Ό,τι δεν έχει μέχρι τώρα αναιρεθεί, πρέπει να επαναλαμβάνεται.
Συμπεράσματα ἀπὸ τὶς βιογραφίες τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Εἶναι εὐσεβεῖς οἱ κληρικοὶ ποὺ εἴτε σιωποῦν εἴτε, ἐνῶ μιλοῦν περὶ αἱρέσεως και σχίσματος, κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς καθὼς καὶ μὲ τοὺς ὑποστηρικτές τους;
Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Κατὰ γενικὴ ὁμολογία βιώνουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία ἀπίστευτες συνθῆκες συγχύσεως καὶ ἀνατροπῆς κάθε ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ διδασκαλίας. Καὶ τὸ θλιβερὸ σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι ὁ κλῆρος ἔχει ἀφήσει τὸ ποίμνιο ἕρμαιο τῶν λυκοποιμένων καταργώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅτι καθῆκον τοῦ κλήρου εἶναι πρωτίστως ἡ φύλαξη καὶ προστασία τῶν προβάτων ἀπὸ τοὺς ψευδοποιμένες λύκους.
Ἔτσι ἐλάχιστοι ἱερεῖς ἐφαρμόζουν τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ναὶ μὲν ἀποτειχίστηκαν, συνεχίζουν ὅμως νὰ κοινωνοῦν μὲ κάποιους ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους, διότι, ὅπως λένε, παρόλο ποὺ αὐτοὶ κοινωνοῦν καὶ μνημονεύουν αἱρετικούς, δὲν συμμετέχουν στὴν αἵρεση καὶ κρατοῦν τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἔτσι τοὺς ὀνομάζουν «εὐσεβεῖς» καὶ συμβουλεύουν τὸ ποίμνιο νὰ ἔχει ἀνεπιφύλακτα ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους.
Εἶναι ὅμως πράγματι τέτοιου εἴδους κληρικοὶ «εὐσεβεῖς»; Ὑπῆρχαν πάντοτε τέτοιοι κληρικοὶ καὶ ἴσχυαν πάντοτε ὡς «εὐσεβεῖς», ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία; Θὰ προσπαθήσω νὰ προσεγγίσω τὸ θέμα καὶ νὰ ἀπαντήσω στὶς παραπάνω ἐρωτήσεις παρουσιάζοντας σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς βίους τοῦ Μ. Βασιλείου («Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου» Ἀθήναι, 1988) καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου («Ὁ πληγωμένος Ἀετός» Ἀθήνα, 2018) τοῦ καταξιωμένου καθηγητοῦ θεολογίας Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου.
Ἀρχίζω μὲ τὸν βίο τοῦ Μ. Βασιλείου (ἀποσπάσματα μὲ κόκκινο, σχολιασμὸς μὲ μπλέ):
«Χαλάζι, καταιγίδα φοβερή, ἐπιδρομή βαρβαρική. Αὐτὰ ὅλα μαζὶ ἦταν ὁ Οὐάλης γιὰ τὴν Ἐκκλησία… Μὲ τοὺς συμβούλους του, ποὺ ἦταν ἀρειανόφρονες (Ἀνόμοιοι πρῶτα, Ὅμοιοι ἔπειτα), καὶ μὲ τὴν συμπαράσταση τῶν ἀδυνάτων καὶ χλιαρῶν “ὀρθοδόξων“ἐπισκόπων, ἐπιχείρησε νὰ νοθεύσει στ’ ἀλήθεια τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως νὰ θέσει σὲ κίνδυνο τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων» (σελ 225).
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ ἀείμνηστος Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, βαθὺς γνώστης τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας ὀνομάζει τοὺς συμπράττοντες δηλ. κοινωνοῦντες μὲ τὴν αἵρεση ἐπισκόπους ἀδύνατους καὶ χλιαροὺς (ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸ σχετικὸ χωρίο τῆς Ἀποκαλύψεως 3: 15-16, ὅπου ὁ Θεὸς κάνει ἐμετὸ τὸν χλιαρό) καὶ τὴν ὀνομασία ὀρθόδοξος τὴν βάζει σὲ εἰσαγωγικά. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁρθόδοξοι ἦταν μόνο στὸ ὄνομα καὶ ὄχι στὴν οὐσία. Μάλιστα τοὺς καταλογίζει καὶ τὴν φοβερὴ κατηγορία, ὅτι συμπράττοντας/κοινωνώντας μὲ τὴν αἵρεση, συμπράττουν στὸν ἀποκλεισμὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν σωτηρία, πράγμα ποὺ ἔχει εἰπωθεῖ (καὶ δυστυχῶς χλευαστεῖ ἢ ὑποβιβασθεῖ ἀπὸ πολλούς) καὶ σήμερα. Ἡ ἐξήγηση ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι κατατοπιστικότατη καὶ ἀπολύτως ἐπίκαιρη:
«Γιατὶ ἐδῶ δὲν ἦταν ἂν εἶσαι ὀρθόδοξος καὶ καλὸς θεολόγος· ἐδῶ σημασία εἶχε ἂν μποροῦσες νὰκαταπολεμήσεις τοὺς αἱρετικούς, νὰ βρίσκεις τὰ κατάλληλα ἐπιχειρήματα, νὰ τρέχεις, νὰ ἐνισχύεις μὲ ἐπιχειρήματα αὐτοὺς ποὺ κλονίζονται στὴν ὀρθὴ πίστη, νὰ ἀνατρέπεις ἀκόμη καὶ σὲ δημόσια συζήτηση τοὺς αἱρετικούς»(σελ. 228).
Ποιός ἀπὸ τοὺς σύγχρονους «εὐσεβεῖς» πράττει τὰ παραπάνω; Ποιός τρέχει νὰ ἐνισχύσει τὸ ποίμνιο; Ποιός βγάζει πύρινα κηρύγματα καταδικάζοντας τὴν αἵρεση καὶ όνομάζοντας τοὺς ὑπαίτιους αἱρετικοὺς ἐπισκόπους γιὰ νὰ προστατεύσει τὸ ποίμνιο. Κανείς. Μὰ πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ὀνομάζουν αἱρετικοὺς αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι συλλειτουργοῦν καὶ ἀλληλοευλογοῦνται. Ἀντιθέτως σιωποῦν καὶ μιλοῦν γιὰ ἄλλα πράγματα καταδικάζοντας μάλιστα ὅσους δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν μιλώντας γιὰ πνευματικότητα, ἀλλὰ γιὰ τὴν αἵρεση δὲν λένε κουβέντα. Ὅμως ὡς γνῶστες τῶν Πατέρων θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν, ὅτι π.χ. κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο σκοπὸς τῶν πράγματι εὐσεβῶν ποιμένων εἶναι νὰ ξεσκεπάζουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὄχι νὰ τοὺς συγκαλύπτουν συγκοινωνώντας καὶ μνημονεύοντας τους ὡς ὀρθοτομοῦντες (
ἐδῶ). Ἀκολουθεῖ ἡαἰτιολογία, γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ τότε καὶ σήμερα:
«Ἡ αἱρεση ἐπικρατοῦσε καὶ μαζύ της ἡ ἐξαχρείωση τῶν προσώπων, τῶν κληρικῶν. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας ἔπαιρναν τὸ ἀξίωμα τοῦ κληρικοῦ, καὶ μάλιστα τοῦ ἐπισκόπου, ἄνθρωποι ἄξεστοι, φίλαρχοι, ἀπαίδευτοι, ἀσεβεῖς, ὅσοι ἐμφανίζονταν πιὸ θερμοὶ ὀπαδοὶ τῆς αἱρέσεως. Μὲτέτοιους ἐπισκόπους εἶχε γεμίσει ἡ Ἀνατολή. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν πιὸ μεγάλη συμφορά. Γιατὶ μ’ αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει τίποτα. Πρῶτον, διότι δὲν εἶχαν τίποτα καλὸ νὰ δώσουν. Δεύτερον, διότι καὶ νὰ εἶχαν δὲν θὰ μποροῦσαν. Ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λένε καὶ νὰ κάνουν, ὅ,τι ἤθελαν αὐτοὶ ποὺ χαριστικὰ τοὺς ἔκαναν ἐπισκόπους. Ἦσαν κυριολεκτικὰ δοῦλοι καὶ ὑπηρέτες τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων. Καὶ ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, χάσει τὴν παρρησία του, τότε χρειάζονται πολλοὶ Ἱερεμίες γιὰ νὰ κλάψουν τὸ κατάντημά του… Τὰ δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, ἡ Παράδοση δηλαδή, ποὺ εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ὑγείας τῆς Ἐκκλησίας, καταπατοῦνται. Καὶ τὸ πιὸ χειρότερο περιφρονοῦνται καὶ ἐξευτελίζονται γιὰ νὰ χαθεῖ τὸ αἰσθητήριο τοῦ γνησίου φρονήματος»(σελ. 345).
Στὸ δὲ βίο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου διαβάζουμε:
«Μεγάλος ἀριθμὸς ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀπὸ δειλία, ὑπολογισμὸ καὶ ὀλιγοπιστία, ὑπέκυψε στὶς διαθέσεις τοῦ Κωνσταντίου. Δὲν ἀντιδροῦσε στὴν πολιτική του ἢ ἁπλῶς προσποιοῦταν νομιμοφροσύνη γιὰ νὰ ἀποφύγει διωγμοὺς κι ἐξορίες» (σελ. 29).
«Ποῦ εἶναι οἱ διαβασμένοι καὶ καθαροὶ στὴν καρδία παπάδες μας; Σὰν τὶς μῦγες τρέχουν καὶ σπρώχνονται στὸ ἱερὸ Βῆμα. Ὁ ἕνας γιὰ τὴν δόξα, ὁ ἅλλος γιὰ τὰ χρήματα, ὁ τρίτος γιὰ νὰ κρύψει τὶς πομπές του. Ποῦ ἔμαθαν νὰ ποιμαίνουν; Ποῦ ζήσανε ζωὴ ἀσκητική; Ἔγιναν οἱ περισσότεροι χριστέμποροι καὶ κομπογιαννίτες» (σελ 68).
Τὰ παραπάνω λόγια περιγράφουν μὲ τὸν πιὸ πειστικὸ τρόπο τὰ κακῶς κείμενα καὶ τὸ δράμα ποὺ ζεῖ σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς ποὺ παρὰ τοὺς τίτλους τους δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἄξεστοι, φίλαρχοι, ἀπαίδευτοι καὶ ἀσεβεῖς. Καὶ οἱ συμπορευτές τους «ὀρθόδοξοι» ποὺ δὲν πράττουν τίποτα, διότι ἢ εἶναι δειλοὶ ἢ εἶναι σκλάβοι τῆς ἐξουσίας, τῶν δώρων καὶ τῆς Σιμωνίας μὲ τὴν ὁποία πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πήραν τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα. Γι’ αὐτὸ γνωρίζουν πρῶτα οἱ ἐφημερίδες, ποιὸς θὰ ἐκλεγεῖ «Ἁγίῳ Πνεύματι» ἐπίσκοπος. Γι’ αὐτὸ συγκαλύπτονται τὰ τόσα σκάνδαλα. Γι’ αὐτὸ οἱ ἐπισκέψεις καὶ χαριτολογίες μὲ τοὺς ὅποιους διεφθαρμένους καὶ ἄθεους πολιτικούς. Καὶ φυσικὰ ἀκολουθεῖ τὸ λογικὸ ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἕνας πράγματι εὐσεβὴς ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος κοινωνία μὲ τέτοιους αἱρετικοὺς καὶ σκανδαλοποιούς ψευδοποιμένες; Μὰ φυσικὰ ὄχι! Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβουλεύει ἕνας εὐσεβὴς ἐπίσκοπος νὰ ἔχει ἕνας πιστὸς κοινωνία μὲ ἕναν ἐπίσκοπο ποὺ καταργεῖ τοὺς Κανόνες, τοὺς Πατέρες, τοὺς Ἁγίους, τὰ δόγματα;
Ὅσοι τὸ πράττουν ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸ πιστεύουν, ἀκόμα κι ἂν προσποιοῦνται, τὸ κάνουν ἀπὸ δειλία, ὑπολογισμὸ καὶ ὀλιγοπιστία γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν διωγμό. Αὐτὸ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ εὐσεβείας! Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἀνικανότητας, φιλοδοξίας καὶ συμφέροντος! Κατ’ Οἰκονομία λένε ὅμως κάποιοι! Ὁ Κανόνας εἶναι προαιρετικὸς λένε ἄλλοι. Τί λέει ὁ Στυλιανὸς Παπαδόπουλος ἀποδίδοντας τὸ πνεῦμα πάλι ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Μ. Βασιλείου;
«Ὅταν καταπατεῖ κανεὶς τὸν Κανόνα εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτωλός. Ὅταν τὸν περιφρονεῖ ἔχει χάσει καὶ τὸ αἴσθημα τῆς ἁμαρτίας» (σελ. 346).
Τόσο ἁπλὰ καὶ ξεκάθαρα. Κανεὶς δὲν κατηγορεῖ τὸν ἁμαρτωλό, ἀφοῦ εἴτε λίγο εἴτε πολὺ ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ὄχι ὅμως νὰ περιφρονοῦμε τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ κρύψουμε τὴν ἁμαρτία μας καὶ αὐτὸ νὰ τὸ ὀνομάζουμε μάλιστα εὐσέβεια! Ὄχι νὰ ἀποκρύβουμε τὴν δειλία μας καὶ νὰ τὴν βαπτίζουμε εὐσέβεια καὶ ταπεινότητα.
Τί έκαναν καὶ τί πρέπει νὰ κάνουν οἱ Ὀρθόδοξοι;
«Οἱ διωγμοὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἦσαν καθημερινοί (ὅπως στὴν Οὐκρανία) . Τίς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἔπαιρναν αἱρετικοί. Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ μὲ τοὺς ναούς. Οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ… Κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ κήρυγμα, τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῶν πιστῶν. Οἱ ὀρθόδοξοι πολλὲς φορὲς ἐκκλησιάζοντο ἔξω ἀπὸτὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, στὸ ὕπαιθρο. Διότι δὲν ἀνέχονταν νὰ συνεκκλησιάζονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ κατεῖχαν τοὺς ναούς. Προτιμοῦσαν νὰ κακουχοῦνται καὶ νὰ πολεμοῦν μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ τὸ κρύο, μέσα στὸν ἥλιο καὶ στὸ λίβα, λάτρευαν τουλάχιστον γνήσια τὸΘεὸ καὶ ἐνώνονταν ἀληθινὰ μὲ τὴν ἀλήθεια, τὸ Χριστό, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἦταν παρήγορο καὶ συγκινητικὸ νὰ βλέπεις γέρους καὶ μικρὰ παιδιὰ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ προσεύχονται στὶς ἐρημιές… ἩἘκκλησία δηλαδὴ ζοῦσε, μολονότι κλυδωνιζόταν καὶ κινδύνευε» (σελ. 346).
Τρομερό! Πόσο μακρυὰ εἴμαστε οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ καὶ πόσο ὑποκριτές! Καὶ ἀνακαλύπτουμε εὐσέβεια ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει δειλία καὶ ἰδιοτέλεια. Εἶναι δύσκολες λέμε οἱ καταστάσεις καὶ κάνουμε Οἰκονομία, ἐνῶ οὔτε καθημερινοὺς διωγμοὺς βιώνουμε, οὔτε βασανιστήρια, οὔτε δημεύσεις, οὔτε πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ κρύο καὶ στὴν βροχὴ γιὰ νὰ λειτουργηθοῦμε. Λέμε θὰ πολεμήσουμε «μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία». Δηλαδὴ οἱ πιστοί, οἱ πράγματι Χριστιανοί, τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου ἦταν ἐκτός; Τί θα πεῖ τώρα ὁ Μόρφου Νεόφυτος (καὶ οἱ ὑποστηρικτές του), ποὺ ἀκόμα καὶ τὴν τοποθέτηση τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Οἰκουμενιστοῦ ἀρχιεπ. Κύπρου ἀντὶ τῆς δικής του καὶ παρόλο ποὺ διαφωνοῦσε στὴν ἀναίρεση τοῦ δόγματος θέμα μὲ τρομερὲς συνέπειες στὸ Κολυμπάρι ἀνέχτηκε, γιὰ νὰ μὴν συγκρουστεῖ μαζί του. Ἂς φανταστοῦμε τὸν Μ. Βασίλειο νὰ ἀνεχόταν νὰ βάλει ὁ Μόδεστος ἀντὶ αὐτοῦ τὴν ὑπογραφή του γιὰ τὴν ἐπικύρωση ἑνὸς ἀρειανικοῦ ψηφίσματος! Γιατὶ ἂν ὅ,τι ἀποφασίστηκε στὸ Κολυμπάρι δὲν ἦταν αἱρετικό, γιατὶ ἀρνήθηκε ὁ Μόρφου νὰ ὑπογράψει;
Τὶ θὰ ποῦν οἱ «εὐσεβεῖς» ἐπίσκοποι (καὶ ἱερεῖς) ἐν Ἑλλάδι, ποὺ ἄλλα ψήφισαν στὴν σύνοδο καὶ ἄλλα ἀποδέχθηκε καὶ Ὑπόγραψε στὸ ὄνομά τους (!) ὁ Ἱερώνυμος στὸ Κολυμπάρι. Ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ οὐκρανικὸ σχίσμα μέγιστο ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα καὶ ὅταν οἱ συλλείτουργοί τους κοινωνοῦν καὶ ἀναγνωρίζουν τοὺς σχισματικούς, αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ ἀγάπη καὶ μακροθυμία.
Τὶ θὰ ποῦν οἱ τόσοι πρόσφατοι ρήτορες τῆς «εὐσεβείας», ποὺ εἶναι λαλίστατοι καὶ αὐστηρότατοι στὸ θέμα τοῦ ἐμβολίου μὲ βαρεῖς ὅρους γιὰ τοὺς ἐμβολιασμένους, ἀλλὰ γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους, τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα μὲ σχισματικοὺς εἶναι γεμάτοι «ἀγάπη»; Ποὺ καὶ τὴν Ἀποτείχιση καταδικάζουν καὶ τὴν θεωροῦν ἐκτὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας ἢ προϋποθέτουν γιὰ τὴν ἐφαρμογή της πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση; Δηλαδὴ ὅλοι οἱ πιστοί, ὅλοι οἱ «γέροι καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεό καὶ εἶχαν φθάσει σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα; Ὄχι! Τὶ εἶχαν; Εἶχαν λαμπρὰ παραδείγματα ποιμένων ποὺ βίωναν τὸν πόνο καὶ τὸν διωγμὸ μαζί τους, ὄχι τηλεαστέρες. Εἶχαν κατηχητὲς ποὺ δὲν ἀναζητοῦσαν τὴν ἀκροαματικότητα καὶ τὴν ἀναγνωσιμότητα, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια. Εἶχαν μπροστάρηδες ποὺ εἶχαν φόβο Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπων. Εἶχαν κατηχηθεῖ μὲτὸ μέγιστο κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ καὶ ὄχι μὲ αὐτὸ μίας προσαρμοσμένης στὸν κόσμο «πνευματικότητας». Διότι ὠραῖα εἶναι νὰ μιλᾶς ὀρθόδοξα ἀλλὰ στὴν πράξη;
Στὸ δὲ βίο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου διαβάζουμε κάτι τρομερὰ σημαντικό:
«Οἱ Ἀρειανοὶ πήρανε μὲ τὴ βία καὶ τὴν κάλυψη τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορα ὅλους τοὺς ναούς. Οἱ ὀρθόδοξοι διαλυθήκανε. Ἄλλοι διωχθήκανε καὶ ἄλλοι λουφάξανε γιὰ νὰ σώσουνε τὴ ζωὴ καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους. Καὶ οἱ ἐλάχιστοι ποὺ ἄντεξαν δὲν εἶχαν ἐπίσκοπο, δὲν εἶχαν πνευματικοὺς ὁδηγούς. Κυνηγημένοι ἀπὸ παντοῦ. Οὔτε παρεκκλήσι δὲν τοὺς ἀφήσανε… Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, σὲ καλύβες καὶ σπηλιὲς τελούσανε τὴν Λειτουργία καὶ τὰ Μυστήρια» (σελ 132-133).
Καὶ πάλι ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὑποκρισία μας, ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν ὑποφέρουμε οὔτε κατὰ τὸ ἥμισυ αὐτὰ ποὺ ὑπέφεραν οἱ τότε Χριστιανοί. Ἐμεῖς δὲν κάνουμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν οἱ τότε Χριστιανοί, ἀντιθέτως μάλιστα προσποιούμαστε ὅτι κάτι τέτοιο δὲν ἔγινε ποτὲ καὶ ἀποτελεῖ σχίσμα. Καὶ ὅμως, αὐτοὺς ποὺ μᾶς λένε νὰ συνεχίζουμε νὰ παραμείνουμε στὴν ὑποκρισία μας, τοὺς ὀνομάζουμε εὐσεβεῖς!
Ἐδῶ ὅμως πρέπει νὰ γίνει μία ἰδιαίτερη μνεία στὸ ἑξῆς: «Καὶ οἱ ἐλάχιστοι ποὺ ἄντεξαν δὲν εἶχαν ἐπίσκοπο, δὲν εἶχαν πνευματικοὺς ὁδηγούς». Ἀκούσαμε πρόσφατα μοναχὸ μάλιστα λόγιο νὰ ἰσχυρίζεται, ὅτι ὅποιος ἀποτειχίζεται χωρὶς νὰ ἔχει ἐπίσκοπο εἶναι πρεσβυτεριανός. Ἄρα ἦταν καὶ οἱ τότε Χριστιανοί πρεσβυτεριανοί; Χωρὶς νὰ ἔχουν ἐπίσκοπο ἔπραξαν τὸ ὀρθὸ καὶ περίμεναν ὑπομονετικὰ ὁ Θεὸς νὰ τοὺς χαρίζει κάποιον, ὃ καὶ ἔγινε μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ἄλλος ὑποστηρίζει, ὅτι πρέπει νὰ πάρουμε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ γιὰ νὰ πράξουμε κάτι τέτοιο. Ἄρα οἱ τότε Χριστιανοὶ ἦταν πλανεμένοι; Ἄλλος ὑποστηρίζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀποτειχισθοῦμε γιατὶ δὲν ἔχουμε ἱερεῖς; Ἄρα οἱ τότε Χριστιανοὶ βιάστηκαν καὶ ὑπέπεσαν σὲ λάθος; Πόσες δικαιολογίες θὰ βροῦμε ἀκόμα γιὰ νὰ καλύψουμε τὴν ἀνικανότητα καὶ ἀπροθυμία μας; Πῶς εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰεἶναι εὐσεβὴς καὶ νὰ λέει καὶ νὰ πράττει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα μὲ τὴν εὐσέβεια;
Καὶ ὅποιος «εὐσεβὴς» κατηγορεῖ ὅσους ὑπερασπίζουν τὴν ἀλήθεια ὡς φανατικοὺς καὶ ἀκραίους, ἂς δεῖ τὰ παρακάτω πάλι ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, ὅταν ἐπίσκοποι προσπάθησαν νὰ χειροτονήσουν ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως τὸν ἀπατεώνα Μάξιμο:
«Κάποιος ὀρθόδοξος τοὺς εἶδε. Πῆγε κοντά, εἶδε τί κάνανε, κατάλαβε ποιοί ἤσανε. Βγῆκε στὴν πόλη, καὶ ἀστραπὴ εἰδοποίησε ἱερεῖς κι ὅσους ἄλλους γινότανε. Ὅταν αὐτοὶ γίνανε πολλοί, ὁρμήσανε στὸ ναὸ τῆς Ἀναστασίας. Μὲ φωνὲς καὶ σπρωξιὲς διώξανε τὸν Μάξιμο καὶ τοὺς δικούς του. Ἡ χειροτονία εὐτυχῶς δὲν εἶχε τελειώσει. Δὲν ἄφησαν οἱ ὀρθόδοξοι» (σελ. 132-133).
Ἔτσι ἀντιδροῦσαν οἱ ἀληθινοὶ εὐσεβεῖς ἱερεῖς καὶ πιστοί.
Καὶ ἂν κανεὶς παραπονεθεῖ γιὰ τὴν ἔλλειψη ἑνότητας καὶ τὴν ὕπαρξη ὁμάδων ὡς δικαιολογία γιὰ νὰμὴν πολεμήσει, πάλι μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση ὁ βίος τοῦ Ἁγίου:
«Ἀσίγαστος ἀγώνας νὰ ἐνισχύονται οἱ ὀρθόδοξοι, νὰ προφυλάσσονται ἀπὸ τὴν ἐπιδημία τῆς κακοδοξίας… Ἡ ἑνότητα… ἔχει δύο ὄψεις. Ἡ μία εἶναι εὔκολη. Πρόκειται γιὰ τὴν συνενόηση τῶν ἰδίων τῶν ὀρθοδόξων ποὺ κρατοῦσαν ἀποστάσεις μεταξύ τους, γιατὶ μὲ τὰ σχίσματα καὶ τὶς ὁμάδες ποὺδημιούργησε ὁ Ἀρειανισμὸς ὅλοι ὑποπτεύονταν ὅλους… Παράλληλα ὅμως ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη δὲν ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσει στὴν ἑνότητα, παραμερίζοντας καὶ προδίδοντας τὴν ὀρθὴ πίστη. Αὐτὸ κάνει τὸ Βασίλειο νὰ διατυπώνει μὲ σαφήνεια καὶ αὐστηρότητα τοὺς ὅρους τῆς ἐνώσεως» (σελ. 351-352).
Βλέπουμε ὅτι δυστυχῶς ἡ ἔλλειψη ἑνότητας παρουσιαζόταν πολλὲς φορὲς καὶ στὸ παρελθόν ἀποτέλεσμα τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν (κάτι ποὺ ἀποδεικνύει, ὅτι καὶ τότε δὲν εἶχαν ὅλοι οἱἀγωνιζόμενοι ὑψηλοῦ βαθμοῦ πνευματικότητα καὶ παρόλα αὐτὰ δὲν κοινωνοῦσαν μὲ τὴν αἵρεση). Ἡ ἐποχή μας δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. Ἡ ἑνότητα ὅμως μετὰ ἀπὸ πολλὲς θλίψεις καὶ ἀπογοητεύσεις ἦρθε, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ κυρίως τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῆς προστασίας της. Αὐτὰεἶναι τὰ κριτήρια ποὺ πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπόψη.
Καὶ ὅσο γιὰ τὸ θέμα τοῦ πρωτείου, αὐτοῦ δηλ. ποὺ θὰ ἡγηθεῖ μία προσπάθειας ἑνότητας καὶ ἀγῶνος, διαβάζουμε πάλι στὸν βίο τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Ὁ λαός, οἱ πιστοί, ὅσοι δὲν εἶχαν εἰδικὴ εὐθύνη στὴν Ἐκκλησία, ἔδειχναν τυφλὴ ἐμπιστοσύνη στὸ Βασίλειο. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶχαν, ἀφοῦ αὐτὸ τοὺς βοήθησε νὰ αἰσθανθοῦν βεβαιότητα γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν πίστη τους. Ὁ ἁπλὸς πιστὸς εἶναι στὸ σημεῖο τοῦτο ἀπόλυτα εἰλικρινὴς καὶ διαδηλώνει τὴν εὐγνωμοσύνη του (σσ. ὁ ἁπλὸς λαὸς διακρίνει ποιός εἶναι φίλαρχος καὶ ποιός ταπεινός: αὐτὸς ποὺ τὸν βοηθάει νὰ ἀποκτήσει σιγουριὰ καὶ αὐτοπεποίθηση στὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν πίστη καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ ζητάει ὑπακοὲς σὲ βάρος καὶ τοῦ πιστοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς πίστεως). Ἀντίθετα μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συμβεῖ μὲ κάποιον ποὺ ἔχει εὐθύνη καὶ εἰδικὴ θέση στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸς δύσκολα ἀναγνωρίζει τὴν πνευματικὴ βοήθεια... Γι’ αὐτὸ εἶναι δύσκολο ἕνας ἄνθρωπος μὲ κάποια θέση νὰ ἀναγνωρίζει ἀνώτερό του κάποιον ποὺ ἔχει ἐπίσης θέση, ἀλλὰ προπάντων περισσότερο πνεῦμα».
«Τὸ πρωτεῖο λοιπόν, στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ὑπάρχει. Ἀλλὰ τὸ ἔχει ὅποιος ἀγαπάει περισσότερο τὴν Ἐκκλησία, ὅποιος παθαίνει γι’ αὐτὴν καὶ ὅποιος φωτίζεται περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὰ εἶναι τὰ σημάδια τοῦ πρωτείου καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ νόημά του... ἂν περιορίσουμε τὸ πρωτεῖο τῆς ἀλήθειας σὲ κάποιο τόπο σὲ μιὰ ἐπισκοπή περιορίζουμε βλάσφημα τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ προδίδουμε τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλιώτικο πρωτεῖο στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα» (σελ. 303).
Ἐδῶ τὰ σχόλια περιττεύουν.
Τὰ παραπάνω ἀποσπάσματα εἶναι ξεκάθαρα σχετικὰ μὲ τὸ ποιός θεωροῦταν παλιὰ εὐσεβὴς καὶ ποιός σήμερα. Ποιά ἦταν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς εὐσεβείας καὶ πῶς κατάντησαν σήμερα. Τί πρέπει νὰπεριμένουμε ἀπὸ ἕναν πράγματι εὐσεβὴ καὶ τί μᾶς προσφέρουν οἱ «εὐσεβεῖς» σήμερα. Ποιό εἶναι τὸτίμημα τῆς εὐσεβείας καὶ πῶς τὸ ἀποφεύγουμε σήμερα.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν καὶ εἶναι ξεκάθαρος καὶ παραδόξως παρόλο ποὺ γνωρίζουμε τὸ χωρίο, τὸ προσπερνοῦμε ὡς μὴ ὑπάρχον: «Ὅσοι προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη, κοινωνοῦν [μνημονεύουν] δὲ μὲ τοὺς ἑτερόφρονες, ἂν μετὰ ἀπὸ τὴν σύστασή σας δὲν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ὄχι μόνο νὰ τοὺς ἔχετε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζετε, διότι «εἰ γὰρ ὡς ὀρθοδόξοις κοινωνοῦσι, τίνος ἕνεκεν ὡς αἱρετικοῖς ἐπέρχονται; Εἰ δὲ αἱρετικοὺς ὑπειλήφασι, πῶς τὴν κοινωνίαν αὐτῶν οὐκ ἐκτρέπονται;».
Ὁ ἀναγνώστης ἂς βγάλει τὰ συμπεράσματά του.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου