.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εἰς τάς ἀπαρχάς τῆς ἡμέρας.



Εἰς τάς «ἀπαρχάς»[1] τῆς ἡμέρας, στίς 5, ἤ στίς 6, ἤ στίς 7 π.μ., ἄς ἀφιερώνουμε λίγο χρόνο στήν προσευχή. Ἄς προμηθευθοῦμε ἀπό ἕνα ὀρθόδοξο μοναστήρι ἕνα κομβοσχοίνι τῶν ἑκατό ἤ τρια­κοσίων κόμβων. Κρατώντας κάθε κόμβο λέμε ἁπλά καί ταπεινά τήν εὐχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» λένε ὡς πρώτη πρωϊνή προσευχή στόν προσωπικό τους κανόνα οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές της Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, πιστεύοντας ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἄμεση καί ἀπαραίτητη ἀναφορά κάθε πιστοῦ πρός τόν ἀρχηγό τῆς πίστεώς μας, τόν Χριστό.
Κάθε κόμβος τοῦ ἱεροῦ κομβοσχοινίου εἶναι πλεγμένος μέ ἐννέα σταυρούς. Λέγοντας τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί κρατώντας ἕκαστο κόμβο μέ τούς ἐννέα πλεκτούς σταυρούς δηλώνουμε στόν Κύριο τήν ἀγάπη μας καί τή δοξολογία μας γιατί μᾶς ἔχει πλάσει «κατ’ εἰκόνα Του καί καθ’ ὁμοίωσιν», γιά νά ζοῦμε αἰωνίως καί μακαρίως μετ’ Αὐτοῦ, σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες πού ἀκατάπαυστα μᾶς χαρίζει, γιά τίς δοκιμασίες μέσα στίς ὁποῖες ἀενάως μᾶς ἐκπαιδεύει, ὅπως οἱ καλοί προπονητές τούς ἀθλητές τους. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μποροῦσε νά ἀποφύγει μαρτύριο, Σταυρό καί θάνατο. Θά μποροῦσε νά ἐπιβάλει στανικά τό δικό Του τρόπο ζωῆς, ἀπόλυ­τα ὑποτεταγμένο στό θέλημά Του.
Τό θέλημά Του ὅμως, τό σύμ­φω­νο μέ τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἦταν ὄχι ἡ ἐπι­βολή, ἀλλά ἡ διά τῆς δικῆς Του θυσιαστικῆς προσφορᾶς ἀπολύ­τρωση, σωτηρία καί θεανθρωποποίηση τοῦ δαιμονοποιημένου ἀν­θρωπίνου γένους. Μέ τό «ἐλέησον» Τόν παρακαλοῦμε γιά ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη. Μέ τό «ἐλέησον» Τοῦ δίνουμε τό δικαίωμα, πού ἔτσι καί ἀλλιῶς τό ἔχει ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, νά ἐκπληρώνει τά αἰτήματά μας, νά τά τροποποιεῖ πρός τό συμφέρον μας ἤ καί νά
τά ἀκυρώνει, ὅταν εἶναι πρός ἀπώλειά μας, πρός βλάβην μας. Πληροῦται ἡ ψυχή μας ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Κυρίου μας καί τήν ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τήν Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἡμέρα μας χαρισματικά, χωρίς τεμπελιά, χωρίς μελαγχολία, χωρίς κατάθλιψη, χωρίς ἄτακτους, κακούς λογισμούς. Διαθέτουμε ἔτσι περισσότερες ἀντοχές, καλή διάθεση, διάκριση πρός πάντας καί πρός πάντα.
Λέγοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τό «με» ἐννοοῦμε τόν ἑαυτό μας, τούς ἄμεσους συγγενεῖς μας ἤ καί τούς πιό μακρινούς, ὅσους αἰσθανόμαστε ἰδιαίτερη ὑποχρέωση νά προσευχηθοῦμε καί ὅλο τό ἔθνος μας, πού διέρχεται «κρίση».
Ἡ εὐχή ἀναφερόμενη στόν Κύριο μέ ἄκρα ταπείνωση καί καλωσύνη μεγαλόθυμη μπορεῖ νά θαυματουργήσει. Μπορεῖ νά ἀπομακρύνει ἄπειρους ἐρχόμενους κινδύνους πραγματικούς ἤ ὑποθετικούς ἤ σκόπιμα κατασκευασμένους.
Τά media καθημερινά μᾶς πανικοβάλλουν μέ τίς χειρότερες εἰδήσεις καί τίς πιό δυσοίωνες προοπτικές. Πολλά σενάρια ἀκούγονται. Μέχρι καί ὅτι ὁλόκληρα κομμάτια τῆς πατρίδας μας θά πουληθοῦν ὡς λύτρα γιά τό ὑπέρογκο χρέος πού ἄφησαν οἱ κατά καιρούς καλοί κυβερνῆτες μας.
Ἀπό τίς σκοτεινές δυνάμεις πάντως τῆς Νέας Ἐποχῆς πολεμεῖται ἀπηνῶς ἡ χώρα μας μέ στόχο νά ἀλλάξουν τά πάντα στήν πατρίδα μας. Πρέπει νά δεχθοῦμε ὁπωσδήποτε τή νέα τάξη πραγμάτων, ἠθῶν καί ἐθίμων, γλώσσας, παραδόσεως καί παραδόσεων, συμβόλων, ἱστορίας, μά κυρίως ὀρθοδόξου πίστεως. Καί τό χειρότερο ἴσως θά εἶναι ὄχι ἡ πεῖνα, μέ τήν ὁποία μᾶς φοβερίζουν ἀκαταύπαστα οἱ πληρωμένοι δημοσιογράφοι, ἀλλά ἡ ἐπιβολή τῆς Κάρτας τοῦ Πολίτη καί ἴσως τό ἐπάρατο σφράγισμα ἤ κατά τήν ἱερά Ἀποκάλυψη, τό χάραγμα.
Πολλές φορές ἡ μικρή πατρίδα μας ὑπέστη κατοχές καί φοβε­ρούς κινδύνους. Πάντοτε μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου ξεπεράσαμε, γλυτώσαμε, σωθήκαμε, συνεχίσαμε τήν ὑπερτρισχιλιετή φωτιστική ἀνά τήν οἰκουμένη πορεία μας.
Ἡ εὐχή τοῦ Χριστοῦ πάντως ἀσφαλῶς καί πάλι θά θαυματουργήσει. Ἤδη πρό Χριστοῦ οἱ Ρωμαῖοι καλοπροαίρετα εἶχαν ὁμολογήσει: Ἐμεῖς κατακτήσαμε τούς Ἕλληνες ἐδαφικά, αὐτοί ὅμως μᾶς κατέκτησαν πολιτισμικά, μέσῳ τοῦ μοναδικοῦ καί ἀκμαίου πολιτισμοῦ τους. Τώρα πού ἀκόμα καί στήν πιό μακρινή γωνιά τῆς πατρίδας μας, σέ καθημερινή συχνότητα, τελεσιουργεῖται τό πρῶτο θαῦμα τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου τρανώνεται ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας, τά πράγματα θά πᾶνε χειρότερα;
Ἐξ ἄλλου τετρακόσια χρόνια τουρκικῆς σκλαβιᾶς κατάφεραν νά ἀλλοτριώσουν τόν Ἑλληνικό πολιτισμό καί τήν ὀρθόδοξη πίστη; Χιλιάδες νεομαρτύρων ἐπιβεβαιώνουν τήν πανσθενουργό δύναμη τῆς θείας Χάριτος πού στερειώνει τό Ἔθνος μας νά μήν ἐξαφα­νί­ζε­ται, παρά τή βούληση καί τή δράση τῶν ἀντιχρίστων.
Κατάφεραν οἱ Βαυαροί κλείνοντας πολλά ὀρθόδοξα μονα­στήρια καί ἀποσχηματίζοντας ἐκβιαστικά μοναχούς καί μοναχές νά ξερριζώσουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά ἑδραιώσουν τή βάρβαρη Βαυαρική; Μολονότι οἱ Βαυαροί ἐπέβαλαν κυβερνητικό ἐπίτροπο μέ ἔντονη παρουσία στήν ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατάφεραν νά προτεσταντίσουν τήν ἱερά Σύνοδο καί κατ’ ἐπέ­κταση τό χριστεπώνυμο πλήρωμα διά τῶν δραστηρίων μισθωμένων μισσιοναρίων τους;
Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης ἀνησυχοῦσε μέν γιά τή μανία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ πού εἶχε καταλάβει τούς Βαυα­ρούς συνάρχοντες. Εἶχε ὅμως βαθειά ἐμπιστοσύνη στίς ρίζες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τίς χωμένες μέσα στίς τάξεις καί τίς ψυχές τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μας. Ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης: Οἱ καϋμένοι οἱ καπουτσίνοι (Δυτικοί ἱεραπόστολοι) οἱ καλοζωϊσμένοι, καλοπλη­ρωμένοι δέν καταλαβαίνουν τόν Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό μας. Ἔχουν βαλθεῖ νά μᾶς ἐκσυγχρονίσουν καί νά μᾶς ἐκπολιτίσουν, γκρεμίζοντας τή δική μας Θεανθρώπινη μυστική Παράδοση.
Παρόμοια ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ Ἔθνους μας καί ἐπί Ἁγίου Νεκταρίου. Ὅλες οἱ συκοφαντίες καί οἱ διωγμοί πού ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος σ’ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ποιμαντικῆς του σταδιοδρομίας δέν ἦταν καθόλου ἄσχετοι μέ τό ψευδοουμανιστικό ἐκσυγχρονιστικό πνεῦμα τῶν ντόπιων καί ἀλλοδαπῶν εὐρωπαϊστῶν, πού δέν ζοῦσαν τήν ὁλοζώντανη Παράδοσή μας.
Παρά ταῦτα ἡ ἀκακία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἡ καθαρή ἑλληνορθόδοξη παιδεία Του, ἡ βαθειά μυστική ἁγιοπνευματική ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει ζωή Του καί ἡ χριστοδιακριτικότατη ποιμαντική δράση Του ἔφεραν πολλούς καί ἀγλαότατους καρπούς στό ἔθνος μας. Εἶναι πολύ ἐνθαρρυντικά, μά καί πολύ ἀληθινά τά λόγια Του γιά τήν πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους μας ἀνά τήν Οἰκουμένη, ἀνά τούς αἰῶνες:
«Ὁ Ἕλλην ἐγεννήθη κατά θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος· τοῦτο τόἔργον ἐκληρώθη αὐτῷ· αὕτη ἦν ἡ ἀποστολή αὐτοῦ· αὕτη ἡ κλῆσις αὐτοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν· μαρτύριον ἡ ἐθνική αὐτοῦ ἱστορία· μαρτύριον ἡ φιλοσοφία αὐτοῦ· μαρτύριον ἡ κλίσις αὐτοῦ· μαρτύριον αἱ εὐγενεῖς αὐτοῦ διαθέσεις· μαρτύριον ἡ παγκόσμιος ἱστορία· μαρτύριον ἡ μακροβιότης αὐτοῦ, ἐξ ἧς δυνάμεθα ἀδιστάκτως νά συμπεράνωμεν καί τήν αἰωνιότητα αὐτοῦ, διά τό αἰώνιον ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ μεθ’ οὗ συνεδέθη ὁἙλληνισμός διότι ἐνῷ ὅλα τά ἔθνη τά ἐμφανισθέντα ἐπί τῆς παγκοσμίου σκηνῆς ἦλθον καί παρῆλθον, μόνον τό Ἑλληνικόν ἔμεινε ὡς πρόσωπον δρῶν ἐπί τῆς παγκοσμίου σκηνῆς καθ’ ὅλους τούς αἰώνας· καί τοῦτο, διότι ἡ ἀνθρωπότης δεῖται αἰωνίων διδασκάλων· μαρτύριον τέλος ἡ ἐκλογή αὐτοῦ μεταξύ τῶν ἐθνῶν ὑπό τῆς θείας προνοίας, ὅπως ἐμπιστευθῆ αὐτῷ, τήν ἱεράν παρακαταθήκην τήν ἁγίαν πίστιν, τήν θρησκείαν τῆς ἀποκαλύψεως καί τό θεῖον ἔργον τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, τό αἰώνιον ἔργον τῆς σωτηρίας διά τῆς διαπλάσεως ἁπάσης τῆς ἀνθρωπότητος κατά τάς ἀρχάς τῆςἀποκαλυφθείσης θρησκείας…
Ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τῆς πρώτης σελίδος αὐτῆς ἀναφαίνεται ἡ τῆςἙλληνικῆς φυλῆς ἐν τῷ Χριστιανισμῷ δρᾶσις καί ἡ κλῆσις αὐτῆς, ἵνα ἀναλάβῃ τό μέγα τῆς ἀποστολῆς τοῦ χριστιανισμοῦ ἔργον. Οἱ θεῖοι τοῦ Σωτῆρος λόγοι «νῦν ἐδοξάσθη ὁυἱός τοῦ ἀνθρώπου», ὅτε ἀνηγγέλθη αὐτῷ, ὅτι Ἕλληνες ἤθελον ἰδεῖν Αὐτόν, ἐνεῖχον βαθεῖαν ἔννοιαν· ἡ ρῆσις ἦν προφητεία, πρόρ­ρησις τῶν μελλόντων· οἱ ἐκεῖἐμφανισθέντες Ἕλληνες ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους· ἐν τῇπαρουσίᾳ αὐτῶν διεῖδεν ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς τό ἔθνος ἐκεῖνο, εἰς ὅ ἔμελλε νά παραδώσῃ τήν ἱεράν παρακαταθήκην, ἵνα διαφυλαχθῇ τῇ ἀνθρωπότητι. Ἐν τῇἐπιζητήσει αὐτῶν διέγνω τήν προθυμίαν τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἑαυτοῦ διδασκαλίας, διεῖδε τήν ἑαυτοῦ δόξαν, τήν ἐκ τῆς πίστεως τῶν ἐθνῶν, καί ἀνεγνώρισε τό ἔθνος, ὅπερ πρόςτόν σκοπόν τοῦτον προώριστο ἀπό καταβολῆς κόσμου.
Τό Ἑλληνικόν ἔθνος ἀληθῶς πρός τόν σκοπόν τοῦτον ἐκλήθη ἀπό καταβολῆς κόσμουκαί πρός τοῦτον μαρτυρεῖται διαπεπλασμένον· ὁ Θεός ἐν τῇ θείᾳ αὐτοῦ προνοίᾳδιέπλασεν αὐτό ὀφθαλμόν τοῦ σώματος τοῦ συγκροτουμένου ὑφ’ ἁπάσης τῆςἀνθρωπότητος».
Εἶναι τέτοιοι οἱ καιροί μας πού ὅλοι μας κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί χρειαζόμαστε λεπτή, θεανθρώπινη, ἁγία διάκριση.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε ὅτι στή ζωή μας – καί τήν ἐν Χριστῷ πνευματική – ἰσχύει ἡ ἀρχή τῶν συγκοινωνούντων δοχείων. Ὅσοι πιό πολλοί χριστιανοί διακρίνονται γιά τήν ἀκακία τους, τήν ἀθωότητά τους, τήν καλωσύνη τους, τήν ἁγία ἀγάπη τους, τόσο καί οἱ ἄλλοι διαποτίζονται μέ τά παραπάνω πνευματικά ἀγαθά.
Ὅταν τά παραπάνω ἀγαθά παροπλίζονται καί ἐγκλωβίζονται ἀπό τήν «ἱερή ἀγανάκτηση» π.χ. πρός τούς «κακούς» ταγούς μας, βάσει αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, δέν μεταβιβάζονται καί σ’ αὐτούς (τούς ταγούς), πνευματικά ἐν Χριστῷ ἀγαθά, ἀλλά ἀγανάκτηση, ὀργή, ἀντιπάθεια, σφοδρή κατάκριση, μαυρίλα, ἀδιέξοδο.
Ἐδῶ πού ἔχουμε φθάσει ὅλοι μας, ὑποφέροντας ἀπό τήν παροῦσα πνευματική δυστοκία, ἀπό τήν ἠθική μόλυνση τοῦ «πνευματικοῦ» περιβάλλοντος, ἄς καταθέσουμε ταπεινά τό μικρό, ταπεινό ὀβολό τῆς χήρας ψυχῆς μας, τήν εὐχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκκινώντας ἀπό τάς ἀπαρχάς ἑκάστης ἡμέρας, ζητώντας τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Χριστοῦ μας, τήν προσωπική ἐν Χριστῷ σωτηρία μας καί τήν ἀνόρθωση ὅλης τῆς κοινωνίας μας, τοῦ ἔθνους μας, γιατί ὄχι καί τῆς παγκόσμιας κοινότητας, μέ βάση καί μέ εὐλογία τίς παρήγορες – ὄχι βεβαίως φροῦδες – προβλέψεις τοῦ Ἁγίου τοῦ αἰώνα μας, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.

Μαρούσι, 10 Αὐγούστου 2010

[1] Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀπαρχές» ἐκτός ἀπό τήν αὐτονόητη ἀναφορά στίς πρῶτες στιγμές τῆς ἡμέρας, παραπέμπει στήν τηρούμενη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας – μέ παλαιοδιαθηκικές κατα­βολές – σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί αὐθόρμητα φυλάσσουν στήν ἄκρη γιά προσφορά πρός τόν Κύριο τούς πρώτους καί καλύτερους καρπούς τῆς συγκομιδῆς τους, ἔτσι ὥστε νά εἶναι εὐλογημένα τά ἀγαθά τους καί ἡ ζωή τους ὁλόκληρη.

Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου
Ἐφημερίου τοῦ Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου

Μην αμελούμε την εξομολόγηση...


Διέξοδοι στην σύγχρονη πνευματική κρίση



Στις ημέρες μας το ερώτημα για το ποιος είναι ο κύριος σκοπός της ζωής ακούγεται αδιάφορα, σ’ έναν κόσμο που δεν ενδιαφέρεται για την ουσία, την αλήθεια και την αξία των πραγμάτων. Δυστυχώς πολύς κόσμος δεν γνωρίζει γιατί ζει ακριβώς.

Ζούμε εδώ και καιρό μία κατάρρευση των αξιών της ζωής. Πρόκειται για μια σοβαρή κρίση, όχι τόσο οικονομική, κοινωνική ή πολιτισμική αλλά κύρια πνευματική. Ό,τι επί αιώνες κατακτήθηκε, υβρίζεται, χλευάζεται, ποδοπατιέται, . Καμία συγκίνηση, κανένα αίσθημα , κανένας σεβασμός για ό,τι το ιερό. Σύντομη και βάναυση αποϊεροποίηση των πάντων εδώ και τώρα. Δεν ήλθα απόψε να σας κάνω τον δάσκαλο, τον κατηχητή, τον ιεροκήρυκα, τον επιτιμητή και τον εισαγγελέα. Ήλθα να καταθέσω ταπεινά τον πόνο μου, την αγάπη μου, τον ειλικρινή λογισμό μου.

Λησμόνησε λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος τον κύριο σκοπό της υπάρξεώς του. Θεώρησε ότι είναι επιγείως αθάνατος. Δέθηκε ισχυρά με την ύλη, τα χρήματα, τα κτήματα, τα πράγματα. Νόμισε την ασυδοσία ελευθερία, την ασέβεια πρόοδο, την απάτη ευφυΐα, την αμαρτία απελευθέρωση , την τιμιότητα ανοησία. Μπήκε στη ζωή των νεοελλήνων η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, η καχυποψία, η αναίρεση, η απόρριψη. Θεοποιήθηκε η χρηματολαγνεία, η σαρκολατρεία, η επηρμένη φιλοδοξία. Ωραιοποιήθηκε η υποκρισία.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Εκκλησία θεωρήθηκε ενοχλητική. Έτσι, υπάρχοντα σκάνδαλα λαθεμένων εκπροσώπων της διογκώθηκαν, άλλα εφευρέθηκαν, συντηρήθηκαν και διατηρήθηκαν, ώστε ο κόσμος να δυσανασχετεί και μόνο που βλέπει ράσο στο δρόμο. Η Εκκλησία δεν είναι μικρομάγαζο. Η Εκκλησία υπήρξε πριν από εμάς και ασφαλώς θα υπάρξει και μετά από εμάς. Η ψυχή ζητά φως πέρα από το ηλιακό και το τεχνητό. Το «είναι» κάθε σοβαρού ανθρώπου αναζητά τις καθάριες πηγές των υδάτων για να ξεδιψάσει αληθινά. Οι διάφορες συνταγές για πρόσκαιρη ηδονή πρόσφεραν τελικά άφθονη οδύνη.

Πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι των καιρών μας κλείνονται στον εαυτό τους και αν δεν παραμιλούν και μελαγχολούν, μονολογούν στοχαστικά για την τόσο βίαιη αλλαγή των καιρών. Ένα αδιέξοδο επικρατεί στις συζητήσεις. Η πόλη κατάντησε μουντή και αφιλόξενη. Τα χωριά θεωρούνται πολύ μικρά και άχαρα. Το περιβάλλον θορυβώδες, μολυσμένο, ταραγμένο. Οι άνθρωποι ατομιστές, ιδιότροποι, βιαστικοί , επιπόλαιοι. Απαξίωση στην πολιτική και διαφθορά στους πολιτικούς. Εκκλησιαστικοί άρχοντες φωνασκούντες και απειλούντες και άλλοι σιωπώντες και κρυπτόμενοι. Οι καλλιτέχνες παρασύρονται από τη μόδα και οι επιστήμονες από την έπαρση. Τελική και οδυνηρή διαπίστωση, μια γενική φθορά που δίνει πίκρα, λύπη, πόνο βαθύ.

Ο σύγχρονος άνθρωπος ξετρελλάθηκε από τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Όπως λέει ένας σοφός δοκιμιογράφος «ο σύγχρονος άνθρωπος πέταξε τα χρήσιμα κάποτε για την ιδιοτέλειά του προσωπεία των ιδεών και των πίστεων και φανέρωσε το αληθινό του πρόσωπο, το πρόσωπο, που ένας λαμπρός πολιτισμός , ο οποίος (δεν ωφελεί να το κρύψουμε) πεθαίνει στις ημέρες μας, είχε με κόπο εξανθρωπίσει» ( Κώστας Χατζηαντωνίου ) . Και ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός είπαν πολλές αναλήθειες κι έδωσαν πολλές υποσχέσεις, ότι όλοι θα είναι όσοι, ικανοί, τυχεροί και πλούσιοι. Σύντομα ο κόσμος απογοητεύθηκε οικτρά. Οι πολιτικές ηγεσίες στάθηκαν αρκετά ανειλικρινείς…


Από το βιβλίο: «Παθοκτονία»
πρόσκληση μετανοίας
σε καιρούς κρίσεως
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Εκδόσεις «εν πλω»

Το κλειδί του Παραδείσου...


Όταν ήμουν στον Άγιο Βασίλειο στην περίοδο 1970-80 είχα γνωρίσει μια οικογένεια, μέλος της οποίας ήταν και η υπέργηρη κυρία Κατερίνα, την οποία περιποιείτο η κόρη της Καλλιρρόη. Ο σύζυγος της κυρίας Καλλιρρόης ήταν δικηγόρος και λεγόταν Χριστόφορος Σταμάτουζας.
Η κυρία Κατερίνα, λόγω της ηλικίας της, ήταν συνεχώς σε μια καρέκλα, όπου καθόταν με πολλή δυσκολία. Δεν βάδιζε. Άρχισε να μη βλέπει κιόλας. Ήταν όμως χριστιανή που έκανε τα θρησκευτικά της καθήκοντα: το πρωί την προσευχή της, το βράδυ το Απόδειπνο, τους Χαιρετισμούς… Όταν άρχισε να μη βλέπει, μου έλεγε:
–Στενοχωρούμαι, γιατί δεν ξέρω τώρα πώς να περάσω όλη την ήμερα, πώς να διαβάσω τις προσευχές μου.
Της είπα λοιπόν:
-Να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Της έδωσα κι ένα κομποσχοινάκι κι όπως καθόταν σε μια πολυθρόνα απ’ αυτές τις πάνινες, που έχουν και χερούλια, έλεγε την ευχή. Κι αυτό την είχε γλυκάνει και πολύ ευχαριστιόταν.
–Α, όλη την ήμερα, ούτε καταλαβαίνω πώς περνάει λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με»! Ευχαριστιέμαι μ’ αυτό, ευχαριστιέμαι πολύ, γλυκαίνεται το στόμα μου. Όλο έτσι έλεγε.
Κάποτε με ρώτησε:
–Θα με βοηθήσει αυτό, όταν θα έρθει ή ώρα να φύγω απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο;
–Βεβαίως, της λέω, και να μη στενοχωριέσαι. Αν λες συνεχώς την ευχούλα να μην ανήσυχεις καθόλου! Θα έρθω εγώ και θα σου δώσω το κλειδί για ν’ άνοιξεις την πόρτα του Παραδείσου.
(Εγώ αυτό το είπα για να της δώσω ελπίδα και να της αφαιρέσω τον φόβο του θανάτου).
Αρρώστησε και βάρυνε πολύ. Πήγαινα και την κοινωνούσα σχεδόν κάθε εβδομάδα για να παίρνει δύναμη. Ένα βράδυ κατά τις 2.00 ή ώρα, ξυπνάει την κόρη της και λέει:
–Ετοιμάσου. Όπου να ναι έρχεται ο πατήρ Στέφανος να με κοινωνήσει.
–Ο πατήρ Στέφανος θα κοιμάται τώρα στο σπίτι του, της απάντησε ή κόρη της.
–Όχι, όχι, θα ΄ρθει, θα έρθει τώρα! Σε παρακαλώ, ετοίμασε το τραπεζάκι. Βάλε το θυμιατό, βάλε και το κερί.
(Έτσι έκαμαν πάντοτε. Ετοίμαζαν ένα τραπεζάκι στρογγυλό, με άσπρη πετσέτα και επάνω το καντήλι, το κηροπήγιο και το θυμιατό δίπλα, αναμμένα όλα. Άπλωνα το “μάκτρο”, ακουμπούσα πάνω τα τίμια Δώρα, έκανα την ένωση και την κοινωνούσα.)
–Τα ετοίμασες; ρώτησε την κόρη της.
–Τα ετοίμασα.
–Χτυπάει ή πόρτα. Πήγαινε να ανοίξεις.
Έκανε ή κόρη της ότι πήγαινε να ανοίξει. Αυτή περίμενε. Έκανε το σταυρό της, πήρε το “μάκτρο”, (υποθετικά), το έβαλε κάτω από το σαγόνι της, άνοιξε το στόμα της, κατάπιε, σκουπίστηκε, έδωσε πίσω το “μάκτρο”, έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε να φύγω. Ποιος ξέρει; Προφανώς Άγγελος την κοινώνησε στο πρόσωπο το δικό μου. Αποκλείεται να ήταν παραίσθησις. Ήταν ένα γεγονός πραγματικό, όπου κοινώνησε των άχραντων Μυστηρίων αλλά σε πνευματική μορφή.
Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν, πήγα, και μου είπαν ιδιαιτέρως τι συνέβη. Πλησίασα την άρρωστη και μου είπε:
– Σ’ ευχαριστώ πού ήρθες τη νύχτα… Το κλειδί που είναι;…
–Μη στενοχωριέσαι κυρία Κατερίνα και το κλειδί θα πάρεις! Την επομένη το βράδυ με ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη. Πήγα στο σπίτι και μου διηγήθηκαν τα εξής: Ήρθε η στιγμή να φύγει και έλεγε:
Πάτερ Στέφανε, φεύγω! Ήρθαν οι Άγγελοι! Που είσαι; που είσαι; Έλα… ήδη με έφεραν μπροστά στην πόρτα του Παραδείσου και είναι κλειστή… Θέλω το κλειδί, το κλειδί, πού μου υποσχέθηκες, το κλειδί, το κλειδί… Α, ευχαριστώ…
Άπλωσε το χέρι της και φάνηκε σαν να πήρε ένα μεγάλο παλαιό κλειδί, γύρισε το χέρι της, όπως κάνουμε όταν ανοίγουμε με κλειδί μια πόρτα, κατέβασε το χέρι της, έκανε το σημείο του σταυρού, “σ’ ευχαριστώ…” είπε και εκοιμήθη. Έτσι έφυγε ή κυρία-Κατερίνα με το κλειδί του Παραδείσου στο χέρι!

Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο
“ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ”
του Πρωτ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Κάθε αμαρτία απονεκρώνει την αθανασία μας!




Για μάς τούς Χριστιανούς, τούς φωτισμένους και διαφωτισμένους εν Χριστώ, τα πάντα σε αυτό τον κόσμο έχουν νόημα και αξία εφόσον αποτελούν μέ­σον και οδό προς την αιωνιότητα. Επειδή εμείς, βλέ­πουμε εκείνο πού δεν φαίνεται και ατενίζουμε το αό­ρατο. Ρυθμίζουμε όλη μας την ζωή μέσα στον χρόνο με βάση εκείνο πού είναι αιώνιο, το ανθρώπινο με βά­ση το Θεανθρώπινο. Όσο υπάρχει κάτι το αιώνιο μέ­σα στα όρια του χρονικού, συντηρούμαστε με αυτό. Όταν όμως αυτό εκλείπει, το αναζητούμε πέρα από τον χρόνο, στο Βασίλειο του ατελεύτητου και αορά­του. Ατενίζουμε τα πάντα υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, δηλ. υπό το πρίσμα του Χριστού, αφού Εκεί­νος είναι ό αιώνιος Θεός και Κύριος.



Ό αγώνας μας είναι ενάντια στους εχθρούς της αιωνιότητας και της αθανασίας μας. Αυτοί είναι: οι α­μαρτίες μας, τα πάθη μας, οι πόθοι μας, τα πνευματικά της πονηρίας (Έφ. 6, 12). Κάθε αμαρτία κλέβει και λί­γη από την αιωνιότητα μας και απονεκρώνει την αθα­νασία μας. Ας μη γελιόμαστε: ή φιλία με την αμαρτία είναι έχθρα με τον Θεό, έχθρα με τον Κύριο και Χρι­στό.

Δίχως την πίστη στον Κύριο και Χριστό, δίχως την αναγέννηση εν Χριστώ τω Κύριο, δίχως την ζωή εν Χριστώ τω Κυρίω ό άνθρωπος είναι και παραμένει εργαστήριο δαιμόνων.

Πώς μπορεί ό άνθρωπος να αποδείξει πώς σήμε­ρα είναι του Χριστού ενώ μέχρι χτές δεν ήταν δικός Του; Δίχως αμφιβολία, με καινές σκέψεις στην θέση των παλαιών, με καινά αισθήματα στην θέση των πα­λαιών, με καινές επιθυμίες στην θέση των παλαιών, με μια λέξη: με καινή ζωή στην θέση της παλαιάς και μάλιστα ζωή ευαγγελική και Θεανθρώπινη.


Η επιλογή και μετάφραση των κειμένων έγινε αφιλοκερδώς από τον σερβομαθή θεολόγο κ. Γεώργιο Κ., από τα εξής δύο βιβλία:

α) ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ – Βελιγράδι 1980, Ι. Μονή Τσέλιε.

β) ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ – Άγ. Όρος 2007, Ι. Μονή Χελανδαρίου.

Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη Θεσσαλονίκη- ΑΒΒΑ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979)

ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ



Με τη σιωπή, την ανοχή και την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά



Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Ούτε και με τις υποδείξεις. Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό· αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσομε. Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρη, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει, να τους διεγείρει προς το θείο έρωτα. Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους. Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνομε όλους άξιους της αγάπης του Θεού...

Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουν στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα. Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά μπαίνετε στο βάθος, στη ψυχή της. Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.
Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλομε εμείς να γίνομε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ’ τους άλλους κι επιμένομε σ’ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.

Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει, δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνον εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού, αλλιώς δεν μπορείς να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι’ αυτόν. Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχθεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ.
Θα βρει έτσι τη σωτηρία.


Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο,
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»
του ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ


http://www.xfd.gr/

Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια.



Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων, είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα που του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως. Η μετάνοια μας ανοίγει τον ουρανό και μας εισάγει στον Παράδεισο. Γι' αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι.

Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι και πώς και πάλι να ακούσω; Μα γι' αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο.

Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς, να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου... Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι' αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι.

Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, 8η ομιλία για τη μετάνοια.

Νοερά προσευχή...

“Ἔχασες τόν Παράδεισο, γιατί σπαταλοῦσες τόν καιρό σου μέ τούς νεκροζώντανους”




Μια χριστιανή κοπέλα από την Αθήνα, πριν μερικά χρόνια, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δίλημμα. Μίσησε ο κακός την σωφροσύνη της και της έβαλε σκέψεις ότι θα ‘πρεπε να παρεκκλίνει έστω και λίγο από τον δρόμο του Θεού για να επιτύχει την αποκατάστασή της. Πάλευε λοιπόν η συνείδησή της με την ολιγοπιστία της. Τότε την λυπήθηκε ο φιλανθρωπότατος Χριστός μας και την στερέωσε στην αρετή μ’ ένα όνειρο συγκλονιστικά διδακτικό. Ένα όνειρο μέσα από το οποίο πέρασε ένα μήνυμα του Θεού, μια σοβαρή προειδοποίηση όχι μόνο για εκείνην αλλά και για όλους. Το διηγήθηκε στον σεβαστό Πνευματικό της και σε πνευματικές αδελφές της, για να τις ωφελήσει. Είπε τα εξής:...
«Είδα ότι βρισκόμουν σ’ έναν υπόγειο χώρο , σαν αυτούς που είναι κάτω από την Ομόνοια, όπου περνούν τα τραίνα, αλλά υπήρχε ημίφως. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο εκινούντο δύο κατηγορίες ανθρώπων. Οι μεν περπατούσαν, αλλά ήταν ανέκφραστοι , με απλανές βλέμμα , χωρίς να έχουν αίσθηση χώρου και χρόνου. Ήταν σαν κινούμενοι νεκροί, νεκροζώντανοι. Οι δε ήταν φυσιολογικοί, ζωντανοί άνθρωποι σαν κι εμένα, και είχαμε συγκεντρωθεί όλοι μαζί σ’ ένα μέρος. Τότε ανάμεσά μας παρουσιάστηκε ένας Φωτόμορφος άνδρας με θεία όψι και μας είπε δείχνοντάς μας με το χέρι του μια διέξοδο, που έμοιαζε με πύλη, έξω από την οποία φαινόταν να υπάρχει άπλετο φως.
- Προσέξτε! Για να βγήτε απ’ αυτό το μισοσκόταδο προς το φως, πρέπει, όταν ακούσετε μια καμπάνα που θα χτυπήσει, να τρέξετε να προλάβετε να βγείτε έξω από εκείνη την πύλη, διότι αν δεν προλάβετε, θα μείνετε για πάντα εδώ μέσα!
Εγώ άρχισα να αγωνιώ αν θα άκουγα την καμπάνα. Για μια στιγμή ίσα που την άκουσα απόμακρα...
Άρχισα να τρέχω προς την πύλη, αλλά άλλοι είχαν τρέξει πρωτύτερα και έβγαιναν προς το φως. Όταν πλησίασα κι εγώ, ίσα που πρόλαβα κι έβγαλα το σώμα μου και η πόρτα άρχισε να κλείνει! Άρχισα και φώναζα σε βοήθεια τον Θεό μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τότε παρουσιάστηκε ο Θείος αυτός άνδρας και με τράβηξε προς το φως, ενώ η πόρτα έκλεινε σαν αυτόματη, αγγίζοντας τα πόδια μου.
Ίσα που μπόρεσα να γλυτώσω! Τότε όμως, όλοι που βγήκαμε προς το φως, αντικρύσαμε ένα τραγικό θέαμα. Ενώ οι νεκροζώντανοι περιφέρονταν ακόμα στο μισοσκόταδο, χωρίς να έχουν πάρει είδηση τίποτε από όλα αυτά που συνέβησαν γύρω τους, μέσα από τα κάγκελα της κλειστής πύλης, έκλαιγε και χτυπιόταν μια παρθένος κοπέλλα με μακρυά μαλλιά , που φορούσε λευκά. Έκλαιγε γιατί δεν πρόλαβε να βγει. Φώναζε κοιτώντας τον Θείο αυτόν άνδρα, που φαίνεται πως ήταν ο Σωτήρας Χριστός , κι έλεγε:
- Γιατί, γιατί Θεέ μου, εγώ δεν βγήκα προς το φως; Γιατί δεν πρόφτασα; Δεν είμαι κακή, είμαι αγνή. Γιατί;…
Και τότε Εκείνος της είπε:
- Ναι, είσαι αγνή. Αλλά την ζωή σου την πέρασες απορροφημένη με τους νεκροζώντανους. Γι’ αυτό δεν άκουσες την καμπάνα να βγεις προς το “φως”!
Τόσο πολύ συγκλόνισε αυτό το μήνυμα του Θεού την κοπέλλα, ώστε συνέχισε την ζωή της θεοσέβειας και της αρετής με μεγαλύτερη συνέπεια. Σε λίγο ο Θεός την αξίωσε να αποκτήσει μια ευλογημένη οικογένεια.
Το θέμα όμως είναι γενικό. Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσο χρόνο χάνει με τις ματαιοδοξίες του κόσμου τούτου και τους “νεκροζώντανους” της κοινωνίας (δηλαδή τους ανθρώπους που είναι προσκολλημένοι στην ύλη και την αμαρτία ) , ώστε να φεύγει ο πολύτιμος χρόνος της ζωής, που μας δόθηκε από τον Θεό για μετάνοια και καλλιέργεια της ψυχής μας, με αδιαφορία και χλιαρότητα. Άλλωστε , έχει πει ο Κύριος μέσα στην Αγία Γραφή “…τι χλιαρς ε, κα οτε ζεστς οτε ψυχρός, μέλλω σε μέσαι κ το στόματός μου”. (Αποκ. Γ΄, 16 )


Από το βιβλίο: «Μηνύματα από τον Ουρανό»
Έκδοσις Ι. Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας

Δωρίδα 2005



Μετάνοια, εξομολόγηση, σκοπός της ζωής...

Ένα σπάνιο βίντεο ντοκουμέντο!




Ο Θεός και οι «Θεοί»




ΠΟΛΛΟΙ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δηλώνουν δημοσίως ὅτι δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Ἀρνοῦνται νὰ δεχτοῦν τὶς ἐντολές του καὶ ἐπιλέγουν τοὺς «θεοποιημένους» συνανθρώπους τους. Παρατηρεῖται ἕνας παραλογισμὸς στὶς προτιμήσεις τους. Πίστη στὸ Θεό, ὄχι. Πίστη στὰ χαρίσματα τῶν «θεοποιημένων» ἀνθρώπων, ναί.

Οἱ ἄπιστοι δέχονται μὲ ἐμπιστοσύνη τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ταιριάζουν, ἐνῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀποστρέφονται. Τοὺς ἐμπαθεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς τοὺς ἔχουν ὡς παραδείγματα ζωῆς. Τοὺς καλοὺς καὶ ταπεινοὺς ὡς παραδείγματα πρὸς ἀποφυγήν. Ἔχουν ὡς Θεοὺς πολιτικούς, ἀξιωματικούς, ἠθοποιούς, τραγουδιστές, λοιποὺς καλλιτέχνες, ἀθλητές, ποδοσφαιριστές κ.ἄ. Γι᾽ αὐτοὺς μιλοῦν, αὐτοὺς θαυμάζουν, αὐτοὺς μιμοῦνται, τέτοιοι θέλουν νὰ γίνουν καὶ αὐτοί, ἀλλὰ καί τὰ παιδιά τους! 

Εἶναι δυστυχῶς αἰχμάλωτοι τῆς ὕλης καὶ τῆς γῆς, χωρὶς καμιὰ πνευματικὴ ἀναζήτηση, χωρὶς καταφυγὴ στὸ Θεὸ καὶ χωρὶς νόημα στὴ ζωή τους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀμετανόητοι. Καὶ ἀποτελοῦν, ἀλίμονο, τὰ μεγάλα στρώματα τῆς κοινωνίας, γεγονὸς ποὺ πικραίνει τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς συνειδητοὺς χριστιανούς.

Στὴν ὑπηρεσία αὐτῶν τῶν ὑποβαθμισμένων πνευματικὰ ἀνθρώπων ἔχουν ταχθεῖ ὅλα τὰ μέσα ἐνημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ἐφημερίδες, περιοδικά, βιβλία κ.λπ.), τὰ ὁποῖα προβάλλουν διαρκῶς τὶς δραστηριότητές τους, ἐνῶ ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς κάθε ἀναφορὰ σὲ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προχωροῦν στὰ τυφλὰ καὶ νὰ σκοντάφτουν σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει φτιάξει πολλοὺς θεούς. Ἀκόμα καὶ αὐτοὶ οἱ ἄσωτοι καὶ οἱ ἄθεοι πιστεύουν στὸ Θεό, ὄχι φυσικὰ στὸν ἀληθινό, ἀλλὰ στὴ σάρκα, στὰ πάθη, στὴν ὕλη. Ὅλοι κάτι λατρεύουνε. Αὐτὸ ποὺ λατρεύει κανείς, σ᾽ αὐτὸ δουλεύει. Δηλαδὴ εἶσαι πόρνος, εἶσαι ἄνθρωπος τῆς σάρκας, δουλεύεις γιὰ τὴ σάρκα, γιὰ τὴν ὕλη». Καὶ διευκρίνιζε: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι στὴν Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχουν πολλὰ φῶτα, ποὺ βλέπει κανεὶς καὶ ἐντυπωσιάζεται, μὰ ἕνα εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δηλαδὴ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὶς ἔχει πεῖ, ἀπὸ τὴν ἀρχή, αὐτὲς εἶναι. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλες ἀλήθειες, νέες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος προόδεψε καὶ οἱ ἄνθρωποι πήγανε στ᾽ ἄστρα!».

Στὴ σύγχρονη κοινωνία, ποὺ οἱ ἄθεοι εἶναι πολλοί, οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ φῶς καὶ τὸ ἁλάτι. Νὰ εἶναι συνεπεῖς στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔχουν αὐξανόμενο ἱερὸ ζῆλο καὶ νὰ δείχνουν πρὸς ὅλους τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη τους. Μόνο ἔτσι θὰ μειώνεται τὸ ὀλέθριο ἔργο τῶν ἀθέων καὶ θὰ προβάλλεται τὸ πνευματικὸ καὶ σωτηριῶδες ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα δὲν θὰ λυθεῖ μὲ τὸ κήρυγμα μόνο, γιατὶ δὲν πείθει πάντα. Ἐξάλλου οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πιστεύουν, βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τὸ παρακολουθοῦν. Ἐνῶ τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῶν χριστιανῶν τὸ βλέπουν, τὸ ἀποδέχονται καὶ οἱ καλοπροαίρετοι ἐπηρεάζονται θετικά.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης

Ορθόδοξος Τύπος,26/07/2013


- Ο απαίδευτος νους!




- Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;

- Ο απαίδευτος νους.

- Ο απαίδευτος νους; Είναι ο πλούσιος; Είναι ο αμόρφωτος; Είναι ο..;

- Είναι ο απαίδευτος νους.

- Τι εννοείς; Τι σημαίνει αυτό;

Ο απαίδευτος νους άγεται και φέρεται. Γίνεται έρμαιο της συγκυρίας. Γίνεται αυτό που συμβαίνει- και τίποτα άλλο.

Ο απαίδευτος νους προσκολλάται πάντοτε στον εκάστοτε Δυνατό. Είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική κίνηση.

Ο απαίδευτος νους δέχεται τη δωροδοκία, την εύνοια, την υπεροπτική ανοχή του Δυνατού. Μια δουλειά, λίγα χρήματα, ένα αντάλλαγμα. Θα δεχτεί να βελτιώσει πρόσκαιρα τη θέση του και θα επιτρέψει στον βασιλιά, τον κυβερνήτη, τον πρωθυπουργό να συντηρήσει το εκάστοτε διεφθαρμένο καθεστώς του.

Ο απαίδευτος νους επιτρέπει την αθλιότητα, όσο εκείνη λειτουργεί υπέρ του. Με τον καιρό θα καμαρώσει κρυφά τη δύναμη της Εξουσίας και τη βαρβαρότητα που την συντηρεί. Όταν ο Δυνατός δεν έχει πια τα μέσα- το χρήμα και την επιρροή- για να τον κρατήσει πιστό, τότε αμέσως στρέφεται στον επόμενο Δυνατό. Σβήνει ξαφνικά με απαξία τη συμμετοχή και την ανοχή του στο θλιβερό παρελθόν. Γίνεται με θρασύτητα ο πιο σκληρός πολέμιος του παλαιού κι ο πιο πιστά οργισμένος ακόλουθος του καινούριου Δυνατού. Και παράλληλα με αυτόν τον φαύλο κύκλο της εξουσίας και τα σερνόμενα πλήθη του, ο απαίδευτος νους πάντοτε εντοπίζει τον αδύναμο.

Ο απαίδευτος νους συντρίβει τον αδύναμο. Ο πλούσιος τον φτωχό. Ο φτωχός τον ακόμα πιο φτωχό. Ο πιο φτωχός τον παρία. Ο παρίας τον ανέγγιχτο («the untouchables», η έσχατη κάστα στην Ινδία). Συχνά οι εξαθλιωμένοι γίνονται ακόμα πιο σκληροί απ’ τους βασανιστές τους – έτσι η Αδικία διαιωνίζεται.

Ο απαίδευτος νους πιστεύει. Ο θεός του είναι η Ισχύς. Αυτή είναι η ιερή του δύναμη. Μόνο αυτή μπορεί να αντιληφθεί. Μπορεί να περιφέρει λεκτικά έννοιες όπως η Αγάπη και η Ελευθερία, να τις περιγράφει, να τις κορνιζάρει με μεγάλα γράμματα, αλλά ποτέ δεν τις ενσωματώνει χωρίς αντάλλαγμα στη μικρή ζωή του. Μόνο μέσα στην επιφάνεια του συγκριτικού βαθμού βρίσκει νόημα. «Είμαι πιο καλός. Ο θεός μου είναι πιο καλός. Είμαι ανώτερος».

Ο απαίδευτος νους δεν ξαγρυπνά τις νύχτες. «Πώς έζησα σήμερα; Τι έκανα; Τι δεν έκανα;» «Μήπως αδίκησα κάποιον; Μήπως τον πόνεσα;». Δεν αναρωτιέται. Γιατί ο απαίδευτος νους είναι πάντοτε αδικημένος. Θιγμένος. Κι ,επομένως, πάντοτε δικαιολογημένος. Αυτός είναι ο αγαπημένος του ρόλος.

Ο απαίδευτος νους δηλώνει απερίφραστα και μεγαλόφωνα την ύπαρξη του. Είναι η παράλογη προβολή του πλούτου του, είναι η μίζερη προβολή της ατυχίας του, είναι η αλαζονική προβολή της τιμιότητάς του, της ηθικής του ανωτερότητας.

Ο απαίδευτος νους φοβάται. Φοβάται το Άγνωστο – δηλαδή τα πάντα. Δεν μπορεί να δώσει εξήγηση, δεν έχει την πνευματική ζωή που θα γαληνέψει την άγνοιά του. Κι έτσι αρχετυπικά μετατρέπει το Άγνωστο σε καλό ή κακό θεό, σε δαίμονα ή προστάτη. Τελικά φοβάται και τα δυο.

Ο απαίδευτος νους δεν διστάζει ν’ αφεθεί στα πιο βάρβαρα ένστικτά του – γιατί είναι ό,τι πιο εύκολο μπορεί να κάνει. Η κάθε εποχή θα του δώσει συνθήματα/ επιχειρήματα για κάθε άθλιο εαυτό του.

Ο απαίδευτος νους πηγαίνει στο Σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, λαμβάνει τις πληροφορίες της εποχής του, διαβάζει, αποκτά πείρα, διδάσκει. Αλλά ποτέ δεν διδάσκεται.

Ο απαίδευτος νους ακολουθεί τυφλά την Αυθεντία του καιρού του. Συχνά ταυτίζει τον εαυτό του με την Αυθεντία.

Ο απαίδευτος νους ξέρει. Κατέχει την αλήθεια. Την Απόλυτη Αλήθεια. Δημιουργεί ένα σύννεφο, ένα νεφέλωμα ιδεοληψιών, προκαταλήψεων, στερεοτύπων κι απαράβατων κανόνων. Κρέμεται με υστερία πάνω απ’ το σύννεφο αυτό και πιστεύει πως τον σηκώνει ψηλά, πως μαζί πηγαίνουν βόλτα πάνω απ’ τις ζωές των άλλων πλασμάτων. Νιώθει θεός τους για μια μέρα – για μια ζωή. Πάνω στο σύννεφο κάνει περίεργες κινήσεις με το σώμα και τα χέρια του, λατρεύει ξύλα, χρυσάφια ,υφάσματα και ρούχα, φτιάχνει τελετές και καταναγκασμούς, αλλά αδυνατεί να πει μια καλημέρα – και να την εννοεί.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα μια διαρκή σύγχυση. Η Σύγχυση σημαίνει πάντοτε Σύγκρουση.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα σε μια διαρκή αντίφαση. Πολεμά στο όνομα της Ειρήνης, Σκοτώνει στο όνομα της Ζωής, Πονά στο όνομα της Αγάπης, Σκλαβώνει στο όνομα της Ελευθερίας, Αδικεί στο όνομα της Δικαιοσύνης, Παρανομεί στο όνομα του Νόμου, Καταστρέφει στο όνομα της Ύπαρξης.

Ο απαίδευτος νους έχει ως σημείο αναφοράς τους εχθρούς. Τους φαντάζεται, τους δημιουργεί, τους ελκύει.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα απ’ τους άλλους. Παραμονεύει. Χάνει χρόνο, απ τον ελάχιστο που διαθέτει στην ενσαρκωμένη ζωή του, για να ασχοληθεί με τα πλάσματα που πιστεύει πως κλέβουν κάτι από τον ζωτικό του χώρο. Δεν αντέχει τη μοναξιά της περισυλλογής. Δεν εμβαθύνει.

Ο απαίδευτος νους είναι ο Δικτάτορας. Του κράτους του, της ομάδας του, της οικογένειας, των παιδιών, των συντρόφων του, των φίλων, της καθημερινότητας.

Ο απαίδευτος νους κρίνει, δεν δημιουργεί.

Ο απαίδευτος νους δεν ζει στο παρόν. Θα στοιχημάτιζε και τη ζωή του για το τι έγινε πριν από χιλιάδες χρόνια, έχει τη βεβαιότητα για το τι πρόκειται να συμβεί. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει τίποτα για το Τώρα.

Ο απαίδευτος νους δεν αναγνωρίζει το ταλέντο, την ομορφιά των άλλων.

Ο απαίδευτος νους δημιουργεί τη γραφειοκρατία. Αγαπά τους τύπους, γιατί δεν απαιτούν βαθύτερη αντίληψη της ζωής, δεν ζητούν κάποια πνευματική διαδρομή, είναι ευκόλως αναγνώσιμοι. Υπάρχουν εκεί, αμετακίνητα παρόντες, ένα έτοιμο εγχειρίδιο.

Ο απαίδευτος νους στηρίζει με τη σιωπή του κάθε φαύλο καθεστώς. Καταστρέφει με το θόρυβό του κάθε δημοκρατία. Γιατί ο λόγος του δεν είναι ποτέ απόσταγμα σκέψης. Βιάζεται να σωπάσει ή να επιβάλει τον λόγο του. Ο απαίδευτος νους είναι ανυπόμονος. Δεν έχει τον αυθορμητισμό ενός παιδιού, τη λαχτάρα του ερωτευμένου. Δεν κατανοεί τη στωικότητα, την καρτερικότητα, την αξία του λόγου και τη σοφία της σιωπής. Ζει σπασμωδικά, ακριβώς όπως σκέφτεται.

Ο απαίδευτος νους δεν έχει καμία εσωτερική ευγένεια. Ο αληθινά ευγενής άνθρωπος φαίνεται μόνο από τους τρόπους του απέναντι σε εκείνους, τους οποίους δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη.

Ο απαίδευτος νους δεν έχει χιούμορ. Λέει αστεία, γίνεται εύθυμος, σκωπτικός, πικρόχολος και χαιρέκακος. Αλλά δεν επιτρέπει να αγγίξει κανείς – ούτε λεκτικά- την κοσμοθεωρία του.

Ο απαίδευτος νους συγχωρεί τον εαυτό του. Όχι τους άλλους.

Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι μορφωμένος, σοβαρός, καλοντυμένος, να κατέχει φήμη κι αξιώματα, δύναμη, επιρροή και πλούτο. Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι αμόρφωτος, κακοντυμένος, χωρίς κοινωνική θέση κι αξιώματα. Σχηματίζει ομάδες, φράξιες, παρατάξεις, στρατούς, διαχωρισμούς. Οι περισσότερες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας ευνοούν τον απαίδευτο νου. Γιατί εκείνος βρίσκει πάντοτε το κατάλληλο έδαφος μέσα στις αυστηρές δομές, στις έτοιμες απαντήσεις, σε ιδεολογικά κατασκευάσματα και θρησκείες. Ο απαίδευτος νους είναι υπάκουος – ή οργανωμένα, κατόπιν προσταγής, ανυπάκουος. Ψάχνει πάντοτε για την πιο ασφαλή φυλακή και τη βαφτίζει ζωή του.

Ο απαίδευτος νους δεν ξέρει τι είναι η καλοσύνη ή η αγάπη άνευ όρων. Δε θα άντεχε ποτέ μια τέτοια αναρχία.


Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τα πλούτη του – 
γίνεται άπληστος.
Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τη φτώχια του – 
γίνεται κτήνος.

από τον Αμέθυστο


ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ = «ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ»



ΨΑΛΜΟΣ 2ος

Ἰνατί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; 
2 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ. (διάψαλμα). 
3 Διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν. 
4 ὁκατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς. 
5 τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς. 
6 ᾿Εγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ Σιὼν ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ, 
7 διαγγέλλων τὸ πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος εἶπε πρός με· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. 
8 αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς. 
9 ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψεις αὐτούς. 
10 καὶ νῦν, βασιλεῖς,σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν. 
11 δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ. 
12 δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας. 
13 ὅταν ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ.

«Ο βρεφικός θρήνος…» ( μια αληθινή ιστορία) -του π. Θωμά Ανδρέου



Σ’ έναν ναό των Αθηνών, περιγράφηκε η ιστορία αυτή. Μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως ζωντάνεψε ο χρόνος , οι θύμισες έγιναν δάκρυα μετανοίας για έναν άνθρωπο, που επί πενήντα συναπτά έτη βρισκόταν αναμέσο της φλογός της συνειδήσεως, φλογός η οποία άσβεστος κατέκαιε επί μισόν αιώνα την τεταραγμένην ψυχήν. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, είναι ο ίδιος του ο εαυτός… Ας αφήσουμε την εξέλιξη της διηγήσεως και ας σταθούμε σιωπηλοί έναντι μιας θλιβεράς αληθινής ιστορίας, από αυτές που μόνον η ιδία η ζωή μπορεί να παραστήσει…

-Πάτερ, σας παρακαλώ θερμώς, να με δεχθείτε να εξομολογηθώ !

Μία ηλικιωμένη κυρία ογδοηκοντούτης, με παρακλητικό πλην επίμονον βλέμμα, ζητούσε από τον Ιερέα να την ακούσει. Ζητούσε να δεχθεί το βάλσαμον της παρηγορίας , καθ’ ον τρόπον εδέχθει την ενστάλαξη ελαίου και οίνου επί των αιμοροούντων πληγών του, ο δυστυχής της ευαγγελικής παραβολής άνθρωπος ο εμπεσών εις τους ληστάς , υπό του καλού Σαμαρείτου. Ο Ιερεύς, αμέσως εφόρεσε το Ιερόν επιτραχείλιον, τον ποταμόν της Θείας Χάριτος και του ελέους του Θεού, εις τους ανθρώπους. Αφού εκάθισαν αντικριστά, η σεβασμία κυρία ξεκίνησε να διηγείται διακόπτουσα μόνον την διήγησιν της, για να ακουσθεί ένας βαθύς αναστεναγμός, επισφράγισμα οδυνηρόν του πόνου της ψυχής της.

-Πάτερ, είμαι ογδόντα ετών. Βρίσκομαι πλέον στην δύση της ζωής μου… Αισθάνομαι πως το τέλος εγγίζει, δεν θέλω να φύγω με ένα κρίμα που για πενήντα ολόκληρα χρόνια βασανίζει την ψυχή μου. Κρίμα δυσβάστακτον που ουδέποτε και σε κανέναν μέχρι σήμερα εκμυστηρεύτηκα. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έγινε αιτία για πενήντα χρόνια να καίγομαι στην φλόγα της συνειδήσεως μου. Να ξυπνώ τα βράδια από ένα βρεφικό κλάμα, έναν ατέλειωτο θρήνο που ηχεί μέσα στα αυτιά μου .

Στην ζωή μου, άκουσα πολλές φορές βρέφη να κλαίνε. Ποτέ ξανά όμως έτσι…. Μόνον μία φορά, την ημέρα εκείνη η οποία έμελε να στιγματίσει το υπόλοιπον της ζωής μου. Εργαζόμουν ως μαία σε μεγάλη ιδιωτική κλινική των Αθηνών. Υπήρξα συνεπής πάντοτε στην εργασία μου. Αγαπούσα την δουλειά μου και για τον λόγο αυτό, πολλές φορές ζητούσαν να παραστώ σε γέννα, ακόμα και όταν αυτή γινόταν σε ώρες εκτός της εργασίας μου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Αθήνα ήταν τελείως διαφορετική απ’ ότι σήμερα, βρισκόμουν ένα πρωινό στην εργασία μου, στην κλινική των Αθηνών. Με ειδοποίησαν πως με ζητά ο Διευθυντής και έτσι ξεκίνησα να ανέβω στο γραφείο του στον επάνω όροφο. Φθάνοντας στο γραφείο, χτύπησα διακριτικά την πόρτα και μπαίνοντας μέσα είδα τον κ. Διευθυντή μαζί με άλλους τρεις καλοντυμένους κυρίους, να συζητούν χαμηλόφωνα. Βλέποντας με ο Διευθυντής της κλινικής, με κάλεσε να πλησιάσω κοντά τους:

-Έλα παιδί μου, πλησίασε, μου είπε. Θα χρειασθεί να πάς σε κάποιο Σπίτι όπου θα βοηθήσεις σε μια γέννα. Οι κύριοι θα σε πάνε και θα σε επιστρέψουν μετά. Θα πληρωθείς αδρά για τις υπηρεσίες σου εκεί. Πόση ώρα χρειάζεσαι να ετοιμασθείς; 

-Σε ένα τέταρτο θα μπορούμε να φύγουμε, απάντησα εγώ και μόλις πήγα να ρωτήσω τον λόγο για τον οποίο έπρεπε εγώ να μεταβώ εκεί αντί να έρθει η ετοιμόγεννη γυναίκα στην κλινική, ωστόσο σαν ο κ. Διευθυντής να διάβασε τις ενδόμυχες σκέψεις μου, με διέκοψε απότομα λέγοντας μου: – ‘’Εντάξει παιδί μου, ετοιμάσου να φύγετε…’’ Βγήκα από το γραφείο και πήγα να ετοιμάσω την βαλίτσα μου με τα απαραίτητα. Εξάλλου, σκέφθηκα, η παρουσία μου μόνον βοηθητική θα μπορούσε να είναι μιας και σίγουρα μαζί με εμένα θα ερχόταν και κάποιος εκ των Ιατρών της κλινικής. Ετοίμασα μία βαλίτσα με τα απαραίτητα και κατέβηκα στην είσοδο, όπου με περίμεναν οι τρείς κύριοι τους οποίους προηγουμένως είχα συναντήσει στο γραφείο του κ. Διευθυντού. Βρισκόντουσαν δίπλα σε ένα παρκαρισμένο πολυτελές μαύρο αυτοκίνητο και μου έγνεψαν να πάω προς τα εκεί. 

Προς στιγμήν, ένα συναίσθημα φόβου με κατέλαβε, ωστόσο δεν μπορούσα να αρνηθώ. Πρώτον, ήταν η εκτέλεσις του καθήκοντος μου και ασφαλώς κατά δεύτερον ήταν εντολή του εργοδότου μου. Πλησίασα λοιπόν και πήγα να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Απότομα με σταμάτησε ο ένας από τους τρείς καλοντυμένους κυρίους. Πιάνοντας με από το χέρι, μου είπε:

-Μισό λεπτό κυρία, πριν μπείτε μέσα θα σας ζητήσουμε κάτι… 

Προς στιγμήν, ένα αδιόρατο συναίσθημα φόβου με κατέλαβε. Ωστόσο η περιέργεια με έκανε να ρωτήσω: 

-Τι θέλετε; 

Εκείνος, ρίχνοντας ένα βλέμμα στους άλλους δύο, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του με πλησίασε περισσότερο και μου είπε: 

-Για να σας μεταφέρουμε εκεί που πρέπει να πάμε, θα μας επιτρέψετε να σας κλείσουμε τα μάτια , ώστε να μην γνωρίζετε τον ακριβή προορισμό μας… 

Ξανά αυτός ο αδιόρατος φόβος, έκανε την επανεμφάνιση του στην ψυχή μου… Όλα αυτά, ήταν περίεργα πράγματα. Έδειχναν πως κάτι ύποπτο συνέβαινε…. Βλέποντας το πρόσωπο μου να εκφράζει την αγωνία της ψυχής μου, ο εις εκ των συνοδών μου σε μια άχαρη προσπάθεια του να με καθησυχάσει μου είπε κοιτώντας με κατάματα: 

- Μην φοβάστε κυρία, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, προσπαθούμε να διασφαλίσουμε πως δεν θα γνωρίζετε τον προορισμό μας, τίποτε περισσότερο. 

- Μα, και να μην θέλω με τρομάζετε με όλα αυτά τα ακατανόητα πράγματα. Που πηγαίνουμε; Για ποιο λόγο αυτή η μυστικότης; Γιατί επιλέξατε εμένα; 

‘Όμως ο κύριος σήκωσε ελαφρά το χέρι του και μου είπε: 

-Σας παρακαλώ κυρία, δεν μπορώ να αποκαλύψω τίποτε περισσότερο. Σας παρακαλώ, μην καθυστερούμε …. Σας βεβαιώ πώς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε… Εξάλλου, ο κ. Διευθυντής, γνωρίζει επακριβώς που πηγαίνουμε…. 

Αυτός ο λόγος του με καθησύχασε. Μπήκα μέσα στο πολυτελές αυτοκίνητο και δέχθηκα αδιαμαρτύρητα πλέον, να μου δέσουν τα μάτια με ένα μεγάλο μαντίλι. Δεν είναι δυνατόν, σκέφθηκα, να μου κάνουν κακό… Για ποιο λόγο; Και εκτός τούτου, αν δεν τους γνώριζε ο κ. Διευθυντής, θα ήταν ποτέ δυνατόν με στείλει μαζί με αυτούς τους εντελώς άγνωστους σε μένα ανθρώπους; Προτίμησα να πάψω να σκέπτομαι, εξάλλου μαία ήμουν … Άνθρωπο θα έφερνα στο κόσμο ! 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα πέρασε… Δεν γνωρίζω που με μετέφεραν. Δεν μπόρεσα ούτε καν να υπολογίσω τον χρόνο κατά τον οποίον βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο με τα μάτια μου δεμένα. Σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο στάθμευσε. Δίπλα μου, καθόταν από την αρχή, ο άγνωστος κύριος που είχαμε μιλήσει στην κλινική, ενώ οι άλλοι δύο κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα. Προφανώς, ο συνοδός μου, ήθελε να διασφαλίσει πως σε καμία περίπτωση δεν θα αφαιρούσα το μαντίλι ώστε να καταλάβω σε ποια περιοχή ήμουν ή που με πήγαιναν. Όταν ο ίδιος έβγαλε το μαντίλι, είδα πως βρισκόμασταν στον κήπο μιας έπαυλης, κυριολεκτικά πνιγμένης μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Δυο–τρείς άνθρωποι περπατούσαν βιαστικοί σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένα τεράστιο σπίτι, δέσποζε επιβλητικό στην μέση της έπαυλης. 

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια της μαρμάρινης εξωτερικής σκάλας, ενώ την μικρή βαλίτσα με τα απαραίτητα για τον επερχόμενο τοκετό, μου μετέφερε στα χέρια του ένας εκ των τριών συνοδών μου. Περνώντας μέσα στο σπίτι, είδα μία τεράστια σκάλα στην μέση της οικίας η οποία εκ των υστέρων διαπίστωσα πως οδηγούσε στον επάνω όροφο όπου και υπήρχαν πολλά υπνοδωμάτια. Με το χέρι του ο συνοδός μου έδειξε πως θα έπρεπε να ανέβω επάνω. Προς στιγμήν, νομίζω πως άκουσα έναν γυναικείο αναστεναγμό πόνου, δεν ξέρω όμως αν όντος το άκουσα ή ο φόβος μου που έκανε την επανεμφάνιση του συνοδευόταν από κάποιες παραισθήσεις. Ανέβηκα την μεγάλη σκάλα η οποία οδηγούσε στον επάνω όροφο στα δεξιά του οποίου υπήρχε ένας διάδρομος . Ακολουθώντας τον συνοδό μου ο οποίος σταμάτησε μπροστά από μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα την οποία κτύπησε διακριτικά, άνοιξε την πόρτα και περάσαμε σε ένα τεράστιο δωμάτιο στην άκρη του οποίου υπήρχε ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο μια ξαπλωμένη γυναίκα έδειχνε από τις συσπάσεις του προσώπου της πως βρισκόταν σε διαδικασία τοκετού. Στην μέση ακριβώς του δωματίου υπήρχε μια μεγάλη αναμμένη ξυλόσομπα, ενώ στην άλλη άκρη του δωματίου ένας μεσήλικας κύριος καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας αδιάφορα μια εφημερίδα. Θυμάμαι πως με εντυπωσίασε το γεγονός, πως δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει ποιοι είχαν μπει στο δωμάτιο. 

Πλησίασα την γυναίκα που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να μου χαμογελάσει. Το χαμόγελο της, πνίγηκε από μια έκφραση πόνου που χαράκωσε το πρόσωπο της. Ο συνοδός μου πλησίασε και μου ψιθύρισε: ζητήστε μας ότι σας χρειάζεται… Εγώ δεν του απάντησα, άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματα μου για τον επικείμενο τοκετό πάνω σε ένα τραπέζι που είχαν τοποθετήσει εκεί. 

-Πρέπει να περιμένουμε τον γιατρό, είπα προς τον γνωστό συνοδό μου. 

- Δεν θα έρθει κανένας γιατρός κυρία, άκουσα την φωνή του μεσήλικα που καθόταν στην πολυθρόνα. Χωρίς να με κοιτάξει συνέχισε: 

-Εσείς θα κάνετε όλη την διαδικασία…. 

Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτώ. Ο ένας εκ των δύο συνοδών μου, πλησίασε και μου είπε παρακλητικά:

-Σας παρακαλώ, κάντε ότι πρέπει να κάνετε….

Γύρισα προς την γυναίκα που σε λίγο θα γεννούσε. Την κοίταξα και είδα, ένα δάκρυ να αυλακώνει το πρόσωπο της. Της έπιασα το χέρι και της είπα: 

-Κάντε κουράγιο, σε λίγο θα κρατάτε στην αγκαλιά σας το παιδί σας. 

Με κοίταξε χωρίς να πει τίποτε, όμως η θλίψη που ξεχείλιζε από τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της μου έφερε ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, ήταν η πρώτη φορά που θα έπρεπε να κάνω την διαδικασία χωρίς την παρουσία Ιατρού μαιευτήρα …. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά; Αν υπήρχε μια επιπλοκή; Χριστέ μου, ψέλλισα βοήθησε με…. Η γυναίκα δάγκωνε μια πετσέτα για να καταπνίξει τον πόνο της. Μια υπηρέτρια στεκόταν στο προσκεφάλι της σκουπίζοντας κάθε λίγο τον ιδρώτα που έρρεε άφθονος στο πρόσωπο της. Ο συνοδός μου, βρισκόταν στην πλευρά της πόρτας του δωματίου έχοντας συνεχώς τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Ο έτερος κύριος συνέχιζε ατάραχος να διαβάζει την εφημερίδα του καθήμενος στην ευρύχωρη και άνετη πολυθρόνα του μορφάζοντας σε κάποιες στιγμές το πρόσωπο του, δείχνοντας έτσι μιαν κάποια ενόχληση του από τα βογκητά πόνου της ετοιμόγεννης γυναίκας.

Προσπάθησα να δώσω κουράγιο στην γυναίκα :

-Λίγο ακόμα, κάντε μια προσπάθεια , λίγο ακόμα και τελειώσαμε.

Ξεκίνησε η έξοδος του νεογνού για τον κόσμο! Ένας ακόμη άνθρωπος ερχόταν στην ζωή. Κτυπούσε γοργά η καρδιά μου. Η αγωνία κορυφώνονταν όταν σε κάποια στιγμή κράτησα το νεογνό που έκλαιγε, στα χέρια μου. Όλοι οι φόβοι μου μήπως κάτι δεν πάει καλά εξανεμίστηκαν με μιας όταν άκουσα το πρώτο του κλάμα. Κλάμα με το οποίο κάθε βρέφος έρχεται στην ζωή και άθελα του κλαίει, για αυτά που θα ζήσει… Έκοψα αμέσως τον ομφάλιο λώρο και τύλιξα το μικρό αγοράκι σε μια καθαρή πετσέτα. Πριν το πλύνω, θέλησα να το δώσω για λίγο στην μητρική αγκαλιά, να είναι η μάνα το πρώτο πρόσωπο που θα δει όταν θ’ ανοίξει τα ματάκια του. Πάντα τα ίδια συναισθήματα γέμιζαν την ψυχή μου με τον ερχομό ενός ανθρώπου ακόμα στην ζωή. Μόλις έστρεψα προς την πλευρά της μάνας , μια φωνή με καθήλωσε στην θέση μου : 

-Κυρία ! 

Ήταν ο κύριος με την εφημερίδα που στο μεταξύ είχε σηκωθεί και ερχόταν προς το σημείο που βρισκόμουν εγώ κρατώντας το νεογνό στα χέρια μου. 

-Κυρία, επανέλαβε, δώστε μου το μωρό στα χέρια μου ! 

Ο τόνος της φωνής του ήταν επιτακτικός. Σκέφθηκα πως μάλλον ήταν ο πατέρας του παιδιού. Οι πατεράδες σε τέτοιες στιγμές δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν την χαρά τους. Στην φωνή όμως του ανθρώπου εκείνου δεν μπόρεσα να διακρίνω κανένα ίχνος χαράς. Ωστόσο, δεν μπορούσα να αρνηθώ και έτσι παρέδωσα το μωρό στα απλωμένα χέρια του ανθρώπου εκείνου. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε για πολύ λίγο, σχεδόν μόνο με μια ματιά! Τα φλογισμένα μάτια του έπεσαν πάνω στην λεχώνα η οποία έτρεψε αλλού το πρόσωπο της. Εγώ κοιτούσα σαν χαμένη και τους δύο. Δεν είχα ξαναδεί παρόμοιες αντιδράσεις στις γέννες… Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτήν την παγωμάρα που επικρατούσε στο μελαγχολικό δωμάτιο της σιωπηλής έπαυλης. Δεν μπόρεσα να καταλάβω…. Ο μεσήλικας κύριος, κρατώντας το βρέφος που στο μεταξύ είχε σιωπήσει, στα χέρια του, με αργά βήματα άρχισε να απομακρύνεται από κοντά μου. Πλησίαζε το σημείο του δωματίου που βρισκόταν η ξυλόσομπα όταν…. 

Ξαφνικά, άρπαξε με το ένα χέρι το βρέφος από το ποδαράκι του. Εκείνο άρχισε να κλαίει τρομαγμένο. Ταυτόχρονα με το ελεύθερο χέρι του έπιασε μια τσιμπίδα και άνοιξε γρήγορα το καπάκι της ξυλόσομπας. Μόλις κατάλαβα τι πήγαινε να κάνει, έτρεξα και έπεσα στα πόδια του. Ταυτόχρονα έτρεξε κοντά μου ο συνοδός για να με σταματήσει.

-Σας ικετεύω κύριε,του φώναξα με μια κραυγή αγωνίας να βγαίνει από τα στήθη μου. Δώστε το σε εμένα να το μεγαλώσω και σας ορκίζομαι πως δεν πρόκειται να το ξαναδείτε ποτέ. Μη, κύριε μην το σκοτώσετε !

Με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν ξέχασα ποτέ ! Χωρίς να πει τίποτα με μια αστραπιαία κίνησε πέταξε το νεογέννητο βρέφος μέσα στην αναμμένη ξυλόσομπα ενώ ταυτόχρονα έκλεισε με δύναμη το καπάκι….. Το βρέφος ούρλιαξε μέσα στις φλόγες…

-Μηηηηη ! Φώναξα εγώ και έπεσα στο πάτωμα, ενώ ο συνοδός μου προσπαθούσε με δύναμη να με απομακρύνει. Άκουσα για λίγο, για πολύ λίγο το βρέφος να στριγκλίζει θρηνητικά μέσα από την σόμπα. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο μου. Δεν είχα την δύναμη να φωνάξω άλλο! Άκουσα την βραχνή φωνή του, απαίσια στα αφτιά μου :

-Το παιδί αυτό δεν έπρεπε να ζήσει γιατί…. Ήταν δύο αδελφών παιδί! 

Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το πάτωμα. Άνοιξε η πόρτα και ο άνθρωπος αυτός, λες και δεν είχε συμβεί τίποτε σε αυτό το δωμάτιο, βγήκε έξω. Με πλησίασε ο συνοδός μου και με βοήθησε να σηκωθώ. 

-Ότι ζήσατε εδώ σήμερα, μου είπε, πρέπει να το ξεχάσετε βγαίνοντας από το σπίτι αυτό. 

Αισθανόμουν πως θα έσπαγε η καρδιά μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί εκεί μέσα. Αυτή η εικόνα είχε μείνει στα μάτια μου, οι κραυγές του δυστυχούς βρέφους ηχούσαν στ’ αφτιά μου. Και όμως όλα αυτά ήταν αλήθεια! Ένα αθώο βρέφος είχε καεί ζωντανό ! Δεν είχα κουράγιο ούτε να μαζέψω τα πράγματα μου. Η ανάγκη όμως να φύγω από εκεί μέσα, να αναπνεύσω καθαρό αέρα, με έκανε να αρχίσω να βάζω τα πράγματα όπως, όπως μέσα στην βαλίτσα. Βλέποντας με, η υπηρέτρια ήρθε προς το μέρος μου να βοηθήσει, με ένα νεύμα μου όμως, έμεινε σιωπηλή στην θέση της. Ο βρεφικός θρήνος, συνέχιζε να με τρυπά. Συνέχισα να μαζεύω τα πράγματα μου και μόλις τελείωσα τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην σόμπα… Η σκέψη μου στράφηκε στο μικρό αγοράκι που δεν πρόφθασε καν να δει το φώς του ήλιου. Και για κάθε μωρό, ο ήλιος είναι το πρόσωπο της μάνας που το γέννησε! Βγήκα προς τα έξω με την συνοδεία πάντα του κυρίου που με πήγε εκεί. 

Το αυτοκίνητο ήταν εκεί και περίμενε. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω… Τι να έβλεπα άλλωστε; Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και δέχθηκα, αδιαμαρτύρητα αυτή την φορά, να μου κλείσουν τα μάτια με το μεγάλο μαντίλι. Είχα ζήσει την ζωή και το θάνατο ενός αθώου βρέφους, καρπού μιας παράνομης αγάπης μεταξύ δύο κατά σάρκα αδελφών. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα μου… Ξανά οι βρεφικές κραυγές! Το νεογνό θρηνούσε, όχι για εκείνο που η φωτιά το ταξίδεψε ξανά στο δημιουργό του. Θρηνούσε Για εκείνους που έγιναν αιτία για αυτό το κυκλικό ταξίδι. Η φωτιά της ξυλόσομπας σε κάποια στιγμή έσβησε. Μια άλλη όμως , άσβεστη φλόγα περίμενε υπομονετικά τους υπαιτίους ! Κανείς δεν μιλούσε μέσα στο αυτοκίνητο. Εγώ συνέχιζα να ακούω τον βρεφικό θρήνο ! 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν με ενδιέφερε πλέον. Δεν είχα το κουράγιο να το σκεφθώ. Σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά. Το χέρι του ανθρώπου που καθόταν δίπλα που κινήθηκε προς το πρόσωπο μου. Με μια κίνηση έβγαλε το μαντίλι απελευθερώνοντας μου τα μάτια μου. Συνειδητοποίησα πως με είχαν φέρει στο σπίτι μου… Χωρίς να μιλήσω, χωρίς να τους κοιτάξω, άρπαξα το βαλιτσάκι μου και αφού άνοιξα την πόρτα και βγήκα από το αυτοκίνητο που αμέσως απομακρύνθηκε γρήγορα ασθμαίνουσα έφθασα στην είσοδο του σπιτιού μου. Μπήκα και κάθισα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου… Κοίταξα απέναντι στο τοίχο και κοίταξα την γλυκιά μορφή της Παναγίας με το Θείον Βρέφος στα χέρια Της η οποία με κοίταζε από την κρεμασμένη εικόνα Της! Άρχισα να κλαίω γοερά! Δεν ξέρω για πόση ώρα έκλαιγα. Προσευχήθηκα σιωπηλά για την ψυχή του μαρτυρικού αυτού βρέφους. Οι κραυγές του συνέχιζαν να ηχούν στ’ αυτιά μου κάνοντας με να μην μπορώ να ηρεμίσω. 

Σηκώθηκα μετά από λίγο και πλησίασα την βαλίτσα μου με τα πράγματα του τοκετού. Έπρεπε να τα πλύνω και να τα καθαρίσω. Ανοίγοντας την βαλίτσα, είδα μέσα ένα δερμάτινο σακουλάκι. Το πήρα και το άνοιξα. Με έκπληξη είδα πως ήταν γεμάτο χρυσές λίρες… Θυμήθηκα τα λόγια του κ. Διευθυντού πριν φύγω από την κλινική : ’’θα πληρωθείς καλά για την βοήθεια σου’’ μου είχε πει. Αμέσως για μια ακόμη φορά οι γνωστές κραυγές ήχησαν στα αυτιά μου σαν σειρήνες. Πέταξα το σακουλάκι στο πάτωμα και έτρεξα στο δωμάτιο μου κλαίγοντας έπεσα στο κρεβάτι μου. Με κλειστά μάτια, έβλεπα το μωρό που είχα φέρει στον κόσμο και που τόσο βίαια μου άρπαξαν και σκότωσαν μέσα από τα χέρια μου… Βυθίστηκα σε ένα εφιαλτικό ύπνο με τις θρηνητικές κραυγές του μωρού να συνοδεύουν την ταραγμένη ψυχή μου… Οι κραυγές αυτές με συντρόφεψαν πενήντα ολόκληρα χρόνια…..

———————————–

Από τότε Πάτερ, πενήντα χρόνια μετά, δεν ξέχασα ποτέ αυτή την μέρα που σημάδεψε για πάντα την ζωή μου. Δεν πέρασε νύχτα που να μην άκουσα τον βρεφικό θρήνο! Τις λίρες δεν τις κράτησα, τις μοίρασα σε πτωχούς ανθρώπους, έντυσα μικρά παιδάκια όπως θα έντυνα αυτό το μωρό αν το είχα σώσει. Τα σπούδασα όπως θα σπούδαζα το βρέφος που με τα χέρια μου έφερα στην ζωή και ικέτευα να μου δώσουν… Δεχθείτε Πάτερ αυτό το μεγάλο βάρος της ψυχής μου. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έχω να κοινωνήσω! Σας παρακαλώ να δεχθείτε την μετάνοια μου, να ευχηθείτε για την σωτηρία της ψυχής μου, είπε και σταμάτησε να μιλά.

Ο Ιερεύς την άκουγε συγκλονισμένος… Με δακρυσμένα μάτια, έθεσε το πετραχήλι του επί της λευκανθείσης κεφαλής της, διαβάζοντας την συγχωρητική ευχή. Την ευχή των δακρύων που ακούγοντας την κάθε αμαρτωλός βρίσκει την εξιλέωση ενώπιον του Θεού! Οι λυγμοί της ηλικιωμένης γυναίκας, έδειχναν την λύτρωση της ψυχής της μετά από μισό αιώνα πάλης μεταξύ της συνειδήσεως και των ερινυών.

-Κυρία, αφήστε το βάρος της ψυχής σας εδώ! Είπε ο Ιερεύς στην γυναίκα που με δυσκολία στάθηκε στα πόδια της. Εκείνη φίλησε με σεβασμό το πετραχήλι και το Ιερατικό χέρι και αποχώρησε ήρεμη από τον Ναό αφήνοντας τον Ιερέα βυθισμένο στις σκέψεις του.

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή! Αναστάσιμη ημέρα. Ο Ιερεύς πήγε να λειτουργήσει και να σταθεί για μια ακόμη φορά ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο! Η σκέψη του, άθελα του, πήγαινε στην τραγική σκηνή που την προηγουμένη ημέρα είχε ακούσει. Όταν ήρθε η ώρα να μεταδώσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στους πιστούς, η γυναίκα βρισκόταν εκεί περιμένοντας και η ίδια να δεχθεί τον Χριστό μετά από πενήντα χρόνια! Ήρεμη, στάθηκε απέναντι στο Άγιο Ποτήριο και έλαβε το Σώμα και το Αίμα Εκείνου , που στάθηκε δίπλα σε κάθε άνθρωπο που τον αναζήτησε, Εκείνου που συγχώρησε κάθε άνθρωπο που δάκρυσε, Εκείνου που Πέθανε επάνω στο Σταυρό για να ζήσει αιώνια ο άνθρωπος!

Το Σώμα και το Αίμα, του Σωτήρος Χριστού!

Την Τετάρτη το πρωί, ο Ιερεύς έφθασε στο Ναό όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνοντας να ανοίξει την είσοδο της Εκκλησίας, το βλέμμα του πήγε στον πίνακα ανακοινώσεων του Ναού. Ένα αγγελτήριο θανάτου ήταν καρφωμένο εκεί, αναγγέλλοντας τον θάνατο της ογδοντάχρονης μαίας