.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ

.

image

ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, στα μέσα Μαΐου του 2010, λίγο μετά το τέλος της ακαδημαϊκής μας χρονιάς, η Έμιλι κι εγώ γυρίσαμε στην Κύπρο για νέες συζητήσεις με τον πατέρα Μάξιμο. Θεωρούσα ότι η δουλειά μου είχε ολοκληρωθεί ουσιαστικά, επομένως δεν χρειαζόμουν άλλο υλικό για το βιβλίο.
Όμως, η Έμιλι επέμενε να γνωρίσω έναν Κύπριο επιχειρηματία τον οποίο δεν γνώριζε η ίδια, αλλά που, σύμφωνα με μια στενή φίλη της, τη Θέκλα, είχε μια εκπληκτική ιστορία την οποία έπρεπε να ακούσω. Έχοντας ακούσει πολλές θαυμαστές και παραφυσικές ιστορίες, ήμουν απρόθυμος να επενδύσω κι άλλο χρόνο σε νέες γνωριμίες. Όμως, όπως συνήθως, η διαίσθηση της Έμιλι αποδείχθηκε απόλυτα εύστοχη. Τελικά, πείσθηκα να γνωρίσω τον Γιάννη, τον άγνωστο με την ασυνήθιστη εμπειρία.
Ο Γιάννης στην αρχή αντιμετώπισε με καχυποψία τις προθέσεις της Έμιλι, όταν έλαβε το τηλεφώνημά της. «Πώς βρήκατε τον αριθμό μου;» ήταν η πρώτη του αντίδραση.
Μια Δευτέρα πρωί, δύο μέρες μετά το τηλεφώνημα την., Έμιλι, ο Γιάννης έφτασε στο διαμέρισμά μας μαζί με ένα φίλο του, τον Σωτήρη, συνταξιούχο κρατικό υπάλληλο. Στην αρχή έδειχνε ανήσυχος, αλλά όταν αρχίσαμε να μιλάμε, ξεπέρασε την επιφυλακτικότητά του. Το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν πνευματικός μαθητής του πατρός Μαξίμου μας βοήθησε να δημιουργήσουμε μια φιλική επαφή από την αρχή. Ύστερα από μερικά λεπτά προεισαγωγικών εξηγήσεων, ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του λεπτομερειακά.
Ήταν ένας πενηντάχρονος επιχειρηματίας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, δύο κόρες εφηβικής ηλικίας. Σε ένα επιχειρηματικό ταξίδι σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν φυλακή με πλαστές κατηγορίες σωματεμπορίας. Μας εξήγησε ότι οι δεσμοφύλακες στην πραγματικότητα ανήκαν σε ένα κύκλωμα τύπου μαφίας και η σύλληψή του έγινε με σκοπό να του αποσπάσουν λύτρα. Απαίτησαν τριάντα χιλιάδες ευρώ. Σύμφωνα με τον Γιάννη, η τοπική μαφία συνεργαζόταν με διεφθαρμένους πολιτικούς που είχαν διασυνδέσεις με το δικαστικό σύστημα της χώρας. «Κόντευα να τρελαθώ», μας είπε. «Δεν είχα ιδέα τι θα μου συνέβαινε και οι συνθήκες ζωής στη φυλακή ήταν άθλιες. Κρύωνα και πεινούσα».
Αφού δεν ήξερε την τοπική γλώσσα και δεν είχε κανέναν για να τον υπερασπιστεί, ο Γιάννης βρέθηκε σε έναν καφκικό εφιάλτη. Η οικογένειά του στην Κύπρο αγωνιούσε. Η γυναίκα του κατάφερε να προσλάβει ένα δικηγόρο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του. Μέσω του δικηγόρου, η θρήσκα μητέρα του του έστειλε την Αγία Γραφή και ένα βιβλίο με τους βίους των αγίων. «Δεν ήμουν θρήσκος άνθρωπος», εξήγησε ο Γιάννης. «Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο θρησκευτικό βιβλίο. Όμως, μέσα σε εκείνη την ολοκληρωτική απόγνωση και απομόνωση, άρχισα να διαβάζω αυτά τα δύο βιβλία όταν δεν με έβλεπαν οι φύλακες, καθώς το διάβασμα απαγορευόταν».
Ένα βράδυ, καθώς ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του τρέμοντας και νιώθοντας απαίσια, εμφανίστηκε στο κελί του ένας ηλικιωμένος μοναχός και του είπε ότι ήταν ο γέροντας Παΐσιος από το Άγιο Όρος. Ο Γιάννης έσπευσε να μας διαβεβαιώσει ότι δεν είχε ξανακούσει ποτέ για τον Παΐσιο και δεν ήξερε ποιος ήταν. Το βιβλίο με τους βίους των αγίων που του είχε στείλει η μητέρα του δεν έγραφε τίποτα για τον συγκεκριμένο γέροντα.
«Ό γέροντας Παΐσιος σε εκείνο το όραμα μου είπε: “Τέκνον μου, μη φοβάσαι. Έχε πίστη και θα σε βοηθήσω να φύγεις από αυτό το μέρος. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως όταν γυρίσεις στην Κύπρο, θα αναζητήσεις το γέροντα Σεραφείμ και θα τον έχεις ως πνευματικό και εξομολογητή σου”. 
Δεν είχα ξανακούσει ποτέ ούτε για το γέροντα Σεραφείμ», είπε ο Γιάννης. Μας είπε ότι είδε αρκετά ακόμα οράματα με το γέροντα Παΐσιο στο κελί του και ότι ο γέροντας του έδινε κουράγιο όσο κράτησε η εξάμηνη δοκιμασία του. Ο Γιάννης δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν παραληρούσε και δεν έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν. Επιπλέον, τα οράματά του ήταν θεραπευτικά. Απαλλάχθηκε από το φόβο του και άρχισε να ελπίζει ότι τα δεινά του θα λάμβαναν τέλος σύντομα.
Αν ήταν εκεί παρόντες συμβατικοί ψυχολόγοι ή ψυχίατροι για να ακούσουν την αφήγηση του Γιάννη, είμαι σίγουρος ότι θα ερμήνευαν τα οράματά του ως παραισθήσεις, αποκυήματα ενός εγκεφάλου υπό ακραία πίεση. Δεν θα μπορούσαν να βγάλουν άλλο συμπέρασμα, αφού η συμβατική επιστήμη, λειτουργώντας στο πλαίσιο της αναγωγιστικής κοσμοθεωρίας της νεωτερικότητας, δεν προσφέρει άλλες εξηγήσεις. Ήμουν σίγουρος, όμως, ότι η εμπειρία του Γιάννη δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοιο συμβατικό τρόπο. Έχω γνωρίσει προσωπικά ανθρώπους που είναι απόλυτα σώφρονες και φυσιολογικοί, αλλά έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες και, έτσι, ήμουν ανοιχτός στο ενδεχόμενο αυτή η εμπειρία να ήταν αυθεντική.
Ο Γιάννης τόνισε ότι δεν είχε καμία αμφιβολία πως τα οράματά του ήταν πραγματικά. Με τη βοήθεια του δικηγόρου του, αποφυλακίστηκε προσωρινά μέχρι την εμφάνισή του στην παρωδία δίκης που θα γινόταν, όπως το έθεσε. Ο δικηγόρος του, όμως, τον συμβούλευσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και να το σκάσει, γιατί, όπως τον προειδοποίησε, «δεν θα βρεις δικαιοσύνη εδώ και δεν θα μπορέσεις να φύγεις από τη χώρα ζωντανός».
Ο Γιάννης κατάφερε να το σκάσει από τη χώρα. Ανησυχούσε ακόμη μήπως το κύκλωμα της μαφίας τον καταδίωκε μέχρι την Κύπρο και γι’ αυτόν το λόγο αντέδρασε καχύποπτα όταν έλαβε το τηλεφώνημα της’Εμιλι.
Με την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Γιάννης ανακάλυψε ότι ο γέροντας Σεραφείμ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, ένας γερο-ερημίτης που συνδεόταν με ένα από τα αρχαία ορεινά μοναστήρια του νησιού. 
Εκπληρώνοντας το αίτημα του γέροντα Παΐσιου, επικοινώνησε με το γέροντα Σεραφείμ για εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Αυτός, με τη σειρά του, δέχθηκε τον Γιάννη ως μαθητή του. Έτσι, ο Γιάννης από αγνωστικιστής έγινε βαθιά θρήσκος.
«Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων», μας είπε, «μπορώ να πω ότι η δοκιμασία μου ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη στη ζωή μου. Μέσα από αυτήν ανακάλυψα τον Θεό».
Μία εβδομάδα αργότερα, η 'Εμιλι κι εγώ, μαζί με τον Γιάννη και το φίλο του τον Σωτήρη, ταξιδέψαμε σε μια δασώδη απομακρυσμένη περιοχή στους πρόποδες του Σταυροβουνίου για να συναντήσουμε τον πατέρα Σεραφείμ. Φτάσαμε στο ερημητήριό του στις επτά το βράδυ, αλλά ήταν μέσα Ιουνίου και είχε ακόμη αρκετό φως.
Ο γέροντας Σεραφείμ ήταν μια πραγματική έκπληξη. Για ενενηντάχρονο μοναχό, ήταν απίστευτα ακμαίος και γεμάτος φωτεινή ενέργεια. Πραγματικά, έδειχνε τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερος από την πραγματική του ηλικία. Λεπτός και με μέτριο ύψος, μου θύμισε έναν από εκείνους τους σπάνιους εντυπωσιακούς ενενηντάρηδες αθλητές που τρέχουν ακόμη σε μαραθώνιους. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ο γέροντας εξέφραζε όλους τους καρπούς του Πνεύματος που είχε συζητήσει μαζί μας ο πατήρ Μάξιμος και για τους οποίους είχε γράψει ο Απόστολος Παύλος. 
Πραγματικά, ο πατήρ Σεραφείμ μου θύμισε το γέροντα Παΐσιο, τον οποίο είχα γνωρίσει το 1991, δύο χρόνια πριν αναπαυθεί. Όπως και Παΐσιος, ακτινοβολούσε μια άπλετη αφοπλιστική αγάπη και μια πηγαία χαρά που σε ηλέκτριζε. Η εύθυμη διάθεσή του, που θύμιζε επίσης το γέροντα Παίσιο, έκανε εγκάρδια τη συζήτηση και δημιουργούσε μια άμεση σύνδεση καρδιάς. Από προσωπική άποψη, χάρηκα όταν ανέφερε οι είχε διαβάσει αρκετές φορές τις ελληνικές μεταφράσεις τον Όρους της Σιωπής και των Δώρων της Ερήμου και εξέφρασα μεγάλο θαυμασμό για τον πατέρα Μάξιμο.
Αφού ανάψαμε τα κεριά μας στο μικρό του παρεκκλήσι όπου έκανε τις ολονυκτίες και τις προσευχές του, ο γέροντας Σεραφείμ μας έδειξε το πλούσιο και περιποιημένα περιβόλι του, το οποίο φρόντιζε ο ίδιος. Αυτός και η 'Εμιλι αντάλλαξαν πληροφορίες για διάφορα φυτά και τα μυστικά τους. Μετά, καθίσαμε και οι πέντε σε παγκάκια κάτω από μια κληματαριά, ενώ ο γέροντας Σεραφείμ μας μίλησε για τη ζωή του. Στο μεταξύ, ο Γιάννης, δείχνοντας την εξοικείωσή του με το ερημητήριο, μας ετοίμαζε αναψυκτικά.
Μέχρι τα εβδομήντα του, ο γέροντας Σεραφείμ ήταν άθεος και ένα από τα πρώτα μέλη μεγάλου κόμματος του νησιού. 
«Μπήκα στο κόμμα στα δεκαπέντε μου», μας είπε, «επειδή από πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα ένα τρομερό πάθος με τη δικαιοσύνη. Κοίταζα γύρω μου και το μόνο που έβλεπα ήταν η εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Οι μοναδικοί που πάλευαν για εντιμότητα και δικαιοσύνη ήταν οι συνδικαλιστές, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν όλοι μέλη του κόμματος. Έτσι μπήκα στο κόμμα. Πίστευα ότι το κόμμα είχε τις απαντήσεις σε όλα τα προβλήματά μας. Η θρησκεία δεν ήταν για εμένα. Ήταν το όπιο του λαού».
Ο γέροντας Σεραφείμ παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. «Αντίθετα από εμένα», μας είπε, «η γυναίκα μου ήταν πολύ θρήσκα και πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Τη συνόδευα μέχρι εκεί και μετά πήγαινα σε ένα κοντινό καφενείο κι έπαιζα χαρτιά ή τάβλι μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Μετά, γύριζα μαζί της σπίτι. Φανταστείτε, δεν είχα μπει ποτέ μου σε εκκλησία από 
τα δεκαπέντε μου μέχρι τα εβδομήντα. Ήμουν άθεος επί πενήντα πέντε χρόνια!» Ο γέροντας Σεραφείμ γέλασε τρανταχτά. Μετά, συνέχισε λέγοντας ότι οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει στο κόμμα δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Είχαν καλές προθέσεις και ενδιαφέρονταν ειλικρινά για το κοινό καλό. Αυτοί ήταν που, στο διάστημα της βρετανικής κυριαρχίας, δούλεψαν ενεργά για να θεσπιστεί νομοθετικά η οκτάωρη εργασία και άλλοι νόμοι που προστάτευαν τα δικαιώματα των εργατών.
Σε ένα σημείο της ζωής του, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο πατήρ Σεραφείμ μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Λονδίνο, όπου έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας ανοίγοντας εστιατόρια που σέρβιραν ένα από τα τυπικά φαγητά των Άγγλων, ψάρι με τηγανητές πατάτες. Όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε αφοσιωμένος στην ιδεολογία του. «Μου άρεσαν, επίσης, τα τυχερά παιχνίδια», πρόσθεσε γελώντας. «Ήταν ένα από τα πολλά μου βίτσια. Βλέπετε, δεν πίστευα σε τίποτα άλλο πέρα από την ύλη».
Ύστερα από αρκετά χρόνια στην Αγγλία, ο πατήρ Σεραφείμ επέστρεψε στην Κύπρο και επένδυσε τις οικονομίες του σε ένα ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Τα παιδιά του έκαναν δικές τους οικογένειες κι αυτός επέστρεψε στις πολιτικές του δραστηριότητες.
Μια προσωπική κρίση, για την οποία δεν μας έδωσε λεπτομέρειες, άλλαξε ριζικά την κοσμοθεωρία του. «Σε μια στιγμή απελπισίας», συνέχισε, «έπεσα στα γόνατα και φώναξα: “Θεέ μου, αν υπάρχεις, δείξε μου ένα σημάδι της ύπαρξής σου και βοήθησέ με, με τα προβλήματά μου!”»
Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή του πατρός Σεραφείμ, που, πριν γίνει μοναχός, λεγόταν Ανδρέας. Βίωσε μια πνευματική εμπειρία, μια κλασική αποκάλυψη σαν τουΠαύλου στο δρόμο προς τη Δαμασκό, στην οποία, όπως είπε ο ίδιος, «εντελώς ξαφνικά οι ουρανοί άνοιξαν και είδα την εκθαμβωτική δόξα του Θεού». 
Κούνησε το κεφάλι και είπε ότι, δυστυχώς, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να εξηγήσει τι του είχε συμβεί. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο σε ηλικία εβδομήντα ετών, η συνειδητότητα του πατρός Σεραφείμ άλλαξε ριζικά. Ενώ ήταν άθεος, μεταμορφώθηκε σε έναν βαθιά ευλαβικό πιστό, σε τέτοιο σημείο ώστε, με τη συναίνεση της γυναίκας του, αποφάσισε να γίνει μοναχός και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε συνεχή προσευχή και περισυλλογή. Μάλιστα, η γυναίκα του αποφάσισε να γίνει κι αυτή μοναχή και, μαζί με τον άντρα της, να αφιερώσει τα υπόλοιπα χρόνια της στην επιδίωξη της ένωσης με τον Θεό. Δυστυχώς, πέθανε τρεις μήνες μετά την απόφασή της να πάει σε μοναστήρι.
Ο πατήρ Σεραφείμ επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια ζητώντας να γίνει δόκιμος μοναχός, αλλά τον απέρριπταν για τί ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία για να μονάσει. Σε μια από τις μονές, ένας μοναχός του είπε ότι «τα μοναστήρια δεν είναι οίκοι ευγηρίας. Άλλωστε, δεν δεχόμαστε παντρεμένους εδώ».
Ο πατήρ Σεραφείμ (ή Ανδρέας εκείνη την εποχή) πήγε στο Άγιο Όρος και συμβουλεύτηκε έναν σεβαστό ερημίτη. Αυτός του είπε να επιστρέφει στην Κύπρο και τον διαβεβαίωσε ότι θα τον δέχονταν στην τελευταία μονή που τον είχε απορρίψει. Με την επιστροφή του στο νησί, πήγε πάλι σε αυτό το μοναστήρι και δήλωσε: «Ήρθα εδώ για να μείνω και δεν έχω σκοπό να φύγω». Ο γέροντας της μονής, ένας φημισμένος άγιος άνθρωπος που ήταν προικισμένος με διόραση (και ο οποίος έπαιξε επίσης ένα ρόλο στην αρχή της πνευματικής ζωής του πατρός Μαξίμου), έκανε μια μεγάλη συζήτηση μαζί του. Συνειδητοποίησε ότι η εμπειρία του πατρός Σεραφείμ ήταν μια γνήσια εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος και του έδωσε άδεια να παραμείνει στη μονή. Έτσι, ο πατήρ Σεραφείμ μεταβίβασε την περιουσία του στα παιδιά του και έγινε μοναχός.
«Επί δύο χρόνια», μας είπε ο πατήρ Σεραφείμ, «προσπάθησα να είμαι υποδειγματικός δόκιμος, δείχνοντας ολοκληρωτική υπακοή στον μοναστικό τρόπο ζωής και στο γέροντα. Ταυτόχρονα, επειδή είχα πολλές πρακτικές ικανότητες από τις εμπειρίες μου στον κόσμο, ήμουν πολύ χρήσιμος στη μονή. Δεν τους έγινα βάρος όπως φοβήθηκαν στην αρχή και κατέληξαν να εκτιμήσουν τη διαμονή μου εκεί».
Όμως, ο πατήρ Σεραφείμ βρήκε τη ζωή στη μονή πολύ εύκολη και λαχταρούσε μεγαλύτερες πνευματικές προκλήσεις. Βιαζόταν να προχωρήσει. Το πάθος του ήταν να ενωθεί με τον Δημιουργό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πριν φύγει από αυτή τη ζωή. Η πνευματική εμπειρία του τον έκανε να νιώθει ανυπομονησία με οτιδήποτε λιγότερο. Ο γέροντας της μονής, που ήταν ο ίδιος τέσσερα χρόνια νεότερος από τον πατέρα Σεραφείμ, αναγνωρίζοντας τα ειδικά του χαρίσματα και την ασυνήθιστη πνευματική του κατάσταση, τον έκειρε «μεγαλόσχημο», που είναι το ανώτατο επίσημο αξίωμα για έναν μοναχό, το αντίστοιχο ενός διδακτορικού. Επιπλέον, του έδωσε την ευλογία του για να γίνει ερημίτης και να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του σε ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα προσευχής.
Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε άδεια να χρησιμοποιήσει ένα ερημητήριο που ήταν ιδιοκτησία μιας άλλης μονής, σε μικρή απόσταση στο πευκόφυτο βουνό. 
Εκεί, ζούσε με ακατάπαυστη προσευχή σχεδόν είκοσι χρόνια. Έτρωγε μόνο μία φορά τη μέρα, νήστευε τις περισσότερες μέρες του έτους και δούλευε μερικές ώρες κάθε μέρα στον κήπο του 
για να έχει να τρώει. Επιπλέον, κάθε μέρα από τις εννιά μέχρι τις έντεκα το πρωί καλωσόριζε προσκυνητές που ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Την περισσότερη ώρα, όμως, την περνούσε με προσευχή, ενώ κοιμόταν ελάχιστα. Κάθε βράδυ, ο πατήρ Σεραφείμ είχε ολονυκτία. Προσευχόταν για το καλό των άλλων και του κόσμου και για τη δική του σωτηρία.
«Δεν ήμουν ποτέ πιο ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή», μας είπε με συγκίνηση στη φωνή του. Ο πατήρ Σεραφείμ ήταν ζωντανό παράδειγμα χαρούμενου ανθρώπου. Βασισμένοι στο χρόνο που περάσαμε μαζί του, δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι αυτά που μας είπε ήταν αλήθεια. «Η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού για κάθε άνθρωπο είναι ανείπωτη, πιστέψτε με!» μας είπε επανειλημμένα. Ήταν το ίδιο μήνυμα που είχα ακούσει να επαναλαμβάνει ο γέροντας Παΐσιος όταν τον γνώρισα με τον Αντώνη και τον πατέρα Μάξιμο το 1991. Ήταν επίσης το μήνυμα που είχαμε ακούσει από έναν άλλον σεβαστό ερημίτη στο πρόσφατο ταξίδι μας στο Αγιο Όρος. Πραγματικά, εκείνος ο ερημίτης δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς μας μιλούσε για τη δύναμη της αγάπης του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. Όπως και ο πατήρ Σεραφείμ, μιλούσε με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που είχε άμεση εμπειρία της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του.
Ο πατήρ Σεραφείμ μας παρακίνησε να τον επισκεφθούμε πάλι στο ερημητήριό του και συμφώνησε ευχαρίστως όταν η Έμιλι του ζήτησε στην επόμενη επίσκεψή μας να φέρουμε μαζί μας το φίλο μας τον Βλαδίμηρο. Αφού ήταν και οι δύο πρώην μέλη του ίδιου κόμματος, θα είχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν. Όμως, ο απώτερος σκοπός της Έμιλι ήταν να βοηθήσει ο πατήρ Σεραφείμ τον Βλαδίμηρο να ξεπεράσει την κατάθλιψη και το φόβο του για τα γηρατειά και το θάνατο.
Την επόμενη εβδομάδα πήγαμε τους φίλους μας από τη Λεμεσό στο ερημητήριο του πατρός Σεραφείμ και ο γέροντας υποδέχθηκε εγκάρδια τον Βλαδίμηρο και τη γυναίκα του, την' Ελενα, με την προσφώνηση «αγαπημένοι μου φίλοι». Μιλώντας μαζί τους, τους αφηγήθηκε πολλές ιστορίες σχετικές με την προσωπική του μεταμόρφωση που τον έστρεψε από το κόμμα στην αποκλειστική αναζήτηση του Θεού. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης ανάμεσα στον πατέρα Σεραφείμ και τον Βλαδίμηρο αφορούσε ανθρώπους και γεγονότα από τα πολλά χρόνια που είχαν περάσει και οι δύο στο ίδιο κόμμα. Αυτό από μόνο του αναζωογόνησε τον Βλαδίμηρο και τον έκανε να νιώσει άνετα με τον πατέρα Σεραφείμ. Όμως, δεν ήταν σαφές εκείνη τη στιγμή αν αυτή η συνάντηση επηρέασε καθόλου την κοσμοθεωρία του Βλαδίμηρου.
Στο ταξίδι της επιστροφής στη Λεμεσό, συζήτησα με την Έμιλι και τους φίλους μας μερικές σκέψεις μου για το πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει τη ριζική μεταμόρφωση του πρώην άθεου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ.

Το συγκλονιστικό όραμα της Γερόντισσας Λαμπρινής με την Παναγία!

Κάποια φορά η Γερόντισσα Λαμπρινή, όπως διηγήθηκε, η Παναγία της έδειξε την κόλαση και τον παράδεισο:

Το 1982 ήμουν στην σπηλιά της αγίας Παρασκευής στου Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στην σπηλιά με άλλες γυναίκες και σκέφτηκα: «Αχ, σπηλιά, που να σ’ εύρισκα, να ‘ναι δική μου αυτή η σπηλιά».

-Όχι, όχι, μου είπε μια φωνή. Η σπηλιά η δική σου είναι της Παρθένου (της
Παναγίας δηλαδή).

–Που είναι αυτή η σπηλιά;

-Θα σου την βρω εγώ, αλλά μετά από καιρό.

Πέρασαν πέντε χρόνια για νάρθει ο καιρός. Εγώ στο διάστημα αυτό έψαχνα.
Άκουγα για σπηλιά και έπαιρνα καμμιά γυναίκα για παρέα και πήγαινα. Το βράδυ πού
γύριζα στο σπίτι και έκανα προσευχή άκουγα φωνή: «Όχι αυτού, παιδί μου. Άδικα
κουράστηκες».

Μία μέρα με κάλεσε η ξαδέλφη μου στην Άρτα για δουλειά. Εκεί μίλησε για μια
σπηλιά που θα πήγαινε την άλλη μέρα με άλλες γυναίκες. Αποφάσισα να πάω.
Ξεκινήσαμε το πρωί στις πέντε με τα πόδια.

Μόλις φθάσαμε η σπηλιά δεν φαινόταν εξωτερικά παρά μόνο δυο τρύπες που
χωρούσες σφηνωτά. Κοντά στην είσοδο της σπηλιάς είχε και εκκλησάκι. Είχα πάρει μαζί
μου λαμπάδες και κεριά. Αναρωτήθηκα: «Είναι άραγε αυτή η σπηλιά»; Και άκουσα
φωνή: «Εδώ μέσα είμαι. Κράτησε μια λαμπάδα για να μπεις στην σπηλιά».
Για να ξεφύγω τις γυναίκες είπα ότι είμαι κουρασμένη και θα καθίσω λίγο να
ξεκουραστώ. Μόλις αυτές μπήκαν στο Εκκλησάκι, άναψα την λαμπάδα και μπήκα μέσα
στην σπηλιά.

Ήταν μεγάλη η σπηλιά. Μέσα είδα την Παναγία καθαρά, έσκυψα και την
προσκύνησα. Τότε ξέχασα τα πάντα, ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ’ όλη μου την ζωή.
Προσκυνούσα συνέχεια την Παναγία και μου είπε:

– Φθάνει. Θα δεις πολλά εδώ μέσα, θα δεις τον άλλο κόσμο. Αυτά που θα δεις εσύ, να τα ομολογήσεις σε πρόσωπα που τα αγαπάνε αυτά. Άμα βλέπεις αδιαφορία, δεν θα λες τίποτε. Και στις γυναίκες έξω αδιαφορία θα δείξεις άμα βγεις. Αν σε ρωτήσουν θα πεις πήγα να προσευχηθώ μέσα στην σπηλιά. Τώρα όμως βγες έξω αμέσως διότι σε ζητάνε. Μετά απόφευγε τις με τρόπο και ξαναμπές να συνεχίσουμε. Θα τις ετοιμάσω και εγώ εσωτερικά να δεχθούν ότι τους πεις.

Βγήκα έξω και τις καθησύχασα διότι με ψάχνανε και φωνάζανε. Είχε αλλοιωθεί το
πρόσωπό μου από την συνάντηση με την Παναγία, το κατάλαβαν και μου έλεγαν:

«Γιατί είσαι έτσι; Τι έπαθες»; Εγώ δικαιολογήθηκα ότι φοβήθηκα λίγο στο σκοτάδι της σπηλιάς και χλώμιασα. Τους είπα ότι θα ξαναμπώ στην σπηλιά να προσευχηθώ και αυτές το δέχθηκαν. Άναψα την λαμπάδα και ξαναμπήκα.

Η Παναγία με περίμενε και μου είπε: «Μη φοβάσαι τώρα. Οι γυναίκες θα σε περιμένουν, και μόλις σε δουν θα πουν: ∆όξα σοι ο Θεός».

Με πήρε ύστερα η Παναγία σ’ έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία. Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»! Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό. Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.

Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν. Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή». Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι. Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. ∆εν αντέχουν το κάψιμο. Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:

-Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; ∆εν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;

-Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.

-Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω (αν θα σωθώ)… Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα; 

-Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις.

Εμένα μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι; η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου». «Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. …Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια»!«Μη γένοιτο», μου είπε. Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω.

«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».

Φεύγοντας είπε η Παναγία: «Ευλογημένοι να είστε μέχρι την ∆ευτέρα Παρουσία
που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.

Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα
πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου
δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».

Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν
γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».

Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο
γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο
γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε: «Σ’
ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον
ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά
ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες.
Μπροστά τους σ’ ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς
στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα
κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.

Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα
και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.

Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε
έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ
αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την
αρρώστια του». Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά
κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.

Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ’ αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου».

Ύστερα η Παναγία συνέχισε: «Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο
στην γη. Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θα έρθουν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ’ όποιον τ’ απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος».

από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση

“Εάν σταματούσε ή αμαρτία στον κόσμο και οι άνθρωποι μετανοούσαν δεν θα ζούσαμε εμείς τούς έσχατους καιρούς…”

Ο Γέροντας Ιλαρίωνας Αργκάτου, προφήτεψε μέσα από τους λόγους του την πνευματική κατάσταση που ζούμε στην εποχή μας και τις συνέπειες αυτής, με μεγάλη ακρίβεια.

~ Έρχονται δύσκολοι καιροί επειδή λιγόστεψε ή πίστη. Εξ” αιτίας της φτώχειας, οι άνθρωποι θα πουλήσουν την ψυχή τους για τροφή και ρούχα.

Ό κόσμος θα γίνει κακός, θα εξαφανιστεί ή αγάπη και το έλεος μεταξύ των ανθρώπων. Ιερείς και λαϊκοί θα γίνουν ένα και δεν θα υπάρχει κάποιος να καθοδηγήσει τούς πιστούς. Οι πιστοί δεν θα μπορούν να βρουν τον ποιμένα, ούτε και τον σωστό δρόμο. Θα κυβερνάει το χρήμα και ή επιθυμία να κάνουν περιουσίες.

Κανείς δεν θα φροντίζει για τις ψυχές των ανθρώπων. Όλα θα περιοριστούν σε μία απλή συναλλαγή. Όλοι θα αδιαφορούν για την σωτηρία τους, για την πίστη, δεν θα έχουν φόβο Θεού, το καθήκον, ή υποχρέωση, ή ευθύνη θα είναι άγνωστες έννοιες. Όλα θα περιστρέφονται γύρω από το χρήμα.

Ό ένας θα πουλάει τον άλλον, ή κακία στον κόσμο θα είναι ανυπόφορη. Θα ζήσουμε τούς έσχατους καιρούς. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πόσο δύσκολα θα είναι. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τί περιμένει εμάς και τα παιδιά μας.

Τα παιδιά μας σε αυτούς τούς δύσκολους καιρούς θα είναι ανέτοιμα να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις, επειδή οι γονείς σήμερα δεν διδάσκουν στα παιδιά τον φόβο τού Θεού και την ντροπή προς τούς ανθρώπους. Γι” αυτόν τον λόγο θα πέσουν θύματα πολλών κακών.

Μητέρες μην αφήσετε τα παιδιά σας να τα παρασύρει το κύμα αυτού του διεφθαρμένου αιώνα. Θα κλαίτε αιώνια πού δεν σώσατε τα παιδιά σας και θα τα κάνετε υιούς της γέενας του πυρός. Εάν σταματούσε ή αμαρτία στον κόσμο και οι άνθρωποι μετανοούσαν δεν θα ζούσαμε εμείς τούς έσχατους καιρούς…

Γέροντας Ιλαρίωνας Άργκάτου (†2006)

Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια



Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους.

Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα,  και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους.

Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό.
Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Το θαύμα της πίστεως

Ένας χριστιανός φαρμακοποιός έκανε κάποτε ένα πολύ σοβαρό λάθος. Σε κάποιο κοριτσάκι που ήρθε να πάρει κάποιο φάρμακο, έκανε λάθος και του έδωσε ένα άλλο μπουκάλι που όταν θα το έπαιρνε ο ασθενής, δεν θα μπορούσε πια να σηκωθεί από το κρεββάτι.
Μόλις το διαπίστωσε, κόντεψε να τρελαθεί. Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει έπεσε στα γόνατα και ζήτησε ο Θεός να τον βοηθήσει και να μην πάθει ο ασθενής κανένα κακό από το λάθος το δικό του. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βλέπει το κοριτσάκι με δάκρυα στα μάτια και λερωμένο, να μπαίνει μέσα στο φαρμακείο και να του λέει ανάμεσα στα αναφιλητά του, πως στο δρόμο σκόνταψε σε μία πέτρα και έπεσε, με αποτέλεσμα το μπουκάλι να σπάσει και να μην έχει πάει στον ασθενή πατέρα της. Ο φαρμακοποιός γεμάτος συγκίνηση έσκυψε και το φίλησε και ευχαρίστησε το Θεό, γιατί έκανε ένα τόσο μεγάλο θαύμα και τον έσωσε από μία τόσο μεγάλη συμφορά.Ας μη χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον κύριο ποτέ.

Θρησκεία και ζωή

Στο σχολείο μάθαμε ότι το «και» συνδέει όμοια πράγματα. Λάθος!!!
Συνήθως το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να φανερώσουν τα δίπολα πάνω στα οποία πασχίζουν να ισορροπήσουν. «Εσύ και εγώ», «σώμα και ψυχή», «Θεός και άνθρωπος». 
Συχνά, ο ένας εκ των δύο πόλων είναι διανοητικό τους δημιούργημα.
Από μικρός θυμάμαι τους ανθρώπους να καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα στα δύο. Θρησκεία ή ζωή; Υπήρχαν και αυτοί που πρόθυμα βοηθούσαν.

- Γελάς; Βγαίνεις; Βάφεσαι; Ακούς μουσική; Ντύνεσαι έτσι; Ξεφεύγεις από το εγκεκριμένο; Δεν είσαι καλός Χριστιανός. Δεν σε αγαπάει ο Θεός. Λυπάται ο Θεός. Θυμώνει ο Θεός. Διάλεξε λοιπόν.
Και για κάποιο ανεξήγητο ( δαιμονικό για αρκετούς…) λόγο, οι νέοι άνθρωποι συντριπτικά διάλεγαν και διαλέγουν τη ζωή. Και η θρησκεία άδειαζε περιφρουρημένη. Και ο «θεός» τιμωρούσε, λυπόταν και θύμωνε.

Κι εκεί, κάπου στην εφηβεία, φωτισμένοι άνθρωποι τόλμησαν και ξεστόμισαν ότι «ο Χριστός τα έβαλε με τους θρήσκους και τους σκληροπυρηνικούς, ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, είναι Εκκλησία και θεολογία αγάπης».
Παναγία μου, τι χαστούκι ήταν αυτό;

Μερικοί καταφέραμε και ελαφροπατήσαμε ανάμεσα στα σιδερόφρακτα κουτάκια του μυαλού μας και πλησιάσαμε τη ζωή. Με προσοχή μήπως και πληγωθούμε από τα καρφιά. Αδύνατον. Όλο και κάτι τσιμπιές εισπράξαμε. Φτάσαμε όμως στα σύνορα της ζωής. Κρυφοκοιτάξαμε μέσα. Φωτεινά ήταν, χαρούμενα και όμορφα. Και κάπου εκεί μέσα διακρίναμε και το Χριστό. Να χαίρεται και να αγαπάει. Ξαφνικά ακούστηκε πίσω μας ένας θόρυβος. Γυρίσαμε και είδαμε τη θρησκεία να βροντάει και να σκοτεινιάζει. Δυνατή και βλοσυρή.

Από εκεί και πέρα τα ίχνη μας χαθήκανε. Άλλοι μπήκαν στη ζωή ακούγοντας την καρδιά τους, άλλοι επέστρεψαν στη θρησκεία υπακούοντας στη λογική τους. Και κάποιοι άλλοι ακόμη πηγαίνουν τη διαδρομή. Συνήθως τη μέρα είναι σώφρονες και ιματισμένοι στη θρησκεία και το βραδάκι σέρνονται κουρελιασμένοι μέχρι τη ζωή. Σε απόσταση ασφαλείας όμως…

Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Θεολόγος καθηγητής

Νὰ ἐξετάζουμε τὴν συνείδησή μας γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν χαρὰ τῆς σωστῆς ἐξομολογήσεως

Γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε στὸν Πνευματικὸ ὅτι ἔχουμε ἁμαρτήσει, πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὴν ἁμαρτία μας. Πῶς ἀποκτοῦμε ὅμως τὴν γνώση αὐτή; Μὲ τὴν γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχῆ ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀγνοεῖ τὸν θεῖο νόμο, ἢ τὸν γνωρίζει ἀλλὰ δὲν ἐξετάζει συστηματικὰ τὸν ἑαυτό του, πιστεύει πὼς δὲν ἔχει φταίξει σὲ κάτι σημαντικὸ καὶ δὲν μετανοεῖ. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴν θεωρῆς ἀσήμαντα τὰ ἁμαρτήματά σου, ἀλλὰ συγκέντρωσέ τα καὶ κατέγραψέ τα… Ἂς ἐξετάζουμε τὰ πάντα μὲ προσοχή, καὶ τότε θὰ διαπιστώσουμε ὅτι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες». Ἂν λείπη ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν «πῶς θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ καὶ θὰ ζητήσουμε τὴν ἄφεση;… Ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν θέλης νὰ μάθης ὅτι ἁμάρτησες, γιὰ ποιὰ σφάλματα θὰ παρακαλέσεις τὸν Θεό; Γι΄ αὐτὰ ποῦ δὲν γνωρίζεις;».
Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ μετανοήσουμε, ὁ Θεὸς τοποθέτησε μέσα μας τὴν συνείδηση ἡ ὁποία εἶναι ἡ φωνὴ Του μέσα μας. Εἶναι ἕνα εἶδος δικαστηρίου ποὺ μᾶς δικάζει, πρὶν μᾶς δικάση ὁ Θεός. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, «ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, τοποθέτησε μέσα του τὴν συνείδηση ὡς ἀδιάλειπτο κατήγορο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σφάλη οὔτε νὰ ἐξαπατηθῆ. Καὶ ἂν ἀκόμη μπορέση κάποιος ποὺ ἁμάρτησε, νὰ διαφύγη τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων,… αὐτὸν τὸν κατήγορο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ξεφύγη». 
Ἡ συνείδηση εἶναι ἕνα δῶρο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο νὰ...
δώσουμε λόγο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας στὴν μέλλουσα Κρίση, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐγκαθιστοῦσε μέσα μας τέτοιο δικαστήριο. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη φιλανθρωπίας Του. Ἐπειδὴ τότε πρόκειται νὰ μᾶς ζητήση λόγο γιὰ τὶς ἁμαρτίες, ἔβαλε μέσα μας αὐτὸν τὸν ἀδέκαστο κριτή, ὥστε αὐτός, δικάζοντάς μας ἐδῶ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ διορθώνοντάς μας, νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὴν μέλλουσα Κρίση». Γι΄ αὐτὸ «ὁ καθένας μας ἂς εἰσέλθη στὴν συνείδησή του, καὶ ἀφοῦ ξεδιπλώση τὴν ζωή του καὶ ἐξετάση μὲ προσοχὴ ὅλα τὰ σφάλματα ποὺ ἔχει διαπράξει, ἂς κατηγορήση τὴν ψυχή του ποὺ τὰ ἔκαμε… Ἂς τιμωρήση τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν αὐτοκαταδίκη, μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, μὲ δάκρυα, μὲ ἐξομολόγηση, μὲ νηστεία καὶ ἐλεημοσύνη, μὲ ἐγκράτεια καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ μπορέσουμε μὲ κάθε τρόπο, ἀφοῦ ἀποβάλουμε ἐδῶ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, μὲ μεγάλη παρρησία νὰ φύγουμε γιὰ τὸν οὐρανό».
Πολλὲς φορὲς πηγαίνουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε τίποτε στὸν Πνευματικό. Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν παρακολουθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν προετοιμαζώμαστε γιὰ τὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση, ἂς ἀφιερώνουμε κάποιο χρόνο, γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὴν πνευματική μας πορεία ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ ἐξομολογηθήκαμε. Μὲ βάση τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐρευνοῦμε τὴ ζωή μας καὶ βλέπουμε τὰ συγκεκριμένα μας ἁμαρτήματα.
Ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἐντολὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης: «Νὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη,… καὶ νὰ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου». Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε τὴν πορεία μας σὲ τρεῖς βασικοὺς ἄξονες: Τὴ σκέση μας μὲ τὸν Θεό, τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας.
Ἡ προσεκτικὴ ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας θὰ μᾶς φέρη σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοια. Ἐπιπλέον θὰ μᾶς προετοιμάση γιὰ τὴν ὁμολογία τῶν ἁμαρτημάτων μας ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Γρηγορίου «Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγησις», Ἱερὸν Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Ἅγιον Ὅρος.




Ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί θεία βοήθεια

"Θά ἤθελα νά εἶχα περισσότερες δυνάμεις, μά ὁ Θεός δέν μοῦ δίνει".
Καί μήν περιμένετε ὅτι θά σᾶς δώσει! 
Ἐξαρχῆς σᾶς προίκισε μιά γιά πάντα μέ ὁρισμένες δυνάμεις, τόσο σωματικές ὅσο καί ψυχικές. Εἶναι λίγες, τό ξέρω. Γι' αὐτό χρειάζεστε τήν ἐνίσχυσή Του. Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐνισχύει τόν ἄνθρωπο ὄχι ἀπό πρίν, δίνοντάς του πλεόνασμα δυνάμεων ὡς ἀποθεματικό, ἀλλά στήν ὥρα τῆς ἀνάγκης. Τί γίνεται δηλαδή;
Προσπαθεῖ κανείς νά ἐκτελέσει ἕνα ἔργο, ἀλλά βλέπει ὅτι δέν τά βγάζει πέρα μόνος του. Ζητάει, λοιπόν, μέ προσευχή τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ βοήθεια ἔρχεται. Μά μόλις ὁλοκληρωθεῖ τό ἔργο, παύει. Καί ὁ ἄνθρωπος μένει, ὅπως πρῶτα, ἀδύναμος. Ὅταν καί σ' ἄλλη περίπτωση χρειαστεῖ τή Θεία βοήθεια, τοῦ ξαναδίνεται. Κάνει τή δουλειά του. Καί μόλις τελειώσει, ἡ παροχή τῆς βοήθειας σταματάει. Ἔτσι μένει πάλι ὁ ἴδιος, ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος. Αὐτό γίνεται πάντα.
Ὅποιος, ὅμως, δέν κάνει τίποτα, ὅποιος δέν ἐνεργοποιεῖ ὅλες του τίς δυνάμεις, δέν κοπιάζει ὥσπου ν' ἀποκάμει καί δέν ζητάει τότε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δέν πρόκειται να τή λάβει. Ἀλλά κι ἐκεῖνος πού νομίζει πώς ὅ,τι κατορθώνει ὀφείλεται στή δική του ἱκανότητα καί δύναμη, ἀπατᾶ τόν ἑαυτό του. Γιά νά βάλει μυαλό, λοιπόν, θά παιδαγωγηθεῖ ὁπωσδήποτε κάποια φορά ἀπό τόν Θεό. Καί νά πῶς: 
Θά καταπαιστεῖ μέ μιά δουλειά πού ἔκανε πάντα χωρίς δυσκολία. "Αὐτό γιά μένα εἶναι παιχνιδάκι!", θά συλλογίζεται αὐτάρεσκα. Ἀπροσδόκητα, ὅμως, θά διαπιστώσει ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα. Ξάφνου, μέ θεία παραχώρηση, ἡ ἱκανότητα καί ἡ δύναμή του, γιά τίς ὁποῖες τόσο καμάρωνε, ἔγιναν καπνός! Τότε ἀναγκάζεται νά ταπεινωθεῖ καί νά ἐπικαλεστεῖ τόν Θεό, πού, γιά νά τόν τιμωρήσει καί νά τόν διδάξει, συχνά τόν ἀφήνει ἀβοήθητο. 

Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, νά ἐνεργεῖτε πάντα ἔχοντες τό αἴσθημα τῆς ἀδυναμίας, νά ζητᾶτε τή θεία βοήθεια, καί, ἀφοῦ ὁλοκληρώνετε κάθε ἔργο σας, νά διατηρεῖτε ἀμείωτο τό ἴδιο αἴσθημα, πού περιφρουρεῖ τήν ταπείνωση.


Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ



Η πρόοδος στην πνευματική ζωή διακρίνεται με την ολοένα και περισσότερη συναίσθηση της μηδαμινότητός μας

Προσέχετε τον εαυτό σας. Η πρόοδος στην πνευματική ζωή διακρίνεται με την ολοένα και περισσότερη συναίσθηση της μηδαμινότητός μας. Ενώ όσο αυξάνει η εκτίμησις του εαυτού μας σε κάτι, τόσο βαδίζουμε στην καταστροφή. Ο εχθρός θα το εκμεταλλευθή αυτό. Θα πλησιάση και θα επιχειρήση να πετάξη κανένα πετραδάκι στον δρόμο μας για να σκοντάψουμε. Μια ψυχή που δίνει στον εαυτό της αξία, μοιάζει με τον κόρακα του Αισώπου που ακούγοντας τις κολακείες της αλεπούς για την «ωραία» του φωνή, άνοιξε το στόμα και του έπεσε το τυρί…».

«Πόσο χρήσιμο θα ‘ταν να βρισκόταν κάποιος να σας κατηγορή. Να χαίρεσθε , αν ποτέ συμβή αυτό. Είναι πολύ επικίνδυνο να σας επαινούν όλοι και κανείς να μην σας λέει την αλήθεια. Είναι νομίζετε δύσκολο να πλανηθή ή να σκοντάψη κανείς; Απέχετε πολύ από το να θεωρήτε τον εαυτό σας άγιο και άξιο να συμβουλεύη τους άλλους;».

«Στο Κίεβο ασκήτευε κάποτε κάποιος με πολλή νηστεία και μόνωση. Τον πολέμησε όμως ο εγωισμός και άλλα πάθη. Πήγε λοιπόν και εξωμολογήθηκε τους λογισμούς του στον μακαριστό στάρετς Παρθένιο. Εκείνος του έδωσε χρήματα και τον έστειλε στην αγορά λέγοντας: 

«Αγόρασε κρέας και φάγε το μπροστά στους άλλους». Ο ασκητής ακολούθησε την συμβουλή του στάρετς και όλοι οι πειρασμοί του φύγανε. Να πώς οι Πατέρες πολεμούσαν την υπερηφάνεια.

Συχνά να ελέγχετε και σεις τον εαυτό σας στο σημείο αυτό. Γιατί δεν είναι μικρή συμφορά… 
Λένε ότι η υπερηφάνεια είναι κλέφτης που βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Έρχεται συχνά σε συνεννόηση με τους εξωτερικούς κλέφτες , τους ανοίγει πόρτες και παράθυρα, κι εκείνοι μπαίνουν και αρπάζουν κάθε θησαυρό».
«Αγωνισθήτε, ενώ συναναστρέφεσθε με άλλους και φροντίζετε για τις βιοτικές υποθέσεις, συγχρόνως να σκέπτεσθε τον Θεό και να έχετε την συναίσθησι ότι βρίσκεται κοντά σας και σας κατευθύνει σύμφωνα με το άγιό Του θέλημα. Έτσι δεν θα διασπάσθε στην εσωτερική σας εργασία. Η διάσπασις είναι η πρώτη επιτυχία του διαβόλου.
Η δεύτερη επιτυχία του είναι η προσκόλλησις της καρδιάς σε κάτι το γήινοκαι η αιχμαλωσία των αισθημάτων και των σκέψεων σ’ αυτό. Αυτή είναι χειρότερη επιτυχία του εχθρού.
Προσπαθήστε ν’ αποδεσμεύεσθε από κάθε αιχμαλωσία της καρδιάς και από κάθε διάσπασι της εσωτερικής σας εργασίας. Ο τρόπος είναι ένας: Να μην απομακρύνεται η προσοχή από τον Κύριο και την συναίσθησι της παρουσίας Του.
Οι υπερβολές δεν οδηγούν ποτέ σε καλό. 
Το πρώτο βήμα για την υπερηφάνεια είναι η κενοδοξία , η πεποίθησις δηλαδή ότι είμαι κάτι.
Το δεύτερο είναι η οίησις, η συναίσθησις δηλαδή του ότι όχι απλώς είμαι κάτι, αλλά κάτι σπουδαίο ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Από την κενοδοξία και την οίησι γεννιέται πλήθος υπερήφανων λογισμών, βδελυκτών στον Θεό.Η αυτογνωσία και η βίωσι της μηδαμινότητός μας μπορεί εδώ να βοηθήση. Συχνά ας φέρνουμε στην μνήμη μας σφάλματα του παρελθόντος και ας κατακρίνουμε τον εαυτό μας γι΄ αυτά».

«Τιμιώτατε πρωτοπρεσβύτερε. Σας ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη διδασκαλία σας. Απλή και βαθειά, σύντομη και ολοκληρωμένη, μεστή και απέρριτη. Ας ευλογήση ο Κύριος τους ποιμαντικούς σας κόπους σ’ όλο το πλάτος τους. Σας δόθηκε η χάρις όχι μόνο να διδάσκετε, αλλά και να πράττετε. Ας σας ενισχύη ο Κύριος να υπηρετήτε καρποφόρα τους αδελφούς χριστιανούς.
Εσείς βρίσκεσθε δε δράση. Για μένα ήλθε ο καιρός να παραδώσω τα όπλα. Εσείς είσθε ο ποιμένας ο καλός, εγώ ο αρχιποιμένας ο άχρηστος. Για τις αμαρτίες μου αδυνάτισα σωματικά και ακόμη περισσότερο πνευματικά. Πίσω μου τίποτε καλό δεν φαίνεται, μπροστά μου τίποτε αξιόλογο δεν ελπίζεται. Μένει μόνο: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Είθε να ευδοκήση ο Κύριος, έστω κι αυτή η κραυγή να βγαίνη μέσ’ απ’ την καρδιά».

«Να καλλιεργήτε μέσα σας τον φόβο του Θεού και την ευλάβεια ενώπιον του απερίγραπτου μεγαλείου Του. Να έχετε καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη . Να θεωρήτε όλους ανώτερούς σας. Ν’ αγαπάτε την σιωπή, την μόνωσι, την συνομιλία με τον Κύριο, που θα γίνη χειραγωγός και διδάσκαλός σας.
Τα άγια δάκρυα αποτελούν εκδήλωση θείου ελέους και ασφάλεια στην πνευματική ξηρασία και στην σκλήρυνσι των αισθημάτων. Μην τα περιφρονήτε και μην τα διώχνετε.
Τα αμαρτωλά δάκρυα προκαλούν οίησι, αγαπούν την επίδειξι και παρέρχονται σύντομα.
Όταν σας πλησιάζη η υπερηφάνεια διώξτε την και τοποθετήστε στην θέσι της το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή».

«Δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνω ότι το απόρθητο φρούριό μας είναι ηταπείνωσις. Δύσκολα την αποκτά κανείς. Μπορεί να θεωρή ταπεινό τον εαυτό του και να μην έχη ίχνος απ’ αυτή. Ο σωστότερος ή ο μοναδικός δρόμος για την ταπείνωσι είναι η υπακοή και η απάρνησις του ιδίου θελήματος. Χωρίς αυτά είναι δυνατόν ν’ αναπτύξη κανείς εσωτερικά εωσφορικό εγωισμό, παρά την εξωτερική ταπεινή συμπεριφορά και τις ταπεινολογίες.
Σταθήτε λοιπόν και αναρωτηθήτε, αν έχετε υποκοή και απάρνησι του ιδίου θελήματος».

«Αγωνισθήτε ν’ αποκτήσετε ταπείνωση. Η ταπείνωση είναι ευωδία Χριστού και ένδυμα Χριστού. Για χάρι της όλα θα τα συγχωρήση ο Θεός. Δεν θα εξετάση τις ελλείψεις που είχε ο αγώνας μας. Ενώ χωρίς ταπείνωσι καμιά άσκησι δεν μπορεί να μας βοηθήση.
Με το ταπεινό φρόνημα μπορεί ο άνθρωπος να σωθή. Χωρίς όμως αυτό το εισητήριο δεν θα του επιτρέψουν να μπη στον παράδεισο που είναι γεμάτος από ταπεινούς».
«Η ταπείνωσις πρέπει ν’ αποτελή το φόντο της ζωής σας, όπως και του καθενός που ζη ειλικρινά την εν Χριστώ ζωή».

«Αγωνισθήτε στον εαυτό σας με όλες σας τις δυνάμεις και ο Θεός θα σας βοηθήση. Έχετε σαν σκοπό ν’ αποκτήσετε «πνεύμα συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» ( Ψαλμ. 50, 19 ) . Όταν υπάρχουν αυτά, σημαίνει ότι βρίσκεσθε σε καλή κατάστασι. Τότε έχετε την σκέπη και την βοήθεια του Θεού. Τότε η προσήλωσις στον Θεό είναι σταθερή και η ενθύμησίς Του αδιάλειπτη».

«Προσπαθήστε να παλέψετε με το ευέξαπτο του χαρακτήρος σας. Το πάθος αυτό εκδηλώνεται όταν κάποιος ενεργήση αντίθετα με την δική σας θέλησι, επιθυμία ή εντολή. Όσο όμως ζη μέσα σας η υπερηφάνεια τίποτε δεν θα κατορθώσετε. Αυτή όλα τα κυβερνά. Αν μπορήτε πετάξτε την πέρα από την εξώπορτα του σπιτιού σας και απαγορέψτε της να ξαναπαρουσιασθή.
Να σκέπτεσθε την πανταχού παρουσία του Θεού , καθώς και την ώρα του θανάτου. Η μνήμη του Θεού και του θανάτου είναι οι καλύτεροι διδάσκαλοι για την θεραπεία των παθών».

«Είθε να σας διατηρήση ο Κύριος το χάρισμα των δακρύων για πάντα. Αυτά μαλακώνουν την καρδιά και χαρίζουν την κατάνυξι . Πρέπει όμως να τα κρύβετε. Διότι η υπερηφάνεια ολόγυρά τους περιφέρεται , όπως ο σκύλος γύρω από την τροφή».

Από το βιβλίο : « Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ»
Μετάφρασις από τα ρωσικά Ιερά Μονή Παρακλήτου

Γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με!

"Γιά νά δεχθοῦμε καί νά δοῦμε μέσα στήν καρδιά μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει ν' ἀποσυρθοῦμε ὅσο εἶναι δυνατό ἀπό τά ὁρατά πράγματα. Ἀφοῦ καθαρίσουμε τήν ψυχή μας μέ τή μετάνοια, τά καλά ἔργα καί τήν πίστη σ' Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς, πρέπει νά κλείνουμε τά ὑλικά μας μάτια καί νά βυθίζουμε τό νοῦ μας μέσα στήν καρδιά μας, κι ἐκεῖ μέσα νά κλαῖμε καί νά ἐπικαλούμαστε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τότε, ἀνάλογα μέ τό μέτρο τοῦ ζήλου του καί τῆς πνευματικῆς του ζέσης γιά τόν Ἠγαπημένο, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει εὐφροσύνη στό ὄνομα πού προφέρει, στό ὄνομα πού ξυπνᾶ τόν πόθο γιά τήν ἀναζήτηση πιό ὑψηλοῦ φωτισμοῦ. Ὅταν μέ τήν ἄσκηση τούτη ὁ νοῦς μένει μέσα στήν καρδιά, τότε ἐκεῖ στό ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς 


γλυκοχαράζει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού ἁγιάζει τό ναό τῆς ψυχῆς μέ τή θεία του ἀκτινοβολία, καθώς λέει ὁ προφήτης Μαλαχίας: 'Σέ σᾶς πού φοβᾶστε τ' ὄνομά Μου θ' ἀνατείλει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης' (Μαλαχ. 4, 2). Τό φῶς τοῦτο εἶναι ταυτόχρονα ζωή, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου:'Ἐν αὐτῷ ζωή ἧν καί ἡ ζωή ἧν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων' (Ἰωάν. 1, 4)".

Ὅσιος Σεραφείμ Σάρωφ