώνησις εἶναι προσευχή, ἁγιασμός, δόξα καὶ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχώμεθα, ἐξομολογούμεθα Αὐτῷ, δι᾿ Αὐτοῦ λυτρούμεθα, δι᾿ Αὐτοῦ σωζόμεθα, ἐν Αὐτῷ ἀγαλλιώμεθα, διότι ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ ἡ παρουσία Του.
Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ Κύριος ἐζήτει νὰ κάνωμεν τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. O δὲ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐχάρισεν εἰς τὸν Υἱόν Του ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματί Του νὰ Τὸν προσκυνῶμεν προσευχόμενοι. Τὴν δὲ προσευχήν μας τὴν θέλει ἀδιάλειπτον.
O ἀποστολικὸς Πατὴρ Ἑρμᾶς, θέλων τόσο πολὺ νὰ εἶναι εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ δεθῶμεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν νὰ τὸ ἔχωμε φορέσει ἐπάνω μας καὶ δὲν τὸ βγάζομε ποτέ.
O Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε διὰ τὴν νοερὰν προσευχήν, διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμεν καὶ σήμερα- καί, ἔλεγεν, ὅτι εἶναι ἡ καθολικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρεται λέγων- «βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ἂς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι δὲν τονίζουν τίποτε ἄλλο τόσον, ὅσον συνιστοῦν μοναδικῶς τὴν εὐχήν.
Πολὺ γνωστή μας εἶναι ἡ τριὰς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ τῆς Κλίμακος τοῦ ἰσαγγέλου, Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ποὺ σὲ συνεπαίρνει, καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ πνευματοδύτου. Ἀναλύουν τὴν προσευχήν, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἔρημον καὶ δι᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς μοναστήρια καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.
Νὰ ἐνθυμηθῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀετούς, τὸν ὅσιον Νεῖλον τὸν ὑπερβάμονα, τοὺς ὁσίους Βαρσανούφιον καὶ Ἰωάννην τοὺς διακριτικωτάτους, τὸν Διάδοχον Φωτικῆς τὸν θαυμάσιον.
Τί νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Σινᾶ τὴν προσευχήν, τὴν ἐζωοποίησε καὶ τὴν ἀνέπτυξεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν IΔ´ αἰῶνα; Ἀσφαλῶς δέ, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρχε καὶ προηγουμένως εἰς τὸ Ὄρος- ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐγύρισε γῆν καὶ οὐρανόν, εἰς τὸ Ὄρος καὶ παντοῦ διὰ νὰ τὴν διαδώσῃ καὶ τὴν κατέστησε προσευχὴν καθημερινήν. Βεβαίως, τὸ Ὅρος καὶ πρὶν οὐδέποτε ἐστερεῖτο ἀθλητῶν τῆς εὐχῆς, κατὰ πρώτον ζώντων ἀπομεμονωμένως, διότι ὁ ἡσυχασμὸς προεβλήθη ὡς ἡ τελειοτέρα ὁδὸς πνευματικῆς ζωῆς.
Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν περίφημον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν τὸν παμμέγιστον, ὅστις συνέθεσεν ἄριστα τὴν δογματικὴν καὶ πρακτικὴν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὸν ἅγιον Κάλλιστον, τὸν Ἰσίδωρον καὶ τὸν Φιλόθεον τοὺς Πατριάρχας, καὶ ἄλλους πολλούς, ὅπως οἱ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς ἔζησαν, ἐφήρμοσαν καὶ ἔγραψαν περὶ τῆς προσευχῆς;
Ὤ, τί νὰ ξεχωρίσωμεν ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ ἔγραψε καὶ ἔζησεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νέος αὐτὸς μυσταγωγὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ πατερικὸν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου; Τὸ Ἐγχειρίδιόν του καὶ ἡ Φιλοκαλία εἶναι πλέον κλασσικοὶ ὁδηγοὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν.
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. H Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
H τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
O μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. O ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτὸ τοῦ διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.

............

