.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Καί σήμερα ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας




..Καί σήμερα ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας. Καί σήμερα ἡ Παναγία μας δέεται καί πρεσβεύει. Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτήν ἔχουμε ὡς πρέσβειρα, ὡς Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν. Εἴμαστε «πάντοθεν πολεμούμενοι», ἀλλά «ἐν πάσει περιστάσει καί ψυχῆς θλίψει» «πρός τίνα καταφύγωμεν»; πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Νά ἱκετεύσουμε τήν Παναγία μας ὅπως ὁ πονεμένος ποιητής τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, αὐτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρης, ὁ ὁποῖος σήκωνε τόν δικό του σταυρό, τῆς ἀνίατης ψυχικῆς του ἀσθένειας, «Βλέψον ἰλέῳ ὄμματί σου καί ἐπίσκεψαι τήν κάκωσιν ἧν ἔχω». «Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σέ μόνην καυχῶμαι». Σ’ Αὐτήν νά καταφεύγουμε μέ θάρρος καί ἡ γλυκειά μας Παναγιά δέν θά μᾶς ἀπογοητεύσει, δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ.

«Ἄλλοι σέ κράζουν ἔλεος, ἐλπίδα ὁ θλιμμένος
Βασίλισσα τῆς Ἐκκλησιᾶς Σέ κράζει ἡ καμπάνα
ἐλεημοσύνη ὁ φτωχός, νερό ὁ διψασμένος
μά ἡ καρδιά μας, Δέσποινα, αὐτή Σέ κράζει «μάνα»!


Δεκαπενταύγουστος σε καιρούς αποστασίας

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2015. Ένα ήδη οδυνηρό καλοκαίρι βαίνει αργά προς το τέλος του, προοιωνίζοντας δυστυχώς ακόμη πιο επώδυνες μέρες. Μέρες θλίψης και ανέχειας. Αλλά και αγωνίας για όλους όσους βλέπουν πια τα μαύρα σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από τη ρημαγμένη χώρα και - βλέποντάς τα - συνειδητοποιούν τα πασίδηλα πλέον σημεία των καιρών…

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Λίγες μόλις ώρες αφότου, θεαρχίω νεύματι οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, εκ περάτων συνέδραμον του κηδεύσαι την της ζωής Μητέρα. Αι δε υπέρταται των ουρανών δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι, το θεοδόχον σώμα προέπεμψαν, τω δέει κρατούμεναι. Και σπεύσαμε βέβαια μαζικά κι εμείς να πλημμυρίσουμε τις εκκλησιές. Μα ειλικρινά δεν ξέρω τι κατορθώσαμε να αισθανθούμε και πάλι από το μεγάλο μας Πάσχα του καλοκαιριού. Τι κατορθώσαμε να της πούμε και τι να της ζητήσουμε. Ποιο δώρημα δηλαδή που να ταιριάζει πραγματικά προς το συμφέρον της αιτήσεως…
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε καιρούς κλιμακούμενης απόγνωσης. Η προσωρινή αποτροπή της οικονομικής καταστροφής, μετά την περιπέτεια του περασμένου Ιουλίου, έφερε μεν για λίγο κάποια αισθήματα ανακούφισης, όμως όσο περνάει ο καιρός, αυτό που επέρχεται είναι φανερό πως κυοφορεί καταστάσεις τραγικές. Φέρνει πιο κοντά την εκποίηση της χώρας, τον όλεθρο των μικρομεσαίων, τη νέκρωση της αγοράς, τη δημογραφική ερήμωση, την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε ξένα αφεντικά. Και μάλιστα όλα αυτά με σφραγίδα…αριστεροφανούς «προοδευτικότητας», εξ ου και η πραγματική πηγή απελπισίας για ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, το οποίο στήριξε τις έσχατες ελπίδες του για πολιτική ανατροπή σε ένα μόρφωμα που συσπείρωσε τα τελευταία χρόνια τις περισσότερες δυνάμεις του λεγόμενου αντιμνημονιακού χώρου. Ενός λαού που και πάλι προδόθηκε, γιατί βέβαια διέπραξε για μια ακόμη φορά το ίδιο τραγικό λάθος, πεποιθώς επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία. Και τώρα που προδόθηκε, απόμεινε μουδιασμένος να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Πιο παθητικά και υποτονικά από κάθε άλλη φορά. Ίσως γιατί νιώθει ότι δεν έχει πού να ελπίσει πλέον.
Και γιατί άραγε να ξέρει πού να ελπίσει αυτός ο λαός της αποστασίας, που έχει τόσο πολύ εθιστεί πια στο να παρακολουθεί αποχαυνωμένος «υπερήφανους ομοφυλόφιλους» (να παρελαύνουν ή να συμβιώνουν δια νόμου), στο να καίγεται μόνο για τον απλό πονοκέφαλο της οικονομικής κρίσης (μη δίνοντας δεκάρα για τον θανατηφόρο καρκίνο της πνευματικής κατάρρευσης) και στο να καταπίνει αμάσητα τόσα και τόσα νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια; Είναι πραγματικά τόσο βαθιά πλέον η παρακμή μέσα στο άθλιο ψευδοκράτος που εδώ και δεκαετίες παράγει κυρίως απάτη κι ασυναρτησία, ώστε είναι ν’ απορείς ποια απερινόητη μεγαλοθυμία του Ετάζοντος καρδίας και νεφρούς μάς κρατάει ακόμα και δεν μας καταποντίζει οριστικά μες στ’ αποκαΐδια. Και την ίδια ώρα βέβαια δεν ξέρεις και πού να στρέψεις το βλέμμα, αναζητώντας δειλά κάποιο μικρό στήριγμα. Όλα υπό διάλυσιν, όλοι οι θεσμοί ξεχαρβαλωμένοι απ’ τη φαυλότητα ή τη μετριότητα, όλα να καταρρέουν με κρότο εκκωφαντικό. Πολιτικές δυνάμεις απαξιωμένες κάτω από το ασήκωτο βάρος δεκαετιών ανομίας και χυδαιότητας. Μια απερίγραπτη κυβέρνηση που δεν απέτυχε μόνο παταγωδώς στις έωλες υποσχέσεις για απαλλαγή από τα μνημόνια, αλλά βρίσκει πλέον τις ευκαιρίες - πότε μες στον ορυμαγδό και πότε χάρη στο γενικό μούδιασμα - για να περνά ανενόχλητη εθνοκτόνες διατάξεις και νομοσχέδια μηδενιστικά. Μια Δικαιοσύνη σε πλήρη ανυποληψία, μια Υγεία σε πλήρη διάλυση, μια Παιδεία ταγμένη στο να παράγει όχι συγκροτημένους πολίτες, αλλά αφελληνισμένα, παραζαλισμένα και αναλφάβητα ανθρώπινα κοπάδια. Και ταυτόχρονα βέβαια να βλέπεις κι ανθρώπους σοβαρούς, ακόμη κι ανθρώπους κοντινούς σου, να εξακολουθούν να τυρβάζονται περί όνου σκιάς, να συνεχίζουν ακόμη και τώρα - παρά τα σημεία των καιρών - να ομφαλοσκοπούν, με την επί χρόνια κεκτημένη αδράνεια της πλέον αυτιστικής εσωστρέφειας. Μια θλίψη τα πάντα λοιπόν. Θλίψη και απογοήτευση.
Και λίγο πιο πέρα φυσικά, η θλιβερή σύναξη των εκκλησιαστικών μας ταγών, πάντοτε ασελγούσα (πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων) επί του Σώματος και του Αίματος του εν ύδασι την γην Κρεμάσαντος. Από τη μια με τις οικουμενιστικές ή μασωνικές ακαθαρσίες μέσα στις οποίες βυθίζονται πια τόσοι και τόσοι ιεράρχες μας, από την άλλη με τις πάντα ανοιχτές και κακοφορμισμένες πληγές της ελλειμματικής πνευματικότητας, της σιμωνίας, του καριερισμού, της εκκοσμίκευσης, της αδιαφορίας για τα πάντα. Οπότε τι μας απομένει πλέον άραγε ως παρηγοριά;
Μα να λοιπόν τι μας απομένει. Η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς και δύναμης. Ο γλυκασμός των αγγέλων, η χαρά των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων. Το άρρηκτον τείχος μας, ο ηλιοστάλακτος θρόνος, η ακαταίσχυντος προστασία, η αμετάθετος μεσιτεία μας προς τον Ποιητήν. Μαζί της, μάς απομένει και η γη μας, μια γη γεμάτα κόκαλα αγίων, ποτισμένη με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, σμιλεμένη απ’ τον πόνο και το δάκρυ, μπολιασμένη απ’ τα ατέλειωτα βάσανα και τους καημούς της Ρωμηοσύνης. Και μας απομένουν βέβαια κι οι λίγες φωνές όσων τάχθηκαν να φυλάγουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες - και θα συνεχίσουν φυσικά να το πράττουν, παγερά αδιάφοροι για το αν «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ψυχές που αγωνίζονται στην αφάνεια, «ελεύθεροι κι ωραίοι που ζουν σε κάποιες φυλακές» (στα μοναστήρια και στον κόσμο) και μας κρατάνε ακόμη όρθιους.
Κι από πίσω τους βαδίζουμε στα σκυφτά κι εμείς, με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες μας, στα μικρά μας μετερίζια εδώ και χρόνια. «Είμαστε ακόμα εδώ, ψάχνοντας στα τυφλά καινούργιους δρόμους», όπως θα τραγούδαγαν κι οι Κατσιμιχαίοι. Κι είναι στα τυφλά βέβαια, γιατί κι εμείς ελάχιστα νιώσαμε στον δρόμο - κι όσα κι αν μάθαμε να λέμε για πατρίδα, πίστη και παράδοση, θεωρίες ήτανε πιο πολύ παρά βίωμα και πράξη. Μα έστω κι έτσι, προσπαθήσαμε κάπως να ακολουθούμε από πίσω. Αναζητώντας εναγωνίως και τις ευρύτερες υγιείς δυνάμεις που (λέγεται ότι) υπάρχουν, αλλά συνεχίζουν πάντοτε να υπνώττουν στους κόλπους του ταλαίπωρου λαού.
Ίσως γιατί δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να βγουν επιτέλους στο προσκήνιο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα τα μετερίζια να συντονιστούν και να ενωθούν τα ρυάκια. Προφανώς δεν είχε ευλογία άνωθεν - για να το πούμε απλά. Υπήρξαμε μάλλον πολύ μικροί κι ανάξιοι, άδεια σαρκία κι εμείς, ανάλγητοι κι αμετανόητοι, χαμένοι στα πλέγματα και τους εγωισμούς μας, αποστάτες ανέστιοι, «κύνες επί τον ίδιον έμετον επιστρέφοντες». Γι’ αυτό και ό, τι ξεκινήσουμε κατά καιρούς να φτιάξουμε (ομάδες, παρατάξεις, κινήσεις και σχήματα), έμεινε λειψό και ατελέσφορο. Γιατί δεν είχε χάρη. Και πώς να έχει άραγε; Ποιοι ήμασταν εμείς δηλαδή, ώστε να έχει;
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε αγριεμένους καιρούς. Καιρούς αποστασίας και μάταιης περιπλάνησης. Μα όσα κι αν πράξαμε, σε ό,τι κι αν φταίξαμε, όσο κι αν «πήραμε τη ζωή μας λάθος», είναι τέτοια η λαίλαπα που έρχεται (και ειλικρινά η οικονομική κατάρρευση είναι το τελευταίο που εννοώ), που ίσως να πλησιάζει η ώρα που, όποιος έχει απομείνει ζωντανός σε τούτον τον τόπο, επιτέλους θα κληθεί και να το αποδείξει. Με πράξεις όμως πλέον κι όχι με λόγια - τέλος πια οριστικό κι αμετάκλητο για τις διαπιστώσεις, τις ζυμώσεις, τα συμπεράσματα, τις ατέρμονες αναλύσεις. Και φυσικά αυτές οι πράξεις μπορεί να γίνουν μόνο συν Θεώ. Μόνο με το αυτεπίγνωτον της αθλιότητάς μας, μόνο με την οριστική ταφή του ελεεινού πτώματος μέσα μας, μόνο με το αυθεντικό κλάμα της ειλικρινούς επιστροφής μας, μόνο με την επίκληση του ελέους Του και της μεσιτείας Της. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε πια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι καιροί μας τελειώνουν πλέον κάπου εδώ. Τελεία και παύλα. Και ό,τι επί αιώνες χτίσαμε, χάνεται οσονούπω οριστικά μαζί μας μες στα συντρίμμια.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2015. Λίγο μόλις μετά το δεύτερο Πάσχα μας - εκείνο του καλοκαιριού. Λίγο μετά αφού η την ζωήν κυήσασα προς την ζωήν μεταβέβηκεν. Λίγες ώρες αφότου η του αενάου φωτός Μητέρα μετέστη από της γης εις τα άνω. Από εκεί που βρίσκεται, ας ξαναβάλει το χέρι της, για μια ακόμη φορά…

του Νεκτάριου Δαπέργολα
(Εφημ. "Αντιφωνητής" της Θράκης, 15/8/2015)

Καλό Δεκαπενταύγουστο



«Κυρία Θεοτόκε, 
Μάνα τοῦ κόσμου, 
Κυρία τῶν Ἀγγέλων! 

Σίγουρα «ἀδυνατεῖ γλῶσσα τῶν βροτῶν» νά Σέ ὑμνήσει καί νά ἐννοήσει τό μεγαλεῖο Σου. 
Δέξου τήν δέησή μας ὡς προερχόμενη ἀπό παιδιά ἀδύνατα, ἁμαρτωλά καί ἐπιπόλαια:

– Δῶσε μας λίγο ἀπό τό Φῶς Σου.

– Κάνε μας νά κατανοήσουμε τήν εὐεργεσία τοῦ Ὑιοῦ Σου.

– Προστάτευσε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ἀπό ὀρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς.

– «Πάλιν καί πολλάκις» δέξε μας μετανοοῦντας καί ἐπιθυμοῦντας τήν ἀλλαγή μας.

– Σκέπε, φύλαττε καί διάσωσε τόν κόσμο Σου.

– Παρηγόρησε τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους τῆς ζωῆς.

– Τήν ὥρα τῆς μετάβασης μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἔλα καί ὁδήγησέ μας στόν Ὑιό Σου καί Θεόν ἡμῶν, γιά νά ζήσουμε αἰώνια τήν οὐράνια Βασιλεία Του «σύν πᾶσι τοίς Ἁγίοις». Ἀμήν.


Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός για την Κοίμηση της Θεοτόκου



«Ἐντεῦθεν οὐ θάνατον τὴν ἱερὰν σου μετάστασιν λέξομαι, ἀλλὰ κοίμησιν ἢ ἐνδημίαν. Ἐκδημοῦσα γὰρ τῶν τοῦ σώματος, ἐνδημεῖς πρὸς τὰ κρείττονα… ὢ θαύματος ὄντως ὑπερφυοῦς! ὢ πραγμάτων ἐκπλήξεως. Ὁ πάλαι βδελυκτὸς καὶ μισούμενος θάνατος, καὶ εὐφημεῖται καὶ μακαρίζεται. Ὁ πάλαι πένθους καὶ κατηφείας, δακρύων τε καὶ σκυθρωπότητος πρόξενος, νῦν χαρᾶς ἀναδέδεικται καὶ πανηγύρεως αἴτιος.
»Τὸ θεῖον (δὲ) σῶμα καὶ ἱερὸν καὶ πανάμωμον, καὶ τῆς θείας εὐωδίας ἀνάπλεον, ἡ ἀφθονος κρήνη τῆς χάριτος, ἐν τῷ τάφῳ τεθέν, εἴτα πάλιν ἀναρπασθὲν πρὸς κρείττονα χῶρον καὶ ὑψηλότερον. Οὐκ ἀφῆκε (δὲ) τὸν τάφον ἀγέραστον, ἀλλὰ μεταδίδοσι μὲν τῆς θείας εὐωδίας καὶ χάριτος πηγὴν δὲ τῶν ἰαμάτων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῖς πίστει προσιοῦσι τὸ μνῆμα κατέλιπε».

(Ἰ. Δαμασκηνοῦ, P.G. τ. 96 σ.716 – 720)
«Σαράντα Εικόνες της Παναγίας», Αρχ. Νεκταρίου Ζιόμπολα.

Κοίμησις, Ταφή, Ανάστασις, Ανάληψις της Θεοτόκου



Απομαγνωτοφωνημένη ομιλία του αρχιμ Αθανασίου Μυτιληναίου 
η οποία εκφωνήθη στις 14/08/1980 
σε αγρυπνία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.


Η θέσις, αγαπητοί μου, της Υπεραγίας Θεοτόκου, μέσα εις την ιστορία της σωτηρίας μας, είναι σημαντικοτάτη. Και τούτο διότι εστάθη το όργανον της σωτηρίας μας. Είναι εκείνη η οποία έδωσε τον εαυτόν της, να γίνει κλίμακα για να κατέλθει ο Θεός στη γη, και ταυτοχρόνως γίνεται κλίμακα για να ανέλθει ολόκληρη η ανθρωπότητα στον ουρανό.
Έτσι ο Θεός δια της Θεοτόκου, γίνεται άνθρωπος και οι άνθρωποι δια της Θεοτόκου γίνονται θεοί. Να λοιπόν ότι η θέσις της υπεραγίας Θεοτόκου, είναι σημαντικοτάτη εις την ιστορία της σωτηρίας. Εις εκείνο το θαυμαστό όραμα του Ιακώβ με την κλίμακα που εστηρίζετο ο Θεός εις την κορυφήν, η κλίμακα αυτή δεν προϋποθέτει μόνον, την κάθοδον του Θεού, αλλά και την άνοδο του Ιακώβ, δηλαδή την άνοδο των ανθρώπων.
Έτσι αγαπητοί μου, η Θεοτόκος κατέχει κεντρικοτάτη θέση μέσα στην σωτηρίαν μας και συνεπως και στην λατρεία μας. Ολόκληρος ο Άυγουστος είναι αφιερωμένος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Σημειώσατε ότι δεν έχουμε λίγες Θεομητορικές εορτές μέσα εις τον λειτουργικόν χρόνον.
Αλλά την κορυφή των Θεομητορικών εορτών την κατέχει εορτή της Κοίμησις της Θεοτόκου, αυτή που εορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Είναι μια εορτή κατά την οποία εορτάζουμε την Κοίμηση, την ταφή, την Ανάσταση και την Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία. Όταν ρίξουμε μια ματιά στην ορθόδοξο εικονογραφία μας, θα δούμε κατά έναν θαυμαστό τρόπο να ιστορούνται αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά. Βεβαίως αφότου άρχισαν οι αιρέσεις, πότε να στρέφονται εναντίον του προσώπου του Κυρίου μας Ιησού, πότε εναντίον της Θεοτόκου, η Εκκλησίας μας επαγίωσε πλέον μέσα στις εικόνες, που μας προσφέρει για να διδαχθούμε το δόγμα όσο και για να τιμήσουμε τα πρόσωπα αυτά, τον Κύριον Ιησούν και την Υπεραγία Θεοτόκο, οι εικόνες εφεξής έχουν πλέον όχι μόνον ιστορικόν χαρακτήρα, ιστορική διάσταση αλλά και δογματική διάσταση.
Έτσι βλέποντας την εικόνα της Κοιμήσεως, βλέπουμε τα εξής: Την Υπεραγίαν Θεοτόκον νεκράν επάνω εις ένα κρεβάτι. Γύρω της είναι οι Απόστολοι. Σε μια θεία δόξα που δεν ανήκει στον παρόντα κόσμο, γι” αυτό και οι αγιογράφοι, αγιογραφούν αυτό το σημείον κατά έναν τρόπο που να δίδεται η εντύπωσις ότι πρόκειται για κάτι το εξωκοσμικόν, βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός. Κρατάει στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία οι αγιογράφοι πάρουσιάζουν ως ένα νήπιο.
Με αυτό το νήπιο θέλουν να δείξουν την ψυχή της Παναγίας. Άγγελοι δορυφορούν τον Χριστόν μέσα στην θεία Του δόξα, που κρατά στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του. Αυτό αποτελεί τον ουρανόν.
Κάτω εις την γην οι Απόστολοι, κλαίουν, αλλά το κλάμα τους είναι συγκρατημένο. Είναι ένα κλάμα λύπης, γιατί έχασαν την μητέρα του Κυρίου τους, αλλά και χαράς διότι είναι ο πρώτος άνθρωπος, αληθινά άνθρωπος, όχι θεάνθρωπος ο οποίος ανέρχεται δεδοξασμένος στον ουρανό.
Αυτά βλέπουμε αγαπητοί μου την εικονογραφία της Κοιμήσεως. Αλλά πώς έχουν τα πράγματα έτσι, και πως βρέθηκαν οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, αφού κατά την παράδοση η Θεοτόκος εκεί εκοιμήθη.
Έλαβε ειδοποίησιν από τον Υιόν της, ότι θα απέλθει μέσα εις τρεις ημέρες. Σημειώσατε ότι αυτά που σας λέγω, δεν τα αναφέρει η Αγία Γραφή, αλλά τα αναφέρουν Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άγιος Γερμανός αρχιεπίσκοπος Κων/πολεως, και άλλοι οι οποίοι όχι απλώς τα σημείωνουν αλλά πλέκουν και το εγκώμιον εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Εγκώμια αγαπητοί, τα οποία είναι με βάθος μεγάλο θεολογικό. Εκοιμήθη η Θεοτόκος την τρίτη ημέραν και τότε το Πνεύμα του Θεού ήρπασε τους Αποστόλους, που ευρίσκοντο στα διάφορα σημεία της οικουμένης κηρύσσοντες τον λόγο του Θεού και ευρέθησαν όλοι εις τα Ιεροσόλυμα.
Μέσα εις την παράκλησιν τι λέμε; Ειδικά εις εκείνο το εξαποστειλάριο το οποίο ψάλλουμε ειδικά τον δεκαπενταύγουστο: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε», δηλαδή, ω! Απόστολοι που ήρθατε από τα πέρατα της οικουμένης και ήρθατε εδώ εις τα Ιεροσόλυμα, «κηδεύσατέ μου το σώμα, εν χωρίω Γεθσημανή», δηλαδή, εις τον τόπον της Γεθσημανής, κηδεύσατέ μου το σώμα. Πλην του Θωμά.
Ο Θεός οικονομησε ο Θωμάς να μην είναι παρών, ο οποίος έφτασε τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Αλλά όταν ο Θωμάς έφτασε, ελυπήθη πάρα πολύ, διότι δεν ήταν παρών δια να ίδει δια τελευταία φορά την μητέρα του Κυρίου Του και διδασκάλου Του. Γι” αυτό επήγαν εις τον τάφον, να τον ανοίξουν και να Την προσκυνήσει.
Αλλά τότε παρατηρήθη το εξής: ο μεν τάφος δεν είχε το σώμα αλλά είχε μόνο τα άμφια, τον ιματισμόν δηλαδή της Θεοτόκου και επίσης ήταν γεμάτος από ευωδία καταπληκτική. Τότε κατενόησαν οι απόστολοι ότι η Υπεραγία Θεοτόκος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν.
Πράγματι έχουμε την Κοίμησιν, την Ταφήν, την Ανάστασιν και την Μετάστασιν δηλ. την Ανάληψιν εις τους ουρανούς. Αυτό έχει πάρα πολύ σημασία και θεολογική αξία διότι η Υπεραγία Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος, όπως λέγει σε ένα εγκώμιό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος μετά του σώματος θεούται και ανέρχεται στην βασιλεία του Θεού, προ της τελικής κρίσεως.
Διότι ουδείς έχει εισέλθει ακόμη εις την βασιλεία του Θεού παρά μόνο ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει εις την βασιλεία του Θεού. Ούτε ο ληστής. Ο ληστής βρίσκεται στον παράδεισον. Και ο παράδεισος είναι ο τόπος των ψυχών που αναμένουν την ανάστασιν των νεκρών.
Δεν είναι λοιπόν ούτε ο ληστής, δεν είναι ούτε ο απόστολος Πέτρος, ούτε ο απόστολος Παύλος, ούτε ο προφήτης Ηλίας, ο οποίος δεν εδοκίμασε θάνατον και θα επανέλθει εις την γην. Κανείς δεν έχει εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού, πλην της Θεοτόκου. Και εισήλθε με το σώμα της, όπως ακριβώς εισήλθε και ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός της.
Ήταν δυνατό ποτέ η Μητέρα της Ζωής να ίδει φθοράν, να ίδει διαφθοράν; Όπως ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού απέθανεν και ετάφη αλλά δεν είδε διαφθοράν, δηλ. δεν έλιωσε μέσα εις τον τάφον, αλλά ανεστήθη, έτσι έδωσε και την ανάσταση εις την μητέρα Του, από την οποία εδανείσθη την ανθρωπίνη φύση, όλη την ανθρωπίνη φύση, και το σώμα και την ψυχήν, και αυτά τα εθέωσε και τα ανέβασε εις αυτήν την Βασιλεία του Θεού. Αυτό για μας λέει πολλά πράγματα.
Η Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος που ανέρχεται εις την βασιλεία του Θεού και συνεπώς αποτελεί το πιο χαρούμενο γεγονός μετά από το Πάσχα. Και γι” αυτό θεωρείται δεύτερο Πάσχα,κατά το οποίος εορτάζουμε, όχι απλώς την Κοίμηση, όπως θα εορτάζαμε την επέτειο του θανάτου ενός προσώπου, αφαλώς όχι με χαρά, αλλά το προβάδισμα ενός ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού.
Και γι” αυτό, για μας είναι ένα Πάσχα, όχι κενόν περιεχομένου, αλλά ένα Πάσχα που έρχεται να μας δώσει την εγγύησιν, ότι πέρασε ένας άνθρωπος εκείνον τον χώρον που δεν θα μπορούσε ποτέ ανθρωπίνη φύσις να τον περάσει.
Γιατί Πάσχα σημαίνει διάβασις, κι όταν οι Εβραίοι πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα, γιόρταζαν τυπικώς το αληθές Πάσχα, το οποίο είναι εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκ του φθαρτού κόσμου εις την αφθαρσίαν και εκ του κτιστού κόσμου εις την βασιλείαν του Θεού. Ποιος θα μπορούσε να περάσει;
Βεβαίως ο Χριστός. Αλλά από πίσω του έρχεται ο πρώτος άνθρωπος. Έτσι, δεν είναι υπερβολή να πούμε, ό,τι θα λέγαμε για τον Ιησούν Χριστόν το ίδιο θα λέγαμε και για την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Αγαπητοί μου για μας είναι μεγάλη ελπίδα η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι πολύ μεγάλη ελπίδα. Γι” αυτό ο λαός μας την αγαπά πολύ. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει την εικόνα της Παναγίας.
Δεν υπάρχει χωριό, πόλη που να μην έχει έστω ένα εκκλησάκι ή παρεκκλησι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αν θα “πρεπε να καταγράψομε πόσες εκκλησιές της Παναγίας υπάρχουν σ” όλη την Ελλάδα, για να μιλήσουμε μόνο για τον ελληνικόν χώρον και όχι για όλον τον ορθόδοξον χώρον, θα βλέπαμε ότι οι εκκλησίες που υπάρχουν προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι πάρα πολλές.
Σε μια ανάγκη μας, την Παναγία φωνάζουμε. Είναι δε τόσο ζυμωμένο αυτό με την ύπαρξή μας, με το κύτταρο μας, έτσι ώστε όπως λέμε «μάνα μου» σ” έναν κίνδυνο, έτσι φωνάζουμε αυθορμήτως, χωρίς να δουλέψει το μυαλό μας, θα έλεγα από μέσα από τα έγκατά μας, φωνάζουμε «Παναγιά μου». Μέσα μας, μέσα στα βιώματά μας, υπάρχει το πρόσωπό της.
Κι αυτό δείχνει ότι ο ορθόδοξος κόσμος αγαπά και τιμά, την Υπεραγία Θεοτόκο. Την θεωρούμε ότι είναι το εργαστήριο της σωτηρίας μας. Την θεωρούμε ότι είναι η πόλις του μεγάλου βασιλέως. Δεν είναι απλώς η επίγειος Ιερουσαλήμ αλλά είναι η αιωνία Ιερουσαλήμ.
Είναι η δωδεκάτειχος πόλις που έχει τα δώδεκα τείχη, που είναι οι Απόστολοι, και αυτή είναι η πόλις που έχει κάτοικό της τον Υιόν της, τον Ιησούν Χριστόν. Ο πρώτος πολίτης, αλλά και εμείς αγαπητοί, καλούμεθα να γίνουμε πολίτες αυτής της πόλης.
Αλλά κατοικώ την πόλιν, κατοικώ την Θεοτόκον. Μπαίνω μέσα εις την ζωήν της Θεοτόκου και αυτό μέσα εις ένα εγκώμιόν του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει τα εξής: Ελάτε όλοι νοερά να συνεκδημήσουμε μ” εκείνη η οποία έχει συνεκδημήσει. Ελάτε όλοι να φύγουμε μαζί μ” εκείνη η οποία έφυγε από τον κόσμον αυτόν.
Όπως λέμε εις τους Χαιρετισμούς: «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου», δηλαδή, αφού είδαμε έναν παράξενον τόκον, τον Ιησούν Χριστόν, που Τον εγέννησε η Θεοτόκος, ότι δηλαδή είναι ο Εμμανουήλ, ο «μαζί μας ο Θεός», ας αποξενωθούμε από τον κόσμο, από τον αμαρτωλόν κόσμον, από την αμαρτίαν. Για να μπορέσουμε να βρεθούμε με τον τόκον της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ήρθε, υπηρέτησε το έργο του Θεού, το μέγα σχέδιο του Θεού, υπηρέτησε το «σεσιγημένον μυστήριον χρόνοις αιωνίοις» κατά έναν θαυμαστόν τρόπον, και έγινεν η Κυρία των Ουρανών. Μαζί της λοιπόν, ας ανέβουμε νοερά. Ακόμα η ώρα μας δεν έχει έλθει να φύγουμε. Θα φύγωμε όμως.
Επειδή όταν θα φύγουμε θα ζητούν οι δαίμονες την ψυχήν μας, γι” αυτός ας φύγωμε από τώρα, νοερώς. Κι εκείνος ο οποίος θα φύγει νοερώς μαζί της, όταν θα έρθει η ώρα της οριστικής αναχωρήσεως, τότε η Υπεραγία Θεοτόκος θα τον αναμένει στον ουρανόν και θα ίδει το πρόσωπό της.
Εκείνο το πρόσωπο το οποίο ευλαβούνται τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και υποκλίνονται μπροστά στης. Είναι εκείνη η οποία φοράει τον ήλιο, οπως μας αποκαλύπτει το βιβλίο της Αποκαλύψεως, και έχει κάτω από τα πόδια της την Σελήνη.
Που σημαίνει ότι φοράει την μονιμότητα, γιατί ο δίσκος του ηλίου είναι πάντοτε στρογγυλός, και έχει κάτω από τα πόδια της την διαρκώς αλλοιουμένη με τις φάσεις της σελήνη, σύμβολο του κόσμου που περνά, που ρέει, του κόσμου του μεταβαλλομένου.
Έτσι κι εμείς αγαπητοί, ας βάλουμε κάτω από τα πόδια μας την σελήνη του κόσμου τούτου, τον μεταβαλλόμενον κόσμον και ας μένουμε μέσα εις την μονιμότητα του θείου φωτός, της θείας δόξης, μέσα εις την οποία εισήλθε η Υπεραγία Θεοτόκος και μας αναμένει.

Η Παναγία πάντα στην ύψιστη θέση, στην ψυχή του Ορθοδόξου λαού μας



Είναι γνωστό πως κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο μας σε κάποιον “τόπο και χρόνο”. Σε μας η Θεία πρόνοια καθόρισε να γεννηθούμε σε τούτη τη γωνιά της γης, στην ορθόδοξη Ελλάδα και σε τούτους τους δύσκολους καιρούς.

Τη συγκεκριμένη επίγεια βιότη μας ωραιίζει και ευπρεπίζει η Παναγία, που είναι για τον καθένα μας ανεκτίμητη Μάνα και πραγματική καταφυγή.

Τιμάμε και ευλαβούμεθα την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί έγινε η Μητέρα του Θεανθρώπου Ιησού, του Σωτήρα και Λυτρωτή μας. Γιατί αναδείχθηκε η “Πύλη” της σωτηρίας μας και η φωτοφόρος αυγή του ανέσπερου Ηλίου της Δικαιοσύνης, του Σωτήρα Χριστού.

Τον επίγειο δρόμο μας που είναι γεμάτος από δοκιμασίες, θλίψεις αλλά και χαρές, νοηματοδοτεί ο εκ της Παρθένου γεννηθείς Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.Γι’ αυτό η Παναγία κατέχει πάντα στην ψυχή του ορθοδόξου λαού μας την ύψιστη θέση, αφού αξιώθηκε να γίνει ο έμψυχος θρόνος του Θεού και ο ουρανός που χώρεσε τον “αχώρητο Θεό”.

Η γλυκειά μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου προσέλκυσε αναρίθμητες ψυχές που αφιερώθηκαν “δια βίου” στη χάρη της. Άλλους ενέπνευσε να συνθέσουν άφθαστες μουσικές αρμονίες, άλλους να στιχουργήσουν γλυκύφθογγα άσματα γι’ Αυτήν, άλλους να παραστήσουν με το χρωστήρα τη σεπτή και παναγία μορφή της, σχεδόν πάντα με το μικρό Χριστό στην αγκαλιά και κάθε πιστό να της απευθύνει τις πιο θερμές ικεσίες ιδιαίτερα στις πιο κρίσιμες περιστάσεις τούτης της πολυκύμαντης ζωής.

Αξίζει λοιπόν να σταθούμε ευλαβικά μπροστά στη σεπτή μορφή της… και να προσκυνήσουμε την χάρη της και να πούμε: 

“Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς”.

από το βιβλίο: “Μαζί με τους Αγίους μας” – Βασιλείου Γ. Σκιαδά (Θεολόγου).

Η Αξία της Θεοτόκου - Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας

Ο ασπασμός της Παναγίας



Πλησιάζει ξανά η μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλοι οι πιστοί ετοιμάζονται να πανηγυρίσουν λαμπρά τη μεγάλη θεομητορική πανήγυρη. 

Η μνήμη της είναι ιερή, θαυμαστή, εξαίσια και συγκινητική. Εορτή θαυμάσια, δοξασμένη, υπέροχη και λαοφίλητη. Οι πιστοί χαίρονται, παρότι πρόκειται για την κοίμηση της Θεοτόκου, για μετάσταση αγαπητού προσώπου. Χαίρονται που η προστάτισσά τους, η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, ανέρχεται στους ουρανούς για να πρεσβεύει διηνεκώς υπέρ σύμπασας της πάσχουσας ανθρωπότητος. 

Φαίνεται αντιφατικό το σχήμα. Χαρά στη νεκρώσιμη έξοδο; Πρόκειται για χαροποιό πένθος και χαρμολύπη, για την ασκητική και νηπτική γραμματεία. Οι λυπητεροί ύμνοι γίνονται χαροποιοί. Η κηδεία μετατρέπεται σε πανηγυρική εορτή. Φαίνεται παράδοξο εξωτερικά και με πρώτη ματιά. Αν εμβαθύνει κανείς, θα παρατηρήσει ότι πρόκειται για θεϊκή ενέργεια, για θαυματουργό γεγονός. Ο Υιός της Αειπαρθένου Μαρίας με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο. Τα δάκρυα του πένθους, της θλίψης και της στενοχώριας μεταβλήθηκαν σε δάκρυα χαράς, ευφροσύνης, αγαλλιάσεως και ελπίδος. Παραμυθεί η Θεοτόκος τους φίλους της, τους χαρίζει ωραίους λογισμούς, αισιόδοξη σκέψη, γλυκιά παρηγοριά. Η Παναγία μετέβη σε καλύτερη, ανώτερη και ωραιότερη ζωή. 

Ήταν αδύνατο ο σκοτεινός Άδης να φυλακίσει την Πανυπέραγνη μητέρα του Εμμανουήλ, τη γεννήσασα τον Φωτοδότη Χριστό, τον ήλιο της δικαιοσύνης, τον εωθινό αστέρα. Έτσι ο θάνατός της έγινε πύλη της ζωής και του φωτός. Οι πιστοί προσκυνώντας με ευλάβεια τις θαυματουργές θεομητορικές εικόνες λαμβάνουν χάρη και χαρά, κουράγιο και άνεση, ενίσχυση και δύναμη. Τα δάκρυα των πιστών είναι καρδιακά, άκοπα, γλυκά. Δάκρυα χάρης και χαράς, ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, παρακλήσεως και θερμής ικεσίας. Ο ελληνικός λαός είναι θεοτοκοφιλής. Οι λυπηρές εξαιρέσεις παντού και πάντοτε υπάρχουν. 

Οι ταπεινοί και ευλογημένοι προσκυνητές των εικόνων της Παντάνασσας καταθέτουν τον πόνο τους, το πρόβλημά τους, το αίτημά τους, τη δυσκολία τους. Η πονεμένη μητέρα Παναγία τους δέχεται όλους, τους ακούει, τους παρηγορεί, τους σφουγγίζει ιδρώτες και δάκρυα, τους ασπάζεται, τους εγκαρδιώνει. Πόνεσε η Πανάχραντη πολύ και γνωρίζει να συμπονά, να συντρέχει, να δέεται συνεχώς. Μονές, εκκλησίες, εκκλησάκια, προσκυνητάρια, θυμίζουν τη χάρη της. Άπειρα τα αφιερώματα δεήσεων. Πλούσια τα δώρα ευχαριστιών. Εικόνες μουλιασμένες στο δάκρυ των ευλαβών προσκυνητών. Κάποτε δακρύζει και η ίδια η εικονιζόμενη Μεσίτρια και Πρέσβειρα όλων των πιστών. Η κάθε εικόνα της έχει μια ιδιαίτερη ιστορία κι ένα ξεχωριστό, χαρακτηριστικό όνομα. 

Η μορφή της Παναγίας μένει πάντοτε σεμνή, σοβαρή, σιωπηλή, συνετή και σεβάσμια. Μιλά όμως κι έτσι, με την πλούσια χάρη της, την καθαρότητά της, την ταπείνωσή της. Κρύβει στο ιερό πρόσωπό της ένα υπέροχο ήθος. Δίνει χαρά δίχως να γελά και να αστειεύεται, κηρύττει δίχως λόγια, αλλά με το βιωμένο της παράδειγμα, διδάσκει με την ίδια την ωραία ζωή της. Δίνει αυτό που έχει: αγάπη, υπομονή, υπακοή και καλοσύνη. Νομίζει ο προσκυνητής ότι κάτι του λέει προσωπικό η εικόνα. Αισθάνεται μέσα του να σκιρτά η λησμονημένη αθωότητα, η παιδική λιτότητα, η καρτερικότητα στους πόνους. Ένας άλλος τρόπος ζωής που ανέθρεψε πολλές γενιές με μεγάλες δυσκολίες. Στον εφετινό εορτασμό της ας ασπασθεί όλους τους προσκυνητές της, για να μην αποκάμουν και απογοητευθούν.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

http://tokandylaki.blogspot.ca

Η ΕΝΔΟΞΟΣ ΚΟΙΜΗΣΙΣ

«Τῇ ἐνδόξῳ κοιμήσει σου οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται…»

(στιχηρὸν τῶν αἴνων τῆς Κοιμήσεως)


H ΠΑΝΑΓΙΑ ἦταν ἕνα φτωχὸ κορίτσι τῆς Ναζαρὲτ ἀπὸ ἄσημους γονεῖς. Δὲν εἶχε τίποτε ποὺ νὰ προμηνύῃ δόξα. Ἡ γέννησί της πέρασε ἀπαρατήρητη. Ταπεινὴ ἡ εἴσοδός της στὸν κόσμο, ταπεινὴ καὶ ἡ ζωή της.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ εἴσοδος ἦταν ταπεινή, ἡ ἔξοδός της ἦταν ἔνδοξη. Καὶ δικαίως. Διότι πέρασε ὅλη τὴ ζωή της μὲ ἁγνότητα, τα πείνωσι καὶ ἄκρα ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θε οῦ. Ποιᾶς ἄλλης γυναίκας ἡ ἀποστολὴ συγκρίνεται μὲ τὴ δική της; Ὅλες γέννησαν θνητούς· αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὅ πως κήρυττε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «γυναῖκες στὸν κόσμον ἦσαν χίλιες χιλιάδες, ἀλλὰ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πληρώσῃ τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος».
Ὅταν ἡ Παναγία παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, συγκλονίστηκε γῆ καὶ οὐρανός. Ἡ κηδεία τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός της εἶχε μεγαλοπρέπεια μοναδική. Ἀπόστολοι ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς μεταφέρθηκαν στὴ Γεθσημανῆ πάνω σὲ σύννεφα. Μυροφόρες γυναῖκες καὶ πιστὸς λαὸς ἀκολουθοῦσαν. Ἀσεβὲς τόλμημα ἀπίστου Ἰουδαίου, ποὺ ἐπιχείρησε νὰ βεβηλώσῃ τὸ ἱερὸ σκήνωμα, ἐπατάχθη…
Ἡ γῆ μὲ τὰ ἐκλεκτότερα τέκνα της ἐκήδευε τὴν Βασιλομήτορα. Ἀλλὰ τί ἦταν οἱ τιμὲς τῆς γῆς ἐμπρὸς στὶς τιμὲς τοῦ οὐρανοῦ; Καθὼς ἀνέβαινε πρὸς τὰ ἄνω βασίλεια τῆς ἔγινε ἐξαιρετικὴ ὑποδοχή. Ταξιαρχίες ἀγγέλων ἔσκυβαν καὶ τὴν προσκυνοῦσαν. Ὁ Υἱὸς ὑπεδέχθη τὴν Μητέρα. Καὶ ἐκείνη στάθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μένῃ στὰ δεξιά του πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν.
Tαπεινὴ εἴσοδος· ἔνδοξος, πανένδοξος ἔξοδος. Εἶνε αὐτὰ φαντασία; εἶνε αὐτὰ μῦθος; Ὄχι, χίλιες φορὲς ὄχι. Τὰ βεβαιώνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ποὺ ὥρισε σήμερα νὰ ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Σήμερα ψάλλονται ὡραιότατοι ὕμνοι, μὲ τοὺς ὁποίους ἐξαίρεται τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας καὶ ἰδίως τὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς, τῆς κοιμήσεώς της.

Πολλά, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὰ διδ άγματα ἀ πὸ τὴν ἑορτὴ αὐτή. Ἐμεῖς θὰ περιορισθοῦ με σὲ ἕνα καὶ μόνο, στὸ δίδαγμα, ποὺ ἐγκλείει ἡ λέξις μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει τὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς τῆς Παρθένου. Ἡ τελευτή της ὀνομάζεται ὄχι θάνατος ἀλλὰ κοίμησις. Γιατί; Προσέξτε, παρακαλῶ.

Στὴ γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς θάνατος δὲν σημαίνει ἐξαφάνισι τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὄχι. Κατὰ τὸν θάνατο γίνεται χωρισμός. Χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ φεύγοντας πορεύεται πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐράνιο κόσμο τῶν πνευμάτων. Ἡ πορεία αὐτὴ εἶνε ὄχι φανταστικὴ ἀλλὰ πραγματική, τὴν ὁποία βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί συναντᾷ τότε ἡ ψυχή, ἀπὸ πό σα τελωνεῖα περνάει, σὲ τί ἔλεγχο τὴν ὑποβάλλουν, δὲν γνωρίζουμε λεπτομερῶς. Λόγοι ἁγίων ἀνδρῶν, ποὺ εἶδαν ψυχὲς τεθνεώτων νὰ πορεύωνται πρὸς τοὺς χλοεροὺς λειμῶ νας τοῦ παραδείσου ἢ πρὸς τοὺς σκοτεινοὺς τόπους τῆς κο λάσεως, ῥίχνουν κάποιο φῶς· ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτὸ εἶνε ἀμυδρό, ἀνίκανο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν περιέργεια τῶν ἀν θρώπων. Στὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς Γραφῆς ἔχει ἀποκαλυφθῆ, ὅτι ἡ ψυχὴ φεύγοντας ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν πεθαίνει, ὅπως διδ άσκουν οἱ ὑλισταὶ καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς οἱ χιλιασταί, ἀλλὰ ζῇ, συνεχίζει τὴ ζωή της (βλ. Λουκ. 12,20· 16,23-26· 23,42-43). Αὐτὸ εἶνε γεγο νὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃ ὁ Χριστιανός.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τερματίζει τὸ ἐδῶ στάδιο τῆς ζωῆς ἀνεβαίνει ὡς πνεῦμα στὸν ἄλλο κόσμο, τὸ σῶμα ὡς ὑλικὸ πα ραδίδεται στὴ φθορά, σὲ προσωρινὴ φθορά. Διότι ἀπὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα κατὰ τὴν κοινὴ ἀνάστασι θὰ προέλθῃ νέο σῶμα ἄφθαρτο, τὸ ὁποῖο θὰ ἑνωθῇ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ θὰ ζήσῃ μαζί της εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Nαί! Τὸ σῶμα θ᾿ ἀναστηθῇ. Ἐν ἀναμονῇ δὲ τῆς ἀναστάσεως ὁ θάνατος στὴ Γραφὴ ὀνομάζεται κοίμησις. Ὁ προφήτης Δαυῒδ «ἐκοιμήθη» (Πράξ.13,36). Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος «ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, δὲν λέει «ἀπ έθανον», ἀλλὰ τοὺς ὀνομάζει «κεκοιμημένους». «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κε κοι μημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13). Ὁ ἴδιος ὁ Kύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ θά νατο τὸν ὀνομάζει ὕπνο. Ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου καὶ εἶδε νὰ κλαῖνε γιὰ τὴ νεκρὰ κόρη, εἶ πε· «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λουκ. 8,52· Μᾶρκ. 5,39). Καὶ γιὰ τὸ Λάζαρο εἶπε «κεκοίμηται» (Ἰωάν. 11,11-15). Καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν ἀνέστησε· μὲ τόση δὲ εὐκολία μὲ ὅση ξυπνάει κανεὶς κάποιον ποὺ κοιμᾶται.
Kοίμησις! Ἡ λέξι αὐτὴ τῆς Γρα φῆς θὰ ἔφτανε γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ ἐμ ψυχώσῃ τοὺς Χριστιανούς, ἐκείνους τοὐ λά χιστον ποὺ συρρέουν στοὺς ναοὺς νὰ ἑορτάσουν καὶ πανηγυρίσουν τὴν «ἔνδοξον», «πάνσεπτον» καὶ «ἀθάνατον κοίμησιν» τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀκοῦτε, ἑορτασταί; Ἡ Πανα γία δὲν πέθανε, ἀλλὰ ἐκοιμήθη! Τὸ ἱερό της σκήνωμα κηδ εύθηκε, τοποθετήθηκε στὸν τάφο, ἀλλ᾿ ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία γι᾿ αὐτὴν «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Ἡ Πα ναγία μὲ ὅλη τὴν ἀπαστράπτουσα αἴγλη τῶν ἀρετῶν, «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποι κιλμένη» (Ψαλμ. 44,10) μετ έστη πρὸς τοὺς οὐρανούς. «Τίς», ἀναφωνοῦ σαν οἱ ἄγγελοι, «τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τε ταγμέναι;» (Ἆσμ. 6,10). Ἡ Παναγία ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς δόξης ἀκούγεται νὰ λέῃ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δ οκιμάζονται ἐδῶ·
Πιστὰ παιδιὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἔχετε θάρρος. Τί φοβεῖσθε; Τὸν θάνατο; Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶνε ἡ πύλη γιὰ τὴ νέα ζωή. Ἐδῶ ἐπάνω ποὺ βρίσκομαι ὑπάρχει μία ζωή, ποὺ κανείς στὴ γῆ δὲν μπορεῖ οὔτε κἂν νὰ φαντα σθῇ. Ἡ ζωὴ αὐτὴ προορίζεται γιὰ ὅσους θὰ ζή σουν μὲ πίστι καὶ ἀρετή. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ μεροληψία. Ὁ Υἱός μου εἶνε δίκαιος Κριτής. Ὅταν ἦταν κάτω στὴ γῆ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς του ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ποὺ μὲ μακάριζε, διότι ἠξιώθηκα νὰ γίνω μητέρα του, ἐκεῖνος εἶπε, ὅτι στὸν κύκλο τῆς μακαριότητος δὲν θὰ εἶ μαι μόνο ἐγὼ ποὺ τὸν γέννησα, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ἀκοῦνε καὶ ἐφαρμόζουν τὸ λόγο του. Διότι ὁ Χριστὸς γεννᾶται πνευματικῶς σὲ κά θε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν λατρεύει ὡς μοναδ ικὸ Σωτῆρα. «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀ κούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Στὴ δόξα λοιπὸν τοῦ οὐρανοῦ προσκαλού μεθα ὅλοι.

Ἔνδοξος, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ὑπῆρ ξε ἡ κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔνδοξος ὑπῆρξε καὶ ἡ κοίμησις ὅλων τῶν δικαίων, ποὺ ἐξετέλεσαν πιστῶς τὴν ἀποστολή τους. Ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς φεύγοντας ἀπ᾿ τὸν κόσμο τοῦτο μπορεῖ νὰ πῇ τὸ ψαλμικό· «Ἐν εἰ ρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατῴκισάς με» (Ψαλμ. 4,9). Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει μ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀγάπησαν τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ἐξετέλεσαν τὰ ἱερά τους καθήκοντα, δὲν ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους, ἀλλὰ νικήθηκαν ἀπὸ τὶς κακίες καὶ τὰ πά θη, σπατάλησαν τὰ θεῖα δῶρα, ἀποδ είχθηκαν ἀνάξιοι τῆς ἱερᾶς κλήσεως, ἐπρόδωσαν τὴν πί στι. Ἡ κοίμησί τους ἦταν ὄχι φωτεινὴ ἀλλὰ σκοτεινή· ὄχι ἔνδοξη, ἀλλὰ ἄτιμη. Ὄχι φωτεινοὶ ἄγγελοι ἀλλὰ σκοτεινοὶ δαίμονες ἦταν οἱ συνοδοί τους κατὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς τους γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Διότι θρῆνος καὶ κοπετὸς ἀκούγεται κατὰ τὴν ἔξοδο ψυχῆς ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ. Ποιός δὲν κλαίει;
Χριστιανοί! Ἔνδοξη κοίμησι εἶχε ἡ Παναγία. Ἀλλ᾿ ἔνδοξη κοίμησι πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἔνδοξη διὰ πίστεως καὶ ἀρετῆς. Ἕνα φύλλο δάφνης ἀπὸ τὴ δόξα ἐκείνη νὰ λάβουμε! Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ποὺ μετέστη στοὺς οὐρανούς, νὰ μᾶς δώσῃ τέτοιο τέλος. Εἴθε στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας· «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
15-8-1962 Ι.Ν. Ἁγ. Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν

Τι σημαίνει “Μακάριοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι…”

“Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών”. Ναι, έτσι είπε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Μα αυτό συ το μπερδεύεις. Συγχέεις την “πτωχεία του πνεύματος”, που εξυμνεί ο Χριστός, με την χαζομάρα! Αλλά όχι! Δεν έχεις δίκιο.

Η πτωχεία του πνεύματος είναι ο πιο άγιος λογισμός, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος! Είναι η συναίσθηση της πτωχείας μας μπρος στο μεγαλείο του Θεού – η συναίσθηση της ρυπαρότητας μπροστά στη καθαρότητα του Πλάστου – η συναίσθηση της μικρότητός μας μπροστά στην απέραντη δύναμη του Κυρίου.

Ο βασιλιάς Δαβίδ μιλώντας για τον εαυτό του λέει: “Εγώ είμαι σκώληξ και όχι άνθρωπος”. Ήταν διανοητικά καθυστερημένος ο βασιλιάς Δαβίδ; Κάθε άλλο! Ήταν ένας από τους πιο μεγαλοφυείς ανθρώπους!

Και ο γιος του, ο σοφός Σολομών, λέγει: “Σε σένα έχω την ελπίδα, Θεέ μου! Χωρίς εσένα ούτε η καρδιά μου αντέχει, ούτε το λογικό μου με σώζει”. Αυτό σημαίνει πτωχεία πνεύματος. Να μην έχεις την εμπιστοσύνη σου στο θέλημα σου. Αλλά στο νόμο και στο θέλημα του Θεού.

Μακάριος εκείνος που θα εξομολογηθεί με ειλικρίνεια, και θα ειπεί: η δύναμή μου είναι μηδαμινή. Το μυαλό μου είναι αδύνατο. Η θέληση μου ασταθής. Κύριε, βοήθησε με!

Πτωχεία του πνεύματος σημαίνει, να λες αυτό που έλεγαν οι επιστήμονες, όπως ο Νεύτων: “Αυτά που αγνοώ, είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που ξέρω”.

Πτωχεία του πνεύματος είναι, να είσαι πλούσιος σαν τον Ιώβ, και να λες:“Γυμνός ήλθα στον κόσμο και γυμνός θα φύγω”.

Μικρόμυαλο και ανόητο να θεωρείς όχι εκείνον, που λέγει ότι οι γνώσεις του είναι περιορισμένες, αλλά εκείνον που κομπάζει για τις γνώσεις του! Από αυτή την μεγάλη ανοησία να κομπορρημονούμε, θέλει να μας γλιτώσει ο Χριστός!

Γι΄αυτό μας εδίδαξε ότι: “Μακάριοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι”.

από το βιβλίο: «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Αχρίδος (Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως).

Απόρριψη της απογνώσεως

Δεν πρέπει όμως ν’ απελπιζόμαστε, όταν δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε. Κακό είναι βέβαια, άνθρωπε, που αμάρτησες.
Γιατί όμως αδικείς το Θεό και από άγνοιά σου τον νομίζεις αδύνατο; 
Μήπως δεν μπορεί να σώσει την ψυχή σου Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο που βλέπεις; 
Κι αν πεις ότι «αυτό μάλλον καταδίκη μου είναι, όπως και η συγκατάβασή Του», μετανόησε και δέχεται τη μετάνοιά σου, όπως του ασώτου και της πόρνης.
Αν ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από συνήθεια αμαρτάνεις σ’ εκείνα που δεν θέλεις, έχε ταπείνωση σαν τον τελώνη και αυτό είναι αρκετό για τη σωτηρία σου. Γιατί εκείνος που αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί, αλλά δεν απελπίζεται, εξ ανάγκης βάζει τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση και δεν τολμά να κατακρίνει ή να κατηγορήσει κανένα άνθρωπο. Θαυμάζει μάλλον τη φιλανθρωπία του Θεού και νιώθει ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη και άλλα πολλά καλά μπορεί να έχει. Και μ’ όλο που είναι υποχείριο του διαβόλου προς την αμαρτία, ωστόσο πάλι από το φόβο του Θεού παρακούει τον εχθρό που τον σπρώχνει στην απόγνωση, και γι’ αυτό είναι κάπως με το Θεό, αν έχει ευγνωμοσύνη, ευχαριστία, υπομονή, φόβο Θεού, και αν δεν κρίνει κανένα για να μην κριθεί, τα οποία είναι πάρα πολύ αναγκαία.

Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τη γέενα, αυτή σχεδόν μας ευεργετεί περισσότερο από τη βασιλεία των ουρανών· γιατί εξαιτίας της πολλοί μπαίνουν στη βασιλεία, ενώ λόγω της βασιλείας λίγοι, με τη φιλανθρωπία βέβαια του Θεού. Αυτό γιατί η πρώτη μας διώχνει με το φόβο, ενώ η άλλη μας αγκαλιάζει, και σωζόμαστε και με τα δύο, με τη χάρη του Χριστού.
Όπως εκείνοι που πολεμούνται από πολλά πάθη, ψυχικά και σωματικά, στεφανώνονται αν κάνουν υπομονή και δεν παραδίνουν το αυτεξούσιό τους από αμέλεια, ούτε απελπίζονται, έτσι και εκείνος που πέτυχε την απάθεια με ασφάλεια και ανακούφιση, ξεπέφτει γρήγορα αν δεν ομολογεί τις ευεργεσίες πάντοτε με το να μην κατακρίνει κανένα.
Αν τολμήσει τέτοιο πράγμα, είναι σαν να δείχνει ότι με τη δική του δύναμη απέκτησε τον πλούτο της απάθειας, μας λέει ο άγιος Μάξιμος. 
Και όπως διατρέχει μεγάλο κίνδυνο όποιος είναι ακόμη εμπαθής και άμοιρος από το φωτισμό της γνώσεως, αν είναι πνευματικός οδηγός άλλων, λέει ο Δαμασκηνός, έτσι και εκείνος που έλαβε από το Θεό απάθεια και πνευματική γνώση, αν δεν ωφελήσει και άλλες ψυχές.
Τίποτε άλλο δεν συμφέρει στον ασθενή όσο η φυγή στην ησυχία, ούτε στον εμπαθή και στερημένο από γνώση όσο η υποταγή. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο από το να γνωρίζει κανείς την αδυναμία και άγνοιά του, ούτε χειρότερο από το να τα αγνοεί. Δεν υπάρχει άλλο πάθος πιο μισητό από την υπερηφάνεια, ούτε πιο γελοίο από τη φιλαργυρία, η οποία είναι ρίζα όλων των κακών (Α' Τιμ. 6,10)· και είναι γελοίο, γιατί άνθρωποι που με πολύ κόπο απέκτησαν χρήματα φτιαγμένα από το μέταλλο της γης, τα ξανακρύβουν πάλι στη γη άπρακτα.
Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «Μη μαζεύετε πλούτη στη γη κλπ.», και: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας». Γιατί σ’ εκείνα που πολυκαιρίζει ο νους του ανθρώπου, σ’ αυτά και σύρεται με πόθο από τη συνήθεια, είτε στα γήινα πράγματα, είτε στα πάθη, είτε στα ουράνια και αιώνια αγαθά.
Η συνήθεια, όταν πολυκαιρίσει, αποκτά δύναμη φύσεως, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κι όταν είναι κανείς ασθενής, τότε οφείλει να προσέχει περισσότερο στη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να ελευθερώσει την ψυχή του από κάθε καταδίκη, μήπως φτάσει το τέλος της ζωής και μέλλει να μετανοεί ανώφελα και να θρηνεί αιώνια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να υποστεί για το Χριστό αισθητό θάνατο, όπως Εκείνος, πρέπει να υπομένει τουλάχιστον τον κατά προαίρεση θάνατο νοητώς.
Και θα είναι μάρτυρας κατά τη συνείδηση, με το να μην υποταχθεί στους δαίμονες και στα θελήματα που τον πολεμούν, αλλά να τους νικά, όπως οι άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι Πατέρες· γιατί οι πρώτοι μαρτύρησαν αισθητά, ενώ οι άλλοι νοητά. Λίγο λοιπόν αν βιάσει κανείς τον εαυτό του, νίκησε τον εχθρό· ή λίγο αν αμελήσει και σκοτισθεί, χάθηκε.

Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού


Πῶς μποροῦμε νά ἐκλαμβάνουμε τήν κτιστή ὕλη ὡς καλύτερη ἀπό ἐμᾶς (περί ταπεινώσεως)

Ερώτηση:

-Πῶς μποροῦμε νά ἐκλαμβάνουμε τήν κτιστή ὕλη ὡς καλύτερη ἀπό μᾶς, δεδομένου ὅτι ὁ Θεός μᾶς προίκισε μέ ἕνα λογικό νοῦ καί μᾶς ὀνόμασε υἱούς του;

Ἀπάντηση:

-Ἄν θέλεις νά εἶσαι εἰλικρινής μέ τόν ἑαυτό σου, μέ τό χέρι στήν καρδιά, θά συνειδητοποιήσεις ὅτι πράγματι ὑπολειπόμαστε ἀπό πολλά κτιστά ὄντα. Δές τή μέλισσα μέ πόση φιλοπονία κοπιάζει! Δίνεται ἀφειδῶς καί ἀνεπιφύλακτα. Ὁ συνήθης χρόνος ζωῆς μιᾶς μέλισσας εἶναι ἑνάμισης μῆνας το πολύ. Πεθαίνει συχνά ἐργαζόμενη, χωρίς νά γυρίσει στό σπίτι της, νά μαζευτεῖ στήν κυψέλη της. Κι ἐμεῖς; Πόσο λυπόμαστε καί φειδόμαστε τοῦ ἑαυτοῦ μας! 

Ἤ, δές τό μυρμήγκι, πού δέν κουράζεται ποτέ νά σέρνει ἕνα βαρύ φορτίο. Ἀκόμα κι ὅταν τό φορτίο του πέφτει κάτω, τό μυρμήγκι τό σηκώνει πάλι ὑπομονετικά καί συνεχίζει τή δουλειά του. Ἐνῶ ἐμεῖς παρατᾶμε ἀμέσως τά πράγματα, ὅταν δέν πηγαίνουν ὅπως θά θέλαμε νά πηγαίνουν! 

Γέρων Θαδδαῖος τς Βιτόβνιτσα
OI ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Ο προφήτης Μιχαίας σύγχρονος όσο κανένας άλλος (μνήμη 14 Αυγούστου)

Προφήτης Μοιχείας: 
Εορτάζει στις 14 Αυγούστου εκάστου έτους.

Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν φοβόντουσαν νὰ ποῦν τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους. Γι’ αὐτὸ καὶ κυνηγήθηκαν, γι’ αὐτὸ καὶ λοιδορήθηκαν. Ὁ Προφήτης Μιχαίας θεωρεῖται ὅτι περιέχει στὸ λόγο του τὴν πιὸ μικρὴ καὶ συμπυκνωμένη κοινωνικὴ κριτική.

Πρῶτος στόχος του οἱ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν τὰ σπίτια καὶ τὶς περιουσίες τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων («καὶ ἐπεθύμουν ἀγροὺς καὶ διήρπαζον ὀρφανούς» 2,2), γιὰ νὰ καταλήξη ὅτι καὶ αὐτῶν ἡ μοίρα θὰ εἶναι, ὁ ἐχθρὸς νὰ τοὺς καταλάβη καὶ νὰ μοιράση τὰ παρανόμως ἀποκτηθέντα (2,4). Ἡ οἰκονομικὴ ἀδικία ὁλοκληρώνεται πάντα μὲ ἐθνικὴ τραγωδία / «ἐκδίκηση». Μόνη λύση λοιπὸν νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ φύγουν («ἀνάστηθι καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὔτη ἡ ἀνάπαυσις ἔνεκεν ἀκαθαρσίας· διεφθάρητε φθορᾷ» 2,10). Εἶναι αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴ σάρκα τοῦ λαοῦ, ἀφαιροῦν δέρματα καὶ ὀστᾶ καὶ τὰ τεμαχίζουν (3,3).

Ἡ σήψη καὶ ἡ γενικὴ διαφθορὰ συνοδεύονται ἀπὸ αὐτοπεποίθηση. Λέει ὁ Προφήτης: «οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετὰ δώρων ἔκρινον, καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῆς μετὰ μισθοῦ ἀπεκρίνοντο, …καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον ἐπανεπαύοντο, λέγοντες· οὐχὶ ὁ Κύριος ἐν ἡμῖν ἐστιν;» 3,11). Ἡ συνολικὴ ἀνομία δὲν ἀφορᾶ μόνο τοὺς πλούσιους ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ «λαλεῖ ψεύδη» (6,12). Τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι νὰ σπέρνουν καὶ νὰ μὴ θερίζουν, νὰ τρῶνε καὶ νὰ μὴ χορταίνουν, νὰ παράγουν λάδι καὶ κρασὶ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἀπολαμβάνουν (6,14-15). Πρόκειται γιὰ χαρακτηριστικὴ μεταφορικὴ εἰκόνα τῆς παραγωγῆς πλούτου ποὺ θὰ μένη ἀνεκμετάλλευτος, ἀφοῦ ἄλλοι θὰ τὸν ὑφαρπάζουν καὶ θὰ τὸν οἰκειοποιοῦνται.

Ὁ Προφήτης καταλήγει σὲ θρῆνο, βλέποντας ὅτι ζῆ σὲ μία κοινωνία ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ κανένας εὐσεβὴς καὶ ὅλοι κυλιοῦνται στὰ αἵματα (7,2). Ἀκόμα καὶ ἡ βασικὴ κοινωνικὴ μονάδα, ἡ οἰκογένεια, καθὼς καὶ οἱ διαπροσωπικὲς φιλικὲς σχέσεις εἶναι σάπιες. Λέει: «μὴ καταπιστεύετε ἐν φίλοις, καὶ μὴ ἐλπίζετε ἐπὶ ἡγουμένοις· ἀπὸ τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι, τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ· διότι υἱὸς ἀτιμάζει πατέρα, θυγάτηρ ἐπαναστήσεται ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτῆς, …ἐχθροὶ πάντες ἀνδρὸς οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (7,5-6). Ἡ οἰκογένεια εἶναι σὲ ἀποσύνθεση, πιστὸ ἀντίγραφο τῆς θνήσκουσας κοινωνίας.

Οἱ ἐχθροὶ θὰ χαίρωνται καὶ θὰ μυκτηρίζουν. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ Θεός σου; Ὁ λαὸς ἔχει γίνει χλεύη καὶ «καταπάτημα ὡς πηλὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς» (7,10).

Καταλαβαίνουμε σιγὰ-σιγὰ τὸ ὅλο προφητικὸ σχῆμα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κοινωνικὴ ἀποσύνθεση, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω. Συνοδεύεται ἀπὸ οἴηση, ἐγωισμὸ καὶ αὐτοπεποίθηση (τί μποροῦμε δηλαδὴ νὰ πάθουμε;). Δὲν ἀφήνεται οὔτε τὸ περιθώριο ἐπιστροφῆς σὲ παραδοσιακὲς ἀξίες, ἀφοῦ αὐτὲς ἔχουν ἤδη ἐξαρθρωθῆ (χτυπιέται ἀλύπητα ἀπὸ τὸν προφητικὸ λόγο ἡ μικροαστικὴ ὑποκρισία). Τὸ ἔθνος, ὁ λαός, γίνεται περίγελως τῶν ἐχθρῶν του, διότι γιὰ τοὺς Προφῆτες (καὶ ὄχι γιὰ ἐμᾶς φαίνεται) ὁ λαὸς εἶναι «ὅλον» καὶ σὰν τέτοιος ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς «ἐχθρούς» του. Δὲν ὑπάρχει οἰκονομικὴ κατάρρευση ἀπὸ μόνη της, δὲν ὑπάρχει ἀτομικὴ παρακμὴ ἀπὸ μόνη της. Τὸ ἀτομικὸ εἶναι κοινωνικὸ καὶ μαζὶ συνιστοῦν τὴν «ἐθνικὴ» εἰκόνα.

Θὰ ἀποφύγω νὰ ἀναλύσω τὴ λύση ποὺ προτείνει ὁ Μιχαίας. Εἶναι τόσο αὐτονόητη –καθολικὴ μετάνοια καὶ πίστη στὸ Θεό– ποὺ δύσκολα θὰ τὴν καταλάβουμε σήμερα. Ἂς ἀρκεστοῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ προηγούμενα.

του Μανώλη Βαρδή

Νικόλαος Παπαδόπουλος, Ὑπόμνημα εἰς τὸ Βιβλίον τοῦ Μιχαίου. Εἰσαγωγὴ – Κείμενον – Ἑρμηνεία. Ἀθήνα, 1984.