.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ ἔρημος ἔχει ἄλλους πολέμους· καί ὁ κόσμος πάλιν ἄλλα πολλά καί διάφορα



Λοιπόν ἀνδρίζου. Καί, ἐφ' ὅσον ἐξελέξω αὐτό τό φορτίον, βάσταζέ το μέ φόβον Θεοῦ.
Καί πίστευσον, τέκνον μου, ὅτι θά πιέσω τήν ἐκ τῶν κόπων ἀσθενῆ καί νενεκρωμένην μου δύναμιν νά παρακαλῶ τόν Θεόν νά μή πάθῃς κανένα κακόν ἐξ ὅσων μελετοῦν ἀφρόνως οἰ ἐχθροί τῆς πίστεως ἡμῶν. Ἐάν ὅμως ἐπεγράφη σοι ἄνωθεν δι' ὄφελος τῆς ψυχῆς κάτι νά πάθῃς, παρακαλῶ νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός ἀνδρείαν ψυχῆς καί ὑπομονήν.
Μή φοβῆσαι. Οἱ Μασῶνοι πολλά σκέπτονται καί πολλά θέλουν νά κάμουν, ἀλλ' ἐάν ἐπιτρέψῃ ὁ πάντων Κύριος. Χωρίς τό θέλημά Του, εἶπε, μήτε τρίχα δέν πέφτει, μήτε φύλλο. Αὐτός θά διασκεδάσῃ τάς βουλάς αὐτῶν. Πρός τό παρόν ἀρκεῖ ἡμῖν. Διά τό ἀργότερα ἄς τό σκεφθῇ ὁ Θεός ὅπου μᾶς ἔχει καί ζῶμεν. 


Σύ ἀπό Θεοῦ νά ἀρχίζῃς καί εἰς Θεόν νά καταλύῃς, καί μή φοβῆσαι τούς ἐπανισταμένους σόι πειρασμούς. Διότι, χάριτι Χριστοῦ, ὡς καπνός διαλύονται. 
Διά δέ τόν πειρασμόν σου αὐτόν ὅπου λέγεις τοῦτο ὡς νομίζω εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅτι, διά νά πειράζῃ αὐτός ὁ δαίμων, κάτι καλόν φαίνεται γίνεται, καί τόν ἐνοχλεῖ, καί πειράζει. Ὅμως καί σύ πειραζόμενος κερδίζεις πολλά. Ἐκτός τοῦ μισθοῦ τῆς ὐπομονῆς γίνεσαι πρακτικός, μανθάνεις καί τούς ἀνθρώπους. Λίθος ἄν δέν προσκρούσῃ εἰς λίθον δέν ἅπτει σπινθήρ· ἀνήρ δέ ἀπείραστος, παντελῶς ἀδόκιμος.


ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐκ τοῦ βιβλίου 
Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΝΔ΄

Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν...



Τότε πού αρχίζει να χαμηλώνει το φως της μέρας, την άπόβραδη ώρα, την ώρα τη νοσταλγική του Λυχνικού ή του Έσπερινου,κατά την ώρα εκείνη, λοιπόν, της ιεράς ακολουθίας, επαναλαμβάνεις τα ίδια πάντοτε λόγια, εκείνες τις λέξεις κλειδιά, πού ανήκουν στην έπιλύχνιον ευχαριστία, στο γνωστό «Φως ίλαρόν...». Και είναι εκείνες οί λίγες λέξεις με το εκρηκτικό, όσον αφορά τη διαδρομή σου στην πνευματική ζωή, περιεχόμενο: «Έλθόντες έπί την ήλίου δύσιν…», πού απλώνουν με τους ευλογημένους σου στοχασμούς, κάποιους ρυθμούς μιας νέας έκφρασης, ή όποία σημασιοδοτεί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου.

Είναι βέβαιο, πώς αν ψάξουμε μιά-μιά τις λέξεις, τότε θ' ατενίσουμε ένα ύπέρλογο και θαυμαστό τοπίο θεολογικής σκέψης και βιοτής. Μια πυξίδα που μας καθοδηγεί προς την επαρκή κατανόηση του Μυστηρίου της ζωής και του θανάτου, καθώς ανοίγουμε νέους δρόμους προς την έμβίωση των γεγονότων αυτών. Δρόμους, πού περνούν μέσα άπό την αφορμή για παραίτηση, έστω για λίγο, από τα βιοτικά και τα εφήμερα, τα συμβατικά και ανυποψίαστα, ότι δηλαδή σιμά μας υπάρχει και μας σημαδεύει το πικρό το δόντι του θανάτου.

Γιατί κάποτε θάρθει ή στιγμή, ή ώρα, όπου θα πούμε ή θα ψάλλουμε για στερνή φορά αυτή τη φράση. Θα κλείσουμε ήσυχα το βιβλίο, θ' ατενίσουμε το δειλινό πού σύρθηκε με το μελιχρό του το φως στους τοίχους του ναού, κι ύστερα θα μαζέψουμε τα πράγματα μας, ωσάν τους μαθητές της τελευταίας ημέρας στο σχολείο τους, και δεν θα επιστρέψουμε ξανά στον ίδιο χώρο... 
Γιατί θα έχουμε έλθει πια στη δική μας τη δύση και θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για την κοίμηση, πού όμως αυτή τη φορά θάχει έναν διαφορετικό "Ορθρο, την Άκολουθία εις Κεκοιμημένους ιερείς, ιερομόναχους, Αρχιερείς... και μίαν ύπέρφωτη και ύπέρλαμπρη Θεία Λειτουργία, όπου θα προΐσταται ό Μέγας Άρχιερεύς, θ' ακολουθούν οί τάξεις των Αγίων Του, θα ψάλλει ό Χορός των Αγγέλων και εμείς θα ψάχνουμε που να κρύψουμε τις όσες μας αμαρτίες... Τις όσες μας υπερβολές, τις αδικαιολόγητες απουσίες, τα άγχη και τα όσα έφάμαρτα και ανήσυχα μας ταΐζε καθημερινά ό ναρκισσισμός μας και ή διάθεση μας για αυτοπροβολή...

«Έλθόντες επί τήν ήλίον δύσιν...». Μάθημα μέγιστον αυτές οί λέξεις, πού ασφαλώς θα τις λάμβανε υπόψη του και ό Πλάτων(1), καθώς μας δίδαξε, μέσω του Διδασκάλου του, του Σωκράτη, «το μέγιστον μάθημα» τη «μελέτη τον θανάτου». 
Μόνο πού οί ίεροί Νηπτικοί Πατέρες(2), ίσως κατανοώντας τον ισχυρό νοηματισμό πού προσφέρει ό Ύμνος αυτός, κατόρθωσαν να υπερβούν με δοκιμασμένα κριτήρια την ατελή πλατωνική σκέψη και να την εμπεδώσουν, αλλά, παράλληλα, και να τη διδάξουν με κριτήρια καθαρά βιωματικά και θεόσοφα σε όσους επιθυμούν να πραγματεύονται και να διάγουν «τον ύπόλοιπον χρόνον της ζωής» τους με ειρήνη και μετάνοια. Αγαθά θεοδωρούμενα, άλλα από μέρους του ανθρώπου άπωθούμενα, γιατί οί προτεραιότητες συμβαδίζουν, σχεδόν πάντοτε με το «ίδιον θέλημα». 
Γιατί ό λόγος των Νηπτικών Πατέρων περί της μνήμης του θανάτου, δεν είναι μόνο τρόπος βίωσης του μυστηρίου του θανάτου, αλλά ανανέωση των κυττάρων της ψυχής, καθώς πάνω τους έχει συσσωρευτεί ή στάχτη από τις έκπυρώσεις και τις κολάσεις των έφαμάρτων μας λογισμών και πράξεων.

«Έλθόντες έπί την ήλίου δύσιν…», όλα συγκλίνουν σε μια βαθύτερη κατανόηση περί του λόγου της προσωπικής μας δύσεως, αποχωρήσεως, αλλά και κλήσεως στο Μεγάλο Δείπνο (πρβλ. Λκ. 14, 16-24)
Τουλάχιστον έκεϊ ας μην το λησμονήσουμε,όπως συνέβη στους κεκλημένους της Ευαγγελικής περικοπής, να παραβρεθούμε... Και φυσικά με «ένδυμα γάμου» (Μτθ. 22, 11-13), γιατί αν όλα αυτά τα χρόνια δεν το ετοιμάζουμε,μεριμνώντας, όπως ή Μάρθα «περί πολλά» (Λκ. 10, 42), τότε ασφαλώς θα θεωρηθούμε, και δίκαια μάλιστα, ως δούλοι πονηροί και οκνηροί. 
Και το χειρότερο, θαχουμε πει χιλιάδες φορές τη φράση «έλθόντες επί την ήλίον δύσιν», χωρίς ούτε μια φορά να σηκώσουμε το παραπέτασμα των λέξεων, -για να συγκλονιστούμε άπό την κραυγή αγωνίας του θείου υμνογράφου, πού συμπυκνώνει στις λίγες αυτές λέξεις το Μυστήριο της Ζωής και του Θανάτου.
Το μόνο πού αφήνει σε μας, είναι ή επιλογή(3)…


του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καλλιανού

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. την ωραία ανάλυση του Ίω. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Μελέτη θανάτου, στο βιβλίο του, Είσαγωγη στον Πλάτωνα, Αθήνα Ί970, σελ. 267-310.
2. Φίλοκαλία ιερών Νηπτικών, εκδ. Άατήρ, τ. Α',σελ. 165, τ. Β', σελ. 286 κ.ά. Τα παραθέματα βλ. στο βιβλίο του π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Όρθόδοξη Πνευμαηκότητα. Ακρίτας, σελ. 451-460. στο κεφ. «Μνήμη θανάτου». Βλ. και Άρχιμ. Ζαχαρία,Αναφορά στη Θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου,
Ί.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Άγγλίας 2000, σελ.101 εξ.
3. Το άτεχνο αυτό κείμενο πιστεύω ότι το συμπληρώνει πλήρως το θεολογικό σχόλιο του Άρχιμ.Βασιλείου, Ηγουμένου της Μονής των Ιβήρων, που φέρει τον τίτλο «Έπί την ήλίον δύση...» στο βιβλίο του. Λειτουργικός τρόπος, Ί.Μ. Ιβήρων 2000, σελ.103-109.

Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό



Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση.
Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.
Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό.
Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σάς σώσει.
Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον...
Έρχεται από δώ το κακό; Δοθείτε με τρόπο απαλό από εκεί.
Δηλαδή έρχεται να σάς προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό.
Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πως να σάς ελεήσει, με τι τρόπο.
Κι όταν γεμίζετε απ’ το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί.
Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!
Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό.
Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σάς απαλλάξει ο Ίδιος.

Άγιος Πορφύριος

Γιά τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν Ἀληθινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία!

Πιστεύομεν, ὅτι ἡ ἐκ λόγων κακῆς ἐννοουμένης σκοπιμότητος συγκάλυψις τῆς Ἀληθείας οὐδεμίαν θέσιν ἔχει εἰς τήν Ἐκκλησίαν, τό μυστικόν δηλονότι Σῶμα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος διεκήρυξε: "γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Ἰωάν. 8,8). 
Ἡ ἀπελευθέρωσις συνεπῶς ἐκ τῆς πλάνης, τῆς οἱασδήποτε πλάνης, συνιστᾷ τήν ἀπαραίτητον πρϋπόθεσιν, ἵνα εὐλογηθοῦν αἱ ὑπέρ τῆς Ἑνώσεως τῶν "Ἐκκλησιῶν" προσπάθειαι ὑπ' Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ὁ Θεμέλιος καί ὁ Ἀκρογωνιαῖος Λίθος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικοῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ρητῶς καί κατηγορηματικῶς διακηρύττω..., ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία ἀπποτελεῖ ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς καίἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας.

Ὅπως; δέ εἰς τήν κεφαλήν ἕν σῶμα ἀναλογεῖ, οὕτω καί εἰς τήν αἰώνιον τῆς Ἐκκλησίας κεφαλήν τόν Κύριον Ἰησοῦν, ἕν ἐπίγειον δύναται νά ἀναλογῇ σῶμα, εἷς ἐπίγειος θεῖος καί ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ὅστις συνιστᾷ τό ἕν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν Μίαν καί μοναδικήν ἀληθῆ ἐπί γῆς 
Ἐκκλησίαν. Πᾶσαι δέ αἱ ἐπί μέρους Ἐκκλησίαι εἶναι ἀληθεῖς Ἐκκλησίαι ἐάν καί ἐφ' ὅσον προέρχωνται ἐκ τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, ἥν ἵδρυσεν ὁ Κύριος καί εὑρίσκονται ἀρρήκτως μετ' αὐτῆς συνηνωμέναι.

Εἰς πάντα τά συγγράμματά μου ἀσκῶ δριμυτάτην κριτικήν κατά τῶν αἱρέσεων. Οὕτως εἰς τό σύγραμμά μου: "Διαφοροποίησιν, ἐκκοσμίκευσις καί νεώτεραι ἐξελίξεις ἐν τῷ δικαίῳ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας", Ἀθῆναι 1961, χαρακτηρίζω τόν μέν ρωμαιοκαθολικισμόν ὡς νόθον ἐκκλησιαστικοπολιτικόν ὀργανισμόν, τάς δέ προτεσταντικάς κοινότητας ὡς καθαρῶς ἐγκοσμίους ὀργανισμούς, ὡς σωματεῖα τοῦ κονοῦ δικαίου!

Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διακυβερνᾶται ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά μέσου τῆς Ἱεραρχίας κεκλημένης νά ἐφαρμόζῃ τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας διά τῶν ὁποίων ἀκριβῶς ἐκφράζεται τό Θεῖον Θέλημα.

Πᾶσα, συνεπῶς, προσπάθεια, ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν αἰωνόβιον τῆς Ὀρθοδοξίας παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν δέν εἶναι πρᾶξις μαρτυρίας ἀλλά προδοσίας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως.

Ἥμην καί εἶμαι διαπρύσιος κῆρυξ τῆς ἀνάγκης, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία χρησιμοποιήσῃ πᾶν μέσον καί πάντα διάλογον, οἱ ὀποῖοι θά εὐρίσκωνται ἐν ἁρμονίᾳ πρός τήν ἱεράν Παράδοσιν καί δή καί τούς ἱερούς αὐτῆς κανόνας....

Ὁ δῆθεν θεολογικός διάλογος εἶναι παπική πλεκτάνη διά τόν ἀποπροσανατολισμόν καί τήν ἐξαπάτησιν τοῦ ὀρθοδόξου Λαοῦ μέ τόν ἀπώτερον σκοπόν τήν δημιουργίαν σχίσματος μεταξύ τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδοξίας διά τῆς ὑποταγῆς ὅσον τό δυνατόν μεγαλυτέρου μέρους αὐτοῦ εἰς τόν αἰρετικόν Πάπαν Ρώμης!
Καί πρός πραγμάτωσιν τοῦ καταχθονίου καί ἀνοσίου αὐτοῦ σκοποῦ ἐπιδιώκεται ἡ σύμπραξις καί ἡ συνέργεια ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων!Καλοῦνται δηλαδή οἱ ὀρθόδοξοι νά συνεργήσουν ἔστω καί μόνον διά τῆς παρουσίας των, εἰς τήν ὑπό τοῦ Βατικανοῦ ἐπιχειρουμένην διά τοῦ ἀπατηλοῦ δῆθεν θεολογικοῦ διαλόγου, ἀλλοτροίωσιν, ἐξαπάτησιν καί διάσπασιν τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ.

Κωνσταντίνος Μουρατίδης
(Σταχυολογήματα Ὀρθοδόξου Πίστεως!) 

ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἁγιογραφικές κάι πατερικές μαρτυρίες
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


Πικρή η αίρεση, αλλά είναι γλυκειά -σαν αμαρτία- η κοινωνία με τους αιρετικούς!



Πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ τὴν αἵρεση, ἀρκετοὶ γράφουν γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γευτεῖ τὴν πίκρα τῆς αἵρεσης, καὶ ἀκόμα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν ἔζησαν καὶ ἔχυσαν αἷμα γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της. Ἡ αἵρεση εἶναι τρόπος ζωῆς, εἶναι μεγάλη φυλακή, εἶναι ἀσθένεια ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ σωματική»

Πρωτ. π. Ἀθανάσιος Χενεΐν, ὀρθόδοξος -πλέον- ἱερεὺς τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς.




Ὁ π. Ἀθανάσιος Χενεΐν μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία μετὰ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ τὸν Κόπτη-Μονοφυσίτη Μητροπολίτη Bishoy. Ἡ συνάντηση ἔγινε τὴν 1 η Ἰουνίου 2003, σὲ Μετόχι τῆς Μονῆς κοντὰ στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν ὁ μεταφραστής. Κράτησε πάνω ἀπὸ δύο ὧρες καὶ διαπίστωσε ὅτι ὁ Κόπτης Μητροπολίτης δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ καταλάβει, οὔτε νὰ ἐξηγήσει, οὔτε νὰ ἀπαντήσει στὰ θεολογικὰ καὶ χριστολογικὰ τεκμηριωμένα ἐπιστημονικὰ ἐρωτήματα τοῦ γέροντα π. Γεωργίου. «Τότε καὶ μέσα στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ συνάντηση, ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς μεταστροφῆς μου στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας», ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος.

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὶς δύ­ο πα­τρι­αρ­χι­κές ἐγ­κυ­κλί­ους τοῦ 1902 καὶ 1920 οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ αὐ­θαί­ρε­το καὶ αἰφ­νι­δι­α­στι­κὸ τρόπο κα­ταρ­γοῦν τὴν πά­για ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες τα­κτι­κὴ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ Ἐκκλη­σί­α μας στὸν δι­ά­λο­γο μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἐ­πι­κρα­τεῖ πλέ­ον μί­α νέ­α ἀν­τί­λη­ψη στὴν δι­ε­ξα­γω­γὴ τοῦ δι­α­λό­γου ποὺ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρά κοι­νω­νι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ κρι­τή­ρια. Κά­θε θε­ο­λο­γι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ ἀ­που­σιά­ζει καὶ ὁ θε­ολογι­κὸς λό­γος πα­ρα­χω­ρεῖ τὴν θέ­ση του στὴν κοι­νω­νι­κὴ πο­λι­τι­κὴ καὶ δι­πλω­μα­τί­α.

Ἡ εὐ­χὴ καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἐ­πα­να­κάμ­ψουν στοὺς κόλ­πους Της οἱ ἀ­πο­κο­πέν­τες ἀ­πὸ Αὐ­τὴν χρι­στια­νοὶ λαμ­βά­νει πλέ­ον τὴν μορ­φὴ τῆς ἐ­πι­δί­ω­ξης γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς «ἑ­νώ­σε­ως τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ἡ «ἕνω­ση» με­τα­τρέ­πε­ται πλέ­ον ἀ­πὸ εὐ­χὴ σὲ αὐ­το­σκο­πὸ μὲ συ­νέ­πεια τὴν
συνει­δη­τὴ καὶ ἠ­θε­λη­μέ­νη πα­ρά­βλε­ψη ὅ­λων τῶν ἀρ­νη­τι­κῶν στοι­χεί­ων στὴν προ­σπά­θεια προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων.

Μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­πα­ρά­δε­κτους συγ­κε­ρα­σμοὺς καὶ σχε­τι­κο­ποι­ή­σεις τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ τῶν δογ­μά­των ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α οὐ­νι­τί­ζου­σα δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­γι­ώ­θη­κε στὶς μέ­ρες μας καὶ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρὰ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη λο­γι­κή. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη καὶ οὐ­νι­τί­ζου­σα τα­κτι­κὴ ἡ ἀ­λή­θεια καὶ ἡ ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας ἀ­πο­γυ­μνώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ καὶ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται μὲ τὴν αἵ­ρε­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς μί­α ἄλ­λη ἐκ­δο­χὴ τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Δυ­στυ­χῶς αὐ­τὴ ἡ οὐ­νι­τί­ζου­σα νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α δι­ε­ξά­γον­ται ὅ­λοι οἱ δι­ά­λο­γοι μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­κό­μη καὶ μὲ τοὺς ἀλ­λο­θρή­σκους. Ὁ δι­ά­λο­γος μὲ τοὺς πα­πι­κούς, ὁ δι­ά­λο­γος στὰ πλαί­σια τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ οἱ δι­α­θρη­σκεια­κοὶ δι­ά­λο­γοι δι­ε­ξά­γον­ται μὲ βά­ση πάν­τα αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια λο­γι­κή. Ἀ­να­πα­ρά­γε­ται καὶ ἐπιβάλλεται, ἔ­τσι, ἡ ψευ­δο­α­λή­θεια καὶ ὁ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμός τῶν ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ποὺ μὲ τό­ση ἐ­νάρ­γεια πε­ρι­έ­γρα­φε ὁ σύγ­χρο­νος Ἅ­γιος καὶ με­γά­λος δογ­μα­το­λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς: «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς εἶ­ναι κοι­νὸν ὄ­νο­μα διὰ τοὺς ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμούς, διὰ τὰς ψευ­δο­εκ­κλη­σί­ας τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Μέ­σα του εὑ­ρί­σκε­ται ἡ καρ­διὰ ὅ­λων τῶν εὐ­ρω­πα­κῶν οὐ­μα­νι­σμῶν, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Πα­πι­σμόν. Ὅ­λοι δέ αὐ­τοὶ οἱ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμοί, ὅ­λαι αἱ ψευ­δο­εκ­κλη­σί­αι, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μί­α αἵ­ρε­σις πα­ρα­πλεύ­ρως εἰς τὴν ἄλ­λην αἵ­ρε­σιν. Τὸ κοι­νὸν εὐ­αγ­γε­λι­κὸν ὄ­νο­μά των εἶ­ναι ἡ πα­ναί­ρε­σις» (Ἀρ­χιμ. Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Ἡ Ὁρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, ἔκδ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀρ­χαγ­γέ­λων Τσέ­λι­ε, σελ. 224).

Ὁ οἰ­κου­με­νι­σμὸς τῶν ἡ­με­ρῶν μας δὲν στη­ρί­ζε­ται στὴν δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κός, ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κός, ἀ­πνευ­μά­τι­στος καὶ ἀ­θε­ο­λό­γη­τος, ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα τὸν πε­ρι­γρά­φει ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­ταςΓεώρ­γιος Κα­ψά­νης:
 «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς ὅ­πως δι­ε­ξά­γε­ται σή­με­ρον φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει οὐ­μα­νι­στι­κόν-ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κόν χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ ὄ­χι θε­ο­λο­γι­κὸν καὶ πνευ­μα­τι­κόν. Πα­ρα­με­ρί­ζει τὴν Πί­στιν (δόγ­μα) καὶ τὴν Πα­ρά­δο­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀ­πο­βλέ­πει πε­ρισ­σό­τε­ρον εἰς πρα­κτι­κοὺς σκο­πούς. Βλέ­πει τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν κυ­ρί­ως ὡς ἀν­θρώ­πι­νον ἵ­δρυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἡ­νω­μέ­νον θὰ δυ­νη­θῇ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σῃ καλ­λί­τε­ρον τοὺς ἐ­χθρούς του... Μό­νον ὁ ὅ­λος Θε­άν­θρω­πος ἠμ­πο­ρεῖ νὰ σώ­σῃ καὶ τὸν ὅ­λον ἄν­θρω­πον. Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ τοῦ ὅ­λου Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ καὶ τοῦ ὅ­λου Σώ­μα­τός Του, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, δὲν δυ­νά­με­θα νὰ δι­α­πραγ­μα­τευ­θῶ­μεν ‟ἐ­πὶ ἴ­σοις ὅ­ροις” μὲ τοὺς ‟πα­ρα­μορ­φω­μέ­νους Χρι­στούς” τῶν δυ­τι­κῶν, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καὶ Προ­τε­σταν­τῶν» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὐ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 83-84).

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἀρ­νού­με­νος νὰ θέ­σει τὸν δά­κτυ­λο ἐ­πὶ τὸν τύ­πον τῶν ἥ­λων καὶ ἐ­ξαν­τλού­με­νος σὲ μί­α ἐ­πι­δερ­μι­κὴ καὶ ἀ­ναι­μι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν προ­βλη­μά­των καὶ τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­φο­ρῶν ἀ­δι­κεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἴ­διους τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­κα­τά­σχε­τη ἀ­γα­πο­λο­γί­α, ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης μέ­ρι­μνα νὰ μὴν εἰ­πω­θεῖ τί­πο­τε κα­κό ἢ δυ­σά­ρε­στο, ἡ δια­ρκὴς φρον­τί­δα νὰ εἴ­μα­στε εὐ­χά­ρι­στοι, οἱ κο­σμι­κοῦ τύ­που ψευ­το­ευ­γέ­νει­ες καὶ ὁ στρου­θο­κα­μη­λι­σμὸς φα­νε­ρώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φέ­λεια, πα­ρὰ ὑ­πεύ­θυ­νη ἀν­τι­με­τώ­πι­ση καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Μιὰ τέ­τοι­α τα­κτι­κὴ πόρ­ρω ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­δελ­φούς μας. Ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Προ­η­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς Ἰ­βή­ρων ἀρ­χιμ. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης,  «Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ φά­νη­καν “σκλη­ροί” στὴ δι­α­τή­ρη­σι τοῦ “Δόγ­μα­τος” εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀ­γά­πη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον τὸν ἄν­θρω­πον. Για­τί γνώ­ρι­σαν τὰ ἀ­πύθ­με­να βά­θη του καὶ δὲν θέ­λη­σαν πο­τὲ νὰ τὸν κο­ρο­ϊ­δέ­ψουν μὲ τὶς συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ες ἐ­φή­με­ρης καὶ ἀ­νύ­παρ­κτης ἀ­γά­πης, ἀλ­λὰ τὸν σε­βά­στη­καν προ­σφέ­ρον­τάς του τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ποὺ χα­ρί­ζει τὴ μα­κα­ρί­α ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ζω­ή» (Ο.Τ., ἀρ. φ. 98, 1-3-1969).

Μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους τοὺς χρι­στια­νοὺς ὁ μα­κα­ρι­στὸς Γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ἐκ­φρά­ζει τὰ αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὸ δι­α­χρο­νι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους: «Αἰ­σθα­νό­με­θα τὸν οἰ­κου­με­νι­σμὸν ὡς κά­τι ποὺ ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὴν ἕ­νω­σιν καὶ μά­λι­στα τό­σον τὴν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ὅ­σον φαί­νε­ται νὰ τὴν φέ­ρῃ πλη­σί­ον μας. | Ἀ­γα­πῶ­μεν τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους χρι­στια­νοὺς καὶ δι’ αὐ­τὸ θέ­λο­μεν μί­αν πραγ­μα­τι­κὴν καὶ ἁ­γί­αν ἕ­νω­σιν μα­ζί των. Δὲν θέ­λο­μεν μί­αν συ­νύ­παρ­ξιν ἢ μί­αν ἀ­νο­χὴν ἢ μί­αν ποι­κι­λί­αν «πί­στε­ων», δι­ό­τι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, οὔ­τε ἀ­σφα­λὴς καὶ δια­ρκὴς ἕ­νω­σις εἰς τὴν ἁ­γί­αν Τριά­δα. | Θέ­λο­μεν νὰ πι­στεύ­ω­μεν ὅ,τι κοι­νω­νοῦ­μεν καὶ νὰ κοι­νω­νοῦ­μεν ὅ,τι πι­στεύ­ο­μεν, τὸν Θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν, ὁ­λό­κλη­ρον εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὸ Σῶ­μα Του. | Οὔ­τε θέ­λο­μεν νὰ προ­δώ­σω­μεν τὸν ἄν­θρω­πον, ποὺ ἀ­να­μέ­νει τὴν σω­τη­ρί­αν του ἀ­πὸ τὸν ὅ­λον Θε­άν­θρω­πον. | Δι’ αὐ­τὸ ἠμ­πο­ροῦ­μεν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν, ἠμ­πο­ροῦ­μεν καὶ νὰ ἀ­πο­θά­νω­μεν, ἀλ­λ’ ὄ­χι καὶ νὰ συμ­βι­βα­σθῶ­μεν. | Δὲν δυ­νά­με­θα ἄλ­λως τε νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν ἄλ­λως. Αὐ­τὸ ποὺ ζῶ­μεν καὶ αὐ­τὸ ποὺ πα­ρε­λά­βο­μεν, μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πον. | Ἐ­ὰν μά­λι­στα ἡ­μεῖς ὡς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται ὁ­μι­λή­σω­μεν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­π’ ὅ,τι ὡ­μί­λη­σεν ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, οἱ μὴ συλ­λει­τουρ­γή­σαν­τες μὲ τοὺς Λα­τι­νό­φρο­νας καὶ θα­να­τω­θέν­τες Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται, ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος καὶ οἱ λοι­ποὶ Πα­τέ­ρες μας, οἱ ἐν ἀ­σκή­σει καὶ ἀ­θλή­σει δι­α­λάμ­ψαν­τες, τοῦ­το θὰ εἶ­ναι Θε­οῦ ἐγ­κα­τά­λει­ψις. Καὶ τὰ ὀ­στᾶ μας θὰ δι­α­σκορ­πι­σθοῦν μὲ τὰ ὀ­στᾶ τῶν ἀν­θρω­πα­ρέ­σκων» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὑ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 84-85).


Καί δίδασκέ τους ὅλους νά προσεύχωνται, νά λέγουν ἀδιάλειπτα τήν "εὐχήν"..





Παρακαλῶ, στεῖλε μου τῆς Συνοδείας σου τά ὀνόματα, νά τά διαβάσω κἄν ἅπαξ εὐχόμενος.
Καί δίδασκέ τους ὅλους νά προσεύχωνται νοερῶς, νά λέγουν ἀδιάλειπτα τήν εὐχήν:

Κ ύ ρ ι ε    Ἰ η σ ο ῦ    Χ ρ ι σ τ έ   ἐ λ έ η σ ό ν    μ ε.

Εἰς τήν ἀρχήν μέ τά χείλη καί μέ τόν νοῦν. Ἔπειτα μέ τόν νοῦν καί μέ τήν καρδίαν. Καί θά εὔρουν συντόμως ὁδόν τῆς ζωῆς., θύραν τοῦ Παραδείσου· μᾶλλον αὐτήν ἡ εὐχή λεγομένη μέ πόθον θά γίνῃ ὡς Παράδεισος μέσα τους.

Ἡ καρδιακή προσευχή δέν φοβεῖται τήν πλάνην. Ἐκτός ἄν εἶναι κανείς ἐμπαθής καί ἀφ' ἑαυτοῦ πλανεμένος. Εἰς τήν καρδιακήν προσευχήν μόλις ἔμβῃ ὁ νοῦς εἰς τήν καρδίαν, εὐθύς ξεσκοτίζεται, εἰρηνεύει ἀμέσως, γαληνιᾷ· χαίρεται, γλυκαίνεται· σταματᾷ· καθαρίζεται. Εὐφραίνεται κάι γίνεται ὡσάν ἕνα μικρό παιδί καθαρόν ἀπό πάθη. Τά μέλη τοῦ σώματος ὅπου σκανδαλίζουν τόν ἄνθρωπον, τότε γίνονται ἥσυχα, ταπεινά, ὅπως τό χέρι, ἡ μύτη καί τά λοιπά τοῦ σώματος μέλη.

Δι' αὐτό, ὅποιος, θέλει ἄς δοκιμάζῃ αὐτό τό μέλι καί γίνεται μέσα του πηγή χαρᾶς, εὐφρσύνης.

Ἐκτός ἄν εἶναι κανείς πονηρός, ὑποκριτής, φθονερός, φιλάργυρος, φιλήδονος, φιλόδοξος, ἐμπαθής ἐν γένει. Καί θέλει νά εὔχεται καί νά παραμένῃ ἐκουσίως στά πάθη του· ἀμετανόητος, ἀδιόρθωτος. Αὐτός καταφρονεῖ ἐμφανῶς τῆς εὐχῆς τήν ἐνέργειαν καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἡ εὐχή βοηθεῖ ὅλους, ἀλλά πρέπει καθένας νά ἀγωνίζεται κατά δύναμιν. Ὁ δέ Θεός, κατά τήν προαίρεσιν, ἀναλόγως δίδει τήν χάριν Του.

Πᾶς εὐχόμενος καί μή μετανοῶν, ἤ ἡ εὐχή θά σταματήσῃ ἤ ὁ εὐχόμενος θά πλανεθῇ.



Πρό παντός αἱ γυναῖκες εὐκολώτερα προοδεύουν εἰς τήν εὐχήν, διά τήν αὐταπάρνησιν καί ὑπακοήν ὅπου δείχνουν εἰς τό πνευματιακόν τους ὁδηγόν. Ὅμως, ὅσον ταχέως προκόπτουν, τόσον εὐκόλως πλανῶνται, ἐάν βαδίζουν ἀστόχαστα καί χωρίς προσοχήν.

Δέν εἶναι μόνον νά εὔχεσαι, εἶναι καί νά προσέχῃς. Νά ἀγρυπνῇς εἰς τούς λογισμούς, νά τούς κυβερνᾷς μέ πολλήν δεξιοτεχνίαν. Ἀλλέως θά σέ κυβερνήσουν αὐτοί καί εἰς τό τέλος θά γίνῃςπερίγελως τῶν δαιμόνων.

Δέν εἶδα ἐγώ ψυχήν εὐχομένην νά προοδεύσῃ, χωρίς καθαράν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυπτῶν λογισμῶν.

Θέλεις, παιδί μου, νά συντρίψῃς τήν κεφαλήν τοῦ Ὄφεως; Εἰπέ τούς λογισμούς σου καθαρά στήν ἐξομολόγησιν. Μέσα εἰς τήν πονηρίαν τῶν λογισμῶν στέκει ἡ δύναμις τοῦ Διαβόλου. Τούς κρατᾶς; Κρύπτεται. Τούς φέρνεις εἰς φῶς; Ἀφανίζεται. Καί τότε χαίρει ὁ Χριστός, προχωρεῖ ἡ εὐχή καί τό φῶς τῆς χάριτος θεραπεύει, ἡμερεύει τόν νοῦν, τήν καρδίαν σου.


Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐκ τοῦ βιβλίου
Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΝΕ΄
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ


ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Τον Ιωάννη τον βαπτιστή τιμά η Ορθόδοξος Εκκλησία



Τον γιορτάζει δε πολλές φορές τον χρόνο. Και οι αγιογράφοι ιστορούνε την ζωή του σε εικόνες, τις οποίες τις βάζουνε αριστερά της Ωραίας Πύλης και δίπλα στην εικόνα του Χριστού. Εορτές προς τιμή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστού:

7 Ιανουαρίου Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
24 Φεβρουαρίου Α' και Β' Εύρεση Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη
25 Μαΐου Μνήμη της Γ' ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
24 Ιουνίου Το Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
29 Αυγούστου Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
23 Σεπτεμβρίου Η Σύλληψη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού


Η συλληψη του Προδρόμου (23 Σεπτεμβρίου)
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν υιός του ιερέως Ζαχαρίου και της Ελισάβετ. Γεννήθηκε έξη μήνες προτού γεννηθεί ο Χριστός και έγινε Πρόδρομος του Κυρίου και Βαπτιστής Του. Οι γονείς του Προδρόμου ήσαν ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, άλλα άτεκνοι. Ποθούσανε ολόψυχα ν’ αποστήσουνε ένα παιδί. Άπειρες και θερμές ήταν οι προσευχές τους στο Θεό, για την εκπλήρωση αυτής της γλυκείας επιθυμίας. Ο χρόνος όμως κύλησε, χωρίς καμιά θεϊκή απάντηση στο ποθητό τους αίτημα. Ο Ζαχαρίας έκανε πάντοτε την Ιερατική του λειτουργία στο Ναό του Σολομώντος. Σύμφωνα δε με την συνήθεια, που επικρατούσε τότε στο Ιερατείο, ο Ιερεύς ο οποίος θα προσέφερε θυμίαμα στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων διαλεγόταν με κλήρο. Μια μέρα, λοιπόν, ο κλήρος έπεσε στον Ιερέα Ζαχαρία. Τότε αυτός προχώρησε μέσα στο Ναό του Κυρίου, για να προσφέρει το θυμίαμα, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο και προσευχότανε εκεί έξω από το Θυσιαστήριο. Την ώρα, όμως που το θυμίαμα άρχισε ν’ ανεβαίνει ανάλαφρα και να ευωδιάζει ο Ναός από το άρωμά του ο Ζαχαρίας είδε ένα αστραποβόλο Άγγελο να κάθεται στα δεξιά του Θυσιαστηρίου. Αμέσως τον κατέλαβε ταραχή και τον κυρίεψε ο φόβος. Τότε ο Άγγελος με φωνή γλυκιά και καθησυχαστική του είπε. «Μή φοβοῦ Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καί ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοί».
-Μη φοβάσαι, δηλ. Ζαχαρία. Δεν είναι για να φοβάσαι τούτη τη στιγμή, αλλά για να χαίρεσαι. Μεγάλη είδηση χαράς σου φέρνω: Η παράκληση σου, που έκανες στο Θεό τόσες φορές, εισακούστηκε. Η Ελισάβετ θα σου γεννήσει παιδί και θα το ονομάσεις Ιωάννη.
Ο Ζαχαρίας, όμως, ενώ ακούει αυτά τα ουρανόσταλτα λόγια, σκέφτεται την προχωρημένη ηλικία της γυναίκας του και την στειρότητά της. Σκέφτεται και τα δικά του γεράματα και ρωτάει τον Άγγελο με κάποια δυσπιστία:
Με ποιο τρόπο, με ποιο σημάδι μπορώ να πιστέψω και να βεβαιωθώ αυτό που μου λες; Πώς να το πιστέψω αυτό, αφού κι εγώ είμαι γέροντας και η γυναίκα μου είναι περασμένη στα χρόνια;
Τότε ο Άγγελος του αποκρίθηκε; Εγώ είμαι ο Γαβριήλ. Είμαι ο Αρχάγγελος, που στέκομαι δίπλα στο Θεό για να τον υπηρετώ. Και είμαι απεσταλμένος του Θεού να σου φέρω αυτές τις χαρούμενες ειδήσεις. Αφού όμως ζητάς σημάδι, για να πιστέψεις, θα το έχεις. «Ἰδού ἔση σιωπῶν καί μή δυνάμενος λαλῆσαι». Από χώρα μέχρις ότου γεννηθεί το παιδί, θα είσαι άλαλος και βουβός.
Έπειτα από λίγες μέρες η Ελισάβετ συνέλαβε υιό και ένοιωσε μέσα της να σκιρτάει η ζωή. Πέντε μήνες κρύβει την εγκυμοσύνη της η Ελισάβετ από ντροπή, για την ηλικία που βρίσκεται. Έπειτα όμως φανερώνεται. Καταλαβαίνει, ότι πρέπει να δείξει την χάρη, που της έκανε ο Θεός. Κι εκεί, που ο κόσμος την συγχαίρει, για το ευχάριστο γεγονός, εκείνη δοξάζει τον Θεό και Τον ευχαριστεί διότι την απάλλαξε από την ντροπή της ατεκνίας. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η ατεκνία ήταν ντροπή μεγάλη και όνειδος σκληρό την εποχή εκείνη.
Το σκίρτημα του βρέφους
Όταν η Ελισάβετ ήταν έγκυος έξι μηνών, την επισκέφθηκε η Παναγία, η οποία τότε είχε πάρει από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ το μέγιστο άγγελμα της θείας σαρκώσεως του Χριστού. Η Παναγία μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και φίλησε την συγγενή της Ελισάβετ. Τότε στα σπλάγχνα της Ελισάβετ, με τον χαιρετισμό της Παρθένου, σκίρτησε το βρέφος. Αλλά κι εκείνη πλημμύρισε από πνεύμα Άγιο και μακάρισε την Παναγία, για την μεγάλη τιμή, που της έκανε ο Θεός. Λέγει η Ελισάβετ προς την Παναγία, Είσαι η μητέρα του Κυρίου μου. Διότι μόλις άκουσα το χαιρετισμό σου πήδησε στην κοιλιά μου το βρέφος με χαρά ασυγκράτητη. «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀοπασμοῦ σου εἷς τά ὦτα μου ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τή κοιλία μου».

Η γέννηση του Προδρόμου (24 Ιουνίου)
Οι εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ περάσανε. Και, όταν ο χρόνος συμπληρώθηκε, εκείνη γέννησε τον Πρόδρομο. Την ογδόη ημέρα συγκεντρωθήκανε στο σπίτι του Ζαχαρίου οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι και οι γνωστοί για να κάνουν την περιτομή στο παιδί και να του χαρίσουν το όνομα. Λογάριαζαν μάλιστα να του δώσουνε το όνομα του πατέρα του. Να τον πούμε δηλ. Ζαχαρία. Η Ελισάβετ, όμως φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα και του είπε:
Το παιδί δεν θα ονομαστεί Ζαχαρίας, αλλά Ιωάννης 
Εν τω μεταξύ άρχισαν να ρωτούνε με νεύματα τον Ζαχαρία, για να τους πει ποιο όνομα να δώσουνε στο παιδί. Εκείνος τότε, βουβός κι αμίλητος, ζήτησε ένα μικρό πίνακα για να γράψει τη θέληση του, που ήταν, όπως είδαμε και θέλημα του Θεού.
Τού φέρανε, λοιπόν ένα πινακίδιο κι αυτός τότε σταθερά έγραψε: Ιωάννης έστι το όνομα αυτού.
Την στιγμή όμως αυτή λύθηκε η γλώσσα του Ζαχαρίου. Αρχισε τότε να μιλάει ελεύθερα και να δοξάζει το Όνομα του Μεγαλοδύναμου Θεού. Όλοι μάθανε έπειτα με κάθε λεπτομέρεια για το θαύμα της Συλλήψεως, το θαύμα της αφωνίας του Ζαχαρία και όλα χα σχετικά με τη γέννηση και την ονομασία του Προδρόμου. Με γλώσσα ελεύθερη πλέον, με φωνή δυνατή, γεμάτη από ιερή συγκίνηση, και πλημμυρισμένη από Άγιο Πνεύμα, ο Ζαχαρίας λέει χώρα λόγια προφητικά. Προφητεύει για τον ερχομό του Χριστού, του Μεσσία. Μιλάει για την αποστολή του παιδιού του. Τα λόγια του έχουν μέσα Βάρος ουράνιο και κάλλος θειο.

Τα πρώτα παιδικά του χρόνια
Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την παιδική ηλικία του Ιωάννου, εν τούτοις εύκολα συμπεραίνεται, ότι ο Πρόδρομος του Χριστού έζησε κοντά στους ευλαβείς γονείς του. Υπάρχει παράδοση κατά την οποίαν, όταν οι στρατιώτες του Ηρώδη έσφαζαν τα νήπια, η Ελισάβετ πήρε τον Ιωάννη και έφυγε. Έφθασε μπροστά σε κάποιο βουνό και οι στρατιώτες θα τον έπιαναν. Το βουνό άνοιξε. Πέρασε η Ελισάβετ αντίπερα, το βουνό έκλεισε και ο Ιωάννης σώθηκε!

Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στην έρημο
Αφήνει το σπίτι του, τους γνωστούς και τους συγγενείς και φεύγει για την έρημο της Ιουδαίας... Εκεί ο Πρόδρομος είναι ντυμένος με τα πιο φτωχά και σκληρά ρούχα. Φοράει ένα ρούχο σκληρό από τρίχας καμήλου. Είναι κι αυτό συμβολικό, γιατί η καμήλα είναι το πιο υπομονετικό ζώο της ερήμου... Υπομονή κι επιμονή θέλει και η άσκηση του Προφήτου. Φόρεσε λοιπόν το ρούχο που ήταν από καμηλίσια τρίχα και προχώρησε βαθειά στην έρημο. Ανυπόδητος, ο Άγγελος αυτός της ερήμου, ζει κάτω από τον καυτερό ήλιο της μέρας και από ανυπόφορο κρύο της νύχτας. Νηστεύει, νεκρώνει κάθε σαρκική επιθυμία, προσεύχεται, επικοινωνεί με τον Θεό και ανεβαίνει ένα, ένα τα σκαλοπάτια της σκληρής ασκητικής ζωής. Ο δρόμος του, δρόμος του Θεού, λαμποκοπάει στη ζωή του. Καμιά επικοινωνία δεν τον δένει με τους ανθρώπους της εποχής του. Αλλά, ενώ η εμφάνιση του είναι τόσο απλή και ασκητική, η παρουσία του είναι σοβαρή, επιβλητική, ηγεμονική. Η εξαιρετική του απλότητα του δίνει ένα συγκλονιστικό μεγαλείο. Η ακτινοβολία της αρετής του τραβάει σαν μαγνήτης…

«Φωνή βοῶντος ἐν τή ἐρήμω...»
Ήλθε λοιπόν η ώρα. Ο Θεός τον ειδοποίησε ν’ αρχίσει το έργο του.
Και άρχισε στις όχθες του Ιορδάνη. Ο κόσμος απορεί:
-Ποιος είναι αυτός ο Προφήτης;
-Ποιος είναι ο μεγάλος αυτός Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, που παρουσιάστηκε στις ημέρες μας; λέγουν.
-«Φωνή βοῶντος ἐν τή ἐρήμω, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους Αὐτοῦ». 
Δηλαδή είναι η φωνή ανθρώπου που κράζει δυνατά στην έρημο και λέγει: Ετοιμάσατε τον δρόμο του Θεού ή καλύτερα, ετοιμάσατε τον εαυτό σας με την μετάνοια για να δεχτεί η ψυχή σας καθαρή, την διδασκαλία του Χριστού. Κάνατε ίσους τους δρόμους απ’ όπου Εκείνος θα περάσει. Καθαρισθείτε εσωτερικά με την μετάνοια...
Οι Ευαγγελιστές θεωρούν τον Ιωάννη σαν τον Άγγελο, τον οποίον συμφωνά με την προφητεία του Προφήτου Μαλαχίου θα έστελνε ο Θεός να ετοιμάσει τον δρόμο του αναμενόμενου Μεσαίου. Ο Πρόδρομος, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας Άγιος, ένας Ασκητής, ένας Προφήτης, αλλά ένας μεγάλος Προφήτης, την παρουσία του οποίου προαναγγέλλουν οι πιο μεγάλοι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Το 29, λοιπόν, μ.Χ. κατέρχεται στις όχθες του Ιορδάνη και κηρύττει στον κόσμο. «Μετανοεῖτε, λέγει, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Το κήρυγμα του Προδρόμου είναι ελπιδοφόρο. Μιλάει για σωτηρία και λύτρωση. Η μετάνοια είναι θειο δώρο. Το αμάρτημα στη γη δεν είναι η καταδίκη οριστική, έρχεται σε λίγο λύτρωσης. Η Βασιλεία των ουρανών πλησιάζει.

Μετάνοια και Βάπτιση
Το κήρυγμά του, συγκινεί βαθειά τις ψυχές των ανθρώπων, που είναι κουρασμένες από το χάος, το σκοτάδι, την αβεβαιότητα, την αμαρτία και το άγχος. Όλα τα Ιεροσόλυμα, όλη η Ιουδαία και τα περίχωρα του Ιορδανού τρέχουν σ’ αυτόν τον φωτισμένο Ασκητή της Ερήμου, για ν’ απαλύνουν την πίκρα της καρδιάς τους. Τον ακούνε με λαχτάρα. Τού εξομολογούνται έπειτα τις αμαρτίες τους. Του λένε για αδικίες και πράξεις βρωμερές, που έκαναν στη ζωή τους και που εξαιτίας τους πνίγονται στον πόνο και την θλίψη και μαστίζονται από τους ελέγχους της συνειδήσεως. Εκδηλώνουν την μετάνοιά τους πρώτον κι έπειτα Βαπτίζονται από τον Πρόδρομο στα γάργαρα νερά του Ιορδάνη. Βεβαίως δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες το βάπτισμα του Ιωάννου. Απλώς ήταν βάπτισμα μετανοίας, δηλ. συναίσθηση της αμαρτωλότητας τους και πόθος να σωθούν από τον αναμενόμενο Μεσσία. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν μιλάει μόνο για μετάνοια και βάπτιση, αλλά προχωράει και πιο πέρα μιλάει για έμπρακτη μετάνοια.

Αποκαλύπτει
Κι εκεί όμως που δίδασκε, απαντούσε σε ερωτήσεις και Βάπτιζε, ο Πρόδρομος, πολλοί άρχισαν να σκέπτονται, μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας, τον οποίο περίμεναν, μήπως αυτός είναι Χριστός...
Τότε το Προφητικό μυαλό φωτίστηκε και το στόμα του είπε λόγια Βαρυσήμαντα και αποκαλυπτικά: 
—Όχι, τους λέγει. Δεν είναι όπως σκέφτεστε. Εγώ μεν σας βαπτίζω με απλό νερό. Πίσω από μένα όμως έρχεται Εκείνος, που είναι Μεγάλος και Δυνατός.
«Ὁ δέ ὀπίσω μου Ἐρχόμενος Ἰσχυρότερός μου ἔστιν».
Εκείνου, εγώ, ούτε τα σανδάλια δεν είμαι άξιος να Βαστώ στα χέρια μου. Ούτε τα λουριά των παπουτσιών Του να λύσω..
«Αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίω καί πυρί». Αυτός θα σας Βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και φωτιά της θείας Χάριτος.

Ο Βαπτιστής
Με τους αμαρτωλούς και ακάθαρτους -σε σκέψεις, λογισμούς και πράξεις ανθρώπους, -πηγαίνει ο καθαρός και αμόλυντος Χριστός στον Ιορδάνη, κοντά στον Προφήτη Ιωάννη, για να βαπτιστεί. Πρώτη φορά βλέπει ο Πρόδρομος τη θεία μορφή Του. Βλέπει τον Κύριο να προχωρεί προς το μέρος του, εκεί δηλαδή που βάπτιζε στον ποταμό. Θείος ίλιγγος τον καταλαμβάνει. Δεν ξέρει πώς να υποδεχτεί τον Δεσπότη Χριστό. Ο Ιησούς όμως με άφραστη ταπείνωση τον πλησιάζει και του λέγει να τον βάπτιση. Ανατριχιάζει ο Ασκητής στο άκουσμα αυτών των λόγων και παρεμποδίζει τον Χριστό, λέγοντας:«Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό Σου βαπτισθῆναι καί Σύ ἔρχη πρός μέ;».
Εγώ δηλ. έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Σένα και συ έρχεσαι σε μένα; Εκείνη τη στιγμή ο Πρόδρομος ένοιωθε πώς είναι «αχρείος δούλος» μπροστά στο Θεϊκό Μεγαλείο του Χριστού.
Ο Λυτρωτής όμως δεν τον αφήνει να πνιγεί σε σκέψεις και συλλογισμούς, αλλά τον διακόπτει λέγοντας Του:
— Άφησε τώρα. Έτσι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να γίνει όλη η διαδικασία, που απαιτεί η δικαιοσύνη της Π. Διαθήκης. δηλαδή κι εγώ ο αναμάρτητος πρέπει να εφαρμόσω τον Μωσαϊκό Νόμο, σαν να είμαι αμαρτωλός. Ο κατάλευκος τότε κι αναμάρτητος Ιησούς, μπήκε στον Ιορδάνη ποταμό και βαπτίσθηκε.
Έτσι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν γίνεται μόνο βαπτιστής του Χριστού, αλλά και ο μάρτυρας ενός θαυμάσιου γεγονότος.
Μπροστά του βλέπει την Τρισυπόστατο Θεότητα τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και με όσα βλέπει κι ακούει και με όσα η θεία Χάρις του επιτρέπει να μιλάει καθαρά, επιγραμματικά και αλάνθαστα, ο Πρόδρομος γίνεται τίμιος και ειλικρινής μάρτυρας. Η μαρτυρία είναι αξιόπιστη και θεόπνευστη.
Λέγει ο Βαπτιστής:
«Καγῶ ἐώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
Πράγματι, εγώ δηλαδή είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει σ’ Αυτόν. Και έχω δώσει μαρτυρία, ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού. Η Βάπτισις του Κυρίου έγινε το έτος 30 μ.Χ.
Δημόσιος έλεγχος
Ο Πρόδρομος δεν είναι μονάχα ο κήρυκας της μετανοίας, δεν είναι μόνον ο προάγγελος της χαράς του ερχομού του Χριστού, αλλά είναι συγχρόνως και μια φωνή ελέγχου. Ο Πρόδρομος δεν μένει αδιάφορος και απαθής στην διεφθαρμένη ζωή των ισχυρών και δυνατών. Ο μεγαλόστομος αυτός Προφήτης, ο άγγελος της ερήμου, φρίττει από την ανηθικότητα των αρχόντων. Εν τω μεταξύ βλέπει έναν λαό πικραμένο, και δυστυχισμένο, που δεν τολμάει με κανένα τρόπο να σηκώσει κεφάλι, να φωνάξει να διαμαρτυρηθεί για τις αδικίες. Τότε ο Πρόδρομος λύνει τη σιγή του, για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο της διαφθοράς. Σταματάει για λίγο το Μετανοείτε κι αρχίζει το Κατηγορώ. Αστραφτερό μαχαίρι γίνεται η φωνή του και κόβει το μαύρο πέπλο της σιγής και του τρόμου.
Ο Ηρώδης τον οποίο κατηγορούσε ο Πρόδρομος ήταν Τετράρχης, δηλαδή είχε στην εξουσία του το ένα τέταρτο της βασιλείας του πατέρα του. Είχε δε και άλλα τρία αδέλφια. Αυτός, λοιπόν, αγάπησε την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, την διεφθαρμένη Ηρωδιάδα. Κυριευμένος από αισχρή επιθυμία, έδιωξε την νόμιμη γυναίκα του, που ήταν θυγατέρα του βασιλιά της Αραβίας Αρέτα, και άρπαξε με την αμαρτωλή θέληση της, την Ηρωδιάδα. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο αδελφός του ζούσε κι ενώ η Ηρωδιάδα είχε αποκτήσει με τον Φίλιππο μια κόρη τη Σαλώμη, ο Ηρώδης καταπατώντας τον Μωσαϊκό νόμο, τον νόμο του Θεού παίρνει γυναίκα του, την γυναίκα του αδελφού του. Η φωνή του Προδρόμου γίνεται σάλπιγγα έλεγχου. Συνταράζει την μαλθακότητα και την χλιδή των αιμομικτών. Και ενώ ο λόγος του Προδρόμου, που πηγαίνει κάτω από τα ανάκτορα και φωνάζει, κτυπάει αμείλικτα όλες τις παρανομίες του Ηρώδη και η γλώσσα του μαστιγώνει την Ηρωδιάδα, ο Ηρώδης αποφασίζει να προσθέσει ένα ακόμη έγκλημα στην αλυσίδα των εγκλημάτων του. Συλλαμβάνει τον γενναίο Ασκητή της ερήμου και τον ρίχνει στις υγρές κι ανήλιαγες φυλακές του φρουρίου της Μαχαιρούντος.

Ο λαός ακολουθεί τον Πρόδρομο
Μέσα από το δεσμωτήριο ο Πρόδρομος, διδάσκει τον λαό, αλλά κι ασίγαστα ελέγχει την παρανομία των ανακτόρων. Ο Ηρώδης με την αισχρή προτροπή της ανήθικης γυναίκας του, αποφασίζει να τον εξοντώσει. Δεν τολμάει όμως, γιατί φοβάται τον λαό. Όπως βλέπομε από την Καινή Διαθήκη, την εποχή εκείνη άρχισε ο Χριστός την δημοσία δράσι και τα θαύματα του. Ο Πρόδρομος άκουγε στη φυλακή για τα θαύματα του Ιησού και έστειλε δύο μαθητές του στο Χριστό να τον ρωτήσουνε:
—Συ είσαι αυτός που περιμένουν οι Εβραίοι να τους λυτρώσει ή περιμένουμε κανέναν άλλον;
Και η ερώτηση εκείνη δεν ήταν δυσπιστία του Προδρόμου, αλλά ήθελε με την απάντηση που θα παίρνανε από τον Κύριο να στερεωθεί η κλονισμένη πίστη τους. Έπρεπε να δούνε το Χριστό, να δούνε τα θαύματά του, να τον πιστέψουν και να τον ακολουθήσουνε εις το εξής. Διότι το έργο του Ιωάννου τελείωσε. Δεν έπρεπε να περιμένουν τίποτε άλλο από αυτόν ο οποίος σε λίγο θα φονευόταν.
Η απάντησης του Κυρίου είναι μεγαλειώδης. Δεν είναι κούφια λόγια, αλλά θαυματουργική δόξα. Βλέπουνε οι μαθητές του Ιωάννου με τα μάτια τους θαυμαστά γεγονότα.
Τούς λέγει, λοιπόν, ο Χριστός:
—Πέστε στον Ιωάννη όσα βλέπετε κι ακούτε. Κι αυτά όλα είναι θαύματα. Τυφλοί βλέπουν, κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και νεκροί ανασταίνονται. Επομένως από αυτά που είδαν, κατάλαβαν, ότι ο Χριστός είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας, τον οποίον έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.

Το αμαρτωλό τραπέζι του Ηρώδη - Ο Χορός της Σαλώμης
Οι βασιλείς και οι άρχοντες τον καιρό εκείνο συνηθίζανε να γιορτάζουνε σαν μέρες χαράς και ευτυχίας την ημέρα της γεννήσεως τους και την ημέρα που ανεβαίνουνε στο θρόνο και στην εξουσία. Και ο Ηρώδης γιόρταζε πάντοτε με ξεχωριστή λαμπρότητα την γιορτή των γενεθλίων του. Εκείνο, λοιπόν τον χρόνο, που ο Πρόδρομος ήταν φυλακισμένος, ο Ηρώδης κάλεσε όπως πάντα, όλη την αριστοκρατία του καιρού του, για να πανηγυρίσει τα γενέθλιά του. Κι ενώ το μισητό συμπόσιο προχωρούσε και η αμαρτία έκαιγε τις ψυχές, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, βγήκε ντυμένη άσεμνα μπροστά στους καλεσμένους και άρχισε να χορεύει έναν έξαλλο δαιμονικό χορό. Οι διαφθαρμένοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό την Σαλώμη. Οι φαύλες κι αμαρτωλές κινήσεις της τους συγκινήσανε. Και τότε ενθουσιάζεται και ο γέρο - Ηρώδης. Την καλεί κοντά του και της λέγει:
— Ζήτησέ μου ότι θέλεις και θα σου το δώσω! Σου ορκίζομαι ότι θα σου δωρίσω ότι κι αν μου ζητήσεις, έστω κι αν μου ζητήσεις το μισό βασίλειο μου...
Η φαύλη νέα τρέχει τότε στη μητέρα της και την ρωτάει τι να ζητήσει από τον Ηρώδη. Η Ηρωδιάδα, ο θηλυκός αυτός σατανάς, χαμογελάει δαιμονικά. Η μανία της για τον Πρόδρομο, που ελέγχει την ανήθικη ζωή της, φουντώνει. Χωρίς, λοιπόν, να χάση καιρό, την δασκαλεύει να ζητήσει - Ώ δωρεά παρανομωτάτη, - την κεφαλή του Προδρόμου.

Ο Ιωάννης αποκεφαλίζεται
Μπαίνει λοιπόν αμέσως η Σαλώμη στην αίθουσα του αισχρού συμποσίου και ζητάει, χωρίς χρονοτριβή, το κεφάλι του Ιωάννου του Προδρόμου. Ζητάει, μετά το σατανικό χορό της, να πλημμυρίσει την τράπεζα του συμποσίου με το αίμα του αθώου Προφήτου. Κομπιάζει για λίγο ο Ηρώδης, γιατί φοβάται να εξοντώσει τον Πρόδρομο. Όλα αυτά όμως δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά δικαιολογίες. Το έγκλημα έχει προαποφασισθεί. Η επιθυμία, λοιπόν, της Ηρωδιάδας που θέλει να κυλιέται ανεμπόδιστα και χωρίς έλεγχο στην αμαρτία, γίνεται πραγματικότητα. Το αίτημα της Σαλώμης δεν αργοπορεί. Κι ενώ οι δαιμονόψυχοι και αιμοβόροι διασκεδάζανε, άγριο και κοφτερό σπαθί του δημίου, του σκεπουλάτορα, έκοβε την αγία κεφαλήν του Τιμίου Προδρόμου στη φυλακή. Όλα γίνονται με ταχύτητα. Φέρουνε τρέχοντας οι στρατιώτες το ματωμένο κεφάλι του Προφήτου στα ανάκτορα, στο τραπέζι των θλιβερών δημίων. Το βάζουνε σε πιάτο γεμάτο αίματα και το τοποθετούν ανάμεσα στα φαγητά. Άγρια δαιμονική ικανοποίηση αισθάνεται η Ηρωδιάδα. Έπειτα πλημμυρισμένη ακόμα από κακία και πάθος εκδικήσεως, παίρνει μια βελόνα και τρυπάει μ’ αυτή τη γλώσσα που την ταλάνιζε, που την συγκλόνιζε με την τρομερή φωνή του ελέγχου του.

Το λείψανο του Αγίου
Μετά το φρικιαστικό αυτό έγκλημα, οι μαθητές του Προδρόμου τρέχουν στη φυλακή. Αψηφούν τους κινδύνους. Δεν λογαριάζουν την οργή της ασύδοτης εξουσίας και παίρνουν το ασκητικό κορμί του Προφήτη. Με συγκίνηση και λύπη το θάβουνε κι έπειτα πηγαίνουνε στο Χριστό και του αναφέρουν τα καθέκαστα.
Τι έγινε το λείψανο του Προδρόμου;
Όπως αναφέρουν οι χρονογράφοι και οι συναξαριστές το σώμα του Αγίου ετάφη στην πόλη Σεβάστεια της Ιουδαίας. Ήταν δε προφυλαγμένο μέσα σε θήκη. Ο χρονογράφος Μοναχός Γεώργιος Αμαρτωλός, μας πληροφορεί ότι το λείψανο του Αγίου κάηκε επί της βασιλείας του αντίχριστου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου. Η δεξιά του χειρ, εκείνη που άγγιξε την κεφαλή του Δεσπότου Χριστού, σώζεται σήμερον εις την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους.

Η τιμία κεφαλή – Πρώτη και Δεύτερη εύρεσης (24 Φεβρουαρίου)
Η τιμία όμως κεφαλή του Αγίου δεν κάηκε. Μετά την αποκεφάλιση του Προδρόμου, όπως είδαμε, η τιμία κεφαλή του δόθηκε σαν δώρο στην Σαλώμη, για τον αμαρτωλό χορό της. Και τελικά εκεί κάπου παραπετάχτηκε από την ασεβέστατη Βασιλική οικογένεια. Αλλού πάλι αναφέρεται ότι η Ηρωδιάδα διέταξε να θάψουν κοντά στα ανάκτορα την τιμία κεφαλή του Προδρόμου και πήγαινε εκεί και καταπατούσε το σημείο της ταφής για να ξεδιψάσει λίγο το Βάρβαρο μίσος της κατά του Αγίου.
Η πρώτη εύρεση της έγινε κατά τρόπο θαυματουργικό. 
Ο ίδιος ο Πρόδρομος φανέρωσε το μέρος που ήταν η τιμία κεφαλή του σε δύο καλογέρους που πηγαίνανε να προσκυνήσουνε τον Άγιο Τάφο. Την βρήκανε εκεί κοντά στ’ ανάκτορα του Ηρώδη και την περιμαζέψανε με ευλάβεια.
Ύστερα την πήρε από τους Μονάχους ένας κεραμέας και την μετέφερε στην Έμεσα. Μετά όμως από το θάνατο του κεραμέα και της αδελφής του, ο πολύτιμος αυτός θησαυρός, η τίμια κεφαλή, πέρασε διαδοχικά από πολλούς ευσεβείς και τελικά έπεσε στα χέρια ενός Αρειανού, ονομαζόμενου Ευσταθίου. Ο αιρετικός λοιπόν αυτός κατοικούσε σ’ ένα σπήλαιο και τα θαύματα που γινότανε με την δύναμη της τιμίας κεφαλής, τις θεραπείες που βλέπανε οι ασθενείς και πολλά άλλα, τα παρουσίαζε σαν θαύματα της αιρέσεως του Αρείου. Τότε όμως απομακρυνθεί από τους Ορθοδόξους από το μέρος εκείνο ο Ευστάθιος και η τιμία κεφαλή του Αγίου, κατά θεία οικονομία έμεινε εκεί στο σπήλαιον. Εκεί λοιπόν την βρήκανε το 431 επί της Βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μικρού.
Και αυτή η εύρεσης έγινε υστέρα από αποκαλύψεις και οράματα του θελήματος του Θεού. Την βρήκανε μάλιστα μέσα σε μια υδρία και ο Αρχιμανδρίτης Μάρκελλος με τον Επίσκοπο της Έμεσης Ουράνιο, την φέρανε στην Εκκλησία, όπου έγιναν θαύματα μεγάλα και παράδοξα. Η εύρεσης αυτή γιορτάζεσαι στην Εκκλησία μας στις 24 Φεβρουαρίου.
Όπως αναφέρει ο Δοσίθεος η κάρα του τιμίου Προδρόμου φυλάχτηκε με προσοχή. Ο βασιλεύς Ουάλης μάλιστα διέταξε να την πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς δε την μεταφέρανε πάνω σε άμαξα, η άμαξα ξαφνικά σταμάτησε. Τα άλογα δεν προχωρούσανε με κανένα τρόπο. Έτσι υποχρεώθηκαν να την αφήσουν σε κάποια κωμόπολη ονομαζόμενη Κολάου.
Εκεί λέγει ο Δοσίθεος, κατέβηκε ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος και πήρε την τιμία κεφαλή στο Βασιλικό αμάξι και την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη σε μία θέση, που ονομαζόταν Έβδομον.
Εκεί ο αυτοκράτορας έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό προς τιμήν του Αγίου κι τοποθέτησε την κεφαλή του.
Αργότερα ένα μέρος από την τιμία κάρα βρισκότανε στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στο Άγιο Όρος. Το κλέψανε όμως κι είναι άγνωστο που βρίσκεται σήμερα. Ένα μέρος της κάρας βρίσκεται στην Ουγγροβλαχία στο Μοναστήρι Καλούτι. Αυτό όμως αφιερώθηκε στον Πανάγιο Τάφο…

Τρίτη εύρεσης (25 Μαΐου)
Σύμφωνα με τη Παράδοση και τα ιστορούμενα στους εκκλησιαστικούς ύμνους, αναφέρεται και τρίτη εύρεσης της τιμίας κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου. Η ανεύρεσης αυτή έγινε από κάποιον ιερέα στα Κόμανα της Καπαδοκίας, απ’ όπου μετακόμισαν, με λαμπρή επισημότητα, το λείψανο στην Κωνσταντινούπολη. Τα απολυτίκιον της εορτής αυτής, που είναι στις 25 Μαΐου, λέγει τα εξής:
«Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμένον τή γῆ, Χριστός ἀπεκάλυψε τήν κεφαλή σου ἠμίν, Προφήτα καί Πρόδρομε, πάντες οὔν συνελθόντες, ἐν τή ταύτης εὐρέσει, ἄσμασι θεηγόροις, τόν Σωτήρα ὑμνοῦμεν τόν σώσοντα ἠμᾶς ἐκ φθορᾶς; ταῖς ἱκεσίες σου».
Στην τρίτη εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου εγκώμιο έπλεξε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης. Το εγκώμιο αυτό βρίσκεται στη Λαύρα και στην Ιερά Μονή του Διονυσίου. Από το εγκώμιο αυτό βγαίνει το συμπέρασμα όχι στο Μοναστήρι των Στουδιτών θα ευρίσκετε τότε ολόκληρη η κάρα του Τιμίου Προδρόμου ή μέρος αυτής. Στις 7 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας εορτάζει μαζί με την Σύναξη του Προφήτου Προδρόμου και την μετακομιδή της τιμίας χειρός του στην Κωνσταντινούπολη.
Σήμερα η δεξιά χειρ του τιμίου Προδρόμου βρίσκεται στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, στο Άγιο Όρος.

Το φρικτό τέλος των σφαγιαστών του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Ο Θεός τιμώρησε τους σφαγείς του Προφήτου. Το τέλος των υπευθύνων, για την αποκεφάλιση του Ιωάννου ήτανε σκληρό. 
Ο Ηρώδης έμεινε στην εξουσία μέχρι το 40 μ.Χ. Τι το ήθελε όμως! Η ζωή του ήτανε μαρτυρική Μαστίζεσαι αλύπητα από τους δριμείς ελέγχους της συνειδήσεως. Μάταια αγωνίζεται ο ταλαίπωρος Ηρώδης, η πονηρή αλεπού, όπως τον ονόμασαν, να πνίξει τη φωνή της συνειδήσεως. Έπειτα όμως, αυτός και η γυναίκα του η Ηρωδιάδα, εξοριστήκαν από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Καλιγούλα, στην Γαλλία κι αργότερα στην Ισπανία. Εκεί στην εξορία υποφέρανε πολύ. Άσημοι πλέον κι άδοξοι, χωρίς ίχνος από καλοπέραση και πολυτέλεια, βρήκανε το αμαρτωλό τέλος τους.
Αλλά και η τύχη της Σαλώμης, της μιαράς κόρης κι άσεμνης χορεύτριας, που ζήτησε ψυχρά κι αναίσθητα την κεφαλή του Προδρόμου επί πίνακι δεν ήτανε καλλίτερη. Όπως διηγείται ο Νικηφόρος Κάλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η Σαλώμη βρήκε τραγικό τέλος, ίδιο σχεδόν με το τέλος του Προδρόμου. Της κόπηκε κι αυτής το κεφάλι. Και να πώς:
Μια μέρα, ενώ περνούσε η Σαλώμη πάνω από ένα παγωμένο ποταμό, για να πάει στην αντίπερα όχθη ο πάγος σχίστηκε κάτω στα πόδια της. Τότε το σώμα της βούλιαξε με ορμή προς τα κάτω, σαν να άνοιξε η γη να την καταπιεί Και στο απότομο αυτό πέσιμο, ενώ το σώμα της βυθίστηκε, το κεφάλι της κρατήθηκε από κοφτερές πλάκες του παγωμένου ποταμού. Ο πάγος σαν κοφτερό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι της στο λαιμό!


Εις την Σύναξη του Τιμίου Προδρόμου 
και Βαπτιστού Ιωάννη 7 Ιανουαρίου

Στίχος
Ἐμή σέ γλώσσα, κῆρυξ, πῶς ἄν αἰνέση ὄν γλώσσα Χριστού γηγενῶν μείζων λέγει; Μνήνην ἐβδομάτη Προδρόμου λάχε αἰδοίοιο

Ἀπολυτίκιον Ἦχος β΄.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε, ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον, ὅθεν της ἀληθείας ὑπερραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν Ἅδη, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἠμίν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. β΄.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικῶς ὁ Ἰορδάνης, φόβω ἀπεστρέφετο, τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμω ὑπεστέλλετο, τῶν Ἀγγέλων αἵ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὀρῶσαι σέ ἐν ρείθροις σαρκί βαπτιζόμενον καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα καί φωτίσαντα τά πάντα.

Μεγαλυνάρια
Πρόδρομε Κυρίου καί Βαπτιστά, λύχνε τοῦ Ἡλίου, ἑωσφόρε φωταγωγέ, τήν ἐσκοτισμένην, τοῖς πάθεσηιτου βίου, ψυχήν μου τήν ἀθλίαν, φωταγώγησον.
Χειρί σου βαπτίσας, ὤ Βαπτιστά, τόν διά θαλάσσης, ἀγαγόντα τό Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης, διό ἀνευφημοῦμεν τήν θείαν χάριν σου.
Μείζονα κριθέντα τῶν Προφητῶν, σέ τόν τῆς ἐρήμου, μέγαν ὄντως καθηγητήν, Κήρυκα τόν θεῖον, καί Βαπτιστήν Κυρίου, τόν Πρόδρομον τόν Μέγαν, ὕμνοις δοξάζωμεν.

ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗΣ

Σύναξις Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» 
(Ἰω. 1,29)


ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, τελείωσε τὸ Δωδεκα­ήμερο, ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὰ Φῶτα, ἐξαιρουμένης τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων. Μετὰ τὸ Δωδεκαήμερο πρώτη ἑ­ορτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἶνε ἡ σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, σήμερα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀν­θρώπινα ἐγκώμια· τὸν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς ὅταν εἶπε, ὅτι μέσ᾿ στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ γεννήθηκαν ὣς τότε ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους εἶνε αὐτός (βλ. Ματθ. 11,11). Εἶνε ὑπεράνω τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰακώβ, τῶν πατριαρχῶν, ὑπεράνω ὅλων τῶν μεγάλων ἀνδρῶν.

Γεννήθηκε διὰ θαύματος ἀπὸ γέροντες γο­νεῖς, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ ποὺ ἦταν καὶ στεῖρα. Ὅσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ πέτρα ν᾿ ἀνθί­σῃ λουλούδι, ἄλλο τόσο ἦταν δυνατὸν κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννηθῇ παιδί.
Ἔμβρυο ἀκόμη, σκίρτησε μέσα στὴν κοιλία τῆς μητέρας του ὅταν ἐκείνη ὑποδεχόταν τὴν ἐπίσης ἔγκυο ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἦ­ταν ἁγιασμένος. Ὅπως μερικοὶ εἶνε Ἰοῦδες, τέ­κνα κατάρας ἐκ κοιλίας μητρός, ἔτσι κάποιοι ἄλλοι εἶνε εὐλογημένοι ἀπὸ τὰ σπάργανά τους.
Ὅταν μεγάλωσε, δὲν ἔμεινε στὸν κόσμο· βγῆκε ἔξω, πῆγε στὴν ἔρημο, στὸ σχολεῖο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἔζησε μιὰ ζωὴ – ἔλεγχο τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ σύνθημά της ἔχει «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32). Ὦ σεῖς ποὺ ζῆτε μέσ᾿ στὸν παραλογισμό, ἐλᾶτε νὰ καθρεφτιστῆτε στὸν καθρέφτη αὐτόν.
Πῶς ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4), τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀ­γρῶν, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Ἄρα­βες τὰ ξηραίνουν καὶ τὰ τρῶνε. Ποτό του ἦ­ταν τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Ροῦχο του εἶχε μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας. Κρεβάτι του ἦταν ἡ ἄμμος δίπλα στὸ ποτάμι. Στέγη του τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Σύντροφοί του τὰ θηρία τῆς ἐρήμου, ποὺ στέκονταν μπροστά του σὰν ἀρνάκια. Ἡ ἁγιότης, βλέπετε, ὅλα τὰ τιθασεύει. Καὶ ἐνῷ λιοντάρια καὶ τίγρεις τὸν σεβάστηκαν, τὸν κα­τεσπάραξε μιὰ γυναίκα, ἡ Ἡρῳδιάς. Ἐκεῖ λοι­πὸν ἔμεινε, στὸ πανεπιστήμιο τῆς σιωπῆς, ὅ­που ἀνδρώνονται οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες.
Σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία ἔλαβε ἐντολὴ ἄνωθεν, νὰ πάῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου κ᾿ ἐκεῖ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του. Τὸ κήρυγμά του θερμο­καυτήρας, ἔλεγχος δριμύς. Ἄστραφτε καὶ βρον­τοῦσε. Καλοῦσε ὅλους σὲ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Καὶ χιλιάδες ἀπ᾿ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα ἔ­τρεχαν. Ἦταν μαγνήτης ποὺ εἵλκυε ὅλους. Συνι­στοῦσε μετάνοια καὶ τοὺς βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη.
Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦρθε καὶ ἕνας ποὺ ξεχώριζε. Μήπως φοροῦσε στέμμα, εἶχε σπαθί, τὸν ἔφερε ἅμαξα; Ὄχι. Ἁπλὸς ἄν­θρωπος ἦταν. Ἀλλὰ ὄνομά του ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9). Ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, τὸ δικό του θὰ μείνῃ· Ἰησοῦς Χριστός! Μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὁ Ἰωάννης, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα ἑνὸς φτωχοῦ Ναζωραί­ου κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Καὶ ὅμως τὸν ἀνεγνώρισε. Τοῦ λέει ὁ Χριστός· —Βά­πτισέ με. —Αὐτὸ δὲν γίνεται· ἐγὼ εἶμαι ἕνα μη­δὲν μπροστά σου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ βαπτί­σω. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπέμενε, καὶ τέλος βαπτί­σθηκε. Ὄχι διότι εἶχε ἁμαρτίες —εἶνε ἀναμάρ­τητος―, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ φανερώθηκε. Κατὰ τοῦ­το ἐμεῖς διαφέρουμε ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θρησκεύμα­τα, καὶ τὰ μονοθεϊστικά· αὐτοὶ ἔχουν τὸν Ἀλ­λὰχ ἢ κάποιον ἄλλο, ἐμεῖς λέμε· Ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου.
Πῶς φανερώθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν μέσ᾿ στὰ νερά, σχί­στηκε ὁ οὐρανός —ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε—, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὰν περιστέρι ἦρθε καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλή του. Συγχρόνως ἀκού­στηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὄχι σὰν τὰ διαγγέλματα τῆς πρωτοχρονιᾶς, πού ᾿νε γεμᾶτα ψευτιές. Διάγγελμα οὐράνιο καὶ αἰ­ώνιο πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾦ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὰ ἴδια λόγια ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα ἀ­κούστηκαν καὶ ὅταν ἔκλεινε ἡ ἐπίγειος παρουσία τοῦ Χριστοῦ, συμπληρωμένα ὅμως μὲ τὴ σύστασι «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Μᾶρκ. 9,8. Λουκ. 9,35).
Ἀπὸ τότε πλέον, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπό­της ἔχει ὁδηγό. Ὁδηγός της εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ σῴζεται, ὅποιος φεύγει ἀπὸ αὐτὸν χάνεται. Αὐτὸς εἶνε ὁ τέλειος ὁδηγός, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἡ ἐν­σάρκωσι τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄλλοι, ὁποιοιδήποτε κι ἂν εἶνε, εἶνε κλάσματα, δὲν φτάνουν τὴν ἀ­κεραία μονάδα, τὸν Ἕνα. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
«Αὐτοῦ ἀκούετε», συνιστᾷ ὁ οὐράνιος Πατήρ. Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους καὶ δὲν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀνοίγουν τ᾿ αὐτιά τους – σὲ ποιόν; στὸν διάβολο καὶ στὰ ὄργανά του. Δὲν ἐκκλησιάζονται γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου· κάθονται τὴ νύχτα στὴν τηλεόρασι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου. «Ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ Χριστό, θ᾿ ἀκούσῃ τὸν διάβολο», λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν ἔρημο, ὁ Ἰωάννης τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, ὅπως λέει τὸ ὡραῖο δοξαστικὸ τῶν ὡρῶν· «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δε­σπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν…» (θ΄ ὥρα Θεοφ.). Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἦταν ὁ τελευταῖος ποὺ εἶπε ὁ Παπαδιαμάντης —ποὺ ἦταν καὶ σπουδαῖος ψάλτης—, ὅταν γέρος πλέον στὸ νησά­κι του, φτωχὸς καὶ περιφρονημένος, ἔφευγε ἀπ᾿ τὴ ζωή. Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι καὶ τὸ ἔψαλε. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πέθανε. Μὲ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔκλειναν τὰ μάτια τους τότε· τώρα…
Ὁ Ἰωάννης λοιπὸν ἔδειξε τὸ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶπε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴ­ρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»· νά, λέει, αὐ­τὸς εἶνε τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁ­μαρτί­ες τοῦ κόσμου (Ἰω. 1,29). Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐ­τό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι οἱ Ἑ­βραῖοι, γιὰ νὰ ἔχουν μιὰ ἀνακούφισι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ἔ­παιρναν ἕνα ἀρνί, τὸ πήγαιναν στὸ ναὸ τοῦ Σο­λομῶντος καὶ τὸ προσέφεραν θυσία. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς θὰ τὸ ἔσφαζε, ἅπλωναν τὰ χέρια ἐπάνω του, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω τους οἱ ἁ­μαρτίες καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἀρνί. Αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μία σκιὰ τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ ἐρ­χόταν νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστός. Ἑκατομμύρια ἀρνιὰ σφάχτηκαν, ἀλλὰ τὸ αἷμα τῶν ζῴων δὲν ἔ­χει τὴν δύναμιν «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6). Μόνο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ», σβήνει τὶς ἁ­μαρτίες. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέγεται «ἀμνός»· διότι ὅπως τὸ ἀρνὶ δὲν ἔκανε κανένα κακό, ἔτσι κι ὁ Χριστός· ὅπως τὸ ἀρνὶ ὁδηγεῖ­ται στὴ σφαγὴ καὶ δὲν ἀντιδρᾷ, ἔτσι κι ὁ Χριστός· κι ὅπως στὶς θυσίες «φόρτωναν» τὶς ἁμαρτίες στὸ σφάγιο, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς σηκώνει τὶς ἁ­μαρτίες ὅλων μας. Τὸ νιώσαμε αὐτό; Ἂν δὲν τὸ νιώσαμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Δὲ μᾶς σῴζουν οὔτε κεριὰ καὶ λαμπάδες, οὔτε εἰκόνες καὶ προσκυνήματα, οὔτε μετάνοιες καὶ ἀ­σκήσεις· ὅλα αὐτὰ δὲν συγχωροῦν οὔτε μία ἁμαρτία. Τὶς ἁμαρτίες συγχωρεῖ μόνο «ὁ ἀ­μνὸς τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἶπε ὁ Ἰωάννης. Ἂν δὲν πιστέψῃς ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐ­χύθη στὸ Γολγοθᾶ λυτρώνει, δὲ σῴζεσαι.
Τελειώνω μὲ μιὰ εἰκόνα. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος ζωγράφισε ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔπιασαν οἱ ἐχθροί του καὶ τοῦ φόρτωσαν ἕνα βαρὺ φορτίο. Τὸ ἔδεσαν στὴ ῥάχη του τόσο σφιχτά, ὥστε δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν σὰν τὸν Προμηθέα στὸν Καύκασο. Παρακαλοῦσε ἄλλους νὰ τὸν λύσουν, μὰ κανείς δὲ μποροῦσε. Τότε κάποιος τοῦ εἶπε· Ἂν θέλῃς νὰ ἐλευθερωθῇς, ἀνέβα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βουνό. Ἐκεῖ θὰ δῇς ἕνα σταυρὸ μὲ τὸν Ἐ­σταυρωμένο· ἂν τὸν παρακαλέσῃς μὲ πίστι, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε· ἀ­μέσως τὸ φορτίο του ἔπεσε, κύλισε στὴν ἄ­βυσσο, κι αὐτὸς δόξασε τὸ Χριστό.
Καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδελφοί μου, σηκώνει ἕ­να βάρος μεγαλύτερο ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε. Ἂς πιστέψουμε σ᾿ αὐτόν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Σᾶς τὸ λέω ἐγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· ἂν δὲν πίστευα, θὰ πήγαινα νὰ κάνω ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρὰ νὰ κοροϊδεύω τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὴ θεία χάρι, πιστεύω στὰ μυστήρια, πιστεύω στὶς ἱερὲς παραδόσεις. Μπορεῖ κι ὁ ἥλιος νά ᾿νε ψέ­μα, καὶ τὰ ἄστρα νά ᾿νε ψέμα, κ᾿ ἐμεῖς νά ᾿μεθα ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν Παρασκευὴ 7-1-1983

Το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης του Βαπτιστού



Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλά· μιλᾶ τὸ τέμπλο κάθε Ὀρθόδοξου ναοῦ – στὰ δεξιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Δεσπότου βρίσκεται πάντοτε ἡ εἰκόνα του – καὶ ὁ ἔπαινος τοῦ Κυρίου γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ἔπαινος τοῦ καρδιογνώστου Θεοῦ (βλ. Ματθ. ια´ [11] 7-15, Λουκ. ζ´ 24-30). 
Ἐμεῖς ἁπλῶς στὶς παρακάτω γραμμὲς θὰ προσπαθήσουμε νὰ ὑποψιασθοῦμε κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης του.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπὸ παιδὶ ἔζησε στὴν ἔρημο ζωὴ ἄκρας ἀσκήσεως καὶ πλούτιζε συνεχῶς σὲ Πνεῦμα Ἅγιον. «Τὸ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή (Λουκ. α´ 80). Ἔζησε μὲ μοναδικὴ ἀκρίβεια τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας, τὴ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό, ἡ ὁποία ἦταν σχεδὸν τελείως ἄγνωστη στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀργότερα, στὰ τριάντα του περίπου χρόνια, βγῆκε νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὸν Ἰσραὴλ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Μεσσία, ὄχι ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως: «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην… καὶ ἦλθεν…κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας» (Λουκ. γ´ 2-3). Ἦταν δηλαδὴ θεόκλητος.
Γνώριζε ἀκόμη ὅτι ἡ δράση του ἦταν προφητευμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πράγμα ποὺ δὲν ἀνέφερε ποτὲ παρὰ μόνο ὅταν τὸ ἐπέβαλε ἡ ἀνάγκη. Τὸν ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἰσραήλ: 
«Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; ὁ Χριστός;». 
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός», ἀπάντησε. 
«Τί λοιπόν; Ὁ Ἠλίας εἶσαι ἐσύ;». 
«Δὲν εἶμαι». 
«Ὁ προφήτης ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς;». 
«Ὄχι». 
«Ποιὸς εἶσαι τέλος πάντων; γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔστειλαν». 
«Ἐγὼ “φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου”, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης» (βλ. Ἰω. α´ 19-23).
Τὸ κήρυγμά του καὶ ἡ ὅλη προσωπικότητά του εἶχε ἀπήχηση ὅσο κανενὸς ἄλλου προφήτη: «Ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου», «καὶ ­ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ­ἐξομολογούμενοι τὰς ­ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ματθ. γ´ 5, Μάρκ.α´ 5). 
Πήγαιναν σ᾿ αὐτὸν οἱ ­Ἱεροσολυμίτες καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν περιχώρων τοῦ Ἰορδάνη! Δὲν ἦταν ὅτι ἐντυπωσίαζε καὶ σαγήνευε. 
Τὸ ­κήρυγμά του ἦταν αὐστηρό, καλοῦσε σὲ ­μετάνοια, ὑπενθύμιζε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ: «ἤδη καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν ­δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»· τώρα μάλιστα καὶ τὸ ­τσεκούρι τῆς θείας κρίσεως βρίσκεται κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δένδρων. Κάθε ­δένδρο λοιπὸν ποὺ δὲν κάνει καλὸ καρπὸ κόβεται ἀπὸ τὴ ρίζα καὶ ρίχνεται στὴ ­φωτιά (Ματθ. γ´ 10)
Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ λόγος καὶ τὸ παράδει­γμά του ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ­ἀπωθοῦσε οὔτε προκαλοῦσε ­ἀντιδράσεις.
Ἀντίθετα συγκλόνιζε τὶς καρδιὲς καὶ προκαλοῦσε ριζικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς· δέχονταν νὰ βαπτισθοῦν – «πάντες», ἀκόμη καὶ «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι», οἱ πιὸδιαβεβλημένοι ἄνθρωποι (βλ. Ματθ. κα´ [21] 32) – ἐξομολογούμενοι δημοσίως τὶς ἁμαρτίες τους!
Τὸν παραδέχονταν ὡς αὐθεντικὸ καθοδηγὸ τῆς ζωῆς τους: «Τί οὖν ποιήσομεν;». Θέλουμε ν᾿ ἀλλάξουμε ζωή. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; ρωτοῦσαν οἱ ὄχλοι τὸν Ἰωάννη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του· ὄχι μόνο εὐσεβεῖς ἀλλὰ καὶ ἁμαρτωλοί: τελῶνες καὶ στρατιωτικοί (βλ. Λουκ. γ´ 10-14).
Τὸ ἀκόμη θαυμαστότερο εἶναι ὅτι ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶχε τέτοιο κύρος, ἐνῶ δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα (βλ. Ἰω. ι´ 41)· τόσο μεγάλο κύρος, ὥστε ὅλοι εἶχαν λογισμό: «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ὁ Μεσσίας ποὺ περιμέναμε αἰῶνες; (Λουκ. γ´ 15).
Ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω: ζωὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν, σχεδὸν ὅλων· ζωὴ ἀνώτερη, ἰσάγγελη· πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀσυνήθιστα ὑψηλές· προφητικὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ σὲ νεαρὴ ἡλικία·καταπληκτικὴ ἐ­­πιτυχία στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, μαζικὲς καὶ συγκλονιστικὲς μεταστροφές· κύρος τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ ἀναρωτιοῦνται, μήπως εἶναι ὁ Χριστός; Ἡ Παλαιστίνη σείσθηκε ἀπὸ τὸ κήρυ­γμα καὶ τὴν παρουσία του, ἕνας ὁλόκληρος λαὸς κρεμόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ νεαροῦ λιπόσαρκου Ἰωάννη· κι ἐκεῖνος; ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴ δόξα. Εἶπε: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός. Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγὼ νὰ λύσω οὔτε τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ ὑποδή­ματά του» (Λουκ. γ´ 16).
Καὶ ὅταν, ἐνῶ μεσουρανοῦσε, ἄρχισε νὰ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Μεσσίας μὲ τὴ δράση Του, καὶ παραπονέθηκαν γι᾿ αὐτὸ στὸν Πρόδρομο οἱ μαθητές του, ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: 
«Κανεὶς δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε πὼς εἶπα ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ πρόδρομός Του. Γι᾿ αὐτὸ ἐργάσθηκα, γιὰ νὰ ὁδηγήσω τὶς ψυχὲς στὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν ζηλεύω ἢ δὲν ἐνοχλοῦμαι ποὺ ­ἐλαττώνεται ἡ φήμη μου, ἀλλὰ “χαρᾷ χαίρω”, χαίρομαι μὲ πολὺ μεγάλη χαρά· “αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται”· αὐτὴ λοιπὸν ἡ χαρά μου εἶναι τέλεια. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ ἀποδέχομαι ὁλόψυχα: Ἐκεῖνος νὰ αὐξάνει σὲ ἐπιρροὴ καὶ δόξα, κι ἐγὼ νὰ μικραίνω» (βλ. Ἰω. γ´ 26-30).

Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μέγας καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη, προκαλεῖ τὸν εὐλαβὴ θαυμασμό μας. Μπορεῖ ὅμως νὰ γίνει καὶ βοηθός, πρεσβευτής μας, ἂν τὸν ἐπικαλούμαστε, ὥστε νὰ καλλιεργοῦμε τέτοιο φρόνημα στὶς δικές μας ἀσήμαντες – σὲ σύγκριση μὲ τὶς δικές του – ἐπιδόσεις καὶ ἐπιτυχίες.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Θεοφάνεια είναι...



"Θεοφάνεια είναι ποταμός Αγάπης να ξεπλένει την ψυχή σου.

Να ευφραίνεσαι μυστικά την προσκύνηση της Αγίας Τριάδος.
Να αγιάζεις τον νου της καρδιάς σου με δάκρυα συντριβής.

Να βαφτίζεις τα πάθη σου στον Ιορδάνη της μετάνοιας.
Να λιώνεις τις αμαρτίες του στη φλόγα της Αγάπης του.

Να φωτίζεις τις αρετές σου στο φως του Αγίου Πνεύματος.
Να λυγίζεις ταπεινά τα γόνατα μπροστά στη Θεία Αποκάλυψη μέσα σου.

Να καθαρίζεις την υπερηφάνεια των λογισμών σου σε λουτρό αγιασμένων υδάτων.

Να βλέπεις τους αδελφούς αγνούς εν είδει περιστεράς.
Να ενώνεσαι, να βυθίζεσαι και να χάνεσαι σαν περιστέρι μέσα σε αγγελική ψυχή.

Κι αν δώσει ο Θεός, η φανέρωση της Αγίας Τριάδος να αγγίξει την καρδιά σου 
να την νιώθεις να χοροπηδά αλαφιασμένη από κατάνυξη και γλυκύτητα, 
σαν τη νύμφη που περιμένει να συναντήσει τον αγαπημένο της νυμφίο. 

Με βία και λαχτάρα, σαν να μην χωρά το στήθος το περίσσευμα της Θείας Αγάπης. 

Πυρ καταναλίσκον, ευφροσύνη άρρητος, αναβάπτιση σε Ιορδάνεια νάματα.

Άγια Θεοφάνεια είναι να γεύεσαι το μυστήριο της Θείας Φανέρωσης
αλλοιωμένος συντετριμμένος κεκαθαρμένος, ταπεινός, 
όλος φως, όλος Αγάπη, όλος ευλογία, όλος Χάρη βαθιά στην καρδιά.

Ουράνιος Άνθρωπος, επίγειος άγγελος.

Τα Θεφάνεια είναι θείος έρως.
Κύριε, δος μου ταπείνωση να αντέξω την επίθεση της Αγάπης σου".


Ανέκδοτες Σημειώσεις ανωνύμου μοναχού, 1973

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια

Εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος ὁ Χριστός;
«Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος…» 
(Μᾶρκ. 1,10)


Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑ­ορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀ­κτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄν­δρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).

Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆ­καν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡ­λικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰ­ορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Καὶ πλά­θον­τας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐ­κεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθα­­ρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐρ­γα­ζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγη­σαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρ­ρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Πανα­γία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔ­πρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχω­ριανοί του ὅταν ἐ­κεῖνος ἄρ­χισε νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗ­τος γράμ­ματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀ­ποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆ­γε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοι­πὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατρι­ῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶ­τοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζα­ρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅ­πως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρόδρομος. Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔ­πινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶ­μα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδει­κνύον­ται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύ­θηκε. Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντο­λὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι. Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιρά­στε τὰ μισά. Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσ­πράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο. Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλ­λά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία. Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα με­τανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.

Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕ­­νας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶ­δε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. –«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μό­νος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· τὸ προσέξατε; Ἔχει μία λέξι μὲ μεγά­λη σημασία. Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάν­νου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλμα­τά τους, μετανο­οῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολο­γοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅ­σο διαρκοῦσε ἡ ἐξ­ομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλ­λος πολύ. Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέ­ξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέ­ως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίπο­τα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χου­­με συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε; Γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τρι­άς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς πο­ταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθη­κε ὁ Χριστός, ἔγινε παγ­κόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶ­νε τόσο σπουδαῖο. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀ­πεί­ρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νε­ρὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐ­ρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, καὶ καθα­ρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμα­σία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχη­μα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀ­κόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· –Ἐξ­ωμολο­γήθηκες; –Ὅταν ἤμουν στὸ κατη­χητικό, δώδε­κα χρονῶν. 
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει. 
Ἕνα δάκρυ μετανοί­ας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐ­τὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέρον­τα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πε­θάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). Δι­αφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. Ὦ Παν­αγία Δέ­­σποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρε­σβεί­αν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης Παρασκευὴ 6-1-1989)