.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἀνάγκη ἐπιστροφῆς εἰς τὸν Θεόν



ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἔχουν κάνει ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀρνοῦνται τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀκολουθοῦν πιστά τά ὅσα τούς ὑπαγορεύει ὁ διάβολος. Καυχῶνται γιά τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό τήν ἠθική καί ἱκανοποιοῦν τά ἁμαρτωλά τουςπάθη. Εἶναι φιλήδονοι, φιλόδοξοι καί φιλάργυροι. Ἀδικοῦν, ἁρπάζουν καί βιαιοπραγοῦν.Μέ τόν τρόπο αὐτό νομίζουν ὅτι θά διαμορφώσουν τήν ἰδανική κοινωνία!Ξεχνοῦνὡστόσο ὅτι ὁ Θεός μέ ποικίλους τρόπους παρεμβαίνει καί ἀνακόπτει τήν καταστροφική πορεία τους. Ἰδιαίτερα ὅταν ξεπερνοῦν ἀναιδῶς τά ὅρια ἀνοχῆς του. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἐπώδυνη δυστυχία. Ὅμως αὐτό δέν τό συνειδητοποιοῦν. Ἐξηγοῦν τίς παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέ τή δική τους κοντόφθαλμη σκέψη, ἡ ὁποία εἶναι παράλογη.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς περιγράφει τήν θλιβερή κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία μας μέ ἕνα παράδειγμα: «Οἱ λαοί στήν ἐποχή μας ἔβαλαν τό Χριστό, τόΘεό, στήν τελευταία θέση τοῦ δείπνου αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τόν ἄφησαν σάν κακόμοιρο, γιά νά βάλουν στίς πρῶτες θέσεις τοῦ τραπεζιοῦ τούς δικούς τους “μεγάλους” ἀνθρώπους, τούςπολιτικούς, τούς λογοτέχνες, τούςφιλοσόφους, τούς παραμυθάδες, τούς οἰκονομολόγους, ἀκόμη καί τούς τουρίστες καί ἀθλητές. Ὅλα τά βλέμματα αὐτῶν τῶν λαῶν στράφηκαν σ᾿ αὐτούς τούς φαινομενικά μεγαλειώδεις καί μοντέρνους θεούς, ἐνῶστόν ἀναστημένο Χριστό ἔδωσαν πολύ λίγη σημασία. Τότε καταστράφηκαν πολλοί λαοί τῆς γῆς μπροστά στά μάτια μας.Ὄχι μόνο ὅλες οἱ εἰδωλολατρικές ἀνθρώπινες μεγαλειότητες ἔσβησαν, ἀλλά καί κανείς δέν σκέφθηκε πλέον νά τίς λατρέψει» (Μέσα ἀπό τό παράθυρο τῆς φυλακῆς. Μηνύματα στό λαό, Θεσ/νίκη 2012, σελ. 61-62).
Εἶναι ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι νά ἐπιστρέψουν στόΘεό, ἀρνούμενοι κάθε δεσμό μέ τό διάβολο. Νά ἀποκτήσουν προορισμό, νά ἔχουν πνευματική ζωή καί νά ἐργάζονται, τό κατά δύναμη ὁ καθένας, γιά τό κοινό καλό. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ζωή τους θά πάρει ἀξία καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ξεπερνᾶνε κάθε πειρασμό καί δυσκολία. Χωρίς τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στό Θεό, εἶναι μάταιο νά ἐλπίζει κανείς ὅτι ἡ κοινωνία θά ἀλλάξει καί ἡ δυστυχία θά περιοριστεῖ ἤ καί θά ἐξαλειφθεῖ. Τό ἔργο τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦν νά τό ἀντικαταστήσουν οἱ πολιτικές ἐπιλογές καί οἱ κοινωνιολογικές ἀναλύσεις τῶν ἐπιστημόνων. Οὔτε φυσικά ἡ λεγόμενη τέχνη καί ὁ πολιτισμός μποροῦν νά συμβάλουν θετικά καί νά ἄρουν τίς αἰτίες τῆς κακοδαιμονίας καί ἀναταραχῆς πού παρατηροῦνται στίς κοινωνίες τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων. Ὅμως ὁ λαός βρίσκεται σέ πλήρη σύγχυση καί ἡ καθημερινή παραπληροφόρηση ἐπιδεινώνει τήν τραγική κατάσταση, γεγονός θλιβερό, γιατί τό σκοτάδι γίνεται πυκνότερο καί τό φῶς μειώνεται ἀνησυχητικά. Ἡ ἐλπίδα πιά γιά βελτίωση τῆς κοινωνίας εἶναι ἀνύπαρκτη, ἐκτός καί ἄν ὁ Θεός βάλει τό χέρι του καί ἀνατρέψει τά σχέδια τῶν ἀνθρώπων, πού ἐν ἐπιγνώσει ὑπηρετοῦν τό διάβολο.

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ορθόδοξος Τύπος, 18/12/2015

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ



Καθώς ο ένας χρόνος διαδέχεται τον άλλον σας μιλούσα για την νέα χρονιά που ερχόταν παρομοιάζοντάς την με μια πεδιάδα που, ακηλίδωτη, αγνή, είναι σκεπασμένη από χιόνι, και ζητούσα να δώσετε προσοχή στο γεγονός ότι πρέπει να βαδίζουμε με υπευθυνότητα εκεί που απλώνεται το λευκό τοπίο που είναι ακόμα παρθένο, επειδή σύμφωνα με τον τρόπο που βαδίζουμε, θα υπάρχει μια οδός που θα το διασχίζει, όταν ακολουθούμε το θέλημα του Θεού, η βήματα πλανεμένα που μοναχά θα λερώνουν την λευκότητα του χιονιού.
Αλλά ένα πράγμα δεν μπορούμε, ούτε πρέπει να ξεχάσουμε τούτη τη χρονιά περισσότερο από τις προηγούμενες φορές, είναι ότι υπάρχει σκοτάδι που περιβάλλει, καλύπτει τούτη τη λευκότητα και αυτό το άγνωστο τοπίο, όπως ένας τρούλος, ένα σκοτάδι με λίγα η πολλά αστέρια, πλην όμως ένα σκοτάδι θολό, επικίνδυνο και τρομακτικό.
Βγαίνουμε από μία χρονιά, όπου όλοι μας έχουμε αντιληφθεί το σκοτάδι όπου είναι ακόμαδιαδεδομένη η βία και η σκληρότητα.
Πως θα συναντήσουμε τη νέα χρονιά;
Θα ήταν αφελές και πολύ αντιχριστιανικό, να ζητήσουμε από τον Θεό να μας προστατέψει, να κάνει τη γη έναν παράδεισο ειρήνης, ενώ γύρω μας δεν υπάρχει ειρήνη.
Υπάρχει διαμάχη, ένταση, αποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δεν μπορούμε να ζητάμε για μας ειρήνη, όταν αυτή η ειρήνη δεν μπορεί να απλωθεί πέρα από την Εκκλησία, όταν δεν έρχεται σαν ακτίνες φωτός να διαλύσουν το σκοτάδι.
Ένας πνευματικός συγγραφέας της Δύσης είχε γράψει ότι ο Χριστιανός είναι αυτός στον οποίο ο Θεός έχει εμπιστευθεί την ευθύνη όλων των άλλων ανθρώπων και αυτήν την ευθύνη πρέπει να προετοιμαστούμε να φέρουμε εις πέρας.
Σε λίγο θα ικετεύσουμε τον Θεό για την άγνωστη νέα χρονιά και το σκοτάδι που την καλύπτει, με την μεγαλύτερη ευχή που προφέρεται στις λειτουργικές ακολουθίες, «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» ας είναι ευλογημένη η βασιλεία του Θεού.
Τούτα τα λόγια προφέρονται σπάνια: στην αρχή της λειτουργίας, σαν ευχή για τον νέο χρόνο και σε στιγμές όπου ενώνεται χρόνος και αιωνιότητα, όταν με τα μάτια της πίστης μπορούμε να δούμε την αιωνιότητα συνυφασμένη με τον χρόνο.
Ο χριστιανός είναι ο μόνος που πρέπει να είναι ικανός να βλέπει την ιστορία, όπως την βλέπει ο Θεός, σαν ένα μυστήριο της σωτηρίας, αλλά επίσης σαν μια τραγωδία της ανθρώπινης αμαρτίας και πτώσης. Καί σε σχέση με αυτά τα τελευταία, πρέπει να πάρουμε θέση.
Ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο: «Όταν ακούσετε ότι γίνονται πόλεμοι η φήμες που μιλούν για πολέμους, μην πανικοβληθήτε»· σηκώστε ψηλά τα κεφάλια, δεν υπάρχει χώρος στην καρδιά και την ζωή του Χριστιανού για διστακτικότητα, δειλία και φόβο, που είναι όλα γεννήματα του εγωισμού, της μέριμνας για τον εαυτό μας, ακόμα και αν αυτή η μέριμνα αγγίζει αυτούς που αγαπάμε.
Ο Θεός είναι Θεός της ιστορίας, αλλά πρέπει να γίνουμε συνεργάτες Του και μας στέλνει σ’ αυτόν τον κόσμο που είναι δικός Του για να μεταβάλλει την παράφωνη Πολιτεία των ανθρώπων σε αρμονία που θα ονομάζεται Πολιτεία του Θεού.
Στον σημερινό κόσμο, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δικαστούμε και έτοιμοι να υπομείνουμε, ίσως με το φόβο στην καρδιά μήπως χάσουμε την πίστη μας, αλλά θα πρέπει να μείνουμε ακλόνητοι στην υπηρεσία του Θεού και των ανθρώπων. Καί όταν κοιτάξουμε πίσω την προηγούμενη χρονιά, τα λόγια της λιτανείας μας χτυπούν και μας κατηγορούν. Ζητάμε από τον Θεό να μας συγχωρέσει όσα έχουμε κάνει η όσα έμειναν ατέλειωτα την χρονιά που πέρασε. Ισχυριζόμαστε ότι είμαστε Ορθόδοξοι· είμαστε Ορθόδοξοι δεν σημαίνει μόνο να ομολογούμε το Ευαγγέλιο στην ολότητά του και να το διακηρύττουμε στην αγνότητά του, αλλά συνίσταται, ακόμα περισσότερο από αυτό, στο να ζούμε σύμφωνα με αυτό. Καί γνωρίζουμε ότι ο Χριστός εν συμβιβάζεται με τίποτα παρά με το μεγαλείο του ανθρώπου και το μήνυμα της αγάπης και της λατρείας.
Μπορούμε πράγματι να μετανοήσουμε επειδή ποιός θα έλεγε, βλέποντάς μας, καθώς έλεγαν οι άνθρωποι για τους πρώτους Χριστιανούς, «Δείτε πως αγαπούν ο ένας τον άλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θα έλεγε ότι κατέχουμε το νόημα της ζωής, της αγάπης που μας πηγαίνει πέρα από κάθε σύγκριση, που προκαλεί τον καθένα να αναρωτηθεί από που προέρχεται αυτό; Ποιός τους το έδωσε; Πως μπορούν να υπομείνουν την δοκιμασία; Καί αν θέλουμε τούτη τη χρονιά να γίνουμε άξιοι του Θεού, της Χριστιανικής μας κλήσης, του αγίου ονόματος της Ορθοδοξίας, πρέπει χωριστά και σαν ένα σώμα να γίνουμε για όλους, για το κάθε πρόσωπο που ίσως να μας χρειάζεται, ένα όραμα για το τι μπορεί να είναι ο άνθρωπος και για το τι μια κοινότητα ανθρώπων μπορεί να είναι κάτω από τον Χάρη του Θεού.
Ας προσευχηθούμε για συγχώρεση, εμείς που είμαστε μέχρι τώρα μακρυά από την κλήση μας, ας προσευχηθούμε να μας δίνει ο Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση να δικαιώσουμε τον εαυτό μας, να σηκώσουμε τον σταυρό μας, να ακολουθήσουμε τα βήματα του Χριστού εκεί όπου μας καλεί.
Ας ξεκινήσουμε την Νέα Χρονιά με κουράγιο. Αμήν.

Μητροπολίτης Σουρόζ, Anthony Bloom

Ο Mέγας Bασίλειος κι’ ο Παραμορφωμένος Xριστιανισμός



Θέλω να μιλήσω για τον άγιο Bασίλειο, αλλά να μην πω τα συνηθισμένα που λένε όσοι γράφουνε γι' αυτόν τον αληθινά Mέγαν άγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, που δεν τους ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου η αγιότητά του κ' η κατά Θεόν σοφία του, αλλά η "θύραθεν" σοφία του, η γνώση που είχε στα ελληνικά γράμματα, στη ρητορική και στάλλα εφήμερα και εξωτερικά στολίδια αυτής της βαθειάς ψυχής, λησμονώντας τι γράφει ο απόστολος Παύλος για την κοσμική σοφία, που τη λέγει "μωρίαν παρά τω Θεώ".
Για τους τέτοιους, η φιλοσοφία είναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο από τη θρησκεία κι' ας θέλουνε να το κρύψουνε, η επιστήμη πιο πειστική από την πίστη, η αρχαιότης πιο σπουδαίο οικόσημο από τον Xριστιανισμό. Γι' αυτό, όλα τα μετράνε μ' αυτά τα μέτρα. H αξία των αγίων Πατέρων δεν έγκειται στην αγιότητά τους, αλλά στο κατά πόσον είναι δεινοί ρήτορες, δεινοί συζητηταί, δυνατοί στο μυαλό, μ' ένα σύντομον λόγο, κατά πόσον έχουνε όσα εκτιμούσε και εκτιμά η αμαρτωλή ανθρωπότητα κι' όσα είναι ή περιττά για το χριστιανό, ή βλαβερά, κατά το Eυαγγέλιο. Mα δεν πάει να λέγη το Eυαγγέλιο! Aυτοί οι διδάσκαλοι του λαού δεν ρωτάνε τίποτα, αυτοί τραβάνε το χαβά τους. Tον Παύλο, που είχε πη χίλιες φορές και κατά χίλιους τρόπους πως η γλωσσική επιτηδειότητα δηλ. η ρητορεία, είναι ψεύτικη και δεν τη θέλει ο Xριστός, αυτοί, σώνει και καλά, με το ζόρι, τον ανακηρύξανε "μέγαν ρήτορα", αυτόν που είπε λ.χ. "ου γαρ απέστειλέ με ο Xριστός βαπτίζειν, αλλ' ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Xριστού", και που γράφει στους Kολοσσαείς: "Bλέπετε (προσέξετε) μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν". Aυτοί όμως που εξηγούνε στο λαό την Aγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι' αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι "κενή απάτη", τον ανακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον "κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν". Θέλουνε να τον κάνουνε "εφάμιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα", ώστε να έχη κι' ο Xριστιανισμός κάποιους μεγάλους νόας κι' όχι μοναχά τους πτωχούς τω πνεύματι, τα φτωχαδάκια, τους αγράμματους Aποστόλους, τους απλοϊκούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους μάρτυρες και αγίους. Tους τέτοιους ψευτοχριστιανούς τούς τρώγει η περηφάνια, η κοσμική ματαιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος "εική φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών", και "εν σαρκί όντες" και τα σαρκικά τιμώντες, θέλουν "Θεώ αρέσει". Tον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο "παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν" δηλ. "ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αμαρτία", με τη μικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα μέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι' αυτά είναι οι πιο μεγάλοι τίτλοι που μπορούνε να φαντασθούνε. Mε πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν μπορούσε να τους πη αυτά τα πράγματα κανένα στόμα, παρεκτός από τον Παύλο, και όμως δεν πήρανε χαμπάρι οι καινούριοι γραμματείς. Aς είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι. Άκουσε πώς μιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: "Eπειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Eπειδή και Iουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Xριστόν εσταυρωμένον, Iουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν...". Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Eυαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη μεμωραμένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Xριστού μωρία.
Δείχνω μεγάλη επιμονή σ' αυτό το ζήτημα, γιατί αυτοί που θέλουνε να νοθέψουνε το κατακάθαρο νερό του Eυαγγελίου, "το ύδωρ το ζων το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον", με τα βαλτόνερα της γνώσης και της αρχαίας φιλοσοφίας που πίνανε κείνον τον καιρό οι ταλαίπωροι άνθρωποι, "οι μη έχοντες ελπίδα", χωρίς να ξεδιψάσουνε, αυτοί λοιπόν οι τυφλοί οδηγοί στραβώνουνε τον κόσμο, και γίνουνται αιτία με τις θεωρίες τους να πέφτουνε οι νέοι στην απιστία, γιατί ψυχές που θρέφονται με την "κενή απάτη", πού θα καταντήσουνε παρά στην απιστία, ομολογημένη ή ανομολόγητη;
Όλα αυτά προέρχονται από τον παραμορφωμένο Xριστιανισμό που μαθαίνουν όσοι δασκαλεύονται στα πανεπιστήμια της Δύσης, που είναι η πατρίδα του ορθολογισμού και του ουμανισμού, κ' ύστερα τον φέρνουνε αυτό τον ορθολογιστικό Xριστιανισμό σ' εμάς. Γιατί έχουμε την κατάρα να μαθαίνουνε όλα τα δικά μας από τους ξένους, ακόμα και την αρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στον Παύλο, για να πάρω απ' αυτόν κι' άλλα θεόπνευστα λόγια που βγάζουνε ψεύτες αυτούς τους φραγκοσπουδασμένους ουμανίστες ψευτοχριστιανούς. Kαι παίρνω όλο λόγια του Παύλου, γιατί σ' αυτόν τον άγιο φανερώνουνε την περισσότερη εκτίμησή τους, επειδή, με τα μέτρα που τον κρίνουνε, βρίσκουνε σ' αυτόν περισσότερη εγκόσμια γνώση, κοινωνική δραστηριότητα, ρητορική δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογική cξύτητα, κι' ένα σωρό άλλα τέτοια που τα εκτιμούνε πολύ, χωρίς να μπορούνε να δούνε οι θεότυφλοι πως ο Παύλος είναι ο μεγαλύτερος και σφοδρότερος εχθρός και κατακριτής της στραβής αντίληψης που έχουνε για τη χριστιανική θρησκεία.
Γράφει λοιπόν ο θεόγλωσσος Παύλος και ρωτά: "Πού σοφός; Πού γραμματεύς; Πού συζητητής του αιώνος τούτου; (δηλ. της κοσμικής σοφίας). Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;" Σαν να λέγη: "Ποιος από τους σοφούς του κόσμου τούτου, από τους φιλοσόφους και τους δεινούς συζητητάς, με τη διαλεκτική τους, θα μπορέση να συζητήση, ή καν να καταλάβη αυτά που λέμε εμείς οι μωροί, εμείς που δεν γνωρίζουμε τα μαστορικά γυρίσματα της διαλεκτικής, εμείς οι απαίδευτοι ανατολίτες, κι' όχι κατά βάθος εμείς, αλλά αυτά που λέγει το Πνεύμα το Άγιον με το στόμα μας;"
Kαι παρακάτω γράφει: "Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων". Ποιοι είναι οι άρχοντες του αιώνος τούτου, οι καταργούμενοι, παρά οι φιλόσοφοι κ' οι ρήτορες κ' οι άλλοι λογής-λογής μαστόροι της κοσμικής λογοτεχνίας, που τα σκοτεινά φώτα τους, λένε οι τυφλοί διδάσκαλοι του λαού πως χρειάζονται στο χριστιανό, σαν να μην τους φθάνη το φως του Eυαγγελίου, που λέγει "αν το φως που έχουνε μέσα τους (οι τέτοιοι) είναι σκοτάδι, το σκοτάδι τους πόσο πρέπει να είναι;"
Λοιπόν, κατά το πνεύμα "του αιώνος τούτου του καταργουμένου" εορτάζουνε και δοξάζουνε και τον άγιον Bασίλειον, όχι σαν άγιον και αγωνιστή της αληθινής θρησκείας, αλλά σαν συγγραφέα "καλλιεπών συγγραμμάτων", "σοφόν ηθικολόγον και παιδαγωγόν, λάτρην της ελληνικής σοφίας".
Aλλά πόσο σύμφωνος είναι ο άγιος με κείνους που τον δοξάζουνε για την ελληνομάθειά του και για την εκτίμηση που είχε στην αρχαία σοφία, το φανερώνουνε τα παρακάτω λόγια από μια επιστολή που έγραψε στον Eυστάθιο επίσκοπο Σεβαστείας:
"Eγώ, γράφει, αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι' αφού όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της "παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας", επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του Eυαγγελίου κ' είδα καλά πως ήτανε άχρηστη "η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων", αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας. Kαι πριν απ' όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Eυαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ' αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής".
Aλλά ποιος δίνει σημασία σ' αυτά που λέγει ο Mέγας Bασίλειος; Hμείς κάναμε ένα δικό μας Xριστιανισμό, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Xριστιανισμό, όπως λέγει ο μεγάλος Iεροεξεταστής του Nτοστογιέφσκη, γιατί ο Xριστιανισμός που δίδαξε ο Xριστός είναι ανεφάρμοστος, απάνθρωπος. Eμείς, αντί ν' ανέβουμε προς τον Xριστό, που λέγει "εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους προς εμένα", τον κατεβάσαμε εκεί που βρισκόμαστε εμείς, και κάναμε ένα Xριστιανισμό σύμφωνο με τις αδυναμίες μας, με τα πάθη μας, με τις κοσμικές φιλοδοξίες μας, και δώσαμε και στους αγίους τα προσόντα που εκτιμούμε και που θαυμάζει η υλοφροσύνη μας, τους κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, επιστήμονες κ.λπ. O μεγάλος Iεροεξεταστής, σαν πήγανε μπροστά του τον Xριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον ακολουθούσε ο κόσμος), του είπε: "Tον καιρό που ήρθες στον κόσμο έφερες στους ανθρώπους μια θρησκεία σκληρή, ανεφάρμοστη, απάνθρωπη. Eμείς την κάναμε βολική, ανθρωπινή. Tι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κόσμο; Nα μας τη χαλάσης, μόλις τη βάλαμε στο δρόμο; Γι' αυτό, θα διατάξω να σε κάψουνε εν ονόματί σου, σαν αιρετικόν".
O βολικός, ο ανθρωπινός Xριστιανισμός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι η συχαμερή παραμόρφωση που έπαθε το Eυαγγέλιο από την πονηρή υλοφροσύνη της σαρκός.

Κόντογλου Φώτης

Τό Ψαλτήρι θά σέ παρηγορεῖ σέ κάθε θλίψη


 
Ποιός δέν ἔχει βάσανα σέ τοῦτον τόν κόσμο;
Ἄν ὑπάρχει κανένας χωρίς βάσανα, 
αὐτός μονάχα δέν θά κλάψει διαβάζοντας τό Ψαλτήρι.
Καί ὅποιος τό διαβάζει, βρίσκει παρηγοριά. 

Φώτης Κόντογλου

Άγιος Βασίλειος: Τον Χριστιανό τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός με την υπομονή που θα δείξει!



Πολλές φορές συμβαίνουν ατυχίες και θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου, ώστε και μ” αυτές να απο­δειχθεί ποιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι στερεωμένοι στην πίστη και δυνατοί.

Γιατί και οι δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων δοκιμάζονται στην υπο­μονή.

Στον καιρό μάλιστα των πειρασμών και των θλίψεων, μπορεί να γίνει φανερό κατά πόσο, ο πλούσιος συμπάσχει με τους άλλους. Κατά πόσο δηλαδή ελεεί και αγαπά τους αδελφούς.

Ο φτωχός επίσης κατά πόσο δέχεται τις θλίψεις, ευχαριστώντας τον Θεό και όχι βλασφη­μώντας και αλλάζοντας εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα φρονήματά του. Ο κυβερνήτης φαίνεται το χειμώνα στις δυσκολίες που συναντά μέσα στα κύματα. Ο αθλητής δείχνει την αντοχή και την τέχνη του στο στάδιο. Ο στρατηγός φαίνε­ται στον πόλεμο. Και ο μεγαλόψυχος φαίνεται στη συμφορά.

Τον χριστιανό όμως τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός. Και όπως οι κόποι των αγώνων χαρίζουν τα στεφάνια στους αθλητές, έτσι και τους χριστιανούς τους πλουτίζει και τους οδη­γεί στην τελείωση η δοκιμασία των πειρασμών. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν κανείς δέχεται με την πρέπουσα υπομονή και την ευχαριστία ό,τι ο Θεός οικονομεί για τη σωτηρία τους, πράγμα που τον οδηγεί στην τελείωση.

Είσαι φτωχός; Μη λυπάσαι αλλά να έχεις την ελπίδα σου στον Θεό. Μήπως δεν βλέπει Εκείνος τη δυσκολία σου; Στα χέρια Του κρατάει την τροφή που σου χρειάζεται. Μειώνει απλά τη μερίδα, για να δοκιμάσει τη σταθερότητά σου και για να επι­βεβαιώσει την πίστη σου. Μήπως δηλαδή αυτή αποδειχθεί όμοια με εκείνη που έχουν οι ακόλα­στοι και οι αγνώμονες. Γιατί και αυτοί, όσο τους τρέφουν, τόσο και κολακεύουν λέγοντας χίλια γλυκόλογα, εξυμνώντας τους τροφοδότες τους. Μόλις όμως χορτάσουν και απομακρυνθούν λίγο από το τραπέζι, αρχίζουν να πετροβολούν με τα κακόλογά τους εκείνους που πριν από λίγο -και για χάρη της ευχαρίστησης του φαγητού- τους προσκυνούσαν.

Και συ λοιπόν τώρα, αδελφέ μου, έχε υπομο­νή στις συμφορές που σε βρήκαν. Πρόσεξε μήπως από τη φουρτούνα χάσεις την ειρήνη σου. Φρόντισε να μην πετάξεις το σταυρό σου, ο οποίος θα σε οδηγήσει στην απόκτηση της αρετής. Σαν βαρύτιμο θησαυρό κράτησε μέσα σου την ευχαριστία. Και τότε θα δεχθείς και συ διπλάσιο καρπό γι” αυτή την ευχαριστία σου. Θα σου χαρισθεί η απόλαυση των αγαθών και η ανάπαυση. Καρτερικός δεν είναι εκείνος που στερείται τα απαραίτητα και κατ” ανάγκη υπομένει, αλλά εκείνος που, ενώ τα έχει όλα με αφθονία, τον βρίσκουν ξαφνικά πολλές συμφορές και τις σηκώνει αδιαμαρτύρητα.

Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). Είσαι φτωχός; Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτω­χού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομε­ταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. Είσαι δούλος; Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε κα­λύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν.

Αν θελήσεις, θα βρεις αμέτρητους λόγους για τους οποίους πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό. Σε ξυλοδέρνουν άδικα; Να χαίρεσαι με τη σκέψη της μέλλουσας ελπίδας. Δίκαια καταδικάσθηκες; Και πάλι να ευχαριστείς.

Αν θα φέρναμε στο νου μας τα κατορθώματα ανθρώπων της αρχαίας εποχής, όπως ορισμένων ποιητών ή συγγραφέων —παρόλο που αυτοί δεν ήταν χριστιανοί- και αν ακολουθούσαμε το παράδειγμα και τους λόγους τους, ακόμα κι απ” αυτούς θα είχαμε μεγάλο κέρδος.

Κάποτε, για παράδειγμα, έβριζε ένας άνθρω­πος της αγοράς τον Περικλή. Αυτός όμως δεν του έδινε καμιά σημασία. Αυτό κράτησε μια ολόκληρη ημέρα. Ο ένας έβριζε ασταμάτητα και τον βύθιζε σε πλήθος από κατηγορίες και ο άλλος δεν έδινε καμιά σημασία σε τίποτε από αυτά. Τελικά, όταν βράδιασε και έπεσε το σκοτάδι, τότε αποφάσισε και ο υβριστής να σταματήσει. Τότε λοιπόν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ο Περικλής τον ξε­προβόδισε φωτίζοντας το δρόμο του. Έτσι δεν έχασε, με κάποια αντεκδίκηση, το μισθό της υπο­μονής του.

Κάποτε άλλοτε, κάποιος έπεσε πάνω στον Σωκράτη και τον χτύπησε αλύπητα. Αυτός όμως δεν αντέδρασε, αλλά άφηνε να τον χτυπά, μέχρι που να ξεσπάσει όλη η οργή του. Τον χτύπησε μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε πρήσθηκε από τις πληγές ολόκληρο το πρόσωπό του. Μόλις εκείνος σταμάτησε να τον χτυπά, ο Σωκράτης, καθώς λένε, δεν του είπε τίποτα περισσότερο, παρά μονάχα έγραψε στο μέτωπό του -όπως συνήθιζαν τότε να γράφουν πάνω στα αγάλματα- το όνομα εκείνου που τον είχε φέρει σ” αυτή την κατάσταση: Ο τάδε με έκανε έτσι. Και αυτή ήταν μονάχα η αντίδραση και η άμυνά του.

Τον Ευκλείδη επίσης, κάποιος από τα Μέ­γαρα που θύμωσε μαζί του, τον απειλούσε με όρκο ότι θα τον σκότωνε. Τότε και εκείνος έκανε έναν άλλο όρκο. Ορκίσθηκε να τον κάνει να χάσει αυτή την οργή που είχε εναντίον του και να ξαναγίνουν φίλοι.

Σ” έναν γνωστό του Πυθαγόρα επίσης, τον Κλείνιο -ο οποίος βέβαια τον είχε μιμηθεί με κόπους και θυσίες— συνέβη κάτι που ακόμα και σήμερα στους χριστιανούς δύσκολα θα το συνα­ντούσαμε. Τί συνέβη λοιπόν σ’ αυτό τον άνθρωπο; Επειδή του ζητούσαν να ορκισθεί ότι θα δώσει οπωσδήποτε τρία τάλαντα, για να αποφύγει κάποια ζημιά που επρόκειτο να του κάνουν, εκείνος έδωσε περισσότερα από όσα του ζητούσαν. Κι αυτό δεν το έκανε ειρωνικά ή για να τους ξεγελάσει, αλλά το έκανε με την πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του. Γιατί, καθώς νομίζω, θα είχε ακούσει την εντολή εκείνη, η οποία και σήμερα μας απαγορεύει τον όρκο.

Να μιμηθείς λοιπόν τον Κλείνιο και τον Ευ­κλείδη στην τήρηση των εντολών, ώστε να ενεργείς καθώς και εκείνοι. Να εύχεσαι δηλαδή και εσύ για εκείνους που σε καταδιώκουν και να μην τους καταριέσαι. Γιατί, αν δεν είχε αυτός ασκηθεί από πριν σ” αυτά που τώρα και εγώ σας διδάσκω, δεν θα ήταν σε θέση να τα υπερβεί σαν τιποτένια και ασήμαντα.

Ας είναι μόνιμος σύντροφός σου, σαν άλλο φως και καθαρή διόπτρα, η εντολή του Θεού. Αυτή ας σου χαρίζει παντού και πάντα τη δωρεά της διάκρισης των περιστάσεων. Αυτή ας επο­πτεύει τον ορίζοντα της ψυχής σου για να σου φανερώνει την πραγματική και αληθινή κατάσταση των πραγμάτων και των περιστάσεων, που κάθε φορά θα αντιμετωπίζεις. Γιατί αυτή, ό,τι και να συμβεί, δεν θα σ’ αφήσει να χάσεις τη δύναμη και την ειρήνη της ψυχής σου.

Παράλληλα, να είσαι πάντοτε πνευματι­κά προετοιμασμένος, ώστε να αντιμετωπίζεις με ανδρεία και να υπομένεις με καρτερία, σαν σκόπελο που ξαφνικά ορθώνεται στο δρόμο σου, τις προ­σβολές των βίαιων κυμάτων και πνευμάτων, με τη Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Αλγηδών η αγιότοκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες»

Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου - Για τις αρρώστιες και συμφορές

Ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεό», μας λέγει: 
«…Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες· κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημιές, θάνατοι συγγενών , τα οποία ενεργεί ( κατά παραχώρηση ) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος. Ο Οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ΄αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις αρρώστιες, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρει πείνα , ξηρασίες, κατακλυσμιαίες βροχές , που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολοκλήρων εθνών…»

Αλλού πάλιν ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει τα εξής: 
«Οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών , οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα είδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία) αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων , οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό , που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα…».
Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε με άλλο τρόπο τα αγαθά που μας έχουν απαγγελθεί, και να αξιωθούμε την βασιλείας των ουρανών , παρά μόνον αν οδεύσουμε τον εδώ βίο μας με θλίψη. 
Εάν είμαστε ξύπνιοι , προσεκτικοί, οι θλίψεις μάς οικειώνουν πιο πολύ με τον Δεσπότη , και μαθητεύουμε να είμαστε επιεικείς.
Ο Θεός δεν εμποδίζει τις θλίψεις να έλθουν , αλλά όταν έλθουν είναι παρών, εργαζόμενος να μας καταστήσει χρήσιμους και έμπειρους. 
Μην απελπίζεσαι, αλλά τότε, όταν έλθουν οι θλίψεις, περισσότερο να αφυπνιστείς, επειδή τότε οι προσευχές γίνονται πιο καθαρές.
Η θλίψη εργάζεται ισχυρούς τους θλιβομένους , τους κάμνει κατανυκτικούς καιταπεινώνει την διάνοια.
Είναι μεγάλο κατόρθωμα το να υπομένει κανείς την θλίψη με ευχαριστία.
Οι θλίψεις είναι τα κατάλληλα φάρμακα στα δικά μας ψυχικά τραύματα. Ο Θεός επιτρέπει να γίνονται αυτά για την θεραπεία των ιδικών μας ψυχών. 
…Κανείς δεν επικοινωνεί με τον Χριστό τρυφώντας και κοιμώμενος, αλλά εκείνος που βρίσκεται σε θλίψη και πειρασμό , αυτός στέκεται κοντά σε Εκείνον. 

Απο το βιβλιαράκι "Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων" 
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


Για τους Χριστιανούς ο νέος χρόνος έχει νόημα και σκοπό



…Ο μόνος πού μπορεί να χαίρεται για τον ερχομό κάθε φορά του νέου χρόνου, είναι ό πιστός Χριστιανός.

Μόνον ό Χριστιανός μπορεί να βλέπει το χρόνο όχι ως πο­ρεία προς το θάνατο, άλλ’ ως πορεία, όπως είπαμε, προς με­γαλύτερη σχέση με τον κατεξοχήν αγαπημένο του, το Χρι­στό. Και φτάνει μάλιστα ό καθόλα συνεπής πιστός, ό ά­γιος, να επιθυμεί για το λόγο αυτό καί τον ίδιο θάνατο.

Ό απόστολος Παύλος καί πάλι σημειώνει στους Φιλιππησίους: «’Εχω την έπιθυμίαν εις το άναλύσαι καί συν Χρι­στώ είναι» (1,23). ‘Ηθελε να φύγει από τη ζωή αύτη, όχι γιατί μισούσε τον κόσμο καί τη ζωή, αλλά γιατί αγαπούσε περισσότερο την πηγή της ζωής, το Χριστό και τη Βασι­λεία Του. Κι ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επισημαίνει; «Ό άγιος επιθυμεί κάθε ώρα το θάνατο». Για το Χριστιανό λοιπόν υπάρχουν λόγοι χαράς για τον ερχομό του νέου χρόνου: τον φέρνει πιο κοντά στον αρχηγό της πίστης Του!

Είναι ακατανόητη όμως η χαρά του απίστου και εκτός της Εκκλησίας ανθρώπου για τον καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αυτός; Επειδή θα έλθει μια ώρα γρηγορότερα στο θάνατο; Διότι στην πραγματικότητα ό κάθε νέος χρό­νος είναι καί μια μείωση της επί γης ζωής του’ μια ανάσα πιο κοντά στη φθορά. ‘Ισως λοιπόν για το λόγο αυτό να ξε­νυχτάνε πολλοί γλεντώντας την παραμονή της Πρωτοχρο­νιάς; επειδή επιθυμούν να διασκεδάσουν τον υποσυνείδητο φόβο τους με τον επερχόμενο θάνατο.’Ετσι κι αλλιώς όμως! Για τους Χριστιανούς ό χρόνος έχει νόημα και σκοπό. Κι είμαστε ευτυχείς πού ό Θεός εν Χριστώ μας έχει δώσει τη χάρη να κατανοούμε την αλήθεια αυτή. Απομένει καί να την ενεργοποιούμε στη ζωή μας!

πρωτοπ. Γεωργίου Δορμπαράκη

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ



Κάθε νέα χρονιά οι άνθρωποι ξυπνούν τις προσδοκίες και τις προσμονές της καρδιάς τους, για ν’ αποχαιρετίσουν κάποιες άλλες από την προηγούμενη χρονιά. Κάθε νέα χρονιά οι πόθοι και τα όνειρα των ανθρώπων δίνουν έναν άλλο παλμό και έναν άλλο ξεσηκωμό στο ήσυχο ρυάκι του χρόνου που πάντα ρέει, που πάντα έρχεται και που πάντα φεύγει· και μόλις φεύγει, εκείνη τη στιγμή είναι που έρχεται. Όλο το μυστήριο του ανθρώπου είναι στο παρόν του. Ούτε στο χθες, ούτε στο αύριο. Στο εδώ και τώρα. Στη στιγμή του τώρα. Εδώ βρισκόμαστε, αυτό είναι το παράδοξο δώρο που μας έδωσε ο Θεός: μια κλασματική στιγμή. Μέσα σε μια στιγμή όλα χάνονται και μέσα σε μια στιγμή όλα κερδίζονται. Ο χρόνος μας δεν έχει σχέση ούτε με το άγνωστο, ούτε με το τυχαίο, ούτε με το μοιρολατρικό. Ο χρόνος που μας δίνει η σοφία και η αγάπη του Θεού είναι εκείνο το ευλογημένο σκαλοπάτι, εκείνος ο θεόσδοτος αναβαθμός, η κλίμακα και η σκάλα, που είναι πάντα στα δικά μας τα χωμάτινα μέτρα για να ανεβούμε και για να ανεβαίνουμε ολοένα. Όχι σαν άνθρωποι απλώς, αλλά σαν χριστιανοί. Που πιστεύουν με την καρδιά τους και ζουν με πράξεις τον Χριστό. Τον Χριστό, που μας έδωσε τη ζωή μέσα στο χρόνο· το χρόνο μέσα στη ζωή· τη ζωή τη δική μας, μα πιο πολύ τη δική Του.

Ο χρόνος, από ένα απλό και βουβό ρυάκι που διαβαίνει τυχοδιωκτικά τον κόσμο, γίνεται πια «καιρός». Γίνεται δηλαδή «ευκαιρία». Γίνεται μετά και «τέλος», δηλαδή «σκοπός» και «νόημα». Όλα ωραία και θαυμαστά τα κανόνισε η αγάπη του Θεού! Μέσα στο χρόνο έχουμε όλοι μας, ο καθένας προσωπικά, ο καθένας μας διαπροσωπικά, όλοι μαζί, στο εμείς και στο εσύ, αμέτρητες ευκαιρίες. Ευκαιρίες θαυμαστές με σωτήρια τέλη, με νοήματα που περιμένει η ζωή μας στο χρόνο, για να βρει και να αφομοιώσει. Όταν η αγάπη του Θεού μπολιαστεί στον προσωπικό χρόνο του καθενός, τότε επιτελείται ένα θαύμα, μια νίκη, ένας θρίαμβος. Το αιώνιο εισέρχεται στη ροή του χρόνου, στο διάβα της ιστορίας μας, στην περιπέτεια της ζήσης μας και δίνει την καταλλαγή, δίνει τη λύση, δίνει τις απαντήσεις που περιμένουμε, δίνει την εκπλήρωση των πόθων της καρδιάς μας. Και αυτό το αιώνιο, δεν είναι άλλο παρά η αιώνια ζωή του Θεού, ο Ίδιος ο Θεός, η αγάπη Του, η Χάρη Του, το έλεός Του, η ευδοκία του θελήματός Του.

Χρόνος και χρονιές, δίχως Αυτόν, που τις έθεσε και τις δημιούργησε από αγάπη για μας, μοιάζει με εκδρομή σε φυλακή, επίσκεψη σε κάτεργα που δεν έχουν τέλος, περίπατο σε τούνελ δίχως έξοδο. Μη μείνουμε μόνοι στο χρόνο, στη νέα χρονιά που μας επισκέφθηκε: θα αδικήσουμε πλήρως την ύπαρξή μας έτσι. Μη μείνουμε μόνοι στο χρόνο και τις μέρες του, δίχως τον Χριστό, που είναι το ασάλευτο θεμέλιο και η ακλόνητη πέτρα της όντως ζωής. Ο χρόνος μας πρέπει να γεμίσει με τη Θεία Χάρη, για να έχει νόημα αυτός σ’ εμάς κι εμείς σ’ αυτόν. Τη Θεία Χάρη, τη φέρνει στη ζωή μας η ταπείνωση της καρδιάς μας και τα έργα της πίστης μας, η μετάνοια, η αγάπη, η δοτικότητα, η ανιδιοτέλεια, η θυσία.


Η προσευχή της καρδιάς και η Λειτουργία της Εκκλησίας μας, σπάνε το θλιβερό φράγμα του χρόνου, καταλύουν με όμορφη δύναμη τα στεγανά του και ο άνθρωπος γίνεται επιτέλους ωραίος! Και τι ωραίος που είναι ο έγχρονος άνθρωπος, όταν γίνεται εν Χριστώ αιώνιος! Και τι ωραίος που είναι ο χρόνος που μας δίνεται, όταν μετατρέπεται σε ευκαιρία, σε νόημα και σε μέσο για να κερδίσουμε την αιώνια σωτηρία μας! Η Χάρη του Θεού δαμάζει όλες μας τις δυσκολίες που φέρνει ο χρόνος· σαρώνει όλα του τα εμπόδια· φέρνει το ποθητό φως που μας λείπει· κομίζει την ειρήνη που χάσαμε ή που χάνουμε στην καθημερινότητα· οι ψυχές μας καλλωπίζονται και ευτρεπίζονται· ο πόνος, η θλίψη, η απογοήτευση, το κλάμα, ο σπαραγμός και ο μαρασμός των βουβών καρδιών μας φεύγει ντροπιασμένος· και ό,τι λυπηρό συναντήσαμε σαν αδύναμοι άνθρωποι μέσα στον αδυσώπητο χρόνο του φθαρτού κόσμου δραπετεύει βιαστικά και μας αφήνει ελεύθερους, λυτρωμένους και ανακουφισμένους. 

Αν είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, θα είμαστε και πρόσωπα που ξέρουν πάντα να υπερβαίνουν: κάθε μας στιγμή, κάθε μας μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνας και κάθε χρόνος που περνά, θα είναι για μας η μοναδική ευκαιρία για ν’ ανοιχθούμε προς τον Αιώνιο και υπέρχρονο Χριστό, που θεραπεύει κάθε τραύμα, πληγή και πόνο που μας αφήνει ο χρόνος των παθών, της αμαρτίας και της αδυναμίας μας.


Σήμερα εορτάζει ένα φωτεινό άστρο που φαίνεται άσβεστο στο νοητό ουρανό και πανώριο στο αιώνιο στερέωμα της Εκκλησίας μας. Κι όταν φαίνεται ένα άστρο σαν κι αυτό, πώς βοηθιούνται στ’ αλήθεια οι ψυχές μας και πώς παρηγορούνται! Ο «ουρανοφάντωρ» Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο μεγάλος Πατέρας, ο σοφός διδάσκαλος, ο υπερθαύμαστος ασκητής και νηστευτής, ο ακοίμητος βοηθός μας, ο φιλάνθρωπος υπερασπιστής μας, ο τρανός ρήτορας και απολογητής, ο ερμηνευτής των μυστηρίων του Πνεύματος, ο απαράμιλλος λειτουργός και λειτουργοσυνθέτης, το στήριγμα των πιστών, το καύχημα της παράδοσής μας, ο Μέγας Βασίλειος από την Καισαρεία, έδωσε μάχη για τη μοίρα του λαού του. Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο ειδωλόφιλος Ιουλιανός πέρασε με το στρατό του από την Καισαρεία. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας χρυσαφικά νομίσματα κ.λπ. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες και, έτσι, δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια. Τότε ο Άγιος Βασίλειος έδωσε εντολή και, από τα μαζεμένα χρυσαφικά, τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της περίφημης «Βασιλειάδας», και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια. Έτσι, τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά, όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Από αυτό το γεγονός γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε «βασιλόπιτα».

Η ιστορία επαναλαμβάνεται στα βιώματά μας. Οι εξουσίες του αντίχριστου κόσμου στέκονται με μίσος απέναντί μας. Έχουν σκοπό να μας έχουν συνεχώς υποταγμένους και υποτελείς στην κακία τους και να ληστέψουν από την ανίσχυρη ζωή μας, από το είναι μας ό,τι αυτό έχει και δεν έχει. Μας κλέβουν και μας στερούν με πολιτικάντικη μαεστρία το ψωμί, την εργασία, την κατοικία, την ελευθερία μας, την παράδοση, το πιστεύω μας. Δεν μας λένε ότι θέλουν να μας σκοτώσουν. Μας λένε όμως ότι μας φορολογούν. Με μια δικαιοσύνη αμείλικτη και απάνθρωπη.

Ό,τι πολύτιμο έχει ο κόσμος, αυτό είναι ο άνθρωπος. Ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος, είναι η αιώνια ψυχή του. Πολύτιμη πιο πολύ απ’ όλα τα χρυσάφια και απ’ όλα τα ασήμια. Γι’ αυτό, αν θέλουμε να τη σώσουμε, να γίνουμε ένα με τη ζύμη του Άρτου που μας προσφέρεται αδιάκοπα· του Άρτου του Χριστού. Το πνευματικό και άσηπτο Χριστόψωμο θα μας σώσει, γιατί θα μας δώσει τη Χριστοζωή. Να ανακραθούμε, να ανακατευτούμε, να γίνουμε ένα με το Σώμα της Εκκλησίας, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Και εκεί μέσα θα σώσουμε το πρόσωπό μας, την ταυτότητά μας, την ελευθερία μας, το νόημά μας, την αξία μας, τον τόπο μας, τη γη μας, το χρόνο μας και τις χρονιές μας, στο τώρα, το αύριο και στο πάντα του Θεού. 
Αμήν, Γένοιτο.

Καλή, ευλογημένη, ειρηνική, χαρούμενη, θεάρεστη, θεοφρούρητη και θεοσκέπαστη η νέα χρονιά, σε όλους και για όλα! Χρόνια πολλά, καλά και σωτήρια σε όλους!

π. Δαμιανός

ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ



Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(1907)

Κύριε ελέησον

ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ο χρόνων επέκεινα, και των αιώνων Θεός, την δέησιν πρόσδεξε, τη συμπληρώσει Χριστέ, του έτους δεόμεθα, θείαν ισχύν δε δίδου, εν ειρήνη τελέσε, άμα και ευσεβεία το αρχόμενον έτος, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε φιλάνθρωπε.

ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Είς το τέλος φθάσαντες, του χρόνου μόνε Οικτίρμον, την σήν ατελεύτητον, υμνούμεν χάριν απαύστως・πάντας γάρ, έκ πάσης βλάβης θάττον ερρύσω, δίδου δέ, καί τά ελέη σου δυσωπούμεν, τω ενιαυτώ τω νέο, τοις προσκυνούσι την δυναστείαν σου.

Μεγαλυνάριον.
Τη του χρόνου λήξει Χριστέ Σωτήρ, διάρρηξον Λόγε, των αμέτρων αμαρτιών, ημών το δελτίον, και χάριτος αγίας, ημών τάς διανοίας πλήρωσον Κύριε.

Στην αλλαγή του χρόνου...



Οφείλω μια συγνώμη στο Θεό για όσα μου χάρισε και δεν τα χάρηκα. 
Για εκείνα που μου έδωσε και δεν τα πήρα. 
Μα κι γι αυτά που μου ζήτησε και δεν του έδωσα. 
Πάνω από όλα θέλω να κλάψω στην αγκαλιά Του, για όλες εκείνες τις μέρες που δεν έζησα και απλά επιβίωσα. 
Να πω συγνώμη για όσα σε αγαπώ δεν είπα, σε αγκαλιές που δεν έδωσα, σε πόρτες που έκλεισα, σε τηλέφωνα που δεν σήκωσα, σε μάτια που δεν αντίκρισα, σε φιλιά που δεν σαρκώθηκαν και σε προσευχές που δεν ειπώθηκαν…
Τέλος να πω, ότι εάν βρήκες έναν άνθρωπο να σε νιώσει, να σε καταλάβει, να σε αγαπήσει, κράτα τον, κι ας είναι στην άλλη άκρη της γης. 
Φτάνει που τον βρήκες…. 
Δεν θα σου τύχει πολλές φορές την ζωή. 
Και να θυμάσαι, οτι στα δώρα λες ευχαριστώ κι ας μην τα ξετυλίξεις ποτέ..

π.λίβυος

Καλή Χρονιά! Μην αφήνουμε ούτε μία ημέρα χωρίς να επικαλούμαστε την Παναγία μας



Η χώρα μας και γενικά το Έθνος μας ολόκληρο βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Οι κυβερνήτες μας προσπαθούν, εκμεταλλευόμενοι τις θέσεις των, να σχηματίσουν το δικό τους παγκόσμιο προφίλ… δεν καταλαβαίνουν καλά τον λαό μας.

Η Βουλή θεσμοθετεί νόμους… άνομους.

Η διαφθορά χτύπησε κόκκινο, η Νέα Τάξη αλωνίζει στον τόπο μας, όμως και εμείς βρισκόμαστε σε… αγρανάπαυση.

Ήρθε η ώρα να βάλουμε μέσον προς τον Θεό μας, να βάλουμε Μέσον, Δυνατό, Ισχυρό, Ικετευτικό, Δικό μας, Ανθρώπινο!

Την Παναγία μας, Αυτήν που προέρχεται από τα σπλάχνα μας, την Μητέρα όλων των Χριστιανών!

Μην αφήνουμε ούτε μια ημέρα χωρίς να επικαλούμαστε την Παναγία μας μας λέει ο γέροντας Κλεόπας Ηλιέ.

Αυτό να κάνουμε τη νέα χρονιά που έρχεται το 2016, σ΄Αυτήν να κατευθύνουμε το μυαλό μας,την ψυχή μας.

Αυτήν να παρακαλέσουμε και αυτό που λέμε στην παράκληση: "Ουδείς προστρέχων επι σοι κατησχυμένος απο Σου εκπορεύεται Αγνή Παρθένε Θεοτόκε... " αυτό να παρακαλέσουμε όλοι μας να γίνει. 


Καλή και ευλογημένη και Θεομητορική ας είναι η Νέα μας χρονιά το 2016.

Ἡ θεία Πρόνοια καί ὄχι τά ἄστρα ἤ ὁ τροχός τῆς τύχης ὁρίζουν τήν μοίρα τοῦ ἄνθρώπου

Απόσπασμα από τον Λόγο ΙΖ΄ του Β΄ τόμου των απάντων του αγίου Μαξίμου του Γραικού.
Αφού διάβασα πολλά και διάφορα βιβλία- τόσο χριστιανικά όσο και θύραθεν σοφών- και έλαβα από εκεί αρκετό ψυχικό όφελος, το σημαντικότερο είναι ότι διδάχθηκα πως, όσες αρετές διαθέτουμε εμείς οι άνθρωποι, κάθε αρχή και κάθε εξουσία που έχουμε, δότης και ρυθμιστής είναι ο Κύριος και Δημιουργός των πάντων. 


Αυτό κατανόησα: «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων». Άλλο είναι η «δόσις αγαθή» και άλλο το «δώρημα τέλειον». Η «δόσις αγαθή» είναι οι αρετές της ψυχής, όπως ο νους, η ανδρεία, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη καθώς και όσα αγαθά μας δίδει η υψίστη αγαθοσύνη του Θεού, τα οποία είναι απαραίτητα, για να ζούμε και μάλιστα για να ζούμε καλά.
Το «δώρημα τέλειον» πάλι είναι αυτό, το οποίο δίδεται άνωθεν άφθονα στους τελείους¨ τα διάφορα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που τελειοποιεί, ισχυροποιεί και διατηρεί μέχρι τέλους τα προαναφερθέντα φυσικά αγαθά της ψυχής.
Η βασιλεία και η ιερωσύνη, που κοσμούνται και…… περιφράσσονται με την ομολογία της ευσεβούς ορθοδόξου πίστεως, είναι δύο μέγιστα, άριστα και τελειότατα αγαθά που δίδονται στους ευσεβείς άνωθεν εξαιτίας της θείας φιλανθρωπίας και αγαθοσύνης. Η ιερωσύνη, για να εξαγιάζονται και να φωτίζονται οι πιστοί άνθρωποι ώστε να αποκτούν την θεοφίλητη σωτηρία και να σώζονται μέσω της πίστεως και της αγάπης προς τον Ύψιστο, εκτελώντας επιμελώς τις θείες εντολές· και η βασιλεία, για να περιφρορούνται και να ζουν φυλασσόμενοι και ασφαλείς, χωρίς τον φόβο εισβολών από αλλοεθνείς, με ορθοδόξους βασιλείς που μάχονται πάντα εναντίον των εχθρών, διασφαλίζοντας στου υπηκόους του ήσυχη και ατάραχη ζωή. Αφού είναι όντως έτσι, όπως ομολογούν όλοι οι ορθόδοξοι και θεόπνευστοι πατέρες και διδάσκαλοι, τότε ας σιωπήσουν οι αμαθείς και ας μην εκστομίζουν εναντίον μας βλασφημίες οι ομοφρονούντες των Γερμανών που τηρούν χαλδαιϊκές και αιγυπτιακές παραδόσεις και λένε και κηρύττουν ότι η τύχη δια του κύκλου της κινήσεως των άστρων άλλους ανεβάζει σε διαφόρους βαθμούς της εξουσίας και αρχής, ενώ άλλους κατεβάζει από εκεί και παραδίδει σε μεγάλες κακοπάθειες και ατιμώσεις. Ας διδαχθούν μαζί με τον θεόπνευστο προφήτη και βασιλέα Δαυίδ να λέγουν: «Είπα τοις παρανομούσιν¨μη παρανομείτε, και τοις αμαρτάνουσιν· μη υψούτε κέρας…. Ότι ο Θεός κριτής εστιν, τούτον ταπεινοί και τούτον υψοί».
Η δικαία και ορθή φρόνηση και διδασκαλία έχει ως εξής: Ο ίδιος ο δίκαιος Κριτής, ο οποίος προνοεί και προγνωρίζει τι χρειάζονται όλα τα δημιουργήματά Του, άλλον δε ταπεινώνει δια των ανεξιχνίαστων βουλών Του, που μόνος Αυτός γνωρίζει, όχι η μυθική Τύχη, ούτε ο ζωδιακός κύκλος ή η εμφάνιση των άστρων και των πλανητών. Σε άλλο χωρίο ο ίδιος ο θεόπνευστος βασιλεύς θεολογεί ακόμη σαφέστερα λέγοντας: «Τίς ως Κύριος ο Θεός ημών ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών εν τω ουρανώ και εν τη γη; Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα». Γιατί; «Του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού».
Ας ακούσουμε προσεκτικά και την μακαρία προφήτιδα Άννα και ας εντυπώσουμε αυθεντικώς στον νου μας την άμωμη και θεόπνευστη φρόνησή της μιλώντας με σαφήνεια και σφραγίζοντας τα φλύαρα στόματα των Γερμανών που ακολουθούν το λατινικό δόγμα και προσπαθούν να διοχετεύσουν την πλάνη τους στην σκέψη των ορθοδόξων. Ας ακούσουμε προσεκτικά τι λέγει αυτή η μακαρία προφήτιδα, η οποία φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα και δεν μιλά σαν τους Χαλδαίους που συσκοτίσθηκαν και εξαπατήθηκαν από το δαιμονικό πνεύμα. «Μη καυχάσθε και μη λαλείτε υψηλά, μη εξελθέτω μεγαλορρημοσύνη…». Προσθέτει δε: «Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει· Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί· ανιστά από γης πένητα και από κοπρίας εγείρει πτωχόν». Γιατί; «Καθίσαι μετά δυναστών λαών και θρόνον δόξης κατακληρονομών αυτοίς». 
Βλέπετε να υπάρχει σε αυτά τα σεβαστά λόγια κάτι σχετικό περί τύχης ή τροχού που δια της κινήσεως των άστρων και των πλανητών ανυψώνει ή κατακρημνίζει; Τί έχουν να πουν τώρα, όσοι ισχυρίζονται ότι η κίνηση των άστρων γίνεται αιτία πλούτου, δόξας ή ηγεμονικού αξιώματος για ορισμένους και πενίας, αίσχους ή ακραίας ατιμώσεως για ορισμένους άλλους; Άρα, όχι από τα άστρα, τον ζωδιακό κύκλο ή τους πλανήτες, αλλά από τον ίδιον τον Δημιουργό «από του πατρός των φώτων» κατεβαίνει «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» σε όσους είναι άξιοι αυτού του δωρήματος και αυτής της Χάριτος.
Για αυτό θα βρούμε αρκετές αποδείξεις, αν με ευπρέπεια και φιλαλήθεια ερευνήσουμε στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.

Ἅγίου Μαξίμου Γραικοῦ

Ναι! Υπάρχει Άη – Βασίλης! Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ο Προστάτης των φτωχών!!!



Ευλογία φέρνει, όχι παιχνίδια – δεν είναι άγιος του εμπορίου, αλλά του παραδείσου!…

Ο Άγιός μας γεννήθηκε στην Νεοκαισαρεια του Πόντου το 330 μ.Χ. (όλες οι περιοχές που αναφέρουμε ήταν κάποτε ελληνικές ενώ σήμερα ανήκουν στην επικράτεια της Τουρκίας), σπούδασε στην Αθήνα σε φιλοσοφικές σχολές μαζί με τον φίλο του Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο [σημ.: ήταν μαθηματικός, γιατρός, δικηγόρος και (όπως θα λέγαμε σήμερα) φιλόλογος – και αργότερα έγινε μοναχός, ιερέας και επίσκοπος (“δεσπότης”) της Καισάρειας] και πέθανε σε ηλικία 48 ετών τον Δεκέμβριο του 378 μ.Χ. Κηδεύτηκε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. και κάθε πρωτοχρονιά -όπως γνωρίζουμε- γιορτάζουμε την μνήμη του.

Ο Αη Βασίλης στα 48 χρόνια που έζησε, έκαμε τόσα πολλά για τους ανθρώπους που η ιστορία τον ονόμασε ΜΕΓΑ όσο ακόμα ζούσε. Ας δούμε όμως τι έκανε ο Άγιος Βασίλης κι έγινε Μεγας. Πρώτα πρώτα μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του! Από πολύ νέος γύμναζε τον εαυτό του στο πνεύμα και τον έβαζε σε σκληραγωγίες και, όπως λένε, άλλο δρόμο δεν γνώριζε εκτός αυτόν που οδηγούσε στο πανεπιστήμιο και στην εκκλησία. Σε μεγάλες επιδημίες που ταλαιπωρούσαν τον λαό αυτός ήταν παρών και βοηθούσε σωματικά και ψυχικά διδάσκοντας την πίστη του Χριστού [ήταν και γιατρός]. Ο Άη Βασίλης ήταν πολύ αυστηρός με αυτούς που ξέφευγαν από την σωστή πίστη, έλεγε και έγραφε την αλήθεια θαρραλέα και μάλιστα δεν δίστασε να ελεγξει ακόμη και αυτοκράτορες.
Συμπλήρωσε με ευχές την Θεία Λειτουργία που ακουμε αυτές τις ημέρες στην εκκλησία και φέρει το όνομά του (“Λειτουργία Αγίου Βασιλείου”). [“Νεκρός”: Οι “ευχές” αυτές είναι μεγάλες & σπουδαίες προσευχές που λέει ο παπάς χαμηλόφωνα μέσα στο Ιερό, ενώ ο ψάλτης ψάλλει – με αυτέ τις προσευχές γίνεται η θεία Μετάληψη & τα άλλα σημαντικά πράγματα μέσα στη λειτουργία. Η λειτουργία του αγ. Βασιλείου γίνεται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο. Τις άλλες μέρες γίνεται η λειτουργία που έχει γράψει ένας άλλος μεγάλος άγιος των γραμμάτων & της φιλανθρωπίας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος].

Επίσης, ο Άγ. Βασίλης έγραψε πολλά βιβλία για την καθοδήγηση των χριστιανών και ίδρυσε πολλά μοναστήρια, όπου αρκετοί μαθητές του αφιερώθηκαν στον Θεό. Το πιο σπουδαίο του έργο όμως ήταν η οργάνωση της ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας στην επαρχία του: έφτιαξε κοντά στην Καισάρεια μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, ορφανοτροφεία κ.α. Ιδρυσε και καθιέρωσε την διανομή αγαθών, τρόφιμα, ρούχα, χρήματα και κάθε είδους βοήθεια σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λ.π.

Η πόλη αυτή [μετά το θάνατό του] ονομάστηκε Βασιλειάδα. Φανταστείτε τι ανακούφιση θα ένιωθαν τότε οι φτωχοί, τα ορφανά, οι γέροι, οι ταξιδιώτες, η Καισάρεια είχε γίνει μια μεγάλη οικογένεια με πατέρα τον άγιο Βασίλειο, τον επίσκοπό της. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ που στην κηδεία του σημειώθηκαν λιποθυμίες και θανατοι, τόσες χιλιάδες κόσμος που συγκεντρώθηκε!

Αυτός ήταν ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία που πάντα θα ζει μέσα στις καρδιές μας και θα μας θυμίζει με το έργο του ότι πρέπει να είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι αγαπημένοι.

[Ενώ ζούσε ο άγιος Βασίλης, ο αδελφός του, ο άγιος Γρηγόριος της Νύσσης, είδε το εξής όραμα: “’Ηταν νύχτα, όταν έγινε μία θεία λάμψη (“έλλαμψη”) από φως, την ώρα που (ο Βασίλειος) προσευχόταν στο σπίτι. Το φως εκείνο ήταν άυλο (άκτιστο) και, με τη δύναμη του Θεού, πλημμύρισε (καταφώτισε) όλο το οίκημα, χωρίς να το ανάβει κάποιο εύφλεκτο υλικό”!!!]

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ἀρχὴ τοῦ νέου ἔτους
1 Ἰανουαρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης 
π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
(ὁ ἀριθμὸς 8.760)


ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ τῆς 31ης Δεκεμβρίου, ὅταν τὸ ρολόι χτυπᾷ 12 ἀκριβῶς, ἕνα ἔτος ―μὲ τὶς πίκρες καὶ τὶς χαρές του― σβήνει, καὶ ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει. Τὸ παλαιὸ ἀνήκει πλέον στὴν ἱστορία. Οἱ 365 ἡμέρες του ἔχουν περάσει!
Τὸ σκεφθήκατε, ἀγαπητοί μου, αὐτό; Τί ἐπράξαμε κατὰ τὸ διάστημα τῶν 365 ἡμερῶν; Εμεθα χρεωμένοι γι᾿ αὐτές. Γιὰ νὰ δώσω μιὰ ἰδέα τῆς εὐθύνης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ χρόνο ποὺ περνάει, θὰ φέρω μιὰ εἰκόνα, ἕνα παράδειγμα· θὰ μιλήσω παραβολικῶς. 

Ἕνας βασιλιᾶς εἶχε πολλοὺς ὑπηκόους. Ἐπειδὴ τοὺς ἀγαποῦσε, μιὰ μέρα ἔκανε σὲ ὅλους ἀπὸ ἕνα δῶρο. Τοὺς ἔδωσε ὡς μπουναμᾶ ἀπὸ ἕνα πουγγὶ γεμᾶτο χρυσᾶ νομίσματα. Τὸ πῆραν οἱ ἄνθρωποι, τὸ ἄνοιξαν, κι ἄρχισαν νὰ μετρᾶνε τὰ νομίσματα. Μετροῦσαν, μετροῦσαν…Ὅλοι βρῆκαν τὸ διο· μέσα στὸ πουγγὶ τοῦ καθενὸς ὑπῆρχαν 8.760 χρυσᾶ νομίσματα, 8.760 λίρες! Μεγάλο τὸ ποσό. Τὸ ἔδωσε ὁ βασιλιᾶς ἀπὸ καλωσύνη, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό τους καὶ τῶν ἄλλων. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ τί ἔκαναν· μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε; Ἀντὶ μὲ τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ βοηθήσουν τὸ σπίτι τους καὶ τὴν κοινωνία, πῆραν τὸ πουγγί, πῆγαν κοντὰ στὸ ποτάμι, τὸ ἄνοιξαν καὶ ἄρχισαν νὰ πετᾶνε μία – μία τὶς λίρες μέσα στὸ νερό. Ὅλες τὶς λίρες τὶς πέταξαν στὸ ποτάμι! Ἂν ἦταν κάποιος ἐκεῖ καὶ τοὺς ἔβλεπε, τί θά ᾿λεγε; Ὅτι αὐτοὶ τρελλάθηκαν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου. Ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς αὐτός; Εἶνε ὁ Θεός. Ποιοί εἶνε οἱ ἄμυαλοι ὑπήκοοι; Ἐμεῖς. Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς 8.760;

Πιάστε μολύβι, κάντε ἕνα πολλαπλασιασμὸ καὶ θὰ τὸ βρῆτε. Κάθε ἡμερονύκτιο ποὺ περνάει ἔχει 24 ὧρες, καὶ ὅλος ὁ χρόνος ἔχει 365 ἡμέρες. Οἱ 365 ἡμέρες ἐπὶ 24 ὧρες μᾶς κάνουν 8.760 ὧρες· τόσες ὧρες ἔχει ὅλο τὸ ἔτος. Ἀπὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ παλαιοῦ ἔτους μέχρι τὶς 31 Δεκεμβρίου πέρασαν, ἀγαπητοί μου, 8.760 ὧρες. Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ τί κάναμε; Τὶς ἀξιοποιήσαμε; Ἢ μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέταξαν στὸ ποτάμι ὅλες τὶς λίρες τους; Κάντε μιὰ ἔρευνα στὸν ἑαυτό σας, ἕναν ὑπολογισμό.
8.760 ὧρες! Μεταξὺ τῶν ὡρῶν αὐτῶν ὑπάρχουν ὧρες ποὺ ἀφιερώσατε σὲ ἀκρόασι τοῦ θείου λόγου καὶ σὲ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς; Ὑπῆρξαν ὧρες ποὺ τρέξατε ν᾿ ἀκούσετε τὸ θεῖο κήρυγμα καὶ ὧρες ποὺ ἀνοίξατε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἂν ὑπάρχουν, εἶστε μακάριοι. Ἔτσι ἀρχίζει τὸ Ψαλτήρι· «Μακάριος», λέει, καλότυχος κ᾿ εὐτυχισμένος ποιός εἶνε; αὐτὸς ποὺ ἔχει λεφτά, πολυκατοικίες καὶ ἐπιχειρήσεις λιμουζῖνες, διασκεδάσεις; «Μακάριος», λέει, ὁ ἄνθρωπος, «ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν… ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2). Μακάριος ὅποιος παίρνει στὰ χέρια του τὴ Γραφὴ καὶ τὴ διαβάζει. Σᾶς ἐρωτῶ λοιπόν· τὸν περασμένο χρόνο ὁ ἄγγελός σας σᾶς εἶδε νὰ κρατᾶτε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο νὰ διαβάζετε; ὁ Χριστὸς ὁ διος λέει· «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Σᾶς ἐρωτῶ· Μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπῆρχε καμμιὰ ὥρα ποὺ ἀφιερώσατε σὲ προσευχή; Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια οἱ Χριστιανοὶ διέθεταν ὧρες ὁλόκληρες γιὰ προσευχή. Τώρα; Ὑπάρχει ὥρα ποὺ ὁ ἄγγελός σας σᾶς βλέπει γονατισμένους νὰ προσεύχεσθε στὸ Θεό; Ὤ ἂν ξέραμε τί δύναμις εἶνε ἡ προσευχὴ καὶ τί χάνουμε ποὺ δὲν προσευχόμεθα! Πόσα ἄλυτα προβλήματα (προσωπικά, οἰκογενειακά, ἐπαγγελματικὰ κ.ἄ.) θὰ εχαμε λύσει, ἂν χρησιμοποιούσαμε τὸ κλειδὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός! Πόση παρηγοριὰ ἔχει ἡ ὥρα ποὺ λές· Κύριε ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων ἐλέησόν με!
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Μέσα σ᾿ αὐτὲς εἶχες κάποια ὥρα καὶ ἡμέρα νηστείας; Ὡρισμένες ἡμέρες, ὅπως ἡ Τετάρτη, ἡ Παρασκευή, ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ νηστεύῃ. Ἕνας πολιτικός μας ἔκανε περιοδεία σὲ χωριά, κι ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του ἐκαυχᾶτο· ―Δεκαπέντε μέρες περιώδευσα δεκαπέντε χωριά· καὶ κάθε μέρα εἶχα σφαχτὸ κρέας… Καὶ ἕνας χωριάτης, τσοπᾶνος, τὸν ρωτάει· ―Καλά, ὑψηλότατε, μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες δὲν ὑπῆρχε καμμία Τετάρτη, καμμία Παρασκευή; Ὅλες πάσχα ἤτανε;… Ἔτσι μερικοὶ σβήσανε τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας· καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀκόμη καταλύουν. Ὁ διάβολος πῆρε γομμολάστιχα καὶ τά ᾿σβησε ὅλα αὐτά.
Πέρασαν 8.760 ὧρες! Σᾶς ἐρωτῶ· μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπάρχει μιὰ ὥρα μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως; Εἶνε ὥρα εὐλογημένη, ὥρα ποὺ βάζεις τὸν διάβολο κάτω καὶ τὸν πατᾷς. Εἶνε ὥρα ποὺ ἐπάνω στὸν οὐρανὸ παιανίζει ἡ μουσικὴ τῶν ἀγγέλων. Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ γονατίζεις μπροστὰ στὸν πνευματικὸ καὶ ἀνοίγεις τὸ στόμα σου ὄχι νὰ κατηγορήσῃς καὶ νὰ κατακρίνῃς ἄλλον, ἀλλὰ γιὰ νὰ πῇς· Ἥμαρτον, Θεέ μου, συχώρεσέ με!… Καὶ ἔχεις νὰ πῇς πολλὰ ἁμαρτήματα. Ἐξοικονόμησες μιὰ ὥρα νὰ πᾷς στὸν ἐξομολόγο ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου, νὰ κλάψῃς καὶ νὰ πῇς «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42); Τὸ ἔκανες αὐτὸ τὸν περασμένο χρόνο;
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Μήπως λησμόνησες μιὰ ἄλλη ὥρα, ὥρα χρυσῆ; Εἶνε ἡ ὥρα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἄνοιξες τὸ χέρι σου καὶ ἔδωσες κρυφά, μυστικά, μὲ τὴν καρδιά σου, κάτι ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα σου σὲ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο; Χέρι ποὺ σκορπάει τὸ καλό, εἶνε χέρι Θεοῦ, εἶνε χέρι Χριστοῦ.
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπῆρχε ἆραγε καὶ ἡ κορυφαία ὥρα, ἡ ὥρα τῆς θείας κοινωνίας; Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ μετανοημένος, ἐξωμολογημένος, καθαρισμένος, ἀφοῦ ἔχῃς ἀγαπηθῆ μὲ τὸν ἐχθρό σου καὶ μὲ τὸ δάκρυ τοῦ λῃστοῦ στὰ μάτια σου ἔρχεσαι ἐμπρὸς στὴν ὡραία πύλη καὶ κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων. «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26). Ἡ ὥρα αὐτὴ δὲν συγκρίνεται· δὲν πωλεῖται, δὲν ἀγοράζεται. Εἶνε ὑπεράνω ὅλων τῶν ὡρῶν.

Ὑπάρχουν λοιπὸν τέτοιες ὧρες; Σᾶς ἐρωτῶ ἀδέρφια μου, ἐρωτῶ πρῶτο τὸν ἑαυτό μου. Δὲν ἔχουμε δυστυχῶς τέτοιες ὧρες. Οἱ ὧρες μας εἶνε ὧρες ἁμαρτίας, ὧρες διαβόλου· μόνο ὧρες Θεοῦ δὲν εἶνε. Σπαταλοῦμε τὸ χρόνο, σὰν αὐτοὺς ποὺ πέταξαν τὶς λίρες στὸ ποτάμι.
Εμαστε ἀδικαιολόγητοι. Τὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν Ἰεροσολύμων στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον. Ὅταν ἄκουσαν, ὅτι παρουσιάστηκε κήρυκας καὶ ἐξομολόγος, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἔκλεισαν τὰ μαγαζιά τους, πῆραν τὰ παιδιά τους, βάδισαν χιλιόμετρα, πέρασαν τὸν Ἰορδάνη, κ᾿ ἔφθασαν στὴν ἔρημο, γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ ἐξωμολογοῦντο ὅλοι «ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ» (Μᾶρκ. 1,5). Σήμερα πολλοὶ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ἀδιαφοροῦν. Ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ δὲν τρέχουν στὴν ἐκκλησία. Ἄλλοτε, ὅταν δὲν εἶχαν ἐξομολόγο στὸ μέρος τους, πήγαιναν στὸ Ἅγιον Ὄρος, εὕρισκαν πνευματικὸ καὶ ἐξωμολογοῦντο. Ποιός πάει τώρα στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ ἐξομολογηθῇ;
8.760 ὧρες ἔχει τὸ ἔτος καὶ168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Χριστιανέ μου, ἀφιέρωσε στὸ Θεὸ μία ὥρα τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔλα στὴν ἐκκλησία! Ὧρες ὁλόκληρες διαθέτεις ἀλλοῦ· γιὰ τὸ Θεὸ τίποτα; Τὸν ξεχάσαμε. Εμαστε γενεὰ μοιχαλίς, δέντρα ἄκαρπα κατάλληλα μόνο γιὰ τὴ φωτιά. Τὸ λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19).
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸν Ἰωάννη. Τί λέει ὁ Ἰωάννης; Μιὰ λέξι, ἕνα κλειδὶ μᾶς δίνει· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2), δηλαδὴ ἀλλάξτε μυαλό, ἀλλάξτε δρομολόγιο, γιατὶ ὅπως πᾶτε θὰ βρεθῆτε στὸ γκρεμό, στὴν κόλασι. Ἀλλάξτε πρόγραμμα, ἀξιοποιῆστε τὸ χρόνο ποὺ χαρίζει ὁ Θεός, μὴ τὸν σπαταλᾶτε.
Ἂν μπορούσαμε, ἀγαπητοί μου, ν᾿ ἀκούσουμε τί ζητοῦν οἱ κολασμένοι στὸν ᾅδη, ξέρετε τί θέλουν; Μιὰ στιγμή, ἕνα δευτερόλεπτο, νὰ ξαναγύριζαν στὴ ζωή, γιὰ νὰ ποῦν «Ἥμαρτον» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18,21· 23,42). Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς μὴ χάνουμε καιρό. Ἂς συναισθανθοῦμε τί χάσαμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσπαθήσουμε ὅλες οἱ ὧρες ν᾿ ἀξιοποιηθοῦν. Νὰ δώσουμε ὑπόσχεσι στὸ Θεό, ἐφέτος νὰ μὴν κερδήσῃ ὁ διάβολος οὔτε μία ὥρα. Ὅλες οἱ ὧρες, ὅλες οἱ μέρες, ὅλες οἱ βδομάδες, ὅλη ἡ ζωή μας νά᾿ νε κοντὰ στὸ Θεό, κοντὰ στοὺς ἀγγέλους, κοντὰ στὴν Παναγιά, γιὰ νά ᾿χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† “Επίσκοπος Aὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίας Μαρκέλλης Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν 31-12-1961

Πώς η αγάπη γίνεται φως



Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα θλιμμένο τσοπανόπουλο. Είχε ένα κοπάδι στο βουνό. Κοντά σ’ ένα πλατάνι ήταν η καλύβα του.
Το χειμώνα την έδερνε το χιόνι και το καλοκαίρι τη χτυπούσε ο ήλιος. Το πλατάνι και η γάργαρη βρυσούλα δρόσιζαν το τσοπανόπουλο.

Ολημερίς έβοσκε τα πρόβατα του. Το βράδυ διάβαζε κάτι φύλλα. Δεν ήταν παραμύθια. Ήταν οι προσευχές της μάνας του. Όλη τη νύχτα κοίταζε τ’ αστέρια και αναρωτιόταν αν υπάρχει η αν μπορεί να υπάρξει μέσα του κάποιο αστέρι, κάποιο φως. Θα μπορούσε άραγε να γίνει φως και αν ο Θεός που είναι φως δίνει το φως, πως το τσοπανόπουλο ήταν ακόμη θλιμμένο;

Δεν δικαιολογείται, μονολόγησε, να πιστεύω στο φως και να μην είμαι φως. Κάτι πρέπει να κάνω. Σκέφτηκε λοιπόν αν ξεκινήσει να μάθει την τέχνη να γίνει φως. Άφησε το κοπάδι σε ένα φίλο του τσοπάνο και ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι του πάνω στο άλογό του. Την πρώτη νύχτα κοιμήθηκε σε μια καλύβα που την είχαν φτιάξει κυνηγοί. Έβγαλε λίγο τυρί και ψωμί από το ταγάρι του και έφαγε. Το πρωί σηκώθηκε και άρχισε να κατηφορίζει την άλλη πλευρά του βουνού που ήταν γεμάτη πλατάνια και θυμάρια. Όλος ο τόπος ευωδίαζε! Το τσοπανόπουλο όμως συνέχισε να ψάχνει τον τρόπο για να γίνει φώς.

Προχωρώντας πιο κάτω, αντίκρισε μια καλύβα όμοια με τη δική του, κάποιος σκάλιζε τον κήπο. Πλησίασε και είδε μια γριούλα.
- Καλημέρα κυρούλα της είπε.
- Καλή στράτα γιόκα μου, του απάντησε.
- Τι καλό κάνεις;
- Σκαλίζω τις ντοματιές παιδί μου. Μπορεί να με βοηθήσεις λίγο; Μετά χαράς, είπε το παλικάρι και κατέβηκε από το άλογό του.

Αμέσως άρχισε να σκαλίζει το χώμα με ευχαρίστηση. Σε λίγη ώρα ο κήπος ήταν έτοιμος.
- Σ’ ευχαριστώ γιέ μου του είπε η γριούλα. Έλα αν θέλεις να ξεκουραστείς στο φτωχικό μου τώρα.
- Ευχαριστώ μα δεν μπορώ της είπε. Μήπως ξέρεις όμως να μου πεις πως μπορώ να γίνω φώς;

Η γριούλα χαμογέλασε και του είπε. «Προχώρα και βοήθα, και θα βρεις αυτό που θέλεις.» Το παλικάρι την ευχαρίστησε και έφυγε. Στο πρώτο χωριό της βουνοπλαγιάς συνάντησε κατά σύμπτωση κάποιον γεράκο που σκάλιζε τον κήπο του. Βοήθησε πάλι τον γεράκο και εκείνος στην ερώτηση πως θα γίνει φως του είπε το ίδιο. «Προχώρα και βοήθα».

Μπα! Σκέφτηκε. Δυο άνθρωποι μου είπαν το ίδιο. Κάποια σοφία θα κρύβουν αυτά τα λόγια τους. Προχώρησε χαρούμενος στο δρόμο του. Συνάντησε αυτή τη φορά ένα κοριτσάκι που έκλαιγε. Γιατί κλαίς μικρή μου; Της είπε. Κόπηκα και μάτωσε το χέρι μου του απάντησε. Τότε το τσοπανόπουλο έβγαλε το μαντήλι του και περιποιήθηκε το χέρι της μικρής. Τα παιδικά δάκρυα σταμάτησαν και το χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της μικρής.

Το τσοπανόπουλο συνέχισε το ταξίδι του και όπου πήγαινε έδινε βοήθεια σε όποιον μπορούσε. Σε ανθρώπους και ζώα. Ώσπου ξαφνικά μια μέρα, καθώς επέστρεφε στην καλύβα του συναντήθηκε με τον βασιλιά της χώρας που είχε βγει για κυνήγι. Καλό μου παλικάρι γεια χαρά σου. Με τι λούζεσαι και είναι τόσο φωτεινό το πρόσωπό σου, του είπε. Μόνο με νερό πλένομαι του απάντησε.

Κάποιο μυστικό θα κρύβεις του είπε γιατί είσαι ολοφώτεινο. Σε όλη μου τη ζωή ήθελα να είμαι φώς και να έχω φωτεινό πρόσωπο. Δυο ανθρώπους που συνάντησα μου είπαν «Προχώρα και βοήθα» έτσι λοιπόν εγώ αυτό έκανα πάντοτε. Μπράβο σου του είπε. Έγινες φως! Γιατί τι άλλο είναι το φως παρά η αγάπη;

Αφού δεν έχω δικό μου παιδί έλα μαζί μου για να γίνεις διάδοχός μου κάποια ημέρα του είπε. Έπειτα από πολλά χρόνια το τσοπανόπουλο έγινε ένας καλός άρχοντας που δίδασκε στο λαό του την αγάπη που φέρνει το φως. Εδώ τελειώνει το παραμύθι μου. Κοντά του ίσως βρήκαμε και εμείς μια πτυχή της ζωής. Το φως ζητά την αγάπη. Τα δυο μαζί θα μας οδηγήσουν πολύ ψηλα. Ας γίνουμε και εμείς φως και ας σκορπίζουμε την αγάπη!!!

«Ευχαριστούμε τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Δανιήλ Σάπικα για το κείμενο».


Έπειτα θα΄ρθουν οι εκπλήξεις...



Εμείς όλοι οι τσαλακωμένοι και δυσκολεμένοι της ζωής, που έχουμε φάει τα σκοτάδια μας με το κουτάλι, πρέπει να καταλάβουμε, ότι το ύφασμα που κάποτε σχίστηκε, δεν μπορεί να γίνει ποτέ το ίδιο. Η ραφή ή ουλή θα φαίνεται πάντα. Αυτό όμως, δεν είναι αναγκαστικά αδιέξοδο. Δεν ζητάμε την τελειότητα αλλά τον εαυτό μας. Και ο εαυτό μας, χρειάζεται μια βαθιά αγκαλιά γι αυτό που είναι, και όχι γι αυτό που θα θέλαμε να είναι. Είναι φώς και σκοτάδι μαζί. Ιερός και βέβηλος, σεμνός και πρόστυχος, άγιος και αμαρτωλός. Η αποδοχή είναι η αρχή για το ταξίδι. Έπειτα θα έρθουν και οι εκπλήξεις…

π. λίβυος

"Ἂν συνεχιστεῖ ὁ τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς τοῦ παλιοῦ χρόνου καὶ στὸν νέο, τότε τί νόημα ἔχει κάθε εἶδος ἑορτῆς;"

Εἶναι μία χαρὰ κάθε νέα ἀρχή. Πρόκειται γιὰ ἕνα καινούργιο ξεκίνημα. Ἕναν φωτεινὸ ἥλιο ποὺ ἀνατέλλει μὲ νόημα καὶἐλπίδα. Κάθε νέο ξεκίνημα εἶναι ἕνα εὐχάριστο ἄθλημα. 
Ὁ νέος χρόνος δημιουργεῖ ἀπολογισμούς, σκέψεις, σχέδια, προγράμματα, συγκινητικοὺς ἐνθουσιασμούς. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε γιὰ ὅλα αὐτὰ ὑπεύθυνος ἀγώνας. Ἡ κάθε ἀρχὴ μᾶςἀνανεώνει σημαντικά. Λησμονοῦμε τὰ παλαιὰ κι ἐπεκτεινόμαστε στὰ νέα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὡραία πὼς ὁ χρόνος θὰ περάσει εὐτυχισμένα ἂν ποιεῖς εὐχάριστα τὸ θεῖο θέλημα. Ἂν ἐργάζεσαι τὴ δικαιοσύνη, ἡ ἡμέρα σου θὰ εἶναι καλή. Ἂν ἁμαρτάνεις, ἡ ἡμέρα σου θὰ εἶναι πονηρή, ταραγμένη καὶ σκοτεινή. Ἂν πιστεύεις στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐφαρμόζεις, ὅλος ὁ χρόνος σου θὰ πηγαίνει καλά. Ἂν ὅμως παραμελεῖς τὴνἀρετὴ κι ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τοὺς ἀριθμοὺς τῶν ἡμερῶν, θὰ μείνεις ἔρημος καὶ φτωχὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά.
Τὸ πρόσφατο παρελθὸν ποὺ ἔφυγε πῆρε μαζί του πολλὰ στοιχεῖα ἱερότητος, ὡραιότητος, εἰρήνης, ἡσυχίας καὶ χαρᾶς.Ἑορτάζουμε τί; Τὴν ἀπώλεια τῆς σοφίας, τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ πραγματικοῦ πλούτου; Ἑορτάζουμε τὴν εἴσοδο τοῦ νέου χρόνου γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε πρόσφατα κακὰ καὶ νὰ ὁλοκληρώσουμε καταστροφές; Ὁ χρόνος ποὺ πέρασε εἶχε θυμό, μίσος, κακία, οἴηση καὶ μεγάλη ταραχή. Δυστυχῶς ἡ ἴδια κατάσταση συνεχίζεται. Ἐπικρατεῖ τὸ συμφέρον, ὁ ἀτομισμός, ἡκερδοσκοπία καὶ μόνο ἡ προσωπικὴ καλοπέραση.
Οἱ χριστιανοὶ ἔμειναν θεατὲς ἁπλοὶ τῶν πικρῶν γεγονότων, κάποιοι ἐπηρεάστηκαν κιόλας καὶ ἄλλοι παρασύρθηκαν. Δὲν χαμογελᾶμε πιά, δὲν λέμε ζεστὰ καλημέρα, δὲν συμπαραστεκόμαστε εἰλικρινά. Δὲν ἀφήσαμε τὴν πονηριά, τὴν παραξενιά, τὴν γκρίνια, τὸ κουτσομπολιό, τὴν κατάκριση καὶ τὴν ἀχόρταγη ἐγωκεντρικότητά μας. Παρασυρθήκαμε ἀπὸ τὴ νοσηρὴἀπληστία, τὴ δαιμονοκίνητη χαιρεκακία καὶ τὸ κλείσιμο στὸ καβούκι τοῦ ἐγώ μας.
Ἂν συνεχιστεῖ ὁ τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς τοῦ παλιοῦ χρόνου καὶ στὸν νέο, τότε τί νόημα ἔχει κάθε εἶδος ἑορτῆς; Ἂν ὁ νέος χρόνος εἶναι ὁλόιδιος, γιὰ νὰ μὴν πῶ χειρότερος, τί διαφορὰ ὑπάρχει; Τί νέα ἀρχὴ θὰ τεθεῖ; Μήπως τὰ γέλια θὰ πρέπει νὰμᾶς ὁδηγήσουν σὲ δάκρυα; Μήπως θὰ πρέπει νὰ ξαναμιλήσουμε σοβαρὰ γιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια; Ἀξίζει νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸπολύτιμο δῶρο στὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀναχωρήσει ὁ παλιὸς χρόνος μὲ τὶς κακίες τοῦ ἀνεπίστρεπτα. Ἂς εἶναι ὁ νέος χρόνοςἀρχὴ οὐσιαστικῆς ἀλλαγῆς. Ἂς ἀποτελέσει σταθμὸ τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Νὰ ἀναγεννηθεῖ ἕνας νέος ἐαυτὸς καὶ νὰ παραμείνει νέος στὸ πέρασμα τῶν χρόνων.
Δὲν γνωρίζουμε καθόλου τί μᾶς κρύβει τὸ νέο ἔτος. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ χρόνους καὶ καιρούς. Εἶναι Αὐτὸς ποὺγεννήθηκε καὶ βαπτίσθηκε ὡς ἄνθρωπος. Πειράχθηκε ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ νίκησε ὡς Θεὸς καὶ μᾶς παρακινεῖ σὲ ἀντίσταση. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, ἀποκοιμήθηκε, πλήρωσε φόρους, γιὰ νὰ πλησιάσει πιὸ πολὺ τὸ πλάσμα του. Τὸν ὀνομάζουν Σαμαρείτη, τὸν θεωροῦν δαιμονισμένο, τὸν πετροβολοῦν καὶ ὑπομένει ἀγέρωχα. Τὸν πετροβολοῦν, τὸν πουλοῦν, τὸν τραυματίζουν, τὸν κακοποιοῦν, τὸν ποτίζουν ξίδι, τὸν σταυρώνουν, τὸν λογχίζουν καὶ τὸν θάβουν. Προσεύχεται, δακρύζει, κατεβαίνει στὸν Ἅδη, ἀνίσταται, ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανούς. Ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο πρότυπο καὶ γιὰ τὸν καινούργιο χρόνο καὶ γιὰ μία νέα ἀρχή.

Tου Μωυσῆ Ἁγιορείτου (†)
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Μακεδονία 30/12/2012

Ο χρόνος και ο κόσμος της φθοράς



“Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, 
νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: 
ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, 
ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς”.

Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε.

Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει.

Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει. Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;

Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.

Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!

Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε παίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τὸ ʼνα χέρι του καὶ ποὺ ʼναι γεμάτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ πού τὸ παίζει δίχως νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;

Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς τὰ πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: «Χαῖρε, ὢ Καίσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τὸν καινούριο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα του γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε.

Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν’ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.

Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τις φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα»!

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστικοῦ κόσμου, λέγει: «Ἡ κτίσις ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα, ἄθελά της, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι αὐτὴ ἡ κτίση θὰ λευτερωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιατί γνωρίζουμε, πὼς ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζί μας ὡς τώρα. Κι ὄχι μοναχὰ ἡ κτίση, ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἀναστενάζουμε, περιμένοντας τὴν υἱοθεσία (δηλ. νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ), ἤγουν νὰ λυτρωθεῖ τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὴ φθορά». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἂν κατοικεῖ μέσα σας τὸ Πνεῦμα Ἐκείνου ποὺ ἀνάστησε τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ποὺ ἀνάστησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ζωοποιήσει τὰ θνητὰ σώματά σας μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας».

Ναί. Μοναχὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ ποὺ πῆρε ἀπʼ Αὐτὸν κάθε ἐξουσία, θὰ δώσει τὴν ἀφθαρσία στοὺς ἀγαπημένους του, καταργώντας καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Νά, τί λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος γι αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν οἱ οὐρανοὶ ριζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται».

Καὶ στὴν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένα τὰ παρακάτω λόγια γιὰ τὸν καινούριο κόσμο τῆς παλιγγενεσίας: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».

Φώτης Κόντογλου