.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Φῶς ἡ τεκοῦσα, Θεοτόκε, σκοτισθέντα με νυκτὶ ἁμαρτημάτων…

῾Φῶς ἡ τεκοῦσα, Θεοτόκε, σκοτισθέντα με νυκτὶ ἁμαρτημάτων, φωταγώγησον σύ, φωτὸς οὖσα δοχεῖον, τὸ καθαρὸν καὶ ἄμωμον, ἵνα πόθῳ σε δοξάζω’. 
(Σύ Θεοτόκε πού εἶσαι τό καθαρό καί ἁγνό δοχεῖο τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ καί γέννησες τόν Χριστό πού εἶναι τό φῶς, φωταγώγησε ἐμένα πού ᾽μαι στό σκοτάδι ἀπό τήν νύκτα τῶν ἁμαρτημάτων, ὥστε μέ πόθο νά σέ δοξάζω). 
Τήν δοξολογία τῆς Παναγίας ἐπιθυμεῖ ὁ ὑμνογράφος μέ τό συγκεκριμένο τροπάριο. Μία δοξολογία ὅμως πού νά μήν εἶναι ἁπλῶς καρπός χειλέων, συνεπῶς μιά τυπική προσευχή πού ἐπισύρει τήν καταδίκη τοῦ Κυρίου ὡς φαρισαϊκή
προσευχή καί βαττολογία, ἀλλά καρπός καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ. Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή δοξολογική προσευχή πού ἐπαινεῖ καί δέχεται ὁ Κύριος, εἴτε πρός τόν ῎Ιδιο ἀπευθυνόμενη εἴτε πρός τήν Παναγία Μητέρα Του καί ὅλους τούς ἁγίους: αὐτή πού ἐκφράζει τόν ἀληθινό ἑαυτό τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἐσωτερικό του κόσμο, αὐτό πού ἡ ῾Αγία Γραφή ὀνομάζει καρδιά. ῾Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν᾽ ζητεῖ πάντοτε ὁ Κύριος, διότι πρός αὐτήν καί μόνη ἐπιβλέπει. ῾Θεός εἰς καρδίαν βλέπει᾽. Κι αἰτία τοῦ πόθου τοῦ ὑμνογράφου νά δοξολογεῖ τήν Παναγία, συνεπῶς καί τόν Κύριο, εἶναι ἡ αἴσθηση πού ἔχει γιά τήν ῾ἄμετρον εὐσπλαχνίαν καί συμπάθειαν᾽ πρός αὐτόν τῆς Παναγίας. ῎Εχει νιώσει τήν ἀγάπη της, τήν πρόνοιά της γι᾽ αὐτόν, συνεπῶς αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά σταθεῖ καρδιακά ἀπέναντί της καί νά τήν δοξολογήσει. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης καί τῆς πρόνοιας τῆς Παναγίας γιά τόν ἄνθρωπο σημαίνει ὅμως ὕπαρξη τοῦ φωτός καί τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν. Μόνον ἕνας πού ἔχει δεχτεῖ τό φῶς καί τήν χάρη τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά δοξολογήσει σωστά Αὐτόν καί τούς ἁγίους Του. ῎Ανθρωπος ὑποκείμενος στίς ἁμαρτίες καί μή ἐπιζητώντας τήν μετάνοια γι᾽ αὐτές ἀδυνατεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων νά δοξολογήσει τόν Κύριο. Πῶς νά δοξολογήσει Αὐτόν πού εἶναι τό φῶς καί ὅ,τι περικλείεται μέσα στό φῶς Του: τήν Θεοτόκο γιά παράδειγμα, ὅταν βρίσκεται μέσα στό σκοτάδι τῆς ἀμετανοησίας; ῎Ηδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκούγεται προφητικά ἡ κραυγή τῶν ὑπόδουλων στήν Βαβυλώνα ᾽Ιουδαίων: ῾στά ποτάμια τῆς Βαβυλώνας καί στίς καλαμιές τους ἐκεῖ κρεμάσαμε τά μουσικά μας ὄργανα. Πῶς νά τραγουδήσουμε γιά τόν Θεό σέ ξένη χώρα;᾽ ῞Οπως οἱ ᾽Ιουδαῖοι στήν κατάσταση τῆς αἰχμαλωσίας ἀδυνατοῦσαν νά δοξολογήσουν καί νά ὑμνολογήσουν τόν Κύριο, ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος στήν κατάσταση τῆς αἰχμαλωσίας του ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας καί τῆς ἁμαρτίας ἀδυνατεῖ νά δοξολογήσει Αὐτόν.
῾Ο ὑμνογράφος γιά μία ἀκόμη φορά μᾶς καθοδηγεῖ: ἡ μόνη στάση ἀπέναντι στήν Παναγία μας εἶναι ἡ στάση τῆς δοξολογίας καί αὐτή ἀπαιτεῖ τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η μετάνοια τόν βγάζει ἀπό τήν τύφλωση καί τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τόν γεμίζει μέ τό φῶς τοῦ Κυρίου, ὁπότε τοῦ ἀνοίγει τά μάτια γιά νά βλέπει σωστά καί τόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του. Τό ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ καί τά ῾χαῖρε᾽ στήν Θεοτόκο περνοῦν πρῶτα ἀπό τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή συνιστᾶ τήν ἀδιάκοπη προσευχή τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ.

Από το βιβλίο «Ω ΠΑΝΥΜΝΗΤΕ ΜΗΤΕΡ» π. Γεωργίου Δορμπαράκη, που κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»

Πῶς θά ἀκολουθήσουμε καί θά μιμηθοῦμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό

«Ὅποιος θέλει νά μέ ὑπηρετεῖ, ἄς ἀκολουθεῖ τόν δικό μου δρόμο»1, εἶπε ὁ Κύριος. Κάθε χριστιανός, μέ τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε στή βάπτισή του, ἀνέλαβε τήν ὑποχρέωση νά εἶναι δοῦλος καί ὑπηρέτης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε χριστιανός πρέπει ἀπαραίτητα ν᾿ ἀκολουθεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀφοῦ ἀποκάλεσε τόν ἑαυτό Του «ποιμένα τῶν προβάτων»2, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «τά πρόβατα Τόν ἀκολουθοῦν, γιατί ἀναγνωρίζουν τή φωνή Του»3. Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διδασκαλία Του. Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό Εὐαγγέλιο. Ὅποιος, στόν δρόμο τῆς ἐπίγειας πορείας του, ἀκολουθεῖ τ᾿ ἀχνάρια τοῦ Χριστοῦ, κατευθύνεται ἀπό τίς ἐντολές Του...
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσω τόν Χριστό, πρέπει νά γνωρίσω τή φωνή Του. Γνώρισε τό Εὐαγγέλιο, καί θά μπορέσεις μέ τή ζωή σου ν᾿ ἀκολουθήσεις τόν Χριστό.
Ὅποιος, ἀφοῦ γεννηθεῖ βιολογικά, λάβει «τό βάπτισμα τῆς ἀναγεννήσεως καί τῆς ἀνανεώσεως4 καί διαφυλάξει τή βαπτισματική του κατάσταση μέ τήν εὐαγγελική βιοτή, αὐτός θά σωθεῖ· αὐτός «θά μπεῖ» στό θεάρεστο στάδιο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μέ τήν πνευματική γέννηση «καί θά βγεῖ» ἀπ᾿ αὐτό τό στάδιο μέ τή μακάρια τελευτή του «καί θά βρεῖ βοσκή»5 στήν αἰωνιότητα, βοσκή ἄφθονη, γλυκύτατη, πνευματική.
«Ὅποιος θέλει νά μέ ὑπηρετεῖ, ἄς ἀκολουθεῖ τόν δικό μου δρόμο· καί ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ θά εἶναι καί ὁ δικός μου ὑπηρέτης. Καί ὁ Πατέρας μου θά τιμήσει ὅποιον μέ ὑπηρετεῖ»6. Ποῦ βρισκόταν ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε αὐτά τά λόγια; Μέ τή θεία φύση Του ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, βρισκόταν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, πάνω στή γῆ, τήν κοιλάδα τούτη τῆς ἐξορίας καί τῆς ταλαιπωρίας, παραμένοντας, ὡς Θεός, καί ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν προαιώνια.
«Ὁ Λόγος ἦταν μέ τόν Θεό»7. Αὐτός ὁ Λόγος διακήρυξε: «Ὁ Πατέρας ζεῖ μέσα σ᾿ Ἐμένα, κι ἐγώ ζῶ μέσα στόν Πατέρα»8. Τό ἴδιο κατορθώνει καί ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό: «Ὅποιος παραδέχεται πώς ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα σ᾿ αὐτόν καί αὐτός ζεῖ ἑνωμένος μέ τόν Θεό»9.
«Ὅποιον μέ ὑπηρετεῖ θά τόν τιμήσει ὁ Πατέρας Μου»10. «Τόν νικητή» τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας, πού μέ ἀκολουθεῖ στήν παρούσα ζωή, «θά τόν βάλω» στήν αἰώνια ζωή «νά καθήσει μαζί μου στόν θρόνο μου, ὅπως κάθησα κι ἐγώ νικητής μαζί μέ τόν Πατέρα Μου στόν θρόνο Του»11.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀρνηθοῦμε τόν κόσμο. Ὁ Χριστός, δέν ἔχει τόπο στήν ψυχή, ἄν μέσα σ᾿ αὐτήν δέν συντελεστεῖ ἡ ἀποταγή τοῦ κόσμου. «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του καί ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει· ὅποιος, ὅμως, χάσει τή ζωή του γιά χάρη Μου καί γιά χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει»12. «Ἄν κάποιος ἔρχεται κοντά Μου καί δέν ἀπαρνιέται τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, τή γυναίκα του καί τά παιδιά του, τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές του, ἀκόμα καί τήν ἴδια του τή ζωή, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής Μου»13.
Πολλοί πλησιάζουν τόν Κύριο, λίγοι ὡστόσο ἀποφασίζουν νά Τόν ἀκολουθήσουν. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού διαβάζουν τό Εὐαγγέλιο, πού εὐφραίνονται μέ τά ὑψηλά νοήματά του καί ἐνθουσιάζονται μέ τήν ἁγία διδασκαλία του, λίγοι ὡστόσο ἀποφασίζουν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό νόμο.
Ὁ Κύριος σ’ ὅλους ὅσοι Τόν πλησιάζουν καί ποθοῦν νά ἑνωθοῦν μαζί Του, δηλώνει: «Ὅποιος ἔρχεται κοντά μου καί δέν ἀπαρνιέται τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής Μου». «Σκληρά εἶναι τοῦτα τά λόγια», ἔλεγαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού ἐξωτερικά Τόν ἀκολουθοῦσαν, οἱ μαθητές Του. «Ποιός μπορεῖ νά τ᾿ ἀκούει;14. Ἔτσι κρίνει γιά τά λόγια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνθρώπινη σοφία μέ τήν ἐλεεινή διάθεσή της. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή, ζωή αἰώνια, ζωή ἀληθινή. Μ᾿ αὐτόν τόν λόγο θανατώνεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία, πού γεννήθηκε ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο καί πού κρατᾶ τούς ἀνθρώπους στόν αἰώνιο θάνατο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «γι᾿ αὐτούς πού πᾶνε πρός τόν χαμό τους» ἑκούσια, ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία, «εἶναι μωρία», ἐνῶ «γι᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στόν δρόμο τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ»15.
Ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς πτώσεως οἰκειοποιηθήκαμε τόσο πολύ τήν ἁμαρτία, ὥστε ὅλα τά χαρακτηριστικά καί ὅλα τά κινήματα τῆς ψυχῆς εἶναι διαποτισμένα πιά ἀπ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, ἡ ἀπόρριψη τῆς ἁμαρτίας, πού ἔχει γίνει στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, σημαίνει ἀπόρριψη τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Αὐτή ἡ ἀπόρριψη τῆς ψυχῆς εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπόρριψη τῆς φύσεως πού μολύνθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν οἰκείωση τῆς φύσεως πού ἀνακαινίστηκε ἀπό τόν Χριστό.
Ὅταν δηλητηριαστεῖ ἡ τροφή, πού περιέχεται σ᾿ ἕνα σκεῦος, τήν πετᾶμε. Ὕστερα πλένουμε τό σκεύος μέ ἐπιμέλεια καί τό χρησιμοποιοῦμε γιά καλή τροφή. Ἡ τροφή πού δηλητηριάστηκε, δίκαια θεωρεῖται κι αὐτή δηλητήριο.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τόν λογισμό μας καί τό θέλημά μας. Ὁ λογισμός καί τό θέλημα τῆς πεσμένης φύσεως ἔχουν ὁλοκληρωτικά δηλητηριαστεῖ καί ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, γι᾿ αὐτό ποτέ δέν μποροῦν νά ταυτιστοῦν μέ τή σκέψη καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἱκανός νά οἰκειωθεῖ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅποιος ἀπαρνιέται τή δική του σκέψη. Ἱκανός νά ἐφαρμόσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅποιος ἀπαρνιέται τό δικό του θέλημα.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας. Σηκώνοντας τόν σταυρό μας, δηλώνουμε τήν ἑκούσια καί καί εὐλάβική ὑποταγή μας στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, μ᾿ ὅλες τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν μέ παραχώρηση τῆς πρόνοιάς Του. Ἡ βαρυγγώμια καί ἡ ἀγανάκτηση γιά τίς θλίψεις καί τίς συμφορές εἶναι ἀπόρριψη τοῦ σταυροῦ. Μόνο ἐκεῖνος πού σηκώνει τόν σταυρό του μπορεῖ ν᾿ ἀκολουθεῖ τόν Χριστό. Ὅποιος ὑποτάσσεται στή βούληση Ἐκείνου, ταπεινά παραδέχεται πώς τοῦ ἀξίζει νά καταδικαστεῖ καί νά τιμωρηθεῖ.
Ὁ Κύριος, πού μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καί τῆς ἄρσεως τοῦ σταυροῦ, θά μᾶς δώσει καί τή δύναμη γιά τήν ἐφαρμογή αὐτῆς τῆς ἐντολῆς Του. Ὅποιος ἀποφάσισε καί ἀγωνίζεται νά τήν ἐφαρμόσει, δέν ἀργεῖ νά διαπιστώσει πόσο ἀπαραίτητη εἶναι. Ἡ διδασκαλία πού, μέ τήν ἐπιφανειακή καί λαθεμένη θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, φαίνεται σκληρή, ἀποδεικνύεται ἡ πιό συνετή καί ἡ πιό ἀγαθή. Τούς κολασμένους τούς καλεῖ στή σωτηρία, τούς νεκρωμένους τούς καλεῖ στή ζωή, τούς δεμένους στόν ἅδη τούς καλεῖ στόν οὐρανό.
Ὅσοι δέν ἀποφασίζουν ν᾿ ἀπαρνηθοῦν ἑκούσια τόν ἑαυτό τους καί τόν κόσμο, ἀναγκάζονται τελικά νά τό κάνουν ἀκούσια καί βίαια: Ὅταν ἔρθει ὁ ἀδυσώπητος καί ἀναπότρεπτος θάνατος, χωρίζονται ἀπ᾿ ὅλα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ἔχουν δεθεῖ. Τότε φτάνουν στό σημεῖο ν᾿ ἀποχωρίζονται, δίχως νά τό θέλουν, ἀκόμα καί τό ἴδιο τους τό σῶμα, ἀφήνοντάς το στή γῆ ἕρμαιο τῆς φθορᾶς καί τροφή τῶν σκουληκιῶν.
Ἡ φιλαυτία καί ἡ φιλοκοσμία εἶναι καρποί τῆς αὐταπάτης καί τῆς ψυχικῆς τυφλώσεως. Φιλαυτία εἶναι ἡ στρεβλή ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας. Παράλογη καί καταστροφική εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη. Ὁ φίλαυτος κυνηγᾶ μέ πάθος καθετί μάταιο, καθετί φευγαλέο, κάθε ἁμαρτωλή ἀπόλαυση. Εἶναι ἐχθρός τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι αὐτόχειρας. Ἀγαπώντας τόν ἑαυτό του καί ἐπιδιώκοντας τήν ἱκανοποίησή του, στήν πραγματικότητα μισεῖ καί καταστρέφει τόν ἑαυτό του, τόν ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο θάνατο.
Ἄς συμμαζέψουμε τόν νοῦ μας ὅσοι τόν ἔχουμε σκορπίσει, σκοτισμένοι καί ἀπατημένοι ἀπό τή ματαιότητα! Ἄς συνέλθουμε ὅσοι ἔχουμε μεθύσει ἀπό τή ματαιότητα καί χάσει τή νηφάλια αὐτογνωσία! Ἄς διχασθοῦμε ἀπ᾿ ὅσα συντελοῦνται καθημερινά μπροστά στά μάτια μας! Ὅσα βλέπουμε νά συμβαίνουν στούς ἄλλους, ὁπωσδήποτε θά συμβοῦν καί σ᾿ ἐμᾶς.
Ὄποιος σπαταλᾶ τή ζωή του ἐπιζητώντας τιμές, τίς παίρνει ἄραγε μαζί του στήν αἰωνιότητα; Δέν ἀφήνει ἐδῶ τούς τίτλους, τά παράσημα, τίς διακρίσεις, ὅλη τήν αἴγλη μέ τήν ὁποία εἶχε περιβάλει τόν ἐαυτό του; Δέν πηγαίνει στήν αἰωνιότητα μόνο μέ τά ἔργα πού ἔπραξε στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του;
Ὅποιος σπαταλᾶ τή ζωή του ἐπιζητώντας πλούτη, συγκεντρώνοντας πολλά χρήματα, ἀποκτώντας ἀπέραντα κτήματα, ὀργανώνοντας κερδοφόρες ἐπιχειρήσεις, κατοικώντας σέ μαρμαροχρυσοστόλιστα παλάτια καί ταξιδεύοντας μέ ὑπέροχα ἁμάξια, παίρνει τίποτα μαζί του στήν αἰωνιότητα; Ὄχι! Ὄλα τά ἀφήνει στή γῆ. Περιορίζεται σ᾿ ἕνα μικρό κομμάτι γῆς ὅπου θάβεται τό σῶμα του, ὅπως τά σώματα ὅλων τῶν νεκρῶν.
Ὅποιος σπαταλᾶ τή ζωή του σέ σαρκικές ἀπολαύσεις, σέ φιλικά ξεφαντώματα καί σέ πλούσια γεύματα, μέ τό ἀναπόφευκτο τέλος τά ἀποχωρίζεται ὅλα αὐτά. Πρῶτα ἔρχονται τά γηρατειά μέ τή φυσική ἀδυναμία τους, κι ὕστερα χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Τότε ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας, ἀργά ὅμως πιά, ὅτι τό νά ὑπηρετεῖ κανείς τά πάθη του εἶναι μιά πλάνη, ὅτι ἡ ζωή τῆς σάρκας καί τῆς ἁμαρτίας δέν ἔχει νόημα.
Τί ἀλλόκοτος, τί παράδοξος πού εἶναι ὁ ἀγώνας γιά ἐπίγεια ἐπιτυχία! Ζητᾶμε πάντα μέ μανία νά πετύχουμε κάτι. Καί μόλις τό βροῦμε, παύουμε πιά νά τό θέλουμε μέ τόσο πόθο, ὅσο πρίν τό ἀποκτήσουμε. Ἔτσι μέ νέα φλόγα ἀρχίζουμε ν᾿ ἀναζητᾶμε κάτι ἄλλο. Μέ τίποτα δέν εἴμαστε ἱκανοποιημένοι. Ζοῦμε μόνο μέ τήν προσδοκία τῆς μελλοντικῆς ἐπιτυχίας. Διψᾶμε μόνο γι᾿ αὐτό πού δέν ἔχουμε. Τά ἀντικείμενα τῆς ἐπιθυμίας μας ἑλκύουν τήν καρδιά μας μέ τή φαντασία καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως. Διαρκῶς ἀπατημένοι, τρέχουμε πίσω ἀπό τά ποθητά αὐτά ἀντικείμενα σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ὥσπου νά μᾶς ἁρπάξει ὁ ἀπροσδόκητος θάνατος. Πῶς νά ἐξηγήσουμε αὐτή τή συνεχῆ ἀναζήτηση ὄλων μας; Στίς ψυχές μας φυτεύθηκε ἡ ἀναζήτηση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν. Μετά τήν πτώση μας, ὅμως, ἡ τυφλωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καρδιά μας ψάχνει ἀδιάκοπα στή γῆ αὐτά πού ὑπάρχουν στήν αἰωνιότητα, στόν οὐρανό.
Ὁ κλῆρος πού ἔλαχε στούς προγόνους μου καί στ᾿ ἀδέλφια μου, θά λάχει καί σ᾿ ἐμένα: Πέθαναν ἐκεῖνοι, θά πεθάνω κι ἐγώ. Θ᾿ ἀφήσω τό κελλί μου, θ᾿ ἀφήσω τά βιβλία μου, θ ᾿ ἀφήσω τά ροῦχα μου, θ᾿ ἀφήσω τό γραφεῖο μου, ὅπου περνοῦσα πολλές ὧρες. Ὅλα ὅσα εἶχα ἀνάγκη ἤ νόμιζα ὅτι εἶχα ἀνάγκη στήν ἐπίγεια ζωή μου, θά τ᾿ ἀφήσω. Θά βγάλουν τό σῶμα μου ἀπ᾿ αὐτό τό κελλί, ἀπ᾿ αὐτόν τόν προθάλαμο τῆς ἄλλης ζωῆς καί χώρας. Θά βγάλουν τό σῶμα μου καί θά τό παραδώσουν στή γῆ, τή γῆ ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε τό σῶμα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Τό ἴδιο θά συμβεῖ καί σ᾿ ἐσᾶς, ἀδελφοί, πού διαβάζετε τοῦτες τίς γραμμές. Θά πεθάνετε κι ἐσεῖς. Θ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ ὅλα τά γήινα. Θ᾿ ἀφήσετε τά σώματά σας καί μέ τίς ψυχές σας θά μπεῖτε στήν αἰωνιότητα.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἰδιότητες ἀντίστοιχες τῆς δραστηριότητάς της. Ὅπως σ᾿ ἕναν καθρέφτη εἰκονίζονται τά ἀντικείμενα ἐκεῖνα ἀπέναντι στά ὁποῖα αὐτός τοποθετεῖται, ἔτσι καί σέ μιά ψυχή δημιουργοῦνται ἐντυπώσεις ἀντίστοιχες τῶν ἐνασχολήσεων καί τῶν ἔργων της. Οἱ εἰκόνες ἐξαφανίζονται ἀπό τόν ἀναίσθητο καθρέφτη, ὅταν τά ἀντικείμενα ἀπομακρυνθοῦν ἀπό μπροστά του. Οἱ ἐντυπώσεις, ὅμως, παραμένουν στή λογική ψυχή. Μποροῦν, βέβαια, νά ἐξαλειφθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό ἄλλες, ἀλλά γι᾿ αὐτό ἀπαιτοῦνται κόπος καί χρόνο πολύς. Οἱ ἐντυπώσεις, πού ἀποτελοῦν «περιουσία» τῆς ψυχῆς τήν ὥρα τῆς ἐξόδου της ἀπό τό σῶμα, εἶναι αἰώνιο ἀπόκτημά της καί ἐχέγγυο τῆς αἰώνιας μακαριότητάς της ἤ αἴτιο τοῦ αἰώνιου ὀλέθρου της.
«Δέν μπορεῖτε νά εἶστε δοῦλοι καί στόν Θεό καί στόν μαμωνᾶ»16, εἶπε ὁ Σωτήρας στούς πεσμένους ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτοντάς τους τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἔτσι πληροφορεῖ καί ὁ γιατρός τόν ἄρρωστο γιά τήν κατάστασή του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ. Ἐξαιτίας τῆς ψυχικῆς μας συγχύσεως, λοιπόν, δέν ἀντιλαμβανόμαστε τήν ἀσθένειά μας, τήν ὁποία μᾶς φανερώνει ὁ Κύριος μαζί μέ τόν τρόπο τῆς θεραπείας: Γιά νά σωθοῦμε, πρέπει ἔγκαιρα νά ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο. «Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους· γιατί ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θ᾿ ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά στηριχθεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο»17.
Ἡ πείρα διαρκῶς δικαιώνει τά παραπάνω λόγια τοῦ παναγίου Γιατροῦ. Τήν ἱκανοποίηση τῶν μάταιων καί ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν ἀκολουθεῖ πάντοτε ἡ ἕλξη ἀπ᾿ αὐτές. Τήν ἕλξη ἀκολουθεῖ ἡ αἰχμαλωσία, πού εἶναι θάνατος γιά κάθετί τό πνευματικό. Ὅσοι ἀφέθηκαν ν᾿ ἀκολουθήσουν τίς ἐπιθυμίες τους καί τήν ἀνθρώπινη σοφία, τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος ὀνομάζει «σαρκική»18, αἰχμαλωτίστηκαν τελικά ἀπ᾿ αὐτές, ξέχασαν τόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα, δαπάνησαν μάταια τήν ἐπίγεια ζωή τους, ὁδηγήθηκαν στήν αἰώνια καταστροφή.
Δέν εἶναι δυνατό νά ἐκπληρώνει κανείς καί τό θέλημά του καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἐκπλήρωση τοῦ πρώτου βεβηλώνεται καί ἀχρηστεύεται τό δεύτερο. Τό εὐωδιαστό καί πολύτιμο μύρο χάνει τήν ἀξία του, ὅταν ἀναμειχθεῖ μ᾿ ἕνα δύσοσμο ὑγρό. «Θά ἀπολαύσετε τά ἀγαθά τῆς γῆς», μᾶς γνωστοποιεῖ ὁ Θεός μέσω τοῦ μεγάλου προφήτη Ἡσαΐα, τότε μόνο, ὅταν «θελήσετε νά ὑπακούσετε σ᾿ ἐμένα· ἄν, ὅμως, δέν θελήσετε καί δέν μέ ὑπακούσετε, μάχαιρα θά σᾶς καταφάει. Τό στόμα τοῦ Κυρίου τά εἶπε αὐτά»19.
Δέν μπορεῖ κανεῖς ν᾿ ἀποκτήσει τόν «νοῦ τοῦ Χριστοῦ»20, ὅταν παραμένει στή «σαρκική» σοφία. «Γιατί τό σαρκικό φρόνημα ὁδηγεῖ στόν θάνατο», λέει ὁ ἀπόστολος, καί «ἐχθρεύεται τόν Θεό, ἀφοῦ δέν ὑποτάσσεται στόν θεϊκό νόμο, ἀλλά κι οὔτε μπορεῖ νά ὑποταχθεῖ»21. Τί εἶναι τό «σαρκικό φρόνημα»; Οἱ σκέψεις καί οἱ ἐπιθυμίες πού γεννιοῦνται μέσα στόν ἄνθρωπο μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Τό σαρκικό φρόνημα μᾶς κάνει νά κινούμαστε καί νά ἐνεργοῦμε πάνω στή γῆ, μεγαλοποιώντας τήν ἀξία τῶν φθαρτῶν καί προσκαίρων, ἀπομακρύνοντάς μας ἀπό τόν Θεό καί ὅσα συντελοῦν στήν εὐαρέστησή Του, στερώντας μας τή σωτηρία.
Ἄς ἀρνηθοῦμε τίς ψυχές μας, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, γιά νά τίς κερδίσουμε! Ἄς ἀρνηθοῦμε, δηλαδή, τήν ἐφάμαρτη κατάσταση, στήν ὁποία κατάντησαν οἱ ψυχές μας μέ τήν ἑκούσια ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, γιά νά λάβουμε ἀπ᾿ Αὐτόν τήν ἁγία κατάσταση τῆς ἀνακαινισμένης ἀνθρωπίνης φύσεως καί νά γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ! Τή θέλησή μας, ἤ μᾶλλον τή θέληση τῶν δαιμόνων, στήν ὁποία ὑποτάχθηκε καί μέ τήν ὁποία ταυτίστηκε ἡ δική μας θέλήση, ἄς τήν ἀντικάταστήσουμε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς φανερώθηκε στό Εὐαγγέλιο. Τό σαρκικό φρόνημα, φρόνημα κοινό τῶν πεσμένων πνευμάτων καί ἀνθρώπων, ἄς τό ἀντικαταστήσουμε μέ τό φρόνημα τοῦ Θεοῦ, πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό τό Εὐαγγέλιο.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τήν ὑλική περιουσία μας, γιατί ἔτσι θά γίνουμε ἱκανοί ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό! Ἡ ἀπάρνηση τῆς περιουσίας εἶναι ἀπόρροια τῆς ὀρθῆς στάσεως ἀπέναντι στά ὑλικά ἀγαθά, στάσεως πού διαμορφώνεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο22. Καί ὅταν διαμορφωθεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε ὁ νοῦς του κατανοεῖ ἀβίαστα τήν ἀλήθεια: Ἡ ἐπίγεια περιουσία δέν ἀπότελεῖ κτῆμα μας, ὅπως λαθεμένα νομίζουν ὅσοι ποτέ δέν προβληματίστηκαν γι᾿ αὐτό τό θέμα. Διαφορετικά, παντοτινά θά τήν κατείχαμε, παντοτινά θά ἦταν δικιά μας. Βλέπουμε, ὡστόσο, ὅτι μεταβιβάζεται ἀπό χέρια σέ χέρια. Ἑπομένως μᾶς δίνεται μόνο γιά προσωρινή χρήση. Στόν Θεό ἀνήκει ἡ περιουσία μας. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο διαχειριστές της. Καί οἱ καλοί διαχειριστές ἐκτελοῦν μέ ἀκρίβεια τό θέλημα Ἐκείνου πού τούς ἐμπιστεύθηκε τή διαχείριση τῆς περιουσίας Του. Ἄς προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά διαχειριστοῦμε τά ὑλικά ἀγαθά, πού κατέχουμε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς μήν τά χρησιμοποιήσουμε γιά νά ἱκανοποιήσουμε τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη μας, γιατί ἔτσι θά γίνουν μέσα τῆς αἰώνιας καταστροφῆς μας. Ἄς τά χρησιμοποιήσουμε γιά τήν ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων μας πού τά ἔχουν ἀνάγκη, τῶν συνανθρώπων μας πού ὑποφέρουν, γιατί ἔτσι θά γίνουν μέσα τῆς σωτηρίας μας. Ὅσοι ἐπιζητοῦν τή χριστιανική τελειότητα, ἀπαρνιοῦνται ὅλα τά ὑπάρχοντά τους23. Καί ὅσοι ἐπιζητοῦν τή σωτηρία, ὀφείλουν νά κάνουν ἐλεημοσύνη24, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές τους, καί νά ἀποφεύγουν τήν κακή χρήση τῆς περιουσίας τους.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τή φιλοδοξία καί τή φιλοπρωτία! Ἄς μήν τρέχουμε πίσω ἀπό τιμές καί ἀξιώματα, χρησιμοποιώντας γιά τήν ἀποκτησή τους μέσα ἀθέμιτα καί ποταπά, ἀθετώντας τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τίς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεως καί τό χρέος τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Τέτοια μέσα κατεξοχήν χρησιμοποιοῦν οἱ ζηλωτές τῶν γήινων μεγαλείων. Δηλητηριασμένοι καί παρασυρμένοι ἀπό τή φιλοδοξία, οἱ ἀχόρταγοι κυνηγοί τῆς ἀνθρώπινης δόξας εἶναι ἀνίκανοι νά πιστέψουν στόν Χριστό. «Πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς νά πιστέψετε», εἶπε ὁ Κύριος στούς φιλοδόξους Ἰουδαίους ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς Του, «ἀφοῦ ἀποζητᾶτε νά δοξάζεστε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί δέν ἐπιδιώκετε τή δόξα πού πηγάζει ἀπό τόν μοναδικό Θεό;»25.
Ἄν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς παραχώρησε ἀξιώματα καί ἐξουσία, ἄς γίνουμε, μέσω αὐτῶν, εὐεργέτες τῶν ἀνθρώπων. Ἄς φτύσουμε τό φοβερό ἐκεῖνο δηλητήριο τό τόσο ἐπικίνδυνο γιά τήν ψυχή μας, τόν ἄλογο ἐγωισμό, πού κάνει τούς ἀνθρώπους ἄρρωστους, ἤ μᾶλλον θηρία καί δαίμονες, μάστιγες τῆς ἀνθρωπότητας καί ἐχθρούς τοῦ ἑαυτοῦ τους.
Ἄς ἀγαπήσουμε πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς τό προτιμήσουμε ἀπό κάθετι ἄλλο. Ὅ,τι ἐναντιώνεται σ᾿ αὐτό ἄς τό μισήσουμε μ᾿ ἕνα μίσος εὐλαβικό καί εὐάρεστο στόν Θεό. Ὅταν ἡ φθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία φύση μας ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, ἄς ἀντιστεκόμαστε στή φύση μας ἀποκρούοντας τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀπαιτήσεις της. Ὅσο πιό ἀποφασιστική εἶναι ἡ ἀντίστασή μας, τόσο πιό μεγάλη θά εἶναι ἡ νίκη μας ἐπί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ὑποδουλωμένης στήν ἁμαρτία φύσεώς μας, τόσο πιό γρήγορη καί πιό σταθερή θά εἶναι ἡ πνευματική προκοπή μας.
Ἄν οἱ συγγενεῖς μας θελήσουν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά Του, ἄς σταθοῦμε μπροστά τους ὅπως τά πρόβατα στούς λύκους. Τά πρόβατα, ὅταν τά πλησιάζουν λύκοι, οὔτε σέ λύκους μεταβάλλονται, οὔτε ἀπό τά δόντια τῶν λύκων προστατεύονται 26. Ἀντισταθεῖτε, διατηρώντας τήν πιστότητά σας στόν Θεό καί μήν ὑποχωρώντας στά ἁμαρτωλά θελήματα τῶν ἀνθρώπων, ἔστω κι ἄν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι οἱ πιό κοντινοί συγγενεῖς σας. Νά ὑπομένετε, ὡστόσο, μεγαλόψυχα τίς προσβολές τους καί νά προσεύχεστε γιά τή σωτηρία τους. Σέ καμιά περίπτωση νά μήν τούς κακολογήσετε, σέ καμιά περίπτωση νά μήν τούς βλάψετε, ἐκδηλώνοντας τήν κακία τῆς πεσμένης ἀνθρωπίνης φύσεως.
«Μή νομίσετε», εἶπε ὁ Σωτήρας, «πώς ἦρθα γιά νά ἐπιβάλω ἀναγκαστική ὁμόνοια ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Δέν ἦρθα νά φέρω τέτοια ὁμόνοια ἀλλά διαίρεση. Πράγματι, ὁ ἐρχομός μου ἔφερε τόν χωρισμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πατέρα του, τῆς θυγατέρας ἀπό τή μάνα της, τῆς νύφης ἀπό τήν πεθερά της»27. «Ἦρθα»,προσθέτει ἑρμηνευτικά ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «νά διχάσω τούς φίλους τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς φίλους τοῦ κόσμου, τούς ὑλικούς ἀπό τούς πνευματικούς, τούς φιλόδοξους ἀπό τούς ταπεινούς»28. Ὁ Θεός ἱκανοποιεῖται μέ τόν διχασμό, ὅταν αὐτός ὀφείλεται στήν ἀγάπη Του.
Ὁ ψαλμωδός ὀνόμασε τή γῆ «τόπο παροικίας»29, δηλαδή τόπο προσωρινῆς διαμονῆς, καί τόν ἑαυτό του «πάροικο» καί «παρεπίδημο»30, δηλαδή προσωρινό κάτοικο καί μετανάστη σέ ξένη, θά λέγαμε, χώρα. Ὁλοφάνερη καί χειροπιαστή ἀλήθεια! Ἀλήθεια πού λησμονιέται ἀπό τούς ἀνθρώπους παρά τήν ἐμφάνειά της!
Εἶμαι, λοιπόν, πάροικος στή γῆ. Ἦρθα ἐδῶ μέ τή γέννησή μου καί θά φύγω μέ τόν θάνατό μου. Εἶμαι παρεπίδημος στή γῆ: Ἐξορίστηκα σ᾿ αὐτήν διωγμένος ἀπό τόν παράδεισο, ὅπου μόλυνα καί ἀσχήμισα τόν ἑαυτό μου μέ τήν ἁμαρτία. Θ᾿ ἀφήσω, ὅμως, κάποτε τόν τόπο τοῦτο τῆς ἐξορίας μου, ὅπου μ᾿ ἔστειλε ὁ Θεός γιά νά μετανοήσω, νά καθαριστῶ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνω πάλι ἄξιος τοῦ παραδείσου. Διαφορετικά, ἄν μείνω πεισματικά καί ὁριστικά ἄμετανόητος, θά ριχθῶ γιά πάντα στίς φυλακές τοῦ ἅδη.
Εἶμαι ἀπόδημος στή γῆ: Ἡ ἀποδημία μου ἀρχιζει ἀπό τήν κούνια καί τελειώνει στόν τάφο. Ἀπό τήν παιδική ἠλικία μέχρι τά γηρατειά περιπλανιέμαι μέσα στίς ποικίλες συνθῆκες καί περιστάσεις τῆς γῆς. Πάροικοι καί παρεπίδημοι ἦταν ἐδῶ καί ὅλοι οἱ πρόγονοί μου. Πάτησαν στή γῆ μέ τή γέννησή τους καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τή γῆ μέ τόν θάνατό τους. Κανένας δέν ἐξαιρέθηκε ἀπ᾿ αὐτόν τόν πανανθρώπινο νόμο. Κανένας δέν ἔμεινε γιά πάντα στή γῆ. Ἔφυγαν ὅλοι.Ἔτσι θά φύγω κι ἐγώ. Ἤδη ἄρχισα νά ἑτοιμάζομαι. Πέφτουν οἱ δυνάμεις μου. Ὑποτάσσομαι στά γηρατειά. Θά φύγω, θά φύγω σύμφωνα μέ τόν ἀμετάβλητο νόμο καί τή μεγαλειώδη προσταγή τοῦ Πλάστη μου, τοῦ Θεοῦ μου.
Ἄς πιστέψουμε πώς εἴμαστε ἀπόδημοι στή γῆ. Μόνο ἄν ἔχουμε αὐτή τήν πεποίθηση, μποροῦμε νά κάνουμε ἀλάθητους ὑπολογισμούς γιά τήν ἐπίγεια ζωή μας. Μόνο ἄν ἔχουμε αὐτή τήν πεποίθηση, μποροῦμε νά δώσουμε στή ζωή μας ἀπόκτηση τῆς μακάριας αἰωνιότητας. Ἄς μή στηριζόμαστε στήν κενότητα καί τή ματαιότητα, γιά νά μήν καταστραφοῦμε. Μᾶς τύφλωσε καί μᾶς τυφλώνει ἡ πτώση μας! Γι᾿ αὐτό χρειάζεται νά ἀσκήσουμε μακροχρόνια βία στόν ἑαυτό μας, ὥστε νά τόν πείσουμε γι᾿ ἀλήθειες ὁλοφάνερες, πού δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀποδείξεως.
Ὁ ὁδοιπόρος πού θά σταματήσει σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο γιά νά ξαποστάσει, δέν ζητάει ἀνέσεις. Καί γιατί νά ζητήσει, ἀφοῦ θά μείνει ἐκεῖ γιά πολύ λίγο; Ἀρκεῖται στήν ἱκανοποίηση τῶν στοιχειωδῶν ἀναγκῶν του. Δέν θέλει, ἄλλωστε, νά ξοδέψει πολλά χρήματα, γιατί αὐτά θά τοῦ χρειαστοῦν στή συνέχεια τῆς πορείας του καί στή μεγάλη πόλη, πρός τήν ὁποία κατευθύνεται. Ὑπομένει, λοιπόν, καρτερικά τίς στερήσεις καί τήν ἀβολιά τοῦ πανδοχείου, γνωρίζοντας ὅτι πρόσκαιρα ταλαιπωρεῖται, ὅπως ὅλοι οἱ ὁδοιπόροι, καί ὅτι στόν τόπο πού πηγαίνει τόν περιμένει ἄνεση καί ἡσυχία ἀδιατάρακτη. Κανένα ἀντικείμενο τοῦ πανδοχείου, ὅσο ὡραῖο κι ἄν εἶναι, δέν ἑλκύει τήν καρδιά του. Μέ ἀσήμαντες ἀσχολίες δέν χάνει τόν καιρό του. Τοῦ χρειάζεται χρόνος γιά τήν κοπιαστική του ὁδοιπορία. Διαρκῶς συλλογίζεται τή μεγαλοπρέπεια τῆς βασιλικῆς πρωτεύουσας πού εἶναι ὁ τελικός του προορισμός, τά ἐμπόδια πού πρέπει νά ξεπεράσει, τά μέσα πού θά μποροῦσαν νά κάνουν τήν πορεία του λιγότερο ἐπίπονη, τούς ληστές πού παραμονεύουν στόν δρόμο, τούς δυστυχεῖς ὁδοιπόρους πού προηγήθηκαν ἀλλά δέν κατόρθωσαν νά φτάσουν στό τέρμα, τήν αἰώνια εὐτυχία ἐκείνων πού τό κατόρθωσαν. Ἀφοῦ, λοιπόν, παραμείνει ὅσο χρειαστεῖ στό πανδοχεῖο, εὐχαριστεῖ τόν ἰδιοκτήτη του γιά τή φιλοξενία καί φεύγει. Ἀφήνοντας πίσω του τό πανδοχεῖο, τό ξεχνᾶ ἐντελῶς, γιατί ἡ καρδιά του δέν προσκολλήθηκε σ᾿ αὐτό.
Τέτοια ἄς εἶναι καί ἡ δική μας σχέση μέ τή γῆ. Ἄς μή σπαταλήσουμε ἀλόγιστα τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἄς μήν προσφέρουμε τό σῶμα καί τήν ψυχή θυσία στή ματαιότητα καί τή φθορά. Ἄς ἀποφύγουμε κάθε ἐξάρτηση ἀπό τά ὑλικά καί πρόσκαιρα, γιά νά μή στερηθοῦμε τά οὐράνια καί αἰώνια. Ἄς μήν κυνηγᾶμε ἀχόρταγα καί ἀνικανοποίητα τίς ἡδονές, πού μᾶς ὁδηγοῦν σέ μεγάλες καί φοβερές πτώσεις. Ἄς φυλαχθοῦμε ἀπό τά περιττά καί ἄς ἀρκεστοῦμε μόνο στά ἀπαραίτητα. Ἄς συγκεντρώσουμε ὅλο μας τό ἐνδιαφέρον στήν πέρα ἀπό τόν τάφο ἀτελεύτητη ζωή, τήν ὁποία προσδοκοῦμε. Ἄς γνωρίσουμε τόν Θεό, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς πρόσταξε, δωρίζοντάς μας τή γνώση Του μέ τόν λόγο καί τή χάρη Του. Ἄς οἰκειωθοῦμε τόν Θεό στή διάρκεια τῆς παρούσας ζωῆς. Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἑνωθοῦμε στενά μαζί Του. Καί γιά νά πραγματοποιήσουμε αὐτό τό ὕψιστο ἔργο, ἔχουμε τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἄν ἡ θαυμαστή ἕνωσή μας μέ τόν Θεό δέν πραγματοποιηθεῖ μέσα σ᾿ αὐτό τό διάστημα, δέν θά πραγματοποιηθεῖ ποτέ. Ἄς γίνουμε φίλοι μέ τούς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τούς ἁγίους ἀγγέλους καί τούς κεκοιμημένους ἁγίους ἀνθρώπους, «ὥστε, ὅταν ἔρθει τό τέλος μας, νά μᾶς δεχθοῦν στίς αἰώνιες κατοικίες»31.
Ἄς γνωρίσουμε καλά τά πνεύματα πού ἔπεσαν, τούς θηριώδεις αὐτούς καί δόλιους ἐχθρούς τοῦ ἀνθρώπινου γένους, γιά ν᾿ ἀποφύγουμε τίς παγίδες τους καί νά μή ριχθοῦμε μαζί τους στίς φλόγες τοῦ ἅδη. Φῶς στήν πορεία τῆς ζωῆς μας ἄς εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ32.
Ἄς δοξάσουμε καί ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό γιά τά ἀγαθά πού μᾶς παρέχει πλούσια, τά ἀγαθά μέ τά ὁποῖα εἶναι γεμάτη ἡ γῆ, ὁ τόπος τῆς πρόσκαιρης φιλοξενίας μας, γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν μας. Μέ νοῦ καθαρό ἄς ἀντιληφθοῦμε τή σημασία αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν: Δέν εἶναι παρά ἀμυδρές προτυπώσεις, δέν εἶναι παρά σκιές τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.
Ὁ Θεός, χαρίζοντάς μας τά ἐπίγεια ἀγαθά, μᾶς λέει, θαρρεῖς, μυστικά: “Ἄνθρωποι! Ἡ προσωρινή διαμονή σας στή γῆ ἔχει ἐξασφαλιστεῖ μέ ἀναρίθμητα καί ποικίλα ἀγαθά, πού καταπλήσσουν τά μάτια καί σαγηνεύουν τήν καρδιά, ἱκανοποιώντας μέ πληρότητα τίς ἀνάγκες σας. Ἀπ᾿ αὐτό μπορεῖτε νά ἀντιληφθεῖτε πόσα ἀγαθά ὑπάρχουν στήν αἰώνια κατοικία σας, στόν οὐρανό. Μπορεῖτε νά ἀντιληφθεῖτε τήν ἄπειρη καί ἀσύλληπτη ἀγάπη μου σ᾿ ἐσᾶς. Παρατηρώντας, λοιπόν, τά γήινα ἀγαθά καί ἐκτιμώντας τα μέ εὐσεβῆ λογισμό, μή φέρεστε ἀλόγιστα. Μήν ὑποδουλώνεστε σ᾿ αὐτά. Μήν καταστρέφετε τόν ἑαυτό σας μ᾿ αὐτά. Χρησιμοποιώντας τα ὅταν καί ὅσο σᾶς χρειάζονται, στραφεῖτε μ᾿ ὅλες σας τίς δυνάμεις στήν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν”.
Ἄς φύγουμε μακριά ἀπ᾿ ὅλες τίς ψεύτικες διδασκαλίες καί τίς συνακόλουθες δραστηριότητες. Τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ «τόν ξένο δέν θά τόν ἀκολουθήσουν, ἀλλά θά φύγουν μακριά του, γιατί δέν ἀναγνωρίζουν τή φωνή τῶν ξένων»33. Ἄς γνωρίσουμε καλά τή φωνή τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὅταν τήν ἀκούσουμε, νά τήν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως καί νά πράξουμε τό θέλημα Του.
Ἄν γνωρίζουμε τή φωνή τοῦ Κυρίου, ἀντιλαμβανόμαστε ἀλάθητα τήν ξένη φωνή μέ τούς ποικίλους ἤχους τῆς κοσμικῆς σοφίας, φωνή πού δέν μᾶς τραβάει. Μόλις ἀκοῦμε ξένη φωνή, ἄς φεύγουμε τρέχοντας μακριά της. Ἔτσι σώζονται τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἀπομάκρυνση καί τήν ἀποφασιστική ἀδιαφορία στό κάλεσμα τῆς ξένης φωνῆς. Ἄν δώσουμε ἔστω καί ἐλάχιστη προσοχή στήν ξένη φωνή, κινδυνεύουμε. Γιατί πίσω ἀπό τήν προσοχή αὐτή ἀκολουθεῖ ἡ πλάνη, καί πίσω ἀπό τήν πλάνη ἡ καταστροφή. Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή καί ἡ ἀφορμή τῆς πτώσεως τῶν προπατόρων μας; Ἡ προσοχή πού ἔδωσε ἡ Εὔα στήν ξένη φωνή.
Ὁ Ποιμένας μας ὄχι μόνο μᾶς καλεῖ μέ τή γνώριμη φωνή Του, ἀλλά καί μᾶς καθοδηγεῖ μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του. «Μπαίνει μπροστά καί τά πρόβατα Τόν ἀκολουθοῦν»34. Μᾶς πρόσταξε ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό μας, σηκώνοντας τόν σταυρό μας. Αὐτό ἔκανε κι Ἐκεῖνος μπροστά στά μάτια μας. «Ὑπέμεινε παθήματα γιά χάρη μας, ἀφήνοντάς μας τό ὑπόδειγμα γιά νά βαδίσουμε στ᾿ ἀχνάρια Του»35.
Εὐδόκησε νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἄν καί Βασιλιάς, ἔγινε σάν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. Γεννήθηκε σέ μιά σπηλιά, πού ἦταν στάβλος κατοικίδιων ζώων, γιατί ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαριάμ, ἡ ἁγία Μητέρα Του, δέν βρῆκαν τόπο στά οἰκήματα τῶν ἀνθρώπων. Κούνια Του ἦταν ἕνα παχνί. Μόλις μαθεύτηκε ἡ γέννησή Του, σχεδιάστηκε ἡ ἐξόντωση Του! Βρέφος ἀκόμα, παρακολουθεῖται! Βρέφος ἀκόμα, ἀναζητεῖται γιά νά θανατωθεῖ! Βρέφος ἀκόμα, καταφεύγει μέσ᾿ ἀπό τήν ἔρημο στήν Αἴγυπτο, γιά νά γλυτώσει ἀπό τόν ἐξαγριωμένο φονιά!
Τά παιδικά Του χρόνια ὁ Θεάνθρωπος τά πέρασε μέ ὑποταγή στούς γονεῖς, τόν Ἰωσήφ, πού θεωροῦνταν πατέρας Του, καί τή Μαριάμ, τή φυσική μητέρα Του. Ἔτσι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινώσεως στούς ἀνθρώπους, πού καταστρέφονται ἀπό τόν ἐγωισμό καί τή θυγατέρα του, τήν ἀνυπακοή.
Τά ὥριμα χρόνια Του ὁ Κύριος τά ἀφιέρωσε στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, γυρίζοντας ἀπό πόλη σέ πόλη κι ἀπό χωριό σέ χωριό, χωρίς νά ἔχει ποῦ νά γείρει τό κεφάλι 36. Ἐνδύματά Του ἦταν ὁ χιτώνας καί τό ἱμάτιο.
Τόν καιρό ἐκεῖνο οἱ ἄνθρωποι, στούς ὁποίους ἔφερε τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί σκόρπισε τίς θεῖες Του εὐεργεσίες, Τόν μίσησαν. Θέλησαν νά Τόν θανατώσουν. Καί τό ἐπιχείρησαν ὄχι μιά φορά μόνο. Τελικά Τόν καταδίκασαν σέ σταύρωση σάν κοινό ἐγκληματία. Ὁ Ἴδιος τούς ἄφησε νά διαπράξουν τό φρικτό αὐτό κακούργημα, πού τόσο τό διψοῦσαν οἱ καρδιές τους, ὥστε, μέ τόν θάνατο τοῦ πανάγιου ἑαυτοῦ Του, νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν κατάρα τῆς προπατορικῆς παραβάσεως καί τόν αἰώνιο θάνατο τό ἄνομο γένος τῶν ἀνθρώπων. Μαρτυρική ἦταν ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ Θεανθρώπου, πού τέλειωσε καί μέ μαρτυρικό θάνατο.
Στ᾿ ἀχνάρια τοῦ Κυρίου βάδισαν ὅλοι οἱ ἅγιοι κι ἔφτασαν στή μακαρία αἰωνιότητα. Ἀκολούθησαν τόν δρόμο τόν στενό, τόν δρόμο τόν γεμάτο θλίψεις. Ἀπαρνήθηκαν τή δόξα καί τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου. Χαλιναγώγησαν τίς σαρκικές ἐπιθυμίες μέ τήν ἄσκηση. Σταύρωσαν τό κοσμικό πνεῦμα στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Ὑπέμειναν ἀναρίθμητες στερήσεις. Καταδιώχθηκαν ἀπό τά πονηρά πνεύματα ἀλλά κι ἀπό τούς ἀδελφούς τους, τούς ἀνθρώπους.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό καί τό πλῆθος τῶν ἁγίων, πού Τόν ἀκολούθησαν! Ὁ Θεάνθρωπος, «ἀφοῦ καθάρισε μέ τόν σταυρικό Του θάνατο τίς ἁμαρτίες μας, κάθησε ψηλά, στά δεξιά τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ»37. Ἐκεῖ καλεῖ ὅσους Τόν ἀκολουθοῦν: «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ᾿ τόν Πατέρα μου, κληρονομεῖστε τή Βασιλεία πού σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου»38.
____________

1 Ἰω. 12:26.
2 Ἰω. 10:2.
3 Ἰω. 10:3-4.
4 Τίτ. 3:5.
5 Ἰω. 10:9.
6 Ἰω. 12;26.
7 Ἰω.1:1.
8 Ἰω. 10;38.
9 Α΄ Ἰω. 4;15.
10 Ἰω. 12:26.
11 Ἀποκ. 3:21.
12 Μαρκ. 8:34-35.
13 Λουκ. 14:26.
14 Ἰω. 6:60.
15 Α΄ Κορ. 1:18.
16 Ματθ. 6:24.
17 Ματθ. 6;24.
18 Β΄ Κορ. 1:12.
19 Ἡσ. 1:19-20.
20 Α΄ Κορ. 2;16.
21 Ρωμ. 8:6-7.
22 Βλ. Λουκ. 16:1-31.
23 Ματθ. 19:16-30.
24 Λουκ. 11:41.
25 Ἰω. 5;44.
26 Βλ. Ματθ. 10:16.
27 Ματθ. 10;34-35.
28 Κλῖμαξ, Γ΄, 22.
29 Ψαλμ. 118:54.
30 Ψαλμ. 38:13.
31 Λουκ. 16:9.
32 Βλ. Ψαλμ. 118:105.
33 Ἰω. 10:5.
34 Ἰω. 10;4.
35 Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 2;21.
36 Ματθ. 8:20.
37 Ἑβρ. 1:3.
38 Ματθ. 25;34.

(Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”, Τόμος Α΄, Ἰ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς)



Η μετάνοια είναι γλυκιά...

Η μετάνοια δεν έχει μέσα ενοχή, πείσμα και βία. Δεν απειλεί. «Από σήμερα θα δεις εγώ τι θα κάνω….». «Σήμερα τελείωσαν όλα, θα δείτε…». Αυτές οι απόλυτες δηλώσεις, έχουν μέσα εγωισμό και πείσμα. 
Προσπαθούν να φοβίσουν κι να απειλήσουν, άλλους ή ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό. 
O Άγιος Πορφύριος έλεγε, «όχι έτσι… τα ακούει αυτά που λέτε ο κρυφός εαυτός σας(*υποσυνείδητο) και αντιδράει..». 
Η μετάνοια, είναι γλυκιά, ταπεινή, ήσυχη, ήρεμη. 
Αγκαλιάζει. 
Αναπαύει. 
Δεν απειλεί, δεν κάνει δηλώσεις. 
Έρχεται μόνη της. 
Δεν επιβάλλεται. 
Δεν αναγκάζει. 
Δεν ψυχαναγκάζει. 
Ανθίζει μέσα σου όταν δεν το περιμένεις. 
Όταν έρθει η ώρα να σπάσει ο βράχος και να αναστηθείς.

π.λίβυος




Πῶς λειτουργεῖ ὁ φθόνος;

-Πῶς λειτουργεῖ φθόνος;

-Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα πνεῦμα τοῦ Ἅδη.

Μάχεται ἀδιάκοπα τη δικαιοσύνη καί τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὁ φθόνος δέν ἀντέχει νά μᾶς βλέπει νά κάνουμε καλό στόν πλησίον μας.Ὅταν ὁ Κύριος, πού εἶναι ἀγάπη, θεράπευσε τή γερόντισσα ἐκείνη πού ἦταν συγκύπτουσα γιά πάνω ἀπό 18 χρόνια, τό κακό ἔδειξε μέ μιᾶς τό πρόσωπό του καί ἄρχισε ἀμέσως νά ἐπαναστατεῖ, διότι ὁ φθόνος δέν μπορεῖ νά ἀντέξει νά γίνεται καλό στόν ὁποιονδήποτε (βλ. Λουκ. 13, 11-17). Ὁ φθόνος δέν σταματᾶ ποτέ τό πνεῦμα τοῦ Ἅδη, φθονεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά πάντα.


Γέρων Θαδδαῖος της Βιτόβνιτσα
ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ, σελ. 252
Ἐν πλῷ

Η αγάπη, όταν θέση τον θρόνον της εις την ψυχήν, χαρίζει την ωραιοτέραν πνευματικήν Άνοιξιν

Εύχομαι εκ καρδίας, ίνα η αγάπη του Ιησού Χριστού χυθή πλουσίως εις τας καρδίας σας και δια της χάριτος Αυτού αξιωθήτε να βιώσητε εν αγνότητι ψυχής και σώματος πάσας τας ημέρας της ζωής υμών. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωαν. 13,35 ).
Ούτως ελάλησεν η ζωηφόρος πηγή, ο Χριστός μας. Και πάλιν, «καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ΄ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς εάν μη εν εμοί μείνητε. Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα, ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν» (Ιωαν. 15,4-5 ). 

Δια τοιούτων υπερόχων εικόνων, ο γλυκύτατος Ιησούς, μας διδάσκει ότι, εάν δεν μείνωμεν πλησίον Του, αδύνατον είναι να καρποφορήσωμεν καρπόν ζωής αιωνίου. Και δια να ευρισκώμεθα πλησίον Του, οφείλομεν να Τον πλησιάσωμεν, δια της εφαρμογής των θείων Αυτού εντολών. Αι εντολαί Του δεν είναι βαρείαι, αλλά η ραθυμία και το αταπείνωτον της ψυχής μας, καθιστά την υπόθεσιν των εντολών δυσβάστακτον φορτίον, ενώ δι΄ αυτών των ιδίων ο Χριστός, μας έχει εξασφαλίσει το κράτος της ευτυχίας και της ειρήνης. 

Η αγάπη, όταν θέση τον θρόνον της εις την ψυχήν, χαρίζει την ωραιοτέραν πνευματικήν Άνοιξιν. Τα πάντα γελούν από την αύραν της δροσεράς ευωδίας της, διότι πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει, πάντα ελπίζει, ου λογίζεται το κακόν, δεν πονηρεύεται, όλα τα βλέπει με απλούν οφθαλμόν, η αγάπη όλα τα σκεπάζει, δια τούτο της εδόθη το βραβείον: Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. 

Όταν κάποιος αγαπά ένα πρόσωπον με λατρείαν, νύκτα και ημέρα αυτό σκέπτεται, αυτό φαντάζεται, δι΄ αυτό και μόνον ζη. Δεν υπάρχει στιγμή που να μη περάση από την σκέψιν του και να μη σταλάξη την γλυκύτητα της ελπιδοφόρου προσμονής και αγάπης εις την καρδίαν του. Με τον τρόπον αυτόν επικοινωνεί με το αγαπώμενον πρόσωπον αδιαλείπτως. 

Τοιουτοτρόπως λοιπόν οφείλομεν και ημείς να διατελώμεν μετά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και δεν επιτρέπεται να αγαπήσωμεν άλλο πρόσωπον και να προσφέρωμεν την αγάπην μας αλλού, είτε εις γονείς και συγγενείς είτε ακόμη εις κάποιον αδελφόν της συνοδείας, την οποίαν χαρακτηρίζουν οι πατέρες ως μερικήν φιλίαν. 

Όλα τα ανωτέρω θεωρούνται είδη πνευματικής μοιχείας, διότι η ψυχή ανταλλάσει αιωνίαν αγάπην Νυμφίου αμώμου και ασπίλου μετά προσώπων γηϊνων και φθαρτών. Ταπεινωθήτε, τέκνα μου, εάν θέλετε να μη παραχωρηθήτε από τον Θεόν να πέσετε εις πειρασμούς. Αναλόγως με την υπερηφάνειαν που έχομεν και οι πειρασμοί θα μας ακολουθούν, δεν θα παύσουν οι πειρασμοί, έως ότου ταπεινωθώμεν εν γνώσει και αισθήσει της ψυχής μας.


Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας 

Μάθετε να συγχωρείτε

«και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Τρία αγαθά διακηρύττει με τα λόγια αυτά. Τούς άριστους στην αρετή τους διδάσκει μετριοφροσύνη και τους συμβουλεύει να μην υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους αλλά να φοβούνται και να τρέμουν και να μνημονεύουν τα προηγούμενα αμαρτήματά τους...
όπως ο θεσπέσιος Παύλος, λέγοντας ύστερα από τα άπειρα κατορθώματά του «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς και πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ»(Α΄ Τιμ. α΄ 15). Τούς άριστους λοιπόν στην αρετή τους ασφάλισε με την ταπεινοφροσύνη, λέγοντας τα λόγια αυτά.
Εκείνους όμως που έσφαλαν ύστερα από τη χάρη του αγίου βαπτίσματος δεν τους αφήνει να απελπίζονται για τη σωτηρία τους, αλλά τους διδάσκει να ζητούν από το γιατρό των ψυχών τα φάρμακα της συγχώρησης. Μαζί όμως μ’ αυτά ο λόγος προϋποθέτει και διδασκαλία φιλανθρωπίας. Γιατί μας θέλει να είμαστε ήμεροι στους ενόχους, αμνησίκακοι σ’ αυτούς που σφάλουν σε μας και με τη 
συγγνώμη μας σ’ αυτούς να χαρίζουμε στον εαυτό μας συγγνώμη, και εμείς οι ίδιοι πρώτα να προσφέρουμε τα μέτρα της φιλανθρωπίας. Γιατί τόσο ζητούμε να λάβουμε, όσο παρέχουμε στους συνανθρώπους μας και αξιώνουμε να επιτύχουμε τόση συγγνώμη, όση χαρίζουμε στους οφειλέτες μας».
«Εσύ όμως ενώ στέκεσαι και μεριμνάς για τα αμαρτήματά σου, δε φρίττεις που θυμάσαι τα ξένα; και πως παρακαλείς το Θεό; γιατί αυτά που ζητάς από το Θεό εναντίον εκείνου, με αυτά ετοιμάζεις για σένα φοβερότερα, μη αφήνοντας το Θεό να συγχωρήσει τα δικά σου αμαρτήματα. Πως λοιπόν, λέγει, εάν θέλεις να γίνω αυστηρός εξεταστής των πλημμελημάτων που έγιναν σε βάρος σου, ζητάς να συγχωρήσω αυτά που έκαμες εσύ σε μένα; Ας μάθουμε κάποτε να είμαστε χριστιανοί; Αν δε γνωρίζουμε να προσευχόμαστε, πράγμα που είναι εύκολο και πολύ απλό, τι θα γνωρίσουμε από τα άλλα; 
Ας μάθουμε να προσευχόμαστε σαν χριστιανοί, εκείνες οι προσευχές είναι των ειδωλολατρών, εκείνες οι δεήσεις είναι των Ιουδαίων, ενώ του χριστιανού είναι αντίθετες, με αυτές ζητούμε άφεση και αμνηστία των σφαλμάτων που έγιναν σε μας. «Όταν μας βρίζουν, ευλογούμε, όταν μας καταδιώκουν, δείχνουμε ανοχή, όταν μας βλασφημούν, παρακαλούμε». Άκου τον Στέφανο που λέγει «Κύριε, μη λογαριάσεις σε αυτούς αυτό το αμάρτημα».
Όχι μόνο δεν καταριόταν, αλλά και προσευχόταν για αυτούς, ενώ εσύ όχι μόνο δεν προσευχήθηκες υπέρ αυτών, αλλά και τους καταράστηκες. Όσο θαυμάσιος λοιπόν ήταν εκείνος, τόσο πιο κακός είσαι εσύ... Θέλεις να πλήξεις τον εχθρό σου; Προσευχήσου για αυτόν, όχι όμως με τέτοια διάθεση, όχι σαν να πλήττεις, αυτό βέβαια γίνεται, εσύ όμως μην το κάνεις με αυτό το σκοπό. Αν και βέβαια εκείνος ο μακάριος όλα τα πάθαινε άδικα, κι όμως προσευχόταν γι’ αυτούς, ενώ εμείς πολλά και δίκαια τα παθαίνουμε από τους εχθρούς.
Αν λοιπόν αυτός που έπαθε άδικα δεν τόλμησε να μην προσευχηθεί υπέρ αυτών, εμείς που πάσχουμε δίκαια, κι όχι μόνο δεν προσευχόμαστε, αλλά και καταριόμαστε, ποιάς τιμωρίας δεν είμαστε άξιοι; Νομίζεις βέβαια ότι δίνεις σε εκείνον το χτύπημα, η αλήθεια όμως είναι ότι τραβάς το ξίφος εναντίον σου, μη αφήνοντας το δικαστή να γίνει πράος για τα αμαρτήματά σου με τα οποία τον εξοργίζεις με την προσευχή σου εναντίον των άλλων.
Γιατί λέγει “με όποιο μέτρο μετράτε, με το ίδιο θα μετρηθείτε και σείς, και με όποιο κριτήριο κρίνετε, θα κριθήτε». Ας γίνουμε λοιπόν συγχωρητικοί, για να έχουμε τέτοιον και το Θεό.»
«Αυτός που ευλογεί τον εχθρό, ευλογεί τον εαυτό του, και αυτός που καταριέται, καταριέται τον εαυτό του, και αυτός που προσεύχεται για τον εχθρό, προσεύχεται για τον εαυτό του, όχι για εκείνον.»

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Η βάση της πνευματικής ζωής

Ταπεινοφροσύνη είναι η κατά­σταση εκείνη, κατά την οποία, ενώ κάποιος έχει συνείδηση των πολλών και μεγάλων χαρισμάτων και επιτυχιών του, δεν έχει καμιά μεγάλη ι­δέα για τον εαυτό του…
Ταπεινοφροσύνη είναι τούτο· ενώ κάποιος είναι φορτωμένος από κατορθώμα­τα και αρετές, εν τούτοις διατηρεί το ταπεινό του φρόνημα… Τόσο μεγά­λο καλό είναι η ταπεινοφροσύνη, τόσο μεγάλο κέρδος, εφόσον και ό­ταν κατηγορείται από τους άλλους δεν πληγώνεται ο ταπεινόφρων, και όταν βρίζεται, δεν εξαγριώνεται. Γιατί μπορεί κανείς και από αυτά να κερδίσει κάποιο μεγάλο και σπου­δαίο αγαθό, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του τελώνη. Γιατί, όταν δέχτηκε τις προσβολές που του έκανε ο Φαρισαίος, απαλ­λάχτηκε από τα αμαρτήματα...
Κι’ αν ακόμη έχει κανείς τη συνείδηση ότι έκανε άπειρα κατορθώματα, και δεν σκεφτεί τούτο, ότι δηλαδή είναι ο τελευταίος από όλους, καμιά ωφέλεια δεν θα μπορέ­σει να έχει από τα τόσα καλά έργα του. Γιατί αυτό είναι ταπεινοφροσύ­νη, όταν δηλαδή κάποιος έχει αφορμές να υπερηφανεύεται, αλλά συγ­κρατεί τον εαυτό του και τον ταπει­νώνει και τον κάνει μετριόφρονα. Γιατί τότε θα φθάσει στο αληθινό ύψος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου που λέει: «Εκείνος που τα­πεινώνει τον εαυτό του, θα υψω­θεί».
Όταν μιλάω για ταπεινοφρο­σύνη, δεν εννοώ την ταπεινοφροσύ­νη που περιορίζεται στα λόγια και στη γλώσσα, αλλά εκείνη που έχει ριζώσει στη σκέψη, στην ψυχή και στη συνείδηση, που μόνον ο Θεός μπορεί να βλέπει. Φθάνει αυτό το προτέρημα, και μόνο του πολλές φο­ρές όταν παρουσιάζεται, να κάνει το Θεό σπλαχνικό. Και αυτό το έφερε σε φως ο τελώνης. Γιατί, παρόλο που δεν είχε καμιά αρετή, ούτε ήταν σε θέση να εμφανισθεί παρουσιάζοντας τα έργα του, λέγοντας μόνον, «Θεέ μου, ελέησέ με τον άμαρτωλό», γύρι­σε στο σπίτι του δικαιωμένος, πράγ­μα που δεν συνέβη με το Φαρισαίο· μολονότι βέβαια τα λόγια εκείνα δεν ήταν λόγια ταπεινοφροσύνης, αλλ’ ευγνωμοσύνης μόνον. Το γνώρισμα της ταπεινοφροσύνης είναι το να έχει κάποιος συνείδηση των μεγάλων προσόντων του και εν τούτοις να μην έχει καθόλου υψηλό φρόνημα για τον εαυτό του· ενώ ευγνωμοσύ­νη είναι το να είναι κανείς αμαρτωλός, και να το ομολογεί.
Θεμέλιο της δικής μας, της χριστιανικής πνευματικής ζωής, είναι η ταπεινοφροσύνη. Kι’ αν ακό­μη οικοδομήσεις πριν απ’ αυτή άπειρα, είτε ελεημοσύνη, είτε προσευ­χές, είτε νηστεία, είτε όλες τις αρετές, αν δεν θέσεις πρώτα αυτή ως θε­μέλιο,… όλα θα πέσουν κάτω εύκο­λα, ακόμη και η σωφροσύνη και η παρθενία και η περιφρόνηση των χρημάτων και οτιδήποτε άλλο αναφέρεις, όλα είναι ακάθαρτα και μολυσμένα και σιχαμερά, όταν απουσιάζει η ταπεινοφροσύνη.
Επειδή λοιπόν η αλαζονεία ήταν η ακρόπολη και η κορυφή των κακών και η ρίζα και η πηγή κάθε κακίας, αφού παρασκεύαζε ο Χρι­στός το κατάλληλο για την ασθένεια φάρμακο, καθόρισε σαν θεμέλιο ι­σχυρό και σταθερό πρώτα αυτόν τον νόμο, την ταπεινοφροσύνη. Γιατί, όταν αυτή τεθεί σαν θεμέλιο, όλα τα άλλα τα κτίζει με ασφάλεια και σι­γουριά πάνω σ’ αυτήν ο οικοδόμος. Όταν όμως αυτή εξαφανισθεί, και αν ακόμη φθάσει κανείς μέχρι τον ουρανό με τα κατορθώματά του, όλα γκρεμίζονται εύκολα και καταλή­γουν σε φοβερή καταστροφή. Κι’ αν ακόμη έχεις να παρουσιάσεις νη­στεία και προσευχή και ελεημοσύνη και σωφροσύνη και οποιοδήποτε άλλο αγαθό, όταν δεν υπάρχει ταπεινοφροσύνη, όλα εξανεμίζονται και χάνονται. Αυτό δηλαδή ακριβώς που συνέβη και με το Φαρι­σαίο. Γιατί, όταν έφθασε στην ίδια την κορυφή, έχασε τα πάντα και ξέπεσε, επειδή δεν είχε τη μητέρα των αγαθών. Γιατί, όπως η αλαζονεία είναι πηγή κάθε κακίας, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η αρχή και το θεμέλιο όλης της πνευμα­τικής ζωής. Γι’ αυτό και ο Χριστός με αυτήν αρχίζει τους μακαρισμούς, θέλοντας να ξεριζώσει εντελώς την αλαζονεία από την ψυχή των ακροατών Του.
Δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε που να μπορεί να μας συγ­κρατεί και να μας διατηρεί ενωμέ­νους, όσο η ταπεινοφροσύνη και το να είμαστε μετριόφρονες και συνε­σταλμένοι και το να μη σχηματίζου­με ποτέ καμιά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτό γνωρίζοντας καλά και ο Χριστός,… αυτόν τον νόμο πα­ρουσίασε πρώτα, λέγοντας τα εξής: «Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι που συναισθάνονται την πνευματική τους φτώχεια»…Έτσι θέτει το θεμέ­λιο λίθο…, ανεγείροντας μέσα στις ψυχές τους την μεγάλη εκείνη οικο­δομή της φιλοσοφημένης ζωής.
Αυτόν (τον Αβραάμ) λοιπόν, παρακαλώ, να μιμούμαστε και εμείς, και να φροντίζουμε να φυλάμε τους εαυτούς μας ελεύθερους και ούτε, με την πρόφαση της αρετής να περι­βάλλουμε τον εαυτό μας με αλαζονική δόξα, ούτε πάλι με την πρόφα­ση της ταπεινοφροσύνης να παρα­μελούμε την αρετή, αλλά να τηρού­με παντού το μέτρο, και στις επιτυχίες που είχαμε να θέτουμε σαν θε­μέλιο και υπόβαθρο την ταπεινο­φροσύνη, ώστε να οικοδομήσουμε το οικοδόμημα της αρετής σε βάση ασφαλή. Γιατί αυτό είναι αρετή, το να είναι συνδεδεμένη με την ταπει­νοφροσύνη. Γιατί αυτός που κατέθε­σε σίγουρα αυτόν το θεμέλιο λίθο, θα μπορέσει να υψώσει την οικο­δομή στο ύψος που θέλει. Αυτή είναι η πιο μεγάλη ασφάλεια, αυτή είναι τείχος χωρίς ρωγμές, αυτή είναι πύργος απόρθητος, αυτή διακρατεί και συσφίγγει ολόκληρη την οικοδομή, και δεν την αφήνει να πέσει ούτε από τη σφοδρότητα των ανέμων, ούτε από την ορμή της βρο­χής, ούτε από τη βία των ανέμων, αλλά την καθιστά ανώτερη από κά­θε επιβουλή και την αναδεικνύει τόσο ακαταμάχητη, σαν να είναι κατα­σκευασμένη από διαμάντι.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
( 1.ΕΠΕ 35, 180-182, 2. ΕΠΕ 3, 418-420, 3. ΕΠΕ 26, 480-482, 4. ΕΠΕ 27, 426, 5. ΕΠΕ 9, 466-468, 6. ΕΠΕ 26, 480, 7. ΕΠΕ 3, 490)

Η ομολογία του δαίμονος στον Όσιο Ανδρέα τον δια Χριστόν Σαλό

~ Ενώ συζητούσε ο Όσιος Ανδρέας με τον Επιφάνιο, ο σατανάς, που μόνο ο άγιος τον έβλεπε, στεκόταν εκεί και ετοίμαζε παγίδα για τον Επιφάνιο.

– Φύγε απ’ εδώ πονηρέ και ακάθαρτε, του λέει ο όσιος.

– Πιο πονηρός και πιο εμπαίκτης από σε΄να μέσα σ’ αυτή την πόλη δεν υπάρχει άλλος, απάντησε ο σατανάς.

– Κι αν θέλεις να σου πω την αλήθεια, θα έρθει καιρός που θα χάσω την τέχνη μου, γιατί οι άνθρωποι θα γίνουν πιο πονηροί από τους δαίμονες τόσο, που τα μικρά παιδιά θα πονηρεύονται περισσότερο απ’ τους μεγάλους. Εμείς λοιπόν θα παύσουμε τότε να πολεμούμε τους ανθρώπους, αφού θα γνωρίσουν από μόνοι τους την πονηρία.

– Που τα έμαθες αυτά; ρώτησε ο όσιος.

– Ο πατέρας μας, αποκρίθηκε ο δαίμονας, είναι πεπειραμένος. Κάθεται στον άδη και μαντεύει τα πάντα. Έτσι διδάσκει κι εμάς, γιατί η φύση μας δεν γνωρίζει τίποτε.

– Με ποιές αμαρτίες χαίρεσθε περισσότερο εσείς οι δαίμονες; ρώτησε ο μακάριος.

– Με την ειδωλολατρία, τη μαγεία και τη φαρμακεία, απήντησε ο δαίμονας. Κυρίως όμως με τον φθόνο και τη μνησικακία που γίνονται αιτία για όλα τα κακά. Επίσης με τη σοδομιτική αμαρτία και τη μοιχεία.

– Αν κάποιος αρνηθεί τα δαιμονικά σας πάθη και πλησιάσει μετανοημένος στον Κύριο, τι νοιώθετε;

– Καλά, δεν ξέρεις ότι αυτό μας προξενεί αηδία και μας εκνευρίζει; Ελπίζουμε όμως τότε ότι θα επιστρέψει πάλι στο θέλημα μας, γιατί πολλοί, αν και μας αρνήθηκαν και μας πρόδωσαν, ξαναγύρισαν κοντά μας και τους κερδίσαμε.

Όταν άκουσε αυτά ο άγιος, τον φύσηξε και αμέσως έγινε άφαντος.

από το βιβλίο: “Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός” (Ιερά Μονή Παρακλήτου – Ωρωπός Αττικής 2009).

Όταν πάει κανείς με τον διάβολο…

Όταν πάει κανείς με τον διάβολο, με πονηριές, δεν ευλογεί ο Θεός τα έργα του. 

Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι με πονηριά, δεν ευδοκιμεί. 

Μπορεί να φαίνεται ότι προχωράει, αλλά τελικά θα σωριάσει. 

Το κυριότερο είναι να ξεκινά κανείς από την ευλογία του Θεού για ό,τι κάνει! 

Ο άνθρωπος, όταν είναι δίκαιος, έχει τον Θεό με το μέρος του. 

Και όταν έχει και λίγη παρρησία στον Θεό, τότε θαύματα γίνονται. 

Όταν κανείς βαδίζει με το Ευαγγέλιο, δικαιούται την θεία βοήθεια.

Άγιος Παΐσιος

Πάντα να ζείτε σεμνά και ταπεινά

Πάντα να ζείτε σεμνά και ταπεινά, δίχως εγωισμό… 

Πάντα να φροντίζετε ν’ αγαπάτε τους γέρους, τα ορφανά, τους αρρώστους. 

Να συναναστρέφεστε με φτωχούς και με ανθρώπους που οι άλλοι τους ταπεινώνουν.





Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης

π. Αρσένιος Βλιακόφτης: Η κάρτα του πολίτη εισιτήριο χωρίς επιστροφή

Γιατί μερικές φορές αισθανόμαστε τόσο άδειοι και τόσο μοναξιά

Τι είναι οι πειρασμοί και γιατί επετράπη στον άνθρωπο να πειράζεται;

~ Οι πειρασμοί είναι δοκιμασίες που έρχονται εναντίον του ανθρώπου από το διάβολο και τους υπηρέτες του, τους κακούς ανθρώπους.

Ο άνθρωπος αφήνεται από τον Θεό να πειράζεται για να δοκιμασθεί η πίστη του (Α’ Πέτρ. 1, 6-7), η αγάπη του προς το Θεό (Δευτ. 13,3), η υπακοή του (Δευτ. 8,2), εάν είναι προσκολλημένος στα μάταια αγαθά, όπως συνέβη με τον δίκαιο Ιώβ (Ιώβ 1, 9-12).

Στην πράξη οι πειρασμοί είναι ανάλογοι προς τις ανθρώπινες δυνάμεις της φύσεως του κάθε ανθρώπου. Στους δυνατότερους στην πίστη παραχωρεί ο Θεός βαρύτερους πειρασμούς, για να προοδεύσουν στην αγιότητα και να αξιωθούν μεγαλυτέρων στεφάνων. Ενώ στους αδύνατους στην πίστη και στην υπομονή, παραχωρεί η θεία Του πρόνοια ελαφρότερους πειρασμούς, για να τους βοηθήσει να νικήσουν και να μην απελπισθούν.

Ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος: “Πειρασμός υμάς ουκ είληφεν ει μη ανθρωπίνος· πιστός δε ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν” (Α’ Κορ. 10, 13). Το ίδιο πράγμα λέγει και ο προφήτης Δαβίδ:“ότι ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών”(Ψαλμ. 124, 3).

Ο δίκαιος Ιώβ λέγει ότι οι πιστοί φορτώνονται με διάφορους πειρασμούς, κατά παραχώρηση του Θεού. Όμως ουδέποτε ο Θεός επιτρέπει στους εκλεκτούς Του, πειρασμούς υπεράνω των δυνάμεων τους.

ΓΕΡΩΝ ΚΛΕΟΠΑΣ ΗΛΙΕ
από το βιβλίο: “Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων” (Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη).

ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Ἀπό τό βιβλίο
"Μαρτυρίες προσκυνητών 
Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης"
(Τόμος Β΄, 1η ἔκδοση)
(Καί γιά τήν κάρτα τοῦ πολίτη 
καί τό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου!)


1. Τί μεγάλη εὐεργεσία τοῦ καλοῦ Θεοῦ, νά εἴμεθα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Δι' αὐτό καί θά εἴμεθα ἀναπολόγητοι, διότι εἴχαμε αὐτήν τήν μεγάλην χάριν· καί συνέχεια ὁ καλός Θεός νά μᾶς λούζῃ μέ τίς πολλές του Χάρες τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.


2. Τά σημεῖα τῆς γνήσιας ἀγάπης εἶναι τά ἑξῆς: νά χαίρεται γιά τήν πρόοδο τοῦ ἐχθροῦ του, νά ὑποφέρει γιά νά μήν ὑποφέρουν, νά πληγώνεται κάι νά μήν πληγώνει κ.λ.π.


3. Ἐργασθεῖτε ὅσο μπορεῖτε στήν μετάνοια, πού ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη αὐτῆς. Εἶναι ἔργο πού δέν ἔχει τελειωμό ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά ὅσο τήν ἐργάζεται κανείς, τόσο κάι τελειοποιεῖται.


4. Ὅσο μπορεῖτε τήν εὐχήν νά καλλιεργεῖτε, ἐπίσης προσπαθεῖτε νά φέρνετε ὅλο καλούς λογισμούς γιά ὅλους καί γιά ὅλα, καί ἔτσι σιγά-σιγά καθαρίζει καί ἡ καρδιά, τότε βλέπει ἡ ψυχή τόν Θεόν· "Μακάριοι οἰ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται!".


5. Ταπείνωση θά ἀποκτήσουμε ὅταν ἀποκτήσουμε αὐτογνωσία.


6. Στήν προσευχή σου δέ θά λές μόνο τά δικά σου προβλήματα, ἀλλά θά πονᾶς καί θά προσεύχεσαι καί γιά τά προβλήματα τῶν ἄλλων.


7. Σιγά-σιγά, μετά τήν κάρτα καί τήν ταυτότητα, δηλαδή τό "φακέλωμα", θά προχωρήσουν πονηρά στό σφράγισμα. Μέ διάφορα πονηρά μέσα θά κάνουν ἐκβιασμούς, γιά νά δέχωνται οἱ ἄνθρωποι τό σφράγισμα στό μέτωπο ἤ στό χέρι. Θά στριμώξουν τά πράγματα καί θά ποῦν: "Μόνο μέ τίς κάρτες θά κινῆσθε· τά χρήματα θά καταργηθοῦν". Θά δίνη κανείς τήν κάρτα στό κατάστημα καί θά ψωνίζη, καί ὁ καταστηματάρχης θά παίρνη τά χρήματα ἀπό τήν Τράπεζα. Ὅποιος δέν θά ἔχη κάρτα, δέν θά μπορῆ οὔτε νά πουλάη οὔτε νά ἀγοράζη.


8. Μέ τό σφράγισμα (τοῦ ἀντιχρίστου) ἀρνεῖσαι τό ἅγιο σφράγισμα, αὐτό τό ἅγιο Βάπτισμα. Άρνεῖσαι τή σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ καί παίρνεις τοῦ διαβόλου.



Περί της Εν Χριστώ Ζωής

Λόγος πρώτος: «Η εν Χριστώ ζωή πραγματοποιείται με τα Ιερά Μυστήρια Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της θείας Κοινωνίας»
Μ’ αυτά ο άνθρωπος γεννιέται, μορφοποιείται και συνάπτεται με το Σωτήρα του. Ειδικά, με το πρώτο μυστήριο ο άνθρωπος εισάγεται στη ζωή. Το χρίσμα, στη συνέχεια, προσφέρει την κατάλληλη ενέργεια γι’ αυτή τη ζωή. Τέλος, η θεία Ευχαριστία συντηρεί και διατηρεί τη ζωή. Και τα τρία δημιουργούν σχέση υιοθεσίας και φιλίας μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού, καταργώντας μια και για πάντα τη δουλική σχέση. Με τη συμμετοχή σ’ αυτά εξευτελίζεται ο διάβολος κι εγκαινιάζεται αγαπητική σχέση με το Χριστό...

Λόγος δεύτερος: «Η συμβολή του Αγίου Βαπτίσματος στην εν Χριστώ ζωή»
Το βάπτισμα είναι αρχή βίου και βάση και θεμέλιο ζωής. Γι’ αυτό και θεωρείται η ονομαστήρια ημέρα των πιστών και καθώς είναι φώτισμα μας φέρνει σε άμεση επικοινωνία με το Φως. Βυθιζόμενος – αναδυόμενος από την κολυμβήθρα ο άνθρωπος, γεννιέται αληθινά και γίνεται παιδί του Θεού: του Πατέρα που συμφιλιώθηκε, του Υιού που συμφιλίωσε και του Αγίου Πνεύματος που προσφέρθηκε ως δώρο, όταν συμφιλιωθήκαμε.

Λόγος τρίτος: «Ποιά η συμβολή του Αγίου Μύρου στην εν Χριστώ ζωή»
Το Άγιο Μύρο είναι η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος που χαρίζει στον κάθε βαπτιζόμενο πιστη, προσευχή, αγάπη, σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, δικαιοσύνη, φιλανθρωπία και γενικά κάθε είδους αρετή.

Λόγος τέταρτος: «Η συμβολή του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας στην εν Χριστώ ζωή»
Η βρώση του Σώματος και η πόση του Αίματος του Χριστού ενοικίζει τους ανθρώπους στο Χριστό και το Χριστό στους ανθρώπους. Υπάρχει μεγαλύτερη μακαριότητα; Αυτή η ένωση του ανθρώπου με το Χριστό έχει διπλό αποτέλεσμα: άφεση αμαρτιών και κληρονομία της Ουράνιας Βασιλείας. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι το μυστήριο της Μετάνοιας δνε ενεργοποιείται, άν δεν υπάρξει συμμετοχή στο μυστικό τραπέζι του Χριστού. Έτσι ο άνθρωπος φωτίζεται, καθαρίζεται κι ενισχύεται στον αγώνα του κατά του πονηρού και των παθών. Αυτός είναι και ο λόγος της συνεχούς συμμετοχής στο Μυστήριο των Μυστηρίων.

Λόγος πέμπτος: «Ποιά η συμβολή του καθαγιασμού του ιερού θυσιαστηρίου στην εν Χριστώ ζωή»
Η Αγία Τράπεζα είναι ο χώρος αφόρμησης των Μυστηρίων. Γι’ αυτό και δίνεται ιδιαίτερη σημασία στον καθαγιασμό της: ο λευκός χιτώνας του επισκόπου, το γονάτισμα του, το πλύσιμο της με ζεστό νερό, το μύρωμα της, η επικάλυψη της με άσπρο σεντόνι και πολύτιμα καλύμματα έχουν όλα το βαθύτερο συμβολισμό τους. Μα, πάνω απ’ όλα, η τοποθέτηση λειψάνων μαρτύρων και το άναμμα της ακοιμήτης κανδήλας την ετοιμάζουν για την ιερουργία των Τιμίων Δώρων. Όλα συμβολίζουν το αληθινό θυσιαστήριο.

Λόγος έκτος: «Πως θα διαφυλάξουμε την εν Χριστώ ζωή που λάβαμε από τα μυστήρια»
Ο άνθρωπος παίρνει με τα Μυστήρια το δώρο της ζωής. Αλλά, για να συνεχίσει να ζει, χρειάζεται να καταβάλει και προσωπική προσπάθεια: είναι ανάγκη να τηρεί τις εντολές του Χριστού ως ρυθμιστικό παράγοντα της επίγειας ζωής του, να προσέχει ακοιμήτως, να προσεύχεται αδιαλείπτως, να μελετά το λόγο του Θεού συνεχώς. Κι όλα τούτα, για να ελέγχει τους λογισμούς και τις επιθυμίες του. Γιατί ο άνθρωπος, αμαρτάνοντας, γίνεται αχρείος ενώπιον του Θεού αλλά και του εαυτού του. Πρότυπο του κάθε πιστού άς είναι μονίμως ο Χριστός, για να μπορεί να επιδίδεται στην άσκηση της αρετής καταξιώνοντας τον εαυτό του κι αφθαρτίζοντας τον.

Λόγος έβδομος: «Σε ποιά κατάσταση φθάνει ο μυημένος, όταν διαφυλάξει με τη δική του προσπάθεια τη Χάρη που έλαβε από τα Μυστήρια»
Όσοι παίρνουν τα δώρα της χάριτος έχουν αγαθή θέληση ψυχής στραμμένη προς το Θεό, το μοναδικό στοιχείο που συνιστά τη μακαρία ζωή. Η οδός των Μυστηρίων είναι η μόνη οδός η οποία προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη μέλλουσα ζωή, αφού, προηγουμένως, αποστραφεί την αμαρτία. Φυσικά, ο πιστός φοβάται για τα δεινά που επίκεινται στους ασεβείς, αλλά ελπίζει κι αγαπά το Θεό και το αγαθό. Απ’ αυτό το τελευταίο, ο πιστός μετέχει διαρκώς στη χαρά, γιατί, στην ουσία, χαίρεται με τα θεία αγαθά στα οποία συνυπάρχει ο Θεός. Ο μυημένος αγαπά και μένει στο Θεό κι ο Θεός σ’ αυτόν. Καρπός αυτής της αγάπης είναι η μίμηση του Χριστού. Η ζωή της Χάριτος είναι η όντως ζωή.

Αγίου Νικολάου Καβάσιλα

Ποιός είναι ο σκοπός της πίστεως;

Ποιός είναι ο σκοπός της πίστεως; Η σωτηρία της ψυχής. Ποιος είναι ό καρπός της πίστεως; Η σωτηρία της ψυχής. Επομένως, δεν προσκολλώμεθα στην πίστη για την πίστη, αλλά για τη σωτηρία των ψυχών μας. Κανείς δεν ταξιδεύει χάριν του δρόμου, αλλά επειδή κάποιος ή κάτι τον περιμένει στην άλλη άκρη του δρόμου. Κανείς δεν πετάει ένα σχοινί στο νερό, μέσα στο οποίο κάποιος πνίγεται, χάριν του σχοινιού αλλά χάριν εκείνου ο οποίος πνίγεται. Ο Θεός μας έδωσε την πίστη σαν ένα δρόμο, στο τέλος του οποίου οι ταξιδιώτες θα λάβουν τη σωτηρία των ψυχών τους. Ο Θεός εξέτεινε την πίστη σαν ένα σχοινί σ’ εμάς, οι οποίοι πνιγόμαστε στα μαύρα νερά της αμαρτίας, της άγνοιας και των παθών, ώστε με τη βοήθεια της πίστεως να σώσουμε τις ζωές μας...

Αυτός είναι ο σκοπός της πίστεως. Όποιος γνωρίζει την αξία της ανθρώπινης ψυχής, πρέπει να παραδεχθεί ότι δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε πιο απαραίτητο ή πιο ωφέλιμο από την πίστη. Ένας έμπορος που μεταφέρει πολύτιμους λίθους σ’ ένα πήλινο σκεύος, συντηρεί επιμελώς το σκεύος και το διαφυλάσσει, το κρύβει και το επιτηρεί. Μήπως ο έμπορος μεριμνά και επιβλέπει με τόση φροντίδα το σκεύος, χάριν του σκεύους; Όχι, φροντίζει για τους πολύτιμους λίθους που αυτό περιέχει.
Όλος ο επίγειος βίος μας είναι σαν ένα πήλινο σκεύος στο οποίο κρύβεται ένας ανεκτίμητος θησαυρός. Αυτός ο ανεκτίμητος θησαυρός είναι η ψυχή μας! Ένα σκεύος είναι κάτι ευτελές, αλλά ένας θησαυρός είναι πολύτιμος. Πρέπει να έχει κανείς πίστη, πρώτον στην ανθρώπινη ψυχή· δεύτερον, στη μέλλουσα λάμψη και ένδοξη ζωή της ψυχής στη Βασι­λεία του Θεού· τρίτον στον Ζωντανό Θεό που προσκαρτερεί την επιστροφή της ψυχής, την οποία Εκείνος μάς έδωσε· τέταρτον, στην πιθανότητα μία ψυχή να χαθεί στη δίνη αυτού του κόσμου. Όποιος έχει πίστη στα τέσσερα αυτά στοιχεία θα γνωρίζει πώς να προστατεύσει την ψυχή του κι επιπλέον θα γνωρίζει ότι η σωτηρία της ψυχής του είναι το τέλος του δρόμου του – ο σκοπός της πίστεώς του, ο καρπός της ζωής του, ο σκοπός της υπάρξεώς του επάνω στη γη, και η δικαί­ωση όλων των βασάνων του.
Πιστεύουμε χάριν της σωτηρίας των ψυχών ημών. Όποιος έχει αληθινή πίστη πρέπει να γνωρίζει πως η πίστη υπάρχει χάριν της σωτηρίας της ψυχής. Όποιος νομίζει πως η πίστη εξυπηρετεί άλλον σκοπό, διαφορετικό από τη σωτηρία, αυτός δεν έχει αληθινή, πίστη – ούτε γνωρίζει την αξία της ψυχής του.

Ω Πανθαύμαστε Κύριε Ιησού, Συ ο Οποίος μας έδωσες τη φωτοφόρο και νικηφόρο Πίστη: δυνάμωσε και διατήρησέ την μέσα μας, ώστε να αξιωθούμε ανεπαισχύντως να στα­θούμε προ της Κρίσεώς σου, με τις ψυχές μας αγνές και λαμπροφόρες.
Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Ιούλιος, εκδ. Άθως, σ. 44-46).

Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού

Προσευχές πάλι, οι οποίες διαδέχονται την ανάγνωση, βρίσκουν την ψυχή πιο νεαρή και πιο ακμαία, αφού έχει συγκινηθεί από τον πόθο προς τον Θεό (που προκάλεσε η ανάγνωση). Καλή δε προσευχή είναι εκείνη που προκαλεί μέσα στην ψυχή, σαφή την έννοια του Θεού. Και αυτό είναι ενοίκηση του Θεού, το να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του το Θεό με τη μνήμη. Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν δεν διακόπτεται η συνέχεια αυτής της μνήμης από γήινες φροντίδες, όταν δεν ταράσσεται ο νους από απροσδόκητα πάθη, αλλά αποφεύγοντάς τα όλα ο φιλόθεος αναχωρεί στο Θεό, και εκδιώκοντας ό,τι μας προσκαλεί στην κακία, ενδιατρίβει στις ασχολίες που οδηγούν στην αρετή…

-Πώς κατορθώνει κανείς την συγκέντρωση στην προσευχή;

Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8),
Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού…

- Ποιο είναι το «ταμιείον», στο οποίο προστάζει ο Κύριος να εισέλθει ο προσευχόμενος;

Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό.
Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων.
Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις, μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία;

Μέγας Βασίλειος
(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

diakonima.gr

Aν ποθοῦμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν

Ἄν ποθοῦμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νά ἔχουμε πολλή προσοχή καί ἐπιμέλεια καί προθυμία στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Για νά σωθοῦμε, δέν φτάνει μόνο νά πιστεύουμε στόν ἀληθινό Θεό καί νά εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Πρέπει καί ν᾿ ἀγωνιζόμαστε «τόν καλόν ἀγῶνα», νά ζοῦμε «ἀξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν», δηλαδή νά κάνουμε καί ἔργα χριστιανικά, ἀφοῦ εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί καί τιμημένοι μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. 

Ἄς μή νομίζουμε πώς θά σωθοῦμε μόνο μέ τήν πίστη. Ἡ πίστη χωρίς ἔργα δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ὁ Κύριος βέβαια εἶπε, ὅτι «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὁ ἴδιος ὅμως εἶπε καί τοῦτο: Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι “Κύριε, Κύριε” εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιά κείνους πού δέν ἔχουν καλά ἔργα: «Θεόν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δέ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοί ὄντες καί ἀπειθεῖς καί πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἀδόκιμοι». 

Ἄν σωζόταν κανείς μόνο μέ τήν πίστη, τότε ὅλοι θά ἐξασφάλιζαν εὔκολα τή σωτηρία. Γιατί «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι». Ἄς θυμηθοῦμε αὐτό πού ἔλεγαν οἱ δαίμονες μέ τό στόμα τῆς «μαντευομένης παιδίσκης» τῶν Φιλίππων γιά τούς ἀποστόλους Παῦλο καί Σίλα: Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδόν σωτηρίας». Αὐτοί λοιπόν οἱ δαίμονες, πού πιστεύουν, καταδικάστηκαν στή γέεννα τοῦ πυρός γιά τά πονηρά τους ἔργα. 

Ὅπως τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι ἀκίνητο καί ἀνενέργητο, ἔτσι καί ἡ πίστη χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο, πού μέ τόση ἐνάργεια τονίζει: «Τί τό ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐάν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δέ μη ἔχῃ; Μή δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; Ἐάν δέ ἀδελφός ἤ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι καί λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, “ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε”, μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τό ὄφελος; Οὕτω καί ἡ πίστις, ἐάν μή ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». 

Μετά ἀπ᾿ αὐτά, εἶναι φανερό πώς πρέπει νά ἔχουμε καί ἔργα μαζί μέ τήν πίστη. Καί ὅποιος ἔχει, εἶναι καλύτερος ἀπ᾿ αὐτόν πού κάνει θαύματα. Ἀλήθεια, τί ὠφελεῖται ἐκεῖνος πού κάνει θαύματα τώρα, ἀλλά θά χάσει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Πῶς θά σωθεῖ ἀκόμα κι ἕνας θαυματουργός, ἄν δέν ἔχει ἔργα, πού θά τόν δικαιώσουν; Νά γιατί ὁ Χριστός προειδοποίησε ρητά: «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· “Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν;” Καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν”». Βλέπουμε λοιπόν, πώς κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν χαρίσματα θαυματουργίας, προφητείας κ. ἄ., δέν μποροῦν νά ὠφελήσουν τόν ἑαυτό τους χωρίς ἔργα. 

Ὅποιος πιστεύει πραγματικά στόν Θεό καί στήν πρόνοιά Του, αὐτός σκορπίζει στούς φτωχούς τά χρήματά του, ἐλπίζοντας ὅτι θά πάρει «μισθόν ἑκατονταπλασίονα» καί θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις: «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά, καί τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε». 

Ὅποιος πιστεύει, ἀγωνίζεται νά ταπεινωθεῖ, μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, εἶναι πρᾶος καί εἰρηνικός, μισεῖ τήν ἀδικία καί ἀγαπάει τή δικαιοσύνη, γιατί θυμᾶται τό ψαλμικό: 
«Ὁ ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τή νἑ αυτοῦ ψυχήν». 

Ὅποιος πιστεύει, ὑπομένει ἀγόγγυστα κάθε πειρασμό, γιά νά στεφανωθεῖ μέ τό στεφάνι τῆς ἄφθαρτης δόξας. Φυλάει τή σωφροσύνη καί δέν μολύνει τόν ἑαυτό του μέ πορνεῖες καί ἄλλες ἀκαθαρσίες, γνωρίζοντας πώς ὅποιοι μολύνουν τά σώματά τους δέν θά σωθοῦν: «πόρνους γάρ καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός». 

Αὐτός πού πιστεύει ἀληθινά, δέν εἶναι ὀκνηρός καί ἀμελής στήν προσευχή, δέν κατακρίνει κανένα καί δέν ἀκολουθεῖ «τήν εὐρύχωρον ὁδόν», ἀλλά «τήν στενήν καί τεθλιμμένην». Δέν ἀγαπάει τόν κόσμο οὔτε γονεῖς, ἀδέλφια, γυναίκα καί παιδιά περισσότερο ἀπό τόν Κύριο. Δέν ξεφαντώνει μέ μεθύσια καί ἁμαρτωλά τραπέζια, ὅπου ἀκούγονται τραγούδια καί λόγια ἄσεμνα, ἀλλά θυμᾶται τόν θάνατο καί τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Γι᾿ αὐτό προσεύχεται καί νηστεύει, καί ἐγκρατεύεται καί ἑτοιμάζεται ὅπως πρέπει, γιά νά δώσει «καλήν ἀπολογίαν» στόν οὐράνιο Κριτή. 

Ὅσοι πιστεύουν, ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μισοῦν τά πονηρά ἔργα. Δέν μνησικακοῦν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ τους καί δέν ἀποδίδουν κακό στό κακό. Κάνουν καλό σ᾿ αὐτούς πού τούς κακομεταχειρίζονται, εὐλογοῦν αὐτούς πού τούς καταριῶνται καί ὑπομένουν καρτερικά αὐτούς πού τούς κατατρέχουν. Ὅταν τούς βρίζουν, χαίρονται. Ἔχουν ἀγάπη καθαρή, ἀνόθευτη καί ἀληθινή, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά λέει: «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καί ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου». Τέτοια ἀγάπη εἶχε καί ὁ προφήτης Μωϋσῆς, πού, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες ἀρνήθηκαν τόν Θεό καί προσκύνησαν ἕνα εἴδωλο – ἕνα χρυσό μοσχάρι – τούς εἶπε: «Ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην· καί νῦν ἀναβήσομαι πρός τόν Θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν». Καί ἀνέβηκε στό ὄρος Σινᾶ καί εἶπε στόν Θεό: «Δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαός οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεούς χρυσοῦς. Καί νῦν εἰ μέν ἀφεῖς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δέ μή, ἐξάλειψον κἀμέ ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας». Τέτοια διάθεση εἶχε καί ὁ προφήτης Δαβίδ, ὅταν ἔλεγε: «Μετά τῶν μισούντων τήν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός». 

Ὅσοι πιστεύουν, δέν ξέρουν τί εἶναι ὑποκρισία ἤ κολακεία ἤ προσωποληψία, γιατί σ᾿ ὅλες τους τίς ἐνέργειες εἶναι εὐθεῖς, τίμιοι καί εἰλικρινεῖς. Δέν ὑπερηφανεύονται καί δέν «ὑψηλοφρονοῦν» γιά τούς ἐπαίνους καί τίς κολακεῖες, πού τούς κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἀποστρέφονται τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἀκολουθώντας τήν ὑπόδειξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ». 

Ὅσοι πιστεύουν, δέν λένε ποτέ ψέματα, δέν εἶναι πλεονέκτες, δέν κοινωνοῦν ἀνεξομολόγητοι, δέν κατακρίνουν τούς ἄλλους. Μέ δυό λόγια, βαδίζουν προσεκτικά καί σταθερά στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, καί πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν ὄχι μέ τά λόγια, ἀλλ᾿ «ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ». 

Βλέπετε τώρα πῷς ζοῦν ὅσοι πιστεύουν; Λοιπόν, πῶς εἶναι δυνατό νά θεωροῦμε κάποιον πιστό, ὅταν εἶναι φτωχός σέ ἔργα; 

Ἄν πιστεύουμε πραγματικά, ἄς πολεμήσουμε τήν ἁμαρτία καί ἄς ἀφήσουμε κάθε κακό, πού μέχρι τώρα κάναμε. Ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ προθυμία, γιά νά βρεθοῦμε ἕτοιμοι μπροστά στόν Κύριο τή φοβερη ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἄς ξυπνήσουμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Ἄς ἐπανορθώσουμε τά σφάλματά μας καί ἄς διώξουμε τούς πονηρούς λογισμούς. Ἄς προσπαθοῦμε νά ἐκπληρώνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά νά στεφανωθοῦμε ἀπ᾿ Αὐτόν καί νά κληρονομήσουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σέ κείμενο τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ) 

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή. 

Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης