Απομαγνητοφωνημένο κείμενο ομιλίας του π. Σεραφείμ Μπέλλ το 1997, σε σύναξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου διηγείται την αιτία και τις συνθήκες της μεταστροφής του στην Ορθοδοξία.
[Ομιλεί ο εισηγητής] ... αυτή η ομιλία, όμως, πιστεύω πως θ’ αποτελέσει μία ξεχωριστή εμπειρία για όλους μας. Ο πατήρ Σεραφείμ Μπελλ (Seraphim Bell) αποτελεί μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα περίπτωση για τους περισσότερους από εμάς, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα στην Ορθοδοξία.
Πρώην προτεστάντης πάστορας και διδάκτωρ της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Άμπερντιν (Aberdeen) της Σκωτίας, είναι σήμερα Ορθόδοξος ιερέας και εφημέριος της ενορίας του Αγίου Στεφάνου στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τον ευχαριστούμε, για μία ακόμη φορά, που μας κάνει την τιμή να είναι απόψε κοντά μας. Τη μετάφραση θα κάνει ο κ. Παπαρνάκης Θανάσης, θεολόγος, τον οποίον επίσης ευχαριστούμε πολύ. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας μπορείτε να δίνετε τις ερωτήσεις σας στα παιδιά που θα υπάρχουνε στα πλαϊνά, κατά μήκος της αίθουσας. Ο λόγος στον πατέρα Σεραφείμ.
Καλησπέρα σας!
Αυτό που βλέπω ακριβώς δεν είναι αυτό που περίμενα. Όταν με καλέσατε να συναντηθούμε νόμιζα ότι θα ήμουνα με ορισμένους φοιτητές της Ιατρικής σ’ ένα μικρό δωμάτιο και όχι αυτό το μεγάλο, το οποίο βλέπω αυτή τη στιγμή. Αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας απόψε είναι και ο λόγος για τον οποίον έγινα Ορθόδοξος. Και για να το πετύχουμε αυτό επιτρέψτε μου στην αρχή να προσδιορίσουμε μία συνάφεια, μέσα στην οποία θα εξηγήσουμε τί σημαίνει, τί ήμουν σαν Προτεστάντης.
Κατάγομαι από τη Σκωτία - οι πρόγονοί μου προέρχονται από τη Σκωτία - και όσο μπορούμε να γνωρίζουμε από το παρελθόν μας έχουμε, είχε όλη η οικογένειά μου μεγαλώσει, ως Πρεσβυτεριανοί Προτεστάντες. Μεταστράφηκα και γνώρισα το Χριστό όταν ήμουν πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο· παρόλο που είχα μεγαλώσει ως Πρεσβυτεριανός βέβαια και Προτεστάντης, η σχέση μας με τη θρησκεία ήταν πολύ τυπική και δεν γνώριζα ουσιαστικά το Χριστό, παρά από τότε που έγινα φοιτητής. Ήταν μία πραγματικά συγκλονιστική εμπειρία αυτή για μένα, διότι άλλαξε τα πάντα στη ζωή μου και την έθεσε σε μία καινούρια πορεία, κι είναι από τότε που αποφάσισα να σπουδάσω και τη Θεολογία.
Όπως μπορείτε να το δείτε και στις αφίσες, σπούδασα Θεολογία και πήγα στη Σκωτία, στη γη των προγόνων μου, όπου και έκανα και το διδακτορικό μου στη Θεολογία· για μία περίοδο τεσσάρων (4) ετών επίσης διακόνησα ως ιερέας στην Εκκλησία της Σκωτίας. Μετά από αυτά τα τέσσερα χρόνια επέστρεψα στην Καλιφόρνια, όπου συνέχισα να διακονώ ως Πρεσβυτεριανός ιερέας. Κι ήμουν επίσης και καθηγητής της Θεολογίας σε διάφορες Θεολογικές σχολές στην Αμερική.
Από πνευματικής απόψεως εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα για μένα. Αισθανόμουν ότι η όλη εμπειρία που είχα από τον Χριστιανισμό, ήταν μια πολύ διανοητική εμπειρία, η οποία άφηνε το πνεύμα μου τελείως ξερό και άγονο. Τον ίδιο καιρό η Πρεσβυτεριανή εκκλησία, την οποία διακονούσα, περνούσε πολύ δραστικές αλλαγές. Ήταν κοινή θέση για πολλούς Πρεσβυτεριανούς διακόνους να αρνούνται τη θεότητα του Χριστού, να αρνούνται την Παρθενία της Θεοτόκου και επίσης και το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Τελικά, το 1987 και εγώ και η γυναίκα μου αισθανθήκαμε μια εσωτερική ανάγκη να αφήσουμε την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Και έκανα κάτι, το οποίο είναι κάτι πολύ φυσικό για τους Προτεστάντες, ξεκίνησα μία δική μου εκκλησία.
Το 1989 μετακόμισα σε μία καινούρια πόλη και παρόλο που δεν γνώριζα κανέναν, άρχισα να κάνω ομιλίες, να οργανώνω συναντήσεις και σε πολύ λίγο χρόνο είχε ήδη αναπτυχθεί μία καινούρια εκκλησία. Και πολλοί, που αποτελούσαμε την εκκλησία αυτή, είχαμε μαζευτεί εκεί πέρα για κοινούς λόγους. Επιθυμούσαμε μία εσωτερική εμπειρία του Πνεύματος του Θεού, αλλά αυτό που κυρίως επιθυμούσαμε ήταν μία εμπειρία της Εκκλησίας, της Χριστιανικής Κοινότητας.
Πολλές φορές λέω στις ομιλίες μου, ότι ο Θεός μάς έχει καλέσει να γίνουμε μία Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Δεν είχα όμως ιδέα για το τί σήμαινε να είναι κανείς Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, αλλά ήμουν πεπεισμένος, ότι αυτό έπρεπε να γίνουμε. Δεν είχα ουδεμία ιδέα για το πώς θα γινόμασταν μία Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, αλλά και πάλι ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό ήταν που ο Θεός μάς καλούσε να κάνουμε.
Μετά από κάποιο διάστημα έφτασα σε ένα σημείο ώστε να μη ξέρω τι να κάνω στη συνέχεια. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο δάσος, σε διάφορα δάση στη Βόρεια Καλιφόρνια, για να αποσυρθώ και να προσευχηθώ και να ζητήσω από τον Θεό να μας δείξει το τί έπρεπε να κάνω. Και αισθάνθηκα μία απεγνωσμένη ανάγκη του Λόγου του Θεού για τη ζωή μου και για την εκκλησία μου.
Το 1992 έφτασα στο συμπέρασμα ότι και εγώ και οι υπόλοιποι ηγέτες της Εκκλησίας μου έπρεπε να κάνουμε ένα καινούριο βήμα. Αποφασίσαμε να συγκεντρώσουμε την Εκκλησία μας και να τους προσκαλέσουμε να νηστέψουμε και να προσευχηθούμε για σαράντα μέρες. Και όσο θα νηστεύαμε θα προσευχόμασταν, ώστε ο Θεός να μάς δείξει τον δρόμο, τον οποίο ήθελε να ακολουθήσουμε. Το πρώτο απόγευμα που συγκεντρωθήκαμε μαζί για να προσευχηθούμε, διάφοροι άνθρωποι είχαν έρθει μέσα στο χώρο που ήμασταν μαζεμένοι και ρωτούσαν εάν ήταν ο χώρος εκείνος που θα μιλούσε ο Φρανκ Σέφερ (Frank Schaeffer). Ήξερα ποιός ήταν ο Φρανκ Σέφερ. Οι πιο πολλοί Αμερικανοί Προτεστάντες γνωρίζουν το όνομα «Σέφερ» (Schaeffer), διότι ο πατέρας του, ο Φράνσις Σέφερ (Francis Schaeffer), ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς προτεστάντες θεολόγους. Αλλά δεν γνώριζα ότι εκείνο το βράδυ μιλούσε σ’ ένα κοντινό κτίριο στο χώρο.
Όταν τελείωσε η συνάντηση της προσευχής μας, πολλά μέλη της Εκκλησίας μας πήγανε για να ακούσουνε την ομιλία του Σέφερ. Στην επόμενη συνάντησή μας ήρθανε και με πληροφορήσανε ότι
ο Σέφερ είχε γίνει Ορθόδοξος! Και με ρώτησαν ποιά ήταν η γνώμη μου γι’ αυτό. Και τους είπα ότι δεν ήταν και πολύ καλή η ιδέα μου γι’ αυτό. Το περιφρόνησα. Κι όταν άρχισαν να με ρωτούν διάφορες ερωτήσεις γι’ αυτό, τούς είπα να μη ασχολούνται κι ότι δεν έχει καμμία ουσία να ασχολούνται μ’ αυτό το θέμα.
Το επόμενο πρωί πήγα σε μία συνάντηση με άλλους Πρεσβυτεριανούς ιερείς. Συναντιόμουν μ’ αυτούς τους ανθρώπους για σχεδόν δέκα χρόνια. Συναντιόμασταν μία φορά το μήνα, για να προσευχηθεί ο ένας για τον άλλο και για τις εκκλησίες του καθενός. Και σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη συνάντηση, την επομένη μέρα που άκουσα για τον Φρανκ Σέφερ, ανακάλυψα ότι ένας από τους ιερείς, που συμμετείχαν σε κείνη τη συνάντηση, μελετούσε για την Ορθοδοξία· αυτός είναι ένας από τους καλύτερους φίλους μου, και ταράχτηκα πάρα πολύ που το άκουσα.
Όταν τελείωσε η συνάντηση, τον πήρα στην άκρη και του είπα: για ποιό λόγο το κάνεις αυτό το πράγμα, τί νομίζεις ότι κάνεις; Μού είπε ότι διάβαζε τους Ορθόδοξους Πατέρες, ότι πολλές φορές πήγαινε και παρακολουθούσε Ορθόδοξες Λειτουργίες και είχε συζητήσεις με διάφορους Ορθόδοξους ιερείς. Θύμωσα πάρα πολύ μ’ αυτό κι αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μού είπε ότι συζητούσε για τα θέματα αυτά με έναν από τους καλύτερους φίλους μου και τον πιο παλαιό φίλο μου στο Χριστιανισμό, με τον οποίον είχαμε σπουδάσει μαζί, είχαμε διακονήσει μαζί κι ανακάλυψα ότι κι εκείνος επίσης μελετούσε για την Ορθοδοξία. Έτσι λοιπόν αποφάσισα, ότι έπρεπε να θέσω ένα τέρμα σ’ αυτή την υπόθεση. Αλλά ήταν πάρα πολύ εύκολο για μένα, βέβαια, να πω στα μέλη της εκκλησίας μου να μη ασχολούνται καθόλου με την Ορθοδοξία, αλλ’ αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν και οι δύο θεολόγοι και ήξερα ότι έπρεπε να εργαστώ και να μελετήσω για να μπορέσω να τούς πείσω. Έτσι, λοιπόν, ήμουν πάρα πολύ εκνευρισμένος και θυμωμένος, διότι έπρεπε να αφιερώσω χρόνο γι’ αυτό, τον οποίο θα μπορούσα να αφιερώσω στη νηστεία και την προσευχή της εκκλησίας μου, με την οποία ζητούσαμε να μάς δείξει ο Θεός ποιό είναι το θέλημα και ο δρόμος Του.
Άρχισα λοιπόν να μελετώ για την Ορθόδοξη Εκκλησία, για τη θεολογία της, για την Πίστη της, για την πρακτική της, ένα δε από τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν γραμμένο από έναν Αμερικανό, ο οποίος είχε μεταστραφεί στην Ορθοδοξία· είναι ιερέας, ονομάζεται πατήρ
Πέτρος Γκίλκουιστ (Peter Gillquist) κι έγραψε ένα βιβλίο για το δικό του ταξίδι προς την Ορθοδοξία μαζί με άλλους δύο χιλιάδες Αμερικανούς. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ανακάλυψα ότι το 1987, αυτοί οι 2.000 Προτεστάντες είχαν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Ενόσω διάβαζα, το βιβλίο με είλκυε συγχρόνως και με απωθούσε. Με είλκυε, διότι ο πατήρ Πέτρος ρωτούσε τις ίδιες ερωτήσεις, οι οποίες και μένα απασχολούσαν, αλλά μ’ ενοχλούσαν πάρα πολύ οι απαντήσεις που είχε βρει.
Παρ’ όλα αυτά αποφάσισα, κατάλαβα ότι έπρεπε να μιλήσω με κάποιον· όχι μόνο να διαβάζω ένα βιβλίο, αλλά έπρεπε να μιλήσω ζωντανά με κάποιον, με κάποιους ανθρώπους. Κι έτσι, εκείνο το απόγευμα, αφού διάβασα το βιβλίο, τηλεφώνησα σ’ έναν από τους ιερείς, έναν από εκείνους τους 2.000 Αμερικανούς.
Συναντήθηκα μαζί του το επόμενο πρωί. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για μένα, στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν το ήξερα τότε. Πραγματικά, με εντυπωσιάζει πολύ το γεγονός, που σκέφτομαι τώρα, ακόμα και πριν αρχίσουμε να νηστεύουμε και να προσευχόμαστε, μαζί με την Εκκλησία μου, για να μας δείξει ο Θεός το δρόμο, ο Θεός είχε ήδη δώσει την απάντηση. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό καταλαβαίνω, ότι πραγματικά είναι καλός κι ότι αγαπάει την ανθρωπότητα.
Για πολλούς μήνες μετά, επτά ημέρες την εβδομάδα μελετούσα τους Πατέρες και έκανα συναντήσεις με Ορθόδοξους ιερείς και διάβαζα ορθόδοξα βιβλία. Ήταν μία περίοδος μεγάλης μάχης για μένα και μεγάλης αγωνίας. Μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές ήταν μάλλον, όταν κατάλαβα ότι η έρευνά μου για την Ορθόδοξη Πίστη δεν ήταν μία ενοχλητική απόσπαση από τη νηστεία και την προσευχή, δεν ήταν απλώς μία ενοχλητική έλλειψη άνεσης· κατάλαβα ότι ήταν ή ο Θεός ή ο διάβολος. Κατάλαβα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ή ήταν η απάντηση στη νηστεία και την προσευχή μας ή ήταν μία απάτη του διαβόλου· κι αυτό ήταν μία φοβερή αποκάλυψη για μένα. Είχε τη σημασία ζωής και θανάτου για μένα. Ήδη, όμως, καταλάβαινα με το μυαλό μου, με την καρδιά μου, ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού για μένα. Διανοητικά, όμως, με το μυαλό μου, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ.
Ήμουν ένας τυπικός δυτικός άνθρωπος. Στη Δύση το μυαλό μας είναι χωρισμένο από την καρδιά μας. Έτσι λοιπόν υπήρχε ένας διαχωρισμός, ένα χάσμα μέσα μου· η καρδιά μου ελκυόταν από την Ορθοδοξία και το μυστήριο, το οποίο υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά το μυαλό μου είχε πάρα πολλές δυσκολίες και πάρα πολλά επιχειρήματα εναντίον αυτού. Και χρειάστηκαν πάρα πολλοί μήνες προσευχής και νηστείας και μελέτης. Σε μία περίοδο, μάλιστα, η ένταση μεταξύ της καρδιάς και του μυαλού μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αρρώστησα. Πέρασα πολλές μέρες στο κρεβάτι, αισθανόμενος πάρα πολύ άρρωστος για να σηκωθώ και να εργαστώ, αλλά ευτυχώς δεν ήμουνα τόσο άρρωστος για να διαβάσω! Μετά από όλα αυτά έφτασα στην πεποίθηση και πείστηκα πλέον ότι ο Θεός με καλούσε στην Ορθοδοξία. Και δεν καλούσε μόνον εμένα, αλλά καλούσε και όλη την εκκλησία μου.
Μερικοί άνθρωποι με ρώτησαν: γιατί μόνος σου δεν πήγες στην Ορθοδοξία και θέλησες να πάρεις κι όλη την Εκκλησία σου μαζί; Και τους απάντησα ότι ο Θεός με έθεσε ποιμένα αυτών των προβάτων και ότι ολόκληρη η Εκκλησία προσευχόταν και νήστευε για να της δώσει ο Θεός την κατεύθυνση, κι όχι μόνον εγώ· κι ότι όταν απάντησε στις προσευχές, απάντησε και στις δικές τους προσευχές και όχι μόνο στις δικές μου. Έτσι, λοιπόν, έφτασε κάποτε ο καιρός όταν τηλεφώνησα σ’ έναν Ορθόδοξο ιερέα και του είπα ότι ήμουν πεπεισμένος ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία.
Αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι, ότι δεν έγινα Ορθόδοξος επειδή ήμουν εναντίον των Προτεσταντών. Ούτε έγινα Ορθόδοξος επειδή είχα κάποιες ρομαντικές παραισθήσεις σχετικά με την Ορθοδοξία. Δεν έγινα Ορθόδοξος επειδή είχα κάποιες παραισθήσεις σχετικά με ένα είδος βυζαντινής φαντασίας και ονειροπόλησης. Έγινα Ορθόδοξος για έναν και μόνο λόγο: Από υπακοή στην Αλήθεια. Και όλοι εκείνοι, από την Εκκλησία μου, που έγιναν Ορθόδοξοι μαζί με μένα, έγιναν Ορθόδοξοι για έναν και μόνο λόγο: από υπακοή στην Αλήθεια. Στην πραγματικότητα ήμασταν αρκετά λυπημένοι· δεν ήμασταν χαρούμενοι που γινόμασταν Ορθόδοξοι· για μας ήταν μία σταύρωση. Έπρεπε να πεθάνουν όλα όσα γνωρίζαμε. Σήμαινε, ότι έπρεπε να απαρνηθούμε ο,τιδήποτε γνωρίζαμε ως χριστιανικό τρόπο ζωής και μπαίναμε μέσα σ’ ένα καινούριο περιβάλλον, το οποίο δεν το γνωρίζαμε και ήταν τελείως ξένο για μας. Αλλά είχαμε να αντιμετωπίσουμε την επιλογή: να υπακούσουμε στο Θεό ή να δείξουμε ανυπακοή; Κι έτσι υπακούσαμε. Και ήταν μόνον αφού υπακούσαμε στο Θεό και μπήκαμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που καταλάβαμε τί μεγάλος θησαυρός ήταν αυτός, τον οποίο μάς είχε δώσει. Και πολλές φορές μού ήρθε στο νου το παλαιοδιαθηκικό χωρίο, ότι «η κατανόηση έρχεται με την υπακοή».
Έτσι, λοιπόν, γίναμε Ορθόδοξοι και έτσι καταλάβαμε ότι είμαστε μέρος ενός φαινομένου στην Αμερική, το οποίο είναι αρκετά ασυνήθιστο. Είναι μια πραγματικά μοναδική περίοδος στην Ιστορία της Αμερικής, είναι δε επίσης και μία μοναδική περίοδος στην Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γιατί τώρα, για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η Ανατολική Εκκλησία βρίσκεται μέσα στη Δύση και αυξάνεται μέσα στη Δύση. Αυτή τη στιγμή στην Αμερική υπάρχουνε χιλιάδες που επιστρέφουνε και μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία κάθε χρόνο. Κι αυτό είναι πραγματικά ένα θαύμα για μας. Είναι επίσης, όμως, και μία εντυπωσιακή πρόκληση, διότι μάς δίνει μεγάλη ελπίδα στην Αμερική, αλλά μάς προσφέρει και μία μεγάλη πρόκληση· και αυτή είναι ότι, όταν γίνεις Ορθόδοξος με Βάπτισμα και Χρίσμα, δεν γίνεσαι Ορθόδοξος μόνο με Βάπτισμα και Χρίσμα, αλλά γίνεσαι με τη μεταστροφή της καρδιάς και της ζωής.
Είναι εύκολο για σας, εδώ στην Ελλάδα, γιατί έχετε μία πολύ πλούσια παράδοση στην Ορθοδοξία, έχετε Ορθόδοξες Εκκλησίες παντού, έχετε Αγίους και Άγια λείψανα παντού, έχετε πνευματικούς πατέρες και μητέρες παντού. Στην Αμερική ο πνευματικός μου πατέρας ζει 1.500 μίλια μακριά από μένα. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, για μας στην Αμερική, όταν θέλουμε να γίνουμε Ορθόδοξοι, να το πετύχουμε αυτό! Μερικοί, εδώ πέρα, έχουν πει ότι αυτό πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατο! Πώς ένας μεταστραφείς μπορεί να γίνει Ορθόδοξος μέσα σε μια μεταστραφείσα Εκκλησία; Μπορώ να απαντήσω ότι «μόνο με τη Χάρη του Θεού»! Αυτό, το οποίο είναι αδύνατο για τους ανθρώπους, είναι δυνατό για το Θεό.
Αλλά, άσχετα από το κατά πόσο δείχνει σωστό ή όχι, χιλιάδες Αμερικανοί συνεχίζουν να μεταστρέφονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και γι’ αυτό το λόγο λέω: «Δόξα τω Θεώ!».
Fr Seraphim Bell: How I Became Orhtodox - π. Σεραφείμ Bell