.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

“Εδώ στη Γη, όλα τα καλά και τα κακά κάποτε τελειώνουν”

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα" κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» .

Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις.
Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες;

Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος.

Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο.

Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω" δίψασα και μου δώσατε να πιω" ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» . Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι'αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ'ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας.Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου

Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ



Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.

Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,

ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·

ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,

ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,

ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,

ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,

ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,

ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,

ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,

ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,

ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,

ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,

ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,

ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,

ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.

Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».

Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.

Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.

Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον χτένες.

Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,

οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,

οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,

οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,

οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,

οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκή,

οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,

οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,

οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.

Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.

Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.

Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!

Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!

Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!

Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!

Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!

Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!

Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι· πάλιν δεύρο,

οὐκ ὀνειδίζω σε,

οὐ βδελύσσομαι,

οὐκ ἀποῤῥίπτω,

οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,

τὸ ἐμὸν τέκνον,

τὴν ἐμὴν εικόνα,

ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,

ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,

οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,

οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,

οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·

διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,

τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.

Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.

Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,

Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.

Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,

ἀσθενής τῇ γνώμη,

ἀσθενής τῇ προαιρέσει.

Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.

Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.

Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;

Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;

Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·

Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,

ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι αυτόν,

οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,

ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,

λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·

Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,

ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,

ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.

Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.

Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.

Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,

«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,

κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!

Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.

Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.

Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;

Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.

Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.

Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.

«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.

Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.

Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.

Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.

Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.

Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.

«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτη)


Ὁ Χριστὸς καὶ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα

Ὅσο καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο ἀποκτᾶ τὴ δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα.

Ὅσοι βλέπουν τὸν ἄνθρωπο ρομαντικὰ καὶ ἐξωτερικὰ μεταθέτουν τὸ κακὸ ἀπὸ τὰ πρόσωπα στὴν κοινωνία, γι’ αὐτὸ καὶ πρεσβεύουν ὅτι ἡ βελτίωση τῆς κοινωνίας θὰ φέρει καὶ βελτίωση τῶν προσώπων. Ἀλλὰ οἱ Ὀρθόδοξοι χωρὶς νὰ ἀρνούμεθα τὴ σημασία τῆς κοινωνικῆς ἐπιδράσεως στὰ πρόσωπα, δίνουμε τὴν προτεραιότητα στὴ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς Θ. Χάριτος...

Εἶναι μεγάλη πλάνη νὰ θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία χωρὶς νὰ ἀγωνισθοῦμε, νὰ ἀλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας. Εἶναι τουλάχιστον ἀφελὲς νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀλλαγὴ μερικῶν κοινωνικῶν θεσμῶν θὰ φέρει καὶ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων χωρὶς μετάνοια.

Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος κάνει ἄρρωστες κοινωνίες καὶ οἱ ρέστες κοινωνίες ἀρρωσταίνουν χειρότερα τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ νὰ θεραπεύουμε τὶς κοινωνικὲς ἀρρώστιες χωρὶς νὰ θεραπεύσουμε τὴν προσωπικὴ ἀρρώστια, ἀποτελεῖ μετάθεση τοῦ προβλήματος, ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς τῆς προσωπικῆς μας ευθύνης, ὑπεκφυγὴ ἀπὸ τὴ μετάνοια, κατάφαση στὸν ἐγωισμό μας, ἀπροθυμία νὰ δοῦμε τὸν πραγματικό μας ἑαυτό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριος ἔθεσε τὴν προσωπικὴ μετάνοια σὰν προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴ Βασιλεία Του.

Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ παραγνωρίζεται τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου στὴ διάλυση τῶν προσώπων καὶ τῶν κοινωνιῶν καὶ στὴν ἐπικράτηση τοῦ κάκου. Ἡ ἀνθρωπιστικὴ ἁπλούστευση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Ἀντίθετα, στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία φανερώνεται ἡ ἔκταση τῶν διαβολικῶν ἐνεργειῶν σὲ πρόσωπα καὶ κοινωνικὲς καταστάσεις καὶ ἡ ἀνάγκη ἀγῶνος κατὰ τοῦ διαβόλου, ἀποταγῆς καὶ ἐξορκισμοῦ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἔργο τῶν χαρισματούχων ἱερωμένων μοναχῶν καὶ λαϊκῶν εἶναι ἡ διάκριση τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ μὴ πέφτει ὁ Χριστιανὸς στὶς παγίδες ποὺ τοῦ στήνει ὁ πονηρός, ὅταν ἐμφανίζεται μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ καλοῦ.

Τονίσαμε τὴ δύναμη τῶν ἀντιθέτων ἀντιευχαριστιακῶν καὶ ἀντικοινωνικῶν δυνάμεων ὄχι γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀδυναμία ὑπερνικήσεώς τους, ἀλλὰ τὴν ἀνάγκη νὰ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἀπὸ τὸν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό. Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὶς δυνάμεις αὐτὲς καὶ ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ συνεργασία τῆς Θείας Χάριτος νὰ συμμετάσχει στὴ νίκη αὐτὴ τοῦΧριστοῦ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφοροποιεῖται ριζικὰ ὁ χριστιανικὸς κοινωνικὸς αγώνας ἀπὸ κάθε ἄλλο ἀγώνα. Ἡ κοινωνία ποὺ θέλουν νὰ δημιουργήσουν τὰ οὑμανιστικὰ συστήματα (ἰδεαλιστικὰ καὶ ὑλιστικὰ) εἶναι ἀνθρωποκεντρική. 
Ἡ κοινωνία τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεανθρωποκεντρική. Ἀλλὰ καὶ τὰ μέσα τῶν οὑμανιστῶν αίνε ἀνθρώπινα. Τῶν χριστιανῶν Θεανθρώπινα. Στὴ βάση δηλαδὴ τοῦ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ βρίσκεται ἡ ταπείνωση. Ἐνῶ στὴν βάση τοῦ οὑμανιστικοῦ κοινωνισμοῦ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτάρκεια, τὸ κλείσιμο ἀπὸ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰτὴν ἐπανάληψη τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ: Ἡ ἐπιδίωξη τῆς θεώσεως χωρὶς τὸ Θεό.

Ἴσως νὰ μὴν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ οὑμανιστικὰ συστήματα μὲ τὶς ἐφαρμογές τους στὴν οἰκονομία (καπιταλισμός, κομμουνισμὸς) γεννήθηκαν στὴν αἱρετικὴ δύση, στὴν ὁποία προηγήθηκε ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς τοῦ «ἀλάθητου» Πάπα καὶ τοῦ Filioque. Ἂς σκεφθοῦν στὸ θέμα αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ πρώην Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀβασάνιστα ἀρνοῦνται τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, συνήθως ἀπὸ ἄγνοια, γιὰ νὰ προσκολληθοῦν στὰ δυτικὰ συστήματα.

Ὁ ἀνθρώπινος μόνο χαρακτήρας τοῦ μὴ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ, τοῦ ἀφαιρεῖ τὴ δυνατότητα νὰ δώσει εἰρήνη στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί τὸν ἀφήνει ἀσυμφιλίωτο μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα του, καὶ γι’ αὐτὸ ἀνέστιο. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ λόγο τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, ποὺ ἐκφράζει ἀνθρωπολογικὴ ἐμπειρία: «Μᾶς ἔπλασες Κύριε γιὰ Σένα καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι ἀνήσυχη ὡσότου ἀναπαυθεῖ κοντά Σου».

Τὰ ἄθεα κοινωνικὰ συστήματα βοηθοῦν νὰ λύσουμε μερικὰ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, ἀλλὰ ὄχι νὰ συναντήσουμε ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸΘεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀπαντοῦν ἱκανοποιητικὰ στὰ ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα καὶ ἰδίως στὸ κεντρικὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος τακτοποιεῖται ὡραῖα γιὰ νὰ πεθάνει. Ἂν καὶ τὰ συστήματα αὐτά, καὶ ἰδίως ὁ μαρξισμός, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἕνα ἔντονο ἐγκόσμιο μεσσιανισμό, στὴν πραγματικότητα δὲν «μετάγουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», καὶ γι’ αὐτὸ δημιουργοῦν ἀνθρώπους τραγικούς, χωρὶς ἐλπίδα. Ἡ ἔντονη μάλιστα ἀνθρωπιστικὴ ἤ καὶ ἐπιχειρηματικὴ δράση κάποτε εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας νὰ ξεχάσουμε τὸ βασικό μας πρόβλημα, τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου, καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὸ κενὸ καὶ τὴν πλήξη ποὺ σημαδεύει τὴ ζωὴτὴ χωρισμένη ἀπὸ τὴν πηγή της, τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ συστήματα αὐτά, παρὰ τὶς καλὲς καὶ ἁγνὲς προθέσεις πολλῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται καὶ θυσιάζονται γιὰ τὰ ἰδεώδη τους, στὸ βάθος εἶναι κατὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν ὀνόματι μιᾶς καλύτερης καὶ δικαιότερης κοινωνίας ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλήρη θεανθρωπινη κοινωνία, ποὺ μόνη τελικὰ ἀναπαύει καὶ ὁλοκληρώνει τὴ φύση του, τὸν ἐγκλωβίζουν στὶς περιορισμένες διαστάσεις ἑνὸς κλειστοῦ μηχανοκρατούμενου ἀπρόσωπου ὑλιστικοῦ σύμπαντος, τοῦ στεροῦν τὴ θέα τοῦ Οὐρανοῦ. 
Τί νόημα μπορεῖ ἀλήθεια νὰ ἔχει ἡ ζωή μας, ἂν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζῶα καὶ ὄχι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ;
Ἂν εἴμαστε καταδικασμένοι μελλοθάνατοι, χωρὶς δυνατότητα μεθέξεως στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Θεοῦ;

Γέρων Γεώργιος Καψάνης
(ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους)

http://www.alopsis.gr

Όταν θέλετε να πείτε κάτι στα παιδιά σας, πέστε το στην Παναγία κι αυτή θα ενεργήσει

«Αυτά πού θέλετε να πείτε στα παιδιά σας, να τα λέτε με την προσευχή σας. Τα παιδιά δεν ακούν με τα αυτιά. μόνο όταν έρχεται η Θεία Χάρις πού τα φωτίζει, τότε ακούνε αυτά πού θέλουμε να τους πούμε. Όταν θέλετε να πείτε κάτι στα παιδιά σας, πέστε το στην Παναγία κι αυτή θα ενεργήσει. Η προσευχή σας αυτή θα γίνει ζωογόνος πνοή, πνευματικό χάδι, πού χαϊδεύει, αγκαλιάζει, έλκει τα παιδιά».
Ο π. Πορφύριος πίστευε στην αξία πού έχει η προσευχή για την πνευματική ζωή του ανθρώπου και συμβούλευε τα πνευματικά του παιδιά πώς να προσεύχονται:
«Να εύχεσαι έτσι απλά, απλά και ταπεινά, με πίστη απλή, χωρίς να περιμένεις να σου απαντήσει ο Θεός. Χωρίς να δεις το χέρι Του ή το πρόσωπό Του ή το φωτισμό Του. Τίποτα! Να πιστεύεις! Εφ' όσον μιλάς με το Θεό, μιλάς πραγματικά με το Θεό».

Άγιος Πορφύριος

''Και συ Κύριε εως πότε;''

Ο λόγος είναι άπό τόν 6ο Ψαλμό του βασιλέως καί προφήτου Δαβίδ. Τί σημαίνει αύτός ό λόγος; 
Καί Σύ, Κύριε, μέχρι πότε θά είσαι οργισμένος έναντίον μου, μέ αποτέλεσμα νά στερούμαι τό έλεος σου;
Αλήθεια τί είναι αύτή ή κραυγή τού Δαβίδ; Έως πότε, Κύριε! Είναι κραυγή απελπισίας; Έλλειψη έλπίδας; ’Εγκατάλειψη τού Θεού; Θάνατος; Όχι! Είναι κάτι άνάλογο μέ αύτό πού συμβαίνει συχνά μέσα στήν οικογένεια. Ή μάννα τιμωρεί τό παιδί της καί αύτό κλαίει. Ποιόν όμως έπικαλεΐται μέσα στό κλάμα του, άπό ποιόν ζητάει βοήθεια; Τί λέει; «Μαννούλα μου!» Αύτό κάνει καί ό Δαβίδ. Ζητάει άπό τόν Θεό νά έπισπεύσει τή βοήθειά του, νά τόν περιβάλει μέ τό έλεος του.
Όλη ή ζωή τού Δαβίδ ήταν διαρκής έκζήτηση τού έλέους τού Θεού. Ό λόγος «καί σύ, Κύριε, έως πότε;» βγήκε άναρίθμητες φορές άπό τά χείλη του. Διότι ό Θεός αύτόν τόν έκλεκτό δούλο του τόν πέρασε άπό φοβερό καμίνι θλίψεων, άδικιών, διωγμών, συκοφαντιών, κινδύνων. Ας ρίξουμε μιά σύντομη ματιά σ’ όλα αύτά:
Βρισκόμαστε περίπου στό 1020 π.Χ.
Βασιλιάς τών ’Ιουδαίων είναι ό Σαούλ. Ό Θεός όμως τόν Σαούλ τόν άποδοκιμάζει καί άναθέτει στόν προφήτη Σαμουήλ νά χρίσει νέο βασιλιά πού θά διαδεχθεί τόν Σαούλ. 
Ό Σαμουήλ έπισκέπτεται τή Βηθλεέμ κρυφά άπό τόν Σαούλ, πηγαίνει μέ έμπνευση Θεού στό σπίτι τού Ίεσσαί καί ζητάει νά δει τά παιδιά του, άφοΰ ένα άπό αύτά θά τού ύποδείξει ό Θεός νά χρίσει βασιλιά. Ό Ίεσσαί τού παρουσιάζει τά έπτά μεγαλύτερα, διότι τό μικρότερο βόσκει τά πρόβατα. Ό προφήτης ρωτάει τόν Ίεσσαί: «Δέν έχεις άλλο παιδί;». «Ναί», άπαντάει ό Ίεσσαί. Ό Σαμουήλ ζητάει νά τό δει. Τό παιδί αύτό είναι ό Δαβίδ. Έχει σεμνό καί έπιβλητικό ήθος. Ή ομορφιά του είναι άπαύγασμα τού έσωτερικοϋ του κάλλους. Λένε ότι έμοιαζε μέ τόν ’Ιωσήφ τόν πάγκαλο καί τόν Μωυσή. Ό Σαμουήλ τόν χρίει βασιλιά. Αλλά έως ότου πάρει τήν έξουσία, θά περάσουν χρόνια πολλά καί κίνδυνοι άναρίθμητοι θά τόν άπειλήσουν. Σ’ όλο αύτό τό διάστημα πόσες φορές δέν θά φωνάξει: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»!
Ό πρώτος μεγάλος πειρασμός δημιουργεΐται, όταν ξεσπάει πόλεμος τών 'Εβραίων μέ τούς Φιλισταίους. Ό γίγαντας Γολιάθ προκαλεΐ καί ζητάει νά άντιμετωπίσει σέ μονομαχία έναν Εβραίο. Προσφέρεται ό Δαβίδ. Ό Σαούλ τοΰ λέει: «Είσαι παιδί». Ό Δαβίδ τού άπαντάει: «Θά τόν άντιμετωπίσω όπως τά λιοντάρια καί τις άρκοΰδες πού όρμοΰσαν στό κοπάδι μου καί τά έπνιγα μέ τά χέρια μου» (Α' Βασ. ιζ' 32-37). Θά άγωνισθώ έν όνόματι Κυρίου τοΰ Θεοϋ μου. Ό Δαβίδ μέ τή σφεντόνα του φονεύει τόν Γολιάθ. Φόβος καταλαμβάνει τούς Φιλισταίους καί φεύγουν. Ό λαός επευφημεί τόν Δαβίδ, καί αύτό γίνεται αιτία νά τόν φθονήσει ό Σαούλ καί νά έπιδιώξει πολλές φορές νά τόν φονεύσει. Κυνηγημένος ό Δαβίδ τριγυρίζει στά βουνά καί πολλές φορές άφήνει νά βγει άπό τά χείλη του ή κραυγή: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»!
Σέ κάποια μάχη μέ τούς Φιλισταίους ό Σαούλ φονεύεται. Τώρα άνοίγεται ό δρόμος καί ό Δαβίδ γίνεται βασιλιάς. Έμεινε βασιλιάς 40 χρόνια. Στό διάστημα τής βασιλείας του άντιμετωπίζει άναρίθμητες δοκιμασίες: πολέμους, προδοσίες, άδικίες, συκοφαντίες, έπαναστάσεις... Πάλι σ’ όλες αύτές τις περιστάσεις φωνάζει μέ πόνο ψυχής: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»! Έως πότε, Κύριε, οί πόλεμοι θά ταράζουν τή ζωή μου; Ακόμη πολεμάει μέ τούς Φιλισταίους, τούς Αμαληκίτες, τούςΆμμωνίτες, τούς Σύριους. Έως πότε, Κύριε; Πότε θά σταματήσουν οί έπαναστάσεις;
Κάποτε πέφτει σέ βαρύ διπλό άμάρτημα. Τόν έπισκέπτεται ό προφήτης Νάθαν, τοΰ ξυπνάει τήν κοιμισμένη συνείδηση καί τόν παρακινεί σέ μετάνοια. Μέ τήν άφορμή αύτή συνέταξε τόν 50ό Ψαλμό, πού όλοι έχουμε στά χείλη καί στήν ψυχή μας. Καί πάλι οδυνηρά θά φωνάξει: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»! Ναι, σέ όλη του τή ζωή άναζητάει τό έλεος τοΰ Θεού του.
Ό Δαβίδ τις ώρες τοΰ πόνου, τής άπελπισίας, τής άναζητήσεως έγραφε Ψαλμούς καί τούς έψαλλε μέ τή φωνή καί τά μουσικά όργανά του. Τώρα βρίσκεται στά γηρατειά του. Αναπολεί τά περασμένα. Τώρα έχει κατανοήσει τόν τρόπο πού ό Θεός κυβέρνησε τή ζωή του. Γι’ αύτό στον τελευταίο, στον 150ό Ψαλμό, ψάλλει δοξολογικά πλέον: «Αινείτε αύτόν (τόν Θεόν) έν κυμβάλοις εύήχοις, αινείτε αύτόν έν κυμβάλοις άλαλαγμοΰ» (Ψαλ. ρν’ 5)!
Αύτό τό «έως πότε, Κύριε;» δέν άφορά μόνο τόν Δαβίδ άλλά καί καθένα άπό μάς. Έως πότε, Κύριε, θά μάς άφήσεις νά ζοΰμε μέσα σ’ αύτόν τόν κόσμο τής άποστασίας καί τής ύβρεως κι έμεΐς άπρόσεκτα θά άναμειγνυόμαστε μαζί του; Έως πότε, Κύριε, θά μάς άφήνεις νά μένουμε στις ’ίδιες άδυναμίες, νά έξομολογούμαστε τις άμαρτίες μας καί νά έπαναλαμβάνουμε τις ίδιες; Έως πότε θά μάς άνέχεσαι νά μεταλαμβάνουμε τό Σώμα σου καί τό Αίμα σου, καί τό μυαλό μας καί ή ψυχή μας νά είναι μακριά σου; Έως πότε, Κύριε, θά μάς βλέπεις νά άφήνουμε άπροστάτευτες τις πέντε αισθήσεις μας νά ύπηρετοΰν τήν άμαρτία; Έως πότε θά παρακολουθείς τά βήματα τής ψυχής καί τοΰ σώματός μας νά μάς οδηγούν σέ τόπους μακριά άπό Σένα τόν Θεό μας; Έως πότε, Κύριε, θά έπιτρέπεις νά συνεχίζονται τά βάσανά μας καί οί δοκιμασίες μας; Έως πότε;...
Ένας δρόμος ύπάρχει γιά τόν καθένα μας: Αύτός τοΰ Δαβίδ. Αύτός πρέπει νά είναι ό δρόμος μας: Σέ περιμένω, Κύριε, νά μέ οδηγήσεις κοντά σου, γιατί είμαι δικό σου παιδί. Νά μέ οδηγήσεις μέ ειρήνη, μέ άλαλαγμούς χαράς καί έλπίδας.
Ας καταλήξουμε καί έμεΐς μαζί μέ τόν Δαβίδ: Στις θλίψεις μου θά έπικαλοϋμαι τόν Θεό μέ πόνο, θά φωνάζω μέ πίστη, καί τό έλεος τοΰ Θεοϋ θά μέ σώσει. Καί άς ομολογήσουμε στό τέλος ολόψυχα: «Αινείτε αύτόν έν κυμβάλοις εύήχοις, αινείτε αύτόν έν κυμβάλοις άλαλαγμοΰ»!

Η απελπισία και η αναισθησία είναι μεγάλες παγίδες για τη ζωή μας!

Πολλές είναι οι παγίδες τού εχθρού μας, αλλά δύο είναι αυτές που χρησιμοποιεί περισσότερο ο διάβολος για να παρασύρει τον άνθρωπο στον όλεθρο. Η πρώτη ονομάζεται απελπισία και η δεύτερη αναισθησία. Με την απελπισία εισηγείται ότι λόγω των αμαρτιών του ο άνθρωπος είναι πλέον χαμένος. Ότι δεν υπάρχει σωτηρία. 
Με την πνευματική αναισθησία αφήνει τον άνθρωπο να ζει μέσα στην πλάνη και στην αίρεση και να πιστεύει ότι από εκεί που βρίσκεται θα σωθεί. Αν και εντελώς αντίθετη η μία κατάσταση της άλλης, έχουν όμως κοινή βάση και κοινά τα αποτελέσματα, αφού και οι δύο απορρίπτουν την σώζουσα μετάνοια και την εκζήτηση της σωτηρίας που απέρρευσε από τον Σταυρικό θάνατο του Υιού τού Θεού.

Αλλά όσοι αποτελούμε συνειδητά μέλη τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας δεν θα πρέπει ούτε να απελπιζόμαστε, αλλά ούτε και να εφησυχάζουμε, αφού η σωτηρία μας είναι ασφαλής και εγγυημένη. Και είναι εγγυημένη διότι την εγγυώνται ο θάνατος και η ζωή τού Χριστού.

Ουδέποτε ο άνθρωπος θα μπορούσε να συλλάβει με την πεπερασμένη του διάνοια το μοναδικό αυτό γεγονός, τον σταυρικό δηλαδή θάνατο του Ιησού Χριστού. Το δε συγκλονιστικό είναι ότι την σταύρωση την ενεργεί ο αμαρτωλός και ένοχος άνθρωπος, χάριν τού οποίου και αντί τού οποίου αποθνήσκει ο Χριστός. Τώρα πλέον ο ταλαίπωρος άνθρωπος σώζεται από τον πόνο, την θλίψη και τον αιώνιον θάνατον που φέρει ως αποτέλεσμα η αμαρτία.

Δεν είναι καθόλου απλή υπόθεσις η αμαρτία όπως νομίζουν αρκετοί και παίζουν μαζί της. Πρόκειται περί επαναστάσεως και έχθρας εναντίον τού Δημιουργού, γι' αυτό και πρέπει ευκαίρως ακαίρως να τονίζεται το γεγονός ότι η κατάρα αυτή αποτελεί χωρισμό τού ανθρώπου από τον Τριαδικό Θεό.

Αλλά σ' αυτό ακριβώς το σημείο τής αποστασίας φανερώνεται η ανέκφραστη αγάπη τού Θεού και εκδηλώνεται το προαιώνιο σχέδιο της σωτηρίας.

Και όπως θεοπνεύστως τονίζει στο Απ. Ανάγνωσμα ο Απ. Παύλος “Εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου τού Υιού αυτού”. Ο θάνατος αυτός του Χριστού, όχι μόνο σταμάτησε το κακό αλλά εξιλέωσε τον άνθρωπο ενώπιον του Θεού και επήλθε συμφιλίωσις τελεία και ολοκληρωτική. Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα εάν όντως θελήσει να ανέλθει και πάλιν στο “αρχαίον κάλλος”!

Αλλά ενώ έτσι έχει η κατάστασις· ενώ η αγάπη τού Θεού Πατρός διά της Θυσίας τού Υιού Του και της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος άνοιξε τον δρόμο για την σωτηρία και τον εξαγιασμό τού ανθρώπου, βλέπουμε ότι εμείς οι ίδιοι γινόμαστε το εμπόδιο στην ευλογημένη αυτή πορεία προς τον φωτισμό και την θέωση. Αισθανόμαστε όχι λίγες φορές την αμαρτητική ροπή μέσα μας ως μαγνήτη τού διαβόλου να μας αποσπά από τα ύψη τής Χάριτος και να μας προσκολλά στην ύλη τής φθοράς και στον πνευματικό θάνατο μέσω των αισθήσεων και των ποικίλων παθών και αδυναμιών.

Και το αποτέλεσμα αυτής τής καταστάσεως είναι η ενοχή, οι τύψεις και η συναίσθηση ότι ελυπήσαμε την σταυρωμένη αγάπη και αθετήσαμε τις ιερές υποσχέσεις τού βαπτίσματος. Τότε όμως είναι που δεν πρέπει να παραιτούμαστε από τον αγώνα μας. Όσο κι αν τα κύματα μας κτυπούν, τόσο και περισσότερο θα ελπίζουμε. Και τούτο, διότι ο Χριστός παρεμβαίνει μεταξύ ημών και του Θεού Πατρός ως αιώνιος Λυτρωτής μας.

Ο θάνατός Του μας συμφιλίωσε με τον Θεό και η ζωή Του μας εξασφαλίζει και εγγυάται την σωτηρία μας. Αυτό ακριβώς τονίζει και η αποστολική φράσις “σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού”.

Και αυτά μεν για ό,τι έκαμε ο Θεός για τον άνθρωπο. Εάν όμως εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύσουμε και δεν εργασθούμε την σωτηρία μας διά της μετανοίας και της εν γένει Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής ζωής, η θυσία τού Χριστού από μόνη της δεν είναι δυνατόν να μας σώσει. Απαιτείται και η εκ μέρους τού ανθρώπου πίστις και αποδοχή τού σωτηριώδους έργου τής Αγίας Τριάδος. Αυτό όμως το σχέδιον της σωτηρίας δεν ενεργοποιείται ούτε εάν ο άνθρωπος δεν το θέλει, ούτε εάν βρίσκεται εκτός τού Σώματος του Χριστού. Εκτός τής Αγίας μας Ορθοδοξίας. Έτσι λοιπόν καταλήγουμε στο ότι όχι μόνο όσοι ζούνε μέσα σ' ένα πνεύμα αναισθησίας δεν σώζονται, αλλά εγκληματούν και όσοι ορθόδοξοι και μάλιστα “ποιμένες” Ορθόδοξοι διακηρύσσουν ότι υφίστανται και άλλες σώζουσες “Εκκλησίες” εκτός αυτής τής Ορθοδόξου. Πρόκειται δηλαδή είτε περί αφελών και αγραμμάτων περί τα Θεολογικά και την Δογματική – Πατερική διδασκαλία, είτε περί συνειδητών προδοτών που ως άλλοι λύκοι εν δορά προβάτου κατεργάζονται την φθοράν τού ποιμνίου.

Όσοι μάλιστα εκ των πιστών παρακολουθούν τα οικουμενιστικά τεκταινόμενα, διαπιστώνουν ότι ολονέν και περισσότερο η λαίλαπα αυτή ισοπεδώνει την ορθόδοξον συνείδησιν, ενώ από την άλλην προσφέρει τα μαξιλαράκια τού διαβόλου σε όσους εκτός Εκκλησίας θα ήθελαν να ενταχθούν στο Σώμα τού Χριστού. Με δυο λόγια οι Οικουμενιστές παίζοντας ρόλον διαβόλου, επί της ουσίας καταστρατηγούν το σχέδιον της σωτηρίας. Και επειδή φθάσαμε στο σημείο να αθετείται η πίστις υπό των υπευθύνων ταγών και να προδίδεται η παρακαταθήκη, κρίνεται αναγκαίον όσοι πιστοί, να απαιτούν και να ελέγχουν τα πιστεύω όσων αυθαιρέτως μάς “εκπροσωπούν” στις οικουμενιστικές συνάξεις και υπογράφουν αντί ημών κείμενα τα οποία είναι όλως απαράδεκτα από δογματικής, νομοκανονικής και Ορθοδόξου βιωματικής απόψεως.

Αυτό το αίμα τού Χριστού, μας εξαγνίζει, μας φωτίζει, μας ενδυναμώνει, μας εξαγιάζει και μας καθοδηγεί, δια των Αγίων τής Εκκλησίας μας, στο να αρνηθούμε την τακτική των ριψάσπιδων οικουμενιστών και εντός και μόνο εντός τής Εκκλησίας μας (ουδέποτε στα σχίσματα και στις ποικίλες αντικανονικές καταστάσεις) να ακολουθούμε την Αποστολική και Πατερική Παράδοση που αυτή και μόνο αυτή οδηγεί στη σωτηρία. 

Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου


Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ για την γιόγκα


Ἐν Πειραιεῖ τῇ 19ῃ Ἰουνίου 2015
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ἀπέστειλε τήν ἀκόλουθη ἀνακοίνωση περί τῆς ἀποκρυφιστικῆς ἰνδουϊστικῆς γιόγκα διά νά ἀναγνωσθῆ τήν Κυριακή 21 Ἰουνίου στούς Ἱ. Ναούς τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφερείας Πειραιῶς.
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η
Ἀδελφοί προσφιλέστατοι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἠγαπημένα,
Στό πλαίσιο τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία στήν Ἑλλάδα εἶναι συνταγματικῶς κατοχυρωμένη καί σεβαστή, ἀλλά καί τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης γιά τήν ἀποφυγή δημιουργίας κλίματος θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη καθιέρωση ἀπό τόν ΟΗΕ τῆς 21ης Ἰουνίου ὡς «Παγκόσμιας Ἡμέρας Γιόγκα» καί τῆς σχετικῆς ἀνακοινώσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού ὑπενθυμίζει πρός τό χριστεπώνυμο Πλήρωμα ὅτι: ἡ «Γιόγκα ἀποτελεῖ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς θρησκείας τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ, ἔχει ποικιλομορφία σχολῶν, κλάδων, ἐφαρμογῶν καί τάσεων, καί ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ «εἶδος γυμναστικῆς» καί ὡς ἐκ τούτου ἡ «Γιόγκα» τυγχάνει ἀπολύτως ἀσυμβίβαστη μέ τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Πίστη μας καί δέν ἔχει καμία θέση στή ζωή τῶν Χριστιανῶν», ἡ Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς μέ ἀφορμή τήν ὓπαρξη Κέντρων Γιόγκα στά γεωγραφικά ὅριά της ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως ὅτι:
Ι. Ἡ Γιόγκα ἐτυμολογικά προέρχεται ἀπό τό σανσκριτικό yuj (γιού) πού σημαίνει «σύζευξη» καί «ἓνωση» τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἀπρόσωπο Ἀπόλυτο Ἓνα τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ καί τῶν Ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Ἑπομένως ἡ Γιόγκα δέν εἶναι ἁπλή καί ἀθώα μέθοδος χαλάρωσης, δέν εἶναι τρόπος ἀποβολῆς τοῦ ἂγχους, δέν εἶναι μέθοδος σωματικῆς εὐεξίας, ὅπως διαφημίζεται, ἀλλά στάδιο τοῦ ἰνδουϊστικοῦ διαλογισμοῦ πού συνδέεται μέ τήν ἀντιχριστιανική θεωρία τῆς μετεμψύχωσης καί τίς διαμονικές θεότητες Βισνοῦ, Κρίσνα καί Σίβα. Προσφάτως ἡ ἀνθρωπότης πληροφορήθηκε ἀπό τά διεθνῆ εἰδησεογραφικά πρακτορεῖα ὅτι στίς Ἰνδίες ἔγινε ἀνθρωποθυσία μέ ἀποκεφαλισμό ἑνός πεντάχρονου παιδιοῦ στή δαιμονική ψευδοθεά Κάλι τοῦ Ἰνδουϊστικοῦ πανθέου. Στό πολύπαθο Ἰνδουϊστικό Νεπάλ λίγες μέρες πρό τοῦ καταστροφικοῦ σεισμοῦ τῶν 7,8 ρίχτερ εἶχε συμβεῖ ἕνα ἀνείπωτο θρησκευτικό ἔγκλημα, εἶχαν σφαγιαστεῖ σάν θυσίες στούς ἰνδουϊστικούς ψευδοθεούς πού εἶναι δαιμόνια 250.000 ζῶα.
Στίς διάφορες σχολές Γιόγκα διαπιστώνουμε τήν ἂμεση ἐξάρτηση τῶν ἀσκουμένων ἀπό ἰνδουϊστή δάσκαλο (γκουρού ἤ γιόγκι) πού τούς καθοδηγεῖ καί τούς ἀλλάζει τό ὀρθόδοξο χριστιανικό τους ὂνομα. Οἱ διάφορες τεχνικές τῆς Γιόγκα δέν ἔχουν σχέση μέ τήν ἐπιστήμη, ἀντίθετα ἔχουν τά χαρακτηριστικά τῆς μαγείας. Ἡ ἐνασχόληση μέ τήν Γιόγκα κρύβει ψυχικούς καί σωματικούς κινδύνους. 
ΙΙ. Ἡ «Νέα Ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου», πού πολεμᾶ τήν Mίαν, Ἁγίαν, Kαθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, τήν Ὀρθοδοξία μας, κατακλύζει τήν χώρα μας μέ τήν προβολή τῆς Γιόγκα γιά νά παραπλανήσει μέ τό δαιμονικό δόγμα πώς ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιοι δρόμοι πού ὁδηγοῦν στόν ἴδιο σκοπό.
ΙΙΙ. Στά στάδια τῆς Γιόγκα ὁ ἀσκούμενος ἐγκαταλείπει κάθε πράξη, ἐπιθυμία καί κίνηση μέ συγκεκριμένες δαιμονικές πρακτικές. Ἔτσι ἀπομονώνεται ἀπό τόν ἐξωτερικό κόσμο, νομίζει ὅτι στρέφεται στό ἐσωτερικό του κόσμο καί προσπαθεῖ νά ἀποκλείσει κάθε ἄλλη αἴσθηση. Ἐνῶ στά πρῶτα στάδια ὁ ἀσκούμενος στή δαιμονική γιόγκα διατηρεῖ ὁρισμένα στοιχεῖα συνειδητότητας, στά τελευταῖα στάδια χάνει τήν αὐτοσυνειδησία του, δέν ἀντιλαμβάνεται οὔτε χρῶμα, οὔτε ὀσμή, οὔτε ἦχο, οὔτε ἀφή, οὔτε τόν ἑαυτό του, οὔτε κανέναν ἄλλον. Αὐτή τήν ἀνυπαρξία καί ἀφασία θεωρεῖ ἡ Γιόγκα «λύτρωση». Κατά τήν διάρκεια τῶν ἀσκήσεων μπορεῖ νά ἐμφανισθοῦν στόν ἀσκούμενο παραφυσικά φαινόμενα μέ δαιμονική προέλευση ὅπως "τηλεπάθεια", μετεωρισμός, ἐπικοινωνία μέ πονηρά πνεύματα κ.λ.π. Ὅλα αὐτά ἐπιβεβαιώνουν ὅτι οἱ χῶροι τῆς Παραψυχολογίας, τῆς Γιόγκα καί γενικότερα τῶν ποικίλων μορφῶν διαλογισμοῦ πού ἀλληλοϋποστηρίζονται ἔχουν τίς βάσεις τους στόν ἀποκρυφισμό δηλαδή στόν δαιμονισμό.
Καλοῦμε τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς καί κυρίως τούς νέους ν’ ἀντισταθοῦν στά ἰδεολογικά προστάγματα τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, νά συνδεθοῦν μέ τήν Ἐνορία τους καί τούς Ἱερεῖς τους γιά νά γνωρίσουν τήν ὀρθόδοξη ἂσκηση καί πνευματικότητα.
Ἡ ἐνασχόληση μέ τήν Γιόγκα εἶναι γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἀσυμβίβαστη μέ τήν διδασκαλία καί τά δόγματα τῆς Πίστεώς μας ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἂρνηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁδηγεῖ στό δαιμονισμό.

Μέ θερμές Πατρικές εὐχές
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Οι Λαοί χάνονται, όταν χάσουνε την ιστορική τους μνήμη και ποδοπατήσουν τους νόμους τους πνευματικούς

Ομιλία που δόθηκε σε εκδήλωση μνήμης των μαρτύρων της Άλωσης και των θυμάτων της Κεμαλικής θηριωδίας.

Σεβαστοί πατέρες, κύριε δήμαρχε, συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, αγαπητά μου παιδιά,
Ο μήνας Μάιος, για εμάς τους Έλληνες, είναι ο μήνας της μνήμης.
Στις 19 Μαΐου μνημονεύουμε τα θύματα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και στις 29 τους υπερασπιστές της Πόλης.

Ίσως κάποιοι από εμάς να αναρωτηθούν: Μέσα σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, που καταστρέφεται και λεηλατείται η ζωή μας και που η λέξη μνήμη έχει ταυτισθεί με την λέξη μνημόνιο, τι νόημα έχει, άραγε, να γιορτάζονται γιορτές Μνήμης;
Ξέρετεποια είναι, σήμερα, η συχνότερη αρρώστια στον κόσμο;
Κάποιοι θα πουν ο καρκίνος, κάποιοι άλλοι τα εμφράγματα.
Και όμως, στις ημέρες μας, η πιο συχνή αρρώστια είναι το Αλτσχάιμερ. Όσοι έχετε έλθει σε επαφή είτε στο οικογενειακό σας περιβάλλον είτε στον ευρύτερο κοινωνικό σας περίγυρο με ασθενή, που πάσχει από Αλτσχάιμερ, δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά λόγια, για να περιγράψουμε, το πώς καταντάει ο άνθρωπος, όταν η μνήμη του διαγράφεται εντελώς και αντικαθίσταται από ένα απέραντο κενό.
Ο δικός μας άνθρωπος, πολλές φορές μέσα σε λίγα λεπτά, ξεχνάει τα παιδιά του, τα αδέλφια του, τους γονείς του, το σπίτι του, τους φίλους του, και το πιο οδυνηρό απ’ όλα, ξεχνάει τον ίδιο του τον εαυτό, δεν ξέρει ποιος είναι, από πού κατάγεται και για πού πορεύεται.
Με την διαγραφή της μνήμης επέρχεται τέτοια κατάρρευση της προσωπικότητας, που καθιστά τον άνθρωπό μας, κυριολεκτικά ανάπηρο. Θα λέγαμε, νεκρό.
Αυτά, στον μεμονωμένο άνθρωπο.
Ας αναλογιστούμε τώρα, τι μπορεί να συμβεί σε έναν ολόκληρο Λαό, στην περίπτωση που μολυνθεί από τον ιό της αμνησίας.
Στην περίπτωση, δηλαδή, που για κάποιους λόγους -δικής του ή ξένης υπαιτιότητας- χάσει την συλλογική του ιστορική μνήμη και στον σκληρό του δίσκο προκύψει το απόλυτο κενό ή ενδεχομένως να εγκατασταθεί κάποια μνήμη, αλλά άλλη μνήμη. Εντελώς ξένη από εκείνη που σβήστηκε.
Εδώ τώρα, θα έχουμε να κάνουμε με έναν Λαό, που, όχι μονάχα δεν θα ξέρει ποιος ακριβώς είναι, όχι μονάχα δεν θα ξέρει από πού έρχεται και προς τα πού τραβάει, αλλά, το χειρότερο, θα ψάχνει για κηδεμόνα -όποιον και νάναι- θα ψάχνει για τρόϊκα, όχι μονάχα οικονομικής, αλλά προπάντων πνευματικής χειραγώγησης.
Ας είναικαι χειροπόδαρα δεμένος, ας είναι και με το στόμα κλειστό, ας είναι και πεινασμένος λαός, ας είναι και άνεργος και ανασφάλιστος και αμόρφωτος και αναλφάβητος. Τι τον νοιάζει, άλλωστε; Αφού δεν διαθέτει δεδομένα για τίποτε και για κανέναν. Ζει μονάχα για την στιγμή.
Του φτάνει, λοιπόν, να έχει κάποιον από πάνω του, να τον προστάζει σε κάθε του βηματισμό, να του ορίζει κάθε του αναπνοή, να κανονίζει τα πάντα για την ζωή του, όχι βέβαια με την δική του θέληση –διότι αυτή δεν υπάρχει πια- αλλά όπως βολεύει και όπως συμφέρει στον τυχόντα προκύψαντα προστάτη.
Ένας τέτοιος Λαός, χωρίς μνήμη, χωρίς ταυτότητα εθνική και πολιτισμική, για ποιόν λόγο να διαμαρτυρηθεί; Για ποιόν λόγο να αντισταθεί; Για ποιόν λόγο να διεκδικήσει; Ζει δεν ζει, το ίδιο του κάνει.
Να πώςεπέρχεται ο θάνατος ενός ολόκληρου Λαού.
Με την λοβοτομή της συλλογικής του ιστορικής μνήμης. Με το ξερίζωμα της μνήμης του.
Καταλαβαίνουμε τώρα, γιατί εμείς οι Έλληνες συνεχίζουμε, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς - και προπάντων σε αυτούς τους καιρούς- να κάνουμε γιορτές μνήμης;
Προλαβαίνω την απορία σας.
Καλά, κυκλοφορεί ιός, από τον οποίο κινδυνεύει να μολυνθεί ο σκληρός δίσκος της συλλογικής μας ιστορικής μνήμης και να χάσουμε όλα τα δεδομένα;
Υπάρχουνδυνάμεις και συμφέροντα, που ενδιαφέρονται για την κατάργηση ή την αλλοίωση της ιστορικής και εθνικής μας μνήμης;
Ναι,φίλοι μου, υπάρχουν.
Και όχι μονάχα υπάρχουν, αλλά και πολεμάνε με μανία, νύχτα και μέρα ακατάπαυστα.
Κάποιοι από το ακροατήριο ενδεχομένως θα αναρωτηθούν. Καλά, και με ποιους τρόπους, με ποια μέσα και με τι προσωπικό επιχειρείται αυτή η επίθεση εναντίον της πολιτισμικής και εθνικής μας ταυτότητας μνήμης;
Τα μέσα, φίλοι μου, είναι πολυάριθμα και ποικίλουν. Όσο για το υπηρετικό τους προσωπικό, αρκεί να πούμε, ότι σχεδόν πάντοτε είναι εγχώριας προέλευσης. Ιθαγενείς.
Μερικά παραδείγματα θα μας βοηθήσουν, να κατανοήσουμε καλύτερα το θέμα.
(1). Πρώτη μέθοδος για το ξήλωμα της ιστορικής μνήμης ενός λαού, είναι η αποσιώπηση σημαντικών και ιδιαίτερα κομβικών ιστορικών του γεγονότων.
Παράδειγμα πρώτον:
Πόσοιαπό εμάς γνωρίζουμε-διότι υποτίθεται ότι μας το δίδαξαν στο σχολείο- ότι η Άλωση της Πόλης δεν έγινε στην πραγματικότητα το 1453, αλλά έγινε στα 1204 από τα τότε συμμαχικά στρατεύματα των δυτικών, δηλαδή, από τους λεγόμενους σταυροφόρους;
Πόσοιαπό εμάς γνωρίζουμε-διότι υποτίθεται πως μας το δίδαξαν στο σχολείο- ότι με τις ευλογίες του πάπα οι Φράγκοι και οι σύμμαχοί τους στα 1204 κατέστρεψαν την Πόλη ολοσχερώς, την λεηλάτησαν και κουβάλησαν όλα της τα πλούτη στα δικά τους λημέρια;
Πόσοιαπό εμάς γνωρίζουμε-διότι υποτίθεται πως μας το δίδαξαν στο μάθημα της ιστορίας- ότι τα τρία πέμπτα του τότε παγκόσμιου πλούτου ήσαν συγκεντρωμένα στην Κωνσταντινούπολη και ότι από αυτά τα πλούτη, που αρπάχτηκαν το 1204, ιδρύθηκαν οι πρώτες Τράπεζες των σημερινών μας εταίρων;
Καταλαβαίνουμε τώρα, από ποια κεφάλαια παρακαλάμε, να δανειστούμε σήμερα; Από τα δικά μας!!!
Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε-διότι υποτίθεται πως τα σχολικά μας βιβλία το γράφουνε- ότι ο περικαλλής ναός του αγίου Μάρκου στην Βενετία, που όλοι τον θαυμάζουμε, είναι, από τα θεμέλια μέχρι και τα περίτεχνα άλογα στην στέγη του, προϊόν της λεηλασίας της Πόλης μας στα 1204; 
Παράδειγμα δεύτερον.
Αρκετοίαπό το ακροατήριο είστε ποντιακής καταγωγής. Αλήθεια, ακούσατε ποτέ στα σχολειά μας, στα πανεπιστήμιά μας ή σε εκπομπές της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, έστω κάτι, που να αναφέρεται σε γεγονότα του Πόντου κατά την περίοδο της επανάστασης του ’21; 
Τίποτε απολύτως!
Και όμως!Έχει και ο Πόντος το δικό του Κούγκι, έχει και ο Πόντος το δικό του Ζάλογγο, έχει και ο Πόντος το δικό του Αρκάδι.
Η Μπάφρα, περιοχή κατεξοχήν τουρκόφωνη, αλλά με συνείδηση καθάρια ελληνική, από το 1821 μέχρι το 1827 θρήνησε τεσσεράμισι χιλιάδες θύματα. Γιατί; Γιατί πήρανε τα όπλα.
Ή μήπως, διδάσκεται στα σχολειά μας το ένδοξο Ποντιακό αντάρτικο, που εκδηλώθηκε από το 1914 έως το 1922, για την υπεράσπιση της αγίας Γης του Πόντου, για την προστασία των ιερών και οσίων από την θηριωδία του Κεμάλ;
Τα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αποσιώπησης κομβικών ιστορικών γεγονότων είναι άπειρα, αλλά ο χρόνος μας πιέζει.
Πάμε να δούμε, τι άλλο μηχανεύονται οι εχθροί μας και ο κακός μας εαυτός, για να καταργήσουν την ιστορική μας μνήμη.
(2). Δεύτερη μέθοδός τους είναι η διαστρέβλωση σπουδαίων ιστορικών γεγονότων.
Παράδειγμα πρώτον.
Στα σχολικάμας βιβλία, πώς μας παρουσιάζουν την περίοδο της λεγόμενης βυζαντινής ιστορίας; Μαύρη και απολίτιστη. Θαρρείς και δεν είναι τίποτε άλλο από μηχανορραφίες, από διαβολές, από φατριασμούς, από δολοφονίες, σωστό σκοτάδι. Μη τυχόν και αποκαλυφθεί η υπεροχή του Ρωμαίικου πολιτισμού απέναντι στο ερεβώδες σκότος του ευρωπαϊκού μεσαίωνα.
Αυτό όμως, είναι το Βυζάντιο; Αυτή είναι η Ρωμανία, η ελληνική αυτοκρατορία της Ανατολής;
Καλάπου ήρθε ένας Ράνσιμαν, ένας πραγματικός τζέντλεμαν, και έβαλε τα πράγματα στην θέση τους. Και μέσα από το μοναδικό και ανεκτίμητο συγγραφικό του έργο, που αναφέρεται στο Βυζάντιο, ανέδειξε το μεγαλείο του Βυζαντινού πολιτισμού και αποστόμωσε όλους εκείνους, που αποπειράθηκαν, να αλλοιώσουν τα γεγονότα και να σβήσουν έτσι κάθε μνήμη φωτεινή από τον δικό μας Τρόπο, τον Ρωμαίικο. Τελικά, όπως λέει χαρακτηριστικά και ο πολύς Ρωμηός Φώτης Κόντογλου, το θέλουμε το Βυζάντιο ή δεν το θέλουμε;
Πόσοιαπό εμάς έχουνε διδαχθεί στα σχολεία τους, ότι στα 1100, τότε δηλαδή που οι πρόγονοι των σημερινών μας εταίρων ούτε καν υποψία είχαν κοινωνικής πρόνοιας, εμείς στην Κωνσταντινούπολη διαθέταμε σε υποδειγματική λειτουργία δημόσιο Νοσοκομείο;
Πόσοιαπό εμάς έχουμε διδαχθεί στα πανεπιστήμιά μας, ότι στο δημόσιο αυτό νοσοκομείο της Κωνσταντινουπόλεως υπηρετούσε και γιατρός γυναίκα, ενώ στην λεγόμενη πολιτισμένη Δύση γυναίκα γιατρός πρωτοεμφανίστηκε μόλις το 1847, δηλαδή, οκτακόσια ολόκληρα χρόνια μετά;
Παράδειγμα δεύτερον.
Οι φίλοι μας οι Δυτικοί και οι πρόθυμοι ιθαγενείς συνεργάτες τους, εδώ και διακόσια χρόνια, για λόγους γεωπολιτικούς κυρίως, αλλά και θεολογικούς, έχουν λυσσάξει, να πλήξουν την ιστορική μας μνήμη, περιγράφοντας ανύπαρκτο ρήγμα στην αδιάλειπτη ιστορική μας συνέχεια.
Και τι κάνουν; Επιστρατεύοντας την τεχνική της διαστρέβλωσης, από την μια μεριά, μας κολακεύουν υπερτονίζοντας την απ’ ευθείας καταγωγή μας από την Αρχαίους Έλληνες –λες και προκύψαμε στα 1821 από παρθενογένεση- ενώ από την άλλη, κρύβουν ή διαστρεβλώνουν κάθε ιστορική πληροφορία, που αποδεικνύει τον φυσικό και πολιτισμικό μας σύνδεσμο με το Βυζάντιο.
Δεν θέλουννα συνδεόμαστε φυλετικά και πολιτισμικά με την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την Ρωμηοσύνη. Γι’ αυτό και δεν άφησαν ρουθούνι ελληνικό στον Πόντο και την Μικρά Ασία. 
Γι’ αυτόκαι έβγαλαν στα γρήγορα από την μέση τον Καποδίστρια, τον έναν και μοναδικό μας Κυβερνήτη, διότι ο Καποδίστριας ήταν ο ηγέτης, που οραματιζόταν μια Ελλάδα με επίγνωση της ιστορικής της συνέχειας, μια Ελλάδα Ορθόδοξη, μια Ελλάδα της Ρωμηοσύνης, μια Ελλάδα, που να έχει γνώση και να βιώνει την πνευματική και πολιτισμική της υπεροχή έναντι της αποδεδειγμένης βαρβαρότητας των απογόνων του Καρλομάγνου.
(3). Μία τρίτη μέθοδος εξάλειψης της ιστορικής μας μνήμης είναι η επίθεση εναντίον των μοναστηριών μας.
Πόσοι από εμάς έχουμε διδαχθεί στα σχολεία ή στα πανεπιστήμιά μας, ότι η πρώτη απόφαση των Βαυαρών, μετά το ’21, που ήθελαν όχι απλώς να μας κυβερνήσουν, αλλά να αφανίσουν εντελώς κάθε ίχνος Ρωμηοσύνης, δηλαδή Ορθόδοξης Ελληνικότητας, ήταν το κλείσιμο τριακοσίων πενήντα Ορθόδοξων μοναστηριών της πατρίδας μας;
Αναρωτιέστε,γιατί το έκαναν; Διότι τα μοναστήρια μας λειτουργούσαν ως αναχώματα αντίστασης στα δόλια σχέδιά τους. Διότι μέσα στα μοναστήρια μας, εδώ και αιώνες, κρατιέται η ιστορική μας μνήμη ζωντανή, φυλάσσονται ακέραια τα τιμαλφή του Γένους μας. Η ιστορία, η γλώσσα, οι παραδόσεις μας και προπάντων η γνησιότητα του Πνεύματος των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. 
Όσοι από εσάς πάτε προς τα Γιάννενα και επισκεφθείτε την ιερά μονή του αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών, που βρίσκεται στο νησάκι της λίμνης, θα το καταλάβετε αυτό καλύτερα.
Ξέρετε ποιους θα δείτε εκεί, ζωγραφισμένους ανάμεσα στους προφήτες και τους αγίους; Τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο, τον Σόλωνα και μερικούς άλλους ακόμα αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.
Από το1204, από τότε δηλαδή που ιδρύθηκε, μέχρι και το 1912, που τα Γιάννενα ελευθερώθηκαν από τους Τούρκους, μέσα στο μοναστήρι αυτό, τα Ελληνόπουλα διδάσκονταν την Πίστη τους, την Ιστορία τους και την Γλώσσα τους κατευθείαν από την φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τον Θουκυδίδη, από τον Πλάτωνα, από τον Όμηρο και την Φιλοκαλία.
Να ποιοςήταν ο ρόλος των μοναστηριών μας στην διάσωση της ιστορικής μας μνήμης. Και να, γιατί οι επίδοξοι οδοστρωτήρες αυτής της Μνήμης, οι Βαυαροί, έδωσαν διαταγή, αφού πρώτα λεηλατηθούν, να κλείσουν και να μην ξανανοίξουν ποτέ. 
Η ίδιαακριβώς τακτική και για τους ίδιους λόγους, τηρήθηκε αργότερα και από τον Μουσταφά Κεμάλ, όταν από το 1908 μέχρι και το 1922 δεν άφησε όρθιο ούτε ένα από τα ιστορικά Μοναστήρια του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Τα μοναστήρια μας, παρά τις δυσκολίες, εξακολουθούν και σήμερα να είναι οι κοιτίδες της αδιάλειπτης ιστορικής μας μνήμης. Γι’ αυτό και οι επιθέσεις εναντίον τους -από ξένους, αλλά και δικούς μας, δυστυχώς- συνεχίζονται μέχρι και στις ημέρες μας.
Πώς;Με την επιβολή αβάσταχτων φόρων, και προπάντων με την τρομοκρατία εις βάρος των μοναχών έτσι, ώστε να πάψουν να μιλάνε για το μεγαλείο της Ρωμηοσύνης, να πάψουν να μιλάνε για την Θεολογία των Πατέρων, και να βουλώνουν τα στόματά τους όταν οι περιστάσεις απαιτούν αντίσταση στις απάτες των εχθρών της Πίστεως και της Πατρίδας μας.
(4). Μία τέταρτη μέθοδος εξάλειψης της ιστορικής μας μνήμης έχει να κάνει με το σύστημα της τοπικής μας αυτοδιοίκησης.
Μετά το 1830, οι Βαυαροί, οι οποίοι σχεδίαζαν, μέσα από το σβήσιμο της ιστορικής μας μνήμης, να μας μετατρέψουν σε μια ακόμα προτεστάντικη επαρχία της Ευρώπης -ή μήπως δεν το βλέπουμε και στις μέρες μας αυτό- κανόνισαν, εκτός από τα μοναστήρια, να αφανίσουν και το παραδοσιακό μας σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης. Και τι έκαναν.
Κατάργησαντις ιστορικές μας Κοινότητες και ίδρυσαν τις Νομαρχίες. Το σύστημα από Ρωμαίικο μεταλλάχθηκε σε Φράγκικο. Από το πρόσωπο περάσαμε στο άτομο. Από την σχέση, στην συνύπαρξη.
Με τις κοινότητές μας, όμως, είχαμε και δάσκαλο της δικής μας επιλογής, είχαμε και παπά βγαλμένο από τα δικά μας σπλάχνα, και αλληλεγγύη του δικού μας τρόπου –οι φτωχοί τα μικρά χαράτσια, οι πλούσιοι τα μεγαλύτερα- και γιατρό και αστυνόμο και δικαστή του δικού μας ήθους. Του Ρωμαίικου.
Είχαμε μια αυτονομία αξιοζήλευτη.
Όσοιείστε αυτοδιοικητικοί, θα ξέρετε καλύτερα από όλους μας, ότι οι Νομαρχίες, που αντικατέστησαν τις κοινότητές μας, ήταν πολύ μεγάλες, για να λύσουν τα μικρά και πολύ μικρές, για να λύσουν τα μεγάλα.
Πάντωςη ζημιά έγινε. Και ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, με τον ’’Καποδίστρια’’ και τον ’’Καλλικράτη’’ –τι ύβρις κι αυτή- μέσα στην χαώδη απεραντοσύνη των σημερινών δήμων μαμούθ, η κοινωνική συνοχή και η συνοχή της συλλογικής μας ιστορικής μνήμης έχουν , δυστυχώς, κλονισθεί ακόμη περισσότερο.
Όσοκι αν μας κακοφαίνεται, τα χωριά μας δεν διοικούνται πλέον από εμάς. Ό, τι κι αν γίνεται σήμερα μέσα στα όρια της τοπικής μας αυτοδιοίκησης, όχι μονάχα σε επίπεδο οικονομικό, αλλά προπάντων σε επίπεδο πνευματικό, ηθικό, ακόμα και εκκλησιαστικό, στην πραγματικότητα δεν ορίζεται εξ ολοκλήρου από εμάς.
Είναι τόσοαφόρητες οι πιέσεις, που δεχόμαστε από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο των Βρυξελλών, που δεν ξέρω, εάν υπάρχουν σήμερα Άντρες ικανοί και αποφασισμένοι, σε όλα τα επίπεδα των ηγεσιών μας, να αντισταθούν και να βάλλουν σε εφαρμογή τις αρχές και τα ιδεώδη ενός όντως ’’Καποδίστρια’’ και ενός όντως ’’Καλλικράτη’’. Και όχι να χρησιμοποιούμε τα ονόματά τους διακωμωδώντας τα και εκθέτοντάς τα.
Αλλά, πούνα βρεθούνε σήμερα Καποδίστριες και Καλλικράτες, όταν τα υποδειγματικά πρότυπα τέτοιων Ανδρών έχουν αποκλεισθεί εντελώς από τις σελίδες των σχολικών μας βιβλίων;
Πόσοι από εμάς έχουμε διδαχθεί στα σχολικά μας θρανία Μάρκο Ευγενικό, Ιωσήφ Βρυέννιο, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Γεννάδιο Σχολάριο, Κοσμά Αιτωλό, Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη, Εμμανουήλ Παπά, Χρυσόστομο Σμύρνης, Γερμανό Καραβαγγέλη, Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, Τάσο Παπαδόπουλο, για να ξέρουμε, πώς να σταθούμε απέναντι στην υποκρισία των δυτικών, πώς να αγωνιστούμε για την δικαίωση των μαρτύρων του Ελληνικού Πόντου, πώς να απαντήσουμε στα ψεύδη και τις απάτες του πάπα και των δήθεν εταίρων μας, και πάνω απ’ όλα, πώς να κρατήσουμε τον Λαό μας δυνατόν και ενωμένο;
(5). Να, λοιπόν, ποια είναι και η πέμπτη μέθοδος αφανισμού της ιστορικής μας μνήμης. Ο αποκλεισμός των προϋποθέσεων για την ανάδειξη Ανδρών, με άλφα κεφαλαίο. Ανδρών, που ξέρουν και είναι αποφασισμένοι, να αντισταθούν.
(6). Σε μια ακόμα τακτική θα αναφερθούμε, και με αυτή θα κλείσουμε τον ατέλειωτο κατάλογο των μεθοδεύσεων ποδοπάτησης της ιστορικής μας μνήμης, η οποία τακτική, σχετίζεται με την προηγούμενη και έχει να κάνει επί τουρκοκρατίας με τους γενίτσαρους και σήμερα, επί νέας γερμανοκρατίας, με την αναγκαστική μετανάστευση της νεολαίας μας.
Τι κάνει σήμερα ο Γερμανός εντεταλμένος για θέματα Ελλάδας;
Με το πρόσχημα της οικονομικής μας κατάρρευσης, μέσα σε τρία χρόνια, αρπάζει δεκαέξι χιλιάδες νέους διακεκριμένους γιατρούς –δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής αφρόκρεμας της πατρίδας μας- και τους βάζει να δουλέψουν υπό καθεστώς αυστηρά γερμανικής νοοτροπίας, αλλοιώνοντας έτσι μεθοδικά το ελληνορθόδοξο φρόνημά τους και μετατρέποντάς τους βάσει σχεδίου, όπως έλεγε και ο Καποδίστριας, σε σύγχρονους γενίτσαρους.
Ποιοςαπό όλους αυτούς θα γυρίσει πίσω στην πατρίδα –αν γυρίσει ποτέ- αναλλοίωτος και ανεπηρέαστος; 
Με το πρόσχημα της ανεργίας, αρπάζει επίσης από τα χωριά μας, καθ’ ομάδες, τα ανοχύρωτα πνευματικώς παιδιά μας, τα βάζει να δουλεύουν στις γερμανικές φάμπρικες και τα εκπαιδεύει να σκέφτονται γερμανικά και να ενεργούν στην ζωή τους όχι ως Έλληνες, αλλά σαν φιλέλληνες.
Κι εμείς, άρχοντες και λαός, εντελώς ανυποψίαστοι, εξ αιτίας της επιχειρούμενης από ετών μνημονικής μας λοβοτομής, χαιρόμαστε και πανηγυρίζουμε κιόλας γι’ αυτό!!!

Πατριώτες και πατριώτισσες,
Δεν ήρθαμε απόψε εδώ, απλά και μόνον, για να θρηνήσουμε την Άλωση της Πόλης και τα θύματα του Κεμαλισμού.
Συγκεντρωθήκαμεστον ωραίο αυτόν τόπο, πρώτον, για να υψώσουμε και να αναδείξουμε το μεγαλείο της Ρωμηοσύνης, δηλαδή, της Ορθοδοξίας μας και της Ελληνικότητάς μας.
Και δεύτερον, για να δοξάσουμε το Πνεύμα, που κράτησε ζωντανό και ολόρθο το Γένος μας στο πέρασμα των αιώνων, και, που δεν είναι άλλο, από το Πνεύμα των ησυχαστών Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δηλαδή, των μεγάλων εκείνων αθλητών του ουρανίου αθλήματος της κάθαρσης, του φωτισμού και της θέωσης.
Εμείς οι Έλληνες είμαστε λαός Μνήμης. Γι’ αυτό και συναχθήκαμε απόψε εδώ με τόση προθυμία. Γι’ αυτό και δεν έχουμε τάφους εμείς οι Έλληνες, αλλά έχουμε μνήματα. Διότι μέσα εκεί είναι συσσωρευμένη όλη η μνήμη της πολυχρόνιας ιστορικής μας διαδρομής.
Ο Εθνικός μας Ύμνος είναι ο μοναδικός Εθνικός Ύμνος σε ολόκληρο τον κόσμο, που είναι αφιερωμένος στην Ελευθερία.
Όλοι οι άλλοι λαοί, στους εθνικούς τους ύμνους, μιλάνε για την ωραία τους πατρίδα και τα κατορθώματά τους.
Είναι άραγε τυχαία η αφιέρωση του Εθνικού μας Ύμνου στην Ελευθερία, την βγαλμένη από τα κόκκαλα τα ιερά;
Τον Φεβρουάριο του 1924, ένα χρόνο, δηλαδή, μετά την ολοκλήρωση της Κεμαλικής θηριωδίας σε Πόντο, Θράκη και Μικρά Ασία -όπως αναφέρεται σε τότε δημοσίευμα- ένα καράβι, ονόματι Ζαν, προερχόμενο από τα Μουδανιά της Ανατολικής Θράκης πιάνει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για ανεφοδιασμό. Τελικός του προορισμός είναι η Μασσαλία.
Το καράβι αυτό κουβαλάει τετρακόσιους τόνους οστών δικών μας ανθρώπων. Πόσο μπορεί να ζυγίζει ένας σκελετός ανθρώπου, για να υπολογίσουμε, με μια απλή διαίρεση, τις χιλιάδες των δικών μας ανθρώπων, που σφαγιάσθηκαν, που κρεμάστηκαν, που αποκεφαλίστηκαν, που βιάστηκαν μέχρι θανάτου, κάτω από τις διαταγές του αιμοσταγούς Μουσταφά Κεμάλ και κάτω από τα παγερά βλέμματα σύνολων των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων;
Απλοίλιμενεργάτες αντελήφθησαν την ιεροσυλία των ξένων και ζήτησαν να μην μεταφερθούν τα οστά αυτά στην Μασσαλία για βιομηχανοποίηση. Τελικά, όμως, με παρέμβαση του Άγγλου προξένου, τα ιερά λείψανα των πατέρων μας έφυγαν για την δήθεν πολιτισμένη Δύση, για να τα κάνουν οι βάρβαροι, σαπούνι και λίπασμα!!!
Η Ελευθερία μας είναι καρπός αυτών των οστών. Είναι βγαλμένη από αυτά τα κόκκαλα τα ιερά.
Γι’ αυτό κι εμείς, ευλαβούμαστε αυτά τα κόκκαλα τα ιερά, εμπνεόμαστε από αυτά και υποσχόμαστε, να διατηρήσουμε μέσα μας άσβεστη για πάντα την μνήμη τους.

Αδέλφια μου,
Όσα συμβαίνουνε στην ζωή μας, πικρά και γλυκά, λυπητερά και χαρούμενα, δεν φανερώνουν τίποτε άλλο, λένε οι Πατέρες, παρά μονάχα την απέραντη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο.
Ο φιλάνθρωπος Θεός, ανάλογα με τα έργα μας, άλλοτε μας επισκέπτεται με την ευδοκία Του, άλλοτε με την μακροθυμία Του και άλλοτε με την παραχώρηση διαφόρων πειρασμών.
Γι’ αυτό και θεωρώ, πως ο καλύτερος τρόπος για να κλείσουμε την αποψινή μας συνάντηση δεν είναι άλλος από μια ειλικρινή και βαθιά αυτοκριτική. Μια αυτοκριτική, την οποία θα αφήσουμε να την κάνει, για λογαριασμό μας, ένας έμπειρος του είδους, ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους μας Ιωσήφ Βρυέννιος, ο οποίος, σε ομιλία του, που εξεφώνησε στο Παλάτι, τριανταπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, μεταξύ των άλλων είχε πει και τα εξής σημαντικά και επίκαιρα:
’’Ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία είναι ολοφάνερος: ’Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι. Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι και οι πάντες αχρείοι. Χάθηκε ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχεύρηται φρόνιμος’’.
Αδέλφια μου,
Τα σημερινά γεγονότα, πόσο επίκαιρο και πόσο αληθινό αναδεικνύουν τον μεγάλο μας δάσκαλο Ιωσήφ Βρυέννιο!
Σήμερα στην Ελλάδα μας, πάνω από 250.000 αγέννητα παιδιά, σφαγιάζονται κάθε χρόνο από τα ίδια μας τα χέρια.
Σήμερα, στην αγιοτόκο πατρίδα μας, η διαστροφή δοξάζεται και η αρετή λοιδορείται.
Σήμερα, στα χώματα του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και του Μεγάλου Φωτίου, ξαναζούμε μια νέα Φεράρα.
Σήμερα, στα ιερά της Πόλης μας πηγαινοέρχονταιοι Φράγκοι, όπως και τότε, καραδοκώντας για το συλλείτουργο της μεγάλης καταστροφής.
Με τέτοιαπνευματική κατάσταση, αλήθεια, τι αναμονές μπορούμε να έχουμε;
Την απάντηση, μας την δίνει και πάλι ο Ιωσήφ Βρυέννιος με τον επίλογο της ομιλίας του: Θα σωθούμε μονάχα διά της μετανοίας.Διαφορετικά, με βάση τους πνευματικούς νόμους, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη, που οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιστάσεις: ’’ Μη πάθοιμεν ά οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν’’. Μην πάθουμε, αυτά που έπαθαν οι Ρωμηοί.
Σας ευχαριστώ.

Φώτης Μιχαήλ, ιατρός
Ασκός, 14 Ιουνίου 2015

ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ (Ψαλμός 32 και σχόλιο του Νικολάου Τζιώγα)



Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, 
ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαών 
καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων·



Ψαλμὸς λα΄ (32ος)

1 ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ· τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις. 2 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψάλατε αὐτῷ. 3 ᾄσατε αὐτῷ ᾆσμα καινόν, καλῶς ψάλατε αὐτῷ ἐν ἀλαλαγμῷ. 4 ὅτι εὐθὴς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, καὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πίστει· 5 ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην καὶ κρίσιν, τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ γῆ. 6 τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν· 7 συνάγων ὡσεὶ ἀσκὸν ὕδατα θαλάσσης, τιθεὶς ἐν θησαυροῖς ἀβύσσους. 8 φοβηθήτω τὸν Κύριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾿ αὐτοῦ δὲ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην· 9 ὅτι αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν. 10 Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· 11 ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. 12 μακάριον τὸ ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ, λαός, ὃν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν ἐαυτῷ. 13 ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· 14 ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, 15 ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας αὐτῶν, ὁ συνιεὶς πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν. 16 οὐ σῴζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν, καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ. 17 ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ οὐ σωθήσεται. 18 ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, 19 ρύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῷ. 20 ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὑπομενεῖ τῷ Κυρίῳ, ὅτι βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς ἡμῶν ἐστιν· 21 ὅτι ἐν αὐτῷ εὐφρανθήσεται ἡ καρδία ἡμῶν, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ ἠλπίσαμεν. 22 γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ.

Σχόλιο:
Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει, ὅτι ἡ Βίβλος τῶν Ψαλμῶν ἔχει περιλάβει ὅ,τι ὠφέλιμο ἀπὸ τὰ ἄλλα θεόπνευστα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης. «Προφητεύει τὰ μέλλοντα· ἱστορίας ὑπομημνήσκει· νομοθετεῖ τῷ βίῳ· ὑποτίθεται (=θέτει ἐνώπιόν μας) τὰ πρακτέα καὶ ἁπαξαπλῶς ταμεῖόν ἐστιν ἀγαθῶν διδαγμάτων, τῷ ἑκάστῳ πρόσφορον κατὰ τὴν ἐπιμέλειαν ἐξευρίσκουσα».
Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ θυμίαμα θὰ ἔπρεπε εἰδικῶς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες νὰ τὸ εἰσπνέουμε σὲ καθημερινὴ βάση. Σήμερα ἡ πατρίδα μας κινδυνεύει, τὰ θηρία τῶν Βρυξελλῶν ὠρύονται, ὁ κόσμος ὅλος βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀναστάτωση, πόλεμοι, σφαγὲς καὶ καταστροφὲς κυριαρχοῦν στὴν καθημερινότητά μας, ἀπειλὲς ἐκτοξεύονται πανταχόθεν καὶ μεγάλη ἀνησυχία γιὰ τὸ αὔριο ἐπικρατεῖ παντοῦ.
Τὸ μεγάλο ἐρώτημα εἶναι: μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μόνοι μας, χωρίς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Κοιτᾶξτε πῶς καταντήσαμε μακρυά Του καὶ ἄς δώσῃ ὁ καθένας μας τὴν ἀπάντηση. 
Γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ὅλοι μας, ἐπέλεξα τὸν 32ο Ψαλμὸ καὶ ὑπογράμμισα μερικοὺς στίχους. Σᾶς τὸν στέλνω μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ σᾶς γίνῃ χρήσιμος βοηθὸς στὰ δύσκολα.
Γιὰ νὰ συμπληρωθῇ δὲ καλῶς τὸ ταπεινό μου πόνημα, σᾶς στέλνω ἕνα χρησιμότατο βοήθημα γιὰ τὶς ὦρες τῆς μεγάλης ἀνάγκης (βλ. κάτωθι ἠλεκτρ. δ/νση). 

Τὶ νὰ διαβάζῃς σὲ ὦρες μεγάλης ἀνάγκης:


Σᾶς προτείνω ἀκόμη ν’ ἀγοράσετε τὸ «ΠΡΟΣEΥΧΗΤΑΡΙΟΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ», ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «ΑΘΩΣ», ὅπου θὰ βρεῖτε ἐναλλαγὴ Ψαλμῶν, Ἀποστολικῶν ἀναγνωσμάτων, περικοπῶν Εὐαγγελίου καὶ τροπαρίων Ἁγίων γιὰ κάθε περίσταση. Σᾶς τὸ συστήνω ἀνεπιφυλάκτως.

Πιστεύω ἀγαπητοὶ φίλοι ὅτι πνευματικὸ εἶναι τὸ ἔλλειμμά μας καὶ ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ πνευματικὰ πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε. Σᾶς εὔχομαι καλὴ δύναμη, καλὴ φώτιση καὶ καλὸ κουράγιο.

 21 Ιουνίου 2015
Τζιώγας Νικόλαος (ΝΑΘΑΝΑΗΛ)

Στους πειρασμούς ωριμάζει ο άνθρωπος

Στους πειρασμούς 
ωριμάζει ο άνθρωπος...
και γίνεται πνευματικός· 
ενώ χωρίς πειρασμούς 
είναι άσοφος, 
άμορφος, 
άχρηστος, 
κούτσουρο! 

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας


Περί προσευχής


Αντίγραφον επιστολής (μέρος αυτής)

Σχόλιο: Μην το προσπεράσετε! 
Περιέχονται πολύ χρήσιμες 
και πρακτικές συμβουλές 
για να κάνουμε πιο ουσιαστική 
την προσευχή μας.

Περί δε της προσευχής που απαιτείτε να σας απα­ντήσω, θα σας γράψω και θα σας εξηγήσω λεπτομερώς, διότι σας χρεωστώ πολλά. Λοιπόν, πρόσεχε αδελφέ με πολλήν προθυμίαν δια να εννοήσης καλώς, διότι αυτά που θα σας γράψω είναι η τέχνη των τεχνών και η επι­στήμη των επιστημών, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες.

Ο άνθρωπος είναι διπλούς, από ψυχήν και από σώ­μα, και εργάζεται τας αρετάς, άλλας με το σώμα και άλ­λας με την ψυχήν, και άλλας με την ψυχήν και με το σώ­μα μαζί. Λοιπόν ο Θεός είναι Πνεύμα άυλον και αόρατον, και η ψυχή είναι άυλος και αόρατος, το σώμα είναι αισθητόν και ορατόν και ως τοιούτον κάμνει και την προσευχήν αισθητήν και ορατήν. «αΰλως τω αΰλω προσέρχου και προσεύχου». Η προσευχή είναι εξ λογιών. και αι μεν τρεις πρώται ανάγονται εις το πρακτικόν μέρος, επειδή φαίνονται, ακούονται και διακρίνο­νται. αι δε λοιπαί τρεις, ανάγονται εις το πνευματικόν και θεωρητικόν μέρος, επειδή ούτε φαίνονται ούτε α­κούονται ούτε διακρίνονται αισθητώ τω τρόπω. η ψυχή ως αόρατος που είναι, κάμνει και την προσευχήν άυλον και αόρατον. Και επειδή ο Θεός είναι Πνεύμα, και η ψυχή πάλιν πνεύμα, δια τούτο όταν κάνωμεν προσευχήν πνευματικήν, νοεράν και αόρατον, ενούται η ψυχή με τον Θεόν τον αόρατον, καθώς λέγει και ένας Άγιος Λέγει ο Κύριος, «η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί» (Λκ. 17, 21), δηλαδή εις την καρδίαν. Βασιλείαν ουρανών εξηγούν οι άγιοι Πατέρες την πιο τελειοτέραν και τρανωτέραν έλαμψιν και δόξαν, επειδή εις τους ουρανούς, η απόλαυσις είναι το θείον κάλλος, η θεία δόξα, η οποία τόσον πολύ ευφραίνει τας ψυχάς, ού­τως ώστε δεν υπάρχει τίποτε, ούτε δια φαγητόν, ούτε δια ποτόν, ούτε δια ύπνον, ούτε κανέν άλλο υλικόν τίποτε. Εις τους ουρανούς υπάρχει μία ακροτάτη ευφροσύνη, αγαλλίασις, ειρήνη άνευ τινός μεταβολής αιωνίως, η ο­ποία θα αναβρύη από το πρόσωπον του Χριστού, και θεωρείται και απολαμβάνεται από όλας τας σεσωσμένας ψυχάς. Η θεία δόξα, το θείον κάλλος, ο θείος εκείνος φωτισμός, θα είναι το παν δια τον σεσωσμένον άνθρωπον. Εκεί οι άνθρωποι όλοι θα είναι ως ήλιοι, καθώς το λέγει ο Κύριος, «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος» (Μτ. 13, 43). Έκαστος θα είναι όλος φωτεινός, θα λάμπη ως ο ήλιος, και ακόμη περισσότερον, θα έχη σώμα άφθαρτον, κούφον, άνευ βάρους, άνθρωπος πνευματικός, όλος φως, το σχήμα το ίδιον, αλλά όλα τα μέλη φωτει­νά, κεφαλήν, χείρας, πόδας δάκτυλα, όλα φωτεινά, όλο φως, και έκαστος θα λάμπη ωσάν τον ήλιον. εκεί φωναί αισθηταί δεν υπάρχουν, όλα νοερά, δοξολογίαι, ευχαριστίαι κ.λ.π. Νοερώς θα ακούωμεν, νοερώς θα ψάλλωμεν, νοερώς θα εννοούμεν. Με ολίγα λόγια άγγελοι μετά σώ­ματος, και όλοι υιοί Θεού και θεοί κατά χάριν. Τότε ο άνθρωπος αυτός ο τώρα ταπεινός και τόσον ευτελής, τό­τε θα είναι ανώτερος και από τους αγγέλους, διότι θα εί­ναι άγγελος εν σώματι και οι άγγελοι θα τον τιμούν πε­ρισσότερον από τον εαυτόν τους, καθότι θα βλέπουν τον ουράνιον Βασιλέα μετά σώματος, πράγμα το οποίον αυ­τοί υστερούνται. Ω δόξα, ω χάρις, ω πλούτος δόξης! ω θεία μεγαλεία που έχει να αξιωθή, ο σήμερον ευτελής και ταπεινός άνθρωπος. και έπειτα εις τους ουρανούς έκλαμπρος και ένδοξος.

Αν οι άνθρωποι μελετούσαν κάθε ημέραν τα ανωτέ­ρω, ποτέ δεν θα τολμούσαν να λυπήσουν τον Θεόν και να παροργίσουν τον Χριστόν με παράνομα έργα, και τότε θα έζων επί γης ως εις τον επίγειον Παράδεισον και πάντοτε ειρήνη, πάντοτε γαλήνη θα εβασίλευεν εις την γην.

Λοιπόν αι τρεις πρώται προσευχαί είναι αυταί, η πρώτη, είναι εκείνη όπου ψάλλει ο ψάλτης εις το αναλόγιον και το πλήθος του λαού προσηλώνει την ακοήν του εκεί εις την φωνήν του ψάλτου. καλή είναι και αυτή, ό­ταν ο νους του ανθρώπου προσέχη εις τα θεία λόγια της προσευχής και της ψαλμωδίας του ψάλτου. αλλ' όμως αδύνατη προσευχή είναι όπως και το αδύνατον φαγητόν του σώματος. Καλόν είναι αυτό από το καθόλου, αλλά ολίγην ωφέλειαν δίδει εις το σώμα και εις την ψυχήν. Έ­τσι και αυτή η προσευχή καλή είναι αλλά ολίγην ωφέ­λειαν προξενεί, διότι ο νους είναι πολύ μακράν από την καρδίαν, όσον είναι ο ψάλτης από τον ακούοντα.

Η δευτέρα προσευχή είναι εκείνη, που προσφέρει έ­καστος εκφώνως. Παραδείγματος χάριν, λέγει ο άνθρω­πος ψαλμούς με το στόμα και προσηλώνει τον νουν του εις το στόμα που εβγαίνουν τα θεία λόγια. αυτή είναι κα­λυτέρα από την πρώτην, διότι προξενεί περισσοτέραν ω­φέλειαν, διότι ο νους εις την πρώτην προσευχήν προση­λώνει την προσοχήν του πολύ μακράν, ενώ εδώ η προσήλωσις γίνεται πιο πλησιέστερα, και με τον τρόπον αυ­τόν ο νους επλησίασε πιο περισσότερον εις την καρδίαν που είναι ο Θεός και η θεία χάρις.

Η τρίτη πάλιν είναι εκείνη, η οποία γίνεται μυστικά εις το στόμα και εις την γλώσσαν, η οποία προσευχή εί­ναι καλυτέρα και ωφελιμωτέρα και της πρώτης και της δευτέρας, διότι με τον τρόπον αυτόν ο νους επλησίασε πιο περισσότερον εις την καρδίαν. Αυταί αι τρεις πρώ­ται προσευχαί λέγονται πρακτικαί, διότι ενεργούνται εις το φανερόν, και με τα αυτιά ακούεις την φωνήν και με το στόμα ομιλείς και προφέρεις επίσης με την γλώσσαν. δηλαδή ενεργούνται με τα μέλη του σώματος.

Αι δε άλλαι τρεις προσευχαί, αι οποίαι λέγονται πνευ­ματικαί και θεωρητικαί, διότι γίνονται με τον νουν και την ψυχήν, καθότι δεν ακούονται με τα αυτιά ούτε προφέ­ρονται με το στόμα και με την γλώσσαν, είναι αυταί: Η πρώτη πνευματική και θεωρητική προσευχή είναι εκείνη η οποία ενεργείται βαθύτερα εις τον λάρυγγα και κάτω, η οποία είναι πιο μυστική από ταις προηγούμενες, διότι δεν σαλεύει η γλώσσα καθόλου, ούτε το στόμα, ε­πίσης ούτε το αυτί, διότι ο νους επισπά όλην την προσοχήν του εις τον λάρυγγα, όπου ενεργούν τα λόγια της ευ­χής. Αυτή η προσευχή είναι τελειοτέρα και ωφελιμωτέρα από ταις τρεις άλλαις προηγούμενες, ταις πρακτικές, διότι δεν ακούεται καθόλου αισθητώς, ακούεται μόνον νοερώς και προφέρεται νοερώς, και αυτή λέγεται νοερά προσευχή πρώτη, επειδή με τον νουν λέγεται, με τον νουν οράται και με τον νουν προφέρεται. Αυτή είναι από τας τρεις προηγουμένας πρακτικάς τελειοτέρα και ωφελιμωτέρα. από δε τας άλλας δύο προσευχάς, που θα γράψωμεν ακολούθως, κατωτέρα και αυτή είναι η τετάρτη προσευχή.

Η δε πέμπτη προσευχή, η οποία είναι η δευτέρα θε­ωρητική και πνευματική, είναι η προσευχή του στήθους. διότι η προσευχή αυτή ενεργείται βαθύτερα εις το στή­θος και ο νους πλησιάζει εις την καρδίαν περισσότερον από την προσευχήν του λάρυγγος, της γλώσσης, του στόματος και του ψάλτου. και αυτή είναι η τελειοτέρα των προηγουμένων τεσσάρων. Διότι η προσευχή αυτή α­παιτεί πιο περισσοτέραν προσοχήν από τας προηγουμέ­νας, και όταν μελετά κανείς την πρώτην εις το στήθος, κρατείται ο νους πιο εύκολα από τας προηγουμένας, και δια τούτο είναι πιο ωφελιμωτέρα από τας άλλας, διότι συμμαζώνει τον νουν από τον διασκορπισμόν και απ' ε­κεί που ήτον μακράν όταν ψάλλει ο ψάλτης, κατόπιν εις το στόμα, εις την γλώσσαν, εις τον λάρυγγα και τέλος εις το στήθος, πλησιάζει εις την καρδίαν περισσότερον, και έτσι κρατείται ο ακράτητος νους περισσότερον από τας άλλας τέσσαρας προηγουμένας.

Τώρα έχομεν την έκτην προσευχήν

Η έκτη προσευχή είναι η προσευχή της καρδίας, η ο­ποία είναι τελειοτέρα από τας άλλας πέντε προσευχάς. διότι ο νους προσηλώνεται εις την καρδίαν και εκεί α­κούει τα λόγια της ευχής, τα οποία προφέρει η καρδία και ο νους, ακούει νοερώς τα λόγια της ευχής και τα βλέ­πει νοερώς λαλούμενα εις το στόμα της καρδίας. η καρ­δία προφέρει τα λόγια της ευχής και ο νους προσηλώνει όλην την δύναμιν της οράσεως δια να βλέπη νοερώς τα λόγια της ευχής, επίσης και όλην την δύναμιν της ακοής δια να ακούη τα λόγια της ευχής, τα οποία προσεύχεται νοερώς η ψυχή και η καρδία. Τούτον τον τρόπον τον μεθοδεύθησαν οι άγιοι Πατέρες φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα δια να ημπορέσουν να εμβάσουν τον νουν μέσα εις την καρδίαν, και εκεί κλεισμένος ωσάν εις ένα κάστρον, να μένη απρόσβλητος από τας προσβολάς των δαιμόνων, διότι ο νους όσον περισσότερον μακρύνει από το φρούριον της καρδίας, τόσον περισσότερον προσβάλλεται από τας ενεργείας των δαιμόνων. Και όσον περισ­σότερον διάστημα κάθεται εκεί κλεισμένος εις την καρ­δίαν και προσέχει εις τα λόγια της ευχής, τόσον περισσό­τερον μένει απρόσβλητος. Όταν πάλιν πολυκαιρίση εις την καρδίαν εμβαίνοντας εκεί και προσευχόμενος και προσέχων, τόσον περισσότερον αποκτά ο νους ειρήνην και γαλήνην, και εκεί παραμένοντας και γλυκαινόμενος δεν θέλει να φύγη απ' εκεί ποτέ, διότι η καρδία είναι το σπίτι του νοός. Και καθώς ένας άνθρωπος μακράν από το σπίτι και την οικογένειάν του ευρισκόμενος λυπείται και ανησυχεί, έτσι και ο νους άμα μακρύνη από την καρδίαν λυπείται και ανησυχεί. Όταν όμως εις την καρδίαν ευρί­σκεται, όλα τα τάγματα των δαιμόνων δεν δύνανται να τον ενοχλήσουν. έξω δε της καρδίας ευρισκόμενος, και εις μερίμνας βιοτικάς εμπλεκόμενος, πνίγεται από τους ε­μπαθείς πονηρούς και αισχρούς λογισμούς και κατόπιν συγκατατίθεται εις λογισμούς και αμαρτήματα.

Αυτή είναι η μεγαλύτερα θυσία και προσφορά που ημπορεί να κάμη ο άνθρωπος προς τον Θεόν. όποιος έ­χει αυτήν την εργασίαν δεν του χρειάζεται άλλο τίποτε περισσότερον. Διότι με το μέσον αυτό φθάνει εις μεγάλην καθαρότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, ακολούθως λαμπρύνεται η ψυχή του με θείον φωτισμόν, δηλαδή διανοίγονται οι οφθαλμοί της ψυχής του και βλέπει το φως εκείνο το θείον, το νοερόν, το άγιον, το οποίον έλαμψεν εις το Θαβώρειον όρος και το οποίον θα τον φωτίζη και θα λάμπη εις τους ουρανούς και το οποίον πολλοί άγιοι, δια την καθαρότητά των, το έβλεπον κάθε ημέραν εδώ εις αρρα­βώνα και ηρπάζοντο εις θεωρίας και έβλεπον ουράνια πράγματα. Άλλοι πάλιν το έβλεπον αραιότερον και άλλοι μίαν φοράν και άλλοι δύο φοράς και άλλοι περισσο­τέρας και άλλοι ολιγωτέρας, αναλόγως της καθαρότητάς των, και τούτο κατώρθωσαν με το μέσον της νοεράς και καρδιακής προσευχής, η οποία και πληρούται μόνον με την ευχήν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέη­σόν με». Αι τρεις πρώται προσευχαί είναι δια τους κο­σμικούς, αι δε δεύτεραι τρεις είναι δια τους μοναχούς. Οι τοιούτοι όταν αξιωθούν να φωτισθούν και λαμπρυνθούν θείαν δόξαν και θείον φωτισμόν, οι τοιούτοι είναι άγιοι. Αλλά δια να εργάζεται κανείς τοιαύτην εργασίαν πνευματικήν συνεχώς, χρειάζεται να έχη κάτι πόρους δια τα ολίγα έξοδά του και να μη εργάζεται εργόχειρα, διότι η εργασία εις τα εργόχειρα είναι μεγάλον εμπό­διον, διότι σκορπίζει τον νουν, και δια αυτό σας έγραφον εις την προηγουμένην μου ότι θέλω να θρέψω την ψυχήν μου με τελειοτέραν τροφήν και πτώχεια και η ση­μερινή περίστασις με εμποδίζει.

Είπαμεν προηγουμένως ότι λέγει ο Κύριος «η βασι­λεία των ουρανών εντός υμών εστί» (Λκ. 17, 21) και ο ά­γιος Αυγουστίνος λέγει, «ζητούσα να εύρω τον Θεόν και τον ζητούσα εις τον ουρανόν και ο Θεός είναι εις την καρδίαν μου». Επειδή λοιπόν ο Κύριος λέγει ότι η βασι­λεία των ουρανών εντός υμών εστί, και ο άγιος Αυγου­στίνος, ζητούσα τον Θεόν εις τον ουρανόν και αυτός εί­ναι εις την καρδίαν μου, δια αυτό πρέπει να εκδημούμεν του σώματος και των γηίνων και να ενδημούμεν εις την καρδίαν, όπου είναι ο Θεός δια να ενωθώμεν με Αυτόν. Διότι «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω. 4, 24).

Δηλαδή να εισερχώμεθα με τον νουν εις την καρ­δίαν, και να συνομιλώμεν με τον Θεόν, με τον Χριστόν μυστικά, σιγά σιγά, γλυκά γλυκά, ταπεινά ταπεινά, δια να ενωθώ μεν πνευματικώς, διότι πάλιν λέγει ο Κύριος «είσελθε εις το ταμείον σου (δηλαδή εις την καρδίαν σου) και κλείσας την θύραν σου πρόσευξε τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυ­πτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Μτ. 6, 6).

Λοιπόν μόνη η νοερά προσευχή ελευθερώνει τον άνθρωπον από τους πονηρούς λογισμούς, από τα πάθη και από τας αμαρτίας. Όποιος δεν εργάζεται την νοεράν και καρδιακήν προσευχήν, κάμνει χρεία εξ ανάγκης να προ­σβάλλεται από τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς, να πολεμήται από τα πάθη, ψυχικά και σωματικά, και να μολύνεται από διάφορα αμαρτήματα κατά καιρούς. Τον παλαιόν καιρόν ηργάζοντο και οι κοσμικοί αυτήν την πνευματικήν επιστήμην της νοεράς και καρδιακής προ­σευχής, την σήμερον δε ημέραν ούτε οι μοναχοί, εκτός πολύ ολίγων εξαιρέσεων. Αυτά τα ανωτέρω, ήτοι τας τρεις τελευταίας προσευχάς, σας έγραψα μόνον δια να ηξεύρετε, όχι δε και να επιμεληθήτε, διότι αι προσευχαί αυταί χρειάζονται απλανή οδηγόν. Εσείς να καταγίνεσθε εις τας τρεις πρώτας προσευχάς, εις την ψαλμωδίαν, εις την προφορικήν και την εις το στόμα δια της γλώσ­σης, μυστικά, και να βάλετε όλην την προσοχήν εις τα λόγια που προσεύχεσθε.

Αν θέλετε να συγκρατήται ο νους, να κάμετε πρώτα ολίγην προσευχήν αυτοσχέδιον, να προσεύχεσθε με λό­για δικά σας, ό,τι γεννήση ο νους εκείνην την στιγμήν, αλλά με πολλήν ταπείνωσιν και κατάνυξιν δια να επιτευ­χθούν ολίγα δάκρυα, έπειτα αρχίσατε ευχάς από τα βι­βλία τας συνήθεις, και φεύγετε την παρρησίαν και τα πολλά γέλοια και τα πολλά αστεία, διότι αυτά διώχνουν το πένθος και τα δάκρυα, και κατόπιν σκορπίζει ο νους εδώ και εκεί. Όταν σας φέρει ακηδίαν και είναι ημέρα, αν δεν έχετε πίεσιν πίνετε ένα καφέ αδύνατον, και ευθύς προθυμοποιήται η καρδία και κάμνει προσευχήν με προθυμίαν. Όταν όμως είναι νύκτα και έχης ακηδίαν, δηλα­δή τεμπελιά, μόλις σηκώνεσαι, ή κάμε 50 μετάνοιες, ή κάμε τίποτε εργασίες δια να κινηθή το σώμα και φύγει η τεμπελιά και τότε έρχεται η προθυμία, και πάλιν δύνασαι να προσεύχεσαι, πότε όρθιος, πότε γονατιστός και πότε καθιστός, σε καρέκλα ή πολυθρόνα ή στασίδιο. και πάλιν όταν δεν προθυμοποιείσαι, κάθου, βιάσου με επιμονήν και υπομονήν και ας είσαι ζαλισμένος, η επιμονή και η υπομονή θα διώξη την αμέλειαν, και ή εις την αρ­χήν ή εις το μέσον, ή εις το τέλος, θα νικήσης την αμέ­λειαν και κατόπιν κάμνεις τας σωματικάς σου εργασίας.

«ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ»
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»