.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»

Ἰδοὺ τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔ­­­λα­βε ὁ προβληματιζόμενος Ψαλμω­δὸς γιὰ τὸν σκανδαλισμὸ ποὺ δοκίμαζε βλέποντας τοὺς ἀσεβεῖς νὰ εὐτυχοῦν. Μέσα στὸ «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ», τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ μπῆκε, φωτίστηκε. Εἶδε σὲ ὅραμα τὰ μέλλοντα ὡς γεγονότα. Γράφει: Τώρα βέβαια οἱ ἀσεβεῖς εὐτυχοῦν. Ἀλλὰ γιὰ τὶς δολιότητές τους τοὺς ἐπεφύλαξες, Κύριε, συμφορές· τοὺς γκρεμοτσάκισες γιὰ τὴν ἔπαρσή τους καὶ τοὺς σώριασες σὲ ἐρείπια (Ψαλ. οβ΄ [72] 18). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ βαδίζουν σὲ δρόμους ὀλισθηρούς. Ἡ εὐτυχία τους δὲν ἔχει σταθερὴ βάση, διότι δὲν στηρίζεται στὴν εὔνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὥστε ἡ λάμψη καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἁμαρτωλῶν πλουσίων εἶναι ἐφήμερα. Ἡ δὲ καταστροφή τους εἶναι βέβαιη, ἔρχεται ξα­φνικὰ καὶ εἶναι πολὺ μεγάλη. ­Ἀνθίζουν προσωρινά, ἀλλὰ καταστρέφονται ­ξαφνικὰ καὶ γιὰ πάντα. Διερωτᾶται ὁ ­Ψαλμωδός: «Πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα;». Καὶ ἀπαντᾶ: «Ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν» (στίχ. 19). Πῶς ἐρημώθηκαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή; Ἐξαφανίστηκαν καὶ χάθηκαν γιὰ τὶς πολλές τους ἁμαρτίες! Ὅλα λοιπὸν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ πολλοὶ ὑμνοῦν τοὺς ἁμαρτωλοὺς πλουσίους, τοὺς θαυμάζουν, τοὺς ζηλεύουν, διαλύονται ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ· οἱ ἴδιοι δὲ θὰ τιμωρηθοῦν μὲ «ὄλεθρον αἰώνιον» μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξη δύναμή Του (Β΄ Θεσ. α΄ 9). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ στηρίξει ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀνατρέπει. Ἡ ἀνατροπή, ἡ ἐξαφάνιση καὶ ἡ ἐρήμωσή τους θὰ ἔλθει ὡς ἀπρόσμενη καὶ μεγάλη ἔκπληξη στοὺς ἰδίους καὶ στοὺς γύρω τους ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔζησαν χωρὶς φόβο Θεοῦ, τώρα ὅμως ἡ εὐτυχία τους καταστρέφεται ὁλοσχερῶς. Δὲν τοὺς ἀπομένει καμία ἐλπίδα ἀναπαύσεως. Ὅσο ψηλότερα ἀνέβηκαν εὐτυχοῦντες, τόσο ὀδυνηρότερη θὰ εἶναι ἡ ξαφνικὴ πτώση τους!

Γιατί λοιπὸν νὰ ζηλεύουμε τὴν εὐτυχία τους, ἡ ὁποία σβήνει σὰν ὄνειρο θερινῆς νυκτός; Λέγει ὁ Ψαλμωδός: Σὰν ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει καὶ χάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνᾶ καὶ σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἔτσι ἐκμηδένισες, Κύριε, τὴν παρουσία τους καὶ τὸν θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά τους στὴν πόλη σου Ἱερουσαλήμ. Ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσίαζαν οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι ἦταν ἑλκυστικὴ ὅπως ἕνας ὡραῖος ζωγραφικὸς πίνακας, ἀλλὰ καὶ εὐδιάλυτη σὰν ἕνα ἀντικείμενο τῆς φαντασίας (στίχ. 20). Γράφει καὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος: «Ὅταν ἰδῇ τινὰς ἕνα καλὸν καὶ ποθητὸν ὄνειρον, ἔπειτα, ἀφοῦ ἐξυπνίσῃ λυπεῖται διατὶ ἐφάνη ματαία καὶ ψευδὴς ἡ ἀπόλαυσίς του (...) τοιαύτη γὰρ εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη τρυφὴ καὶ δόξα καὶ εὐτυχία, ὁμοία μὲ τὰ ὄνειρα, διὰ τὸ ἀβέβαιον καὶ τὴν ταχεῖαν αὐτῆς μεταβολήν»1. Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σχολιάζει: Ἡ ἀνύψωση (τῶν ἀσεβῶν πλουσίων) θὰ καταλήξει σὲ πτώση. Αὐτὸς δὲ ὁ κατὰ τὸ παρὸν πλοῦτος τους θὰ ἀποδειχθεῖ ὅπως τὰ ὄνειρα ἐκείνων ποὺ ὀνειρεύονται, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ πιὸ ἀδύνατα ἀπὸ τὴ σκιά2.
Ὅλα λοιπὸν διαλύονται καὶ χάνονται ὅπως τὸ ὄνειρο, στὸ ὁποῖο βλέπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του βασιλιά, ὅταν ὅμως ξυπνήσει, διαπιστώνει ὅτι εἶναι οὐσιαστικὰ ζητιάνος! Πολὺ ζωντανὰ περιγράφει ὁ προφήτης Ἡσαΐας τὴν κατάσταση αὐτή: Εἶναι, λέγει, σὰν ἐκείνους ποὺ πίνουν καὶ τρῶνε στὸν ὕπνο τους καὶ στὸ ὄνειρό τους. Ὅταν ὅμως ξυπνήσουν καὶ σηκωθοῦν, τὸ ὄνειρο παρουσιάζεται μάταιο καὶ ἄδειο ἀπὸ πρα­γματικότητα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ διψᾶ βλέπει ὄνειρο ὅτι πίνει, ὅταν ὅμως σηκωθεῖ, ἀκόμη διψᾶ, ἡ δὲ ψυχή του μάταια ἔλπισε, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο (Ἡσ. κθ΄ [29] 8). Ἂς μὴ θαυμάζουμε καὶ ἂς μὴ φθονοῦμε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἀποδοκιμάζει. Ἂς ἐνθυμούμαστε πῶς ἀποδοκίμασε ὁ Κύριος τὸν ἄφρονα πλούσιο τῆς γνωστῆς Παραβολῆς, λέγοντάς του σὲ ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλεε σὲ πελάγη εὐτυχίας καὶ δὲν περίμενε νὰ ἀκούσει: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»! (Λουκ. ιβ΄ [12] 20).
Ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία αὐτὴ ἀποκάλυψη ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του, διότι πράγματι παρασύρθηκε σὲ πλανεμένες σκέψεις, διότι φθόνησε τὴν εὐτυχία τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι ἀναστατώθηκε ἐσωτερικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιωθοῦν τὰ συναισθήματά του (στίχ. 21). Ὁμολογεῖ ὅτι ἔσφαλε. Ἀφοῦ λοιπὸν διδάχθηκε πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι Ἐκεῖνος ὅλα τὰ διοικεῖ καὶ τὰ οἰκονομεῖ μὲ κρίση καὶ σοφία, διακηρύσσει μὲ παρρησία: Στὴ ζάλη τῶν λογισμῶν, χαμένος στὶς σκέψεις μου καὶ ἐξουθενωμένος, μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὴν ὀλιγοπιστία μου δὲν καταλάβαινα τίποτε. «Κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί» (στίχ. 22). Ἔγινα μπροστά σου σὰν τὸ κτῆνος· ὅπως αὐτὸ δὲν κατανοεῖ τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις, ἔτσι κι ἐγὼ δὲν κατανοοῦσα τότε τὶς θεῖες βουλές σου, Κύριέ μου. Τὸ κτῆνος οὔτε σκέπτεται οὔτε βλέπει τὸ αὔριο. «Δίκην κτήνους ἀλόγου διετέλεσα», σχολιάζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος3. Ὁ δὲ Ἡσύχιος παρατηρεῖ: «Κτήνους ἴδιον τὸ πλανᾶσθαι»4· εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ κτήνους τὸ νὰ πλανᾶται.
Φθόνησε τοὺς ἁμαρτωλοὺς πλουσίους ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδός.Ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὅλη συμπεριφορά τους καὶ ἔπαθε σύγχυση, ὀλιγοπίστησε, κλονίστηκε. Τώρα ὅμως ἀναγνωρίζει ταπεινὰ τὸ λάθος του καὶ ὁμολογεῖ ἀνοικτὰ τὴν πλάνη του. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του λέγοντας: Κύριέ μου, μπροστὰ στὴν πανσοφία σου καὶ τὴν παναγάπη σου ἔγινα σὰν τὸ κτῆνος μπροστὰ στὶς βουλὲς τοῦ ἀφεν­τικοῦ του. Ἐκφράζει δηλαδὴ ὁ Ψαλμωδὸς ὅ,τι καὶ ὁ Παροιμιαστής, ὁ ὁποῖος ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖ: Ἐγὼ ἀπὸ ἀπόψεως ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶμαι ὁ πλέον ἀμαθής, καὶ δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμένα σοφία καὶ σύνεση ἀνθρώπινη· ὑπολείπομαι πολὺ ἀπὸ ὅλους (Παρ. λ΄ [30] 2). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰώβ, ἀφοῦ φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὁμολόγησε: Ἐξουδένωσα καὶ ἐλεεινολόγησα τὸν ἑαυτό μου καὶ συντρίφθηκα συναισθανόμενος τὴν πλάνη μου, θεωρῶ δὲ τὸν ἑαυτό μου χῶμα καὶ στάκτη! (Ἰὼβ μβ΄ [42] 6). Ὁ δὲ Δαβίδ, ὅταν κάποτε σκέφθηκε καὶ ἐνήργησε μὲ τρόπο καθαρὰ ἀνθρώπινο, κατόπιν ὀνόμασε τὴν ἐνέργειά του μωρία καὶ ἀναφώνησε: Συγχώρησέ με, Κύριε, «ὅτι ἐμωράνθην σφόδρα», διότι ἐνήργησα σὰν ἕνας πάρα πολὺ ἀνόητος ἄνθρωπος (Β΄ Βασ. κδ΄ [24] 10).
Ἂς μὴν εἴμαστε λοιπὸν εὔκολοι νὰ κρί­νου­με τὶς ἐνέργειες τοῦ ἁγίου Θεοῦ.
Σὲ περιπτώσεις ἀμφιβολίας καὶ ­ὀλιγοπιστίας, ἂς ζητοῦμε τὸν ἅγιο φωτισμό Του καὶ ἂς περιμένουμε τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν ­γεγονότων. 
……………………………………………………………………………………………
1. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου - Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», τόμ. Β΄, σελ. 279-280.
2. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς Ψαλ. 72, 19, PG 27, 332Α.
3. Μ. Ἀθανασίου, ὅ.π., PG 27, 332Β.
4. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου - Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, ὅ.π., σελ. 282.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Η θρησκευτικότητα που επιβάλλεται από τον φόβο

«Ἐνθυμοῦμαι, ἀγαπητοί, κατά τόν πόλεμο τοῦ ’40 ἀλλά καί τήν γερμανική κατοχή ἐγέμιζαν οἱ ἐκκλησίες. Ὅποιος ἀπό σᾶς εἶναι ἡλικιωμένος θά τό θυμᾶται αὐτό.

Γέμιζαν οἱ ἐκκλησίες, γιατί κάποιο παιδί, κάποιος πατέρας, κάποιος ἀδελφός ἦταν στρατιώτης καί κινδύνευε νά φονευθεῖ, καί ἔτρεχε ἡ μάνα, ἡ ἀδελφή, ἡ σύζυγος στήν ἐκκλησία ξημερώματα, νά προσευχηθοῦν, νά φυλάξει ὁ Θεός τό γιό, τό σύζυγο, τόν ἀδελφό. Ἐλευθερωθήκαμε καί ἄδειασαν οἱ ἐκκλησίες. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε; Κάποιο συμφέρον εὐτελές, μία ἰδιοτέλεια, ὄχι γιά λόγους πνευματικούς. Καί ἀποκαλύπτεται ἐδῶ ὅτι δέν ὑπῆρχε βάθος μετάνοιας.Δηλαδή, μία θρησκευτικότητα πού ἐπιβάλλεται ἀπό τό φόβο. Φοβόμαστε καί τρέχομε κοντά στό Θεό, ὄχι ὅμως ἀπό ἀγάπη στό Θεό.

Ἀγαπητοί μου, ἄν θά εἶχα νά σᾶς ἀφήσω μία παραγγελία ἀπό ὅσα σᾶς ἔχω πεῖ τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες, θά ἦταν αὐτό πού θά σᾶς πῶ τώρα: Μήν πλησιάζετε τό Θεό, γιατί ἔχετε κάποια αἰτήματα, κάποια θέματα, νά εἴμαστε ὑγιεῖς, νά βγάζουμε τό ψωμί μας τό καθημερινό, νά ἔχομε μία ἀσφάλεια κοντά στό Θεό, νά μήν πάθομε τοῦτα ἤ ἐκεῖνα. Ὄχι. Καλά εἶναι ὅλα, ναί, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἔχω νά σᾶς πῶ εἶναι: Προσεγγίζετε τό Θεό, γιατί φτάσατε νά τόν ἀγαπᾶτε. Καί ἄν ὁ Θεός σᾶς παραδώσει σέ δοκιμασίες, μή στραφεῖτε ἐναντίον Του. Ὅταν κρίνει ὁ Θεός, ἐκεῖνον πού τόν ἀγαπᾶ τόν δοκιμάζει, ὄχι γιά νά μάθει ποιός εἶναι, ἀλλά γιά νά μάθει ὁ δοκιμαζόμενος ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη του στό Θεό.

Ἔτσι, βλέπετε ἁγίους ἀνθρώπους νά τούς δοκιμάζει ὁ Θεός. Νά πῶ γιά τόν Ἰώβ, νά πῶ γιά τόν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ καί τούς μάρτυρες; Ὅλους αὐτούς ὁ Θεός τούς ἐδοκίμασε. «Κύριε, ἐγώ σέ ἀγαπῶ καί Ἐσύ μέ ἀφήνεις νά ὑποστῶ μαρτύριο;». Ἀλλά ὁ ἀληθινά ἀγαπῶν τό Θεό ποτέ δέ θά τό πεῖ αὐτό. Θά πεῖ: «Ἐπειδή σέ ἀγαπῶ, γι’ αὐτό καί στό μαρτύριο θά πάω!». Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ Παῦλος: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;». Δέν εἶπε: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ», ἀλλά «ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Πολλοί λένε ὅτι πιστεύουν, ἀλλά δέν ἔχουν ἀνεπτυγμένη τήν ἀγάπη, ὄχι τήν ἀγάπη στόν πλησίον, ἀλλά τήν ἀγάπη στό Χριστό. Δέν μπορεῖς νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὀρθῶς, ἄν δέν ἀγαπήσεις τό Χριστό! Καί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τό Χριστό, ἀγαπᾶ καί τίς εἰκόνες Του, τόν πλησίον του. Διαφορετικά, ἔχομε οὐμανισμούς κτλ.

Ἄν περάσομε δύσκολες μέρες, δέν θά μᾶς σώσει ἡ πίστη, ἀλλά θά μᾶς σώσει ἡ ἀγάπη στόν Ἰησοῦ Χριστό! Σᾶς τό καταθέτω».

Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος

“Είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι γευθήκαμε την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως…”

*Ένα μοναδικό άρθρο-κείμενο (απόσπασμα) του Μακαριστού π. Γεωργίου Καψάνη, που αγγίζει όλους τους συνειδητούς Χριστιανούς, μέσα από την ανάλυση που κάνει ο Μακαριστός π. Γεώργιος. Αξίζει οπωσδήποτε να το διαβάσετε.

…Δεν είμαστε Χριστιανοί επειδή μεγαλώσαμε σε χριστιανικό περιβάλλον και από μικροί εκκλησιαζόμεθα, κοινωνούσαμε και μαθαίναμε “του Θεού τα πράγματα”. Ολ’ αυτά ήταν μεγάλα και ανεκτίμητα δώρα Θεού στην ζωή μας. Εύνοια του Θεού, “ης ουκ έσμεν άξιοι”.

Ωστόσο γίναμε Χριστιανοί, γιατί με την χάρη του Θεού ψάξαμε, διαβάσαμε, αμφιβάλαμε με καλή προαίρεση, ρωτήσαμε, πεισθήκαμε, αγωνιστήκαμε, πληροφορηθήκαμε, και τελικά αναπαυθήκαμε. Ζήσαμε και περάσαμε τις δυσκολίες της εφηβικής αντιλογίας, του νεανικού προβληματισμού, της ανθρώπινης αδυναμίας να αποδεχθεί εύκολα την “μωρία” του Ευαγγελικού νόμου.

Κι όμως η Χάρις του Θεού μας ανέπαυσε. Γι’ αυτό γίναμε, είμαστε και μένουμε με τη βοήθειά Του Χριστιανοί. Μάθαμε για τις άλλες θρησκείες, για πάμπολα φιλοσοφικά και ιδεολογικά συστήματα και θεωρίες, και σε μερικές μάλιστα εγκύψαμε προς καιρόν. Παρακολουθήσαμε από κοντά ρεύματα και νοοτροπίες, παλιές και σύγχρονες, μα τίποτε δεν μας ανέπαυσε πραγματικά.

Μείναμε Χριστιανοί, γιατί πρώτα-πρώτα πεισθήκαμε με μια προσωπική εμπειρία. Με προσωπική μετοχή μας στο μέγα και ανεκλάλητο μυστήριο του ζώντος Θεού, του Σωτήρος Χριστού, όσο κι αν ταπεινά και ανάξια είναι τα μέτρα μας. Αλλά πεισθήκαμε και λογικά, ότι η πίστη μας στον Χριστό είναι η μόνη πίστη που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους από τον ίδιο τον Θεό και δεν είναι ανθρώπινη επινόηση και κατασκεύασμα…

Είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι γευθήκαμε την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, της μόνης ορθής πίστεως στον Χριστό, της Πίστεως των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων, της αμωμήτου Πίστεως των Αγίων Πατέρων. Δεν καυχώμαστε για δική μας αρετή. Δεν καυχώμαστε για προσωπική μας αγιότητα. Καυχώμαστε όμως εν Κυρίω για την Πίστη μας, την αληθινή Πίστη του αληθινού Θεού…

Δεν είμαστε ευκολόπιστοι και αφελείς. Ερευνήσαμε, περιεργασθήκαμε, επισταμένως ρωτήσαμε για τις άλλες θρησκείες, τις άλλες φιλοσοφίες, τα άλλα “χριστιανικά” δόγματα, αλλά δεν πήραμε απάντηση που να μας αναπαύει.

Αντιθέτως είδαμε τα τρωτά κι αδύναμα σημεία τους. Μάθαμε τα πολύπλοκα αλλά και διάτρητα συστήματά τους και τις αόριστες θεωρίες τους, που συγχίζουν πιο πολύ τον άνθρωπο. Άλλα απ’ αυτά τα ελέγξαμε ως ζοφ’ωδη, και άλλα τα καταγελάσαμε ως μύθους και ανόητα, απίστευτα παιδικά παραληρήματα. Άλλα εύκολα αποδείχθηκαν νόθα και πλαστά, ανίκανα να εγγίσουν και να ξεδιψάσουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτόν τον ταλαιπωρημένο από τα παραστρατήματά του σημερινό άνθρωπο, η ψυχή του οποίου διψά το καθαρό θείο ύδωρ της αλήθειας.

Και καταλήξαμε: Τίποτε δεν μας ικανοποίησε, τίποτε δεν επλήρωσε τον όλο άνθρωπο ως τα βαθύτατά του είναι του, τίποτε δεν μας ανέπαυσε, παρά μόνο η Ορθόδοξος Πίστη μας στον Χριστό. Και πάλι τίποτε, ούτε ένα σημείο, ούτε μία κεραία, μία λεπτομέρεια, ούτε για μια στιγμή δεν μας άφησε αμφιβολία που να “προδώσει” και να μειώσει μέσα μας την ακλόνητη, με την Χάρη του Θεού, πίστη μας για την μοναδικότητα της αληθείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της μόνης Εκκλησίας.

*(απόσπασμα του άρθρου από το βιβλίο).
από το βιβλίο: “Ο εν Χριστώ αγώνας” (έκδοση Ι.Μ. Γρηγορίου – Άγιον Όρος)

Καί σήμερα ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας




..Καί σήμερα ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας. Καί σήμερα ἡ Παναγία μας δέεται καί πρεσβεύει. Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτήν ἔχουμε ὡς πρέσβειρα, ὡς Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν. Εἴμαστε «πάντοθεν πολεμούμενοι», ἀλλά «ἐν πάσει περιστάσει καί ψυχῆς θλίψει» «πρός τίνα καταφύγωμεν»; πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Νά ἱκετεύσουμε τήν Παναγία μας ὅπως ὁ πονεμένος ποιητής τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, αὐτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρης, ὁ ὁποῖος σήκωνε τόν δικό του σταυρό, τῆς ἀνίατης ψυχικῆς του ἀσθένειας, «Βλέψον ἰλέῳ ὄμματί σου καί ἐπίσκεψαι τήν κάκωσιν ἧν ἔχω». «Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σέ μόνην καυχῶμαι». Σ’ Αὐτήν νά καταφεύγουμε μέ θάρρος καί ἡ γλυκειά μας Παναγιά δέν θά μᾶς ἀπογοητεύσει, δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ.

«Ἄλλοι σέ κράζουν ἔλεος, ἐλπίδα ὁ θλιμμένος
Βασίλισσα τῆς Ἐκκλησιᾶς Σέ κράζει ἡ καμπάνα
ἐλεημοσύνη ὁ φτωχός, νερό ὁ διψασμένος
μά ἡ καρδιά μας, Δέσποινα, αὐτή Σέ κράζει «μάνα»!


Δεκαπενταύγουστος σε καιρούς αποστασίας

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2015. Ένα ήδη οδυνηρό καλοκαίρι βαίνει αργά προς το τέλος του, προοιωνίζοντας δυστυχώς ακόμη πιο επώδυνες μέρες. Μέρες θλίψης και ανέχειας. Αλλά και αγωνίας για όλους όσους βλέπουν πια τα μαύρα σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από τη ρημαγμένη χώρα και - βλέποντάς τα - συνειδητοποιούν τα πασίδηλα πλέον σημεία των καιρών…