Τώρα ἔχομεν ἓν πρόβλημα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθῶμεν εἰς τὴν εὐχήν. Εἴμεθα κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὰς ἀπασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, ζῶμεν μὲ τὸ ἄγχος, δὲν κατορθώνομεν νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ λογισμούς, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ τρικυμίας. Διὰ νὰ ὑπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διὰ νὰ εἴμεθα χαρούμενοι πρέπει νὰ παίζωμεν κιθάρα ἢ νὰ εὕρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή! Μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ προσευχώμεθα ὅσον καὶ ὅπως θέλομεν.
Δι᾿ αὐτὸ βεβαιοῦν οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχὴν καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ «ῥώννυσι τὴν ψυχήν, καθὼς ὁ οἶνος τὸ σῶμα».
O λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς τὴν Γραφὴν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας. Ὅταν μελετῶμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ μάλιστα, ἀσκητικῶν Πατέρων, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ἐργασίαν μας προσεκτικοί, ὅταν κοπιάζωμεν εἰς τὴν ζωὴν μὴ σπαταλῶντες τὰς δυνάμεις μας, ἀλλὰ δίδοντες αὐτὰ εἰς τὸ καθημερινόν μας καθῆκον, ὅταν οὕτω πὼς ἡ ζωὴ ἡμῶν εἶναι μία ἄσκησις καθημερινή, τότε αὐτὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ μελέτη προλειαίνουν τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ καθίσταται ἱκανὴ νὰ ἀναβαίνῃ πρὸς τὰ ἄνω.
Διὰ νὰ προσεύχεσαι πρέπει νὰ ἔχῃς ἓν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ καλλιεργῇς. Ὅπως προσέχωμεν τὴν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νὰ προσέχωμεν καὶ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμεθα χαρούμενοι. Ὅταν συνηθίζωμεν νὰ προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ περισσότερον ἀκόμη. Ἂν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἂν βαρυθυμῇς, κάτι μέσα σου δὲν πηγαίνει καλά. Νὰ τὸ κυττάξης, νὰ δώσης προσοχήν, διότι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾷ πολύ.
Ἴδετε τί ὡραία ποὺ λέγεται περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὅστις ὑπέστη τὰ πάνδεινα- ὅτι οὗτος «ἦν τὴν ἔντευξιν ἰλαρώτατος καὶ τὴν ὄψιν ἤδιστος καὶ χαριέστατος». Εἰς τὰς συναναστροφάς του τὸ χαμόγελόν του ἦτο φαιδρότατον, γλυκύτατον τὸ πρόσωπόν του καὶ ὁλόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μᾶλλον ἦτο εἰς τὴν ἀναστροφήν του μὲ τὸν Θεόν, εἰς τὴν προσευχήν του ὡς ἥλιος φωτεινός!
Ἕνας ἄλλος δὲ ἀσκητικὸς Πατήρ, ὁ ὅσιος Νεῖλος, σημειώνει πολὺ ὄμορφα: «Προσευχὴ ἐστι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας πρόβλημα». Θέλεις νὰ γνωρίσῃς, ἐὰν ἡ προσευχή σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει ἡ ἀγαλλίασις, ἀναδίδεται εὐχαριστία ἐκ καρδίας; Καὶ «ὅταν παριστάμενος εἰς προσευχήν, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην χαρὰν γενήσῃ, τότε ἀληθῶς εὕρηκας προσευχήν».
H προσευχή, ἑπομένως, εἶναι χαροποιός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἔχωμεν καὶ τὸν ἀγῶνά μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῶν παθῶν. Οὔτε αὐτὸ νὰ μᾶς καταθλίβῃ, ἀφοῦ παρεδώσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ζωήν μας. Ὅμως ὁ ἀγὼν εἶναι ἀναγκαῖος, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ ζωή μας. Ἂν θέλωμεν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, νὰ μὴ κρατῶμεν ἐντὸς ἡμῶν καμμίαν πικρίαν ἐναντίον ἑτέρου, νὰ μὴ ἀναμειγνυώμεθα εἰς τὴν ζωὴν κανενὸς ἀνθρώπου, νὰ μὴ ἐξαναγκάζωμεν κανένα, νὰ μὴ πληγώνωμεν, νὰ μὴ τὸν στενοχωρῶμεν, οὔτε νὰ στενοχωρούμεθα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Νὰ εἶναι αἱ κοινωνικαὶ σχέσεις μας φυσικαὶ καὶ ἀπλαί. Νὰ νιώθωμεν ὅτι οἱ ἄλλοι, πάντες καὶ ἐγώ, εἴμεθα ἓν καὶ τὸ αὐτό, θεωροῦντες «ἕνα ἑαυτὸν μετὰ πάντων», χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀλλοιούμεθα εἰς τὸ φρόνημα ἢ νὰ ἐκτρεπώμεθᾳ εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὰς ἀναστροφάς. Τότε ἡ προσευχὴ εἶναι εὔκολος. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσωμεν τὸν Θεὸν νὰ ἐργάζεται μέσα μας, ὅπως ὁ χωρικὸς ποὺ σπέρνει καὶ περιμένει τὴν βροχούλα τοῦ Θεοῦ.
Ἡμεῖς θὰ ἐνεργῶμεν τὸ ἰδικόν μας ἀγώνισμα, θὰ μνημονεύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ στόμα, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλοι ὅπως τοὺς δίδει ἡ θεία Χάρις, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται, ὅποτε ἀστράπτει τὸ πνεῦμα τους καὶ κραυγάζοντας συναντάει τὸν Θεόν.
Ἀσφαλῶς ἀξίζει νὰ δίδωμεν χρόνον πολύν, ὅσον δυνάμεθα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸ πατερικὸν λόγιον «ἀνάγκασον ἑαυτὸν εὐχὰς πολλὰς ποιῆσαι», ἀφήνοντας τὰ πάντα εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλ᾿ ἔστω καὶ μίαν εὐχὴν ἂν εἴπωμεν, καὶ τοῦτο ἔχει ἀξίαν μεγάλην. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ «πάσα εὐχή, ἣν προσφέρεις ἐν τῇ νυκτί, πασῶν τῶν τῆς ἡμέρας πράξεων ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τιμιωτέρα». Καὶ γίνεται ἀκόμη ἀποδοτικωτέρα, ἐὰν τὴν προσφέρωμεν κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας.
Ἄφησε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος εἰς κάθε ἕνα. Κάνε τὸ ἔργον σου καὶ ὁ νοῦς σου εἰς τὴν εὐχήν! Καὶ διάλεξε καλὸν ὁδηγόν, χειραγωγὸν εἰς Χριστόν.
Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσωμεν, ὅτι εἰς τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἠμποροῦμεν νὰ εἴμεθα ἥσυχοι.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Σκεφθῆτε, μέσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ, ἡ κατοικία Του, ὅπου «τὸν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζομεν», δι᾿ ὃ καὶ μέσα μας ἐπιτελεῖται μία «τῶν ἐπουρανίων προσκύνησις». Μαζί Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὁμογάλακτοί μας Ἅγιοι, ποὺ ἐθήλασαν ἀπὸ τὸν μαστὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἰδικοί μας ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, ποὺ μᾶς περιμένουν, μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς καθιστοῦν μακαρίους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας- «μακάριος ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ», εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐνθυμεῖσθαι αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ὁ Χριστός; «Εἰσὶ τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει». Αὐτὸ ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἡμᾶς. Τὸ Πνεῦμα μας ἀξιώνει, ὅταν προσευχώμεθα, νὰ κατανοῶμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶμεν τὰ μυστήρια αὐτά. Καὶ φθάνουν οἱ Ἅγιοι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστόν, Αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι κανεὶς δὲν Τὸν βλέπει καὶ κανεὶς δὲν Τὸν ἠξεύρει. Καὶ ὅμως! Διὰ τῆς προσευχῆς κατανοοῦμεν «τὸ ἀπερινόητον καὶ τὸ ὑπερφαὲς περιεχόμενον τοῦ Θεοῦ μας», ἀφοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος Χάρις πάσης πηγῆς ἀναβλύζει, δι᾿ ἧς καὶ τὸ ἄῤῥητον κάλλος τοῦ Θεοῦ μας διδάσκει.
Καὶ ἂν ἡμεῖς δὲν φθάσωμεν ἐκεῖ, πάλιν θὰ μᾶς φέρῃ ἡ εὐχὴ εὐλογίας, παρηγορίαν, εὐχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, «ἐκάστῳ ὡς συμφέρει».

.............

Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ προσευχή.
Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῇ): «Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!» Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιά του νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγῃ καὶ αὐτός.
Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταία χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ἕνας ἰδικός μας μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γερο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῇ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιά - κρεμαστήρας - καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἓν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἔπραττον. Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του εἰς τὸ πάτωμα. Ἔλεγεν: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ᾿ ἀκούῃ τὴν προσευχήν μου ὁ Θεός- ν᾿ ἀκούῃ τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. H ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μου». Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: «Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὁσίου».
Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς του ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- «καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν».
Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωή του ἦτο διαρκὴς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερό-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἓν βίωμᾳ γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.
Ἀπὸ τὸ Ὄρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ᾿ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὠσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἐπέδρασεν ὁ Ἄθως καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, Κολλυβᾶδες. Ἡ εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Ὅπου καὶ ἂν πάῃ κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερὰν προσευχὴν ὅσον δύνανται.

...............

Τί θὰ ἦτο, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν προσευχὴν αὐτήν;
Καὶ τί εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος χωρὶς τὴν εὐχήν;
Μία καρδιὰ ποὺ δὲν ἔχει τὴν προσευχὴν αὐτήν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζει μὲ μίαν νάϋλον σακκούλα, ποὺ βάζεις τώρα κάτι μέσα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σχισθῇ γρήγορα καὶ θὰ τὴν πετάξῃς.
Ἐκεῖνο ποὺ νοηματίζει τὴν ζωὴν ὅλην καὶ τὴν ὕπαρξίν μας, διότι δίδει τὸν Θεόν, εἶναι ἡ προσευχή μας.
Λέγουν, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τῆς ζωῆς, ὅταν σταματήσουν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ προσεύχωνται; Ὄχι, διότι πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον. Καὶ ὅσον τοιαῦται ψυχαὶ ὑπάρχουν, δὲν θὰ χαθῇ ὁ κόσμος. H προσευχὴ ἡ ἀδιάλειπτος τὸν ποτίζει μυστικά.
Ἀντιθέτως κάποτε θὰ ἀνακαινισθῇ ὁ κόσμος καί, ὅπως ἕως τώρα συνώδινε καὶ συνωδίνει μετὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως, τότε ποὺ θὰ γίνῃ καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, θὰ συναγάλλεται ἐπὶ τῇ αἰωνίῳ εὐφροσύνῃ καὶ δόξῃ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα εἰς τὴν θεϊκὴν φωτοχυσίαν.

Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας)