.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΟΙ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΜΑΣ

Μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς δὲν ἀντέχουν ἄλλο τὴν προδοσία τῆς Πίστεως τῶν αὐτο-αποσχισμένων ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Κυρίου Οἰκουμενιστῶν Δεσποτάδων. Ἑτοιμάζονται νὰ γίνουν –μὲ ὅποιο κόστος- Ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως.

Τὰ γεγονότα τῆς προδοσίας τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους, ποὺ κορυφώθηκαν μετὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς «Μεγάλης καὶ Ἁγίας Συνόδου», δημιουργοῦν σὲ πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἱερεῖς μας ἔντονο συνειδησιακὸ πρόβλημα. Ἡ συνείδησή τους κυριολεκτικὰ ἀσφυκτιᾶ καὶ ὑποφέρουν μὲ τὴν σκέψη ὅτι ἀνέχονται τὴν διαστροφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀλλὰ γνωρίζουν πώς, ἡ καλὰ ὀργανωμένη Δεσποτοκρατία –αὐτὸ τὸ καρκίνωμα στὰ σπλάχνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως– εἶναι ἀποφασισμένη νὰ τοὺς ἐκδιώξει ἄσπλαχνα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἔχουν οὔτε τὰ πρὸς τὸ ζῆν, σὲ περίπτωση ποὺ τολμήσουν νὰ ἀντιδράσουν στοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Παρόλα αὐτὰ τολμοῦν νὰ ὑψώσουν (κατ’ ἀρχὰς ἀνωνύμως) τὴν φωνή τους, καθὼς ἀντιλαμβάνονται ὅτι, ἀφοῦ οἱ Οἰκουμενιστὲς πορεύονται πρὸς τὴνὁλοκλήρωση τοῦ κατὰ τῆς Πίστεως ἐγκλήματος (κι ἔτσι ἀποσχίζονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων), δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀναμένουν διόρθωση τῶν πραγμάτων. Καί, ἢ θὰ συμβιβασθοῦν, κοινωνοῦντες μετὰ τῆς αἱρέσεως, ἢ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὅσους κοινωνοῦν μετ’ αὐτῶν, σύμφωνα μὲ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἕνα τέτοιο κείμενο μᾶς ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν «Εναν ενοχλητικό Μοναχό» καὶ τὸ δημοσιεύουμε.

ΟΙ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΔΙΩΓΜΟΙ
ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΜΑΣ

Ο καιρός διαβαίνει κι αργά και σταθερά σφίγγει ο κλοιός για πολλούς Ιερείς και Μοναχούς που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν λίγο χρόνο πριν από την οριστική και αναπόφευκτη σύγκρουση και αποτείχιση τους από τα Δεσποτικά δεσμά των «ορθοδόξων» Οικουμενιστών ηγετίσκων και εντολοδόχων των ισχυρών της γής: Πατριαρχών, Μητροπολιτών, Ηγουμένων και της καμαρίλας τους, που πραξικοπηματικά έχουν καταλάβει την καθέδρα του Ποιμένος Χριστού και ως ληστές πηδάνε και μπαίνουν «αλλαχόθεν» (Ιωάνν.ι΄1) στην ποίμνη του Κυρίου μας και καταβροχθίζουν τα αμνάρια Του Θεού.
Αν και αυτό που κυρίως φοβούνται οι Ιερείς μας, και δικαιολογημένα αφού ως άνθρωποι οικογενειάρχες έχουν περισσές υποχρεώσεις στην πλάτη τους, είναι η οικονομική εξάρτηση από την υπηρεσία της Μητρόπολης στην οποία ανήκουν.
Την κάνουλα την βαστούν οι Μητροπολίτες, ως υπαλληλίσκοι των πολιτικάντηδων αφεντικών τους, με ύφος αββά και ήθος νταβά, που απειλητικά όποτε θέλουν μπορούν να την κλείσουνε ή να δώσουν μία δυσμενή μετάθεση και να καταδικάσουνε έτσι τον κάθε φιλότιμο Ιερέα σε εξόντωση αυτού και της οικογένειάς του.
Ξεχνούν όμως, πως πάντα την διαφορά την κάνει ο λαός, στον οποίο δεν έχουν πλέον ούτε το ένα χιλιοστό από το έρεισμα που έχει και ο τελευταίος Παπαδάκος του τελευταίου χωριού των συνόρων.
Είναι επηρμένοι χάρτινοι πύργοι που λησμονούν ακόμη τα λόγια του Χριστού μας τα οποία βεβαιώνουν ότι τα πρόβατα της φωνής των γνησίων ποιμένων θα ακούσουνε και θα ακολουθήσουν (ας είναι και απλοί παπάδες αυτοί) ενώ από τους ψευδείς λυκοποιμένες Επισκόπους και Ηγουμένους θα αποστραφούν.(1)
Ας έχουνε λοιπόν θάρρος οι καταπιεσμένοι, παντί τρόπω, Ιερείς μας διότι στον προσεχή διωγμό τους όχι σε τίποτα δεν θα ζημιωθούν αλλά ως ήρωες και ομολογητές θα γίνουν ακόμη πιο αγαπητοί και συμπαθείς για την τιμιότητα και ειλικρίνεια από το ποίμνιό τους, το οποίο και θα αναλάβει μέσα σε όλα και με το παραπάνω την οικονομική στήριξή τους αλλά και πλουσιωτέρα την ευλογία Του Θεού θα έχουν στην ζωή τους και στην οικογένειά τους.
Όταν θα έρθουν τα δύσκολα μπορούν κάλλιστα να ιερουργούν ανεμπόδιστα ακόμη και σε δωμάτια και σε πρόχειρους Ναΐσκους την Θείαν Ευχαριστία μαζί με το ποίμνιο Του Χριστού που θα συρρέει συγκινημένο και αμέτρητο, αφήνοντας πίσω άδεια τα παγκάρια και τις καρέκλες των μεγαλοπρεπών Ναών των αιρετικών και αυτό-αποσχισμένων από την Ορθόδοξο πίστη Οικουμενιστών Δεσποτάδων.
Να δούμε λοιπόν τότε την λεβεντιά τους όταν τους γυρίσει ο λαός την πλάτη!
Στην περίπτωση βέβαια και κλασσικά που θα προβούν οι Μητροπολίτες (από το πραιτώριό τους στην Μονή Πετράκη) σε αφορισμούς και καθαιρέσεις των εν λόγω ομολογητών Ιερέων αυτές θα είναι άκυρες αφού οι ίδιοι έχουν ήδη αυτοακυρωθεί και απομακρυνθεί ως παναιρετικοί Οικουμενιστές από την μάνδρα του Κυρίου μας και δεν υφίστανται πια ως κληρικοί και Ποιμένες.
Ας κάνουν λοιπόν οι Ιερείς μας το καθήκον της συνείδησής τους άφοβοι και ατρόμητοι, και στην κατάλληλη στιγμή η θεία Πρόνοια θα επέμβει δυναμικά και αποτελεσματικά προς δόξαν της Εκκλησίας μας.

*Ενας ενοχλητικός Μοναχός *

(1) Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ' ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. (Ιωάνν.ι΄1-6).

Άσκηση αποκομμένη από την πίστη;



Τὰ τελευταῖα χρόνια ὅλο καὶ περισσότερο παρατηροῦμε τὸ φαινόμενο κληρικῶν καὶ δυστυχῶς καὶ μοναχῶν οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται τὸν «καλὸν ἀγώνα», μετέρχονται τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή,

ἀλλὰ προσβλέπουν σὲ μία ἀδύνατη σωτηρία, αὐτὴ τῆς προσωπικῆς δικαίωσης ἀδιαφορῶντας τελείως γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴν ὁποία θεωροῦν καὶ ἐπιζήμια γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Πρόκειται θὰ λέγαμε γιὰ «καλοπροαίρετους» οἰκουμενιστές· γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς τελείως ἄθεους ποὺ βλέπουν ἁπλῶς τὴν Ἐκκλησία ὡς πεδίο σταδιοδρομίας καὶ αὐτοεπιβολῆς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε κάτι παρὰ ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἐλεήσῃ! Ἀλλὰ ὅσοι ἀποδέχονται σιωπηρὰ ἔστω τὴν παραχάραξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ποὺ ἐπιχειρήθηκε νὰ κατοχυρωθεῖ καὶ συνοδικὰ στὴν Κρήτη, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κάθαρσή τους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν ὅπως μᾶς θέλει ὁ Θεός, θὰ πρέπει νομίζουμε νὰ σκεφθοῦν τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα οἱ οἰκουμενιστὲς «πνευματικοί» καὶ καθηγητάδες ἐπιμελῶς ἀποκρύπτουν, ἀλλὰ τόνιζε πάντα ὁ γέροντας Παΐσιος:

1. «Ἂν οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ μὲ τὴν λογική τους ζοῦσαν στὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν, δὲν θἄχαμε κανέναν μάρτυρα. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ δὲν ἔβαζαν καθόλου τὴν λογική, ἀλλὰ ἀκράδαντα ὡμολογοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ φλέγονταν γιὰ τὸ μαρτύριο. Τοὺς ἔδιναν ἀξιώματα, τοὺς ἔλεγαν: “Πὲς μόνο ὅτι δὲν εἶσαι Χριστιανὸς καὶ μέσα σου πίστευε στὸν Θεό σου, βάλε λίγο λιβάνι, κάνε ὅτι θυσιάζεις καὶ ὕστερα μὴν θυσιάζης, κάνε ὅτι τρῶς εἰδωλόθυτα καὶ σὺ φάε καθαρὸ κρέας, μὴν κηρύττης σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, πήγαινε ἀλλοῦ”· καὶ ὅμως μὲ τίποτε δὲν ἀρνοῦνταν τὸν Χριστό. Μὲ χαρὰ ἔτρεχαν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστό. Φλέγονταν ἀπὸ θεῖο ἔρωτα»¹.

2. «Στὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας δέκα Χριστιανοὶ ὑπερασπίστηκαν δυναμικὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὴν Χρυςὴ Πύλη καὶ μαρτύρησαν γι’ αὐτήν. Τώρα ποὺ βλασφημεῖται τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφοροῦμε. Ἂν ζούσαμε τότε ἐμεῖς οἱ “διακριτικοί” καὶ “γνωστικοί” θὰ λέγαμε στοὺς δέκα μάρτυρες: “Ἔτσι δὲν ἐνεργεῖτε πνευματικά· περιφρονεῖστε τὸν Σπαθάριο ποὺ ἀνεβαίνει νὰ γκρεμίση τὴν εἰκόνα, καὶ ὅταν ἀλλάξη ἡ κατάσταση, θὰ βάλουμε στὴν θέση της ἄλλη εἰκόνα, καὶ μάλιστα πιὸ βυζαντινή”. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερό! Τὴν πτώση μας, τὴν δειλία, τὸ βόλεμά μας τὸ παρουσιάζουμε σὰν κάτι ἀνώτερο»².

Χαράλαμπος Μηνάογλου

¹ Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, 300.
² Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, 304-305.

Τι δεν μας αφήνει να σηκώσουμε κεφάλι...



Ὅ,τι ἀγαπᾶ κάποιος ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αὐτὸ καταβαραίνει τὸν νοῦ του καὶ τὸν δεσμεύει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκώσει κεφάλι.

Σὲ αὐτὸν τὸ σταθμὸ καὶ τὴ ροπὴ καὶ τὸ ζύγι τῆς κακίας δοκιμάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, Χριστιανοὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν βουνῶν, τῶν μονῶν, τῶν ἀγρῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ὅτι δελεαζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δικό του προσωπικὸ θέλημα, ἀγαπᾶ κάποιο πράγμα ἤ πάθος, καὶ δένεται σὲ αὐτὸ ἡ ἀγάπη του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὅλη στὸν Θεό.

Ἄλλος ἀγάπησε κτήματα,

ἄλλος χρυσὸ ἢ ἄργυρο,

ἄλλος τὴν κοιλιά του ἤ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες,

ἄλλος τὴν κοσμικὴ σοφία γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων,

ἄλλος ἐξουσία, δόξα καὶ τιμές,

ἄλλος ὀργὴ καὶ μῆνιν,

ἄλλος ἄκαιρες συντυχίες,

ἄλλος ζῆλο,

ἄλλος νὰ μετεωρίζεται ἡδονικὰ ὅλη μέρα,

ἄλλος νὰ ἀπατᾶται ἀπὸ ἀργόσχολους λογισμούς,

ἄλλος νὰ παριστάνει τὸ νομοδιδάσκαλο γιὰ ἀνθρώπινη δόξα,

ἄλλος νὰ εὐχαριστιέται στὴ χαύνωση καὶ στὴν ἀμέλεια,

ἄλλος νὰ εἶναι προσκολλημένος στὰ ὄμορφα ροῦχα,

ἄλλος παραδίδεται στὶς γήινες μέριμνες,

ἄλλος ἀγαπᾶ τὸν ὕπνο, τὴν εὐτραπελία ἤ τὴν αἰσχρολογία.

Ὅποιο πάθος του δὲν πολεμᾶ γενναῖα κάποιος, ἐκεῖνο ἀγαπᾶ, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸν δεσμεύει καὶ τὸν βαραίνει καὶ γίνεται γι αὐτὸν ἐμπόδιο καὶ ἁλυσίδα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ μὴν ἀνεβαίνει στὸν Θεό.

Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀληθινὰ ἔχει τὴν ὁρμή της πρὸς τὸν Θεό, ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη της ἕλκει πρὸς Αὐτόν, καὶ δεσμεύεται ἐλεύθερα, κατὰ τὴν δύναμή της, ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δέχεται τὴν βοήθεια τῆς χάριτος, καὶ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὰ θελήματα τοῦ νοῦ της, ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ προσφέρεται στὸν λόγο τοῦ Κυρίου. 

Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο καὶ τὶς ἐντολές του, ἀπὸ ἐκεῖ βοηθᾶται καὶ ἀπελευθερώνεται, καὶ γίνονται γι αὐτὸν εὔκολα τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀποσώζει ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη του πρὸς Ἐκεῖνον.

Ἁγίου Μακαρίου, Πνευματικὲς Ὁμιλίες, Ε.6

Θέωση και Ορθοδοξία...



H θέωση δυνατή δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού

Του Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου


Θέωση και Ορθοδοξία

Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το «ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. λγ', 20).

Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μία λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπή να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού.

Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα εγινόμαστε και εμείς κατ' ουσίαν θεοί. Δηλ. όλα θα εγίνοντο θεοί, θα υπήρχε μία σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ό,τι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουϊσμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ' όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός).

Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειές Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του.[...]

Με τις άκτιστες αυτές ενέργειές Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρή. Δίδει ουσία και υπόστασι στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειές Του. Είναι παρών στην φύσι και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειές Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές Του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος, με τις θεωτικές ενέργειές Του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειές Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύσι, στον κόσμο, στην ιστορία, στην ζωή των ανθρώπων.

Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι' αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μία αγεφύρωτη απόστασις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχη όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί Του και να ενωνώμαστε με την Χάρι Του, χωρίς να ταυτιζώμαστε με τον Θεό, όπως θα εγίνετο αν ενωνώμαστε με την ουσία Του.

Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό δια των ακτίστων θείων ενεργειών Του κι όχι δια της ουσίας Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας.

Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογισταί, δεν κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πώς θα θεωθή κατ' αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλ. έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώση τον κτιστό άνθρωπο; [...]

Τον ΙΔ' αιώνα έγινε μία μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείται μοναχοί ωμιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι εγίνοντο άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρσι από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωσι του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ.

Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθή την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορή τους αγιορείτας ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρας. Έλεγε δηλ. ότι είναι αδύνατο να βλέπη κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενεργείας στον Θεό.

Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτισι από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και εδίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοσι της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανωτάτη, υψίστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, το Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού, κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοί του.

Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτός Του, του ακτίστου φωτός Του. [...]

Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στον θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filiogue, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;

(Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου, σελ. 34-41)
Από το περιοδικό Εν Συνειδήσει. Έκδοση της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου. Δεκέμβριος 2006.


Στο "αμπέλι" της ζωής...



Τα καλοκαίρια πηγαίναμε οικογενειακώς στο χωριό, να τρυγήσουμε τα αμπέλια του παππού. Ο πατέρας η μάνα και τα δυο μου αδέλφια. Ο παππούς πάντα μας έδινε μια αρχική συμβουλή, «θα κόβεται τα σταφύλια και δεν θα κοιτάτε ποτέ το τέλος του αμπελιού. Θα κοιτάτε μονάχα την κουρμούλα που κόβεται, διαφορετικά θα απογοητευθείτε». Αυτή την απλή αλλά γεμάτη σοφία συμβουλή του παππού, την χρειάστηκα πολλές φορές στην ζωή μου. Γιατί κατάλαβα ότι κι η ζωή είναι ένα αμπέλι, που δεν χρειάζεται να κοιτάς το μέλλον, αλλά το τώρα, το εδώ, το σήμερα. Να κάνεις βήματα και να προχωράς όπως είσαι, κι ας μην είσαι τέλειος. Να περπατάς, βήμα βήμα,όσο και όπως μπορείς. Να μην σκέφτεσαι, ούτε να αναλύεις, πόσα χιλιόμετρα χρειάζεται να περπατήσεις, μα το ένα βήμα που πρέπει να κάνεις… Μοναχα έτσι θα φτάσεις στον τερματισμό, όταν τον ξεχάσεις και ζήσεις την διαδρομή…

Είσαι χριστιανός; Γίνε φάρος!



Δείτε την γαλήνη που έχει ο φάρος ακόμα και όταν κτυπάτε αλύπητα από τα μανιασμένα κύματα. Δεν φοβάται, δεν δειλιάζει, γιατί γνωρίζει ότι έχει βαθιά και γερά θεμέλια. Έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος του βιώνει την εν Χριστώ ζωή, μένει γαλήνιος ακόμα και μέσα στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, ακόμα και όταν τα μανιασμένα κύματα του πόνου και των πειρασμών τον κτυπούν.
Μένει γαλήνιος γιατί έχει βαθιά και γερά θεμέλια. Έχει ταπείνωση, μετάνοια, πίστη και ελπίδα στον Θεό. Έχει νιώσει την αγάπη του Θεού στην ύπαρξή του και γι’ αυτό δεν φοβάται πλέον. Δεν φοβάται τίποτα, ακόμα και τον θάνατο. Ο άνθρωπος του Θεού, είναι σαν έναν φάρο. Φωτίζει και καθοδηγεί τους χαμένους. Μένει αμετακίνητος απέναντι στην αμαρτία, μένει πράος, ήσυχος και ειρηνικός όταν τον κτυπήσουν πειρασμοί και δυσκολίες.

Η επίγεια ζωή μας είναι σαν την θάλασσα, γεμάτη εκπλήξεις. Άλλοτε ευχάριστες, άλλοτε δυσάρεστες. Χωρίς Χριστό η ζωή μας δεν είναι τίποτα άλλα παρά μία βρώμικη σταγόνα μπροστά στον αιώνιο και απέραντο ωκεανό της Χάριτος που η εν Χριστώ ζωή προσφέρει στον άνθρωπο. Είσαι χριστιανός; Γίνε φάρος για τους άλλους. Όχι με λόγια, όχι με υποδείξεις. Αλλά με την σιωπή σου, με την ταπείνωση σου, με την συγχωρετικότητά σου, με την αγάπη σου, με την μετάνοιά σου, με την ζωή σου.
Είσαι χριστιανός; Γίνε φάρος… πάψε να φοβάσαι τα κύματα των πειρασμών, πάψε να απελπίζεσαι με τις πρώτες δυσκολίες. Έχεις οδηγό της ζωής σου τον Αρχηγό της Ζωής και του Θανάτου, έχεις Πατέρα που σε αγαπά, έχεις Θεό που έγινε Άνθρωπος για σένα, έχεις θεμελιωτή της πίστεώς του, τον Παράκλητο.
Είσαι χριστιανός; Μάλλον...είμαι χριστιανός;

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Οικουμενιστές και αντι-Οικουμενιστές προχωρούν από την Αγιοπατερική Παράδοση στην «μεταπατερική» ασυνέχεια!

Ἀπὸ τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση
στὴν «μεταπατερικὴ» ἀσυνέχεια.

Σὲ ἄρθρο ποὺ ἐντοπίσαμε στὸ "Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό", μᾶς λέγει ὁ π. Γεώργιος, ὅτι πρὶν τὴν ἐμφάνιση καὶ ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, «ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἀνατολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία οὐ μόνον αἱρετικόν οὐ προσίεται δόγμα, ἀλλά καί τάς ὑποψίας αὐτάς ἀποκρούεται» («Ἀποκρίσεις... πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἰ. Καρμίρη, σ. 791).
Σημειώστε· ἀποκρούεται ἀκόμα καὶ τὰς «ὑποψίας»!
Μετὰ τὸ 1902 καὶ κυρίως τὸ 1920, ὅμως, διὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως(συνεχίζειὁ π. Γεώργιος), προωθεῖται καὶ πραγματοποιεῖται «προοδευτικήἐξίσωση τῶν δυτικῶν Ὁμολογιῶν μέ τή Μία Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία… ὉΟἰκουμενισμός ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινή βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» καὶ ὡς ἐκ τούτου, συμπεραίνει ὁ π. Γεώργιος, «ὁ Οἰκουμενισμός ἀποδείχθηκε πλέον ὡςἐκκλησιολογική αἵρεση, ὡς ἕνας “δαιμονικός συγκρητισμός”».
Καὶ ἡ ἔλειψη αὐτοκριτικῆς ὁδηγεῖ τὸν π. Γεώργιο στὸ ἑπόμενο μονόπλευρο συμπέρασμα: «Ἀντί, λοιπόν, ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία μας, νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μας στή διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς μόνης δυνατότητας σωτηρίας ἀνθρώπου καί κοινωνίας, πράττει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Συμφύροντας τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν αἵρεση, στά ὅρια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί οὐσιαστικά καταξιώνοντας τήν αἱρετική πλάνη, ἐπιφέρει τήν ἄμβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί στερεῖ καί αὐτό καί τόν κόσμο ἀπό τήν δυνατότητα σωτηρίας».
Διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ π. Γεωργίου ὅτι στὶς «Ἀποκρίσεις... πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους» ποὺ χρησιμοποιεῖ, δίνεται καὶ ἡ ἀπάντηση τῆςστάσεως πρὸς ὅλους τοὺς αἱρετικούς· ὄχι μόνον πρὸς ὅσους παραβαίνουν τόσο μεγάλα πράγματα τῆς Πίστεως (ὡς οἱ ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΙ Οἰκουμενιστές), ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ «μικρόν τι τούτων παραβαίνουσι»!!! Διαβάζουμε στὶς «Ἀποκρίσεις…»:
«Ἐν γὰρ τοῖς θείοις δόγμασιν οὐδαμοῦ χώραν ἔχει ποτὲ ἡ οἰκονομία ἢ συγκατάβασις· ταῦτα γὰρ ἀσάλευτά εἰσι, καὶ ὑπὸ πάντων τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ἀπαράβατα ἐν πάσῃ εὐλαβείᾳ διαφυλάττονται· καὶ ὁ μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ὡς σχισματικὸς καὶ αἱρετικὸς κατακρίνεται καὶ ἀναθεματίζεται, καὶ ἀκοινώνητοςπαρὰ πᾶσι λογίζεται».
Κατηγορεῖτε, π. Γεώργιε, τὴν «ἐκκλησιαστική ἡγεσία», ἡ ὁποία δὲν «ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μας στή διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀλλὰ κάνετε κι ἐσεῖς (οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστές) τὸ ἴδιο. Κοινωνεῖτεμὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία καὶ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, παρότι διαπιστώνετε ὅτι εἶναι αἱρετικοί, ὅτι ἡ αἵρεσή τους εἶναι ἕνας «δαιμονικόςσυγκρητισμός»! παρότι γνωρίζεται πολὺ καλῶς ὅτι ἡ αἵρεση «ἐπιφέρει τήν ἄμβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί στερεῖ καί αὐτό καί τόν κόσμο ἀπό τήν δυνατότητα σωτηρίας»! παρότι γνωρίζετε ὅτι ἡ στάση τῶν Ἁγίων, καὶ ἡ στάση τῆς Συνόδου ποὺ συνέταξε τὶς "«Ἀποκρίσεις…πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους»" εἶναι ἡ Διακοπὴ τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν Παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν ποὺ ἔχουν διὰ τῆς αἱρέσεως κάνει σχίσμα στὴν Ἐκκλησία! Καὶ ποιός εὑρίσκεται στὸ χῶρο τῶν Ἁγίων, πάτερ; (ἂς τὸ σκεφθεῖ αὐτὸ καὶ ὁ κ. Τελεβάντος): Ἐκεῖνος ποὺ κοινωνεῖ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κάνει "δογματικὸ σχίσμα" στὴν Ἐκκλησία (κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη), ἢ ὅσοιδιακόπτουν τὴν μετ' αὐτῶν κοινωνία;

Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι αὐτὰ τὰ γράψατε πρὶν τὴν Σύνοδο στὸ Κολυμπάρι, στὴν ὁποία αὐτὰ νομιμοποιήθηκαν Συνοδικά!!!

Toῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Ἀπὸ τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση
στὴν «μεταπατερικὴ» ἀσυνέχεια

Παράδοση στήν γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας σημαίνει τήν ἀδιάκοπη συνέχεια τοῦ ὀρθοδόξου τρόπου ὑπάρξεως, πού κλείνει μέσα του τήν ἀληθινή πίστη, ὡς φρόνημα καί στάση ζωῆς σέ ὃλες τίς πτυχές της.
1. Ἡ Θεολογία καί Ποιμαντική Πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέχρι τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς (1453) εἶχε ὡς κύριο στόχο της τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθείσης πίστεως» (Ἰούδ. 3), γιά τήν συνέχεια τῆς ὁμολογίας καί παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Αὐτό ὅμως ἀπαιτοῦσε καί τήν λόγῳ καί ἔργῳ ἀπόκρουση τῶν αἱρέσεων γιά τήν προστασία τοῦ Ποιμνίου καί τήν διασφάλιση τῆς δυνατότητας σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.
Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τόν 15ο ὥς τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα παρέμεινε ἀμετακίνητη στή στάση της ἀπέναντι στόν δυτικό χριστιανισμό, τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό (Λουθηρανισμό, Καλβινισμό, κ.λπ.) καί τόν Ἀγγλικανισμό, πού χαρακτηρίζονται σαφῶς ὡς αἱρετικές ἐκπτώσεις ἀπό τή Μία Ἐκκλησία.
Στά ὀρθόδοξα δογματικοσυμβολικά κείμενα(1) αὐτῆς τῆς περιόδου ἐκφράζεται θετικά ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική πίστη καί ἀποκρούονται οἱ πλάνες τῶν δυτικοχριστιανικῶν ὁμάδων, πού ἔχουν στερηθεῖ τόν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, σέ μία ἀδιατάραχτη συνέχεια καί συμφωνία μέ τήν βυζαντινή ἀντιρρητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Παρέμεινε ἔτσι ἀκμαία ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, κατά τήν ὁποία «ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἀνατολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία οὐ μόνον αἱρετικόν οὐ προσίεται δόγμα, ἀλλά καί τάςὑποψίας αὐτάς ἀποκρούεται»(2).
Ὁμολογεῖται, ἐπίσης, χωρίς περιστροφές, ὅτι «αὐτή μόνη ἡ τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων (πάλαι μέν Ἑλλήνων, νῦν δέ Γραικῶν καί Νέων Ρωμαίων διά τήν Νέαν Ρώμην καλουμένων) Χριστιανῶν πίστις ἐστίν ἀληθής μόνη ἀκραιφνεστάτη»(3).
Μέ ἀπόλυτη δέ κατάφαση τῆς ὀρθοδόξου ταυτότητος διαπιστώνεται, ὅτι «τά Λουθηροκαλβινικά καί Παπιστικά δόγματα οὐ συνάδει τῇ Ὀρθοδόξῳ ἡμῶν πίστει, ἀνθίστανται δέ μᾶλλον αὐτῇ καί πόρρω τῆς ἀληθείας ἀπεσχοίνισται»(4) (ἔχουν ἀπορριφθεῖ).
Μόνη, συνεπῶς, παραδεκτή βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως εἶναι ἡ ἀπόλυτος ἑνότης τῆς πίστεως καί ἡ ὁμοφροσύνη στά δόγματα διά τῆς ἀνεπιφυλάκτου παρά τῶν ἑτεροδόξων ἀποδοχῆς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Μέ βάση δέ τήν σχετική δήλωση τοῦ ἁγίου Μάρκου διακηρύσσεται ἐκ νέου ὅτι «ἐν τοῖς θείοις δόγμασιν οὐδαμοῦ χώραν ἔχει ποτέ ἡ οἰκονομία ἢ συγκατάβασις»(5). Καί ὅλα αὐτά λέγονται σέ περίοδο ἐξουθενωτικῆς δουλείας καί ταπεινώσεως τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων.

2. Ἡ ἀταλάντευτη αὐτή στάση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας ἀπέναντι στήν ἑτερόδοξη Δύση ἄλλαξε ἐπίσημα στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ἐπί πατριαρχίας Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ (+1912). Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ πνεῦμα θετικό ἐγκαινιάζεται στό ἐθναρχικό κέντρο μία νέα στάση ἀπέναντι στήν ἀποκρουόμενη ἕως τότε Δύση, κατά τό πνεῦμα τοῦ φιλοδυτικισμοῦ καί τῶν «οἰκουμενικῶν σχέσεων». Τό κύριο σημεῖο ἀναφορᾶς δέν θά εἶναι πλέον ἡ Ἀνατολή, ἀλλά ἡ Δύση, μέ ὅ,τι αὐτή ἐκφράζει. Ἡ ἀλλαγή αὐτή ὁριοθετεῖται ἀπό τρία σπουδαῖα κείμενα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τήν Ἐγκύκλιο τοῦ πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄ τό 1902(6), τό Διάγγελμα τοῦ 1920(7) καί τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952(8). 
Ἡ πρώτη πραγματοποιεῖ τό οἰκουμενιστικό ἄνοιγμα στὴ Δυτική Χριστιανοσύνη, ἐνῷ τά ἄλλα ἔχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτῆρα, ἐγκαινιάζοντας καί προωθώντας τήν πορεία πρός τόν Οἰκουμενισμό μέ τήν «Οἰκουμενική Κίνηση». Ἡ συμμετοχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σ’ αὐτήν ὁδήγησε στίς σημερινές ἐλεγχόμενες ἀπό τήν ὀρθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Αὐτό ὅμως συνδέεται ἄμεσα μέ τήν προοδευτική ἐξίσωση τῶν δυτικῶν Ὁμολογιῶν μέ τή Μία Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1920 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προσέφερε τόν καταστατικό χάρτη γιά τήν στάση, πού ὄφειλε νά τηρήσει στό μέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη μέσα στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἄνοιξε τόν δρόμο στή συμμετοχή μας στήν Οἰκουμενική Κίνηση, τό Διάγγελμα τοῦ 1920 προετοίμασε τήν εἴσοδό μας στό ΠΣΕ, ἐνῷ ἡ ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα Ἐγκύκλιος τοῦ 1952(9) λειτούργησε ὡς ὁλοκλήρωση καί ἐπισφράγιση τῆς προγραμματισμένης αὐτῆς πορείας. Γι’ αὐτό μεγάλοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καρμίρης καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά τήν ἀφοσίωσή τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, δέν παρέλειψαν νά ἐκφράσουν τόν δισταγμό τους στά ἀνοίγματα αὐτά καί τίς ἐπιφυλάξεις τους γιά τίς μέσῳ αὐτῶν δρομολογημένες ἐξελίξεις(10).
Ὑπεύθυνη ὅμως καί ἀντικειμενική κριτική στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ἀσκήσει ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τόν Οἰκουμενισμό μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο:

«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδιά ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν Οὑμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἳρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις». Καί διερωτᾶται:
«Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτό τό πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καί ὀργανισμός τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νά ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καί Ἱεράρχαι, νά ἐπιζητοῦν τήν ὀργανικήν μετοχήν καί συμπερίληψιν εἰς τό ΠΣΕ; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία»(11).
Ὁ Οἰκουμενισμός σ’ ὅλες τίς διαστάσεις καί ἐκδοχές του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινήβαβυλώνιος αἰχμαλωσία σχεδόν ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ καύχηση καί ὁ αὐτοθαυμασμός τῶν Οἰκουμενιστῶν μας «γιά μία δῆθεν νέα ἐποχή, πού ἄνοιξε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο» μέ τίς πατριαρχικές Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902 καί 1920, δέν δικαιώνονται, διότι «αὐτό πού κατορθώθηκε εἶναι νά νομιμοποιήσουμε τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ». Αὐτό εἶναι τό κατασταλαγμένο συμπέρασμα τοῦ π. Θεοδώρου Ζήσηα(12), τό ὁποῖο ἀδίστακτα προσυπογράφω. 

3. Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἀποδείχθηκε πλέον ὡςἐκκλησιολογική αἵρεση, ὡς ἕνας «δαιμονικός συγκρητισμός», πού ἐπιδιώκει μία ὁμοσπονδιακή ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν δυτική αἱρετική πανσπερμία. Ἔτσι ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐπηρεάζει σωτηριολογικά τόν μή ὀρθόδοξο κόσμο, διότι ἔχει ἐγκλωβιστεῖ αὐτή, στά πρόσωπα τῶν κατά τόπους ἡγεσιῶν της, στίς παγίδες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού κατεργάζονται τήν φθορά καί τήν ἀλλοτρίωσή της.
Ἀντί, λοιπόν, ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία μας, νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μας στή διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς μόνης δυνατότητας σωτηρίας ἀνθρώπου καί κοινωνίας, πράττει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Συμφύροντας τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν αἵρεση, στά ὅρια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί οὐσιαστικά καταξιώνοντας τήν αἱρετική πλάνη, ἐπιφέρει τήν ἄμβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί στερεῖ καί αὐτό καί τόν κόσμο ἀπό τήν δυνατότητα σωτηρίας.
Στήν κατεύθυνση δέ αὐτή ἀκριβῶς ἀποδεικνύεται δαιμονική ἡ παρέμβαση τῆς λεγομένης «Μεταπατερικῆς Θεολογίας», ἡ ὁποία προσφέρει θεολογική κάλυψη καί στήριξη στήν οἰκουμενιστική μας ὑστερία καί στήν κατεδάφιση τῶν πατερικῶν καί παραδοσιακῶν μας θεμελίων. Αὐτό δέν γίνεται, βέβαια, μέ τήν κατ’ εὐθεῖαν πολεμική κατά τῆς συνοδικῆς καί πατερικῆς πίστεως -τοὐναντίον αὐτή συχνά ἐπαινεῖται ὑποκριτικά καί ἐξαίρεται- ἀλλά μέ τήν ἀμφισβήτησητῶν νηπτικῶν προϋποθέσεών της, τήν ἀποφυγή τῆς καταδίκης τῶν αἱρέσεωνκαί τήν de facto, ἔτσι, ἀναγνώρισή τους ὡς Ἐκκλησίας, σωτηριολογικοῦ δηλαδή μεγέθους, ἰσοτίμου μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Μέ αὐτό τόν τρόπο παραμερίζονται τελικά οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἡ διδασκαλία τους μέ τήν ἀνομολόγητη ἀνατροπή τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς ἁγιοπατερικῆς Παράδοσης. Ἡ μεταπατερικότητα, δηλαδή, εἶναι, στήν οὐσία της ἀντιπατερικότητα, διότι ἀποδυναμώνει τήν πατερική παράδοση, χωρίς τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία παραμένει ἀθωράκιστη στή δίνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καί γιά νά παραφράσουμε τόν Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες ὅλα ἐπιτρέπονται»! Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο ὅμως τόν Παλαμᾶ, «τοῦτό ἐστιν ἀληθής εὐσέβεια, τό μή πρός τούς θεοφόρους Πατέρας ἀμφισβητεῖν»! Ἡ ἀπόλυτη δηλαδή ὑπακοή στούς Ἁγίους Πατέρες μας.

Σημειώσεις
1. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 1, Ἀθῆναι 1962 καί τ. ΙΙ, Άθῆναι 1953.
2. «Ἀποκρίσεις... πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἰ. Καρμίρη, σ. 791.
3. Στό ἴδιο, σ. 789. 4. Στό ἴδιο, σ. 793. 5. Στό ἴδιο, σ. 791.
6. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Αἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καί τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 ἐν τῇ εὐρυτέρᾳ οἰκουμενικῇ προοπτικῇ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξία 2003, σ.129-139 (ἐδῶ:129).
7. Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», Ἰω. Καρμίρη, σ. 950.
8. Στό ἴδιο, σ. 960.
9. Ἀπευθύνεται «πρός τάς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας».
10. Ὁ μέν π. Φλωρόφσκυ τό 1961 ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό ΠΣΕ, ὁ δέ Ἰωάννης Καρμίρης (τὸ 1953) δηλώνει περίφροντις ἀπό τίς ἐξελίξεις: «Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀνεπιφύλακτος καί ἄνευ ὅρων συμμετοχή (τῆς Ὀρθοδοξίας) εἰς δογματικά συνέδρια καί ἡ ὀργανική σύνδεσις αὐτῆς μετά πολυαρίθμων ποικιλωνύμων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί αἱρέσεων ἐπί βάσεως δογματικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς ἐν τῷ Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ τῶν Ἐκκλησιῶν θά ἐσήμαινε παρέκκλισιν ἀπό τῆς ὑπό τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγέλματος τοῦ 1920 χαραχθείσης γραμμῆς περί συνεργασίας αὐτῆς μόνον ἐν τοῖς ζητήμασι τοῦ Πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ καί γενικῶς δέν θά ἦτο σύμφωνος πρός τάς θεωρητικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν μακραίωνα παράδοσιν αὐτῆς, ὡς καί τήν διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς» (ὅπ. π., σ. 953).
11. π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
12. Βλ. ἄρθρο του στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τῆς 16.7.2004.

«Ας με λένε Μπουμπουλίνα κι ας ψοφάω απ΄ την πείνα!»

Προφητεύει ο Άγιος Γαβριήλ από την Γεωργία:

«Στους εσχάτους καιρούς οι οπαδοί του Αντιχρίστου θα πηγαίνουν στην Εκκλησία, θα βαπτίζονται και θα κηρύττουν για τις ευαγγελικές εντολές. Όμως μην τους πιστεύετε. Αυτοί δεν θα έχουν τα καλά έργα. Μόνο με τα καλά έργα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον αληθινό Χριστιανό».


Δηλαδή οι πιστοί του Αντιχρίστου θα τηρούν μετά ακρίβειας όλα τα θρησκευτικά και λειτουργικά καθήκοντα παραμένοντας τοπικά και τυπικά εντός της υποταγμένης πια στην Νέα Τάξη Εκκλησίας μας, αλλά ουσιαστικά θα υπηρετούν τον Αντίχριστο.

Το ισχυρότερο όπλο που χρησιμοποιεί ο Αντίχριστος στα χρόνια μας δεν είναι ούτε η φωτιά ούτε το τσεκουρι αλλά Η ΠΛΑΝΗ. Αφού «ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ὅτι ψεύστης ἐστί» (Ιωάνν. η΄ 44). 
Και αποκορύφωμα αυτής της πλάνης και τελευταίο προπύργιο θα είναι Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ  που προωθήθηκε κατά πολύ από την ψευτοσύνοδο του Κολυμπαρίου.


Θα επιτρέψει ο Αντίχριστος και τα όργανά του στην Ορθόδοξο Εκκλησία να συνεχίζει να λειτουργεί κατά τα αιώνια τυπικά της, μα έχοντας αλλοιώσει τον πυρήνα της και απολέσει πια τον πολύτιμο μαργαρίτη που είναι ο Χριστός κραδαίνοντας μονάχα το όστρακο. 
Θα κατέχουν οι άρχοντες της Εκκλησίας την τυπική σφραγίδα της αλλά θα έχουνε χάσει την σφραγίδα της Ορθής πίστης και Πατερικής παράδοσης.
Τοιουτοτρόπως θα πηγαίνει ο δείνα στην Εκκλησία θεωρώντας ότι ακολουθεί τον Χριστό μα εντούτοις θα ακολουθεί με πιστότητα τον Αντί-χριστο.
Δυστυχώς οι Επίσκοποι-Μητροπολίτες μας (υπερφίαλοι σαν τους κόκορες) ξεπέσανε σε ευγνώμονες θεματοφύλακες των πολιτικών συμφερόντων της εκάστοτε εξουσίας που τους έφτιαξε Δεσποτάδες (κατά την λαϊκή ρήση: «φτιάχνω Παπάδες») Γι΄ αυτό και ουδέποτε θα διανοηθούν να εγκαταλείψουν την βάρκα και να θυσιάσουν για τον Χριστό την εφήμερη εξουσία τους αφού αυτή είναι η μόνη που νοηματοδοτεί την αξιολύπητη και προσκυνημένη ζωούλα τους.
Φωνάζουν και κομπορρημονούν δείχνοντας τα δόντια τους σαν το σκυλί που από απόσταση ασφαλείας γαυγίζει, αλλά έως ότου τεντωθεί το σχοινί στο λαιμό τους.


Εξαντλούνται σε κάλπικους λεονταρισμούς για εφέ και φιγούρα, σε χαρτοπόλεμο και άντε καμία κουβέντα παραπάνω στο ξύλινο κήρυγμα τους αλλά πάντοτε εκ του ασφαλούς.
Το μόνο που υπαρξιακά τους ενδιαφέρει είναι η Διοικητική τους υπόσταση και το πως με κάθε ηθικό ή ανήθικο μέσο θα κρατηθούν σαν τα στρείδια από αυτήν αφού μέσω αυτής και μόνο νοιώθουν ότι υπάρχουν (κατά το λαϊκόν και πάλι: «Ας με λένε Μπουμπουλίνα κι΄ ας ψοφάω απ΄την πείνα!»).

 

 Αλλά και έστω αν βρεθεί ένας που θα τολμήσει το αξεπέραστο θα πρέπει να τον εκθέσουμε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ως το σπανιότατο είδος της ιστορίας του πλανήτη μας .
Σε αυτές τις έσχατες και πολύ προσεχείς καταστάσεις λοιπόν ποια η θέση των Ορθοδόξων Χριστιανών;


Πιστεύω ότι όσοι διαθέτουν και την παραμικρή, ως κόκκο σινάπεως, πίστη και τιμιότητα, είτε Ιερείς και Μοναχοί, είτε λαϊκοί θα αναγκαστούν αργά ή γρήγορα, (με ότι αυτό θυσιαστικά συνεπάγεται παίρνοντας πάνω τους το στίγμα του αποτειχισμένου, σχισματικού καιαφορεσμένου)να εξέλθουν και να απελευθερωθούν από τα διοικητικά και πνευματικά πλαίσια της εξουσίας των Οικουμενιστών Μητροπολιτών της Εκκλησίας μας (και της αυλής τους) λατρεύοντας εν διωγμώ και εν Σταυρώ μεν αλλά με ήσυχη και ανεπαυμένη συνείδηση τον Χριστό και την αλήθεια Του. 
Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (Λουκ. ιστ΄ 13).

Ένας ενοχλητικός Μοναχός

ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ «Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε» (Α΄ Κορ. 3,9)

Μία ἀπὸ τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔ­χει ὁ ἄνθρωπος ἐ­δῶ στὴ γῆ εἶνε ἡ στέγη, τὸ σπίτι. Βράδιασε; Ὅπως τὸ πουλὶ κι αὐ­τὸ τὸ ἄγριο θηρίο γυρίζει στὴ φωλιά του, καὶ δὲν ὑπάρχει ζων­τα­νὸ ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ φωλιά, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἔ­χει ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα μέρος ποὺ θὰ στεγά­σῃ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰ­κογένειά του. Κανείς δὲν θέλει νά ᾽νε ἄ­στεγος· ὅλοι προσπαθοῦν νὰ χτίσουν ἕνα σπίτι. Κάνουν τὰ πάντα γι᾽ αὐτό· καὶ οἰκόπεδα ἀγοράζουν, καὶ χρή­ματα δανείζον­­ται, καὶ τότε θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους εὐτυ­­χῆ ὅταν μπορέσουν νὰ μποῦν μέσα στὸ σπίτι.
Σπίτια διάφορα, μεγάλα, πολυώροφα, παλά­τια, οὐρανοξύστες. Ὁ κόσμος θεωρεῖ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν σὲ τέτοια μέγαρα εὐτυχισμένους. Ἀλλὰ εἶνε ἔτσι; Ὅταν ὁ Θεὸς σείει τὴ γῆ, τότε τὰ σπίτια πέφτουν κ᾽ οἱ ἄνθρωποι φο­νεύονται. Τὸ εἶπε κι ὁ Χριστός· ὅταν στὰ Ἰερο­σόλυμα τοῦ ἔδειχναν τὶς μεγάλες οἰκοδομὲς εἶπε· Ὅλα αὐτὰ θὰ γκρεμιστοῦν, δὲ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθῳ» (Λουκ. 19,44). Τὰ καλύβια εἶνε εὐλογη­μένα· τὰ μέγαρα ποὺ στήθηκαν μὲ ἀδικίες καὶ πλεονεξίες, ἂν ἕνας ἄγγελος Κυρίου τὰ πιά­σῃ καὶ τὰ στύψῃ, θὰ στάξουν αἷμα ἀ­δικημένων.
Ἀλλὰ γιατί, ἀδελφοί μου, σᾶς ἀπασχολῶ μὲ τὰ σπίτια, μικρὰ καὶ μεγάλα; Διότι γι᾽ αὐτὸ μᾶς μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ὁλόκληρος ὁ σημερινὸς ἀπόστολος λέει γιὰ κάποια οἰ­κοδομή. Θὰ ἤμουν εὐτυχής, ἂν μποροῦσα νὰ κάνω τὸν καθένα σας νὰ ἐπιθυμή­σῃ ν᾽ ἀγορά­σῃ ἕνα διαμέρισμα σ᾽ αὐτήν! Εἶνε μιὰ μεγάλη – τεράστια οἰκοδομή· ἀρχίζει ἀπὸ ᾽δῶ στὴ γῆ καὶ φτάνει μέχρι τὸν οὐ­ρανό· χωράει μέσα ὅ­λους, ὄχι μόνο τοὺς βασιλιᾶδες ἀλλὰ καὶ τοὺς πιὸ φτωχούς· οἰκοδομὴ ἀ­θάνατη καὶ αἰωνία. Ποιά ἆραγε νὰ εἶνε αὐτὴ ἡ οἰκοδομή; καὶ πῶς μπορεῖ καθένας μας ν᾽ ἀποκτήσῃ ἕνα μέ­ρος σ᾽ αὐ­τήν, νὰ συμπεριληφθῇ στοὺς ἐνοίκους της; Μᾶς τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε» (Α΄ Κορ. 3,9). Ἡ οἰκοδομὴ αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία.

Ἀλλ᾽ ὅταν λέμε «Ἐκκλησία», ἀγαπητοί μου, δὲν ἐννοοῦμε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Τὰ κτήρια μπορεῖ νὰ τὰ γκρεμίσουν οἱ ἄπιστοι καὶ μιὰ μέρα νὰ μὴν ὑπάρχῃ καμμιά ἐκκλησιὰ πάνω στὴ γῆ. Ἡ οἰκοδομὴ ὅμως τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλη­σία, εἶνε κάτι ἄλλο, πολὺ μεγαλύτερο καὶ ὑψη­λότερο. Ἡ Ἐκκλησία θὰ ὑπάρχῃ στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπως τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν.
Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· Ἐκκλησία εἶνε ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἐκκλησία δὲν εἶνε μόνο ὁ δεσπότης μὲ τὰ χρυσᾶ καὶ τὶς μίτρες, ὁ παπᾶς καὶ ὁ διᾶκος, οἱ ἐπίτροποι καὶ οἱ ψαλτάδες καὶ οἱ νεωκόροι·

Ἐκκλησία εἶνε καὶ μιὰ γριούλα ἀγράμματη ποὺ τὸ Δεκαπεν­ταύγουστο γονατίζει στὴν Παναγιά, κ᾽ ἕνα παι­δάκι φτωχὸ ποὺ ἀκούει τὸ μάθημα τοῦ κατηχητικοῦ καὶ τραγουδάει σὰν ἀηδονάκι τὰ τραγούδια τοῦ Χριστοῦ μας, κ᾽ ἐκεῖνος ὁ ζητιάνος ποὺ προσκυνάει τὶς εἰκόνες καὶ ζητάει τὴν προστασία τῶν ἁγίων· καθένας ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, ἀπὸ τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ ἡ μάνα μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέρο, ὅλοι εἶνε Ἐκκλησία, οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς μεγάλους, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο οἱουδήποτε χρώματος, κοινω­νικῆς καταστάσεως καὶ φυλῆς. Προχωρῶ. Ἐκ­κλησία δὲν εἴμαστε μόνο ὅσοι ζοῦμε σήμερα· Ἐκκλησία εἶνε καὶ οἱ γονεῖς μας καὶ οἱ παποῦ­δες μας, γενεὲς γενεῶν, ὅλοι ὅσοι κοιμοῦν­ται στὰ νεκροταφεῖα. Γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει θάνατος· «δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων» (Λουκ. 20,38). Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε Ἐκκλησία. Μὲ τὴ διαφο­ρά, ὅτι ὅσοι εἶνε ἀκόμα ἐδῶ στὴ γῆ λέγονται Ἐκκλησία στρατευομένη, γιατὶ κάνουν πόλεμο, ἐνῷ ὅσοι πέρασαν τὶς πύλες τοῦ θανάτου καὶ εἶνε στὰ οὐράνια λέγονται Ἐκκλησία θρι­αμβεύουσα. Αὐτὴ εἶνε Ἐκκλησία, καὶ αὐτὴν ὀνομάζει «οἰκοδομὴ» ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀλλὰ ὅπως κάθε οἰκοδομὴ ἔχει θεμέλιο κι ὅσο πιὸ μεγάλη εἶνε τόσο τὰ θεμέλια πρέπει νά ᾽νε πιὸ γερὰ καὶ νά ᾽νε χτισμένη πάνω σὲ βράχο, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ οἰκοδομή, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ἔχει θεμέλιο. Θεμέλια ὑπάρ­χουν πολλά· θεμέλιο γιὰ τὸ χρηματιστήριο εἶ­νε τὸ χρῆμα, θεμέλιο γιὰ τὸ πανεπιστήμιο εἶνε ἡ σοφία καὶ ἡ γνῶσι, θεμέλιο γιὰ τὸ κράτος εἶνε τὰ ὅπλα καὶ ὁ στρατός. Καὶ θεμέλιο γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποιό εἶ­νε; Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλ­λοίμονο ἂν ἡ Ἐκκλησία στηριχθῇ στὴ βία, στὴν ἔπαρσι τῆς ἐπιστήμης, στὸ χρῆμα καὶ στὰ τιμο­λόγια. Τότε θὰ ἔρθῃ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ προφήτης Ἠλίας μὲ τὴ ῥομφαία του, νὰ μᾶς κόψῃ ὅ­λους τοὺς κληρικούς, ὅσοι μεταβάλλουν τὸν οἶ­κο τοῦ Θεοῦ σὲ «οἶκον ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16). Δὲν ἔ­χουν θέσι οἱ δίσκοι. Τί φο­βερὸ τὴν ἱερώτερη στιγμὴ ν᾽ ἀκούγωνται τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα! Μὴ δίνουμε δικαίωμα στοὺς χιλι­αστὰς καὶ τοὺς προτεστάντες νὰ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία μας. Εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὁ λαὸς θὰ δώσῃ περισσότερα χωρὶς δίσκους.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησί­ας μας; Μεγάλο λόγο λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸν θεμέλιο λίθο τῆς Ἐκκλησίας δὲ μποροῦν νὰ τὸν κλονίσουν οὔτε ὅλοι οἱ δαίμο­νες. Κανείς, λέει ὁ ἀπόστολος, δὲν μπορεῖ νὰ βάλῃ ἄλλον θεμέλιο στὴν Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀ­πὸ αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει, καὶ αὐτὸς εἶνε Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός (Α΄ Κορ. 3,11). Θεμέλιό της δὲν εἶνε ὁ τάδε βασιλιᾶς ἢ ἡ τάδε βασίλισσα ἢ οἱ κυ­ρίαρχοι τοῦ κόσμου· θεμέλιο εἶνε ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστὰς Χριστός, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε πολὺ μικρὸς αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ βάλῃ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ εἶπε ὁ ἴ­διος ὁ Χριστός. Ὅταν ρώτησε τοὺς ἀποστόλους «Τί λέει ὁ κόσμος γιὰ μένα;» καὶ ἄλλοι εἶπαν «Εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», ἄλλοι «Εἶσαι ὁ Ἠλίας», ἄλλοι «Εἶσαι ὁ Ἰερεμίας ἢ ἕ­νας τῶν προφητῶν», τοὺς λέει· «Ἐσεῖς τί ἰδέα ἔχετε γιὰ μένα;». Τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε· «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ ὁ Χριστὸς χάρηκε καὶ τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὄχι ὅπως τὰ ἑρμηνεύουν οἱ φράγκοι, ἀλλ᾽ ὅπως τὰ ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες· Πέτρε, εἶπες μιὰ μεγάλη ἀλήθεια. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶμαι αὐτὸς ὁ Θεός, ὁ ἕνας τῆς ἁγίας Τριάδος, αὐτὴ ἡ πίστις στὸ πρόσωπό μου, αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο ἐπάνω στὸ ὁ­ποῖο θὰ θεμελιώσω τὴν Ἐκκλησία μου (Ματθ. 16,16-18).
Μιὰ οἰκοδομὴ ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ θεμέλιο ἔχει καὶ στύλους, κολῶνες. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας. Ποιές εἶνε οἱ κολῶνες, οἱ στῦλοι της; Ἂν διαβάσετε τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἀπολυτίκια, θὰ δῆτε ὅτι κολῶνες ποὺ μετὰ τὸ Χριστὸ στηρίζουν τὴν ἁγία μας πίστι, «κρηπῖδες», «βάσεις», «στῦλοι» τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, λέγονται οἱ προφῆται, οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ εἶνε οἱ στῦλοι της.
Μιὰ οἰκοδομὴ ἐπίσης χτίζεται μὲ λιθάρια, πλῆθος λιθάρια. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ θεμέλιο καὶ οἱ πατέρες οἱ στῦ­λοι, ἐμεῖς εἴμαστε τὰ λιθάρια της. Ὁ κάθε πιστὸς εἴμαστε ἕνα λιθαράκι, λιθαράκι ὄχι νεκρὸ ἀλλὰ ζωντανό, ποὺ τὸ παίρνει ἡ ἁγία Τρι­άδα μέσα ἀπ᾽ τὰ χώματα τὴ λάσπη καὶ τὴ βρώμα, τὸ πλένει καὶ τὸ καθαρίζει μὲ τὸ ἅγιο βάπτι­σμα, καὶ τὸ πελεκάει γιὰ νὰ τὸ βάλῃ στὴ θέσι του. Ὅπως ὁ μάστορας χτυπάει κάθε πέτρα μὲ τὴ σμίλη καὶ τῆς δίνει τὸ σχῆμα ποὺ θέλει, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε ἐλαττώματα, μᾶς χτυπάει – πελεκάει ὁ Θεός. Πῶς; Μὲ τὴ θλῖψι, τὰ δυστυ­χήματα, τὸν πόνο, τὰ δάκρυα, ἔτσι γινόμαστε πέτρες κατάλληλες γιὰ τὴν θεία οἰκοδομή.
Ἂς προσέξουμε κάτι ἀκόμη. Σ᾽ ἕνα τοῖχο, γιὰ νὰ κολλήσῃ τὸ ἕνα λιθάρι μὲ τὸ ἄλλο, χρει­άζε­ται κονίαμα, λάσπη μὲ ἀσβέστη· χωρὶς αὐτὸ σπίτι δὲν χτίζεται. Ἔτσι καὶ στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ποιό εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἑνώνει τὸν ἕ­να Χριστιανὸ μὲ τὸν ἄλλο καὶ μᾶς κάνει ἕνα; Ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη ὅπως τὴν δίδαξε καὶ τὴν ἐ­φήρμοσε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἀπόστολοι. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ἦταν «ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (Πράξ. 4,32).

Μιὰ προφητεία καὶ τελείωσα. Εἶπε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ὅτι θά ᾽ρθη μέρα ποὺ καὶ τὰ ἄ­στρα θὰ πέσουν σὰν τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς (βλ. Ματθ. 24,29. Μᾶρκ. 13,25. Ἀπ. 6,13). Ἀπὸ τότε ποὺ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία του πέ­ρα­σαν δυὸ χιλιάδες χρόνια καὶ θὰ περάσουν κι ἄλλα. Στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὰ ἔγιναν καὶ θὰ γίνουν· θὰ πέσουν θρόνοι καὶ βασίλεια, θ᾽ ἀλ­λάξῃ ὁ χάρτης πολλὲς φο­ρές. Μέσ᾽ στὸν ὠκεα­νὸ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου τί μένει; Μικρὰ – μεγάλα καρά­βια θὰ πνιγοῦν, ἀλλὰ ἕνα θὰ μεί­νῃ ἀβύθιστο καὶ θὰ θριαμβεύῃ αἰωνίως· ἡ Ὀρθό­δοξος Ἐκκλη­­σία τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο κι ἂν τὴν πο­λεμήσουν οἱ διῶ­κται, οἱ αἱρέσεις, οἱ δαίμονες, ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνῃ· γιατὶ ἔχει θεμέλιο τὸ Χριστό, κι ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ᾅδου δὲν θὰ μπορέ­σουν νὰ τὴ νι­κήσουν (Ματθ. 16,18). Ὅποιος πάει κόν­τρα μὲ τὴν Ἐκκλησία θὰ σπάσῃ τὰ μοῦτρα του, θὰ γί­νῃ στάχτη· ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνῃ μὲ τὸν Κύ­ρι­ον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖ­τε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιού (σήμερα Παντανάσσης) Τζιτζιφιῶν – Ἀθηνῶν τὴν 4-8-1963.

«ΜΗ ΧΤΙΣΕΤΕ ΠΟΤΕ ΤΖΑΜΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ…» Πέντε χρόνια ἀπὸ τὴν διακοσιοστὴ ἐπέτειο τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας ἐμεῖς θὰ τολμήσουμε νὰ ὑψώσουμε στὴν πρωτεύουσά μας, ἀντὶ τῶν Καμπαναριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, τὶς λόγχες τοῦ Ἰσλάμ, τοὺς μιναρέδες τοῦ τεμένους, βγάζοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια τὰ μάτια μας

Αὐτὰ εἶπε σὲ Ἕλληνα διπλωμάτη, φιλέλληνας Αἰγύπτιος ἀξιωματοῦχος, μουσουλμάνος τὸ θρήσκευμα, ἐμπιστευτικά, συνταξιδεύοντας ἀεροπορικὰ ἀπὸ Κων/λη γιὰ Ἀθήνα. «Ἀφῆστε τους νὰ προσεύχονται ὅπως καὶ τώρα, ἄτυπα, ὅπου μποροῦν καὶ θέλουν. Ἐπίσημο ὅμως τζαμὶ μὴ τοὺς χτίσετε»!!

Γιατί ἄραγε μίλησε ἔτσι ἕνας μουσουλμάνος; Μήπως ἀπὸ ἀκραῖο φιλελληνισμὸ καὶ ἔσχατη ἀγάπη γιὰ τὴν Ἑλλάδα; Ἢ μήπως ἀπὸ βαθιά, ἐσωτερική, ἀπὸ πρῶτο χέρι καὶ ἀπὸ μέσα γνώση τοῦ τί εἶναι ἕνα Ἰσλαμικὸ τέμενος καὶ τί σημαίνει ἕνα τζαμί; Δὲν ἀποκλείεται κανένα ἀπὸ τὰ δύο ἐνδεχόμενα. Ὅμως… Εἶναι σὰ νὰ ἔλεγε: «Ξέρετε τί δύναμη ἔχουν οἱ ἰμάμηδες, οἱ χοτζάδες, οἱ μουφτῆδες καὶ οἱ μουλάδες; Θεὸς νὰ σὲ φυλάει! Ἔχουν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου. Μπορεῖ νὰ φανατίσουν μέχρις ἐσχάτων ὁλόκληρο πλῆθος πιστῶν. Ἐλέγχουν ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν γεννήσεων μέχρι τὸ ποιὸς θὰ γίνει καμικάζι, μάρτυρας τοῦ Ἰσλάμ… Δεῖτε σχετικὲς προβολὲς στὸ Διαδίκτυο… Μάλιστα ὅταν ἔχουν ἕνα χῶρο ἄβατο καὶ ἀπόρθητο, ἐπενδεδυμένο μὲ ἱερότητα, ὅπως ἕνα τέμενος, εἶναι τελείως ἀνεξέλεγκτοι. Ποιός θὰ τολμήσει νὰ πατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ μέσα; Ὅταν ὅμως εἶναι σκόρπιοι, ἔχουν καὶ κάποιο φόβο… Σὲ μία πολυκατοικία, σὲ μία γειτονιά… Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, μπορεῖ καὶ ἡ ἀστυνομία νὰ ἐπέμβει… Σὲ ἕνα τζαμὶ εἶναι μόνο αὐτοὶ καὶ ὁ Ἀλλάχ…».

Ἐμεῖς πέρα ἀπὸ κάθε διάκριση καὶ σύνεση ψηφίσαμε στὴν Ἑλληνικὴ Βουλὴ τὴν ἀνέγερση τζαμιοῦ καὶ μάλιστα μὲ χρήματα τοῦ Δημοσίου γιὰ λόγους ἐλέγχου τῶν πραγμάτων καὶ τῶν δράσεων στὸ θρησκευτικὸ αὐτὸ κτήριο. Ἀλήθεια, θὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴ δυνατότητα καὶ ἐξασφάλιση; Θὰ μποροῦμε νὰ ἐλέγχουμε τὰ πράγματα; Πόσο γελασμένοι εἴμαστε! Πόσο θλιβεροὶ εἴμαστε! Ἅπαξ καὶ χτίσαμε τὸ τζαμὶ καὶ τοὺς δώσαμε τὰ κλειδιά, πάει μετά… Στὴ Θράκη, γιὰ παράδειγμα, ὅπου ὑφίσταται ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ τὸ ὑπεύθυνο κράτος καὶ τόσα ἀσφαλῶς δαπανῶνται καὶ οἱ ὑπάρχουσες ὑποδομὲς καὶ δομὲς ἐλέγχονται ἀπὸ ἑλληνικοὺς κρατικοὺς φορεῖς καὶ ἀξιωματούχους, παντοῦ, καὶ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν μουσουλμανικὲς κοινότητες, τί ἀκοῦμε καὶ τί μαθαίνουμε; «Ἁλωνίζει τὸ τουρκικὸ προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς… Πιέζονται οἱ Πομάκοι νὰ ἀκολουθήσουν γλώσσα καὶ νοοτροπία τουρκική… Μητέρα Πατρίδα καὶ Μητέρα Πατρίδα φωνάζουν συνεχῶς… Σημαῖες καὶ σημαιοῦλες κυκλοφοροῦν… Ὑπάρχουν μουφτῆδες ἐπίσημοι καὶ ἀνεπίσημοι… Ὑποτροφίες καὶ σπουδὲς στὰ μαῦρα βάθη τῆς Τουρκίας… Ἐπισκέψεις καὶ ἐπιδοτήσεις… Κηδεῖες καὶ κόμματα μὲ συγκεκριμένα χρώματα…»

Εἶναι δυνατὸν τώρα νὰ ἐλεγχθεῖ ἕνας κλειστὸς θρησκευτικὸς χῶρος, ὅταν δὲν μπορεῖ πλήρως νὰ ἐλεγχθεῖ ἕνας ἀνοιχτός; Καὶ τοῦτο, διότι κάθε μουσουλμανικὴ σπιθαμὴ θεωρεῖται ἱερή, μάλιστα δὲ ὑπάρχουν μουσουλμανικὲς χῶρες ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὅλη ἡ ἐπικράτειά τους εἶναι ἕνα ἀπέραντο τζαμί!! Δηλαδὴ τί σημαίνει αὐτό; Τὸ τζαμὶ βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω, προσευχητικὰ καὶ θρησκευτικά, πρὸς τὰ μέσα ὅμως δὲν μπαίνει κανένας, χωρὶς νὰ θεωρηθεῖ βέβηλος καὶ ἄπιστος… μὲ ὁποιαδήποτε ἀφορμή. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι κινδύνεψε νὰ καεῖ ἡ Ἀθήνα γιὰ σκισμένες σελίδες τοῦ Κορανίου ἐνδεχομένως, ἀλλὰ καὶ τί τράβηξαν ἀπὸ τὸν φανατισμὸ καὶ τὴ μισαλλοδοξία τῶν μουσουλμάνων οἱ πρόγονοί μας στὴν Τουρκοκρατία καὶ δὴ οἱ Νεομάρτυρες…

Ἂς ρωτήσουν οἱ ὑπεύθυνοι πολιτικοὶ τί γίνεται στὰ τζαμιὰ τῆς Ἀνατολῆς… Ἀκόμη καὶ στὴν Εὐρώπη… Τί ἀπειλὲς ἐκτοξεύουν τὰ πρώην χριστιανόπουλα, τὰ σπουδαγμένα μάλιστα, παιδιὰ τῆς Εὐρώπης, ποὺ ἀσπάστηκαν τὸ Ἰσλάμ, πρὸς τοὺς ἐπὶ δεκαετίες συμπολίτες τους. Νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀμέτοχα τὰ ἱδρύματα αὐτὰ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ λεγόμενου φονταμενταλισμοῦ, στὴν ἐπιβολὴ κατὰ περιοχὴ τοῦ νόμου τῆς Σαρία, στὴ στρατολόγηση μαχητῶν τοῦ προφήτη, ὄχι γιὰ νὰ πᾶνε κάτω στὴ Συρία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρουν τὸ μήνυμα τοῦ προφήτη μέσα στὴν Εὐρώπη, μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα;

Γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Ἀπὸ ἄγνοια πρωτίστως καὶ ἀπὸ πολιτικὴ σκοπιμότητα καὶ μυωπία. Νομίζουν οἱ ἀδαεῖς ὅτι τὸ Ἰσλὰμ εἶναι μία θρησκεία σὰν ὅλες τὶς ἄλλες, ὅτι ὑπάρχει σκληρὸ καὶ μαλακὸ Ἰσλάμ, ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει τὸ ἴδιο κι ἐδῶ, ὅπως κάνουμε κι ἐμεῖς – μόλις καὶ μετὰ βίας – σὲ κάποιες μουσουλμανικὲς χῶρες, καὶ διατηροῦμε Πατριαρχεῖα, ναοὺς καὶ μοναστήρια…

«Πλανῶνται οἱ δυστυχεῖς πλάνην οἰκτράν»! Ἐμεῖς ἤμασταν ἐκεῖ. Μᾶς βρῆκε τὸ Ἰσλάμ. Ἐκεῖ ὑπάρχουν ἐξισλαμισμένοι καὶ κρυφοὶ χριστιανοὶ καὶ ἡ συνείδηση δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ γιὰ θρησκευτικοὺς καὶ γιὰ τουριστικοὺς λόγους νὰ πειράξουν τὰ ὀρθόδοξα οἰκήματα. Λίγοι ὅμως ναοὶ καταστράφηκαν στὴν ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ στὴ Β. Ἀφρική; Δὲν διώκεται ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Αἴγυπτο; Ὑπάρχουν, ἀλήθεια, ἐκτὸς ἀπὸ ἐρείπια, ναοὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία; Ὑπάρχουν ναοὶ στὴ Σαουδικὴ Ἀραβία, στὰ Ἐμιράτα κλπ; Ἐδῶ μία ἔρημη θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης θέλουμε νὰ ἐπαναλειτουργήσουμε καὶ ἡ καχυποψία καὶ ἡ ἐπιφύλαξη τῆς Ἄγκυρας – αὐτὸ ποὺ στοιχειωδῶς δὲν ἔχουμε ἐμεῖς – δὲν τὸ ἐπιτρέπουν. Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Παναγία Σουμελᾶ καὶ τὴν Ἁγιὰ – Σοφιά;

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ Φανάρι ἀνακαινίσθηκε μὲ ἑλληνικὰ χρήματα – δωρεὰ Ἀγγελόπουλου – καὶ μεῖς πᾶμε νὰ χτίσουμε ὁλόκληρο τζαμὶ σὲ καιρὸ φτώχειας; Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀφήνουν ἑλληνορθόδοξες ἐκκλησιὲς – ἀναγνωρισμένα μνημεῖα τῆς Οὐνέσκο – στὴ ἱστορικὴ μορφὴ καὶ χρήση ποὺ εἶχαν, καὶ τὶς μετατρέπουν σὲ τζαμιά, στὸν 21ο αἰώνα, καὶ μεῖς στὸ κέντρο τῆς Ἑλλάδος τοὺς χαρίζουμε ὁλόκληρο τέμενος; Δὲν ὑπάρχει αἴσθηση κοινῆς λογικῆς καὶ λογικὴ ἀμοιβαιότητας στὸ ἑλληνικὸ κοινοβούλιο;

Ἡ ἄγνοια τῶν βουλευτῶν ἔγκειται στὸ τί εἶναι τὸ Ἰσλάμ. Τὸ Ἰσλὰμ εἶναι κατὰ βάση ἐπίθεση, ἐπέκταση, ἅλωση, βία… Ἄλλοτε φέρεται σὰ θρησκεία καὶ ἄλλοτε σὰν ἐπελαύνουσα ἔνοπλη δύναμη καὶ κράτος. Ὑπάρχουν δὲ ἀρκετὲς ἐκδοχὲς τῆς ἰσλαμικῆς πίστης, ποὺ ὁπωσδήποτε δὲν μποροῦν νὰ καλυφθοῦν ὅλες κάτω ἀπὸ ἕνα γενικὸ τέμενος. Συνεπῶς τὸ ἕνα τέμενος θὰ φέρει τὸ ἄλλο… Καὶ τίνος χατήρι νὰ χαλάσεις μετά… Καὶ μὲ δικά σου χρήματα ἀσφαλῶς… Ἀλλιῶς μεροληπτεῖς ὑπὲρ τοῦ πρώτου τεμένους…

Καὶ ἡ γύρω περιοχή; Καὶ ἂν βρεθεῖ ἐκεῖ μία αἰτία βεβήλωσης καὶ ἡ γῆ μολυνθεῖ ἀπὸ χοιρινὸ ἢ κάτι ἄλλο, θὰ ψάχνουμε μετὰ γιὰ ἄλλα χωράφια; Μὴ κρίνουμε ἀπὸ τὴν ἀνοιχτοσύνη καὶ ἀνεκτικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας… Κάθε τρεῖς καὶ λίγο μετὰ θὰ ἔχουμε καὶ μία διαδήλωση διαμαρτυρίας στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὶς πράσινες σημαῖες, τὶς ποδιές, τὰ σαρίκια, τὶς μαντῆλες, τὶς κελεμπίες καὶ τὰ οὐρανομήκη «Ἀλλαχοῦ ἀκμπάρ».

Κι ἕνα τελευταῖο: Μᾶς χωρίζουν μόλις πέντε χρόνια ἀπὸ τὴ διακοσιοστὴ ἐπέτειο τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας 1821 – 2021 μ.Χ. Καὶ ἀντὶ οἱ ἀχάριστοι καὶ ἀμνήμονες, οἱ ταλαίπωροι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, νὰ βάλουμε τὰ δυνατά μας, ἔστω μὲ τὰ ἴδια χρήματα τοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ τζαμιοῦ, νὰ φτιάξουμε ἐπὶ τέλους τὸ ΤΑΜΑ τοῦ ΕΘΝΟΥΣ, τὴν ὑπόσχεση τῶν Πατέρων μας, τὸ ἐλάχιστο Ἀντίδωρο στὸ Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο ΔΩΡΟ τῆς Ἐλευθερίας μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐμεῖς θὰ τολμήσουμε νὰ ὑψώσουμε στὴν πρωτεύουσά μας, ἀντὶ τῶν Καμπαναριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, τὶς λόγχες τοῦ Ἰσλάμ, τοὺς μιναρέδες τοῦ τεμένους, βγάζοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια τὰ μάτια μας. Κρίμα!!!

τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΛΑΜΙΑΣ»

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΟΒΕΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ !!

Ο χρόνος μας είναι μετρημένος. Περιμένουμε χρόνια δύσκολα, χρόνια επικίνδυνα και γι αυτήν την ζωή μας. Λύσσαξε ο διάβολος κι άνοιξε το στόμα του σαν άδης να μας καταπιή όλους μέσα



Οι καιροί λοιπόν απαιτούν ακόμα περισσότερη προσευχή, 
μετάνοια και εγρήγορση από όλους μας.

Ο χρόνος μας είναι μετρημένος. Περιμένουμε χρόνια δύσκολα, χρόνια επικίνδυνα και γι αυτήν την ζωή μας. Λύσσαξε ο διάβολος κι άνοιξε το στόμα του σαν άδης να μας καταπιή όλους μέσα. Μακάριος ο άνθρωπος, που θα ξεφύγη από τα δόντια του και θα πετάξη στον ουρανό και θα σωθή. Κάθε χρόνο και χειρότερη γίνεται η κατάστασις. Η αμαρτωλότης και η γυμνότης έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, που φωνάζει από μόνο του το πράγμα, ότι θα επέμβη η θεια δικαιοσύνη.

Γι αυτό πρέπει, τόσο εμείς να βιαζώμεθα, όσο και να νοιώθουμε συμπάθεια για τους αδελφούς μας, όχι μόνο τους οικείους μας, αλλά και τους εν Χριστώ οικείους αδελφούς, που έχουμε χρέος να τους πονούμε. Διότι εάν εμείς κινδυνεύουμε, που είμαστε μέσα στο λιμάνι της Παναγίας πόσο μάλλον αυτοί οι άνθρωποι, που βρίσκονται συνεχώς εκτεθειμένοι μπροστά στην πρόκλησι της αμαρτίας!

Αν εμείς καιώμεθα μακρυά από την φωτιά, αυτοί οι άνθρωποι τι γίνονται, που οι φλόγες τους περικυκλώνουν;

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

Και όταν είχαμε περισσότερα, πάλι δεν μέναμε ευχαριστημένοι...


Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν φυλακισμένος στὴ Ρώμη, κατὰ τὴν πρώτη φυλάκισή του, οἱ Χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων τοῦ ἔστειλαν μὲ τὸν Ἐπαφρόδιτο διάφορα χρήσιμα πράγματα, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή του, στὴν ὁποία τοὺς εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ ἔδειξαν καὶ προσθέτει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: Δείξατε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη σας, διότι ἀναλογισθήκατε ὅτι ὑποφέρω. Ἀλλὰ δὲν ὑποφέρω. Διότι ἐγὼ ἔμαθα σὲ ὅποιες περιστάσεις κι ἂν βρίσκομαι, νὰ ἀρ­κοῦμαι σ̕ ὅσα ἔχω. «Ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρ­κης εἶναι». Γνωρίζω νὰ ὑπομένω καὶ τὶς ταπεινώσεις τῶν στερήσεων, γνωρίζω καὶ νὰ ζῶ χωρὶς πολυτέλεια καὶ ἀλαζονεία, ὅταν τὰ ἔχω περίσσια. Σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ καθετὶ ποὺ μοῦ συμβαίνει, ἔχω μάθει τὸ μυστικό: καὶ νὰ χορταίνω καὶ νὰ πεινῶ, καὶ νὰ κάνω καλὴ χρήση ὅταν τὰ ἔχω ἄφθονα, καὶ νὰ ὑπομένω εὐχάριστα τὴ στέρηση (Φιλιπ. δ΄ 11-12).

Καὶ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τοὺς στίχους αὐτούς, «ἴσος ἦν ἔν τε ἐνδείᾳ ἔν τε πλησμονῇ, οὔτε ἐκεῖθεν πιεζόμενος, οὔτε ἐντεῦθεν χαυνούμενος» (PG 62, 289). Ἦταν ὁ ἴδιος καὶ στὴ στέρηση καὶ στὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν: οὔτε δυσανασχετοῦσε στὴ στέρηση, οὔτε γινόταν μαλθακὸς στὴν ἀφθονία. Συνήθισε νὰ ἀρκεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Ἀσκήθηκε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα.

Αὐτὸ τὸ δύσκολο μάθημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὸ ἔμαθε ὁ Ἀπόστολος στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του. Πόσες φορὲς βρέθηκε σὲ ἀνάγκη! «Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν», γράφει στοὺς Κορινθίους (Α΄ Κορ. δ΄ 11). Ἐκεῖ ὅπου πήγαινε, ἄλλοτε προσφέρονταν καλοδιάθετοι ἄνθρωποι νὰ τὸν φιλοξενήσουν κι ἄλλοτε ὄχι. Ἄλλοτε βρισκόταν κατάλυμα γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ κι ἄλλοτε ὄχι. Ἄλλοτε εἶχε ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν κι ἄλλοτε ὄχι. Σὲ κάποιες πόλεις ποὺ ἔμενε λίγες ἡμέρες, τὸν φρόντιζαν οἱ Χριστιανοί. Σὲ ἄλλες πόλεις ὅπου ἔμενε μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα, ἐργαζόταν ὁ ἴδιος ὡς σκηνοποιὸς γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν.

Ἀπὸ τὶς δύσκολες ἐξωτερικὲς συν­θῆ­κες ποὺ καθημερινῶς συναντοῦσε, διδάχθηκε νὰ μένει εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχε, ὅσα κι ἂν ἦταν. Δὲν γόγγυζε ποτὲ γιὰ τὴν τροφή, ποὺ ἄλλοτε εἶχε ἄφθονη, ἄλλοτε λίγη κι ἄλλοτε καθόλου! Ἀλλὰ ἔμαθε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα. Ἔμαθε νὰ λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ὅπως κι ἂν ἔρχονταν τὰ πράγματα.

Αὐτὸς ὁ ἀσκητικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, πόσα ὡραῖα μηνύματα μᾶς δίνει! Μᾶς μαθαίνει νὰ ἀρκούμαστε στὰ λίγα. Νὰ μὴν ἔχουμε τὴν τάση νὰ μαζεύουμε πολλά. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μᾶς περισσεύουν, νὰ μὴν ἐκτρεπόμαστε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ ξεφαν­τώματα.

Ἐμεῖς συνήθως δὲν μένουμε εὐχαριστημένοι οὔτε μὲ τὰ πολλὰ οὔτε μὲ τὰ λίγα. Ἀποτελοῦν δυστυχῶς ἐξαίρεση οἱ ἄνθρωποι ποὺ μένουν εὐχαριστημένοι μ̕ αὐτὰ ποὺ ἔχουν. Μετριοῦνται στὰ δάκτυλα αὐτοὶ ποὺ λένε: Δόξα σοι, ὁ Θεός, περάσαμε καὶ σήμερα! Κι ἂς ἦταν λιτὸ τὸ τραπέζι τους. Οἱ πολλοὶ διαρκῶς γκρινιάζουμε καὶ παραπονούμεθα. Ἰδίως τώρα μὲ τὴν κρίση ὅλο γκρίνιες ἀκούει κανείς. Πόσα παράπονα βγαίνουν καθημερινῶς ἀπὸ τὰ χείλη μας!

Ἀλλὰ καὶ ὅταν εἴχαμε περισσότερα, πάλι δὲν μέναμε πλήρως εὐχαριστημένοι. Καὶ τότε ἀκούγονταν γκρίνιες καὶ παράπονα. Καὶ τότε γίνονταν ἀπεργίες καὶ πορεῖες διαμαρτυρίας μὲ παραπλήσια αἰτήματα. Γενικῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν μένουμε ποτὲ εὐχαριστημένοι μ̕ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἂν ἔχουμε λίγα, θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε πιὸ πολλά. Ἂν ἔχουμε πολλά, θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε ἀκόμη περισσότερα!

Ἀλλὰ γιατί νὰ εἴμαστε πάντοτε ἀνικανοποίητοι; Γιατί νὰ παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα; Γιατί θέλουμε ὅλα νὰ εἶναι δικά μας; Δὲν μᾶς χρειάζονται τόσο πολλά. Ὅταν γεννηθήκαμε, δὲν φέραμε τίποτε στὸν κόσμο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὅταν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, δὲν θὰ πάρουμε τίποτε ὑλικὸ μαζί μας. Ὅλα ἐδῶ θὰ μείνουν.

Ἂς μένουμε λοιπὸν εὐχαριστημένοι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Μεγαλοδύναμος, ὅσα κι ἂν εἶναι. «Ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 8). Ἐφόσον ἔχουμε τροφὲς καὶ ἐνδύματα καὶ κατοικία γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει, σ᾿ αὐτὰ νὰ ἀρκούμαστε. Νὰ μένουμε εὐχαριστημένοι καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ δίνουμε αἶνο καὶ δόξα στὸν εὐλογητὸ Τριαδικὸ Θεό μας.

ΑΓΑΠΗ, Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ

Από το Συναξάρι της 18ης Αυγούστου, του οσίου Αρσενίου του εν Πάρω (1800–1877), επιλέγουμε ένα μικρό πλην όμως άκρως ωφέλιμο απόσπασμα:
«… Εκτός από τις εθελούσιες κακοπάθειες της ασκήσεως, ο όσιος Αρσένιος χρειάστηκε να δοκιμάσει και θλίψεις προερχόμενες από τους προκρίτους του νησιού, ακόμα και από τον μητροπολίτη, ο οποίος τον έπαυσε προσωρινά από τα ιερατικά καθήκοντά του.
Ωστόσο χαιρόταν για τις θλίψεις αυτές, όπως ο άγιος Παύλος (βλ. Β΄ Κορ. 7, 4) και προσευχόταν για τους εχθρούς του. Υπέφερε επίσης για τις ταραχές και διχοστασίες ανάμεσα στις μοναχές της Μονής Μεταμορφώσεως, σε σημείο που αφού οι επιπλήξεις του παρέμεναν άκαρπες, αποφάσισε να τις εγκαταλείψει στην κακή τους θέληση. Στον δρόμο όμως συνάντησε τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ο οποίος τον παρότρυνε να υπομένει τις αμαρτίες και τα πάθη των πνευματικών του τέκνων, όπως ο Χριστός υπομένει τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και έτσι ο Αρσένιος αποφάσισε να επιστρέψει στην μονή…».


Δοκιμάζουμε ουκ ολίγες θλίψεις από τους «προκρίτους», τους «προϊσταμένους» και τους «διοικητές» της μικρής και μεγάλης, της προσωπικής, διαπροσωπικής και αχανούς κοινωνίας, από τις μωρές, απάνθρωπες και απρόσωπες εξουσίες της, από κάθε έναν που επιβουλεύεται δολερά, σκληρά και άσοφα την ελευθερία και την ειρήνη μας και, για πολλούς και περιπεπλεγμένους λόγους, γίνεται εύκολα και αιφνίδια, ένας αδυσώπητος «μάστορας» και «αφέντης» στη ζωή και πορεία μας.
Αντί να απολαύσουμε την ποθητή ενότητα, τη γαλήνη και την ξεκούραση, λαμβάνουμε πικρότατη πείρα των «ταραχών» και των «διχοστασιών» που επικρατούν σήμερα σε κάθε σχέση με τα όποια πρόσωπα. Και τα πρόσωπα ως συνήθως έχουν αμετάβλητους λογισμούς και ανυποχώρητες διαθέσεις. Άσπρο εμείς–μαύρο οι άλλοι. Η ενότητα, η συμψυχία και η ανιδιοτέλεια ως επί το πλείστον ανύπαρκτες. Μια βάρβαρη αρένα έχουν καταντήσει σχεδόν όλα τα συναπαντήματά μας, γιατί διαπιστώνουμε έντρομοι ότι αυτό που επικρατεί παντού είναι ένας πόλεμος «κακών θελημάτων». Κάθε άνθρωπος και ένα σκαιό θέλημα, μια παράλογη ιδέα, μια ανεδαφική πρόληψη και μια ανομολόγητη πλάνη. Ποιος να εγκαταλείψει τον εαυτό του, τον ταυτισμένο βαθιά υπαρξιακά με τα στρεβλά θελήματα και τις αγιάτρευτες εμμονές του, προκειμένου να ακούσει την καρδιά του άλλου; Κανένας δεν αντέχει κανέναν, κανένας δεν ακούει κανέναν, κανένας δεν αναγνωρίζει κανέναν. Πώς να σταθεί λοιπόν μέσα στη βαβελική και φαύλη κοινωνία μας η αγάπη και η υψηλότερη έκφρασή της που είναι η συγχώρεση; Το θέμα από μόνο του είναι όντως ένα τραγικό αδιέξοδο.
Αν στραφούμε όμως, ολόψυχα και αδίβουλα, στον καρδιακό χριστιανισμό θα βρούμε συγκλονιστικές απαντήσεις που δεν φανταζόμασταν ότι υπάρχουν για μας. Η ζωή μας αν δεν ιχνηλατεί βαθμιαία τον Χριστό, αν δεν αποτελεί εγκάρδια μίμηση της ζωής Του, αν δεν ακολουθεί έμπρακτα τα βήματά Του, τότε θα είναι μια αβίωτη ζωή που σε πολλά επίπεδα έχει ήδη συνθηκολογήσει με την κόλαση, η οποία πάλι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απουσία αγάπης και η παρουσία απόγνωσης.
Η υπομονή στις θλίψεις δεν είναι ένας ψυχολογικός πειθαναγκασμός: είναι μυστήριο που ανάγεται στο ίδιο πρόσωπο του Χριστού, είναι η ακατάλυτη δύναμη των αγίων Του που έγιναν ένα μ’ Αυτόν. Η συγχώρεση πάλι δεν είναι μια στείρα ηθική εντολή που μας κάνει αυτόματα «καλύτερους» και «ανώτερους» ανθρώπους έναντι των άλλων: είναι η οντολογική μας κατά Χριστόν καταξίωση, γιατί μόνο στη θεϊκή αγάπη εμείς βρίσκουμε την πλήρη αποκατάστασή μας. Το θέλημα στον άνθρωπο συνιστά φιλαυτία και, με δαύτη, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να ακούσει τη φωνή και το κέλευσμα του διπλανού του, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τα αιτήματα της καρδιάς του άλλου, κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην ενότητα των προσώπων που είναι το χαρακτηριστικό της εν Χριστώ ζωής, ο τρόπος της παραδείσιας αγάπης.
Παύουν όλα τα παραπάνω να είναι λόγια και θεωρίες, πότε; Όταν εμείς λάβουμε μέσα μας αισθαντικά τις αιώνιες εμπνεύσεις και ενισχύσεις που αποζητά η καρδιά μας και που δίνονται είτε από τον Ίδιο τον Χριστό είτε από τους αγίους Του. Ο σημερινός άνθρωπος έχει ανάγκη από τούτη την έμπνευση του Πνεύματος, για να αρχίσει επιτέλους να αγαπάει. Αλλά η έμπνευση του Πνεύματος δεν κατέρχεται παρά μόνο όταν δει «κάτι» μέσα μας, μέσα στην κρυμμένη και αφανή μας προαίρεση, «κάτι» που να την ελκύει δυνατά. Ο εμπνευσμένος εσωτερικά άνθρωπος δεν δύναται να έχει αγάπη δίχως υπομονή και συγχώρεση, γιατί δεν υπάρχει ποτέ αγάπη χωρίς αυτά τα δύο. Ο εμπνευσμένος άνθρωπος αγαπά αληθινότερα και καλύτερα, γιατί η υπομονή και η συγχώρεση δεν καλλιεργούν ποτέ μέσα του το θέλημα, τη φαντασία και την αυταπάτη. Και η έμπνευση αυτή είναι περισσότερο μια ακαταμάχητη τρέλα, παρά μια αναγκαία λογική ώθηση. Κι όταν αγαπά κανείς εμπνευστικά, τότε μόνο μπορεί να υπομένει, τότε μόνο επιθυμεί να συγχωρεί την κακότητα· προσπερνά το σάλο, την ταραχή, την ποταπότητα και την ακαταστασία και επιστρέφει δριμύς και χαλκέντερος πίσω στη δική του «μονή», πίσω στο αγαπημένο μετερίζι του αγώνα του, ανανεωμένος και δυνατός. Να μας δίνει η αγάπη του Χριστού κάθε έμπνευση και κραταίωση στην καρδιά, ώστε να συνεχίσουμε με ενότητα, υπομονή, ανδρεία και αγάπη την πορεία μας…

π. Δαμιανός