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Λίγες μόλις ώρες αφότου, θεαρχίω νεύματι οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, εκ περάτων συνέδραμον του κηδεύσαι την της ζωής Μητέρα. Αι δε υπέρταται των ουρανών δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι, το θεοδόχον σώμα προέπεμψαν, τω δέει κρατούμεναι. Και σπεύσαμε βέβαια μαζικά κι εμείς να πλημμυρίσουμε τις εκκλησιές. Μα ειλικρινά δεν ξέρω τι κατορθώσαμε να αισθανθούμε και πάλι από το μεγάλο μας Πάσχα του καλοκαιριού. Τι κατορθώσαμε να της πούμε και τι να της ζητήσουμε. Ποιο δώρημα δηλαδή που να ταιριάζει πραγματικά προς το συμφέρον της αιτήσεως…
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε καιρούς κλιμακούμενης απόγνωσης. Η προσωρινή αποτροπή της οικονομικής καταστροφής, μετά την περιπέτεια του περασμένου Ιουλίου, έφερε μεν για λίγο κάποια αισθήματα ανακούφισης, όμως όσο περνάει ο καιρός, αυτό που επέρχεται είναι φανερό πως κυοφορεί καταστάσεις τραγικές. Φέρνει πιο κοντά την εκποίηση της χώρας, τον όλεθρο των μικρομεσαίων, τη νέκρωση της αγοράς, τη δημογραφική ερήμωση, την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε ξένα αφεντικά. Και μάλιστα όλα αυτά με σφραγίδα…αριστεροφανούς «προοδευτικότητας», εξ ου και η πραγματική πηγή απελπισίας για ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, το οποίο στήριξε τις έσχατες ελπίδες του για πολιτική ανατροπή σε ένα μόρφωμα που συσπείρωσε τα τελευταία χρόνια τις περισσότερες δυνάμεις του λεγόμενου αντιμνημονιακού χώρου. Ενός λαού που και πάλι προδόθηκε, γιατί βέβαια διέπραξε για μια ακόμη φορά το ίδιο τραγικό λάθος, πεποιθώς επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία. Και τώρα που προδόθηκε, απόμεινε μουδιασμένος να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Πιο παθητικά και υποτονικά από κάθε άλλη φορά. Ίσως γιατί νιώθει ότι δεν έχει πού να ελπίσει πλέον.
Και γιατί άραγε να ξέρει πού να ελπίσει αυτός ο λαός της αποστασίας, που έχει τόσο πολύ εθιστεί πια στο να παρακολουθεί αποχαυνωμένος «υπερήφανους ομοφυλόφιλους» (να παρελαύνουν ή να συμβιώνουν δια νόμου), στο να καίγεται μόνο για τον απλό πονοκέφαλο της οικονομικής κρίσης (μη δίνοντας δεκάρα για τον θανατηφόρο καρκίνο της πνευματικής κατάρρευσης) και στο να καταπίνει αμάσητα τόσα και τόσα νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια; Είναι πραγματικά τόσο βαθιά πλέον η παρακμή μέσα στο άθλιο ψευδοκράτος που εδώ και δεκαετίες παράγει κυρίως απάτη κι ασυναρτησία, ώστε είναι ν’ απορείς ποια απερινόητη μεγαλοθυμία του Ετάζοντος καρδίας και νεφρούς μάς κρατάει ακόμα και δεν μας καταποντίζει οριστικά μες στ’ αποκαΐδια. Και την ίδια ώρα βέβαια δεν ξέρεις και πού να στρέψεις το βλέμμα, αναζητώντας δειλά κάποιο μικρό στήριγμα. Όλα υπό διάλυσιν, όλοι οι θεσμοί ξεχαρβαλωμένοι απ’ τη φαυλότητα ή τη μετριότητα, όλα να καταρρέουν με κρότο εκκωφαντικό. Πολιτικές δυνάμεις απαξιωμένες κάτω από το ασήκωτο βάρος δεκαετιών ανομίας και χυδαιότητας. Μια απερίγραπτη κυβέρνηση που δεν απέτυχε μόνο παταγωδώς στις έωλες υποσχέσεις για απαλλαγή από τα μνημόνια, αλλά βρίσκει πλέον τις ευκαιρίες - πότε μες στον ορυμαγδό και πότε χάρη στο γενικό μούδιασμα - για να περνά ανενόχλητη εθνοκτόνες διατάξεις και νομοσχέδια μηδενιστικά. Μια Δικαιοσύνη σε πλήρη ανυποληψία, μια Υγεία σε πλήρη διάλυση, μια Παιδεία ταγμένη στο να παράγει όχι συγκροτημένους πολίτες, αλλά αφελληνισμένα, παραζαλισμένα και αναλφάβητα ανθρώπινα κοπάδια. Και ταυτόχρονα βέβαια να βλέπεις κι ανθρώπους σοβαρούς, ακόμη κι ανθρώπους κοντινούς σου, να εξακολουθούν να τυρβάζονται περί όνου σκιάς, να συνεχίζουν ακόμη και τώρα - παρά τα σημεία των καιρών - να ομφαλοσκοπούν, με την επί χρόνια κεκτημένη αδράνεια της πλέον αυτιστικής εσωστρέφειας. Μια θλίψη τα πάντα λοιπόν. Θλίψη και απογοήτευση.
Και λίγο πιο πέρα φυσικά, η θλιβερή σύναξη των εκκλησιαστικών μας ταγών, πάντοτε ασελγούσα (πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων) επί του Σώματος και του Αίματος του εν ύδασι την γην Κρεμάσαντος. Από τη μια με τις οικουμενιστικές ή μασωνικές ακαθαρσίες μέσα στις οποίες βυθίζονται πια τόσοι και τόσοι ιεράρχες μας, από την άλλη με τις πάντα ανοιχτές και κακοφορμισμένες πληγές της ελλειμματικής πνευματικότητας, της σιμωνίας, του καριερισμού, της εκκοσμίκευσης, της αδιαφορίας για τα πάντα. Οπότε τι μας απομένει πλέον άραγε ως παρηγοριά;
Μα να λοιπόν τι μας απομένει. Η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς και δύναμης. Ο γλυκασμός των αγγέλων, η χαρά των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων. Το άρρηκτον τείχος μας, ο ηλιοστάλακτος θρόνος, η ακαταίσχυντος προστασία, η αμετάθετος μεσιτεία μας προς τον Ποιητήν. Μαζί της, μάς απομένει και η γη μας, μια γη γεμάτα κόκαλα αγίων, ποτισμένη με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, σμιλεμένη απ’ τον πόνο και το δάκρυ, μπολιασμένη απ’ τα ατέλειωτα βάσανα και τους καημούς της Ρωμηοσύνης. Και μας απομένουν βέβαια κι οι λίγες φωνές όσων τάχθηκαν να φυλάγουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες - και θα συνεχίσουν φυσικά να το πράττουν, παγερά αδιάφοροι για το αν «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ψυχές που αγωνίζονται στην αφάνεια, «ελεύθεροι κι ωραίοι που ζουν σε κάποιες φυλακές» (στα μοναστήρια και στον κόσμο) και μας κρατάνε ακόμη όρθιους.
Κι από πίσω τους βαδίζουμε στα σκυφτά κι εμείς, με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες μας, στα μικρά μας μετερίζια εδώ και χρόνια. «Είμαστε ακόμα εδώ, ψάχνοντας στα τυφλά καινούργιους δρόμους», όπως θα τραγούδαγαν κι οι Κατσιμιχαίοι. Κι είναι στα τυφλά βέβαια, γιατί κι εμείς ελάχιστα νιώσαμε στον δρόμο - κι όσα κι αν μάθαμε να λέμε για πατρίδα, πίστη και παράδοση, θεωρίες ήτανε πιο πολύ παρά βίωμα και πράξη. Μα έστω κι έτσι, προσπαθήσαμε κάπως να ακολουθούμε από πίσω. Αναζητώντας εναγωνίως και τις ευρύτερες υγιείς δυνάμεις που (λέγεται ότι) υπάρχουν, αλλά συνεχίζουν πάντοτε να υπνώττουν στους κόλπους του ταλαίπωρου λαού.
Ίσως γιατί δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να βγουν επιτέλους στο προσκήνιο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα τα μετερίζια να συντονιστούν και να ενωθούν τα ρυάκια. Προφανώς δεν είχε ευλογία άνωθεν - για να το πούμε απλά. Υπήρξαμε μάλλον πολύ μικροί κι ανάξιοι, άδεια σαρκία κι εμείς, ανάλγητοι κι αμετανόητοι, χαμένοι στα πλέγματα και τους εγωισμούς μας, αποστάτες ανέστιοι, «κύνες επί τον ίδιον έμετον επιστρέφοντες». Γι’ αυτό και ό, τι ξεκινήσουμε κατά καιρούς να φτιάξουμε (ομάδες, παρατάξεις, κινήσεις και σχήματα), έμεινε λειψό και ατελέσφορο. Γιατί δεν είχε χάρη. Και πώς να έχει άραγε; Ποιοι ήμασταν εμείς δηλαδή, ώστε να έχει;
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε αγριεμένους καιρούς. Καιρούς αποστασίας και μάταιης περιπλάνησης. Μα όσα κι αν πράξαμε, σε ό,τι κι αν φταίξαμε, όσο κι αν «πήραμε τη ζωή μας λάθος», είναι τέτοια η λαίλαπα που έρχεται (και ειλικρινά η οικονομική κατάρρευση είναι το τελευταίο που εννοώ), που ίσως να πλησιάζει η ώρα που, όποιος έχει απομείνει ζωντανός σε τούτον τον τόπο, επιτέλους θα κληθεί και να το αποδείξει. Με πράξεις όμως πλέον κι όχι με λόγια - τέλος πια οριστικό κι αμετάκλητο για τις διαπιστώσεις, τις ζυμώσεις, τα συμπεράσματα, τις ατέρμονες αναλύσεις. Και φυσικά αυτές οι πράξεις μπορεί να γίνουν μόνο συν Θεώ. Μόνο με το αυτεπίγνωτον της αθλιότητάς μας, μόνο με την οριστική ταφή του ελεεινού πτώματος μέσα μας, μόνο με το αυθεντικό κλάμα της ειλικρινούς επιστροφής μας, μόνο με την επίκληση του ελέους Του και της μεσιτείας Της. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε πια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι καιροί μας τελειώνουν πλέον κάπου εδώ. Τελεία και παύλα. Και ό,τι επί αιώνες χτίσαμε, χάνεται οσονούπω οριστικά μαζί μας μες στα συντρίμμια.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2015. Λίγο μόλις μετά το δεύτερο Πάσχα μας - εκείνο του καλοκαιριού. Λίγο μετά αφού η την ζωήν κυήσασα προς την ζωήν μεταβέβηκεν. Λίγες ώρες αφότου η του αενάου φωτός Μητέρα μετέστη από της γης εις τα άνω. Από εκεί που βρίσκεται, ας ξαναβάλει το χέρι της, για μια ακόμη φορά…

του Νεκτάριου Δαπέργολα
(Εφημ. "Αντιφωνητής" της Θράκης, 15/8/2015)

Καλό Δεκαπενταύγουστο



«Κυρία Θεοτόκε, 
Μάνα τοῦ κόσμου, 
Κυρία τῶν Ἀγγέλων! 

Σίγουρα «ἀδυνατεῖ γλῶσσα τῶν βροτῶν» νά Σέ ὑμνήσει καί νά ἐννοήσει τό μεγαλεῖο Σου. 
Δέξου τήν δέησή μας ὡς προερχόμενη ἀπό παιδιά ἀδύνατα, ἁμαρτωλά καί ἐπιπόλαια:

– Δῶσε μας λίγο ἀπό τό Φῶς Σου.

– Κάνε μας νά κατανοήσουμε τήν εὐεργεσία τοῦ Ὑιοῦ Σου.

– Προστάτευσε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ἀπό ὀρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς.

– «Πάλιν καί πολλάκις» δέξε μας μετανοοῦντας καί ἐπιθυμοῦντας τήν ἀλλαγή μας.

– Σκέπε, φύλαττε καί διάσωσε τόν κόσμο Σου.

– Παρηγόρησε τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους τῆς ζωῆς.

– Τήν ὥρα τῆς μετάβασης μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἔλα καί ὁδήγησέ μας στόν Ὑιό Σου καί Θεόν ἡμῶν, γιά νά ζήσουμε αἰώνια τήν οὐράνια Βασιλεία Του «σύν πᾶσι τοίς Ἁγίοις». Ἀμήν.


Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός για την Κοίμηση της Θεοτόκου



«Ἐντεῦθεν οὐ θάνατον τὴν ἱερὰν σου μετάστασιν λέξομαι, ἀλλὰ κοίμησιν ἢ ἐνδημίαν. Ἐκδημοῦσα γὰρ τῶν τοῦ σώματος, ἐνδημεῖς πρὸς τὰ κρείττονα… ὢ θαύματος ὄντως ὑπερφυοῦς! ὢ πραγμάτων ἐκπλήξεως. Ὁ πάλαι βδελυκτὸς καὶ μισούμενος θάνατος, καὶ εὐφημεῖται καὶ μακαρίζεται. Ὁ πάλαι πένθους καὶ κατηφείας, δακρύων τε καὶ σκυθρωπότητος πρόξενος, νῦν χαρᾶς ἀναδέδεικται καὶ πανηγύρεως αἴτιος.
»Τὸ θεῖον (δὲ) σῶμα καὶ ἱερὸν καὶ πανάμωμον, καὶ τῆς θείας εὐωδίας ἀνάπλεον, ἡ ἀφθονος κρήνη τῆς χάριτος, ἐν τῷ τάφῳ τεθέν, εἴτα πάλιν ἀναρπασθὲν πρὸς κρείττονα χῶρον καὶ ὑψηλότερον. Οὐκ ἀφῆκε (δὲ) τὸν τάφον ἀγέραστον, ἀλλὰ μεταδίδοσι μὲν τῆς θείας εὐωδίας καὶ χάριτος πηγὴν δὲ τῶν ἰαμάτων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῖς πίστει προσιοῦσι τὸ μνῆμα κατέλιπε».

(Ἰ. Δαμασκηνοῦ, P.G. τ. 96 σ.716 – 720)
«Σαράντα Εικόνες της Παναγίας», Αρχ. Νεκταρίου Ζιόμπολα.

Κοίμησις, Ταφή, Ανάστασις, Ανάληψις της Θεοτόκου



Απομαγνωτοφωνημένη ομιλία του αρχιμ Αθανασίου Μυτιληναίου 
η οποία εκφωνήθη στις 14/08/1980 
σε αγρυπνία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.


Η θέσις, αγαπητοί μου, της Υπεραγίας Θεοτόκου, μέσα εις την ιστορία της σωτηρίας μας, είναι σημαντικοτάτη. Και τούτο διότι εστάθη το όργανον της σωτηρίας μας. Είναι εκείνη η οποία έδωσε τον εαυτόν της, να γίνει κλίμακα για να κατέλθει ο Θεός στη γη, και ταυτοχρόνως γίνεται κλίμακα για να ανέλθει ολόκληρη η ανθρωπότητα στον ουρανό.
Έτσι ο Θεός δια της Θεοτόκου, γίνεται άνθρωπος και οι άνθρωποι δια της Θεοτόκου γίνονται θεοί. Να λοιπόν ότι η θέσις της υπεραγίας Θεοτόκου, είναι σημαντικοτάτη εις την ιστορία της σωτηρίας. Εις εκείνο το θαυμαστό όραμα του Ιακώβ με την κλίμακα που εστηρίζετο ο Θεός εις την κορυφήν, η κλίμακα αυτή δεν προϋποθέτει μόνον, την κάθοδον του Θεού, αλλά και την άνοδο του Ιακώβ, δηλαδή την άνοδο των ανθρώπων.
Έτσι αγαπητοί μου, η Θεοτόκος κατέχει κεντρικοτάτη θέση μέσα στην σωτηρίαν μας και συνεπως και στην λατρεία μας. Ολόκληρος ο Άυγουστος είναι αφιερωμένος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Σημειώσατε ότι δεν έχουμε λίγες Θεομητορικές εορτές μέσα εις τον λειτουργικόν χρόνον.
Αλλά την κορυφή των Θεομητορικών εορτών την κατέχει εορτή της Κοίμησις της Θεοτόκου, αυτή που εορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Είναι μια εορτή κατά την οποία εορτάζουμε την Κοίμηση, την ταφή, την Ανάσταση και την Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία. Όταν ρίξουμε μια ματιά στην ορθόδοξο εικονογραφία μας, θα δούμε κατά έναν θαυμαστό τρόπο να ιστορούνται αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά. Βεβαίως αφότου άρχισαν οι αιρέσεις, πότε να στρέφονται εναντίον του προσώπου του Κυρίου μας Ιησού, πότε εναντίον της Θεοτόκου, η Εκκλησίας μας επαγίωσε πλέον μέσα στις εικόνες, που μας προσφέρει για να διδαχθούμε το δόγμα όσο και για να τιμήσουμε τα πρόσωπα αυτά, τον Κύριον Ιησούν και την Υπεραγία Θεοτόκο, οι εικόνες εφεξής έχουν πλέον όχι μόνον ιστορικόν χαρακτήρα, ιστορική διάσταση αλλά και δογματική διάσταση.
Έτσι βλέποντας την εικόνα της Κοιμήσεως, βλέπουμε τα εξής: Την Υπεραγίαν Θεοτόκον νεκράν επάνω εις ένα κρεβάτι. Γύρω της είναι οι Απόστολοι. Σε μια θεία δόξα που δεν ανήκει στον παρόντα κόσμο, γι” αυτό και οι αγιογράφοι, αγιογραφούν αυτό το σημείον κατά έναν τρόπο που να δίδεται η εντύπωσις ότι πρόκειται για κάτι το εξωκοσμικόν, βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός. Κρατάει στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία οι αγιογράφοι πάρουσιάζουν ως ένα νήπιο.
Με αυτό το νήπιο θέλουν να δείξουν την ψυχή της Παναγίας. Άγγελοι δορυφορούν τον Χριστόν μέσα στην θεία Του δόξα, που κρατά στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του. Αυτό αποτελεί τον ουρανόν.
Κάτω εις την γην οι Απόστολοι, κλαίουν, αλλά το κλάμα τους είναι συγκρατημένο. Είναι ένα κλάμα λύπης, γιατί έχασαν την μητέρα του Κυρίου τους, αλλά και χαράς διότι είναι ο πρώτος άνθρωπος, αληθινά άνθρωπος, όχι θεάνθρωπος ο οποίος ανέρχεται δεδοξασμένος στον ουρανό.
Αυτά βλέπουμε αγαπητοί μου την εικονογραφία της Κοιμήσεως. Αλλά πώς έχουν τα πράγματα έτσι, και πως βρέθηκαν οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, αφού κατά την παράδοση η Θεοτόκος εκεί εκοιμήθη.
Έλαβε ειδοποίησιν από τον Υιόν της, ότι θα απέλθει μέσα εις τρεις ημέρες. Σημειώσατε ότι αυτά που σας λέγω, δεν τα αναφέρει η Αγία Γραφή, αλλά τα αναφέρουν Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άγιος Γερμανός αρχιεπίσκοπος Κων/πολεως, και άλλοι οι οποίοι όχι απλώς τα σημείωνουν αλλά πλέκουν και το εγκώμιον εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Εγκώμια αγαπητοί, τα οποία είναι με βάθος μεγάλο θεολογικό. Εκοιμήθη η Θεοτόκος την τρίτη ημέραν και τότε το Πνεύμα του Θεού ήρπασε τους Αποστόλους, που ευρίσκοντο στα διάφορα σημεία της οικουμένης κηρύσσοντες τον λόγο του Θεού και ευρέθησαν όλοι εις τα Ιεροσόλυμα.
Μέσα εις την παράκλησιν τι λέμε; Ειδικά εις εκείνο το εξαποστειλάριο το οποίο ψάλλουμε ειδικά τον δεκαπενταύγουστο: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε», δηλαδή, ω! Απόστολοι που ήρθατε από τα πέρατα της οικουμένης και ήρθατε εδώ εις τα Ιεροσόλυμα, «κηδεύσατέ μου το σώμα, εν χωρίω Γεθσημανή», δηλαδή, εις τον τόπον της Γεθσημανής, κηδεύσατέ μου το σώμα. Πλην του Θωμά.
Ο Θεός οικονομησε ο Θωμάς να μην είναι παρών, ο οποίος έφτασε τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Αλλά όταν ο Θωμάς έφτασε, ελυπήθη πάρα πολύ, διότι δεν ήταν παρών δια να ίδει δια τελευταία φορά την μητέρα του Κυρίου Του και διδασκάλου Του. Γι” αυτό επήγαν εις τον τάφον, να τον ανοίξουν και να Την προσκυνήσει.
Αλλά τότε παρατηρήθη το εξής: ο μεν τάφος δεν είχε το σώμα αλλά είχε μόνο τα άμφια, τον ιματισμόν δηλαδή της Θεοτόκου και επίσης ήταν γεμάτος από ευωδία καταπληκτική. Τότε κατενόησαν οι απόστολοι ότι η Υπεραγία Θεοτόκος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν.
Πράγματι έχουμε την Κοίμησιν, την Ταφήν, την Ανάστασιν και την Μετάστασιν δηλ. την Ανάληψιν εις τους ουρανούς. Αυτό έχει πάρα πολύ σημασία και θεολογική αξία διότι η Υπεραγία Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος, όπως λέγει σε ένα εγκώμιό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος μετά του σώματος θεούται και ανέρχεται στην βασιλεία του Θεού, προ της τελικής κρίσεως.
Διότι ουδείς έχει εισέλθει ακόμη εις την βασιλεία του Θεού παρά μόνο ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει εις την βασιλεία του Θεού. Ούτε ο ληστής. Ο ληστής βρίσκεται στον παράδεισον. Και ο παράδεισος είναι ο τόπος των ψυχών που αναμένουν την ανάστασιν των νεκρών.
Δεν είναι λοιπόν ούτε ο ληστής, δεν είναι ούτε ο απόστολος Πέτρος, ούτε ο απόστολος Παύλος, ούτε ο προφήτης Ηλίας, ο οποίος δεν εδοκίμασε θάνατον και θα επανέλθει εις την γην. Κανείς δεν έχει εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού, πλην της Θεοτόκου. Και εισήλθε με το σώμα της, όπως ακριβώς εισήλθε και ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός της.
Ήταν δυνατό ποτέ η Μητέρα της Ζωής να ίδει φθοράν, να ίδει διαφθοράν; Όπως ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού απέθανεν και ετάφη αλλά δεν είδε διαφθοράν, δηλ. δεν έλιωσε μέσα εις τον τάφον, αλλά ανεστήθη, έτσι έδωσε και την ανάσταση εις την μητέρα Του, από την οποία εδανείσθη την ανθρωπίνη φύση, όλη την ανθρωπίνη φύση, και το σώμα και την ψυχήν, και αυτά τα εθέωσε και τα ανέβασε εις αυτήν την Βασιλεία του Θεού. Αυτό για μας λέει πολλά πράγματα.
Η Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος που ανέρχεται εις την βασιλεία του Θεού και συνεπώς αποτελεί το πιο χαρούμενο γεγονός μετά από το Πάσχα. Και γι” αυτό θεωρείται δεύτερο Πάσχα,κατά το οποίος εορτάζουμε, όχι απλώς την Κοίμηση, όπως θα εορτάζαμε την επέτειο του θανάτου ενός προσώπου, αφαλώς όχι με χαρά, αλλά το προβάδισμα ενός ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού.
Και γι” αυτό, για μας είναι ένα Πάσχα, όχι κενόν περιεχομένου, αλλά ένα Πάσχα που έρχεται να μας δώσει την εγγύησιν, ότι πέρασε ένας άνθρωπος εκείνον τον χώρον που δεν θα μπορούσε ποτέ ανθρωπίνη φύσις να τον περάσει.
Γιατί Πάσχα σημαίνει διάβασις, κι όταν οι Εβραίοι πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα, γιόρταζαν τυπικώς το αληθές Πάσχα, το οποίο είναι εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκ του φθαρτού κόσμου εις την αφθαρσίαν και εκ του κτιστού κόσμου εις την βασιλείαν του Θεού. Ποιος θα μπορούσε να περάσει;
Βεβαίως ο Χριστός. Αλλά από πίσω του έρχεται ο πρώτος άνθρωπος. Έτσι, δεν είναι υπερβολή να πούμε, ό,τι θα λέγαμε για τον Ιησούν Χριστόν το ίδιο θα λέγαμε και για την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Αγαπητοί μου για μας είναι μεγάλη ελπίδα η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι πολύ μεγάλη ελπίδα. Γι” αυτό ο λαός μας την αγαπά πολύ. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει την εικόνα της Παναγίας.
Δεν υπάρχει χωριό, πόλη που να μην έχει έστω ένα εκκλησάκι ή παρεκκλησι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αν θα “πρεπε να καταγράψομε πόσες εκκλησιές της Παναγίας υπάρχουν σ” όλη την Ελλάδα, για να μιλήσουμε μόνο για τον ελληνικόν χώρον και όχι για όλον τον ορθόδοξον χώρον, θα βλέπαμε ότι οι εκκλησίες που υπάρχουν προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι πάρα πολλές.
Σε μια ανάγκη μας, την Παναγία φωνάζουμε. Είναι δε τόσο ζυμωμένο αυτό με την ύπαρξή μας, με το κύτταρο μας, έτσι ώστε όπως λέμε «μάνα μου» σ” έναν κίνδυνο, έτσι φωνάζουμε αυθορμήτως, χωρίς να δουλέψει το μυαλό μας, θα έλεγα από μέσα από τα έγκατά μας, φωνάζουμε «Παναγιά μου». Μέσα μας, μέσα στα βιώματά μας, υπάρχει το πρόσωπό της.
Κι αυτό δείχνει ότι ο ορθόδοξος κόσμος αγαπά και τιμά, την Υπεραγία Θεοτόκο. Την θεωρούμε ότι είναι το εργαστήριο της σωτηρίας μας. Την θεωρούμε ότι είναι η πόλις του μεγάλου βασιλέως. Δεν είναι απλώς η επίγειος Ιερουσαλήμ αλλά είναι η αιωνία Ιερουσαλήμ.
Είναι η δωδεκάτειχος πόλις που έχει τα δώδεκα τείχη, που είναι οι Απόστολοι, και αυτή είναι η πόλις που έχει κάτοικό της τον Υιόν της, τον Ιησούν Χριστόν. Ο πρώτος πολίτης, αλλά και εμείς αγαπητοί, καλούμεθα να γίνουμε πολίτες αυτής της πόλης.
Αλλά κατοικώ την πόλιν, κατοικώ την Θεοτόκον. Μπαίνω μέσα εις την ζωήν της Θεοτόκου και αυτό μέσα εις ένα εγκώμιόν του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει τα εξής: Ελάτε όλοι νοερά να συνεκδημήσουμε μ” εκείνη η οποία έχει συνεκδημήσει. Ελάτε όλοι να φύγουμε μαζί μ” εκείνη η οποία έφυγε από τον κόσμον αυτόν.
Όπως λέμε εις τους Χαιρετισμούς: «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου», δηλαδή, αφού είδαμε έναν παράξενον τόκον, τον Ιησούν Χριστόν, που Τον εγέννησε η Θεοτόκος, ότι δηλαδή είναι ο Εμμανουήλ, ο «μαζί μας ο Θεός», ας αποξενωθούμε από τον κόσμο, από τον αμαρτωλόν κόσμον, από την αμαρτίαν. Για να μπορέσουμε να βρεθούμε με τον τόκον της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ήρθε, υπηρέτησε το έργο του Θεού, το μέγα σχέδιο του Θεού, υπηρέτησε το «σεσιγημένον μυστήριον χρόνοις αιωνίοις» κατά έναν θαυμαστόν τρόπον, και έγινεν η Κυρία των Ουρανών. Μαζί της λοιπόν, ας ανέβουμε νοερά. Ακόμα η ώρα μας δεν έχει έλθει να φύγουμε. Θα φύγωμε όμως.
Επειδή όταν θα φύγουμε θα ζητούν οι δαίμονες την ψυχήν μας, γι” αυτός ας φύγωμε από τώρα, νοερώς. Κι εκείνος ο οποίος θα φύγει νοερώς μαζί της, όταν θα έρθει η ώρα της οριστικής αναχωρήσεως, τότε η Υπεραγία Θεοτόκος θα τον αναμένει στον ουρανόν και θα ίδει το πρόσωπό της.
Εκείνο το πρόσωπο το οποίο ευλαβούνται τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και υποκλίνονται μπροστά στης. Είναι εκείνη η οποία φοράει τον ήλιο, οπως μας αποκαλύπτει το βιβλίο της Αποκαλύψεως, και έχει κάτω από τα πόδια της την Σελήνη.
Που σημαίνει ότι φοράει την μονιμότητα, γιατί ο δίσκος του ηλίου είναι πάντοτε στρογγυλός, και έχει κάτω από τα πόδια της την διαρκώς αλλοιουμένη με τις φάσεις της σελήνη, σύμβολο του κόσμου που περνά, που ρέει, του κόσμου του μεταβαλλομένου.
Έτσι κι εμείς αγαπητοί, ας βάλουμε κάτω από τα πόδια μας την σελήνη του κόσμου τούτου, τον μεταβαλλόμενον κόσμον και ας μένουμε μέσα εις την μονιμότητα του θείου φωτός, της θείας δόξης, μέσα εις την οποία εισήλθε η Υπεραγία Θεοτόκος και μας αναμένει.

Η Παναγία πάντα στην ύψιστη θέση, στην ψυχή του Ορθοδόξου λαού μας



Είναι γνωστό πως κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο μας σε κάποιον “τόπο και χρόνο”. Σε μας η Θεία πρόνοια καθόρισε να γεννηθούμε σε τούτη τη γωνιά της γης, στην ορθόδοξη Ελλάδα και σε τούτους τους δύσκολους καιρούς.

Τη συγκεκριμένη επίγεια βιότη μας ωραιίζει και ευπρεπίζει η Παναγία, που είναι για τον καθένα μας ανεκτίμητη Μάνα και πραγματική καταφυγή.

Τιμάμε και ευλαβούμεθα την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί έγινε η Μητέρα του Θεανθρώπου Ιησού, του Σωτήρα και Λυτρωτή μας. Γιατί αναδείχθηκε η “Πύλη” της σωτηρίας μας και η φωτοφόρος αυγή του ανέσπερου Ηλίου της Δικαιοσύνης, του Σωτήρα Χριστού.

Τον επίγειο δρόμο μας που είναι γεμάτος από δοκιμασίες, θλίψεις αλλά και χαρές, νοηματοδοτεί ο εκ της Παρθένου γεννηθείς Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.Γι’ αυτό η Παναγία κατέχει πάντα στην ψυχή του ορθοδόξου λαού μας την ύψιστη θέση, αφού αξιώθηκε να γίνει ο έμψυχος θρόνος του Θεού και ο ουρανός που χώρεσε τον “αχώρητο Θεό”.

Η γλυκειά μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου προσέλκυσε αναρίθμητες ψυχές που αφιερώθηκαν “δια βίου” στη χάρη της. Άλλους ενέπνευσε να συνθέσουν άφθαστες μουσικές αρμονίες, άλλους να στιχουργήσουν γλυκύφθογγα άσματα γι’ Αυτήν, άλλους να παραστήσουν με το χρωστήρα τη σεπτή και παναγία μορφή της, σχεδόν πάντα με το μικρό Χριστό στην αγκαλιά και κάθε πιστό να της απευθύνει τις πιο θερμές ικεσίες ιδιαίτερα στις πιο κρίσιμες περιστάσεις τούτης της πολυκύμαντης ζωής.

Αξίζει λοιπόν να σταθούμε ευλαβικά μπροστά στη σεπτή μορφή της… και να προσκυνήσουμε την χάρη της και να πούμε: 

“Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς”.

από το βιβλίο: “Μαζί με τους Αγίους μας” – Βασιλείου Γ. Σκιαδά (Θεολόγου).

Η Αξία της Θεοτόκου - Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας

Ο ασπασμός της Παναγίας



Πλησιάζει ξανά η μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλοι οι πιστοί ετοιμάζονται να πανηγυρίσουν λαμπρά τη μεγάλη θεομητορική πανήγυρη. 

Η μνήμη της είναι ιερή, θαυμαστή, εξαίσια και συγκινητική. Εορτή θαυμάσια, δοξασμένη, υπέροχη και λαοφίλητη. Οι πιστοί χαίρονται, παρότι πρόκειται για την κοίμηση της Θεοτόκου, για μετάσταση αγαπητού προσώπου. Χαίρονται που η προστάτισσά τους, η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, ανέρχεται στους ουρανούς για να πρεσβεύει διηνεκώς υπέρ σύμπασας της πάσχουσας ανθρωπότητος. 

Φαίνεται αντιφατικό το σχήμα. Χαρά στη νεκρώσιμη έξοδο; Πρόκειται για χαροποιό πένθος και χαρμολύπη, για την ασκητική και νηπτική γραμματεία. Οι λυπητεροί ύμνοι γίνονται χαροποιοί. Η κηδεία μετατρέπεται σε πανηγυρική εορτή. Φαίνεται παράδοξο εξωτερικά και με πρώτη ματιά. Αν εμβαθύνει κανείς, θα παρατηρήσει ότι πρόκειται για θεϊκή ενέργεια, για θαυματουργό γεγονός. Ο Υιός της Αειπαρθένου Μαρίας με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο. Τα δάκρυα του πένθους, της θλίψης και της στενοχώριας μεταβλήθηκαν σε δάκρυα χαράς, ευφροσύνης, αγαλλιάσεως και ελπίδος. Παραμυθεί η Θεοτόκος τους φίλους της, τους χαρίζει ωραίους λογισμούς, αισιόδοξη σκέψη, γλυκιά παρηγοριά. Η Παναγία μετέβη σε καλύτερη, ανώτερη και ωραιότερη ζωή. 

Ήταν αδύνατο ο σκοτεινός Άδης να φυλακίσει την Πανυπέραγνη μητέρα του Εμμανουήλ, τη γεννήσασα τον Φωτοδότη Χριστό, τον ήλιο της δικαιοσύνης, τον εωθινό αστέρα. Έτσι ο θάνατός της έγινε πύλη της ζωής και του φωτός. Οι πιστοί προσκυνώντας με ευλάβεια τις θαυματουργές θεομητορικές εικόνες λαμβάνουν χάρη και χαρά, κουράγιο και άνεση, ενίσχυση και δύναμη. Τα δάκρυα των πιστών είναι καρδιακά, άκοπα, γλυκά. Δάκρυα χάρης και χαράς, ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, παρακλήσεως και θερμής ικεσίας. Ο ελληνικός λαός είναι θεοτοκοφιλής. Οι λυπηρές εξαιρέσεις παντού και πάντοτε υπάρχουν. 

Οι ταπεινοί και ευλογημένοι προσκυνητές των εικόνων της Παντάνασσας καταθέτουν τον πόνο τους, το πρόβλημά τους, το αίτημά τους, τη δυσκολία τους. Η πονεμένη μητέρα Παναγία τους δέχεται όλους, τους ακούει, τους παρηγορεί, τους σφουγγίζει ιδρώτες και δάκρυα, τους ασπάζεται, τους εγκαρδιώνει. Πόνεσε η Πανάχραντη πολύ και γνωρίζει να συμπονά, να συντρέχει, να δέεται συνεχώς. Μονές, εκκλησίες, εκκλησάκια, προσκυνητάρια, θυμίζουν τη χάρη της. Άπειρα τα αφιερώματα δεήσεων. Πλούσια τα δώρα ευχαριστιών. Εικόνες μουλιασμένες στο δάκρυ των ευλαβών προσκυνητών. Κάποτε δακρύζει και η ίδια η εικονιζόμενη Μεσίτρια και Πρέσβειρα όλων των πιστών. Η κάθε εικόνα της έχει μια ιδιαίτερη ιστορία κι ένα ξεχωριστό, χαρακτηριστικό όνομα. 

Η μορφή της Παναγίας μένει πάντοτε σεμνή, σοβαρή, σιωπηλή, συνετή και σεβάσμια. Μιλά όμως κι έτσι, με την πλούσια χάρη της, την καθαρότητά της, την ταπείνωσή της. Κρύβει στο ιερό πρόσωπό της ένα υπέροχο ήθος. Δίνει χαρά δίχως να γελά και να αστειεύεται, κηρύττει δίχως λόγια, αλλά με το βιωμένο της παράδειγμα, διδάσκει με την ίδια την ωραία ζωή της. Δίνει αυτό που έχει: αγάπη, υπομονή, υπακοή και καλοσύνη. Νομίζει ο προσκυνητής ότι κάτι του λέει προσωπικό η εικόνα. Αισθάνεται μέσα του να σκιρτά η λησμονημένη αθωότητα, η παιδική λιτότητα, η καρτερικότητα στους πόνους. Ένας άλλος τρόπος ζωής που ανέθρεψε πολλές γενιές με μεγάλες δυσκολίες. Στον εφετινό εορτασμό της ας ασπασθεί όλους τους προσκυνητές της, για να μην αποκάμουν και απογοητευθούν.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

http://tokandylaki.blogspot.ca

Η ΕΝΔΟΞΟΣ ΚΟΙΜΗΣΙΣ

«Τῇ ἐνδόξῳ κοιμήσει σου οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται…»

(στιχηρὸν τῶν αἴνων τῆς Κοιμήσεως)


H ΠΑΝΑΓΙΑ ἦταν ἕνα φτωχὸ κορίτσι τῆς Ναζαρὲτ ἀπὸ ἄσημους γονεῖς. Δὲν εἶχε τίποτε ποὺ νὰ προμηνύῃ δόξα. Ἡ γέννησί της πέρασε ἀπαρατήρητη. Ταπεινὴ ἡ εἴσοδός της στὸν κόσμο, ταπεινὴ καὶ ἡ ζωή της.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ εἴσοδος ἦταν ταπεινή, ἡ ἔξοδός της ἦταν ἔνδοξη. Καὶ δικαίως. Διότι πέρασε ὅλη τὴ ζωή της μὲ ἁγνότητα, τα πείνωσι καὶ ἄκρα ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θε οῦ. Ποιᾶς ἄλλης γυναίκας ἡ ἀποστολὴ συγκρίνεται μὲ τὴ δική της; Ὅλες γέννησαν θνητούς· αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὅ πως κήρυττε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «γυναῖκες στὸν κόσμον ἦσαν χίλιες χιλιάδες, ἀλλὰ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πληρώσῃ τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος».
Ὅταν ἡ Παναγία παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, συγκλονίστηκε γῆ καὶ οὐρανός. Ἡ κηδεία τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός της εἶχε μεγαλοπρέπεια μοναδική. Ἀπόστολοι ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς μεταφέρθηκαν στὴ Γεθσημανῆ πάνω σὲ σύννεφα. Μυροφόρες γυναῖκες καὶ πιστὸς λαὸς ἀκολουθοῦσαν. Ἀσεβὲς τόλμημα ἀπίστου Ἰουδαίου, ποὺ ἐπιχείρησε νὰ βεβηλώσῃ τὸ ἱερὸ σκήνωμα, ἐπατάχθη…
Ἡ γῆ μὲ τὰ ἐκλεκτότερα τέκνα της ἐκήδευε τὴν Βασιλομήτορα. Ἀλλὰ τί ἦταν οἱ τιμὲς τῆς γῆς ἐμπρὸς στὶς τιμὲς τοῦ οὐρανοῦ; Καθὼς ἀνέβαινε πρὸς τὰ ἄνω βασίλεια τῆς ἔγινε ἐξαιρετικὴ ὑποδοχή. Ταξιαρχίες ἀγγέλων ἔσκυβαν καὶ τὴν προσκυνοῦσαν. Ὁ Υἱὸς ὑπεδέχθη τὴν Μητέρα. Καὶ ἐκείνη στάθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μένῃ στὰ δεξιά του πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν.
Tαπεινὴ εἴσοδος· ἔνδοξος, πανένδοξος ἔξοδος. Εἶνε αὐτὰ φαντασία; εἶνε αὐτὰ μῦθος; Ὄχι, χίλιες φορὲς ὄχι. Τὰ βεβαιώνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ποὺ ὥρισε σήμερα νὰ ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Σήμερα ψάλλονται ὡραιότατοι ὕμνοι, μὲ τοὺς ὁποίους ἐξαίρεται τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας καὶ ἰδίως τὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς, τῆς κοιμήσεώς της.

Πολλά, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὰ διδ άγματα ἀ πὸ τὴν ἑορτὴ αὐτή. Ἐμεῖς θὰ περιορισθοῦ με σὲ ἕνα καὶ μόνο, στὸ δίδαγμα, ποὺ ἐγκλείει ἡ λέξις μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει τὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς τῆς Παρθένου. Ἡ τελευτή της ὀνομάζεται ὄχι θάνατος ἀλλὰ κοίμησις. Γιατί; Προσέξτε, παρακαλῶ.

Στὴ γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς θάνατος δὲν σημαίνει ἐξαφάνισι τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὄχι. Κατὰ τὸν θάνατο γίνεται χωρισμός. Χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ φεύγοντας πορεύεται πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐράνιο κόσμο τῶν πνευμάτων. Ἡ πορεία αὐτὴ εἶνε ὄχι φανταστικὴ ἀλλὰ πραγματική, τὴν ὁποία βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί συναντᾷ τότε ἡ ψυχή, ἀπὸ πό σα τελωνεῖα περνάει, σὲ τί ἔλεγχο τὴν ὑποβάλλουν, δὲν γνωρίζουμε λεπτομερῶς. Λόγοι ἁγίων ἀνδρῶν, ποὺ εἶδαν ψυχὲς τεθνεώτων νὰ πορεύωνται πρὸς τοὺς χλοεροὺς λειμῶ νας τοῦ παραδείσου ἢ πρὸς τοὺς σκοτεινοὺς τόπους τῆς κο λάσεως, ῥίχνουν κάποιο φῶς· ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτὸ εἶνε ἀμυδρό, ἀνίκανο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν περιέργεια τῶν ἀν θρώπων. Στὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς Γραφῆς ἔχει ἀποκαλυφθῆ, ὅτι ἡ ψυχὴ φεύγοντας ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν πεθαίνει, ὅπως διδ άσκουν οἱ ὑλισταὶ καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς οἱ χιλιασταί, ἀλλὰ ζῇ, συνεχίζει τὴ ζωή της (βλ. Λουκ. 12,20· 16,23-26· 23,42-43). Αὐτὸ εἶνε γεγο νὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃ ὁ Χριστιανός.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τερματίζει τὸ ἐδῶ στάδιο τῆς ζωῆς ἀνεβαίνει ὡς πνεῦμα στὸν ἄλλο κόσμο, τὸ σῶμα ὡς ὑλικὸ πα ραδίδεται στὴ φθορά, σὲ προσωρινὴ φθορά. Διότι ἀπὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα κατὰ τὴν κοινὴ ἀνάστασι θὰ προέλθῃ νέο σῶμα ἄφθαρτο, τὸ ὁποῖο θὰ ἑνωθῇ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ θὰ ζήσῃ μαζί της εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Nαί! Τὸ σῶμα θ᾿ ἀναστηθῇ. Ἐν ἀναμονῇ δὲ τῆς ἀναστάσεως ὁ θάνατος στὴ Γραφὴ ὀνομάζεται κοίμησις. Ὁ προφήτης Δαυῒδ «ἐκοιμήθη» (Πράξ.13,36). Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος «ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, δὲν λέει «ἀπ έθανον», ἀλλὰ τοὺς ὀνομάζει «κεκοιμημένους». «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κε κοι μημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13). Ὁ ἴδιος ὁ Kύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ θά νατο τὸν ὀνομάζει ὕπνο. Ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου καὶ εἶδε νὰ κλαῖνε γιὰ τὴ νεκρὰ κόρη, εἶ πε· «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λουκ. 8,52· Μᾶρκ. 5,39). Καὶ γιὰ τὸ Λάζαρο εἶπε «κεκοίμηται» (Ἰωάν. 11,11-15). Καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν ἀνέστησε· μὲ τόση δὲ εὐκολία μὲ ὅση ξυπνάει κανεὶς κάποιον ποὺ κοιμᾶται.
Kοίμησις! Ἡ λέξι αὐτὴ τῆς Γρα φῆς θὰ ἔφτανε γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ ἐμ ψυχώσῃ τοὺς Χριστιανούς, ἐκείνους τοὐ λά χιστον ποὺ συρρέουν στοὺς ναοὺς νὰ ἑορτάσουν καὶ πανηγυρίσουν τὴν «ἔνδοξον», «πάνσεπτον» καὶ «ἀθάνατον κοίμησιν» τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀκοῦτε, ἑορτασταί; Ἡ Πανα γία δὲν πέθανε, ἀλλὰ ἐκοιμήθη! Τὸ ἱερό της σκήνωμα κηδ εύθηκε, τοποθετήθηκε στὸν τάφο, ἀλλ᾿ ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία γι᾿ αὐτὴν «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Ἡ Πα ναγία μὲ ὅλη τὴν ἀπαστράπτουσα αἴγλη τῶν ἀρετῶν, «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποι κιλμένη» (Ψαλμ. 44,10) μετ έστη πρὸς τοὺς οὐρανούς. «Τίς», ἀναφωνοῦ σαν οἱ ἄγγελοι, «τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τε ταγμέναι;» (Ἆσμ. 6,10). Ἡ Παναγία ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς δόξης ἀκούγεται νὰ λέῃ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δ οκιμάζονται ἐδῶ·
Πιστὰ παιδιὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἔχετε θάρρος. Τί φοβεῖσθε; Τὸν θάνατο; Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶνε ἡ πύλη γιὰ τὴ νέα ζωή. Ἐδῶ ἐπάνω ποὺ βρίσκομαι ὑπάρχει μία ζωή, ποὺ κανείς στὴ γῆ δὲν μπορεῖ οὔτε κἂν νὰ φαντα σθῇ. Ἡ ζωὴ αὐτὴ προορίζεται γιὰ ὅσους θὰ ζή σουν μὲ πίστι καὶ ἀρετή. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ μεροληψία. Ὁ Υἱός μου εἶνε δίκαιος Κριτής. Ὅταν ἦταν κάτω στὴ γῆ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς του ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ποὺ μὲ μακάριζε, διότι ἠξιώθηκα νὰ γίνω μητέρα του, ἐκεῖνος εἶπε, ὅτι στὸν κύκλο τῆς μακαριότητος δὲν θὰ εἶ μαι μόνο ἐγὼ ποὺ τὸν γέννησα, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ἀκοῦνε καὶ ἐφαρμόζουν τὸ λόγο του. Διότι ὁ Χριστὸς γεννᾶται πνευματικῶς σὲ κά θε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν λατρεύει ὡς μοναδ ικὸ Σωτῆρα. «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀ κούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Στὴ δόξα λοιπὸν τοῦ οὐρανοῦ προσκαλού μεθα ὅλοι.

Ἔνδοξος, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ὑπῆρ ξε ἡ κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔνδοξος ὑπῆρξε καὶ ἡ κοίμησις ὅλων τῶν δικαίων, ποὺ ἐξετέλεσαν πιστῶς τὴν ἀποστολή τους. Ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς φεύγοντας ἀπ᾿ τὸν κόσμο τοῦτο μπορεῖ νὰ πῇ τὸ ψαλμικό· «Ἐν εἰ ρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατῴκισάς με» (Ψαλμ. 4,9). Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει μ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀγάπησαν τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ἐξετέλεσαν τὰ ἱερά τους καθήκοντα, δὲν ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους, ἀλλὰ νικήθηκαν ἀπὸ τὶς κακίες καὶ τὰ πά θη, σπατάλησαν τὰ θεῖα δῶρα, ἀποδ είχθηκαν ἀνάξιοι τῆς ἱερᾶς κλήσεως, ἐπρόδωσαν τὴν πί στι. Ἡ κοίμησί τους ἦταν ὄχι φωτεινὴ ἀλλὰ σκοτεινή· ὄχι ἔνδοξη, ἀλλὰ ἄτιμη. Ὄχι φωτεινοὶ ἄγγελοι ἀλλὰ σκοτεινοὶ δαίμονες ἦταν οἱ συνοδοί τους κατὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς τους γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Διότι θρῆνος καὶ κοπετὸς ἀκούγεται κατὰ τὴν ἔξοδο ψυχῆς ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ. Ποιός δὲν κλαίει;
Χριστιανοί! Ἔνδοξη κοίμησι εἶχε ἡ Παναγία. Ἀλλ᾿ ἔνδοξη κοίμησι πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἔνδοξη διὰ πίστεως καὶ ἀρετῆς. Ἕνα φύλλο δάφνης ἀπὸ τὴ δόξα ἐκείνη νὰ λάβουμε! Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ποὺ μετέστη στοὺς οὐρανούς, νὰ μᾶς δώσῃ τέτοιο τέλος. Εἴθε στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας· «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
15-8-1962 Ι.Ν. Ἁγ. Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν

Τι σημαίνει “Μακάριοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι…”

“Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών”. Ναι, έτσι είπε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Μα αυτό συ το μπερδεύεις. Συγχέεις την “πτωχεία του πνεύματος”, που εξυμνεί ο Χριστός, με την χαζομάρα! Αλλά όχι! Δεν έχεις δίκιο.

Η πτωχεία του πνεύματος είναι ο πιο άγιος λογισμός, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος! Είναι η συναίσθηση της πτωχείας μας μπρος στο μεγαλείο του Θεού – η συναίσθηση της ρυπαρότητας μπροστά στη καθαρότητα του Πλάστου – η συναίσθηση της μικρότητός μας μπροστά στην απέραντη δύναμη του Κυρίου.

Ο βασιλιάς Δαβίδ μιλώντας για τον εαυτό του λέει: “Εγώ είμαι σκώληξ και όχι άνθρωπος”. Ήταν διανοητικά καθυστερημένος ο βασιλιάς Δαβίδ; Κάθε άλλο! Ήταν ένας από τους πιο μεγαλοφυείς ανθρώπους!

Και ο γιος του, ο σοφός Σολομών, λέγει: “Σε σένα έχω την ελπίδα, Θεέ μου! Χωρίς εσένα ούτε η καρδιά μου αντέχει, ούτε το λογικό μου με σώζει”. Αυτό σημαίνει πτωχεία πνεύματος. Να μην έχεις την εμπιστοσύνη σου στο θέλημα σου. Αλλά στο νόμο και στο θέλημα του Θεού.

Μακάριος εκείνος που θα εξομολογηθεί με ειλικρίνεια, και θα ειπεί: η δύναμή μου είναι μηδαμινή. Το μυαλό μου είναι αδύνατο. Η θέληση μου ασταθής. Κύριε, βοήθησε με!

Πτωχεία του πνεύματος σημαίνει, να λες αυτό που έλεγαν οι επιστήμονες, όπως ο Νεύτων: “Αυτά που αγνοώ, είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που ξέρω”.

Πτωχεία του πνεύματος είναι, να είσαι πλούσιος σαν τον Ιώβ, και να λες:“Γυμνός ήλθα στον κόσμο και γυμνός θα φύγω”.

Μικρόμυαλο και ανόητο να θεωρείς όχι εκείνον, που λέγει ότι οι γνώσεις του είναι περιορισμένες, αλλά εκείνον που κομπάζει για τις γνώσεις του! Από αυτή την μεγάλη ανοησία να κομπορρημονούμε, θέλει να μας γλιτώσει ο Χριστός!

Γι΄αυτό μας εδίδαξε ότι: “Μακάριοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι”.

από το βιβλίο: «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Αχρίδος (Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως).

Απόρριψη της απογνώσεως

Δεν πρέπει όμως ν’ απελπιζόμαστε, όταν δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε. Κακό είναι βέβαια, άνθρωπε, που αμάρτησες.
Γιατί όμως αδικείς το Θεό και από άγνοιά σου τον νομίζεις αδύνατο; 
Μήπως δεν μπορεί να σώσει την ψυχή σου Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο που βλέπεις; 
Κι αν πεις ότι «αυτό μάλλον καταδίκη μου είναι, όπως και η συγκατάβασή Του», μετανόησε και δέχεται τη μετάνοιά σου, όπως του ασώτου και της πόρνης.
Αν ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από συνήθεια αμαρτάνεις σ’ εκείνα που δεν θέλεις, έχε ταπείνωση σαν τον τελώνη και αυτό είναι αρκετό για τη σωτηρία σου. Γιατί εκείνος που αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί, αλλά δεν απελπίζεται, εξ ανάγκης βάζει τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση και δεν τολμά να κατακρίνει ή να κατηγορήσει κανένα άνθρωπο. Θαυμάζει μάλλον τη φιλανθρωπία του Θεού και νιώθει ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη και άλλα πολλά καλά μπορεί να έχει. Και μ’ όλο που είναι υποχείριο του διαβόλου προς την αμαρτία, ωστόσο πάλι από το φόβο του Θεού παρακούει τον εχθρό που τον σπρώχνει στην απόγνωση, και γι’ αυτό είναι κάπως με το Θεό, αν έχει ευγνωμοσύνη, ευχαριστία, υπομονή, φόβο Θεού, και αν δεν κρίνει κανένα για να μην κριθεί, τα οποία είναι πάρα πολύ αναγκαία.

Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τη γέενα, αυτή σχεδόν μας ευεργετεί περισσότερο από τη βασιλεία των ουρανών· γιατί εξαιτίας της πολλοί μπαίνουν στη βασιλεία, ενώ λόγω της βασιλείας λίγοι, με τη φιλανθρωπία βέβαια του Θεού. Αυτό γιατί η πρώτη μας διώχνει με το φόβο, ενώ η άλλη μας αγκαλιάζει, και σωζόμαστε και με τα δύο, με τη χάρη του Χριστού.
Όπως εκείνοι που πολεμούνται από πολλά πάθη, ψυχικά και σωματικά, στεφανώνονται αν κάνουν υπομονή και δεν παραδίνουν το αυτεξούσιό τους από αμέλεια, ούτε απελπίζονται, έτσι και εκείνος που πέτυχε την απάθεια με ασφάλεια και ανακούφιση, ξεπέφτει γρήγορα αν δεν ομολογεί τις ευεργεσίες πάντοτε με το να μην κατακρίνει κανένα.
Αν τολμήσει τέτοιο πράγμα, είναι σαν να δείχνει ότι με τη δική του δύναμη απέκτησε τον πλούτο της απάθειας, μας λέει ο άγιος Μάξιμος. 
Και όπως διατρέχει μεγάλο κίνδυνο όποιος είναι ακόμη εμπαθής και άμοιρος από το φωτισμό της γνώσεως, αν είναι πνευματικός οδηγός άλλων, λέει ο Δαμασκηνός, έτσι και εκείνος που έλαβε από το Θεό απάθεια και πνευματική γνώση, αν δεν ωφελήσει και άλλες ψυχές.
Τίποτε άλλο δεν συμφέρει στον ασθενή όσο η φυγή στην ησυχία, ούτε στον εμπαθή και στερημένο από γνώση όσο η υποταγή. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο από το να γνωρίζει κανείς την αδυναμία και άγνοιά του, ούτε χειρότερο από το να τα αγνοεί. Δεν υπάρχει άλλο πάθος πιο μισητό από την υπερηφάνεια, ούτε πιο γελοίο από τη φιλαργυρία, η οποία είναι ρίζα όλων των κακών (Α' Τιμ. 6,10)· και είναι γελοίο, γιατί άνθρωποι που με πολύ κόπο απέκτησαν χρήματα φτιαγμένα από το μέταλλο της γης, τα ξανακρύβουν πάλι στη γη άπρακτα.
Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «Μη μαζεύετε πλούτη στη γη κλπ.», και: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας». Γιατί σ’ εκείνα που πολυκαιρίζει ο νους του ανθρώπου, σ’ αυτά και σύρεται με πόθο από τη συνήθεια, είτε στα γήινα πράγματα, είτε στα πάθη, είτε στα ουράνια και αιώνια αγαθά.
Η συνήθεια, όταν πολυκαιρίσει, αποκτά δύναμη φύσεως, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κι όταν είναι κανείς ασθενής, τότε οφείλει να προσέχει περισσότερο στη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να ελευθερώσει την ψυχή του από κάθε καταδίκη, μήπως φτάσει το τέλος της ζωής και μέλλει να μετανοεί ανώφελα και να θρηνεί αιώνια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να υποστεί για το Χριστό αισθητό θάνατο, όπως Εκείνος, πρέπει να υπομένει τουλάχιστον τον κατά προαίρεση θάνατο νοητώς.
Και θα είναι μάρτυρας κατά τη συνείδηση, με το να μην υποταχθεί στους δαίμονες και στα θελήματα που τον πολεμούν, αλλά να τους νικά, όπως οι άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι Πατέρες· γιατί οι πρώτοι μαρτύρησαν αισθητά, ενώ οι άλλοι νοητά. Λίγο λοιπόν αν βιάσει κανείς τον εαυτό του, νίκησε τον εχθρό· ή λίγο αν αμελήσει και σκοτισθεί, χάθηκε.

Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού


Πῶς μποροῦμε νά ἐκλαμβάνουμε τήν κτιστή ὕλη ὡς καλύτερη ἀπό ἐμᾶς (περί ταπεινώσεως)

Ερώτηση:

-Πῶς μποροῦμε νά ἐκλαμβάνουμε τήν κτιστή ὕλη ὡς καλύτερη ἀπό μᾶς, δεδομένου ὅτι ὁ Θεός μᾶς προίκισε μέ ἕνα λογικό νοῦ καί μᾶς ὀνόμασε υἱούς του;

Ἀπάντηση:

-Ἄν θέλεις νά εἶσαι εἰλικρινής μέ τόν ἑαυτό σου, μέ τό χέρι στήν καρδιά, θά συνειδητοποιήσεις ὅτι πράγματι ὑπολειπόμαστε ἀπό πολλά κτιστά ὄντα. Δές τή μέλισσα μέ πόση φιλοπονία κοπιάζει! Δίνεται ἀφειδῶς καί ἀνεπιφύλακτα. Ὁ συνήθης χρόνος ζωῆς μιᾶς μέλισσας εἶναι ἑνάμισης μῆνας το πολύ. Πεθαίνει συχνά ἐργαζόμενη, χωρίς νά γυρίσει στό σπίτι της, νά μαζευτεῖ στήν κυψέλη της. Κι ἐμεῖς; Πόσο λυπόμαστε καί φειδόμαστε τοῦ ἑαυτοῦ μας! 

Ἤ, δές τό μυρμήγκι, πού δέν κουράζεται ποτέ νά σέρνει ἕνα βαρύ φορτίο. Ἀκόμα κι ὅταν τό φορτίο του πέφτει κάτω, τό μυρμήγκι τό σηκώνει πάλι ὑπομονετικά καί συνεχίζει τή δουλειά του. Ἐνῶ ἐμεῖς παρατᾶμε ἀμέσως τά πράγματα, ὅταν δέν πηγαίνουν ὅπως θά θέλαμε νά πηγαίνουν! 

Γέρων Θαδδαῖος τς Βιτόβνιτσα
OI ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Ο προφήτης Μιχαίας σύγχρονος όσο κανένας άλλος (μνήμη 14 Αυγούστου)

Προφήτης Μοιχείας: 
Εορτάζει στις 14 Αυγούστου εκάστου έτους.

Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν φοβόντουσαν νὰ ποῦν τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους. Γι’ αὐτὸ καὶ κυνηγήθηκαν, γι’ αὐτὸ καὶ λοιδορήθηκαν. Ὁ Προφήτης Μιχαίας θεωρεῖται ὅτι περιέχει στὸ λόγο του τὴν πιὸ μικρὴ καὶ συμπυκνωμένη κοινωνικὴ κριτική.

Πρῶτος στόχος του οἱ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν τὰ σπίτια καὶ τὶς περιουσίες τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων («καὶ ἐπεθύμουν ἀγροὺς καὶ διήρπαζον ὀρφανούς» 2,2), γιὰ νὰ καταλήξη ὅτι καὶ αὐτῶν ἡ μοίρα θὰ εἶναι, ὁ ἐχθρὸς νὰ τοὺς καταλάβη καὶ νὰ μοιράση τὰ παρανόμως ἀποκτηθέντα (2,4). Ἡ οἰκονομικὴ ἀδικία ὁλοκληρώνεται πάντα μὲ ἐθνικὴ τραγωδία / «ἐκδίκηση». Μόνη λύση λοιπὸν νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ φύγουν («ἀνάστηθι καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὔτη ἡ ἀνάπαυσις ἔνεκεν ἀκαθαρσίας· διεφθάρητε φθορᾷ» 2,10). Εἶναι αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴ σάρκα τοῦ λαοῦ, ἀφαιροῦν δέρματα καὶ ὀστᾶ καὶ τὰ τεμαχίζουν (3,3).

Ἡ σήψη καὶ ἡ γενικὴ διαφθορὰ συνοδεύονται ἀπὸ αὐτοπεποίθηση. Λέει ὁ Προφήτης: «οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετὰ δώρων ἔκρινον, καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῆς μετὰ μισθοῦ ἀπεκρίνοντο, …καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον ἐπανεπαύοντο, λέγοντες· οὐχὶ ὁ Κύριος ἐν ἡμῖν ἐστιν;» 3,11). Ἡ συνολικὴ ἀνομία δὲν ἀφορᾶ μόνο τοὺς πλούσιους ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ «λαλεῖ ψεύδη» (6,12). Τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι νὰ σπέρνουν καὶ νὰ μὴ θερίζουν, νὰ τρῶνε καὶ νὰ μὴ χορταίνουν, νὰ παράγουν λάδι καὶ κρασὶ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἀπολαμβάνουν (6,14-15). Πρόκειται γιὰ χαρακτηριστικὴ μεταφορικὴ εἰκόνα τῆς παραγωγῆς πλούτου ποὺ θὰ μένη ἀνεκμετάλλευτος, ἀφοῦ ἄλλοι θὰ τὸν ὑφαρπάζουν καὶ θὰ τὸν οἰκειοποιοῦνται.

Ὁ Προφήτης καταλήγει σὲ θρῆνο, βλέποντας ὅτι ζῆ σὲ μία κοινωνία ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ κανένας εὐσεβὴς καὶ ὅλοι κυλιοῦνται στὰ αἵματα (7,2). Ἀκόμα καὶ ἡ βασικὴ κοινωνικὴ μονάδα, ἡ οἰκογένεια, καθὼς καὶ οἱ διαπροσωπικὲς φιλικὲς σχέσεις εἶναι σάπιες. Λέει: «μὴ καταπιστεύετε ἐν φίλοις, καὶ μὴ ἐλπίζετε ἐπὶ ἡγουμένοις· ἀπὸ τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι, τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ· διότι υἱὸς ἀτιμάζει πατέρα, θυγάτηρ ἐπαναστήσεται ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτῆς, …ἐχθροὶ πάντες ἀνδρὸς οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (7,5-6). Ἡ οἰκογένεια εἶναι σὲ ἀποσύνθεση, πιστὸ ἀντίγραφο τῆς θνήσκουσας κοινωνίας.

Οἱ ἐχθροὶ θὰ χαίρωνται καὶ θὰ μυκτηρίζουν. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ Θεός σου; Ὁ λαὸς ἔχει γίνει χλεύη καὶ «καταπάτημα ὡς πηλὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς» (7,10).

Καταλαβαίνουμε σιγὰ-σιγὰ τὸ ὅλο προφητικὸ σχῆμα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κοινωνικὴ ἀποσύνθεση, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω. Συνοδεύεται ἀπὸ οἴηση, ἐγωισμὸ καὶ αὐτοπεποίθηση (τί μποροῦμε δηλαδὴ νὰ πάθουμε;). Δὲν ἀφήνεται οὔτε τὸ περιθώριο ἐπιστροφῆς σὲ παραδοσιακὲς ἀξίες, ἀφοῦ αὐτὲς ἔχουν ἤδη ἐξαρθρωθῆ (χτυπιέται ἀλύπητα ἀπὸ τὸν προφητικὸ λόγο ἡ μικροαστικὴ ὑποκρισία). Τὸ ἔθνος, ὁ λαός, γίνεται περίγελως τῶν ἐχθρῶν του, διότι γιὰ τοὺς Προφῆτες (καὶ ὄχι γιὰ ἐμᾶς φαίνεται) ὁ λαὸς εἶναι «ὅλον» καὶ σὰν τέτοιος ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς «ἐχθρούς» του. Δὲν ὑπάρχει οἰκονομικὴ κατάρρευση ἀπὸ μόνη της, δὲν ὑπάρχει ἀτομικὴ παρακμὴ ἀπὸ μόνη της. Τὸ ἀτομικὸ εἶναι κοινωνικὸ καὶ μαζὶ συνιστοῦν τὴν «ἐθνικὴ» εἰκόνα.

Θὰ ἀποφύγω νὰ ἀναλύσω τὴ λύση ποὺ προτείνει ὁ Μιχαίας. Εἶναι τόσο αὐτονόητη –καθολικὴ μετάνοια καὶ πίστη στὸ Θεό– ποὺ δύσκολα θὰ τὴν καταλάβουμε σήμερα. Ἂς ἀρκεστοῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ προηγούμενα.

του Μανώλη Βαρδή

Νικόλαος Παπαδόπουλος, Ὑπόμνημα εἰς τὸ Βιβλίον τοῦ Μιχαίου. Εἰσαγωγὴ – Κείμενον – Ἑρμηνεία. Ἀθήνα, 1984.

Η Παναγία

Ταπείνωση της Παναγίας
Τι ανύψωσε τη Μητέρα του Θεού πάνω από όλα τα δημιουργήματα; Η ταπείνωση. Ο Θεός «επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού» (Λουκ. 1, 48), και γι’ αυτή την επιβραβευμένη ταπείνωσή Της την μακαρίζουν όλες οι γενιές. Και εσύ περισσότερο από όλα τα άλλα προσπάθησε να αποκτήσεις ταπείνωση. Ο Θεός στους ταπεινούς δίνει τη χάρη, ενώ στους υπερήφανους αντιτάσσεται.
Η Παναγία ευεργετεί
Η Παναγία είναι και σήμερα ζωντανή. Και όχι μόνο ζει, αλλά και ζωοποιεί και θεραπεύει τις ψυχές και, αν είναι προς το συμφέρον της ψυχής, και τα σώματα εκείνων των πιστών που προσεύχονται σ’ Αυτήν. Το ίδιο και οι Άγιοι ζουν και μετά το θάνατο…

Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε! Εξαιτίας του Σώματος και του Αίματος του Υιού Σου, που μεταλαμβάνω τόσο συχνά, τολμώ να πω ότι έχω με Σένα συγγένεια!
Ω Δέσποινα του κόσμου! Από Σένα έλαβε ο Υιός του Θεού αυτό το Σώμα και Αίμα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που μεταλαμβάνω είναι ίδια με το Σώμα του Κυρίου που είναι στους ουρανούς.
Πως μπορώ να μην αγαπάω Εσένα, και πιο πολύ τον Υιό Σου, δικό Σου και δικό μου Θεό;
Ω Πανάχραντε Δέσποινα! Δώσε μου να έχω συγγένεια με Σένα όχι μόνο εξαιτίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, που πολλές φορές μεταλαμβάνω ανάξια, αλλά να πλησιάσω και το δικό Σου βαθμό της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας, να ομοιάσω Εσένα στις σκέψεις και τα συναισθήματα.
Ω Πανάχραντε Δέσποινα! Έχω μεγάλη ανάγκη και θέλω να αποκτήσω καρδιά καθαρή! Τα πάντα για Σένα είναι δυνατά, Υπερευλογημένη• μπορείς να παρακαλέσεις τον Υιό και Θεό Σου να μου χαρίσει καρδιά καθαρή, όπου κατοικεί πίστη, ελπίδα, και αγάπη. Κάνε το, Πανάχραντε!

Τι σημαίνουν τα θαύματα από τις εικόνες της Παναγίας; Σημαίνουν ότι η Δέσποινα Θεοτόκος, η Μητέρα του Σωτήρα μας, πάντα ακούει τις προσευχές που με πίστη και ταπεινή καρδιά, Της απευθύνονται ενώπιον των εικόνων της. Και σε μερικές απ’ αυτές δείχνει φανερά σημάδια της παρουσίας της.
Μετά από όλα αυτά, με πόση ευλάβεια πρέπει να συμπεριφέρονται οι πιστοί προς τις εικόνες της Παναγίας! Η αόρατη χάρη της είναι παρούσα σε κάθε εικόνα της, ιδίως αν αυτή η εικόνα αγιογραφήθηκε με το χέρι ενός ευλαβούς ανθρώπου.

Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε! Με τις πρεσβείες Σου, την ευσπλαχνία Σου, έχω ηρεμία και χαρά μέσα μου• η ψυχή μου είναι ελεύθερη και ανάλαφρη, στην καρδιά μου έχω ειρήνη και ησυχία.
Με υπεράσπισες, εμένα τον μετανοούντα άθλιο και τον αμαρτωλό, ενώπιον της δικαιοσύνης του Υιού Σου και του Θεού μας και Τον έκανες να με σπλαχνιστεί, εμένα τον χειρότερο απ’ όλους.
Φανερή είναι η χάρη Σου για την ψυχή μου μετά τη δοξολογία που ψάλλαμε μπροστά στην εικόνα Σου, την εικόνα της Παναγίας του Καζάν! 21 Οκτωβριού 1858.

Ύμνησε την Παντάνασσα, μην ξεχάσεις Αυτήν που σε ευεργέτησε, μην ξεχάσεις να ευχαριστήσεις «την υπέρμαχο στρατηγόν», που σε απάλλαξε από τα δεινά.
Η Παναγία φέρνει γαλήνη
Το έλεος της Παναγίας. Στις 24 Φεβρουαρίου ήμουν στη Ραμπόβ. Συμμετείχα στην κηδεία της συζύγου του ιερέα Σοκολόβ. Όταν μπήκα μέσα σε μία εκκλησία απ’ αυτές που βρίσκονται στο νεκροταφείο, είχα στην καρδιά μου θλίψη, η οποία προέρχεται από ολιγοπιστία και την οποία προκαλεί το πνεύμα της κακίας.
Έριξα το βλέμμα μου στην εικόνα της Παναγίας του Τύχβιν και δεν μπορούσα να πάρω απ’ αυτήν τα μάτια μου. Το πρόσωπό Της ήταν γαλήνιο, ταπεινό και γεμάτο αγάπη.
Είπα μέσα μου: «Πόση γαλήνη και ησυχία, που δεν είναι αυτού του κόσμου, υπάρχουν στο πρόσωπό Σου, Άχραντε Παρθένε!», και σαν να άκουσα απ’ Αυτήν μία απάντηση, που πολύ καθαρά αντήχησε στην καρδιά μου: « Τι σε εμποδίζει να έχεις ειρήνη και ησυχία στην καρδιά σου; Δεν γνωρίζεις που πρέπει να ψάχνεις για να τα βρεις;»
Με τη σκέψη και την καρδιά μου στράφηκα σ’ Αυτόν που είναι η Πηγή της ειρήνης και αμέσως απέκτησα την ποθητή ησυχία…

Δέσποινα Θεοτόκε! Παρηγοριά των θλιβομένων, Σε δοξολογούμε και Σε ευχαριστούμε! Τα βάσανα της καρδιάς μας τα μεταμορφώνεις σε γαλήνη και τη θύελλα των παθών σε ησυχία της χάριτος του Θεού! Ασταθής και πονηρή καρδιά μου! Να μην τολμήσεις ποτέ να αμφισβητήσεις τις φανερές ευεργεσίες της Βασίλισσας των Ουρανών!

Από τη στιγμή που προσευχήθηκα από την καρδιά μου στη Βασίλισσα όλου του κόσμου, αισθάνθηκα στην ψυχή ανακούφιση. Και στο εξής μη με αφήνεις, Παντάνασσα.
Εξύμνηση της Παναγίας
Μητέρα της δικής μας Ειρήνης, Μητέρα της δικής μας Χαράς, Μητέρα της δικής μας Ελπίδας και δικής μας Αγάπης. Μητέρα Αυτού που υπάρχει, Αυτού που ουσιώνει τα πάντα.
Μητέρα Άχραντε, το ύψος της δικής σου αγνότητας δεν μπορεί να φαντασθεί η δική μας ακάθαρτη ψυχή. Μητέρα Παμμακάριστε, την αγαθότητά σου δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Μητέρα πάντων των χριστιανών, οι εικόνες σου είναι σε κάθε πόλη και κάθε χωριό και μαρτυρούν τη γρήγορη βοήθεια που προσφέρεις σε μας.
Να είσαι και για μένα τον αμαρτωλό και τρισάθλιο γρήγορη βοήθεια και προστάτρια στους πόνους, στις θλίψεις και στους πειρασμούς!
Πως να προσευχόμαστε στην Παναγία
Να φανταστείς ότι στέκεσαι μπροστά στη βασίλισσα και την παρακαλείς να πραγματοποιήσει κάποιες δικές σου επιθυμίες. Με τι δέος και τι σεβασμό θα το έκανες!
Σκέψου τώρα ότι και αυτή είναι άνθρωπος, όπως και εσύ. Σκέψου τώρα πως πρέπει να στέκεσαι μπροστά στη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, στη Μητέρα του Θεού του Υψίστου, με τι δέος και τι ειλικρίνεια! Ανέκφραστη είναι η μεγαλωσύνη της και απερίγραπτη η τελειότητα. «Πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν» (Ψαλ. 44, 14). Αυτή είναι τόσο κοντά στο Θεό. Πρόσεχε, να προσεύχεσαι σ’ Αυτήν με ανάλογο δέος, με καθαρή και συντετριμμένη καρδιά.

Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης
Από το βιβλίο :
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ».
Εκδόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη.

ΕΝ ΤΗ ΚΟΙΜΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΟΥ ΚΑΤΕΛΙΠΕΣ…



Είναι μερικές λέξεις τόσο όμορφα συνταιριασμένες, τόσο υπέροχα ενωμένες, τόσο άγια δοσμένες και δεμένες, που δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις, να μιλήσεις γι” αυτές χωρίς ν” αναφέρεσαι και πάλι σε όλες μαζί. Και τούτες οι λέξεις περνούν στην αθανασία γιατί αναφέρονται στην αθάνατη Κοίμηση του πιο αγαπημένου μας προσώπου του καλοκαιριού, του Αυγούστου, της Εκκλησίας μας, της Παναγίας.
Έτσι οι λέξεις Παναγία, Παράκληση, Κοίμηση, Δεκαπενταύγουστος, στήνουν δοξολογικό χορό και ευχαριστιακή κίνηση στο Πρόσωπό της..
Κι” εμείς οι πιστοί τι λέμε; «Πάμε στην Παράκληση», δηλαδή πάμε να συναντήσουμε την Παναγία μας, την Κυρία Θεοτόκο που μας περιμένει στο σπίτι της, στην Εκκλησία, που δεν έχει καμιά σημασία πού να βρίσκεται, σε βουνό ή θάλασσα στην Ενορία ή σε προσκύνημα. Ξέρουμε σίγουρα πως είναι εκεί και μας περιμένει ν” αποθέσουμε της καρδιάς μας το λιβανωτό. Την προσευχή μας που δεν την ξεχωρίζουμε αν είναι δοξολογική ή ευχαριστία, αν είναι ξεχύλισμα πόνου ή εξομολόγηση αμαρτωλής καρδιάς. Σημασία έχει ότι ακούμε αλλά και σιγοψέλνουμε κι” εμείς την «Μικρή» ή «Μεγάλη Παράκληση».
Και κάπου -κάπου- μυστικά ή φανερά στρέφουμε τα βλέμματά μας στην Εικόνα και βλέπουμε την άγια της μορφή, άλλοτε χαρούμενη κι” άλλοτε λυπημένη, με ποια διάθεση ο καθένας την κοιτά.
Και στο τέλος της ακολουθίας φεύγεις πολύ διαφορετικός από ό,τι ήρθες, γιατί είσαι απόλυτα βέβαιος πως η στοργική Μάνα σε άκουσε, είδε τα αβόλιστα βάθη της καρδιάς σου, και τώρα είναι η δική της η σειρά να κάνει το θαύμα!
Δεν έχει σημασία ποιος είσαι και τι είσαι, αρκεί και μόνο που της εμπιστεύθηκες όλα σου τα προβλήματα στη δική της αγάπη, που τα ψιθύρισες στο πάντοτε πρόθυμο να ακούει αυτί της. Τα υπόλοιπα που δεν πρόλαβες ή και δεν σκέφτηκες θα τα αναλάβει «η πιο γρήγορη βοήθεια».
Η κατανυκτική αγάπη του λαού μας, ιδιαίτερα προς την Παναγία, η στοργική αφοσίωση του ορθόδοξου Έλληνα στη Θεοτόκο, είναι ανάλογη προς την άπειρη στοργή που ξεχειλίζει από τα μάτια Εκείνης προς όλο τον κόσμο. Γι” αυτό και εσύ πολύ απλά, φυσικά και αυθόρμητα γονατίζεις μπροστά στην Εικόνα της, επειδή ακριβώς τούτη η κίνηση είναι η πιο αβίαστη μεταφυσική διάσταση της ψυχής σου.
Στην Παναγιά μας αιώνες τώρα της δώσαμε μύρια ονόματα και χάρες. Η Παναγία Σουμελά, η Καλή Παναγιά, Η Παναγία η Σελιώτισσα, περιμένει τους πονεμένους προσκυνητές ν” ανηφορίσουν και ν” ανάψουν κερί ή λαμπάδα στη Χάρι της.
Ζούμε σε αντίχριστους καιρούς, και αποκαλυπτικές ημέρες. Η αγία μας εκκλησία καθημερινά σχεδόν δέχεται ένα μπαράζ επιθέσεων από τις σατανοκίνητες οργανωμένες δυνάμεις του κακού, αλλά και οι ίδιοι οι πιστοί της γίνονται ο στόχος των αιρετικών με τα τόσα ονόματα, που στο πρόσωπό τους ξέρασε ο άδης όλο το δηλητήριο της αβύσσου. Ήρθε και «ηοικονομική τρομοκρατία», για να μας συνεφέρει από την μέθη και την αλαζονεία της υποτιθέμενης παντοδυναμία της ευδαιμονίας μας.
Και τούτες τις επώδυνες ώρες απεγνωσμένα ζητάμε πολύ ανθρώπινα στηρίγματα, όμως όλα αυτά το μόνο που μας εγγυώνται είναι ένας αργός πνευματικός θάνατοςρίς φώς και ελπίδα, και έτσι την μάχη την κερδίζει η απογοήτευση, που φαίνεται να …κυβερνά σήμερα τους ανθρώπους. Και όμως! Θάνατος ουσιαστικά δεν υπάρχει, «μόνο όνομα έχει», γιατί υπάρχει η Ζωή που δωρίζεται σε όλους τους πιστούς. Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι ένας «ζωηφόρος θάνατος», και όποιος αγαπά και εμπιστεύεται τη ζωή του στα χέρια Εκείνης τότε βρήκε το μονοπάτι που οδηγεί στον Παράδεισο, στην αιώνια ζωή!
Αυτή είναι η εορτή μας και αυτό το θαύμα της ζωής της Παναγίας μας. Γι” αυτό και είναι χρέος όλων μας όχι μόνο να την ευγνωμονούμε, αλλά και να αγωνιζόμαστε να ζήσουμε όπως Εκείνη έζησε. Διότι, αν δεν ήταν Εκείνη, εμείς θα ζούσαμε ακόμη στο σκοτάδι ορφανοί.
Αν δεν ήσουν Εσύ, Παναγία μας, ποια θα είχαμε Μάνα τέτοιας αγάπης εμείς; Ποια χαρά θα μπορούσε να νιώσει η καρδιά μας; Ποια αγκαλιά θα μας έκλεινε στοργική στις μεγάλες και κρίσιμες ώρες των πόνων; Και ποιό χέρι απαλό με γλυκύτατο χάδι θα εσκούπιζε ανάλαφρο των ματιών μας το δάκρυ;

Παύλος Σαββίδης
Θεολόγος Καθηγητής

Ο Αύγουστος δεν είναι απλά ένας μήνας...



Ο Αύγουστος στην Ελλάδα δεν είναι μήνας...
Είναι η αγάπη των Ελλήνων για την Παναγία...
Είναι η δίψα των πιστών για το βλέμμα Της...
Είναι η δοξολογία της θάλασσας για τον ωκεανό της ταπείνωσής Της...
Είναι η παράκληση του ήλιου για την φωτεινή σιωπή Της...
Είναι η μέθη των αστεριών από το πέρασμά Της...
Εϊναι το αντίο του καύσωνος μπροστά στην δροσιά της παρουσίας Της...
Είναι η ευωδία των προσευχών στο όνομά Της...
Είναι η κοίμηση του θανάτου και το ξύπνημα της ψυχής μας...
Είναι η μελωδία των μοναστηριών που ανυμνούν την Προστάτιδά τους...
Ο Αύγουστος είναι η ενσάρκωση της άδολης αγάπης των ανθρώπων προς την Μητέρα τους… το αντίο της μιζέριας και το καλωσόρισμα της αρχοντιάς Της.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η “μοναχή” Ερμιόνη και το θαύμα της Παναγίας

~ Δὲν εἶχε κλείσει ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸν γάμο της ἡ Ἔρμινα, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια. Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.

Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.

‐ Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!

‐ Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.

‐ Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.

Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε. Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.

‐ Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!

‐ Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.

Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε. Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν ὀϊ γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.

‐ Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἐρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.

Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τῆς εἶπε:

‐ Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.

Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.

‐ Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.

‐ Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.

Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη. Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τὴ βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.

‐ Ἐρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτό μου συνέβη.

‐ Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.

Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.

‐ Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.

‐ Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ ‐ καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω ‐ πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.

‐ Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.

‐ Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.

– Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.

‐ Καὶ τότε τί θὰ γίνει;

‐ Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.

Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας «ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».

‐ Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.

Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ ‐ σὰν Ἐρμιόνη μοναχὴ ‐ ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.


από το βιβλίο: “Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῆς Παναγίας” (ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου).

π. Αυγουστίνος Καντιώτης: «Κρατήστε την πίστη των πατέρων σας…»

«Να ξυπνήσουμε από τον ύπνο της αμαρτίας.
Να κοιτάξουμε την πίστη μας, την πίστη των πατέρων μας.
Γιατί θα γίνουν πολλά στον κόσμο»

…Αμάρταναν και οι παλαιοί, αλλ’ εκείνοι μετανοούσαν και επέστρεφαν στον Θεό.

Εμείς μένουμε στις αμαρτίες αμετανόητοι, ασεβείς και άπιστοι. Δυστυχώς φύγαμε από το Θεό. Και γι’ αυτό σεισμός μεγάλος θα σείση την ανθρωπότητα και δε θα μείνει σπίτι όρθιο – διότι τα σπίτια αυτά είναι χτισμένα με κλοπές, αδικίες, κομπίνες, διάφορα αμαρτωλά τεχνάσματα. 

Με πόνο και δάκρυα λέω σε όλους – να μιμηθούμε τον Άγιο Δημήτριο. Να ξυπνήσουμε από τον ύπνο της αμαρτίας. Να κοιτάξουμε την πίστη μας, την πίστη των πατέρων μας. Γιατί θα γίνουν πολλά στον κόσμο. Και σπίτια θα χαθούν, και άνθρωποι, και ψυχές. Και τα χρήματα θα χάσουν την αξία τους – θα γίνουν πλατανόφυλλα, και πείνα και δυστυχία μεγάλη θα πέσει, που δεν την φαντάζεστε. Γιατί όλοι αφήσαμε το Θεό και φύγαμε μακρυά του. 

Ας ακούσουμε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που μας συμβουλεύει και λέει: Παιδιά μου και εγγόνια μου, θα’ ρθουν χρόνια δύσκολα. Μη φοβηθείτε όμως. Όλα να τα χάσετε μη λυπηθείτε. Ένα να κρατήσετε. Ποιό; Το διαμάντι – τ΄άλλα είναι χαλίκια. Τα δε χαλίκια είναι όλα εγκόσμια. Διαμάντι είναι η πίστη μας η ορθόδοξος. Αμαρτωλοί είμεθα, ασεβείς να μη γίνουμε. 
Αμαρτάνουμε – αλλά να μη φθάσουμε στο σημείο να λέμε, πως δεν υπάρχει Θεός, όπως διδάσκουν τώρα τα μικρά παιδιά δάσκαλοι κουλτουριάρηδες και άθεοι που σκορπιστήκανε σ’ όλη την πατρίδα μας. Αμαρτωλοί είμεθα, αλλά ασεβείς να μην είμεθα. Να πιστεύουμε. Όλα να τα χάσουμε, η πίστις να μείνει, να υπάρχει. Δύο πράγματα μας χρειάζονται, λέει ο Άγιος Κοσμάς: Χριστός και ψυχή! Αυτά τα δύο, όλος ο κόσμος να πέσει επάνω μας, δεν μπορεί να μας τα πάρει. 

Εσείς, παιδιά του μαρτυρικού μας έθνους, παιδιά της Ελλάδος, κλείστε τ’ αυτιά σας, μην ακούτε τους απίστους και αθέους. Κρατήστε την πίστη των πατέρων σας… 

† επίσκοπος Αυγουστίνος 

*(από το φυλλάδιο ΚΥΡΙΑΚΗ Φλωρίνης, 26 Οκτωβρίου 2005). 

από το βιβλίο: «Αφυπνιστικά Σωτήρια Σαλπίσματα» – Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτη (Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη).