Μιά ἐρώτηση γεμάτη εἰρωνεία ἤ εἰλικρίνεια.
Κάνοντας καλό λογισμό καί θεωρώντας πώς κρύβει ἀληθινή ἀγωνία γιά ἀπάντηση, ταπεινά καταθέτουμε τά ἑξῆς:
Πράγματι ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ, καί τά πάντα πληροῖ καί τά πάντα κρατεῖ, ἀλλά ἐνοικεῖ μόνο στούς Ἁγίους, ζώντας μέσα σέ αὐτούς καί γνωριζόμενος διά μέσῳ αὐτῶν ὡς ὀργάνων τῆς ἐνεργείας Του.
Οἱ Ἅγιοι εἶναι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, καί κατά τήν Χάριν, ἴδιοι μέ τόν Ἰησοῦ. Πράγματι, ἀφοῦ ἀνύψωσαν τό νοῦ τους πρός τίς θεῖες καί ἄναρχες καί ἀθάνατες Ἀκτῖνες τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀφοῦ ἀναγεννήθηκαν κατά Χάριν διά τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί ἀφοῦ ἔφεραν πλήρη τήν ὁμοίωση πρός τό Θεό πού τούς ἀναγέννησε, εὔλογα ἔλαβαν τό ὄνομα θεοί. Ὄχι ἀπό τήν καλλιέργεια τῶν φυσικῶν προσκαίρων ἰδιωμάτων τους, ἀλλά ἀπό τά θεῖα καί μακάρια γνωρίσματα διά τῶν ὁποίων, ὅσο περισσότερο μετεῖχαν σ᾿ αὐτά, τόσο περισσότερο μεταμορφώθηκαν καί θεώθηκαν. Ἔγιναν «Καινή κτίση» (Α΄Κορ., ε΄17), ὁ καθ’εἷς «νέος ἄνθρωπος» (Κολασ., γ΄10).
Τό θέμα δέν εἶναι ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό κατά πόσο ἐμεῖς μετέχουμε σ᾿ αὐτήν διά τῶν μυστηρίων, οἰκειοθελῶς καί ἐγκαρδίως, ταπεινά καί ὑπάκουα σ᾿ αὐτό πού θέλει ὁ Θεός καί ὄχι ἡ σκεψούλα μας.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι φύσει κτίσματα δέν θά μποροῦσαν ἀλλοιῶς νά γίνουν υἱοί τοῦ Θεοῦ, παρά μόνον ἄν δέχονταν τό Πνεῦμα τοῦ Φυσικοῦ καί ἀληθινοῦ Θεοῦ· γιά νά συμβεῖ λοιπόν αὐτό ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα (Ἰωάν., α΄14) ὥστε νά καταστήσει τό ἀνθρώπινο, δεκτικό θεότητος καί νά τό καλέσει υἱό» (Κατά Ἀρειανῶν,PC26, 273A).
Ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς διδάσκει ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι κατά φύσιν ἀγαθός. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀγαθός μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς διαγωγῆς του μέσῳ τοῦ ὄντος ἀγαθοῦ, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τό κακό οὔτε φυσική ὕπαρξη ἔχει οὔτεεἶναι κανείς ἐκ φύσεως κακός. Ὁ Θεός δέν ἔπλασε τίποτε κακό. Ὅταν κανείς ἐπιθυμήσει τό κακό, τότε τό ἀνύπαρκτο ἀρχίζει καί γίνεται ὑπαρκτό, ὅπως τό θέλει ἐκεῖνος πού τό κάνει.
Σέ ἄλλο σημεῖο πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χρησιμοποιεῖ τό ἑξῆς παράδειγμα: «Ὅπως ἄν κάποιοςκλείσει τά μάτια του, ἐνῶ λάμπει ὁ ἥλιος καί ἡ γῆ φεγγοβολεῖ ἀπό τό φῶς του, ἀνακαλύπτει μέσα του τό σκοτάδι, τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει στήν πραγματικότητα, καί περπατᾶ στό ἑξῆς περιπλανώμενος καί πολλές φορές πέφτει ἤ βαδίζει πρός τούς γκρεμούς καί νομίζει πώς δέν ὑπάρχει πλέον φῶς, ἔτσι καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή ἔκλεισαν τά μάτια τους διά τῶν ὁποίων μποροῦν νά βλέπουν τό Θεό, ἐπιθύμησαν καί βρῆκαν τά κακά τους, διαπράττοντάς τα, νομίζοντας μάλιστα ὅτι κάτι κάνουν. Ἔτσι ἐνῶ ἡ ψυχή δημιουργήθηκε νά βλέπει τό Θεό, ἐκείνη ἐπεζήτησε τά φθαρτά καί τό σκότος. ...Ἄλλαξε κατεύθυνση καί ξέχασε ὅτι εἶναι πλασμένη κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ...Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τόν ἑαυτό της, ἔχοντας χάσει καί τό Θεό, κατασκευάζει τά ἀνύπαρκτα καί βλέπει μόνο ἐκεῖνα τά ὁποῖα προσπίπτουν στίς αἰσθήσεις». (Κατά εἰδώλων, σελ.90-96, τ.1 ΕΠΕ).
Ἔτσι, ἡ ἀπάντηση σέ αὐτούς πού ἀποροῦν γιά τά πολλά κακά καί δεινά τοῦ κόσμου καί μέμφονται τόν Θεό πού δέν τά καταργεῖ ὡς Παντοδύναμος καί πανταχοῦ Παρών εἶναι:
Ἐκτός ἀπό τήν ΑΜΑΡΤΙΑ, κανένα πράγμα ἀπό τά τοῦ βίου αὐτοῦ δέν εἶναι πραγματικά κακό, ἔστω καί ἄν προξενεῖ κάκωση, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος.
Ἁμαρτία ἐστιν ἡ ἀπιστία στόν Χριστό[1].
Ἀπό τήν ἁμαρτία ἐπέρχεται σέ μᾶς ἐμφύλιος στάσις καί σύγχυσις πού προκαλεῖ κάθε εἶδος κακίας καί ἐνοικίζει τόν ἀρχηγό τῆς κακίας μέσα στούς ἀπίστους στασιάρχες καί στασιαστές·ὁ ἀρχηγός αὐτός, ὁ σατανᾶς, μετασκευάζει σέ θηρία αὐτούς στούς ὁποίους εἰσοικίζεται, δέν εἶναι δέ ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι τούς προετοιμάζει νά ἀποκτήσουν ἦθος δαιμόνων. Καί ἔτσι ἀπό τότε πού ὁἀρχάγγελος ἑωσφόρος ἐξέπεσεἀπό ἀγαθός ἄγγελος, ὅπως τόν εἶχε δημιουργήσει ὁ Θεός, ἔγινε μέ τή δική του προαίρεση ἀνθρωποκτόνος καί μισάνθρωπος διάβολος, ἀντιστεκόμενος στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, διαβάλλοντάς τις στούς ἀνθρώπους, ποθώντας νά τούς καθιστᾶ καί αὐτούς ἀνθρωποκτόνους καί ἀντιπάλους στό Ζωοδότη Χριστό.
Ἀφοῦ λοιπόν ὅλη ἡ Κτίσις εἶναι τρεπτή, πλήν τῶν ἀγγέλων πλέον, ἡ ὁρατή καί ἡ ἀόρατη, ἡ αἰσθητή καί ἡ ἀναίσθητη, ἡ λογική καί ἡ ἄλογη, μόνο ἡ λογική φύσις τοῦ ἀνθρώπου ἔχοντας τό αὐτεξούσιο,μπορεῖ ἐθελούσια, ἀφ’ἑαυτῆς, ἤ νά ἀναχθεῖ στό ἀγαθότερο ἤ νά ἐκπέσει στό χειρότερο. Ἤ νά προσηλωθεῖ στή βούληση τοῦ Θεοῦ στήν ὁποία προστίθεται σ’αὐτήν γιά πάντα ἡ προκοπή καί πρόοδος πρός τό καλύτερο, ἤ νά ἀντιταχθεῖ στή βούληση τοῦ Θεοῦ, στίς ἐντολές Του, ὁπότε δικαίως ὁ Θεός παραχωρεῖνά ὑποπέσει ἄθλια καί καί νά ἐκπέσειστό χειρότερο.
Ἔχουμε γίνει ἀπό τόν Θεό αὐτεξούσιοι καί ἐλάβαμε μέσα μας τό ἡγεμονικό τῆς ψυχῆς ὡς ἐξουσιαστική δύναμη κατά τῶν παθῶν, τοῦ δόλου, τῆς κακίας, χωρίς κανένας νά μᾶς κυριαρχεῖ ἤ νά μᾶς ἐκβιάζει. Ὁ Τριαδικός Θεός πλάττοντας τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, τόν ἀξίωσε μεγάλης προνοίας ὥστε χρησιμοποιώντας σωστά τό αὐτεξούσιο νά κλίνει ὄχι πρός τό κακό, ἀλλά πρός τό ἀγαθό. Αὐτεξούσια γίνεται κανείς καλός ἤ κακός. Ὁ Ἀγαθός Θεός εἶναι ἀπείραστος κακῶν.
Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού μέμφονται τόν Θεό γιά τά δεινά τοῦ κόσμου, τά δεινά τῶν ἀνθρώπων; Ἄν ὁ Θεός καταργήσει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, κάνοντάς τον μόνο ἀγαθό, τότε καταστρέφει τό ἴδιο τό πρόσωπο, τήν ἴδια τή δημιουργία, τήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς, μέ ἀποτέλεσμα νάπαρουσιάζεταιὄχι μόνο ὡς ὑπεύθυνος τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαθότητας, κάτι πού δέν θά ἄρεσε σέ ὅλους, ἀλλά καί ὡς αὐτός πού θά ἀκυρώνει τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, ἀφοῦ ὡς ἐλεύθεροςΘεός θά καταλύειτό ἰδίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπό τόν κατ᾿ εἰκόναΘεοῦ δημιουργημένο ἄνθρωπο.
Ἐν τούτοις, ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος, ἀλλά κατά πάντα Δίκαιος καί Ἀγαθός.
Ἐπιτρέπει καί παραχωρεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, τό φερόμενο ὡς κακό, θεομηνίες, πολέμους, πείνα, διαζύγια, ἀρρώστιες, βάσανα καί πόνους, ἀποτυχίες, θλίψεις, θανάτους, μέ σκοπό νά δώσει τήν ἔσχατη εὐκαιρία στόν καθένα πού ἐπέλεξε τήν ἁμαρτία, τό ὄντως κακό, νά γλυτώσει διά τῆς μετανοίας ἀπό τήν αἰώνια καταδίκη[2].
Ἡ τεράστια ὅμως ἀδικία πού συντελεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο πρός τό Θεό εἶναι νά ρίχνει,τυφλωμένος, τά βάρη καί τίς εὐθῦνες στό Θεό, ἀποκομίζοντας τό κρῖμα γιά τόν ἑαυτό του.
Χρειαζόμαστε, ἀδελφοί μου νοῦν Χριστοῦ, τό φρόνημα τῶν Ἁγίων, γιά νά κατανοήσουμε εἰς τέλος τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, ἤτοι τῶν δεινῶν πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος ἐξεγέρθηκε ἀπό φθόνο καί μῖσος ἐναντίον μας. Ἐν τούτοις, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ζωῆς, ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας, κινήθηκε γιά χάρη μας ἀπό ὑπερβολική φιλανθρωπία καί ἀγαθότητα. Καί ὅπως ὁ διάβολος ἄδικα ἀγάπησε τήν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ Πλάστης δίκαια ἀγάπησε τή σωτηρία τοῦ πλαστουργήματος καί ἀπέθανε διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί ἀνέστῃ διά τήν δικαίωσιν ἡμῶν.
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (Ἰωάν., γ΄16)«...ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ' ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας.» (Ἐβρ.,β΄14-15)
Ἀπό αὐτό ἔγινε ὁλοφάνερη ἡ δικαιοσύνη. Ἔπρεπε δέ νά διδαχθοῦν καί οἱ ἄνθρωποι νά ἐπιδεικνύουν τή δικαιοσύνη μέ ἔργα ἐδῶ, κατά τόν καιρό τῆς θνητότητος, ὥστε παίρνοντας δύναμη νά τή διατηροῦν σταθερά τόν καιρό τῆς ἀθανασίας. Ἄς μήν κατηγορεῖται στό ἑξῆς ὁ Θεός γιά τό κακό καί τά δεινά πού ἡ ἁμαρτία σωρεύει στή ζωή μας. Αὐτή, ἡ ἁμαρτία, εἶναι τό μόνο καί μοναδικό κακό, ἡ μόνη καί μοναδική ἀδικία[3].Μέγας εἶ Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει,πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου.
Ἄς ποῦμε λοιπόν ἁπλά, μά μέ καρδιά, αὐτό πού εἶπε καί ὁ προφητάναξ Δαυΐδ: «ἐξαγορεύσω κατ᾿ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄, 5)
Στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Βασιλέα καί Κύριον, ἀνήκει ἡ Δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Πρεσβ. Αθανάσιος Μηνάς
[1]«...περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ·» (Ἰωάν.,ιστ΄ 9)
[2]«τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος...» (Ρωμ., στ΄ 23)
[3]«...ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον·» (Ἰωάν.Α΄,ε΄16)