“Εμείς στο Άγιον Όρος, όταν ζούσε και ο Γέροντας, κάναμε δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε ώρες ευχή με εισπνοή και εκπνοή…”. Καταπληκτικό κείμενο από έναν Γέροντα που είχε πολλές προσωπικές βιωματικές καταστάσεις μέσω της νοεράς προσευχής.
~ Αυτά δεν σας τα έχω πει άλλη φορά. Αυτή είναι μια δική μου παράλειψης, κι ας πούμε δική μου υπευθυνότητα.
Ή καρδιά τού ανθρώπου είναι το κέντρο των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν ή καρδιά καθαρισθεί, τότε όπτάνεται ό Θεός, βλέπουμε τον Θεό. Πώς θα Τον δούμε; Μήπως ό Θεός είναι ανθρωπόμορφος και έχει σχήμα ανθρώπινο για να Τον δούμε; Όχι. Ό Θεός είναι νοητός. Ό Θεός είναι Πνεύμα- και ως Πνεύμα απόλυτον βρίσκεται στο σύμπαν. Αλλά βρίσκεται και μέσα στην καρδιά τού ανθρώπου, όταν αυτή γίνει δεκτικό δοχείο. Και για να γίνει δεκτικό δοχείο, πρέπει να γίνει καθαρή. Όχι να την πλένουμε με νερό, αλλά να γίνει καθαρή από λογισμούς ακάθαρτους. Αλλά για να καθαρισθεί ή καρδιά πρέπει να πιει κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο είναι ή προσευχή.
Όπου πηγαίνει ό Βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί και όπου πηγαίνει ό Χριστός, το Όνομά Του το Αγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Και όταν έθρονισθή καλά – καλά μέσα ό Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα.
Όπως ένας βασιλεύς πού έχει κυριεύσει ένα κράτος και πάει να ενθρονισθεί στην πρωτεύουσα και έχει καθυποτάξει όλους τούς έπαναστάτας προηγουμένως και έχει γεμίσει το κράτος από φαντάρους και όπλα, αφού καθησυχάσουν όλες οι εσωτερικές ανωμαλίες, τότε βασιλεύει τούς υπηκόους με ειρήνη και άγαλλίασιν. Ό βασιλεύς τότε κάθεται εις τον θρόνον του και βλέπει τα πάντα ύποτεταγμένα και τότε χαίρεται και αγάλλεται.
Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. ’Έχει μέσα εχθρούς, έχει έπαναστάτας, έχει λογισμούς, πάθη, αδυναμίες, το ένα, το άλλο, ανακατωσούρες, θύελλες, τρικυμίες, ταραχές και αντιζηλίες. Όλα στην καρδιά γίνονται. Και για να μπορέσει αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να ύποταχθή, πρέπει να έλθει ό Χριστός, ό Βασιλεύς με τις στρατιές Του, να κυριεύση το κράτος, να διώξη τον διάβολο, να καθησύχαση κάθε ανησυχία από τα πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ και σαν Παντοδύναμος, και τότε κατά τούς Πατέρας, αυτή ή κατάστασης λέγεται καρδιακή ησυχία.
Αυτό θα πει καρδιακή ησυχία, να βασιλεύει ή προσευχή χωρίς να διακόπτεται, και ή προσευχή να έχει δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδιάν.
Οι τρόποι του προσεύχεσθε είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ό προφορικός τρόπος. Είναι δηλαδή το να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ό τρόπος είναι πού πρέπει να τον μεταχειριστούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίσουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να επιτύχουμε τον τελικό σκοπό μας.
Επειδή ό νους είναι αεικίνητος (κινείται πάντοτε) και επειδή όχι κοιτά φύσιν, αλλά κατά κατάχρηση και αδιαφορία και κατά άγνοια πολλή, περιπολεί ό νους εδώ κι εκεί, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Πότε ό νους πάει στα σαρκικά, πότε σε άλλο πάθος. Λόγω του μετεωρισμού οδηγείται να τριγυρνά οπουδήποτε, και να χαζεύει, πού λέμε. Πάντως όπου κι αν πάει, ότι κι αν σκεφτεί βλέπει μέσα του και κάποια ηδονή και ευχαρίστηση.
Γι’ αυτό ό άνθρωπος πού έχει σκοπό να κατορθώσει το «άδιαλείπτως προσεύχεσθε» και να συμμαζέψη αυτόν τον σκονισμένο νου του, τον αλήτη, πού γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθεί και να γίνει νοικοκύρης, πρέπει να του προσφέρει κάτι, να τον γλυκάνει, διότι όπως είπαμε ευχαριστιέται και ηδονίζεται να τριγυρνά εδώ κι εκεί. Πρέπει να τον ελκύσουμε πάλι με κάτι το ηδονικό. Γι` αυτό χρειάζεται να λέμε κατ’ αρχάς την προσευχή με το στόμα.
Ό αρχάριος πού διδάσκεται την προσευχή, πρέπει ν’ αρχίσει με το στόμα και να λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να προσπαθεί να τραβά τον νου από τα κοσμικά. Ή φωνή, ή οποία θα βγαίνει, ό ήχος της φωνής, θα ελκύει τον νουν εις προσοχήν. Ό ήχος πού δημιουργεί το κούνημα της γλώσσας σιγά – σιγά συμμαζεύει τον νου από το σκορπισμό. Ή προαίρεσης, ή προσπάθεια, ή προσοχή και ό σκοπός πού επιδιώκουμε να πετύχουμε την αδιάλειπτη προσευχή, μάς βοηθούν όλα αυτά ώστε να αρχίσει να συμμαζεύεται ό νους μας.
Αλλά λεγομένης της ευχής συν τω χρόνιο αρχίζει να δημιουργείται κάποια ευχαρίστησης, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό. Ε! αυτός είναι ό Θεός! Ελκύει τον νουν αυτή ή ευχαρίστησης. Προχωρώντας ή προφορική ευχή, έλκοντας τον νουν προς τα έσω, δίνεται μια ελευθερία στο νου να λέει κι εκείνος την ευχή, χωρίς να ανοίγει το στόμα. Αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά την λέει ό άνθρωπος πότε με τον νουν, πότε με το στόμα, και αρχίζει σιγά – σιγά ό νους να κυριεύει την ευχή. Αδολεσχώντας ό νους συνεχώς με την ευχή, αρχίζει να μπαίνει και στην καρδιά. Και κει πού στέκεται ό άνθρωπος, βλέπει την καρδιά να λέει την ευχή.
Για να φθάσωμε όμως εδώ, θα βοηθήσει πολύ ό τρόπος πού λέγεται ή ευχή, τον όποιον βέβαια ίσως έχετε ακούσει άλλοτε, ίσως έχετε διαβάσει. Πάντως τώρα θα τον συστηματοποιήσουμε για να τον εξασκήσουμε, διότι θα φέρει καλά αποτελέσματα.
Είπαμε ότι ή καρδιά είναι το κέντρο όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών, άλλα και των πόνων τού σώματος.
Ο κάθε, πόνος ο σωματικός κτυπάει στην καρδιά. Και το δόντι στην καρδιά κτυπά όταν πονά. Και το χέρι όταν πληγωθεί και το νεφρό, και όλα στην καρδιά θα κτυπήσουν. Ή καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής, όταν παύση ό άνθρωπος να αναπνέει, σιγά – σιγά σταματάει και ή καρδιά. Ή καρδιά τού ανθρώπου διά της εισπνοής δέχεται τον καθαρό αέρα, τον βγάζει και παίρνει άλλον, και έτσι σιγά – σιγά διατηρείται στη ζωή.
Όταν λοιπόν αφήσουμε τον κανονικό και φυσικό ρυθμό της εισπνοής και εκπνοής, και εισπνέουμε και εκπνέουμε αργά, γίνεται μια ανωμαλία στην φυσική εισπνοή και εκπνοή της καρδιάς. Οπότε όσο υπάρχει αυτή ή ανωμαλία, δημιουργείται κάποιος πόνος, κάποια, ας το πούμε, στένωση στην καρδιά, διότι δεν απολαμβάνει τον αέρα κατά τον ρυθμό της φύσεως.
Δηλαδή αντί να τον δώσωμε σύντομα, τον δίνουμε τον αέρα πιο αργά. Ό πόνος πού δημιουργείται κατά φυσική συνέπεια, έλκει τον νουν να προσέξει την καρδιά, και αυτή ή έλξης τού νου προς την καρδιά δημιουργεί την ένωσιν τού νου και της καρδιάς. Όπως όταν πονάη το δόντι, ό νους γυρνάει – γυρνάει, και πάλι στον πόνο ξανάρχεται, έτσι και στην καρδιά.
Όταν θα αρχίσουμε να λέμε την ευχή με αραιά εισπνοή και εκπνοή θα δημιουργηθεί, κατά φυσική συνέπεια, αυτός ό πόνος, αυτή ή στενοχώρια στην καρδιά. Αυτή ή στενοχώρια θα μάς βοηθήσει, ώστε ό νους να προσέξει την καρδιά. Λέγοντας λοιπόν την ευχή ρυθμισμένη με μια αραιά εισπνοή και εκπνοή ό νους θα κατεβαίνει στον πόνο, οπότε θα αποκλεισθεί ό μετεωρισμός.
Αποκλεισμένου του μετεωρισμού μ’ αυτόν τον τρόπον, ό νους θα βρει ησυχία, δεν θα βρει αιτία να σκορπιστή. Ό πόνος τον συνάζει.
Αυτή ή μέθοδος με την αραιά εισπνοή και εκπνοή είναι απαιτητικό μέσο, μαζί με την προσοχή, ώστε να μη μάς ξεφεύγει ό νους. Έτσι θα μπορέσουμε να κόψουμε τον μετεωρισμό, ό όποιος είναι ή αφαίμαξης της ουσίας της προσευχής. Δηλαδή ό μετεωρισμός μάς αφαιρει την ωφέλεια της προφερόμενης ευχής.
Αποκλείοντας λοιπόν τον μετεωρισμό δίνουμε αέρα στο νου, να είναι καθαρός και να προσέχει στην καρδιά. Αρχίζουμε λοιπόν να αναπνέουμε σιγά – σιγά και αναπνέοντας ενώνουμε και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Είτε μια ευχή, είτε δύο, είτε τρεις θα πούμε στην εισπνοή. Ύστερα εκπνέοντας πάλι θα ενώσουμε την προσευχή. Τρεις φορές θα την πούμε στην εκπνοή και δύο στην εισπνοή, όπως μπορούμε- πάντως κατ’ αυτή την έννοια θα ρυθμίζουμε την ευχή με την αναπνοή.
Τώρα εάν μπορούμε να λέμε την ευχή νοερώς με αραιά εισπνοή και εκπνοή καλώς. Εάν όμως δυσκολευώμεθα διότι ό νους παθαίνει δυσκολία από τον πειρασμό, θα παίρνουμε αναπνοή από το στόμα και μπορεί να κουνιέται λίγο παραμικρό ή γλώσσα μας και αυτό είναι ευεργετικό πολύ στην αρχή.
Αφού λοιπόν θα άδολεσχήσωμε κατ’ αυτήν την έννοια, ρυθμίζοντας την προσευχή με την αραιά εισπνοή και εκπνοή, θα αρχίσει να δημιουργείται μέσα στην καρδιά μας ένας πόνος και ό νους θα κολλήσει εκεί. Αμετακίνητα θα προσπαθεί ό νους να είναι στην καρδιά.
Όταν παίρνουμε την εισπνοή από το στόμα ή από τη μύτη θα λέμε την ευχή, εν τω μεταξύ ό νους θα είναι στην καρδιά, θα παρακολουθεί όχι την καρδιά, το σχήμα δεν θα φανταζώμεθα το σχήμα της καρδιάς, άλλ’ ό νους θα προσέχει στην καρδιά χωρίς να την φαντάζεται. Απλώς θα τοποθετηθεί ό νους στο μέρος της καρδιάς και δεν θα φανταζόμαστε την καρδιά, γιατί αν τη φανταζόμαστε σιγά – σιγά εισχωρεί πλάνη και θα κάνουμε μια φαντασιώδη προσευχή.
Απλανής είναι ή προσευχή όταν γίνεται άμετεωρίστως, άσχηματίστως με ανίδεο νου, χωρίς ουδεμία μορφή, ουδέν σχήμα, τίποτε απολύτως. Ό νους θα είναι καθαρός από κάθε φαντασία θεία και ανθρώπινη. Ούτε Χριστό, ούτε Παναγία, ούτε τίποτε. Μόνο ό νους νοερός θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μέσα στο στήθος, τίποτε άλλο. Μόνο να προσέχει ότι βρίσκεται εκεί μέσα. Αλλά εν τω μεταξύ με την εισπνοή θα αρχίσει να λέει ό νους την ευχή χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Ή καρδιά σαν μηχανή θα δουλεύει την ευχή και ό νους σαν ένας απλός θεατής θα παρακολουθεί τα λόγια της ευχής. Αυτός είναι ό απλανής δρόμος της νοεράς προσευχής.
Όταν θα τον εξασκήσουμε αυτόν στην αρχή θα βρούμε κάποια δυσκολία, αλλά μετά θα βρούμε πλάτος, φάρδος, ύψος, βάθος. Θα δημιουργηθεί πρώτον μια χαρά μεμιγμένη με πόνο, μετά σιγά – σιγά χαρά, ειρήνη, γαλήνη. Αλλά και ό νους αφού γλυκανθή δεν θα μπορέσουμε να τον ξεκολλήσουμε από την προσευχή στην καρδιά και στην ευχή.
Θα δημιουργηθεί τέτοια κατάστασης, πού δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε.
Θα καθίσουμε σε μια γωνιά, είτε όρθιοι, είτε καθισμένοι, θα σκύψουμε το κεφάλι και δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε από εκεί ώρες ολόκληρες. Μπορούμε να καθίσουμε μια, δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε, έξη ώρες κόκκαλο, και να μη μάς κάνη καρδιά να σηκωθούμε, ούτε ό νους να πάει πουθενά αλλού. Τον βλέπουμε μόλις πάει πουθενά αλλού, αμέσως τραβάει κάτω το κεφάλι. Γίνεται δηλαδή μια αιχμαλωσία στο θέμα της προσευχής. Ό τρόπος αυτός της προσευχής είναι λίαν αποτελεσματικός. Πρώτον θα φέρει την άμετεώριστον προσευχή, θα φέρει χαρά, ειρήνη συνάμα θα φέρει δάκρυα χαράς, διαύγεια τού νου. Ό νους θα γίνει δεκτικός θεωριών, θα δημιουργηθεί μετά ή απόλυτος καρδιακή ησυχία. Δεν θα θέλει ό άνθρωπος να άκούη τίποτε απολύτως. Θα νομίζει ότι βρίσκεται σε μια Σαχάρα έρημο. Συνάμα θα γίνεται ή ευχή και πιο σύντομα. Θέλω να την έχω σύντομα, θέλω αργά, όπως αναπαύεται ή ψυχή, όπως της αρέσει εκείνη την ώρα.
Θα λέμε λοιπόν: «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησον με – Κύριε – Ιησού – …» και ό νους θα παρακολουθεί την ευχή όπως ένας μηχανικός παρακολουθεί το μηχάνημα πού δουλεύει. Ύστερα αφού δεν θα μπορούμε να πάρουμε άλλη αναπνοή θα εκπνέουμε σιγά – σιγά «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησον με, Κύριε – Ιησού – …», ώστε να φθάσουμε στο τέρμα. Άντε πάλι μια αναπνοή σιγά – σιγά. ’Όχι βιαστικά- απαλά, ήρεμα, ήσυχα, χωρίς βία. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να δείτε ύστερα από λίγο στις δουλειές σας επάνω, μόλις παίρνετε αναπνοή θα λέτε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ύστερα στην εκπνοή πάλι την ευχή. Μόνη της ή καρδιά τόσο θα άναπαυθή και ό νους όπου και να βρίσκεται θα παίρνετε αναπνοή και ό νους θα λέγει την ευχή. Βέβαια μπορεί να μη λέτε τρεις ευχές, πάντως μία θα λέτε τουλάχιστον. Και ύστερα θα αποκτηθεί ένας ρυθμός, ένας μηχανισμός ρυθμισμένος μαστορικά, και θα δείτε κατόπιν τα αποτελέσματα πού θα έχει αυτή ή προσευχή.
Θα τραβά όλο και πιο πολύ. Θα λέτε: πέρασε ένα τέταρτο, και θα- χουν περάσει δύο ώρες. Τόσο δεν θα θέλει ό άνθρωπος να ξεκολλήσει ό νους του από την καρδιά και από το να άκούη την προσευχή. Τί τα θέλεις τα ψαλσίματα, τί θέλεις εκείνο; Γι’ αυτό οι Πατέρες στάς ερήμους δεν χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Βέβαια αυτά επικυρώνονται από την εκκλησία. Αλλά οι άνθρωποι πού βρήκαν αυτόν τον τρόπον της νοεράς προσευχής, πού είναι λίαν υψηλότερος των τυπικών, άφησαν τούς τύπους και πιάσαν την ουσία. Εμείς επειδή χάσαμε την ουσία, γιατί ίσως δεν έχουμε διδασκάλους να μάς πουν, ή ότι δεν έχουμε την προαίρεση και την θέληση, πιάσαμε τα τυπικά. Έτσι οι σημερινοί μοναχοί κάνουν τον Εσπερινό τους, την ακολουθία τους, πέραν τούτου τίποτε. Κάνουν και την εργασία τους και λένε ότι κάνουν το καθήκον. Μα δεν έγινε το καθήκον.
Ό Άγιος Ιωάννης ό Ελεήμων δημιούργησε μοναστήρι και είπε:
-«Πατέρες, κάντε τα καθήκοντά σας τα πνευματικά, κι εγώ θα σάς τρέφω, για να μη έχετε μέριμνα για τα υλικά και υστερείτε από την προσευχή. Εγώ θα σάς δίνω τα χρειαζούμενα κι εσείς προσεύχεσθε». Απαντάει ό ηγούμενος:
-Μακαριότατε Δέσποτα, εκτελούμε τα καθήκοντά μας. Διαβάζουμε την Πρώτη ώρα, την Τρίτη, την Έκτη και την Ένατη, το Απόδειπνο, τον Εσπερινό, την Λειτουργία.
-Α! λέει, φανερό είναι ότι είσαστε αμελείς. Και τις άλλες ώρες τί κάνετε;
Τί ήθελε να πει ό Άγιος Ιωάννης μ’ αυτά; Ότι δεν εκπλήρωναν το καθήκον τους, διότι δεν προσηύχοντο αδιάλειπτα.
Όταν σηκωθούμε για την ακολουθία μας, αφού αρχίσουμε το’ «Βασιλεύ Ουράνιε», το Τρισάγιο, «Ελέησον με ό Θεός», θα σκύψουμε το κεφάλι λίγο μπροστά στο στήθος, θα προσπαθήσουμε τον νου να τον ξεκολλήσουμε από κάθε τι και να τον βάλλουμε μέσα στο στήθος, μέσα στην καρδιά μας. Με το σκύψιμο θα βιάσουμε το νου μας να μπει εκεί μέσα. Αφού μπει εκεί μέσα, θα αρχίσουμε με την εισπνοή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και το κομποσκοίνι θα δουλεύει. Και να δείτε. Βέβαια στις αρχές μπορεί να γίνει λίγο δυσκολία, αλλά λίγο επιμονή και υπομονή και θα φέρει το αποτέλεσμα.
Μετά σαν πάρει φωτιά και γλυκανθή λιγάκι και μπει στο νόημα δεν τον πιάνει κανένας, όλη νύχτα να καθίσει. Και τότε θα δείτε, θα περνά ή ώρα και θα λέτε: Μα τώρα άρχισα την προσευχή. Και θα βρείτε μεγαλύτερα ωφέλεια στον τρόπο αυτό της προσευχής. Και ποιος βέβαια είναι ό σκοπός μας πού ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε τον Θεό; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; να απαλλαγούμε από τα πάθη;
Λοιπόν αυτή ή προσευχή κατ’ αυτήν την έννοια, αφού δημιουργήσει μέσα την θέρμη, θα δημιουργηθεί μια φλόγα μέσα στην ψυχή, αφού ή προσευχή θα κινεί την θέρμη και ή θέρμη θα γεννά την προσευχή. Και αφού γίνει αυτό το πράγμα, θα δείτε τότε καίγονται και οι αδυναμίες, καίγονται και οι λογισμοί, καίγονται και τα πάθη λίγο – λίγο και καταλήγουμε στην καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θάρθή ό Πατήρ, ό Υιός και το Αγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν Μονήν και κατοικίαν.
Λένε οι Πατέρες, ότι ό νους εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Ή καρδιά δυσκόλως καθαρίζεται και δυσκόλως μολύνεται. Μόλις πάει το κακό στο νου αμέσως μολύνθηκε ό νους, ενώ ή καρδιά δεν έγινε αμέσως και μέτοχος τού κακού λογισμού. Έτσι όταν ή καρδιά δημιουργήσει κατάσταση πνευματική και ύστερα κάπως την χάσει και αρχίσει ό νους να μολύνεται, ή καρδιά εύκολα δεν αλλάζει διότι προηγουμένως, είχε αλλοιωθεί από την θείαν χάριν, και έτσι σιγά – σιγά προχωράει το κακό. Γι’ αύτό χρειάζεται ή προσευχή- γιατί μετασχηματίζει την καρδιά από σαρκική και εμπαθή και εγωιστική, σε αγαθή, ώστε να μη αισθάνεται πάθος. Και όταν καθαρισθεί το κέντρο, όλη ή περιφέρεια και ή ακτίνα θα γίνει καθαρή.
Η προσευχή θα δίωξη και την απελπισία, την απόγνωση την αμέλεια και την ραθυμία, διότι θα δημιουργήσει νέαν προαίρεσιν, νέον κόπον, νέους αγώνας. Και τότε αν αισθανθούμε αυτό το πράγμα, θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπό της προσευχής, τον σκοπό της προσευχής.
Τότε θα καταλάβουμε και την βασιλεία των ουρανών πού είναι μέσα στην καρδιά μας «Ή βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστί». Εκεί μέσα μ’ αυτό το σκάψιμο πού θα κάνουμε, με την εισπνοή και την εκπνοή προσπαθώντας ό νους να είναι μέσα, να προσέχει στα λόγια της ευχής, ανέβα – κατέβα ή προσευχή, σκάβουμε έτσι, σκάβουμε – σκάβουμε και θα βρούμε τον Μαργαρίτη τον κεκρυμμένο.
Ποιος είναι ό Μαργαρίτης; Είναι ή χάρις τού ‘Αγίου Πνεύματος, την οποίαν πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά είτε διότι δεν το διδαχθήκαμε, είτε επειδή προχωρήσαμε στα πάθη, παραχώθηκε ή θεία χάρις τού βαπτίσματος και δεν μπορεί να δημιουργήσει διαύγεια. Συνεπώς φταίνε τα πάθη μας. Αλλά ψάχνοντας – ψάχνοντας με την εισπνοή και την εκπνοή, με την προσπάθεια αυτή πετάμε τις σαβούρες. Αλλά μπορούμε επίσης, παίρνοντας την εισπνοή, να δούμε ότι ό αέρας από την μύτη κατεβαίνει στο λάρυγγα, κατεβαίνει – κατεβαίνει στους πνεύμονας και κατόπιν έρχεται στην καρδιά. Εκεί ας σταθούμε, αφού πάρουμε μερικές αναπνοές, εκεί θα σταματήσουμε τον νου στην καρδιά. Εν τω μεταξύ θ’ αρχίσουμε να αναπνέουμε σιγά – σιγά, απαλά – απαλά, ήρεμα, όχι βίαια. Στην αρχή φέρνει στενοχώρια ό διάβολος, ή καρδιά αισθάνεται κάπως δύσκολα κ.τ.λ. Σιγά – σιγά όμως θα αρχίσει να σπάει αυτή ή δυσκολία και θ’ αρχίσει το όμορφο, και μετά δεν χρειάζεται διδάσκαλος. Θα γίνεται διδάσκαλος ό ίδιος ό εαυτός μας.
Θα δείτε ότι θέλοντας και μη, ό νους μόνος του και ή καρδιά θα θέλουν αυτόν τον τρόπον, γιατί αισθάνονται την ωφέλεια πολύ μεγαλύτερα απ’ ότι φαντάζεσθε. Διότι εδώ εκμεταλλεύονται τα πάντα’ εδώ είναι χρυσό- δεν είναι φράγκα ούτε αργύρια, ούτε τίποτε άλλο. Αυτό είναι καθαρός χρυσός. Ποιος μπορεί να βρει σε ένα μέρος χρυσό και να μη πάει με όλη την προθυμία του και όλη τη φιλαργυρία του να το μαζέψει;
Θαύμασα τον Γέροντά μου. Είχαμε για την προσευχή κάτι σκαμνάκια, όπως οι καρέκλες, αλλά αυτά ήταν πιο χαμηλά και τα χέρια ήταν πιο ψηλά για να ξεκουράζεται. Καθόταν εκεί, έσκυβε το κεφαλάκι του και δός του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ώρες ολόκληρες. Και όταν ενεργούσε ή θεία χάρις και ό νους ήταν σε διαύγεια, παρατούσε την ευχή και άρχιζε την θεωρία με το νου του. ’Αν πάλι δεν έβρισκε θεωρία και έφευγε ό νους του τον έβαζε ξανά στην καρδιά και έβγαζε από κει ωφέλεια. Έτσι είτε έβγαζε κέρδος από την προσευχή, είτε από την θεωρία, και περνούσαν έτσι επτά, οκτώ, εννέα ώρες.
Προσεύχεσαι, προσεύχεσαι και νόμιζες ότι τώρα άρχισες την προσευχή. Τί είναι δύο, τρεις, τέσσερες ώρες; Και αν ό νους θέλει να ξεφύγει, ας πούμε να ξεσκάσει, πάλι τον τραβάει σαν να είναι ένα πράγμα πάνω στην καρδιά και τον τραβάει εκεί. Μια έλξης γίνεται και σιγά – σιγά ό άνθρωπος μ’ αυτήν την αδολεσχία και μ’ αυτήν την προσευχή τελειοποιείται έσωθεν και ή καρδιά καθαρίζεται όλο και περισσότερο και μετά αποκτά την καρδιακή προσευχή, μετά έρχονται καταστάσεις. Μόνος του ό νους παρακολουθεί την καρδιά να λέει την ευχή’ δεν χρειάζεται εισπνοή και εκπνοή, όταν έλθει αυτή ή κατάστασης. Αυτή λέγεται καρδιακή ευχή.
Οι Πατέρες μας, αφού άδολεσχοΰσαν έτσι στην ευχή και σιγά – σιγά είχαν θέρμη, μετά είχαν έρωτα Θεού και μετά, αφού μεγάλωνε πολύ ό Θείος έρωτας, έβγαιναν από τον εαυτό τους και έρχονταν σε θεωρία, είχαν εκστάσεις. Τούς έπαιρνε ό Θεός• ψυχικώς τούς έπαιρνε; σωματικούς; δεν έχει σημασία, πάντως έφευγαν από τον εαυτόν τους. Δεν καταλαβαίνει ό άνθρωπος, αν πηγαίνει επάνω με την καρδιά ή με το σώμα. Μόνο καταλαβαίνει ότι ή κατάστασης της προσευχής τον έφερε στην θεωρία.
Και βλέπουμε ότι τον Άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη τον έλεγαν πλανεμένο κ.τ.λ. και όταν πήγε εκεί ό Άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης και τον είδε του είπε:
-Δεν μου λες Γέροντα κρατάς την ευχή; Εκείνος του απήντησε:
-Άγιε του Θεού, εγώ είμαι ένας πλανεμένος άνθρωπος έχεις τίποτε να μου δώσεις να φάω;
Τότε ό Άγιος Γρηγόριος απήντησε:
-Μακάρι να είχα την πλάνη την δική σου. Δεν μου λες, κρατάς την προσευχή; επανέλαβε.
-’Έμ! γι’ αυτό κι εγώ πάω στην έρημο για να μπορέσω να κρατήσω την προσευχή, είπε ό Άγιος Μάξιμος.
-Γνώρισες τούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος; ρώτησε πάλιν ό Άγιος Γρηγόριος.
-’Έ! αυτά είναι του Θεού, απήντησε ό Άγιος Μάξιμος.
-Και που πηγαίνει ό νους σου όταν έχεις την ευχή και έρχεται ή χάρις του Θεού;
-Ανεβαίνει στα θεία πράγματα. Πηγαίνει στην Κρίσι του Θεού, στον Παράδεισο, στην Κόλασι, στη Δευτέρα Παρουσία- τον πηγαίνει ό Θεός σε φως ουράνιο, στην κατάσταση του ουρανού.
Όλα πηγάζουν από την νοερά προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε.
Μια φορά όταν κι εγώ ήμουν αρχάριος, είχε γράψει ή Βρυαίνη, ή ανιψιά του Γέροντά μου, πού ήταν τότε νεοχειροτονημένη. Είχε πάει σε ένα εκκλησάκι, στον Άγιο Νικόλαο, και έλεγε προφορικά την ευχή με εισπνοή και εκπνοή’ με το στόμα δηλαδή ψιθύριζε την ευχή, και είχε έλθει σε πολύ μεγάλη πνευματική κατάσταση.
Βλέπουμε πόσο βοηθάει αυτός ό τρόπος για την επιτυχία της αδιάλειπτου προσευχής. Αυτός πού εξασκεί έτσι την προσευχή και στη δουλειά επάνω, στο εργόχειρο, χωρίς να το θέλει, θα κάμνει εισπνοή και εκπνοή με την ευχή. Θα κολλήσει πάνω στην εισπνοή και την εκπνοή ή προσευχή. Με την εισπνοή πού θα παίρνει, θα αρχίζει χωρίς να το θέλει να λέει την ευχή. Τόσο ωραίο αποτέλεσμα φέρνει αυτός ό τρόπος.
Θα πρέπει με πόθο, με προθυμία, με ζήλο ν’ αρχίσουμε. Λίγο δυσκολία στην αρχή, αλλά κατόπιν θ’ άνοιξη ό δρόμος και μετά δεν σταματάει κανένας τον άνθρωπο. Ότι θέλουν ας πουν ύστερα οι άλλοι. ’Έχει γλυκαθεί ή ψυχή του και δεν τον σταματάει κανείς. Θα δείτε τότε, ότι θα βρείτε χάρι, θα βρείτε έλάφρωσι στα πάθη. Τόση έλάφρωσι στα πάθη θα βρείτε και κυρίως στους αισχρούς λογισμούς, θα βρείτε μεγάλη ανακούφιση. Θα εξαλειφτούν συν τω χρόνο, θα εξαλειφτούν από τον νουν διά της προσευχής, ή δε καρδιά θα γίνει τελείως καλά. Θα γίνει παιδική καρδιά, δεν θα αισθάνεται τίποτε. Θα τα βλέπει όλα φυσιολογικά.
Έτυχε περίπτωσης, στις αρχές βέβαια, πού πηγαίναμε να λειτουργήσουμε και αφού έκαμνα τις εκφωνήσεις, επειδή είχε γίνει έξις να λέω την ευχή με εισπνοή και εκπνοή, κόντευα αντί να πω τις λέξεις των εκφωνήσεων να πω το «Κύριε Ιησού Χριστέ…», διότι είναι το θέμα της εισπνοής και εκπνοής- διότι κόλλησε ή προσευχή. Τόσο την συνηθίζει ό άνθρωπος, πού με τίποτε δεν φεύγει μετά. Τόσο πολύ κυριεύει τον άνθρωπο. Βέβαια ανάλογα με τη δύναμη πού διαθέτει ό άνθρωπος. Στην αρχή θα μπορέσει λίγο διάστημα να την λέει, την έπαύριο περισσότερο, την άλλη πιο πολύ και μετά θα την λέει συνέχεια.
Εμείς στο Αγιον Όρος, όταν ζούσε και ό Γέροντας, κάναμε δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε ώρες ευχή με εισπνοή και εκπνοή. Βέβαια, όταν μάς πολεμούσε ό ύπνος σηκωνόμασταν και βγαίναμε έξω και λέγαμε την ευχή προφορικά, πιο, ας το πούμε, διασκεδαστικά. Αλλά όταν δεν υπήρχε θέμα ύπνου, μέναμε όλη τη νύχτα.
Λέει ό Άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ότι όταν ή προσευχή λέγεται διά της εισπνοής και της εκπνοής, συν τω χρόνο εκ των μυκτήρων εξέρχεται ευωδία λεπτή. Όντως έτσι είναι. Θα δημιουργηθεί αήρ ευωδίας πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά καρπός προσευχής. Τότε ό άνθρωπος είτε από την πολλή προσευχή, είτε από την ευωδία θα γίνει ένας μηχανισμός.
Όταν πια θα λεχθή πάρα πολύ ή προσευχή και κουραστή ό νους και το στήθος από τον τρόπον αυτόν της εισπνοής και εκπνοής, αφήνει αυτή την μέθοδο, αφού πήρε μπροστά ή μηχανή και προσεύχεται μόνη της, δεν χρειάζεται να εξασκεί αυτόν τον τρόπο με την αναπνοή.
Κάθεται λοιπόν ό άνθρωπος και ακούει την καρδιά πού δουλεύει. Έ! το δούλεμα αυτό βγάζει εμπόριο. Όπως μια μηχανή, την βάζουμε μπροστά και δουλεύει, το ίδιο συμβαίνει όταν προχωρήσει ή επιστήμη της προσευχής. Όπως όταν στις αρχές είναι χειροκίνητες οι μηχανές χρειάζονται κόπο- όταν όμως τις ρύθμιση ό μηχανικός ώστε να γίνουν αυτόματες και με ηλεκτρισμό, τότε βγάζουν περισσότερη δουλειά και χωρίς κόπο. Παρόμοια συμβαίνει και με την προσευχή. Στην αρχή χρειάζεται κόπος για να ρυθμίσει κανείς την προσευχή με την αναπνοή του- κατόπιν όμως γίνεται αυτόματα αυτή ή εργασία και ό νους την παρακολουθεί, όπως ό μηχανικός παρακολουθεί την αυτόματη μηχανή. Εν τω μεταξύ αν βρείτε και καμιά δυσκολία ώσπου να μπείτε στο ρυθμό, μου την λέτε. Εσείς θα βάλλετε αρχή και ότι δυσκολία βρείτε να μου την πείτε να την ρυθμίσω εγώ, να μπει το νερό στο αυλάκι, μετά θα τρέχει μόνο του.
Την προσευχή θα την βοηθήσει, όπως είπαμε, ή σιωπή των χειλιών, να μη έχουμε παρρησία και υπερηφάνεια. Είναι πάρα πολύ μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή ή υπερηφάνεια. Όταν θα προσεύχεσθε, μόλις θα γεννά το μυαλό λογισμούς, θα κατηγορείτε τον εαυτόν σας συνεχώς – συνεχώς για να μη σηκώσει κεφάλι ή υπερηφάνεια μέσα. Ματσούκι, ξύλο. «Είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…», ώστε ό εγωισμός να μη σηκώσει κεφάλι καθόλου. Τίποτε να μη σκέπτεται ό άνθρωπος εκείνη την ώρα, μονάχα να προσπαθήσει να προσεύχεται μετά φόβου. Όσο περισσότερο την καλλωπίζει την προσευχή, τόσο μεγαλύτερη πρόοδο θα έχει. Θα το δοκιμάστε και θα δείτε και θα με συγχωράτε.
Όπως όταν πάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και έχει πολλά γλυκά, και εκείνο,και το άλλο- έχει πάστες, έχει καραμέλλες, έχει και σοκολάτες. Έτσι όταν πάμε και στο πνευματικό ζαχαροπλαστείο, θα έχει πολλά γλυκά και όποιο θα σου δώση ό ζαχαροπλάστης εκείνο και θα πάρης. Εμείς θα κάνουμε το καθήκον μας, θα ρυθμίσουμε την προσευχή, θα ταπεινωθούμε και ότι στείλει ό Θεός, εκείνο δικός του λογαριασμός είναι. Εμείς οφείλουμε να κάνουμε όλη αυτή την τυπικότητα, ό δέ Θεός θα δώση την ουσία στην προσευχή. Αλλά όσο πιο ταπεινά θα προσευχόμαστε τόσο πιο πολλή ωφέλεια θα έχουμε. Ιδίως θέλει προσοχή τού νου επάνω στα λόγια της ευχής, χωρίς να σκεπτόμαστε απολύτως τίποτα. Έδώ είναι το έπίκεντρον όλης της υποθέσεως. «Αδύνατον πλανηθήναι τον άνθρωπον προσευχόμενον ούτως». Δεν μπορεί ποτέ να εισχώρηση πλάνη στον άνθρωπο, όταν προσεύχεται έτσι. Μόνον όταν ό νους φαντάζεται εκείνο και το άλλο και προσεύχεται, από εκεί μόνο ξεκινάει ή πλάνη. Και τότε κάνουμε μια προσευχή φαντασιώδη και θα νομίζουμε ότι είδαμε κάτι ενώ στην ουσία μάς πλανά ό διάβολος, ότι είδαμε το Χριστό και θα προσπαθεί να τον κάνη πιο όμορφο και να τον βάλλει στο θρόνο. Και θα τού την χαλάη ό σατανάς και θα αγωνίζεται και θα χτυπιέται ό άνθρωπος και θα περνά ή ώρα και δεν θα κάνη τίποτε.
Αυτά δεν τα ξέραμε όταν ήμασταν στον κόσμο, δεν είχαμε αυτή την λεπτομέρεια, την διδαχή αυτή απ’ τον πνευματικό μας, και προσευχόμασταν και με φαντασίες, προσευχόμασταν έτσι και αλλιώς. Δεν μάς παρεξηγούσε βέβαια ό Θεός, γιατί δεν ξέραμε. Αλλά το θέμα είναι να διδαχθούμε πράγματα στην πράξη γενόμενα και όχι στη θεωρία, και ότι πηγάσει απ’ αυτήν την προσευχή είναι γνήσιο και δεν είναι από τη φαντασία, ούτε το φαντασθήκαμε διότι μάς ήρθε ένας συναισθηματισμός, όταν π.χ. είδαμε μια ωραία Παναγία και την φαντάστηκα μετά στην προσευχή. Ποιος μπορεί να αποδώσει αυτό στη θεία χάρι, και να πει ότι δεν είναι από την φαντασία και την ηδονή του μυαλού και από συναισθήματα αυταρέσκειας. Άλλ’ εκείνο πού θα πηγάσει από τον άμετεώριστον νουν και από το Όνομα τού Χριστού είναι γνήσιο.
Λοιπόν, έτσι θα προσευχόμαστε απ’ εδώ και πέρα. Αυτός ό τρόπος θα γίνει πλέον κανών προσευχής, διότι θα μάς βοηθήσει πολύ να δούμε τα πάθη μας, τα σφάλματά μας. Όλος ό κόπος αυτός θα μάς βοηθήσει να συμμαζέψουμε το νου μας. Διότι το φως, το πέρα – δώθε, το κούνημα δημιουργεί σύγχυση στο νου. Αλλά όταν στέκεται ό άνθρωπος είτε όρθιος, είτε καθισμένος, είτε γονατιστός δεν συγχύζεται ό νους. Αυτός ό τρόπος έχει πολλή ουσία μέσα. Αυτό θα το δουλέψετε και θα δείτε, μεγάλα πράγματα θα βρείτε. Αφού, πιστέψτε με, όταν λέγαμε την ευχή έτσι, αρχάριοι κι εμείς, τόση ευωδία υπήρχε, ευωδίαζαν όλα- τα γένια μας κι ακόμη από το στήθος μας μέσα έβγαινε ευωδία τόσο πολύ. Ή εκπνοή πού έβγαινε και ό αέρας πού έμπαινε, όλα ευωδίαζαν, και λέω: Τί είναι αυτή ή προσευχή! Μα το Όνομα τού Χριστού είναι! Το Όνομα του Χριστού, τί δεν έχει μέσα! Με το όνομα τού Χριστού αγιάζονται τα τίμια δώρα, με το Όνομα του Χριστού γίνεται ή βάπτισις, έρχεται το Αγιον Πνεύμα, οι Άγιοι άνάσταιναν τούς νεκρούς. Με το Όνομα του Χριστού γίνονται όλα.
Ένας νηπτικός Πατέρας λέει: Όταν κυριεύση ή προσευχή, την ώρα πού Θα βγαίνει ή ψυχή του ανθρώπου, θα βγει με την προσευχή. Πού να σταθούν οι δαίμονες κοντά της; Το Όνομα του Χριστού θα είναι το όπλο της. Θα είναι τεθωρακισμένη ή ψυχή με την προσευχή. Πώς είναι δυνατόν να την πλησιάσουν οι δαίμονες; Τόσο μεγάλη είναι ή ωφέλεια. Γι` αυτό, όπως λέει ό Άγγελος πού δίδασκε τον Άγιο Παχώμιο, πολλοί άνθρωποι γραμματισμένοι άφησαν τα γράμματα και τις σπουδές και τα συγγράμματα τους και άδολέσχησαν σ’ αυτήν την προσευχή και αγίασαν.
Όπως γράφει ή ερημίτης Φωτεινή, οι ακολουθίες είναι όπως το μεροκάματο το καθημερινό. Δούλεψα; πήρα και έφαγα. Δεν δούλεψα, την έπαύριο δεν έχω τίποτα. Έτσι είναι τα τυπικά της εκκλησίας. Αλλά ή προσευχή ή άδιάλειπτος και νοερά δεν είναι μόνον μεροκάματο, αλλά φέρνει πολλά χρήματα και βάζεις και στην τράπεζα και γίνεσαι πλούσιος. Μόνο διά της προσευχής αυτής ό άνθρωπος έρχεται στην άπάθεια. Ούτε από την πολλή μελέτη, ούτε απ’ τα πολλά ψαλσίματα ποτέ Ο άνθρωπος έφθασε στην απάθεια.
Η απάθεια έρχεται μόνον διά της νοεράς προσευχής. Θα μισήσει μόνος του και την άργολογίαν και την παρρησίαν, θα προσπαθεί να ξεμοναχιάζεται ό άνθρωπος να μη χάση αυτό το πράγμα.
Αυτό εύχομαι να σάς δώση ό Θεός, την αίσθηση της προσευχής αυτής. Και όταν την γνωρίσετε στην πράξη, τότε θα δείτε και θα εννοήσετε καλά – καλά τα πράγματα πού σάς λέω. Τώρα πολύ – πολύ μπορεί να μη με εννοείτε, αλλά μετά πού θα ’ρθή ή χάρις τού Θεού, τότε θα καταλάβετε και θα πείτε: ”Α, καλά μάς έλεγε ό Γέροντας. Και την ημέρα πού θα πηγαίνετε στις εργασίες σας θα βλέπετε να λέτε «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή, «ελέησον με» στην εκπνοή. Θα είναι προσευχή χωρίς κομποσκοίνι. Θα λέγεται μόνη της και θα δημιουργείται ή θέρμη, και ή θέρμη θα φέρει μετά όλα τα καλά.
Έκδοσης Ιεράς Μονής Φιλοθέου ‘Αγίου Όρους. Κεντρική διάθεσις: «Όρθόδοξος Κυψέλη». Τηλ.: 2310212659 – Φάξ: 2310207340.