.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο "πλούσιος" παππούς (Αληθινή ιστορία)

Συνάντησα κάποτε έναν παππού τόσο φτωχό, που του έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ο γιος του που ζούσε στο εξωτερικό τον είχε ξεχάσει...

Ο παππούς είχε φωτεινό πρόσωπο και γελούσε καλόκαρδα, ενώ το σπιτάκι του ήταν ένα ημιυπόγειο κάτω από την σκάλα μιας πολυκατοικίας.

Ένα βράδυ μπήκα και εγώ στο σπίτι του, μια και η πόρτα ήταν συνεχώς ξεκλείδωτη. Ο παππούς δεν άκουγε καλά και έτσι δεν με κατάλαβε. Τον είδα στο ημίφως σκεπασμένο με κάτι παλιές κουβέρτες στο ντιβάνι, που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι. 

"Δόξα τω Θεώ", έλεγε και ξανάλεγε, "εγώ έχω κάπου να μείνω. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν ή ζουν στο δρόμο! Τι ευλογίες μου δίνεις, Θεέ μου!"

Δεν ήξερα, αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του!!

"Μικρό γεροντικό πόλεων"

Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομιά. Δεν μας σώζει καμιά δικαιολογία

…Η θέση μας είναι προνομιακή και επικίνδυνη. Έχει καθοριστεί απ΄ αυτούς που μας γέννησαν, και δεν μπορούμε να κάνωμε ότι μας κατέβει.
Δεν μπορούμε ατιμωρητί οι Ορθόδοξοι Έλληνες να παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ΄ οποιαδήποτε δικαιολογία ή, περισσότερο, να αυθαδιάζωμε.


Αν αυτοί που προηγήθηκαν ημών και έζησαν και τάφηκαν σε τούτα τα χώματα, αυτοσχεδίαζαν κάνοντας το κέφι τους, τότε θα μπορούσαμε και εμείς να συνεχίσωμε αυτοσχεδιάζοντας.

Αν όμως έζησαν διαφορετικά· αν αποφάσισαν να πεθάνουν, και έτσι έζησαν· αν ο τρόπος της ζωής τους ήταν απόφαση θανάτου· αν όλη τους η δημιουργία, το ήθος, ο λόγος, τα έργα, η μορφή, η χειρονομία, το ορατό και αόρατο εξ αυτών είναι γεννημένο εκ του θανάτου, από τη θυσία όλων, για να γεννηθεί κάτι καλύτερο, άλλης φύσεως, άλλης υφής, για τους άλλους, για μας όλους· τότε δεν μπορούμε ατιμωρητί να αυτοσχεδιάζωμε, να κάνωμε πρόβες, να παίζωμεν εν ου παικτοίς.

Αν δεν έχτιζαν την Αγια-Σοφιά όπως την έχτισαν, να χωρά τον κάθε άνθρωπο και την οικουμένη.
Αν δεν είχαν φτιάξει το Άγιον Όρος όπως το έφτιαξαν, για να σώζεται όλος ο άνθρωπος και να αδελφώνονται οι λαοί.
Αν δεν είχε θεολογήσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όπως θεολόγησε, ανακεφαλαιώνοντας την πείρα και τη ζωή της Ορθοδοξίας, σβήνοντας τη δίψα του σημερινού βασανισμένου νέου ανθρώπου.

Αν δεν είχαν αγωνιστεί, κλάψει, υπομείνει, προσευχηθεί, θυσιαστεί τόσοι άγνωστοι στα βουνά, στα νησιά και στις πόλεις. Αν δεν είχαν στα τραγούδια, στη ζωή και στα ήθη τους αυτή την ανθρωπιά που σε σφάζει.

Αν δεν ήσαν γενάρχες του νέου Ελληνισμού ένας άγιος Κοσμάς και ένας Μακρυγιάννης.

Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά στο αίμα μας, τότε θα μπορούσαμε να κάνωμε ότι μας κατέβει.

Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα βρισκόμαστε εν τόπω και χρόνω αγίω. Δεν μπορούμε να είμαστε επιπόλαιοι. Δεν ανήκομε στον εαυτό μας. Ανήκομε σ΄ αυτούς που μας γέννησαν, και σ΄ όλο τον κόσμο. Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομιά. Δεν μας σώζει καμιά δικαιολογία. Και όλα να τα πετάξωμε από το σχολείο, τα αρχαία, τα νέα, τα ιερά και τα όσια, δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε σε κανέναν, να απαλλαγούμε, ούτε να ξεχάσωμε το χρέος μας. Δεν μπορούμε να στοιχειοθετήσωμε κανένα άλλοθι.
Θα έχωμε να αντιμετωπίσωμε αυτούς που προηγήθηκαν και αυτούς που έρχονται.

Τα ψεύτικά μας καμώματα θα μας πετάξουν κατά πρόσωπο. Γιατί κάποτε θα ξυπνήσουν αυτοί οι μικροί, που θα πούνε όχι στο ψέμα, στην επιπολαιότητα, στην παραχάραξη, στην πλαστογραφία, στην προδοσία, που χαλκεύεται εγκληματικά και θρασύδειλα με εκπαιδευτικά προγράμματα, αναγνωστικά βοηθήματα, οπτικοακουστικές εκπομπές.
Και αυτοί που θα πουν όχι θα έχουν απροσδιόριστες δυνάμεις που ξεπερνούν αυτούς τους ίδιους. Θα είναι μαζί τους τα πνεύματα των περασμένων και τα διψασμένα παιδιά όλου του κόσμου…

Από το βιβλίο: Το Άγιον Όρος και η παιδεία του γένους μας (Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους)

'' Η Ταλαιπωρία της Μοναξιάς '' . Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος

Σημείο των Καιρών



“Κοιτάξτε να ανδρωθείτε”



Ο Άγιος Παϊσιος με το προορατικό χάρισμα που είχε, έβλεπε που πάει η κατάσταση και μας προειδοποιούσε χρόνια πριν. Έβλεπε την χαλαρότητα που επικρατούσε γι’αυτό και στους λόγους του, έλεγε να ανδρωθούμε (κυρίως πνευματικά), για να αντέξουμε στα δύσκολα χρόνια που έρχονται.

Έλεγε χαρακτηριστικά:

–“Στην εποχή μας σπανίζουν τα παλικάρια. Οι άνθρωποι είναι νερόβραστοι. Γι’αυτό, Θεός φυλάξοι, αν γίνει ένας πόλεμος, άλλοι από φόβο θα πεθάνουν, άλλοι θα μείνουν στον δρόμο από μια μικρή ταλαιπωρία, γιατί συνήθισαν στην καλοπέραση. Παλιά τι παλικαριά είχαν !”

Και σε άλλο σημείο:

–“Κοιτάξτε να ανδρωθείτε. Σφιχτείτε λιγάκι. Βλέπω τι μας περιμένει, γι’αυτό πονάω. Μην αφήνετε τον εαυτό σας χαλαρό”.

Άγιος Παϊσιος
ΠΗΓΗ: ΛΟΓΟΙ Β’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ 
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2000

Πρόσκληση από τον πάπα

Αμερικανίδα καθηγήτρια διαβίβασε σε Ορθόδοξο κληρικό την επιθυμία του πάπα να προσκαλέσει τον Γέροντα Παΐσιο και Γέροντα Πορφύριο να πάνε στο Βατικανό. Η απάντηση και των δύο ήταν η εξής: «Όχι δεν μπορούμε να πάμε. Διότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ο Πάπας δεν είναι έτοιμοι. Έχουν πολύ εγωισμό. Όχι μόνο θέλουν να μας υποτάξουν, αλλά και δεν πιστεύουν ότι έχουμε την αλήθεια εμείς. Δεν χρειάζεται να πάμε. Καλύτερα θα βοηθήσουμε την υπόθεση με την προσευχή μας».

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

ΦΩΝΗ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΑ

Κατακλυσμὸς τοῦ κακοῦ

Ἀκούγοντας τή λέξη "κατακλυσμός", τό μυαλό μας ἀναπολεῖ ἐκείνη τή πλήμμυρα τῶν νερῶν πού σκέπασε τή γῆ ὅλη, στά χρόνια τοῦ Νῶε, καθώς μαθαίναμε ἀπ' τό Δημοτικό. Καί γιατί ὁ κατακλυσμός; Γιά τίς πολλές ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶχε συμβεῖ ἀργότερα καί μέ τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας (ἤ τῶν Γομόρρων), πάλι ἀπ' τίς ἁμαρτίες τους.
Ἐμεῖς ζοῦμε σέ κατακλυσμό τοῦ κακοῦ. Σήμερα, φαίνεται πώς ξεπέρασαν οἱ ἄνθρωποι τίς ἁμαρτίες κάθε ἄλλης ἐποχῆς. Μᾶς ταιριάζει παρόμοιος κατακλυσμός, ἀλλ' ὁ Θεός ἔχει τά σχέδιά Του, δηλαδή, πότε καί πῶς θά μᾶς παιδαγωγήσει ἤ ἐξαφανίσει ἀπό τοῦτο τόν κόσμο.Χίλιους τρόπους ἔχει ὁ Θεός. Ἐπί τοῦ παρόντος ἡ ἀγάπη Του καί ἡ μακροθυμία Του, μᾶς ἀνέχεται καί μᾶς καλεῖ πρός μετάνοια.
Θά μοῦ πεῖτε, μέ τή φόρα πού πήραμε στό κακό, τή φιληδονία, τή σαρκολατρεία, τίς ἀσέλγειες, τήν ἀρσενοκοιτία τήν παιδεραστία καί κακῶν..."”[ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός",θά ὑπάρξει ἐπιστροφή καί μεταμέλεια; Εἶναι πολύ δύσκολη, ἄν ὄχι, ἀδύνατη μιά τέτοια μεταμέλεια καί μετάνοια. Πόσες φορές, ὡστόσο, βλέπουμε τά ἀδύνατα νά γίνονται "δυνατά παρά τῷ Θεῷ"!
Γιά τώρα κυβερνοῦν ἀντίχριστοι πολλοί, πού ἐνεργοποιοῦνται γιά τήν ἔλευση τοῦ ἀναμενόμενου Ἀντίχριστου, πού θά εἶναι φορέας ὅλης τῆς δύναμης τοῦ Σατανᾶ. Ἐμεῖς τώρα, ἄς βαδίζουμε μέ προσευχή καί προσοχή. Θησαυρός μας ἡ Ὀρθοδοξία καί Ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος, κατά τήν Ἀποκάλυψη, θά ἔρθει "ἔχων θυμόν μέγαν". Ἤδη, ἔχει ἔρθει. Ἴσως ἀναμένονται καί ἄλλα κατακλυσμιαῖα κακά.
Τό Βατικανό καί ὁ ἡγέτης του μέ τά ὄργανά του, ἤδη μέ τή "σύνοδό" τους καί μέ τήν ὕποπτη φρασεολογία τους, μήπως προετοιμάζουν τήν ἀποδοχή τῆς ὁμοφυλοφιλίας; Ἄλλωστε ὁ Πάπας εἶναι Ἰησουΐτης, καί ἀρχή τοῦ Ἰησουϊτισμοῦ εἶναι "ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα"! Ἀπαράδεκτη, ὡς ἀρχή, ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἠθική διδασκαλία.
Ὁ θεῖος Παῦλος ἀπολογεῖται, γιατί μερικοί κατηγοροῦσαν τούς χριστιανούς ὅτι κάνουν τά κακά γιά νά ἔλθουν τά ἀγαθά. Γράφει λοιπόν: "Καί μή, καθώς βλασφημούμεθα καί καθώς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τά κακά ἵνα ἔλθη τά ἀγαθά;" (Ρωμ. Γ΄ 8).
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει σέ ὁμιλία του: "Οὐ κακῶς τό καλόν θηρεύομεν"...διότι μέ τέτοιο τρόπο,λέγει ὁ ἴδιος, "τό καλόν οὐ καλόν ὅταν μή καλῶς γίνηται". Δηλαδή, τό καλό δέν εἶναι ποτέ καλό, ἐάν δέ γίνεται καί μέ καλό τρόπο.
Προσοχή λοιπόν: "Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας" (Ἑβρ. Δ΄ 14).

Τοῦ κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Ορθόδοξος Τύπος 15/5/2015

Μεγάλη δοξολογία



ετα τά τελευταῖα τοῦτα λόγο ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε ἔνδοξα στούς οὐρανούς, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ἀλλοιωμένος ἀπό τή θεωρία καί συνεπαρμένος ἀπό μιάν ἀνέκφραστη ἡδονή, ἀκολουθοῦσε μέ τό βλέμμα του τόν οὐράνιο ἐπισκέπτη, πού ξεμάκραινε..... 
Τά χείλη του κινήθηκαν αὐθόρμητα σέ μιά δοξολογική προσευχή:

-Ἅγιος, ἅγιος εἶσαι, ἅγιος,
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός,
ὁ Υἱός τοῦ Πατρός,
«ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ
ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»133!
Εὐλογημένος εἶσ’ Ἐσύ καί δοξασμένος
καί ὑπερύμνητος καί ὑπεραινετός,
τό θεϊκό ἀπαύγασμα καί τό γλυκύ ἀποτύπωμα
τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ Πατρός,
ὅλος ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας,
ὅλος ὁ ἄναρχος, ὁ ἄρρητος καί ὁ φρικτός,
ὁ «ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον»134,
τό κάλλος τό μακάριο!
Δόξα σοι ὁ Θεός,
ὁ μεγάλος καί φοβερός,
πού Σέ τρέμουνε τά σύμπαντα,
πού ὅλα Σ’ εὐλαβοῦνται,
πού δίνεις χαρά στά πέρατα!
Ἡ Ἀγάπη ἡ ἀθάνατη,
τοῦ Πατέρα τό πολύτιμο κλαδί
τό φορτωμένο μ’ ὅλες τίς εὐεργεσίες!
Μ’ ἕνα Σου νεῦμα
σαλεύεις τά θεμέλια τῆς γῆς!
Μέ τῆς εἰρήνης Σου τό βάλσαμο
καί μέ τήν ἀγαλλίαση τοῦ Πνεύματός Σου
τά πρόσωπα φαιδρύνεις ὅλων τῶν ἀγγέλων.
Τοῦ Παρακλήτου ἡ ἀνάπαυση!
Τό μεγάλο μάτι καί ἀκοίμητο!
Ὁ Θεός μου καί ἄνθρωπος,
ὁ Ἕνας, μά καί ὁ Διπλός,
τό γέννημα τοῦ φοβερό,
ἡ ὡραιότητα τῶν ὡραίων,
ὁ ἅγιος καί ὁ μακάριος,
ὁ ἀχώριστος καί ἀκατάληπτος.
Δόξα σ’ Ἐσένα, πού ἡ ἐξουσία Σου ἁπλώνεται
ἀπ’ τ’ ἀνατολικά ὥς τά δυτικά τοῦ οὐρανοῦ
κι ἀπ’ τή μιά ὥς τήν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς.
Νά ὑμνεῖσαι πρέπει Ἐσύ,
ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα,
ὁ Θεός, πού συντηρεῖς ὁλόκληρη τήν κτίση,
τήν ὁρατή καί τήν ἀόρατη,
πού συγκρατεῖς καί κυβερνᾶς
καί τρέφεις καί ποτίζεις
τά γένη τ’ ἀναρίθμητα
τῶν ἔργων καί τῶ δημιουργημάτων Σου.
Θ’ ἀνοίξω τό στόμα μου
και θά Σοῦ μιλήσω, σοφέ καί αἰώνιε Θεέ,
νεουργέ, ἄρρητε, ἀνέγγιχτε,
ἀψηλάφητε νοῦ, Λόγε, εἰρήνη,
γλυκύτητα, εὐωδία, χάρη,
μαργαριτάρι ὁλόασπρο, ἀστέρι, αὐγή,
θεμέλιο στέρεο, φῶς, πέλαγος ἀκαταληψίας,
ἄβυσσε τῶν ἀβύσσων,
ἀπρόσιτε κι ἀπ’ τόν ἀπρόσιτο γεννημένε,
δύναμη, ἐξουσία, κυριαρχία,
ἄναρχε, ζωοδότη, τεχνουργέ,
ἐφευρέτη, ἀσάλευτε, καθαρέ,
πού ὑψώνεις καί γκρεμίζεις,
πού σοφίζεις καί μωραίνεις,
Παντοκράτορα, ἐξουσιαστή, Νυμφίε!
Χαῖρε Συ, πού μᾶς χάρισες
«οὐρανόν καινὸν καί γῆν καινήν»135!
Πῶς νά Σ’ ὀνομάσω,
τῶν αἰώνων δημιουργέ;
Πῶς νά Σ’ ἀποκαλέσω ἀλλιῶς,
ἄπειρη Ἀγάπη τοῦ Πατέρα;
Καί πῶς, ἡ λάσπη ἐγώ, ν’ ἀπολογηθῶ
σ’ Ἐσένα, πού κρατᾶς στή χούφτα Σου
τήν τιποτένια μου ζωή;....
Ἅγιε, τρισάγιε, Σέ δοξολογῶ! Ἀμήν.

Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτή τή δοξολογία, ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου γέμισε εὐρφροσύνη καί γλυκύτητα. Καί πιό πολύ, ἐπειδή ἄκουσε ἀπό τόν Κύριο, πώς εἶχε προστάξει τίς οὐράνιες ταξιαρχίες νά τόν μνημονεύουν στίς ἀδιάκοπες ἀναίμακτες θυσίες τους.


Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(207-209)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004

Προσευχή στην Πανύμνητη Μητέρα


Σε δοξολογώ, ω πανύμνητε Μητέρα, διότι με την αγιότητα και τις αρετές σου στάθηκες, συ μόνη, άξια να γεννήσεις τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα μας.

Σε προσκυνώ, Κεχαριτωμένη Μαρία, διότι με τον μονογενή Υιό Σου, γεφυρώθηκε το χάσμα ουρανού και γης και Συ με το να γίνεις η Μητέρα του Θεού μας, αναδείχθηκες η κλίμακα, η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν.


Σε ανυμνώ, Αειπάρθενε Κόρη, διότι με το να είσαι το κρίνο της αγνότητος και παρθενίας μας έδωσες το παράδειγμα της αγνής και αγίας ζωής.
Σε ευχαριστώ, Μητροπάρθενε Αγνή, διότι στέκεις σε όλες τις ανάγκες στοργική μητέρα, και μας γίνεσαι προστασία και σκέπη και βοήθεια σε όλες τις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας. Η ευγνωμοσύνη μας όλη Σού ανήκει.

Σε ευχαριστώ, αλλά και Σε παρακαλώ, Σε ικετεύω από τα βάθη της ψυχής μου, Μητέρα αγία, Υπεραγία:

Σώζε, Θεοχαρίτωτε, την ψυχή και τη ζωή μου από κάθε πειρασμό και αμαρτία.

Προστάτευε το Έθνος μας από τις επιβουλές πονηρών ανθρώπων και ανόμων εθνών και στάσου πάντοτε η υπέρμαχος Στρατηγός, για να του χορηγείς τη νίκη, την ασφάλεια, την ειρήνη, την ελευθερία.

Βοήθησε, Παναγία μου, όλους τους πτωχούς, τους ασθενείς, τους σκλαβωμένους αδελφούς μας, τους αγωνιζομένους για την ελευθερία τους, σώζε τους αδικημένους, οδήγησε σε μετάνοια τους αμαρτωλούς. Γιά όλους μας, ζήτησε το έλεος του Μονογενούς Σου Υιού, του Σωτήρος μας, για να έχουμε εξασφαλισμένη τη σωτηρία μας.

Παναγία μας, μετά τον Θεό και Κύριό μας, Συ είσαι η ελπίδα μας, η καταφυγή μας, η προστασία μας. Μη μας εγκαταλείπεις.

Για την Υπομονή



Εκείνος που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεό και με την πίστη να γίνει κληρονόμος Του, για να ονο­μασθεί και αυτός παιδί του Θεού, γεννημένο από το Αγιο Πνεύμα, πρέπει να αποκτήσει, πριν απ’ όλα, μακροθυμία και υπομονή.
Πρέπει επίσης, να υπομένει με γενναιότητα τις θλίψεις, τις ταλαιπωρίες και όλες τις ανάγκες που τον βρίσκουν. Πρέπει δηλαδή να υπομείνει τις σωματικές αρρώστιες, τα διάφορα παθήματα, τους εξευτελισμούς και τις προσβολές που του γίνονται. Εννοώ επίσης, ότι πρέπει να είναι καρτερικός στις διάφορες αφανείς θλίψεις, οι οποίες προξενούνται στην ψυχή του από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία σκοπεύουν να την εμποδίσουν να ζήσει τη ζωή του Θεού και ακόμα να την οδηγήσουν σε χαύνωση, σε αμέλεια και σε ανυπομονησία.

Αυτό βέβαια γίνεται με την παραχώρηση του Θεού, ο Οποίος επιτρέπει να δοκιμασθεί κάθε ψυχή με διάφορες θλίψεις, ώστε να ξεχωρίσουν έτσι και να φανερωθούν εκείνοι που αγαπούν τον Θεό ολόψυχα, εφόσον βέβαια αυτοί θα υπομείνουν με γενναιότητα όλα όσα τους προξενεί ο Πονηρός, έχοντας πάντα την ελπίδα τους στον Θεό• και εφό­σον θα περιμένουν πάντοτε, με πίστη και πολλή υπομονή, τη Θεία Χάρη, για να τους βοηθήσει και να τους λυτρώσει από τα δεινά.
Αυτές οι ψυχές θα μπορέσουν να γλυτώσουν από κάθε είδους πειρασμό και να κερδίσουν όσα μας έχει υποσχεθεί ο Θεός. Θα φθάσουν δηλαδή να γίνουν άξιες της Βασιλείας Του. Οφείλει λοιπόν η ψυχή, ακολουθώντας το λόγο του Κυρίου, να σηκώνει κάθε μέρα το σταυρό της (Λουκ. 9, 23).
Αυτό σημαίνει να είναι πρόθυμη να υπο­μένει, για την αγάπη του Χριστού, κάθε θλίψη και πειρασμό, φανερό ή κρυφό και να στηρίζει πάντοτε την ελπίδα της στον Κύριο, διότι απ” Αυτόν εξαρτάται και το να θλιβεί, -όταν Αυτός το επιτρέπει- και το να λυτρωθεί, με τη βοήθειά Του, από κάθε πειρασμό και θλίψη.
Η ψυχή όμως που δεν δείχνει ανδρεία και δεν αντιστέκεται με γενναιότητα, αλλά αντίθετα λυπάται, παραλύει, αγανακτεί, στενοχωριέται και εγκαταλείπει τον αγώνα ή απελπίζεται, σαν νά “χει χαθεί πια κάθε ελπίδα λύτρωσης -που και αυτό είναι τέχνασμα της ίδιας κακίας, για να σπρώξει την ψυχή στην ακηδία και στην αδιαφορία- δεν αξιώνεται να δεχθεί τη Θεία ζωή. Επειδή δηλαδή αυτή δεν κράτησε σταθερή την ελπίδα. Δεν πε­ρίμενε με αδίστακτη πίστη το έλεος του Κυρίου. Δεν μιμήθηκε τους Αγίους και, τελικά, δεν βάδισε στα ίχνη του Κυρίου (Α” Πέτρ. 2, 21).
Κοίταξε με προσοχή και δες ότι από την αρχή οι Πατέρες, οι Πατριάρχες, οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες, πέρασαν από τον ίδιο δρόμο των θλίψεων και των πειρασμών και κατόρθωσαν να ευαρεστήσουν στον Θεό. Πώς; Με το να υπομείνουν με γενναιότητα κάθε πειρασμό και θλίψη. Όλοι αυτοί χαίρονταν όταν περνούσαν βάσανα, γιατί περίμεναν κάποια ανταμοιβή, όπως λέει η Αγία Γραφή:
«Παιδί μου, όταν έρχεσαι για να δουλέψεις για τον Κύριο, προετοίμασε την ψυχή σου, για να υπομείνει πειρασμό. Στερέωσε την καρδιά σου και οπλίσου με καρτερία» (Σοφ. Σειρ. 2, 1-2). Ο Απόστολος Παύλος επίσης λέει: «Αν δεν δοκιμάσετε τη διαπαιδαγώγηση, την οποία έχουν όλοι δεχθεί, τότε δεν είσαστε γνήσια παιδιά του Θεού, αλλά νόθα» (Εβρ. 12, 8). Όλα, λοιπόν, όσα σε βρί­σκουν, να τα δέχεσαι ως αγαθά, με τη σκέψη ότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς την άδεια του Θεού.
Ο Κύριος επίσης λέει: «Μακάριοι θα είσα­στε όταν σας χλευάσουν, όταν σας καταδιώξουν και όταν εξαιτίας μου πουν ψέματα, λέγοντας εναντίον σας όλα τα κακά. Να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, γιατί ο μισθός σας θα είναι μεγάλος στους ουρανούς» (Ματθ. 5, 11-12). Και «μακάριοι είναι εκείνοι που διώκονται για χάρη της δικαιοσύνης, γιατί δική τους θα είναι η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 10).
Όταν λέει «διώκονται» εννοεί ή φανερά από τους ανθρώπους ή κρυφά από τα πονηρά πνεύ­ματα. Γιατί αυτά πολεμούν την ψυχή που αγαπά τον Θεό και τη ρίχνουν μέσα σε ποικίλες θλίψεις, με σκοπό να εμποδίσουν την είσοδό της στη Θεία ζωή. Αυτό επίσης συμβαίνει και για να δοκιμα­σθούν οι ψυχές, κατά πόσο δηλαδή αγαπούν ειλικρινά τον Θεό. Και αυτό το αποδεικνύουν με το να υπομεί­νουν κάθε θλίψη και με το να κρατήσουν αμείωτη μέχρι το τέλος την ελπίδα, κάνοντας έτσι φανερό, ότι προσδοκούν την απολύτρωση. Δοκιμάζεται επί­σης η ψυχή για να φανεί μήπως αμελεί ή αδιαφορεί και χάνει την ελπίδα της, επειδή δεν αγαπά τον Θεό ειλικρινά.
Οι διάφορες θλίψεις και οι πειρασμοί κάνουν επίσης φανερές τις ψυχές εκείνες που είναι άξιες, αλλά και εκείνες που είναι ανάξιες. Αναδεικνύουν τις ψυχές που έχουν πίστη, ελπίδα και υπομονή, αλλά παράλληλα και αυτές που στερούνται αυτές τις αρετές. Έτσι οι θλίψεις αποδεικνύουν δόκιμες και πιστές τις ψυχές εκείνες που υπομένουν μέχρι τέ­λους, διατηρώντας την ελπίδα που χαρίζει η πίστη και περιμένοντας την απολύτρωση που προσφέρει η Χάρη του Θεού. Γίνονται δηλαδή με την καρτερία τους κληρονόμοι της Βασιλείας Του.
Κάθε ψυχή λοιπόν, που θέλει να ευαρεστήσει στον Θεό, ας κρατά με γενναιότητα, πριν απ” όλα, την υπομονή και την ελπίδα. Έτσι θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε κάθε επίθεση και θλίψη που της προκαλεί ο Πονηρός.
Ο Θεός δεν επιτρέπει, μια ψυχή που έχει την ελπίδα της σ” Εκείνον και Τον περιμένει με υπομονή, να πειρασθεί τόσο, μέχρι του σημείου που αυτή να απελπισθεί. Ούτε την παραδίδει σε θλίψεις και πειρασμούς που εκείνη δεν μπορεί να βαστάξει (Α” Κορ. 10, 13). Ο Πονηρός δεν πειράζει και δεν θλίβει την ψυχή όσο θέλει αυτός, αλλά όσο επιτρέπει σ” αυτόν ο Θεός. Φθάνει μόνο να υπομένει η ψυχή με γενναιότητα και να διατηρεί πάντα ζωντανή την ελπίδα που της χαρίζει η πίστη, περιμένοντας τη βοήθεια και τη σκέπη του Θεού. Τότε δεν είναι δυνατόν να την εγκαταλείψει Εκείνος.
Όσο η ψυχή αγωνίζεται, καταφεύγοντας στον Θεό με πίστη και ελπίδα και περιμένοντας χω­ρίς αμφιβολίες, τη βοήθεια και τη λύτρωση που Εκείνος χαρίζει, τόσο και πιο γρήγορα τη λυτρώνει ο Κύριος από κάθε θλίψη που την ταλαιπωρεί. Γιατί γνωρίζει Εκείνος πόσο πρέπει να μπει η ψυχή σε δοκιμασία και πειρασμό και, ανάλογα με την αντοχή της, επιτρέπει και τον πειρασμό. Αρκεί μόνο να κρατηθεί η ψυχή μέχρι το τέλος, και τότε δεν θα βγει ντροπιασμένη.
Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Η θλίψη φέρνει υπομονή και η υπομονή δοκιμασμένο χαρακτήρα, και η δοκιμή οδηγεί στην ελπίδα που ποτέ δεν ντροπιάζει» (Ρωμ. 5, 3-5). Και αλλού πάλι ο ίδιος λέει: «Σαν υπηρέτες του Θεού, με τη μεγάλη υπομονή, με θλίψεις, με δυσκολίες, με στενοχώριες» (Β” Κορ. 6, 4).
Ο Κύριος επίσης λέει: «Όποιος υπομένει μέχρι το τέ­λος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. 10, 22). Και «με την υπομονή σας θα κερδίσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. 21, 19). Η Αγία Γραφή σε κάποιο άλλο σημείο επίσης λέει: «Ποιός πίστεψε στον Κύριο και βγήκε ντροπιασμένος; Ή ποιός έμεινε σταθερός στο λόγο του Κυρίου και εγκα­ταλείφθηκε; Και ποιός παρακάλεσε τον Κύριο και Εκείνος τον περιφρόνησε;» (Σοφ. Σειρ. 2, 10). Οι άνθρωποι, που ως δημιουργήματα έχουν από τη φύση τους περιορισμένο νου και αντί­ληψη, γνωρίζουν καλά και ζυγίζουν με το μάτι και εξακριβώνουν πόσο βάρος και φορτίο μπορεί να σηκώσει καθένα από τα ζώα -για παράδειγμα το μουλάρι ή η καμήλα- και όσο μπορούν, τόσο και τα φορτώνουν. Τα φορτώνουν δηλαδή ανάλογα με τη δύναμή τους.
Ο αγγειοπλάστης επίσης, αν δεν βάλει τα φρεσκοπλασμένα αγγεία στο καμίνι, για να ψηθούν και να σκληρύνουν, δεν θα είναι έτοιμα και κατάλληλα για χρήση. Ξέρει όμως, ως καλός τεχνίτης, πόσο χρόνο πρέπει να τα αφήσει στη φωτιά, ώστε να γίνουν κατάλληλα για χρήση. Δεν τα αφήνει δηλαδή στο καμίνι περισσότερο απ” όσο πρέπει, για να μην ψηθούν πολύ και γίνουν θρύψαλα. Αλλά ούτε τα βγάζει μισοψημένα, για να μην είναι λειψά και ακατάλληλα για χρήση.
Αν λοιπόν οι άνθρωποι έχουν τόση διάκριση και γνώση για τα φθαρτά και ορατά πράγματα, πόσο περισσότερο ο Θεός -ο Οποίος είναι ακατά­ληπτος ως προς τη γνώση και τη σοφία, Εκείνος που είναι η Σοφία- γνωρίζει μέχρι που θα επιτρέ­ψει να δοκιμασθούν οι ψυχές εκείνες, που θέλουν να τηρήσουν το θέλημά Του και που αγωνίζονται να γίνουν μέτοχοι της αιώνιας ζωής. Έτσι λοιπόν, υπομένοντας γενναία, πρόθυμα και με ελπίδα κάθε θλίψη ως το τέλος, οι ψυχές γίνονται άξιες και κατάλληλες, για να εισέλθουν στη Βασιλεία των ουρανών.
Όπως από το κανάβι δεν μπορεί να γίνουν λεπτά νήματα, αν αυτό δεν χτυπηθεί πολλή ώρα -γιατί όσο χτυπιέται, τόσο καθαρότερο και καταλ­ληλότερο γίνεται- έτσι και η φιλόθεη ψυχή. Μπαί­νοντας αυτή σε πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς και υπομένοντας με γενναιότητα τις θλίψεις, γίνε­ται καθαρότερη και πιο κατάλληλη για τη λεπτή πνευματική εργασία και στο τέλος αξιώνεται να κληρονομήσει την επουράνια Βασιλεία.
Οι ψυχές είναι σαν το νεόπλαστο αγγείο, που αν δεν το βάλουν στη φωτιά, είναι ακατάλληλο για χρήση. Μοιάζουν επίσης με νήπιο, που όσο καιρό είναι μικρό, δεν μπορεί να εργασθεί. Γιατί ως νήπια οι ψυχές, ούτε πόλεις μπορούν να κτίζουν ούτε χωράφια να σπέρνουν και να φυτεύουν, ούτε κάποια άλλη εργασία απ” αυτές που κάνουν οι μεγάλοι δεν μπορούν να κάνουν. Έτσι ακριβώς είναι και οι ψυχές που μετέχουν στη Θεία Χάρη. Κατατρυφούν μέσα στη γλυκύτητα και την ανά­παυση του Αγίου Πνεύματος, επειδή εξαιτίας της νηπιακής τους κατάστασης δεν επέτρεψε ποτέ ο αγαθός Θεός να δοκιμασθούν από πονηρά πνεύ­ματα, ούτε να πέσουν σε διάφορους πειρασμούς και θλίψεις, με τις οποίες φανερώνεται η υπομονή. Αυτές οι ψυχές παραμένουν ακόμα νήπιες και δεν είναι κατάλληλες για τη Βασιλεία, όπως είπε και ο Απόστολος: «Αν όμως δεν δοκιμάσατε την παι­δεία, που έχουν όλοι δεχθεί, τότε είσαστε νόθα παιδιά και όχι γνήσια» (Εβρ. 12, 8).
Ώστε, οι θλίψεις και οι πειρασμοί ωφελούν τον άνθρωπο και κάνουν την ψυχή άξια και στα­θερή, αν βέβαια αυτή υπομένει όσα τη βρίσκουν γενναία, πρόθυμα, με εμπιστοσύνη και ελπίδα στον Θεό και αν περιμένει με βεβαία πίστη τη λύτρωση που χαρίζει ο Κύριος και το δικό Του έλεος. Είναι αδύνατον να χάσει η ψυχή που ζει με αυτό τον τρόπο την υπόσχεση του Αγίου Πνεύματος και να μη λυτρωθεί από την εμπάθεια και την κακία. Αντίθετα, θα αξιωθεί να αναδειχθεί πράγματι ως πιστή, αν κρατήσει με υπομονή και ως το τέλος την ελπίδα της στον Κύριο.
Συμβαίνει με τις ψυχές που βρίσκονται σε θλίψεις, ό,τι ακριβώς έγινε και με τους αγίους Μάρτυρες. Αυτοί υπέμειναν δημόσια πολλά βασανιστήρια και έφθασαν μέχρι το θάνατο -εξαιτίας της πίστης τους στον Κύριο- και παρέμειναν στα­θεροί στην καλή ομολογία. Τελικά, αναδείχθηκαν δόκιμοι και αξιώθηκαν να λάβουν τα στεφάνια της δικαιοσύνης. Σε όσους μάλιστα υπέφεραν περισ­σότερα και φοβερότερα βασανιστήρια, χαρίσθηκε περισσότερη δόξα και παρρησία προς τον Θεό.
Όσοι όμως έδειξαν απιστία -επειδή φοβήθηκαν τις θλίψεις και τα μαστίγια- και δεν έμειναν σταθεροί ως το τέλος, κατέληξαν να μην έχουν πρόσωπο να δουν κανέναν. Έτσι καταδικάσθηκαν να ζήσουν μέσα στη ντροπή και σ” αυτή τη ζωή, αλλά έτσι θα βρεθούν και κατά την ημέρα της Κρίσεως.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ψυχές, οι οποίες παραδίδονται στις θλίψεις. Δοκιμάζονται από τα πονηρά πνεύματα και βασανίζονται με χίλιους δυο τρόπους μυστικά μέσα τους με διάφορες θλίψεις ή με πονηρούς λογισμούς ή ακόμα και με αρρώστιες του σώματος. Αν αυτές οι ψυχές υπομείνουν με γενναιότητα και κρατήσουν την ελπίδα τους στον Κύριο, περιμένοντας από Εκείνον τη λύτρωση, θα αξιωθούν να λάβουν στεφάνια δικαιοσύνης. Θα αξιωθούν δηλαδή, όχι μόνο να λυτρωθούν από τις θλίψεις, αλλά και πολύ περισσότερο, αυτές θα βρουν ενώπιον του Θεού την ίδια παρρησία με τους άγιους Μάρτυρες!
Επειδή, το ίδιο μαρτύ­ριο των θλίψεων που οι Μάρτυρες υπέφεραν με το σταυρό και τα άλλα βάσανα, το υπομένουν και αυτές οι ψυχές από τα πονηρά πνεύματα, τα οποία ενεργούν δια μέσου των θλίψεων. Και όσες περισσότερες θλίψεις και επιθέσεις του Πονηρού υπομένουν κρατώντας την ελπίδα, τόσο περισσό­τερη δόξα αποκτούν μπροστά στον Θεό. Και εδώ θα λυτρωθούν, σύμφωνα με την προσδοκία τους και εκεί θα αξιωθούν να απολαύσουν τη χαρά και την ανάπαυση που χαρίζει το Αγιο Πνεύμα.
Όσες όμως ψυχές υποχωρήσουν από δειλία και φόβο και δεν υπομείνουν τις θλίψεις, αλλά πέσουν σε αμέλεια, ανυπομονησία και απελπισία και απομακρυνθούν από το δρόμο του Θεού, ξεχνώντας το έλεος του Κυρίου, πώς είναι δυνατόν -αφού αποδείχθηκαν ανάξιες- να λάβουν τη δωρεά της αιώνιας ζωής; Γιατί κάθε ψυχή χρωστά, για χάρη του Κυ­ρίου που πέθανε για μας, να μακροθυμεί και να υπομένει μέχρι θανάτου, κρατώντας άσβεστη την ελπίδα της στο έλεός Του και έτσι θα γίνει άξια της αιώνιας ζωής.
Όσοι θέλουν να ξεφύγουν από την αιώνια γέεννα, που περιμένει τους αμαρτωλούς, και επι­θυμούν να ζήσουν αιώνια, προσπαθούν να υπο­μένουν πάντοτε τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες αυτής της ζωής, εκείνες που προκαλεί ο Πονηρός με τους πειρασμούς. Και αν υπομείνουν ως το τέλος, περιμένοντας με πίστη το έλεος του Κυρίου, θα λυτρωθούν με τη βοήθεια της Θείας Χάρης. Αυτοί θα αξιωθούν να κοινωνήσουν, με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, και θα ξεφύγουν την ημέρα της Κρίσεως από τη γέεννα, κληρονομώντας την αιώνια Βασιλεία του Κυρίου.
Τέτοιος όρισε ο Κύριος να είναι ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή, στενός και γεμάτος θλίψεις (Ματθ. 7, 14). Και γι” αυτό ακριβώς είναι λίγοι εκείνοι που τον βαδίζουν. Επειδή λοιπόν μας χαρίσθηκε τέτοια ελπίδα και επειδή ο αψευδής Θεός μας έδωσε τέτοιες υποσχέσεις, ας υπομείνουμε με γενναιότητα κάθε επίθεση και θλίψη του Πονηρού, για χάρη της ελπίδας που βρίσκεται αποθησαυρισμένη για μας στους ουρανούς (Κολ. 1, 5).
Όσες θλίψεις και αν υπομείνουμε για τον Κύριο, τί αξία έχουν μπροστά στη μέλλουσα αιώ­νια ζωή που μας υποσχέθηκε ή μπροστά στην παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται από ψηλά στις ψυχές εκείνες που υπομένουν, ή ακόμα μπροστά στη λύτρωσή μας από το σκο­τάδι της κακίας και από τα πολλά χρέη που μας φόρτωσαν οι αμαρτίες μας; Λέει η Αγία Γραφή:
«Όταν κρινόμαστε από τον Κύριο, παιδαγωγούμαστε, για να μην καταδικασθούμε μαζί με τον κόσμο» (Α” Κορ. 11, 32). Και αλλού επίσης λέει: «Τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν έχουν καμιά αξία, αν συγκριθούν με τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί» (Ρωμ. 8, 18). Ας μοιάσουμε στους γενναίους στρατιώτες που πρόθυμα πεθαίνουν για τον βασιλιά τους. Γιατί, όταν ζούσαμε τη ζωή του κόσμου και ασχο­λούμασταν με βιοτικές υποθέσεις, δεν υποφέραμε τέτοιου είδους παθήματα, ούτε δοκιμάζαμε πα­ρόμοιες θλίψεις.
Τώρα όμως, που θελήσαμε να αλλάξουμε τρόπο ζωής και να ευαρεστήσουμε στον Κύριο, ορθώνονται από τον Πονηρό εναντίον μας, τόσες και τόσο σκληρές επιθέσεις, πειρασμοί και θλίψεις. Βλέπεις ότι αυτά τα υποφέρουμε για την αγάπη του Κυρίου; Βλέπεις ότι πάσχουμε επειδή μας φθονεί ο Πονηρός και προσπαθεί να μας βγά­λει από το δρόμο της ζωής και να μας οδηγήσει σε αδιαφορία και αμέλεια, ώστε να μην ευαρεστή­σουμε στον Θεό και έτσι να χάσουμε τη σωτηρία μας;
Όσο λοιπόν ο Πονηρός επιτίθεται εναντίον μας, τόσο περισσότερο πρέπει και εμείς να υπο­μένουμε με ανδρεία, γενναιότητα και προθυμία’ τόσο περισσότερο θα πρέπει, με την προσευχή και την υπομονή, να ξεπερνούμε το θάνατο, για χάρη της ελπίδας μας στον Χριστό. Και όταν έτσι αντιστεκόμαστε, όλες οι δαιμονικές πανουργίες διαλύονται.
Γιατί εμείς έχουμε υπερασπιστή και υπέρμαχο τον Χριστό, ο Οποίος, και σ” εμάς που θλιβόμαστε και έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας σ” Εκείνον, χαρίζει υπομονή, αλλά και τους δαί­μονες ντροπιάζει. Επιπλέον, εμείς παίρνουμε, με τη Χάρη του Κυρίου, τα βραβεία για τους κόπους μας, δηλαδή την Ουράνια Βασιλεία.
Ας γίνουμε, αδελφοί μου, σαν τα αμόνια, ώστε, όταν μας χτυπούν, να μην υποχωρούμε ούτε να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να σημαδεύεται από την αδιαφορία, την αμέλεια και την ακηδία, που επιφέρουν αυτές οι μάστιγες και οι πειρα­σμοί. Όταν μας δέρνουν, ας νικήσουμε τον αντί­παλο με την υπομονή. Γιατί και ο Κύριός μας έτσι διάβηκε αυτό τον αγώνα. Τον μαστίγωσαν, Τον ονείδισαν, Τον έδιωξαν, Τον περιέπαιξαν, Τον έφτυσαν. Τιμωρήθηκε από τους ανόμους με τον χειρότερο και τον πιο ατιμωτικό σταυρικό θάνατο. Όλα αυτά τα υπέμεινε για τη δική μας σωτηρία, αφήνοντας σ” εμάς υπόδειγμα ζωής (Α” Πέτρ. 2, 21).
Ο Κύριος άφησε παράδειγμα για να Τον μιμηθούν εκείνοι που πιστεύουν σ” Αυτόν αληθινά και που θέλουν να γίνουν συγκληρονόμοι Του στον ίδιο δρόμο της θλίψης, του πειρασμού και του θανάτου, ώστε να πορευθούν και αυτοί, υπομένοντας πολλά παθή­ματα, την οδό που και ο Ίδιος πορεύθηκε. Την οδό που Τον οδήγησε στον σταυρικό θάνατο.
Στο θάνατο που τελικά θανάτωσε το θάνατο και καταδίκασε την αμαρτία πάνω στο Κυριακό Σώμα (Ρωμ. 8, 3), καταργώντας έτσι τις δυνάμεις του Εχθρού, καθώς λέει και ο Απόστολος: «Ο Κύριος απογύμνωσε τις αρχές και τις εξουσίες πάνω στο Σταυρό και τις διαπόμπευσε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του Σταυρού» (Κολ. 2, 15).
Και εμείς λοιπόν, αν υπομείνουμε κάθε επί­θεση και θλίψη -που πάντα προέρχεται από τον Πονηρό- με γενναιότητα και προθυμία και φθά­σουμε ως το θάνατο, θα νικήσουμε τον αντίπαλο με όπλο την πίστη, την υπομονή και την ελπίδα στον Κύριο. Και έτσι, αφού αποδειχθούμε χωρητικά σκεύη του Πνεύματος, θα αξιωθούμε να λάβουμε την απολύτρωση και τη Χάρη από αυτή τη ζωή.
Επιπλέον, θα γίνουμε μέτοχοι και κληρονόμοι της αιώνιας και ατελεύτητης ζωής. Γιατί, στον πνευματικό αγώνα, η νίκη εναντίον του Εχθρού κατορθώνεται με πολλά παθήματα και με θάνατο. Πάσχοντας δηλαδή και πεθαίνοντας για τον Κύριο με προθυμία, θα νικήσουμε τελικά τον Εχθρό. Γι” αυτό να θεωρείτε κάθε θλίψη και κάθε πειρασμό όχι οδυνηρό και σκληρό, αλλά απλό και εύκολο. Να υπομένετε κάθε επίθεση του Εχθρού, έχοντας πάντα μπροστά στα μάτια σας και πο­θώντας το θάνατο που ο Κύριος υπέμεινε. Να ση­κώνετε κάθε μέρα το σταυρό σας (Λουκ. 9, 23), όπως Εκείνος μας δίδαξε, δηλαδή να αποδεχόσαστε τις θλίψεις, τους πειρασμούς και το θάνατο.
Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν. Έτσι εύκολα θα υπομένουμε κάθε θλίψη, είτε εσωτερική είτε εξωτερική. Γιατί, αν προσμένουμε το θάνατο για την αγάπη του Κυρίου και τον έχουμε πάντοτε μπροστά στα μάτια μας, ποθώντας Τον, θα μπορέ­σουμε ασφαλώς πολύ περισσότερο να υπομένουμε χαρούμενα, άνετα και εύκολα, οποιεσδήποτε βαριές και αβάστακτες θλίψεις μας βρίσκουν.
Ο λόγος που μας κάνει να θεωρούμε βαριές και αβάστακτες τις θλίψεις και που αισθα­νόμαστε αδύνατοι για να τις υπομείνουμε, είναι το ότι δεν έχουμε συνεχώς μπροστά στα μάτια μας και δεν ποθούμε να υποστούμε και εμείς το θάνατο του Χριστού. Γιατί εκείνος που επιθυμεί να γίνει κληρονόμος του Χριστού, πρέπει να επι­θυμεί να υποστεί και του Χριστού τα παθήματα. Εκείνοι λοιπόν που αγαπούν τον Χριστό, από αυτό ακριβώς ξεχωρίζουν από όλους τους άλλους. Από το ότι δηλαδή υπομένουν γενναία και πρόθυμα -ελπίζοντας αδιάλειπτα στον Χριστό- κάθε θλίψη και πειρασμό που τους βρίσκει.
Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τον Κύριο να μας δώσει σοφία, για να γνωρίσουμε το θέλημά Του και να το εκτελούμε πρόθυμα, με πολλή υπομονή, μακροθυμία και χαρά. Αυτές τις δωρεές, αν θελήσουμε, Εκείνος θα μας τις χαρίσει και θα μας ενισχύσει σε κάθε προσπάθεια που κάναμε για να ευαρεστήσουμε στον Θεό. Έτσι θα αποδει­χθούμε δοκιμασμένοι και άξιοι, για να δεχθούμε την αιώνια σωτηρία, εκείνη που χαρίζει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, στον Οποίο ανήκει η δόξα, η εξουσία και η δύναμη, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
***
Άραγε οι ράθυμοι, οι οκνηροί και οι αδιάφο­ροι για ποιό πράγμα θα έχουν να καυχηθούν; Για την αδιαφορία, για τη ραθυμία ή για την απώλειά τους; Αλίμονο, αδελφοί μου, σ” αυτούς που είναι ράθυμοι.
Ελάτε λοιπόν, ας αγωνισθούμε πρόθυμα. Ελάτε, ας προσπέσουμε σ” Αυτόν. Ας πενθήσουμε, ας κλαύσουμε ενώπιόν Του. Εκείνος μόνο μπο­ρεί να μας χαρίσει τον φωτισμό της ψυχής. Κατανοήστε, επιτέλους, τις πανουργίες του Εχθρού μας, του μισόκαλου και αντίπαλου. Γιατί αυτός είναι που ρίχνει στο δρόμο μας τις παγίδες, δηλαδή τα σκάνδαλα, το πάθος της πολυκτημοσύνης, την επιθυμία της κοσμικής ζωής, τη σαρκική ηδονή.
Αυτός μας κάνει να ξεχνάμε πόσο μικρή είναι αυτή η ζωή. Αυτός μας εμπνέει τη δειλία στην άσκηση, την οκνηρία στις προσευχές, τον ύπνο την ώρα της ακολουθίας και την αγάπη στη σωματική ανάπαυση. Όσο ο διάβολος κάνει καλύτερα τη δουλειά του, τόσο εμείς αμελούμε και ραθυμούμε. Γι” αυτό θα πρέπει και εμείς να τον καταφρονούμε, με τη σκέψη ότι οι ημέρες μας είναι λίγες. Να, έφθασε ο καιρός που ο Κύριος θα έλθει μέσα στη μεγα­λοπρέπεια της ωραιότητάς Του, με τη συνοδεία των Αγγελικών δυνάμεων της Βασιλείας Του. Θα έλθει για να ανταποδώσει στον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του (Ματθ. 16, 27).
Φοβούμαι, αδελφοί μου, μήπως εκπληρω­θεί σ” εμάς ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Θα έρθουν άνθρωποι από Ανατολή και Δύση, από το Βορρά και από τη Θάλασσα και θα καθίσουν στο τραπέζι, στη Βασιλεία των ουρανών, μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, ενώ εσείς θα μείνετε έξω» (Ματθ. 8, 11-12 – Λουκ. 13, 28-29).
Σε παρακαλώ, Χριστέ μου, Εσύ που είσαι το Φως το Αληθινό, ο Υιός του Ευλογητού Πα­τέρα, σφραγίδα και απαύγασμα της δόξας Του, Εσύ που κάθεσαι στα δεξιά της μεγαλωσύνης Του (Εβρ. 1, 3), Ακατάληπτε Υιέ, Ανεξιχνίαστε Χριστέ και Ανεξερεύνητε Θεέ, καύχημα και χαρά για όσους Σε αγαπούν, Χριστέ μου, η ζωή μου, πάρε με τον αμαρτωλό στη Βασιλεία Σου.
Μη μου ανταποδώσεις σύμφωνα με τα έργα μου. Ας με λυτρώσει η Χάρη Σου, ας με λυπηθεί η ευσπλαχνία Σου και ας με ελεήσει η φιλανθρωπία Σου. Γιατί Εσύ είσαι ευλογημένος και χιλιοδοξασμένος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Οσίου Εφραίμ του Σύρου
(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Αλγηδών η αγιότοκος:
Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες»,
Εκδόσεις « ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ » 2010, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

Μία ημέρα στέρηση από την αμαρτία (Αληθινό περιστατικό)



Στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος, η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους, το Ρωσικό, που την εποχή αυτή είχε Έλληνες μοναχούς, ήταν πλήρως εγκαταλελειμμένη.

Η Ιερά Κοινότης, λοιπόν, το έτος 1803, αποφάσισε να διαγράψει το μοναστήρι από τον αριθμό των αγιορειτικών μονών, και απευθύνθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο με ανάλογη αίτηση.
Ο πατριάρχης απέρριψε αποφασιστικά τέτοια πρόταση και έδωσε εντολή να φροντίσουν αμέσως για την εξεύρεση εμπείρου και πνευματικού ηγουμένου, στου οποίου τα χέρια θα παρέδιδαν όσο το δυνατόν γρηγορώτερα το κοινόβιο για να το ανασυγκροτήση.

Μόλις η Ιερά Κοινότης έλαβε γνώση της Πατριαρχικής αποφάσεως, επέλεξε και πρότεινε τον Έλληνα π. Σάββα, ηλικιωμένο ιερομόναχο της Σκήτης Ξενοφώντος, ο οποίος κατά τη γνώμη τους ήταν ικανός να αντεπεξέλθη στο έργο που επρόκειτο να του ανατεθή.

(Ο π. Σάββας τελικά με εντολή του Πατριάρχη πάει στην Κωσταντινούπολη και το κείμενο συνεχίζει ως ακολούθως) :

Μεταξύ των πιστών της Κωνσταντινουπόλεως, από τους οποίους πολλοί εγνώριζαν και προσωπικώς το Γέροντα, γρήγορα διαδόθηκε η είδησις για τον ερχομό του...
...Ο π. Σάββας έμεινε τελικά τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών και γνωρίστηκε με πολλές ευλαβείς ελληνικές οικογένειες.


Ο μαθητής του, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος (1848+) διηγήθηκε ως αυτόπτης μάρτυς το εξής γεγονός:
Σε κάποια από τις ελληνικές οικογένειες, του ανέφεραν για ένα συγγενή τους, νεαρό έμπορο, ο οποίος σχετιζόταν με τους αντιπροσώπους των σουλτανικών χαρεμιών και προμήθευε στο προσωπικό τους ποικίλα εμπορεύματα.

Πέραν τούτου όμως, ο νεαρός έμπορος δημιούργησε και άλλου είδους σχέσεις με τις φυλακισμένες, τις οποίες επισκεπτόταν καθημερινώς.
Οι συγγενείς του, μιλώντας περί αυτού στον π. Σάββα, είπαν ότι θα τιμωρηθή αυστηρά από τους Τούρκους σε περίπτωση που αυτό γίνη γνωστό. Ετσι, τον παρεκάλεσαν να λυτρώσει με τη μεσολάβησή του, το νεαρό από τέτοιο κίνδυνο.

Ο π. Σάββας, με πίστη στη βοήθεια της Χάριτος του Θεού και τη συνεργία της Θείας Κοινωνίας, άρχισε το έργο. Μετά από μακρές και ανεπιτυχείς προτροπές προς τον φιλήδονο νέο να εγκαταλείψη τις αμαρτωλές σχέσεις με τις μουσουλμάνες, πρότεινε εν τέλει ευκολώτερους όρους από την πλευρά του, υποσχόμενος ότι δεν θα τον ενοχλήση πλέον για να τον αποτρέψη από την αμαρτία.

Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να μην πάη στο χαρέμι μία ημέρα και κατά τη διάρκειά της να νηστεύση, μετά να του αναγνωσθή η συγχωρητική ευχή, να κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν ας κάνη ό,τι θέλει!
Ο δυστυχής….ελκόμενος από την αμαρτία όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη δυσκολεύτηκε αλλά δέχθηκε τη συμβουλή. Ίσως εξ αιτίας ντροπής ενώπιον του Γέροντος και των συγγενών του, περισσότερο όμως επειδή ο σοφός Γέροντας δεν του ζητούσε παραίτηση από την αμαρτία, αλλά στέρηση μόνο για μία ημέρα.

Ενήστευσε εκείνη την ημέρα, έλαβε τη συγχώρηση δια της ευχής και τη θεία Κοινωνία και μετά τη θεία Λειτουργία γευμάτισε με τον π. Σάββα και με τους συγγενείς.

Κατά τη διάρκεια του γεύματος και δήθεν τυχαίως, ο Γέροντας πρότεινε να προσπαθήση εκείνη την ημέρα να μην πάη στο χαρέμι και να κοινωνήση πάλιν την επόμενη.
Επειδή δεν έβλεπε καμία αντίδρασι, άρχισε εγκαρδίως να τον παρακαλή, υποσχόμενος εκ νέου ότι μετά τη Θεία Κοινωνία θα τον αφήση ελεύθερο να πράξη κατά την επιθυμία του. Αφού έλαβε την συγκατάθεσι τον κοινώνησε και την άλλη ημέρα.
Πρότεινε να τον ξανακοινωνήση με τους ίδιους όρους, δηλαδή και εκείνη την ημέρα να μην πάει στο χαρέμι, και τον κοινώνησε και την τρίτη ημέρα.
Τότε φάνηκε πώς ενήργησε σωτηριωδώς η χάρις του Θεού, κατά την ζώσαν πίστιν του Γέροντος και τις προσευχές των συγγενών. Η καρδιά του νέου μαλάκωσε και άρχισε σιγά σιγά μέσα του να αισθάνεται τη νέκρωσι των φλογισμένων παθών.

Ο π. Σάββας συνέχισε να τον κοινωνή επί σαράντα ημέρες και την τελευταία φορά του είπε:

- Πήγαινε τώρα όπου επιθυμείς, ακόμη και στο χαρέμι δεν σε εμποδίζω!

Αλλά στην ψυχή του νέου είχε ήδη συντελεσθή η μεταστροφή.
- Ας κάνουν μαζί μου, ό,τι θέλουν, είπε. Μπορούν και να με κατακόψουν. Για τίποτε στον κόσμο δεν θα δεχτώ να πηγαίνω εκεί όπου νωρίτερα έτσι ασυγκράτητα έτρεχα!

Με αυτόν τον τρόπο ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος.έσωσε τo πρόβατό Του.

Όταν ο π. Σάββας συγκέντρωσε αρκετές δωρεές, επέστρεψε στο Άγιο Όρος και στην ακτή της θάλασσας άρχισε να κτίζη το μοναστήρι.

Ο Γέροντας εκοιμήθη το 1821.


Πηγή: βιβλ. υπ.αριθμ. 4, της σειράς Αγιορείτες Πατέρες του 19 αιώνος
- του ιερομονάχου Αντωνίου - εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2005

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ



Ως χριστιανοί καλούμαστε να προσευχόμαστε για τους άλλους.

Ακούμε κάποτε από πιστούς ανθρώπους, κληρικούς και λαϊκούς, να λένε δημόσια ότι προσευχήθηκαν για κάποιους προσωπικά ή γενικά. Πόσο αυτό μπορεί να είναι αλήθεια; Κι αν πράγματι προσευχήθηκαν, πόσο η προσευχή αυτή ήταν καρδιακή;

Νομίζω ότι η προσευχή, πέρα από τα όποια λόγια θα ειπωθούν από εκκλησιαστικά βιβλία ή αυτοσχέδια, έχει κάτι το μυστικό. Όπως στις ανθρώπινες σχέσεις, η επικοινωνία δεν εξαντλείται στα λόγια αλλά καθορίζεται βασικά από το «βάρος των λέξεων» (Θεοδόσης Νικολάου), έτσι και στην προσευχή υπάρχει το βάθος, το καρδιακό, το μυστικό που κάνει τα λόγια να έχουν δύναμη.

Σ’ αυτή τη μυστική και καρδιακή συνάντηση με το Θεό, ως αποτέλεσμα εσωτερικής συντριβής και ταπείνωσης, ο άνθρωπος βιώνει το «εταίρως ζην» στη σχέση του με το Θεό, που ασφαλώς δεν κοινοποιείται δημόσια ούτε σ’ οποιονδήποτε. Όπως η ιδιαίτερη σχέση που έχουμε με ιδιαίτερα αγαπημένα μας πρόσωπα δεν κοινοποιείται, έτσι και η προσευχή. Επιτρέψετέ μου να πω ότι αν στην πρώτη περίπτωση η κοινοποίηση μπορεί να θεωρηθεί είδος πορνείας, στη δεύτερη περίπτωση πνευματική πορνεία.

Ποιος γνωρίζει τους «αλαλήτους στεναγμούς» των μοναχών, που «όρθρου βαθέως» προσεύχονται «υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων και αιχμαλώτων αδελφών ημών»; Ποιος βλέπει την καρδιακή προσευχή των λειτουργών ιερέων που τελούν τη Λειτουργία «υπέρ του σύμπαντος κόσμου»; Ποιος ξέρει τους λαϊκούς εκείνους που όντας μέσα στον κόσμο προσεύχονται γι’ αυτόν, ακούοντας τον αναστεναγμό του και υπερβαίνοντας τα δικά τους προβλήματα;

Όπως η ψυχή, αόρατη και άυλη, ζωντανεύει το ορατό και υλικό σώμα, έτσι και οι προσευχές χιλιάδων αφανών πιστών, θεωρώντας τον εαυτό τους ένα τίποτε, δίνουν ζωή, κουράγιο, υπομονή και αντοχή σε χιλιάδες θλιμμένους και καταπονημένους. Γιατί η προσευχή τους εκφράζει την αγάπη τους. Κι η αγάπη έχει δύναμη, ως προερχόμενη από το Θεό της αγάπης.

Ως χριστιανοί καλούμαστε να προσευχόμαστε για τους άλλους. Όχι γιατί είμαστε πιο καλοί, πιο άγιοι και πιο δίκαιοι απ’ αυτούς, αλλά γιατί έτσι υπερβαίνουμε τον εγωκεντρισμό και ξανοιγόμαστε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Κι όπως ο Χριστός «εκένωσεν εαυτόν» και δεν έκανε το δικό του, έτσι και οι χριστιανοί θα πρέπει να μάθουμε να μην ασχολούμαστε συνεχώς με τον εαυτό μας, τα πάθη και τις αρετές μας. Γιατί τι σημασία μπορεί να έχει ο εαυτός μας, μπροστά στο Χριστό και τον κόσμο Του;

Όσοι προσεύχονται για τους άλλους, όπως για τον εαυτό τους, εισέρχονται στη ζωή του Κυρίου, στο σταυρό και το θάνατό Του. Ο πόνος τους μεταποιείται σε μυστική πληροφορία ότι ο κόσμος έχει ελπίδα, γιατί «δια του σταυρού ήλθε χαρά εν όλω τω κόσμω», και ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι γεγονός που επηρεάζει όλους και όλα.

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Ω, ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ!

Ο Άγιος Παϊσιος έλεγε: «Οι άνθρωποι ως πρόσωπα έχουν ενδιαφέρον. Τα πράγματα όμως με τα οποία ασχολούνται δε με ενδιαφέρουν καθόλου ή με ενδιαφέρουν πολύ λίγο. Τα κοσμικά είναι χωρίς σημασία, διότι δεν οδηγούν στη σωτηρία».
Βλέπω τους ανθρώπους να ασχολούνται με χίλια δυο μάταια και να αγωνίζονται με πολύ κόπο και πάθος να τα μάθουν, να τα κατακτήσουν και να τα διδάξουν και στους άλλους. Να αναλώνονται σε πράγματα, που τους κλέβουν κυριολεκτικά τις διαθέσιμες πνευματικές δυνάμεις της ψυχής και του σώματος. Τρέχουν με μανία πίσω από τόσα άχρηστα, πρόσκαιρα και στείρα εν τέλει για την ψυχή εφευρήματα.
Διοργανώνουν εκδηλώσεις για το πιο ασήμαντο ή το αυτονόητο. Bγάζουν νόμους, που πολλές φορές ταπεινώνουν αυτήν καθ΄ εαυτήν την ύπαρξη του πλάσματος, που λέγεται άνθρωπος. Γράφουν βιβλία με απίθανους τίτλους και περιεχόμενα. Επινοούν διάφορα και τα ανάγουν σε θέματα μεγίστου ενδιαφέροντος και προσπαθούν να πείσουν ότι αυτά είναι στις προτεραιότητες της ζωής. Το τίποτα το προβάλλουν ως κάτι και μαλώνουν και διαφωνούν για το μάταιο. Καμιά επένδυση για το επέκεινα. Καμιά ανησυχία για το αιώνιο. Κανένα εφόδιο για τη «μεγάλη συνάντηση». Όλα για το εδώ. Όσοο άγιος Αυγουστίνος κράζει με λαχτάρα και πόθο και αγωνία: «Ω, αιωνιότης! Ω, αιωνιότης!», τόσο αυτοί κλείνουν στεγανά τα αυτιά του σώματος και της ψυχής και αποκλείουν και απορρίπτουν πεισματικά την άλλη ζωή,για την οποία έχουν προοριστεί και με άπειρη αγάπη τους έχει ετοιμαστεί. Με τις μωρολογίες και τα βέβηλα λόγια επί ώρες ατελείωτες καλλιεργούν «το χαύνον», όπως θα έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Έχουν πια υπερφορτώσει όλους τους χώρους από ιδέες και επινοήματα αμφιβόλου περιεχομένου και ποιότητας, πολλές φορές δε και πλήρη βρώμας και δυσωδίας.Χωρίς ίχνος αναφοράς ή έστω υπαινιγμού για την πίστη, για την ύπαρξη της άλλης ζωής.Μάλλον δε ευκαιρίας διδομένης, αυτή να καθίσταται θέμα προς ειρωνεία και απαξίωση.
Το ίδιο δε απογοητευτική και η στάση του επιστημονικού κόσμου, η οποία στην πλειοψηφία της επιμένει στη μελέτη του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, αφήνοντας στην άκρη με απαξιωτικό τρόπο την άλλη προέκταση, αυτήν της αιωνιότητας και την βάσει των αγίων Πατέρων ερμηνεία. Αλλά «Θεός ου μυκτηρίζεται».
Δεν χορταίνει η ψυχή, δεν ικανοποιείται το κατά φύση προσδοκώμενο, που έχει μέσα της φυτεμένο με τις διαστάσεις της αιωνιότητας. Όταν έρθει ώρα του πειρασμού, η δύσκολη ώρα, τότε θα φανεί ποιο είναι το περιεχόμενό της. Η ανασταλτική και καθοδηγητική δύναμη, η αγαπητική. Αν υπάρχει. Πώς θα τα βρεις με τον συνάνθρωπό σου, το γείτονά σου, το συνάδελφό σου, με τον εχθρό σου; Τρεφόμενος με άχυρα και σκουπίδια που, ναι μεν ευφραίνουν για λίγο, αλλά μη έχοντας τα υλικά που χρειάζεται το πνεύμα, δεν αφήνουν τίποτα στην καρδιά; Έτσι είναι η χαρά, η αγάπη; Δεν έλκουν τις ρίζες τους από την προσδοκία της αιωνιότητας, η οποία ελευθερώνει τον άνθρωπο από τη φυλακή του προσκαίρου; Τότε είναι ψεύτικες και γρήγορα μετατρέπονται σε μίσος, σε αντιπάθεια, σε φοβερή έχθρα.

Στο βιβλίο « Ένα όνομα για την αιωνιότητα», του Ρουμάνου Βιργίλιου Γκεωργκίου, ο μικρός Βιργίλιος, όταν διαπιστώνει πως δεν έχει ονομαστική γιορτή, διαμαρτύρεται στη μητέρα του για το ειδωλολατρικό όνομα που του έδωσε και αποφασίζει να γίνει άγιος, ώστε να μείνει το όνομά του στην αιωνιότητα και να γιορτάζεται. Η επιθυμία και ο πόθος κάθε ψυχής, εκφράζεται με τόση απλότητα και γνησιότητα από τα χείλη ενός παιδιού.
Με λίγα λόγια όλα αυτά συμβαίνουν, επειδή έχει αποκλείσει και έχει διαγράψει τελείως ο άνθρωπος από τη ζωή του την προέκταση της αιωνιότητας. « Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ», που λέει και το άσμα ή « Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία». Αυτό έχει ως οδηγό στη ζωή του και περνάει ο καιρός και « δεν πειράζει όλοι έτσι κάνουνε» και περιθωριοποιεί τη συνείδηση, τη σπρώχνει στην άκρη, της λέει να σιωπά, να μη διαμαρτύρεται. «Εδώ, μόνο εδώ. Μη με πιέζεις, μη μου στερείς την ελευθερία μου. Άσε με να χαρώ, να χορτάσω αυτό που θέλω». Βέβαια αυτή δε σιωπά, διότι στην πραγματικότητα είναι η φωνή του Θεού μέσα μας και επιμένει, όχι από γινάτι αλλά από άπειρη αγάπη.
Ας χαρακτηριστεί αγενές αυτό που θα γράψω παρακάτω και ακραίο. Έτσι κι αλλιώς μας έχει φάει η ευγένεια, αλλά δεν είναι και δικό μου. Το βρήκα γραμμένο σε πάνινη σκηνή μιας κατασκήνωσης, πριν από τριάντα χρόνια. Δεν μπορώ να το ξεχάσω. Με εντυπωσίασε: « Τρώτε κόπρια , εκατομμύρια μύγες δεν μπορεί να κάνουν λάθος». Προσοχή! Δεν είναι αστείο! Μην παρασυρόμαστε! Είναι δυνατό αυτού του είδους η νοοτροπία να οδηγήσει σε διέξοδο; Μένουμε στο σκότος και καθήμενοι μάλιστα, χωρίς διάθεση για κίνηση εξόδου, επειδή το κάνουν και οι άλλοι; Σήμερα δε, με περισσότερο θράσος, αναβαθμίζοντας τη διάπραξη της αμαρτίας σε επιστημονικό μελέτημα; Ναι. Η αμαρτία έγινε ένα από τα βασικά αντικείμενα μελέτης της επιστήμης. Αφού δεν υπάρχει αιωνιότητα και κρίση.
Γι΄αυτό δεν πρέπει να μένουμε μόνο στα γλυκά λόγια, αλλά να ακούμε όλην την αλήθεια. Ερμηνεύοντας ο Ζιγαβηνός το στίχο Ματθ.16,26: «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»,σχολιάζει: « Αδύνατον ένα τινά τον κόσμον όλον κερδήσαι΄ ει δε και δυνατόν ην, ουδέν όφελος. Τα μεν γαρ του κόσμου πάντα θνητά εισίν΄ η δε ψυχή αθάνατος. Και τούτων μεν η τέρψις πρόσκαιρος, ταύτης δε η κόλασις αιώνιος».( Είναι αδύνατο να κερδίσει ένας μόνος του τον κόσμο, αλλά κι αν είναι δυνατό να τον κερδίσει, δεν έχει κανένα όφελος. Διότι όλα τα του κόσμου είναι θνητά, η δε ψυχή είναι αθάνατη. Και κατά συνέπεια η ευχαρίστηση απ΄ αυτά πρόσκαιρη, η δε κόλαση αιώνια).
Η ψυχή έχει άλλη δίψα, μεγαλύτερη, βαθύτερη. Σαν αιώνιοθεϊκό δημιούργημα έχει ανάγκη να οδηγηθεί εκεί από όπου προήλθε. Να πιστέψει πως αδιαλείπτως στη ζωή παραστέκει το μυστήριο. Να τραφεί με τις αιώνιες πνευματικές τροφές και να νιώθει μια χορτασιά αχόρταστη, μια πληρότητα απλήρωτη, μια τελειότητα ατελείωτη. Έναν πλούτο που εκχέεται και σκεπάζει καθετί γήινο και περαστικό απ΄ αυτήν τη ζωή και το αντιπαρέρχεται, αντικαθιστώντας τα πρόσκαιρα με τα αιώνια, καθώς έκαναν οι άγιοι. Θα είναι πολύ αργά, όταν έρθει η ώρα να ακούσει το «μακαρία η οδός » και το«αιωνία η μνήμη»στην εξόδιο ακολουθία της. «Διά την του καιρού βραχύτητα πάντα τα εν σπουδή νυν υπάρχοντά τισιν ως ουκ όντα οφείλομεν ηγείσθαι» (Επειδή η παρούσα ζωή είναι πολύ σύντομη, γι΄αυτό όλα για τα οποία αγωνίζονται με κόπο και αγωνία να τα αποκτήσουν κάποιοι άνθρωποι, οφείλουμε να τα θεωρούμε ως μη υπάρχοντα).(Οικουμένιος)
Διότι ούτε κι αυτή η ορθολογιστική, η λεγόμενη ρεαλιστική αντιμετώπιση των καταστάσεων είναι αρκετή να σταθεί οδηγός στον έλεγχο της ορμής των παθών. Περιορίζεται στα ανθρώπινα μέτρα. Διότι έχει όρια. Έχει το « μέχρι εδώ». Κι όταν ξεπεραστεί το «μέχρι εδώ», μπορεί να γίνουν τα πάντα, συνεργούντος και του διαβόλου, ως έχοντος αποκομίσει δικαιώματα. Έτσι επαναλαμβάνεται ο φαύλος κύκλος συνοδευόμενος από την «ιερή αγανάκτηση», κάθε που συμβαίνει κάτι τρομερό, κάτι απρόσμενο, από πρόσωπα που «δεν το περιμέναμε», διότι ήταν «καλοί άνθρωποι και ποτέ δεν έδωσαν δικαίωμα» και τα τοιαύτα. Αν δεν υπάρχει πίστη στην μακάρια αιωνιότητακαι αγώνας για την απόκτησή της, όλα είναι οριακά. Όλα είναι πιθανά.
Ποιος είσαι άνθρωπε; Έκανες την υπέρβαση; Βγήκες από τον εαυτό σου; Πίστεψες πως χρειάζεσαι προετοιμασία από εδώ για την αιωνιότητα; Αλλά αυτό στοιχίζει, λες. Ζητάει. Τι ζητάει; Την εκκοπή του θελήματος. Την υπακοή. Στο Ευαγγέλιο, στους Αγίους, στην Εκκλησία, που έχει όλα τα φάρμακα, για κάθε θεραπεία. Γιατί αυτό χρειάζεται η κάθε ψυχή. Όλων μας.
Σε κάποιο κήρυγμά του ο επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης ανέφερε το εξής περιστατικό, που σχετίζεται και με τον τόπο μας, το Κιλκίς, και έλαβε χώρα πριν από τη μάχη της απελευθέρωσής του:
«Αγαπητοί μου! Η πατρίδα μας από την αρ­χαιότητα κήρυττε την αθανασία, πίστευε στην αιωνιότητα, και αυτή φωτίζει τις σελίδες της ιστορίας της. Στη χώρα αυτή η ύλη δεν ήταν σκοπός, αλλά μέσον για τη δόξα του πνεύματος, μαρτυρία αθανασίας και αιωνιότητος.
Πριν από τη μάχη του Κιλκίς, το 1913, όπου εκρίνετο το μέλλον της Ελλάδος στα Βαλκάνια, είχαν συγκεντρωθεί νύχτα στη σκηνή του βασιλέως στρατηλάτου όλοι οι ανώτεροι αξιω­ματικοί και έπαιρναν οδηγίες.
–Αύριο το Κιλκίς πρέπει να πέσει! είπε ο βασιλεύς. Οι αξιωματικοί αμίλητοι είχαν πάρει την απόφασή τους και ένας εκ μέρους όλων απήν­τησε:
–Μεγαλειότατε, αφού το διατάσσει η Ελ­λάς, το Κιλκίς θα πέσει. Καλήν αντάμωση στην αιωνιότητα!…
Την επομένη το Κιλκίς έπεφτε, αλλά οι περισσότεροι από τους άνδρες εκείνους δεν υπήρχαν πλέον στη ζωή.
Ανέφερα το ανέκδοτο αυτό, για να δείτε πόσο ζωηρή ήταν στις καρδιές των ηρώων μας η πίστη στην αιωνιότητα».
Θυμάμαι ακόμη που στα γυμνασιακά μας χρόνια τραγουδούσαμε το τραγούδι:
Ναι εκεί, ναι εκεί, θέλομεν ποτέ συναντηθεί,
Ω, πατρίς ουρανία, τρισευδαίμον και τρισποθητή!
Ήταν κι αυτό το τραγουδάκι μια υπενθύμιση, όπως και τόσες άλλες, πως υπάρχει η αιώνια ζωή στους ουρανούς, ο ίδιος ο Χριστός, που μας περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά.
Και ο ιερός Αυγουστίνος σε μια από τις προσευχές του αναφωνεί προς τον Κύριο:
« Σου κραυγάζω, Κύριε, δεν θα μ’ ακούσεις; Άκουσέ με, που σε κράζω από την μεγάλη αυτή θάλασσα και βγάλε με στο λιμάνι της αιωνίου μακαριότητος».
Να μας αξιώσει ο Θεός, όσο ζούμε, να αναφωνούμε μαζί με τον Άγιο: 
« Ω, ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΗ, Ω, ΜΑΚΑΡΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ, ΚΑΛΗΝ ΑΝΤΑΜΩΣΗ!».


Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 14-5-1015

Ἑτοιμασία γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι



Ὅταν πρόκειται νὰ ταξιδέψουμε γιὰ λίγες ἢ περισσότερες μέρες, ἑτοιμαζόμαστε προσ­εκτικὰ καὶ ἤρεμα, ὥστε νὰ μὴ μᾶς λείπει τίποτε κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναχωρήσεώς μας.
Δὲν κάνουμε νευρικές, βεβιασμένες κι­νήσεις, γιὰ νὰ μὴ διακινδυνεύσουμε ἐξ αἰτίας τῆς βιασύνης νὰ λησμονήσου­με νὰ πάρουμε μαζί μας κάτι ἀπολύτως ἀπαραίτητο, κάποτε καὶ αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο τοῦ ταξιδίου μας. Ἔχει συμβεῖ κι αὐτὸ σὲ ὁρισμένους. Ἂν ὅμως χρειάζεται καλή, ἤρεμη, προσεκτικὴ καὶ συστηματικὴ προετοιμασία γιὰ ἕνα ταξίδι ποὺ θὰ διαρκέσει πέντε ἢ δέκα μέρες, ἢ ἕνα ἢ τρεῖς μῆνες, πολὺ περισσότερη καὶ πολὺ πιὸ προσεκτικὴ προετοιμασία χρειάζεται γιὰ τὸ πιὸ μεγάλο ταξίδι τῆς ζωῆς μας. Γιὰ τὸ ταξίδι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἐκδίδονται εἰσιτήρια καὶ δὲν ὑπάρχει πρόγραμμα δρομολογίων ἀναχωρήσεων.
Τὸ ταξίδι αὐτὸ θὰ τὸ κάνουμε ὅλοι μας, πλούσιοι καὶ φτωχοί, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τὸ πότε. Θὰ ἦταν ἄραγε καλύτερα νὰ τὸ γνω­ρίζαμε; Ὄχι, μᾶς ἀπαντᾶ ὁ σοφὸς καὶ μέγας ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰωάννης ὁ ­Χρυσόστομος. 

«Συμφερόντως» ἀπέκρυψε ὁ Θεὸς τὴν ὥ­­ρα τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, καὶ ­φυσικὰ καὶ τοῦ τέλους τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας, γιὰ νὰ μὴ ραθυμοῦμε καὶ ζοῦμε ἀ­­­μέρι­μνοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι (PG 58, 703-704). Ἄν γνωρίζαμε ὅτι εἴχαμε νὰ ζήσουμε μπροστά μας πολλὰ ἀκόμη χρόνια, θὰ ἔβρισκε τὸν τρόπο ὁ μισάνθρωπος καὶ μισόκαλος Σατανᾶς νὰ μᾶς ρίξει στὴν ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία καὶ νὰ μᾶς ὑποδουλώσει σὲ ἀδυναμίες καὶ πά­θη λέγοντας στὴν ψυχή μας: «Ἔχεις καιρὸ μπροστά σου, ζῆσε τώρα τὴ ζωή σου». Καὶ τελικὰ θὰ μποροῦσε καὶ νὰ μᾶς ἀποκόψει ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ νὰ σκληρύνει τὴν ψυχή μας ἐμ­ποδίζοντας τὴ μετάνοιά μας.
Ἂν πάλι γνωρίζαμε ὅτι σὲ δύο ἢ τρεῖς μέρες θὰ πεθαίναμε, θὰ μᾶς κυρίευε ἄγχος καὶ ταραχή, ἀγωνία καὶ τρόμος, καὶ ἡ μετάνοιά μας δὲν θὰ ἦταν φυσιολογικὴ καὶ τελεία. Κάτι ποὺ γίνεται διὰ τῆς βίας καὶ κατ’ ἀνάγκην, δὲν εἶναι «λογικὸν οὐδὲ ἀρετή», ἔλεγε ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός (PG 94, 969). Γι’ αὐτὸ μᾶς συμφέρει τὸ ἄγνωστο τῆς ὥρας τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, διότι μᾶς κρατεῖ πάντοτε σὲ κατάσταση ἑτοιμότητος.
Αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει καὶ ὁ ὅλος ἀγάπη Θεάν­­­θρω­πος Κύριος λέγοντας: «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥ­­­ρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται»­ ­(Μα­­τθ. κδ΄ [24] 44). Ἀγωνίζεσθε νὰ εἶσθε πάντοτε ­ἕ­­­­τοιμοι, διότι δὲν γνωρίζετε ποιὰ ὥρα θὰ ἔρθει ὁ Θε­­­άνθρωπος κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία Του, ὡς ἔν­­δοξος Κριτὴς τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν καθένα προσωπικῶς.
Ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἀντηχεῖ διὰ μέσου τῶν αἰ­­­ώνων καὶ μᾶς παρακινεῖ νὰ εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι γιὰ τὸ αἰώνιο μεγάλο ταξίδι. Νὰ μὴ μᾶς βρεῖ ἀνέτοιμους ὁ θάνατος. Ἡ Ἐκκλησία μας συχνὰ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ μᾶς λυτρώσει «ἀπὸ αἰφνιδίου θανάτου».
Χρειάζεται μάλιστα γι’ αὐτὸ συστηματικὴ προετοι­μασία. Χρει­άζεται συγκεκριμένα τακτικὴ καὶ εἰλικρινὴς Ἐξομολόγηση καὶ μετάνοια γιὰ ὅσα μὴ θεάρεστα σκεφθήκαμε, ποθήσαμε, εἴπαμε καὶ πράξαμε. Χρειάζεται καὶ τακτικὴ καὶ εὐλαβικὴ συμμετοχὴ στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας μὲ τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ μας. Ἡ θεία Κοινωνία ὀνομάζεται «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου». Χρειάζεται ἐπίσης ἀπὸ καρδίας συγχώρηση καὶ συμφιλίωση μὲ ὅσους τυχὸν ψυχρανθήκαμε. Ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τῆς καλῆς προετοιμασίας μας εἶναι ἀκόμη τὰ ἔργα ἐλεημοσύνης καὶ ἀγάπης, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ γεμίσουμε τὶς ἀποσκευές μας καὶ θὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν προετοιμασία μας γιὰ τὴ μεγάλη ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν παρόντα προσωρινὸ κόσμο. Ὅταν κάνουμε ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ πρέπει, δὲν θὰ μᾶς ἀποδοκιμάσει ὁ ἐλεήμων Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἔχυσε τὸ Αἷμα Του γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν Παράδεισο.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”