.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η χαρά της Θείας Λειτουργίας

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ένα καθημερινό γεγονός γιά τούς πιστούς καί ταυτόχρονα ἕνα μυστήριο μέγα. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι η ιερή σύναξη τῶν πιστῶν γιά νά γίνουν «Ἐκκλησία».
Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια μέχρι καί σήμερα ἐπάνω στούς τάφους τῶν μαρτύρων συναζόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τό Θεό ἀπό τό ἴδιο δισκοπότηρο δηλαδή τήν ἀνοικτή πλευρά τοῦ Χριστοῦ. 
Στήν ἀρχή ψάλλουμε γιά νά προετοιμαστοῦμε, ὁμολογοῦμε τήν κοινή μας Πίστη καί ἀφοῦ συγχωρεθοῦμε μεταξύ μας, μέ τήν Θεία Κοινωνία ἐνωνόμαστε μέ τό Θεό χωρώντας ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον. 
Στήν ἱερή αὐτή στιγμή διαβάζουμε γιά τόν ἅγιο πού μᾶς σύναξε, γιά τήν Πίστη του, γιά τίς δυσκολίες πού πέρασε καί λαμβάνουμε καί ἐμεῖς ἀποφάσεις γιά μίμηση καί ἀγώνα. Αὐτή εἶναι λοιπόν ἡ φυσική μας καθημερινή λειτουργική ζωή πού ὀνομάζεται Ἱερή Παράδοση. Ὅμως ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἕνα μυστήριο, τό Μυστήριο, τό Μυστήριο τῶν μυστηρίων.

Ὅμως γιά νά ζήσεις τί τελεσιουργεῖται μέσα σέ αὐτό δέν φθάνει νά ψάλεις ἤ νά διαβάσεις κάτι ὡς προετοιμασία, χρειάζεται μύηση. Γιά νά νιώσεις τά γενόμενα χρειάζεται καθημερινός πνευματικός ἀγώνας. Οἱ καρποί τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ σέ ὁδηγοῦν στό ποθητό βίωμα τῶν καρπῶν τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ συνεχής αὐτός ἀγώνας περιλαμβάνει δόμηση ἀποδόμηση καί ἀναδόμηση. 

Χρειάζεται πολλές φορές νά γκρεμίζεις καί νά ξαναχτίζεις. Χρειάζεται τό γκρέμισμα μιᾶς ὕπαρξης πού χτίστηκε μέ ἐγωισμό καί ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς ἴδιας μέ βάση ἕνα ἄλλο σπουδαῖο δομικό ὑλικό, τήν ταπείνωση. 
Ὅλο αὐτό γίνεται ἁπλά, διακριτικά ὅπως τό ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τά πράγματα. Ὅταν αὐτό τό ἔργο διενεργηθεῖ ἤδη αρχίζεις καί βλέπεις ἀπό τόν ἕνα σου ὀφθαλμό καί ἄν συνεχίσεις τήν προσπάθεια, ο Θεός σέ βοηθᾶ ἀκόμα πιό πολύ καί γνωρίζεις πλέον ὅτι δέν εἶσαι δημιούργημα ἀλλά υἱός ἠγαπημένος. 

Ἔτσι, μέσα στήν Θεία Λειτουργία, προετοιμασμένος πιά, ἀρχίζεις νά «βλέπεις» ὅσα γίνονται. Ἀρχίζεις νά μυεῖσαι στά δρώμενα καί ἔχεις λάβει ἤδη μιά εἰκόνα τοῦ Παραδείσου, μιά γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νά εἶναι στιγμή μικρῆς διάρκειας τῆς παρούσας ζωῆς, πού ὅμως τήν ἁλατίζει καί τήν ὀμορφαίνει. Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς ὅταν ἀναλογίζεσαι τό ὕψος, τό μέγεθος καί τήν ἔνταση πού αὐτά θά βιώνονται αἰωνίως σέ αὐτούς πού πάλεψαν καί τά απόχτησαν.

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἱστορικό γεγονός πού γίνεται σέ συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο ἀλλά ταυτόχρονα ἑνώνει τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον. Ὅλα ἑνοποιοῦνται μέσα στόν χωροχρόνο της. Ἡ Θεία Λειτουργία σέ μεταφέρει σέ ἄλλον κόσμο. Βρίσκεσαι μέ αὐτήν «στόν κόσμο σου» ἀλλά πού τελικά αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός κόσμος. Εὐχῆς ἔργο εἶναι νά ζήσουμε στόν κόσμο αὐτό πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός καί αἰώνιος!

Τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη

Οι δέκα μακαρισμοί της οικογένειας



1. Μακάριο το σπίτι, που κυβερνάει ο Χριστός. 

2. Μακάριο το σπίτι, που καταστατικό του έχει το Ιερό Ευαγγέλιο. 

3. Μακάριο το σπίτι,που όλοι προσεύχονται. 

4. Μακάριο το σπίτι, που το ανδρόγυνο ζει με αμοιβαία αγάπη, ανοχή, συγχωρητικότητα και διαφυλάσσει, σαν κόρη οφθαλμού, το συζυγικό του σπίτι.

5. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του ζουν με αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση και ο καθένας υποχωρεί για το χατίρι του άλλου, οπότε κανένα δυσάρεστο μεταξύ τους πρόβλημα. 

6. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του είναι πιστά παιδιά του Θεού και ζουν την πνευματική και μυστηριακή ζωή της Αγίας Του Εκκλησίας, οπότε δεν κινδυνεύουν να γίνουν θύματα της μαγείας. 

7. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του είναι πνευματικώς καλλιεργημένα και θρησκευτικώς κατηρτισμένα, οπότε δεν διατρέχουν το κίνδυνο να παρασυρθούν από τους αιρετικούς και τα κάθε όργανα του Αντίχριστου. 

8. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του ζουν με φρόνηση και αυτοκυριαρχία οπότε δεν κινδυνεύουν να πέσουν θύματα των εμπόρων των ναρκωτικών και του λευκού θανάτου. 

9. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του ζουν με σωφροσύνη, εγκράτεια και γενικά σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής. 

10. Μακάριο το σπίτι,που βασιλεύει η Αγάπη και όπου αγάπη ευλογία και όπου ευλογία ο Χριστός και όπου ο Χριστός ευτυχία, χαρά, ειρήνη, γαλήνη.

http://agapienxristou.blogspot.ca

Χαιρετισμοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Ποίημα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ παντοδύναμε, Προπατόρων ἡ Λύτρωσις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, Προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ παντελεῆμον, Πρεσβυτέρων Γλυκύτης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Βλέπων Κύριε τὴν χήραν θρηνούσαν σφόδρα, εὐσπλαχνίσθης, καὶ ἀνέστησας τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ τὸν τάφον φερόμενον. Σπλαχνίσθητι καμοὺ Φιλάνθρωπε, καὶ τὴν ἀμαρτίαις θανοῦσαν ψυχή μου ἀνάστησον, τοῦ βοῶντος σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Γνώσιν ἄγνωστον γνῶναι ζητῶν ὁ Φίλιππος ἔλεγε . δεῖξον ἠμὶν Κύριε τὸν Πατέρα. Σῦ δὲ εἶπας πρὸς αὐτόν. Τοσούτον χρόνον μετ ἐμοῦ ὧν, οὐκ ἔγνωκας, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἔστι; Διὸ ἀνεξιχνίαστε, φόβω κραυγάζω Σοὶ.

Ἰησοῦ Θεὲ προαιώνιε.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Δέσποτα μακρόθυμε.
Ἰησοῦ Σωτὴρ πολυέλεε.
Ἰησοῦ Φύλαξ μου ὑπεράγαθε.
Ἰησοῦ τὰς ἁμαρτίας μου πάριδε.
Ἰησοῦ τὰς ἀνομίας μου ἄνελε.
Ἰησοῦ τὴν ἐμην φαυλότητα ἐξάλειψον.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Ἐλπὶς μὴ ἐάσης μέ.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Βοήθεια, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, μὴ ἀπώση μέ.
Ἰησοῦ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλός, μὴ ἀπολέσεις μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δύναμιν ἐξ ὕψους τοὶς Ἀποστόλοις Σου ἐν Ἱερουσαλὴμ καθημένοις περιβαλλόμενος. Ἰησοῦ, καμὲ τὸν πάσης ἀγαθοποιϊας γεγυμνωμένον περιβαλοῦ τὴ ζέσει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ δὸς μοὶ μετὰ πόθου ψάλλειν Σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου, τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους ἐκάλεσας, εὔσπλαχνε Ἰησοῦ. Μὴ παρίδης καμὲ νῦν τὸν ὁμοιωθέντα αὐτοίς, ἀλλ ὡς πολύτιμον μύρον πρόσδεξαι τὸν ὕμνον τοῦτον.

Ἰησοῦ Κράτος ἀνίκητον.
Ἰησοῦ Ἔλεος ἀτελεύτητον.
Ἰησοῦ Ὡραιότης ὑπέρλαμπρος.
Ἰησοῦ Ἔρως ἄφραστος.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ ζῶντος.
Ἰησοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν.
Ἰησοῦ ἐπάκουσόν μου τοῦ συλληφθέντος ἐν ἀνομίαις.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν τεχθέντα ἐν ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ δίδαξον μὲ τὸν μωρανθέντα.
Ἰησοῦ φώτισον μὲ τὸν σκοτισθέντα.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν ρυπωθέντα.
Ἰησοῦ ἐπανάγαγε μὲ τὸν ἄσωτον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ὁ Πέτρος ἐβυθίζετο. Ἱδὼν δὲ Σὲ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ πεφυκότα, ἐπὶ τοὶς ὕδασι βαδίζοντα, ἐπέγνω Σὲ Θεὸν ἀληθῆ, καὶ χείρα βοηθείας δεξάμενος ἔφη.
Ἀλληλούϊα.

Ἤκουσεν ὁ τυφλὸς ἐπὶ ὁδοῦ Σὲ πορευόμενον Κύριε, καὶ ἐβόησεν, Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μέ. Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἠνέωξας αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Διὸ φώτισον καμοὺ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῷ ἐλέει Σου, ὅπως Σοὶ κελαηδῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ ὁ Ποιητής των ἄνω.
Ἰησοῦ ὁ Ἐξαγοραστής των κάτω.
Ἰησοῦ Καθαιρέτα τῶν ὑποχθονίων.
Ἰησοῦ Καλλωπιστὰ πάντων τῶν κτισμάτων.
Ἰησοῦ τῆς ἐμῆς ψυχῆς παραμυθία.
Ἰησοῦ φωτισμὸς τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιάς μου.
Ἰησοῦ ἡ ρώσις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ Φῶς μου, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ τυραννίδος παντοίας ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ρύσαι μὲ τὸν ἀνάξιον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Θεορρήτω αἴματί Σου, καθάπερ πάλαι Ἰησοῦ, ἠξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας Τοῦ νόμου, οὕτως ἐξελοῦ ἐκ τῆς παγίδος τοῦ ὄφεως, Δὶ’ ἧς πάθει σαρκός, καὶ κέντρω ἀσωτίας, Ἐκτέρνισεν ἡμᾶς, πεδήσας τὴ φαύλη ραθυμία, Ἵνα κράζωμεν Σοί.
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Ἑβραίων ἐν μορφῇ ἀνθρωπίνη, τὸν πλάσαντα χειρὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ Δεσπότην νοοῦντες Σέ, ἔσπευσαν τοὶς κλάδοις θεραπεῦσαι, τὸ Ὡσαννὰ βοῶντες. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὕμνον προσφέρομεν Σοὶ λέγοντες.

Ἰησοῦ Θεὲ ἀληθινέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερένδοξε.
Ἰησοῦ Ἀμνὲ πανακήρατε.
Ἰησοῦ Φύλαξ τῆς νηπιότητός μου.
Ἰησοῦ Ὁδηγὲ τῆς νεότητός μου.
Ἰησοῦ ἡ βακτηρία τοῦ γήρατός μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐλπίς μου ἐν ὥρᾳ τοῦ θανάτου.
Ἰησοῦ ἡ μετὰ θάνατον ζωή μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐν τῇ Κρίσει σου παραμυθία μου.
Ἰησοῦ τὴ ὥρα ἐκείνη μὴ καταισχύνης μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Κηρύκων θεοφθόγγων τὰς ρήσεις ἐκπληρῶν Ἰησοῦ, ἐπὶ γῆς ὤφθης καὶ τοὶς ἀνθρῶποις συνασεστράφης, ἀπρόσιτος ὧν, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἐβάστασας. Ὅθεν, τῷ μώλωπί Σου πάντες ἰαθέντες, ἔγνωμεν ψάλλειν .
Ἀλληλούια.

Λάμψας τὴ οἰκουμένη φωτισμὸν ἀληθείας τὴν πλάνην ἀπήλασας τῶν δαιμόνων τα γὰρ εἴδωλα Σωτὴρ μὴ ἐνέγκατά Σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκε, ἡμεῖς δὲ σωτηρίας τυχόντες βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Αὐτοαλήθεια, τὴν ἀπάτην καθελὼν
Ἰησοῦ Φῶς ὑπερέχον πᾶν φῶς.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερβαίνων πάντας ἐν ἰσχύει
Ἰησοῦ ὁ Θεός, ὁ πιστὸς ἐν ἐλέει.
Ἰησοῦ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ἔμπλησον μὲ τὸν πεινῶντα.
Ἰησοῦ ἡ Πηγὴ τῆς γνώσεως, πότισον μὲ τὸν διψῶντα.
Ἰησοῦ ὁ Χιτὼν εὐφροσύνης, ἔνδυσον μὲ τὸν γυμνωθέντα.
Ἰησοῦ τῆς χαρᾶς ὁ Λιμήν, καθόρμισον μὲ τὸν πλανηθέντα.
Ἰησοῦ ὁ Δοτὴρ τῶν αἰτούντων, παράσχου μοὶ συντριβὴν ἁμαρτιῶν.
Ἰησοῦ ὁ Εὐρετὴς τῶν ζητούντων, εὐρέκαμοι τὴν ψυχήν.
Ἰησοῦ ὁ τοὶς κρούουσι ἀνοίγων, ἄνοιξον τὴν πεπωρωμένην καρδίαν μου.
Ἰησοῦ Ἰατὴρ ἁμαρτωλῶν, ἀπόπλυνον τὰς ἁμαρτίας μου.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Μέλλων ἀποκαλύψαι τὸ ἀπ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγῆς ἤχθης, Ἰησοῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν. Ἠγέρθης δὲ Θεὸς ὧν ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ μετὰ δόξης ἀνελθῶν εἰς οὐρανούς, συνανύψωσας ἡμᾶς βοώντας Σοί.
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξεν Κτίσιν, ἐμφανίσας ἠμὶν ὁ Κτίστης. Ἀσπόρως δ’ ἐκ Παρθένου σαρκωθεῖς καὶ ἐκ τάφου ἀναστάς, σώα τὲ φυλλάξας ἀμφοτέρων τὰ σήμαντρα, πρὸς τοὺς Ἀποστόλους τῶν θυρῶν κεκλεισμένων μετὰ σαρκὸς εἰσῆλθεν. Ὅθεν θαυμάζοντες πίστει βοῶμεν.

Ἰησοῦ Λόγε ἀχώρητε.
Ἰησοῦ Νοῦς ἀνεξιχνίαστος.
Ἰησοῦ Δύναμις ἀκατάληπτος.
Ἰησοῦ Σοφία ἀμέτρητος.
Ἰησοῦ Θεότης ἀπερίγραπτος.
Ἰησοῦ Κυριότης ἀπεριόριστος.
Ἰησοῦ Βασιλεία ἀκαταμάχητος.
Ἰησοῦ Δεσποτεία ἀτελεύτητος.
Ἰησοῦ Ἰσχὺς ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ Ἐξουσία αἰώνιος.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, ἀνακαίνισον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ξένην ἐνανθρώπησιν Θεοῦ ὁρῶντες, ξενωθῶμεν τοῦ ματαίου κόσμου τούτου, τὸ νοῦν εἰς τὰ θεῖα μεταθέντες. Διᾶ τοῦτο γὰρ Θεὸς ἐπὶ γῆς κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ὑψώση τοὺς αὐτῶ κραυγάζοντας.
Ἀλληλούια.

Ὅλος ἢν ἐν τοὶς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀκατάληπτος Λόγος. Ἔπαθεν ἐπὶ γῆς ἐκούσια βουλὴ θανάτω τὸν θάνατον ἡμῶν ἐνέκρωσε, καὶ τὴ Ἀναστάσει Αὐτοῦ ζωὴν ἐδωρήσατο ἠμὶν τοὶς ἄδουσιν Αὐτῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ Γλυκύτης τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ Δύναμις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Φῶς τῆς ψυχῆς μου.
Ἰησοῦ ἡ ὀξύτης τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ Χαρμονὴ τῆς συνειδήσεώς μου.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος.
Ἰησοῦ Μνήμη αἰώνιος.
Ἰησοῦ Αἴνεσις ὑπερουράνιος.
Ἰησοῦ δόξα ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ ἐπιθυμία, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιμήν μου, ἀναζήτησον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, διάσωσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πάσα φύσις Ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐν οὐρανοὶς δοξάζει τὸ πανάγιον Ὄνομά Σου, Ἰησοῦ, τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοώσα. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ γῆς, χοϊκοὶς χείλεσι ψάλλομεν.
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ Σοί, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀπορούσι γὰρ λέγειν το πὼς εἰ ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡμεῖς δὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν.

Ἰησοῦ Θεὸς θεῶν.
Ἰησοῦ Βασιλεὺς βασιλευόντων.
Ἰησοῦ Κύριος κυριευόντων.
Ἰησοῦ Κριτὰ νεκρῶν καὶ ζώντων.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Ἰησοῦ Παράκλησις πενθούντων.
Ἰησοῦ πεντήντων Προμήθεια.
Ἰησοῦ μὴ καταδικάσης μὲ κατὰ τὰ ἔργα μου.
Ἰησοῦ κάθαρον μὲ κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Ἰησοῦ διασκέδασον τὴν ἀκηδίαν μου.
Ἰησοῦ φώτισον τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ μνήμην θανάτου μοὶ δώρησαι.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, Ἀνατολὴ ἀνατολῶν, εἰς δύσιν ζοφώδη τῆς ἐσκοτισμένης ἡμῶν φύσεως ἐλθών, μέχρι θανάτου ἐταπείνωσας σαυτόν. Διὸ τὸ ὄνομά Σου, ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὑπερυψοῦται καὶ παρὰ πάσης φύσεως οὐρανίου καὶ ἐπιγείου ἀκούεις.
Ἀλληλούια.

Τείχισον ἡμᾶς ἀγίοις Σου ἀγγέλοις Χριστὲ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, ὥσπερ πάλαι ἐκαθάρισας τοὺς δέκα λεπρούς, καὶ ἴασαι ἡμᾶς καθάπερ ἰάσω τὴν τοῦ τελώνου Ζακχαίου φιλάργυρον ψυχήν, ὅπως κατανύξει βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Θησαυρὲ ἀσφαλέστατε.
Ἰησοῦ Πλοῦτε ἀδαπάνητε.
Ἰησοῦ Πόσις ἀνεξάντλητος.
Ἰησοῦ τῶν γυμνῶν Περιβολή.
Ἰησοῦ τῶν χηρῶν ἡ Ἀντίληψις.
Ἰησοῦ ὀρφανῶν ὁ Προστάτης.
Ἰησοῦ καταπονουμένων Ὑπέρμαχος.
Ἰησοῦ ὁδοιπόρων Συνοδίτης.
Ἰησοῦ τῶν πλεόντων Κυβερνήτης.
Ἰησοῦ Λιμὴν χειμαζομένων εὔδιος.
Ἰησοῦ ἀνάστησον μὲ παραπεσόντα.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὕμνον ἐν κατανύξει προσφέρω Σοὶ ὁ ἀνάξιος ἐγώ, καὶ βοῶ Σοὶ ὥσπερ ἡ Χαναναία. Ἰησοῦ ἐλέησον μέ. Οὐ θυγάτριον, ἀλλὰ σάρκα κέκτημα δαιμονώσαν δεινῶς καὶ τῷ θυμῷ φλεγομένην. Διὸ παράσχου μοὶ τὴν ἴαση βοώντι Σοί.
Ἀλληλούια.

Φωτοπάροχον φῶς, τὸ λάμψας τοὶς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας, ὁ πρὶν διώκων Σὲ Παῦλος ἐλλαμφθεῖς τῷ φωτί Σου καὶ κατανοῶν τὴν δύναμιν τῆς θεοσόφου Σου φωνῆς, καταπράϋνε τὴν ὁρμὴν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Οὕτω καμοὺ φώτισον τὰ ὄμματα τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, τοῦ βοῶντος τοιαύτα.

Ἰησοῦ Βασιλεῦ πανσθενέστατε.
Ἰησοῦ Θεὲ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Παντοκράτορ ἀθάνατε.
Ἰησοῦ Δημιουργέ μου ὑπερδόξαστε,
Ἰησοῦ Ὁδηγέ μου ἀγαθώτατε.
Ἰησοῦ Ποιμὴν εὐσπλαγχνικώτατε.
Ἰησοῦ Δέσποτα πολυέλεε.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου φιλανθρωπότατε.
Ἰησοῦ φώτισόν μου τὰς αἰσθήσεις σκοτισθείσας τοὶς πάθεσιν.
Ἰησοῦ ἴασαι τὸ σῶμα μου λελωβημένον ταὶς ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ καθάρισόν μου τὸν νοῦν ἀπὸ ματαίων λογισμῶν.
Ἰησοῦ φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ὀρέξεων πονηρῶν.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Χάριν χάρισαι μοὶ πάντων ὀφλημάτων χρεωλύτα Ἰησοῦ μου, καὶ δέξαι μὲ μετανοούντα ὡς ἐδέξω Πέτρον ἀρνησαμένον Σὲ ὡς ποτὲ Παῦλον προσεκαλέσω διώκοντα Σὲ καὶ ἐπάκουσόν μου ἀναβοῶντος Σοί.
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές Σου τὴν ἐνανθρώπησιν, ἀνυμνοῦμεν Σὲ πάντες, καὶ πιστεύομεν σῦ τῷ Θωμᾷ ὅτι Σῦ εἰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Πατρός, καὶ μέλλων κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Ἀξίωσον οὖν τότε μὲ στῆναι ἐκ δεξιῶν Σου, τὸν νῦν ἀναβοώντα Σοί.

Ἰησοῦ ὁ τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, εἰρήνευσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ εὔοσμον Ἄνθος, εὐωδίασον μέ.
Ἰησοῦ ἡ ποθητὴ Θέρμη, θέρμανον μέ.
Ἰησοῦ Ναὲ προαιώνιε περίθαλψον μέ.
Ἰησοῦ ἠλιοστάλακτε Χιτών, κόσμησον μέ.
Ἰησοῦ ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης, πλούτισον μέ.
Ἰησοῦ Λίθε τίμιε, λάμπρυνον μέ.
Ἰησοῦ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἔλλαμψον μέ.
Ἰησοῦ Ἅγιον φῶς, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ νόσου ψυχῆς καὶ σώματος ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀλάστορος ἐξάρπασον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων λύτρωσαι μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὢ Γλυκύτατε καὶ Πανοικτίρμον Ἰησοῦ πρόσδεξαι ταύτην τὴν μικρὰν ἡμῶν δέησιν, ὡς ἐδέξω τα τῆς χήρας δυὸ λεπτά, καὶ τήρησον τὴν κληρονομίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, νόσου, λιμοῦ, πάσης θλίψεως, καὶ θανατηφόρου πληγῆς. Καὶ λύτρωσαι μελλούσης κολάσεως, τοὺς βοώντας Σοὶ
Ἀλληλούια.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πρῶτα ὁ Θεός! «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ΄ 15).

Πρῶτα ὁ Θεός!
Εἶναι ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐν πολλοῖς φανερώνει ὑγιὴ ψυχικῶς χαρακτήρα τὸ νὰ σχεδι­ά­ζει, νὰ προγραμματίζει καὶ νὰ καταστρώνει σχέδια ποὺ ἀφοροῦν στὸ μέλλον του. Σχεδὸν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ὄντας μικρὸ παιδάκι, ἐκδηλώνει διάφορες προθέσεις σχετικὰ μὲ τὶς προτιμήσεις του καὶ τὶς μελλοντικὲς ἐπιδιώξεις του. Οἱ νέοι πολὺ συχνὰ ὀνειροπολοῦν σχετικὰ μὲ τὸ αὔριο. Οἱ γονεῖς καταστρώνουν σχέδια σχετικὰ μὲ τὴ μόρφωση, τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴ μελλοντικὴ πορεία τῶν παιδιῶν τους. Ἀπὸ τὸ πιὸ μικρὸ ἕ­­­­­ως τὸ πιὸ μεγάλο ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄν­θρωποι χαράζουν πορεία, προϋπολογίζουν τὸν χρόνο, ταξινομοῦν τὶς παραμικρές τους κινήσεις.
Πόσες φορὲς ὅμως δὲν ­σχεδιάσαμε πράγματα, δὲν καταστρώσαμε ­σχέδια, δὲν προϋπολογίσαμε κινήσεις ποὺ τελικὰ ματαιώθηκαν καὶ ναυάγησαν; Πο­λὺ ὀρθὰ ὁ θυμόσοφος λαός μας λέει: «Λογαριάσαμε χωρὶς τὸν ξενοδόχο». Ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπολογίσαμε τὴ διαμονή μας σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο χωρὶς τὴ συνεννόηση καὶ τὴ συγ­κατάθεση τοῦ ξενοδόχου. Καὶ ­ξαφνικὰ διαπιστώσαμε ὅτι τὸ ξενοδοχεῖο ἦταν κλειστὸ ἢ ἦταν γεμάτο.

Δὲν ἐξαρτῶνται στὴ ζωή μας ὅλα ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀντίθετα, ὅλα ἐξαρτῶνται τελικῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Πολὺ ὡραῖα τὸ σημειώνει ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ΄ 15). Ἂν ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει πρωτίστως νὰ βρισκόμαστε στὴ ζωὴ καὶ ἂν Ἐκεῖνος θελήσει καὶ ἐπιτρέψει, θὰ κάνουμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο.
Δὲν εἴμαστε ἀπόλυτοι κύριοι τῆς ζω­ῆς μας. Δὲν μποροῦμε νὰ ­στηριζόμαστε μονάχα στὴ δική μας κρίση, στὴ δική μας ἐκτίμηση καὶ στὸ δικό μας σχεδιασμό. Πολὺ περισσότερο στὶς ἱκανότητές μας καὶ στὰ χρήματά μας. «Ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει», ἔλεγαν πολὺ σωστὰ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Δηλαδή, πολλὲς φορὲς ἄλλες εἶναι οἱ ἐπιθυμίες καὶ οἱ ἐπιδιώξεις τῶν ἄνθρώπων, ἐντελῶς ὅμως διαφορετικὲς εἶναι οἱ προσταγὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπει κανεὶς τότε οἱ ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀπογοητεύονται, ἀλλὰ νὰ σαστίζουν κάποτε. Νὰ μελαγχολοῦν. Νὰ τὰ χάνουν καὶ νὰ ἀπελπίζονται.
Πόσο διαφορετικὰ σκέπτεται καὶ σχεδιάζει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ! Καταστρώνει κι αὐτὸς τὰ σχέδιά του. Ποθεῖ κι αὐτὸς νὰ δημιουργήσει στὴ ζωή του. Ἐξαρτᾶ ὅμως τὰ πάντα στὴ ζωή του ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν προγραμματίζει νὰ κάνει, ἐὰν πρῶτα δὲν σκεφθεῖ καὶ δὲν πεῖ: «πρῶτα ὁ Θεός!». «Ἂν θέλει ὁ Θεός!». Ἡ ζωή του, ἡ οἰκογένειά του, ἡ ἐργασία του, τά πάντα τίθενται κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Κυρίου. Καὶ δὲν προτάσσει αὐτὰ τὰ λόγια τυπικὰ ἢ ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ ἀπὸ ἐσωτερικὸ πόθο νὰ ὑποτάσσονται τὰ πάντα ὁλόψυχα στὸν Κυβερνήτη τοῦ παντός.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρέθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ οἱ ἐκεῖ χριστιανοὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ μείνει περισσότερο κοντά τους, δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν παράκλησή τους. Τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ βρεθεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἑορτή, καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε: «Πάλιν ἀνακάμψω πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ θέλοντος» (Πράξ. ιη΄ [18] 21). Θὰ ἐπιστρέψω πάλι κοντά σας, ἐὰν θέλει ὁ Θεός.
Παρόμοια ἂς σκεπτόμαστε καὶ ἂς ἐνεργοῦμε στὴ ζωή μας ὅλοι. Νὰ κάνουμε τὰ σχέδιά μας. Νὰ ἐκφράζουμε ἐλεύθερα τὴν ἐπιθυμία μας. Ἀφοῦ ὅμως εἴμαστε ἕτοιμοι, τὸν πρῶτο λόγο νὰ τὸν ἔχει ὁ Θεός. Νὰ πορευόμαστε μὲ εἰρήνη ψυχῆς, ἀκόμη κι ὅταν βλέπουμε τὰ σχέδιά μας νὰ μὴν εὐοδώνονται. Μὲ ταπείνωση καὶ αὐτοπαράδοση ἂς ἀφήνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ τὰ πάντα στὴ ζωή μας. Καὶ τέτοια νὰ εἶναι ἡ προσευχή μας καὶ ἡ παράκλησή μας στὸν Κύριο: «Κύριε, γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Πρῶτα ὁ Θεός!
Αὐτὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ καθημερινὴ ἐπιδίωξή μας: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Πατήρ Νικόλαος Μανώλης, Γιατί μισείται ο άγ. Νικόδημος αγιορείτης από τους Οικουμενιστές

ΟΤΙ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΤΟ ΔΩΣΕΙ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΠΟΥ ΧΡΕΟΚΟΠΟΥΝ

Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. 
Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος·
Μoνο o Χριστoς μενει πιστος στις υποσχεσεις του

«Πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος»
(Θεσ. 3, 3)


.Ὅλοι μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπατοῦν, ὅλοι. Ἕνας δὲν μᾶς ἀπατᾷ ποτέ, ὁ Θεός. Ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός, θὰ μᾶς τὸ δώσῃ. Δὲν εἶνε σὰν κάτι τράπεζες ποὺ χρεωκοποῦν.
Τώρα τί θὰ γίνῃ μὲ τὶς καταθέσεις, δὲν θέλω νὰ μιλήσω. Καταθέτουν στὶς τράπεζες τὰ χρήματά τους οἱ ἄνθρωποι καὶ κάθονται ἥσυχοι. Μέχρι στιγμῆς κρατιέται ἡ πίστις στὶς τράπεζες, καὶ εἶνε καλὸ αὐτό. Ἔτσι ἔχουν μαζέψει τὰ ταμιευτήρια χρήματα πολλά, μὲ τὰ ὁποῖα γίνονται τὰ ἔργα, γέφυρες δρόμοι κ.ἄ..
Ἐκεῖ στὰ Γρεβενά, θυμᾶμαι, ἦταν κάποιος φοβερὸς τσιγγούνης καὶ δὲν ἔδινε καμμιά ἐλεημοσύνη. Τοῦ εἶχα πεῖ μιὰ φορά· ―Κατάθεσε κ᾿ ἐσὺ μιὰ φορὰ στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ· «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). ―Ἄσε με, μωρέ, λέει, ἐγὼ ξέρω τί κάνω· ξέρω ποῦ βάζω τὰ χρήματά μου. Μετὰ ἔγινε ἕνα κράχ, χρεωκόπησε τὸ κράτος, καὶ οἱ τριακόσες χιλιάδες ποὺ εἶχε στὴν τράπεζα δὲν εἶχαν ἀξία οὔτε γιὰ τριακόσα πλατανόφυλλα.
Τίποτε δὲ᾿ μένει σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο. Καὶ οἱ μεγαλύτερες τράπεζες χρεωκοποῦν. Ὅλα πέφτουν, ὅλα εἶνε ματαιότης καὶ μιὰ ψευτιά. Μέσα στὴν Ἀθήνα πρὸ 60 ἐτῶν, ὅταν ἔγινε ἡ Ῥωσικὴ ἐπανάστασι, περπατοῦσαν διωγμένοι πλουσιώτατοι Ῥῶσοι, ἔκπτωτοι πρίγκιπες, ποὺ εἶχαν τὰ ρούβλια καὶ τά ᾿διναν μὲ τὴν ὀκᾶ γιὰ νὰ πάρουν τσιγάρα. Τὸ ρούβλι ἦταν τότε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα νομίσματα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ ξέπεσε μὲ τὶς ἐπαναστάσεις.
Λοιπὸν ὅλα μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲ᾿ μᾶς ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ ἔχουμε πίστι. Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· Πιστεύεις σ᾿ ἐμένα, μ᾿ ἀκολουθᾷς, ἐκτελεῖς τὸ θέλημά μου; δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω, δὲ᾿ θὰ σὲ ἀφήσω, θὰ σ᾿ ἔχω κάτω ἀπὸ τὴν προστασία μου(βλ. Γέν. 28,15· Δευτ. 31,6· Γ΄ Βασ. 6,13· Α΄ Παρ. 28,20· Ἰουδίθ 7,30).

Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὕδωρ Ἀθανασίας


Φώτης Κόντογλου
Οἱ Πατέρες τῆς ορθοδοξίας, 
Ὕδωρ Ἀθανασίας

(Ἰσαὰκ ὁ Σύρος - Ἰωάννης τῆς Κλίμακος - Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)

Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι᾿ ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ᾿ ἐδῶ καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες. 

Σὲ κάμποσους ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία,κ᾿ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι᾿ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ᾿ αὐτὴν τὴν τέχνη.

Κι᾿ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,συμπεράνανεκαὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: «Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται».

Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι᾿ ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία...

Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι᾿ ὅ,τι ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι᾿ ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι᾿ αὐτό, εἶναι μεγάλος κ᾿ ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. 

Ἕνας τέτοιος μου εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός. 

Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι᾿ ἀδελφὸ ἀπ᾿ ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι᾿ ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανἄρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: «Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῶ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων». 

Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ''ντροπὴ'' γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. 

Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε. 

Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι «λογοτέχνες», δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νἆναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας «λογοτέχνες», αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ «τὶς λογοτεχνίες, κι᾿ ἀπὸ τὶς αἰσθητικές» ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἂν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι᾿ ἂν τ᾿ ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατὶ εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι᾿ ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες. 

Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. 

Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὡς ποὺ κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους.

[Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι᾿ ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο.]

Κ᾿ οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι᾿ ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο τοῦ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι᾿ αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;» 

Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ᾿ ἀθάνατο νερό. 

«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον». 

Μὲ τὰ λιγοστὰ ψίχουλα ποὺ δίνουμε ἀπὸ τὰ πατερικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πόσος καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ μυστικὸς πλοῦτος ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία. Ἐπειδή, ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι στενός, καὶ δὲν χωρᾶ κάποια μεγάλα κεφάλαια ἢ κι᾿ ὁλόκληρους λόγους, ἀπ᾿ ὅπου νὰ νοιώση ὅποιος διαβάζει, τὸ σπουδαῖο νόημα καὶ τὴ βαθειὰ ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα. Κομματιασμένα, ὅπως τὰ δίνουμε, χάνουνε τὴ λάμψη τους καὶ τὸν παλμὸ ποὺ παίρνει ἡ μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτό, ὅποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει νὰ εἶναι εὐλαβής. Πρέπει νὰ ἔχη ἀπὸ πρὶν συνηθίση στὸ νὰ ἀναπνέη ἐκεῖνον τὸν ἀέρα τοῦ μυστηρίου, ποὺ εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τοῦτον ποὺ ἀνασαίνουμε σὰν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμοὺς καὶ αἰσθήματα γραμμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν πηχτὴ ὕλη τούτου τοῦ κόσμου. 

Μέσα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου ἔχω γράψει ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἕναν Ἄγγελο μὲ κορμὶ ἀνθρώπινο, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο, κατὰ τὰ 550 μ.X., κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ Λόγους Ἀσκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐγκώμιο, ἐπειδὴ ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ μπορέσετε νὰ νοιώσετε καλύτερα ὅσα λέγω παραπάνω: 


...Ἂς μὴ σιμώση κανένας σὲ τούτη τὴν ἀτίμητη κιβωτὸ μ᾿ ἐλαφρὺν λογισμό, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Γιατὶ ἀλλοιῶς, ἄδικα θὰ θελήσῃ νὰ δροσιστῇ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη βρύση ὅποιος ἔχει τὴ γέψη του χαλασμένη ἀπὸ τὰ θολὰ καὶ φαρμακερὰ πιοτὰ τοῦ κόσμου. 

Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μπορεῖ νὰ πῆ κανένας πὼς ἡ Σοφία κάθισε σὰν μέλισσα χρυσὴ ἀπάνω στὸ στόμα του. Ὄχι ἡ σοφία τῶν σοφῶν, ἡ μάταια κ᾿ ἡ σαστισμένη, ἀλλ᾿ ἡ ἀμάραντη, ἡ πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἐλευθερώνει ἀληθινὰ ὅποιον τὴν κατέχει... 

Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μιλᾶ μὲ τὸ στόμα του, τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἐξαίσια στὸ κάλλος, ἀπὸ θεῖον οἶστρον πυρπολημένα. Γιὰ τοῦτο, μ᾿ ὅλο ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ὁ τρισμακάριος, ἀπομένει μέσα στὸ πνεῦμα μας,μιὰ ἱερὴ σιωπή, σὰν νὰ μὴ μίλησε κανένας, παρὰ σὰν νὰ ἀκοῦμε ἕνα μακρινὸ ἀντιλάλημα κάποιας θάλασσας ποὺ δὲν τὴ βλέπουμε... 

«Τὸ μάτι του βλέπει τὸν ἥλιο χωρὶς νὰ θαμπώση. Σὰν ἀητὸς ἐξαίσιος βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ πετὰ ἀτάραχος ἀπάνω ἀπὸ τὰ μελανὰ βουνά, ἀγναντεύοντας τὸ βαθὺ πέλαγος, σὲ καιρὸ ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε μέσα σ᾿ ἕνα στενοπήγαδο, καὶ κράζουμε νὰ μᾶς ἐλεήση... 

«...Φαίνεται πὼς ἤτανε σπουδασμένος στὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δείχνουνε δυὸ-τρία λόγια ποὺ γράφει: «Ἐπειδὴ δέ σου πεπείραμαι τῆς φιλοσοφίας, ὢ ἀγαπητέ, παρακαλῶ σε ἐν ἀγάπῃ παραφυλάττεσθαι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ ἐχθροῦ». Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Ἡ αἰτία δὲ τῆς φαντασίας τῶν εἰκόνων, ἡ ἀσθένεια καὶ οὐχ ἡ καθαρότης ἐστι τοῦ νοός. Τοῦτο συνέβη ἐν τοῖς ἔξω φιλοσόφοις, ἐπειδὴ ταῦτα ἐνόμισαν εἶναι τὰ πνευματικά, περὶ ὧν διδαχὴν ἀληθινὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐδέξαντο. Ἐκ γὰρ τοῦ σφυγμοῦ καὶ τῆς κινήσεως τοῦ λογιστικοῦ αὐτῶν καὶ ἐκ τοῦ λογισμοῦ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἔδοξαν, τὴ οἰήσει αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ τί». «Οἱ φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πὼς ἀλήθεια εἶναι οἱ φαντασίες τους, ἐπειδὴ δὲν πήρανε ἀληθινὴ διδαχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ τους κι᾿ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοὺς νομίσανε, μὲ τὴν περηφάνεια ποὺ εἴχανε, πὼς αὐτὲς οἱ φαντασίες ἤτανε κάποιο πρᾶγμα ἀληθινό». 

«Τὸ δυνατὸ μυαλό του καὶ τὴ σαρκικὴ γνώση τὰ πέταξε ἀπὸ πάνω του καὶ τὰ νέκρωσε, κ᾿ ἔγινε σὰν παιδὶ ἁπλὸς κι᾿ ἀπονήρευτος. Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἔθαψε καὶ τὸν χαλασμένον ἄνθρωπο καὶ τὸν ξέχασε, σὰν μνῆμα γεμάτο ξερὰ κόκκαλα».

Ἂς βάνουμε παρακάτω λίγες ἀράδες ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, ποὺ εἶναι, ὅπως ἔγραψε ἕνας σοφὸς σημερινός, σὰν τὰ ξωτικὰ λουλούδια ποὺ βγαίνουνε στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά: 

«Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ αὐτὸς ὁ φόβος δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ του νὰ ταράζεται. Ὅπως τὸ βάρος ποὺ μπαίνει στὴ ζυγαριὰ τὴ στερεώνει καὶ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι κρατᾶ ἀμετακίνητή τὴ διάνοια κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὅταν αὐτὸς λείψη ἀπὸ τὴν ψυχή, ταράζεται ἡ ζυγαριὰ τῆς διάνοιας». 

«Παρακίνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ μιμηθῆς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο μέσα σου ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστὸς μέσα σου, καὶ νὰ καοῦν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου ποὺ θανατώνουνε τὸν καινούργιον ἄνθρωπο καὶ ποὺ μολύνουνε τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ δυνατός. Γιατὶ ἐγὼ παίρνω τὸ θάρρος νὰ πῶ, κατὰ τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου, πὼς εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἁγνίσουμε λοιπὸν τὸ ναό του, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἁγνός, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα σ᾿ αὐτόν. Ἂς τὸν ἁγιάσουμε, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἅγιος, κι᾿ ἂς τὸν στολίσουμε μὲ κάθε ἀγαθὸ καὶ τίμιο ἔργο. Ἂς θυμιάσουμε αὐτὸν τὸ ναὸ μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ ἀναπαύει τὸ θέλημά Του μὲ καθαρὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ρίξη τὸν ἴσκιο της στὴν ψυχή μας ἡ νεφέλη τῆς δόξας του, καὶ θὰ φεγγοβολήση τὸ φῶς τῆς μεγαλωσύνης τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Καὶ θὰ γεμίσουνε ἀπὸ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ εὐφροσύνη ὅλοι ὅσοι κατοικοῦνε μέσα στὴν ἁγιασμένη σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ ἀδιάντροποι θὰ καοῦνε ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 

«Ὀνείδιζε τὸν ἑαυτό σου παντοτινά, ἀδελφέ μου, καὶ λέγε: Ἀλλοίμονό μου, ὢ ἄθλια ψυχή, ἔφταξε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατὶ εὐχαριστιέσαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ τ᾿ ἀφήσης σήμερα καὶ ποὺ δὲν θὰ τὰ ξαναδῆς πιὰ στοὺς αἰῶνες; Σκέψου ὅσα ἔπραξες καὶ μὲ ποιὰ πράγματα πέρασες τὶς μέρες τῆς ζωῆς σου, ἢ ποιὸς ἐπῆρε τὸν κόπο σου καὶ ποιὸν χαροποίησες μὲ τὸν ἀγώνα σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ ὑποδεχτῆ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ποιὸν εὐχαρίστησες στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου, γιὰ νὰ πᾶς νὰ ξεκουραστῆς στὸ λιμάνι του. Καὶ γιὰ χάρη τίνος κακοπάθησες καὶ κοπίασες, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του μὲ χαρά. Ποιὸν φίλο ἀπόχτησες γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ σὲ προϋπαντήση κατὰ τὴν ὥρα ποὺ φεύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ποιὸ χωράφι δούλεψες, καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σοῦ δώση τὸ μεροκάματό σου κατὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ βασιλέψη ὁ ἥλιος τοῦ χωρισμοῦ σου. 

Κράξε καὶ φώναξε μ᾿ ἀναστεναγμὸ καὶ μὲ θλίψη, γιατὶ αὐτὲς οἱ φωνὲς ἀναπαύουνε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὶς θυσίες κι᾿ ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβρύζη τὸ στόμα σου πονεμένες φωνές, ποὺ τὶς ἀκοῦνε μὲ χαρὰ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Πλύνε τὰ μάγουλά σου μὲ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν σου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ σὲ σένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ σὲ λούση ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς κακίας σου. Ἐξιλέωσε τὸν Κύριο μὲ τὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ βοηθήση. Ἐπικαλέσου τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα γιὰ νὰ σὲ διδάξουνε λυπηρὲς φωνές. Κράξε στὸν Κύριο. 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὰ μάτια σου στάξανε γι᾿ αὐτὸν δάκρυα πονεμένα, δέξου τὰ πικρὰ δάκρυά μου, δῶσε μου καρδιὰ πικραμένη γιὰ νὰ σὲ ζητήσω ὁλόψυχα. Σὲ ἄφησα, μὴ μ᾿ ἀφήσης. Ξεμάκρυνα ἀπὸ σένα, ἔβγα νὰ μὲ ζητήσης καὶ βάλε με στὴ μάντρα σου μαζὶ μὲ τὰ διαλεχτὰ πρόβατά σου, καὶ θρέψε με μὲ τὸ χορτάρι τῶν θείων μυστηρίων σου». 

«Θὰ εὐφρανθῆ ἡ καρδιὰ ἐκείνων ποὺ ζητᾶνε τὸν Κύριο. Ζητήσετε τὸν Κύριο, ὢ κατάδικοι, καὶ δυναμωθῆτε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ζητήσετε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴ μετάνοια, καὶ θ᾿ ἁγιασθῆτε μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ προσώπου του». 

«Πρὶν ἀρρωστήσης νὰ ζητήσης τὴ γιατρειά σου, καὶ πρίν σου ἔρθουνε τὰ θλιβερὰ κᾶνε τὴν προσευχή σου, καὶ τότε θὰ βρῆς τὸ Θεὸ στὸν καιρὸ τῆς λύπης σου, καὶ θὰ σὲ ἀκούση. Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἡσυχίας (πρὶν ἔρθει ὁ κατακλυσμός), καὶ τὰ ξύλα τῆς φυτευθήκανε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια». 

«Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τοὺς ταπεινούς, καὶ θὰ μάθης τοὺς τρόπους των. Γιατί, ἀφοῦ ἡ θωριὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμη στὴν ψυχή, πόσο περισσότερο ἡ διδασκαλία ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους; Ἀγάπησε τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἐλεηθῆς κ᾿ ἐσύ. Μὴν πᾶς κοντὰ στοὺς φιλόνεικους, γιὰ νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ τὴ γαλήνη σου. Ἀγάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ μίσησε τὰ ἔργα τους, καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσης γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μήπως κ᾿ ἐσὺ πέσης στὰ ἴδια. Νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι καμωμένος ἀπὸ χῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κᾶνε καλὸ σ᾿ ὅλους. Σὰν συναπαντήσης κάποιον, τίμησε τὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ βάσταξέ τα μὲ πολλὴ τιμή, καὶ βάλε τὰ ἀπάνω στὰ μάτια σου. Καὶ σὰν χωριστῆ ἀπὸ σένα, πὲς γι᾿ αὐτὸν κάθε καλὸν λόγο. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν τραβᾶς στὸ καλό, καὶ σπέρνεις σ᾿ αὐτὸν σπόρο καλόν, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνήθεια ποὺ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα ἀγαθή, καὶ θ᾿ ἀποχτήσης πολλὴ ταπείνωση. Σημάδι τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπείνωση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ συνείδηση ἀγαθή». 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε κατὰ τὰ 550 μ.X. καὶ φαίνεται πὼς ἤτανε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Καλογέρεψε ἀπὸ μικρὸς κι᾿ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημό του Σινᾶ, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα, τὸν παρακαλέσανε οἱ Πατέρες νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. 

Ἔγραψε μοναχὰ ἕνα βιβλίο, τὴ φημισμένη «Κλίμακα». Τὰ λόγια του εἶναι σύντομα καὶ πυκνά, σὰν τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ἀπάνω στὸ βουνὸ Χωρήβ.

Ἰδοὺ μερικὰ λόγια ἀπὸ τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ βιβλίο: Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆ ὁ ἄνθρωπος κάθε σωματικὴ ἀνάπαυση κι᾿ ἀπόλαυση, δίχως νὰ λυπηθῆ ὁλότελα.


Βάστα γερὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνη νὰ ὑψωθῆς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήση καθαρὸν στὸν Χριστό. 

Γίνε σὰν βασιλιᾶς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὰ μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλω: φεῦγα, καὶ φεύγει. Καὶ στὸ γλυκὸ τὸ δάκρυ: ἔλα, κ᾿ ἔρχεται. Καὶ στὸ κορμί μας, ποὺ εἶναι σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει. 

Εἶδα ἀκάθαρτες ψυχὲς ποὺ ἤτανε παραδομένες μὲ μανία στὸν σαρκικὸν ἔρωτα.Καὶ ὅμως, σὰν μετανοιώσανε καὶ γυρίσανε στὴν εὐσέβεια, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ εἴχανε, μεταστρέψανε τὸν ἔρωτα ποὺ νοιώθανε στὰ σαρκικά, σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, καὶ σὰν τὸ μπολιασμένο δέντρο ἀλλάξανε τὸ κακὸ πάθος τους σὲ ἀγάπη ἀχόρταγη γιὰ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σὲ κείνη τὴ φρόνιμη τὴν πόρνη πὼς φοβήθηκε, ἀλλὰ πὼς ἀγάπησε πολύ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μπόρεσε νὰ πολεμήση εὔκολα τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἔρωτα. 

Πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ, μαζὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δώρισε, τὸ ὅτι, δηλαδή, πολλὲς φορὲς πᾶμε καὶ βλέπουμε τοὺς πεθαμένους στὰ μνήματα, κι᾿ ὡστόσο στεκόμαστε ἀδάκρυτοι, ἐνῶ συχνὰ ἐρχόμαστε σὲ κατάνυξη χωρὶς νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ πικρὸ θέαμα. 

Ὅποιος κλαίγει ἢ πικραίνεται γιὰ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀξιώνεται ἀληθινὰ νὰ δὴ στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια καὶ θεϊκὴ παρηγοριά. Κι᾿ ὅποιος φυλάγει καθαρὴ τὴν καρδιά του, μπορεῖ νὰ πάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ λάμψη καὶ λαμπρότητα. 

Τὰ δάκρυα ποὺ χύνουνται ἀπὸ τὴ θύμηση τοῦ θανάτου, γεννᾶνε τὸ φόβο. Κι᾿ ὁ φόβος γεννᾶ πάλι τὴν ἀφοβιὰ καὶ τὸ θάρρος. Κ᾿ ἡ ἀφοβιὰ φέρνει τὴ χαρά. Κι᾿ ἀφοῦ τελειώσει ἐκείνη ἡ ἀκατάπαυστη χαρὰ ποὺ ἔχει μέσα της ἡ ψυχή, προβάλλει τὸ τριαντάφυλλο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, κι᾿ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ μὲ εὐωδία πολλὴ καὶ πάντερπνη. Κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τοῦτο τὸ χαροποιὸ πένθος. Ὅποια ἐνάρετη ἀρετὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀνώφελη λογαριάζεται. 

Ὁ Ἰούδας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς φονιάδες. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς, μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀλλάξανε τόπο! 

Ἀκτημοσύνη εἶναι ὄχι μοναχὰ νὰ μὴν ἔχη τίποτα ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ νὰ βγάλη καὶ κάθε φροντίδα ἀποπάνω του. Νὰ γίνη ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδια καὶ ξένος ἀπὸ κάθε λύπη ἐγκόσμια. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Τὸ νὰ ὑποφέρνη κανένας μιὰ προσβολὴ μὲ γενναιότητα, εἶναι κατόρθωμα ἐκείνων ποὺ ἔχουνε ὑψωθῆ ἀπᾶν᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ νὰ περάση κανένας ἀπὸ παινέματα χωρὶς νὰ ζημιώση τὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ ἔχουνε μοναχὰ οἱ ἅγιοι. 

Εἶναι ντροπὴ νὰ περηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ ξένα πράγματα. Κ᾿ ἡ χειρότερη ἀνοησία εἶναι τὸ νὰ καυχιέται γιὰ κάποια χαρίσματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσα κατορθώματα ἔκανες πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή σου, γι᾿ αὐτὰ μοναχὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Γιατί, ὅσα σου συμβήκανε ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησή σου, σοῦ τὰ δώρισεν ὁ Θεός, ὅπως σου δώρισε καὶ τὴν ἴδια τὴ γέννηση. Ἡ πραότητα εἶναι ἕνας βράχος ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας καὶ ποὺ λιώνει τὰ κύματα ποὺ τὴ χτυπᾶνε, καὶ δὲν καταλαβαίνει κλονισμὸ καθόλου ὁλότελα. Ὅποιος ἑνώθηκε μ᾿ αὐτὴ τὴ νύφη ποὺ τὴ λένε ταπείνωση, εἶναι ἥμερος, γλυκόλογος, εὐκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἀκούραστος. 

Ὅπως ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου μπαίνει ἀπὸ μία τρύπα στὸ σπίτι, καὶ βλέπει κανένας καὶ τὴν πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ σηκώνεται καὶ πετὰ καὶ μερμιδίζει μέσα σ᾿ αὐτή, ἔτσι κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σὰν φτάξει νὰ κατοικήση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρότερες. Ἡ πίστη εἶναι μία σταθερότητα ἀκούνητη κι᾿ ἀσάλευτη, μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀτράνταχτη, ποὺ δὲν τὴ σαλεύει καμμιὰ δύναμη. 

Νὰ φαίνεσαι ὅποιος εἶσαι στ᾿ ἀληθινά, καὶ νὰ μὴ γυρεύεις ἔμορφα λόγια καὶ στολίδια γιὰ νὰ φαίνεσαι καλὸς κι᾿ ἄξιος. Ἄλλο κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ὅσο τὰ δάκρυα. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει. Μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ὅποιος ἔχει τὴ μακάρια θλίψη στὴν καρδιά του, δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ φόβος ὁλότελα. Ὅσοι θέλουμε νὰ τρέξουμε στὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂς σκεφθοῦμε καλὰ πὼς ὁ Κύριος ὅλους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ζοῦνε μ᾿ αὐτές, τοὺς καταδίκασε λογαριάζοντάς τους γιὰ νεκρούς, καὶ λέγοντας: «Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουνε τοὺς νεκρούς». Ὅποιος μίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ξέφυγε τὴ λύπη. Κι᾿ ὅποιος ἀπόκτησε κάποιο πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα βλέπουνται, ποτὲ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύπη. Γιατί πὼς δὲν θὰ λυπηθῇ σὰν στερηθῇ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀγαπᾶ; 

[Ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ ἀπεχθανόμαστε τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, ἢ τὸν τόπο ποὺ γεννηθήκαμε. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ βλάβη ποὺ κάνουνε στὴν ψυχή μας.]

Τὸν καιρὸ ποὺ βρισκόμουνα στὸ μοναστήρι, ὁ Κύριος πῆρε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ἕνα γέροντα ποὺ ἤτανε δεύτερος μετὰ τὸν ἡγούμενο, Μηνᾶς τὄνομά του, ἄνθρωπον θαυμαστό, ποὺ εἶχε κάνει στὸ μοναστήρι πενηνταεννιὰ χρόνια, ὑπηρετώντας σὲ κάθε ἐργασία. Τὴν τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὥρα ποὺ κάναμε τὸ συνηθισμένο μνημόσυνο γιὰ τὸν κοιμηθέντα, ἔξαφνα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἡ λάρνακά του. Λοιπόν, ὁ μέγας ἡγούμενος εἶπε νὰ ξεσκεπάσουμε τὴ λάρνακα ποὺ εἴχαμε βάλει μέσα τὸν Ὅσιο. Καὶ σὰν τὴν ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε ὅλοι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ τίμια πόδια του, σὰν ἀπὸ δυὸ βρύσες, τὸ μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Τότε εἶπε ὁ διδάσκαλος σ᾿ ὅλους μας: Βλέπετε τοὺς ἱδρώτας τῶν ποδιῶν του ποὺ κοπιάσανε καὶ κουρασθήκανε γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε τοὺς ἄλλους; Σὰν τὸ μύρο τοὺς πρόσφερε στὸ Θεό, καὶ σὰν μύρο τοὺς δέχθηκε ὁ Κύριος. 

Ἀπόδειξι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀμνησικακία. Κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἔχθρα στὴν καρδιά του καὶ νομίζει πὼς μετανόησε, εἶναι ὅμοιος μὲ κεῖνον ποὺ θαρρεῖ πὼς τρέχει στὸν ὕπνο του. Ἡ καταλαλιὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ μίσος. Ἡ καταλαλιὰ εἶναι μία λεπτὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ ὅμοια μὲ μιὰ χοντρὴ καὶ κρυμμένη βδέλλα, ποὺ ρουφᾶ καὶ καταστρέφει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Ἡ καταλαλιὰ ὑποκρίνεται τὴν ἀγάπη, κ᾿ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁγνότητας. 

Ἂν ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ τὴ νίκησε, σίγουρα δὲν πεθαίνει. 

Εἶδα μέσα στὴν ψυχή μου τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ περηφανεύεται καὶ νὰ ταράζεται σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Κ᾿ ἔζησα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά, δὲν ἤτανε πιὰ μέσα μου ὁ θυμός του. Καὶ ζήτησα νὰ τὸν εὔρω, ταπεινώνοντας τὸ λογισμό μου, καὶ δὲν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε τὸ σημάδι του. 

Φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση σὲ εἴδωλα. Θυγατέρα τῆς ἀπιστίας. Προφασίστρια ἀρρώστιας. Παραπονήτρα γιὰ γεράματα. Προμηνύτρα πείνας. Νὰ μὴ λὲς πὼς μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ μὲ τὰ δυὸ λεπτὰ τῆς χήρας ἀγοράσθηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, κ᾿ ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει φροντίδες. Ζῆ ἀμέριμνος. Εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδιο. Ξένος ἀπὸ λύπη. Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματός του διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Κύριος μας δίδαξε νὰ τὸν ὀνομάζουμε μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα, λέγοντας «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε βασιλεύοντας Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, δηλαδὴ κατὰ τὰ 670 μ.X. Στὸ παλάτι εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτασηκρίτη, μὰ παράτησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ πῆγε κ᾿ ἔγινε καλόγερος. Στὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ ἔγραψε πολλὰ καὶ σπουδαία, κατασταθεῖς ἕνας μεγάλος δάσκαλος τῆς Θεολογίας. Καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ πέρασε μία ζωὴ γεμάτη κακουχίες καὶ μαρτύρια, ὡς ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα, ἐξόριστος στὸ Λαζιστᾶν. 

Ἀπογευθῆτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ τράπεζα: 


Σὰν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς στὸ Θεό, μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης του, τότε δὲν αἰσθάνεται καθόλου κανένα ἄλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη λάμψη, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα ὅσα ἔπλασε ὁ Θεός, σὰν τὸ μάτι ποὺ δὲν βλέπει πιὰ τάστρα, ὅταν ἔβγει ὁ ἥλιος. 

Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδιά του ἀκόμα κ᾿ ἕνα μικρὸ σημάδι ἀπὸ ἔχθρα γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, αὐτὸς εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό. Γιατί, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν παραδέχεται μίσος σὲ κανέναν ἄνθρωπο καθόλου ὁλότελα. 

«Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη κάθε ἄνθρωπο.»

«Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τραβᾶ τὸ μάτι ποὺ εἶναι γερό, ἔτσι κ᾿ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ τὸν καθαρὸ νοῦ μὲ τὴν ἀγάπη. 

«Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κείνη κατάσταση, ποὺ γίνεται ἡ ψυχὴ δυσκολοκίνητη γιὰ τὴν κακία. 

«Ὅποιος δὲν καταφρονᾶ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτίμωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, δὲν ἀπόχτησε ἀκόμα τὴν ἀγάπη. Ἐπειδή, ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μοναχὰ αὐτὰ καταφρονά, ἀλλὰ καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. «Ἂν ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους, καὶ κάποιους ἄλλους μήτε τοὺς ἐχθρεύεσαι μήτε τοὺς ἀγαπᾶς, καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς, τὸν ἕναν πολύ, τὸν ἄλλον λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα νὰ γνωρίζης πὼς βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὴ ἡ τέλεια ἀγάπη ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅτι κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἴσια κι᾿ ὅμοια. 

«Σὰν διώξη ἡ διάνοια ἀπὸ πάνω τῆς τὶς πολλὲς θεωρίες γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ποὺ τὴν πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὴ καθαρὸς ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας, καὶ τῆς δίνει νὰ καταλάβη τὴν ἀληθινὴ γνώση. Τότε ὁ νοῦς βγάζει ἀποπάνω τοῦ τὶς προτερινὲς ψεύτικες ἰδέες, σὰν τὰ λέπια ποὺ πέσανε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Παύλου, τὸν καιρὸ ποὺ ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ τὸν τύφλωσε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ. 

«Ὅσο ζῆ κανένας σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, κι᾿ ἂν φτάξη στὴν τελειότητα τῆς ἐπίγειας κατάστασης, μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἀπόχτησε μοναχὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ προφητεία, κ᾿ ἕναν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς γνώσης. Καὶ σὰν φτάξη, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν αἰώνων στὴν τέλεια γνώση, ποὺ θὰ εἶναι πρόσωπο μὲ πρόσωπο, θὰ καταλάβη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ποὺ στέκεται μόνη της καὶ ποὺ δείχνει τὸν ἑαυτό της σὲ κείνους ποὺ θᾶνε ἄξιοι νὰ τὴν καταλάβουνε. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τότε θὰ καταντήσουνε ὅλοι, ὅσοι θὰ σωθοῦνε, σὲ ἄνδρα τέλειον στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν βρίσκουνται οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης. Καὶ τότε σὰν φανερωθοῦνε αὐτοὶ οἱ θησαυροί, ποὺ εἶναι τώρα κρυμμένοι, θὰ καταργηθῆ τὸ ἀπὸ μέρος. 

«Ἡ πίστη εἶναι μία γνώση ἀναπόδειχτη. Ἂν λοιπὸν εἶναι γνώση ἀναπόδειχτη ἡ πίστη, ἄρα εἶναι μία σχέση ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ μ᾿ αὐτή, δίχως γνώση καὶ δίχως ἀπόδειξη, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν ἕνωση ποὺ εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴ νόηση.Τόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένη μὲ τὶς αἰσθήσεις στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ δύναμη τοῦ παραλογισμοῦ, ὥστε οἱ περισσότεροι νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι, παρὰ μοναχὰ σάρκες, ποὺ ἔχουνε τὴ δύναμη νὰ ἀπολαύσουνε τούτη τὴ ζωή. 

«Ἡ ἡδονὴ κ᾿ ἡ ὀδύνη δὲν δημιουργηθήκανε μαζὶ μὲ τὴ σάρκα. Ἀλλά, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔκανε ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ ἐπινοηθῆ γιὰ νὰ χαλάση ἡ προαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ δὲ ὀδύνη ἦρθε σὰν καταδίκη στὸ νὰ διαλυθῆ ἡ σάρκα. Καὶ ἔτσι, ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ κάνη τὴν ἁμαρτία θεληματικὸν θάνατο, ἡ δὲ ὀδύνη νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῆς σάρκας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γρήγορο ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ τίποτα πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογήση κανένας τὴ χάρη ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ πίστεψε. Τὸ ἕνα φανερώνει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὅποιος πίστεψε σὲ Κεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ τὸ ἄλλο φανερώνει τὴ θεάρεστη διάθεση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν πλησίον του. 

Ὅποιος ξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα στὴ σάρκα τοῦ τὸ νόμο τῆς ἡδονῆς ποὺ βασιλεύει ἀπάνω του, καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ φυλάξη καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ προτίμησε τὴ φιλήδονη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, ἀντὶ ν᾿ ἀπολαύση τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ προϋπῆρχε μέσα στὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ κι᾿ αὐτοκίνητη, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ᾿ αὐτό, γιατὶ εἶναι ἀτελεύτητη κι᾿ ἄναρχη.Κι᾿ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ δικό μας πόθο νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἕνωση. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη κ᾿ ἔφταξε στὸ ἔπακρο τῆς ἀπάθειας, δὲν καταλαβαίνει τί διαφορὰ ἔχει τὸ δικό του ἀπὸ τὸ ξένο πράγμα, ἢ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ἢ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν ἀφέντη, ἢ τὸ ἀρσενικὸ ἀπὸ τὸ θηλυκό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ βλέπει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, γιὰ ὅλους ἔχει τὰ ἴδια αἰσθήματα. 

«Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ τὴν ἡδονή, κ᾿ ἡ τιμωρία της πάλι γίνεται μὲ κακοπάθηση καὶ μὲ θλίψη, ἢ μὲ θεληματικὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἀναίρεσή της. 

Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, ποὺ δὲν θυμώνει, ποὺ δὲν μνησικακεῖ καταπάνω σ᾿ ὅποιον τὸν πείραξε, αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντα πὼς ἔχει ἀγάπη μέσα γιὰ τὸν ἐχθρό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν κάνη κακὸ ἀντὶ κακό, ὅπως λέγει ἡ ἐντολή. Ἀλλά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἀντὶ κακό, δίχως νὰ βιάση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ἔχη κανένας τὴ διάθεση νὰ κάνη καλὸ σὲ κείνους ποὺ τὸν μισοῦν, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὴν τέλεια ἀγάπη. 

Ὅπως τὸ σῶμα, σὰν πεθάνη χωρίζεται ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, σὰν βρεθῆ σὲ κείνη τὴν ὑψηλότατη κατάσταση τῆς προσευχῆς, πεθαίνει καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου.Γιατί, ἂν δὲν πάθη ἕναν τέτοιον θάνατο, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθῆ καὶ νὰ ζήση μὲ τὸ Θεό. Καλὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι ὠφεληθήκανε ἀπὸ τὰ ἐνάντια. Γιατὶ στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν συντελεῖ στὸ καλό, τὸ ἴδιο κ᾿ ἡ ὑγεία, μήτε ὁ πλοῦτος, μήτε ἡ χαρά, γιατὶ δὲν τὰ μεταχειρίζουνται γιὰ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τους. Ἂν σταθῆς σὲ προσευχὴ καὶ νοιώσης μέσα σου κάποια χαρὰ ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄλλη, τότε βρῆκες τὴν ἀληθινὴ τὴν προσευχή. 

Σκιὰ θανάτου εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. 

«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος. Κι᾿ ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά. Τρία εἶναι τὰ αἴτια ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα ὁ ἄνθρωπος, ἡ φιληδονία, ἡ κενοδοξία κ᾿ ἡ ἀπιστία. Κι᾿ ἀπὸ τἆλλα δυό, ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ χειρότερη. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας, μὰ φανερώνουνται σὰν παρουσιασθοῦνε κάποιες περιστάσεις. 

«Τὸ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δὲν ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χρονικὴ σημασία. Γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε θὰ ποῦνε: Νά, ἐδῶ εἶναι, ἢ ἐκεῖ. Ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξιοί της.Ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.


Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὕδωρ Ἀθανασίας
Φώτης Κόντογλου
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Ο καθαρισμός από την κακή θέληση

Φρόντισε πάνω απ’ όλα να καθαρίζεις τον εαυτό σου από την κακή θέληση προς τους ανθρώπους. Αφού συσσωρεύοντας την κακή θέληση προς τους ανθρώπους στοιβάζεις δηλη­τήριο , που αργά ή γρήγορα θα σε καταστρέψει ως άνθρωπο.
Φρόντιζε περισσότερο απ’ όλα, να συσσω­ρεύεις την καλή θέληση προς τους ανθρώπους. Σφίξε το στεγνό ξύλο της ψυχής σου και πάντα θα μπορέσεις να αντλήσεις έναν καλό λόγο, ώστε και τους εχθρούς σου να συγχωρέσεις και να περιβάλλεις και αυτούς -και αυτό σημαίνει, εν τέλει [να τους] νικήσεις- με την καλή σου θέληση.
Μην επιτρέπεις, να είναι ο Ήλιος πιο ευγενικός από σένα κι εκείνος να μπορεί να φωτίζει και τους καλούς και τους κακούς, ενώ εσύ να μην μπορείς να ακτινοβολείς με την καλή σου θέληση και προς φίλους και εχθρούς.
Μην επιτρέπεις, να είναι το νερό πιο χρήσιμο από σένα και στους καθαρούς και στους ακάθαρτους, αλλά να χαίρεσαι όποτε σε χρειάζονται οι άνθρωποι, για να τους είσαι χρήσιμος με καλή εξυπηρέτηση.
Σε στάσιμο νερό δεν πάει ούτε το βόδι ούτε η πλύστρα.
Λέει το νερό στο βόδι: εσένα σου επιτρέπω να με πίνεις, ενώ στο γαϊδούρι: εσένα δεν σου επιτρέπω; Ή εξίσου προσφέρεται και στο ένα και στο άλλο;
Μην επιτρέπεις η γη να είναι πιο υπομονετι­κή από σένα, είτε την σκάβουν για το σιτάρι, είτε την πατούν για τον δρόμο. Να είσαι υπομονετι­κός σαν τη γη, αφού προσδιορίσθηκες για ανώ­τερη αξία απ’ όλη τη γη.
Μην επιτρέπεις, ο έναστρος θόλος να λάμπει με μεγαλύτερη λάμψη από την ψυχή σου. Αφού μέσα σου βρίσκεται Εκείνος, που σφυρηλάτησε τον έναστρο θόλο που μπορεί και να τον γκρε­μίσει, να τον αφανίσει.
Αχ, αδελφέ μου, εσύ είσαι γιός, ενώ ο ουράνιος θόλος είναι πράγμα.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί καλού και κακού, εκδ. Εν πλω, σ. 187-189

http://www.diakonima.gr

Ἔχουμε θεμέλια;

Στὸν ἐπίλογο τῆς «ἐπὶ τοῦ ὄ­­ρους ὁμιλίας» Του ὁ θεῖος Διδάσκαλος, ὁ Κύριός μας, μᾶς λέγει πὼς θὰ ἀναγνωρίσει ὡς δικούς Του ὄχι ὅσους ἀκοῦν τὴ διδασκαλία Του, ἀλλὰ ὅσους ἀγωνίζονται νὰ τὴν ἐφαρμόσουν. Καὶ μάλιστα τοὺς χαρακτηρίζει φρόνιμους καὶ συνετούς.
Γιὰ νὰ τονίσει τὴ σύνεσή τους, δίνει καὶ εἰκόνα σχετική. Λέγει: Ὅσοι ἐφαρμόζουν τοὺς λόγους μου, ­μοιάζουν μὲ ἄνθρωπο «ὅστις ­ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν». Κι ὅταν ἦλθαν οἱ βροχές, οἱ πλημμύρες, οἱ ἄνε­μοι, τὸ σπίτι δὲν γκρεμίσθηκε, ἀλ­λὰ ἔ­­μεινε ἀ­­νέπαφο, σταθερό, διότι ἦ­­­­ταν κτισμένο πά­νω στὴν πέτρα.
Ἀντίθετα, συνεχίζει ὁ Κύριος, ὅποιος δὲν ἐφαρμόζει τοὺς λόγους μου μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ἀσύνετο, «ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμ­μον». Καὶ κατέβηκε ἡ βροχή, καὶ ἦλ­θαν τὰ ποτάμια καὶ φύσηξαν οἱ ­ἄνεμοι καὶ χτύπησαν τὴν οἰκία ἐκείνη, κι ἔπεσε. «Καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς ­μεγάλη» (Ματθ. ζ΄ 24-27).
Ζωντανὴ καὶ παραστατικὴ ἡ ­εἰκόνα. Οἱ λέξεις κρύβουν νοήματα βαθιά. Ἀξιο­θαύμαστος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὄχι μόνο ἐπειδὴ χτίζει οἰκία, ἀλλὰ διότι τὴ χτίζει πάνω στὴν πέτρα, σὲ σταθερὸ καὶ γερὸ θεμέλιο. 

Κι ὅταν ἡ βροχὴ χτυ­πᾶ ἀπὸ ψηλὰ τὸ σπίτι, τὰ ποτάμια ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς βρο­χῆς ἀπειλοῦν τὴ βάση του, καὶ οἱ ἄ­­­νεμοι φυσομανοῦν γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι, αὐτὸ μένει σταθερό, ἄσειστο, για­τὶ ἔχει γερὰ θεμέλια, εἶ­ναι στηριγμένο ἐπάνω στὴν πέτρα.
Οἰκία εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, οἱ πόθοι, τὰ ὄνειρά μας ποὺ προσπαθοῦμε καθημερινὰ νὰ χτίσουμε.
Ἡ βροχή, τὸ ποτάμι, οἱ ἄνεμοι εἶναι οἱ μικρὲς ἢ μεγάλες ἀνθρώπινες συμφορές, οἱ ποικίλες δοκιμασίες, οἱ ἀδι­κί­ες, οἱ συκοφαντίες, οἱ ἐπιβουλές, ὁ θά­να­τος, οἱ πειρασμοὶ τοῦ Πονηροῦ, τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, οἱ ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ­πέτρα πάνω στὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ ­θεμε­λιώσουμε τὴ ζωή μας;
Ἡ πέτρα εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ζωή Του καὶ ἡ διδασκαλία Του. Τὸ τονίζει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πέτρα ὀνομάζει ὁ Χριστὸς τὴν ἀσφάλεια τῆς διδασκαλίας Του. Διότι οἱ ἐντολές Του εἶναι ἰσχυρότερες καὶ ἀπὸ τὴν πέτρα καὶ μᾶς κάνουν ἀνθεκτικοὺς σὲ ὅλες τὶς τρικυμίες καὶ τοὺς κυματισμοὺς τῆς ζωῆς. Ὅποιος κρατάει σταθερὰ καὶ ἐφαρμόζει μὲ συνέπεια τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ὑπερνικάει ὄχι μόνο τὰ ἐμπόδια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ κατατροπώνει καὶ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες».
Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἄμμος. Ἡ ἄμμος παρα­σύρεται εὔκολα, δὲν ἔχει καμιὰ ­σταθερότητα καὶ εὔκολα σκορπάει. Ἔτσι εἶναι τὸ χρῆμα, ἡ δόξα, οἱ διάφορες ἰδεολογίες, οἱ γήινες ἀπολαύσεις στὶς ὁποῖες στηρίζουν ­πολλοὶ ἐπάνω τους τὴ ζωή τους, τὴν ­εὐτυχία τους, τὸ μέλλον καὶ τὴν πρόοδό τους. Καὶ ὅταν ἔρχον­ται οἱ διάφορες ­δυσκολίες, ­ἀποδεικνύονται σαθρὰ αὐτὰ τὰ θεμέλια καὶ εὔκολα γκρεμίζονται τὰ οἰκοδομήματά τους. Τότε αἰσθά­νονται ἐγκαταλελειμμένοι, ­προδομένοι, ἀπογοητευ­μένοι.
Ἂς ἀναλογισθοῦμε λοιπόν: Ποῦ θεμελιώνουμε τὴ ζωή μας, τὴν πίστη μας; Ποῦ στηρίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς μας; ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, ἡ καθημερινότητά μας; Σὲ ποιὸ θεμέλιο στηρίζουμε τὴν εὐτυχία μας, τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν μας;
Ἡ κρίση τῆς ἐποχῆς μας ἀποδεικνύει πὼς ὅσοι θεμελίωσαν τὴ ζωὴ καὶ τὰ σχέδιά τους στὴν ἄμμο προδόθηκαν, καὶ οἱ ἐλπίδες τους διαψεύσθηκαν. Στέκονται ὄρθιοι μόνο ὅσοι μὲ πίστη στηρίζονται στὸ Χριστό, τὸν ἀσάλευτο Βράχο. Τὸ ἀσάλευτο θεμέλιο εἶναι ὁ Χριστός, οἱ λόγοι Του, ἡ ἀλήθειά Του.
Ἡ ἀντοχὴ ἑνὸς σπιτιοῦ βρίσκεται στὰ θεμέλιά του, λένε οἱ εἰδικοί, ἡ ἀξία τῆς ζωῆς μας φαίνεται ἀπὸ τὰ θεμέλια στὰ ὁποῖα στηριζόμαστε. Ἂν εἶναι ὁ Χριστός, τίποτε νὰ μὴ φοβόμαστε. Ἔχουμε σταθερό, γερό, ἀσφαλές, αἰώνιο θεμέλιο!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”


Ο άνθρωπος που υμνείται ως Άγιος χιλιάδες χρόνια ...πριν να πεθάνει, είναι «Ἠλίας ὁ ἔνδοξος τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ»!


«Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ, ΠΑΡΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ».

ΓΕΝΙΚΑ: Ο Ηλίας ο Θεσβίτης ήταν ο σημαντικότερος προφήτης του Θεού, γιος του Σωβάκ καταγόμενος από τη Θέσβη της Γαλαάδ. Έδρασε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, κατά τον 9ο-10ο αιώνα π.Χ.. Το όνομα Ηλίας αποτελεί ελληνική μεταφορά του εβραϊκού ονόματος Ελιγιαχού ( אליהו ), που σημαίνει “Θεός μου είναι ο Ιεχωβά». Αναφορές στον Ηλία περιέχονται και στο Κοράνιο. (6:85· 37:123-132) 
Ο Ηλίας είναι αυτός που κατέβασε τρεις φορές φωτιά από τον ουρανό, κάνοντας τους Ισραηλίτες με μια φωνή να πουν: «Αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός» (Γ΄ Βασιλειών ιη' 39).
Είναι εκείνος που ανέστησε τον νεκρό γιο της χήρας στα Σαρεπτά. Εκείνος στο όρος Χωρήβ είδε τον Θεό, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό. Εκείνος έσχισε τον Ιορδάνη ποταμό και ανελήφθη με πύρινη άμαξα, αφήνοντας συνεχιστή του έργου του το μαθητή του, Ελισσαίο. Ακόμη, είναι εκείνος που στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στάθηκε δίπλα Του μαζί με τον Μωϋσή. Όλα αυτά δείχνουν με πόσο ζήλο υπηρέτησε ο Προφήτης Ηλίας το θείο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 20 Ιουλίου.

Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ: Ο προφήτης Ηλίας, ενώ δεν έγραψε ούτε μία λέξη, υπήρξε ο ίδιος μεγάλη προφητεία. Το έργο του, ο τρόπος που έζησε και έφυγε από την παρούσα ζωή αλλά και η εμφάνισή του στη Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνουν ότι η μορφή αυτή είναι μέγιστη. Για τον προφήτη Ηλία έχουν γραφεί στην Παλαιά Διαθήκη πολλές σελίδες, μεστές βαθειάς θεολογίας. Το Καρμήλιον όρος, το όρος Σινά και το όρος Θαβώρ, πάνω στο οποίο εμφανίσθηκε μαζί με τον Κύριό μας ο Προφήτης, είναι οι τρεις κορυφές, που αναφέρονται στη δόξα του. Ο προφήτης Ηλίας είναι παρών στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Αξίζει όμως να ασχοληθούμε με ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό περιστατικό της ζωής του. [Βοηθός μας θα είναι ο λόγος του μακαριστού αρχιμανδρίτη Αθανασίου Μυτιληναίου, ηγουμένου της Μονής του Αγίου Δημητρίου Στομίου, ενός εκ των κορυφαίων ερμηνευτών του Θείου Λόγου, φωτιστή των Λαρισαίων του καιρού μας, το έργο του οποίου διασώζεται εις το διηνεκές χάρις στις άοκνες προσπάθειες πολλών πνευματικών παιδιών του μέσα από το διαδίκτυο ή έντυπες εκδόσεις απομαγνητοφωνημένων κηρυγμάτων του.]
Το περιστατικό που αναφερόμαστε δίνει έναν τύπο των εσχάτων ημερών. Στις μέρες μας το παραγκωνισμένο και παραθεωρημένο βιβλίο της Αποκαλύψεως έρχεται στην επικαιρότητα, διαβάζοντας εκεί όσα έχουν σχέση με τα έσχατα. Έσχατα λέγονται εκείνα τα οποία αφορούν στο τέλος της Ιστορίας, όταν πλησιάζει ο δεύτερος ερχομός του Κυρίου. Η ζωή του προφήτου Ηλιού είναι ζωή ενός αντιτύπου που δείχνει το πρωτότυπο στα έσχατα.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ: Λέει ο Απ. Παύλος στους Αθηναίους: «ο Θεός... ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών (των λαών)». Δηλαδή, ο Θεός έχει τάξει τα σύνορα του κάθε λαού, αλλά και το πόσον καιρό θα ζήσει ένας λαός. Ο Ισραήλ ήταν λαός αγαπημένος, ο ξεχωρισμένος λαός και ο Θεός πολλές φορές τον είχε προστατεύσει. Την εποχή όμως του Προφήτη Ηλία, (9ος αι. π.Χ.) το διασπασθέν βόρειο βασίλειο, του Ισραήλ ή Σαμάρειας, αποστάτησε απ' τον Θεό. Βασιλιάς του βασιλείου ήταν τότε ο Αχαάβ. Αυτός είχε χαλαρό χαρακτήρα, με κλίση προς την ειδωλολατρία, επηρεαζόμενος από τη γυναίκα του Ιεζάβελ. Η σύζυγός του του ήταν Συροφοινίκισσα και φανατική ειδωλολάτρισσα. Γρήγορα, εξαιτίας αυτής της φοβερής γυναίκας, η λατρεία του Θεού ατόνισε και κυνηγήθηκε, ενώ εισήχθη η λατρεία του Βάαλ και της Αστάρτης ( Αφροδίτης).

Η ΑΝΟΜΒΡΙΑ ΩΣ ΤΙΜΩΡΙΑ: Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή, εμφανίζεται ο φλογερός και ζηλωτής Προφήτης Ηλίας, ξαφνικά, εμφανιζόμενος στο βασιλιά, για να του δώσει φοβερό θείο μήνυμα: συνεχής ανομβρία, τιμωρία από τον Θεό, για την αποστασία του λαού και του ιδίου. “Ορκίζομαι στον Θεό τον ζώντα, (...) ότι σ' αυτά τα χρόνια που θα έρθουν ούτε θα βρέξει ούτε θα πέσει δροσιά”. Αυτά είπε ό Προφήτης, και ανεχώρησε. Τα λόγια του Προφήτη ήταν η κρίση του Θεού για την αποστασία ενός λαού, των Ισραηλιτών.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: Συχνά ο Θεός, μέσω Προφητών, αναφέρεται στο μέλλον διαφόρων λαών, όπως διαβάζουμε σε προφητείες του Ησαϊα, του Ιερεμία, του Ιεζεκιήλ. Ο Δανιήλ, για παράδειγμα, προφητεύει για τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών. Δεν ομιλεί, συνεπώς, ο Θεός μόνο για τον Ισραήλ.

Ομιλεί για όλους τους λαούς και κατευθύνει τις τύχες όλων των λαών. Έτσι ούτε οι Έλληνες βγαίνουν έξω από το σχέδιο του Θεού, πολύ δε περισσότερο αφού δεχθήκαμε το Ευαγγέλιό Του από τους πρώτους. Όμως, προκύπτει το ερώτημα: Μήπως και η πατρίδα μας ζει και πολιτεύεται στα ίδια χνάρια του παλαιού Ισραήλ; Και όσα δεινά επήλθαν πού οφείλονται; Μήπως πρόκειται να συρρικνωθούμε ως έθνος και ως κράτος; Μα στο πρώτο ερώτημα απαντήσαμε μόνοι μας. Πόσα παιδιά πια γεννιούνται στη “ρυτιδιασμένη” πρόωρα γερασμένη πατρίδα μας; Όσο για τα σύνορά μας, δεν υπάρχει τίποτα αμετάθετο και σίγουρο. Ακόμη, υφιστάμενοι μια τεράστια κοινωνικοοικονομική κρίση, αναλογιστήκαμε ποια είναι η αφετηρία της;

“Ασφαλώς η αποστασία του λαού μας και την στροφή του προς την ειδωλολατρία. Αποστατούμε από τον Θεό καθημερινά. Το φαινόμενο της αθεΐας (...) έχει γίνει πια πραγματικότητα εδώ που αναπτύχθηκε η Ορθοδοξία και έχουμε τόσους Αγίους! Αλλά γιατί το είπε αυτό ο Προφήτης στον Αχαάβ; Για να μετανοήσει ο λαός. Μετανόησε ο Αχαάβ; Ούτε ο Αχαάβ, ούτε ο λαός. Άραγε εμείς θα μετανοήσουμε; (...) Είμαστε σε παράλληλες ημέρες με την εποχή του βορείου Ισραήλ, που ο Προφήτης ελέγχει με δριμύτητα την κατάσταση και χρησιμοποιεί, το έκτακτο εκείνο στοιχείο, που καταπλήσσει με την παρουσία του τον λαό. Θα το αντιληφθούμε εμείς ότι οι ημέρες είναι κρίσιμες για τον λαό μας αλλά και για την οικουμένη; Θα το καταλάβουμε αυτό;” (προέβλεπε ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος). Από τη στιγμή που εκστόμισε αυτά ο Προφήτης, άρχισε και η περιπέτεια του βορείου βασιλείου, που οδήγησε στην κατάλυσή του από τους Ασσυρίους. Τα λόγια του Προφήτη ηχούν, ίσως, περίεργα στ' αυτιά μας: «γυναίκες φοράτε τα φουστάνια σας τα ωραία, με τις χρυσές ζώνες και τα χρυσοκεντημένα μεταξωτά σας ρούχα! Σκοινί θα μπει στη μέση σας και θα συρθείτε ξυπόλητες στη γη της αιχμαλωσίας!». Ακούοντας αυτά ο Αχαάβ, έμεινε έκπληκτος και πριν αντιδράσει, ο Προφήτης εξαφανίστηκε. Τότε ο Αχαάβ άρχισε να καταδιώκει τον Προφήτη.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ: Ο Θεός όμως προστατευσε τον Προφήτη Του από τον Αχαάβ και από τον λιμό που ακολούθησε την ανομβρία. Ο Θεός είπε στον Ηλία: «πορεύου εντεύθεν κατά ανατολάς και κρύβηθι εν τω χειμάρρω Χορράθ του επί προσώπου Ιορδάνου, και έσται εκ του χειμάρρου πίεσαι ύδωρ, και τοις κόραξιν εντελούμαι διατρέφειν σε εκεί”. Δηλαδή ο Θεός θα φρόντιζε και για το νερό και την τροφή του Προφήτη, που θα του την έφερναν ... κοράκια!

Όμως η εντολή του Θεού να κρυφτεί ο Προφήτης Του αφορά και στον λαό του Θεού, την περίοδο των εσχάτων, κι αυτό διότι ο Προφήτης αποτελεί τύπος των εσχάτων. Ιστορικός τύπος είναι περιστατικά της Παλαιάς Διαθήκης που είναι σκιά πραγμάτων που αφορούν την περίοδο του Ευαγγελίου αλλά και των εσχάτων. Έτσι, για παράδειγμα το εβραϊκό Πάσχα (Πεσάχ), που σημαίνει πέρασμα από την Αίγυπτο στη Χαναάν, είναι τύπος της Ανάστασης του Κυρίου και του περάσματος από τη ζωή, που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο, στην αιώνια ζωή, ενώ η διάβαση της Ερυθράς είναι ο τύπος του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Έτσι κι εδώ το γεγονός που συνέβη ανάμεσα στον Προφήτη και τον Αχαάβ είναι ένα γεγονός, και ένας ιστορικός τύπος των εσχάτων. Διότι ο Αχαάβ είναι αντίτυπο του Αντιχρίστου.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΠΑΡΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ: Ο Ηλίας θα είναι παρών και στις ημέρες του Αντιχρίστου! Άλλωστε, ο προφήτης Ηλίας δεν πέθανε, αναλήφθηκε. Θα επανέλθει! Και όπως ήλεγξε τον Αχαάβ, έτσι θα ελέγξει και τον Αντίχριστο. Και το καταπληκτικό: τριάμισι χρόνια ανομβρία επέφερε ο προφήτης Ηλίας στον Αχαάβ, τριάμισι χρόνια ανομβρία θα επιφέρει και στον Αντίχριστο! “Έτσι, έχουμε το μοναδικό φαινόμενο, που ένα πρόσωπο, ο προφήτης Ηλίας, αποτελεί και ιστορικό αντίτυπο σ' εκείνη την εποχή, αλλά και ένα ιστορικό πρωτότυπο στο μέλλον, στα έσχατα.” (π. Αθ. Μυτιληναίος). Έτσι λοιπόν το ίδιο πρόσωπο είναι παρόν και στη μία και στην άλλη περίπτωση.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡ. ΗΛΙΑ: Το βιβλίο της Αποκαλύψεως (ια΄κεφ.), διαβάζουμε: “Και θα δώσω”, λέει ο Χριστός “στους δυο μάρτυρές μου”, ο ένας από τους οποίους είναι ο Προφήτης Ηλίας, “και θα προφητεύσουν”. Λέγονται μάρτυρες, γιατί θα δώσουν μία μαρτυρία. Λέγονται και προφήτες, γιατί θα προφητεύσουν. Η διάρκεια της προφητείας τους θα είναι χίλιες διακόσιες εξήντα ημέρες, ή τριάμισι χρόνια. Πόσες μέρες είχε κρατήσει την ανομβρία τότε ο Προφήτης; Τριάμισι χρόνια.

Το ίδιο φαινόμενο, από το ίδιο πρόσωπο! Και η Αποκάλυψη λέει πιο κάτω: «Αυτοί θα έχουν εξουσία να κλείσουν τον ουρανό, για να μην πέσει βροχή κατά τις ημέρες της προφητείας τους.»! Το κήρυγμα της μετανοίας λοιπόν θα διαρκέσει τριάμισι χρόνια, όσο και η περίοδος της ανομβρίας. Στη συνέχεια ο Αντίχριστος, που δεν θα ανεχθεί τον προφητικό έλεγχο, θα τους φονεύσει αφήνοντας τα σώματά τους άταφα στην πλατεία της Ιερουσαλήμ. Γι' αυτούς τους δύο Προφήτες λέει το βιβλίο της Αποκαλύψεως ότι θα τους δει όλος ο κόσμος, αφού θα 'χουν φονευθεί στην πλατεία της Ιερουσαλήμ. Το φόνο μάλιστα των Προφητών θα τον δουν: “γλώσσες, φυλές, έθνη, λαοί». Κι ενώ αυτό ήταν αδύνατο για την εποχή που γράφηκε η Αποκάλυψη, σήμερα φαίνεται εύκολο χάρη στην τηλεόραση και το διαδίκτυο. Η Αποκάλυψη προσθέτει ότι, στα 3,5 χρόνια της κυριαρχίας του Αντιχρίστου, ο πιστός λαός πρέπει να αποκρυβεί «μικρόν όσον όσον», ακριβώς όπως ο Ηλίας στα χρόνια του, υπό τύπον Αντιχρίστου, Αχαάβ. Πρέπει ο λαός του Κυρίου να κρυφτεί για να γλυτώσει τον θάνατο και για να αποφύγει τις επιδράσεις της κυριαρχία του Αντιχρίστου. Όσον αφορά τις επιδράσεις αυτές, αρκεί να δούμε σήμερα, που δεν υπάρχει διωγμός των πιστών, πόσο εύκολα απομακρύνθηκε ο Ελληνισμός από την Εκκλησία χάρις στην εκκοσμίκευση. “Κι ακόμα δεν ήρθε ο Αντίχριστος. Και πού να 'ρθει και να επιβάλει πείνα και οικονομικό αποκλεισμό! Τι θα γίνει τότε;” (π. Αθ. Μυτιληναίος). Ο λαός του Θεού θα κρυφτεί στην έρημο όπως ο Προφήτης αλλά και αυτοί που περιστοίχιζαν τότε τον προφήτη Ηλία. Αυτοί τότε, και η Εκκλησία στα έσχατα, καταφεύγουν στην έρημο, κρύβονται. Όμως, ας θυμηθούμε, από την έρημο ξεκίνησε η Εκκλησία.

Διαβάζουμε στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος φωνάζει και λέει ότι έρχεται ο Μεσσίας, δείχνοντάς τον από την έρημο. Εκεί είναι τα θεμέλια της Εκκλησίας. Στην έρημο θα καταλήξει. Και η Αποκάλυψη συνεχίζει: “ο Αντίχριστος, πίσω από τον οποίο είναι ο Διάβολος, θα διώξει την Εκκλησία, γι' αυτό εκείνη θα καταφύγει στην έρημο, και θα βγάλει νερό από το στόμα του, για να την πνίξει”. Το νερό που βγάζει ο Διάβολος, και ο Αντίχριστος, είναι τα διάφορα κοινωνικά και φιλοσοφικά συστήματα, που θέλουν να πνίξουν τον σύγχρονο Χριστιανό. Είναι σαν κάποιος να μας δίνει να φάμε, υπό τον όρο να ακολουθήσουμε το κοινωνικό, οικονομικό ή αιρετικό σύστημα, που αυτός προσφέρει. Κάτι δηλαδή ανάλογο με τα πουλημένα πρωτοτόκια του Ησαύ έναντι ενός πιάτου φαγητού! Άρα οι πιστοί που θα δεχθούμε την “προσφορά” του Αντιχρίστου θα χαθούμε. Και όμως, ο Θεός θα βοηθήσει την διωκόμενη Εκκλησία Του, όπως βοήθησε τον περιούσιο, πάλαι ποτέ, λαό Του στη διάβαση της Ερυθράς, χρησιμοποιώντας στοιχεία της φύσης με τέτοιο τρόπο ώστε και να διαφυλαχθεί ο Ισραήλ και να καταποντιστούν οι διώκτες του. Ακόμη ο Θεός θα βοηθά το λαό Του στη διατροφή του ακριβώς όπως έκανε με το μάννα στο Σινά και με τον κόρακα που έφερνε τροφή στον Προφήτη Ηλία. Με τον τρόπο αυτό, γνωρίζοντας ότι τα πτηνά αυτά είναι σαρκοφάγα, τονίζεται περισσότερο το θαύμα, διότι τα σαρκοβόρα κοράκια, σε μια περίοδο γενικευμένου λιμού, δεν το τρώνε αλλά το φέρνουν στον Προφήτη! Με τέτοιους θαυμαστούς τρόπους θα τρέφονται και στα έσχατα τα μέλη της “εν ερήμω” Εκκλησίας. Γι' αυτό και η απεικόνιση του Προφήτη με τον κόρακα που τον διατρέφει, τονίζει την ιστορικότητά του ως τύπου των εσχάτων και κυριαρχεί έναντι οποιουδήποτε άλλου τύπου εικονίσεως. Αυτό τονίζει περισσότερο στη ζωή του Προφήτη η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Κι αυτό διότι η Εκκλησία μας θέλει να τονίσει την ιστορικότητα του Προφήτου σαν τύπο των εσχάτων; αλλά “και να μας πει τι θα γίνει με τους πιστούς μας όταν θα έλθει το τέλος του κόσμου” (π. Αθ. Μυτιληναίος).

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ, ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ: Ο προφήτης Ηλίας, θα καταδείξει τον Αντίχριστο αλλά και θα τον ελέγξει, όπως έλεγξε και τον Αχαάβ. Στον Αχάαβ είπε κάποτε: “Το αίμα σου θα το γλύψουν σκυλιά και γουρούνια” κι έτσι έγινε. Στη σύζυγο του Αχαάβ, Ιεζάβελ, είπε: «Εσένα, θα σε ποδοπατήσουν τα άλογα και θα σε λιανίσουν, και θα σε φάνε τα σκυλιά!...» Κι αυτά πραγματοποιήθηκαν έως κεράιας. Έτσι θα ελέγξει ο Προφήτης και τον Αντίχριστο.

Μας λέει η Αποκάλυψη ότι, όταν ο Αντίχριστος θα τον συλλάβει μαζί με τον Ενώχ, και θα τους φονεύσει, τότε τόσο θα χαρούν οι άνθρωποι, ώστε θα ανταλλάξουν δώρα μεταξύ τους, γιατί απαλλάχτηκαν από έναν κήρυκα που τους βασάνιζε με τα λόγια του! Οι αμαρτωλοί θα χαρούν. Αλλά, προσθέτει το ιερό βιβλίο, σε τρεισήμισι μέρες θα δουν τον προφήτη Ηλία να ανασταίνεται από τους νεκρούς και να ανεβαίνει στον ουρανό, και τότε θα τους πιάσει φόβος και τρόμος! Αλλά εάν γι' αυτούς ο Ηλίας θα είναι φοβερός, για τους δικαίους θα είναι αληθινή ευλογία.Τη χαρά και την ελπίδα που σκορπούσε ο προφήτης Ηλίας στους δικαίους της εποχής του θα σκορπίσει και στους δικαίους των εσχάτων αλλά και σ' όλους που θα αναστηθούν. “ γαρ ημείς ζωή ζησόμεθα” (Σ. Σειράχ, μη΄ κεφ.).

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Όταν ο Προφήτης με παράπονο έλεγε στον Θεό: «Κύριε, μόνος εγώ έμεινα να Σε λατρεύω. Όλοι οι άλλοι προσκύνησαν τα είδωλα!», ο Θεός του απάντησε πως “εφτά χιλιάδες άνδρες δεν προσκύνησαν τον Βάαλ.” Αυτοί οι άνδρες, όταν έβλεπαν τον Προφήτη να ελέγχει τον Αχαάβ, χαίρονταν. Αλλά θα τον δουν με την ίδια χαρά και ελπίδα οι δίκαιοι των εσχάτων. Όταν θα κηρύσσει στην Ιερουσαλήμ οι δίκαιοι θα πουν: “Ήλθε ο Ηλίας. Ελέγχει τον Αντίχριστο. Πλησιάζει η έλευση του Κυρίου!” Θα τον δουν και όλοι οι δίκαιοι που κατά τη δευτέρα Παρουσία θα αναστηθούν όπως ακριβώς τον είδαν και οι τρεις Μαθητές στο Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωσή Του. Γιατί κι εμείς τότε θα φωνάξουμε: “μακάριοι οι ιδόντες σε και οι εν αγαπήσει κεκοσμημένοι, και ημείς ζωή ζησόμεθα”, όπως έγραψε ο Σειράχ τον 2ο αι. π. Χ.

Ω Άγιε του Θεού Προφήτα, 
ένδοξε Ηλία, 
πρέσβευε υπέρ ημών!


Ο Προφήτης Ηλίας και η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση