.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τα άγρια θηρία των παθών

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ για την διόρθωσι των παθών. Για σκεφθήτε τι άσχημο πράγμα είναι να βλέπη κανείς το σπίτι του σε κακή κατάστασι και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν, και αντί να το διορθώση, κάθεται και κατασκευάζει αυλές και προαύλια. Ή να είναι άρρωστο το σώμα και αντί να φροντίζη γι’ αυτό, κάθεται και υφαίνει χρυσά φορέματα.
Έτσι γίνεται τώρα. Ενώ η ψυχή μας βρί­σκεται σε κακή και αθλία κατάστασι, ενώ κυριεύεται από τον θυμό, από την κακολογία, από αισχρές επι­θυμίες, από επίδειξι και κενοδοξία, από ατίθασες και επαναστα­τικές κινήσεις, ενώ σύρεται στο χώμα και σπαράζεται από τόσα θηρία, αντί να κοιτάξουμε να την απαλλάξουμε από τα πάθη, ασχολούμεθα με σωματικές ανέσεις και καλλωπισμούς...
Όταν μία αρκούδα ξεφύγη από εκεί που την φυλάνε και γυρίζη ελεύθερη στους δρόμους, κλείνουμε τα σπίτια μας και βαδίζουμε από στενά δρομάκια για να μη πέσουμε επάνω σ’ αυτό το θηρίο. Και τώρα που όχι ένα θηρίο, αλλά πολλά σπαράζουν τον ψυχικό μας κόσμο ούτε είδησι παίρνουμε.
Για την ασφάλεια της πόλεως φροντίζουμε πολύ και κλεί­νουμε τα θηρία σε απόμερα μέρη και σε σιδερένια κλουβιά. Και τα φυλάμε όχι κοντά στην Βουλή ούτε στα δικαστήρια ούτε στα ανάκτορα, αλλά πολύ μακρυά. Απ’ εναντίας όμως στην ψυχή μας όπου υπάρχουν κάποια άλλη βουλή και κάποια άλλα ανάκτορα και δικαστήρια, αφίνουμε τα θηρία να ανεβαίνουν μέχρι τον νου, δηλαδή τον θρόνο τον βασιλικό, και να ωρύωνται και να θορυβούν.
Αυτή είναι η αιτία που όλα γίνονται άνω-κάτω και όλα γεμίζουν από ταραχή και τα εσωτερικά και τα εξωτερικά, και καθόλου δεν διαφέρουμε από πόλι που την αναστήλωσε βαρβα­ρική επιδρομή. Και ομοιάζει η κατάστασις σαν να επετέθη ένας δράκοντας σε φωλιά με νεοσσούς, και οι νεοσσοί με φωνές τρόμου πετούν κατατρομαγμένοι εδώ κι’ εκεί μη ξέροντας πως να απαλλαγούν από την αγωνία τους.
Γι’ αυτό σας παρακαλώ, ας φονεύσουμε τον δράκοντα, ας δεσμεύσουμε τα θηρία, ας τα πνίξουμε, ας τα σφάξουμε. Κάθε πονηρία που υπάρχει μέσα στο νου μας ας την εξοντώσουμε με την «μάχαιραν του Πνεύματος».
Έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε κι’ εμείς λέοντες που έχουν φοβερά δόντια και όποιος πέσει σ’ αυτά τον κομματιάζουν. Τέ­τοιοι λέοντες είναι ο θυμός, η σαρκική επιθυμία… Κοίταξε λοιπόν να ομοιάσης με τον προφήτη Δανιήλ και μη επιτρέψης σ’ αυτά τα πάθη να εμπήξουν τα δόντια τους μέσα στην ψυχή σου.
Μερικά άγρια θηρία, όταν είναι εύσωμα και καλοθρεμμένα, νικούν τους αντιπάλους των. Όταν όμως τα υποβάλη κανείς σε πείνα και τα αδυνατήση, τους εκοίμισε το θυμό και τους αφή­ρεσε την δύναμι, ώστε και ένας ασήμαντος αντίπαλος να τα βάζη μαζί τους.
Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τα πάθη της ψυχής. Όποιος τα αδυνατίζει, τα καθιστά υποχείρια στο λογικό. Όποιος τα καλοτρέφει, καθιστά την πάλη μαζί τους δυσκολώτερη, με αποτέλεσμα να τα τρέμη και να καταντήση δούλος των για πάντα.
Κάποιος σοφός έλεγε: «Η αμαρτία ξεκινά από την υπε­ρηφάνεια». Δηλαδή η υπερηφάνεια είναι ρίζα και πηγή και μητέρα της αμαρτίας.
Εξ αιτίας αυτής ο πρωτόπλαστος έχασε την μακαρία εκείνη ζωή στον παράδεισο, και ο διάβολος που τον εξηπάτησε, έχασε το τόσο υψηλό αξίωμά του. Γνωρίζοντας ο ακάθαρτος διάβολος ότι η υπερηφάνεια μπορεί και από τον ουρανό να γκρεμίζη, την σκέφθηκε ενώ επιχειρούσε να ρίξη κάτω τον Αδάμ από την τιμημένη θέσι του. Αφού τον «εφούσκωσε» με την υπόσχεσι πως θα γίνη ίσος με τον Θεόν, τον συνέτριψε και τον κατέβασε στα βάραθρα του άδη.
Τίποτε δεν αποξενώνει από την φιλανθρωπία του Θεού και τίποτε δεν παραδίνει στην φωτιά της κολάσεως, όσο το τυραννικό πάθος της υπερηφάνειας. Όταν υπάρχη μέσα μας αυτή, όλη η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω και αν διαθέτουμε καθαρότητα ή παρθενία ή νηστεία ή ευχές ή ελεημοσύνη ή ο,τιδήποτε άλλο. Διότι, όπως λέγει η Γραφή, «είναι ακάθαρτος στα μάτια του Κυρίου κάθε υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιστ’, 5).
Όχι μόνο η πορνεία ή η μοιχεία μολύνει τους ανθρώπους, αλλά και η υπερηφάνεια και μάλιστα πολύ περισσότερο από αυ­τές. Γιατί; Διότι η ανηθικότης αν και είναι ασυγχώρητο κακό, άλλ’ όμως ξεκινά από την αιτία της επιθυμίας. Στην αλαζονεία όμως δεν μπορείς να βρης κάποια αιτία ή κάποια πρόφασι, ώστε να έχης κάποιο ίχνος δικαιολογίας και συγγνώμης. Τίποτε άλλο δεν είναι αυτή, παρά διαστρέβλωσις της ψυχής και αρρώστεια βαρύτατη που δεν γεννάται από τίποτε άλλο παρά από την ανοη­σία. Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα στον κόσμο από τον αλα­ζονικό άνθρωπο.
Οι δόξες και οι λαμπρότητες του κόσμου είναι ασταθείς. Τίποτε δεν διαφέρουν τα λαμπρά πράγματα του κόσμου από τις θεατρικές παραστάσεις και από την ομορφιά των ανοιξιάτικων λουλουδιών. Πριν ακόμα εμφανισθούν, αναχωρούν. Αλλά και αν παραμείνουν λίγο καιρό, αμέσως υποκύπτουν στην φθορά.
Αλήθεια, ποιο πράγμα είναι πιο μηδαμινό, από την τιμή και την δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους; Ποιος είναι ο καρπός της; Ποια η ωφέλειά της; Σε ποιο χρήσιμο αποτέλε­σμα καταλήγει; Και είθε να ήταν μόνο αυτό το άσχημο! Αλλά τώρα, εκτός του ότι δεν προσφέρει κέρδος, προξενεί και ζημίες.
Όποιος υπακούει σ’ αυτήν την τόσο σκληρή και άσχημη «δέσποινα», είναι υποχρεούμενος να υποφέρη συνεχώς πολλά λυπηρά και επιβλαβή πράγματα. Είναι πράγματι «δέσποινα» σε όσους την έχουν και όσο πιο πολύ κολακεύεται από τους δού­λους της, τόσο περισσότερο σηκώνει το ανάστημά της και τους βασανίζει με σκληρότερες διαταγές. Αντιθέτως, αυτούς που την περιφρονούν και την απορρίπτουν, δεν μπορεί καθόλου να τους αντισταθή.
Είναι δηλαδή χειρότερη και από κάθε τύραννο και από κάθε θηρίο. Διότι ο τύραννος και τα θηρία, αν τους καλοπιάση και τους θωπεύση κανείς, πολλές φορές ημερεύουν, ενώ αυτή όσο περισσότερο πάμε με τα νερά της, τόσο πιο πολύ αγριεύει. Και όταν βρη κάποιον που υποτάσσεται σε όλα, τίποτε δεν δι­στάζει να τον διάταξη.
Έχει και κάποια σύμμαχο, που δεν σφάλλουμε αν την ονομάσουμε θυγατέρα της. Δηλαδή, όταν τραφή και αυξηθή και ριζώση καλά μέσα μας, γεννά την «απόνοιαν», που όχι λιγώτερο από την ίδια καταστρέφει και κατακρημνίζει την ψυχή τού ανθρώπου.
Πως λοιπόν θα μπορέσουμε να νικήσουμε το πάθος της κενοδοξίας; Αν στην μια δόξα αντιτάξουμε άλλη δόξα. Πολλές φορές καταφρονούμε τον υλικό πλούτο, όταν ατενίσουμε προς κάποιον άλλο πλούτο. Επίσης περιφρονούμε και την ίδια μας την ζωή, όταν αντιληφθούμε πως υπάρχει κάποια άλλη πολύ ανώτερη. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την δόξα. Μπορούμε να περιφρονήσουμε εντελώς την δόξα τούτου του κόσμου, όταν αντιληφθούμε πως υπάρχει κάποια άλλη πολύ πιο σπουδαία, η πραγματική δόξα.
Η δόξα τούτου του κόσμου είναι άδεια και άχρηστη και διατηρεί το όνομα χωρίς περιεχόμενο. Η άλλη όμως δόξα είναι η αληθινή. Προέρχεται από τον ουρανό και έχει ως εγκωμιαστάς όχι ανθρώπους, αλλά αγγέλους και αρχαγγέλους και τον Δε­σπότη των αρχαγγέλων.
Εάν λοιπόν στραφής προς εκείνη την ομήγυρι, εάν καταλάβης τι στεφάνια υπάρχουν εκεί, εάν κοιτάξης προς τα χειρο­κροτήματα που υπάρχουν εκεί, ποτέ δεν θα μπορέσουν να σε κυριεύσουν τα εδώ ένδοξα πράγματα˙και ούτε όταν τα απολαμβάνης θα τα θεωρής σπουδαία ούτε όταν σου λείπουν θα τα αναζητής.
Άλλωστε και στα ανάκτορα κανείς από τους δορυφόρους τού βασιλέως δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να είναι αρεστός σ’ αυτόν που φορεί το στέμμα και κάθεται επάνω στον θρόνο,και αντ’ αυτού να περιεργάζεται τις φωνές από τα σαλιγγάρια ή τον βόμβο από τις μυΐγες και τα κουνούπια που πετούν γύρω. Πράγματι οι έπαινοι των ανθρώπων δεν είναι πολύ σπουδαιότε­ροι από αυτά. Ας καταλάβουμε λοιπόν πόσο φτηνά είναι τα ανθρώπινα και ας συγκεντρώνουμε ό,τι καλό έχουμε στα ασύλητα ταμεία τού ουρανού και ας επιζητούμε την δόξα που είναι μόνιμη και αμετακίνητη.
Πες μου γιατί δεν μπορείς να νικήσης τον πειρασμό της δόξας, την στιγμή που άλλοι άνθρωποι τον νικούν. Μήπως αυτοί δεν έχουν την ίδια ψυχή, το ίδιο σώμα, την ίδια μορφή, την ίδια ζωή;
Σκέψου τον Θεόν. Σκέψου την δόξα τού ουρανού. Σύγκρινέ την με τα παρόντα, και γρήγορα θα διώξης μακρυά την επίγεια δόξα.
Εάν ποθής δόξα, να ποθής την πραγματική. Τι δόξα είναι αυτή που προξενεί ατιμίες; Τι δόξα είναι αυτή που σε αναγκάζει να επιθυμής ασήμαντες τιμές και να τις θεωρής απαραίτητες; Τιμή πραγματική είναι το να δοξάζεσαι από σπουδαία πρόσωπα, όχι από ασήμαντα. Εάν λοιπόν αγαπάς με πάθος την δόξα, να ποθής την δόξα που προέρχεται από τον Θεόν. Εάν συμβή αυτό, θα καταφρόνησης την επίγεια δόξα, και θα την ιδής άτιμη.
Εάν όμως δεν αντικρύσης την δόξα τού Θεού, ούτε θα κατανόησης ότι η εδώ δόξα είναι αισχρή και καταγέλαστη. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την φιλία μιας κακής και άσχημης γυναίκας. Όσο κανείς συνδέεται μαζί της με πάθος, δεν μπορεί να ιδή την δυσμορφία της, διότι το πάθος σκοτίζει την ορθή κρίσι.
Τι είναι η δόξα; Δώσε μου έναν ορισμό της. Είναι, θα ειπή κάποιος, το να θαυμάζεσαι από όλους. Πως να θαυμάζεσαι δίκαια ή άδικα; Εάν άδικα, τότε δεν πρόκειται για θαυμασμό, αλλά για κατηγορία και κολακεία και κατηγορία. Εάν δίκαια, τούτο είναι κάτι αδύνατο. Διότι οι άνθρωποι δεν κρίνουν ορθά, αλλά θαυμάζουν όσους τους εξυπηρετούν στις επιθυμίες τους. Και αν αμφιβάλλετε, κοιτάξτε αυτούς που αφιερώνουν τα πρά­γματά τους και τα χρήματά τους στις ανήθικες γυναίκες, στους ηνιόχους, στους χορευτές.
Εάν κάποιος πεθαίνη για επαίνους, ενεργεί όχι όπως θέλει ο ίδιος, αλλά σύμφωνα με την όρεξι των άλλων. Έτσι γρήγορα ξεφεύγει από τον δρόμο της αρετής.
Τι θα είχαμε να συμβουλεύαμε σ’ αυτό το ζήτημα; Τι άλλο παρά να κοιτάμε προς τον Θεόν, να πράττουμε όλα όσα Εκείνος υιοθετεί, να εφαρμόζουμε το καλό και να μη χάσκουμε προς τα ανθρώπινα πράγματα και τον ανθρώπινο έπαινο. Ο υπολογισμός στον ανθρώπινο έπαινο φθείρει και την νηστεία και την προσευ­χή και την ελεημοσύνη· και όλο μας τον πνευματικό πλούτο τον αδειάζει. Για να γλυτώσουμε από όλα αυτά, ας φύγουμε μακρυά από το πάθος της φιλοδοξίας. Και πάντοτε να κοιτάμε ένα πράγμα, τον έπαινο του Θεού, την ιδική Του γνώμη, την επευφημία αυτού που είναι Δεσπότης όλων μας. Έτσι θα δια­νύσουμε ενάρετα την επίγεια ζωή μας και θα αξιωθούμε μαζί με όλους τους φίλους τού Θεού των μελλοντικών αγαθών.
Εκείνος που έχει μάθει να μη πέφτη σε πορνεία, ούτε σε μοιχεία θα πέση, ενώ εκείνος που έχει παραδοθή στο πρώ­το, γρήγορα θα κατάληξη και στο δεύτερο.
Τι έχω να σας συμβουλεύσω; Θα σας συμβουλεύσω κάτι για να κόψουμε τις ρίζες του κακού.
Όσοι έχετε νέα παιδιά και πρόκειται να τα οδηγήσετε στον κοσμικό βίο, να τα παρακινήτε γρήγορα για τον γάμο. Στους νέους είναι εξημμένες και ενοχλητικές οι σαρκικές επιθυμίες. Γι’ αυτό στον προ του γάμου καιρό να τους συγκρατήτε με συμβουλές, με απειλές, με φόβους, με υποσχέσεις, με αναρί­θμητα άλλα. Όταν όμως είναι καιρός γάμου, να μη αναβάλλετε να τους στεφανώνετε.
Μόλις το παιδί μεγαλώση, πριν πάη στρατιώτης, πριν από τις άλλες βιωτικές υποθέσεις, φρόντιζε για τον γάμο του. Και όταν εκείνο ιδή ότι γρήγορα του φέρνεις την νύμφη και ότι είναι σύντομος ο χρόνος, θα μπόρεση να δαμάση την φλόγα. Αν όμως ιδή ότι αμελείς και αργείς και περιμένεις πότε θα αυξηθή η περιουσία, θα απελπισθή από το μακρό χρονικό διά­στημα και θα γλυστρήση στην ανηθικότητα. Αλλά αλλοίμονο! Και εδώ ρίζα τού κακού η φιλαργυρία!
Κανένας δεν ενδιαφέρεται πως το παιδί θα αποκτήση σεμνότητα, σωφροσύνη, επιείκεια, αλλά κοιτούν με μανία πως να συγκεντρώσουν χρήματα. Χάριν του χρυσού παραγκωνίζονται όλα τα άλλα.
Σας παρακαλώ λοιπόν να φροντίζετε πρώτα για τις ψυχές των παιδιών σας.
Αν το παιδί σας πλησίαση αγνό τη νύφη, τότε η χαρά θα είναι πιο ευλογημένη, ο φόβος τού Θεού μεγαλύτερος και ο γάμος πραγματικά τίμιος, αφού θα υποδέχεται σώματα κα­θαρά και αμόλυντα, και τα παιδιά που θα γεννηθούν θα είναι γε­μάτα από πολλή ευλογία, και μεταξύ τους οι σύζυγοι θα ομο­νοούν.
Όταν όμως ο νέος αρχίζη να διαπράττη ασέλγειες και συνηθίση στην ζωή της ανηθικότητος, τότε και όταν παντρευθή τα ίδια θα κάνη. Η γυναίκα του την πρώτη και την δεύτερη ημέρα θα τού φανή καλή και επαινετή. Αμέσως θα επανέλθη στην προηγούμενη ασέλγεια, στα ασύδοτα και άσεμνα γέλια, στα αισχρά λόγια, στα σχήματα και στις κινήσεις της μαλθακότητος και σ’ όλη την άλλη απρέπεια, που δεν μας επιτρέπεται να την περιγράψουμε.
Η σοβαρή και αξιοπρεπής γυναίκα του δεν εκθέτει τον εαυτό της σε τέτοιες απρέπειες. Διότι εδόθηκε στον άνδρα για να ζήσουν μαζί, να αποκτήσουν παιδιά, όχι για ασχημίες και γέλια· για να παραμένη στο σπίτι και να το τακτοποιή, για να τον διδάσκη να είναι σεμνός και εγκρατής.
Αλλά σου φαίνονται γλυκά τα κινήματα της αμαρτωλής γυναίκας; Το ξέρω κι’ εγώ. Το διακηρύσσει και η Γραφή: «Από τα χείλη της ανήθικης γυναίκας στάζει μέλι» (Παροιμ. ε’, 3). Για αυτό σου ομιλώ έτσι, για να μη γευθής εκείνο το μέλι, διότι αμέ­σως μετατρέπεται σε χολή. Και αυτό το τονίζει η Γραφή: «Αυτή η γλυκύτητα για λίγο ευχαριστεί τον φάρυγγά σου, και έπειτα το μέλι γίνεται πικρότερο από την χολή και σφάζει περισσότερο απ’ ό,τι το ακονισμένο δίκοπο μαχαίρι» (Παροιμ. ε’, 4).
Είπα προς τους πατέρες σας ότι πρέπει γρήγορα να σας οδηγούν στον γάμο, αλλά όμως και εσείς οι νέοι δεν είσθε ανεύ­θυνοι. Δεν φταίει το νεαρό της ηλικίας, διότι θα έπρεπε τότε όλοι οι νέοι να είναι ανήθικοι, αλλά εσείς οι ίδιοι σπρώχνετε τον εαυτό σας στην φωτιά.
Όταν πας στο θέατρο και αφήσης τα μάτια σου να χορ­ταίνουν με τα άσεμνα και τα γυμνά, για λίγο αισθάνθηκες ηδονή, αλλά κατόπιν απεκόμισες από εκεί πολλή έξαψι και φλό­γα. Όταν παρακολουθής θεάματα και τραγούδια που δεν έχουν κανένα άλλο θέμα παρά τον παράνομο έρωτα… πως θα μπόρεσης να δείξης σωφροσύνη και εγκράτεια; Αυτά τα διηγήματα, αυτά τα θεάματα, αυτά τα τραγούδια σου κυρίευσαν την ψυχή. Και το βράδυ που θα κοιμηθής θα τα ιδής και στα όνειρά σου, διότι συνήθως η ψυχή φαντάζεται στα όνειρα ό,τι σκέπτεται και επι­θυμεί κατά την ημέρα.
Όταν λοιπόν πηγαίνης σ’ αυτά τα θεάματα, και βλέπης αισχρά πράγματα και ακούς λόγια αισχρότερα, και τραυματί­ζεσαι, χωρίς έπειτα να χρησιμοποιής φάρμακα, πως δεν θα αυξηθή η σήψις; Πως δεν θα χειροτέρευση η αρρώστεια; Όταν λοιπόν επισωρεύουμε επάνω μας αυτά που βλάπτουν, και καθό­λου δεν φροντίζουμε γι’ αυτά που ωφελούν, πως μπορεί να έχουμε κάποια υγεία;
Εύκολο είναι να αποκτήση κανείς εγκράτεια και σωφροσύνη, αρκεί να το θελήση, αρκεί να απομακρύνεται από τις επι­βλαβείς αιτίες.
Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να περιπατή ο άνθρωπος. Και όμως και αυτό γίνεται κουραστικό και δύσκολο σε μερικές γυναίκες, αλλά και σε άνδρες, από την ζωή της χλι­δής, της ανέσεως και της μαλθακότητος.
Όταν θελήσουμε κάτι, δεν υπάρχει καμμιά δυσκολία. Και όταν δεν το θελήσουμε, δεν υπάρχει καμμιά ευκολία. Όλα εξαρ­τώνται από εμάς. Από το εάν θέλουμε ή εάν δεν θέλουμε.
Ο Παύλος γράφοντας προς τους Εβραίους ομιλεί και συμβουλεύει ως εξής: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους, και τον αγιασμό, διότι χωρίς αυτόν κανείς δεν θα ιδή το πρόσωπον τού Κυρίου» (Εβρ. ιβ’, 14). Εδώ λέγοντας αγιασμό εννοεί την σωφροσύνη, να αρκήται δηλαδή ο καθένας στην ιδική του γυ­ναίκα και να μη πηγαίνη σε άλλη.
Όποιος δεν αρκείται στην ιδική του, δεν υπάρχει τρόπος να σωθή, αλλά οπωσδήποτε θα απολεσθή, έστω κι’ αν έχη αναρί­θμητα καλά έργα. Εξ αιτίας της πορνείας δεν πρόκειται να εισέλθη στην βασιλεία των ουρανών. Αλλά δεν πρέπει αυτό να το ονομάσουμε πορνεία, θα το ονομάσουμε μοιχεία. Όπως η συζευγμένη γυναίκα, αν πάη με άλλον άνδρα, γίνεται μοιχαλίδα, έτσι και ο συζευγμένος με γυναίκα, αν πλησιάζη σε άλλη, γί­νεται μοιχός.
Ο μοιχός δεν θα κληρονομήση την βασιλεία, αλλά θα πέση στην κόλασι. Άκου τι λέγει γι’ αυτούς ο Χριστός: «Το σκουλήκι που θα τους τρώγη δεν θα πεθαίνη, και η φωτιά που θα τους καίη, δεν θα σβήση» (Μαρκ. θ’, 45). Καμμιά συγχώρησι δεν έχει αυτός που έχοντας τόση ανάπαυση στην γυναίκα του παρανομεί με άλλη.Αυτό είναι ακράτεια. Εάν τόσοι άνδρες απέχουν και από την ιδική τους γυναίκα, όταν είναι καιρός νη­στείας, όταν είναι καιρός προσευχής, τι να ειπούμε γι’ αυτόν που ούτε στην ιδική του αρκείται, αλλά και άλλη πλησιάζει; Πόση φωτιά επισωρεύει επάνω του;
Ο άνδρας που θα απομακρύνη και θα διώξη την ιδική του γυναίκα, δεν επιτρέπεται να πλησίαση άλλη, γιατί αυτό αποτελεί μοιχεία. Για σκεφθήτε τώρα τι αμάρτημα είναι, να έχη κανείς την ιδική του και να εισάγη και άλλη. Κανείς ας μη αφήση αυτό το νόσημα στην ψυχή του, αλλά ας το ξερριζώση αμέσως. Γιατί δεν ζημιώνει τόσο την γυναίκα του, όσο τον εαυτό του. Πρόκει­ται για πολύ βαρύ και ασυγχώρητο αμάρτημα. Γι’ αυτό, αν μία γυναίκα έχη ειδωλολάτρη σύζυγο και τον χωρίση παρά την θέ­λησή του, τιμωρείται από τον Θεόν. Εάν όμως χωρίση αυτόν που την εξαπατά, δεν τιμωρείται.
«Εάν μια γυναίκα Χριστιανή έχη άνδρα άπιστο (ειδωλο­λάτρη), και αυτός συγκατανεύει να συγκατοική μαζί της, ας μη τον αφίνη» (Α’ Κορ. ζ’, 15). Όταν όμως έχουμε στην μέση πορνεία, η Γραφή ομιλεί διαφορετικά: «Εάν κάποιος διώξη την γυναίκα του, χωρίς να υπάρχη λόγος πορνείας, την κάνει να γίνη μοιχαλίδα» (Ματθ. ε’, 32).
Εκείνος που θα συνέλθη με πόρνη, θα γίνη κατ’ ανάγκη ένα σώμα μαζί της. Πως λοιπόν η σεμνή σύζυγός που είναι μέ­λος τού σώματος τού Χριστού, θα τον δεχθή; Πως θα ενωθή με αυτόν που έγινε μέλος τού σώματος της πόρνης;
Και πρόσεξε τι άλλο αναφέρει η Γραφή: Αυτή που έχει σύζυγο ειδωλολάτρη δεν είναι ακάθαρτη, «διότι έχει αγιασθή ο σύζυγος δια της γυναικός» (Α’ Κορ. ζ’,14). Ενώ για την πόρνη ομιλεί διαφορετικά: «Να πάρω λοιπόν τα μέλη τού Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης»; (Α’ Κορ. στ’,15). Στην πρώτη περίπτωσι, παρά την συνοίκησι με ειδωλολάτρη, ο αγιασμός παραμένει και δεν απομακρύνεται, ενώ στην δεύτερη περίπτωσι φεύγει.
Φοβερό λοιπόν αμάρτημα η πορνεία. Φοβερό και πρόξενο αθανάτου κολάσεως. Αλλά και σ’ αυτήν την ζωή επιφέρει αναρίθμητα κακά, διότι αυτός που πορνεύει, αναγκάζεται να κάνη ζωή κουραστική, αγωνιώδη και ταλαίπωρη. Μπαίνοντας στο ξένο σπίτι, κατέχεται από υποψία, υποψιάζεται τους υπηρέ­τες, υποψιάζεται τους υπολοίπους, ζει μια ζωή που δεν είναι κα­λύτερη από τη ζωή των κολασμένων.
Γι’ αυτό σάς παρακαλώ, φροντίστε να απαλλαγήτε από το νόσημα αυτό. Διαφορετικά μη εισέρχεσθε στον ιερό χώρο της Εκκλησίας. Τα γεμάτα ψώρα πρόβατα δεν πρέπει να είναι μαζί με τα υγιή, αλλά μακρυά, μέχρις ότου θεραπευθούν. Έχουμε γίνει μέλη τού Χριστού. Ας μη γίνουμε μέλη της πόρνης. Εδώ δεν είναι οίκημα αμαρτίας, αλλά Εκκλησία. Εάν εσύ έχης καταστήση τον εαυτό σου μέλος της πόρνης, μη στέκεσαι στην Εκ­κλησία, για να μη μολύνης τον τόπο.
Και αν ακόμη δεν υπήρχε κόλασις, εσύ έπειτα από την ιερή συμφωνία, από τις λαμπάδες τού γάμου, από τον νόμιμο δεσμό, από την παιδοποιία, από τον σύνδεσμο, πως θα το ανεχθής να προσκολλάσαι σε άλλη γυναίκα; Και πώς δεν ντρέ­πεσαι; Πώς δεν κοκκινίζεις; Αγνοείς ότι πολλοί άνθρωποι κατα­δικάζουν και αυτούς που μετά τον θάνατο της συζύγου των παίρνουν άλλη, παρ’ όλο που το πράγμα δεν είναι κολάσιμο. Εσύ όμως, εισάγεις άλλη γυναίκα, ενώ ακόμη ζει η ιδική σου! Αυτά όλα πόση ακράτεια και σαρκικότητα δείχνουν!
Μάθε πως για όλα αυτά έχει λεχθή: «Το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει και η φωτιά δεν σβήνει» (Μάρκ. θ’, 45). Ας φρίξης την απειλή, ας φοβηθής την κόλασι. Η εδώ ηδονή δεν συγκρί­νεται με την εκεί κόλασι.
Πιο βλαβερή από όλες τις δαιμονικές ενέργειες είναι η υπερβολική αθυμία και μελαγχολία. Όποιους ο δαίμονας έχει δεμένους με αυτές, κυριαρχεί πλήρως επάνω τους. Αν όμως απαγκιστρωθούν, δεν μπορεί να τους κάνη κανένα κακό.
Την αθυμία και μελαγχολία τις τοποθέτησε ο Θεός μέσα στην ανθρώπινη φύσι όχι για να τις χρησιμοποιούμε αντικανο­νικά και απάνθρωπα και να καταστρέφουμε τους εαυτούς μας, αλλά για να ωφελούμεθα. Και πως μπορεί να ωφελούμεθα; Όταν τις χρησιμοποιούμε τότε που πρέπει. Όχι τότε που μας βλάπτουν οι άλλοι, αλλά τότε που βλάπτουμε εμείς τους άλλους. Εμείς όμως αντιστρέψαμε τους όρους και ενώ διαπράττουμε τόσες κακίες δεν στενοχωρούμεθα καθόλου. Αν τύχη όμως και μας βλάψη κανείς στο παραμικρό, τα παραδίνουμε όλα, απογοητευόμαστε, μας πιάνει ίλιγγος, είμαστε έτοιμοι να αυτοκτονήσουμε, να πεθάνουμε.
Ο θυμός είναι φοβερή φωτιά που κατατρώγει τα πάντα. Καταστρέφει το σώμα. Διαφθείρει και κάνει κακόμορφη και αηδιαστική την ψυχή. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αισχρό, πιο άτιμο, πιο φοβερό, πιο αποκρουστικό, πιο βλαβερό από τον θυμό. Αν μπορούσε ο οργίλος να παρατηρούσε τον εαυτό του την ώρα της οργής, δεν θα χρειαζόταν άλλη νουθεσία. Δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο από το ωργισμένο πρόσωπο.
Η οργή είναι μια μέθη ή καλύτερα κάτι χειρότερο από την μέθη και αθλιώτερο από τον διάβολο. Εκείνος που κατα­λαμβάνεται από το πάθος της οργής είναι σαν μεθυσμένος. Το πρόσωπο του φουσκώνει, η φωνή του τραχύνεται, τα μάτια του κοκκινίζουν, το μυαλό του σκοτεινιάζει, ο νους του καταποντί­ζεται, η γλώσσα του τρέμει, τα μάτια του αναταράζονται, τα αυτιά του ακούνε άλλα αντ’ άλλων, τα μηνίγγια του κτυπώνται από την οργή πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν τα κτυπούσε το πιο δυνατό κρασί. Και επικρατεί επάνω του τέτοια ζάλη και ανατα­ραχή και τρικυμία που χειρότερες δεν γίνονται.
Αν όμως συγκρατούμε τον εαυτό μας να μη ξεσπά σε κραυγές, θα βρούμε μια σπουδαία και φιλοσοφημένη αντιμετώπισι. Γι’ αυτό και ο Παύλος μαζί με την οργή απαγορεύει και την κραυγή: «Κάθε οργή και κραυγή ας φύγη μακρυά σας» (Εφεσ. δ’,31).
Πρέπει να φεύγουμε μακρυά από την οργή, και στις συ­ζητήσεις μας να δείχνουμε την ειλικρίνειά μας όχι μόνο με την αποφυγή της οργής αλλά και της κραυγής. Η κραυγή είναι το υλικό της οργής. Ας δέσουμε το άλογο, για να εξοντώσουμε και τον καβαλάρη. Ας κόψουμε τα φτερά τού θυμού, και δεν πρόκειται να ανεβή προς τα ύψη το κακό. Η οργή ανήκει στα πάθη που χαρακτηρίζονται για ταχύτητα και οξύτητα, και μπορεί με πολλή ευκολία να ληστέψη τις ψυχές μας. Γι’ αυτό πρέπει από παντού να της κλείνουμε την πόρτα. Γιατί οπωσδήποτε δεν στέκει, τα μεν άγρια θηρία να κατορθώνουμε να τα εξημερώ­νουμε, ενώ την ψυχή μας να την αφίνουμε σε κατάστασι αγριότητος.
Μερικές φορές ο θυμός είναι χρήσιμος. Πότε; Όταν επιτίθεται εναντίον των εχθρών μας. Αν μπόρεσες και κυριάρ­χησες επάνω του, τότε συντήρησέ τον, γιατί θα είναι χρήσιμος σαν άλλος σκύλος που δεν θα γαυγίζη τα πρόβατα ή τους ιδικούς μας, αλλά τους λύκους, τους πειρατές, τον λήσταρχο (διάβολο).
Σ’ εκείνον που αρχίζει να λέγη για τους άλλους, πες του:«Έχεις να επαινέσης και να εγκωμιάσης κάποιον; Τότε, ανοίγω τα αυτιά μου, για να δεχθώ τα αρώματα. Εάν όμως πρόκειται να τον κακολογήσης, κλείνω την είσοδο. Δεν δέχομαι κόπρο και βόρβορο. Τι ωφέλεια θα έχω εγώ, αν μάθω ότι ο τάδε είναι κακός; Αντιθέτως θα βλαβώ και θα ζημιωθώ υπερβολικά».
Πες του: «Ας κοιτάξουμε τα ιδικά μας, ας ενδιαφερθούμε για τις αμαρτίες μας και την ενοχή μας. Ας δείξουμε περιέργεια και φροντίδα για την ιδική μας ζωή. Τι απολογία θα έχουμε, τι συγχώρησι θα βρούμε, την στιγμή που τα ιδικά μας ούτε καν τα σκεπτόμαστε και ασχολούμεθα με πάθος για τα ξένα; Όπως είναι αυθάδεια περνώντας να σκύψουμε σ’ ένα ξένο σπίτι και να κοιτάμε μέσα, έτσι ακριβώς είναι κατωτερότης να περιεργαζώμεθα την ζωή τού άλλου».
Αν, βαδίζοντας στον δρόμο, ανακατέψη κάποιος βόρβο­ρο, δεν τον παρατηρείς και δεν τον ελέγχεις για την πράξι του; Αυτό χρειάζεται να κάνουμε και σε όσους κουτσομπολεύουν καικατηγορούν τους άλλους.
Ο βόρβορος που θα ανακατευθή δεν χτυπάει στο κε­φάλι με την δυσωδία του τόσο πολύ, όσο λυπούν και βλάπτουν την ψυχή των ακροατών ακάθαρτες διηγήσεις για την ζωή των άλλων.
Προσοχή στα λόγια σου. Μη κακολογής, για να μη μολύνης τον εαυτό σου. Να μη αναμειγνύης τον βόρβορο με την λάσπη και τους πλίνθους, αλλά να πλέκης στεφάνια από τριαν­τάφυλλα και μενεξέδες και άλλα άνθη.
Να μη βάζης κόπρο στο στόμα σου, όπως οι κάνθαροι. (Κάνθαροι είναι αυτοί που ομιλούν άπρεπα. Και γεύονται πρώ­τοι την δυσωδία αυτοί οι ίδιοι). Αλλά να πλησιάζης το στόμα σου στα άνθη σαν τις μέλισσες και να κατασκευάζης κηρύθρες όπως εκείνες, και σε όλους να είσαι ευγενής και γλυκομίλητος.
Τον άνθρωπο που κακολογεί όλοι τον αποστρέφονται σαν κάτι σάπιο που αναδίδει δυσοσμία, σαν την βδέλλα που πίνει αίμα και σαν τον κάνθαρο που τρέφεται με κόπρο, με ό,τι δηλαδή ακάθαρτο υπάρχει στους άλλους.
Και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην ημέρα της Κρίσεως θα δώσουμε λόγο για κάθε μας «αργόν λόγον» (Ματθ. ιβ’, 36), πολύ δε περισσότερο για κάθε μας ύβρι και κακολογία.
Μη μου ειπής ότι δεν κάνεις ανήθικες πράξεις. Τι το όφελος αν δεν είσαι ανήθικος, αλλά είσαι φιλάργυρος; Το πουλί και αν δεν πιασθή ολόκληρο στην παγίδα, αλλά μόνο από το ένα του πόδι, όλο είναι πιασμένο και καταδικασμένο. Και τίποτε δεν το ωφελούν τα φτερά, αφού είναι πιασμένο από το πόδι.
Στον ψυχικό μας κόσμο, ο θυμός, η επιθυμία και τα άλλα, εάν ξεπεράσουν το όριό τους επιφέρουν φθορά.Έτσι συμβαίνει και με το φαγητό. Εάν υπερβή το κανονικό όριο, προξενεί στο σώμα αρρώστεια. Από που προέρχονται οι πόνοι στα πόδια, οι παραλυσίες, οι τρομώδεις κινήσεις;
Εάν ο οφθαλμός θελήση να καταλάβη περισσότερο χώρο στο σώμα ή να ιδή περισσότερο από ό,τι μπορεί ή να αποκτήση περισσότερο φως, οπωσδήποτε αντί για καλό ζημιώθηκε. Σκέψου μάλιστα να θελήση να αντικρύση δυνατώτερο φως!
Το αυτί, εάν δεχθή ισχυρό ήχο, μας δημιουργεί αναστάτωσι.
Το μυαλό, εάν σκεφθή όσα υπερβαίνουν την δύναμί του, σαστίζει και δεν κερδίζει τίποτε.
Όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά πλεονεξία.
Όταν θελήσουμε να αποκτήσουμε πολλά χρήματα, χωρίς να το καταλάβουμε, τρέφουμε μέσα μας ένα θηρίο. Τότε έχουμε πολλά, μας λείπουν πολλά, βάζουμε τον εαυτό μας σε αναρί­θμητες φροντίδες, προσφέρουμε στον διάβολο πολλές λαβές. Γι’ αυτό ο διάβολος δεν κουράζεται πολύ με τους πλουσίους. Εξ αιτίας τού πλούτου μπορεί εύκολα και τους καταβάλλη, όπως αντίθετα δυσκολεύεται πολύ με τους πτωχούς. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, φεύγετε μακρυά από την φιλοχρηματία.
Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τον φιλάργυρο. Και τον εαυτό του βλάπτει και με όλο τον κόσμο και την κτίσι κα­ταντά εχθρός. Υποφέρει που δεν βγάζουν χρυσάφι αντί για στάχυα η γη και αντί για νερό οι βρύσες και αντί για πέτρες τα βουνά.
Σε κάθε καλή κατάστασι, σε κάθε κοινωφελή προσπάθεια παρουσιάζεται διστακτικός και αντίθετος και διώχνει κάθε τι που δεν πρόκειται να τού αποφέρη χρήματα. Αντίθετα υπομένει τα πάντα, προκειμένου να αποκτήση έστω και δύο δεκάρες.
Όλους τους ανθρώπους τους μισεί, και τους φτωχούς και τους πλουσίους. Τους φτωχούς μη τυχόν και τού ζητήσουν χρήματα. Τους πλουσίους γιατί δεν έχει τα χρήματά τους. Κατά την γνώμη του όσα έχουν οι άλλοι είναι ιδικά του. Γι’ αυτό και με όλους διάκειται δυσμενώς, σαν να τον έχουν αδικήσει.
Χορτασμό δεν γνωρίζει, ικανοποίησι δεν ξέρει, απ’ όλους είναι αθλιώτερος. Καθώς πάλι ο απηλλαγμένος από αυτό το πάθος είναι πιο αξιοζήλευτος από όλους τους φιλοσόφους.
Ας μη σκεπτώμαστε ότι είναι τυραννικό πάθος η φιλο­χρηματία, αλλά ότι εκείνο που μας τυραννεί είναι η αμέλεια και η ραθυμία μας. Υπάρχουν άνθρωποι που ούτε καν γνωρίζουν τα χρήματα. Δεν πρόκειται για μία φυσική επιθυμία. Οι φυσικές επιθυμίες τοποθετήθηκαν στον άνθρωπο από την δημιουργία του. Εξ αρχής. Το χρυσάφι όμως και το ασήμι, μέχρι πολλού χρόνου ήταν εντελώς άγνωστα.
Πως λοιπόν εμφανίσθηκε έντονη η φιλοχρηματία; Από υπερβολική κενοδοξία και αμέλεια και ραθυμία.
Υπάρχουν επιθυμίες αναγκαίες, φυσικές, ουδέτερες. Αναγκαίες είναι όσες επιφέρουν τον θάνατο, εάν δεν ικανοποιη­θούν. Αυτές είναι φυσικές και αναγκαίες, όπως λ. χ. το φαγητό, το ποτό, ο ύπνος. Η σαρκική επιθυμία είναι φυσική, αλλά δεν είναι αναγκαία, διότι πολλοί την ενίκησαν, χωρίς να πάθουν τίποτε. Ενώ ο πόθος της φιλοχρηματίας ούτε φυσικός είναι ούτε αναγκαίος, αλλά περιττός. Γι’ αυτό από την θέλησί μας εξαρτάται αν θα υποκύψουμε σ’ αυτήν.
Ο Χριστός ομιλώντας για την παρθενία λέγει: «Ο δυνά­μενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ’,12). Δηλαδή «όποιος μπορεί να νιώση και να εφαρμόση τον λόγο περί παρθενίας, ας τον νιώση και ας τον εφαρμόση». Ενώ για τα χρήματα δεν ωμίλησε έτσι, αλλά διαφορετικά: «Όποιος δεν απαρνηθή όλα τα υπάρ­χοντά του, δεν μου είναι άξιος» (Λουκ. ιδ’, 33).
Εκείνο δηλαδή που ήταν εύκολο, το επρότεινε, ενώ εκείνο που ήταν για λίγους, το άφινε στην εκλογή τού καθενός.
Ας προσέξουμε λοιπόν και ας μη καταστήσουμε τους εαυτούς μας αναπολόγητους. Γιατί εκείνος που θα νικηθή από το σκληρότερο πάθος, δεν θα τιμωρηθή πολύ, ενώ εκείνος που θα νικηθή από το μικρό, θα είναι αναπολόγητος.
Τι θα Τού απαντήσουμε τότε, όταν μας ειπή: «Με είδατε πεινασμένο και δεν με εθρέψατε»; (Ματθ. κε’,35). Τι θα Τού απολογηθούμε; Θα Τού προβάλουμε την φτώχεια μας; Αλλά δεν πρόκειται να είμαστε πιο φτωχοί από εκείνη την χήρα που έδωσε τους δύο οβολούς και τους ξεπέρασε όλους (Μαρκ. ιβ’, 42).
Άκου τι λέγει ο Παύλος: «Όσοι επιθυμούν να πλουτήσουν, πέφτουν μέσα σε πειρασμούς» (Α’ Τιμοθ. στ’, 9). Ας πει­σθούμε λοιπόν σ’ αυτόν, διότι και εκείνοι (οι συνταξιδιώτες του από την Κρήτη ως την Μάλτα — Πράξ., κεφ. κζ’) που δεν επείσθηκαν, είδατε τι κακό έπαθαν… Ας νομίζουμε ότι η οικουμένη είναι ένα πλοίο, όπου υπάρχουν οι κακούργοι και ελεεινοί, οι άρχοντες, οι φύλακες, οι δίκαιοι, όπως ο Παύλος, οι δέσμιοι, οι δεσμευμένοι από τις αμαρτίες. Εάν υπακούσουμε στον Παύλο, δεν θα χαθούμε δέσμιοι, αλλά και θα απαλλαγούμε από τα δεσμά. Προς χάριν του ο Θεός θα μας σώση κι’ εμάς (Πράξ. κζ’, 24).
Μήπως νομίζεις ότι οι αμαρτίες και τα πάθη δεν είναι δεσμός βαρύς και άσχημος; Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωσι δεν είναι μόνο τα χέρια δεμένα, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος.
Πες μου, όταν κάποιος έχη στην κατοχή του πολλά χρή­ματα και δεν τα εξοδεύη, αλλά τα φυλάη, αυτός δεν δεσμεύεται με αδιάσπαστα δεσμά και δεν καταντά χειρότερος από κάθε δέσμιο;
Εάν κάποιος άλλος πιστεύη στην μοίρα, δεν παραδίνει τον εαυτό του σε δεσμά;
Εάν πάλι παραδίνη τον εαυτό του σε σαρκικές επιθυμίες και έρωτες;
Και ποιος θα μπόρεση να μας σπάση αυτά τα δεσμά;
Οπωσδήποτε χρειαζόμαστε την βοήθεια τού Θεού, για να μπορέσουμε να τα σπάσουμε.
Μερικά πράγματα που φαίνονται αδιάφορα, πλην όμως γεννούν αμαρτίες, ας τα διώξωμε από τη διάνοιά μας. Υπάρχουν πράγματα που είναι αμαρτήματα, και υπάρχουν άλλα που δεν είναι, αλλά προκαλούν. Π. χ. τα γέλια δεν είναι κατ’ ουσίαν αμαρτία, αλλά όταν προχωρήσουν πολύ, καταλήγουν. Δηλαδή από τα γέλια προέρχονται τα ευτράπελα, από τα ευτράπελα τα αισχρόλογα, από τα αισχρόλογα οι αισχρές πράξεις, και από τις αισχρές πράξεις η κόλασις και η τιμωρία. Εξουδετέρωσε λοιπόν από την αρχή τη ρίζα, και έτσι εξοντώνεις όλη την αρρώστεια.
Εάν προφυλασσώμεθα από αυτά που είναι αδιάφορα, δεν πρόκειται να φθάσουμε ποτέ σ’ αυτά που είναι απηγορευμένα. Το να κοιτάξη κανείς γυναίκες φαίνεται στους πολλούς αδιάφορο. Αλλά από το κοίταγμα δημιουργούνται ανήθικες επιθυ­μίες, από τις επιθυμίες ανήθικες πράξεις και από αυτές κόλασις και τιμωρία.
Δεν βλέπετε τους ηνιόχους με πόση ακρίβεια και εξά­σκηση, και κούρασι αγωνίζονται, και πως εγκρατεύονται από φαγητά και από όλα τα άλλα, ώστε να μη καταβληθούν και πέσουν κάτω από τα άρματα. Βλέπεις πόση τέχνη χρειάζεται. Και υπάρχουν ανδρείοι ηνίοχοι που αντί για έναν, αναλαμ­βάνουν δύο ίππους και τους ηνιοχούν με ευκολία.
Αναφέρεται ότι στην Ινδία το μεγάλο και φοβερό θηρίο που λέγεται ελέφαντας είναι δυνατόν να πειθαρχή φρόνιμα ακό­μη και σε παιδί δεκαπέντε ετών. Και γιατί τα είπα όλα αυτά; Για να μάθουμε να φροντίζουμε όχι πως να δαμάζουμε τους ελέ­φαντες και τους ίππους, αλλά τα πάθη που έχουμε μέσα μας.
Όταν κάποιος σε ταράζη και σε ενοχλή, μη κοιτάζης αυτόν, αλλά τον δαίμονα ο οποίος τον σπρώχνει, και όλη σου την οργή ας την στρέψης εναντίον του. Τον άνθρωπο που γίνεται όργανο του δαίμονος λυπήσου τον και δείξε του ευσπλαγχνία. Ο Χριστός λέγει ότι το ψεύδος προέρχεται από τον διάβολο (Ιωάν. η’, 44). Πολύ περισσότερο η αναίτιος οργή.
Όταν κάποιος σε περιγελά, σκέψου ότι ο διάβολος τον σπρώχνει.Αυτό δεν προέρχεται από τους Χριστιανούς. Διότι ο Χριστιανός έχει εντολή να πενθή, και ακούει τον Χριστόν να τού λέγη: «Αλλοίμονο σ’ αυτούς που γελούν» (Λουκ. στ’, 25). Εάν παρ’ όλα αυτά ονειδίζη και περιγελά και εξάπτεται, εμείς δεν πρέπει να τον περιγελούμε, αλλά να τον θρηνούμε.
Ο Απόστολος συνιστά: «Νεκρώσατε τα μέλη σας τα επί της γης» (Κολ. γ’, 5). Ας σβήσουμε λοιπόν την κακή επιθυμία, ας φονεύσουμε τον θυμό, ας θανατώσουμε τον φθόνο. Αυτό σημαίνει «θυσία ζωντανή» (Ρωμ. ιβ’, 1). Αυτή η θυσία δεν κατα­λήγει σε στάχτη, δεν σκορπίζεται σε καπνό, δεν έχει ανάγκη από ξύλα και φωτιά και μαχαίρι. Για φωτιά και μαχαίρι έχει το Άγιον Πνεύμα.
Χρησιμοποίησε και συ αυτό το μαχαίρι και κάνε περιτομή της καρδιάς σου. Κόψε από την καρδιά σου ό,τι περιττό και ξένο. Άνοιξε και ό,τι κλειστό υπάρχει στην ακοή σου. Διότι τα πάθη και οι αμαρτωλές επιθυμίες φράζουν την είσοδο τού λόγου τού Θεού. Όταν εμφανισθή επιθυμία για χρήματα, δεν μας αφίνει να ακούσουμε τον λόγο για την ελεημοσύνη. Όταν εμφανισθή φθόνος, εμποδίζει να ακούσουμε διδασκαλίες περί αγάπης. Και όταν παρουσιασθή κάποιο άλλο πάθος, φέρνει νωθρότητα στην ακοή για κάθε καλή διδασκαλία. Ας φονεύ­σουμε λοιπόν τις πονηρές επιθυμίες. Ας το θελήσουμε. Αν το θελήσουμε, αυτό είναι αρκετό· όλα τα πάθη θα σβήσουν.
Εκείνος μόνο είναι ελεύθερος και εκείνος μόνο είναι άρχοντας και πιο βασιλικός από τους βασιλείς, ο απηλλαγμένος από τα πάθη.
Αφού το γνωρίζουμε αυτό, ας επιζητήσουμε την αληθινή ελευθερία και ας απαλλάξουμε τον εαυτό μας από την κακή δουλεία. Και ας μη νομίσουμε τίποτε πιο αξιομακάριστο, ούτε τα μεγάλα αξιώματα ούτε τα τυραννικά πλούτη, αλλά μόνο την αρετή.
Τόσο πολύ απέχει από την υποδούλωσι σ’ ένα πάθος αυτός που αγαπά τον Χριστόν, όσο απέχει από το να δεχθή κηλίδες το καθαρό χρυσάφι που πυρακτώνεται στην φωτιά. Όπως ακριβώς οι μυΐγες δεν τολμούν να πέσουν μέσα στις φλόγες, αλλά φεύγουν μακρυά, έτσι και τα πάθη δεν τολμούν ούτε καν να πλησιάσουν σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
(“ΦΛΕΓΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ” – ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)

impantokratoros.gr

Η ευθύνη του εαυτού μας

Η ανθρώπινη εφευρετικότητα βρίσκει τρόπους που βοηθά τον καθένα μας να κρύψει την αλήθεια του εαυτού του. Ένας από τους τρόπους είναι να ρίξουμε στο διπλανό μας την ευθύνη για την αρνητική συμπεριφορά, που ταλαιπωρεί τον ίδιο και τους γύρω μας.
Αναφέρεται στο Γεροντικό η περίπτωση ενός μοναχού που καθημερινά συζητούσε με ένα άλλο μοναχό για το ποιου είναι η ευθύνη μιας συγκεκριμένης εργασίας – διακονήματος, όπως λέγεται στη μοναχική ορολογία. Μετά από κάμποσο καιρό, αφού δεν σταματούσε η διαμάχη και συνεχώς βρισκόταν σε ένταση, είπε στο Γέροντα:
- Θα φύγω από το μοναστήρι. Προτιμώ να ζω μόνος μου ως ερημίτης, όπου θα μπορώ να προσεύχομαι ήσυχα και να ζω στην ερημιά. Δεν ήλθα μοναχός για να αναστατώνομαι καθημερινά.
Ο Γέροντας του απάντησε:
- Παιδί μου, το μοναστήρι είναι παλαίστρα. Εδώ θα μάθεις τα πάθη σου, γιατί θα φανερωθούν με τη συναναστροφή σου, κι εδώ θ’ αγωνιστείς να τα νικήσεις. Όταν φτάσεις σ’ αυτή την κατάσταση τότε η ερημική ζωή θα σε ωφελήσει.
- Εγώ θέλω να φύγω!
- Όπως θέλεις κάνε, παιδί μου. Εγώ σου είπα την πραγματικότητα.
Ο μοναχός έφυγε και βρήκε ένα ήσυχο μέρος όπου ζούσε ήρεμα με προσευχή και μελέτη. Μια μέρα πήρε το δοχείο του νερού για να το γεμίσει από το κοντινό πηγάδι. Επιστρέφοντας σκόνταψε σε μια πέτρα κι έπεσε. Το νερό χύθηκε και ο ίδιος οργισμένος φώναζε μες την ερημιά για το πάθημα του.
- Μα ποιος μου έφταιξε και φωνάζω, σκέφτηκε. Καλά είπε ο Γέροντας ότι το πρόβλημα είναι μέσα μου, κι ότι στη σχέση μου με τους άλλους θα νικήσω το πάθος μου. Θα γυρίσω στον όντος «τόπο της ασκήσεως μου».
Στο Γεροντικό, που ’ναι ιστορίες από τη μοναχική πολιτεία, βρίσκουμε γεγονότα που αφορούν και όσους ζουν στον κόσμο. Γιατί η πορεία προς τη Βασιλεία του Θεού είναι η ίδια, τα πάθη και οι αδυναμίες οι ίδιες, το Ευαγγέλιο είναι το ίδιο για όλους τους ανθρώπους.
Το θέμα της δικαιολογίας του εαυτού μας για τα λάθη που κάνουμε και η εναπόθεση της ευθύνης στους άλλους για τη δική μας κατάσταση, μπορεί να ικανοποιεί την αυτοπεποίθηση, την αυτάρκεια και τον εγωισμό μας, αλλά δεν αναπαύει. Δεν μπορεί να χαρίσει χαρά, δεν φέρνει ευρύτητα του προσώπου, δεν ενοποιεί τους ανθρώπους.
Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για αυτομεμψία, στην πραγματικότητα προτείνουν τη λύση για εσωτερική ελευθερία από τις κρυφές δαιμονικές δυνάμεις που μας ταλαιπωρούν. Γιατί το να μέμφεται κανείς τον εαυτό του, κάνει την αρχή για τη μετάνοια, δηλαδή τη νέα ζωή που ο Χριστός υπόσχεται στους δικούς Του.
Είναι πράγματι δύσκολο να δεχτούμε την ευθύνη των πράξεων μας, των λόγων μας και της ζωής μας ακόμη. Είναι όμως το μόνο μέσο για να ελευθερωθούμε από τον τυρρανικό εαυτό μας. Για να μπορέσουμε να πάμε πιο πέρα, εκεί που η αγκαλιά του Θεού ανοίγει για να χωρέσει τον αμαρτωλό εαυτό μας και να γευτούμε τη χαρά, την ειρήνη, την ελευθερία των τέκνων Του. 

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Η άνεση των ανθρώπων του Θεού



Βλέπεις κάτι πρόσωπα σφιγμένα. Σαν να ζορίζονται. Σαν να πασχίζουν συνεχώς να αποδείξουν κάτι. Ότι είναι σωστοί, καλοί, ηθικοί, ευπρεπείς, ευσεβείς.

Σαν να θέλουν να εντυπωσιάσουν τους άλλους, με την εμφάνισή τους, με τις ικανότητές τους, την εξυπνάδα τους, την ευλάβειά τους.

Σαν να πασχίζουν να μην διαψεύσουν τις προσδοκίες των άλλων, που ουσιαστικά είναι δικές τους προσδοκίες.

Σφίγγονται να μην εκπέσουν στα μάτια των πολλών.

Είναι πρόσωπα που ίδρωσαν ελεγχόμενα, μα που ποτέ δεν μάτωσαν παίρνοντας κάποιο ρίσκο.

Είναι πρόσωπα που είναι θρησκευόμενα, μα έξω από την Εκκλησία.

Θρησκεύουν, μα δεν πιστεύουν.

Θρησκεύουν, μα με μία σαφώς αντιεκκλησιαστική συνείδηση.

Και βλέπεις από την άλλη μεριά, ανθρώπους χαλαρούς, οι οποίοι δεν φοβούνται να αλλοιώσουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους με ένα χαμόγελο ή με έναν λυγμό.

Άνθρωποι με βαθιά συναίσθηση της καταστροφής τους, αλλά και με βαθιά μετάνοια, με γνώση ελευθερίας που πηγάζει από την ταπεινή τους καρδιά.

Αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού. Άνετοι, όχι με την αμαρτία τους αλλά με το πετραχήλι του πνευματικού τους. Όχι εξοικειωμένοι αλλά οικείοι των Μυστηρίων.

Χωρίς προσποιήσεις, χωρίς στημένα πρόσωπα, λόγια, κινήσεις.

Ανεπιτήδευτες υπάρξεις. Γνήσια τέκνα της Αλήθειας, φίλοι της ανόθευτης αγάπης. Με μία λέξη. Απλοί.

Αυτήν την απλότητα καλούμαστε να αποκτήσουμε.

Ο απλός άνθρωπος δεν παλεύει να περισώσει την βιτρίνα του. Παλεύει με τους δαίμονές του, με τα πάθη του, με τους λογισμούς, την φιλαυτία και την οίηση.

Απλός είναι αυτός που είναι σαν παιδί, απονήρευτος, ανυπόκριτος.
Δεν κινείται πονηρά, με δόλο, με βάση το συμφέρον του, με βάση την γνώμη του κόσμου.

Απλός στις κινήσεις, απλός στον λόγο, απλός στις σχέσεις του.

Ο απλός βολεύεται εύκολα. Δεν έχει απαιτήσεις, διότι ο νους του και η καρδιά του δεν μένουν στο εγώ του.

Μην σφίγγεσαι λοιπόν αδελφέ να αποδείξεις κάτι σε μένα ή στον οποιονδήποτε.

Το θέμα είναι να μένεις του Θεού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπαθείς για το καλύτερο στις σχέσεις σου με τους ανθρώπους και γενικότερα στην ζωή σου, αλλά πλέον το κάνεις αυτό χωρίς σφίξιμο, χωρίς άγχος.

Ακόμα και στα πνευματικά -δυστυχώς- υπάρχει αυτό το άγχος της επιτυχίας.

Μετρούμε κατα πόσο πετύχαμε. Μα, είναι δυνατόν να μετρήσεις την πνευματική σου προκοπή; Όχι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να λες «Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Και τότε ξέρεις κάτι; χαλαρώνεις. Χαλαρώνεις κι ας βρίσκεσαι σε πνευματική εγρήγορση. Νιώθεις χαλαρός μέσα στην ειρήνη της Χάριτος. Δεν σε νοιάζει η επιτυχία ή η αποτυχία, σου αρκεί που συναναστρέφεσαι τον Κύριο, που ακουμπάς για λίγο πάνω Του, που Του μιλάς με τα ίδια λόγια που Του μίλησαν χιλιάδες γνωστοί και άγνωστοι χριστιανοί.

Χάνεται το σφίξιμο, έρχεται ένα άνοιγμα. Αυτό το άνοιγμα, αυτό το δόσιμο πλέον κυριεύει την ύπαρξή σου.

Και τότε καταλαβαίνεις αυτά τα λόγια του Κυρίου, «αρκεί σοι η Χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται».

Ανθίζει μια νέα ζωή. Ανεπιτήδευτη ως επινίκιος ιαχή, ως ψάλσιμο μοναχών σε ήχους πλάγιους χωρίς μουσικά βιβλία με κλειστά μάτια, από στήθους, με ανοιχτές καρδιές, που εγείρουν πένθη και χαρές.
Και όλα αυτά, απλά. Γιατί τέτοιος είναι ο Κύριος.

Όλα τα παρόντα παίρνουν νόημα βαθύ μέσα από την ματιά αυτήν.
Τότε καταλαβαίνεις ότι είσαι «αφορισμένος εκ κοιλίας μητρός» να ελευθερωθείς από τον κόσμο ώστε να ενωθείς για πάντα μαζί του.

Και τότε κάθε στιγμή ρουτίνας γίνεται εμπειρία γιορτής μέσα στην άνεση του αιωνίου.

Κι αυτό το κέλυφος της μοναξιάς συντρίβεται και προβάλει το κάλλος της σχέσης. Κάθε ιδιοτροπία παύεται, κάθε αυτονομία χάνεται. Όλα κινούνται πλέον σε σχέση, σε συν-ουσία.

Το πρόβλημά μας είναι ότι είτε είμαστε πολύ σφιγμένοι, είτε είμαστε υπερβολικά άνετοι, υπερβολικά χαλαροί.

Κάπου εκεί στη μέση είναι η λύση. Και πάλι μπορεί όχι.

Και το λέγω αυτό, διότι τελικά το μόνο που ξέρω είναι ότι λύση χωρίς Χριστό δεν υπάρχει. Αυτός είναι η λύση για όλα.
Ο Χριστός μόνο μπορεί να δώσει άνεση στην στενή οδό της ζωής και σωτηρία μας.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ἡ δύναμη τῆς μετάνοιας



Ἡ δύναμη τῆς μετάνοιας εἶναι ἀπροσμέτρητη. 
Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. 

Ἀλλά γιά νά σωθοῦμε, πρέπει νά μετανοήσουμε ἔμπρακτα, κόβοντας τίς κακές μας συνήθειες, ἀπέχοντας ἀπό ἁμαρτωλές πράξεις, λόγους ἤ καί σκέψεις ἀκόμα, καί ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Κυρίου.

Τή μετάνοιά μας ἀκόμα πρέπει νά τή συνοδεύουν καί θετικά ἔργα, στό μέτρο πού ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις:
Τίς σαρακοστές τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τοῦ Δεκαπενταυγούστου, τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα νά μήν τρῶμε κρέας καί ὅ,τι ἄλλο ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. 
Νά νηστεύουμε ἐπίσης Τετάρτη καί Παρασκευή. Τή μεγάλη Σαρακοστή οἱ πρσευχές μας νά εἶναι θερμότερες καί μεγαλύτερης διάρκειας ἀπό τίς προσευχές τοῦ ὑπόλοιπου χρόνου. 

Ἀλλά προπαντός:
Νά ἐλεοῦμε μέ ἱλαρότητα. 
Ν' ἀγαπᾶμε μέ καθαρότητα. 
Νά σηκώνουμε τά βάρη τῶν ἀδελφῶν. Νά κλαῖμε "μετά κλαιόντων" καί νά χαιρόμαστε "μετά χαιρόντων". Ὅλη μας ἡ ζωή νά εὐωδιάζει ἀγάπη, ταπείνωση καί καλοσύνη. 

Αὐτό σημαίνει μετανοῶ:
Ἀλλάζω νοῦ, ἀλλάζω πορεία ζωῆς, μεταστρέφομαι ἀπό τήν ἁμαρτία στήν "κατά δύναμιν" καί "κατά χάριν" ἁγιότητα.

Ἄς ζητήσουμε λοιπόν ἀπό τόν Θεό τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, πού γίνεται μόνο:
μέ τό μυστήριο τῆς Ἐμομολογήσεως, ἄς καθαρίζουμε τήν ψυχή μας συνεχῶς ἀπό τά πάθη 
καί ἄς φυλᾶμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, παρακαλώντας Τον ἀδιάλειπτα νά μᾶς χαρίζει μετάνοια ἔμπρακτη, πραγματική καί διαρκή, μετάνοια ὡς τήν ἔσχατη πνοή τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.

Ἀμήν. 

Ὅσιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟ! 


ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ ΠΕΡΠΑΤΗΣΙΕΣ



Πρέπει να φύγουμε.
Οι περπατησιές μας δεν ταιριάζουν
με τούτα τα μονοπάτια που μας έδειξαν.
Δε βλέπεις;
Ο κόσμος παρασάλευσε
κι από φίλος και συμπορευτής μας,
έγινε επίβουλος και εξοριστής
της ελευθερίας μας.
Πρέπει να φύγουμε,
για να μη χαθούμε…


π. Δαμιανός

Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΑΝΤΙΜΗΝΣΙΟ

Αγαπητέ μου εν Χριστώ αδελφέ και συνονόματε Νικόλαε,

Ευχαριστώ για την πάρα πολύ καλή και κρίσιμη ερώτηση. Ναι, όπως το γράφεις, “το Αντιμήνσιο χρειάζεται σε κάθε περίπτωση”. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις στον κανόνα. Υπάρχει η Αγιοπνευματική και Αγιογραφική διάκριση. Δεν ισχύει δηλαδή, γενικώς “σε κάθε περίπτωση”…

Η υπογραφή του επισκόπου δεν ισχύει στην περίπτωση της δημοσίας κηρύξεως μίας αιρέσεως από τον επίσκοπο ο οποίος υπογράφει το Αντιμήνσιο κι’ αυτό μάλιστα, όχι διά της δικής του προσωπικής χειρός αλλά διά κεντήματος και νήματος κλωστής του κατασκευάσαντος το εκάστοτε εργόχειρο. Είναι πολύ κρίσιμο αυτό και το υπογραμμίζω.

Η υπογραφή αυτή δεν είναι ιδιόχειρη, όπως γίνεται σε μία Ιερο-Κανονολογική Συστατική Επιστολή περί ιερέως ο οποίος αιτείται άδεια τελέσεως Μυστηρίων, οπότε ο Κεντητής μπορεί αν θέλει να κεντήσει διπλωματικώς και εντέχνως το όνομα οποιουδήποτε επισκόπου χωρίς να υπάρχει πραγματική συγκατάθεση και ιερουργικό πληρεξούσιο του προσώπου του οποίου το όνομα διαγράφεται διά κεντήματος. Αυτή είναι η Λειτουργική έννοια της “υπογραφής” του Αντιμήνσιου και όχι η σημερινή έννοια ενός (συνήθως) κόκκινου καλλιγραφικού σχιματισμού.

Η υπογραφή του επισκόπου δεν ισχύει επίσης στην περίπτωση εν καιρώ διωγμού της Πίστεως. Τότε, όχι μόνο Αντιμήνσιο δεν υπάρχει, αλλ’ ούτε καν Δισκοπότηρο, ούτε και Αγία Τράπεζα! Υπάρχουν περιπτώσεις στην Εκκλησιαστική Ιστορία κατά την οποία οι πιστοί τελούσαν Θεία Λειτουργία επάνω στην πλάτη ενός γονατισμένου, τρεμάμενου (“Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου”) και δακρυσμένου συνειδητού Ορθοδόξου Πιστού (ποτέ όμως σε πλάτη κοσμικού) χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο Αντιμήνσιο και αντί για Δισκοπότηρο, χρησιμοποιήθηκε κάποιο άλλο απλό εξυπηρετικό σκεύος το οποίο όμως με την χρήση στην Θεία Ευχαριστία καθαγιάστηκε και απαγορεύτηκε να χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο σκοπό. Αυτό ακριβώς σημαίνει “Άγιο Ποτήριο”, όχι το συγκεκριμένο χρυσοκεντημένο, διαμαντοστόλιστο, καλλίγραμμο και σκαλισμένο σχήμα το οποίο “σχήμα” άλλαζε σταδιακά κατά το διάβα των αιώνων, αλλά το Ποτήριο που ξεχωρίστηκε και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικώς για αυτήν την χρήση και μόνο. “Άγιος” είναι ο χωρισμένος, ο ξεχωρισμένος, ο αποκλειστικώς αφιερωμένος στην αγάπη και ΑΛΗΘΕΙΑ του Χριστού, για την δόξα του Χριστού.

Θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι το Αντιμήνσιο δεν υποκαθιστά την Αλήθεια του Χριστού, ούτε ποτέ η “τυπική” υπογραφή του επισκόπου ως προσώπου υπερισχύει υπεράνω της Αληθείας. Εάν η Αλήθεια του Χρστού παραβλάπτεται και δειφθείρεται από τον συγκεκριμένο επίσκοπο ή τον πατριάρχη ακόμη, τότε η υπογραφή αυτή είναι αυθύπαρκτα ΑΚΥΡΗ, ανυπόστατη και ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ.

Αυτός που τελεί Θεία Λειτουργία με Αντιμήνσιο που φέρει επάνω του την υπογραφή Οικουμενιστού επισκόπου ή ακόμη και επισκόπου ο οποίος στην θεωρία ορθοδοξεί αλλά στην ουσία ενσωματώνεται και κοινωνεί με ακοινωνήτους, τότε πάλι η υπογραφή είναι άκυρη, ανυπόστατη και μολυσματική, όπως ακριβώς και τα τελούμενα Μυστήρια καθίστανται άκυρα, ανυπόστατα και μεμολυσμένα! Ο μολυσμός αυτός είναι υποκειμενικός και εξαρτάται πάντοτε από την γνώση και προαίρεση του προσερχομένου πιστού.

Η Αγία μας Ορθόδοξη Πίστη δεν είναι “επισκοποκεντρική” αλλά Χριστοκεντρική. Η Θεία Λειτουργία, όταν ο επίσκοπος αιρετίζει, δεν είναι “Αντιμηνσιοκεντρική” ούτε “Ιεροσκευοκεντρική” αλλά Αληθοκεντρική και Αγιοπατερική.

Η Διακοπή Μνημονεύσεως ενός επισκόπου, ΜΟΝΟ για λόγους Πίστεως και καταπατήσεως Δόγματος, (όταν δηλαδή αυτός κηρύττει αίρεση κατεγνωσμένη και κατεδικασμένη, όπως είναι ο Παπισμός και ο Οικουμενισμός) σημαίνει διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας, σημαίνει Αποτείχιση (όχι Αποτοίχιση). Στήνουμε προστατευτικά Τείχη γύρω Από την Πίστη, περιφρουρούμε την Αλήθεια. Παραμένουμε στην Αλήθεια, παραμένουμε στην Εκκλησία του Χριστού, παραμένουμε εντός της Κιβωτού. Εκτοπίζονται αυτομάτως ΕΚΤΟΣ, όσοι κηρύττουν αίρεση και όσοι ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ συνειδητώς με αυτήν και με τους φορείς αυτής, έχοντες “σώας τας φρένας” ενώ έχουν γνωριμία, γνώση και γνώμη, μη έχοντες όμως την απαραίτητη αγαθή προαίρεση και θέληση αλλά την επάρατη και κολάσιμη ΔΕΙΛΙΑ.

Η Διακοπή Μνημονεύσεως ενός επισκόπου δεν σημαίνει αναγκαστικά και διακοπή της χάριτος ούτε και διακοπή της Αποστολικής Διαδοχής, το ξαναλέγω, όταν ο επίσκοπος κηρύττει αίρεση δημοσίως. Εμείς ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να τοποθετηθούμε ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΩΣ απέναντι σε αυτήν την αίρεση και όχι να συνυπάρχουμε με αυτήν, να συμβιβαζόμαστε με αυτήν και να κοινωνούμε με τους φορείς της, εν ονόματι μίας ανυποστάτου φοβίας “αποφυγής σχίσματος” ή προφασιζόμενοι διάφορες “προφάσεις εν αμαρτίαις” για υποτιθέμενη αναμονή “Άχρι Καιρού” ή επειδή δεν έπαυσε την Μνημόνευση ο τάδε Χαρισματούχος Γέροντας ή ο τάδε Μαχητής Επίσκοπος.

Σημασία έχει ΕΜΕΙΣ ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ διότι εμείς θα απολογηθούμε για τον εαυτό μας και την δική μας ΣΤΑΣΗ την οποία τηρήσαμε και όχι τί έκαναν οι άλλοι. Το Αντιμήνσιο, κατά την Δευτέρα και Φρικτή Παρουσία και προσωπική μας απολογία δεν θα μας σώσει, αλλά το πόσο “την πίστιν τετήρηκα” και “δεν πορεύτηκα εν βουλή ασεβών” (αιρετικών), “δεν διέφθειρα τον Αμπελώνα Κυρίου” και “εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων”. Το “εμίσησα” εδώ δεν σημαίνει την απλή εχθρική και αηδιαστική απέχθεια αλλά την αυστηρή ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ και τον αναγκαίο, επιβελημένο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟ και το ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ “ΦΕΥΓΙΟ” των πιστών από τους αιρετικούς ποιμένες.

Το εντέλλεται ο Χριστός ο Ίδιος: Τα πρόβατά ΜΟΥ “ἀλλοτρίῳ δὲ (αλλότριος είναι ο αιρετικός ποιμένας ο οποίος διδάσκει αλλότρια) οὐ ΜΗ ἀκολουθήσουσιν ἀλλὰΦΕΥΞΟΝΤΑΙ ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν!” (Ιωάν. ι’ 5). Δεν λέγει “ότι ουκ οίδασι αντιμηνσίου την υπογραφήν” αλλά την φωνήν, δηλαδή την Αλήθειαν, δηλαδή την Ορθοδοξίαν!

του θεολόγου Νικολάου Πανταζή

Η ΣΥΓΧΥΣΗ! Σωστά λέτε: "Τώρα, όχι μόνον μιμούμεθα αλλά ταυτιζόμεθα με τους παπικούς". Και τι προτείνετε; Καταγγελία, αλλά και ΚΟΙΝΩΝΙΑ με όλο αυτό το κακόγουστο θέατρο!!!

ΚΡΑΥΓΗ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ἤ ΠΑΡΑΦΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
(τῆς Συνόδου ἀποτελέσματα)

ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Γεώργιος Τζανάκης

«Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς 
καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας. 
Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. 
Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια» 

(Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης)


Ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος, στὸν καιρό του, τὴν περιφρόνησι πρὸς τὰ οὐσιώδη συστατικὰ τοῦ βίου τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ συνεχῶς, μὲ τὸν τρόπο του ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων, ὅπου ἐδημοσιεύοντο τὰ διηγήματά του, σχολίαζε, διαμαρτυρόταν καὶ ἐπρότεινε τρόπους ἀντιμετωπίσεως.
Ἔβλεπε τὸν ξενισμό, τὸν πιθηκισμό, τὸ φράγκεμα τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τὴν ἀνωτέρα τάξι, τοὺς πολιτικούς, τοὺς λογίους, τοὺς ἐπιστήμονες, τοὺς δημοσιογράφους νὰ περιφρονοῦν «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι έγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν».
Ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς νὰ χάνουν τὴν θερμουργὸ πίστι καὶ«μηχανικῶς, ἀπροσέκτως, ραθύμως, καὶ ὡς ἀγγαρείαν τινὰ ἐκτελοῦντες τὰ τυπικὰ χρέη των», τοὺς ἐπισκόπους νὰ μετατρέπονται σὲ«νευρόσπαστα» –δηλαδὴ μαριονέτες– «τῶν πολιτικῶν», νὰ ἀσχολοῦνται μόνον μὲ τὶς τελετουργίες, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ἔβλεπε τὴν Σύνοδο «παραγνωρίσασα ὅλως τὸν ἀληθῆ αὐτῆς προορισμὸν καὶ θεωρήσασα ἑαυτὴν μέχρι τοῦδε ἁπλοῦν ἐργαστήριον δεσποτάδων καὶ παπάδων, οὓς στρατολογοῦσα συνήθως ἐκ τῆς κοινωνικῆς ὑποστάθμης, ἄνευ ἐλέγχου παιδείας καὶ ἠθικῆς, ἐξαποστέλλει αὐτοὺς οὐχὶ ὡς ποιμένας, ἀλλ’ ὡς λύκους βαρεῖς, μὴ φειδομένους τοῦ ποιμνίου τοῦ Κυρίου». Μὲ ἀποτέλεσμα «τὴν ἀθλίαν κατάστασιν».
Καὶ δὲν δίσταζε νὰ φωνάξει: «Τίς πταίει; Βεβαίως πρῶτον οἱ ἐπίσκοποι, εἶτα οἱ ἱερεῖς, καὶ τελευταῖος ὁ λαός».
Αὐτὰ στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἔζησε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).
«Καὶ ὅμως εὑρίσκονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκ τῶν ἡμετέρων τινές, τόσον ἐκφυλισμένοι, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!».
Ὡς ὀρθόδοξος, πνευματικὸς ἀπόγονος τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων (τῶν συκοφαντηθέντων ὡς «κολυβάδων»), ἔβλεπε τὰ κτυπήματα στὸ οἰκοδόμημα, τὶς πρῶτες ἀλλαγές, τὶς καινοτομίες, τοὺς πρώτους «ἐκσυγχρονισμοὺς» στὰ πλαίσια τοῦ νεοϊδρυθέντοςκράτους. Ἔβλεπε «τὰ κτυπήματα τῶν ξένων» ἀλλὰ καὶ τὴν ξενομανία τῶν ἡμετέρων. 

Ἔβλεπε ὅτι: «Δὲν ἔπαυσαν τ’ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχονται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρνουν τ’ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν». Ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τοὺς «γραικύλους τῆς σήμερον» νὰ τὰ ἐνστερνίζονται καὶ νὰ θέλουν νὰ νοθεύσουν τὴν ζωή ἐπιβάλλοντάς τα.
Τότε ἔβλεπε ἐκεῖνα καὶ ἀγωνιοῦσε, καὶ ἐνίοτε ἀγανακτοῦσε καὶ ἔκρουε τὸν κώδωνα...
Τώρα, ἐδῶ, στὴν χώρα ἐτούτη –ὅπου ἡ ἐλευθερία εἶναι λέξις ποὺ περιγράφει μόνο τὴν δυνατότητα τοῦ κάθε ὑπονομευτὴ ἐντόπιου ἢ ξένου, τοῦ κάθε ἀλλοτριόφρονος, τοῦ κάθε ἐπιθυμοῦντος νὰ προπαγανδίσει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ καταστρέψει ὁτιδήποτε ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ λαοῦ– τί θὰ ἔλεγε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Τώρα ποὺ οἱ σταγόνες ποὺ ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος ἔχουν γίνει ποτάμι βουερὸ ποὺ παρασέρνει τὰ πάντα στὸ διάβα του.
Τώρα ποὺ ὁ δηλητηριώδης ἑσπέριος ἄνεμος ἔχει γίνει τυφώνας ποὺ ξεθεμελιώνει ὅτι βρεῖ μπροστά του.
Τώρα ποὺ τὸ «ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν» ἔχει γίνει μόνιμη καὶ ἐπιθετικὴ πραγματικότης.
Τώρα ποὺ οἱ ταγμένοι φύλακες εἶναι ὑπάλληλοι τῶν ληστῶν.
Τώρα ποὺ οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει λύκοι καὶ τρῶνε τὰ πρόβατα.
Τώρα, τί θὰ ἔλεγε καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Ἄν ἀποροῦσε γιὰ τοὺς «τόσον ἐκφυλισμένους, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!» τί θὰ ἔλεγε σήμερον ποὺ ὅχι μόνον θαυμάζουν, ὄχι μόνον μιμοῦνται, ἀλλὰ φέρνουν μέσα στὴν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία «τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας» καὶ μάλιστα διὰ «Συνοδικῆς» ἀποφάσεως!!!
Πόσο «ἐκφυλισμένοι» πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Τί εἴδους «ἐκφυλισμὸ» ἔχουν ὑποστεῖ;
Λέγει ὁ κυρ Ἀλέξανδρος: «Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας».
Τώρα ὄχι μόνον μιμούμεθα ἀλλὰ ταυτιζόμεθα. Γινόμαστε ἕνα. Καὶ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες. Εἴμαστε ἕνα. Ἀπομένει σιγὰ σιγὰ νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ καὶ ὁ λαός. Νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ, ὥστε νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ. Καὶ ἀρχή, τῆς τελευταίας φάσεως, εἶναι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Αὐτὰ φρονοῦν οἱ γραικύλοι τῆς σήμερον. Αὐτὰ ὑπογράφουν οἱ «δοκοῦντες ἄρχειν» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ δὲν βλέπουν «τὴν Τουρκικὴ βία καὶ τὸν λατινικὸ δόλο». Κοπέλια τῶν Τούρκων καὶ κοπέλια τῶν Φράγκων. Πῶς νὰ καταλάβουν, οἱ ποιμένες αὐτοί, «τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν!» ἀλλὰ καὶ «πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐννοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!»; Στὴν θέσι τῆς Ἑλλάδος βεβαίως, ἂς ἐννοήσωμεν καὶ τὴν θέσι τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Τὴν θέσι τῆς μιᾶς καὶ μόνης κατὰ Χριστὸν πίστεως.
Τὸ δὲ ὀχληρὸ καὶ ἀσύληπτο ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς εἶναι τὸ ὅτι τὰ ἐντόπια φερέφωνα τῶν κεκραγμένων οἰκουμενιστῶν (αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν συμφυρμὸ μὲ κάθε αἵρεσι ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη θρησκεία προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ στόχοι τους ποὺ μόνον μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη δὲν ἔχουν σχέσι) ἀποκαλοῦν «προτεστάντες» ὅσους δὲν ἀποδέχονται, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξετάσεως, τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν γραικύλων τῆς σήμερον. Ἐνῷ ἀποδέχονται τὸν συμφυρμὸ μὲ τοὺς Προτεστάντες, ἀποκαλοῦν προτεστάντες αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦν στὸν συμφυρμὸ αὐτόν. Καὶ ἀκοῦς «πνευματικὰ» πρόσωπα, ἱερεῖς, ἐπισκόπους, ἡγουμένους καὶ ἡγουμένες, νὰ λέγουν δημοσίως τέτοια λόγια.
Ἀλλὰ στὴν ἄθεη Ἑλλάδα τῆς σήμερον εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις ἤ ὅ,τι φαίνεσαι. Ὁπότε, ὅποιος φορεῖ τὸ τίμιο ράσο, ἄνευ ἄλλης προϋποθέσεως, εἶναι «πνευματικὸ πρόσωπο», εἶναι «ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας» καί, τελευταίως, εἶναι «ἡ Ἐκκλησία». Ὅ,τι λοιπὸν λέγουν, ἤ ὅ,τι τοὺς λένε νὰ λέγουν, εἶναι «ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας», ἀσχέτως ἄν εἶναι προδήλως ἀλλότριο ἤ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετο μὲ ὅσα ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων της διδάσκει.
Βγαίνουν λοιπὸν οἱ «πνευματικοὶ» καὶ φασκιώνουν τὰ πνευματικὰ τους τέκνα (ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Παϊσιος) καὶ τὰ καθυσυχάζουν καὶ τὰ νανουρίζουν καὶ τοὺς λένε:
-μὴ μιλᾶτε,
-ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἐκκλησία,
-δὲν θὰ ἀφήσει ὁ Θεός,
-ἔ, καὶ τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;
-δὲν ξέρουν τόσοι ἐπίσκοποι καὶ τόσοι πατριάρχες;
-αὐτὰ ἔχουν ξαναγίνει στὸ παρελθόν, κλπ.
Ὅποιος, εὐλόγως, τολμήσει νὰ προβάλει τὴν παραμικρὴ ἀντίρρησι, εἶναι μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων, καὶ ἐπηρμένος, φανατικός, ὑπερορθόδοξος, ἐκκλησιομάχος, ἱεροκατήγορος καὶ ἐν τέλει, ἀπὸβλαμμένος ζηλωτής ἕως παράφρων...
Ἂς ἀναλογιστοῦν, ὅσοι διατηροῦν ἀκόμη τὴν ἱκανότητα νὰ σκέφτονται ὅτι, ἄλλο ἡ διοίκησι τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλο ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκλησία Του καὶ ἄλλο ὑπακοὴ στὰ πρόσωπα ποὺ ἀποτελοῦν τὴν διοίκησι τῆς ἐκκλησίας, ὅταν οἱ πράξεις καὶ ὁ λόγος τους εἶναι προφανῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πράξι καὶ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στὸν θρυλούμενο Ρασπούτιν ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; Στὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Βέκκο ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; Στὸν Ἄρειο ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; (Μιλοῦμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀνῆκαν στὴν πνευματική τους δικαιοδοσία). Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, γιατὶ δὲν ἔκανε ὑπακοὴ σὲ κανένα ἐπίσκοπο, ὅταν νόθευσαν τὴν πίστη; Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, γιατὶ δὲν ἤθελε οὔτε στὴν κηδεία του νὰ παραστοῦν οἱ λατινόφρονες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατριάρχης, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς; (Ναί!, εἶναι ὁ ἅγιος ποὺ οἱ σημερινοὶ οἰκουμενιστὲς λένε ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ τὸν πάπα Ρώμης, γιὰ νὰ ἔχουν ἥσυχη τὴν συνείδησί τους μιὰ ποὺ οἱ ἴδιοι συναγελάζονται, συμπροσεύχονται, φιλοῦν τὸ χέρι τοῦ ποντίφικος καὶ τὸν ἀποκαλοῦν «ἁγιώτατον ἀδελφόν» –τὸ πότε καὶ γιατὶ συμπροσευχήθηκε δὲν μπαίνουν στὸν κόπο νὰ τὸ ψάξουν καὶ δὲν τὸ θεωροῦν ἀναγκαῖο, ἔχουν ἐξ ἄλλου λαμπροὺς καὶ φωτισμένους μὲ τὴν γνῶσιν τῆς Ἑσπερίας καὶ συνταξιοδοτηθέντας ἀπὸ τὰ Παπικὰ πανεπιστήμια θεολόγους, οἱ ὁποῖοι τοὺς παροχετεύουν τὰ νάματα τῆς θεολογίας τους).
Σήμερα, ὅποιος κάνει ἀδιάκριτη ὑπακοὴ σὲ ὅσα σχεδιάζει καὶ ἐκτελεῖ τὸ Φανάρι, θεωρεῖται ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὴν «μαρτυρικὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» καὶ τὴν στηρίζει. Μόνον ποὺ οἱ σημερινοὶ ἔνοικοι τοῦ Φαναρίου, μᾶλλον ὑπήκοοι τῶν Ἀμερικάνων, καὶ ὅσων εἶναι πίσω τους, φαίνονται καὶ τοὺς γεωπολιτικοὺς σχεδιασμούς τους ἀσμένως ἐξυπηρετοῦν, παρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐνδιαφέρονται. Οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια τους αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ μόνον οἱ ἐκ φύσεως ἢ προαιρέσεως τυφλοὶ καὶ κουφοὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ ἐνίοτε μυρικάζουν τὸν κίνδυνο τῆς τρίτης Ρώμης, λὲς καὶ οἱ πρωτοκαθεδρίες καὶ οἱ «Ρῶμες» εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστεως.
Μὲ τὸ νὰ ἀποδέχονται τὸν Πάπα ὡς «πρῶτον» τῇ τάξει ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας (μαζί μὲ τὸ ἀλάθητό του καὶ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις του) ὁδηγοῦν εὐθέως ἐκεῖ ποὺ ὁδήγησε τὸ παραλήρημα τῶν εὐρωπαϊστῶν πολιτικῶν μας (δηλαδὴ τῶν «γραικύλων τῆς σήμερον») ὅτι «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν». Τώρα ποὺ ἡ Δύσι μᾶς χρησιμοποιεῖ κατὰ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ τὰ συμφέροντά της –ἀφοῦ μόνοι μας δηλώνουμε ὅτι τῆς ἀνήκουμε– πιστεύω νὰ μποροῦν νὰ νοιώσουν πλέον τί σημαίνει στὴν πράξι αὐτό.
Ὅταν ὁ «Πρῶτος», ὁ θρησκευτικὸς πλανητάρχης καὶ «ἀλάθητος», θὰ ἀποφασίζει «ἀλαθήτως» γιὰ τὴν πορεία τῆς Νέας Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας –τὴν πορεία ποὺ προετοιμάζει καὶ ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου (τῶν «πάντων» ἑνότητα)– πρὸς τὴν Νέα Παγκόσμια Θρησκεία, αὐτὴν ποὺ ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ ἀποκαλοῦσε Νέα Θρησκεία τοῦ μέλλοντος –καὶ ποὺ πλέον φτάνει ἡ ὥρα νὰ γίνει Νέα Παγκόσμια Θρησκεία τοῦ παρόντος... – τότε ὅλοι αὐτοὶ ποὺ δὲν κατάλαβαν τί ἔγινε στὸ Κολυμπάρι– καὶ λένε: «Ἐγὼ δὲν κατάλαβα τίποτα, οὔτε τί ἔγινε, οὔτε τί ἀποφάσισαν. Ἄστο. Τελείωσε. Τί ἐπίδρασι ἔχει αὐτὸ στὴ ζωή, ἐξ ἄλλου; Τί ἄλαξε;»– τότε λοιπὸν θὰ καταλάβουν.
Ἂν μποροῦν πλέον νὰ καταλάβουν. Διότι ὁ «ἐκφυλισμός», ποὺ διέκρινε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος στοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ του, δὲν εἶναι κάτι στατικό. Εἶναι μία πνευματικὴ νόσος, ἕνα πνευματικὸ ἀλτσχάϊμερ, ποὺ δὲν σταματᾶ παρὰ μόνον ὅταν καταλάβει ὅλον τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ ἕνα ἀσπόνδυλο δογματικὰ μαλάκιο, ὅπως ἐπιτάσει ἡ Νέα Ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε.
Τότε ποιός θὰ μᾶς νουθετήσει, τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν καὶ κυλιομένους ὡς χοίρους στὸν βόρβορο τῆς αἱρέσεως καὶ καυχωμένους ταυτοχρόνως ὅτι εἴμεθα ὀρθόδοξοι, ποιμαίνοντες καὶ ποιμαινομένους;
Οὕτως ἤ ἄλλως, κατὰ τὸν κυρ Ἀλέξανδρο: «Ἄνθρωποι ἤ κοχλίαι, τὴν ίδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των».

19.9.2016
Γ. Κ. Τζανάκης
Ἀκρωτήρι Χανίων

ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ - ΚΟΙΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ !!

Ο φοβερός καιρός και τα φοβερά χρόνια…



Προφητείες τού Αγίου Λαυρεντίου τού Chernigof († 1950)

“Λίγο καιρό πρίν τήν βασιλεία τού Αντίχριστου, ακόμη και εκείνες οι Εκκλησίες που έχουν κλείσει θα επισκευαστούν και θα αποκατασταθούν, όχι μόνο εξωτερικά αλλά καί στό εσωτερικό τους… 

Θα επιχρυσώσουν τούς θόλους τών καμπαναριών και τών Καθεδρικών ναών, και όταν θα ολοκληρώσουν και τον κύριο ναό, τότε θα έχει έρθει ο καιρός για την ενθρόνιση του Αντίχριστου. 

Προσευχηθείτε, ό Θεός να μακραίνει εκείνον τον χρόνο, για να ενθαρρυνθούμε και να στηριχτούμε. Θά είναι μιά φοβερή χρονική περίοδος, αυτή πού μάς περιμένει… 

Αυτή, ή αποκατάσταση τών Καθεδρικών ναών θα συνεχιστεί μέχρι την στιγμή της στέψης του Αντίχριστου. Θα έχουμε τότε μιά πρωτοφανή λαμπρότητα… 

Ο πατήρ Λαυρέντιος συνήθιζε νά λέει δακρύζοντας: 

“Βλέπετε, πόσο πανούργα και ύπουλα προετοιμάζεται όλο αυτό τό κακό; Όλοι οι Καθεδρικοί ναοί τότε θα είναι υπερβολικά θαυμάσιοι, όπως ποτέ πρίν τά περασμένα χρόνια, αλλά δεν πρέπει εσείς τότε, να μπαίνετε στούς ναούς αυτούς, για την αναίμακτη θυσία τού Ιησού Χριστού.

Προσέξτε καί θυμηθείτε !

Θά υπάρχουν τότε Εκκλησίες , αλλά οί Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πρέπει να παρευρεθούν μέσα σ΄ αυτές.

Όσοι θά μπαίνουν εκεί, θά συναθροίζονται ώς πλήρη “Σατανική συναγωγή” (Aποκ. 2.9)

Επαναλαμβάνω γιά μία ακόμη φορά, προσέξτε, γιατί κανείς δεν πρέπει να παρευρεθεί σ΄ εκείνους τούς Καθεδρικούς ναούς. Δέν θα υπάρξει καμία επιείκεια από τόν Χριστό, σ΄ αυτούς πού θα πάνε τότε, εκεί μέσα…”


ΠΗΓΗ: Ορθόδοξη Χριστιανική Ομάδα Έβρου


Θυμίσου, όταν…



Η ζωή μας δεν είναι σπαρμένη με “ρόδα”. Είναι όμως σπαρμένη με “νάρκες”. Με συχνά επώδυνες ευκαιρίες, που σε μια καλοπροαίρετη καρδιά, μπορούν να ανάψουν “σπίθες” μετανοίας, και να φουντώσουν τη φωτιά της “Όντως Ζωής”, όσο αυτή η καρδιά χτυπάει ακόμα!

Όταν… νιώθεις τα πάντα να καταρρέουν γύρω σου, όταν νιώθεις να πνίγεσαι και δεν έχεις κάπου να κρατηθείς, όταν η απελπισία σε κυριεύει, και πουθενά δεν βλέπεις τη λύση…

… Θυμίσου τότε που κορόϊδευες κάποιους ανθρώπους ως “γραφικούς”, επειδή νιώθουν ότι υπάρχει Κάποιος στον οποίο μπορούν να στραφούν στις δυσκολίες της ζωής, Κάποιος που απαντάει σε προσευχές. Αυτούς που ξεπερνούν προβλήματα σαν τα δικά σου, με χαμόγελο και ελπίδα!

Όταν… βλέπεις το παιδί σου να κατρακυλάει στα χαμηλά σκαλοπάτια της κοινωνίας, και οι συμβουλές σου πάνε στο βρόντο, όταν δεν βρίσκεις τον τρόπο να το συγκρατήσεις, και βλέπεις όλους σου τους κόπους να χάνονται μαζί του…

… Θυμίσου αν ποτέ το δίδαξες τις υψηλές αρχές της πίστης, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Θυμίσου πόσο χρόνο αφιέρωσες να του μιλήσεις για τη σοφία του Θεού που μας αποκαλύφθηκε απ’ Αυτόν. Θυμίσου αν το δίδαξες να προσεύχεται, και τι παράδειγμα του έδωσες εσύ ο ίδιος γι’ αυτό. Θυμίσου τότε που μπροστά του κορόιδευες όσους πιστεύουν “ακόμα” σε Θεό.

Όταν… αυτά για τα οποία κοπίασες γίνονται συντρίμια, και βλέπεις ότι όλη σου η ζωή χάθηκε γύρω από τα υλικά για τα οποία εργάσθηκες, αυτά που τώρα πλέον γκρεμίστηκαν, και άφησαν το κενό μιας εξ ίσου κενής και άδικης ζωής…

… Θυμίσου αν ποτέ οικοδόμησες στην αφθαρσία, για πράγματα που η φωτιά, το σκουλήκι και ο κλέφτης δεν τα φθείρουν, για πράγματα που μένουν απείραχτα από κάθε φθορά και καταστροφή, που ακολουθούν την ψυχή στην αιωνιότητα. Θυμίσου πόσο χρόνο αφιέρωσες γι’ αυτά, και κλάψε για το χρόνο που έχασες!

Όταν… ανησυχείς για τη βία γύρω σου και φοβάσαι να κοιμηθείς αν δεν ελέγξεις την κλειδαριά…

… Θυμίσου ότι ΕΣΥ ήσουν αυτός που υποτιμούσες (ή πολεμούσες) όσους έχουν ακόμα ιδανικά και ζουν με συνείδηση ακέραια, και βαδίζουν “με το σταυρό στο χέρι”. Εσύ ήσουν αυτός που ζητούσες την “απελευθέρωση” του ανθρώπου από την πίστη στον Θεό. Και τώρα που τόσοι σε ακολούθησαν σε μια ζωή χωρίς συνείδηση, τι παραπονιέσαι;

Όταν… παρατηρείς την οργή της φύσης γύρω σου, και ανησυχείς για τον κόσμο που θα παραδώσεις στα παιδιά σου, ακόμα και για τον κόσμο που θα ζήσεις εσύ ο ίδιος τα επόμενα χρόνια…

… Θυμίσου αν σεβάστηκες ποτέ αυτή την κτίση. Αν την έβλεπες ως δώρο του Θεού, ή ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Θυμίσου ότι εσύ ήσουν αυτός που πίστευες στην παντοδυναμία του ανθρώπου πάνω στη φύση και στην αυτοδιαχείρησή του, μακριά από τον Θεό.

Όταν… αγανακτείς για την ανθρώπινη ανοησία και μυωπισμό, και μοιάζουν όλοι γύρω σου παράλογοι…

… Θυμίσου ότι έζησες μια ζωή στη ματαιότητα, χωρίς σκοπό που να διαμένει. Θυμίσου ότι όλοι οι στόχοι που έθεσες τριγύρω σου, δεν καρποφόρησαν για πάντα, και ούτε μοιάζει να καρποφορήσουν στο μέλλον… Για όσο μέλλον σου μένει ακόμα…

Όταν… οι άνθρωποι που αγαπάς σε προδίδουν και σε απογοητεύουν με την υποκρισία και την αχαριστία τους…

… Θυμίσου, με ποιο κριτήριο επέλεξες τη συντροφιά τους; Θυμίσου αν ποτέ κι εσύ ευχαρίστησες Εκείνον που σου χάρισε όλα όσα έχεις.

Όταν… βυθίζεσαι στα προβλήματα και στις ασθένειες που σου δημιούργησε μια “ανέμελη” και ηδονοθηρική ζωή…

… Θυμίσου τότε που θεωρούσες τον εαυτό σου “απελευθερωμένο”, και γελούσες με όσους ζούσαν τη ζωή τους στην εγκράτεια και στον αγώνα της πίστης. Τώρα ποιος είναι πιο ελεύθερος;

Όταν… νιώθεις τον θάνατο να έρχεται, και πανικόβλητος ακούς την ανάσα του να σε πλησιάζει, όταν η ζωή σου, (όσο καλή ή κακή, μεγάλη ή σύντομη κι αν ήταν), φθάνει στο τέλος της, όταν απ’ όσα έζησες και χάρηκες (ή δεν χάρηκες), τίποτα πια δεν απομένει ως μέλλον ή ελπίδα για σένα, όταν νιώθεις να σε κυριεύει ΤΟ ΤΕΛΟΣ, (αυτό που για όλους μας φθάνει κάποτε μοιραία), και αντιλαμβάνεσαι ότι ΟΥΤΕ ΕΣΥ θα ξεφύγεις από τη μοίρα κάθε ανθρώπου, τότε…

… Θυμίσου τη ζωή που έζησες μακριά απ’ Αυτόν ΤΟΝ ΜΟΝΟ που μπορεί να σε λυτρώσει. Αυτόν που σ’ έπλασε, και που σε άφησε να ζήσεις τόσο καιρό στη μεγάλη και υπέροχη περιπέτεια της ζωής. Ίσως να την έζησες μακριά Του, μα τώρα ο χρόνος σου τελειώνει. Φοβάσαι, και ίσως ντρέπεσαι να Του ζητήσεις βοήθεια. Ίσως νιώθεις την αχαριστία σου και το κενό μιας ζωής χωρίς νόημα, χωρίς Θεό, μα πλέον είναι για σένα αργά!

…Θυμίσου τη στιγμή εκείνη τα λόγια μου. Γιατί όσο ακόμα η καρδιά σου χτυπάει, κι όσο μπορείς ακόμα να σκεφθείς, όπως κι αν έζησες, και όσο κι αν ντρέπεσαι, (θυμίσου τον ληστή), Εκείνος που σε κάλεσε σε ύπαρξη, σε ξέρει, και σ’ ακούει, και σε περιμένει! Ξέχνα τις προκαταλήψεις μιας ζωής, ξέχνα τη ντροπή και τον εγωισμό σου, και ζήτα του βοήθεια! Επικαλέσου τον! Πού ξέρεις; Ίσως δεν χάθηκαν ακόμα όλα! Ίσως μια σπίθα αληθινής μετάνοιας να είναι αρκετή, για να ξαναφουντώσει η ελπίδα και η Ζωή. Όσο ακόμα χτυπάει η καρδιά σου!

Μην το αμελήσεις!

Ν. Μ.

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ



«Κάθε άνθρωπος που γεννιέται στον κόσμο είναι ο πλησίον σου. Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν πάει χαμένο αν το προσφέρεις στον πλησίον σου.
»Κάποτε στην έρημο πέθαινε ένας σκύλος από τη δίψα. Πέρασε από το δρόμο αυτόν ένας μοναχός και του έδωσε το νερό που είχε για τον εαυτό του και έτσι τον έσωσε. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε ο ουρανός και ακούστηκε μια φωνή:
“Σε αυτόν που έσωσε τον σκύλο,
θα του συγχωρεθούν πολλές αμαρτίες”.
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πόσο σημαντικότερο είναι αν σώσουμε έναν άνθρωπο».

ΟΣΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
(1929–1995)

Οἱ δέκα ὀφθαλμοὶ τοῦ ἀνθρώπου



Γίνεται κατανοητό, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δὲν εἶναι ἕνα αὐτόματο καὶ νεκρὸ μηχάνημα, μὲ τὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ πράττει, ἀλλὰ ζωντανὸς συνεργάτης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅλος ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται σὲ «πράξη», «ἐνέργεια». 
Καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν ἁγίων ἀρετῶν μετατρέπει τὶς «Θεοκεχαριτωμένες» δυνάμεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ δικές του δυνάμεις. Τὶς μεταφέρει σὲ κάθε «συστατικό» τῆς ὑπάρξεώς του, τὶς ἐκχέει σ’ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὲς συμμετέχουν σὲ ὅλες τὶς σκέψεις του (τοῦ ἀνθρώπου δηλ.), σὲ ὅλα τὰ αἰσθήματά του, στὶς θελήσεις του, στὶς ἐνέργειές του καὶ σὲ ὅλους τοὺς λόγους του. Μὲ μία λέξη, στὴν ὁλόπλευρη ζωή του.
Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν εὐλογία, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀνανεώνει, ἀνακαινουργώνει, ἁγιάζει, ἁγιοποιεῖ, μεταμορφώνει ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ πνεύματός του, ὄργανα ἐπίγνωσης καὶ αἰσθήσεως: καρδιά, νοῦ, ψυχή, θέλημα, ἔτσι ὥστε αὐτὰ μποροῦν πλέον νὰ μὴ ὑποκύπτουν στὴν ἁμαρτία, νὰ ἐξουδετερώνουν τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, μποροῦν πλέον νὰ μὴ ναρκώνονται ἀπὸ τὴν παράλυση τοῦ -οἱουδήποτε-πάθους, ἀπὸ τὴν παράλυση τῶν παθῶν καὶ νὰ προσβλέπουν σὲ ὅλα τὰ θεϊκὰ ἀγαθά, τὰ ὁποία προσφέρει, δίνει σὲ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Αὐτὸ τὸ μυστήριο μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ «περίφροντις» (αὐτὸς ποὺ φροντίζει πολὺ ) γιὰ τὴν σωτηρία μας Ἀπόστολος, προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς χριστιανούς, γιὰ καθαρὴ… καρδιά, γιὰ καρδιὰ «ἀποκαθαρμένη», «ἐξαγιασμένη» καὶ «πεφωτισμένη» μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

«Πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τὶς ἐστίν, ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τὶς ὁ πλούτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ». Ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ πίστη. Γιατί ἡ πίστη γίνεται τὸ «βλέμμα» τῆς ψυχῆς μας. «Βλέμμα» τὸ ὁποῖο βλέπει τὸν «μὴ ὁρώμενον» καὶ τὸ «μὴ δρώμενο». Βλέπει τὸν ἀόρατο Θεὸ στὸν ὁρατὸ ἄνθρωπο Ἰησοῦ, βλέπει τὶς ἀναρίθμητες «ἀόρατες» κεχαριτωμένες δυνάμεις Του, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν ἐκκλησία οἰκοδομοῦν τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τοῦ κόσμου, τῶν δημιουργημάτων: καὶ τὴν δική μου σωτηρία καὶ τὴν δική σου καὶ ὅλων τῶν δικαίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν (ποὺ ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ τὴν ἐκφράζουν μὲ τὴν μετάνοια).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, διαμέσου αὐτοῦ τοῦ γήινου κόσμου καὶ διαμέσου ὅλων «τῶν κόσμων» γενικά, «διὰ πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους» (Β΄ Κορινθ. 5,7), «διὰ πίστεως», ἡ ὁποία εἶναι τὸ «βλέμμα» τῆς ψυχῆς μας, τῆς «κεχαριτωμένης», τῆς «ἐξαγιασμένης», τῆς «μεταμορφωμένης» ψυχῆς μας. Σὲ μᾶς ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι κάτι τὸ μοναδικό, εἶναι ὁ πρῶτος ἀθάνατος καὶ ὁ «παν-ὁρῶν» ὀφθαλμὸς τῆς «ἐν χάριτι» εὑρισκομένης ψυχῆς μας, ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ δεύτερος ὀφθαλμός, ἡ προσευχὴ ὁ τρίτος, ἡ ἐλπίδα ὁ τέταρτος, ἡ νηστεία ὁ πέμπτος ὀφθαλμός, ἡ ταπείνωση ὁ ἕκτος, ἡ πραότης ὁ ἕβδομος, ἡ ὑπομονὴ ὁ ὄγδοος, ἡ Ἁγία Κοινωνία ὁ ἔνατος καὶ ἡ Ἁγία Μετάνοια ὁ δέκατος ὀφθαλμὸς καὶ μὲ τὴν σειρὰ αὐτή, ὅλα τὰ ἅγια μυστήρια καὶ οἱ ἅγιες ἀρετὲς εἶναι ὁ ἀναρίθμητος ἀριθμὸς «ὀφθαλμῶν» μας, ὀφθαλμῶν ποὺ βλέπουν τὰ πάντα, ὀφθαλμῶν ποὺ προσβλέπουν στὸν οὐρανό, ὀφθαλμῶν ποὺ βλέπουν καὶ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια. 

Καὶ αὐτοὶ οἱ «ἅγιοι ὀφθαλμοὶ» ἔγιναν τὸ βλέμμα μας, μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνουμε ποιὰ εἶναι «ἡ ἐλπίδα τῆς κλήσεως» τοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα μας, ποὺ εἶναι ἡ υἱοθεσία ἀπὸ τὸν «Θεὸν» διὰ «Ἰησοῦ Χρίστου», ποὺ εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας, ἡ αἰώνια ζωὴ στὴν μακαριότητα τοῦ Αἰωνίου, Τρισηλίου Θεοῦ καὶ Κυρίου. Καὶ ἀκόμη, αὐτοὶ «οἱ ὀφθαλμοὶ» εἶναι τὸ «βλέμμα» μας, μὲ τὸ ὁποῖο διακρίνουμε καὶ ποιὸς εἶναι «ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομιᾶς αὐτοῦ», ποιὰ εἶναι ἡ «κληρονομιά μας ἐν Χριστῷ». Εἶναι ἡ ἔνθεη ζωή, ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ αἰώνια δόξα, διαμέσου τῆς αἰώνιας ἀλήθειας, τῆς αἰώνιας δικαιοσύνης, τῆς αἰώνιας ἀγάπης, τῆς αἰώνιας χαρᾶς, τῆς αἰώνιας μακαριότητας. 

Καὶ ἀκόμη οἱ ἅγιοί μας ὀφθαλμοὶ βλέπουν «τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ». Τῆς «ἰσχύος Αὐτοῦ», τῆς ἔνθεης, θεϊκῆς «ἰσχύος», ποὺ μὲ τὴν πίστη μας νικᾶ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλους τοὺς διαβόλους (ποὺ ἐκφράζουν τὰ διάφορα πάθη), ὅλες τὶς κολάσεις καὶ μᾶς «δωρίζει» σωτηρία, ἐξαγιασμό, ἀγαθοδωρεά, θέωση, Ἐνχριστοποίηση, Ἐντριαδοποίηση, παράδεισο, τὸν παν-παράδεισο.

Ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ πίστη, καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ δύναμη τῆς πίστεως. «Μέσῳ» τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν ἡ πίστη μας αὐξάνει ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη, ἀπὸ ἀθανασία σὲ ἀθανασία, ἀπὸ παράδεισο σὲ παράδεισο, ἀπὸ χαρὰ σὲ χαρά, ἀπὸ ἀλήθεια σὲ ἀλήθεια, ἀπὸ δικαιοσύνη σὲ δικαιοσύνη, ἀπὸ καλὸ σὲ καλό, ἀπὸ σοφία σὲ σοφία. Αὐξάνει ἡ πίστη μας σὲ ὅλα τὰ «ἀγαθὰ» τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, προσβλέπουσα σ’ αὐτὰ «μὲ πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας».

Στὸν δρόμο αὐτὸν τῆς πίστεως ἀναρίθμητα εἶναι τὰ ἐμπόδια καὶ τὰ μαρτύρια, οἱ πειρασμοί, οἱ πόνοι καὶ οἱ παντοειδεῖς θλίψεις. Ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ μεγάλο μαρτύριο γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τίποτε, ὅταν, στὴν καρδιὰ τοῦ πιστεύοντα, ὑπάρχει ἡ μεγάλη πλημμυρίδα τῆς Θεϊκῆς δύναμης. Ἔτσι μόνο, μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξαν καὶ ἡ χαρὰ ποὺ ἐξεδήλωσαν, οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, στὰ διάφορα μαρτύρια καὶ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέμειναν, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. 

Ἔτσι μόνο, μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν καὶ νὰ κατανοηθοῦν ὅλοι οἱ ὑπεράνθρωποι ἀγῶνες τῶν ἁγίων ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου καὶ ὅλα τὰ καλοπροαίρετα καὶ ἄθελα βασανιστήρια καὶ μαρτύρια καὶ οἱ κακουχίες ὅλων τῶν δικαίων χριστιανῶν, ὅλων τῶν χριστοευσεβῶν ἀγωνιστῶν, ὅλων τῶν Θεοαγαπώντων πιστῶν, ὅλων τῶν ἀκούραστων εὐαγγελιστῶν. Ἔτσι μόνο ἐξηγεῖται ἡ ἀντοχὴ καὶ καρτερία στοὺς πόνους ὅλων ἐκείνων ποὺ ἦσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ μετανόησαν, ἦσαν ἅρπαγες, ἄσωτοι, ἀγαποῦσαν ἀσήμαντα πράγματα καὶ μετανόησαν, ἦσαν φιλήδονοι, ὑπερήφανοι, φίλαυτοι, ἐγωιστὲς καὶ ἔδειξαν ἀληθινὴ μετάνοια, ἦσαν φιλάργυροι, δολοφόνοι, κλέφτες, διαφθορεῖς, πότες καὶ μετανόησαν εἰλικρινά, ἦσαν ἀπελπισμένοι καὶ ὁδηγήθηκαν μὲ τὴν μετάνοια στὸν Χριστὸ (ποὺ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν).

Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἡ πίστη μας, ἡ πίστη ὅλων, τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν, τῶν δυνατῶν, καὶ τῶν ἀδυνάτων, τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἄσοφων, ἡ πίστη αὐτὴ ὅταν ὑπάρχει, μὲ τὴν μεγάλη δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ πράξη αὐτῆς τῆς δύναμης στὶς καρδιές μας, στὶς συνειδήσεις μας, στὴ ζωή μας, κάνει ὥστε, ὅλα σὲ μᾶς νὰ ἀνατρέπονται «ἐκ βάθρων» καὶ «ὅλως πανσόφως» χωρὶς δυσκολίες, νὰ κτίζονται καινούργια πράγματα, θεϊκὰ καὶ αἰώνια. 

Καὶ ἐμεῖς ἐνῶ βρισκόμαστε ἀκόμη ἐδῶ στὴ γῆ, ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ἐνῶ ἡ γῆ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, μετατρέπεται σὲ ἕνα ἀπροσπέλαστο οὐρανό. Ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστη, δὲν ἔχει ἄλλον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σὲ Αὐτὸν βρίσκεται ὁ παράδεισός μας, ἡ χαρά μας καὶ ἡ αἰωνιότητά μας. Ναί, ἡ πίστη μας στηρίζεται στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, «ἐν δυνάμει Θεοῦ», «ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορινθ. 2, 5,4).

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Στόν δρόμο πρός τήν χριστιανική τελειότητα!

Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη


Διαβάστε τά ἄλλα Μέρη ἐδῶ: Α΄

Δευτερονόμιο:
"Καί τώρα, Ἰσραηλίτες, τί ἄλλο σᾶς ζητᾶ ὁ Κύριος καί Θεός, παρά νά Τόν σέβεσθε καί νά βαδίζετε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του καί νά Τόν λατρεύετε" (Δευτ. ι΄ 12-13).

Ψαλμοί τοῦ Δαυίδ:
"Ὅσοι ἀγαπᾶτε τόν Κύριο, νά ἀποστρέφεσθε τά πονηρά ἔργα" (Ψαλμ. ςστ' 10). 

"Φυλάγει ὁ Κύριος ὅλους ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν, καί θά ἐξολοθρέψει ὅλους τούς ἁμαρτωλούς" (Ψαλμ. ρμδ΄ 20). 
"Δέν εἶσαι Ἐσύ ὁ Θεός πού θέλει τήν ἀνομία. Δέν θά κατοικήσει κοντά Σου ὁ πονηρός, οὔτε θά σταθοῦν μπροστά στά μάτια Σου ὅσοι παραβαίνουν τόν νόμο" (Ψαλμ. ε΄ 10-11).

Ἡσαΐας:
"Αὐτός ὁ λαός μέ πλησιάζει μέ τό στόμα του καί μέ τιμοῦν μέ τά χείλη τους, ἐνῶ ἡ καρδιά τους βρίσκεται πολύ μακρυά ἀπό ἐμένα" (Ἡσ. ε΄ 5-6, Ματθ. ιε΄ ιε΄ 8).
"Κάθε μέρα ἀναζητοῦν ἐμένα-τόν Θεό-κι ἐπιθυμοῦν νά γνωρίσουν τίς ἐντολές μου, σάν νά εἶναι λαός πού ἔχει ἐφαρμόσει τόν νόμο καί δέν ἐγκατέλειψε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ του, λέει ὁ Κύριος" (Ἡσ. νη΄ 2). 
"Ὅταν ὑψώνετε-ἱκετευτικά-τά χέρια σας σ' ἐμένα, θά γυρίσω ἀλλοῦ τό πρόσωπό μου ἀπό ἐσᾶς...γιατί τά χέρια σας εἶναι βουτημένα στό αἷμα. Λουστεῖτε καί ἐξαγνιστεῖτε. Ἀφαιρέστε τίς κακίες ἀπό τίς ψυχές σας...Μάθετε νά κάνετε τό καλό, ἐπιδεῖξτε τή δικαιοσύνη, γλιτῶστε αὐτόν πού ἀδικεῖται. Ἀποδῶστε τό δίκαιο στό ὀρφανό καί τή δικαιοσύνη στή χήρα, καί τότε ἐλᾶτε νά συζητήσουμε, λέει ὁ Κύριος" (Ἡσ. α΄ 15-18).

Σολομών:
"Εἶναι στόν Κύριο μισητή ἡ διεστραμμένη ζωή" (Παρ. ιε΄ 9), "ἀντίθετα εἶναι εὐπρόσδεκτοι στόν Κύριο ὅσοι ζοῦν ἐνάρετα" (Παρ. ια΄ 20).
"Οἱ ἁμαρτίες καθαρίζονται μέ ἐλεημοσύνες καί πίστη καί μέ τόν φόβο τοῦ Κυρίου ἀποφεύγει καθένας τό κακό" (Παρ. ιε΄ 27α).

Σειράχ:
"Νά μήν πεῖς: Μέ ἔπλασε ὁ Θεός, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, γιατί ὁ Θεός μισεῖ κάθε διαστροφή". 
"Καί νά μήν πεῖς: Μά Ἐκεῖνος εἶναι πολυεύσπλαγχνος καί θά συγχωρήσει τίς πολλές ἁμαρτίες, γιατί Αὐτός ἔχει ἔλεος, ἔχει καί ὀργή καί ἐπάνω στούς ἁμαρτωλούς ξεσπάει ὁ θυμός Του" (Σ. Σειρ. ε΄ 5-7).
Γιατί "καθώς εἶναι μεγάλη ἡ εὐσπλαγχνία Του ἔτσι εἶναι μεγάλη καί ἡ αὐστηρότητά Του καί κρίνει τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τίς πράξεις του" (Σ. Σειρ. ιστ΄ 12)
"καί ὁ καθένας θά ἀνταμειφθεῖ σύμφωνα μέ τά ἔργα του" (Σ. Σειρ. ιστ΄ 14).