Ἔχω διαιρέσει τήν παρουσίαση τοῦ θέματός μου σέ δύο μέρη. Στό πρῶτο μέρος θά ἤθελα νά ἀφήσουμε νά ἐντυπωθεῖ ὁ λόγος τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ ἀπ’ εὐθείας στίς καρδιές μας. Πρόκειται γιά λόγο ἀπόλυτα πατερικό, διαχρονικό, ἄρα καί πάντα ἐπίκαιρο. Στό δεύτερο μέρος θά ἀποτολμήσω νά δῶ τήν ἐποχή μας λίγο μέ τά μάτια τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ.
Ἀλλά, ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο τόν Ἅγιο νά μᾶς μιλήσει καί ἀρχικά νά μᾶς ἐμφυσήσει κάτι, ἔστω, ἀπό τό φλογερό του ζῆλο γιά τόν Χριστό καί τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλά καί ἀπό τήν ταπείνωσή του.
Στήν 1η Διδαχή λέει: «Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καί ἦτο δυνατόν νά ἀνεβῶ εἰς τόν οὐρανόν, νά φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, νά κηρύξω εἰς ὅλον τόν κόσμον, πώς μόνος ὁ Χριστός μας εἶνε Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, καί Θεός ἀληθινός, καί ζωή τῶν πάντων, ἤθελα νά τό κάμω. Καί ἐπειδή δέν δύναμαι νά πράξω ἐκεῖνο τό μέγα, κάμω τοῦτο τό μικρόν, καί περιπατῶ ἀπό τόπον εἰς τόπον, καί διδάσκω τούς ἀδελφούς μου τό κατά δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ’ ὡς ἀδελφός∙ διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶνε.»
Ὁ Πατροκοσμᾶς, «ζηλωτής τῶν ἀποστόλων γενόμενος», ὅπως λέγει τό Ἀπολυτίκιό του, ἀφήνει τήν ἄσκησή του στό Ἅγιον Ὅρος προκειμένου νά βοηθήσει τούς ἀδελφούς του.
Καί, παρ’ ὅτι ὡς καλόγηρος πού θέλει νά φυλάξει τήν παρθενία του σύμφωνα μέ τά ἴδια του τά λόγια θά ὤφειλε λόγῳ τῶν παθῶν πού ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο νά ἀποφεύγει τόν κόσμο καί περισσότερο ἀκόμα τήν γυναίκα, ἐκεῖνος στρέφεται μέ ὅλη αὐτή του τήν ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί τόν συναναστρέφεται καί ὁμολογεῖ: «μά ἐπειδή τό γένος μας ἔπεσεν εἰς ἀμάθειαν, εἶπα: Ἄς χάση ὁ Χριστός ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καί ἄς κερδίση τά ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σας, σώση καί ἐμένα.»
Ὁ Ἁγ. Κοσμᾶς ὑπῆρξε ἕνας συναρπαστικός διδάσκαλος. Ὁ λόγος του γεμάτος μέ εἰκόνες καί ἀπόλυτα ζωντανός. Τό ἀπόσπασμα πού ἀκολουθεῖ, ἀπό τήν 4η Διδαχή του, φανερώνει τή δύναμη αὐτή τοῦ Λόγου του: «κἄν ὁ οὐρανός νά κατεβῆ κάτω, κἄν ἡ γῆ νά ἀνεβῆ ἐπάνω, κἄν ὅλος ὁ κόσμος νά χαλάση, σήμερον, αὔριον, νά μή σᾶς μέλλη τί ἔχει νά κάμη ὁ Θεός. Τό κορμί σας ἄς τό καύσουν, ἄς τό τηγανίσουν∙ τά πράγματά σας ἄς σᾶς τά πάρουν∙ μή σᾶς μέλλει∙ δώσατέ τα∙ δέν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζονται. Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση, δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάγετε, νά μή τά χάσετε.»
Γι’ αὐτό καί ἡ τόσο μεγάλη ἀπήχηση τῶν λόγων του. Ὅπως τότε ὅταν κήρυττε ἐνθουσίαζε καί ξεσήκωνε τούς ἀνθρώπους, ἔτσι καί σήμερα, ὅταν διαβάζει κανείς τίς Διδαχές καί τίς Προφητεῖες του, αἰσθάνεται ὅτι ἡ διδασκαλία του τόν ἀγγίζει βαθύτατα.
Δέν ὑπάρχει λέξη τῶν κηρυγμάτων του πού δέν εἶναι πατερική καί ἐπίκαιρη καί σήμερα: Σταχυολογῶ κάποια ἀποσπάσματα.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιά τήν ἀγάπη πού ὀφείλουμε νά ἔχουμε πρός τόν Χριστό μᾶς δίνει τό ἑξῆς θαυμάσιο παράδειγμα: «πῶς σέ θέλει ὁ Θεός; Καθώς δέν θέλης ἐσύ νά ἔχη ἡ γυναῖκα σου καμμίαν συναναστροφήν μέ ἄλλον, ἔτσι σέ θέλει καί ὁ Θεός νά μή ἔχης καμμίαν μερίδα μέ τόν διάβολον. Εὐχαριστεῖσαι, ἡ γυναῖκα σου νά πορνεύη μέ ἄλλον; Ὄχι. Νά τήν φιλήση ἄλλος τήν γυναῖκα σου; Μήτε καί αὐτό δέν θέλεις. Ἔτσι θέλει καί σένα ὁ Θεός, ἀδελφέ μου, νά μή ἔχης καμμίαν συναναστροφήν μέ τόν διάβολον.» (5η Διδαχή)
Γιά τό σχολεῖο μᾶς λέει: «Νά μαζευθῆτε ὅλοι νά κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον νά μανθάνουν ὅλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά. Διότι ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε Ἁγία Τριάς, τί εἶνε Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία∙ τί εἶνε ψυχή, σῶμα κ.λ.π. Διότι χωρίς τό σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τό σκότος∙» (1η διδαχή).
Καί ἀλλοῦ: «Νά σπουδάζετε καί ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, νά μανθάνετε γράμματα ὅσον ἠμπορεῖτε. Καί ἄν δέν ἐμάθετε οἱ πατέρες, νά σπουδάζετε τά παιδιά σας, νά μανθάνουν τά ἑλληνικά, διότι καί ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τήν ἑλληνικήν. Καί ἄν δέν σπουδάσης τά ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δέν ἠμπορεῖς νά καταλάβης ἐκεῖνα ὁπού ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχης ἑλληνικόν σχολεῖον εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχης βρύσες καί ποτάμια∙ καί ὡσάν μάθης τό παιδί σου γράμματα, τότε λέγετε ἄνθρωπος.
Τό σχολεῖον ἀνοίγει τάς ἐκκλησίας∙ τό σχολεῖον ἀνοίγει τά μοναστήρια». (5η Διδαχή)
Ἀλλά ποῦ νά ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τέτοια σχολεῖα. Στίς μέρες μας ἰσχύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: τό σχολεῖο μέ τή μορφή καί τό περιεχόμενο πού ἔχει, κλείνει τά μοναστήρια καί τήν Ἐκκλησία.
Τό τελευταῖο ἀπόσπασμα στήν συνάφεια αὐτή ἀφορᾶ στήν Κυριακή:
«Πρέπει καί ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νά χαιρώμεθα πάντοτε, μά περισσότερον τήν Κυριακήν, ὁπού εἶνε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακήν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακήν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νά ἀναστήση ὅλον τόν κόσμον. Πρέπει καί ἡμεῖς νά ἐργαζώμεθα τάς ἕξ ἡμέρας διά ταῦτα τά μάταια, γήϊνα καί ψεύτικα πράγματα, καί τήν Κυριακήν νά πηγαίνωμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμεθα τάς ἁμαρτίας μας, τόν θάνατον, τήν κόλασιν, τόν παράδεισον, τήν ψυχήν μας ὁπού εἶνε τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν, νά πολυπίνωμεν καί νά κάμνωμεν ἁμαρτίας∙ οὔτε νά ἐργαζώμεθα καί νά πραγματευώμεθα τήν Κυριακήν. Ἐκεῖνο τό κέρδος ὁπού γίνεται τήν Κυριακήν εἶνε ἀφωρισμένο καί κατηραμένο, καί βάνετε φωτιά καί κατάρα εἰς τό σπίτι σας καί ὄχι εὐλογίαν∙» (4η Διδαχή)
Ἡ Κυβέρνησή μας, βέβαια, κινούμενη μέ οἰκονομικά κριτήρια καί μέσα στό πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, προσπαθεῖ νά μᾶς πείσει γιά τό ἀντίθετο. Ποιός ἄραγε ἔχει δίκαιο;;;
Μέ αὐτό θά περάσω στό δεύτερο μέρος τῆς παρουσίασης τοῦ θέματός μου. Ἐξαρχῆς θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι μέ ὅσα θά ἀκολουθήσουν δέν διεκδικῶ καμμία πρωτοτυπία. Ὅλα ἔχουν λεχθεῖ ἀπό ἄλλους καί μάλιστα ἔχουν ἀναπτυχθεῖ εὐρύτατα. Ἁπλῶς τά συνδέω ἐδῶ μέ τόν Ἁγ. Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό. Γνωρίζω ὅτι πρόκειται γιά τόλμημα. Ἀλλά πιστεύω ὅτι κινοῦμαι στό πνεῦμα του. Γι’ αὐτό ἄλλωστε τολμῶ αὐτό τό ἐγχείρημα.
Δύο ἀποσπάσματα πάλι παραθέτω ἀπό τίς Διδαχές τοῦ Ἁγίου, μέ βάση τά ὁποῖα θά κάνω κάποιες ἐπισημάνσεις σχετικά μέ τήν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση ὡς τίς μέρες μας. Τό πρῶτο εἶναι:
«Τριακόσιους χρόνους μετά τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεός τόν ἅγιον Κωνσταντῖνον καί ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν∙ καί τό εἶχαν χριστιανοί τό βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερον τό ἐσήκωσεν ὁ Θεός ἀπό τούς χριστιανούς καί ἔφερε τόν Τοῦρκον καί τοῦ τό ἔδωσε διά ἰδικόν μας καλόν, καί τό ἔχει ὁ Τοῦρκος 320 χρόνους. Καί διατί ἔφερεν ὁ Θεός τόν Τοῦρκον καί δέν ἔφερεν ἄλλο γένος; Διά ἰδικόν μας συμφέρον∙ διότι τά ἄλλα ἔθνη θά μᾶς ἔβλαπτον εἰς τήν πίστιν, ὁ δέ Τοῦρκος ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσης κάμνεις ὅ,τι θέλεις.» (3η διδαχή)
Τό δεύτερο ἔχει σχέση μέ τόν ἀντίχριστο: «Ὁ ἀντίχριστος εἶνε∙ ὁ ἕνας εἶνε ὁ Πάπας καί ὁ ἕτερος εἶνε αὐτός ὁπού εἶνε εἰς τό κεφάλι μας, χωρίς νά εἰπῶ τό ὄνομά του∙ τό καταλαμβάνετε, μά λυπηρόν εἶνε νά σᾶς τό εἰπῶ, διότι αὐτοί οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τήν ἀπώλειαν.» (9η Διδαχή)
Καί ἀπό τίς προφητεῖες τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ στήν ἴδια συνάφεια: «Τόν Πάπαν νά καταρᾶσθε, διότι αὐτός θά εἶνε ἡ αἰτία».
Γενικά, ὅταν μελετάει κανείς τό κήρυγμα τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ, καταλήγει ἀβίαστα στό ἑξῆς συμπέρασμα:
Ἡ βασική ἐπιδίωξη τοῦ Ἁγίου εἶναι ὁ ἀναβαπτισμός ὅλης τῆς ζωῆς μέσα στόν Χριστό. Αὐτό εἶναι τελικά τό «ποθούμενο» τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ στήν πλήρη διάστασή του, ἐκεῖνο τό «ποθούμενο», τό «Ρωμαίικο», γιά τό ὁποῖο μιλάει τόσο συχνά στίς προφητεῖες του. Ταυτίζεται μέ τή χριστιανική βασιλεία, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος στερέωσε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία, ἡ ὁποία ὅμως χάθηκε μέ τήν πτώση τῆς Πόλεως. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μέ τό ἱεραποστολικό του ζῆλο, μέ τό κήρυγμά του καί μέ τήν ἵδρυση σχολείων ἀγωνίζεται γιά τήν ἀνασύσταση αὐτοῦ τοῦ πλαισίου τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο κατά τήν διακυβέρνηση τῆς χώρας ἀπό τόν Ἰωάννη Καποδίστρια φάνηκε ὅτι θά γίνει πάλι πραγματικότητα. Μέ τή δολοφονία, ὅμως, τοῦ Κυβερνήτη αὐτό τό ποθούμενο ἀπομακρύνθηκε περισσότερο ἀπ’ ὅσο ποτέ ἄλλοτε.
Μέ ἔναρξη τή Βαυαροκρατία τέθηκαν στήν πράξη τά θεμέλια γιά τόν περίφημο ἐξευρωπαϊσμό τῆς χώρας. Τό κήρυγμα τοῦ Κοραῆ γιά τή μετακένωση, γιά τή μεταφύτευση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ τρόπου ζωῆς στήν Ἑλλάδα, παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ μέ τήν πολιτική τῶν Βαυαρῶν, τή διοργάνωση τοῦ κράτους κατά τά δυτικά πρότυπα. Δηλαδή ἀνταλλάξαμε τόν ἀντίχριστο, τόν σουλτάνο, τήν ὄντως φοβερή καταπίεση τῶν Τούρκων, μέ τή δουλεία στούς Εὐρωπαίους, τῶν ὁποίων ὁ «χριστιανισμός» σύμφωνα μέ τόν μαρτυρικό πατριάρχη Κύριλλο Α΄ Λούκαρι δέν θά ἄντεχε οὔτε δέκα χρόνια μιά τέτοια τυραννία, δηλαδή θά χανόταν.
Καί αὐτό, ἐπειδή στούς Λατίνους λείπει σύμφωνα μέ τόν πατριάρχη ἡ «χάριτι Θεοῦ σοφία», πού ὅμως διαθέτει τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων. Μέ τήν ἐξωτερική σοφία, τόν τεχνολογικό της πολιτισμό μπορεῖ βέβαια ἡ Δύση νά θαμπώνει. Καί ὄντως θάμπωνε καί θαμπώνει μέχρι σήμερα, ἤ καί ἰδίως σήμερα ὅλους ἐκείνους πού ἔχουν ἀμελήσει τήν καλλιέργεια τῆς ἄνω σοφίας.
Τελικά ἀνταλλάξαμε τόν ἕνα ἀντίχριστο πού κατά τόν Ἁγ. Κοσμᾶ «ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσης κάμνεις ὅ,τι θέλεις» (3η διδαχή) μέ ἐκεῖνον πού μᾶς βλάπτει στήν πίστη.
Ἔτσι ἐγκαταστάθηκε ὁ ἀλάθητος ἄνθρωπος τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ στή χώρα μας. Μάλιστα, δέν ἐγκαταστάθηκε μέ τή μορφή τοῦ πρώτου Ἀντιχρίστου πού ἀναφέρει ὁ Ἁγ. Κοσμᾶς, τοῦ Πάπα, τοῦ πρώτου ἀλάθητου ἀνθρώπου, ἀλλά μέ τή μετεξέλιξη ἐκείνου.
Ὁ Πάπας, τοῦ ὁποίου τήν πτώση ὁ Ἁγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς συγκαταλέγει στό ἔργο του «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος» ἀνάμεσα στίς τρεῖς κυρίως πτώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἐπειδή θέλει νά ἀντικαταστήσει τόν Θεάνθρωπο μέ τόν ἄνθρωπο (οἱ ἄλλες δύο εἶναι τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ Ἰούδα), ὄντως εἶναι ἡ αἰτία πού ὁδήγησε στόν προτεσταντισμό, εἶναι, ὅπως πάλι τονίζει ὁ Ἁγ. Ἰουστῖνος ὁ πρῶτος προτεσταντισμός, εἶναι ἡ αἰτία καί ἀφετηρία ὅλων τῶν οὑμανισμῶν, πού ἐκθειάζουν τόν ἀλάθητο ἄνθρωπο. Αὐτόν τόν ἀλάθητο δυτικό ἄνθρωπο μέ τό κοσμοείδωλο πού τόν χαρακτηρίζει φρόντισαν νά ἐγκαταστήσουν στήν Ἑλλάδα οἱ «διαβασμένοι» (μέ κορυφαῖο τόν Κοραή), ἀπό τούς ὁποίους σύμφωνα μέ ἄλλη προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ «θά σᾶς ἔρθη τό κακό».
Ὁ Λούθηρος, πού ἦταν πολύ καλά προσγειωμένος στήν πραγματικό-τητα, ἐξασφάλισε τήν ἐπιτυχία τῆς ἐπανάστασής του ἐναντίον τοῦ παπι-σμοῦ, στηρίζοντας τήν ἔκβασή της στούς εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι χαρακτηριστικό τό φυλλάδιο τό ὁποῖο ἀπευθύνει «Στούς χριστιανούς εὐγενεῖς Γερμανικοῦ γένους γιά τήν βελτίωση τῆς χριστιανοσύνης» (1520).
Στό φυλλάδιο αὐτό ἀνάγει αὐτούς τούς εὐγενεῖς σέ ἄρχοντες ἀπ’ εὐθείας ἐγκατεστημένους ἀπό τόν Θεό, χωρίς τή μεσολάβηση τῆς Ἐκκλησίας. Μέ δόλωμα τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τόν Πάπα προσπαθεῖ νά τούς κερδίσει γιά τήν ὑπόθεσή του. Δημιουργεῖ ἕνα νέο ἀντίχριστο τέρας, μιά κοσμική ἐξουσία, ἐκ Θεοῦ μέν, ἀλλά ἀνεξάρτητη καί πέρα ἀπό τήν Ἐκκλησία, κατ’ εὐθείαν ἐγκατεστημένη ἀπό τόν Θεό. Πρακτικά ἐφαρμόζεται γιά πρώτη φορά, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος τό 1525 ζητάει ἀπό τόν Φρειδερῖκο τόν Σοφό, τόν πρίγκιπα-ἐκλέκτορα τῆς Σαξονίας νά διεξάγει τόν ἔλεγχο τῶν κληρικῶν ὡς πρός τήν πιστότητά τους στήν πίστη καί ὡς πρός τήν ἐξάσκηση τοῦ ἀξιώματός τους σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο. Αὐτή ἡ πρακτική σύντομα ἔγινε κανόνας στίς προτεσταντικές περιοχές καί ὁδήγησε στήν ἐξέλιξη τῶν ὁμολογιακῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Κρατιδίων (Landeskirchen) στήν Γερμανία, ὅπου οἱ πολιτικοί ἡγέτες μέχρι τήν κατάργηση τῆς μοναρχίας τό 1918 ἦταν ἡ κεφαλή τῶν ἐκκλησιῶν στά διοικητικά θέματα.
Ἡ τερατώδης ἔμπνευση τοῦ Λουθήρου, ἡ ὁποία καταργεῖ τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, ἔγινε καθοριστική γιά τήν διαμόρφωση τῆς Ἑλληνικῆς πραγματικότητας μετά τή δολοφονία τοῦ Καποδίστρια.
Μέ τήν πιστή ἐφαρμογή αὐτῆς τῆς ἔμπνευσης τοῦ Λουθήρου ἐγκαθίσταται στήν Ἑλλάδα ὁ Ὄθωνας, ὄντας ὁ ἴδιος παπικός, ὡς κεφαλή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στά διοικητικά. Στήν πράξη αὐτό σημαίνει τήν πλήρη περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἀπόλυτο ἔλεγχό της ἀπό τόν Βασιλιά, ἀπό τήν κοσμική ἐξουσία μέ τά γνωστά ἐπακόλουθα (κλείσιμο μοναστηριῶν, ἀποεκκλησιαστικοποίηση τῆς παιδείας, μετατροπή τῶν κληρικῶν σέ ὑπαλλήλους πού ἐλέγχονται ἀπό τό κράτος κ.ἄ.). Σημαίνει φυσικά τήν πλήρη ἀνατροπή τῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, πού τήν θεμελιώνει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, λέγοντας: «καί ἄν τύχη ἕνας ἱερεύς καί ἕνας βασιλεύς, τόν ἱερέα νά προτιμήσης∙ καί ἄν τύχη ἕνας ἱερεύς καί ἕνας ἄγγελος, τόν ἱερέα νά προτιμήσης, διότι ὁ ἱερεύς εἶνε ἀνώτερος ἀπό τούς Ἀγγέλους.» Εἶναι πολύ σημαντικό τό χωρίο αὐτό, ἐπειδή μᾶς δίνει τήν τάξη στήν χριστιανική βασιλεία, μιά τάξη πού σύμφωνα μέ αὐτό τό προτεσταντικό μοντέλο ἔχει πλήρως ἀνατραπεῖ.
Αὐτή ἡ ἔννοια τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας ὡς ἀνεξάρτητης, ἰδίῳ δικαιώματι, ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Θεό, ἄλλαξε βέβαια προοδευτικά στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ εἶχε ἀποδεσμευτεῖ ἡ κοσμική ἐξουσία ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετατρέποντας τήν Ἐκκλησία σέ ἐξάρτημα δικό της, πηγή της μέ τήν ἐγκατάσταση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος δέν θεωρήθηκε πλέον ὁ Θεός, ἀλλά ὁ λαός. Ἡ οὐσία τοῦ θέματος πάντως δέν ἀλλάζει μ’ αὐτό. Τόσο στήν πρώτη ὅσο καί πολύ περισσότερο στή δεύτερη περίπτωση θεωρεῖται παραμύθι, ὅτι στόν Χριστό «ἐδόθη πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς», ἄρα καί ἡ πολιτική ἐξουσία. Ὁ Χριστός ἐκτοπίζεται καί στή θέση τοῦ ἐνθρονίζεται ὁ ἀλάθητος, ὁ ἀπόλυτα αὐτονομημένος ἄνθρωπος, πρῶτα τοῦ προτεσταντισμοῦ καί ἔπειτα τοῦ δυτικοῦ οὑμανισμοῦ, ὁ ὁποῖος σήμερα πλέον ὡς ὑπεράνθρωπος τοῦ Νίτσε προχωρεῖ στήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν. Ἑπομένως στήν Ἐκκλησία δέν πέφτει λόγος στά θέματα πού ἀφοροῦν στήν πολιτική ἐξουσία, δηλ. στήν ὅλη κοινωνική πραγματικότητα, τήν καθημερινότητα τῶν πιστῶν, τήν παιδεία, τά ΜΜΕ πού διαμορφώνουν ἤ μᾶλλον παραμορφώνουν σήμερα τίς ἠθικές ἀξίες, πρίν τίς ὁρίσει ἡ νομοθεσία στήν συνέχεια (βλ. ἐνδεικτικά τούς νόμους γιά τίς ἐκτρώσεις, τόν πολιτικό γάμο, δηλ. τήν ἀποϊεροποίηση τοῦ γάμου, τήν καύση τῶν νεκρῶν, τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.). Καί μάλιστα ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὑποστηρίζουν, εἶναι ἕνας ἁπλός κοινωνικός φορέας, στήν οὐσία τίποτε παραπάνω ἀπό ἕνα σύλλογο πού ἀποστολή ἔχει νά ἀσχοληθεῖ αὐστηρά μέ τά τοῦ οἴκου της.
Τελικά, τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καί οἱ πιστοί ἔχουμε καταπιεῖ αὐτό τό χάπι. Θεωροῦμε ὅτι αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἡ φυσική τάξη τῶν πραγμάτων. Μόνο σέ ὁρισμένα συμπτώματα ἀντιδροῦμε. Καταλήξαμε, τήν πολιτική νά τήν θεωροῦμε ἰδεολογία πού μέ μικρές διαφοροποιήσεις ἐκφράζεται ἀπό τά διάφορα ξενόφερτα κόμματα. Ἀντί νά ἐπιλέγουμε τόν Χριστό, τήν πηγή κάθε ἐξουσίας, καί τῆς πολιτικῆς, ἑπομένως καί τόν μόνο ἀπόλυτο γνώμονα τῆς αὐθεντικῆς ἄσκησης τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας μέ τήν ἐποπτεία τοῦ κλήρου, στηρίζουμε τήν ἐλπίδα μας ἐπ’ ἄνθρωπον, καί ὄχι ἁπλῶς ἐπ’ ἄνθρωπον, ἀλλά στόν χρεωκοπημένο Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο, πού ἔχει καταστήσει τόν ἑαυτό του ἀλάθητο καί ἔχει πετάξει τόν Χριστό στά ἀζήτητα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Μέ τήν ἀποδοχή αὐτῆς τῆς θεώρησης τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, γιά νά τό ἐκφράσουμε μέ τή γλώσσα τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ, ἐπιλέγουμε καί προσκυνοῦμε τόν Ἀντίχριστο. Ἐάν δέν κατανοήσουμε τήν ἀπόλυτη ἀνάγκη – τουλάχιστον γιά μᾶς τούς χριστιανούς – τῆς ἐπιστροφῆς τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στόν Χριστό, ἐάν μέ ἄλλα λόγια δέν ἀναδεικνύουμε ἀνθρώπους πιστούς σέ πολιτικά ἀξιώματα, πού ποιμαίνονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού θεωροῦν καί διακηρύττουν ὅτι ἡ πολιτική ἐξουσία μόνο στόν ΧΡΙΣΤΟ ἀνήκει καί ὄχι στόν ἀλάθητο καί αὐτονομημένο ἄνθρωπο, καί ἑπομένως ὅτι καί ἡ Πολιτική εἶναι διακονία τοῦ λαοῦ μέ τόν τρόπο καί τίς προδιαγραφές πού ὁρίζει ὁ Χριστός, ἐάν ὅλα αὐτά δέν κατανοήσουμε καί πράξουμε, τότε μέ μαθηματική ἀκρίβεια θά ὁδηγήσουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί τήν Ἐκκλησία πάλι στίς κατακόμβες μέ ὅλες τίς εὐνόητες ἐπιπτώσεις πού θά ἔχει αὐτό σε ὅλους ἐμᾶς καί, κυρίως, στά παιδιά μας.
Λέων Μπράνγκ
Δρ Θεολογίας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»
Ἀρ. Τεύχους 147
Νοέμβριος 2014