.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο Θεός που παριστάνει πως δεν υπάρχει

Ο τρόπος ο πνευματικός

Ερώτηση: Είπατε κάποτε ότι όλα τα πράγματα δένονται και λύνονται με πνευματικό τρόπο. Μπορείτε, σας παρακαλώ, να μας το εξηγήσετε;

Απάντηση: Ναι, έχω πει κάτι τέτοιο. Όλα όσα κάνει ο άνθρωπος αρχίζουν στον αόρατο, δηλαδή στον μυστικό χώρο της καρδιάς του. Όταν βάλεις κάτι στον νου σου, ο Θεός το βλέπει, και αν έχεις πάρει απόφαση γι’ αυτό το κάτι, είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιηθεί κάποτε στη ζωή σου.
Ακούστε ένα παράδειγμα. Κάποιος μοναχός μου είπε: «Μάλωσα με έναν μοναχό (νομίζω από άλλη μονή), αλλά ύστερα μετάνιωσα και ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη.
Εκείνος όμως ούτε που ήθελε να ακούσει για μένα - τόσο πληγωμένος ήταν. 
Και σκεφτόμουν: Τι να κάνω; 
Αύριο μεθαύριο πρέπει να φύγω, και θέλω και να κοινωνήσω. Πλήγωσα τον αδελφό μου, πώς να πλησιάσω στη θεία Κοινωνία; 
Αλλά και πώς να συνεχίσω τη ζωή της μετάνοιας αφού δεν με θέλει πια εγώ θέλω να του ζητήσω συγγνώμη αλλά αυτός ούτε που θέλει να ακούσει για μένα. 
Θυμήθηκα τότε, λέει, έναν λόγο της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου. 
Στα Δίπτυχα, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, ο ιερέας λέει: «Μνήσθητι, Κύριε, τών εύσεβεστάτων καί πιστοτάτων ήμών βασιλέων… λάλησον εις τήν καρδίαν αυτών αγαθά ύπέρ τής Εκκλησίας σου καί παντός του λαού σου»
Ο μοναχός αυτός θυμήθηκε αυτό το «λάλησον» και είπε: «Κύριε, λάλησε Εσύ στην καρδιά του για τη μετάνοιά μου, πες του ότι μετανιώνω για ότι έκανα, ότι του ζητάω συγγνώμη και ότι και εγώ τον συγχωρώ». Και συνέχισε λέγοντας: «Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν σαν να μην υπήρχε ποτέ σύννεφο στον ουρανό όλα εξαφανίστηκαν και η συμφιλίωση έγινε». Όταν έμαθα αυτό το περιστατικό, συμβούλεψα και άλλους να πράττουν έτσι- και σχεδόν κάθε φορά γίνονταν θαύματα.
Μια μοναχή, που είχε πρωτοπάει σε μια μονή, μου έλεγε: «Πάτερ, φοβάμαι όλους τους ανθρώπους». Ήταν πολύ ευαίσθητη και πληγωμένη ιδιαίτερα από κάποια ηλικιωμένη μοναχή που ήταν πολύ αυταρχική. 
Μου έλεγε: «Όταν μπαίνω στο μαγειρείο, με πιάνει τρόμος, δεν ξέρω τι να κάνω!» Της είπα να προσευχηθεί με αυτόν τον τρόπο: «Κύριε, πες στην καρδιά της για μένα έναν καλό λόγο»
Μια μέρα, λοιπόν, έρχεται τρέχοντας και μου λέει:
«Πάτερ, ξέρετε τι συνέβη; Ήρθε η αδελφή τάδε και με ξανάπιασε ο τρόμος και είπα- “Κύριε, πες της ότι την αγαπάω!” Και τότε, πάτερ, δεν ξέρω- ίσως να ήταν σύμπτωση, με κοίταξε γλυκά και μου μίλησε πολύ ωραία». 
Πέρυσι, όταν την ξαναείδα, είχε το ίδιο λαμπερό πρόσωπο όπως τότε, και ας είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια, και είχε ειρήνη με όλους. Και πιστεύω ότι αυτές οι “συμπτώσεις” της συνεχίστηκαν.
Βλέπουμε λοιπόν ότι όλα δένονται και λύνονται με πνευματικό τρόπο στον μυστικό χώρο της καρδιάς. Και ευχαριστώ για την ερώτηση, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να πω και τούτο: πρέπει να ασκούμαστε σε αυτό που οι πρόγονοί μας το έκαναν πολύ φυσικά. Οι πρόγονοί μας, που ήταν πιο κοντά στον Θεό απ’ ότι εμείς, με πολύ φυσικότητα, σε κάθε περίσταση, επικαλούνταν τον Θεό. 
Φέρ’ ειπείν, όταν αισθανόμαστε έναν κίνδυνο, να πούμε: «Κύριε!» Και πες κάτι στον Θεό. Βλέπεις μια αμαρτία μέσα σου, πες: «Κύριε, κοίτα τι έχω μέσα μου, μη με αφήνεις έτσι!» Βλέπεις ότι κάποιος σε στενοχωρεί και δυσκολεύεσαι να φιλιώσεις μαζί του· πες πάλι: «Κύριε, μίλησε στην καρδιά μου για τον πλησίον μου!» κτλ. 
Να επικαλείσθε, λοιπόν, τον Θεό. Είναι πίστη μας ότι ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, είναι ο μόνος μεσίτης μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου. Άρα λοιπόν, τολμώ να πω, ότι αρέσει στον Θεό να μεσιτεύει μεταξύ του ενός και του άλλου. 
Κάλεσε λοιπόν τον Θεό και κάνε Τον μεσίτη ανάμεσα σ’ εσένα και στον εχθρό σου, ανάμεσα σ’ εσένα και σε αυτούς, με τους οποίους έχεις μαλώσει, και θα δεις τη “σύμπτωση” που θα συμβεί.
Λίγες μέρες πριν μου έλεγε κάποιος ότι δεν υπάρχει Θεός. Και του απαντώ: «Όχι! Παριστάνει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει! 
Κάνε λοιπόν εσύ ότι πιστεύεις, και θα δεις πως και ο Θεός θα κάνει ότι υπάρχει!» Και έτσι θα συμβαίνουν και σ’ εμάς παρόμοιες “συμπτώσεις”.
Συνοψίζω λέγοντας: 
Να μάθουμε, αδελφοί μου, να καλούμε τον Θεό σε κάθε περίπτωση και με κάθε αφορμή και να ζητάμε τη συμβουλή Του. Να θέτουμε στον Θεό όλες τις απορίες μας, να Τον ρωτάμε τι νόημα και τι σκοπό έχει το καθετί.
Και να μην ξεχνάμε να Τον ευχαριστούμε κάθε φορά που μας δίνει ό,τι Του έχουμε ζητήσει. 
Το «Κύριε!» να έχουμε πρώτα πρώτα στην καρδιά μας, και ύστερα όλα τα άλλα. Στην περίπτωση που θέλεις να μιλήσεις με τον πνευματικό σου και βρίσκεται σε κάποια απόσταση από σένα, πρέπει να περπατήσεις αυτή την απόσταση (και στο μεταξύ μπορεί κάποιος άλλος να σε έχει προλάβει), ή πρέπει να πάρεις τηλέφωνο και να σχηματίσεις έναν αριθμό. Για τον Θεό όμως δεν χρειάζεται ούτε καν αυτό -μπορείς οποιαδήποτε στιγμή να πεις: «Κύριε!» και, όπως έλεγε κάποιος, συνδέθηκες με τον “δορυφόρο «Κύριε!»”. Και τότε θα δεις πώς αυτός ο Θεός “παριστάνει” ότι υπάρχει!

Ιερομονάχου Ραφαήλ Νόϊκα
Από το βιβλίο
Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΜΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΠΟΡΝΗΣ



Η μοναχή Πορφυρία, η επί δεκαετίας (1997-2007) πρώην οδηγός TAXI σε Αθήνα και Πειραιά μας αναφέρει:
«Ἡ βάρδια μου εἶναι νυκτερινή, ἡ ὥρα ἕντεκα τό βράδυ. Ἀνέβαινα τήν ὁδό Πειραιῶς, πρός Ὀμόνοια. Μέσα στό ταξί, ὡς συνήθως, μιλοῦσα μέ τόν γλυκύ μου Ἰησοῦ. Αὐθόρμητα εἶπα μέσα μου στό Χριστό μου: Τόν πρῶτο ἄνθρωπο πού θά μοῦ κάνη σινιάλο νά σταματήσω, θά τόν πάω χωρίς χρήματα, ἀρκεῖ νά τόν φέρω κοντά Σου. Δέν μέ σταμάτησε κανείς, μέχρι πού ἔφθασα Πειραιῶς καί Μενάνδρου. Ἐκεῖ στή γωνία στεκόταν μιά κοπέλλα. Σταμάτησα καί τήν κοιτοῦσα. Περίμενε πελάτη, γιά τό μεροκάματο. Χωρίς νά τό καλοσκεφθῶ, κατέβηκα καί πῆγα κοντά της.
—Καλησπέρα!
—Καλησπέρα!, μοῦ ἀπάντησε.
—Ξέρεις, αὐτή τήν ὥρα, αἰσθάνομαι πολύ πόνο στήν ψυχή μου καί θέλω μέ κάποιον νά τόν μοιρασθῶ.
Μέ κοιτοῦσε παραξενεμένη καί μοῦ λέει:
—Καλά, καί βρῆκες ἐμένα νά μιλήσης;
—Ναί! Ἡ καρδιά μου μοῦ λέει πώς ἐσύ θά μέ καταλάβης.
—Ξέρεις τί δουλειά κάνω ἐγώ;
—Τό βλέπω.
—Καί θέλεις νά μιλήσης μαζί μου;
—Ναί! Θέλω νά μιλήσω μαζί σου. Εἶσαι νά χάσουμε σήμερα καί οἱ δύο τό μεροκάματο; Ἴσως νά μπορέσης νά μέ βοηθήσης καί νά σωθῶ.
—Πᾶμε, μοῦ λέει διστακτικά.
—OΚ, φύγαμε!
Ἔρριξε μιά ματιά γύρω της καί μπῆκε γρήγορα στό ταξί.
Χαρούμενη ἐγώ, ἀλλά καί προβληματισμένη· τί θά τῆς ἔλεγα; Θεέ μου! ἔλα κάτω καί βοήθησέ με, τί νά κάνω τώρα; Τί νά τῆς πῶ; Ἀφοῦ συστηθήκαμε, τῆς λέω:
—Δύσκολα τά ἐπαγγέλματα πού διαλέξαμε νά κάνουμε, ἔ;
Καί ἔτσι ἀρχίζει μιά πολύ ὡραία συζήτησι.
Στήν ἀρχή γύρω ἀπ’ τό ταξί καί τίς δυσκολίες του. Καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά μπαίνω στή δική της ζωή. Ὡστόσο, φθάσαμε στό Καβούρι. Τῆς εἶπα:
—Θά κατέβουμε ἐδῶ νά πιοῦμε καφέ καί νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας.
Ἐκείνη τότε μοῦ εἶπε κάτι πού μέ συγκίνησε:
—Δέν ντρέπεσαι νά πᾶμε μαζί μέσα;
Ὅπως καταλαβαίνετε, τό ντύσιμό της ἦταν διαφορετικό ἀπ’ τό δικό μου, ἀλλά καί ἡ ὅλη της ἐμφάνισι. Τῆς εἶπα:
—Ὄχι! Δέν ντρέπομαι! Νά ντρέπωνται αὐτοί πού σέ ἔφεραν σ’ αὐτή τήν κατάστασι! Γιά μένα εἶσαι ἕνα γλυκό καί τρυφερό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
Μπήκαμε μέσα· τά βλέμματα ὅλων πέσανε ἐπάνω μας. Ὅμως, αὐτό δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου, οὔτε οἱ μελανιές τίς ὁποῖες εἶχε στά πόδια της μέ ἔκαναν νά ντραπῶ καί νά ἀρχίσω νά τρέχω. Γιά μένα ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν ἱερή. Ἔπρεπε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά ἀναστήσω πάσῃ θυσία αὐτό τό κορίτσι.
Ὅπως κι ἄλλες φορές, αἰσθανόμουν πώς δέν μιλάω ἐγώ, ἀλλά κάποιος ἄλλος μέσα ἀπό ἐμένα· τό ἴδιο συνέβη καί σ’ αὐτή τήν περίπτωσι· κάποιος ἄλλος μέ ὠθοῦσε νά βοηθήσω αὐτή τήν κοπέλλα. Μοῦ διηγήθηκε ὅλη τή ζωή της ἀπ’ τά παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Καί, ἐπίσης, πῶς ἔφθασε νά κάνη αὐτό τό ἐπάγγελμα.
Ἕνα ἐπάγγελμα ὀδυνηρό, ὄχι ἁπλᾶ δύσκολο. Αὐτό τό ἐπάγγελμα σοῦ καταρρακώνει τήν προσωπικότητα, τήν ἀξιοπρέπεια, ξεχνᾶς ἄν εἶσαι ἄνθρωπος, ξεχνᾶς τά θέλω σου, ζῆς καί λειτουργεῖς μέ τά θέλω τῶν ἄλλων. Ἐσύ δέν ὑπάρχεις πουθενά, γιατί, ἐκτός ἀπ’ τή σάρκα σου, γι’ αὐτούς δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό καί εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ὑπακοῦς στίς διαταγές τους. Δηλαδή, βρίσκεσαι στήν ὑπακοή τοῦ Διαβόλου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Τή δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἐπαγγέλματος τήν ἄκουσα γιά πρώτη φορά αὐτή τή βραδιά. Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε τήν καρδιά μου! Ἡ ἐξομολόγησι αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ μέ πόνεσε τόσο πολύ, πού ἀνάλογο πόνο δέν θυμᾶμαι νά ἔχω νοιώσει στή ζωή μου!
Τότε ἄρχισα νά τῆς μιλῶ γιά τό Θεό καί γιά τή μεγάλη εὐτυχία τήν ὁποία μᾶς χαρίζει, ὅταν εἴμασθε κοντά Του· τῆς μίλησα γιά τήν Παναγία μας καί τό πόσο γλυκειά, τρυφερή καί προστατευτική εἶναι γιά τά παιδιά Της. Τῆς μίλησα γιά τά θαύματα τῶν Ἁγίων μας, γιά τό Γέροντα Πορφύριο, γιά τά θαύματα τά ὁποῖα ἔζησα μέσα στό ταξί, μά καί πολλοί ἄνθρωποι μαζί μου. Τῆς μίλησα γιά τή δύναμι τῆς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας καί γιά πάρα πολλά θέματα γύρω ἀπ’ τό Θεό καί τήν πίστι. Προσπαθοῦσα νά τήν πείσω νά ἀλλάξη τή ζωή τήν ὁποία ἔκανε, ἀφήνοντας τά δάκρυά μου νά τρέχουν συνέχεια, ἀσταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τά χέρια.
Ὅταν πιά, κουρασμένη ἀπ’ τό κλάμα μου, τῆς εἶπα: “Ὥρα εἶναι νά πηγαίνουμε”, πλήρωσα καί σηκωθήκαμε νά φύγουμε.
Ὅταν φθάσαμε στό ταξί, μέ περίμενε ἡ μεγάλη ἔκπληξι. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ λέει:
—Μ’ ἀφήνεις νά σέ ἀγκαλιάσω;
—Καί, βέβαια, νά μέ ἀγκαλιάσης, τῆς εἶπα μέ πολύ χαρά.
Μέ ἀγκάλιασε καί τότε ξέσπασε σέ λυγμούς. Μέσα ἀπ’ τούς λυγμούς της μοῦ ἔλεγε:
—Βοήθησέ με, βοήθησέ με, ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε, βοήθησέ με νά ἀλλάξω τή ζωή μου, κουράσθηκα νά κάνω αὐτή τή δουλειά! Εἶμαι πολύ νέα, ὅπως λές κι ἐσύ, ἄν καί νιώθω ἑκατό χρονῶν. Βοήθησε νά κάνω μιά καινούργια ἀρχή, νά κάνω οἰκογένεια, νά κάνω παιδιά. Ἔχεις δίκηο, μπορῶ νά ξαναρχίσω ἀπ’ τήν ἀρχή. Ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε. Σέ παρακαλῶ, πήγαινέ με στό δικό σου Θεό καί, σέ παρακαλῶ, πές Του νά μοῦ δώση καί μένα ὅ,τι ἔδωσε σέ σένα. Νά γίνω κι ἐγώ εὐτυχισμένη καί χαρούμενη ὅσο καί ἐσύ.
Τῆς ὑποσχέθηκα πώς θά τή βοηθήσω. Τή φιλοξένησα ἐπί ἕνα μῆνα σπίτι μου. Ἕνας μῆνας μαρτυρικός καί ἐπικίνδυνος γιά μένα. Γιατί, ὅπως γνωρίζετε, αὐτές οἱ κοπέλλες ἔχουν καί κάποιον πού τίς “προστατεύει”. Κινδύνευσε ἡ ζωή μου μερικές φορές. Ὅμως, ἤμουν σίγουρη πώς ὁ Θεός δέν θά ἐπέτρεπε νά μοῦ συμβῆ κανένα κακό· ἀντιθέτως θά μέ βοηθοῦσε νά σώσω αὐτό τό κορίτσι· γιατί Ἐκεῖνος μέ ἔστειλε στό δρόμο της.
Ἔτσι κι ἔγινε· ἀπό ἐκείνη τή νύκτα ἡ ζωή της ὁλοκληρωτικά ἄλλαξε. Σήμερα εἶναι παντρεμένη, εὐτυχισμένη καί κοντά στό Θεό, ἔχει καί δύο παιδάκια.
Ἐκείνη ἡ νύκτα ἦταν εὐλογημένη, ἦταν θεϊκή!».


Πορφυρίας Μοναχής
Ταξιδεύοντας στα Τείχη της Πόλης
σελ.255-259
εκδ. Παναγόπουλος
Αθήνα 2010

Ἐκεῖ θὰ ἀνταμώσουμε ὅλοι... Ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ μείνουμε αἰώνια



Tί νομίζεις ὅτι εἶναι ὁ θάνατος;
Στενοχωρήθηκες πολύ. Τὸ βλέπω. Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ στενοχωρούμεθα, οὔτε πρέπει νὰ μᾶς τρομάζει ὁ θάνατος. Γιατὶ τί νομίζεις ὅτι εἶναι ὁ θάνατος; Θάνατος εἶναι τὸ μέσον, εἶναι ἡ πόρτα ποὺ περνᾶμε στὴν αἰωνιότητα! 
Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος…
Καὶ ἀπὸ τὴν πόρτα αὐτὴ θὰ περάσουμε ὅλοι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο βέβαιο. Ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι. Ὁπότε, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, θὰ βρεθοῦμε στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐκεῖ θὰ ἀνταμώσουμε ὅλοι καὶ θὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου. Ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ μείνουμε αἰώνια. Ἤρθαμε νὰ δοκιμαστοῦμε καὶ νὰ φύγουμε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Μὴ θλίβεσαι, λοιπόν, γιὰ κάτι ποὺ εἶναι προδιαγεγραμμένο. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ὅλοι. Καὶ τὸ περιμένουμε. Ἀνεξάρτητα ἐὰν μερικοὶ δὲ θέλουν νὰ τὸ συνειδητοποιήσουν καὶ λένε: «ἐδῶ εἶναι ἡ Κόλαση, ἐδῶ καὶ ὁ Παράδεισος». Ἄμ, δὲν εἶναι ἔτσι. Καὶ τὸ ξέρουν καὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὸ λένε. Καὶ κατὰ βάθος δὲν τὸ πιστεύουν οὔτε οἱ ἴδιοι. Ὅταν, ὅμως, θὰ ἔλθουν ἀντιμέτωποι μὲ τὸ θάνατο, τότε ποιὸς θὰ τοὺς σώσει; Δὲν ἔχεις ἀκούσει στὸν πρῶτο κίνδυνο ποὺ συναντοῦν, ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι, ἢ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι, ἄπιστοι, ποιὸν καλοῦν σὲ βοήθεια; Δὲ φωνάζουν, «Θεέ μου! Παναγία μου!» ἢ κάποιον Ἅγιο ποὺ θεωροῦν προστάτη τους; Τώρα, θὰ μοῦ πεῖς, γιατί σοῦ τὸ εἶπα. Ἔ, νὰ εὐλογημένε, σὲ ξέρω πόσο εὐαίσθητος εἶσαι καὶ θέλησα νὰ σὲ προετοιμάσω. Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ ἐγὼ θὰ κάνω προσευχή, γιὰ νὰ σὲ ἐνισχύσει ὁ Κύριος.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου”
Άγιος Πορφύριος 

http://www.porphyrios.net


Μόλις ένα πάθος εμφανιστεί, αμέσως ξερίζωσέ το



Ἕνα χοντρὸ σκοινὶ φτιάχνεται ἀπὸ λεπτές,καννάβινες ἴνες . Μιὰ λεπτὴ ἴνα δὲν μπορεῖ νὰ σὲ δέσει, οὔτε νὰ σὲ στραγγαλίσει. Διότι μπορεῖς πανεύκολα νὰ τὴ σπάσεις καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπ’ αὐτήν. Ἂν ὅμως εἶσαι δεμένος μὲ ἕνα χοντρὸ σκοινί, κρατιέσαι δέσμιος καὶ ἀκόμη, μπορεῖ νὰ στραγγαλιστεῖς ἀπ’ αὐτό. Δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ τὸ σπάσεις, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖς! Ὅπως ἕνα χοντρὸ σκοινὶ εἶναι φτιαγμένο ἀπὸ λεπτὲς καὶ ἀδύναμες ἴνες, ἔτσι καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦνται ἀπὸ μικρά, ἀρχικῶς, ἁμαρτήματα.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ καὶ νὰ ξεφύγει στὰ πρῶτα στάδια τῶν μικρῶν ἁμαρτημάτων. Ὅταν ὅμως ἐπαναλαμβάνεται ἡ μία ἁμαρτία μετὰ τὴν ἄλλη, τότε ἡ ὕφανσή τους ἐνισχύεται ὅλο καὶ περισσότερο, μέχρι ποὺ στὸ τέλος δημιουργεῖται ἕνα πάθος· αὐτὸ μετὰ μετατρέπει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνα εἶδος τέρατος, ἔτσι ὅπως μόνον αὐτὸ ξέρει τὸν τρόπο. Δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ τὸ κόψεις ἢ νὰ ἀποστασιοποιηθεῖς, οὔτε μπορεῖς νὰ χωριστεῖς ἀπ’ αὐτό.
Ὦ, ἂν οἱ ἄνθρωποι φυλάγονταν, πρόσεχαν καὶ ξερίζωναν τὰ νεόφυτα τῆς ἁμαρτίας τους! Τότε δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ ὑποφέρουν πολλά, γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη.
«Τὸ νὰ κόψεις ριζωμένα πάθη εἶναι τόσο δύσκολο, ὅσο νὰ κόβεις τὰ δάχτυλά σου!», εἶπε κάποτε ἕνας μοναχὸς ἀπ’ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Γιὰ ν’ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλά του πάθη, ὁ ἅγιος Αἰμιλιανὸς βοηθήθηκε ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ φυσικὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ σπάσει κανεὶς τὰ δεσμὰ τοῦ κάθε πάθους.
Νὰ σκέπτεσαι συχνὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατό σου, νὰ μετανοεῖς καὶ νὰ ἱκετεύεις τὴ Χάρη τοῦ Μεγαλοδύναμου Θεοῦ: αὐτὲς οἱ τρεῖς πράξεις γλυτώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας.
Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Σισώη πόσος καιρὸς χρειάζεται γιὰ νὰ ξεριζώσει κανεὶς τὰ πάθη του κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Μόλις ἕνα πάθος σοῦ ἐμφανιστεῖ, ἀμέσως ξερίζωσέ το!».


Απόσπασμα από τον Πρόλογο της Αχρίδος του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άθως.

Ο άθεος φοιτητής που έγινε επίσκοπος



Θαύμα του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ
Ηγουμένη Σεργία - Μονή Ντιβέεβο

Ο γιός του πρωτοπρεσβύτερου Σβιντίνσκι Νικόλαος, μόλις μπήκε στο πανεπιστήμιο, έχασε την πίστη του. Σταμάτησε να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται. Παραμονές Χριστουγέννων του είπε η μητέρα του:
«Δεν θα πας στον πανηγυρικό εσπερινό; Αύριο είναι μεγάλη γιορτή»
Επηρεασμένος από το αθεϊστικό κλίμα, της απαντά:
«Τι να κάνω εγώ εκεί; Δεν έχω να κάνω τίποτα. Πολύς ο κόσμος, στρίμωγμα, δυσκολεύεσαι καλά-καλά να αναπνεύσεις.' Αφησέ με μητέρα»
«Πρόσεξε παιδί μου, είναι βαριά τα λόγια σου» του είπε εκείνη με πόνο.

Το ίδιο βράδυ, το παληκάρι πήγε στη βιβλιοθήκη του και σήκωσε το χέρι για να πιάσει κάποιο βιβλίο. Ούρλιαξε από τον πόνο. Δεν μπορούσε ούτε να σηκώσει το χέρι, ούτε να κουνήσει τα δάκτυλα. Αισθάνθηκε στην μασχάλη του έναν όγκο, ο οποίος ολοένα μεγάλωνε. Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Το πρωί πήγε ο γιατρός και τον εξέτασε. Είπε ότι είναι σοβαρή αρρώστεια και ότι πρέπει να περιμένουν να ωριμάσει ο όγκος κι ύστερα να γίνει η επέμβαση.Ο νεαρός υπέφερε. Μέσα στην αφόρητη ταλαιπωρία του σκέφτηκε νηφάλια το πότε άρχισε η ασθένεια...

Θυμήθηκε λέξη προς λέξη τη συζήτηση που είχε με την μητέρα του. Δεν είχε χάσει εντελώς την πίστη του. Η συνείδησή του αφυπνίσθηκε. Φώναξε τη μητέρα του και της ζήτησε εικόνα του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Ήταν σούρουπο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η μάνα ξύπνησε τρομαγμένη από τις φωνές του. Έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι του και τον βρήκε καθιστό να κλαίει και να κάνει τον σταυρό του. Όλο το κρεβάτι και το πάτωμα ήταν λερωμένα από πύον.
«Μάνα» της είπε ο Νικόλαος, «πριν από λίγο ήρθε ο Άγιος Σεραφείμ που τον παρακαλούσα και μου είπε ότι αν δεν μετανιώσω κι αν δεν αλλάξω τρόπο ζωής, θα πεθάνω. Του είπα ότι μετανιώνω με όλη μου την καρδιά και ξαναγυρνώ στην εκκλησία μας.
Τότε ακούμπησε το χέρι του στο χέρι μου κι αμέσως έσπασε το απόστημα. Αμέσως αισθάνθηκα το χέρι μου καλά!»

