.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΚΑΛΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΡΑΣΟΦΟΡΩΝ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ ΜΟΝΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΟΥ

Αναμφισβήτητα το χρέος της υπακοής μας ως χριστιανοί είναι υψίστης σημασίας και επιβεβλημένο καθήκον, μόνο έτσι όπως αυτό εκφράζεται σε σχέση με το νόμο και το θέλημα του Θεού, έχοντας ως πρότυπο την υπακοή του Χριστού, στον Θεό Πατέρα.Αυτή η υπακοή του Χριστού απέρρεε απ΄ την άρρητη αγάπη Του και εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Θεού Πατέρα και από την πλήρη ταύτιση των προσώπων τους. Η τελειότητα της υπακοής που καρποφορεί και είναι ευάρεστη στο Θεό, δεν έγκειται μόνο στην υποταγή του ενός προσώπου στο άλλο, αλλά στην πλήρη ταύτιση των φρονημάτων εντολοφόρου και εντολοδόχου, σε μια έλξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αγάπης. Σ΄ αυτόν τον αγώνα απόρριψης του εαυτού μας και εξαφάνισης του για χάρη του θελήματος του Θεού, νεκρώνουμε το αμαρτωλό «Εγώ» μας για να μην μας γίνεται εμπόδιο στην αγάπη Του που μας θέλει σε όλα δικούς Του.

Στις μέρες μας υπάρχει μεθοδευμένη διάβρωση της Ορθόδοξης Θεολογίας, η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και 100 χρόνια περίπου και συστηματική αντικατάσταση της με τον ανθρώπινο λόγο και την ανθρώπινη σκοπιμότητα. Και αυτό κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο λέγετε «αίρεσης».

Οι Ποιμένες μας, είτε αυτοί είναι Αρχιερείς, είτε Ηγούμενοι είτε και αυτός ο Πατριάρχης, μας ζητούν επιτακτικά μια συμπόρευση στην δική τους Εκκλησιολογία (Νεοπατερική Θεολογία), ξένη προς αυτήν του Ευαγγελίου και των Ι. Κανόνων, όπως εκφράστηκαν από Οικουμενικές, Αποστολικές και Πανορθόδουξους Συνόδους. Μέσα λοιπόν από το πρόσχημα της υπακοής η οποία για αυτούς είναι απροϋπόθετη, θέλουν να περάσουν τα οικουμενιστικά τους σχέδια, αδιαφορώντας για το θέλημα του Θεού και το ποίμνιο τους.

Γι΄ αυτό και εξαπολύουν απειλές, για διωγμούς από τα μοναστήρια μας, για καθαιρέσεις και αφορισμούς με απαράδεκτες εκφράσεις για το Εκκλησιαστικό τους κύρος, σε όσους μοναχούς δεν συμφωνούν με την ιδεολογία τους και εκφράζουν την άποψη τους την οποία καλώς πράττουν (οι μοναχοί) και την κοινοποιούν.

Ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού εμείς οι μοναχοί, ισότιμα με τα άλλα μέλη ενώπιον το Θεού, Αρχιερείς, ηγουμένους και λαϊκούς, έχουμε το δικαίωμα να εκφράσουμε την γνώμη μας σε ότι δεν συμφωνούμε. Σε ότι όμως αφορά θέματα πίστεως και επομένως σωτηρίας ψυχών, οφείλουμε με γνώμονα την Αγία Γραφή, τους Αγίους Πατέρες και Ομολογητές, καθώς και την Ιερά Παράδοση όχι μόνο να διαφωνήσουμε αλλά και να αντιταχτούμε κάνοντας ανυπακοή σ΄ αυτούς που δεν εισήλθαν δια της Θύρας αλλά αλλαχόθεν. Ιωνν. 10,1.

Το αυτό προτείνει και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον λόγο του περί «ταπεινοφροσύνης» (παραγρ. 9).

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Γαλάτας: «Και εάν ημείς (δηλ. οι Απόστολοι) ή άγγελος εξ΄ουρανού ευαγγελίζεται υμίν, παρ΄ο ευηγγελισάμεθα, ανάθεμα έστω» (Γαλ. 1,8).

Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Όταν οι Αρχιερείς έβγαλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη από την φυλακή, τους πρόσταξαν να μη ξαναμιλήσουν για τον Ιησού. Και η απάντησή τους ήταν: «είναι προτιμότερο να ακούσουμε το Θεό και να συνεχίσουμε το κήρυγμα, παρά εσάς» (Πραξ. 4, 17-20).

Ένα από τα έργα των μοναχών είναι και αυτό. Να υπερασπίζονται την αλήθεια του Ευαγγελίου και να μην ανέχονται καμία καινοτομία κατά το λόγιο του Κυρίου: «ος εάν ουν λύσει μία των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξει ούτω τους άλλους, ελάχιστος κληθήσετε εν τη βασιλεία των ουρανών» Ματθ. (5,19).

Όσοι από εμάς τους μοναχούς εισήλθαμε στην μοναχική πολιτεία με αγνή διάθεση μετανοίας και αγάπης προς τον Θεό, οδεύοντας σ΄ αυτόν τον δύσκολο δρόμο της καθάρσεως, ζούμε –όσο το ζεί ο καθείς- την αγάπη Του και το έλεος Του. Σε μέρες χαλεπές που χάνονται τόσες ψυχές, πολύ περισσότερες από την εποχή του Αγίου Κοσμά, μας διακατέχει ο λόγος του αποστόλου Παύλου: «μη τα εαυτών έκαστος σκοπείτε, αλλά και τα ετέρων έκαστος». Αν κάνανε αυτοί που μας κατηγορούν, το έργο του Θεού, έτσι όπως εκφράζετε μέσα από τον νόμο Του και όχι έτσι όπως το νομίζουν ή το θέλουν, τότε και εμείς θα καθόμασταν στα κελιά μας, αφοσιωμένοι μόνο στην προσευχή για όλο τον κόσμο.

Βλέπουμε την κρατούσα Εκκλησία όχι μόνο να παραπαίει αλλά και να προδίδει τον Χριστό με τις κεφαλές της. Δείχνει αδιαφορία για την ηθική κατάπτωση και αποστασία του λαού. Δεν κηρύττει μετάνοια, όπως είναι και το μεγαλύτερο χρέος της. Δεν δέχεται τις προφητείες των Αγίων μας, αλλά και της Αποκαλύψεως, προσέχοντας τα σημεία των καιρών που είναι πλέον ολοφάνερα μπροστά μας, έτσι ώστε να αφυπνίσει τον λαό, να τον προετοιμάσει, παρηγορήσει, να τον αγκαλιάσει με την στοργική αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός, σε στιγμές που όλοι σχεδόν οι Έλληνες χτυπιούνται από όλες τις σκοτεινές δυνάμεις του κόσμου τούτου.

Υποτάχθηκε η Εκκλησία με τη μισθοδοσία από το κράτος στα υποχθόνια σχέδια των Σιωνιστών, έχασε την παλαιά δύναμη ελέγχου σε ότι αντιορθόδοξο και ανθελληνικό.

Δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν τους προδότες μισέλληνες πολιτικούς, δεν απειλούν προς αφορισμό, δεν αφορίζουν, δεν αποτοιχίζονται από αυτούς που μας σκοτώνουν και μας ξεπουλούν σε Εβραίους και μουσουλμάνους. Φάνηκε μετά την Ψευτοσύνοδο της Κρήτης η προδοσία και η απιστία τους. Όταν αυτοί καταπατούν Ευαγγελικές εντολές και περιφρονούν τους Ι. Κανόνες των Αγίων, παύουν να είναι εις τόπον και τύπον Χριστού. Εμείς οι μοναχοί δεν κάνουμε υπακοή σε ανθρώπους Α΄Κοριν.(7,23) – τιμής ηγοράσθητε’ μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων – αλλά στο θέλημα του Θεού που είναι στη συγκεκριμένη εποχή, η θυσιαστική αγάπη στον πάσχοντα Έλληνα που έχει τόσο πολύ ανάγκη από το ύδωρ το ζων, τον λόγο του Θεού. Ο Θεός φωνάζει με το στόμα του Προφήτου Ησαΐα: «Παρακαλείτε, παρακαλείτε (παρηγορείστε) τον λαό μου»

Ο λαός έχει ανάγκη από αλήθειες, αγάπη, παρηγοριά και ελπίδα.

Η διπλωματία και η διγλωσσία που είναι απαράδεκτες στο χώρο της Αλήθειας, τους καθιστούν έκπτωτους στα μάτια του λαού.

Αδελφοί μου χριστιανοί, μην αποκοπείτε από την Εκκλησία του Χριστού, που είναι ο ίδιος Αυτός παρατεινόμενος εις τους αιώνας κατά τον Άγιο Αυγουστίνο. Λυπηθείτε τους και παρακαλέστε τον Κύριο να βγάλει αληθινούς εργάτες που θα βοηθήσουν το λαό μας σ΄αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει και που θα ΄ρθουν και ας είναι απλοί μοναχοί ή και λαϊκοί.

Ας μετανοήσουμε ειλικρινά εμείς πρώτα που βρισκόμαστε στο χώρο της Εκκλησίας για να βοηθήσουμε με την προσευχή μας και αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τις ψυχές τους.

Μας προσάπτουν χαρακτηρισμούς που όχι μόνο δεν μας αγγίζουν, αλλά εκφράζουν τους ίδιους. Οι λέξεις που βγήκαν από στόματα υψηλόβαθμων ρασοφόρων, για μοναχούς που αφήσανε τα μοναστήρια τους και κηρύττουν αλήθειες, που ελευθερώνουν από την δουλεία της αμαρτίας και αφυπνίζουν συνειδήσεις, είναι πολύ βαριές. Μας είπαν Θεομπαίχτες, αγύρτες και πλανεμένους Και να σιγήσουμε εμείς θα κράξει σε λίγο ο Θεός.

Δεν είναι μακριά η ώρα που ο Κύριος θα τους πάρει την εξουσία που την καταχραστήκανε και θα την δώσει σε άλλους, απλούς, ταπεινούς και αφιλοκερδείς. Μέσα από τα δεινά που καταφθάνουν θα καθαρίσει η ήρα από το σιτάρι.

Αν κοιτάξετε την Εκκλησιαστική ιστορία, θα δείτε ότι ποτέ απλοί μοναχοί δεν δημιούργησαν σχίσματα και αιρέσεις, αλλά Επίσκοποι και Πατριάρχες και Ιερωμένοι.

Αν κάναμε υπακοή στους εκάστοτε Εκκλησιαστικούς ηγέτες στην δισχιλιετή ζωή της Ορθοδοξίας, που αυτοονομάζονταν ως «Εκκλησία», σήμερα εμείς οι Έλληνες θα ήμασταν, μονοφυσίτες, Παπικοί, Ουνίτες, εικονομάχοι, πνευματομάχοι.

Δόξα τω Θεώ που κάποιοι ενίοτε ελάχιστοι μοναχοί, ή Επίσκοποι μοναχοί, όπως ο Άγιος Μάρκος Εφέσου, ή κάποιοι ηγούμενοι μοναστηριών όπως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κάνανε ανυπακοή σε αιρετικούς πατριάρχες και είμαστε εμείς σήμερα βαπτισμένοι Ορθόδοξοι.

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του μοναχού Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, ο οποίος έχασε τη γλώσσα και το χέρι του για την καλή ομολογία της πίστεως μας. Τον ρώτησαν οι κυβερνητικοί και εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι της Κων/λεως. Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις, του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιοχείας, της Αλεξάνδρειας; Όλες αυτές έχουν ενωθεί (Τα 4 πατριαρχεία είχαν πέσει στην αίρεση του Μονοφυτισμού), απάντησε: «Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν την καλή ομολογία της πίστεως, χάριν αυτής είμαι έτοιμος να αποθάνω».

Άλλοτε πάλι είπε: «Δεν σκέφτομαι την ενότητα ή την διαίρεση Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά οφείλω να μην υποχωρήσω από την Ορθή πίστη». Δεν έκανε σε κανένα ανώτερό του υπακοή ο Άγιος, παρά μόνο στην φωνή του Θεού, που του έλεγε: «Μίλα παιδί μου για να κρατηθεί η πίστη».

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραφε: «Όταν οι Αρχιερείς δεν ορθοδοξούν, τότε τον λόγο να τον έχουν οι μοναχοί».

Ποιον να πρωτοπονέσουμε και πόσο να προσευχηθούμε; Αβάσταχτος ο πόνος και λίγες οι δυνάμεις μας. Δεν ανήκουμε στο εαυτό μας, αλλά σ΄ αυτόν που ζει μέσα μας και τον λατρεύουμε. Όποιος γνώρισε την Αγάπη του Χριστού, δεν μπορεί να την κρατήσει για τον εαυτό του, θέλει να την σκορπίσει σ΄ όλο την κόσμο. Γιατί όποιος αγαπάει δεν κρατάει τίποτα για το εαυτό του.

Αυτή η αγάπη στο Χριστό και η συμπόνια για το λαό, έβγαλε τον Άγιο Κοσμά από το Άγιο Όρος. Προτίμησε την συγκακοπάθεια με τον λαό, από την ανάπαυση του κελιού του. Έβλεπε το έθνος να εξισλαμίζετε και να αγριεύει και δεν μπορούσε να το αντέξει.

Στις μέρες μας που η αμαρτία έχει διαποτίσει κάθε υγιές κύτταρο του νου και της ψυχής του Έλληνα, το αποτέλεσμα είναι να συμβαίνει κάτι πολύ ποιο οδυνηρό από την εποχή της τουρκοκρατίας. Τον κολασμό του 80% των Ελλήνων. Το Έθνος μας έχει ανάγκη από μεγάλη μετάνοια πριν ξεσπάσουν τα δεινά για να μην τον αγγίξουν, έτσι μόνο θα αναστηθούμε, καθώς και επαναευγγελισμό.

Όλα αυτά τα υποφέρουμε γιατί εγκαταλείψαμε Αυτόν που μας χάρισε ότι πολύτιμο έχουμε, την ζωή μας και την αθάνατη ψυχή μας. Και προσκυνήσαμε την ύλη που τρέφει μόνο το φθαρτό τούτο σώμα. Η ψυχή του ανθρώπου όμως έχει ανάγκη τον δημιουργό της γιατί από αυτόν προήρθε και σ΄ αυτόν θα καταλήξει ο άνθρωπος, εάν το θελήσει.

Μοναχός Μονής Βορ. Δυτικής Ελλάδος και Κυρίλλου Μονής Κατουνακιώτου

Τα χειρόγραφα Κυρίλλου από την Μονή Κατουνακιώτου στο Άγιο Όρος.

\  

Τί; θεολόγοι, παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριαρχᾶδες μᾶς λένε νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν Πάπα! Ὄχι, δὲν θὰ τὸ δεχθοῦμε'' (+επόσκοπος Αυγουστίνος καντιώτης)

ΠΕΦΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΟΝΟ, ΜΑ ΠΑΠΑ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΑΜΕ
Καὶ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα τὸ παύσαμε

Ἀπὸ νέο, ἐπίκαιρο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«ΚΟΡΑΚΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΕΞΕΛΘΕΤΕ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ», σελ. 13-14


Μεγάλο θηρίο ὁ Πάπας, ποὺ τόσα χρόνια βασανίζει τὸν κόσμο. Τί θὰ δοῦν τὰ ματάκιά μας!Ἔρχονται κακιές ἡμέρες, κακά σημάδια ἔχωμε. Ἄς γλεντᾶνε καὶ ἂς διασκεδάζουν καὶ ἂς βγάζουν τὰ μάτια τους, ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Χειρότερη απὸ ἐκείνη ποὺ ζήσαμε τὸ 1940. Θυμᾶστε τὴν πείνα, θυμᾶστε τὴν δυστυχία, θυμᾶστε τὴν σκλαβιά, θυμᾶστε τὶς κρεμάλλες, θυμᾶστε τὶς ἐξορίες, ποὺ τὶς ζήσαμε ὅλοι ὅσοι μείναμε πιστοὶ στὴν πατρίδα καὶ στὴν Θρησκεία; Ἔρχονται πάλι τέτοιες ἡμέρες. Τί; θεολόγοι, παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριαρχᾶδες μᾶς λένε νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν Πάπα! Ὄχι, δὲν θὰ τὸ δεχθοῦμε. Εἴμεθα ἕνα, δύο, τρεῖς (ἐπίσκοποι), τὸ δηλώσαμε· Πέφτουμε ἀπὸ τὸν θρόνο μὰ Παπα δὲν προσκυνᾶμε. Καὶ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα τὸ παύσαμε. Τρεῖς Μητροπόλεις, μία τῆς Ἐλευθερουπόλεως, ἡ δευτέρα τῆς Φλωρίνης ἡ τρίτη τῆς Παραμυθιᾶς παύσαμε τὸ μημόσυνο του, γιατί; Θέλει μὲ τὸ ζώρι νὰ μᾶς κάνῃ φράγκους! Δὲν θὰ γίνουμε φράγκοι. 

Γράψαμε στὸν Ἀθηναγόρα ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ θρόνο καὶ τὴν ζωή μας νὰ χάσουμε παρὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Πάπα. Ἔρχονται τέτοιες ἡμέρες.Ὅλοι θέλουν νὰ πᾶμε στὸν Πάπα, ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νὰ μείνουμε ὀρθόδοξοι. Ὀρθόδοξοι ὅπως οἱ Πατέρες μας ὅπως γενεαί, γεναιῶν, ὅπως φωνάζει ὁλόκληρος ἡ ἱστορία μας. Εἴμεθα παιδιά τοῦ Μᾶρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἁγίου Δημητρίου, εἴμεθα παιδιά τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ μείνουμε Ὀρθόδοξοι. Καὶ πιστεύω στὸν ἀγῶνα αὐτόν, ποὺ ἐγὼ ὁ μικρός ἐπίσκοπος Φλωρίνης δίδω στὴν πατρίδα μου θὰ εἴστε ὅλοι μαζί μου. Εἴθε ὁ Θεός νὰ μᾶς κρατήσῃ μέχρι τέλους (Ἅγιο Νικόλαο Φλωρινης 19.1.1971)

Ο ΑΝΗΡ, Η ΓΥΝΗ ΚΑΙ ...

Η ΑΝΔΡΙΔΑ (;)


ΦΡΙΚΤΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΕΙΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΩΝ !!

Προσευχήσου στο Θεό να σου στείλει τη χάρη Του

«...Προσευχήσου στο Θεό να σου στείλει τη χάρη Του, για να μελετάς και να κατανοείς σωστά τους Πατέρες, για να μιμείσαι τα πρότυπα που εκείνοι προβάλλουν, για να δεις καθαρά τη δική σου αδυναμία. 
Δεν θα σ’ αφήσει ο Θεός να ζητάς και να περιμένεις για πολύ. Θα σου δώσει βοήθεια.
Στο μεταξύ, εξέτασε προσεκτικά τις κινήσεις της καρδιάς σου, παρατήρησε τις περιπλοκές των λογισμών σου, εξιχνίασε τις προθέσεις και τα βαθύτερα κίνητρα όλων των λόγων, των έργων και της συμπεριφοράς σου».

Όσιος Μακάριος της Όπτινα

Περί Συγχωρήσεως

Στην προσευχή στο “Πάτερ ἡμῶν”, την οποία μας δίδαξε ο Ίδιος ο Χριστός,
 παρακαλάμε το Θεό Πατέρα μας (εκτός των άλλων) λέγοντας:

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.6, στ.12)
"καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν"

δηλαδή: "και συγχώρησε τα βαρύτατα χρέη μας, δηλαδή τις αναρίθμητες αμαρτίες μας, όπως (ὡς) και εμείς συγχωρούμε εκείνους, οι οποίοι είναι οφειλέτες απέναντί μας εξ αιτίας των αδικημάτων που μας έκαναν"

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.6, στ.14-15 και Κεφ.18, στ.21-22)

"Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν."

δηλαδή: "αν και σεις συγχωρείτε με όλη σας την καρδιά τα αμαρτήματα που έκαναν σε σας οι άλλοι, και ο Πατέρας σας ο Ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας αμαρτήματα. Εάν όμως δεν δώσετε συγχώρηση στους ανθρώπους για τα αμαρτήματά τους, τότε ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τις δικές σας αμαρτίες"

"Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά"

δηλαδή: "τότε πλησίασε προς Αυτόν ο Πέτρος και είπε: “Κύριε, πόσες φορές θα φταίξει σε μένα ο αδελφός μου και θα τον συγχωρήσω; έως επτά φορές; είπε σε αυτόν ο Ιησούς: δεν σου λέω έως επτά φορές, αλλά έως εβδομήντα φορές επτά, πάντοτε δηλαδή θα συγχωρείς"

Ψευδοπροφήτες και ψευδαπόστολοι. «Τὸ δράμα τῆς πλάνης»!



Πρῶτος ὁ Κύριος, μετὰ οἱ Ἀπόστολοι καὶ στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες μᾶς ἔχουν προειδοποιήσει γιὰ τοὺς ψευδοπροφῆτες.
Πρέπει, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, νὰ ἐξετάζουμεπροσεκτικὰ τὰ λεγόμενα τῶν ποιμένων καὶ διδασκάλων, καὶ κυρίως αὐτῶν ποὺ ἔχουν δώσει στοιχεῖα πὼς καινοτομοῦν εἰς τὰ τῆς Πίστεως∙ γιατὶ οἱ ψεδοδιδάσκαλοι-ψευδοποιμένες ὑποκρίνονται ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ συναρπάζουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀπρόσεκτων. 
Καὶ πῶς θὰ καταλάβουμε, ἐρωτᾶ, τὴν γνησιότητα τοῦ ποιμένος; 
Ἀπὸ τὸ ἂν ἀκολουθεῖ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας:
«Ὅτι οὐ δεῖ ἁπλῶς, οὐδὲ ἀνεξετάστως ὑπὸ τῶν ὑποκρινομένων τὴν ἀλήθειαν συναρπάζεσθαι· ἀπὸ δὲ τοῦ δεδομένου ἡμῖν παρὰ τῆς Γραφῆς χαρακτῆρος γνωρίζειν ἕκαστον. “Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες”» (Ματθ. 7, 15). (Μ. Βασιλείου, Τὰ Ἠθικά, ὅρος ΚΗ΄).
Στὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφέστατο πὼς ὁ χαρακτηρισμὸς “ψευδοπροφῆτες καὶ ψευδαπόστολοι”, δὲν ἀποδίδεται στοὺς ἤδη γνωστοὺς καὶ παγιωμένους στὴν αἵρεση αἱρετικούς (μόνο), ἀλλὰ ταιριάζει κυρίως σὲ "ὀρθόδοξους ποιμένες" ποὺ δὲν ἔχουν ἐπίσημα χαρακτηριστεῖ αἱρετικοί, μὰ δίνουν δείγματα καινοτόμων ποιμένων, παρερμηνεύουν καὶ παραβλέπουν κάποια στοιχεῖα τῆς παραδόσεως κατὰ τὸ δοκοῦν, καὶ δὲν προφυλλάσσουν τὸ ποίμνιο ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς αἱρετικούς, ἀντίθετα τὸ σκανδαλίζουν μὲ τὶς ἐνέργειές τους. Π.χ., συντρώγουν, συμπροσεύχονται καὶ συλλειτουργοῦν μαζί τους, σπέρνοντας ἔτσι τὴν σύγχυση καὶ στὶς δυὸ πλευρές. Ἔτσι δικαίως θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς κατατάξει κανεὶς στὴν κατηγορία τῶν “κακῶν ἐργατῶν”, τῶν ψευδοποιμένων.
Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Μετὰ τῶν οἰκείων τῆς πίστεως εἰρηνεύειν· αἱρετικὸν δὲ ἄνθρωπονἀποστρέφεσθαι»(Λόγος περὶ ἀσκήσεως). «Ὅτι δεῖ τῶν ἀκροατῶν τοὺς πεπαιδευμένους τὰς Γραφάς, δοκιμάζειν τὰ παρὰ τῶνδιδασκάλων λεγόμενα· καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι, τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν· καὶ τοὺς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμένονταςἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον… Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ… καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.
…Ὅτι δεῖ τοὺς μὴ πολλὴν ἔχοντας τὴν τῶν Γραφῶν γνῶσιν, ἐν τοῖς καρποῖς τοῦ Πνεύματος γνωρίζειν τὸν χαρακτῆρα τῶν ἁγίων· καὶ τοὺς μὲν τοιούτους δέχεσθαι, τοὺς δὲ ἄλλωςἔχοντας ἀποστρέφεσθαι… “Προσέχετε ἀπὸ τῶνψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες”» (Ματθ. 7, 15) (Μ. Βασιλείου, Τὰ Ἠθικά, Ὅρος ΟΒ΄).
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, πάλι ὁ Μ. Βασίλειος, γράφει: «“Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας”. Πολλοὶ οἱ κύνες. Τί λέγω κύνες; Λύκοι μὲν οὖν βαρεῖς, ἐν ἐπιφανείᾳ προβάτων τὸ δολερὸν ὑποκρύπτοντες, πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης τὸ Χριστοῦ ποίμνιον διασπῶσιν. 
Οὓς φυλακτέονὑμῖν ἐγρηγορικοῦτινος ποιμένος ἐπιστασίᾳ» 
 (Μ. Βασιλείου,Ἐπιστολές τῇ Ἐκκλησίᾳ Νεοκαισαρείας, ep. 28, s. . 37- 42).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλὸς ἐκφράζει τὸ φόβο του, μήπως ἡ δολιότης καὶ ἡ πανουργία ποὺ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ διαθέτουν, ἀπατήσει τοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς ὡς ὁ ὄφις τὴν Εὔα: «Δέος δέ, μὴ ὡς τὴν μητέρα τοῦ γένους ἡμῶν ἔφθειρεν ὁ ὄφις πανουργίᾳ χρησάμενος, φθαρῆτε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ ψευδοδιδασκάλων… Οὗτοι δὲ περὶ ὧν γράφω, ἐνταῦθα μὲν ἐργάται δόλιοι, ἐν ἄλλῃ δὲ ἐπιστολῇ ἐργάται κακοὶ ὀνομάζονται. μετασχηματίζονται οὖν εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ, οὐκ ὄντες τοιοῦτοι ἀλλὰ σχήματι μόνῳ ἀπατῶντες, προαίρεσιν τὴν αὐτὴν ἔχοντες τοῖςψευδοπροφήταις οἳ τὴν γνώμην λύκοιἅρπαγες ὄντεςπεριβάλλονται κώδια, ἵνα δόξωσιν εἶναι πρόβατα. τοῦτο εἰπὼν περὶ αὐτῶν δείκνυσιν ὡς οὐ παράδοξον τὸ εἰρημένον· εἰ γὰρ ὁ αἴτιος τυγχάνων τοῦ τοιούτους αὐτοὺς εἶναι –διάβολος δὲ οὗτος– ὑποκρίνεται ἄγγελος εἶναι φωτός, σκότους ὑπάρχων, ἀκολούθως οἱ πρὸς αὐτοῦ εἰς τὸ πλανᾶν ὁδηγούμενοιμεταχαράττουσιν ἑαυτοὺς ὡς ὑποληφθῆναι ἀκεραίοις, ὅτι διάκονοι δικαιοσύνης εἰσίν…» 
(Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ, Fragmenta in epistulam ii ad Corinthios (in catenis), p. . 33).

Μὰ εἶναι δυνατόν –θὰ ποῦν κάποιοι– νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ τέτοιους χαρακτηρισμοὺς τοὺς Οἰκουμενιστές, ποὺ κηρύττουν τὸ Χριστὸ καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θυσιάζουν γι’ Αὐτὸν κάτι, μικρὸ ἢ μεγάλο; Ἂς δοῦμε τί γράφουν, οἱ θυσιασθέντες γιὰ τὴν πίστη καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ Ἅγιοι:
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πάλι, στὴν ἀρχὴ τῆς 24ηὁμιλίας του πρὸς Κορινθίους τοποθετεῖ ὡς τίτλο «Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ»καὶ ἐρωτᾶ: «α΄. Τί λέγεις;».Εἶναι δυνατὸν νὰ θεωροῦνται ψευδαπόστολοι ἀκόμα καὶ «οἱ Χριστὸν κηρύττοντες, οἱ χρήματα μὴ λαμβάνοντες, οἱ Εὐαγγέλιον ἕτερον μὴ ἐπεισάγοντες;».
Καὶ ἀπαντᾶ:
«Ναί· καὶ δι' αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μάλιστα, ὅτι ταῦτα ὑποκρίνονται πάντα, ἵνα ἀπατήσωσιν. Ἐργάται δόλιοι.Ἐργάζονται μὲν γάρ, ἀλλ' ἀνασπῶσι τὰ πεφυτευμένα. Ἐπειδὴ γὰρ ἴσασιν, ὅτι ἑτέρως οὐκ ἂν γένοιντο εὐπαράδεκτοι, τὸ προσωπεῖον λαβόντες τῆς ἀληθείας, οὕτω τὸ δρᾶμα τῆς πλάνης ὑποκρίνονται. Καὶ μέντοι χρήματα, φησίν, οὐ λαμβάνουσιν. Ἵνα πλείονα λάβωσιν, ἵνα ψυχὴν ἀπολέσωσι. Μᾶλλον δὲ καὶ τοῦτο ψεῦδος· καὶ ἐλάμβανον, ἀλλ' ἐλάνθανον· καὶ τοῦτο δείκνυσιν ἐν τοῖς ἐπιοῦσι» (Χρυσοστόμου Ἰω., 
Ὑπόμνημα εἰς πρὸς Κορινθίους Β, ὁμιλ. α΄, PG 61, 563).
Οἱ Πατέρες, λοιπόν, ἀπὸ συμφώνου ἔχουν διαπιστώσει ὅτι οἱ αἱρετικοί –ποὺ ἀντιστέκονται στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας– χρησιμοποιοῦν δολιότητα, πονηρίες, παλινδρομήσεις στὶς διδασκαλίες τους, ἀνειλικρίνεια καὶ ἀμετανοησία, ἀφοῦ ἡ αἵρεση προκύπτει ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό, ἀναπτύσσεται μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ στηρίζεται στὸν ἐγωϊσμό, τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ψεῦδος, καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι πάλι ἐκεῖνος ποὺ τελικὰ ἐμποδίζει τὴν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν.
Ὡς ἐκ τούτου εἶναι σύνηθες σ’ αὐτοὺς νὰ παραπληροφοροῦν, νὰ ἀποκρύπτουν διὰ περίτεχνων συλλογισμῶν τὰ πραγματικά τους πιστεύματα καὶ μὲ ὑποκριτικὴ δεινότητα νὰ συσκοτίζουν τὴν ἀληθινή τους ταυτότητα καὶ νὰ παραπέμπουν γιὰ τὴν κατοχύρωση τῶν λεγομένων στὴν Γραφή.
Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καθάπερ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποιοῦσιν... Παρὰ μὲν γὰρ τὴν ἀρχὴν συσκιάζουσιν ἑαυτούς· ἐπειδὰν δὲ πολλὴν λάβωσι τὴν παρρησίαν καὶ λόγου τις αὐτοῖς μεταδῷ, τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσι» 
(Χρυσόστομου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλία Αʹ, PG 58, 477).
Οἱ Ἁγιοι Πατέρες, λοιπόν, μᾶς φανερώνουν τὴν ἀλήθεια. Δυστυχῶς ὅμως, πολλοὶ σύγχρονοι ψευδοποιμένες δὲν θέλουν νὰ τὴν ἀποδεχτοῦν. Καὶ προκαλοῦν σύγχυση στοὺς πιστούς, ἰσχυριζόμενοι ὅτι, ἐκεῖνοι ποὺ ὑπενθυμίζουν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τοὺς ἐκβιάζουν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν!!! Δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν ὅτι, ἄλλο εἶναι ἡ ἐλευθερία νὰ ἀκολουθήσεις τὶς Ἐντολὲς τοῦ Κυρίου (αὐτὸ εἶναι δυνητικό) καὶ ἄλλο νὰ χαρακτηρίζεις τὶς Ἐντολὲς δυνητικές! Οἱ Ἐντολές, ἡ σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι ὁ ἀσφαλὴς δρόμοςποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ ἐδῶ, στὴν προφύλαξη ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀντιμετώπιση (ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν) τῶν αἱρετικῶν. Καὶ εἶσαι ἐλεύθεροςνὰ τὶς ἀκολουθήσεις ἤ νὰ μὴν τὶς ἀκολουθήσεις!

Σημάτης Παναγιώτης

Ταύτιση θέσεων Οικουμενιστών και των λεγομένων αντι-Οικουμενιστών! Άρθρο του π. Ευθύμιου Τρικαμηνά

«Σήμερα καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως 
και εἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεωςμέ τούς αἱρετικούς»!

Η ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΦΕΡΡΑΡΑΣ - ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

Οἱ ἐξελίξεις, ὅπως διὰ πολλῶν κειμένων ἔχουμε παρουσιάσει, ὁδηγοῦν στὴν ἐπιβολὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι οἱ λεγόμενοι «ἀντι-Οἰκουμενιστές», τὴν μόνην ἀντίδραση ποὺ ἔχουν νὰ ἀντιτάξουν εἶναι ἕνας χαρτοπόλεμος δεκαετιῶν. Αὐτὸ οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν, δὲν τοὺς στενοχωρεῖ ἰδιαίτερα, ἀφοῦ εὐκόλως τὸ ὑπερβαίνουν, ἀπαντώντας μὲ ἕνα δικό τους χαρτοπόλεμο, ἀλλὰ κερδίζοντας στὴν τακτικὴ τοῦ πολέμουτους, ἀφοῦ προωθοῦν συνεχῶς τὶς θέσεις τους, προκαλώντας σύγχυση στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν καὶ ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, καὶ δηλητηριάζοντας μὲ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰὸ περαιτέρω τὶς συνειδήσεις ὄχι μόνο τοῦ εὐρυτέρου κύκλου τῶν ἀδιαφόρων καὶ ἀκατήχητων πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἴδιων τῶν «ἀντι-Οἰκουμενιστῶν»!
Γιὰ τὴν ἐνημέρωση ὅσων πιστῶν ἀγωνιοῦν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν δυσοίωνη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων δημοσιεύουμε ἕνα κείμενο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ πραγματεύεται τὴν στάση τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, κατὰ τὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας καὶ ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὶς ἀντιπατερικὲς θέσεις τοῦἈντιαιρετικοῦ Γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Εἶναι ἕνα κείμενο πραγματικὰ θεοφώτιστο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδεικνύεται ὅτι, τελικά, Οἰκουμενιστὲς καὶ «ἀντι-Οἰκουμενιστὲς» χρησιμοποιοῦν τὰ ἴδια περίπου ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ θέμα αὐτό, καὶ οἱ δεύτεροι δικαιώνουν τοὺς αἱρετικούς, διατυπώνοντας παρόμοιους κακόδοξους ἰσχυρισμούς, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ καὶ πρίν, καὶ μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὰ οἰκουμενιστικὰ παπαγαλάκια χρησιμοποιοῦν.
Ἐλπίζουμε νὰ ἔλθουν κάποτε «εἰς ἑαυτόν».

Ἡ ἀποτείχισις καὶ ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Θά συνεχίσω ἀναφερόμενος εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός». Καί στό κεφάλαιο αὐτό, θεωρώντας ὅτι εὑρήκατε σωτήρια λέμβο, ὑπεραμύνεσθε τῆς ἰδίας θέσεως, ὅτι δηλαδή καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Συνόδου Φλωρεντίας–Φερράρας. Ὁ σκοπός σας, πατέρες, εἶναι καί ἐδῶ προφανῶς ὁ ἴδιος, νά λογισθῆτε κι ἐσεῖς ἀκόλουθοι ὄχι μόνον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, ἀλλά καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐπειδή μνημονεύετε καί ἀκολουθεῖτε τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.

Εἶναι ὄντως παράδοξο καί πρωτοφανές, ἀπό τήν μία πλευρά νά ἀκολουθῆτε, νά ἀναγνωρίζετε, νά μνημονεύετε καί νά ἀποδέχεσθε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλες τίς προδοσίες τῆς πίστεως, τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μετά τῶν αἱρετικῶν καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας στήν θέσι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου Ὁσιομαρτύρων, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Πιστεύω, πατέρες, ὅτι καί οἱ Οἰκουμενιστές, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σκεπτόμενοι, δύνανται νά καυχηθοῦν ὅτι εἶναι συνεχιστές αὐτῶν,διότι συνεχίζουν τούς διαλόγους τούς ὁποίους ἐδέχοντο καί οἱ Πατέρες αὐτοί.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἐπειδή πιθανόν νά πιστεύετε αὐτά τά ὁποῖα γράφετε στήν κριτική σας μελέτη, ἐγώ ἔχω νά ἀναφέρω ἕνα χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο νομίζω ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τήν παροῦσα κατάστασι. Τό χωρίο αὐτό μάλιστα ὁ ὅσιος τό δανείζεται ἀπό τόν ἅγιο (τόν ὁποῖο ὑπερευλαβεῖτο καί ἐθαύμαζε), τόν Μ. Βασίλειο καί λέγει τά ἑξῆς: 
Ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).
Ἐδῶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἰδική σας εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι διπλασία ἀπό αὐτήν τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι, ἐνῶ εἶστε σέ ὁδό πλάνης, μέ τό πρόσχημα ὅτι εἶστε ὁμολογητές καί συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, γίνεσθε παγίδα, ὥστε νά αἰχμαλωτισθοῦν καί πολλοί ἄλλοι καί βεβαίως στήν προκειμένη περίπτωσι, γίνεσθε αἰτία νά διαιωνίζεται ἡ αἵρεσις.
Θά προσπαθήσω ἐν συνεχείᾳ, καί στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καμμία ἀπολύτως, καμμία σχέσις καί ὁμοιότης δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν τότε Ὀρθοδόξων καί δή τῶν ἁγίων καί μεγάλων Πατέρων τῆς πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως ἐποχῆς. Ὑπάρχει ὅμως ἀπόλυτος ὁμοιότης τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν μετά τήν ἕνωσι Φλωρεντίας-Φερράρας Λατινοφρόνων, ἐπειδή αὐτοί ἀκριβῶς οἱ Λατινόφρονες ἦσαν ἑνωμένοι μέ αἱρετικούς, ὅπως σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Αὐτοί δέ, οἱ μετά τήν Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας Λατινόφρονες, δέν εἶχαν καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ὅμως, ὁ Εὐγενικός καί πλῆθος ἄλλων κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀποτειχίστηκανἀπό αὐτούς πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί τήν μακραίωνη Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων (καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τῶν ὑπολοίπων κληρικῶν καί λαϊκῶν) ἔγινε, ὅταν οἱ Λατινόφρονες μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας κατέλαβον τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, καί ἀπαιτοῦσαν νά ἀναγνωρίζωνται καί νά μνημονεύωνται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος, δηλαδή, καί ὁ Μητροφάνης στίς δύο ἀντίστοιχες περιπτώσεις, μέ τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τήν ψήφισί των ἀπό ὁμοίους των Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό φόβο καί δειλία εἴτε ἀπό τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀνάγκες τῶν καιρῶν, συμβιβάστηκαν στήν ἀποδοχή τῶν παπικῶν ἀξιώσεων καί ἀνεγνώρισαν τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία, μέ ὅλες φυσικά τίς πλάνες του.
Αὐτή ἡ ὁμοιότης σέ ἀπόλυτη ἀντιστοιχία ὑπάρχει καί σήμερα. Δηλαδή οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές ἔχουν καταλάβει ὄχι ἕνα, ἀλλά ὅλα τά Πατριαρχεῖα, ψηφίζονται ἀπό ὁμοίους των αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, χωρίς μάλιστα νά ὑπάρχη καμμία ἀνάγκη ὅπως τότε, καί ἀπαιτοῦν τήν ὑποταγή, τήν ἀναγνώρισι καί μνημόνευσι τῶν πάντων, καί φυσικά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Διά τῆς μνημονεύσεως δέ καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, γίνεται ὄχι μόνον ἀναγνώρισις τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί ταύτησις μέ αὐτή κατά τήν πίστι, ὁπότε καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα εἶναι ἐνσωματωμένοι καί συνοδοιπόροι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ἄρα λοιπόν ταυτίζονται, ὄχι μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κυρίως κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες καί μερικοί παρατρεχάμενοι κληρικοί, ἀλλά μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.
Ἀπό αὐτούς, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποτειχίσθηκαν καί, ἄρα, καμμία σχέσι δέν ὑπάρχει μέ τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι καί συνοδοιπόροι τῶν αἱρετικῶν.
Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ ὅλες τίς δυσκολίες της,δέν εἶχαν ἐφεύρει καινούριους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, ὅταν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) κατεῖχαν τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐνῶ σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστέςἔχουν θεωρητικά καί πρακτικά κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ἔχουν ἐφεύρει νέους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδίων μέ τότε αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τρόποι, θεωρητικά στηρίζονται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Ἔτσι κατ’ οὐσίαν καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως καίεἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεως μέ τούς αἱρετικούς.Αὐτό, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τή βασική θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τόν ὁποῖο, πατέρες, ὠνομάσατε «παναίρεσι». Δίδεται δέ ἀκόμη διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς μεθόδου ἡ εὐκαιρία καί ἡ ἐξουσία, νά κατευθύνουν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτάκουστο καί ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἰσάγουν τήν Ὀρθοδοξία στό Π.Σ.Ε., ὡς ἰσότιμο μάλιστα μέλος, ἀναγνωρίζουν τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς φυσικά αὐτοί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, γκρεμίζουν τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, διευρύνουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας –κατά βούλησι– διά τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά διά τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν μέ αὐτούς κλπ. Ὅλα αὐτά τά πράττουν μέ τήν εὐλογία καί ἀναγνώρισι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα θεωροῦν τούς ἑαυτούς των συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, τῶν πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα.
Μετά τά ἀνωτέρω, μέ τά ὁποῖα προσπάθησα, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τήν ὁμοιότητα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, θά προσπαθήσω νά σᾶς ἀποδείξω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἀνομοιότητα καί παντελῆ διαφορά τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Πατέρες. Δι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ εἰς τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στηριζόμενος εἰς τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου, τά ὁποῖα κατά γενική ὁμολογία ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων καί μᾶς διασώζουν αὐθεντικῶς τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σᾶς ἐγκαλέσω γιά δολιοφθορά καί ἐξαπάτησι, διότι θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς Λατινόφρονες τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πρό τῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ Λατινόφρονες Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες καί δέν ἀποτειχίζετο ἀπό αὐτούς. Γράφετε συγκεκριμένα στή σελ. 48 τά ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο».
Αὐτό, πατέρες, εἶναι ψευδές καί ἀπορῶ πῶς τό ἰσχυρίζεσθε, ψαλιδίζοντας ἤ μᾶλλον κατακρεουργώντας ὅλο τό κείμενο στό ὁποῖο στηρίζεσθε. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ Συρόπουλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.
»Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε.
»Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Σιλβ. Συρόπουλου ἀπομνημονεύματα, τμῆμα Γ, παρ. 5,6, σελ. 166).
Εἰς τό κείμενο αὐτό ὁ Συρόπουλος μᾶς παρέχει τήν πληροφορία ὅτι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὁμοφώνως παρήγγειλαν στούς τοποτηρητές των, τότε μόνο νά ὑπογράφουν στή Σύνοδο: «ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῆ ἤ κοινοποιηθῆ».
Τό φρόνημα αὐτό τῶν Πατριαρχῶν πρό τῆς Συνόδου, νομίζω θά συμφωνεῖτε, πατέρες, ὅτι ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπείστηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα, ἐξαπάτησε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νά ἀλλάξουν τά συστατικά γράμματά των πρός τούς ἀντιπροσώπους των, ὑποσχόμενος ὅτι θά εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός εἰς τό νά διαφυλαχθῆ ἡ ἀπαίτησις τῶν Πατριαρχῶν περί ἐμμονῆς τῶν ἀντιπροσώπων εἰς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι: «Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε».
Ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων ἔπρεπε νά γίνη γιά τυπικούς καί προσεγγιστικούς λόγους: «Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν». Μέ τίς ὑποσχέσεις καί διαβεβαιώσεις τοῦ βασιλέως ἐπείστηκαν οἱ Πατριάρχες καί ἄλλαξαν τά γράμματα: «οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι».
Ἀπό αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ Συρόπουλου γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό πού γράφετε, «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο», εἶναι χονδροειδές ψεῦδος· διότι ὁ αὐτοκράτωρ ὄχι μόνον δέν ἔπεισε τούς Πατριάρχες, ὅπως ἐσεῖς φλυαρεῖτε, ἀλλά τούς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅλα θά γίνουν, ὅπως αὐτοί ἐντέλλονται στά πρῶτα καί αὐστηρά γράμματά των καί ὑπεύθυνος δι’ αὐτό θά ἦτο ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων θά ἐγίνετο γιά λόγους φιλοφροσύνης.
Μία ἐπί πλέον ἀπόδειξις ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοί σας, εἶναι τό ὅτι –μετά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀντιπροσώπων ἀπό τήν Ἰταλία– οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς συγκρότησαν, ὅπως γράφετε, Σύνοδο καί ἀπεκήρυξαν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἄν δηλαδή, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, εἶχαν πεισθῆ πρό τῆς Συνόδου νά ἀποδεχθοῦν συμβιβαστική ἕνωσι, τώρα, μετά τήν Σύνοδο, γιατί τήν ἀπεκήρυξαν;
Ἡ προσπάθειά σας ὅμως, πατέρες, εἶναι νά τούς παρουσιάσετε ὡς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ μή ἀποτείχισις τοῦ ἁγίου Μάρκου ἀπό αὐτούς κι ἐσεῖς, φυσικά, νά παρουσιασθῆτε ὡς διάδοχοι καί ἀκριβεῖς ἀκόλουθοί του. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖτε ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα, προφανῶς διότι δι’ ἐσᾶς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα».
Θά σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ, τό πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας φρόνημα τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ καί τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, καθώς καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά νά διαπιστωθῆ τό κατά πόσο Λατινόφρονες ἦσαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας αὐτοί, μέ τούς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιατικά ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Αὐτά τά κείμενα θά τά δανεισθῶ ἀπό μία μικρή μελέτη, ἡ ὁποία ἔγινες σέ παρόμοια ἔνστασι περί Λατινοφρόνων καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἁγίου Μάρκου μέ αὐτούς.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;
»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19, σελ. 120).
Οἱ βασικές, λοιπόν, θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι· ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πατέρες, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη, ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.
Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσινἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47, σελ. 154).
Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.
Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα. Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).
Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς, πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία, ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.
»Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8, σελ. 168).
Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, πατέρες, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζετε Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρεῖτε ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσετε; Καί πῶς θά ὀνομάσετε τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή, αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, καί σεῖς, πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες, ἐνῶ ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες;
Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική. Πάντως, ἐάν ἔχετε νά παρουσιάσετε στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγίου Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, παρακαλῶ νά τό πράξετε γιά νά μᾶς διαφωτίσετε. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σᾶς παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.
Δέν πρέπει –προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία, εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα– νά παραλείψωμε καὶ αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως, ἤθελε νά γίνη μία κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:
«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.
»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν., σελ. 170).
Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆτε, πατέρες, ἄν σᾶς ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγιος Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καίμαρτυρικό. Διαβᾶστε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;
»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25, σελ. 186).

Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα, κατ’ ἀρχάς, τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί δυναμική, ὥστε, κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «"ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου". Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος»(Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).
Αὐτοί λοιπόν, πατέρες, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους, ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι, ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μετά ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα πού σᾶς ἀνέφερα, δέν δύναμαι, πατέρες, νά κατανοήσω, γιατί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, ἐπειδή δῆθεν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Λατινόφρονες. Ὄχι μόνον δέν ἦσαν Λατινόφρονες, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ἀλλά ἐπεδείκνυον καί αὐστηρῶς ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀπορῶ λοιπόν, γιά τό πῶς ἐσεῖς τούς ἐβαπτίσατε Λατινόφρονες, ὥστε νά ἀποδείξετε τόν ἅγιο συνοδοιποροῦντα μέ αὐτούς μέχρι τῆς Συνόδου, καί συνεπῶς ἐσεῖς, νά θεωρῆτε τούς ἑαυτούς σας γνησίους ἀκολούθους του.
Ἀλλὰ καὶ τὸ παρακάτω πού γράφετε, πατέρες, εἶναι προφανῶς λάθος: «ὅταν ὁ ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν “ὁ Ἅγιος ἦτο κατ' οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ' ἥν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα”»(σελ. 214). Καὶ εἶναι λάθος, διότι ὁ ἅγιος διεπίστωσε, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ἀνατολικῶν καί τήν ταύτησί των μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἤθελε πλέον ἀπροκάλυπτα νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους σέ συμβιβαστική ἕνωσι. Ἄρα λοιπόν ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό αὐτούς καί παρέμεινε «ἀλγῶν καί σιωπῶν». Πουθενά ἐν συνεχείᾳ δέν ἀναφέρεται ὅτι συλλειτούργησε μαζί των ἤ ἐπετέλεσε κάτι ἱερατικό. Ἁπλῶς παρέμεινε μαζί των, προκειμένου νά ἐπιστρέψη στήν Κων/πολι. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, ἐπειδή ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἐκτιμοῦσε, τόν προστάτευσε, ὥστε νά μήν κακοποιηθῆ ἀπό τούς Παπικούς. Νομίζω ὅτι μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας καί συγκοινωνίας θά εἶχε ἀποχωρήσει πολύ πρίν τελειώσει ἡ Σύνοδος.
Ἡ ἀποστασιοποίησίς του ἀποδεικνύεται μέ εὐκρίνεια καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ὑπέγραψε τόν Ὅρο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἄν λοιπόν ἐσεῖς, πατέρες, νομίζετε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των πρέπει νά τήν ἀποδείξετε. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία φαίνεται ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική πράξι, μυστήριο κλπ. Ἐδῶ δηλαδή, ἰσχύει τό ρητό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ἀναφέρει καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτοις καί τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Ἰωσήφ Βρυέννιου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25 καὶ Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή «Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»). Δηλαδή ἡ κατά τό φρόνημα ἀποτείχισις ἀποτελεῖ τήν θεωρητική πλευρά της, ἐνῶ ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι τήν πρακτική.
Ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν κριθοῦν καί καταδικασθοῦν οἱ Λατινόφρονες, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλει ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

“Αλλά η πορεία της ανθρωπότητας δεν πηγαίνει προς το καλύτερο και μάλιστα η χριστιανική ανθρωπότητα πηγαίνει προς το χειρότερο!”



Συλλογή ἀναφορῶν τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου για τήν Ἑλλάδα.

«Μόνο ἡ μετάνοια καταργεῖ ἤ μεταθέτει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἄν προσέχαμε ὅλα αὐτά τά σημάδια πού μᾶς δίνονται, θά ἤμαστε καί προσεκτικότεροι στή ζωή μας. Ἐγώ δέν σᾶς κρύβω ὅτι φοβᾶμαι, τρέμω, ὅτι ὁ λαός μας θά πληρώσει, γιατί ἀποδώσαμε, μέ τήν ἀρχαία ἔννοια τῆς λέξεως, τήν ὕβριν στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ναί, θά πληρώσουμε καί πολύ ἀκριβά. Δέν ξέρομε πότε. Σᾶς εἶπα, ἡ κιβωτός 120 χρόνια κατασκευαζόταν, γιατί περίμενε ὁ Θεός τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων. Δέν ξέρω, ὁ Θεός πάντως νά μᾶς ἐλεήσει, ὅσο ἐγκαίρως, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψομε στήν καθαρά πίστη, στόν Ἰησοῦ Χριστό».

«Ἄν μέ ρωτήσετε ποιά εἶναι ἡ ὑψηλότερη φιλοπατρία πού θά μποροῦσε ἕνας πολίτης νά διαθέτει ὑπέρ τῆς πατρίδας του, θά σᾶς ἔλεγα εἶναι αὐτή: «Τό νά μήν ἁμαρτάνει ὁ ἴδιος καί νά βοηθᾶ μέ κάθε τρόπο τήν πατρίδα του νά ἀνεβαίνει πνευματικά.». Δέν ὑπερηφανεύομαι, ἀλλά δοξάζω τό Θεό, ὁ Θεός μέ βοήθησε, αὐτή τή θέση πού σᾶς λέω αὐτή τή στιγμή τήν εἶχα ὅταν ἤμουν στρατιώτης, τήν ἴδια θέση. Οὔτε ἀφαίρεσα, οὔτε πρόσθεσα σέ αὐτά πού σᾶς λέω. Καί τότε τό ἔλεγα σέ συναδέλφους ὅτι ὁ καλύτερος, ὁ ὑψηλότερος, ἔχων τήν φιλοπατρία μέσα του εἶναι ὁ Χριστιανός. Αὐτός πού ζεῖ ἀληθινή χριστιανική ζωή».

«Ἐγώ ἔχω πεῖ τό ἑξῆς: Νά μή ζῶ, ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέψει καί ἔρθει στήν Ἑλλάδα ἡ δυτική πνευματικότητα, νά μή ζῶ, νά μή τό δῶ! Ἐάν ζῶ καί ἔλθει, σᾶς βεβαιώνω, δέν ξέρω πῶς θά αἰσθανθῶ, εἶναι φοβερή ἡ δυτική πνευματικότητα σέ σχέση μέ τήν ἀνατολική πνευματικότητα. Ἀπορρέει ἀπό τίς δογματικές τοποθετήσεις».

«Ἄν μέ ρωτήσετε, χωρίς βέβαια νά διεκδικῶ προφητικό χάρισμα, ἀλλά εἶναι κάτι πού κάθε πιστός μπορεῖ νά τό δεῖ, ἄν θά ἔπρεπε νά μέ ρωτήσετε: «Πῶς τά βλέπετε τά πράγματα στή σύγχρονη ζωή μας ἐδῶ στήν Ἑλλάδα [ἡ ὁμιλία ἔγινε στίς 17-1-1982] καί σέ μία παγκόσμια κλίμακα;», θά σᾶς ἔλεγα: «Πολύ ἄσχημα!». Ἐγώ ξημερώνομαι καί βραδιάζομαι πάντοτε σάν κάτι νά περιμένω. Εἶναι τά τελευταῖα χρόνια αὐτό, σάν κάτι περιμένω. Τί περιμένω; Τί νά σᾶς πῶ πιό πολύ, κάτι περιμένω. Γιατί δέν πᾶμε καλά ὡς λαός. Ἔχομε τόσο ξεφρενιάσει, ἔχομε βγάλει στή δημοσιότητα πιά τό βρώμικο ὑποσυνείδητό μας καί κινούμεθα μέ τέτοιο βαθμό καλπάζοντα ἀποστασίας, ὥστε δέ μένει παρά νά ἐξαντληθεῖ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρθει τιμωρία. Ἔτσι τό αἰσθάνομαι».

«Ὅπως παρατηροῦμε, ὁδεύουμε πρός τά ἔσχατα, δέν θά καλυτερεύει ἡ ἀνθρωπότητα. Κάποτε τό πίστευα, ξέρετε, αὐτό, τουλάχιστον γιά τήν πατρίδα μας, ὅτι θά πηγαίναμε στό καλύτερο. Μάλιστα, μετά τήν κατοχή, τό ’45, θυμᾶμαι τί κίνηση εἶχε γίνει μέ τά Κατηχητικά Σχολεῖα, μέ κάτι ἐξάρσεις, ἐκδηλώσεις, γιά μία Ἑλλάδα νέα, γιά μία καινούργια Ἑλλάδα κτλ., κτλ. Ποῦ εἶναι αὐτά, ποῦ εἶναι; Φιλότιμος ἡ περίπτωση καί φιλότιμος ὁ πόθος, δέν ὑπάρχει οὔτε μία ἀντίρρηση γι’ αὐτό. Ἀλλά ἡ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας δέν πηγαίνει πρός τό καλύτερο καί μάλιστα ἡ χριστιανική ἀνθρωπότητα πηγαίνει πρός τό χειρότερο!».


Κανείς δεν ξέφυγε

Πολλοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους πειρασμούς με διάφορα πνευματικά μέσα· αλλά χωρίς την προσευχή και την πράξη της μετανοίας, κανείς δεν ξέφυγε τα δεινά των πειρασμών, που σύμφωνα με την δικαιοσύνη του Θεού παραχωρούνται προς σωφρονισμό και κάθαρση.

Άγιος Μάρκος ο Ασκητής

Διακοπή Μνημοσύνου - Αποτείχιση

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΦΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ 


(ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΠΙΣΤΟΙ, ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 
ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ)

Τό έχουμε γράψει πολλάκις, ότι οι θεολόγοι μας, δυστυχώς, δεν διαφέρουν του Ιερατείου και του Μοναχισμού, σε ό,τι άφορα την άγνοιαν και αδιαφορία τους για ζωτικά θέματα ορθοδόξου πίστεως και ομολογίας

Και ενώ μερικοί εξ αυτών έχουν οπωσδήποτε την δυνατότητα να ασχοληθούν με Κανονικά θέματα, προκειμένου να επισημάνουν το μέγεθος της συντελουμένης αποστασίας των επισκόπων τους, αυτοί αδιαφορούν σκανδαλωδώς, ασχολούμενοι με ότι άλλο δύναται να φαντασθή κανείς.

Αγνοούν λοιπόν και αποφεύγουν να γνωρίσουν επισταμένως το ιερόν Πηδάλιον που θα τους πρόσφερε τον κατάλληλον οπλισμόν διά την αντιμετώπισιν της αποστασίας των ημερών μας. Μήπως αυτό είναι κάτι το αδιάφορον ή δευτερεύον; Εάν εις όλα τα λοιπά αριστεύσουν και αδιαφορήσουν για το κεφαλαιώδες θέμα της πίστεως, αυτό και μόνον είναι ικανόν να τους καταστήση ενόχους και «εκτός νύσσης» τρέχοντας…

Διαβάζουν πολλά περιοδικά και γνωρίζουν διάφορα άσχετα προς την αποστολήν τους κείμενα, αλλά το ιερόν Πηδάλιον, όπου διασώζει ολόκληρον σχεδόν την ιεράν Παράδοσιν της Ορθοδοξίας μας, γι' αυτούς είναι κάτι το σχεδόν άγνωστον ή αδιάφορον! 
Τα ανωτέρω τα έχομε διαπιστώσει πολλάκις στας μετ' αυτών συζητήσεις μας και το ζούμε καθημερινώς διαβάζοντας τα διάφορα θρησκευτικά φυλλάδια που εκδίδουν. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ασήμαντον λεπτομέρειαν εκφράζει την πτωχείαν και μονομέρειαν της δραστηριότητος των, την απουσίαν της καθολικότητος εκ της διδαχής των. 
Και τούτο, διότι το περιεχόμενο του ιερού Πηδαλίου πρέπει ν' αποτελή πυξίδα και γνώμονα διά την όλην δράσιν των. 
Επειδή δεν γίνεται αυτό, έχομε τα σημερινά θλιβερά αποτελέσματα: την αδιαφορίαν ενώπιον της παναιρέσεως της εποχής μας· την χλιαράν και αλλοιωμένην προσφοράν του Ευαγγελικού μηνύματος· το θαυμάζειν δήθεν αγίας προσωπικότητας της Δύσεως... Αντιθέτως η έμπρακτος σπουδή του Πηδαλίου αναδεικνύει τους ομολογητάς της Εκκλησίας, αναδεικνύει τους πιστούς οικονόμους της ιεράς παρακαταθήκης. Αυτό έπραξαν και οι προ ημών αγιάσαντες, ώστε ο βίος και τα έργα των να γίνουν προσθήκαι περιφανείς εις το ζωντανό βιβλίο της Παραδόσεως. 

Το φρόνημα των απετέλει έκφρασιν και μετάφρασιν των θείων λογίων. Η σκέψις και η δράσις των εξέφραζον το «πατερικόν φρόνημα», κάτι που εσήμαινε ζωντανή συμμετοχή στις άγιες ρίζες του παρελθόντος. «Η πιστότητα προς την Παράδοση δεν είναι μία αφοσίωσις προς την αρχαιότητα, αλλά μάλλον η ζωντανή σχέσις με το πλήρωμα της χριστιανικής ζωής. Η έκκλησις προς την Παράδοσιν δεν είναι τόσο πολύ μία έκκλησις προς αρχαιότερα πρότυπα, όσον είναι μία έκκλησις στην καθολική εμπειρία της Εκκλησίας, στο πλήρωμα της γνώσεως της» («Άγιοι Κολλυβάδες», Μάρτ. '97).

Η συμμετοχή στο πλήρωμα αυτό θα παρουσίαση εν συνεχεία τους αγλαούς καρπούς της, την αγιότητα του βίου και την πιστήν διακονίαν της αγίας κληρονομιάς. Δεν πρόκειται για νεκρή επανάληψιν της παραδοθείσης πίστεως και πράξεως, αλλά για «δημιουργικήν επέκτασιν της αρχαίας Παραδόσεως με αφετηρίαν την εν Χριστώ ζωήν» (Γ. Φλωρόφσκυ).

Δυστυχώς στις ήμερες μας, στους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους παρατηρείται ένας φοβερός διχασμός· η υπερτόνησις των αγαθών έργων εις βάρος της καθαρής πίστεως. Και όταν λέμε καθαράν πίστιν εννοούμε αυτήν που μας παρεδόθη υπό των αγίων Πατέρων και όχι αυτήν που κηρύσσουν και ζουν οι σύγχρονοι οικουμενισταί θεολόγοι και κληρικοί. Διότι από που παρέλαβον την συνιερουργίαν μετά του πάπα και την συμπροσευχήν με τους Βουδδιστάς, Μουσουλμάνους και πυρολάτρας, όπως έγινε στην Ασσίζη, Βανκούβερ και Καμπέρα; 
Από που παρέλαβον το κήρυγμα και την διδαχήν, ώστε να τολμούν να το διακηρύττουν και διά πατριαρχικής Εγκυκλίου, ότι οι αιρετικοί είναι συγκληρονόμοι της Χάριτος και κοινωνοί των Μυστηρίων του Θεού; 
Να συμπροσεύχωνται με τους πάσης φύσεως αιρετικούς, αλλόθρησκους, μάγους, παπαδίνες, παστόρισσες; 
Να συνιερουργούν γάμους, βαπτίσεις, κηδείες με τους αιρετικούς; 
Να φθείρουν την ακολουθίαν του αγίου Βαπτίσματος; 
Να θεωρούν τον παπισμόν «αδελφήν εκκλησίαν» και να απαγορεύουν τον αναβαπτισμόν τους; 
Να διώκουν και δυσφημούν, όσους τολμούν να τους παρατηρήσουν και ελέγξουν, αποκαλούντες αυτούς σχισματικούς και αιρετικούς;

Και όλα αυτά διότι έχουν πάρει διαζύγιον από την Παράδοσιν, διότι υβρίζουν το ιερόν Πηδάλιον αποκαλούντες «τείχη αίσχους» τους ιερούς Κανόνας!!. 
Και το ακόμη χειρότερον είναι, ότι ενώ μερικοί κληρικοί και λαϊκοί αντιλαμβάνονται την προδοσίαν και την ελέγχουν —έστω γραπτώς— συνεχίζουν εν τούτοις να θεωρούν τους πεπτωκότας επισκόπους των ως «ορθοτομούντας τον λόγον της αληθείας»! 

Και μόνον αυτό; Τρέμουν κυριολεκτικώς μήπως διά τον έλεγχον τους τιμωρήσουν ή αφορίσουν! Ποίοι; Αυτοί που δυνάμει είναι προ πολλού αφωρισμένοι και καθηρημένοι υπό των Ιερών Κανόνων διά τα αντορθόδοξα έργα των! 
Όντως σχιζοφρενική θεολογία μη έχουσα τίποτα το κοινόν με το ένδοξον παρελθόν των αγίων Πατέρων μας.

Ιδιαιτέρως βεβαίως υπεύθυνοι εν προκειμένω είναι οι Μοναχοί και Μοναχαί, οι Κανονικοί λεγόμενοι, αφού ο βίος των πρέπει να ρυθμίζεται υπό των ιερών Κανόνων. 
Ποίαν απολογίαν θα δώσουν στον Θεόν διά την αδικαιολόγητον σιγήν των; 
Πώς θα αντικρύσουν τους συναδέλφους των ομολογητάς την ημέραν της Κρίσεως, όταν εκείνοι διά πολύ μικρότερα εξωρίσθησαν και ποικίλως εβασανίσθησαν, αυτοί δε ακολουθούν τους συμμαχήσαντας με την αίρεσιν επισκόπους των;

Βεβαίως δικαιολογούνται, ότι διατηρούν τα ιερά καθιδρύματα και ποικίλως ανακαινίζουν, αλλ' η καύχησις αυτή είναι ματαία και ανυπόστατος, αφού γίνονται αιτία να διατηρήται και μεγαλύνεται η αίρεσις. Παρομοίως εκαυχώντο διάφοροι ηγούμενοι έπί εικονομαχίας, κοινωνούντες με τους αιρετικούς εικονομάχους, προφάσει διατηρήσεως των Μονών και διασώσεως των Μοναχών, προς τους οποίους γράφει τα εξής φοβερά ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:

«Ώ της πωρώσεως!, ώ της θεομαχίας! Χριστός ήρνητο... επίσκοποι περιορίζοντο... μοναχοί και μονάζουσαι, λαϊκοί, λαΐζουσαι· οι μεν τυπτόμενοι, οι δε φρουρούμενοι· άλλοι λιμοκτονούμενοι, έτεροι ξεόμενοι·... έτεροι θανατούμενοι... και συ, ώ τρισάθλιε, αιχμαλωτισθείς στην ψυχοφθόρον κοινωνίαν της αιρέσεως και διαμένων εις το ολετήριον, ως πρέπει να λεχθή και όχι Μοναστήριον, κομπάζεις ότι είσαι καλά! … 
Ποίον ναόν διετήρησας, αφού εμίανας τον ναόν του Θεού που είσαι συ ο ίδιος; 
Ποίους δε αδελφούς διέσωσας, αφού κατεστράφησαν διά της ολεθρίας σου κοινωνίας μετά της αιρέσεως;» (Ρ.G. 99, 1337C).

Καιρός να ανανήψουν Γέροντες και Γερόντισσες, και, ή να ομολογήσουν, ή να παραιτηθούν, διότι, αν δεν μετανοήσουν, ως τονίζει ο ανωτέρω φωστήρ, «ου χριστιανούς ηγητέον»!

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (+2007)
(«Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ», Ιούλιος-Αύγουστος 1997)

http://agiooros.org

«Παντοδύναμε Κύριε...

 ...και Ιδρυτή της Εκκλησίας μας. Μας παρουσιάστηκαν ως απεσταλμένοι Σου, μας ΞΕΓΕΛΑΣΑΝ και εμείς φωνάξαμε … «Άξιος».!!!! 
ΕΣΥ Όμως που γνωρίζεις τις καρδιές όλων και ξέρεις ποιός είναι πραγματικά ο Άξιος, ΚΑΘΑΡΙΣΕ την Εκκλησία Σου και ΑΠΑΛΛΑΞΕ μας από όλους τους ΠΡΟΔΟΤΕΣ και τους ΑΝΑΞΙΟΥΣ και στείλε ΕΣΥ στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας, ΕΥΣΕΒΕΙΣ πολιτικούς Κυβερνήτες και ΑΞΙΟΥΣ Αποστόλους Σου, για να «ποιμάνουν» και να οδηγήσουν εν αληθεία Σου, τον ευσεβή λαό Σου». 
ΑΜΗΝ.

Ιωάννης Λαμπρόπουλος
συγγραφέας-ερευνητής

Δείτε τι έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την κρίση της εποχής του



«Επιτρέπει ο Θεός να τραντάζεται η γη, αλλά δεν την καταστρέφει, σείει δυνατά τα πάντα με το σεισμό, αλλά δεν τα κατεδαφίζει, για να μας οδηγήσει στην μετάνοια. Τόσο μεγάλο είναι το πέλαγος της ευσπλαχνίας Του.

Γιατί είδε να παραβαίνουμε τις εντολές Του και να Τον πικραίνουμε υπερβολικά. Είδε την επιθυμία μας να αρπάζουμε την ξένη περιουσία, είδε ότι χτίζαμε το ένα σπίτι κοντά στο άλλο και ότι επλησιάζαμε το ένα χωράφι κοντά στο άλλο, με σκοπό να κλέψουμε το διπλανό μας. Είδε ότι δεν ελεούσαμε τα ορφανά και αδιαφορούσαμε για τις χήρες. Είδε τους δασκάλους να κάνουν τα αντίθετα από εκείνα που εδίδασκαν. Είδε μαθητές να προσβάλουν τις σεμνές τελετές της Εκκλησίας με αταξίες που αρμόζουν σε θέατρα. Είδε να ζούμε μέσα στην κακία και να κινούμαστε από φθόνο. Είδε να προσθέτουμε στο φθόνο και την πονηρία. Είδε τις καταιγίδες της υποκρισίας να βυθίζουν σαν βάρκες τους απονήρευτους. Είδε να φονεύουμε σκόπιμα. Είδε ότι αδικούσαμε όσο μπορούσαμε περισσότερο. Είδε να ναυαγεί η αγάπη και να προκόβει η απάτη στο πέλαγος της ζωής. Είδε να αποσκιρτούμε από την αλήθεια και να καταφεύγουμε πρόθυμα στο ψέμα. Και για συνοψίσουμε, είδε να υπηρετούμε τον πλούτο και όχι τον Κύριο» (Εις άγιον Βάσσον, 1, MG 50, 721).

Είναι περιγραφή και της εποχής μας ή όχι;

«Αλίμονο σε κείνους που λένε το κακό καλό και το καλό κακό. Σε κείνου που παρουσιάζουν το φως ως σκοτάδι και το σκοτάδι ως φως. Σε κείνους που προβάλλουν το γλυκό ως πικρό και το πικρό ως γλυκό. Θα αφαιρέσω λοιπόν, λέει ο Θεός, για την ανομία σας από ανάμεσά σας κάθε ισχυρό άνδρα και δυνατή γυναίκα και κάθε άνθρωπο πολεμιστή και δικαστή και κάθε προφήτη και άνθρωπο συνετό. Δεν είναι δε μικρό είδος οργής να στερηθούν και τις προφητείες. Μαζί δε με τον προφήτη, λέγει, θα αφαιρέσει και κάθε στοχαστή. Εδώ μου φαίνεται στοχαστή ονομάζει εκείνον που από τη μεγάλη του σύνεση και από την ίδια την πείρα των πραγμάτων, δίνει σοφές συμβουλές για τα μέλλοντα. Και θα αφαιρέσω ακόμη και κάθε έμπειρο πρεσβύτερο και πεντηκόνταρχο. Πρεσβύτερο δεν ονομάζει απλά αυτόν που έχει γεράσει, αλλά αυτόν που μαζί με τα άσπρα μαλλιά του διατηρεί και την πρέπουσα σύνεση. Και όταν λέει πεντηκόνταρχο εννοεί όλους τους άρχοντες. Και άρχοντας είναι αυτός που είναι εμπειρογνώμων και γνώστης πολλών και που γνωρίζει να διευθετεί με σύνεση όλες τις υποθέσεις της πόλεως. Και μαζί μ’ αυτούς θα αφαιρέσει και κάθε συνετό ακροατή.

Γιατί αν αυτό απουσιάζει, ακόμη κι αν υπάρχουν όλα τα άλλα , τίποτε πλέον δεν υπάρχει στις πόλεις, κι αν κόμη υπάρχουν προφήτες, σύμβουλοι, άρχοντες, αν δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να ακούσει, όλα είναι άσκοπα και μάταια. Εγώ νομίζω ότι εδώ το ‘θα αφαιρέσω’ που λέει ο Θεός , το λέγει με τη σημασία του θα εγκαταλείψω και θα αφήσω , όπως ακριβώς λέει ο Απόστολος Παύλος: ‘τους εγκατέλειψε ο Θεός, ώστε να παραδοθούν σε νου ανίκανο να διακρίνει το ορθό’, όχι για να δείξει αυτό, ότι δηλαδή τους έριξε σε παράνοια, αλλά τους εγκατέλειψε και τους άφησε να είναι ανόητοι. Και θα τοποθετήσω σ’ αυτούς νεαρούς άρχοντες, λέει ο Θεός. Αυτό είναι χειρότερο και φοβερότερο από την αναρχία. Γιατί εκείνος που δεν έχει άρχοντα, έχει στερηθεί εκείνον που θα τον οδηγήσει, ενώ εκείνος που έχει κακό άρχοντα, έχει εκείνον που τον σπρώχνει στους γκρεμούς. Και θα επιτρέψω σε απατεώνες να τους εξουσιάσουν, λέει ο Θεός. Απατεώνες ονομάζει τους είρωνες, τους κόλακες, εκείνους που με τα γλυκά τους λόγια παραδίδουν τους ανθρώπους στο κακό και τον διάβολο. Και θα συμπλακεί ο λαός και ο ένας άνθρωπος θα ορμήσει εναντίον του άλλου και ο άλλος θα ορμήσει εναντίον του πλησίον του, λέει ο Θεός.

Όπως ακριβώς δηλαδή αν τα ξύλα που συγκρατούν τις οικοδομές σαπίσουν ή αφαιρεθούν, κατ’ ανάγκην οι τοίχοι γκρεμίζονται, αφού τίποτε δεν υπάρχει που να τους συγκρατεί, έτσι και αυτοί για τους οποίους προηγουμένως μιλήσαμε, αφού αφαιρέθηκαν άρχοντες, σύμβουλοι, δικαστές και προφήτες, δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε το λαό να διασπασθεί και να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Θα αυθαδιάσει το παιδί προς το γέροντα και ο ανέντιμος προς τον έντιμο, λέει και πάλι ο Θεός. Γιατί όταν περιφρονούνται τα γηρατειά από τους νέους, οι δε ανάξιοι και αποδοκιμασμένοι περιφρονούν εκείνους, που προηγουμένως ήταν αξιοσέβαστοι, η πόλη αυτή δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται σε καθόλου καλύτερη κατάσταση από εκείνη που καταφεύγει σε μάντεις» (Εις Ησαΐαν, κεφ. Γ’, 1,2,3,4, ΕΠΕ 8, 304-306-308-310-314-316-MG 56, 40-44).

Ίσως τελικά δεν είναι τυχαίο το ότι έχουμε στερηθεί ηγέτες σε όλους τους χώρους και πρέπει να ξαναδούμε τις πνευματικές ρίζες της κρίσης. Ο άγιος πάντως μας προτρέπει σε μετάνοια και υπέρβαση της ανομίας μας. Ας τον ακούσουμε.

π. Θ. Μ.

Γρηγορείτε

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.4, στ.17 και Κεφ.24, στ.42-44)

"…μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν"

δηλαδή: "…μετανοείτε, διότι έχει πλησιάσει πλέον η Βασιλεία των Ουρανών"

"γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται"

δηλαδή: "να είστε λοιπόν άγρυπνοι και προσεκτικοί και πάντοτε έτοιμοι, διότι δεν γνωρίζετε την ώρα κατά την οποία ο Κύριος έρχεται"

"Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται"

δηλαδή: "Γνωρίζετε δε από την πείρα σας και τούτο, ότι δηλαδή, εάν ήξερε ο οικοδεσπότης, ποιά ώρα έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφηνε να διαρρήξουν το σπίτι του. Για τούτο και σεις πρέπει να γίνεστε πάντοτε έτοιμοι, διότι σε ώρα που δεν φαντάζεστε έρχεται ο Υιός του Ανθρώπου."


(Κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον Κεφ.14, στ.38)

"γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής"

δηλαδή: "αγρυπνείτε, προσέχετε και προσεύχεστε, για να μη πέσετε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο να υποτάσσεται στο Θείο θέλημα, αλλά η σάρκα, η ανθρώπινη φύση, είναι ασθενής"


(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.12, στ.37)

"μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας"

δηλαδή: "μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους, όταν έλθει ο Κύριος, θα τους βρει να αγρυπνούν"

Η επιχειρηματολογια του αγίου Γρηγορίου Νύσσης κατά των Οικουμενιστών!

Ὅλες οἱ αἱρέσεις ἀκολουθοῦν παρόμοιες πρακτικὲς γιὰ νὰ παραπλανήσουν τοὺς πιστούς. Παρουσιάζουμε τὴν ἀκριβῆ μετάφραση ἑνὸς μικροῦ ἀποσπάσματος, ἀπὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νύσσης ποὺ ἀναφέρεται στὴν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου, διατηρώντας τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου καὶ τοποθετώντας στὴν θέση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Εὐνομίου, τὶς θέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, ἐπειδή, ὅταν οἱ κακοδοξίες τους λέγονται ἔτσι, χωρὶς τὸ ντύμα τῶν συλλογισμῶν, προκαλοῦν κάποιο ἐρεθισμό, καὶ πάντοτε ὀργή, καὶ κάνουν ὅποιον τ’ ἀκούει νὰ νιώθει φρίκη ἀπὸ τὰ παράδοξα λόγια, γι’ αὐτὸ μὲ κάποιες πιθανοφανεῖς παραπλανήσεις καὶ ἀπάτες, ἀφοῦ σκέπασαν τὴν ὕπουλη αὐτὴ παγίδα τοῦ λόγου μὲ ἀγαπολογικὰ καὶ οἰκουμενικὰ ἐπινοήματα παρασύρουν τοὺς ἀνοήτους ἀπὸ τοὺς ἀκροατές. Ἀφοῦ ἔπλασαν καὶ κατασκεύασαν παραπλανητικὰ θεολογήματα, ἐκεῖνα δηλ. μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ παρασυρθεῖ στὰ ζητήματα αὐτὰ ἡ σκέψη τῶν ἀκροατῶν, τοὺς ἀφήνουν νὰ βυθιστοῦν στὴν ἀπώλεια.
Ὅταν δηλαδή, λέγουν ὅτι εἶναι Ἐκκλησία καὶ ὁ Παπισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, ἐπειδὴ κι οἱ δυὸ πιστεύουν στὸν ἴδιο Χριστὸ κι ὅτι ἔχουν πολλὰ κοινὰ σημεῖα, καὶ στὸ συμπέρασμα αὐτό, βέβαια, καταλήγουν μὲ σοφιστικὸ τρόπο μὴ διακρίνοντας τὴν ἀλήθεια ποὺ διακρατεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια καὶ τὸ περὶ τὴν ἐκκλησιολογία ψεύδη μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι ἑνωμένος ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκεῖνο ποὺ πετυχαίνουν (μὲ αὐτὸ τὸ σόφισμα) δίχως νὰ τὸ δηλώνουν μὲ λόγια, εἶναι ὅτι κραταιώνεται ἡ ἀσέβεια τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ στὸ μυαλὸ τῶν ἀκροατῶν σμικρύνεται καὶ ἐξαφανίζεται ἡ διάκριση μεταξὺ τῆς Μίας Ἐκκλησίας ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν κεφαλή της τὸν Χριστό, καὶ τῆς «νέας Ἐκκλησίας» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ δὲν σώζει, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι δηλαδή, μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἕνας εἶναι ὁ Σωτήρας Χριστός· καὶ οὐκ ἔστι ἐν οὐδεμιᾷ ἄλλῃ «ἐκκλησίᾳ» ἡ σωτηρία.

Καὶ συμβαίνει τοῦτο· ὅπως ὁ δηλητηριαστὴς κάνει τὸ δηλητήριο εὐκολόπιοτο, γλυκαίνοντας μὲ τὸ μέλι τὸν ὄλεθρο αὐτοῦ ποὺ ἐπιβουλεύεται, κι αὐτὸς μόνο τὸ δίνει, ἐνῶ ἐκεῖνο διαχύνεται μέσα στὰ σπλάχνα αὐτοῦ ποὺ τὸ λαμβάνει, καὶ χωρὶς καμιὰ πλέον ἐπέμβαση τοῦ δηλητηριαστῆ προκαλεῖ τὸ θάνατο, κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές. 
Γιατὶ τὴν ἀποδοχὴ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι Ἐκκλησία ποὺ ἔχει μυστήρια, τὴν ἀκολουθεῖ ἡ παραδοχὴ ὅτι καὶ ἡ αἵρεση σώζει, καὶ ὅτι ἡ αὐστηρότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων ἦταν ὑπερβολική. Κι ἔτσι σχετικοποιοῦνται καὶ ὑποβιβάζονται στὴν διάνοια καὶ τὴν ψυχὴ τῶν πιστῶν οἱ δογματικὲς ἀλήθειες ποὺ οἱ Ἅγιοι μᾶς διδάσκουν, ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἕως τώρα στάση τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖται ἐπίσης καὶ ἡ σαφὴς διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπόλυτο τρόπο διδάσκει ὅτι εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε σχέση τοῦ φωτὸς τοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ σκότους τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἀναμείξεως τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ ψεύδους τοῦ Βελίαρ-Σατανᾶ. Αὐτὰ δηλαδή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀναμείξουν οἱ παναιρετικοὶ Οἰκουμενιστές.