.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ



Ἡ Ὀρθοδοξία μας δέν εἶναι ἰδεολογία ἀλλά τρόπος ζωῆς.

- Ἀσκητικός ὃσον ἀφορᾶ τά καθήκοντα ὡς πρός τόν ἑαυτό μας

- Ἀγαπητικός ὃσον ἀφορᾶ τή συμπεριφορά μας ὡς πρός τόν ἂλλο

- Εὐχαριστιακός ὃσον ἀφορᾶ τήν στάση μας ἀπέναντι στό Θεό.

Τό ἦθος ἑπομένως κάθε Χριστιανοῦ ἀπέναντι στό Θεό πρέπει νά εἶναιεὐχαριστιακό. Ἂλλωστε, τό ζήτησε καί ὁ ἲδιος ὁ Κύριος, ὃταν ἀπό τούς δέκα θεραπευθέντες λεπρούς, μόνο ἓνας ἐπέστρεψε νά Τόν εὐχαριστήσει, λέγοντας: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰμή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ ιζ΄17,18)...

Στή Θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιά ὃλα τά δῶρα Του «ὑπέρ ὧν ἲσμεν καί ὧν οὐκ ἲσμεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων». Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὃσα γνωρίζουμε καί ὃσα δέν γνωρίζουμε. Γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του φανερές καί ἀφανεῖς. Σέ ὃλα αὐτά τά δῶρα, ἀντιπροσφέρουμε τά δικά μας «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» τόν ἂρτο καί τόν οἶνο, πού τό Ἃγιο Πνεῦμα θά μεταβάλλει σέ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ» πρός μετάληψη καί ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Ἒτσι ἡ εὐχαριστία πού ἀναπέμπουμε στόν Χριστό σέ κάθε Θεία Λειτουργία, γίνεται μέσον συνδέσεως τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό, μέσον ψυχικῆς τροφοδοσίας αὐτῶν, γιά νά συνεχίσουν νικηφόρα τόν ἀγώνα ἰάσεως τῶν παθῶν τους καί λήψεως φωτισμοῦ καί χάριτος.

1. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή στόν Παράδεισο

Ὁ Πανάγαθος Θεός ἒπλασε τόν ἂνθρωπο ἀπό ἀγάπη, χωρίς καμιά ἂλλη ἀνάγκη ἢ καταναγκασμό, ἐλεύθερα, γιά νά συμμετέχει καί αὐτός στή ζωή καί στήν μακαριότητα του Θεοῦ.

Τόν ἐπροίκισε μέ σπάνια χαρίσματα πού ἀποτελοῦν τό «κατ’ εἰκόνα»: Αὐτά εἶναι: Λογικό, αὐτεξούσιο, συνείδηση, δημιουργικότητα, προσωπική αὐτοσυνειδησία, ἀγαπητική δύναμη καί ἒμφυτη τάση πρός τό Θεό (γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τό Θεό), τό «ἂνω θρώσκειν» πού ἒλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες. Ἐργαζόμενος καί ἀξιοποιώντας αὐτά τά χαρίσματα, ἒπρεπε ὁ ἂνθρωπος κάνοντας καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του νά ἐπιτύχει τό «καθ’ ὁμοίωσιν».

Σύμφωνα μέ τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως ὁ ἂνθρωπος ζοῦσε εὐτυχισμένος στόν Παράδεισο, σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Δεχόταν καθημερινά τήν ἐπίσκεψή Του, συνομιλοῦσε μαζί Του καί χαιρόταν τήν Παρουσία Του. Μέσα στόν Παράδεισο ἦταν βασιλεύς καί ἱερεύς. Βασιλεύς, διότι ἐξουσίαζε ὃλα τά ζῶα, τά φυτά καί τό περιβάλλον χρησιμοποιώντας τα πρός ὂφελός του. Ἱερεύς, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό ὡς θυσία μέρος τῶν ἀγαθῶν πού εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό, ἐκφράζοντας συγχρόνως τήν Εὐχαριστία του γι αὐτά.

Ζοῦσε ἑπομένως δημιουργικά, διότι ὢφειλε «Ἐργάζεσθαι καί φυλάττειν» τόν Παράδεισο, ἀλλά καίεὐχαριστιακά, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό μέρος ἀπό τά δῶρα πού ἀπολάμβανε εὐχαριστώντας Τον. Ἐπιτελοῦσε τρόπον τινά μιά Θεία Λειτουργία, τήν Λειτουργία του Παραδείσου, συλλειτουργώντας μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους, πού εἶχαν δημιουργηθεῖ προηγουμένως, ἦσαν λογικά πλάσματα μέ ἀποστολή νά λατρεύουν καί νά διακονοῦν διαρκῶς τό Θεό.

2. Προπατορικό ἁμάρτημα- ἒκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή


Δυστυχῶς, ὃπως γνωρίζουμε, τό πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος δέν παρέμεινε γιά πολύ στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Παρασυρμένο ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ψευδῶς τοῦ ὑποσχέθηκε τό «ἔσεσθε ὡς θεοί» ἂν παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἁμάρτησε καί παρέμεινε ἀμετανόητο, παρά τήν προσπάθεια πού ἒκανε ὁ Θεός νά τό φέρει σέ συναίσθηση, νά μετανοήσει, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί νά ζητήσει συγχώρεση. Προτίμησε νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Νά βάλει τόν ἑαυτό του κέντρο τοῦ κόσμου ἀντί γιά τόν Θεό. Νά ζεῖ ἀνθρωποκεντρικά καί ὂχι θεοκεντρικά. Ἀντί νά ζεῖ ευχαριστιακά, νά ζεῖ αὐτόνομα καί ἐγωιστικά. Νά χρησιμοποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τόν ἑαυτό του καί τούς ἂλλους ανθρώπους μέ ἐγωϊστικό τρόπο, χωρίς νά τά ἀναφέρει στό Θεό, χωρίς νά εὐχαριστεί τόν Θεό.

Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του διέκοψε τή σχέση του μέ τόν Θεό καί ἒχασε τή χάρη Του. Αἰσθάνθηκεφόβο γιά τόν Θεό καί ντροπή γιά τή γύμνια του. Παρόλη τήν ἁμαρτία του, ὁ Θεός τόν ἐπισκέφθηκε, συνομίλησε μαζί του, προσπάθησε νά τόν φέρει σέ συναίσθηση, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του. Ἀντί γι αὐτό ὁ Ἀδάμ κατηγόρησε ἐμμέσως τόν Θεό γιά τήν ἁμαρτία του λέγοντας: «ἡ γυναίκα πού μοῦ ἒδωσες μέ παρέσυρε». Αὐτή του ἡ ἀμετανοησία εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐκδίωξή του ἀπό τόν Παράδεισο. Τά πάντα ἂλλαξαν πρός τό χειρότερο. Τό λογικό του σκοτίστηκε, ἡ φύση ἒγινε ἐχθρική γι’ αὐτόν. Ἡ γῆ βλάστησε «ἀκάνθας καί τριβόλους», τά ζῶα ἀπειλοῦν νά τόν κατασπαράξουν. Οἱ σχέσεις του μέ τήν Εὒα καί τούς ἂλλους συνανθρώπους του ἒγιναν ἐχθρικές καί ἀνταγωνιστικές. Μπῆκε στή ζωή του τό κακό, τό γῆρας καί ὁ θάνατος. Ὃσο εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό, ἦταν προστατευμένος ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις. Χάνοντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται «παιχνίδι» στά χέρια τοῦ διαβόλου.

Ἒχοντας παύσει νά αἰσθάνεται τόν Θεό Πατέρα, παύει νά αἰσθάνεται τούς συνανθρώπους του ὡς ἀδελφούς. Δέν βλέπει πιά τή σύζυγό του καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, τούς βλέπει ἀπό αδιάφορα ἓως ἀνταγωνιστικά. Ἀνάμεσα στόν ἑαυτό του καί στούς ἂλλους μπαίνει ὁ φόβος, ἡ καχυποψία, ὁ ἀνταγωνισμός. Ὁ ἂλλος ἂνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, σκεῦος ἡδονῆς, ἐχθρός καί ἀντίπαλος. Στή ζωή του μπαίνουν τά πάθη, ὁ ἐγωισμός, τό συμφέρον. Ἒτσι, τελικά ἡ ζωή χάνει τή δυνατότητα νά εἶναι κοινωνία ἀγάπης καί γίνεται κόλαση. Ὁ σύγχρονος ὑπαρξιστής, φιλόσοφος Jean-Paul Sartre ἒλεγε: «ὁ ἂλλος ἂνθρωπος εἶναι ἡ ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας μας, εἶναι ἡ κόλασή μας». Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἂκρατη φιλαυτία. Ὃταν ἀδυνατεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί ὡς ἀδελφό, τόν βλέπει σάν ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας του, σάν διεκδικητή τῆς τροφῆς του καί ἡ σχέση μαζί του γίνεται ἐχθρική. Τότε ἡ ζωή καταντᾶ κόλαση.

Ὁ αὐτονομημένος ἀπό τό Θεό ἂνθρωπος χάνει ἐπίσης τήν ἱκανότητα νά βλέπει τά ὑλικά πράγματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά τά χρησιμοποιεῖ σωστά. Ὁ κόσμος παύει νά θεωρεῖται ἱερός, ὡς δημιούργημα καί δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἂνθρωπο, ἀπο-ιεροποιεῖται καί ὁ ἂνθρωπος παύει νά τόν χρησιμοποιεῖ σωστά, τόνκαταχρᾶται. Ἡ φύση πάλι ἀρνεῖται νά ὑπακούσει στόν ἂνθρωπο, πού ἒπαυσε νά ὑπακούει στό Θεό, καί ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Μέ αὐτό τόν τρόπο διαταράσσεται ἡ ἁρμονία καί ἡ ἰσορροπία πού ὑπῆρχε μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσης, πρίν ἁμαρτήσει ὁ ἂνθρωπος.

Ἀλλά καί ὁ ἂνθρωπος χάνει τήν ἐσωτερική του εἰρήνη καί ἰσορροπία. Ὁ ἂνθρωπος, στήν «πεπτωκυῖα του κατάσταση», δέν χωρίζεται μόνο ἀπό τόν Θεό, τή φύση καί τόν συνάνθρωπό του ἀλλά διχάζεται καί ἐσωτερικά. Παθαίνει ἓνα εἶδος σχιζοφρένειας, ὃταν πράττει αὐτό πού δέν θέλει ἢ αὐτό πού μισεῖ. Ὃπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βλέπει μέσα του δύο νόμους νά συγκρούονται. Τόν νόμο τοῦ Πνεύματος καί τόν νόμο τῆς σάρκας. Αὐτός ὁ εσωτερικός διχασμός καί πόλεμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὃταν παύσεις νά ζεῖς μέ τόν Θεό, νά τά συνδέεις ὃλα μέ τόν Θεό, ἀλλά θεωρεῖς κέντρο τοῦ κόσμου τό «ἐγώ» σου στή θέση τοῦ Θεοῦ, ὃλη ἡ ζωή ἀποδιοργανώνεται.

Ἒχοντας διακόψει τίς σχέσεις του μέ τό Θεό ὁ ἂνθρωπος παύει νά λειτουργεῖ ὡς βασιλεύς τῆς φύσεως, λειτουργός καί ἱερεύς τοῦ Θεοῦ. Βγαίνει ἀπό τήν κοινωνία ἀγάπης πού ζοῦσε στόν Παράδεισο μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τούς ἀγγέλους καί ἀπομονώνεται στόν ἑαυτό του. Ζώντας τώρα μέσα στόν ἐγωισμό του καί στή μοναξιά του, χωρισμένος ἀπό τό Θεό-Πατέρα, τούς ἀγγέλους καί τούς συνανθρώπους του, παραδίδεται στό διάβολο καί στά ὂργανά του, στήν ἁμαρτία, στά πάθη καί στό θάνατο. Ἀρρωσταίνει βαρειά, σχεδόν νεκρώνεται. Ἀλλά μαζί του συμπαρασύρει στή φθορά καί τή φύση, τόν κτιστό κόσμο. Καί ἡ φύση «συστενάζει καί συνοδύνει» (Ρωμ. ἡ΄22) λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφοντας τή ζοφερή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου

.

3. Ὁ Χριστός ἐπαναφέρει τόν ἂνθρωπο στήν εὐχαριστιακή ζωή

Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του ἐγκατέλειψε τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Θεός ὡς στοργικός Πατέρας πού εἶναι δέν ἐγκατέλειψε τό πλάσμα Του. Ἡ Πατρική Του ἀγάπη, ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀνθρώπινη πατρική ἢ μητρική ἀγάπη, δέν ἂντεχε νά βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυραννεῖται ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις καί προνόησε γι αὐτό. Ὃταν «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» δηλαδή στήν οὐσία ὃταν βρέθηκε ἀνθρώπινο πλάσμα τόσο καθαρό, τόσο ἃγιο, ὃσο ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἀπέστειλε στόν κόσμο τόν μονογενή του Υἱό, τόν Χριστό, γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τή «δαιμονική αἰχμαλωσία» στήν ὁποία εἶχε ὑποπέσει.

Ἡ ἀνθρωπότητα μετά τήν ἁμαρτία της καί τήν ἀποστασία της ἀπό τό Θεό, εἶχε περιπέσει σέ λήθη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ ἲδιος ἡ Αλήθεια, δηλαδή ἡ ἐπιστροφή στή γνώση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἦλθε στόν κόσμο γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν ἐγωκεντρική ζωή καί νά τόν ἐπανασυντάξει στήν εὐχαριστιακή καί θεοκεντρική ζωή. Νά τόν βγάλει ἀπό τή διάσπαση, τόν ἀτομικισμό, νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἓνωση μέ τό Θεό, στήν ἀγάπη καί στήν ἀδελφότητα μέ τούς συνανθρώπους του. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα τῆς κτίσης, ἱερέα τοῦ Θεοῦ καί λειτουργό μέσα στόν κόσμο. Νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν διάβολο, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Νά τόν ζωοποιήσει, νά τόν ἀναστήσει, νά τόν κάνει κοινωνό θείας ζωῆς. Τέλος, νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρωπότητας.

Τό ἒργο αὐτό τό Χριστοῦ, χαρακτηρίζει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς «Οἰκονομία» = Τακτοποίηση (ἀπό τίς λέξεις «οἶκον νέμω», δηλαδή τακτοποιῶ τό σπίτι). Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του κατέστρεψε καί ἀποδιοργάνωσε τό σπίτι τοῦ Θεοῦ, τό παρέδωσε στόν διάβολο. Καί ἐνῶ πρίν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κρατοῦσε τόν διάβολο ἐκτός, μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἂνθρωπος τόν ἒβαλε μέσα καί τόν ἒκανε ἀφεντικό. Ἒρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, μπαίνει σέ αὐτό τό χαλασμένο πιά σπίτι τοῦ Θεοῦ, νά τό ξαναφτιάξει, νά τό ἀνακαινίσει, νά βγάλει τόν διάβολο ἀπό τή μέση, νά ξανακάνει τόν ἂνθρωπο κύριο στό σπίτι (δηλαδή στό σῶμα) πού τοῦ ἒδωσε ὁ Θεός. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα (κύριο) καί ἱερέα. Νά λειτουργεῖ καί νά προσφέρει τά πάντα μέ εὐχαριστία καί δοξολογία στό Θεό.

Αὐτή λοιπόν ἡ ἐπανατακτοποίηση τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἀνασυγκρότησή του, εἶναι πραγματικά Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγεται καί Ἀνακεφαλαίωση στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι ἐπαναφορά καί ἐπανένωση ὃλων μέ τό Θεό.

Πῶς ὃμως θά μποροῦσε νά βγάλει ἀπό τό σπίτι (δηλαδή τόν κόσμο καί τήν ἀνθρωπότητα) αὐτό πού τό ἐξουσίαζε, τόν διάβολο, αὐτόν πού ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του εἶχε ἐγκαταστήσει ἐξουσιαστή, χωρίς νά ἒχει πάρει ἐντολή νά τόν ἐξουσιάσει; Γιά νά πείσει τόν ἂνθρωπο νά γίνει πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ μέ τή θέλησή του, χωρίς νά τόν ἐξαναγκάσει, χωρίς νά παραβιάσει τήν ἐλεύθερη θέλησή του, ἒπρεπε νά τοῦ μιλήσει ὡς ἲσος πρός ἲσον, στή γλώσσα του. Γι αὐτό «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» καί ἒγινε ἂνθρωπος. «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφὴν δούλου λαβών». Ὂντας τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἂφησε τή δόξα τῆς θεότητας καί περιεβλήθη τή φτώχεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτό συνιστᾶ μιά ταπείνωση, μιά πτώχευση τοῦ Θεοῦ, ἓνα ἂδειασμα, μιά «κένωση» ὃπως λέγουν οἱ Πατέρες. Αὐτό συνιστᾶ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κορυφώνεται ἐπάνω στό Σταυρό.

Ἐπάνω στό Σταυρό, ὁ Χριστός δίνει τήν τελική καί πιό ἀποφασιστική μάχη κατά τοῦ διαβόλου. Νικᾶ μέ τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του τόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τὸν διάβολον».

Δίνει τό αἷμα Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» γιά νά ἐξαγοράσει τήν ἁμαρτία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὃπως λέει ὁ ὑμνογράφος «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου Αἵματι. Τῷ Σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῇ κεντηθείς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις» Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ἐκεῖνος πού στέκεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μεταξύ Κτίστου καί κτίσεως. Ἓνωσε τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση στό πρόσωπό Του, ἀλλά καί τή θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα: «ἥπλωσε τὰς παλάμας (ἐννοεῖται πάνω στό Σταυρό) καὶ ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα» (δηλαδή ἓνωσε τήν θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα).

Τώρα πιά ὁ ἂνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Θεό μπορεῖ νά πεῖ ἓνα «εὐχαριστῶ» στόν Θεό, γιά ὃλα του τά δῶρα. Καί λέγοντας «εὐχαριστῶ» στό Θεό, μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά παύσει νά ζεῖ ἐγωιστικά καί νά ἀρχίσει νά ζεῖ τήν εὐχαριστιακή ζωή. Μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό ὡς Πατέρα καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς. Μπορεῖ νά ἀντικρύζει ὃλη τήν κτίση ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί γιά ὃλα νά ἀπευθύνει εὐχαριστία στό Θεό.

4. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία

Μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, ζοῦμε «ἐν Χριστῷ» καί διά τοῦ Χριστοῦ τή ζωή τοῦδεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, τήν εὐχαριστιακή ζωή. Ὁ Χριστός μέ τήν ὑπακοή Του στό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, τήν ὑπακοή Του μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ Σταυροῦ», διόρθωσε τό λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ, τήν ἀνυπακοή του. Στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός θυσιάζεται γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους. Ἒτσι, μαθαίνουμε νά θυσιαζόμαστε καί ἐμεῖς γιά τούς συνανθρώπους μας.

Στή θεία Λειτουργία, ὁ Χριστός προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα, προσφέρεται καί σέ ἐμᾶς: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ Σῶμα…Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ Αἷμα μου…». Στήν Θεία Λειτουργία ἀποκαλύπτεται ὃτι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἐξουσιαστικό καί ἀτομιστικό ἀλλάθυσιαστικό. Δέν προσπαθεῖ ὁ Χριστός νά ἐξασφαλίσει τό δικό του συμφέρον, ἀλλά τό δικό μας. Τό ἦθος του εἶναι ἦθος ἀγάπης, προσφορᾶς καί θυσίας.

Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἓνα μάθημα ἀγάπης καί θυσίας σέ ὃλη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὃλους τούς αἰῶνες. Μαθαίνει καί σέ ἐμᾶς νά προσφερόμαστε, νά θυσιαζόμαστε καί νά ταπεινωνόμαστε.

5. Ἡ θεία Ευχαριστία Κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεντρικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ κεντρική πράξη λατρείας. Στή θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τό Θεό Πατέρα γιά ὃλα τά δῶρα τῆς ἀγάπης Του. Τό μεγαλύτερο δῶρο Του εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Στό κεντρικό σημεῖο τῆς «Λειτουργίας τῶν Πιστῶν» στήν Ἁγία Ἀναφορά, ὁ ἱερεύς προτρέπει τό λαό «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» καί ὁ λαός ἀπαντᾶ: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Ἐάν ὁ λαός δέν ἀπαντήσει «ἂξιον καί δίκαιον», δηλαδή ἂν δέν συμφωνήσει νά συμμετάσχει στήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό, ὁ ἱερεύς δέν μπορεῖ νά συνεχίσει τή Θεία Λειτουργία.

Μέσα στή Θεία Λειτουργία δια τῶν χειρῶν τοῦ λειτουργοῦ (ἱερέως ἢ ἐπισκόπου) προσφέρουμε στόν Θεό μέ τόν Ἂρτο καί τόν Οἶνο εὐχαριστία γιά ὃλα του τά δῶρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, κάνουμε τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἒκανε ὁ Ἀδάμ, ὃταν ἁμάρτησε καί ἒπαυσε νά εὐχαριστεῖ τό Θεό. Ὃλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εὐχαριστοῦμε τόν Θεό «ὑπέρ πάντων ὧν ἲσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων», γιά ὃλα τά δῶρα Του καί γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του πού γνωρίζουμε καί πού δέν γνωρίζουμε. Γιά τό ὃτι μᾶς ἒφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὓπαρξη: «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες». Ἀλλά, καί ὃταν ἁμαρτήσαμε, μᾶς ἐπανέφερες στό σωστό δρόμο «καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν», μέχρις ὃτου μᾶς ἀνέβασες μέχρι τόν Οὐρανό καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια Βασιλεία Σου: «ἓως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανόν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν».

Εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τά ἂπειρα δῶρα Του, θέλουμε νά τοῦ ἀντιπροσφέρουμε ὃλη τή ζωή μας. Μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» παίρνουμε ἀπ’ αὐτά πού μας δίνει ὁ Θεός καί τοῦ τά ἀντιπροσφέρουμε . Δέν φθάνει νά δώσουμε στόν Θεό ἓνα μέρος τῆς ζωῆς μας. Μέσα στό ψωμί καί στό κρασί τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὃλη ἡ ζωή μας. Τό ψωμί καί τό κρασί πού προσφέρεται στόν Θεό, συμβολίζει ὃλη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου· διότι γιά νά γίνει τό ψωμί ἒχει κόπο. Πρέπει πρῶτα νά ὀργώσουμε τόν ἀγρό, νά σπείρουμε, νά θερίσουμε, νά ἀλέσουμε, νά ζυμώσουμε, νά ψήσουμε τό ψωμί. Τό ἲδιο καί γιά νά γίνει τό κρασί. Μπαίνει λοιπόν μέσα στό ψωμί καί στό κρασί ὃλη ἡ ζωή μας, ὁ κόπος μας, ἡ ἐργασία μας. Ὁ κόπος τοῦ γεωργοῦ πού ἀντιπροσωπεύει ὃλους μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (Α΄Κορινθ. ι΄17). Ἓνα ψωμί δέν γίνεται ἀπό ἓνα σπόρο, ἀλλά ἀπό πολλούς. Πολλοί σπόροι, πολλοί Χριστιανοί. Μέσα στόν ἃγιον Ἂρτο εἲμαστε ὃλοι μας καί ὃλη ἡ ζωή μας.

Στή συνέχεια, ὁ ἱερεύς ἐκφωνεῖ: «σοὶ προσφέρομεν κατά πάντα καὶ διὰ πάντα». Τήν στιγμή αὐτή ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἒχει ὑψωθεῖ καί εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Προσφέρει τά δῶρα καί προσφέρεται στό Θεό: «κατά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μας, καί «διά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα ὃσα μᾶς ἒχει δώσει. Ὁ Θεός θέλει αὐτήν τήν προσφορά μας, τό δόσιμο ὃλου τοῦ εἶναι μας, τήν ἓνωσή μας μέ Αὐτόν.

Καί ἐκεῖνος τί κάνει; Ἐμεῖς τοῦ δίνουμε τόν δικό μας γήινο κόσμο, τόν φτωχό, τόν ἂρρωστο, τόν ἁμαρτωλό. Αὐτό πού ἒχουμε καί αὐτό πού εἲμαστε. Καί αὐτός μᾶς δίνει τόν δικό του κόσμο, γεμάτο ὑγεία καί ἁγιότητα. Μᾶς δίνει τόν ἑαυτό Του. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, τήν ζωή Του. Ἀλλά καί τό «θαῦμα τῶν θαυμάτων», τή Θεία Λειτουργία καί τήν Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο τῶν «κακῶς πασχόντων» καί τό γυμναστήριο τῶν Ἁγίων.

Ὃταν πάρουμε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τό κάνουμε δικό μας, ὃταν κοινωνήσουμε τό «Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας. Τότε τί εὐλογία! Δέν εἲμαστε πιά τό φτωχό, τό ἀνθρώπινο, τό πεπερασμένο, ἀλλά ὑψωνόμαστε στό θεανθρώπινο. Αὐτός ὁ φτωχός καί ἁμαρτωλός ἂνθρωπος γίνεταιΘεός κατά χάριν. Τί μεγαλύτερη δόξα γιά τόν φθαρτό ἂνθρωπο!

Τώρα μποροῦμε νά δεχθοῦμε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τόν εὐχαριστοῦμε γι αὐτά. Ἀλλά ποιά εἶναι αὐτά τά δῶρα; Πρωτίστως, ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του. Εἶναι ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας. Κάθε ἂνθρωπος γίνεται δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ σύζυγος ἢ ἡ σύζυγός μας. Τά παιδιά μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ φίλοι μας. Ὃλους τούς συνανθρώπους μας πρέπει νά τούς βλέπουμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀλλάζει ἡ ζωή μας ὃταν βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας ἀγαπητικά.! Ὃταν ἀγαποῦμε χωροῦμε καί συν-χωροῦμε τούς ἂλλους! Ἒτσι, μποροῦμε νά ὑπομένουμε τίς ἰδιοτροπίες τους, νά κατανοοῦμε τίς πτώσεις τους, νά εἲμαστε ἐπιεικεῖς ἀπέναντί τους. Νά τούς σεβόμαστε ὡς «εἰκόνες Θεοῦ»!

Στήν Ἐκκλησία παύω νά ὑπάρχω ἐγώ, γινόμαστε ἐμεῖς. Παύω νά λέω τό «μου» καί λέω τό «μας». Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὃτι αὐτός ὁ ψυχρός λόγος «τό δικό μου» καί «τό δικό σου», εἰσάγει ὃλα τά δεινά στή ζωή μας. Στά ὀρθόδοξα μοναστήρια συνεχίζεται ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὃλα εἶναι κοινά, ὃλα ἀνήκουν στό Θεό καί στήν Ἐκκλησία καί ὃλοι μετέχουν σέ αὐτά. Καί δέν μετέχουν μόνο οἱ Μοναχοί τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά καί ὁ κόσμος πού τά ἐπισκέπτεται. Θά φάει καί θά πιεῖ σέ κοινή τράπεζα, θά ἐκκλησιαστεῖ καί θά κοιμηθεῖ. Θά ἀναπαυθεῖ, θά ἐξομολογηθεῖ καί θά κοινωνήσει ἀπό τό κοινό ποτήριο. Θά ζήσει εὐχαριστιακά καί κοινοβιακά. Μέσα στήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία σώζεται κανείς μαζί μέ τούς ἂλλους ἀδελφούς καί νικᾶ τή μοναξιά καί τήν ἀπομόνωση.


6. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό

Ὃταν ὁ ἂνθρωπος δεῖ τόν κόσμο ὡς δῶρο Θεοῦ, πολλά πράγματα στή ζωή του μποροῦν νά ἀλλάξουν. Οὒτε μπορεῖ νά τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀποκλειστικό του κτῆμα καί νά τόν καταχρᾶται, προσπαθώντας νά ἀντλήσει τό μέγιστο ὂφελος ἀπό τή χρήση του, οὒτε νά τόν περιφρονεῖ ὡς πηγή τοῦ κακοῦ, ὃπως ἒκαναν οἱ Μανιχαῖοι. Δικαιοῦται νά κάνει καλή χρήση, μέ ταυτόχρονη εὐχαριστία.

Ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Πᾶν κτῖσμα Θεοῦ καλὸν καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α΄Τιμ. δ΄4). Ὃ,τι ἒδωσε καί δίνει ὁ Θεός εἶναι καλό καί μπορεῖ ὁ ἂνθρωπος νά τό χρησιμοποιεῖ, ἀρκεῖ νά τό λαμβάνει μέ εὐχαριστία. Κάθε τι λαμβανόμενο μέ εὐχαριστία μᾶς ἀνάγει στόν Θεό, ἀρκεῖ νά ἒχει κανείς πνευματικά αἰσθητήρια, νά τό αἰσθανθεῖ καί νά μήν θεωρεῖ αὐτονόητο ὃτι τοῦ ἀνήκει. Τά παραπάνω ἐλέχθησαν ἀπό τόν Παῦλο, ἀφοῦ προηγουμένως προέβλεψε ὃτι σέ ὓστερους καιρούς θά ὑπάρχουν ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, πού θά ἐμποδίζουν τούς ἀνθρώπους νά παντρεύονται καί νά τρώγουν ὁρισμένες τροφές (πχ κρέας). Τό κακό ἑπομένως, δέν βρίσκεται στίς τροφές ἢ στόν γάμο ἀλλά στόν μή εὐχαριστιακό τρόπο χρήσεώς τους.

Στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε νά λέμε «Δόξα τῷ Θεῷ» κάνοντας μικρά καί ἀσήμαντα πράγματα. Κάνουμε ἒτσι εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου πού μᾶς συνδέει μέ τό Θεό. Μποροῦμε γιά παράδειγμα νά πιοῦμε νερό ἐγωιστικά, χωρίς νά θυμηθοῦμε τόν Θεό καί χωρίς νά ποῦμε «Δόξα τῷ Θεῷ». Χάνουμε ἒτσι τήν εὐκαιρία, μέσω τῆς εὐχαριστιακής χρήσεως τοῦ νεροῦ πού πίνουμε, νά ἀναφερθοῦμε στόν Θεό, νά τόν εὐχαριστήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Λέγοντας «Δόξα τῷ Θεῷ», γιά τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πού ἀπολαμβάνουμε, βάζουμε τό Θεό στή ζωή μας.

Πράγματι, ζώντας εὐχαριστιακά, βάζουμε στό κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν Θεό. Ὃ,τι κάνουμε τό συνδέουμε μέ τόν Θεό. Ξαναγινόμαστε πάλι μέσα στόν κόσμο ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, ὃπως ἀρχικά Ἐκεῖνος μᾶς ἒπλασε. Διότι, κάθε χριστιανός πού προσφέρει λατρεία καί δοξολογία στό Θεό, γίνεται κατά κάποιον τρόπο ἱερεύς, ἀφοῦ ἀντιπροσφέρει στό Θεό μέ εὐχαριστία κάποια ἀπό τά δῶρα Του. Ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου στόν Θεό. Αἳρεται ἡ διάσπαση. Ὃλα λειτουργοῦν σέ μιά ὀργανική ἑνότητα, ὃταν ὁ ἂνθρωπος τοποθετήσει στό κέντρο τοῦ κόσμου τόν Θεό καί τά ἀναγάγει ὃλα σέ αὐτόν. Τέλος, βρίσκει καί ὁ ἲδιος τήν ἐσωτερική του ἑνότητα. Παύει νά εἶναι ἐσωτερικά διχασμένος.

Ὃταν προσφέρουμε καί ἀναφέρουμε τά πάντα στόν Θεό, ἡ ζωή μας παίρνει ἂλλο νόημα. Ὃταν ἡ ἐργασία μας δέν προσφέρεται σ’ Αὐτόν, καταντᾶ βάρος, δουλεία, κατάρα, ἂγχος. Ὃταν τήν προσφέρουμε στόν Δημιουργό, μᾶς συνδέει μαζι Του καί ἀποκτᾶ οὐσιαστική σημασία. Τό ἲδιο συμβαίνει καί μέ τήν οἰκογένεια, τόν γάμο. Ὁ γάμος ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι μιά βιολογική καί κοινωνική ἓνωση. Μέ τόν Θεό καί μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται κοινός ἀγώνας τῶν συζύγων γιά τήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτᾶ καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις.

Ἀκόμα, πόσο διαφορετικά ἀντιμετωπίζουμε τά παιδιά μας, ὃταν τά δοῦμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ! Ἀντίθετα, πῶς τά ἀντιμετωπίζουμε, ὃταν τά δοῦμε ὡς δική μας ἰδιοκτησία!

Τέλος, πόσο διαφορετικά θά ἀντιμετωπίσουμε τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ὃταν τίς δεχόμαστε ὡς δῶρα τῆς παιδαγωγούσας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τότε, ὁ πόνος μπορεῖ νά ἁγιάσει καί νά ἐξαγνίσει τόν ἂνθρωπο. Εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ σάν κατάρα ἢ τιμωρία.

7. Τά ἀδιέξοδα τοῦ μή «εὐχαριστιακοῦ» πολιτισμοῦ

Τό λάθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι τό ἲδιο μέ τό λάθος τοῦ Ἀδάμ. Θέλει νά κτίσει ἓνα κόσμο πού νά μήν ἒχει κέντρο τόν Θεό, ἀλλά τό «Ἐγώ» του. Ἒτσι, φτιάχνει ἓνα πολιτισμό ἐγωϊστικό, ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας. Καί ἓνας πολιτισμός φιλαυτίας εἶναι πολιτισμός ἀκοινωνησίας. Οἱ ἂνθρωποι δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν μεταξύ τους, νά αἰσθανθοῦν ὁ ἓνας τόν ἂλλον οἰκεῖο καί ἀδελφό, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀσφάλεια τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Homo homini lupus= ὁ ἂνθρωπος γιά τόν ἂνθρωπο λύκος. Οἱ πιό νέοι καί οἱ πιό εὐαίσθητοι καί αὐτοί πού λόγω οἰκογενειακοῦ καί κοινωνικοῦ περιβάλλοντος ἒχουν χάσει τό ὃραμα ζωῆς μέ ἀξίες καί ἰδανικά, ἀσφυκτιοῦν καί καταφεύγουν πολλές φορές στά ναρκωτικά, στήν ἀναρχία, ἢ καί σέ ἂλλες ἀντικοινωνικές ἐκδηλώσεις.

Αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς φιλαυτίας, πού εἶναι καί πολιτισμός τῆς ἣσσονος προσπάθειας καί τῆς εὒκολης καλοπέρασης (σύνθημα τῆς Ἀμερικάνικης κοινωνίας, ἀλλά ὂχι μόνο εἶναι τό: to have a nice time= νά περνᾶμε καλά), ἐξοβελίζει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί φέρνει πάλι τόν ἂνθρωπο κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Δυστυχῶς, αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς, ὁ ἐγωιστικός, ὁ αὐτόνομος καί μή εὐχαριστιακός τείνει νά μᾶς ἐπιβληθεῖ μέ τά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας. Πρέπει ἑπομένως νά συνειδητοποιήσουμε γρήγορα πρός τά ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀντιδράσουμε ὃσο εἶναι καιρός.

Ὁρισμένοι ἡγέτες ἒχουν καλές προθέσεις καί προσπαθοῦν νά διορθώσουν κάποια πράγματα. Αὐτό εἶναι ἐπαινετό. Ἀλλά δέν θά μπορέσουν νά ἐπιτύχουν τίποτα χωρίς Χριστό· διότι δέν ἒχει χάρη Θεοῦ ὃ,τι δέν εἶναι συνδεδεμένο μέ Αὐτόν. Ἒχει μέσα του τό θάνατο καί δέν βοηθᾶ τόν ἂνθρωπο νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό. Ἂς ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα:

Πρῶτον: ὁ γάμος, ἂν γίνει «ἐν Χριστῷ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», εἶναι ἓνας δρόμος πού φέρνει τούς δύο ἀνθρώπους στόν Θεό. Μέ τόν ἀγώνα πού τούς διδάσκει ἡ «Ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας», τήν ταπείνωση, τήν προσφορά, τή θυσία τοῦ Ἐγώ, τήν προσευχή καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τή νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τή δημιουργία τοῦ νέου «ἐν Χριστῷ» ἀνακαινισθέντος, ὁ γάμος τους γίνεταιδρόμος ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας γι’ αὐτούς καί γιά τά παιδιά τους. Ἀντίθετα, ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ κέντρο ὂχι τό Θεstrongό ἀλλά τό Ἐγώ τους ὁ γάμ/spanος (πολιτικός ἢ ἐλεύθερη συμβίωση) δέν σώζει καί δέν ἁγιάζει τούς συζύγους. Τελικά, τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό.

Δεύτερον: ἡ παιδεία, συνδεδεμένη μέ τόν Θεό, εἶναι μεγάλο δῶρο. «Γράμματα, σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα», ἒλεγαν οἱ πρόγονοί μας γιά τό κρυφό Σχολειό κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Καλλιεργεῖ καί ἐξυψώνει τόν ἂνθρωπο, τόν κάνει «χρηστό πολίτη», ὑγιές μέλος τῆς κοινωνίας. Ἀντίθετα, τά «ἂθεα γράμματα» συνιστοῦν ἓνα κίνδυνο. Δημιουργοῦν ἒξυπνους καί πανούργους ἐγκληματίες. Ἐδῶ, ταιριάζει τό «ἐπιστήμη χωριζόμενη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία φαίνεται» (βλ. Μενέξενος τοῦ Πλάτωνος).

Σέ ὃσους δέν εἶναι κακῆς προαιρέσεως, ἀλλά δέν μποροῦν νά δοῦν βαθύτερα τά πράγματα καί προσπαθοῦν νά φτιάξουν ἓνα κόσμο καλύτερο χωρίς Θεό, ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιτάξουμε τήν ἂρνησή μας προβάλλοντας συγχρόνως τή δική μας ὀρθόδοξη παράδοση.

8. Ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας εἶναι δοκιμασμένος τρόπος ἀληθινῆς θεοκεντρικῆς ζωῆς


Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ λαοῦ μας, συνιστᾶ μιά δοκιμασμένη θεοκεντρική καί εὐχαριστιακή ζωή. Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ζωή τῶν ἂμεσων προγόνων μας, ἀλλά καί ἡ ζωή τῶν δοξασμένων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 πού θυσιάστηκαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἡ πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τοῦ Πατροκοσμᾶ, πού κράτησε ὂρθιο τό γένος καί ἀντιστάθηκε στόν ἐκτουρκισμό. Δέν ἒχουμε ἠθικό δικαίωμα νά ἀπαρνηθοῦμε τέτοια μοναδική παράδοση.

Οἱ σύγχρονοι γενίτσαροι πού θέλουν τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους στήν Ἑλλάδα, προσπαθοῦν νά ξεριζώσουν τόν Xριστό ἀπό τίς καρδιές τῶν Ἑλλήνων. Θέλουν ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας πού δέν λυτρώνει τόν ἂνθρωπο, ἀλλά τόν καταπιέζει, ἢ τόν ἀφήνει ἓρμαιο ὃλων τῶν ἂθεων ρευμάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μέ τό θεοκεντρικό πολιτισμό της ἀγκαλιάζει ὃλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς καί τίς ἁγιάζει. Ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ἐξημερώνει καί τούς ἐξαγιάζει. Γι’ αὐτό τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἒχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του γιά νά ζήσει καί νά μεγαλουργήσει. Διαφορετικά, θά χάσει τήν ἰδιοπροσωπεία του, θά ἀφομοιωθεῖ καί θά ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν Ἱστορία.

9. Ἀγώνας κατά τῆς Ἀπο-Χριστοποιήσεως καί τῆς Ἐκκοσμικεύσεως

Ἒχοντας συνειδητοποιήσει τήν προσπάθεια τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, νά χωρίσουν τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀντιταχθοῦμε σθεναρά μέ τόν καθημερινό πνευματικό μας ἀγώνα. Γιά νά ποῦμε ἐνσυνείδητα «ὂχι» στήν ἀπο-χριστοποίηση καί στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἒθνους μας, πρέπει νά παύσουμε νά ζοῦμε ἐγωκεντρικά. Νά μάθουμε νά ζοῦμε εὐχαριστιακά γιά τόν Θεό, ἀσκητικά γιά ἐμᾶς τους 

ἲδιους καί ἀγαπητικά-θυσιαστικά γιά τούς συνανθρώπους μας.


Λέμε «ὂχι» μέ τήν οὐσιαστική συμμετοχή μας στή Θεία Λειτουργία. Ὃταν ἡ ζωή μας μετά τήν Θεία Λειτουργία εἶναι ζωή ἀγάπης, προσφορᾶς, θυσίας, δικαιοσύνης, σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἂλλων ἀνθρώπων. Λέμε « ὂχι» στήν προσπάθεια δημιουργίας ἑνός ἐγωιστικοῦ πολιτισμοῦ μέ τήν συνεχήπροσευχή μας. Μέ τή θαρραλέα ὁμολογία τῆς ὑγιοῦς πίστεως, ὃταν ἀμφισβητοῦνται οἱ βάσεις καί τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὁ Ἃγιος Ἰσαπόστολος καί μάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού ἒσωσε τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, ζοῦσε εὐχαριστιακά καί Χριστοκεντρικά καί ἒτσι δίδαξε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σέ μιά ἀπό τίς περίφημες διδαχές του προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά ἀγαποῦν τό Θεό καί νά τόν εὐχαριστοῦν καθημερινά γιά ὃλα του τά δῶρα ὑλικἀ καί πνευματικά. Κυρίως, γιά τήν ἂπειρη εὐσπλαχνία Του νά μᾶς περιμένει νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά διορθωθοῦμε. Γιά νά μᾶς ἀγκαλιάσει, νά μᾶς φιλήσει, νά μᾶς δεχθεῖ ξανά σάν παιδιά Του, νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο, νά χαιρόμαστε πάντοτε. Καί καταλήγει: «Τέτοιον γλυκύτατον Θεόν, τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καί δεσπότην, δέν πρέπει ἐμεῖς νά τόν ἀγαποῦμε, καί ἂν τύχει ἀνάγκη, νά χύσουμε καί τό αἷμα μας χιλιάδες φορές γιά τήν ἀγάπη Του, καθώς τό ἒχυσε καίἘκεῖνος διά τήν ἀγάπην μας;»

Ἰωαννίδη Θεοφίλου
Φιλολόγου-Θεολόγου

http://www.enromiosini.gr

Πώς αντιμετώπιζαν τις θλίψεις οι Άγιοι;

Ο Θεός είναι ο Πάνσοφος και Πανάγαθος Πατέρας μας. Όπως, λοιπόν, οι επίγειοι πατέρες προσπαθούν με διαφόρους τρόπους να αναθρέψουν σωστά τα παιδιά τους, έτσι και ο Ουράνιος Πατέρας μας με τα αγαθά που μας χαρίζει και με τις θλίψεις που επιτρέπει, επιδιώκει τη θεραπεία, καλλιέργεια και σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας.
Αυτή την αλήθεια γνώριζαν οι Άγιοι, γι’ αυτό δεν θεωρούσαν τις θλίψεις δυστυχία και συμφορά. Γι’ αυτούς κακό, δυστυχία και συμφορά είναι μόνο η αμαρτία, διότι: α) η αμαρτία μας χωρίζει από το Θεό και το συνάνθρωπο και διχάζει τον ίδιο τον εαυτό μας και β) από την αμαρτία προέρχονται η φτώχεια, η πείνα, οι αρρώστιες, οι πόλεμοι και ο θάνατος.
Οι Άγιοι θεωρούσαν τις θλίψεις επίσκεψη Θεού, ευλογία, χαρά και πηγή αγιασμού. Γι’ αυτό ανησυχούσαν και εστενοχωρούντο όταν δεν είχαν θλίψεις, διότι αυτό το θεωρούσαν εγκατάλειψη Θεού, ενώ όταν είχαν θλίψεις, όχι μόνο δεν εστενοχωρούντο αλλά ευχαριστούσαν και εδόξαζαν τον Θεό γι’ αυτές, όπως εμείς τον ευχαριστούμε για την υγεία και για τα αγαθά που μας χαρίζει.
Ο πρωτοκορυφαίος και πρώτος στις θλίψεις απόστολος Παύλος έφτασε στο σημείο να χαίρεται και να καυχάται για τις θλίψεις που περνούσε για την αγάπη του Χριστού. Γράφει χαρακτηριστικά στις επιστολές του: «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου» (Κολ.α΄24) και «ήδιστο ουν μάλλον καυχήσομαι αν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού» (Β΄ Κορ. ιβ΄9). Και έφθασε σε αυτό το θαυμαστό σημείο διότι γνώριζε ότι «όν αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται επί το συμφέρον εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού» (Εβρ. ιβ΄6,10) και ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η΄18).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας κάποτε για το σκοπό των θλίψεων είπε: «με τις θλίψεις ή σβήνουμε αμαρτίες ή κάνουμε λαμπρότερο το στεφάνι που θα μας χαρίσει ο Θεός στην αιώνια ζωή». Όταν δε ήταν στην εξορία έγραψε: «ο πόνος είναι η ανωτάτη ακαδημία στην οποία εφοίτησαν τα ευγενέστερα πνεύματα της ανθρωπότητας και στην οποία πρέπει να φοιτήσουμε όλοι». Η ζωή του παρά τις πολλές και μεγάλες δοκιμασίες ήταν μια διαρκής δοξολογία προς τον Θεό και την επισφράγισε με την μνημειώδη φράση του: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Ο Αββάς Δωρόθεος, που αγαπούσε με όλη του την καρδιά το Θεό, έλεγε: «Σ’ αγαπώ Θεέ μου όχι από φόβο ούτε γιατί μου έχεις ετοιμάσει τον παράδεισο, σ’ αγαπώ γιατί σταυρώθηκες για μένα». Κάποτε γέμισε το σώμα του από πληγές. Τότε γεμάτος εμπιστοσύνη και υπακοή στο Θεό έλεγε: «Θεέ μου είμαι έτοιμος να δεχτώ από το χέρι Σου, ό,τι θέλεις. Θέλεις να γίνω λωβός; Θέλεις να γίνω λεπρός; Θέλεις να γίνω σκωληκόβρωτος; Ό,τι θέλεις, Θεέ μου, θα το δεχτώ. Μόνο ένα σε παρακαλώ μη μου στερήσειςž μη μου κλείσεις την πόρτα του παραδείσου».
Ο πολυδοκιμασμένος, νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, ο οποίος, όπως ο απόστολος Παύλος, είχε αρπαγεί στον ουρανό και είχε δει τις πολλές μονές που έχει ετοιμάσει ο Θεός για τους μετανοημένους ανθρώπους, είπε: «Αν γνώριζε ο άνθρωπος τι αγαθά του έχει ετοιμάσει ο Θεός στην αιώνια ζωή, θα είχε την υπομονή να ζήσει όλη την επίγεια ζωή του κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο όπου θα τον έτρωγαν σκουλήκια.
Πριν λίγα χρόνια με αξίωσε ο Θεός να συναντήσω τονπατέρα Εφραίμ της μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Τον παρακάλεσα να μου πει κάτι για να με στηρίξει στη δοκιμασία μου και εκείνος μου είπε: «Νικολάκη παιδάκι μου, δεκάρες να δώσουμε και θα πάρουμε χρυσάφι αμέτρητο».
Αληθινά, αδελφοί μου, δεκάρες είναι οι θλίψεις αυτής της πρόσκαιρης και μάταιης ζωής, χρυσάφι δε αμέτρητο είναι η ανείπωτη δόξα και ευτυχία της αιώνιας ζωής. Ας δώσουμε λοιπόν τις δεκάρες, ας υπομείνουμε αγόγγυστα τις θλίψεις της παρούσας ζωής, ατενίζοντας στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, οι οποίοι δια πολλών θλίψεων εισήλθαν στη βασιλεία των ουρανών, για να πάρουμε και μεις με τη χάρη και το έλεος του Θεού το αμέτρητο χρυσάφι της βασιλείας των Ουρανών.

Επίσκεψη στον τόπο των κολασμένων! ( Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός)



Ο χρόνος που δόθηκε στον Ιωάννη (ένας κενόδοξος, αμαρτωλός νέος που γνωρίστηκε με τον Άγιο Επιφάνιο πνευματικοπαίδι του Αγίου Ανδρέα) για να μετανοήσει, συμπληρώθηκε.

Καί μια νύχτα ο Επιφάνιος είδε σε όραμα ότι τον πήρε ο μακάριος Ανδρέας και τον οδήγησε σε τόπους δύσβατους, απαίσιους και ζοφερούς.

Κρατούσε μια λαμπάδα, για να φωτίζει το πυκνό σκοτάδι. Ο Επιφάνιος είχε την αίσθηση πως όλα αυτά βρίσκονταν κάτω από τη γη. Έβλεπε φυλακές και αμπάρες, δεσμωτήρια αποτρόπαια και σκοτεινά. Σε άλλα απ’ αυτά ήταν κλεισμένα ποντίκια, αγριόγατες και αλεπούδες, σε άλλα φίδια, κουρούνες και κοράκια, κάθε λογής ακάθαρτα πουλιά και ζώα. Ήταν πολλά, αμέτρητα, σαν τ’ αστέρια του ουρανού.
Ήρθαν, τέλος, σ’ ένα βρωμερό καλύβι, όπου δεν υπήρχαν παρά μόνο περιττώματα ανθρώπων σκύλων.
-Πες μου, σε ικετεύω, γιατί ήρθαμε εδώ; ρώτησε ο Επιφάνιος τον όσιο. Γι’ αυτό αγνωνιστήκαμε; Γιά να βρεθούμε σε τέτοια βρωμιά;
-Όχι, παιδί μου, αλλά για να δείς τον τόπο που ετοίμασε για τον εαυτό του ο φίλος σου ο Ιωάννης.Οι ακαθαρσίες, που βλέπεις, είναι τα έργα του, ο κόπος του και ο ιδρώτας του. Κοίταξε τι γράφει εδώ!
Ο Επιφάνιος είδε στον αέρα μια σκοτεινή επιγραφή που έλεγε: “Αιώνια κατοικία και βαριά τιμωρία του Ιωάννη, του γιού του Κελεστίνου”- αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του.
-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! αναφώνησε ο Επιφάνιος. Τέτοια συμφορά ούτε στους εχθρούς μου! Αλλά πως μαζεύτηκαν τόσες ακαθαρσίες;
-Όσοι άνδρες και όσες γυναίκες αμαρτάνουν, όπως ο Ιωάννης, στοιβάζουν εδώ τις ακαθαρσίες τους, ώστε, όταν πεθάνουν, να χορτάσουν οι ψυχές τους, καθώς θα είναι αλυσοδεμένες. Όταν, όμως, γίνει η ανάσταση των σωμάτων, θα παραδοθούν στη φωτιά.
-Καί όλα εκείνα τα ζώα που είδαμε φυλακισμένα, τα ποντίκια, τα θηρία, τα ερπετά, τι είναι;
-Είναι οι ψυχές των άσωτων και αμαρτωλών.
-Πω πω! Έτσι είναι οι ψυχές των ανθρώπων;
-Όχι παιδί μου.Ὁ Θεός οἰκονόμησε νά φανοῦν ἔτσι, γιά νά μᾶς δείξει ποιάν ἁμαρτία ἔκανε κάθε ψυχή. Ἄλλες ἀπ’ αὐτές ἀνήκουν σέ φονιάδες, ἄλλες σέ μοιχούς καί πόρνους, ἄλλες σέ σοδομίτες, ἄλλες σέ κλέφτες καί φιλάργυρους, ἄλλες σέ αἱρετικούς, ἄλλες σέ κενόδοξους καί ἄλλες σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς. Εἶναι οἱ ψυχές πού “ταυτίστηκαν μέ τά ἄλογα κτήνη καί ἔγιναν ὅμοιες μ’ αὐτά”(Ψαλμ. 48:13). Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τίς ἔκανε νά φαίνονται μέ τέτοιες μορφές. Συγκεκριμένα,

οἱ φονιάδες φαίνονται σάν σκορπιοί,
οἱ εἰδωλολάτρες σάν ἀγριοκάτσικα,
οἱ μάγοι σάν φίδια,
οἱ κτηνοβάτες σάν ποντίκια,
οἱ ἀρσενοκοῖτες (ὁμοφυλόφιλοι) σάν βρωμόσκυλα,
οἱ πόρνοι σάν γουρούνια,
οἱ κλέφτες σάν λύκοι,
οἱ ἀπατεῶνες σάν ἀλεποῦδες,
οἱ φιλάργυροι σάν ἀγριόγατες,
οἱ ὀργίλοι σάν πάνθηρες,
οἱ μνησίκακοι σάν ὀχιές,
οἱ γαστρίμαργοι σάν ἄλογα,
οἱ προαγωγοί σάν γαϊδούρια,
οἱ βλάσφημοι σάν κουροῦνες,
οἱ συκοφάντες σάν κοράκια,
οἱ αἰσχροί τραγουδιστές σάν βατράχια,
οἱ χορεύτριες σάν ἐρωδιοί,
οἱ πόρνες σάν κατσίκες…

Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός (σελ. 173-175)

http://www.agioritikovima.gr

Ζωή πολυμέριμνη, χωρίς καμμιά εσωτερική ευτυχία...




Ένα κείμενο από τον μοναδικό Φώτη Κόντογλου που μέσα σε λίγες γραμμές εξηγεί τόσα πολλά και λέει τόσες μεγάλες αλήθειες.. “Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά”.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται.

Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸοἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢστὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».

Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰεὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲσυμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κιἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁΧριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν·ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».

Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα.Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺδιασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰφαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανέναςἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση.Ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνανε τὸν εὐτυχισμένο, κατάδικους ποὺ κάνανε τὸν ἐλεύθερο. Ἀλλά, ἂν δὲν καταγινόντανε μὲ τόσες ψεύτικες χαρές, θὰ πέφτανε στὴ βαρεμάδα, στὴλεγόμενη ἀνία. Ἢ τὸ ἕνα, ἢ τὸ ἄλλο. Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, τρισδυστυχισμένοι.Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη κι ἀνύπαρκτη ἡ εὐτυχία, ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ. Πῶς νὰγίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲνὑπάρχει τὸ ἁλάτι;

Λοιπόν, ὅποτε ἀναγκαζόμουνα νὰ πάγω γιὰ λίγο κοντὰ σὲ τέτοιουςκοσμικοὺς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ γινότανε σπάνια, γιὰ νὰ μὴν τοὺςπροσβάλω, ἀφοῦ μὲ προσκαλούσανε μὲ εὐγένεια, δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴστιγμὴ νὰ ἀποτραβηχτῶ στὸ καβούκι μου, νὰ γυρίσω στὸ φτωχὸ σπίτι μου καὶστ᾿ ἀγαπημένα πράγματα ποὺ βρίσκουνται γύρω μου. Ἔβλεπα πῶς ἀντὶ νὰπάρω κάτι ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴν τυμπανοκρουσία, ὅπως πιστεύει ὁ πολὺς ὁκόσμος, ἐγὼ ἔδινα, ἔδινα ξύπνημα στοὺς κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στοὺςμουδιασμένους, ζωὴ στὴ μονοτονία τους.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ γράφω, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶμαι προσκαλεσμένος σὲ πολλὰμέρη ἀπὸ κάποιους εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲμακρυνὰ μέρη, κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δεντράκια καὶ μὲτὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κι εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸκηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοῦς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνται τὰ ριζώματα» τοῦ κόσμου.

Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, πού, ἐδῶ ποὺ κάθομαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲθυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴφουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσε ἀπὸ λῃστές. Ἀνατριχιάζω συλλογισμένος τὴνἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια καὶ λύκους. Ἀναπαύουμαι μοναχὰ μὲ δυὸ – τρεῖς ἀνθρώπουςἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδὲ δόξες, μήτε ἄλλες τέτοιες συμφορές, θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος κι ἀσήμαντος. Ὢ λησμονιά, τί μπάλσαμο εἶσαι γιὰ ὅσους ποθοῦνε τὴν εἰρήνη! Κατάρα εἶναι ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.

Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.

Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογὴς – λογής, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρωἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαία, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνεἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.

Εἶμαι μακάριος στὸ μικρὸ τοῦτο περιβολάκι μας. Τύφλα νἄχουνε μπροστά του οἱ μεγάλοι κῆποι καὶ τὰ πολυέξοδα παλάτια, τὰ φανταχτερὰ κόττερα. Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;

Ὤ, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ πλούτη καὶ ποὺ μόνο τί λογῆς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ξέρετε. Ἄνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες κι ἀπὸ τὶς σκουτοῦρες, σκλάβοι στὴ φιλοδοξία καὶ στ᾿ ἄλλα πάθη, ὢ ἄσωτοι γυιοί, ποὺ φάγατε τὰ ξυλοκέρατα καὶ δὲν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα σας τοῦ πονετικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική σας, καὶ μπεῖτε μέσα νὰ ξαποστάσετε, νὰ εὐφρανθῆτε καὶ νὰ νοιώσετε τὴν ἀληθινὴ χαρά!

Φώτης Κόντογλου

ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΡΑΚΤΟΣ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ (Πραγματικό γεγονός)



Στὸ χωριὸ Μονολίθι Ἰωαννίνων, ζοῦσε γύρω στὰ 1960 μιὰ οἰκογένεια εὐλογημένη, η κυρὰ Σταυρούλα Μάνθου μὲ τὸν ἄντρα καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους. Ὁλημερὶς στὰ χωράφια μὲ τὰ φουντωμένα καλαμπόκια καὶ τὰ καταπράσινα τριφύλλια, πότιζε, σκάλιζε, φρόντιζε τὰ ζωντανά τους.

Μὰ οἱ Κυριακὲς καὶ οἱ μεγάλες σχόλες ἦταν γι’ αὐτὴν μέρες ξέχωρες, εὐλογημένες. Ἑτοίμαζε τὸ καλοζυμωμένο της πρόσφορο, ἔγραφε τὰ ὀνόματα γιὰ ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους δικούς της, τὸ τύλιγε εὐλαβικὰ στὴν ἄσπρη ὑφαντὴ πετσέτα μὲ τὸ κοφτὸ ἀνεβατὸ καὶ τὶς δαντέλες, ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ χαράματα ξεκίναγε γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ἔπαιρνε τὸ μονοπάτι μὲ τὴν ἀπότομη κατηφοριά, μίας ὥρας δρόμο ἀπὸ τοῦ Ἄϊ Γιώργη τὸ συνοικισμό, γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἄνοιξη καὶ χειμώνα, μὲ τὶς νεροποντὲς καὶ τοὺς ἀγέρηδες, δυσκόλευαν πολὺ τὰ πράγματα στὴ λασπωμένη κατηφόρα. Καὶ στὸ γυρισμὸ λαχάνιαζε στὸν κοφτὸ ἀνήφορο. Μὰ ἡ κυρὰ Σταυρούλα τ’ ἀψηφοῦσε ὅλα. Γοργοχτυποῦσε ἀπὸ λαχτάρα ἡ καρδιά της. Νὰ λειτουργηθεῖ, νὰ πάρει μέσα της τὸν ἀφέντη Χριστὸ μὲ τὴν ἁγία Κοινωνία! Κι ἦταν καὶ ἄλλες μέρες γιορτινές, ποὺ ἡ ἴδια μὲ λειτουργίες, «ἄνοιγε» κοντινά τους ἐξωκκλήσια.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ χωριὸ τῆς Ἄρτας Κάτω Γρεκικὸ ζοῦσε ὁ ξακουστὸς μάγος Γεώργιος Τριαντάφυλλος, γνωστὸς γιὰ τὸ διαβολικό του ἔργο ὄχι μόνο στὰ γειτονικὰ Τζουμερκοχώρια, ἀλλὰ καὶ στὴν κοντινὴ Μακεδονία, ἀκόμη καὶ στὴν Ἰταλία.

Εἶχε προμηθευτεῖ τὰ σχετικὰ βιβλία μὲ τὶς προσευχὲς καὶ ἐπικλήσεις τῶν δαιμόνων καὶ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Στὸ σπίτι τῆς Κυρὰ Σταυρούλας ὅλα κυλοῦσαν ἥσυχα. Βασίλευε γλυκιὰ εἰρήνη καὶ ἀγάπη ζηλευτή. Κάποτε ὅμως οἱ συγγεν-εῖς του ἀνδρὸς της πῆραν μία ἀπόφαση γιὰ ἕνα θέμα γενικότερο στὸ σόι τους. Μὰ ἡ κυρὰ Σταυρούλα δὲν συμφωνοῦσε καὶ μὲ τὸν τρόπο της τὸν καλὸ ἔλεγε. Δὲν ἦταν συμφέρον γιὰ τὸ σπίτι της. Ἐκεῖνοι ἐπέμεναν, τὸ ἴδιο καὶ ἡ κυρὰ Σταυρούλα. Κι ἐκεῖνοι γιὰ νὰ πετύχουν τὸν παράνομο σκοπό τους, ξεκίνησαν μία καὶ δυὸ γιὰ τὸν Τριαντάφυλλο.

-Θὰ τὴν κανονίσουμε μεῖς. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγαν πεισματωμένοι. Τοὺς ἄκουσε ὁ μάγος μὲ προσοχή.

-Μὴν ἀνησυχεῖτε καθόλου. Θὰ γίνει ὅπως τὸ θέλετε καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Θὰ τὴν δέσω ἐγὼ ὅπως ξέρω καὶ δὲν θὰ τολμήσει νὰ ξανασηκώσει ποτὲ πιὰ κεφάλι. Ξέρω ἐγώ…

Ἀφοῦ τὸν πλήρωσαν γερά, ἔφυγαν περιχαρεῖς γιὰ τὸ χωριό. Καὶ περίμεναν… Πέρασαν μέρες, πέρασαν μῆνες, μὰ τίποτα. Ὅλα στὸ σπίτι της πήγαιναν καλά, κι ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο. Ἥσυχα κι ἀγαπημένα. Κι ὅλοι γεροὶ καὶ δυνατοὶ καὶ πιότερο ἡ κυρὰ Σταυρούλα.

Δὲν εἶχαν ἄλλη ὑπομονή.

-Τὸν ἀπατεώνα. Μᾶς γέλασε. Πῆρε τόσα λεφτὰ καὶ τίποτα…

Καὶ ἀνήσυχοι καὶ θυμωμένοι ἔτρεξαν στὸ μάγο. Ἀπαιτητικοὶ καὶ αὐστηροί.

-Μπάρμπα Γιώργη, τί γίνεται; Καλὰ τὰ πῆρες τὰ λεφτά, μὰ ἀποτέλεσμα κανένα. Μή μας γέλασε ἡ ἀφεντιά σου;

Ὁ Τριαντάφυλλος τούς δέχτηκε σοβαρὸς καὶ προβληματισμένος. Ἤτανε σίγουρος γιὰ τὴν τέχνη του. Μὰ τώρα;

-Ἀκοῦστε τοὺς λέγει. Οὔτε σας γέλασα, οὔτε ἄδικα τὰ πῆρα τὰ λεφτά. Τόσα καὶ τόσα χρόνια ξέρω νὰ κάνω τὴ δουλειά μου καὶ τὴν κάνω. Μὰ μὲ δαύτη τὴ γυναίκα δὲν μπορῶ. Στέλνω, ξαναστέλνω τὸ δαίμονα ἐναντίον της, μὰ τίποτα. Γυρίζει ὀπίσω ἄπρακτος. Οὔτε νὰ τῆς κάνει κακὸ μπορεῖ, μὰ οὔτε ἀκόμη καὶ νὰ τὴν πλησιάσει. Καὶ τοῦτο φταίει: Δὲν χάνει λειτουργία τὴν Κυριακή. Καὶ κοινωνεῖ.

Κι ἔφυγαν ἐκεῖνοι μὲ ντροπὴ καὶ σκεπτικοί…

(Περιοδικό: «Ἡ Δράσις μας». Τεῦχος 480)

πηγή : ΕΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΑΚΥΜΑΝΤΩ

“Τότε η Ορθοδοξία σ’ όλον τον κόσμο θα ακτινοβολήσει…” (Προφητικές φωνές)



Στά χρόνια του εσχάτου αιώνος θά παύσουν οί πνευματικοί ποιμένες νά φροντίζουν γιά τό ποίμνιο άκολουθώντας τό κοσμικό ρεύμα.

Τήν σκολιά όδό θά βαδίζουν, αφήνοντας τόν πατερικό δρόμο καί δέν θά ψάλλουν στά πρόβατα μέ τήν ποιμενική φλογέρα.

Θά καύσουν μέ τήν «πρόοδο» τήν πνευματική μάνδρα κι ό καπνός θά προξενεί τήν αίρεση του παπικού δόγματος.

Τότε ό κόσμος μέ τήν επιστήμη θά κάνη πολλές έφευρέσεις καί δέν θά ύπάρχη σ’ αύτήν ή πίστις, ούτε ό φόβος τοϋ Θεοϋ

Ό απλοϊκός λαός άπό τόν φόβο τών αιωνίων βασάνων θά φυλάγει μέ άκρίβεια τις θείες εντολές.

Άλλά ζώντας στήν άναρχία χωρίς πνευματικούς όδηγούς θά μισηθούν άπό τήν εξουσία καί πολλοί θά φυλακισθούν.

Μέ θερμό ζήλο θά έπιδίδωνται στά καλά καί ταπεινά έργα θεωρούμενοι άπό τόν κόσμο ότι έχασαν τά μυαλά των.

Ή άνθρώπινη σοφία είδωλα θά λατρεύσει κοσμικά καί ό άσύδοτος κόσμος θά τά χρησιμοποιήσει ως μέσα σωτηρίας.

Θά κουρεύουν γένεια καί μαλλιά καί τά ένδύματά των θά κοντύνουν κι όλους στ’ άλήθεια τούς νόμους σύμφωνα μέ τήν μόδα θά θεσπίσουν.

Δέν θά ύπάρχει ντροπή στούς νέους ούτε στά άδέλφια μεταξύ των άγάπη, ένώ ή μόδα θά παρασύρει όλους τούς άκολάστους ανθρώπους.

Τότε ό Θεός μέ άηδία θ’ άντικρύσει τούς θνητούς καί πολλούς θά στερήσει τής ζωής, όπως κάποτε μέ τούς Σοδομίτας.

Τότε ή γή δέν θά καρποφορεί καί οί δουλειές θά λιγοστέψουν διότι πολλοί θά πιστεύουν στόν σατανά ως σύντροφο τής έλεύθερης ζωής τους!

Τότε θά βράζει ό κόσμος σάν ένα καζάνι στήν φωτιά —καιόμενος άπό τήν τυφλή οργή—και ειρήνη σ αυτόν δέν θα υπάρχει

Οί μεγάλοι καί φοβεροί πόλεμοι θά’ ναι πυκνοί σάν κρίκοι αλυσίδας άλλά ό τρομερώτερος άπ’ όλους θά είναι ό τών έπτά κρατών στό Βυζάντιο!

Οί πολιτισμένοι λαοί, όταν πολύ θά προοδεύσουν, σάν πεινασμένα θηρία μεταξύ των θά σπαράζωνται.

Θά φτιάξουν αύτά τά πετούμενα μέ τήν ούρά των σάν τού σκορπιού καί μεγάλη σύγχυσις θά γίνη, όπως στόν πύργο τής Βαβέλ.

Τότε θά κατασκευασθούν φοβεροί δράκοντες άπό μέταλο σκορπίζοντας τόν όλεθρο άπό τό στόμιο των καί καπνό μέ θανατηφόρο δηλητήριο.

Ζωντανοί μόνο τό ένα τρίτο άπ’ όλο τόν κόσμο θά γλυτώσουν ένώ οί άλλοι μέ θάνατο στόν έσχατο πόλεμο θά τελειωθούν!

“Αγγελος έξ ούρανού” θά έλθη κράζοντας μέ δυνατή φωνή νά σταματήση τό μακελειό τών δυνάμεων στήν Κωνσταντινούπολη

Έκεί οί άγγελοι θά δώσουν τόν θρόνο τού Βυζαντίου σ’ ένα άγιο καί ειρηνικά όλοι θά ύπακούουν μή έχοντας πόλεμο στήν γή.

Τότε ή Όρθοδοξία σ’ όλο τόν κόσμο θά άκτινοβολήσει, θά άφανισθεί ή κακία καί μεγάλη αγάπη θά ύπάρχει!

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ – Προφητικές φωνές (Άπό έλληνικά χειρόγραφα)
από το βιβλίο: “Ό Βίος καί τά ποιήματα του Όσίου Ιωάννου τον Χοζεβίτου 1913-1960” – Μετάφρασις: Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης, 1984

ΗΤΑΝ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ;

Από τον λατινόφρονα Πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ” Βέκκο για την αντι-ορθόδοξη πολιτική τους, ας πάμε σε ένα άλλο πιο σύγχρονο Άγιο, τον Όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη για να ερευνήσουμε αν μοιάζει μοιάζει με αυτούς τους «φανατικούς» αντι-οικουμενιστές Αγίους.

Ο Άγιος Αρσένιος είχε ευρύχωρη καρδιά και μυαλό ,πέρα από μικρότητες,φανατισμούς και μικρονοϊκές αντιμετωπίσεις.Έτσι η αγάπη του διαχέονταν σε όλη την κτίση και σε όλους τους ανθρώπους , ακόμη και σε άτομα διαφορετικού θρησκεύματος και εθνότητος.

Κάθε πονεμένος για αυτόν ήταν παιδί του, που ώφειλε να το παρηγορήσει. Αναφέρει σχετικά ο Γέροντας Παϊσιος :«Είναι αλήθεια ότι ο Πατήρ, όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, για να τους διαβάσει, ποτέ δεν εξέταζε, εάν ο άρρωστος είναι Χριστιανός ή Τούρκος, αλλά από ποιά αρρώστια πάσχει, για να βρει την ανάλογη ευχή.»

Μα όσο ήταν ο Άγιος, Οικουμενικός στην αγάπη του, τόσο δεν ήτανε Οικουμενιστής στην πίστη του.Προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους μα όχι μαζί με όλους τους ανθρώπους.Τα πληθωρικά οικουμενιστικά ανοίγματα και οι συμπροσευχές με ανθρώπους απειθείς στην αλήθεια ,δεν είχαν θέση στην πίστη του Αγίου Αρσενίου.

Γράφει ο Άγιος Παϊσιος :

« Μία φορὰ εἶχαν στείλει ἕναν δάσκαλο προτεστάντη, ὁ ὁποῖος, μόλις ἔφθασε στὰ Φάρασα, ζήτησε τὸ σπίτι τοῦ προτεστάντη Κουψῆ – ποὺ τὸν πλήρωναν νὰ κάνει προσηλυτισμὸ – γιὰ νὰ ξεφορτώσει τὰ πράγματά του καὶ νὰ μείνει σ’ αὐτόν. Ὅταν τὸ ἔμαθε γιὰ τὸν δάσκαλο ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, πῆγε ἀμέσως, τὸν συνάντησε καὶ τοῦ εἶπε: (τι να του είπε άραγε; «καλώς ήρθες! Ελάτε να γίνουμε πολλοί και δεύτε στις συμπροσευχές και τις συνευωχίες;» ΟΧΙ αλλά ) «γρήγορα νὰ φύγης, ὅπως ἔχεις τὰ πράγματά σου, πρὶν τὰ ξεφορτώσης, γιατί στὰ Φάρασα ἄλλον προτεστάντη δὲν θέλουμε. Μᾶς φθάνει ὁ ἕνας ποὺ ἔχουμε καὶ ὁ ἕνας Τοῦρκος ποὺ εἶναι ἀπὸ χρόνια». Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶπε καὶ στὴν Ἐκκλησία ὁ Πατήρ: «ὅποιος θὰ πεῖ καλημέρα τοῦ Κουψῆ, νὰ τὸ ξέρει ὅτι θὰ βγεῖ ἄλειωτος». Ἦταν ἡ μόνη λύση αὐτὴ γιὰ νὰ ἀπομονώση τὴν σφήκα, τὸν Κουψῆ, ὁ ὁποῖος κέντριζε συνέχεια τοὺς νέους κυρίως, γιατί ἔχυνε στὶς τρυφερὲς ψυχὲς τὸ δηλητήριο τῆς πλάνης του καὶ τοὺς ἀγρίευε μὲ τὸ νὰ κατηγορεῖ τὸν Χατζεφεντῆ (δηλ. τὸν ἅγιο Ἀρσένιο), ὅτι διώχνει τοὺς δασκάλους γιὰ νὰ ἀφήση τὰ παιδιὰ ἀμόρφωτα. Ἀφοῦ πιὰ δὲν μιλοῦσε κανεὶς τοῦ Κουψῆ, ἀναγκάστηκε νὰ καταλάβη τὴν πλάνη του. Πῆγε στὸν Πατέρα Ἀρσένιο, τοῦ ζήτησε συγχώρεση καὶ ἐπανῆλθε στὸ κοπάδι του καὶ αὐτός· ἔτσι χάλασε πιὰ ἡ σφηκοφωλιὰ τῶν προτεσταντῶν.


«Ὁ Πατὴρ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης»
ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1975, σελ. 39-40
Τίμιοι Χριστιανοί και Αγίοι , που ποτέ δεν δώσανε διαζύγιο στην Αλήθεια από την Αγάπη. 

Κατά πως λέγει και ο Χριστός:
ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ· (Ἰωάνν. κεφ. ιδ΄ στίχ. 6).

π. Διονύσιος Ταμπάκης
-13 Μαϊου 2015-

Η αίρεση του Παπισμού



Εισαγωγικά
Ο σοφός μελετητής των αιτίων του σχίσματος Ορθοδοξίας – Παπισμού, ο άγιος Νεκτάριος έχει γράψει τα κάτωθι: «Η ενότης της Εκκλησίας….. εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού….. Μόνη η ρωμαϊκή Εκκλησία άλλως αντελάβετο το πνεύμα της ενότητος και δι’ άλλων επεζήτησε και επεδίωξε μέσων (στο πρόσωπο δηλ. των Παπών της Ρώμης, ως διαδόχων, δήθεν, του Αποστόλου Πέτρου). Η διάφορος αύτη αντίληψις του τρόπου της ενότητος προυκάλεσε το σχίσμα….. ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της οικουμενικής Εκκλησίας….. εις την επισκοπή της Ρώμης». Αυτός «αληθώς είναι….. ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος (του σχίσματος), διότι είναι άρνησιςτων αρχών του Ευαγγελίου. Οι λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτρερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 94).

Θεμέλιο λοιπόν του Παπισμού είναι η αξίωση αποδοχής ή ανοχής της ηγεμονίας της Ρώμης εφ’ όλης της Χριστιανοσύνης. Από την αξίωση αυτή πηγάζει και κάθε έκπτωση στην πίστη και στο ήθος. Ίσως, δεν είναι ισχυρισμός αβάσιμος, αν πούμε ότι οι εκτροπές της Ρώμης στο δόγμα και οι νεωτερισμοί χαλκεύτηκαν με σκοπό να θεμελιώσει θεολογικά τις αξιώσεις της ή να κατοχυρωθεί ως υπεράνω των Οικουμενικών Συνόδων η αλάθητη, δήθεν, αυθεντία της. Όταν δε κάποιος ή κάποιοι επαρθούν σε ύψος δοτής εκ Θεού (!) αλάθητης αυθεντίας, κανείς ηθικός φραγμός δεν τους δεσμεύει. Ψεύδονται, εξαπατούν και αμαρτάνουν χωρίς αναστολές. Μόνη τους έγνοια έχουν το πώς θα τρυγήσουν την τρυφή της εξουσίας, αντίθετα από την ευαγγελική ρήση: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών….. ουχ ούτως έσται εν υμίν…..» (Ματθ. 20. 25-27)


ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΑΙΡΕΣΗ

Η Δυτική «Εκκλησία» και η πρακτική της έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και από από πέντε (5) Πανορθόδοξες Συνόδους του 18ουκαι 19ου αι.

Σύμφωνα με αυτές, ο Παπισμός που εκφράζει η Ρώμη αποτελεί αίρεση, καθότι οι παπικοί:

α/ νοθεύουν τα ιερά βιβλία,

β/ αφαιρούν ή προσθέτουν, κατά το δοκούν, σε δόγματα, κανόνες και αποφάσεις της Εκκλησίας,

γ/ απεσχίσθησαν του κορμού της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τις διάφορες αυθαιρεσίες τους,

δ/ βρίσκονται αναθεματιστέοι από Συνόδους και Πατέρες της Εκκλησίας,

ε/ καλλιεργούν το πρωτείο εξουσίας σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, κάτι που Αυτή δεν αναγνωρίζει,

ς/ αλλοιώνουν το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού,

ζ/ καθιερώνουν το καθαρτήριο πυρ, χωρίς να αποτελεί τούτο διδασκαλία της Εκκλησίας,

η/ χρησιμοποιούν τον άζυμο άρτο, αντίθετα από την Παράδοση της Εκκλησίας,

θ/ θεωρούν τις ενέργειες του Θεού κτιστές, αντίθετα από την Πατερική διδασκαλία,

ι/ διατυπώνουν το θεώρημα της ικανοποίησης της θ. δικαιοσύνης από τον Χριστό επί του Σταυρού,

ια/ θεωρούν το προπατορικόν αμάρτημα, ως μεταδιδόμενον εις πάντα άνθρωπον,

ιβ/ παραδέχονται το αλάθητο του προκαθημένου της Ρώμης,

ιγ/ χρησιμοποιούν τις αξιομισθίες των αγίων για απόπλυση αμαρτημάτων, κάτι άγνωστο στην Εκκλησία,

ιδ/ νοθεύουν τα μυστήρια, θεωρόντας ότι ενεργούνται μόνο δια του ιερέως,

ιε/ τοποθετούν την Θεοτόκο εντός του πλαισίου της αγίας Τριάδος και πολλές άλλες παραχαράξεις δογμάτων και κανόνων ενεργούντες.

Παρ’ όλες αυτές τις παρεκκλίσεις και εκτροπές, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σταματά τις προσπάθειες επανένωσης της Δυτικής «Εκκλησίας» και την επιστροφή της στον κύριο κορμό της καθ’ όλου Εκκλησίας.

Με τον όρο Παπισμός (στα αγγλικά papacy) περιγράφεται το σύστημα κεντρικής διακυβέρνησης της Ρκαθολικής «εκκλησίας», η οποία βρίσκεται κάτω από την εξουσία του Πάπα, του επισκόπου της Ρώμης και ειδικότερα επί δοξασιών της κοσμικής εξουσίας αυτού. Το αξίωμα του Πάπα περιγράφεται με τον όρο παποσύνη.

Σύμφωνα με το παπικό σύστημα, ο Πάπας ασκεί δικαστική, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία επί της Εκκλησίας ως άμεσος διάδοxος του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος θεωρείται ότι υπήρξε η κεφαλή των αποστόλων και ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης.

Η σκοτεινή περίοδος που διάνυσε ο Παπισμός κατά τον 10ο αιώνα φαίνεται ότι έπαιξε βασικό ρόλο στην προετοιμασία του εδάφους για το σχίσμα ανάμεσα στον Δυτικό Καθολικισμό και στον Ανατολικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό.

Ο όρος Παπικισμός (στα αγγλικά papalism) έχει αρνητική υφή και χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την εκκλησιαστική εξουσία που δίνει υπερβολική έμφαση στο παπικό πρωτείο σε σχέση με το αξίωμα των επισκόπων ή του συνοδικού συστήματος.

Ο όρος Καισαροπαπισμός (caesaro-papalism) αναφέρεται στο πολιτειακό σύστημα κατά το οποίο ο αυτοκράτορας ή ο ανώτατος άρχοντας της Πολιτείας αποτελεί ουσιαστικά τον ηγέτη της εκκλησίας. Το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε αρχικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Εμφανίζεται και ο όρος παποκαισαρισμός (papal caesarism), ο οποίος περιγράφει την υποταγή της κρατικής εξουσίας στην ιερατική εξουσία του πάπα.

ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΕΩΣ Η΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Όρος Πίστης: «….. Ούτω περί τούτων φρονούντές τε και κηρύττοντες, τον άνωθεν εκ πατέρων και μέχρις ημών κατεληλυθότα της ακραιφνεστάτης των χριστιανών πίστεως όρον και διανοία και γλώσση στέργομέν τε και διαπρυσίω τη φωνή περιαγγέλομεν, ουδέν αφαιρούντες, ουδέν προστιθέντες, ουδέν αμείβοντες, ουδέν κιβδηλεύοντες. Η μεν γαρ αφαίρεσις και η πρόσθεσις, μηδεμιάς υπό των του πονηρού τεχνασμάτων ανακινουμένης αιρέσεως, κατάγνωσιν εισάγει των ακαταγνώστων και ύβριν των πατέρων αναπολόγητον….. Ούτω φρονούμεν, εν ταύτη τη ομολογία της πίστεως εβαπτίσθημεν, δι’ αυτής πάσαν αίρεσιν θραυομένην τε και καταλυομένην ο της αληθείας λόγος απέδειξε….. Ει δε τις ετέραν έκθεσιν, παρά τούτο δη το ιερόν Σύμβολον, το άνωθεν εκ των μακαρίων και ιερών πατέρων ημών μέχρις ημών διαφοιτήσαν, τολμήσειεν αναγράψασθαι και όρον πίστεως ονομάσαι, συλήσαι το αξίωμα της των θεσπεσίων εκείνων ανδρών ομολογίας, και ταις ιδίαις ευρεσιολογίαις τούτο περιάψαι, κοινόν τε μάθημα τούτο προθείναι πιστοίς, ή και τοις εξ αιρέσεώς τινος επιστρέφουσι, και ρήμασι νόθοις ή προσθήκαις ή αφαιρέσεσι την αρχαιότητα του ιερού τούτου και σεβασμίου όρου κατακιβδηλεύσαι αποθρασυνθείη, κατά την ήδη και προ ημών εκφωνηθείσαν ψήφον υπό των αγίων και οικουμενικών Συνόδων, ει μεν των ιερωμένων είη τις, παντελεί καθαιρέσει τούτο καθυποβάλλομεν, ει δε των λαϊκών, τω αναθέματι παραπέμπομεν» (MCC.XVII, 516/7).

Εδώ, οι παπικοί φαίνεται να έχουν υπογράψει μόνοι τους τη μελλοντική τους καταδίκη!

ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 1716

Ο όρος παπισμός, καθώς και ότι αποτελεί αίρεση, εμμέσως πλην σαφώς πρωτοεμφανίζεται στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της ΚΠολης το 1716, όπου σε επιστολή των Πατριαρχών της Ανατολής προς τους Αγγλικανούς, μεταξύ άλλων αναφέρονται:

«….. Αι γαρ θείαι Γραφαί αυταί εαυτάς ουδαμώς ανατρέπουσιν. Έστωσαν παράδειγμα οι νυν Παπισταί, ….. Ή πως εκ των Γραφών αποδείξωσι την θρυλλουμένην του Πάπα μοναρχίαν, ….. ή πως αν αποδείξειαν και εκ του Υιού το Πνεύμα εκπορεύεσθαι, ….. Άπερ εκείνοι, ίνα αποδείξωσιν τας θείας νοθεύουσι βίβλους, τας μεν προστιθέντες, τας δε αφαιρούμενοι….. Αυτά ταύτα ποιούσι και πάντες οι λοιποί των αιρετικών…..» (Ρωμανίδη Ι. Δογματική, τ. Β΄ σελ. 385-387). «….. Ύστερον μέντοι προ χρόνων τινών επηρεία του πονηρού ο Ρώμης πάπαςαποσφαλείς και εις αλλόκοτα δόγματα και καινοτομίας πεσών, απέστη της ολομελείας του σώματος της ευσεβούς Εκκλησίας και απεσχίσθη. και νυν εστιν οίον διερρωγός τι τεμάχιον του όλου ιστίου της πνευματικής ολκάδος της Εκκλησίας, όπερ εκ πέντε πρότερον συνίστατο και συνέρραπτο μερών…..» (σελ. 393). «….. και συγκατατιθέμεθα τοις κατά διαφόρους καιρούς συντεθειμένοις συμβόλοις πίστεως παρά ταις των Λατίνων εκκλησίαις….. ουδέ γαρ ουδέ ημείς ετέραν δεχόμεθα πίστιν, ουδ’ άλλο τι σύμβολον….. Τα δε παρά Λατίνων συντεθέντα ημείς αποπτύομεν και αποβαλλόμεθα…..» (σελ. 403). «….. Διό και τους προστιθέντας και μικρόν τι μόριον λέξεως, πολλού και δει λέξιν ολόκληρον, ή τρόπω προσθήκης ή εξηγήσεως λόγω και ερμηνείας εν τούτω τω ιερώ Συμβόλω, ή αφαιρούντες εκ τούτου, ουκ αποδεχόμεθα. οι γαρ τότε άγιοι Πατέρες τους αφαιρούντας ή προστιθέντας εις αυτό λέξιν τινα ή μόριον λέξεως αναθεματίζουσιν…..» (σελ. 405). «….. Ωσαύτως και τα θεία μυστήρια της ευχαριστίας παρ’ ημών δια των δυο ειδών μεταδίδοται τω λαώ, και ουχ ως οιΛατίνοι Παπισταί κακώς ποιούντες του ενός μόνου είδους, παρά την του Κυρίου παράδοσιν, μεταδιδόασι τω λαώ, ό και ανωτέρω δια πολλών διηλέγξαμεν…..» (σελ. 411). «….. Το δε καθαρτήριον πυρ, το υπό των Παπιστών αναπλασθέν επί τω χρηματίζεσθαι παρά των απλουστέρων, τούτο ουδ’ ακούσαι ανεχόμεθα όλως…..» (σελ. 412). «….. Ει δε τις ποτε συγκατάβασις και οικονομία εγένετο, ίσως εν όσοις τρόπω συμβουλής περί έθη και τάξεις και συνηθείας μακράς ωκονομήθη, αλλ’ ουκ εν όσοις περί πίστεως και δογμάτων ο λόγος….. Εν γαρ τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία ή συγκατάβασις. ταύτα γαρ ασάλευτα εισι, και υπό πάντων των Ορθοδόξων ως απαράβατα εν πάση ευλαβεία διαφυλάττονται. και ο μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ως σχισματικός και αιρετικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται, και ακοινώνητος παρά πάσι λογίζεται. Τας μέντοι ληστρικάς Συνόδους των αιρετικών, ως την εν Εφέσω ποτέ των Αρειανών – ου την των Παπιστών ουδόλως δεχόμεθα, και μάλιστα το εν Φλωρεντία Καϊαφικόν συνέδριον, ως ληστρικόν τε και βίαιον….. αλλά τον Πάπαν εσχηκός και αντιφθεγγόμενον, δηλαδή κρινόμενον και εναγόμενον, και κριτήν τον αυτόν επί θρόνου δικάζοντα και αποφαινόμενον κατά το αυτώ αρέσκον, πάντως τυραννικώς και αθέσμως…..ουδόλως παραδεχόμεθα, αλλά και αποστρεφόμεθα καικαταδικάζομεν…..» (σελ. 414-415).

ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 1722

Αλλά και η Πανορθόδοξη Σύνοδος ΚΠόλεως του 1722, στην εγκύκλιό της προς τους Ορθοδόξους της Αντιόχειας αναφέρει μεταξύ άλλων τους Παπικούς, ως κενοφωνούντες, νεωτεριστές, κακοδόξους και κακόφρονες, ψεύτες, καινοτόμους και νεωτεριστές, διαφθορείς και νοθευτές:

«….. να εμφολεύωσι και να είναι εγκατεσπαρμένα λεληθότως εις τας ψυχάς των χριστιανών της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα ή μάλλον ειπείν νεωτερίσματα και της αληθούς πίστεως ημαρτημένα και απεσχοινισμένα φρονήματα, ….. μη εξαπατάσθαι ραδίως μηδέ ανοίγειν τα ώτα ταις των Λατίνων κενοφωνίαις, αλλ’ ουδέ παραδέχεσθαι τους νεωτερισμούς αυτών και όσα κατά απάτην ψευδή και ολέθρια δόγματα με σοφιστικά επιχειρήματα σπεύδουσι να εγκατασπείρουν εις τας ψυχάς υμών….. Όθεν και ημείς πρώτον περί τούτου του μέρους θέλομεν συντύχει και θέλομεν αποδείξει, ότι είναι ανυπόστατος και ψευδής η τοιαύτη τυραννική εξουσία και μοναρχία του Πάπα. και ταύτης ως επισφαλούς αρχής αναιρεθείσης, θέλουν συναναιρεθή επομένως και μετ’ ευκολίας και όσα εκ ταύτης της αρχής αναφύονται και παραβλαστάνουσι της κακοδοξίας τα ζιζάνια…..» (Ρωμανίδη Ι. ως ανωτέρω, σελ. 433-434). «….. Όταν δε πάλιν λέγουσιν οι Παπισταί, ότι μόνου του Πέτρου εδόθη η προστασία και η κυβέρνησις της οικουμένης, τους αποκρινόμεθα, ότι ψεύδονται…..» (σελ. 437). «….. Αλλά, καθώς είπομεν, όχι μόνον τα δόγματα της ευσεβούς πίστεως, αλλά και τας παραδόσεις και τάξεις της Εκκλησίας ανέτρεψαν και διέφθειραν οι κατά πάντακαινοτομούντες Λατίνοι, εναντιούμενοι και τη ευαγγελική διδασκαλία και τοις αποστολικοίς κανόσι και εις τας ιεράς Συνόδους και απλώς ειπείν εις τους Πατέρας της Εκκλησίας και τας εξ αρχής φυλαττομένας παρ’ ημών πάντων των ευσεβών παραδόσεις της Εκκλησίας….. Όθεν και συμβουλεύομεν πατρικώς και πνευματικώς όλους….. να απέχετε μακράν από τας καινοτομίας και τους νεωτερισμούς των Λατίνων, οι οποίοι δεν άφησαν κανένα δόγμα και μυστήριον και παράδοσιν της Εκκλησίας οπού να μην το φθείρουν και να το νοθεύσουν…..» (σελ. 486-487).

ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 1838

Εγκύκλιος κατά των λατινικών καινοτομιών:

«….. Αλλ’ ήδη πάλιν με υπερβάλλουσαν της ψυχής μας λύπην ενωτισθέντες τα κατά Συρίαν, Αίγυπτον και Παλαιστίνην ραδιουργήματα και τα κατά της Ορθοδοξίας επιβουλεύματα των της πλάνης του Παπισμού οπαδών….. και ούτω να προφυλάξωμεν τους αληθώς ευσεβείς από της εωσφορικής πλάνης αυτών και τα γνήσια τέκνα της ανατολικής Εκκλησίας από τας βλασφημίας του Παπισμού. Καθότι η ακόρεστος λύσσα του Παπισμού, η προς απάτην και προσηλιτισμόν τα πάντα μηχανωμένη, αφίησιν απολύτους, κατά πονηρίαν και πάντη ελευθέρους τους αφ’ εκάστης Εκκλησίας τον Παπισμόν εναγκαλιζομένους…..» (Ρωμανίδη Ι. ως ανωτέρω, σελ. 534-535). «….. Διότι ο παρ’ αυτών θεοποιούμενος Πάπας, εν πρώτοις βλασφημών καιρίως κατά της υπερθέου Τριάδος, κακώς πρεσβεύει, ότι το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός «και εκ του Υιού», παρεισάγων ούτω δυο αρχάς εις την άναρχον Θεότητα, όπερ εστίν εναντίον όλως εις το εξ αυτού του ουρανίου στόματος του Κυρίου….. Φρονούσι κακώς περί του πρωτείου και της αναμαρτησίας του Πάπα…..» (537-538). «….. Προς δε τους όπώς ποτε εξολισθήσαντας και εκτραχηλισθέντας εις τον θεοστυγή Κατολικισμόν και εξαπατηθέντας παρά των λαοπλάνων και δολερών αποτείνοντες τον λόγον, συμβουλεύομεν ίνα επιστρέψωσιν εις την πατροπαράδοτον αυτών ευσέβειαν και Ορθοδοξίαν…..» (ως ανωτέρω, σελ. 544).

ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 1848

Καταδίκη της αίρεσης του Παπισμού (σε μετάφραση):

«….. 4. Από αυτές τις εξαπλωμένες σε μεγάλο μέρος της οικουμένης (για λόγους που γνωρίζει ο Κύριος) αιρέσεις, ήταν παλιότερα ο Αρειανισμός, ενώ σήμερα είναι και ο Παπισμός….. 5. Η καινούργια ιδέα, «ότι το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα και από τον Υιό», ενάντια στη ρητή δήλωση του Κυρίου μας….. και ….. ια΄. επειδή υποβλήθηκε στο ανάθεμα, ως καινοτομία και επαύξηση του Συμβόλου, στην ογδόη οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία συγκροτήθηκε για την ειρήνη μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών Εκκλησιών….. Γι’ αυτό….. η ιδέα αυτή φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της αποκλίνουσας διδασκαλίας, τα οποία προκύπτουν από τη φύση και τα γνωρίσματά της. Και επειδή κάθε αποκλίνουσα διδασκαλία, που θίγει το καθολικό φρόνημα περί της Αγίας Τριάδας και της προέλευσης των θείων προσώπων, και μάλιστα την ίδια την ύπαρξη του παναγίου Πνεύματος, είναι και λέγεται αίρεση και εκείνοι που σκέπτονται έτσι είναι και λέγονται αιρετικοί (κατά την απόφαση του αγίου Δαμάσου, Πάπα της Ρώμης, «αν κάποιος σωστά φρονήσει για τον Πατέρα και τον Υιό αλλά εσφαλμένα για το Άγιο Πνεύμα, είναι αιρετικός» (MPL 13. 363), γι’ αυτό η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, ακολουθώντας τα ίχνη των αγίων Πατέρων, ανατολικών και δυτικών, κήρυξε παλιότερα την εποχή των Πατέρων μας και κηρύττει πάλι σήμερα μέσω της Συνόδου, ότι η προαναφερόμενη καινούργια ιδέα, ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, είναι ουσιωδώς αίρεση και οι οπαδοί της οποιοιδήποτε και αν είναι, είναι αιρετικοί, σύμφωνα με την προαναφερόμενη συνοδική απόφαση του αγιότατου Πάπα Δαμάσου και οι συνάξεις τους είναι αιρετικές και κάθε πνευματική και θρησκευτική κοινωνία των Ορθοδόξων τέκνων της Καθολικής Εκκλησίας με αυτούς είναι παράνομη, ιδιαίτερα μάλιστα με την ισχύ του εβδόμου κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου….. 6…… Αύτη η αίρεσιςλαμβάνοντας και επισημότητα στην Εκκλησία, έλαβε ως διακριτικό το όνομαΠαπισμός. ….8. Ακόμη και γι’ αυτό δεν έπαυσε ο Παπισμός να ενοχλεί την ήσυχη Εκκλησία του Θεού, αλλά αποστέλλοντας παντού τους λεγόμενους μισσιονάριους….. Παρ’ όλα αυτά, οι Παπιστές δεν έπαυσαν μέχρι σήμερα ούτε θα παύσουν, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, να επιτίθενται κατά της Ορθοδοξίας….. 16. …. Από αυτό φαντασθήκαμε σε τι απερίγραπτο λαβύρινθο βλάβης και αδιέξοδο κυκεώνα έριξε ο Παπισμός ακόμη και τους πιο συνετούς και ευλαβείς επισκόπους της Ρωμαϊκής Εκκλησίας….. ότι και στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία συνέβη ό,τι γνωρίζει ότι έχει συμβεί και στην Εκκλησία της Ρώμης μετά τον Παπισμό, δηλαδή πλήρης αλλοίωση σε όλα τα μυστήρια από σχολαστική ταχυδακτυλουργία….. 20….. Όλοι λοιπόν οι καινοτόμοι, είτε με αίρεση είτε με σχίσμα ενδύθηκαν με τη θέλησή τους, σύμφωνα με τον ψαλμωδό, «κατάρα για ρούχο», είτε έτυχε να είναι Πάπες είτε Πατριάρχες είτε Κληρικοί είτε Λαϊκοί….. 22…… Ας συναισθανθούμε στις ψυχές μας το αμοιβαίο αίσθημα του πόνου της μητέρας που αγαπά τα παιδιά της και των παιδιών που αγαπούν την μητέρα τους, όταν οι λυκόφρονες άνδρες και ψυχοκάπηλοι προσπαθούν και μεθοδεύουν ή εκείνη να πιάσουν αιχμάλωτη ή αυτά να αρπάξουν σαν αρνιά από τις μητέρες τους.….». Στη Σύνοδο αυτή παρέστησαν οι Πατριάρχες: Κων/πόλεως Άνθιμος ΣΤ΄, Αλεξανδρείας Ιερόθεος Β΄, Αντιοχείας Μεθόδιος και Ιεροσολύμων Κύριλλος Β΄. (Καρμίρη Ι. Τα δογματικά και συμβολικά….. τ. Β΄, σελ. 902-925).

ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 1895

Επιστολή της Συνόδου στον Ρώμης Λέοντα ΙΓ΄:

«….. Η Δυτική Εκκλησία από του δεκάτου αιώνος και εντεύθεν ποικίλας και ξένας και αιρετικάς διδασκαλίας και καινοτομίας παρεισήγαγεν ….. και ούτωαπεσχίσθη και απεμακρύνθη από της αληθινής και Ορθοδόξου Εκκλησίας….. (η οποία) διακαώς επιποθεί την ένωσιν των Εκκλησιών (υπό την προϋπόθεσιν) ο της Ρώμης επίσκοπος (να) αποτινάξη άπαξ δια παντός τον ορμαθόν των….. ευαγγελικών νεωτερισμών, των και προκαλεσάντων την λυπηράν διαίρεσιν των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως και επανέλθη εις το έδαφος των αγίων επτά Οικ. Συνόδων….. Επί τω ιερώ σκοπώ της ενώσεως η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία εστίν ετοίμη αποδέξασθαι ολοψύχως, ει τυχόν παρέφθειρεν ή μη κατέχοι, παν ό,τι προ του ενάτου αιώνος ωμολόγουν ομοφώνως ή τε Ανατολική και ηΔυτική Εκκλησία….(η οποία) διέστρεψεν αυτά δια των ποικίλων νεωτερισμών, τότε και τοις νηπίοις δήλον, ότι η φυσικωτέρα οδός προς την ένωσίν εστιν ηεπάνοδος της Δυτικής Εκκλησίας εις το αρχαίον δογματικόν και διοικητικόν καθεστώς…..» (Ι. Καρμίρη. Τα Δογματικά….. τ. ΙΙ).

10.11.15 

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

“Πάμε κατά κρημνού, θα σωθούμε μόνο αν μετανοήσουμε”



Kατά κρημνού πάμε, αδελφοί μου. Kατά κρημνού η γυναίκα, κατά κρημνού ο άνδρας, κατά κρημνού το παιδί, κατά κρημνού ο παπάς, κατά κρημνού οι λαϊκοί, κατά κρημνού οι δεξιοί, κατά κρημνού οι αριστεροί, κατά κρημνού οι πάντες.

Πως τα κατώρθωσε ο διάβολος, στον εικοστό αιώνα που ζούμε, να κάνει ένα τεράστιο βράχο, χειρότερο από κάθε άλλο, και πάνω σ’ αυτόν δεν έβαλε πλέον ένα άτομο ή μια οικογένεια, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Aν είχαμε καρδιά και φιλότιμο, δεν θα διασκεδάζαμε. Γιατί από ώρα σε ώρα έρχεται το κακό. Δεν είμαι προφήτης ούτε υιός προφήτου· αμαρτωλός άνθρωπος σαν κ’ εσάς είμαι. Aλλά πιστεύω στο Eυαγγέλιο, πιστεύω στην Aποκάλυψη. Kαι βλέπω, ότι από ώρα σε ώρα θα χτυπήσουν οι σειρήνες και θα σημάνουν οι νεκρικές καμπάνες. Mέσα σε μια ώρα θ’ αδειάσει η Aθήνα. Kι όσοι προλάβουν θα πάνε μέσα στα σπήλαια. Aυτή θα είναι η μεγάλη περιπέτεια. Tα άλλα που περάσαμε ήταν κουφέττα.

Ένα βήμα χρειάζεται ακόμα και θα τους δώσει όλους ο διάβολος μια σπρωξιά. K’ εκεί κάτω που θα βρεθούν, δεν θα είναι η φωτιά των Σοδόμων και της Γομόρρας, αλλά ατομικές βόμβες. Aυτές θα κάνουν απέραντη καταστροφή. Λέει μια προφητεία· Θ’ αραιώσει η γη. θα περπατάς εκατό χιλιόμετρα, για να βρεις έναν άνθρωπο, κι αυτός δεν θα είναι ισορροπημένος.
Kατά κρημνού λοιπόν ολόκληρη η ανθρωπότης.
H μια αγέλη των ανθρώπων έχει επί κεφαλής τον Iούδα. H άλλη έχει επί κεφαλής τον φιλόσοφο Eπίκουρο. H άλλη την υπερηφάνεια. Kαι όλες μαζί την καταστροφή.

Ποιός θα μας σώσει; Tο Eυαγγέλιο λέει· θα σωθούμε, μόνο αν μετανοήσουμε. Oλοι μας, μικροί και μεγάλοι, όλων των αποχρώσεων και των ιδεολογιών, να πέσουμε στα πόδια του Eσταυρωμένου και με δάκρυα στα μάτια και με προσευχή να ζητήσουμε το έλεός Tου. Nα πούμε κ’ εμείς σαν το ληστή, το «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ, 23,42). Mόνο η νινευϊτική μετάνοια θα μας σώσει τις τελευταίες αυτές στιγμές.
Διαβάστε τον Σολομώντα. Kαύσατε τα βιβλία του διαβόλου, που γέμισαν τα σπίτια σας. Πουλήστε το πουκάμισό σας για ν’ αγοράσετε την αγία Γραφή.
O προφήτης Σολομών λέει, ότι υπάρχει ένας δρόμος που φαίνεται ευχάριστος στην αρχή. Δεξιά βιολιά, αριστερά λουλούδια, παρακάτω χοροί και διασκεδάσεις. Δρόμος ίσιος, άνετος και ωραίος. Aλλά το τέλος η φρίκη της κολάσεως.

Aδελφοί μου, μη παίρνετε το δρόμο της ατιμίας, της φιλοχρηματίας, της σαρκός. Oχι, μη απατάσθε, μη παίρνετε το δρόμο του διαβόλου. Oσα καλά και αν σας τάξει, το τέλος είναι συμφορά και κόλαση.
Aδέλφια μου, πάρτε το δρόμο το στενό, τον ανηφορικό, το δρόμο του Γολγοθά, το δρόμο που βάδισε ο Xριστός, το δρόμο της πενίας και του καθήκοντος, για να οδηγηθείτε με ασφάλεια στην αγκαλιά του Θεού, «όπου ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως· Kύριε, δόξα σοι».

† O Φλωρίνης, Πρεσπών & Eορδαίας
Aυγουστίνος – Aθήναι 1961

Ο Οικουμενισμός τσάκισε το Ορθόδοξο Ομολογιακό φρόνημα!



Σε καιρούς διωγμού και κατατρεγμού και μαρτυρίου και θανάτου οφείλουμε να ομολογούμε και να υπερασπιζόμαστε αυτά που αγαπάμε. Την πίστη μας οφείλουμε να ομολογούμε και να διακηρύττουμε με σθένος. 
Παρακολουθώ πoλλές φορές έκπληκτος το ιδεολογικὸ πάθος, την προσπάθεια να κατακρημνίσουμε όσα μας στήριξαν μέσα στους αιώνες, τον χλευασμό και την ειρωνεία και την ισοπεδωτικὴ απλούστευση των πάντων. Τον διωγμό και κατατρεγμό της Εκκλησίας. Έτσι απροκάλυπτα επιχειρείται η διαγραφή της μνήμης, η διαστροφὴ και αντιστροφή της αλήθειας, στο όνομα ενὸς αχαλίνωτου προοδευτισμού και ενὸς δυτικότροπου, ιδεολογικού ορθολογισμού. Κι όλοι εμείς παρακολουθούμε αμήχανοι κι άλλοι 
πολλοί συνεργούντες σ’ αυτό το μένος του ευτελισμού της ζωής μας, μέσα από ασχημονούντες εν πολλοίς, που προκαλούν συγχρόνως τόσο το δημόσιο αίσθημα όσο και την ιστορία, επιχειρούντες στην ουσία να υπονομεύσουν και διαλύσουν το Ορθόδοξο εν Χριστώ φρόνημα.
Μέσα στην ταραχή ζούμε και στη σύγχυση, μέσα σ’ ένα αίσθημα πως όλα ολισθαίνουν προς το κακό, με την παιδεία μας να έχει οδηγηθεί εκεί που την οδηγήσαμε, με τα ανεξάντλητα πάθη μας, με την εξαθλίωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με τη λεηλατημένη προ πολλού γλώσσα και άλλα πολλά. Κι όλοι εμείς εν σιωπή, όταν όλοι οι άλλοι φωνασκούν και διακηρύττουν το τέλος όσων αγαπήσαμε, με την πατρίδα μας να έχει καταστεί προ πολλού «το μέγα και απέραντον ερείπιον», για να θυμηθούμε και τον νεομάρτυρα του Χριστού Ιωάννη Καποδίστρια.
Κι όμως θα πρέπει να θυμόμαστε και εκείνο του αποστόλου Παύλου «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις, ίνα ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτῳ, ούτω και η χάρις βασιλεύση διά δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ. 5, 20-21). Μέσα στη χάρη του Πνεύματος Αγίου τελεί η άκτιστος Εκκλησία του Χριστού, ως τόπος μυστικός αγιασμού και σωτηρίας. Διά τούτο οφείλουμε να ομολογούμε Χριστὸν Εσταυρωμένο, «την πρώτη και υστερνή μας αγάπη», όπως έλεγε ο άγιος Πορφύριος.
Και σκέφτομαι και πάλι εκείνο το παράπονο τού Παπαδιαμάντη: «Εκ της παρούσης ημών γενεάς τίς ἠμύνθη περί πάτρης; Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαίπωρου ωρφανισμένου Γένους, του “στειρεύοντος και ητεκνωμένου δεινώς σήμερον”; … Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείροντος τὸ φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το ἔθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας. Τίς ημύνθη περί πάτρης;» («Οιωνός», Άπαντα, Ε΄, σσ. 253-254).
Καιρός, λοιπόν, ομολογίας. Ομολογίας πρωτίστως Χριστού. Και υπεράσπισης της πατρίδος ημών. Μακράν των αστόργων πολλές φορές πολιτικών, και όλων εκείνων που διαφθείρουν το φρόνημα και εκφυλίζουν το έθνος, όπως έγραφε ο κυρ Αλέξανδρος το 1896. Την Ελληνική εν Χριστώ Ιησού Ορθόδοξη πατρίδα μας οφείλουμε να αγαπήσουμε. Τον έρωτά μας να καταθέτουμε, όπως έκαναν οι μάρτυρες και οι ήρωές μας μέσα στους αιώνες. Εν καρτερία και υπομονή, αλλά και με παρρησία.
Οι άγριοι αυτοί καιροὶ επιβάλλουν την δημόσια ομολογία. Δεν είναι τυχαίο που στην Ευχαριστιακή Σύναξη, αμέσως μετά την επίκληση του Παναγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, η σκέψη μας και η αναφορά μας εγγίζει όσους υπηρέτησαν το έργο της «θείας οικονομίας»: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων, Kηρύκων, Eυαγγελιστών, Mαρτύρων, Ομολογητών, Εγκρατευτών, και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου».

Καιρός, λοιπόν, ομολογίας. Που είναι πρωτίστως και εξόχως ομολογία Χριστού. Αυτό εξάλλου υπέδειξε και ο Κύριος στους μαθητές Του και σε όλους μας: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ᾿ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10, 32-33)
Ομολογούντες, λοιπόν, Χριστόν Εσταυρωμένον θα εισέλθουμε στον τόπο της χαράς και της σωτηρίας και της Χάριτος και ευλογίας.

Γράφει ο Νίκος Ορφανίδης

Η ΕΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΙ



Η Ευρώπη είναι αίρεση.
Η χριστιανική αίρεση είναι χειρότερη από την ειδωλολατρία.
Επειδή η εμπειρία επιβεβαίωσε πως είναι πιο εύκολο να πάρουμε με το μέρος του Χριστού τους ειδωλολάτρες παρά τους αιρετικούς.
Μέχρι τη στιγμή που εμείς θα ονομαζόμαστε Ορθόδοξοι δεν είναι καλό να έχουμε τους αιρετικούς για παράδειγμα.
Η αποστολή των ορθόδοξων λαών δεν είναι να τρέμουν μπροστά στους αιρετικούς λαούς, αλλά αποστολή τους είναι να τους φέρουν στο σωστό δρόμο.
Στην εποχή μας αποσυντίθεται και σαπίζει ό,τι είναι αιρετικό.
Ας ξεσηκωθούν οι ορθόδοξοι λαοί και ας παίξουν δυνατά τις σάλπιγγες στους αιρετικούς για να επιστρέψουν στην αλήθεια και στην τιμιότητα. 
Αυτό είναι το αποστολικό έργο του καιρού μας.
Αν θα το κάνουμε αυτό, θα μας ευλογήσει ο Χριστός, ο Θεός μας, στον οποίο ας είναι η δόξα, εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΕΠΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ 1956
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ


Εάν είχαμε λίγη συναίσθηση το ποιοι είμαστε και για που προοριζόμασταν…

Ενθυμούμενοι τα λόγια του ίδιου του Κυρίου 
που μας προτρέπει:

«Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε· κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» ζητούμε από τους Αγίου μας, οι οποίοι έχουνε παρρησία στον Θεό να μεσιτεύσουν και για εμάς. Να κάνουνε κάποιο θαύμα, να μας απαλύνουνε τον πόνο, να μας θεραπεύσουν.

Οι πιο πολλοί από εμάς ζητούμε θαύμα. Ένα σημείο με το οποίο θα δούμε την ίαση του σώματος, του δικού μας ή κάποιου αγαπημένου μας προσώπου. Ζητούμε θαύμα ώστε η επίγεια ζωή μας να συνεχιστεί χωρίς πόνο, χωρίς αρρώστια, χωρίς σταυρό.

Ζητούμε κάτι το οποίο εάν μας δοθεί μπορεί τώρα να μας βγάλει από τον πόνο και την αγωνία αλλά τελικά μπορεί να «εμποδίσει» την σωτηρία μας. Ζητούμε κάτι το οποίο όσο σημαντικό κι αν είναι τώρα να απαλλαγούμε από αυτό ίσως για το «μετά» αποβεί αυτή η εμμονή μας μοιραία. Ποιο μετά; Το μετά του θανάτου.

Διότι ακόμα και εμείς που είμαστε υγιείς σίγουρα θα πεθάνουμε. Και δεν το λέγω αυτό ώστε να παραιτηθούμε από την ζωή. Και να περιμένουμε με σταυρωμένα χέρια τον θάνατο. Αντιθέτως. Η συναίσθηση ότι αυτή η ζωή είναι παροδική και εφήμερη θα μας κάνει να την εκτιμήσουμε όπως πρέπει. Θα μας κάνει να δούμε την ζωή μας στην πραγματική της διάσταση. Στο ότι δηλαδή, ζούμε όχι απλά για να πεθάνουμε. Δεν ερχόμαστε σ’αυτήν την ζωή και για πονάμε και να υποφέρουμε. Ζούμε ώστε να φτάσουμε στην Αγάπη με κάθε κόστος. Να την κατακτήσουμε και να κατακτηθούμε από αυτήν. Γεννιόμαστε άνθρωποι με σκοπό την Θεανθρωπία, την Αγιότητα.

Ίσως πονούμε λοιπόν. Πονούμε πολύ. Και θέλουμε πάσι θυσία να ξεμπερδέψουμε από τον πόνο αυτό. Όμως ας σκεφτούμε λίγο αδελφοί μου. Ας σκεφτούμε εάν ο πόνος αυτός, ο σταυρός αυτός που κουβαλούμε σήμερα όποια μορφή κι αν έχει, μας έχει ωφελήσει ή όχι.

Μας έφερε πιο κοντά στον Θεό; Μας έκανε να ζούμε με μετάνοια, με προσευχή, με μυστηριακή ζωή; Εάν ναι, τότε η δοκιμασία αυτή, τότε ο πόνος αυτός είναι τελικά ο μέγας ευεργέτης μας, είναι αυτός ο οποίος μας απάλλαξε από την αμετανοησία, την αδιαφορία και την άνομη ζωή που πιθανότατα είχαμε όταν ήμασταν υγιείς. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος της ζωή μας. Είναι ο πιο σπουδαίος μας φίλος.

Δηλαδή, θα ρωτήσει κάποιος, να μην ζητώ από τον Θεό, από τον Άγιο Λουκά να γίνω καλά;

Δεν θα απαντήσω εγώ. Θα απαντήσει ο ίδιος ο Χριστός: «Ζητείται πρώτον την Βασιλεία του Θεού και πάντα ταύτα προστεθίσεται ημίν».

Να ζητάμε λοιπόν από τον Θεό, ομως πρώτα, πάνω απ΄όλα να ζητούμε την Βασιλεία Του.

Ποιος όμως από εμάς ζητά πάνω απ’όλα την σωτηρία του και όχι την υγεία του σώματός του;

Ποιος από εμάς τολμά να πει: Κύριε, σώσε με. Κύριε σώσε με ότι κι αν μου στοιχίσει;

Είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε τον σταυρό μας; Να βάλουμε το εγώ μας πάνω στον σταυρό όποια μορφή κι αν έχει αυτός… Του πόνου, της απόρριψης, της προδοσίας, της πικρής καθημερινότητας;

Ποιοι είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε τον σταυρό μας ως μέσο καθαγιασμού;

Ποιοι είμαστε έτοιμοι να μιμηθούμε όλους αυτούς τους Αγίους που λέμε ότι αγαπάμε και τιμούμε; Για να δούμε τα συναξάρια τους. Την ιστορία του καθενός. Όλοι τους, σήκωσαν τον σταυρό τους. Κάνανε την εξορία, σπίτι τους, κάνανε τον πόνο τους, χαρά τους, κάνανε τις πληγές τους από τα μαρτύρια τα τρόπαιά τους, κάνανε τον θάνατό τους, ένα πανηγύρι.

Εάν ο νούς μας αδελφοί μου σταματά μόνο σ’αυτήν την ζωή, ίσως είναι δικαιολογημένη ακόμα και η απελπισία μας όταν μία δοκιμασία έρχεται απρόσμενα στην προγραμματισμένη μας ζωή. Όμως ο άνθρωπος θα πρέπει να ξεπερνά αυτή την ζωή, να μην μένει σ’αυτή την πεπερασμένη κατάσταση. Γιατί; Διότι ο άνθρωπος, η ύπαρξή μας πλέον λόγο του Χριστού ξεπερνά αυτήν την ζωή. Ξεπερνά τον θάνατο και την φθορά, ξεπερνά το τώρα και χάνεται στο άπειρο του Θεού.

Γι’αυτό και ο άνθρωπος που δεν βλέπει το τέλος στον θάνατο, ελπίζει. Ελπίζει όχι στην αποκατάσταση αυτής της ζωής, ή στην καλυτέρευση της κατάστασής του, δεν ελπίζει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ…αλλά ελπίζει στο «μετά» του θανάτου. Εκεί βρίσκεται η πηγή της ελπίδος του. Εκεί αναζητά την λύτρωσή του. Στον Χριστό. Όχι σ’ έναν Χριστό που θα φέρει εφήμερη χαρά, φθαρτά αγαθά, μία επίγεια ανταμοιβή για την αφοσίωσή μας ή μία επίγεια δικαιοσύνη (που κάποιοι λανθασμένα επικαλούνται) για τις αδικίες που έχουν υποστεί από τους άλλους. Λέγοντας, θα το βρεις από τον Θεό κτλ. Λες και ο Θεός είναι σαν και εμάς εμπαθείς, υποχείριο των μικροτήτων μας.

Όχι. Δεν θα πρέπει να ελπίζει ο χριστιανός σε θεϊκά ρουσφέτια, σ’έναν Θεό που θα ικανοποιεί τις δικές του ιδιοτροπίες, τα δικά του «θέλω».

Ο άνθρωπος εάν καταλάβει ότι είναι αιώνιος θα πάψει να γογγύζει, θα πάψει να διαμαρτύρεται. Υπομένει γιατί ξέρει καλά ότι όλα αυτά κάποτε θα περάσουν. Ξέρει καλά ότι όλα κάποτε θα τελειώσουν. Και εκεί στο τέλος, μάλλον σ’αυτό που θεωρεί τέλος ο κόσμος, δηλαδή τον θάνατο, θα αρχίσει η αιωνιότητα.

Εάν είχαμε λίγη συναίσθηση το ποιοι είμαστε και για που προοριζόμασταν θα παύαμε τα «γιατί θεέ μου σε μένα», «έως πότε», «φτάνει πια»!

Αλλά θα λέγαμε αυτό που είπε μία κοπέλα που οι γιατροί πλέον τις είχαν δώσει μερικές μέρες ζωής.

Θέλω να ζήσω, είπε στον ιερέα που ζήτησε να δει. Αλλά δεν ήλθα εδώ πάτερ για να μου το επιβεβαιώσετε. Δεν ήλθα εδώ για να μου υποσχεθείτε κάποιο θαύμα ότι όλα θα περάσουν και θα γίνω καλά.

Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο. Ο ιερέας λοιπόν σαστισμένος την ρώτησε: Καλά μέσα στη δοκιμασία σου, δεν ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;» -Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, είπε η κοπέλα αυτή. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι και σε εμένα; Και περιμένω πλέον όχι τον θάνατό μου· προσδοκώ τον φωτισμό μου».

Δεν είναι το μείζον να ζήσουμε.Το μείζον είναι να ζήσουμε με τον Χριστό, δια του Χριστού. Και αυτό μας καλούν με το παράδειγμά τους οι Άγιοι. Να ζήσουμε μέσα στο Κάλλος μιας αιωνιότητας που μας προσφέρεται από τώρα. Αρκεί να ζήσουμε αυτήν την ζωή χριστομίμητα.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Στην μέλλουσα κρίση θα κριθούν εκείνοι που δεν υπάκουσαν στο Λόγο του Θεού



Και θα είναι ανεκτότερη η γη των Σοδόμων και της Γομόρας από ό, τι η ημέρα της κρίσεως για αυτούς (Ματθ. 10,14-15), Πρόσεξε! Στην τελική κρίση θα σου ζητηθεί λόγος για το τι έκανες με τους λόγους τον Θεού, για το αν τους υπάκουσες και υιοθέτησες, αν χαιρόσουν ή ντρεπόσουν γι’αυτούς. Αν ντρεπόσουν γι’ αυτούς, και ο Θεός θα ντραπεί για σένα «όταν έλθει εν τη δόξη του Πατρός Αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Μαρκ. 8,38). 
Λίγες είναι οι λέξεις των ανθρώπων που δεν είναι έρημες και κενές, γι’ αυτό και είναι λίγες εκείνες για τις οποίες δεν θα κριθούμε (Ματθ. 12,36).

Για να αποφύγει αυτό ο άνθρωπος πρέπει να μελετήσει και να μάθει τα λόγια του Θεού από την αγία Γραφή, να τα οικειοποιηθεί. 
Γιατί γι’ αυτό το λόγο ο Θεός τα ανακοίνωσε στους ανθρώπους, για να τα κάνουν κτήμα τους και μέσω αυτών να κάνουν δική τους και την ίδια την Αλήθεια του Θεού.
Σε κάθε λόγο του Σωτηρος υπάρχει περισσότερη αιωνιότητα και αφθαρσία, απ’ ό,τι σ’ολόκληρο τον ουρανό και σ’ ολόκληρη τη γη με ολόκληρη την ιστορία τους. Γι ’αυτό ο Κύριος είπε: «…Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν» (Ματθ. 24,35). Αυτό σημαίνει ότι στους λόγους του Σωτήρος υπάρχει ο Θεός και κάθε τι θεϊκό, γι ’αυτό δε θα παρέλθουν. Ο άνθρωπος που τους οικειοποιείται γίνεται πιο άφθαρτος από τον ουρανό και τη γη, γιατί μέσα σ’αυτούς υπάρχει μία δύναμη που κάνει τον άνθρωπο αθάνατο και αιώνιο. Η εκμάθηση των λόγων του Θεού και η εκπλήρωσή τους κάνει τον άνθρωπο-συγγενή του Κυρίου. 
Αυτός ο Ίδιος το δήλωσε όταν είπε: «…Μήτηρ μου και αδελφή μου ουτοι εισίν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες» (Λουκ. 8,21). Τούτο σημαίνει: Ακούς, διαβάζεις τον λόγο του Θεού; Είσαι κατά το ήμισυ αδελφός του Χριστού. Τον εκτελείς; Είσαι ολόκληρος αδελφός του Θεού. Και αυτό είναι χαρά και προνόμιο μεγαλύτερο και από τα αγγελικά προνόμια. Με την μελέτη της Αγίας Γραφής η ψυχή ξεχειλίζει από μία μακαριότητα που δεν μοιάζει με τίποτα το γήινο. Ο Σωτήρας αυτήν εννοούσε όταν είπε: «…Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγο του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11,28).