Ο Νικόλαος εγκατέλειψε το πανεπιστημίο και γράφτηκε στο Θεολογικό Σεμινάριο. Όταν αποφοίτησε έγινε μοναχός, παίρνοντας το όνομα Σεραφείμ. Αργότερα έγινε επίσκοπος Ντμιτρωφ, κοντά στην Μόσχα!


Από το βιβλίο του Μανώλη Μελινού ''Άνθη Αγίας Ρωσίας''

Μεταφορά στο διαδίκτυο proskynitis.blogspot.

ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΑΡΕΣΤΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Ἡ προσευχή, γιά νά εἶναι θεάρεστη, ἐκτός τοῦ ὅτι πρέπει νά εἶναι τελωνική καί νά μήν ἔχωμε ἐχθρότητες πρός τούς ἄλλους, πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό κρυφές ἐλεημοσύνες, ὅπως ἔκανε ὁ Κορνήλιος.
Ὁ Κύριος ἀρέσκεται νά βλέπη τόν κρυφό πνευματικό μας ἀγῶνα. Πρέπει νά ἐλεοῦμε χωρίς νά κάνωμε διαφήμισι, δῆθεν γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι. Ὁ Κύριος ὅταν βλέπη τόν κρυφό μας ἀγῶνα καί τίς ἐλεημοσύνες μας, ὅταν κρίνη, θά τό ἀποδώση εἰς τό φανερόν, ἐάν αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο καί χρήσιμο γιά ἐμᾶς.
Γενικώτερα, ὀφείλομε νά ἔχωμε καρδίαν ἐλεήμονα πού νά καίγεται ἀπό ἀγάπη γιά ὅλην τήν κτίσι.

Μαζί μέ τήν προσευχή πρέπει νά ὑπάρχη καί ἡ ταπείνωσις τοῦ σώματος μέ ποικίλη ἄσκησι.
Ἡ προσευχή πρέπει νά προβάλλη κυρίως πνευματικά αἰτήματα. Ἄν ἔχωμε σωστή πνευματική τοποθέτησι, θά ἔχωμε λιγώτερη ἀγωνία γιά τά καθημερινά μας, πιό εὔκολα θά πετυχαίνωμε σ᾽ αὐτά καί θά μεγιστοποιήσωμε τήν πνευματική μας πρόοδο.

Πρέπει νά προσευχώμεθα μέ ἀκλόνητη πίστι στήν Πρόνοιά τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται πλήρης ἐμπιστοσύνη στό ὅτι τελικά ὁ Θεός δέν θά μᾶς ἀφήση νά πειρασθοῦμε παραπάνω ἀπ᾽ ὅ,τι μποροῦμε νά ἀντέξωμε καί ὅτι θά δώση, τήν κατάλληλη στιγμή, τήν αἰσία ἔκβασι, ἐάν αὐτή εἶναι συμφέρουσα ὄχι τόσο γιά τό προσωρινό, ἀλλά γιά τό αἰώνιο συμφέρον μας. Πολλές φορές, ὅμως αὐτα τά δύο μοιραίως ἀντικρούονται.
Ἐπίσης, πρέπει καρτερικῶς νά προσευχώμεθα, ὄχι μόνον ὅταν ἔχωμε ὄρεξι, ἀλλά καί στόν καιρό τῆς πνευματικῆς ξηρασίας.
Πάνω ἀπ᾽ ὅλα πρέπει νά ἐφαρμόζωμε χριστοκεντρικῶς ὅλες τίς ἐντολές.
Ἡ προσευχή εἶναι ἕνα μέσον νά πλησιάσωμε τόν Θεό διά τῆς καθάρσεως ἐκ τῶν παθῶν. Ὄχι νά κάνωμε προσευχή καί νά περιποιούμεθα τά πάθη μας, διότι ὅταν γίνεται αὐτό, καί μάλιστα ἐν συνειδήσει, ἄν δέν προσέξωμε, μπορεῖ νά πέσωμε ἀκόμη καί σέ πλάνη. Ὁ πρῶτος καρπός τῆς προσευχῆς εἶναι νά φωτισθοῦμε νά ἀποβάλλωμε τά πάθη μας.

ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΤΕΡΕΛΟΣ

ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ



ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΗΣ

Πότε θ΄ αντιληφθούν ότι ένα ΟΧΙ στην αίρεσι του παπο-οικουμενισμού αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε προσευχή…

Αποροφημένοι οι μεν Ποιμένες από την αίγλην του αξιώματος και την κοινωνικήν δράσι, το πλήθος των ανυπόπτων προβάτων που τους ακολουθούν και τον οικοδομικόν οργασμόν των παιδικών κατασκηνώσεων και γηροκομείων, τους κύκλους Γραφής και τις σελίδες των εκδόσεών τους, οι δε Μοναχοί από την αίγλην της περικυκλούσης αυτούς φήμης δια την… νηπτικήν θεολογίαν και το… άκτιστον φως της νοεράς προσευχής τους, αδιαφορούν αν στο ένα και κύριο, την ομολογία της πίστεως, απέτυχαν, με αποτέλεσμα όλα τα λοιπά να είναι ενώπιον του Θεού ράκη άχρηστα και θυσία απρόσδεκτος! 
Η Εκκλησία, τους έκανε επισκόπους για να διδάσκουν και φυλάττουν τον λόγον της Αληθείας Της ακέραιον και ανόθευτον, κρατώντας συγχρόνως τα πρόβατά Της μακρυά από τα λειβάδια των αιρετικών, και όχι να τα εγκαταλείπουν απροστάτευτα μέχρι το στόμα του λύκου με την πρόφασι ότι μόλις θα τα καταπιή, τότε θα δείξουν την ποιμενική τους ικανότητα! 

Πότε θ΄ αντιληφθούν ότι ένα ΟΧΙ στην αίρεσι του παπο-οικουμενισμού αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε προσευχή και ιεραποστολική δράσι, και ότι, γι΄ αυτό το ΟΧΙ έχουν ταχθή από την Εκκλησία «εις τόπον Χριστού» και των Αποστόλων Του;

Ἂς ἀποφεύγουμε ὅσους μᾶς βλάπτουν



Ἂς ἀποφεύγουμε ὅσους μᾶς βλάπτουν
Ἂς ἀποφεύγουμε ὅσους μᾶς βλάπτουν, ἔστω κι ἂν εἶναι φίλοι ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο ἀπαραίτητοι. 
Σὰν πρότυπα νὰ ἔχουμε αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀρετή.

Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα

Ἂν θέλεις ν᾿ ἀκολουθήσεις τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ κρεμάσεις μαζί Του, πάνω στὸ σταυρό, τὸν παλιό σου ἑαυτό, πρέπει (πρῶτα) νὰ διώξεις ἀπὸ κοντά σου ἐκείνους ποὺ σὲ κατεβάζουν ἀπὸ τὸ σταυρό, (ἔπειτα) νὰ ἑτοιμαστεῖς γιὰ νὰ ὑπομείνεις ταπεινώσεις, καὶ (τέλος), νὰ ἀναπαύεις τὶς καρδιὲς ἐκείνων ποὺ σὲ στενοχωροῦν.

Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ…

Φίλος ἄμυαλος καὶ ἐπιπόλαιος εἶναι πηγὴ βλάβης, ἐνῷ ἡ συναναστροφὴ μὲ συνετοὺς εἶναι πηγὴ γλυκύτητας.
Τσακίζει τὴν καρδιὰ ἡ συντροφιὰ μὲ ἀσύνετους. Καλύτερα νὰ κατοικήσεις μαζὶ μὲ θηρία, παρὰ μὲ ἀνθρώπους κακότροπους.
Κάθισε μαζὶ μὲ γύπες, παρὰ μὲ πλεονέκτη καὶ ἀχόρταγο. Γίνε φίλος μὲ φονιά, παρὰ μὲ φιλόνικο.
Μίλησε μὲ χοῖρο, παρὰ μὲ κοιλιόδουλο ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι καλύτερη ἡ γοῦρνα τῶν χοίρων ἀπὸ στόμα λαίμαργο καὶ ἀχόρταγο.
Κάθισε ἀνάμεσα σὲ λεπρούς, παρὰ ἀνάμεσα σὲ ὑπερήφανους.

Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ

Ἀγαπητέ, ἂν δεῖς τοὺς παλαιότερους μοναχοὺς νὰ εἶναι ἀμελεῖς, πρόσεχε καὶ φύλαγε τὸν ἑαυτό σου, μὴν τυχὸν τοὺς μιμηθεῖς καὶ ἀκολουθήσεις τὸ δρόμο τους, καὶ ἔτσι κληρονομήσεις κι ἐσὺ μαζὶ μ᾿ ἐκείνους τὴν αἰώνια κόλαση. Πρόσεξε πάλι, μὴν τυχόν, μὲ τὸ νὰ γίνεις ἀγωνιστής, ὑπερηφανευθεῖς ἀπέναντί τους καὶ πέσεις στὴν ἔπαρση, ὁπότε θὰ βρεθεῖς στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Πρόσεχε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ προφύλαξε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια τὴν ψυχή σου. Γιατὶ ἐμεῖς οὔτε θὰ δικαιωθοῦμε οὔτε θὰ κατακριθοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἄλλων. Ὅταν θὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὸν Κριτὴ γυμνοὶ καὶ ξεσκεπασμένοι, ὁ καθένας μας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ σηκώσει τὸ βάρος τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ προσέχουμε πάντα τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μιμούμαστε ἐκείνους ποὺ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, παρατηρώντας τους καὶ προσπαθώντας νὰ τοὺς μοιάσουμε.
Ἀντίθετα, ἐκείνους ποὺ παραμελοῦν τὴ σωτηρία τους καὶ φροντίζουν μόνο γιὰ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση καὶ συμπεριφορά, μὴν τοὺς ζηλεύεις, γιὰ νὰ μὴ μοιάσεις σὲ στρατιώτη ποὺ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, καὶ τώρα, ἐνῷ ἔχει τὸ σφράγισμα τοῦ βασιλιᾶ, εἶναι ὑποδουλωμένος στοὺς ἐχθρούς Του. Γιατὶ εἶναι ἀδιάψευστος ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. 8:34).
Ἡ ἐμφάνιση εἶναι, θὰ λέγαμε, τὰ φύλλα, ἐνῷ τὰ ἔργα οἱ καρποί. Μὴ δώσεις λοιπὸν σημασία στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ θελήσεις νὰ μιμηθεῖς τέτοιους ἀνθρώπους, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι τάχα δὲν εἶσαι ἐσὺ καλύτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέφτουν στὰ πάθη. Στοχάσου αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Γραφή, ὅτι «ἐν μεγάλῃ οἰκίᾳ οὐκ ἔστι μόνον σκεύη χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, καὶ ἃ μὲν εἰς τιμήν, ἃ δὲ εἰς ἀτιμίαν» (Β´ Τιμ. 2:20). Ἂν λοιπὸν παρακούσεις τὸν Κύριο καὶ ἐκτελέσεις τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, θὰ εἶσαι σκεῦος χωρὶς ἀξία. Ἂν ὅμως ἐκτελέσεις τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, θὰ εἶσαι ἐκλεκτὸ σκεῦος «εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον» (Β´ Τιμ. 2:21).
Ἀγάπα τὴν καλὴ συναναστροφὴ καὶ ἀπόφευγε τὴν κακή. Γιατὶ οὔτε ὁ μάγος οὔτε ὁ λῃστὴς οὔτε ὁ τυμβωρύχος γεννήθηκαν τέτοιοι, ἀλλὰ ἔμαθαν τὰ ἐγκλήματα ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ὁ διάβολος τοὺς διέστρεψε τὴ διάνοια. Ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἔκανε πολὺ καλὰ (Γέν. 1:31).
Νὰ μὴ σ᾿ εὐχαριστοῦν λοιπὸν τὰ λουτρὰ καὶ τὰ ποτὰ καὶ οἱ θόρυβοι τῆς ἀγορᾶς καὶ οἱ ἀπολαύσεις, γιὰ νὰ μὴν πέσεις σὲ φοβεροὺς κινδύνους. Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν ὀδύνη τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ νὰ φοβᾶσαι μήπως κι ἐσὺ σὲ λίγο καταδικαστεῖς στὶς ἴδιες τιμωρίες.
Δὲν ἔτυχε ποτὲ νὰ μπεῖς σὲ σπίτι, ὅπου πενθοῦσαν (κάποιον νεκρό), καί, μόλις ἄκουσες τὸ θρῆνο καὶ τὰ κλάματα, νὰ βγεῖς βιαστικὰ ἀπὸ κεῖ μέσα; Ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα λοιπὸν πρέπει νὰ συμπεραίνεις γιὰ τὰ αἰώνια. Γιατὶ λέει (ἡ Γραφή): «Δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται» (Παροιμ. 9:9).
Νὰ δέχεσαι χωρὶς δυσφορία τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκρούεις ἔξυπνα τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου.
Νὰ κόβεις τὶς βλαβερὲς συναναστροφὲς γιὰ νὰ ἔχεις ἐσωτερικὴ ἠρεμία.
Ὁ ἐχθρὸς φροντίζει νὰ ὁπλίζει τοὺς ἀμελέστερους ἀδελφοὺς ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν.
Οἱ ἀγωνιστὲς ὅμως, ἂν προσέχουν, βρίσκουν ὠφέλεια μέσῳ τῶν ἀμελεστέρων, σηκώνοντας τὶς ἀδυναμίες τους γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου.
Ἐκεῖνος ποὺ σπλαχνίζεται τὸν πλησίον, θὰ βρεῖ σπλαχνικὸ τὸν Κύριο ἀπέναντί του.
Ἀντίθετα «ἡ κρίσις» θὰ εἶναι «ἀνέλεος τῷ μῇ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. 2:13).
Νὰ μὴ συνεργήσεις μὲ κανέναν ἀδελφό σου στὴ διάπραξη ἁμαρτίας.
Φρόντισε μάλιστα, ἂν μπορεῖς, νὰ λυτρώσεις κι ἐκεῖνον ἀπ᾿ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσει (αἰώνια) ἡ ψυχή σας μαζὶ μὲ τὸν Κύριο.
Ἂς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συνεχῶς μπροστὰ στὰ μάτια σου, καὶ ἡ ἁμαρτία δὲν θὰ σὲ νικήσει.
Ἀδελφοί, πρέπει νὰ προσέχουμε ἀπὸ κακὴ συμβουλή. Γιατί σήμερα μὲ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους συμβαίνει ὅ,τι μὲ δυὸ λαμπροφορεμένους, ποὺ βαδίζουν μαζὶ στὴν ἀγορά, καὶ ποὺ ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἕνας σκοντάφτει ἀπὸ ἀπροσεξία, πέφτει στὴ λάσπη, καταλερώνει τὴν ὑπέροχη στολή του, κι ἔπειτα, κινημένος ἀπὸ τὸ φθόνο, ἐπιδιώκει νὰ ρίξει καὶ τὸν ἄλλο στὸ βοῦρκο, ὥστε νὰ μὴν ἔχει μόνο αὐτὸς ἄσχημη ἐμφάνιση. Ἔτσι καὶ ὅσοι ἔπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετή, ἀγωνίζονται νὰ ρίξουν καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴ ζοῦν μόνο αὐτοὶ μέσα στὸ βοῦρκο. Μιλοῦν μάλιστα ταπεινὰ καὶ ἀπαντοῦν γλυκά, γιὰ ν᾿ ἀπομακρύνουν σιγά-σιγὰ ἀπὸ τὴ σωφροσύνη αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀκοῦνε, καὶ νὰ τοὺς ρίξουν σὲ ὅμοιο μὲ τὸν δικό τους βόθρο. Καὶ ὄχι μόνο δὲν διστάζουν νὰ κάνουν οἱ ἴδιοι αἰσχρὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὸν πλησίον τους προτρέπουν σ᾿ αὐτά, λέγοντας: «Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις; Ἐπειδὴ εἴμαστε ἁμαρτωλοί; Δὲν ξέρεις, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἕνα «πέσε-σήκω;» Καὶ δὲν ντρέπονται νὰ λένε τέτοια λόγια καὶ ἄλλα παρόμοια. Γιατί; Ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔχουν πέσει πιὰ στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν θέλουν νὰ σηκωθοῦν, ὅπως εἶπα. Ἀλλὰ καὶ σκάνδαλο γίνονται στοὺς πολλοὺς καὶ αἰτία πτώσεως καὶ διαφθορᾶς καὶ χρησιμοποιοῦνται σὰν δόλωμα στὸ ἀγκίστρι τοῦ διαβόλου. Ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαπατήσουν τὶς ἀστήρικτες ψυχὲς καὶ νὰ τὶς παρασύρουν στὴν ἴδια καταστροφή. Γι᾿ αὐτὸ νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ κάτι τέτοιους τύπους, ἀγαπητέ μου, μὴν τυχὸν σὲ ἑλκύσουν μὲ τὰ γλυκά τους λόγια καὶ σὲ στείλουν στὴν αἰώνια κόλαση, ὅπου θὰ πᾶνε καὶ οἱ ἴδιοι.
Μικρός Ευεργετινός


Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν σταθεῖς σ᾿ ἕναν τόπο καὶ δεῖς ἐκεῖ κάποιους νὰ καλοπερνοῦν, μὴν τοὺς ζυγώσεις.
Ἂν ὅμως ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ εἶναι φτωχὸς καὶ δὲν ἔχει οὔτε ψωμί, πλησίασέ τον, καὶ θὰ βρεῖς (ψυχική) ἀνάπαυση.

Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε:
- Ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ μοῦ εἶναι πολὺ ἀγαπητός, καὶ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα, τὸν ἀπομακρύνω ἀπὸ κοντά μου.

Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Πρέπει νὰ φεύγουμε μακριὰ ἀπ᾿ ὅλους ὅσοι δουλεύουν στὴν ἁμαρτία, ἔστω κι ἂν εἶναι φίλοι ἢ συγγενεῖς μας, ἔστω ἀκόμα κι ἂν ἔχουν τὸ ἱερατικὸ ἢ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα. Γιατὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ᾿ ὅσους δουλεύουν στὴν ἁμαρτία, μᾶς χαρίζει τὴν παρρησία στὸ Θεὸ καὶ τὴ φιλία Του.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Απόγνωση, αποθάρρυνση και θάρρος



Στην πνευματική μας πορεία, υπάρχει κάτι που είναι ο μεγαλύτερος σκόπελος. Και είναι τόσο πολύ σημαντικό, γιατί αυτό, εάν το προσέξει ο άνθρωπος, πολλά κερδίζει. Εάν όμως δεν το προσέξει, πολύ ζημιώνεται. Ο σκόπελος αυτός λέγεται αποθάρρυνση, απογοήτευση και βρίσκεται μέσα στην πρακτική υφή της ζωής μας. Όπως και άλλες φορές είπαμε, οι αρχές και οι γραμμές βάσει των οποίων γίνεται το ξεκίνημά μας, είναι η ορθή πίστη και η αγαθή προαίρεση. Η πρακτική όμως, η κατ’ ενέργειαν, η ενεργοποιός μερίδα του ανθρώπου, είναι εκείνη η οποία τον αποδεικνύει πιστό, δηλαδή επισφραγίζει την ομολογία του. Μέσα σε αυτή την πρακτική, ο άνθρωπος είτε προβιβάζεται και επιτυγχάνει, είτε υποβιβάζεται και χάνει. Το σημείο εκείνο το οποίο είναι τόσο επωφελές για μας, έγκειται σε τούτο, στο να μην χάνουμε το θάρρος μας, αλλά να συνεχίζουμε, παρ’ όλες τις δυσχέρειες και τις επιπλοκές που υπάρχουν μέσα στην ενεργητικότητα της πρακτικής.
Η αμαρτία επιδιώκει να απατήσει τον άνθρωπο, διότι η φύση της, αν την ερευνήσουμε, είναι απάτη. Στην ουσία δεν υπάρχει κακό, αλλά το νόημα είναι που το μεταβάλλει. Επειδή ακριβώς μεταβαλλόμενη διά του νοήματος μία πράξη γίνεται ένοχη, εάν δεν καλυφθεί από την πρόφαση της απάτης, δεν πλανάται ο νους του ανθρώπου. Όπως δεν είναι δυνατό να βαδίσει κανείς στην καταστροφή του και στην απώλειά του, βλέποντας τον προκείμενο κίνδυνο. Για να αψηφά τον κίνδυνο, πρέπει αυτός να συγκαλυφθεί με κάποιο τρόπο, ούτως ώστε να απατήσει τον άνθρωπο και να πέσει στην παγίδα. Αυτός είναι ο απατηλός τρόπος της προβολής της αμαρτίας, του κακού, και με αυτό τον τρόπο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, ελέγχεται ως άπιστος και ότι οι υποσχέσεις του προς τον Θεό, ότι θα τον αγαπά εξ όλης της ψυχής, είναι ψεύτικες.
Ένας μεγάλος ισχυρός παράγοντας, ο οποίος είναι ο συντελεστής της επιτυχίας μας, είναι ακριβώς το να κρατήσει ο άνθρωπος το θάρρος του. Μου δόθηκε αφορμή από τη βιογραφία του μεγάλου Πατέρα μας Νήφωνος, Επισκόπου Κωνσταντιανής, ο οποίος πολλά έχει να μας διδάξει στο θέμα του θάρρους. Σε αυτό έχει ιδιαίτερη επίδοση.
Καθένας από τους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έχει μία επίδοση ιδιαίτερη, παρ’ όλο που όλοι έχουν φθάσει στο τέρμα της κατά άνθρωπον τελειότητας. Εν τούτοις κατά ένα ιδιαίτερο φυσικά τρόπο πέτυχαν περισσότερο σε ένα τομέα, τον οποίο και εκφράζουν. Ειδικά στο πρόσωπο αυτού του μεγάλου φωστήρα, βρίσκεται ακριβώς αυτός ο παράγοντας του θάρρους. Στην πραγματικότητα αποθάρρυνση δεν υπάρχει, για τον εξής λόγο. Το εάν είμεθα πιστοί, και ιδίως αν ακολουθούμε αυτό τον ιδιαίτερο δρόμο που οδηγεί -ανθρωπίνως – στην τελειότητα, δεν είναι αυτό τυχαίο, ούτε εξ ιδιαιτέρας μόνο προθέσεως. Οι περισσότεροι από εμάς βρεθήκαμε στη ζωή αυτή καθαρά από ένα θαυματουργικό τρόπο της επεμβάσεως της Χάριτος του Θεού. Αυτός μας οδήγησε, γιατί ακριβώς μας είχε προορίσει. Έχοντας επίγνωση ότι είμαστε προσκεκλημένοι, προορισμένοι και ήδη δικαιωμένοι, δεν τίθεται πλέον θέμα αποθαρρύνσεως, δεν τίθεται θέμα έρευνας και αμφιβολίας. Τώρα γεννιέται το δεύτερο θέμα, το πρακτικότατο. Στην ώρα που γίνεται η μάχη, ενδέχεται ο άνθρωπος να πέσει.
Αλάνθαστος άνθρωπος δεν υπάρχει, και ιδίως όταν είναι ακόμα ατελής και εμπαθής. Πολλά πράγματα δεν τα γνωρίζει, σε άλλα δε είναι αδύνατος. Αλλά και απειρία έχει και άνισο πόλεμο διεξάγει, διότι οι εχθροί μας είναι πνεύματα, δεν είναι όπως εμείς, σώματα, τα οποία υφίστανται, κατά κάποιο τρόπο, διάφορες τροπές και αλλοιώσεις. Όλα αυτά, και τα τόσα άλλα, τα οποία άλλες φορές ερμηνεύσαμε, είναι εκείνα που μας προκαλούν ολισθήματα, αποτυχίες και γενικά λάθη.
Ο διάβολος, ο οποίος είναι πονηρός και γνωρίζει τη σημασία της αποθαρρύνσεως πόσο ισχυρή είναι, δίνει το μεγαλύτερο βάρος εδώ, κατά τη γνώμη των Πατέρων, στο να προκαλέσει αποθάρρυνση, μετά το λάθος του αγωνιστή. Να του κόψει το θάρρος, γιατί το θάρρος είναι όπως στο σώμα το κεφάλι, που είναι το κεντρικότερο μέρος από το οποίο και εξαρτάται ολόκληρο το σώμα. Έτσι και στην ενεργητικότητα του ανθρώπου, το μεγαλύτερο μέρος είναι ακριβώς το θάρρος, ο ζήλος, η ορμή, από όπου πηγάζει η ενέργεια.
Το θέμα της μετανοίας και της πρακτικής πίστεως δεν είναι αφηρημένο, είναι συγκεκριμένο. Πιστεύει κανείς και βαδίζει· και όχι μόνο βαδίζει, αλλά εντατικά αγωνίζεται, επιμένει και κτυπά, περιμένοντας ότι θα του ανοίξουν. Όταν όμως χάσει το θάρρος; Τότε σταματά, δεν βαδίζει πλέον, ούτε κτυπά, ούτε ζητά, ούτε παρακαλεί και, κατά κάποιο τρόπο, παραδίδεται άνευ όρων. Είναι πάρα πολύ μεγάλης σημασίας το θέμα του θάρρους, στο να το κρατά κανείς και να το ανακτά, όταν το βλέπει να κινδυνεύει και ποτέ να μην το προδίδει.
Η αμαρτία ποτέ δεν εμφανίζεται όπως είναι, γυμνή, αφηρημένη, γιατί εάν εμφανισθεί έτσι, δεν απατά εύκολα το νου του ανθρώπου, ώστε να αμαρτήσει. Έρχεται καλυμμένη από μία πρόφαση και με το δόλο αυτό απατά τον άνθρωπο.
Ξέροντάς το λοιπόν αυτό, ποτέ δεν προδίδουμε το θάρρος μας υπό οποιανδήποτε μορφή και αν γλιστρήσουμε. Ακόμη, να πει κανείς, και στην πιο φανερή αφορμή, που νομίζει ότι είναι απόλυτα υπαίτιος -αν ήθελα, δεν το πάθαινα-, και στην πιο προφανή ακόμα πρόφαση που εξ υπαιτιότητάς του ο άνθρωπος αμαρτάνει, δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του, δηλαδή και εκεί που αμαρτάνει από δική του απροσεξία. Στη βιογραφία αυτού του μεγάλου φωστήρα, είναι τόσο καταφανές, ώστε πράγματι προκαλεί σε όλους κατάπληξη. Στο πώς, όχι απλώς σε παρεμπίπτουσες και λανθάνουσες καταστάσεις που του προκαλούσαν, με κάποιο τρόπο, ήττα, αλλά και στις προφανέστερες, να μην υποχωρεί και χάνει το θάρρος του. Βρίσκαμε αυτόν τον φωστήρα να μεγαλουργεί και βλέπουμε την ανταπόκριση της Χάριτος του Θεού, στο πόσο εναγκαλίζεται και θεωρεί αθλητή αυτόν, ο οποίος, αν και τραυματισμένος, δεν παραδίδεται.
Και έτσι πρέπει. Διότι στην πραγματικότητα το γεγονός είναι ένα. Κάνει κάποιος μια έρευνα στον εαυτό του την ώρα που γλίστρησε και έπεσε και συνετρίβη· σταματά μία στιγμή και λέει: – Καλά, τώρα εγώ αρνήθηκα τον Θεό; Μέσα μου αλλοιώθηκε κάτι και απεφάσισα ότι θα παύσω να είμαι χριστιανός; Τώρα μέσα μου γεννήθηκε κάτι, που με έπεισε ότι δεν πρέπει να πιστεύω στο Θεό, ούτε πρέπει να τον ακολουθώ; Μη γένοιτο κάτι τέτοιο. Ούτε ως σκέψη δεν είναι δυνατό να υπάρχει μέσα μου αυτό. Μάλλον καραδοκώ και αναμένω να με αξίωσει η Χάρις Του, ακόμα και να πεθάνω. Όχι μόνο να αγωνίζομαι, αλλά, εάν δοθεί αφορμή, να πεθάνω μόνο για την δική Του ομολογία. Αυτό δεν αλλοιώθηκε μέσα μου ποτέ, δεν άλλαξε· πώς λοιπόν τώρα, επειδή γλίστρησα, αποθαρρύνομαι και προδίδω την αγάπη του Θεού; Απάτη είναι. Ήταν μεγάλο το τραύμα, ήταν μεγάλο το γλίστρημα. Μέσα στα μυστήρια του τρόπου της ενεργείας της Χάριτος έγινε, κατά κάποιο τρόπο, αυτός ο πρακτικός τρόπος, που αυτή την ώρα δεν ερευνώ. Φυσικά λαμβάνοντας τη μομφή επάνω μου, και ξέροντας ότι εξ υπαιτιότητάς μου αποσύρθηκε η Χάρις, που με παιδαγωγεί στο να με κάνει συνετότερο, ευλαβέστερο, θερμότερο και προσεκτικότερο. Με παρέδωσε η Θεία Χάρις σε αυτή την πτώση – δεν αποθαρρύνομαι γι’ αυτό το πράγμα – δεν τρομάζω, διότι αν και ξέρω την ευτέλειά μου και ελεεινολογώ τον εαυτό μου ότι δεν είμαι τίποτε, πιστεύω ότι εκείνο που με κρατεί είναι η Χάρις του Θεού. Έτσι δεν χάνω το θάρρος μου. Όχι ότι αισθάνομαι στον εαυτό μου καμμιά ικανότητα – ποτέ αυτό δεν το σκέφθηκα ούτε και θα το σκεφθώ – αλλά έχοντας αποδείξεις της ελεημοσύνης του Θεού απέναντί μου μέχρι σήμερα, στέκομαι ακίνητος και λέω ότι ο χθές Θεός και σήμερα και αύριο είναι ο ίδιος. Δεν έκανε λάθος ο Θεός, όταν με κάλεσε όχι βέβαια για την ικανότητά μου, αλλά για την υπερβολή της αγάπης Του σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ορκίσθηκε στον εαυτό Του ότι «δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού μέχρι να επιστρέψει και να ζήσει»(Ιεζεκ. 18,23). Αυτός ο Πανάγαθος Θεός και Πατέρας, κάλεσε και μένα, τον ανύπαρκτο, το ασθενές, το μωρό, το εξουθενημένο και με βαστάζει από τότε που με κάλεσε μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει βαρεθεί, και αύριο ο ίδιος είναι, και μεθαύριο ο ίδιος είναι, αφού μένω και εγώ ο ίδιος. Μένω πιστός στην ομολογία μου. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Δεν με απασχολεί το πώς εγλίστρησα, άλλωστε έχω και πείρα της ευτέλειάς μου ποίος είμαι». Βλέπετε λογικά πώς τοποθετείται το πράγμα;
Άρα λοιπόν ο Άγιος αυτός, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο αγωνίστηκε, δεν είναι γιατί ήταν εξαίρεση. Ακριβώς την θέση των πραγμάτων τόνισε. Ότι ποτέ κανείς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, γιατί η αποθάρρυνση, όπως είπα, είναι η μεγαλύτερη χαρά του σατανά, διότι βλέποντας αυτός την αποθάρρυνση αποκτά προσωπικότητα, ενώ δεν έχει ούτε θέση, ούτε τόπο, ούτε προσωπικότητα. Ως οντότητα υπάρχει, δεν εννοώ αυτή την προσωπικότητα. Προσωπικότητα εννοώ, ότι δεν έχει θέση, δεν έχει μέτρο να σταθεί απέναντί μας. Ναι, διότι «έρχεται ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου, που δεν έχει πάνω μας καμιά εξουσία» (Ιωάν. 14,30) και «έφθασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχθεί έξω απ’ αυτόν»(Ιωάν. 12,31). Όταν όμως βλέπει τον άνθρωπο ότι αποθαρρύνεται και υποχωρεί, τότε αυτός παίρνει θέση. Τότε αρχίζει να πιστεύει ότι όντως τον υπολόγισε ο άνθρωπος, τον φοβήθηκε και παρέδωσε τα όπλα του. Αυτό είναι ψέμμα. Βλέπετε πόση μεγάλη σημασία έχει;
Πάντως όμως το γεγονός είναι ένα. Ότι το θέμα της αποθαρρύνσεως έχει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα, ιδιαίτερα για μάς τους μοναχούς. Επειδή εμείς έχοντας περισσότερη ευχέρεια και πολεμώντας λεπτομερέστερα, ακριβώς βρισκόμαστε σε αυτά τα περιθώρια, στο να ελέγχουμε ακόμα και τις σκέψεις και τα νοήματα από τα οποία προέρχονται οι διάφορες ενέργειες· και επειδή βρισκόμαστε συνεχώς στη γραμμή του πυρός, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε αυτές τις ανασκοπήσεις και έρευνες για να ξέρουμε από πού ερχόμαστε και που πηγαίνουμε. Επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί οι τρόποι της αποθαρρύνσεως είναι πάρα πολλοί και ο άνθρωπος χάνει το θάρρος του, χάνει το ζήλο του και μειώνει την μαχητικότητά του. Το ότι σκυθρωπάζει και αλλοιώνεται, όλα αυτά είναι είδος αποθαρρύνσεως, είναι είδος ηττοπάθειας. Όλα αυτά ο σατανάς τα εκμεταλλεύεται. Κανένα από όλα αυτά δεν πρέπει να έχει θέση. Δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε. Στη γραμμή του πυρός, εκεί που υπάρχει συνεχής μάχη, δεν είναι παράδοξο να υπάρχουν πληγές.
Όπως μας παρέδωσαν οι Πατέρες, πολλές φορές και η ίδια ακόμη η Χάρις αφήνει τον άνθρωπο -θέλοντας να τον διδάξει και να τον ανεβάσει σε ψηλότερα επίπεδα πρακτικής εμπειρίας- τον αφήνει επίτηδες να κινδυνεύσει από την αμαρτία, για να ερεθίσει έτσι περισσότερο τον θυμό του εναντίον της. Και λαμβάνοντας πληγές ο άνθρωπος, μαθαίνει τους τρόπους από που συνέβησαν αυτά και τότε τον μεν Θεό αγαπά γνησίως, διότι βλέπει την στοργή Του, τον δε διάβολο βδελύσσεται αξίως, βλέποντας την κακότητά του και την πονηριά του και το αδίστακτό του στο να μας καταστρέψει.
Εκείνο το οποίο κατέχουμε και είναι για μας άγκυρα όλης της ελπίδας, αναμφισβήτητης και χειροπιαστής, είναι ότι παραμένει μαζί μας η Θεία Χάρις. Ο καθένας μας από την ημέρα της ευσέβειάς μας, από τότε δηλαδή που εισήλθαμε εκουσίως μέσα στους όρους της μετανοίας μέχρι σήμερα, ποτέ δεν μπορέσαμε, καμία ημέρα, να φυλάξουμε το θέλημα του Κυρίου. Και όμως δεν απομακρύνθηκε! Παραμένει μαζί μας, μάς δικαιώνει από την αγαθότητά Του και μόνο. Τα αμεταμέλητα χαρίσματα του Θεού σε μας είναι χειροπιαστά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν δικαιώνω την αμαρτωλότητα, ούτε συνιστώ τη ραθυμία. Αυτά είναι προδοσία. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει μέσα στην προαίρεση των χριστιανών και ο,τιδήποτε και αν συμβαίνει είναι εξ αιτίας της ατέλειάς τους.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται στο γίγνεσθαι, είναι ατελής. Βαδίζει προς την τελειότητα ζητώντας περισσότερη επίδραση της Χάριτος και μόνιμη ενοίκηση μέσα του. Την αποκτά σιγά-σιγά με την ελεημοσύνη του Θεού, αγωνιζόμενος κατά των παθών του, ούτως ώστε να τα αποβάλει, για να βρει περισσότερη θέση μέσα του η Θεία Χάρις. Μέχρι που να γίνει αυτό, υφίσταται όλες τις αλλοιώσεις και τις τροπές.
Επιμένω στο θέμα της αποθαρρύνσεως, για να προσεχθεί πάρα πολύ. Εκείνος ο οποίος επεσήμανε αυτό τον τομέα και τον αξιολόγησε, επιτυγχάνει πάρα πολλά. Εκείνος ο οποίος δεν προσέχει και αφήνει ακάλυπτη την πλευρά αυτή και με το παραμικρό αποθαρρύνεται, οπισθοχωρεί και αφήνει το ζήλο του, αδικείται κατάφωρα, χάνει χωρίς να υπάρχει λόγος και μπορώ να πω φεύγει «χωρίς διώκοντος».
Γι’ αυτό με παράδειγμα τη βιογραφία και την παιδεία του μεγάλου αυτού Πατέρα, όλοι μας να γίνουμε περισσότερο ζηλωτές, περισσότερο μαχητές. Δεν υπάρχει μέσα στην μερίδα μας απογοήτευση και αποθάρρυνση. Και δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα εμείς οι ίδιοι και τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ότι ομολογούμε την πίστη και την αγάπη μας προς τον Θεό και ότι ουδέποτε την αρνούμαστε και ακόμα ξέρουμε την σύμπραξη και συμπαράσταση του Θεού σ’ εμάς, η οποία είναι αμετάβλητη, αμεταμέλητη και αναλλοίωτη.
Δι’ ευχών του Αγίου Πατρός ημών Νήφωνος και της Κυρίας μας Θεοτόκου είθε να επιτύχουμε αισίως το σκοπό της ζωής μας. Αμήν.


(Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά, σ. 142-150)

ΑΠΑΝΤΕΣ ΧΡΗΖΟΜΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ



«Ἠμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἤ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καί εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καί τρισμακάριοι. Εἰ δέ καί εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρός νά μετανοήσωμεν, νά παύσωμεν ἀπό τά κακά καί νά κάμνωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.
Πότε θά μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἤ μεθαύριον, ἀλλά σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δέν ἠξεύρομεν τί θά πάθωμεν».
Αὐτά τά πατρικά, τά προτρεπτικά, τά ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται στήν πρώτη διδαχή τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν προσωπική του ἡσυχία, τήν ἄσκησί του καί τήν ἀγαπημένη του ἔρημο, πού προτιμοῦσε νά χαθῆ γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νά μετανοήσουν.
Ἁγιασμένος, καθαρός στή ζωή, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σάν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια καί φύγει ἀμετανόητος ἀπό τόν πρόσκαιρο καί μάταιο αὐτό κόσμο, ἀλλά καί πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινά καί συνειδητά, μετανοήσει…
Αὐτή τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἅς ἐπιτραπῆ νά σχολιάσουμε μέ ἁπλές σκέψεις:
Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τήν παρουσία, τήν ὕπαρξι, τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καί βιώνεται ἀπό τόν χριστιανό, μέ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια, γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θανατηφόρο ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός πού ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Γιά νά μετανοήση, πρέπει νά ἔλθη εἰς ἑαυτόν, στά λογικά του.
Σ’ ὁλόκληρη τήν πατερική παράδοσι, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε σέ τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μιά βαθύτερη καί καθολικώτερη ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι μιά παροδική συντριβή ἀπό τή συναίσθησι διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλά μιά μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό, καί συνεχή διάθεσι γιά ἀνόρθωσι, θεραπεία καί ἀνάληψι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα.
Μετάνοια εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει νά συνοδεύη τόν ἄνθρωπο, μέχρι τή στιγμή τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμική μετάβασι ἀπό τήν παρά φύσι κατάστασι τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, στήν περιοχή τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τό ξεκίνημα γιά τήν ἀνακάλυψι τῆς κάθε ἁμαρτίας, τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καί τήν ἀπάλειψι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρειάζεται ὅμως νά συνειδητοποιήση ὁ ὁδηγούμενος στήν μετάνοια, τό φοβερό, τό καταστρεπτικό, τό θανατηφόρο τῆς ἁμαρτίας, καί νά θελήση νά τήν ἀποτινάξη χωρίς ἐπιφυλάξεις.
Τί εἶναι ἁμαρτία;
«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέει τό Πανάγιο Πνεῦμα διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.
Ὁ Θεός μας ἐνομοθέτησε τόν νόμον Του, ὄχι γιά τή ἐξυπηρέτησι τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε γιά τή δόξα Του καί τήν ἁγιωσύνη Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τόν νόμον Του τόν ἐνομοθέτησε, γιά τό δικό μας ψυχικό συμφέρον, ἀπό ἀγάπη καί εὐσπλαχνία κινούμενος.
Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τόν θεῖο νόμο καί γίνεται παραβάτης καί ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δέν ἀναγνωρίζει Κύριό του τόν Θεό, ἀλλά τόν διάβολο. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τό προπατορικό ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».
Κατά τούς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγός καί πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καί ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.
Οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά ἐπιλέξουν, εἴτε νά ζοῦν κοντά στόν Θεό, εἴτε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξε τό δεύτερο. Παρήκουσε τόν Δημιουργό, καί ἀντάλλαξε τήν φιλία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑποδούλωσι στόν διάβολο. Καί ἀπεκόμισε μέ τήν ἁμαρτία του, τίς γνωστές συνέπειες οἱ ὁποῖες ἁπλώθηκαν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀγάπη, τή σκέπη, ἀπό τήν φροντίδα, ἀπό τήν ἀγκάλη τοῦ πατέρα, πορεύθηκε «εἰς χώραν μακράν». Καί ἐκεῖ ἔζησε πάλι τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπό κάθε ἄνθρωπο ὀφείλει νά γίνη συνείδηση, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καί ἐπιδίωξη τοῦ διαβόλου καί φέρει στόν ἄνθρωπο τήν ἀποξένωσι καί τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πνευματική θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατά φύσιν, καί κίνησίς του, πρός τό παρά φύσιν.
Νοιώθει αὐτή τήν ἀσθένεια ὁ προφήτης Δαυίδ καί φωνάζει πρός τόν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τήν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τήν ἁμαρτία ἀσθένεια. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλά οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).
Αὐτή ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία φέρει στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος, δέν μᾶς ἀφήνει νά γευώμαστε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτός πού ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τήν πνευματική διαύγεια, δέν μπορεῖ νά γνωρίση, νά νοιώσει, νά δῆ τό Θεό, ἀποστερεῖται τή χάρι τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν εὐλογία της, ἀπό τά χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπό τά σωστικά μυστήρια, ἀπό τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, καί πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισε τίς θεῖες δωρεές μέ τήν ἀποστασία του, ἔζησε τόν λιμό τόν ἰσχυρό, μέ τήν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής«Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).
Ὅπως ὁ ἀσθενής σωματικῶς δέν μπορεῖ νά ἀπολαύσῃ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικά ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δέν μπορεῖ νά χορτάσῃ τά πνευματικά ἀγαθά, νοιώθει κενός – ἔρημος, γιατί μόνο ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμό στόν ἄνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Τά χαίρονται; Τά ἀπολαμβάνουν μέ πηγαία χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία;
Μέ πολλή ἀγωνία, ταραχή καί ἀβεβαιότητα ζοῦν, δέν μποροῦν νά χαροῦν τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης, γιατί ἡ ἁμαρτία δέν ἀφήνει νά κατοικήσει στήν καρδιά ὁ εἰρηνοποιός Χριστός. Καί αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά δέν τά χαίρονται ὅπως θά ἐπιθυμοῦσαν. Γιατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα σέ διαρκῆ σύγχυσι.
Ἡ ἁμαρτία ἀπό τή φύσι της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καί τῆς ταραχῆς.
Δέν τό ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δέν ὑπάρχει ποτέ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχή μεγαλύτερη ἀπό ὁποιοδή-ποτε πέλαγος…», λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καί δέν μετανοοῦν, συζοῦν μέ τό διαρκῆ φόβο».
Καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐάν ἐσύ ζητᾶς νά ἔχης εἰρήνην μέ τήν ἁμαρτίαν καί μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρε ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δέν θέλει παύση ἀπό τό νά σέ πολεμᾶ…».
Μόνον ὁ Χριστός, μπορεῖ, νά προσφέρῃ ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή εἰρήνη.
Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν ὑποδουλώνει στά πάθη καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Σατανᾶ. «Ὦ, τίς ἤττηται, τοῦτο καί δεδούλωται…» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρή δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη καί τό διάβολο. Πόσο ὠραία παριστάνει αὐτή τήν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τά θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).
Τήν ζεῖ τή δουλεία ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσο ἁπλό π.χ. φαίνεται τό πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσο δύσκολο, ὅμως, εἶναι νά ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, πού ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ὑποχωρήσῃ σέ αὐτή τήν ἀδυναμία, τήν ἀσθένεια. Προμηθεύς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.
Τό διακηρύσσει καθαρά ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικά καί τῶν συνεπειῶν της.
Γλυκάθηκε στήν ἀρχή μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἄσωτος, ἀλλά στή συνέχεια ἄφησε μόνιμη αἴσθησι στυφότητος καί πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μά αὐτή ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατά ἀναγωγήν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπί βραχύ τήν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπί πλεῖον, οὕτω καί αὗται τό μέν ἡδῦνον πρῶτον καί πρόσκαιρον ἔχουσι, τό δέ πικραῖνον ὕστερον καί αἰώνιον». 
Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρη, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καί αἰώνια. Γιατί ἄν δέν θεραπευθεῖ ἡ ἀσθένεια, θά ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μή λησμονοῦμε ποτέ αὐτό πού ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέει: «Νά παύσωμεν τά κακά, νά κάμωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ τό Θεό, ζεῖ ζωή ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένη ζωή, ἡ ὁποία τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό καί τόν καθιστᾶ ἄξιο, νά ἀναστηθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί νά ζήσῃ αἰωνίως.
Ἡ ἁμαρτία, σάν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, τοῦ στερεῖ τό Θεό ἀλλά καί τήν ἀνάστασι ζωῆς, τήν αἰωνιότητα.
«Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον παραμένει σ΄ αὐτή, ζῆ βίο νεκρό: «Νεκρός ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινά τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὅταν ζοῦμε στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού φέρει σέ μᾶς ζωή καί ἁγιασμό, νά ἀναπαύεται μέσα μας. Ζοῦμε χωρίς Θεό, χωρίς ζωή, καί ἄν φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή ἀμετανόητοι, πορευόμαστε εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τό διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»(Ρωμ. ζ΄, 23).
Ὁ ψυχικός αὐτός θάνατος εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας πού φέρει ἡ ἁμαρτία, γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν ἀποστασία, στήν παρακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, στήν ζωή τῶν παθῶν, μετά τόν σωματικό θάνατο, ὁδηγεῖται σέ χῶρο ἀπό τόν ὁποῖο, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπό τή δόξα καί τήν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Γράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Τόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν μᾶς ἀπομακρύνει μόνο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ μεγάλη ἐντροπή καί ταπείνωσι. Καί ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τά ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρῇ ἐντελῶς τήν παρρησία πρός τό Θεό…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι, (ὅπως λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιά φοβερή τυραννία, ἕνα θανατηφόρο καρκίνωμα, θά προσθέσουμε, ἀπό τήν ὁποῖα μόνος ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη μέ τή μετάνοια».
Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλουμε.
Ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς πού ζοῦμε ὅπως λέμε ἐκκλησιαστική ζωή, μπορεῖ νά εἴμαστε κληρικοί, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, νά διακονοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας σέ διάφορες θέσεις, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βιώνουμε κάθε στιγμή τή μετάνοια καί ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νά γινώμαστε ἁγιώτεροι, πολλές φορές δέν ἔχουμε τήν ἀληθινή γνῶσι, σχέσι, μέ τή μετάνοια, ἀπαξιώνουμε νά ἀσχοληθοῦμε, μέ τή μετάνοια.
Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησι γιά μετάνοια, ἐλεγκτικά πνευματικά κηρύγματα, ἀναζητοῦμε τούς ἁμαρτωλούς, τούς ἐνόχους ἐκείνους, πού πρέπει νά μετανοήσουν…
Μετατοπίζουμε τήν ἁμαρτία στούς ἄλλους, γιατί ἐμεῖς δέν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί…».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει στούς ἄλλους, καί ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία γιά τούς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττουμε γιά τή μετάνοια, μιλᾶμε μέ φλογερά κηρύγματα γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό μᾶς.
Φοβερό τό κατάντημά μας αὐτό!!!
Ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πάντοτε ἀναγκαία, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους…
Δέν θά εἶναι ὑπερβολή, ἐάν σημειώσουμε ὅτι καί οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο ὅσοι ἐλάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ εἰδωλολάτρες, δηλαδή, αἰσθανόταν ἔστω συνεσκιασμένα τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας.
Βλέπουμε καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη, αἰσθητή τήν ἀνάγκη νά ἐξιλεώσουν τό Θεό τους.
Ἔχουμε καί σ’αὐτούς ἐκδηλώσεις, ἀνάλογες πρός τή μετάνοια πού ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ…
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς; Πῶς θά ἀπολογηθοῦμε στό Θεό μας, ἐμεῖς, πού ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν ἐποχή τῆς χάριτος· Ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας;
Αὐτή τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου θέλησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά ἱκανοποιήση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, πού προσφέρει.
Ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του τήν ἐξουσία, νά συγχωρῆ ἁμαρτίες, χωρίς κανένα περιορισμό.
Διάκρισι προσώπων ἤ παραβάσεων ἤ πλήθους ἁμαρτημάτων, δέν γίνεται καμμία. Ἀρκεῖ νά μετανοῆ ὁ χριστιανός εἰλικρινά καί ἀληθινά…
«Ὁ Θεός μας θέλει πάντας σωθῆναι…»
Θέλει ὅλοι νά ἐπστρέψουμε πρός Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, νά μᾶς ἀγκαλιάση μέ τήν πατρική ἀγάπη, νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς σώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο, καί ἀφοῦ τό βρῆκε, τό πῆρε στούς ὤμους Του καί τό ἐπανέφερε στόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης Του.
Γιά μᾶς φόρεσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Κύριος, καί ὅλους μας διά τῶν ἁγιαστικῶν μυστηρίων, θέλει νά μᾶς θεραπεύσῃ, νά μᾶς ἀναγεννήσῃ, νά μᾶς φέρει ὑγιεῖς καί ἀξίους στή δόξα τοῦ Παραδείσου, νά μᾶς κάνη πολίτας τοῦ οὐρανοῦ.
«Πόση ἄμετρη ἡ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ»! λέει ὁ ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἐγείρει αὐτόν πού παρέβη τήν ἐντολή Του, καί τόν ἐβλασφήμησε. Ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι ἰκανός νά ἐννοήση τή χάρι τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτή ἡ χάρι, πού μᾶς ἀνέστησε μετά τήν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τή χάρι ἡ ὁποία μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία.
«Ἐκατεδέχθη καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἀπό τά καθαρότατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, διά νά μᾶς κάμη νά ἔβγωμεν ἀπό τάς χείρας τοῦ διαβόλου καί νά μᾶς κάνη υἱούς καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, νά χαίρωμεν πάντοτε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νά μή καιώμεθα εἰς τήν κόλασιν…».(Διδαχή Α΄, Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ».
(σ. 49) «Ὁ Πατέρας», λέει ὁ Μ.Βασίλειος, «ὅς στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδό μας ἀπό τήν πλάνη, μόνο νά ἐπιστρέψουμε θέλει, καί ἐνῶ θά εἶναι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξη θά πέση στόν τράχηλό μας καί θ’ ἀγκαλιάση μέ φιλικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισθεῖσα ἤδη ἀπό τῆς μετανοίας ψυχή μας.
Καί θ’ἀναγγείλει ἡμέρα εὐφροσύνης καί χαρᾶς στούς δικούς του, καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία μας».
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ Θεός μας. Θέλει νά ἐπιστρέψουμε πρός Αὐτόν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ὥστε ὅλους καί ὁλοκλήρους νά μᾶς ἀγκαλιάση καί μᾶς ὁδηγήση στήν πατρική δόξα καί χαρά.
Γιά ὅλους μας, ἐκένωσε ἑαυτόν, γιά ὅλους μας ἄπλωσε τά χέρια Του στό Σταυρό, γιά ὅλους μας προσφέρει τήν Ἐκκλησία Του γιά νά μή μείνη κανείς, ἔξω τοῦ νυμφῶνος.
Ἀφοῦ «τά φάρμακα τῆς μετανοίας εἶναι ὠφέλιμα γιά ὅλους, ἐπειδή κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτία, γίνεται φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν ἔχη ἀνάγκη ἀπό μετάνοια…»,ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος.
Ἀπό τό Γεροντικό:
Ἕνας ἀδελφός ἔκανε συνεχῶς αὐτή τήν προσευχή στό Θεό:
- Κύριε, δέν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπόν κεραυνό ἤ καμμίαν ἄλλη τιμωρία ἤ ἀρρώστια ἤ διαμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σέ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
- Ξέρω πώς ἔχω πολύ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καί πώς εἶναι ἀναρίθμητα τά σφάλματά μου. Γι’ αὐτό καί δέν τολμῶ νά Σοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρέσεις. Ἄν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιά τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στή ζωή αὐτή, καί μή μέ κολάσεις στήν ἄλλη. Κι ἄν εἶναι καί τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καί ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τήν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπό τώρα νά μέ τιμωρεῖς. Ἀλλά τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μέ τήν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι, λοιπόν, μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτά ἔλεγε μέ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καί ὁλόψυχα, λιώνοντας καί τσακίζοντας σῶμα καί ψυχή, μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί ἄλλες κακουχίες.
Μιά μέρα καθώς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καί φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπό τήν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καί νά ! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ λέει μέ φωνή γεμάτη ἱλαρότητα:
Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Γιατί κλαῖς ἔτσι;Ὁ ἀδελφός, Τόν ἀναγνώρισε, καί ἀποκρίθηκε ἔντρομος:
- Γιατί ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δέν μπορῶ, Δέσποτα, ἄν δέν μοῦ δώσεις τό χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι Του, ἔπιασε τόν ἀδελφό καί τόν σήκωσε.
Μά κι ὅταν αὐτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεῖ.
Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος; Τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μέ ἁπαλή καί ἱλαρή πάλι φωνή.
Δέν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω καί νά λυπᾶμαι, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, πού τόσο πολύ Σέ πίκρανα, ἄν καί ἀπόλαυσα τόσα ἀγαθά ἀπό Σένα;Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανά τό χέρι Του, τ’ ἀκούμπησε στό κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καί τοῦ εἶπε:
Μή λυπᾶσαι πιά. Γιατί ἄν ἔδωσα τό αἷμα μου γιά σένα, πολύ περισσότερο θά δώσω συγχώρηση καί σέ σένα, καί σέ κάθε ἄλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεῖ.
Μόλις συνῆλθε ὁ ἀδελφός ἀπό τήν ὀπτασία, ἔνιωσε τήν καρδιά του γεμάτη χαρά. Ἔτσι πληροφορήθηκε πώς ὁ Θεός τόν ἐλέησε. Κι ἀπό τότε ζοῦσε μέ πολλή ταπείνωση, εὐχαριστώντας Τον.Δέν εἶναι φοβερό, ἀκατανόητο ἐκ μέρους μας, νά περιφρονοῦμε τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τόση μακροθυμία καί νά ἀμελοῦμε τό ψυχοσωστικό ἔργο τῆς μετανοίας;
Ἀνυπακούουμε, ἀσεβοῦμε, περιφρονοῦμε τόν Θεό μας, ἀπαξιοῦμε τήν πατρική Του ἀγάπη, τή θυσία Του τήν σταυρική, τήν φωτεινή καί ἁγιαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἀμελοῦμε ἤ περιφρονοῦμε τήν μετάνοια.
«Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστορφή πρός τό Χριστό καί πρός τό βίο τόν σύμφωνο μέ τό θέλημά Του», λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί συνεχίζει: «Ἄν λοιπόν κανείς διαπράξη τήν θανατηφόρο ἁμαρτία, τήν ἀποστραφῆ δέ ἀπό ψυχῆς, καί ἐπιστρέψη πρός τόν Κύριο, ἄς ἔχει θάρρος καί μεγάλη ἐλπίδα, διότι δέν θά ἀστοχήση ἀπό τήν ἀίδιο ζωή καί σωτηρία…».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τό παράδειγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἐνῶ κατεῖχε τά πρωτεῖα τῆς ἁμαρτίας, ξαφνικά ἄλλαξε τρόπο ζωῆς. «Διότι, μετενόησε, ἀπέσπασε τή χάρι τοῦ Θεοῦ… καί ἔτρεξε πρός τόν οὐρανό. Μολονότι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό αἰσχρό ἀπό αὐτήν, ὅμως μέ τήν (ἀληθινή της μετάνοια) καί τήν ὑπερβολική της ἐγκρά-τεια, ξεπέρασε πολλές. Καί ἀφοῦ ἐνδύθηκε τό σάκκο τῆς μετανοίας, ἔζησε ὅλο τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἀσκουμένη… Καί ἀφοῦ καταξιώθηκε τῶν ἀπορρήτων Μυστηρίων, δηλαδή τῆς θείας Κοινωνίας, καί ἐπέδειξε ζῆλο ἀντάξιο τῆς Θείας Χάριτος, ἔτσι τελείωσε τή ζωή της».
Πόσα τέτοια γεγονότα ζήσαμε στή διακονία τῆς Ἐξομολογήσεως!!!
«Ἀδελφέ μου», λέει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἥξευρε ὅτι ἡ μετάνοια κατά τόν Θεῖον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν εἶναι μία ἐπαναστροφή ἀπό τόν διάβολο πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία γίνεται μέ πόνον καί ἄσκησιν.
Λοιπόν καί σύ, ἐάν θέλης νά μετανοήσης καθώς πρέπει χρεωστεῖς νά ἀφήσης τόν διάβολον καί τά ἔργα τά διαβολικά καί νά ἐπαναγυρίσης πρός τόν Θεόν, καί τήν κατά Θεόν πολιτείαν, νά ἀφήσης τήν ἁμαρτίαν ὅπου εἶναι παρά φύσιν καί νά ἐπαναγυρίσης εἰς τήν ἀρετήν, ὅπου εἶναι κατά φύσιν…».
Ὅσο καί ἄν εἶναι τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας μεγάλο, οἱ ἁμαρτίες μας δέν μποροῦν νά νικήσουν τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μας.
«Ἀκόμη καί σέ θανάσιμη ἁμαρτία καί ἄν πέση κανείς, ὁ Κύριος μέ ἀγάπη θά τήν ἀπαλείψη», ὑπογραμμίζει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
(Γέρων Ἐφραίμ προηγούμενος Φιλοθέου).
«Αὐτό κάνει ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός ἐπιστρέψει κοντά Του. Τόν καθαρίζει, τόν πλένει, τοῦ δίνει τήν πρώτη στολή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίνει τήν υἱοθεσία καί τόν ἀξιώνει τῆς Βασιλείας Του· ὅλα δωρεάν. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος, δέν τοῦ ζήτησε λογαριασμό οὔτε τόν ἐπέπληξε οὔτε τοῦ ζήτησε εὐθύνες. Ἀρκεῖ πού ἐπέστρεψε· αὐτό, τοῦ ἔφθανε τοῦ Πατέρα.
Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλός πού θά ἐπιστρέψει. Μόνο νά πεῖ τό ἥμαρτον, νά ἀφήσει εἰλικρινά καί ἀμετάκλητα τά
ἁμαρτήματά του, νά καταλάβη τά λάθη του καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εἶναι λυμένα».
Ἀλήθεια πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ἀγαπητοί, ἄν περιφρονήσουμε τέτοια ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί τό τόσο μεγάλο καί σωτήριο δῶρο, τή μετάνοια;
Τί λόγο θά δώσουμε ἔπειτα στόν Κύριο, ἄν ἀμελοῦντες τή μετάνοια, πλησιάζουμε ἀκάθαρτοι στό ἅγιο Ποτήριο;
«Ἀνίσως καί ἡμεῖς θέλωμεν νά ὠφεληθῶμεν ἀπό τά Ἄχραντα Μυστήρια ὡσάν τούς ἔνδεκα Ἀποστόλους τούς καλούς, καί νά μή βλαφθῶμεν ὡσάν τόν Ἰούδαν τόν κακόν, νά ἐξομολογούμεθα καθαρά καί νά κοινωνῶμεν μέ φόβον καί τρόμον καί εὐλάβειαν καί τότε νά φωτιστῶμεν…
Εἰ δέ καί πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, ἀμετανόητοι, μεμολυσμένοι μέ ἁμαρτία καί τολμῶμεν νά μεταλαμβάνωμεν τά Ἄχραντα Μυστήρια, βάζομεν φωτιά καί καιόμεθα». (Ἅγ. Κοσμᾶς).
Χωρίς μετάνοια, οὔτε τό Θεό μας μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά δοῦμε, ἀφοῦ «οἱ καθαροί τόν Θεόν ὄψονται» οὔτε στά μυστήρια νά πλησιάσουμε ἀξίως, οὔτε στόν Παράδεισο νά φθάσουμε…
Ποτέ δέν πρέπει ἔπειτα νά φέρουμε στό νοῦ μας τό λογισμό τῆς ἀναβολῆς τῆς μετανοίας.
Σκεπτώμαστε καί λέμε: Ἄς ἁμαρτήσουμε τώρα… καί ἀργότερα μετανοοῦμε… ἤ ἔχουμε καιρό νά μετανοήσουμε…
Εἶναι γραμμένο πώς «Θεός οὑ μυκρητίζεται, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται. Κι εἶναι ἀλήθεια ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ νά παραδινόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή ξέρομε πώς ὑπάρχει μετάνοια. Γιατί εἶναι πολλοί πού λένε: – κάνω σήμερα τήν ἁμαρτία κι αὔριο μετανοῶ. Αὐτός εἶναι πονηρός λογισμός πού δέν τόν δέχεται ὁ Θεός· δέν συνθηκολογεῖ μαζί μας ὁ Θεός ὅταν εἶναι νά ἁμαρτήσουμε.
Ἀλλά τάχα κι ἔχουμε στά χέρια μας τόν καιρό γιά νά μετανοήσουμε; Ὅσοι κάνουν αὐτό τόν πονηρό λογισμό μεταθέτουν τήν μετάνοια πιό πέρα ἀπό τό βίο τους. Δέν προφταίνουν νά μετανοήσουν καί πεθαίνουν ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν…». Ἀλλά τέτοιο πράγμα ἐμεῖς νά μή τό πάθουμε, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γράφει σχετικά ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καί αὐτοί ὁποῦ πρότερον ἔλεγον: Ἄς ἁμαρτήσω τώρα καί ἔπειτα θέλω ἐξομολογηθῆ, θέλω μετανοήσει, καταντοῦν εἰς ἕνα βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φθάσουν εἰς τό βάθος τῶν κακῶν, δέν θέλουν πλέον νά μετανοήσουν, νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἄν τύχη καμμίαν φοράν νά θελήσουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις εἰς αὐτούς, καί ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν φύσις καί ἐσκλήρυνεν ὡσάν πέτραν τήν καρδίαν των, καί τήν ἔκαμεν ἀναίσθητον καί ἀνεπίδεκτον μετανοίας καί διορθώσεως. Καί οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι ἀδιόρθωτοι, καί ἀμετανόητοι…».
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ἕνας νέος ζοῦσε μέσα στήν ἀκολασία. Ἐλεγχθείς ἀπό τούς γονεῖς του, τούς καλούς συγγενεῖς του καί τόν πνευματικό του, ἀπεφάσισε νά σπάση τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά λυτρωθῆ μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι…
Συγκεντρώνοντας τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του, τά ἔγραψε σέ ἕνα χαρτί…
Δέν συγκλονίστηκε, ὅμως, δέν ἔζησε τήν συντριβή καί τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν ἀπόφασι τήν ἀμετάκλητη, τῆς ἐπιστροφῆς.
Πῆρε τό δρόμο γιά τόν πνευματικό, ἀλλά δυστυχῶς βαδίζοντας πέρασε κοντά ἀπό τό σπίτι ὅπου ἁμάρτανε…
Νικημένος ἀπό τόν λογισμό του εἶπε: Ἄς πάω νά ἁμαρτήσω μία ἀκόμη φορά καί μετά θά πάω νά ἐξομολογηθῶ στόν πνευματικό. Δυστυχῶς διέπραξε καί πάλι τήν ἁμαρτίαν…
Ἐξερχόμενος, ὅμως, ἀπό τό σπίτι τῆς ἀνομίας, συνάντησε τόν συνεραστή τῆς πόρνης γυναικός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη καί τόν ἐφόνευσε…
Ἐκείνοι πού πῆραν τό λείψανό του νά τό ἐνταφιάσουν, βρῆκαν τό χαρτί μέ τά ἁμαρτήματά του.
Τί κι ἄν τά ἔγραψε; Δέν ἔζησε τήν μετάνοια. Ἔφυγε γιά νά μήν ἀναστηθῆ καί ζήση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Λέει ὁ ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σῦρος:
«Ἀδελφοί, ὁ τωρινός καιρός, εἶναι καιρός γιά μετάνοια. Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἔπεσε καθόλου στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιά μένα, κι ἐκεῖνος, πού ἔπεσε στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ, , ἀλλά κατόρθωσε νά τά σκίσει καί νά τοῦ ξεφύγει, ὅσο βρίσκεται στήν παρούσα ζωή.
Αὐτός ζῶντας ἀκόμη σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τόν πόλεμο γιά νά σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τό ψάρι ἀπό τό δίχτυ. Γιατί τό ψάρι καί νά πιαστεῖ, ἄν σκίσει τό δίχτυ καί ὁρμήσει πρός τό βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στό νερό, σώζεται…
Ἄν ὅμως τό τραβήξουν στή στεριά τότε πιά, δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε σ’αὐτή τή ζωή, ἔχουμε πάρει τή δύναμι καί τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τίς ἀλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νά πετάξουμε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τή μετάνοια καί νά σωθοῦμε, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὅμως μᾶς προφτάσει τό φοβερό ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἄν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα καί τό σῶμα μπεῖ στόν τάφο, τότε δέν μποροῦμε πιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας – ὅπως συμβαίνει καί μέ τό ψάρι, πού τό τράβηξαν ἀπό τό νερό καί τό ἔκλεισαν μέσα σέ δοχεῖο…
Ἀδελφέ μή πεῖς, σήμερα ἁμαρτάνω καί αὔριο μετανοῶ, γιατί δέν ἔχεις σιγουριά. Στόν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιά τό αὔριο».
Παραγγέλλει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος: «Γέρων εἶ, καί πρός ἐσχάτην ἀπήντησας ἔξοδον; Μή νομίσης μηδέ οὕτως ἐκπεπτωκέναι μετανοίας, μηδέ ἀπογνῶς τῆς σωτηρίας τῆς σεαυτοῦ.
Νέος εἶ, μή θαρσήσης τῇ νεότητι, μηδέ νομίσης ἰκανήν ἔχειν προθεσμίαν ζωῆς. Ἡ γάρ ἡμέρα Κυρίου, ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται…».
«Ἰδοῦ καιρός μετανοίας καί καθαρᾶς ἐργασίας. Ἐπεργάζου τά ἔργα, φεῦγε τό σκότος τῶν παθῶν, τόν ὕπνον ἐκδίωξον τῆς κακίστης ραθυμίας ψυχή μου, ὅπως γένης θείου φέγγους κοινωνός». (Ὄρθρος Τρίτης α΄Ἦχος).
Ὅλα αὐτά, τά ἁπλά βέβαια, μᾶς ὑπογραμμίζουν τό πόσο ὅλοι κάθε στιγμή ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε τήν προσωπική μας μετάνοια…
Θυμᾶμαι ἕναν ἅγιο γέροντα μοναχό, πρότυπο βέβαια ὁσιότητος καί ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Νέοι ἐμεῖς τόν πλησιάσαμε καί τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς πῆ λόγον ὠφέλιμο.
Καί ἐκεῖνος μέ πολύ ταπείνωσι μᾶς ἀπάντησε: «Σᾶς παρακαλῶ παιδιά μου προσεύχεσθε, νά βάλω ἀρχή μετανοίας».
(π. Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής):
«Βάζε μετάνοιαν συνεχῶς ὅταν σφάλης, καί μή χάνης καιρόν. Καθότι, ὅσον ἀργεῖς νά ζητήσης συγχώρησιν, τόσον δίδεις ἄδειαν εἰς τόν πονηρόν νά ἁπλώνη μέσα σου ρίζες. Μήν τόν ἀφήνης νά κάμη νεῦρα εἰς βάρος σου».
Αὐτήν τήν ἀρχή τῆς μετανοίας, τήν συνεχῆ μετάνοια, ὅλοι μας, ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, χωρίς ἀναβολή, ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν προτροπή του γιά μετάνοια δέν ξεχωρίζει κανέναν. Ὅλους καλεῖ νά μετανοήσουν. Καί τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς, προτρέπει νά μετανοήσουν, καί γιά τόν ἑαυτό τοῦ μιλάει, ὅτι ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιεῖ.
«Πότε θά μετανοήσωμεν;» λέει.
Ποιός ἀπό μᾶς ἀγαπητοί καί ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῆ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτία;
«Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστιν ἐν ἠμῖν» (Α’ Ἰωαν. α’, 8).
«Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»,συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. (Ρωμ. γ’ 23).
Ὅλοι μας εἴμαστε υἱοί τοῦ Ἀδάμ. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί ὅλοι μας ὀφείλουμε νά ἐπιτύχουμε χωρίς ἀμφισβήτησι τόν προσωπικό μας ἁγιασμό.
«Τοῦτο γάρ ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ἠμῶν». (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Χωρίς ἁγιασμό κανείς μας δέν θά μπορέση νά συναντήση καί νά ζήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τόν ἁγιασμό, «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριο».
Μέ τήν παραβολή τῶν Βασιλικῶν Γάμων, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος πώς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, ἄρα καθαρότητα, ἀρετές, ἁγιασμό, θά ἐκδιωχθῆ ἀπό τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Χωρίς μετάνοια, ἁγιασμός δέν κατορθώνεται.
Τό ἀναλογιζώμαστε αὐτό;
Τώρα νά ζοῦμε, ὅπως λέμε, μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, νά μᾶς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά μᾶς συμβουλεύονται ἀκόμη γιά πνευματικά θέματα, νά χαιρώμαστε τίς ἀνέσεις μας, τά ἀγαθά μας, ἀλλά καί τίς ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις, καί τήν μεγάλη ἐκείνη καί φοβερά ἡμέρα τῆς ἀδεκάστου κρίσεως, νά ἀκούσουμε ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου μας τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καί τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον»; (Ματθ. κε’, 41).
Καί αὐτά ὅλα γιά τήν ἀμετανοησία μας;
Φανταζώμαστε τί φοβερό θά εἶναι ἐμεῖς οἱ κληρικοί νά ἀκούσουμε αὐτά τά ἐπιτιμητικά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐπειδή δέν μετανοοῦμε;
Ἅς θυμηθοῦμε τήν φοβερή προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ «οἱ κληρικοί θά γίνουν χειρότεροι καί ἀσεβέστεροι ὅλων».
«Τόν παλαιόν καιρόν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά παιδεύσουν κανέναν ἄνθρωπον, ἔκαναν ὅρκον καί ἔλεγαν, νά δώση ὁ Θεός νά τόν βάλη μέ τούς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰ.»
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «διά τοῦτο ἀδελφοί μου εἶναι δύσκολον τήν σήμερον ἡμέραν νά σωθοῦν Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς. Διά τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ἅγιοι Ἱερεῖς, τώρα πού ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε ἵνα σωθῆτε…».
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς ὅταν αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε -συγχωρήσατέ με – τά ἐγκόλπια, οὔτε οἱ μίτρες, οὔτε οἱ κολακεῖες δέν θά συνηγοροῦν τότε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἀληθινή, ἡ εἰλικρινής, ἡ συνειδητή μας μετάνοια…
(Ἀββᾶς Ἰσαάκ Σῦρος, Μετάνοια «ἰσόβια»):
«Ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καί κανένας δέν μπορεῖ νά ξεφύγει τούς πειρασμούς, ἄρα, καμμία ἀπό τίς ἀρετές, δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τή μετάνοια. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν τελειώνει τό ἔργο τῆς μετανοίας. Ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ὅλοι ὅσοι ποθοῦν νά πετύχουν τή σωτηρία, πάντοτε χρειάζονται τή μετάνοια, ὅλοι, καί αὐτοί πού προχώρησαν σέ τελειότητα. Γιατί δέν ὑπάρχει ὄριο τελειώσεως. Καί τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ καιρούς καί σέ ἔργα. Εἶναι ἰσόβια, Μέχρι τό θάνατο».
Ὄχι, λοιπόν, αὔριο, ὄχι ἀργότερα, ἀλλά τώρα αὐτή τή στιγμή εἰ δυνατόν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, σωτήριο ἀπόφασι ἄς πάρουμε, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἁμαρτία, νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό μας, νά ζήσωμε τήν ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο, νά ζητοῦμε συνεχῶς τό ἔλεός Του, νά μιμούμαστε τούς ἁγίους μας, νά πορευώμαστε πρός τά αἰώνια.
«Στόν μέλλοντα αἰῶνα, δέν θά κολασθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, οὔτε θά κατακριθοῦμε γι’ αὐτό· ἐπειδή ἔχουμε φύσι τρωτή καί ὑφίσταται μεταβολές καί ἀλλοιώσεις. Ἀλλά θά κολασθοῦμε καί θά κατακριθοῦμε γιατί, ἐνῶ ἁμαρτήσαμε, δέν μετανοήσαμε, δέν ἀποστραφήκαμε τούς δρόμους τῆς πονηρίας, γιά νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο, ἐνῶ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία καί χρόνος μετανοίας. 
Καί νά προσευχόμαστε θερμά. Θερμά νά προσευχόμαστε νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐνισχύη, νά μᾶς ὁδηγῆ ὁ Κύριος στήν εἰλικρινῆ μετάνοια».
Ἔλεγε ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας Παΐσιος: «Νά μή ζητᾶ κανείς ἀπό τό Θεό οὔτε φώτα οὔτε χαρίσματα, παρά μετάνοια. Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή».
Θά τελειώσω μέ τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἰς τήν μετάνοιαν σᾶς προσκαλῶ μέ τόν παρόντα λόγον, ὅλους μικρούς καί μεγάλους, ἱερωμένους καί λαϊκούς, εἰς τήν μετάνοιαν ἄς προστρέξωμεν, ἀδελφοί ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί γέροντες∙ εἰς τάς ἀγκάλας τῆς μετανοίας ἄς καταφύγωμεν ὅλοι, ὅλοι χωρίς νά ἐξαιρεθῇ κανείς∙ διατί ἄλλη ἀρετή δέν δύναται νά μᾶς φιλιώσῃ μέ τόν Θεόν ἡμᾶς ὅλους, ὅπου μίαν φοράν ἡμαρτήσαμεν, πάρεξ ἡ μετάνοια. Ὅλοι φωνάζομεν πρός τόν Θεόν· Κύριε ἐλέησον».
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ἔχει νά μᾶς ἐγκαλέσῃ, νά μᾶς κατακρίνῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως διότι δέν ἐθεολογήσαμεν, ἤ δέν ἐκάμαμεν θαύματα, ἤ δέν ἐγενήκαμεν θεωρητικοί…Ὄχι. Ἀλλά διατί δέν ἐμετανοήσαμεν…
Διά τοῦτο ἁμαρτωλοί σύντροφοι ἐδικοί μου, ἄς φωνάξωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς κοινάς ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας δεήσεις: «Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου καί Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει παρέλαβε ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ἀγαπητοί,
Ὅλοι μας ζοῦμε τήν δοκιμασία τῆς Πατρίδος μας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Πατρίδα μας, οἱ ἀξίες μας, τά ἰδανικά μας δοκιμάζονται. Κίνδυνοι πανταχόθεν περίζωσαν τήν Ἑλλάδα.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός.
Τώρα ἰδιαιτέρως εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοιά μας. Ἡ εἰλικρινής μετάνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Γιά νά μή μᾶς ὀργισθῆ ὁ Κύριος, γιά νά σκεπάση καί σώση το γένος μας. Ἀμήν.

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνίας κ. Κοσμάς
Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Ε.ΡΩ. στήν Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 2011

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού

Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει.
Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».
Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».
«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.
Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».
«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».
Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...».

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Νά στρέφετε τήν κάθε θλίψη στή γνώση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη Του, στή λατρεία Του



Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Η ευαισθησία δεν έχει διόρθωση.
Μπορεί μόνο να μετασχηματισθεί, να μεταποιηθεί, να μετατραπεί, να μεταμορφωθεί, να μεταστοιχειωθεί, να γίνει αγάπη, χαρά, θεία λατρεία.
Πώς; Με τη στροφή προς τα άνω. Να στρέφετε την κάθε θλίψη στη γνώση του Χριστού, στην αγάπη Του, στη λατρεία Του.
Κι ο Χριστός που συνεχώς περιμένει με λαχτάρα να μας βοηθήσει, θα σας δώσει την χάρη Του και τη δύναμή Του και θα μεταστρέφει τη θλίψη σε χαρά, σε αγάπη για τούς αδελφούς, σε λατρεία προς τον ίδιο.
Έτσι θα φύγει το σκοτάδι..
Να θυμάστε τον Απόστολο Παύλο. Τί έλεγε; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου»
Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Μην κοιτάζετε αυτό πού σας συμβαίνει, αλλά να κοιτάζετε το φως, τον Χριστό, όπως το παιδί κοιτάζει την μητέρα του, όταν κάτι του συμβεί. Όλα να τα βλέπετε χωρίς άγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεστε.
Όλη σας ή προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε προς το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, θα δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.

Ἅγιος Πορφύριος

Ἐξομολόγηση μέ λεπτομέρειες ἤ ἐξομολόγηση συνοπτικῶς;




Θά πρέπη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἀνάγκη νά γίνεται ὅσο παίρνει λεπτομερειακῶς, καί ὄχι συνοπτικῶς ὅπως λένε ὁρισμένοι: "Πάτερ μου, ὅ,τι ἁμαρτία ὑπάρχει τήν ἔχω κάνει".
Ὄχι, αὐτή δέν εἶναι ἐξομολόγησις, εἶναι κοροϊδία.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐπ' αὐτοῦ λέγει τό ἑξῆς:
"Οὐ γάρ ἀρκεῖ τό εἰπεῖν, ὅτι ἁμαρτωλός εἰμι, ἀλλά δεῖ καί κατ' εἶδος αὐτῶν μεμνῆσθαι".
Δέν ἀρχεῖ νά ὁμολογήσης, λέει, τήν ἁμαρτωλότητά σου, ἀλλά καί τό κάθε ἁμάρτημα χωριστά.


Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά γίνεται ὅπως ἐξετάζει ὁ γιατρός τόν ἀσθενῆ. Δέν λέει, φερ' εἰπεῖν, ὁ ἄρρωστος στόν γιατρόν, γιατρέ ἔχω ὅλες τίς ἀρρώστειες ἐπάνω μου ἀλλά θά τοῦ πῆ μέ λεπτομέρεια τί ἀσθένεια ἔχει, καί θά τοῦ ἐπιδείξη μάλιστα τά ἀσθενῆ μέλη ὅσο ἀπόκρυφα καί ἄν εἶναι. 

Ἔτσι νά γίνεται καί ἡ ἐξομολόγησις, θά τά λέμε μέ λεπτομέρειες καί τά μικρά καί τά μεγάλα, τά βαρειά καί τά ἐλαφρά, καί τά αἰσχρά καί τά σιχαμένα, ὅ,τι εἶναι θά τά ποῦμε χωρίς ντροπή, χωρίς δειλία, ἀλλοιῶς ὁ Θεός θά τά ἀπαιτήση.


ΛΟΓΟΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΩΜΑ ΤΣΟΝΑΚΑ
Ἐκδόσεις: "ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΙΒΩΤΟΣ"
Ι.Μ. ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΣΣΗΣ ΛΑΚΑΓΑΔΑ 2013