.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Γιά όσους ΘΕΛΟΥΝ να καταλάβουν

Οἱ ἄλλοι -ὅ,τι κι ἂν διαβάσουν- δὲν μετακινοῦνται 
ἀπὸ τὴν θέση τους!



Ὁ Νόμος καὶ οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στοὺς ἀσεβεῖς αἱρετικούς:


 «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς»(B΄ Ιωάνν. 10-11).

«Εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ …καί τῇ κατ’ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ τετύφωται, …ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων» (24. Α΄ Τιμόθ. 6, 3-5).

«Ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε…» (Ἡσαΐας 52, 10-12).

«Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί» (Ματθ. 7,6).

«Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν» (Ἡσαΐας 48,22)

«Μή δῶτετό ἅγιον τοῖς κυσί» (Ματθ. 7,6).


Ἀναλυτικότερα:

Ὁ Μ. Φώτιος ἑρμηνεύει: «Κύνες καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν …ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο» (P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232, 30).

«Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω (Γαλάτ. 1, 8-9.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).

«Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λοιπόν ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε ἀποδεχθῆ καί κηρύξη κάποια αἵρεσι. Καί αἵρεσις εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ὄχι μόνο ἡ ἀθέτησις κάποιου δόγματος (π.χ. τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν δύο ἐπί Χριστοῦ φύσεων καί θελήσεων κ.λπ.), ἀλλά «παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντα», δηλαδή ἡ ἀλλοίωσις καί διαστροφή κάθε εὐαγγελικῆς ἐντολῆς (π.χ. σέ ἐντολές πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς) [ἐδῶ].

Ὁ Μ. Φώτιος: «“Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”. Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιγξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει» (Ε.Π.Ε. 4, 396, 28).

Ὁ ἱ. Χρυσόστομος:«Καί οὐκ εἶπεν, ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἤ ἀνατρέπωσι τό πᾶν, ἀλλά, κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν» (Ε.Π.Ε. 20, 200, 1).

«Παραγγέλομεν δε ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς (νὰ ἀπομακρύνεσθε) ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν (Β΄ Θεσσ. 3,6). 
Καί· «Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούη τῷ λόγῳ ἡμῶν διά τῆς ἐπιστολῆς τοῦτον σημειοῦσθε καί μή συναναμίγνυσθε αὐτῷ ἵνα ἐντραπῇ» (Β΄ Θεσσ. 3,14).

«Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Τίτον 3,10:

«Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσειςἀπωλείας…· καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι᾿ οὓς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται» (Β΄ Πέτρου 2, 1-3).

«Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς»(B΄ Ιωάνν. 10-11).

«Aὐστηροτάτη εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ γιά τούς αἱρετικούς, ἡ ὁποία στό χωρίο αὐτό μεταφέρεται διά τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει ὁ Θεός οἱαδήποτε σχέσι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο καί Ἀποστολική πίστι. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή φθάνει εἰς τό σημεῖο τοῦ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ, διότι καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν γινόμεθα κοινωνοί τῆς πίστεως αὐτῶν. Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι αὐτός ἀκριβῶς ὁ μολυσμός, τόν ὁποῖον ἀναφέρουν οἱ Πατέρες. Δηλαδή καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί ἄρα μολυνόμεθα ὡς πρός τήν πίστι» (ἐδῶ).
 
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἀλλ’ οὐδέ νά τούς προσφωνῆτε καί νά λέγετε εἰς αὐτούς τό συνειθισμένον χαῖρε, ἤτοι νά μή τούς χαιρετᾶτε. Διατί ὅποιος εὑρεθῇ καί εἰπῇ τοῦτον μόνον τόν ψιλόν λόγον τοῦ χαιρετισμοῦ εἰς αὐτούς, αὐτός εὑρίσκεται ἐνταυτῷ καί τῶν ἀσεβῶν δογμάτων καί τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἔργων συγκοινωνός καί συμμέτοχος. 
Ταύτην δέ τήν παραγγελίαν ἐρανίσθη ὁ Θεολόγος ἀπό τόν προφήτην Ἡσαΐαν, ὅστις λέγει ταῦτα∙ “οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν” (Ἡσ. 48,22).

Διδασκόμεθα λοιπόν ἀπό ὅλα τά λόγια ταῦτα, ὅτι πρέπει νά ἀποστρεφώμεθα τούς κακοδόξους καί αἱρετικούς καί καμμίαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν νά μήν ἔχωμεν μέ αὐτούς, οὐδέ τό χαῖρε νά προσφωνοῦμεν εἰς αὐτούς, ἀλλά νά τούς ἔχωμεν μισητούς και σιχαμερούς» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 655).

«Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς θείας κοινωνίας ἀφεκτέον… εἰ ἐσθίει τις μετά τοῦ μοιχοζεύκτου, ἤ μεθ' ἑτέρου αἱρετικοῦἀδιαφόρως, φυλακτέον μή συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις, κἄν ὑποκρίνωνται ὀρθοδοξεῖν∙ οὐ γάρ φυλάσσουσι τό πρόσταγμα τοῦ ἀποστόλου, τοῖς τοιούτοις, λέγοντος, μηδέ συνεσθίειν» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ Ναυκρατίῳ τέκνῳ).
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός μνημονεύει ἀπό φόβο τόν αἱρετικό Μητροπολίτη, πέραν τούτου ὅμως δέν ἔχει καμμία ἄλλη ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὅταν ὅμως ὁ ἱερεύς μνημονεύει αἱρετικόν Ἐπίσκοπο ἤ ὁ Ἐπίσκοπος αἱρετικόν Μητροπολίτη, ἀπό αὐτούς δέν κοινωνοῦμε, ἔστω καί ἄν παρουσιάζωνται μέ τά λόγια καί τίς ὁμολογίες ὡς Ὀρθόδοξοι: «εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς θείας κοινωνίας ἀφεκτέον» (ἐδῶ).

Προετοιμασία του πιστού λαού από τον Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, και διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου, που δεν ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας 2. Ομιλία του π. Θεοδώρου Ζήση, για την διακοπή του Μνημοσύνου

Προετοιμασία του λαού και διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου
Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης παρακολουθεῖ τὶς ἐπικίνδυνες αἰρετικὲς κινήσεις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν. Τὸ ὑλικὸ ποὺ βγαίνει στὴν δημοσιότητα εἶνε ἑλάχιστο καὶ ἐλεγχόμενο. Γι’ αὐτό, μὲ ἀνοικτές ἐπιστολές ποὺ δημοσιεύει κατὰ καιρούς, ἐνημερώνει τὸν πιστὸ λαό καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατριάρχη νὰ ἐπιβεβαιώσῃ ἢ νὰ διαψεύση τὶς φῆμες, Συγχρόνως, προετοίμαζε τὸ ποίμνιό του καὶ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, για την διακοπή τοῦ μνημοσύνου.
Ἡ διακοπή ἀπὸ τὸν Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστῖνο ἔγινε τον Μάρτιο του 1970, λίγες ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο καὶ ἀκολούθησε ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Στὴ «Σπίθα», φυλ. 322, Ἰανουαριος 1969, μὲ θέμα «οἱ αἰρέσεις» (ἀπόσπασμα):
Τι είναι αίρεση
Αἴρεσις εἶνε ἡ δηλητήριώδις τροφή τῆς ψυχῆς· εἶνε ἡ νοθεία τῶν σωτηρίων φαρμάκων· εἶνε ἡ ὑποκλοπὴ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης· εἶνε ἡ παραχάραξις τῶν νομισμάτων τῆς ἀληθείας· εἶνε ἡ παραποίησις τοῦ τελείου· εἶνε ἡ παρέκκλισις ἐκ τῆς ὀρθῆς γραμμῆς τὴν ὁποίαν χαράσσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αἴρεσις εἶνε ἡ παραδοχὴ ξένων θρησκευτικῶν ἰδεῶν, τὰς ὁποίας καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἰδρυσεν ὡς στύλον καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.Ἀλλὰ ὁ κόσμος σήμερα δὲν δίδει σημασία εἰς τὴν σοβαρότητα τοῦ ἐκ τῆς αἰρέσεως κινδύνου.Ὦ κόσμε! Προσέχεις τὰ μικρὰ. Προσέχεις τὸ γάλα σου νὰ εἶνε γνήσιο, ἡ τροφή σου νὰ εἶνε καθαρά καὶ βιταμινοῦχος, τὰ φάρμακά σου νὰ μὴν εἶνε νοθευμένα, τὰ ἀρχαιολογικά σου καὶ τὰ χαρτονομίσματά σου νὰ μὴ εἶνε κίβδηλα, τὰ ἀρχαιολογικά σου μνημεῖα νὰ μὴ ὑποστοῦν τὴν παραμικρὴ φθορά, τὰ μέσα συγκοινωνίας, μὲ τὰ ὁποία κάμνεις τὰ ταξείδιά σου, νὰ μὴ παρεκλίνουν ἀπὸ τὰς γραμμάς των. Ὅλα τὰ προσέχεις. Ἐκτὸς ἑνός. Τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Αὐτὴ δὲν σὲ ἐνδιαφέρει. Ἀλλοίμονο, κόσμε, μὲ τὰς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχεις καὶ μὲ τὴν ἀδιαφορία σου. Ἔτσι ἀδιαφορῶντας γιὰ τὰ μέγιστα καὶ ὕψιστα θὰ καταπέσῃς εἰς τὰ βάραθρα τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, τοῦ Ὑλισμοῦ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀθεΐας και τότε θὰ καταλάβῃς τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία περιφρόνησες.Σεῖς δέ, πισταὶ ψυχαί, ὅσοι ὑπελείφθητε εἰς τὸν αἰῶνά μας, μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὰ μοντέρνα ρεύματα τοῦ κόσμου, μὴ πτοεῖσθε ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἐχθρῶν, τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων, ἀλλὰ μείνατε σταθεροί τῇ ΑΠΑΞ παραδοθείσα τοῖς ἁγίοις πίστει καὶ ἔστε ἕτοιμοι ν᾽ ἀγωνισθῆτε τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν. Ἡ Ὀρθοδοξία ζῇ καὶ ὁ τελικὸς θρίαμβος ἀνήκει εἰς αὐτήν.
«Σπίθα Ἰανουάριος 1969, φυλ. 322)
Καὶ μιὰ ὑποσημείωση στὸ τέλος
Ἡ Σπίθα ὄργανο μαχητικὸ τῆς στρατευομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρ᾽᾽ὅλας τὰς δυσκολίας καὶ τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἔργου τοῦ συντάκτου αὐτῆς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ παραμένει ἡ ἴδια, ‘Υπεράσπισις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς ἔναντι τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν. Ἀνένδοτος ὁ ἀγών. Ἀλλ᾽᾽ὁ τρόπος τῆς διεξαγωγῆς τοῦ ἀγῶνος ποικίλλει ἀναλόγως κρισιμότητος τῶν καιρῶν, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Συμβιβασμοί, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ , οὔτε ἔγιναν οὔτε θὰ γίνουν.

Ἡ Διακοπη του Μνημοσυνου Επισκοπων
-ΙΕ΄ Κανων Πρωτοδευτερας Συνοδου



(Εἰσαγωγή)
Ἀπομαγνητοφωνήσαμε τὴν ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου, γιατὶ πρόκειται γιὰ ἕνα σημαντικὸ κείμενο ποὺ ἀσφαλῶς θὰ προβληματίσει καὶ ἐκείνους ποὺ στέκονται μὲ δισταγμὸ στὸ πρόβλημα τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον σᾶς διένειμα αὐτὲς τὶς φωτοτυπίες ἀπὸ Κανόνες (ἀπὸ τὸ Πηδάλιον εἶναι), εἶναι διότι οἱ κανόνες αὐτοὶ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ ὅλους τελευταῖα, μὲ τὸ θέμα τῆς διακοπῆς τοῦ Μνημοσύνου τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ θέμα καὶ πολὺ σοβαρὸ θέμα τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὴν Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τῶν Ἐπισκόπων· τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι μέσα στὴν Θ. Λειτουργία πολλὲς φορὲς καὶ στὰ Εἰρηνικά, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Θ. Λειτουργία μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Θ. Λειτουργία “ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Ἀνθίμου”, αὐτὸ λέγεται τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου· μνημονεύουμε τὸν Ἐπίσκοπο κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν. Καὶ γιατί γίνεται ὁ λόγος γιὰ τὴν διακοπὴ αὐτὴ τοῦ μνημοσύνου, δηλαδὴ νὰ μὴ μνημονεύουμε τὸν Ἐπίσκοπο μέσα στὴν Θ. Λειτουργία; —Παρακαλῶ, τὰ πράγματα εἶναι σοβαρά, δὲν εἶναι ἀστεῖα. Δὲν σηκώνουν συζητήσεις καί… Εἶναι πολὺ σοβαρὰ τὰ πράγματα. Ἔχουν σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας τὰ θέματα αὐτὰ καὶ μὲ τὴν αἵρεση—. Ὁ λόγος, λοιπόν, γιὰ τὸν ὁποῖον συζητοῦμε γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τῶν Ἐπισκόπων εἶναι διότι ὑπάρχει ἕνας Κανόνας, ὁ ὁποῖος μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τὴν προηγουμένη τῆς Ἐκκλησίας μας, λέει ὅτι ὅταν ὁ Πατριάρχης, ὁ Μητροπολίτης ἢ ὁ Ἐπίσκοπος κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν αἵρεση, κι ὁ Κανόνας αὐτὸς εἶναι ὁ 15ος, ἂν γυρίστε τὴν σελίδα στὴν φωτοτυπία, λέει τῆς Α΄ καὶ Β΄ λεγομένης Συνόδο, τῆς Πρωτοδευτέρας… -δὲν θὰ τὸν ἀναλύσουμε, κάνουμε εἰσαγωγὴ στὸ μάθημα σήμερα-, αὐτὴ λοιπόν, ἡ Α΄ καὶ Β΄ Σύνοδος δηλ. ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος, ποὺ δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὴν Α΄ Οἰκουμενική, οὔτε μὲ τὴν Β΄ Οἰκουμενική· ὀνομάστηκε αὐτὴ Πρωτοδευτέρα, διότι συνῆλθε τὸ 861, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Φωτίου, συνῆλθε σὲ δύο περιόδους. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος ἐξέδωσε 17 Κανόνες κι ἀνάμεσα στοὺς 17 Κανόνες εἶναι κι αὐτὸς ὁ περίφημος, ὁ διαβόητος -ἔχει γίνει διαβόητος αὐτὸς ὁ Κανόνας τὸν τελευταῖο καιρὸ μὲ πολλὴ βιβλιογραφία. Ὅλοι γράφουν γιὰ τὸν Κανόνα αὐτό, ὁ καθένας τὸν ἑρμηνεύει, ὅπως τὸν καταλαβαίνει καὶ νὰ δοῦμε ποιά ἑρμηνεία εἶναι σωστή. Ἔχουν γραφτεῖ βιβλία ὁλόκληρα γι’ αὐτὸν τὸν Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου καὶ τὸ κύριο θέμα στὸ ὁποῖο ἐρίζουν οἱ ἑρμηνευτὲς αὐτοῦ τοῦ Κανόνος (σᾶς τὸ λέω εἰσαγωγικὰ τώρα -θὰ τὸ δοῦμε- γιὰ νὰ σᾶς κινήσω τὸ ἐνδιαφέρον σας) εἶναι, ἂν αὐτὸ ποὺ λέει αὐτὸς ὁ Κανόνας, δηλ. ἡ Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση Ἐπισκόπου (ὁ Κανόνας αὐτὸς λέει πώς, ἂν κάποιος Πατριάρχης, Μητροπολίτης ἢ Ἐπίσκοπος κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» -δηλ. παρρησία, φανερά, ξεδιάντροπα, ἀπὸ ἄμβωνος- κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν αἵρεση, αὐτοῦ τοῦ Πατριάρχου, Μητροπολίτου, Ἐπισκόπου μποροῦμε νὰ διακόψουμε τὸ Μνημόσυνο. Δέστε, λοιπόν, νὰ πάρετε μία ἰδέα, αὐτὸν τὸν Κανόνα, τὸν 15ο. Λέει:]
Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, [αὐτὰ εἶναι στοὺς προηγουμένους Κανόνας] πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον
πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, [Μᾶς λέει λοιπόν ἐδῶ, στὴν ἀρχή, στὸ πρῶτο μέρος τοῦ Κανόνος, ὅτι ὅποιος πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσει νὰ μὴ ἔχει κοινωνία, νὰ πάρει ἀποστάσεις ἀπὸ τὸν Πατριάρχη του καὶ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του στὴ Θ. Λειτουργία, πρὶν ἐπισήμως νὰ καταδικαστεῖ, τότε αὐτὸς ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ μητροπολίτης, ποὺ δὲν μνημονεύει, δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, πρὶν ὁ Πατριάρχης καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, αὐτὸς εἶναι σχισματικός, αὐτὸς κάνει σχίσμα.
Ἑπομένως, δέστε ἐδῶ, στὸ πρῶτο μέρος τοῦ Κανόνος ἔχουμε κάτι πολὺ φοβερό· δηλ. λέμε περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου, ἀλλὰ μπορεῖ αὐτὴ ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου νὰ σημαίνει σχίσμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τοῦ Κανόνος ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ. Θὰ τὰ δοῦμε λεπτομερῶς στὰ μαθήματά μας.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα δεύτερο μέρος τὸ ὁποῖον μᾶς ἀφορᾶ. Τί λέει τὸ δεύτερο μέρος;] τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. [Αὐτὸν λοιπόν, ποὺ δὲν μνημονεύει τὸν Πατριάρχη κ.τ.λπ., αὐτὸν ἡ Ἁγία Σύνοδος –αὐτὴ ἡ ΑΒ- ὥρισε νὰ εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἱερωσύνη, δηλ. καθαιρεῖται· πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ ἐλεγχθεῖ, νὰ τὸν καλέσουν σὲ δίκη καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουν· μὴν τὸν καθαιρέσουν χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσουν. Πρέπει νὰ γίνει ἔλεγχος, πρέπει νὰ γίνει ἀνάκρισις, νὰ τὸν καλέσει ἡ Σύνοδος νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ ἐλεγχεῖ. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μέρος.
Τὸ δεύτερο μέρος ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει κυρίως ἐμᾶς]. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. [Αὐτά, ὅμως, τὰ ὁρίζουμε, ὅτι δηλ. εἶναι σχισματικοὶ καὶ καθαιροῦνται, γι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι μὲ πρόφαση κάποια ἁμαρτήματα τῶν Ἐπισκόπων δημιουργοῦν σχίσμα. Δηλ. ἂν νομίσουμε ὅτι ὁ Δεσπότης εἶναι κλέφτης, ἢ πόρνος, ἢ μοιχός, ἢ ἄδικος, γιὰ τέτοια ἁμαρτήματα ἠθικά, ἂν κάποιος δὲν μνημονεύει τὸν Πατριάρχη πρὶν νὰ καταδικαστεῖ, αὐτὸς κάνει σχίσμα. Καὶ λέει στὴν συνέχεια]. Οἱ γὰρ [τώρα κάνει τὴν ἐξαίρεση· ὑπάρχει κι ἄλλη περίπτωση γιὰ Διακοπὴ Μνημοσύνου· ποιά;] δι᾿ αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, [αὐτὸ μᾶς ἐνδιαφέρει] τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, [νά, καὶ ἡ λέξη ἀποτείχιση ποὺ τὴν λένε συχνά, ἀπὸ ἐδῶ τὴν παίρνουν] ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. [Τὸ πρῶτο, λοπόν, μέρος τοῦ Κανόνος τοῦ 15ου λέει, ὅσοι διακόπτουν τὸ ὄνομα, τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου…, γιὰ κάποια ἐγκλήματα, ἁμαρτίες, αὐτοὶ κάνουν σχίσμα καὶ καθαιροῦνται. Δὲν ἰσχύει ὅμως αὐτὸ καὶ γιὰ κείνους ποὺ γιὰ κάποια αἵρεση, ποὺ εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ Συνόδους ἢ ἀπὸ Ἁγίους Πατέρες, αὐτοὶ δηλ. ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, ὅταν αὐτὸς ὁ Πρόεδρος κηρύσσει, γράφει δημόσια γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὴν διδάσκει μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ παρρησία, αὐτοὶ δὲν ὑπάγονται στὸν προηγούμενο Κανόνα ποὺ καθαιροῦνται.
Δηλ. ἐδῶ δὲν περιμένουμε νὰ ἔρθει Σύνοδος καὶ νὰ καταδικάσει τὸν Ἐπίσκοπο γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ ἂν διαπιστώσουμε ὅτι ἔχει αἵρεση ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, πρὶν ἡ Σύνοδος τὸν καταδικάσει, μποροῦμε νὰ διακόψουμε τὸ μνημόσυνό του. Καὶ αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν τιμωροῦνται καὶ δὲν καθαιροῦνται ὡς σχισματικοί, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτοὶ πρέπει νὰ τιμοῦνται, αὐτοὶ ποὺ κάνουν Διακοπὴ Μνημοσύνου. Καὶ δικαιολογεῖ γιατί πρέπει νὰ τιμοῦνται καὶ νὰ μὴν τιμωροῦνται]. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι. [Γιατὶ δὲν κατεδίκασαν Ἐπισκόπους ἀληθινούς -αὐτὸς ποὺ κηρύττει αἵρεση δὲν εἶναι Ἐπίσκοπος, ἀλλ’ εἶναι ψευδεπίσκοπος καὶ ψευτοδιδάσκαλος, ἑπομένως καλὰ κάνουν καὶ διακόπτουν τὸ Μνημόσυνο. Αὐτοὶ δὲν ἔκαναν σχίσμα μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχίσματα, τὰ ὁποῖα προκαλοῦν αὐτοὶ ποὺ κηρύσσουν αἵρεση. Αὐτὸς ποὺ κηρύσσει αἵρεση, αὐτὸς κάνει σχίσμα στὴν Ἐκκλησία. Ἑπομένως αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὸ μνημόσυνο τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση, ὄχι μόνον δὲν κάνει σχίσμα, ἀλλὰ ἀντίθετα γλυτώνει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίματα.
Αὐτὸς εἶναι ὁ περίφημος 15ος Κανών. Ἔγινε μία πρώτη του ἀνάγνωση. Θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ μερικὰ μαθήματα μὲ τὸν Κανόνα αὐτόν, γιατὶ γίνεται χαμός. Καὶ νὰ σᾶς πῶ, ἐπειδὴ γίνεται χαμός, ὁ καθένας λέει ὅ,τι θέλει. Πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια –και νιώθω ἔνοχος– μὲ παρεκάλεσε ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ὁ Ἁγιορείτης –ποὺ τάχουν χάσει ὅλοι, ἄλλος λέει αὐτό, ἄλλος λέει ἐκεῖνο– πάτερ Θεόδωρε, σᾶς παρακαλῶ δέστε τὸν Κανόνα, πάρτε τί λέει ὁ ἕνας καὶ τί λέει ὁ ἄλλος καὶ κάντε μας μιὰ μελέτη, γράψτε, τελικῶς τί ἰσχύει γύρω ἀπὸ τὸν Κανόνα αὐτό. Ποιός ἔχει δίκιο; Ἔχει δίκιο ὁ Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ ὁποῖος δίνει μιὰ κάποια ἑρμηνεία στὸν Κανόνα αὐτόν; Ἔχει δίκιο ὁ Ἱερομόναχος Θεοδώρητος, λόγιος μοναχὸς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, ὁ ὁποῖος ἀντέκρουσε τὶς θέσεις τοῦ π. Ἐπιφανίου; Ἔχει δίκιο ὁ π. Τρικαμηνᾶς ὁ Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει κι αὐτὸς ἕνα βιβλίο; Ἔχει δίκιο ἕνας Ἱερομόναχος Βασίλειος Παπαδάκης ποὺ ἔχει γράψει κι αὐτὸς ἕνα τεράστιο βιβλίο; Κι ἔχουν γράψει τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι ἑρμηνεύοντας τὸν Κανόνα αὐτόν. Καθῆστε π. Θεόδωρε, καὶ κάντε μας μία μελέτη νὰ δοῦμε τελικῶς τί ἰσχύει, τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ἔχουμε προβλήματα μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ μὴν κάνουμε κανένα λάθος.
Ἀλλὰ ἐγώ, λόγῳ τοῦ ὅτι ἰδιαίτερα τὰ τελευταῖα ἑνάμισι μὲ δύο χρόνια ἦταν πολὺ φορτωμένα μὲ τὴ Σύνοδο, δὲν μοῦ ἔμενε καιρὸς νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα αὐτό, κι ἀκόμα κι ἐγώ, ἔβλεπα ἐδῶ, ἔβλεπα ἐκεῖ κι ἀποφάσισα τώρα μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ θὰ κάνουμε τὰ μαθήματα αὐτά, νὰ ξαναδῶ κι ἐγὼ ὅλη τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία καὶ νὰ ξαναδῶ τὰ κείμενα. Θὰ τὰ δοῦμε τὰ κείμενα ἐδῶ μαζί, καὶ θὰ δοῦμε τὶς βασικὲς θέσεις κι αὐτῶν τῶν πατέρων· τοῦ γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, μακαριστοῦ πλέον, ἑνὸς πολὺ λογίου καὶ ἐναρέτου κληρικοῦ, τοῦ γέροντος Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου, ἁγιορείτης ζηλωτὴς μοναχός, ὁ ὁποῖος προσεχώρησε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, λογιώτατος μοναχὸς καὶ πολὺ καλὸς γνώστης τῶν Ἱερῶν Κανόνων, καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς δικούς μας σήμερα· ἔγιναν καὶ συνέδρια γιὰ τὸ θέμα αὐτό, οἱ ὁποῖοι γράφουν γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό.
Γιὰ νὰ καταλάβετε τώρα πόσο σημαντικὰ εἶναι τὰ θέματα αὐτά, ἔχω φέρει σήμερα μαζί μου ἐδῶ νὰ σᾶς διαβάσω δύο κείμενα, δύο Μητροπολιτῶν γνωστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν Διακοπὴ Μνημοσύνου παλαιότερα τοῦ Ἀθηναγόρα τὸ 1970. Νὰ δεῖτε πὼς τὸ τοποθετοῦν. Τώρα ἔχετε ἀκούσει τὸν Κανόνα, τὸν ἐπικαλοῦνται κι αὐτοὶ τὸν Κανόνα. Ἀκοῦστε λοιπὸν τί λένε. Πρόκειται περὶ τῶν Μητροπολιτῶν, μακαριστῶν, Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔκοψε τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μὲ βάση τὸν Κανόνα αὐτόν, καὶ τοῦ Μητροπολίτη, ἐπίσης, Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τὸν Ἐλευθερουπόλεως ἔκοψε κι αὐτὸς τὸ Μνημόσυνο, καὶ στὴν συνέχεια ἀκολούθησε (μακαριστὸς καὶ αὐτός) ὁ Παραμυθίας Παῦλος καὶ σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος. 1969 μὲ 1972-73 ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος μαζί καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα.
Δὲν εἶναι τὰ πράγματα ἁπλά. Καὶ τώρα ἀναλογικά, ἔπρεπε νὰ τὸ εἴχαμε κόψει χίλιες φορές, διότι αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ Βαρθολομαῖος τώρα καὶ οἱ ἄλλοι εἶναι πολὺ χειρότερα ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε τότε ὁ Ἀθηναγόρας καὶ πιὸ τολμηρά. Ἀλλὰ ποιός ξέρει; Ποιός ἐνημερώνεται γιὰ ὅλα αὐτά; Καὶ πῶς ἐμεῖς σήμερα ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἔχουμε τὴν εὐαισθησία ποὺ εἶχαν αὐτοί, οἱ Ἁγιορεῖτες τότε (καὶ λυπᾶται καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς Ἁγιορεῖτες) οἱ ὁποῖοι ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μὲ μικρότερα ἐκκλησιαστικὰ ἀνοίγματα καὶ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα.
Ἀκοῦστε λοιπόν, τί γράφει τὸ ἱστορικὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου γιὰ τὴν Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα. Γράφει λοιπόν πρὸς τὴν Σύνοδο, ἡ ὁποία Σύνοδος δὲν τόλμησε νὰ τοὺς τιμωρήσει. Γιατί τώρα μᾶς φοβίζουν ὅλους πὼς ἂν διακόψετε τὸ μνημόσυνο θὰ σᾶς καθαιρέσουν, εἶστε σχισματικοί, θὰ σᾶς διώξουνε! Γιατί δὲν καθαιρέσανε τότε κι αὐτούς; Γιατί δὲν ὑπάρχει Κανονικὸ ἔρεισμα, δὲν ὑπάρχει Κανονικὴ βάσις, καὶ πρέπει νὰ βροῦνε κατηγορίες ἄλλες ἀσύστατες γιὰ νὰ καθαιρέσουν. Ἀπειλοῦν καὶ τώρα τὸν Ἀρχιμανδρίτη τὸν Παΐσιο Παπαδόπουλο, ποὺ διέκοψε τὸ Μνημόσυνο (τοῦ Φλωρίνης Θεόκλητου), τὸν ἀπειλοῦν μὲ καθαίρεση. Γιατί δὲν τοὺς καθαίρεσαν τότε; Καὶ τοὺς Ἁγιορεῖτες ὅλους οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τὸ Μνημόσυνο; Καὶ φωνάζουν σχισματικοὶ εἶστε κ.τ.λπ. Ἀκοῦστε λοιπὸν τὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἀμβροσίου.
Πρὸς τὴν Σύνοδο.
«Μετὰ πικρίας ἀνέγνωμεν βλασφήμους δηλώσεις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καταχωρησθείσας εἰς ἀπογευματινὴν ἐφημερίδα Ἀθηνῶν δι ὧν ἐδονήθησαν θεμέλια Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως. [Ἔνιωσε ὁ Ἐπίσκοπος πὼς δονοῦνται τὰ θεμέλια. Τώρα, σεισμὸς γίνεται, χαμπάρι δὲν παίρνουμε!]. Ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπίθεσις καὶ δὴ ἀκριβῶς μίαν ἑβδομάδα πρὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς νηστειῶν, καθ’ ἣν τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων ἑορτάζουν τὸν θρίαμβον τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὑπῆρξε καθ’ ὅλας τὰς ἐνδείξεις προμελετημένη καὶ ἐπίβουλος.
Τὸ Φανάριον, ὅπερ μέχρι καὶ τῆς προχθὲς [τὄχω πεῖ αὐτὸ χιλιάδες φορὲς αὐτὸ καὶ τὄχω ἀποδείξει] ἀπετέλει ἔνδοξον ἔπαλξιν τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀτρύτων ἀγώνων, οἱ ἡγέται τοῦ ὁποίου σθεναρῶς ἠγωνίσθησαν καὶ ἐθυσιάσθησαν ὑπὲρ τῆς πανσέπτου Ὀρθοδοξίας, [μέχρι καὶ τοῦ 19ου αἰῶνος] σήμερον μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ τίνας εὐαρίθμους ὁμόφρονας αὐτῷ κληρικούς, ἐξεστράτευσε διὰ νὰ τὴν πλήξη θανασίμως. [Τὸ Φανάρι πλήττει θανασίμως τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἐπὶ Ἀθηναγόρα· τώρα χειρότερα].
Ἐφ’ ᾧ καὶ ἐπεστρατεύθη ἡ πρώτου μεγέθους, κατὰ τὴν πατριαρχικὴν ἔκφρασιν φυσιογνωμία, ὁ μητροπολίτης δηλονότι Χαλκηδόνος κ. Μελίτων, ἡ φωνὴ τοῦ Φαναρίου -κατὰ τὸν πατριάρχην- ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει πολλοὺς τὸ Φανάριον καὶ τὸν ὁποῖον ἀσφαλῶς θὰ ἀπεθαύμαζε τὴν Κυριακήν της Τυροφάγου, [ὁ Πατριάρχης] ὅταν ἡδέως ἤκουεν αὐτοῦ, ἐξ Ἀθηνῶν ὁμιλοῦντος περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, περὶ μεταμορφώσεως τῆς Ἐκκλησίας, περὶ καρναβάλου, ἀλλὰ (ἄκουσον-ἄκουσον) καὶ περὶ ὑποκρισίας. [Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, αὐτὸς ὁ Μητροπολίτης, ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων, ἔκανε μέσα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν ἕνα κήρυγμα, τὸ ὁποῖο τοὺς κοσμικοὺς τοὺς ξετρέλανε, καὶ μιλοῦσαν ὅλοι γιὰ τὸ ὡραῖο κήρυγμα. Ἀλλὰ ἦταν ἕνα κήρυγμα φοβερό. Ἀντορθόδοξο].
Μὲ ποῖον ὅμως κύρος ὁ κ. Μελίτων ἐτόλμησε νὰ στηλιτεύση ὑποκριτὰς καὶ ὑποκρισίαν, ὅταν ὁ ἴδιος καὶ δὴ ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μυρίους ὑποκριτικοὺς φωνητικοὺς ἀττικισμοὺς μετελθῶν καὶ διὰ χειρονομιῶν καὶ ποικίλων του σώματος κινήσεων, ἥκιστα σοβαρῶν καὶ σεμνῶν, κατὰ τὰς μαρτυρίας ἀκηκοότων καὶ ἑωρακότων, οὐχὶ εἰς λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου ἀλλ΄ εἰς ἠθοποιοὺς καὶ μίμους προσιδιαζουσῶν, [ἔχουμε καὶ τώρα κάποιους ἠθοποιούς, καὶ μάλιστα ἱερεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς· ἕνα δέ, δὲν τὸν ἀντέχω νὰ τὸν βλέπω, εἶναι σκέτος ἠθοποιός, φαντάζεστε ποιόν] ἐπέτυχε νὰ πείση τοὺς πάντας ὅτι ὄντως διαθέτει ἀξιόλογον τάλαντον ὑποκριτικῆς ἱκανότητος καὶ τέχνης.
[Διὰ ταῦτα].
Κατόπιν, λοιπόν, τῶν δημοσιευθεισῶν δηλώσεων τοῦ Πατριάρχου δι ὧν οὗτος φέρεται προσχωρῶν ἀνεπιφυλάκτως εἰς αἵρεσιν, ἐξαντληθείσης τῆς ὑπομονῆς μου καὶ μὴ ὑπάρχοντος περαιτέρω περιθωρίου ἀναμονῆς, ἔπαυσα ἀπὸ σήμερον ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, [Μέχρι πότε; Ἔκανα ὑπομονή, ὁ Ἀθηναγόρας εἶπε ἐτοῦτο, εἶπε ἐκεῖνο, τὴν χρονιὰ ἐκείνη εἶπε κάτι γιὰ τὸ Πρωτεῖο καὶ τὸ Ἀλάθητο ἀπαράδεκτα, καὶ λέει, δὲν τὸν ἀντέχω ἄλλο. Στὶς Νέες Χῶρες, στὴν Ἐλευθερούπολη, ὑποχρεωμένος νὰ λέει, τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Ἀθηναγόρου καὶ τῆς Ἱ. Ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Μέχει πότε;] κατ’ ἐφαρμογὴν ΙΕ΄ Κανόνος Πρωτοδευτέρας Συνόδου. [Ἐφαρμόζοντας λοιπὸν τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Συνόδου, αὐτὸν ποὺ σᾶς διάβασα, διακόπτω ἀπὸ σήμερα τὸ Μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου].
Τοῦ λοιποῦ θὰ μνημονεύωμεν ἁγίας καὶ ἱερᾶς ἡμῶν συνόδου, [διότι τῶν Νέων Χωρῶν κάνουν διπλὸ Μνημόσυνο· μνημονεύουν καὶ τὸν Πατριάρχη καὶ τὴν Ἱ. Σύνοδο. Λέει, ἐγὼ σταματῶ νὰ μνημονεύω τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ μνημονεύω μόνο τὴν Ἱ. Σύνοδο] ἐπιφυλασσόμενος ἐπαναλάβω μνημόσυνον αὐτοῦ, εὐθὺς ὡς οὗτος ἀποδοκιμάση ἢ διαψεύση ἀντορθοδόξους δηλώσεις του, καθ’ ἃς αἱ ἐκθεμελιωτικαὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ σατανικῆς ἐμπνεύσεως αἱρέσεις Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα καὶ ἀσημάντους διαφοράς. [Εἶπε λοιπόν, ὁ Ἀθηναγόρας, ὅτι τὸ Ἀλάθητο καὶ τὸ Πρωτεῖο εἶναι ἀσήμαντες διαφορές].
Σήμερον σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία γεραίρει τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, [1970] προχθὲς ἑώρτασεν τὴν ἱερὰν μνήμην τοῦ μεγάλου Φωτίου, [6 Φεβρουαρίου] ἐπανηγύρισεν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. [19 Ἰανουαρίου].
Ἐὰν συνταχθῶμεν τοῖς ἀντορθοδόξοις φρονήμασι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, θὰ πρέπει ἀμέσως [ἐγὼ τἄχω πεῖ πρὶν τὰ διαβάσω αὐτά] νὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐ μόνον τὰ ὀνόματα τῶν διαληφθέντων ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἁπάντων τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀγωνισθέντων καὶ ἀναιρεθέντων μαρτύρων. [Αὐτοὶ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἐναντίον τοῦ Πρωτείου, ἐναντίον τοῦ Ἀλαθήτου, κι ἔρχεται τώρα ὁ Ἀθηναγόρας καὶ λέει νὰ τοὺς βγάλουμε αὐτοὺς ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες].
Λυποῦμαι βαθύτατα διὰ τὴν ἣν ἔλαβον αὐστηρὰν θέσιν, ἔναντι ἀνακύψαντος σοβαροτάτου ζητήματος,
Ἡ ἀρχιερατική μου συνείδησις μὲ ὑποχρεοῖ, ἵνα μὴ σιωπήσω περαιτέρω. Καιρὸς ὅπως ὑψωθοῦν φραγμοὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνυπέρβατοι κατὰ παπικοῦ δεσποτισμοῦ καὶ ἐπεκτατικῶν αὐτοῦ σχεδίων, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῶν ὁποίων ἀνεδείχθη -ἀτυχῶς- ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀσθενεῖς τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει Οἰκουμενισταί.
Πιστεύομεν ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας οὐ μόνον θὰ κατανοήση ἀπόφασίν μου, εἰς ἣν μὲ ὁδηγεῖ ἐπιταγὴ συνειδήσεώς μου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐφαρμόση ἔναντι δογματικῶς ἐκτροχιασθέντος Πατριάρχου, ὅ,τι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὑποδεικνύουν καὶ ἐπιτάσσουν».
[Σὰν νὰ τοὺς λέει, ὄχι μόνον δὲν μπορεῖτε νὰ μὲ τιμωρήσετε, ἀλλὰ πρέπει κι ἐσεῖς νὰ διακόψετε τὸ Μνημόσυνο, αὐτὸ ἐπιτάσσει ὁ ἱερὸς Κανών.
Αὐτὰ λοιπόν ὁ Ἀμβρόσιος τότε.
Τὸν τελευταῖο καιρὸ δημοσιεύτηκαν στὸ διαδίκτυο κάποια ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς δηλώσεις τοῦ μητροπολίτου Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε μετὰ τὸν Ἀμβρόσιο καὶ τὸ λέει. Εἶναι ἀπὸ διάφορα βιβλία τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη καὶ θὰ σᾶς διαβάσω καὶ αὐτὰ γιὰ νὰ δεῖτε πὼς δὲν εἶναι ἁπλὸ τὸ θέμα, διότι κάποια φορὰ ποὺ σᾶς ἄφηνα ἐνδεχομένως ἐδῶ τὴν ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ κι ἐγὼ νὰ διακόψω τὸ μνημόσυνο -δὲν ἔχετε συνειδητοποιήσει τὴ σοβαρότητα τοῦ θέματος- καὶ λέγατε, ὄχι πάτερ, ὄχι πάτερ, ὄχι πάτερ, τί θὰ κάνουμε ἐμεῖς; Ὅλοι εἴμεθα ὑπεύθυνοι.
Ἡ συνείδησή μου, μοῦ τὸ ἐπιβάλλει, καὶ οἱ Κανόνες.
Λέει λοιπὸν ἐδῶ ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀπὸ διάφορα δημοσιεύματά του, ὑπάρχουν παραπομπές].
Μόλις ἔγινα ἐπίσκοπος [στὴ Φλώρινα, τὸ ’70] ὡρισμένοι παλαιοημερολογῖται μὲ κατηγοροῦσαν, ὅτι δὲν ἔπαυσα τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ποὺ δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν τὸν ἀπεκήρυξα ὡς αἱρετικό. Τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου στὴν θ. λειτουργία, τὸ «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, … ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, δὲν ἔχει τὴν ἔννοια βεβαιώσεως ὅλων αὐτῶν· ἐκφράζει εὐχή, ὁ Κύριος νὰ χαρίζῃ στὸν ἐπίσκοπο ἢ στὸν πατριάρχη ψυχικὴ εἰρήνη, σωματικὴ ὑγεία, ἀγαθὴ φήμη, καὶ διδασκαλία κατὰ πάντα ὀρθόδοξη. [Μία ἔνστασις. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐναντίον τῆς Διακοπῆς τοῦ Μνημοσύνου, κι αὐτὴ τὴν ἔνσταση παρουσιάζει ἐδῶ κι ὁ Αὐγουστῖνος, σὲ πρώτη φάση, εἶναι· καλά, ὅταν λέμε στὴν Θ. Λειτουργία «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἢ τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Ἀνθίμου ἢ Ἂθηναγόρα, …ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις… σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ἐκεῖνο τὸ «χάρισαι» εἶναι εὐκτική, μὲ -αι· δὲν λέμε ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ λέμε ὅτι παρακαλοῦμε, Θεέ μου, νὰ ὀρθοτομεῖ· εὐχόμαστε νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἑπομένως δὲν τὸν παρουσιάζουμε ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, λέει. Αὐτὸ εἶναι σωστό. Ἀλλὰ σὲ ἄλλες δύο περιπτώσεις τοὺς παρουσιάζουμε ὡς ὀρθοτομοῦντας· ὅταν στὴν Μεγάλη Εἴσοδο βγαίνει ὁ Ἐπίσκοπος καὶ λέει «τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Ἀθηναγόρου, Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἐκεῖ λέμε ὅτι ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἐκεῖνο πρέπει νὰ κοπεῖ σίγουρα σὲ περίπτωση τέτοια. Παρακάτω.]
Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας [συνεχίζει ὁ Αὐγουστῖνος] χωρὶς ἀμφιβολία εἶχε προβῆ σὲ ἐνέργειες, ποὺ τὸν ἔφεραν μακριὰ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα· μοῦ ζητοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν κηρύξω γι᾿ αὐτὲς αἱρετικό, νὰ τὸν διαγράψω ἀπὸ τὰ δίπτυχα καὶ νὰ παύσω τὸ μνημόσυνό του. [Μόλις ἔγινε Ἐπίσκοπος]. Τοὺς ἀπήντησα, ὅτι ὡρισμένες ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου ἦταν παραβάσεις Ἱ. Κανόνων πού, ἂν ἀποδειχθοῦν ἀληθινές, συνεπάγονται καθαίρεσι. Ἀλλὰ ποιός θὰ τοῦ ἐπιβάλῃ τὴν καθαίρεσι; Τὸ ἁρμόδιο ὄργανο γιὰ κληρικοὺς εἶναι ἡ Σύνοδος, καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. [κι ἐδῶ ἔχει λάθος ὁ μακαριστός, ὄχι ἡ Ἱεραρχία, ἀλλ’ ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου]. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν κατέστη ὑπόδικος ἐνώπιον αὐτῆς, καὶ ἔτσι παρέμενε στὸ θρόνο. [Δὲν δίκασε Σύνοδος τὸν Πατριάρχη. Δὲν εἶχε διαβάσει καλὰ τὸν Κανόνα ποὺ λέγει καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως. Δὲν εἶχε διαβάσει καλὰ τὸν Κανόνα, παρακάτω, μετά, τὸν διάβασε κι ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἀμβρόσιος, ποὺ ἤξερε τοὺς Κανόνες].
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἡ καθαίρεσι καὶ ὁ ἀφορισμὸς διακρίνονται σὲ «δυνάμει» καὶ σὲ «ἐνεργείᾳ». [Εἶναι κάποιος «δυνάμει» καθηρημένος, ὅταν εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ καθίσταται «ἐνεργείᾳ» καθηρημένος, ὅταν τὸν καταδικάσει ἡ Σύνοδος]. Κληρικὸς ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθῇ ἀπὸ Σύνοδο, μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δυνάμει καθῃρημένος· ἐνεργείᾳ καθῃρημένος καθίσταται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίσι. [Καὶ τὸ λέει αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης]. Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου. Γιὰ παραβάσεις δηλαδὴ ἱ. κανόνων ἐθεωρεῖτο «δυνάμει» καθῃρημένος, δὲν ἦταν ὅμως καὶ «ἐνεργείᾳ». Ἀλλ᾿ ὑπῆρχαν καὶ ἐνέργειές του ποὺ ἔθιγαν δόγματα. [Ἀλλάζει τώρα]. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, [ὁ Ἀθηναγόρας, ὁ Βαρθολομαῖος δέκα φορὲς περσσότερο] δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, [ἑπομένως, ὅποιος κηρύσσει αἵρεση, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, πρέπει νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί του. Ἐδῶ τὸ λέει πολὺ σκληρὰ ὁ Καντιώτης, «ἡ καθαίρεση ἐπέρχεται αὐτομάτως», δὲν χρειάζεται νὰ τὸν καθαιρέσει Σύνοδος, εἶναι καθηρημένος, ὅταν κηρύσσει αἵρεση κατὰ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Καὶ λέει,] τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει [τὸν 15ο Κανόνα] καὶ εἶχα ζητήσει [ὡς ἱεροκῆρυξ, πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος] ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη. [Φανταστεῖτε τώρα τὸν Καντιώτη, ὡς Ἱεροκήρυκα στὴν Ἀθήνα καὶ Ἀρχιμανδρίτη νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν καὶ νὰ λέει, γιατί δὲν διακόπτετε τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ εἶναι αἱρετικός; Ἔ, ὅταν ἔρχεται κι αὐτὸς στὶς Νέες Χῶρες, ἐδῶ, Ἐπίσκοπος, τοῦ λένε οἱ ἄλλοι, μὰ ἐσὺ ἔλεγες αὐτά, στὴ Β. Ἑλλάδα εἶσαι κι ἐσύ, τώρα ἐσὺ γιατί δὲν τὸ κάνεις; Γιατί δὲν διακόπτεις τὸ Μνημόσυνο;]. Γιατί τώρα, μὲ ρωτοῦσαν, ποὺ γίνατε ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, δὲν ἐφαρμόζετε ὁ ἴδιος τὸν κανόνα καὶ δὲν διακόπτετε τὴν πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν πατριάρχη;
Ἀπάντησις. Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω ὅμως ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ Ἱ. Κανόνων. [Πράγματι πόσες φορὲς πῆγαν ἐκεῖ νὰ τὸν βγάλουν τρελλό, νὰ τὸν ἐκθρονίσουν, μὲ τὴ Χοῦντα τότε]. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, [ἐνῶ λέω μέσα μου, πρέπει νὰ τὸν ἐφαρμόσω] τρέμω [πόσο σοβαρὸ θέμα εἶναι] καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. [Κανονικὰ πρέπει νὰ τὴν ἐφαρμόσω, ἀλλὰ τρέμω καὶ δειλιῶ, γιατὶ ἂν κόψω τὸ Μνημόσυνο, αὐτὸ εἶναι ἕνας σεισμὸς μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία]. Ἐρευνῶ λοιπὸν καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, [ὅ,τι κάνουμε κι ἐμεῖς] καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας. [Τότε τὸ ’70. Τώρα; Φοβερό, φρίκη]. Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, [τῆς «Σπίθας» κ.ἄ.]. γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἴθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Εἴθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας. [Καταλάβαινε ὅτι αὐτὸ τὸ θέλουν κι οἱ Οἰκουμενιστές]. Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, [ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ κάποιοι φανατικοὶ Παλαιοημερολογῖτες] ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας. [Τελικῶς ὅμως, ἔκαμε τὴν παύση λίγο ἀργότερα, μερικοὺς μῆνες μετὰ ἀπὸ αὐτά].
Ἐπικροτῶ [Μάρτιος τοῦ ΄70] τὴν πρᾶξι τοῦ μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ποὺ ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἐξ αἰτίας τῶν νεωτέρων δηλώσεών του περὶ κοινοῦ ποτηρίου, πρωτείου, ἀλαθήτου καὶ φιλιόκβε. [Ὁ Ἀθηναγόρας εἶπε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτά, οὔτε τὸ φιλιόκβε, οὔτε τὸ Πρωτεῖο, οὔτε θὰ πᾶμε στὸ κοινὸ ποτήριο]. Ἡ παῦσις ὁπωσδήποτε θὰ ἐπεκταθῇ. Καὶ ἄλλοι ἱεράρχαι ἑτοιμάζονται νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Ἡ κατάστασι ἐκτραχύνεται. Τὸ σκάνδαλο παίρνει διαστάσεις. Τὸ γόητρο τοῦ Πατριαρχείου πέφτει. Πλησιάζει κάποια τρομακτικὴ διάσπασις τῆς ἑνότητος τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου· θὰ ἐπακολουθήσῃ πνευματικὸς ὄλεθρος.
Νά, τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ διαλόγου ποὺ ἄρχισαν πάπας καὶ πατριάρχης. Ὁ διάλογος εἶναι πονηρὴ παγίδα τοῦ παπισμοῦ γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ὅπως παρετήρησαν καὶ ἄλλοι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὴν κατάστασι. Εἶναι ἀνάγκη νὰ συγκληθῇ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία στὸ κεφαλαιῶδες τοῦτο ζήτημα εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα θὰ στηλιτεύσῃ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θ᾿ ἀπευθύνῃ διάγγελμα πρὸς ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ποὺ εἶναι ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ἀντικανονικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἴσως ὁ πατριάρχης, πρὸ τοῦ κινδύνου καταδίκης του ἀπὸ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, ν᾿ ἀνανήψῃ. [Ποτὲ δὲν ἤρθη αὐτὴ ἡ καταδίκη].
Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευσι τῶν φρικωδῶν δηλώσεων τοῦ πατριάρχου περὶ πρωτείου, ἀλαθήτου τοῦ πάπα καὶ φιλιόκβε, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκληθῇ σὲ ἔκτακτη συνεδρίασι, ν᾿ ἀπευθύνῃ ἐρώτημα στὸν πατριάρχη ἂν εἶναι ἀκριβεῖς ἢ ὄχι οἱ δηλώσεις, καὶ νὰ καθησυχάσῃ τὸν ὀρθοδόξου λαοῦ. Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο, [Δέστε, «οἱ Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο»] ὄχι μόνο ἀπαλλάσσονται ἀπὸ εὐθύνη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἄξιοι ἐπαίνου, διότι ἑρμήνευσαν ὀρθὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Δημιουργήθηκε σοβαρὸ ζήτημα πίστεως καὶ κρίσεως τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ. Τὶς τυχὸν ἐναντίον διαμαρτυρομένων ἱεραρχῶν φωνὲς ἀπίστων, ἀθέων, πνευματιστῶν, μασόνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ληξιαρχικῶς μόνο ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νὰ περιφρονήσουμε σὰν γαυγίσματα μικρῶν σκύλων, ὅπως διδάσκουν ἀείμνηστοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς ἀκούσουμε τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς Ἑλλάδος στρέφουν ἐναγωνίως τὰ βλέμματά τους πρὸς τοὺς ποιμένας, ζητώντας ῥωμαλέα ὑπεράσπισι τῆς πατροπαραδότου εὐσεβείας.
Μετὰ ἀπὸ τὴν διακοπή [τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1973 τὰ λέει αὐτά]. Μᾶς κατηγοροῦν, ὅτι δὲν σεβόμεθα τὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὅλως αὐθαιρέτως διεκόψαμε τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Ὄχι, ἀδικοῦν τὴν ἀλήθεια ὅταν λένε «ὅλως αὐθαιρέτως». Τὸ ἀληθὲς εἶναι τὸ τελείως ἀντίθετο. Ἐὰν ἀνοίξετε τὸ Πηδάλιο καὶ μελετήσετε τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θὰ δῆτε ὅτι ὄχι «ὅλως αὐθαιρέτως» ἀλλὰ «ὅλως κανονικῶς» διεκόψαμε τὴ μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Τὴν διεκόψαμε μετὰ ἀπὸ φρικώδεις δηλώσεις του περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, περὶ φιλιόκβε κ.λπ., «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διεκηρύσσοντο, σὲ παγκόσμιο κλίμακα, ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, ποὺ ἔχουν καταδικασθῆ ἀπὸ πλῆθος Συνόδους. Οἱ δὲ τρεῖς μητροπολῖται τῆς Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς προχωρήσαμε στὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, [Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος καὶ Παῦλος Παραμυθίας] μὲ ἔγγραφο πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο δηλώσαμε ὅτι, ἐὰν ὁ πατριάρχης διέψευδε τὶς σχετικὲς δηλώσεις, ἐμεῖς θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὸ μνημόσυνο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐκεῖνος ἐπέμεινε στὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις του. [Ἀκοῦστε τώρα]. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος, παρ᾿ ὅλες τὶς πιέσεις ποὺ δέχθηκε, δὲν προχώρησε νὰ ἐπιβάλῃ κυρώσεις ἐναντίον μας, δείχνει ὅτι κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν ὀρθότητα τῆς ἐνεργείας μας. [Τώρα μᾶς ἀπειλοῦν. Ἤδη τὸ καλοκαίρι ἐμένα μὲ καθήρεσαν κάποιοι, μὲ τὸ μυαλό τους. Μᾶς ἀπειλοῦν τώρα]. Προσέφερε δὲ ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ ὑψίστη ὑπηρεσία στὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὑπῆρξε ἕνα φρένο στὸν πατριάρχη, ποὺ ἔσπευδε πυραυλοκινήτως πρὸς ἄκαιρον ἕνωσιν μὲ τοὺς παπικούς († ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος).

Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση στις 11/11/2016

ΕΣΧΑΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ! ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ !

Περί Υπομονής

(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.21, στ.19)

"...ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν"

δηλαδή: "με την υπομονή σας θα κερδίσετε (θα σώσετε) τις ψυχές σας (για την αιώνια ζωή)."


(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.8, στ.15)

Η παραβολή του Σπορέως"...τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ."

δηλαδή: "Το δε μέρος του σπόρου, που σπάρθηκε στην εύφορο γη, συμβολίζει τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, οι οποίοι με καλή και αγαθή καρδιά, αφού άκουσαν το Λόγο του Θεού, τον κρατούν με προσοχή και ευλάβεια μέσα τους και έχουν ως καρπούς τα έργα της αρετής μαζί με την υπομονή, την οποία θα δείχνουν σε διάφορες θλίψεις και περιπέτειες."

Έναν μόνον Κύριον

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.6, στ.24) 

"Οὐδεὶς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ."

δηλαδή: "Κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί συγχρόνως δύο κυρίους, διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλον ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα καταφρονήσει τον άλλο. Και σεις δεν είναι δυνατόν να υπηρετείτε το Θεό και τον πλούτο"

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΙΧΕΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ, ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΠΡΟΣΧΩΜΕΝ!

Πάλι, τανάπαλιν – παλινδρομεί τε τούμπαλιν – και τούμπες κάνει ανάποδες, ο εκκλησιολογικώς ανάποδος και πλήρως τουμπαρισμένος, ο πάνυ πανουκλιασμένος και πολυπλανεμένος παπατοπάλης.

Ε όχι, δεν μπορώ να σεβαστώ αυτόν που δεν σέβεται πρώτα τον εαυτό του, που δεν σέβεται Συνόδους Αποστολικές και Ιερούς Κανόνες, που δεν σέβεται Μέγα Φώτιο και τί λέγω; που δεν σέβεται το Ιδιο το Άγιο Πνεύμα!

“Μετέχει δε Πνεύματος, ο μη τιμών Πνεύμα;” (Γρηγορίου Θεολόγου, Ομιλία ΓΛ’, Προς Αρειανούς και εις εαυτόν, Έργα 2, Πατ. Εκδόσεις “Γρηγόριος ο Παλαμάς” Σελ. 120).

Σχετικό λοιπόν αυτό, το ν’ αποδώσω σεβασμό σε άσχετο μεθέξεως Αγιοπνευματικής και ατιμάζοντα διά πωρωμένης κεφαλής τους πανεντίμους Πνευματοκίνητους Πατέρες.

Τί κι αν είναι “ιερωμένος”; Κι αυτό σχετικό είναι! Και το “ανεξάλειπτον της ιερωσύνης”σχετικό κι αυτό, θεολογούμενο τυγχάνει. Ας κάνει τον κόπο να απαντήσει όποιος διαφωνεί, αλλά παρακαλώ: με Αγιοπατερικές παραπομπές κι όχι ορθολογισμούς και φιλοσοφίες. Και όχι ανώνυμα σχόλια. Τα απεχθάνομαι. Δικαίωμά μου στα άρθρα μου, επιλογή μου. “Ηδυνθύει Αυτώ η διαλογή μου.”

Συμφωνώ: ο αναθεματισμένος παπάς, ακόμη και στην κόλαση, πάλι παπάς θα είναι! Αλλά τί παπάς; Διαβολόπαπας, ανενέργητος. “Αλλ’ εν μέσω της φλογός εστώς” δεν θα μπορεί καμαρωτός, μυστήρια να επιτελεί και τους κολασμένους ακόλαστα να κοινωνεί και να φουσκώνει πως ήτανε στην επάνω γη, των “Νέων Χωρών” ηγουμενίσκος, κοπέλι του οικουμενικού θρόνου.

Είσαι μπλεγμένος για τα καλά και εμπλεκόμενος Ιεροκανονικά, στην δεσποτοκρατική Διαπλοκή και διασύρεσαι αδίστακτα στην Παναιρετική τη “Ταμπακιέρα!”Κρασοπατέρα του συμβιβασμού, υποψήφιε Βραβείου Ράτζιγκερ, υψώνεις τη σβάστικα του Οικουμενισμού και όποιον πάρει ο χάρος…

Αν είμαστε μεις οι “ταλιμπάν”, εσύ ‘σαι βλάσφημος βομβιστής πνευματικής αυτοκτονίας. Τόσο ανύποπτο κι αθώο κόσμο, τόσες ψυχές παρασέρνεις μαζί σου στο πύρινο ποταμό,στην οκταπλή την ατραπό, στης παναιρέσεως το γκρεμό, σα νέα Σουλιώτισσα δίχως σκοπό, και μάλιστα μηδενός διώκοντος.

Κι’ έρχεσαι απρόσκλητος εσύ μαθήματα εκκλησιολογίας να μας κάνεις. Εμπλέκεσαι συνειδητά στα μοιχειακά μονοπάτια του χαμού και ένα μοντέρνο, νεοεποχίτικο πορνικό “Ασμα Ασμάτων” προσυπογράφεις: Αχ, αυτή… η ερωμένη σου η επισκοπή, σου κάνει τα γλυκά μάτια και σου χαμογελά. Να’ τη πετιέται αποξαρχής, να ‘τη! Κι’ αντρειεύει και θεριεύει!

Θηρίο παπατοπάλη, θα σου το πω και πάλι, κι’ ας τ’ ακούσει το μοιχό σου το κεφάλι, παρίστασαι εμπλεκόμενος και διασυρόμενος στην πνευματική μοιχεία:

«Μοιχεία γαρ εστίν, ω πανσύνετοι και το της κοινωνίας μετέχειν των αιρετικών… Οι μεν τέλεον περί την πίστιν εναυάγησαν, οι δε ει και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται»(Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου P.G. 99, 1176 & 1164).

Τανάπαλιν εμπλέκεσαι στη διαθρησκειακή πορνεία, της Βαβυλώνος του Π.Σ.”ε”, της Πόρνης της Μεγάλης!

“Δύο τοίνυν εισί πορνείαι: Μία μέν ή έπί τη Πίστει, έτέρα δέ ή έπί τω σώματι. Ο γουν αλούς τη αιρετική ΚΟΙΝΩΝΙΑ, αυτός εστίν ο εκπορνεύσας είς Θεόν!”

Εμπλέκεσαι λοιπόν κι’ εσύ, “ο εκπορνεύσας εις Θεόν!” Μαζί με όλους τους άλλους. Κι είχατε το θράσος όλοι εσείς, της Φλωρίνης οι ιερείς, περισπούδαστα κηρύγματα ηθικής να μας κερνάτε. Τώρα, πού πάτε; ΚΑΤΑ ΚΡΗΜΝΟΥ. “Τσίπα ουδαμού…” Οι δεδουλωμένοι τη δουλεία και δειλεία του Θεοκλήτου, αποδύονται την πρώτην Θεοΰφαντον στολήν του Παρακλήτου και προκαλούν απροκάλυπτα εμάς τους απομακρυνσθέντες από των ψευδεπισκόπων διά την αγάπην της Φιλτάτης ημών Ορθοδοξίας.

Εμπλέκεσαι στης ενωτικής Μνημονεύσεως τον Μολυσμό και της αμετανοησίας το κολασμό. “Όσοι εμπλέκονται και ακολουθούν την αίρεση, ΧΑΝΟΝΤΑΙ!” (Μεγ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών, Σελ. 54).

Χάνεστε αχαρίτωτοι στο χάος του χαμού, χασκογελάτε και χαχανίζετε στα χαλάσματα του Οικουμενισμού, πως τάχα μας κάνετε και “χαλάστρα”. Χαμένη ιερατική ψυχή… Άψυχο κορμί που λαχταρά να γευθεί βοσπορίτικη ηδονή ενώ γλυκοφιλεί του Πάπα τη παντούφλα. Ενώθηκε στα Διαθρησκειακά Λαδάδικα του Π.Σ.”ε” και πρόκειται να ενωθεί με τον αντίχριστο επί θύραις.

“Όποιος ενώθηκε (διά Μνημονεύσεως και Κοινωνίας) η πρόκειται να ενωθή με καταδικασμένους και εκτός Εκκλησίας ευρισκομένους αιρετικούς εγκαταλείποντας την Εκκλησία, εκπίπτει ΑΜΕΣΑ της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και της ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ!” (Α΄ και Β΄ Κανόνες Γ΄ Οικ. Συνόδου).

“Αναθεματίζονται Πνεύματι Αγίω, πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένοι, και ανενέργητοι υπάρχοντες» και «ήδη του επισκοπικού βαθμού απαλλοτριωθέντες» και μάλιστα “προ Συνοδικής Διαγνώσεως!” (Βαλσαμών).

Το Άγιον Πνεύμα, Ο ΘΕΟΣ, (και όχι ο Νίκος Πανταζής) μέσω Συνόδου Οικουμενικής, μέσω δηλώσεως κατηγορηματικής και καταδικαστικού Κανόνα, αποφαίνεται: “Εκπίπτει άμεσα της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και της ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ!” 

Εσύ βέβαια, παπατοπάλη, “πάλιν και πολλάκις” συ προσπίπτεις τω ακοινωνήτω σου προέδρω Θεοκλήτω. Δεν δέχεσαι άμεσες εκπτώσεις. Δεν παραδέχεσαι απώλεια ιερωσύνης, κι ας το λέει ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος. Η δική σας Κολυμπάρεια συναγωγή, ανωτέρα πως είναι αυτή θαρεί, κι ας επιτελεί Θούρειο του Εωσφόρου!

Τί κι αν δεν το δέχεσαι; Είσαι ενάντιος του Θεού! Γίνεσαι και συ ΘΕΟΜΑΧΟΣ! Τ’ Αμυνταίου ο διδάχος, “διδαχαίς ποικίλαις περιφέρεσαι” και δεν ενδιαφέρεσαι για τα πάμπολλα παραδείγματα Αγιοπατερικής Αποτειχίσεως της Εκλλησιαστική μας Ιστορίας. Εμπλέκεσαι και γίνεσαι ελεεινός.

Ετούτος ο τσαλαπετεινός, “ο πάπουζας αγριοπετεινός και φραγκοκόκορας, λέγεται αλλιώς και Έποψ ο κοινός ή Έποψ ο γνήσιος (Upapa epops)” και εξ’ επόψεως Κανονολογικής τα έκανε μαντάρα. Τρομάρα τάχα που πήραμε οι “αποτυχημένοι”. Να έχεις αποτυχία εκκλησιολογική, ναυαγισμένος παντελώς περί την Πίστιν, (παντελή μου) καταποντισμένος στης παναιρέσεως το βυθό και ν’ αποκαλείς ξεδιάντροπα τους άλλους “αποτυχημένους”. Καλά τα πας, παπατοπάλη, στην ομοιοκαταληξία. Μη σε αδικήσουμε κιόλας. Απέτυχες οικτρά. Και πέτυχες έπαθλα πολλά. Έτυχες επαγγελιών.

Σα πολλοί διδάσκαλοι και θεολόγοι γίνεσθε μερικοί… Αυτοκατάκριτοι, κακόμοιροι και της αιρέσεως κοινωνιακοί, διαβάστε καλά την λέξη-κλειδί: “άμεσα!” Αυτοστιγμή, αυτομάτως, ακαριαίως. Δεν λέει “σταδιακώς”, δεν λέγει “πρέπει πρώτα κάποια Σύνοδος να τον καταδικάσει…”

Κι αν έτσι νοσεί τόσο πολύ, τόσο αθεράπευτα ο φαύλος συλλογισμός σας, τότε από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε ο Εωσφόρος κι είμαστε υποχρεωμένοι να αποτειχιζόμαστε από αυτόν;

Από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε ο Βάαλ και σβήσαν τόσο “άδικα” ολόκληρες ιστορικές της Σμύρνης επτά Εκκλησίες;

Από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε ο Προσκοπισμός κι ο Θεοσοφισμός κατ’ όνομα;

Κι αυτός ο Άθεος Κουμουνισμός από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε και τον καταδικάζουν (δικαιότατα βέβαια) τόσοι γέροντες διορατικοί και χαρισματούχοι;

Ο Σατανάς έπεσε, πέπτωκεν ακαριαίως “ως αστραπήν!” Δεν είναι σχήμα λόγου! Δεν κάνει ο Θεός ποίηση πεζή για να “ζωντανέψει την εικόνα γλαφυρή της πτώσεως του Εωσφόρου…” Η ιστορική πτώση αυτή έκανε πάταγο εκκωφαντικό σε ολόκληρο το σύμπαν και στα άλλα παρακείμενα σύμπαντα πέραν του ηλιακού στερεώματος ετούτου. Αστραπή επί τούτου. Ο ανατριχιαστικός κρότος εκατοντάδων αστραπών κι ο κραδασμός σεισμοποιών δονήσεων αντήχησε στις τάξεις των επουρανίων δυνάμεων με άυλη, ανατρεπτική ανατριχίλα. “Στώμεν καλώς!”

Παπατοπάλη, παπαμανάδη, π. Επιφάνιε, π. Λαυρέντιε και σύ κουκοσκιάχτη αργόσχολε και άλαλε δεσποτοκράτη Θεόκλητε, ΔΕΝ στέκεστε καλώς! ΚΑΚΩΣ, πολύ κακώς κοινωνείτε με ακοινωνήτους και αποβλήτους ψευδεπισκόπους και Λυκοποιμένες.“Πίπτετε άμεσα της ιερωσύνης και της κοινωνίας.”

Αλλά, και ο Αδάμ πέπτωκεν “άμεσα”, και εξεβλήθη του παραδείσου ακαριαίως!

Και ο Ιούδας επίσης πέπτωκεν “άμεσα”, παραχρήμα εισήλθεν ο διάβολος στη ψυχή του, στο μυαλό του, στη ζωή του.

Αλλά, και ο Πάπας πέπτωκεν “άμεσα”, αυτοστιγμή, ακαριαίως! Στήλη άλατος και τυμπανιαίος. Στώμεν καλώς! (τύφλα να ‘χει το ιστολόγιο του “πατρίου” και το απόκρυφο σπήλαιο ληστών του “Κρυφού Σχολείου”).

Αμέσως, παραχρήμα θα έρθει κι ο Νυμφίος, “ως κλέπτης εν νυκτί”. Εκεί, δεν θα περνάνε οι κολακείες και οι φιλοφρονήσεις οι πατριαρχικές. Εκεί, δεν θα μετρούν και δεν θα απολυτρώνουν οι πεπαλαιωμένες “Νέες Χώρες”. Εκεί, αμέσως, παραχρήμα θα στηθεί η Παγκόσμια Κρίση, “εν ριπή οφθαλμού…”

Από κάτι ψευτοιερωμένους σα και σένα, παραχρήμα πρέπει να αποκοπούν άπαντες οι πιστοί με δύναμη θεϊκή.

Το αντώνυμο του υπερθετικού βαθμού “σεβασμιώτατος” είναι το ασεβέστατος. Κι αν παραπονούνται κάποιοι ανώνυμοι κι απόκρυφοι παιδαγωγοί πως “ύβρι αυτό αποτελεί”, τα λέγει η Αγία Γραφή και όχι ο Νίκος Πανταζής:

“Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς!” (Ψαλμ. 1,4).

“Εσείς οι αιρετικοί ποιμένες “γεγόνατε ασεβέστεροι πάντων των αιρετικών!”(Μεγ. Αθανασίου, Κατά Απολιναρίου Σελ. 154, P931).

Ακόμη και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαγαρίζει τον κάποτε “εκλεκτό λαό του Θεού” ως ασεβέστατο πάντων: 

“Μέχρι κατά του Χριστού το πάντων ασεβέστατον έργον ετόλμησαν, την δοθείσαν αυτοίς παραιτησάμενοι χάριν!” (Ερμηνεία Εις τους Ψαλμούς ΡΕ’ Σελ. 861, P672).

Σε σένα και στους ομοίους σου παπατοπάλη, ισχύει και πάλι η προφητεία του Μεγάλου μας Αγίου Κοσμά του Αιτωλού:

«Στους έσχατους καιρούς μας οι Ιερείς θα είναι οι ασεβέστεροι πάντων!!”

Εσύ βέβαια, τους έχεις ξεπεράσει όλους! Άντε και καλή επισκοπή, μιας και τόσο πολύ, παπατοπάλη, την ορέγεσαι με όλη σου τη ψυχή. ΝΤΡΟΠΗ. Μαχαιρώνετε πισώπλατα τον Ομολογητή π. Παΐσιο και υβρίζετε, ώ σκληροτράχηλοι και σκληρόκαρδοι, λακτίζετε προς κέντρα! Να ήταν τουλάχιστον από αγνωσία, “πάει κι’ έρχεται”.

“ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω…” Σα δε ντρέπεσαι λέω γω, ντροπή σου παπατοπάλη!


"Φοβερόν κρίμα της σιωπής εν τη ...κωφεύσει των αιρετιζόντων"!



Εἶναι γεγονός ὅτι κατ' ἀρχάς οἱ Πατέρες ἐθεώρησαν καί ὡμολόγησαν τήν σιωπή ὡς μεγάλη ἀρετή. Τήν ἐθεώρησαν ὡς ἀντίδοτο τῆς πολυλογίας καί ἀργολογίας ἀπό τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποφύγη τήν ἁμαρτία. Στά γεροντικά καί τίς διηγήσεις τῶν πατέρων, ἐκθειάζεται καί ἐπαινεῖται ἡ σιωπή ὡς συνήγορος καί πρόξενος πολλῶν ἀρετῶν. Εἰδικά γιά τόν μοναχό, ὁ ὁποῖος διδάσκει μέ τό βουβό κήρυγμα, τή ζωή του καί τό παράδειγμά του, ἡ σιωπή εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τόν προστατεύει ἀπό τόν ἐγωϊσμό, περιφρουρεῖ τήν προσευχή, ἀσφαλίζει τόν νοῦ ἀπό τόν σκορπισμό, βοηθάει στήν μνήμη τοῦ θανάτου καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Αὐτήν λοιπόν τήν σιωπή, ἡ ὁποία γίνεται ὡς ἀντίδρασι στήν πολυλογία καί ἀργολογία, καί ὡς πολέμιος ἐγωϊσμοῦ εἶναι ἐπαινετή ἀπό τούς πατέρες καί ἀξιόμισθος ἀπό τόν Θεό.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη σιωπή ἔνοχος καί πρόξενος πολλῶν κακῶν, ἐπίβουλος δέ καί αὐτῆς τῆς σωτηρίας μας. Αὐτή ἡ σιωπή γίνεται ἐξ αἰτίας τοῦ πάθους τῆς δειλίας καί ἀνανδρείας, μέ σκοπό τόν συμβιβασμό καί τήν φιλαυτία. Εἶναι ἡ σιωπή ἡ ὁποία ἀφήνει ἀνυπεράσπιστη τήν ἀλήθεια καί καταργεῖ τήν ἀρετή τῆς ὁμολογίας, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σωθῆ. Ἡ σιωπή αὐτή ἐπιβάλλεται πολλές φορές διά τῆς ὑπακοῆς ἐκ μέρους τῶν ἀνωτέρων, ἡ δέ ὁμολογία περιθωριοποιεῖται διά λόγους δῆθεν διακρίσεως, προσευχῆς κλπ. ἤ συκοφαντεῖται ὡς ἔχουσα κίνητρο τόν ἐγωϊσμό, τήν αὐτοπροβολή κ.λ.π. 
Συμβαίνει λοιπόν σήμερα νά βλέπουμε τούς ποιμένες καί δή τούς ἐπισκόπους λαλίστατους γιά διάφορα θέματα, ἐνῶ διά τά θέματα τῆς πίστεως νά τηροῦν σιγῇ ἰχθύος. Εἶναι ὄντως ὕψιστο ἀγαθό νά μάθη ὁ ἄνθρωπος πότε πρέπει νά ὁμιλῆ καί πότε νά σιωπᾶ, πότε ἡ σιωπή γίνεται αἰτία σωτηρίας καί πότε κολάσεως.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θά μᾶς ὁμιλήση διά τήν ἔνοχο σιωπή, (εἶναι ὄντως ἀλήθεια ὅτι ἀπό αὐτό τό πάθος πάσχουμε ὅλοι σήμερα) καί θά ξεκαθαρίση μέσα μας αὐτή ἡ τόσο δύσκολη στίς ἡμέρες μας καί ἁγιάτρευτη ἀσθένεια, τό μικρόβιο τῆς ὁποίας ὅλους μᾶς ἔχει προσβάλλει, οἱ δέ ἐκκλησιολογικές του διαστάσεις εἶναι ὀλέθριες.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ ΘΕΜΑ

1. Ἡ σιωπή στά θέματα τῆς πίστεως σημαίνει ἐπικύρωσι τῆς κατηγορίας.
2. Ἡ σιωπή εἶναι μέρος συγκαταθέσεως μέ τό κακό (σιωπηλή συγκατάθεσις).
3. Μέ τήν σιωπή τῶν ὀρθοδόξων ἐπικρατεῖ καί ἑδραιώνεται ἡ πλάνη καί αἵρεσις.
4. Ὅταν κινδυνεύη ἡ πίστις ὅλοι ἀνεξαρτήτως μέχρι τοῦ τελευταίου καί ἀσήμου χριστιανοῦ, ὑποχρεοῦνται νά ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά μή σιωποῦν.
5. Ἡ φίμωσις τοῦ λόγου στούς ὀρθοδόξους εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τῶν αἱρετικῶν.
6. Καί μόνη ἡ σιωπή εἶναι ἱκανή νά κολάση ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως.
7. Ὁ σιωπῶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως λογίζεται διά τήν ἐκκλησία ὡς νεκρός.
8. Σέ περίπτωσι συνηγορίας διά τήν πίστι κάποιου, ἀπαιτεῖται ἀπό αὐτόν ὁμολογία προφορική καί γραπτή προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ στή συνείδησι τῆς ἐκκλησίας.
9. Ἡ σιωπή στήν ἀνωτέρω περίπτωσι σημαίνει ταύτισι μέ τήν αἵρεσι καί ἀνάλογος ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ὀρθοδόξων. 

1. ΚΕ. Νικηφόρῳ Πατριάρχῃ (ΜΘ). ΡG 99, 988 C.

Ἑρμηνεία.
Διότι τώρα πλέον μᾶς ἀνήγγειλε ὁ Ἰωάννης, ὁ σύνδουλος ἐν Χριστῷ καί μοναχός μας, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νά πάρη τήν εὐλογία σου, ὅτι ἄκουσε ἀπό τά ἀρχιερατικά σου χείλη, κάποια παράξενα καί ἀνεπιθύμητα πράγματα (λόγια). 
Εἶστε, εἶπες ἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πόσο φυσικό λοιπόν εἶναι δι' αὐτά τά λόγια, μακαριώτατε, ἡ ψυχή μας νά λυπηθῆ ὑπερβολικά; Ἐπιπλέον πῶς νά μήν ὁμιλήσουμε καί ἀπολογηθοῦμε στήν ἁγιωσύνη σου, ὥστε νά μή ἐπικυρώσουμε διά τῆς σιωπῆς αὐτήν τήν κατηγορία; Πρίν ὅμως ἀρχίσω τήν ἀπολογία, θέλω ἐπιπροσθέτως νά ἀναφέρω, ὅτι δέν πρέπει νά ἀκούμε μέ εὐκολία τόν καθένα, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ κάποιον, οὔτε ἐπίσης νά σχηματίζουμε εὔκολα καί ἀβίαστα γνώμη, διά κάποιο πρόσωπο τό ὁποῖο κατηγορεῖται.

Κείμενο.
Ἤδη γάρ τό παρόν ἀπήγγειλεν ἡμῖν Ἰωάννης ὁ σύνδουλος καί μαθητής ἡμῶν, ὡς ἀξιωθείς τῆς σεπτῆς σου προσκυνήσεως, ἀκήκοε παρ' αὐτῆς ξένα τινά καί ἀπευκταῖα. Ἀποσχισταί γάρ, φησίν, ἐστέ τῆς Ἐκκλησίας. Πόσον οὖν ἐπί τούτοις, ὦ μακαριώτατε, οὐκ εἰκότως ἦν ἡμῶν διατεθῆναι τήν ψυχήν λυπηρῶς; πῶς δέ οὐκ ἐκλαλῆσαι ἀπολογητικῶς τῇ ἁγιωσύνῃ σου καί μή τῇ σιωπῇ κυρῶσαι τήν κατηγορίαν; Ἐγώ δέ πρό τῆς ἀπολογίας, ἐκεῖνο μετ' αἰδοῦς προσαναφέρω, ὅτι οὐχ ὡς ἔτυχε δεῖ τά ὦτα ἀνοίγειν παντί τῷ βουλομένῳ κατά τινός τι λέγειν, οὐδ' οὐ μήν ἀποφαίνειν ἀκρίτως τό διαβληθέν πρόσωπον.

2. ΜΓ. Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ (ΡΛΑ'). ΡG 99, 1065 Α.

Ἑρμηνεία.
Ἀφ' ἑνός μέν, ὅταν τήν πρώτη φορά ἐγίνετο ἡ ἀθώωσις τοῦ μοιχοζεύκτου, ἐγώ παρευρισκόμουν ἐκεῖ, καί σιωπήσαμε πρός στιγμή ἔπειτα ἀπό κοινή συμφωνία. Ἡ σιωπή ὅμως ἀποτελεῖ μία μερική συγκατάθεσι μέ τό κακό. Αὐτήν τήν σιωπή μας τήν ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίθετοι, ὅπως γνωρίζεις καί προσπάθησαν νά μᾶς ἀποκλείσουν ἀπό τό νά κάνουμε ἔνστασι. Αὐτό δέν ἔγινε ὅταν συγκροτήθηκε γιά δεύτερη φορά σύνοδος καί ἀπεφασίσθη πάλι ἡ ἀθώωσίς τους, ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι κατεπάτησαν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγαν λοιπόν ἐκεῖνοι πρός ἐμᾶς: Νά ἀποκλεισθῆ μόνον ἀπό τό νά ἱερουργῆ, νά ἔχη ὅμως τήν ὑπόλοιπη ἐξωτερική τιμή, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου. 
Ἤδη ὅμως τά δύο αὐτά χρόνια συλλειτουργοῦσε αὐτός μέ τόν πατριάρχη. 
Αὐτό ἦτο φοβερό καί πέρα ἀπό κάθε οἰκονομία.

Κείμενο.
… Τοῦ μέν ἡνίκα τό πρότερον ἠθώουν τόν μοιχοζεύκτην, παρόντος μου ἐκεῖ, καί καθά συνεβουλευσάμεθα, ἀποσιωπήσαντες· ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως· ἧς καί δραξάμενοι οἱ ἐξ ἐναντίας, ὡς οἶσθα, ἀποκλείειν ἡμᾶς ἐπειρῶντο ἡ δευτέρα ἀθώωσις αὐτοῦ παρά τῶν πατησάντων τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, λεγόντων ἡμῶν· ὅτι στήτω μόνον τῆς ἱερουργίας ἀπολαύων τῆς τιμῆς, κατά τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βασιλείου· ἤδη συλλειτουργήσαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς δυσίν ἔτεσι τῷ πατριάρχῃ· ὅ ἦν φοβερόν, καί ὑπέρ οἰκονομίαν.

3. ΜΗ. Ἀθανασίῳ τέκνῳ. ΡG 99, 1076C.

Ἑρμηνεία.
Πῶς λοιπόν λέγουν, ὅτι χωρίς νά ἀντισταθῆ κανείς καί νά κηρύξη τήν πλάνη των θά τούς ὀνομάσωμε αἱρετικούς; Εἶναι φαντασία ὅσα προαναφέρθησαν δι' αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν καί ἐκήρυξαν ἤ ἀλήθεια; Ἐπειδή εἶναι ὁπωσδήποτε ἀληθινά, διατί δέν τά κηρύττουν αὐτά καί δέν τά διδάσκουν μέ ἔργα καί μέ λόγια; Ἤ πῶς γίνεται ἐσεῖς νά πείθεσθε ἀπό αὐτούς, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε παρά λίγο νά στέκεσθε καί νά συνοδοιπορῆτε μαζί των (διότι καί αὐτό εἶναι ἀλήθεια καί ἄν ἐμεῖς τό κρύψωμε θά τό διακηρύξουν τά πέρατα τῆς οἰκουμένης). Ἔτσι μέ αὐτή τή στάσι σας ἔχετε ἀποκομίσει γιά τούς ἑαυτούς σας τήν φοβερή τῆς σιωπῆς κατάκρισι. Δι' αὐτήν ἀκριβῶς τήν αἰτία ἐγώ ὁ ταπεινός, ἀναγκάζομαι νά μή σιωπῶ, ἀλλά προφορικῶς καί γραπτῶς, κατά τή δύναμί μου, νά κηρύττω τήν ἀλήθεια, μέ τό φόβο καί τόν τρόμο τῶν διωκτῶν μας καί μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Καί αὐτό τό κάνω ἔστω καί ἄν κάποιος νομίζη ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐνέργειές μου δέν εἶναι ἀναγκαῖες ἀλλά περιττές.

Κείμενο.
Πῶς οὖν φασίν, ὅτι μηδενός ἀνθισταμένου καί διδάσκοντος καλέσομεν αὐτούς αἱρετικούς; Φαντασία τά προλεχθέντα καί ὄνειροι, ἤ ἀληθῆ; Ἐπειδή δέ ἀληθῆ, πῶς οὐχί διδάσκουσιν ἑκάστοτε καί κηρύττουσιν ἔργῳ καί λόγῳ; ἤ πῶς οὐχ ὑμεῖς πειθόμενοι αὐτοῖς, μικροῦ δεῖν μετ' αὐτῶν τῶν λεγόντων ἵστασθε (ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς σιωπῶμεν, τά πέρατα βοᾷ τήν ἀλήθειαν), τό φοβερόν τῆς σιωπῆς κρῖμα ἐφ' ἑαυτούς ἐπισπώμενοι; Δι' ἥν αἰτίαν ἐγώ ὁ ταπεινός τοῦ μή σιγᾷν ἀναγκάζομαι ἐγγράφως τε καί ἀγράφως, κατά τήν ἐνοῦσαν μοι δύναμιν, μετά φόβου κάι τρόμου, μετά παρασκευῆς θανάτου· κἄν τις ὑμῶν ἴσως οὐκ ἀναγκαίως, εἴπω δι' ὅτι καί περιττολόγως οἴεται ταῦτα ἐνεργεῖν με.

4. Β' Μονάζουσιν. (ΣΘ'). ΡG 99, 1120 Β.

Ἑρμηνεία.
Κατ' αὐτόν τόν καιρόν, κατά τόν ὁποῖον ὁ Χριστός διώκεται διά μέσου τῆς διώξεως τῆς εἰκόνος του, δέν ἔχει ὑποχρέωσι νά ἀγωνίζεται στό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὅσον ἀφορᾶ τίς ἅγιες εἰκόνες, μόνον αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει κάποια γνώσι ἤ κάποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα, ἀλλά ἀπεναντίας καί αὐτός πού εὑρίσκεται στή θέσι τοῦ πιό ἁπλοῦ χριστιανοῦ, ἔχει χρέος μέ παρρησία νά κηρύττη τήν ἀλήθεια καί μέ ἐλευθερία νά καυτηριάζη τήν πλάνη. Αὐτά τά ὁποῖα λέγω δέν εἶναι λόγια δικά μου, πού εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλά τοῦ θείου καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀκόμη δέ καί ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Τό ὅτι δέ τούς πλέον διάσημους ἀπό τούς ἡγουμένους ἐπεριώρισε ὁ βασιλεύς, ὥστε νά μήν κάνουν αὐτά τά καθήκοντά των, τά ὁποῖα προανέφερα. Καί αὐτοί βέβαια ὑπερεῖχαν, καί ὡς πρός τόν βαθμό καί τή γνώσι, ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἡγουμένους τῆς περιοχῆς αὐτῆς, καί ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νά εἶναι οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι θά ὡμιλοῦσαν. Ἀπεναντίας ὅμως αὐτοῖ ἐσιώπησαν. Καί δέν σταμάτησαν μόνο στήν σιωπή, τό ὁποῖο καί ἀποτελεῖ μία συμφορά, ἀλλά ἐπιπλέον, ὑπέγραψαν ἰδιοχείρως, νά μήν ἔχουν σχέσεις καί ἐπικοινωνία μέ ἄλλους, οὔτε νά διδάσκουν τά ὀρθόδοξα δόγματα. Αὐτό ἀποτελεῖ προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησι τῆς ἡγουμενικῆς προστασίας τῶν ἀδελῶν, καί κατάλυσι τῆς πνευματικῆς σχέσεως μέ τούς ὑποτακτικούς καί ὡς ἐκ τούτου ἔκπτωσι ἀπό τούς ὁμοταγεῖς ἡγουμένους.

Ἑρμηνεία. Κείμενο.
Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, ἐν ᾧ ὁ Χριστός διώκεται διά τῆς εἰκόνος αὐτοῦ· οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καί γνώσει προέχων ἐστὶν ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καί διδάσκων τόν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον· ἀλλά γάρ καί εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παῤῥησιάζεσθαι τήν ἀλήθειαν, καί ἐλευθεροστομεῖν. Οὐκ ἐμός ὁ λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου· ἐπί καί ἄλλων Πατέρων. Τό δέ τούς κυρίους τούς ἡγουμένους κρατηθέντας ὑπό τοῦ βασιλέως, μή τά προειρημένα πράξαι· καίπερ ὄντας καί ἐν βαθμῷ καί γνώσει παρά πάντας τούς καθηγουμένους τῆς γῆς ταύτης· τοὐναντίον δέ μᾶλλον σιωπῆσαι. Καί οὐ τοῦτο μόνον, καίπερ ὄν δεινόν· ἀλλά καί χειρόγραφον ποιῆσαι, μήτε εἰς ἀλλήλους συνέρχεσθαι, μήτε διδάσκειν· τοῦτό ἐστι προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησις τῆς προστασίας, καί κατάλυσις τῶν ὑποτακτικῶν, ἐπεί καί τῶν ὁμοταγῶν.

5. ΠΑ'. Πανταλέοντι Λογοθέτη (ΦΗ'). ΡG 99, 1321 Α.

Ἑρμηνεία.
Ἄλλων μέν ἀνθρώπων ἡ ἀρετή μᾶς εἶναι γνωστή μόνον ἐξ ἀκοῆς. Ἡ δική σου ὅμως ἀρετή, ἀξιότιμε δέσποτά μου, κατ' ἀρχάς προσωπικά τήν εἴδαμε, τώρα δέ ἔφθασε νά ἀκουσθῆ μέχρι τόν τόπο αὐτόν, στόν ὁποῖο εἴμεθα ἐξορισμένοι. Ποιά δέ εἶναι ἡ αἰτία; Ὅτι ἐπαρρησιάσθη τό πνευματοκίνητον στόμα σου καί ὡμίλησε μέ τήν θεϊκή σοφία τόν λόγο τῆς ἀληθείας, γιά νά ὠφεληθῆ καί σωθῆ ἡ ψυχή σου καί ἐπί πλέον ὅλη ἡ δική μας τοπική Ἐκκλησία. Καί διά τοῦτο εἶσαι εὐτυχισμένος καί εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά σου. Καί σέ ἐγκωμίασαν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πού σέ ἄκουσαν. Καί στεφανωθέντες μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καί χρυσό περιδέραιο θά κοσμῆ τόν τράχηλό σου, υἱέ τῆς ὑπακοῆς, τέκνο τοῦ φωτός, πλάσμα τῆς εὐσεβείας.
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Ἄνοιξε τό στόμα σου διά νά ὁμιλήσης κι ἐγώ θά τό γεμίσω ἀπό τή χάρι μου. Ἐπειδή ἔκανες ὑπακοή στήν ἐντολή μου. 
Διότι εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωποῦμ εκάθε φορά πού κινδυνεύει ἡ πίστις. Ἐπειδή λέγει νά ὁμιλῆς καί νά μή σιωπαίνης. Καί λέγει ἐπίσης ἡ γραφή, ἐάν ὑποχωρήσης ἀπό φόβο, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σέ σένα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει, ἐάν σιωπήσετε ἐσεῖς θά φωνάξουν δυνατά οἱ πέτρες. Ὥστε ὅταν πρόκειται διά ζητήματα πίστεως δέν ἐπιτρέπεται κάποιος νά πῆ. Ἐγώ ποιός εἶμαι διά νά ὁμιλήσω; Εἶμαι ἱερεύς; φυσικά ὄχι. Μήπως εἶμαι ἀξιωματοῦχος; οὔτε κι αὐτό βέβαια. Στρατιώτης; ἀπό ποῦ; Μήπως εἶμαι γεωργός; οὔτε καί αὐτό τό τελευταῖο. Εἶμαι ἕνας πτωχός πού μέ δυσκολία βγάζω τήν καθημερινή τροφή μου. Ἄρα λοιπόν δέν ὑπάρχει λόγος νά φροντίσω ἐγώ δι' αὐτήν τήν ὑπόθεσι. Ἀλοίμονο σέ σένα πού σκέπτεσαι ἔτσι. Οἱ πέτρες θά φωνάξουν δυνατά καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀμέριμνος; 
Ἡ ἀναίσθητος φύσις ὑπάκουσε στόν Θεό καί σύ γίνεσαι φυγάς; Αὐτή ἡ φύσις ἡ ὁποία δέν ἔχει ζωή, οὔτε θά κριθῆ ἀπό τόν Θεό, σάν νά φοβῆται τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ φωνάζει δυνατά, καί σύ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φέρεις εὐθύνη καί θά κριθῆς κατά τήν δευτέρα παρουσία καί δι' ἕνα ἀργό λόγο, ἔστω καί ἄν εἶσαι ζητιάνος λέγεις μέ παραλογισμό. Ποιά φροντίδα πρέπει νά ἔχω ἐγώ δι' αὐτό τό θέμα; Αὐτά δέσποτά μου, λέγει ὁ Παῦλος, τά μετέφερα στόν ἑαυτό μου καί στόν Ἀπολλώ γιά χάρι σας, ὥστε ἀπό ἐμᾶς νά μάθετε νά μήν ἔχετε φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει γραφῆ. Ὥστε καί αὐτός ὁ πτωχός θά εἶναι ἀναπολόγητος κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἐάν τώρα δέν ὁμιλεῖ διά τά θέματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα θά κατακριθῆ καί μόνο δι' αὐτό. Καί βέβαια δέν θά ξεφύγη ἀπό τήν κρίσι καθένας ἀπό τούς ἀνωτέρους στά ἀξιώματα, μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως. Σ' αὐτόν βέβαια θά εἶναι πολύ αὐστηρότερη ἡ κρίσις. Ἐπειδή ἔχει γραφῆ ὅτι οἱ ἄρχοντες θά ἐξετασθοῦν αὐστηρότερα. Καί ἀλλοῦ πάλι. Κρίσις αὐστηρά θά γίνη στούς ἰσχυρούς. Νά ὁμιλῆς λοιπόν, κύριέ μου, νά ὁμιλῆς. Δι' αὐτόν τόν λόγο καί ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἐπειδή φοβοῦμαι τήν κρίσι ὁμιλῶ. Ὡμίλησε δέ τόσο ὥστε νά σέ ἀκούση καί ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκεις σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξιώματα.

Κείμενο.
Ἄλλων μέν ἡ ἀρετή ἐξ ἀκοῆς ἡμῖν διέγνωσται· σοῦ δέ τοῦ ὑπερτίμου δεσπότου μου, πρότερον δι' ὄψεως, νῦν δέ ἐξ ἀκοῆς μέχρι τῆς ἐσχατιᾶς ἐν ᾗ ἐσμεν φθασάσης. Τίς δέ ὁ λόγος; ὅτι ἐπαῤῥησιάσατό σου τό πνευματοκίνητον στόμα λαλῆλαι σοφίαν Θεοῦ, λόγους ἀληθείας, ἐπ' ὠφελείᾳ καί σωτηρίᾳ τῆς τε οἰκείας ψυχῆς καί πάσης τῆς καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίας. Καί μακάριος εἶ, καί εὐλογημένον τό ὄνομά σου· καί σε αἰνέσαισαν πάντες οἱ ἀκούσαντες εὐσεβεῖς. Καί στέφανος χαρίτων ἐπί τήν τιμίαν σου κάραν· καί κλοιός χρύσεος ἐπί τόν ἱερόν σου τράχηλον, υἱέ ὑπακοῆς, τέκνον φωτός, θρέμμα εὐσεβείας. Τάδε λέγει Κύριος·Ἄνοιξον τό στόμα σου, καί πληρώσω αὐτό· ἀνθ' ὧν ὑπήκουσας φωνῆς μου. Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί· Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Καί· Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστε ὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ' οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό Θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τούτῳ φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν· καί Ἀπολλώ δι' ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ' ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· Δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησί. Καί· Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι.Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας δεδοικώς τό κριτήριον λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως· ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων.

6. ΣΗ. Ἀντωνίῳ ἐπισκόπῳ (ΩΚΕ'). ΡG 99, 1629 Α.

Ἑρμηνεία.
Τοῦτο εἶναι δίκαιο καί ἀρμόδιο, ὅλους δηλαδή τούς ἄλλους πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἐδιώχθηκαν καί διεσκορπίσθηκαν ἐξ αἰτίας τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου καί χάριν τῆς μαρτυρίας τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ υἱοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας διά ἐπιστολῶν καί νά ἑνωνώμεθα πνευματικῶς διά κοινῶν ὑπομνημάτων. Καί κατ' οὐδένα τρόπο διά τῆς ἀφωνίας καί σιωπῆς νά παρουσιαζώμεθα ὡς νεκροί. Διότι γνωρίζωμε ὅτι αὐτό τό ἔκανε καί ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπικοινωνοῦσαν ἀπό μακρυά μεταξύ των καί ἐταυτίζοντο διά μέσου τῆς κοινῆς αὐτῆς ὁμολογίας, καί ἀπό κοινοῦ ἐκήρυττον τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν κόσμο. Σ' αὐτό τό ἔργο καί ἐμᾶς μᾶς τοποθέτησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἄν καί εἶναι τολμηρό αὐτό πού λέγω, καί μᾶς παραγγέλλει.
Νά ὁμιλῆς λέγει καί νά μή σιωπᾶς, ἐπειδή ὑπάρχει ἐδῶ πολύς λαός δικός μου, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἀκούση. Καί σέ ἄλλο μέρος λέγει ἡ γραφή. Ἐάν φοβηθῆ καί ὀπισθοχωρήση κάποιος, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σ' αὐτόν. Ὥστε ἡ κατάκρισις ἐξ αἰτίας τῆς σιωπῆς εἶναι φοβερά καί αὐτό ἰσχύει καί διά τούς αἱρετικούς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κωφεύουν ἀπό κακία ἐθελουσίως (ἐκούσια). Ὅλα αὐτά ἡ ὁσιότητά σου, ὅπως μᾶς ἔγραψες, ἐπειδή ἐνήργησε θεαρέστως, πολλούς πειρασμούς ὑπέστη, ἀπό ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά ἀκούσουν λόγον ὀρθόδοξο, ἀλλ' ἀπεναντίας ἀρνήθηκαν τήν θεοπαράδοτον εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί ὅλων τῶν ἁγίων Αὐτοῦ.

Κείμενο.
Τοῦτο δίκαιον καί προσῆκον, τούς ἄλλους ἀλλαχῆ διεσπαρμένους διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τήν μαρτυρίαν τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, φθέγγεσθαι ἀλλήλοις τοῖς γράμμασι καί συνάπτεσθαι πνευματικῶς τοῖς ὑπομνήμασι· καί μηδαμῶς τῇ ἀφωνίᾳ ὡς τεθνεῶτας λελογίσθαι. Τοῦτο γάρ ἴσμεν καί τόν μακάριον ἀπόστολον Παῦλον σύν τοῖς ὁμοταγόσι θεοστόλοις ἀλλήλους μακρόθεν φωνοῦντας, καί εἰς ταὐτόν ἐρχομένους τῷ συναπτικῷ λόγῳ, καί τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας Θεοῦ καταγγέλοντας παντί τῷ κόσμῳ· ἐν ᾧ καί ἡμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰ καί τολμηρόν εἰπεῖν, θέμενον παρεγγυᾷ· Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιωπήσῃς, ὅτι λαός μοι πολύς ἐστιν· ἐνταῦθα. Καί ἀλλαχοῦ· Ἐάν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Ὥστε φοβερόν κρῖμα τῆς σιωπῆς, καί ταῦτα ἐν τῇδε τῇ ἐθελοκάκῳ κωφεύσει τῶν αἱρετιζόντων. Ὅπερ ἡ ἁγιωσύνη σου καθά γέγραφεν ἐνεργοῦσα θεοπρεπῶς πολλούς πειρασμούς ὑφίστασθαι φαίη παρά τῶν οὐκ ἐθελόντων λόγον ὅσιον ἐνηχεῖσθαι· ἀλλ' ἠρνημένων τήν θεόγραπτον Χριστοῦ εἰκόνα, τῆς Θεοτόκου, καί οὑτινοσοῦν τῶν θεραπόντων αὐτοῦ.

7. 485. Θεοκτίστῳ ἐρημίτῃ. 712

Ἑρμηνεία.
Βλέπεις λοιπόν ὅτι δεύτερη ἐπιστολή εἶναι αὐτή ἡ εὐτελής. Καί ἄν μέν πράξης τά ἁρμόδια, δηλώνοντας καί ἀπολογούμενος γιά ὅλα ὅσα ἐγκαλεῖσαι θά ἔχης κερδηθῆ διά τόν Κύριον, ἐσύ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἀδελφός μας, καί τό λέγομε αὐτό κυριολεκτώντας καί θά ἔχουμε γιά σένα μεγάλη χαρά ἐμεῖς οἱ ταπεινοί. Ἐάν δέ παραμείνης στήν ἴδια μέχρι τώρα σιωπή καί ἀνυπακοή, πρᾶγμα τό ὁποῖο μακάρι νά μή γίνη, θά σηκώσης ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως ἀπό τίς δικές σου πράξεις.

Κείμενο.
᾿Ιδού δευτέρα ἡ ἐπιστολή μου αὕτη ἡ εὐτελής. Καί εἰ μέν δράσεις τά δέοντα, δηλῶν καί ἀπολογούμενος περί πάντων ὧν ἐγκαλῇ, ἐκερδήθης ὁ ἀδελφός ἡμῶν, κυριολέκτως εἰπεῖν, καί χαίρομεν ἐπί σοί μέγα οἱ ταπεινοί· εἰ δέ, ὅπερ ἀπείη, ἐμμείνῃς ἐν τῇ αὐτῇ σιωπῇ καί ἀπειθείᾳ, βαστάσοις τό κρίμα αἰώνιον, ἄπρακτα ἀσκῶν, μᾶλλον δέ ὀλεθρίως σχίζων τόν λαόν τοῦ θεοῦ διά τῆς οἰκείας ἰδιοπραγίας.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ

Ὁ ὅσιος ἐθεωροῦσε ὅτι κατά τήν περίοδο πού ἡ Ὀρθοδοξία ἐμάχετο μέ τήν αἵρεσι, ἡ σιωπή ἦτο μέγα κακό καί θανάσιμο ἁμάρτημα. Ἔπρεπε ὁ κάθε χριστιανός νά ξεκαθαρίση τή θέσι του καί ἤ νά ὁμολογήση καί νά ταυτισθῆ μέ τήν ἀλήθεια ἤ νά συγκατατεθῆ καί νά συμβιβασθῆ μέ τούς ἰσχυρούς. Στήν περίπτωσι τήν δεύτερη τοῦ συμβιβασμοῦ δέν ἐχρειάζετο ὁπωσδήποτε νά ὁμολογήση κανείς τήν αἵρεσι, ἀλλά ἦτο ἀρκετή καί ἡ σιωπή, διά νά ἀποδείξη ὅτι κάποιος δέν ὡμολογοῦσε τήν ἀλήθεια. Διότι μέ τήν σιωπή τῶν ὀρθοδόξων, ἑδραιώνετο καί ἐπικρατοῦσε ἡ αἵρεσις. Ὁ ὅσιος λοιπόν ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐταύτιζε τήν ὁμολογία μέ τόν διωγμό κάι τό μαρτύριο τήν σιωπή δέ μέ τήν δειλία καί ἄρνησι.
Στήν ἐπιστολή του λοιπόν πρός τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἐθεώρησε τήν σιωπή ὡς ἐπικύρωσι τῆς κατηγορίας, ὅτι δηλαδή ἦταν οἱ στουδίτες μοναχοί σχισματικοί. Ἐπί πλέον διορθώνει τόν Πατριάρχη λέγοντας, ὅτι δέν πρέπει αὐτός ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ ἐξουσία, νά πείθεται εὔκολα σέ ὅ,τι ἀκούει.
Στήν ἐπιστολή του στόν κατά σάρκα ἀδελφό του Ἰωσήφ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσ/νίκης, ὁ ὅσιος ἐκθέτοντας τά γεγονότα ὡς πρός τήν ἀθώωσι τοῦ μοιχοζεύκτη ἱερέως Ἰωσήφ, λέγει ὅτι ἡ σιωπή εἶναι ἐν μέρει σιωπηλή συγκατάθεσις μέ τό κακό. Αὐτήν τήν πρός στιγμή σιωπή τῶν πατέρων ἐκμεταλλεύτηκαν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν ἀθώωσι τοῦ Ἰωσήφ, καί δέν ἐδέχοντο στήν ἐπανεξέτασι τῆς ὑποθέσεως καμμία συζήτησι. Ἐδῶ φαίνεται τό ἀνυποχώρητο τοῦ ὁσίου, ὄχι ἀπό ἐμπάθεια πρός τόν Ἰωσήφ, ἀλλά διά τήν καταδίκη τῆς μοιχοζευξίας (τοῦ δευτέρου γάμου) καί τήν ἀποκατάστασι τῆς εὐαγγελικοῦ νόμου.
Στόν μοναχό Ἀθανάσιο ὁ ὅσιος λέγει ὅτι αἱρετικός ὀνομάζεται κάποιος, ἐφ' ὅσον δημοσιοποιηθῆ ἡ πλάνη του καί ὑπάρξη ὀρθόδοξος ἔνστασις καί ἀντίστασις. Τότε λέγει, ὅτι ὅσοι τηροῦν σιωπή καί δέν ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια ταυτίζονται μέ τήν αἵρεσι. Τήν κατάκρισι ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς σιωπῆς διά τήν πίστι τήν ὀνομάζει φοβερά. Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι φοβούμενος αὐτή τήν κατάκρισι μέ ὅλη του τή δύναμι, προφορικῶς καί γραπτῶς κηρύττει τήν ἀλήθεια καί μέ τόν φόβο καί τόν τρόμο καί τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου.
Στήν ἐπιστολή του πρός τούς μοναχούς ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τά πράγματα ὡς πρός τήν θέσι τοῦ καθενός καί λέγει ὅτι καί ὁ πιό ἁπλός χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει κανένα ἀξίωμα, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, ὀφείλει νά ὁμιλῆ πρός κάθε κατεύθυνσι καί μέ ὁποιοδήποτε κόστος. Χρησιμοποιεῖ τήν θαυμάσια ἔκφρασι «ἐλευθεροστομεῖν», τό ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τό χωρίον τοῦ Ἀπ. Παύλου «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β' Τιμ. 2, 9), ἐπειδή τό σιωπᾶν ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι κατ' οὐσίαν ἡ δέσμευσις τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. 
Τό ἐλευθεροστομεῖν λοιπόν σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τό νά ὁμιλῆ κανείς καί νά μή σιωπᾶ, σημαίνει τό νά ὁμιλῆ κανείς ἄφοβα καί μέ παρρησία πρός τούς ὑψηλα ἱσταμένους, ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες, μέ πλήρη ἐπίγνωσι τῶν συνεπειῶν αὐτῆς τῆς ὁμολογίας. Δηλαδή μέ ἕνα λόγο ὅταν κινδυνεύη ἡ πίστις, πρέπει νά ὁμιλοῦμε μέ τρόπο καί στόμα ἀποστολικό. Στήν ἐπιστολή του αὐτή ὁ ὅσιος σημειώνει ὅτι αὐτή ἡ ἐντολή (δηλαδή τοῦ μή σιωπᾶν) δέν εἶναι δική του ἔμπνευσις, ἀλλά εἶναι ἐντολή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Πολύ συχνά ὁ ὅσιος στίς ἐπιστολές του ἀναφέρει λόγια τῆς γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά νά δείξη τήν πλήρη ταύτισι μέ αὐτούς. Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ ὅσιος τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπέβαλον τήν αἵρεσι· μέ τό νά κατορθώσουν δηλαδή νά κλείνουν τό στόμα σέ ὅσους εἶχαν τήν δυνατότητα νά ὁμιλήσουν, καί εἰδικά στούς ἡγουμένους. Τήν σιωπή αὐτή τῶν ἡγουμένων ὁ ὅσιος ἐδῶ τήν ὀνομάζει δεινόν, δηλαδή κάτι φοβερό. Τήν ὑπογραφή των δέ καί ἔγγραφη συγκατάθεσι στήν ἐντολή τοῦ βασιλέως νά μή διδάσκουν, τήν ὀνομάζει προδοσία τῆς ἀληθείας καί ἔκπτωσι ἀπό τήν ἡγουμενική προστασία τῶν μοναχῶν. Πόσο ἀλήθεια στίς ἡμέρες μας ἐπαναλαμβάνονται τά ἴδια γεγονότα, καί κλείνονται τά στόματα τῶν ἡγουμένων τῶν ἐπισκόπων κλπ. μέ ἄλλους ὅμως πιό πολιτισμένους τρόπους.
Στήν ἐπιστολή του πρός τόν Παντολέοντα τόν Λογοθέτη ὁ ὅσιος, κατ' ἀρχάς ἐπαινεῖ τήν παρρησία καί τό θάρρος μέ τό ὁποῖο ἐκήρυττε τά ὀρθόδοξα δόγματα. Ἐδῶ πάλι σχολαστικώτερα, θά λέγαμε, διακηρύττει ὅτι δέν ἐξαιρεῖται κανείς ἀπό τήν ὁμολογία, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, οὔτε ὁ τελευταῖος πτωχός χριστιανός, οὔτε ὁ ζητιάνος. Παρουσιάζει μέ ζωντάνια καί χάρι τήν ἄψυχη φύσι, τρόπον τινά, νά ἐξανίσταται ἀπό τήν βλασφημία τῆς αἱρέσεως καί νά εἶναι ἕτοιμη νά ὁμιλήση δυνατά. Καί τούς χριστιανούς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά βρίσκουν διάφορες προφάσεις καί δικαιολογίες διά νά τηρήσουν σιωπή.
Ἀναφέρει καί αὐτό τό φοβερό, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά διαφύγη τήν προσοχή μας. Ὅτι δέν χρειάζεται νά ἔχει κανείς ἄλλες ἁμαρτίες γιά νά κατακριθῆ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀρκεῖ αὐτή ἡ σιωπή καί ἡ ἔλλειψις τῆς ὁμολογίας ὅταν ἡ πίστις κινδυνεύει. Ἴσως καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ ὁμολογία στά δύσκολα χρόνια πού θά ἔλθουν, μόνη της νά μπορῆ νά ἀποκαταστήση στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτόν πού θά τήν ἔχη.
Ἐπίσης ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι ὅσο μεγαλύτερο ἀξίωμα ἔχει κάποιος τόσο αὐστηρότερα θά κριθῆ στά θέματα τῆς σιωπῆς καί τῆς ὁμολογίας. Τελικά προτρέπει τόν ἀποδέκτη τῆς ἐπιστολῆς λέγοντάς του «Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει...», τό ὁποῖο δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει στόν κίνδυνο τῆς ὀρθοδοξίας περίπτωσι δικαιολογίας διά τήν σιωπή.
Στόν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο ὁ ὅσιος ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὅποιος σιωπᾶ ἐν καιρῷ κινδύνου τῆς πίστεως θεωρεῖται διά τήν ἐκκλησία ὡς νεκρός. Ἐπίσης λέγει ὅτι πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, νά εἶναι ἑνωμένοι πνευματικά καί νά ἐπικοινωνοῦν καί νά ὁμονοοῦν καί νά συνταυτίζωνται, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἀναφέρει πάλι χαρακτηριστικά ὅτι εἶναι φοβερό τό κρῖμα (κατάκρισι) τῆς σιωπῆς.

Τέλος στόν ἐρημίτη Θεόκτιστο ὁ ὅσιος ἀπαιτεῖ ὁμολογία γραπτή διά τήν πίστι του, πού εἶχε κατηγορηθῆ ὡς μή ὀρθόδοξος, καί λέγει ὅτι ἄν τηρήση σιωπή σ' αὐτή τήν περίπτωσι, θά σηκώση ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως καί θά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τούς ὀρθοδόξους ὡς αἱρετικός. Δηλαδή διά τά θέματα τῆς πίστεως ὀφείλει ὁ καθένας δημοσίως νά ξεκαθαρίζη τή θέσι του καί ἀναλόγως νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς χριστιανούς. Ἡ σιωπή σημαίνει ταύτισι μέ τήν αἵρεσι.

« τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης...;



« τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;
θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός
ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;
καθώς γέγραπται ὅτι
ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν·
ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.
ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν
διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή
οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις
οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα
οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα
δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν».

(Πρός Ρωμ. 35-39).


http://agiameteora.net/

Ακολουθία εις τους εκ των λατινικών αιρέσεων επιστρέφοντας (1484 μ.Χ.)

Συγκλονιστικό!

Ἀκολουθία, τυπωθεῖσα ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου, εἰς τοὺς ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων ἐπιστρέφοντας τῇ ὀρθοδόξῳ τε καὶ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ δὴ καὶ τοῖς τρισὶν ἁγιωτάτοις πατριάρχαις τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξανδρείας δηλονότι, Ἀντιοχείας, καὶ Ἱεροσολύμων.

Ὁ ἀρχιερεύς, ἢ καὶ ὁ ἱερεύς, προτροπῇ αὐτοῦ, βαλὼν ἐπιτραχήλιον, ποιεῖ εὐλογητὸν ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν τοῦ βήματος. Καὶ εὐθὺς ἀρχόμεθα τό, Δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι. Βασιλεῦ οὐράνιε. Τὸ τρισάγιον. Παναγία τριάς. Πάτερ ἡμῶν. Τό, Κύριε ἐλέησον ιβ΄. Δεῦτε προσκυνήσωμεν. Τὸν Ν΄. Καὶ μετὰ τὸ εἰπεῖν ταῦτα, παρίστησι τὸν ἐκ Λατίνων ἐπιστρέφοντα τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει κατέμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν τοῦ βήματος, καὶ ἐπερωτᾶ αὐτὸν ἀσκεπῆ ὄντα, λέγων πρὸς αὐτὸν οὕτως·

Ἐρώτησις. Βούλει, ἄνθρωπε, γενέσθαι ὀρθόδοξος, καὶ ἀποτάσσῃ πᾶσι τοῖς αἰσχίστοις καὶ ἀλλοτρίοις δόγμασι τῶν Λατίνων, δηλονότι περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι κακῶς φρονοῦσι καὶ δοξάζουσι τὸ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι· ἀλλὰ δὴ τῶν τε ἱερουργουμένων παρ’ αὐτοῖς ἀζύμων, καὶ τῶν λοιπῶν ἐθῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνων, ὅσα οὐ συμφωνεῖ τῇ καθολικῇ καὶ ὀρθοδόξῳ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας;

Ὁ Λατῖνος. Ναί, δέσποτα ἅγιε, ἐξ ὅλης μου τοῦτο ποιῶ τῆς ψυχῆς.

Ἐρώτησις. Ἀσπάζῃ τὸ ἅγιον τῆς πίστεως ἡμῶν σύμβολον, καὶ φυλάττεις αὐτὸ ἀπαραποίητον, καὶ ἄνευ τινὸς προσθήκης λέξεως τυχὸν ἐν τούτῳ, ἢ ἀφαιρέσεως, καθώς, ἐτυπώθη ὑπὸ τῶν ἁγίων καὶ οἰκουμενικῶν μεγάλων συνόδων, τῆς τε ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συστάσης τὸ πρῶτον, καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συστάσης δευτέρας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, καὶ ὑπὸ πασῶν τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καθεξῆς βεβαιωθὲν τοῦτο καὶ κυρωθέν;

Ἀπόκρισις. Ναί, δέσποτα ἅγιε, τοῦτο στέργω ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς, καὶ φυλάττω αὐτὸ ἀπαραποίητον.

Ἐρώτησις. Καθυποβάλλεις τῷ ἀναθέματι, ὡς καὶ οἱ ἅγιοι καὶ θεῖοι Πατέρες ἡμῶν τοῦτ’ ἐποίησαν, δηλονότι, τοὺς τολμῶντας μετὰ προσθήκης τοῦτο λέγειν τινός, καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὥσπερ καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεσθαι φλυαροῦντας τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον;

Ἀπόκρισις. Ἐξ ὅλης ὁμολογῶ τῆς ψυχῆς τοῦτο ἀπαραποίητον, καὶ τοὺς μὴ οὕτω στέργοντας αὐτὸ καθυποβάλλω τῷ ἀναθέματι.

Ἐρώτησις. Ἀποβάλλῃ καὶ εἰς οὐδὲν λογίζῃ τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ τῆς Ἰταλίας πρασυστᾶσαν σύνοδον, καὶ ὅσα ἔστερξεν ἐκείνη κακῶς ἐναντία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ νόθα;

Ἀπόκρισις. Ἀποβάλλομαι ταύτην τὴν σύνοδον, δέσποτά μου, καὶ ὡς μηδὲ τὸ κατ’ ἀρχὰς συστᾶσαν ἡ γεγονυῖαν ταύτην λογίζομαι εἶναι.

Ἐρώτησις. Ἀποστρέφῃ τελείως καὶ τὰς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις, ἢ καὶ αὐτῶν τῶν λατινοφρόνων, καὶ τοὺς τὰ ἄζυμα ἰουδαϊκῶς, ἢ ἀπολλιναριστικῶς ταῦτα ἱερουργοῦντας, ὡς αἱρετικούς;

Ἀπόκρισις. Ναί, δέσποτα, καὶ τοῦτο ποιῶ ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς.

Ἐρώτησις. Ἀπὸ τοῦ νυν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς χάριτι θείᾳ ἐξασφαλίζῃ ἕως τέλους ζωῆς σου διαμένειν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ ταύτῃ πίστει τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγίας Ἐκκλησίας ἀκλόνητος καὶ ἀσάλευτος, κἂν εἴ τί σοι γένηται;

Ἀπόκρισις. Ναί, τίμιε δέσποτα, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντός μοι, τοῦτο ὑπόσχομαι.

Καὶ ὁ ἀρχιερεύς, ἢ ὁ ἱερεύς. Καὶ λοιπὸν ὁμολόγησον ἤδη τὸ ἅγιον τῆς πίστεως ἡμῶν σύμβολον ἄνευ τινὸς προσθήκης.

Καὶ λέγει ὁμολογῶν μεγάλῃ τῇ φωνῇ τό, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, καὶ λέγει τοῦτο ἕως τέλους. Καὶ μετὰ τὸ εἰπεῖν καὶ ἀπαρτίσαι αὐτὸ τὸ σύμβολον ἅπαν, εὐθὺς χρίεται ὑπὸ τοῦ ἱερέως ὁ τοιοῦτος τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ τῆς Ἐκκλησίας μύρῳ, ἔν τε τῷ μετώπῳ αὐτοῦ ἐγχαράττοντος σταυρὸν τοῦ ἱερέως, ὁμοίως καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ τῷ πώγωνι αὐτοῦ, καὶ ταῖς χερσίν, ἀλλὰ δὲ καὶ τῷ στήθει, καὶ τοῖς γόνασι, λέγοντος καὶ ἐπιφωνοῦντος τοῦ ἀρχιερέως ἐν μιᾷ ἑκάστῃ αἰσθήσει, ἐν τῷ χρίειν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου, ἀμήν. Καὶ μετὰ τὸ ἀπομυρῶσαι τοῦτον, εὔχεται ὁ ἱερεὺς ἄνω τῆς κεφαλῆς τοῦ χρισθέντος τῷ μύρῳ τὴν εὐχὴν ταύτην.

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ κλίνας οὐρανούς, καὶ τοῖς ἐν γῇ δι’ ἄφατον ἔλεος ἐπιδημήσας, καὶ διδάξας τοὺς ἀνθρώπους ὁμολογεῖν τὴν ἀληθινὴν καὶ ἄμεμπτον ὁμολογίαν, τὴν τῆς ὁμοουσίου καὶ συναϊδίου Τριάδος ἐπίγνωσιν, καὶ τὸ προσκυνητὸν καὶ παντοδύναμον Πνεῦμα, διὰ τοῦ ἀψευδοῦς σου στόματος ὑποφήνας ἐκπορεύεσθαι τοῦτο καὶ ὑφίστασθαι ἐκ τοῦ ἀνάρχου σου Πατρὸς καὶ Θεοῦ, αὐτός, Δέσποτα, τὸν δοῦλόν σου (δεῖνα) τὸν ἐπιστρέφοντα ἐκ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου σου καὶ τοῦ ἀψευδοῦς σου στόματος, καὶ τὴν τῶν ἁγίων σου Ἀποστόλων καὶ διδασκάλων τῆς εὐσεβείας ἀκραιφνῆ θεολογίαν, ὁμολογίαν τε αὐτῶν καὶ παράδοσιν, πρόσδεξαι, ὡς ἐλεήμων καὶ συμπαθής, συνάπτων αὐτὸν καὶ ἑνῶν τοῖς ἀληθέσι δόγμασι τῆς ἁγίας σου καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. καταξιῶν τε αὐτὸν τῆς ἀτελευτήτου καὶ ἀϊδίου τῶν οὐρανῶν βασιλείας τῇ ἐπιγνώσει καὶ ἀνακηρύξει τῶν τῆς εὐσεβείας δογμάτων. Πάριδε οὖν, ὡς συμπαθὴς καὶ ἐλεήμων, τὰ ἐν γνώσει τε καὶ ἀγνοίᾳ ἐν τῷ βίῳ πλημμεληθέντα αὐτῷ· στερέωσον αὐτὸν διαμένειν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει, καὶ ὁμολογίᾳ σου· πλάτυνον δὲ αὐτοῦ τὸ στόμα ἐρεύγεσθαι κατὰ τῶν τοῦ ᾅδου πυλῶν αἱρέσεων, καὶ τῶν λοιπῶν ἀσεβειῶν· διάνοιξον αὐτοῦ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς κατανοεῖν σου τὰ θαυμάσια· δίδαξον αὐτόν, ἐπιτελεῖν ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ σου· μὴ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ· κάθαρον αὐτοῦ τὴν ψυχὴν αἱρετικῆς ἀχλύος, καὶ πάσης ἄλλης δυσσεβείας· καὶ σύναξον αὐτὸν δι’ ἡμῶν προστρέχοντα τῇ ὀρθοδόξῳ σου ποίμνῃ· ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, κτλ.

Μετὰ ταῦτα λέγει τὸν ψαλμόν· Ὑψώσω σε ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς μου.

Εἶτα, Δόξα καὶ νῦν. Τὴν τιμιωτέραν. Ὁ Θεὸς οἰκτειρήσαι ἡμᾶς.

Εἶτα ἐκτενής, καὶ ἀπόλυσις.

Λίβελλος, ὅν περ διδοῦσιν ἐγγράφως ἀπαιτούμενοι οἱ ἐκ Λατίνων ἐπιστρέφοντες,

Ἐπειδὴ ἀπαιτήθημεν παρὰ τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου, ἢ ἀρχιερέως (τοῦ δεῖνος), δοῦναι ὁμολογίαν καθαρὰν ἐν τῷ ἱερῷ κώδικι τῆς (ὁδεῖνος) Ἐκκλησίας, ἥν τινα κρατεῖ ἡ καθολικὴ τῶν Γραικῶν Ἐκκλησία, ἤδη κατὰ τὸν θεῖον καὶ προσκυνητὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ, τὸν παρόντα ἡμῶν ἔγγραφον λίβελλον ἀποδίδομεν, δι’ οὗ καθομολογοῦμεν καὶ στέργομεν ἅπαντα τὰ παρὰ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων ἀποφανθέντα καὶ στερχθέντα, τῶν τε ἀποστολικῶν, καὶ τῶν ἁγίων ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν μερικῶν, ὡς ἡ ἁγία τῶν Γραικῶν Ἐκκλησία καθομολογεῖ, ἀποβαλλόμενος πάντα τὰ τῶν Λατίνων ἄτοπα ἔθιμα, καὶ πᾶσαν ἄλλην βέβηλον κενοφωνίαν· ὧν χάριν καὶ ἡ παροῦσα ἡμῶν ἔγγραφος ὁμολογία ἐπεδόθη τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐν μηνὶ (ὁδεῖνι), ἰνδικτιῶνος (ὁδεῖνος), ἔτος (ὁδεῖνα).

ΠΗΓΗ: Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τ. Ε΄, Ἀθήνησιν 1855, σ. 143-147.

Ο «ψυχοπαθής» κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας

Ποιος είναι ο ψυχοπαθής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας; Ο κάθε άνθρωπος είναι ψυχοπαθής κατά την Πατερική έννοια. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής. Ο ορισμός της ψυχοπάθειας από Πατερικής απόψεως είναι ότι ψυχοπάθεια υπάρχει στον άνθρωπο εκείνον που δεν λειτουργεί σωστά η νοερά ενέργεια μέσα του. Όταν δηλαδή ο νους του ανθρώπου είναι γεμάτος από λογισμούς, όχι μόνο κακούς λογισμούς, αλλά και καλούς λογισμούς.

Όποιος έχει λογισμούς, καλούς η κακούς μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος από Πατερικής απόψεως είναι ψυχοπαθής. Ας είναι οι λογισμοί αυτοί ηθικοί, ακόμη και ηθικώτατοι, ανήθικοι η ο,τιδήποτε άλλο. Δηλαδή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όποιος δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε κατάστασι φωτισμού με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος είναι ψυχοπαθής. Όχι όμως με την έννοια της Ψυχιατρικής. Ο ψυχοπαθής για τον ψυχίατρο είναι κάτι άλλο. Είναι εκείνος που πάσχει από ψύχωσι, είναι ο σχιζοφρενής. Για την Ορθοδοξία όμως ένας που δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε φωτισμό, είναι νορμάλ η δεν είναι νορμάλ; Αυτό είναι το θέμα.

Ποιος είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος Χριστιανός στην Πατερική παράδοσι; Αν θέλετε να το δήτε αυτό ξεκάθαρα, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Μύρου, η οποία τελείται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την Μεγάλη Πέμπτη, διαβάστε την ακολουθία των Εγκαινίων των ιερών ναών. Εκεί θα δήτε τι σημαίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, εκεί θα δήτε ποιος είναι ο φωτισμένος. 

Όλες οι ακολουθίες καθώς και η ασκητική παράδοσις της Εκκλησίας αναφέρονται κυρίως σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: Στην κάθαρσι από τα πάθη της ψυχής και του σώματος, στον φωτισμό του νού του ανθρώπου από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και στην θέωσι της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. Κυρίως όμως μιλούν για την κάθαρσι και τον φωτισμό, επειδή οι ακολουθίες της Εκκλησίας είναι εκφράσεις της λογικής λατρείας. Οπότε ο νορμάλ Ορθόδοξος ποιος είναι; Ο βαπτισμένος, αλλά μη κεκαθαρμένος; Ο μη φωτισμένος; Η ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος; Ο τελευταίος φυσικά. Αυτός είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος.

Άρα σε τι διαφέρουν οι νορμάλ Ορθόδοξοι από τους άλλους Ορθοδόξους; Στο δόγμα; Όχι, βέβαια. Πάρτε τους Ορθοδόξους, γενικά. Μεταξύ τους όλοι έχουν το ίδιο δόγμα, την ίδια παράδοσι και την ίδια κοινή λατρεία. Μέσα σε έναν ιερό ναό μπορεί να υπάρχουν π.χ. τριακόσιοι Ορθόδοξοι. Από αυτούς όμως μόνο οι πέντε να είναι σε κατάστασι φωτισμού, ενώ οι άλλοι να μην είναι. Και μάλιστα οι άλλοι να μην έχουν ιδέα του τι είναι κάθαρσις. Οπότε τίθεται το ερώτημα: Οι νορμάλ Ορθόδοξοι Χριστιανοί μεταξύ αυτών πόσοι είναι; Δυστυχώς μόνο οι πέντε.

Ρωμανίδης Ιωάννης (Πρεσβύτερος(+)

«Του αυτού πνεύματος»

Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, στην πραγματικότητα είναι η ανάγκη να ζήσει. Γιατί χωρίς επικοινωνία η καρδιά απομονώνεται, συντρίβεται, φθείρεται. Με την επικοινωνία διευρύνεται, χαίρεται, ζωοποιείται.
Τι είναι όμως η επικοινωνία και πότε γευόμαστε τις ομορφιές της; Σήμερα, περισσότερο από άλλες εποχές, τα μέσα που υπάρχουν ευκολύνουν την επικοινωνία. Όπου και να βρίσκεσαι μπορείς να επικοινωνήσεις με όποιο θέλεις, να τον ακούσεις, να τον δεις. Και όμως η απουσία της επικοινωνίας, περισσότερο από άλλες εποχές, είναι τόσο εμφανής. Η μοναξιά έγινε το γνώρισμα της εποχής μας και ο άνθρωπος πορεύεται μόνος. «Η ερημία των πόλεων», κατά τον μακαριστό Γέροντα Μωυσή Αγιορείτη, σ’ αντιδιαστολή με την «κοινωνία της ερήμου», βρίσκεται, βέβαια, όχι στη σωματική παρουσία δίπλα μας ανθρώπων αλλά στην ουσιαστική επικοινωνία μ’ αυτούς.
Ο όσιος γέροντας Παναής της Λύσης, ο «κοσμικός ερημίτης», μας τόνιζε....... τη σημασία της επικοινωνίας που έχει ως βάση τη συνεννόηση, την κοινή αντίληψη της ζωής, αυτό δηλαδή που ονομάζεται «του αυτού (του ιδίου) πνεύματος».
Δεν είναι δεδομένο ότι το «αυτό πνεύμα» υπάρχει στους «ανθρώπους της Εκκλησίας» ή σε όσους έχουν το ίδιο επάγγελμα ή σε όσους ζουν στον ίδιο χώρο. Το «αυτό πνεύμα» προϋποθέτει εσωτερική θέα του κόσμου μας, της ζωής, του Θεού και των ανθρώπων, ίδιο με τον άλλο. Η θέα αυτή δεν εξαρτάται, ασφαλώς, από το χαρακτήρα. Η διαφορά των χαρακτήρων που ενώνονται δια μέσου του «αυτού πνεύματος» έχει την ομορφιά της ποικιλίας και της «ενότητας εν τη ποικιλομορφία».
Είναι λυπηρό αλλά και πραγματικό το γεγονός ότι με αρκετούς λεγόμενους «ανθρώπους της Εκκλησίας» δεν υπάρχει η ενότητα που πηγάζει από τη βάση της θεώρησης του «αυτού πνεύματος». Πιο λυπηρό ακόμα είναι με ανθρώπους που κάποτε επικοινωνούσαμε βαθειά, και η χαρά ήταν αμοιβαία, τώρα να μην μπορούμε να «πούμε δυο λέξεις».
Η τυπική επικοινωνία που έχουμε με τους περισσότερους ανθρώπους που συναντούμε στην πορεία της ζωής ασφαλώς δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη βαθύτερη ανάγκη για εσωτερική - βαθειά επικοινωνία με ορισμένους ανθρώπους. Αφού δεν είναι δυνατό να είμαστε «του αυτού πνεύματος» με όλους ή τους περισσότερους ανθρώπους, είναι ανάγκη υπαρξιακής επιβίωσης να βρούμε τέτοιους που να μπορούμε να επικοινωνούμε, να μοιραζόμαστε, να συνεννοούμαστε, να κοινωνούμε τα βαθύτερά μας συναισθήματα.
Η υπομονή, η ταπείνωση, η ανεκτικότητα και ο πόθος για σχέση, γίνονται τα μέσα που θα μας οδηγήσουν στην ανακάλυψη ανθρώπων - συνοδοιπόρων που έχουν την ίδια ανάγκη με εμάς, την ίδια αντίληψη της ζωής, το ίδιο πνεύμα.
Τότε, αληθινά, βιώνεται η εντός ημών Βασιλεία. Γιατί ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους βρίσκεται ο Χριστός, ακατάληπτα και αόρατα, που ενώνει, δίνει χαρά και συμπορεύεται.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους