.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Έχεις πονηρές σκέψεις;



Έχεις πονηρές σκέψεις;

Μην τις προφέρεις με λόγια· άφησέ τες να ησυχάζουν μέσα σου και γρήγορα εξαφανίζονται.

Είμαστε άνθρωποι και πολλές φορές κάνουμε πολλές πονηρές, απρεπείς και αισχρές σκέψεις.
Αλλά ας μην αφήνουμε να γίνονται οι σκέψεις λόγια, ώστε, πιεζόμενες προς τα κάτω, να εξασθενίζουν και να χάνονται. Γιατί, όπως ακριβώς όταν ρίξει κανείς μέσα σε λάκκο διάφορα άγρια θηρία και τον φράξει από πάνω, τα πνίγει εύκολα, ενώ αν αφήσει κάποιο άνοιγμα, για να αναπνέουν λίγο, τα ανακουφίζει πολύ και δεν τα αφήνει να χαθούν, αλλ’ αντίθετα τα εξαγριώνει περισσότερο, έτσι γίνεται και με τις πονηρές σκέψεις.
Όταν γεννηθούν μέσα μας, αν φράξουμε το δρόμο τους προς τα έξω, τις εξαφανίζουμε γρήγορα. Αν όμως τις εξωτερικεύσουμε με λόγια, και αυτές τις κάνουμε πιο δυνατές, αφού επιτρέψαμε να αναπνεύσουν με τη γλώσσα, και γρήγορα πέφτουμε από τη συνήθεια των αισχρών λόγων στα βάραθρα των παράλογων πράξεων.

Αγ. Ιωάννη του Χρυσόστομου

Γιά τή λύπη καί τήν ἀθυμία



Όταν βλέπω το κακό να μεγαλώνει και να πολλα­πλασιάζεται και πάλι εσάς, ευλαβέστατοι, να έχετε αποκάμει από τις αδιάκοπες επιθέσεις, τότε και η δική μου καρδιά γεμίζει από αθυμία.

Όταν πάλι συνειδητοποιήσω τη μεγάλη δύναμη του Θεού, και ότι Εκείνος γνωρίζει να ανορθώνει τους τσακισμένους, να αγαπά τους δικαίους, να συ­ντρίβει τους υπερήφανους και να κατεβάζει τους ηγεμόνες που καταδυναστεύουν όσους κυβερνούν, τότε αισθάνομαι κάποια ανακούφιση και γεμίζω ελπίδα.

Γνωρίζω, και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, πράγμα το οποίο θέλω και σεις να γνωρίζετε, ότι η επέμ­βαση του Θεού δεν είναι μακριά και ότι Εκείνος δεν εγκαταλείπει τελικά τον άνθρωπο.Γνωρίζω ότι, όσα υποφέρουμε, μας συμβαίνουν εξαιτίας της αμαρτίας μας και ότι ο φιλάνθρωπος Θεός θα κάνει φανερή την αγάπη και την ευσπλαγχνία που έχει για τους δούλους Του.

Είτε λοιπόν οι μάστιγες που μας δέρνουν, εξαιτίας της αμαρ­τίας μας, είναι μεγάλη τιμωρία για μας, ώστε να μη χρειάζεται να δεχθούμε και άλλες τιμωρίες από τον Θεό, είτε με τους πειρασμούς καλούμαστε να αγω­νισθούμε για την αλήθεια, ο δίκαιος Θεός που μας θέτει το άθλημα, δεν θα μας αφήσει να πειρασθούμε πέρα από τις δυνάμεις μας, αλλά θα μας αμείψει για όσα υποφέρουμε, με το στεφάνι της υπομονής και της ελπίδας (Α' Κορ. 10, 13).
Ποιός λοιπόν έχει τόσο σκληρή ψυχή σαν το διαμάντι; Ποιός είναι τόσο άσπλαγχνος και ανήμερος, ο οποίος θα άκουγε το στεναγμό που ολόγυρά μας βουίζει σαν το ίδιο το θρηνητικό τραγούδι πολλών ανθρώπων που ψάλλουν ομόφωνα, και δεν θα πο­νούσε η ψυχή του, δεν θα λύγιζε και δεν θα έλιωνε από όλα αυτά τα θλιβερά και αξιοθρήνητα;
Αυτά βέβαια δεν τα λέω για παρηγοριά -γιατί ποιός λόγος θα μπορούσε να γιατρεύσει αυτή τη συμφορά- αλλά τα λέω με την θρηνητική αυτή κραυγή μου, θέλοντας να καταδείξω τον πόνο και την οδύνη και της δικής μου ψυχής.

*

Συλλογίζομαι τη μεγάλη τέχνη του διαβόλου στον πόλεμο εναντίον μας. Αυτός, επειδή από πείρα γνωρίζει ότι, όταν πολεμείσθε από τους εχθρούς δαί­μονες, τότε αυξάνει και περισσότερο ζωντανεύει μέσα σας η αρετή, άλλαξε γνώμη.
Έτσι δεν σας πολεμά πια κατά πρόσωπο και φανερά, αλλά σας στήνει κρυφές παγίδες, καλύπτοντας τον κακό σκοπό του για σας, κάτω από το όνομα εκείνων που σας πολεμούν. Αυτό μας το κάνει για να πάθουμε κι εμείς εκείνο που έπαθαν και οι πρόγονοί μας: Δη­λαδή να μη θεωρήσουμε ότι τα παθήματά μας είναι για χάρη του Χριστού, αφού, δήθεν, εκείνοι που μας καταδιώκουν είναι αδελφοί χριστιανοί.
Αυτό ήταν που εξέπληξε και μένα και μ’ έκανε να φθάσω μέχρι παραλογισμού. Γιατί μαζί μ’ αυτή τη σκέψη μου μπήκε παράλληλα και ένας άλλος λογισμός και αυτός είναι: Μήπως εγκατέλειψε ο Κύριος τους δούλους Του; Μήπως ήρθαν τα έσχατα και αρχίζει η αποστασία με όλα τούτα που συμβαί­νουν, ώστε να αποκαλυφθεί ο «άνομος», «ο γιος της απώλειας», εκείνος που «αντιστρατεύεται και εξουσιάζει καθέναν που σχετίζεται με τον Θεό και τη λατρεία Του;» (Β' Θεσ. 2, 3-4).

Υπομείνατε λοιπόν τον πειρασμό, ως καλοί στρατιώτες του Χριστού. Υπομείνατε, και όταν ο πειρασμός είναι πρόσκαιρος, αλλά και όταν τα πάντα καταστραφούν. Ας μην πέσουμε σε βαριά λύπη για τα πράγματα αυτού του κόσμου.

Ας περιμένουμε τον ερχομό από τον ουρανό του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Γιατί, εφόσον πρόκει­ται όλη η κτίση να σταματήσει να υπάρχει και να αλλάξει η μορφή και ο τρόπος ύπαρξης αυτού του κόσμου, τί το περίεργο θα είναι, αν και εμείς οι οποίοι αποτελούμε τμήμα αυτής της κτίσης, πάθουμε ό,τι συμβεί και σ’ όλους τους άλλους; Αν δηλαδή παραδοθούμε στις θλίψεις, αυτές που, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, έχει ορίσει ο Δίκαιος Κριτής; Δεν είναι «Εκείνος ο Οποίος θα εμποδίσει να πειρασθούμε περισσότερο απ’ ό,τι αντέχουμε, αλλά θα δώσει μαζί με τον πειρασμό και την έκβαση, ώστε να μπορέσουμε να τον σηκώσουμε;» (Πρβλ. Α' Κορ. 10, 13).

Ας μην αποκάμουμε λοιπόν, αδελφοί μου, γιατί μας περιμένουν στεφάνια Μαρτύρων. Οι χοροί των Ομολογητών είναι έτοιμοι να απλώσουν τα χέρια, να μας υποδεχθούν και να μας συναριθμήσουν στη δική τους τάξη. Αναλογισθείτε τους Αγίους από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα. Κανένας τους δεν αξιώθηκε να λάβει το στεφάνι της υπομονής, ζώντας μέσα στην τρυφή και στις περιποιήσεις των ανθρώπων. Όλοι αποδείχθηκαν δόκιμοι στην πίστη, περνώντας μέσα από μεγάλες θλίψεις και από τη φωτιά των πειρασμών.
Μακάριος είναι εκείνος που καταξιώθηκε να υποφέρει παθήματα για χάρη του Χριστού. Πιο μα­κάριος απ’ αυτόν είναι όποιος καταξιώθηκε να πε­ράσει μέσα από πληθώρα τέτοιων πειρασμών και θλίψεων. Γιατί «δεν είναι άξια τα παθήματα που περνάμε σ’ αυτή τη ζωή, αν συγκριθούν με τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί» (Ρωμ. 8, 18).
Εκείνος που δεν θα λυγίσει κάτω από το βάρος των πειρασμών, αλλά θα υπομένει τις θλίψεις, με τη βοήθεια της ελπίδας προς τον Θεό, θα έχει ως μεγάλη ανταπόδοση από τον Θεό το χάρισμα της υπομονής.

Όπως ακριβώς τα σκουλήκια γεννιούνται κυ­ρίως μέσα στα μαλακότερα ξύλα, έτσι και οι λύπες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος κυρίως στους πιο ευαί­σθητους ανθρώπους.
Δεν επιτρέπεται ούτε στους άνδρες ούτε στις γυναίκες να πενθούν και να κλαίνε υπερβολικά.
Όσο κι αν είναι κανείς λυπημένος, ας χύνει λίγα δάκρυα και αυτό με ήσυχο τρόπο, χωρίς δυνα­τές φωνές και μοιρολόγια, χωρίς σχίσιμο των ρούχων ή ρίξιμο στάχτης στο κεφάλι, χωρίς κάποια άλλη άσχημη έκφραση, από εκείνες που εκδηλώνουν όσοι δεν έχουν πνευματική καλλιέργεια, σε ό,τι σχετίζεται με τα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής. Γιατί είναι δείγμα άνανδρης ψυχής και εκείνης που δεν παίρνει καμιά δύναμη από την ελπίδα στον Θεό, το να κλαίει απαρηγόρητα, σχίζοντας τα ρούχα και το να λυγίζει κάτω από το βάρος των λυπηρών. Τα δάκρυα έχουν το φυσικό ιδίωμα να γεννιούνται από κάποια πληγή, η οποία ερεθίζει την ψυχή και την μουδιάζει, χωρίς εκείνη να ενεργεί εκούσια και που επηρεάζει όλο τον συναισθηματικό χώρο του ανθρώπου.

Η χαρά είναι σαν κάποιο σκίρτημα της ψυχής που χαίρεται και αγάλλεται για καθετί, στο οποίο κι εκείνη συμφωνεί και συμμετέχει. Γι' αυτό ακριβώς και τα σημάδια που εμφανίζονται στο σώμα έχουν σχέση και είναι συνέπεια των καταστάσεων αυτών που διακατέχουν την ψυχή. Εκείνοι που είναι λυ­πημένοι είναι ωχροί και πελιδνοί και η όλη τους εμφάνιση είναι ανέκφραστη και παγερή.Εκείνοι πάλι που είναι χαρούμενοι, έχουν όψη ανθηρή και ροδοκόκκινη και, με μια λέξη, είναι σαν να χοροπηδά η ψυχή τους και να ωθείται από τη χαρά, για να εκφρασθεί με διάφορους τρόπους.

Γνωρίσαμε πολλούς που, όταν έπεσαν σε με­γάλες συμφορές, πίεσαν πολύ τον εαυτό τους για να μην κλάψουν. Μετά αυτοί οι άνθρωποι αρρώστησαν βαριά και ή έχασαν το λογικό ή έμειναν ανάπηροι. Άλλοι πάλι έχασαν κι αυτή τη ζωή τους, γιατί δεν είχαν δυνατό στήριγμα· και έτσι η λύπη τσάκισε τις λίγες δυνάμεις τους.
Εκείνο που συμβαίνει με τη φλόγα της φωτιάς, που καταπνίγεται από τον ίδιο τον καπνό της, όταν αυτός δεν βρίσκει διέξοδο και παραμένει στο χώρο, συμβαίνει και με τη δύναμη που έχει κάθε ζωντανή ύπαρξη.

Αυτή μαραίνεται, εξασθενεί και καταπνί­γεται από τα λυπηρά της ζωής, γιατί δεν βρίσκει καμιά διέξοδο, για να εκτονωθεί και να παραμείνει δυνατή.
Για ποιό λόγο ο Χριστός δάκρυσε για τον Λάζαρο; Οπωσδήποτε για να επανορθώσει την κατώδυνη και ταπεινωτική συμπεριφορά εκείνων, οι οποίοι θρηνούσαν υπερβολικά και οδύρονταν για τις συμφορές τους.
Και το ότι το δάκρυ του Κυρίου δεν γεννήθηκε από κάποιο πάθος, αλλά ήταν διδακτικό για τους ανθρώπους, γίνεται φανερό από αυτό που είπε: «Ο φίλος μου ο Λάζαρος κοιμήθηκε, αλλά θα πάω τώρα να τον ξυπνήσω» (Ιωάν. 11, 11). Ποιός από μας θα έκλαιγε και θα οδυρόταν για ένα φίλο του που κοιμόταν, τον οποίο σε λίγη ώρα επρόκειτο να τον ξυ­πνήσει; «Λάζαρε, βγες έξω» (Ιωάν. 11, 43).

Και ο νεκρός έπαιρνε ζωή και ο δεμένος περπατούσε, θαύμα πάνω στο θαύμα. Τα πόδια ήταν σφιχτοδεμένα και ταυτόχρονα δεν εμπόδιζαν στο βάδισμα, αφού ήταν μεγαλύτερη η κινητήρια δύναμη από τα δεσμά. Πώς λοιπόν, Εκείνος που επρόκειτο να κάνει τέτοιο θαύμα, θα θεωρούσε άξιο δακρύων το συμβάν του θανάτου του Λαζάρου;
Είναι ολοφάνερο ότι, επειδή γνώριζε την ασθένεια της φύσης μας σε όλες της τις πλευρές, οριοθέτησε μερικά από τα πάθη, που αναγκαστικά συνακολουθούν την ασθένειά μας. Έτσι, με αυτή τη συμπεριφορά Του, μας καθοδήγησε, ώστε και να αποφεύγουμε την έλλειψη συμμετοχής στον πόνο, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως θηριωδία. Ταυτόχρονα όμως μας δίδαξε να μην υποχωρούμε στην τάση που μας ωθεί στην υπερβολική έκφραση της λύπης και σε θρήνους, γιατί αυτή είναι έλλειψη ευγένειας και χριστιανικού ήθους.

Τί να πούμε για τον Ιώβ; Μήπως αυτός είχε σκληρή καρδιά σαν το διαμάντι; Μήπως τα σπλάγχνα του ήταν πέτρινα; Σκοτώθηκαν σε μια στιγμή και τα δέκα παιδιά του, μέσα στο ολόχαρο σπιτικό. Και αυτό συνέβη γιατί τους κτύπησε η ίδια συμφορά, η οποία τους βρήκε την ώρα που όλοι γιόρταζαν χαρούμενοι, καθώς με ενέργεια διαβολική κατέπεσε το σπίτι και τους πλάκωσε.

Είδε έτσι ο Ιώβ το γιορτινό τραπέζι βαμμένο από αίματα. Είδε τα παιδιά του που χρονικά ήρθαν ξέχωρα στη ζωή, να φεύγουν όλα μαζί την ίδια ώρα. Και παρόλα αυτά, δεν έβγαλε ουρλιαχτά, δεν ξεμαλλιάσθηκε, δεν ξεφώνησε με απρέπεια, αλλά ξεστόμισε την αλησμόνητη εκείνη και χιλιοτιμημένη ευχαρι­στία προς τον Θεό: «Ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος και τα πήρε. Όπως θεώρησε ο Κύριος καλό, έτσι κι έγινε. Ας είναι το Όνομά Του ευλογημένο» (Ιώβ 1, 21).
Μήπως αυτός ο άνθρωπος δεν αγαπούσε τα παιδιά του; Πώς είναι δυνατόν; Αυτός, κάνοντας λόγο για τον εαυτό του, λέει: «Εγώ έκλαιγα για κάθε θλιμ­μένο» (Ιώβ 30, 25). Μήπως όταν μιλούσε έτσι έλεγε ψέματα; Την ειλικρίνειά του την επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι ήταν ολοκληρωμένος και γνήσιος και σε όλες τις άλλες αρετές. Λέει γι' αυτόν η Αγία Γραφή: «Ήταν άνθρωπος άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, αληθι­νός» (Ιώβ 1, 1).

Οι περισσότεροι όμως άνθρωποι φτιάχνουν μοι­ρολόγια και θρηνούν και με γοερές φωνές κάνουν τις ψυχές τους να λιώνουν από τον πόνο και να φθείρονται. Όπως κάνουν οι σκηνοθέτες που στή­νουν τραγωδίες και αναπλάθουν σκηνές και συν­θέτουν έργα θεατρικά και γεμίζουν με θεατές τα θέατρα, έτσι νομίζουν μερικοί πως πρέπει να συμπε­ριφέρονται εκείνοι που πενθούν.

Πρέπει δηλαδή να φοράνε μαύρα, να μη λούζονται, να έχουν κλειστά τα παράθυρα και σκοτεινό το σπίτι, βρώμικο, γεμάτο σκόνη, βαρύθυμη έκφραση, πράγματα που κρατούν το τραύμα της λύπης πάντα νωπό στην ψυχή.
Δεν γνωρίζουν αυτοί οι άνθρωποι ότι η ψυχή εκείνη που γέμισε με τον πόθο του Δημιουργού της και που έχει συνηθίσει να ευφραίνεται με αυτή την πνευματική σχέση, δεν έχει τις συνηθισμένες ψυχικές μεταπτώ­σεις, εξαιτίας των παθημάτων που συμβαίνουν σ’ αυτή τη ζωή.
Αντίθετα, κι απ’ αυτά τα λυπηρά συμβάντα παίρνει αφορμή, για να ζήσει εντονότερα η ψυχή την πνευματική σχέση της με τον Θεό. Κι έτσι αυξάνει η ευφροσύνη που ήδη πριν απολάμβανε.

Όπως λοιπόν εκείνοι που έχουν κακή όραση δεν αντέχουν το πολύ φως, αλλά ξεκουράζουν τα μάτια τους, ατενίζοντας τα λουλούδια και την πρα­σινάδα, έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται και κάθε ψυχή. Δεν πρέπει δηλαδή να επικεντρώνει τη σκέψη της στο λυπηρό γεγονός, ούτε να πολυασχολείται με τις δύσκολες περιστάσεις αυτής της ζωής, αλλά να απασχολεί τη σκέψη και το λογισμό της με τη θεωρία των πραγματικών και αιωνίων αγαθών.

Οι λύπες δοκιμάζουν την ψυχή, όπως η φω­τιά το χρυσάφι. Γι’ αυτούς που είναι γυμνασμένοι πνευματικά, οι θλίψεις μοιάζουν με τροφή και με αθλητικά γυμνάσματα που προβιβάζουν τον αγωνι­στή και τον οδηγούν στη δόξα των υιών του Θεού. Η πολλή όμως στενοχώρια γίνεται αφορμή αμαρτίας.
Η λύπη βουλιάζει το νου και τον αποχαυνώνει και αδρανεί η λειτουργία των λογισμών, η οποία είναι μητέρα της αχαριστίας. Γιατί είναι ντροπή μας να δοξάζουμε τον Θεό όταν όλα πάνε καλά και να σω­παίνουμε όταν συμβαίνουν Ρα δύσκολα και λυπηρά. Αντίθετα, τότε πρέπει περισσότερο να ευχαριστούμε τον Θεό, γνωρίζοντας ότι «όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί και μαστιγώνει κάθε παιδί που το θεωρεί δικό Του» (Εβρ. 12, 6-7).
Ο Θεός, θα γλυτώσει τους αγίους Του, από όλες τις θλίψεις όχι βέβαια με το να τους αφήσει χωρίς δοκιμασίες, αλλά χαρίζοντάς τους την υπομονή. Γιατί, «η θλίψη γεννά την υπομονή και η υπομονή, δοκιμασμένο και ώριμο άνθρωπο» (Ρωμ. 5, 3).

Εκείνος λοιπόν που αποφεύγει τη θλίψη, στε­ρεί τον εαυτό του από τη δοκιμασία, η οποία τον ωριμάζει και τον εδραιώνει στην αρετή. Όπως δεν στεφανώνεται κανείς αν δεν παλέψει με κάποιον, έτσι δεν μπορεί να αποδειχθεί κανείς δοκιμασμένος και έμπειρος με άλλο τρόπο, παρά μονάχα δια μέσου των θλίψεων.
Από όλες τις θλίψεις, λέει ο Απόστολος, θα τους γλυτώσει ο Κύριος, όχι βέβαια εμποδίζοντάς τους να πέσουν στους πειρασμούς, αλλά χαρίζοντάς τους «μαζί με τον πειρασμό και τη διέξοδο, ώστε να μπορέσουν να αντέξουν» (Α' Κορ. 10, 13).
Εκείνος που ισχυρίζεται ότι δεν ταιριάζει η θλίψη στον δίκαιο άνθρωπο, είναι σαν να λέει ότι δεν είναι στον αθλητή απαραίτητος ο αντίπαλος.
Επειδή προξενεί παρηγοριά στους πονεμένους το να συμπάσχει κανείς μαζί τους, είναι φανερό ότι πρέπει να συμμετέχουμε στον πόνο τους. Θα κάνεις πραγματικά τον εαυτό σου συμμέτοχο της συμφοράς των πονεμένων, όχι εκμηδενίζοντας την ένταση και τη σημασία των λυπηρών, ούτε περιφρονώντας τον πόνο των άλλων.

Δεν πρέπει βέβαια από την άλλη μεριά, να κάνει κανείς ό,τι κάνουν οι λυπημένοι. Δηλαδή, να φωνάζει ή να θρηνεί μαζί τους ή να συμπεριφέρεται όπως εκείνοι που είναι σκοτισμένοι από τη συμ­φορά. Δεν πρέπει, μ' άλλα λόγια, να κλείνεσαι μέσα, άνθρωπέ μου, ούτε να μαυροφορείς, ούτε να κάθεσαι καταγής και να μην κόβεις τα μαλλιά σου. Έτσι αν κάνεις, μεγαλώνεις στον πονεμένο τη συμφορά αντί να του τη λιγοστεύεις.
Αντίθετα, και εσύ πρέπει να πονάς για ό,τι συμβαίνει, αλλά να συμμετέχεις με ησυχία στα λυ­πηρά γεγονότα, με σοβαρότητα στο πρόσωπο και με σεμνή συμπεριφορά. Έτσι δηλαδή που να γίνεται στον αδελφό σου φανερή εξωτερικά η λύπη της ψυχής σου. Όταν πάλι εκφράζεται με έντονο τρόπο ο λυπημένος, δεν πρέπει να πετάγεται κανείς και να αρχίζει να τον επιτιμά για ό,τι λέει, σαν να θέλει να εκφράσει τη δική του αντίδραση και να επέμβει στα όσα γίνονται.

Γιατί είναι πολύ φορτικό πράγμα για τους λυπημένους τα επιτιμητικά λόγια. Δεν γίνονται αποδεκτά εύκολα και δεν υπάρχει περίπτωση να παρηγορήσουν όσα λέγονται από εκείνους που είναι έξω από τη συμφορά. Όπως σε ένα μάτι που έχει φλεγμονή και το πιο μαλακό πράγμα να βάλλουμε επάνω του τού προκαλεί πόνο, έτσι συμβαίνει και με την ψυχή που έχει βαρύ πόνο.
Ακόμα κι αν φέρνει πολλή παρηγοριά ο λόγος στην ψυχή του πονεμένου, όμως είναι σε ένα βαθμό ενοχλητικός, όταν προσφέ­ρεται την ώρα της μεγάλης οδύνης. Όταν όμως δεις τον αδελφό σου να κλαίει και να οδύρεται για τις αμαρτίες του, κλάψε και συ μαζί του και κακοπάθησε. Γιατί συμμετέχοντας στη μετάνοια των άλλων, επανορθώνεις και τα δικά σου σφάλματα.
Εκείνος που θα χύσει πικρά δάκρυα για την αμαρτία του άλλου, θεράπευσε ήδη τον εαυτό του, όσον αφορά τις αμαρτίες, για τις οποίες κλαίει με το να συμμετέχει στον πόνο του αδελφού.

Για την αμαρτία να κλαις. Αυτή είναι η αρρώ­στια και ο θάνατος της αθάνατης ψυχής και γι’ αυτή πρέπει να κλαίει κανείς συνέχεια και να οδύρεται.
Γι' αυτή πρέπει να χύνονται όλα τα δάκρυα και να μη σταματά κανείς να στενάζει από τα βάθη της καρδιάς του. Έτσι έκλαιγε ο Προφήτης Ιερεμίας, για εκείνους που είχαν χαθεί από την αμαρτία. Και επειδή δεν ήταν αρκετά τα φυσικά δάκρυα, ζητούσε αστείρευτη πηγή δακρύων (Ιερ. 8, 23-9, 1).
Τέλος, ας ευχαριστήσουμε τον Χριστό και Θεό μας, γιατί σ’ Εκείνον πρέπει κάθε τιμή και προσκύ­νηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μέγας Βασίλειος

(Πηγή: Μεγάλου Βασιλείου P. G. 33, 1277 - Απόσπασμα από το βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

http://hristospanagia3.blogspot.gr

Να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να θεραπευθείτε



Έλεγαν για τον αββά Μάρκο τον Αιγύπτιο ότι έμεινε τριάντα χρόνια χωρίς να βγεί απ΄ το κελί του. Ο πρεσβύτερος συνήθιζε να πηγαίνει και να του κάνει την Θεία Λειτουργία.

Ο διάβολος όμως βλέποντας την ενάρετη υπομονή του ανδρός, σοφίστηκε να τον ρίξει στον πειρασμό της κατάκρισης. Έτσι έκανε κάποιον δαιμονισμένο να πάει στον Γέροντα για να του ζητήσει τάχα την προσευχή του.


Αυτός λοιπόν ο δαιμονισμένος πριν από κάθε άλλο λόγο είπε στον Γέροντα: «Ο πρεσβύτερός σου μυρίζει αμαρτία. Μην τον αφήσεις άλλη φορά νά ’ρθει κοντά σου».

Και ο θεόπνευστος άνθρωπος του είπε: «Παιδί μου, όλοι τη βρωμιά την πετούν έξω και εσύ μου την έφερες εδώ; Η Γραφή λέει: Μην κρίνετε για να μην κριθείτε (Ματθ. 7,1).
Αλλά αν είναι αμαρτωλός ο Κύριος θα τον σώσει. Είναι μάλιστα γραμμένο στην Αγία Γραφή: Να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να θεραπευθείτε (Ιακ. 5,16)». 

Και πάνω στον λόγο αυτό, προσευχήθηκε και έδιωξε τον δαίμονα από τον άνθρωπο και τον έστειλε υγιή.

Δώσ’ μου από τις Αρετές σου

Προσευχή 
Ύμνος του Αγίου Νεκταρίου 
προς Την Παναγία


Δέσποινα Παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε,
Παράδεισε πανθαύμαστε, κήπε καλλωπισμένε,
Σε δυσωπώ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τον νουν μου,
κατεύθυνον τας σκέψεις μου, φώτισον την ψυχήν μου. 

Κόρη με ποίησον αγνόν, πράον, σεμνόν, ανδρείον,
ησύχιον και κόσμιον, ευθύν, όσιον, θείον,
επιεική, μακρόθυμον, των αρετών δοχείον,
άμεμπτον, ανεπίληπτον, των αγαθών ταμείον. 

Δος μοι σοφίαν, σύνεσιν και μετριοφροσύνην,
φρόνησιν και απλότητα και ταπεινοφροσύνην.
Δος μοι νηφαλιότητα, όμμα πεφωτισμένον,
διάνοιαν ολόφωτον, πνεύμα εξηγνισμένον. 

Απέλασον την οίησιν, την υπερηφανίαν,
τον τύφον, την φυσίωσιν, και την αλαζονείαν,
την ύβριν, το αγέρωχον, την υψηλοφροσύνην,
γλώσσα μεγαλορρήμονα, ισχυρογνωμοσύνην. 

Την αστασία την φρικτήν, την περιττολογίαν,
την πονηρία την πολλήν, και την αισχρολογίαν.
Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, την ηθικήν ανδρείαν,
το θάρρος, την ευστάθειαν, δος μοι την καρτερίαν. 

Δος μοι την αυταπάρνησιν, την αφιλαργυρίαν,
ζήλον μετ’επιγνώσεως και αμνησικακίαν.
Δος μοι ακεραιότητα, ευγένειαν καρδίας,
πνεύμα ευθές, ειρηνικόν, και πνεύμα αληθείας. 

Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τα πάθη της καρδίας,
τα πολυώνυμα, Αγνή, της ηθικής δειλίας.
Την αναδρίαν την αισχράν, το θράσος, την δειλίαν,
την ατολμίαν την δεινήν και την απελπισίαν. 

Άρον μοι, Κόρη, τον θυμόν και πάσαν ραθυμίαν,
την αθυμία, την οργήν, ως και την οκνηρίαν. 

Τον φθόνον, την εμπάθειαν, το μίσος, την κακίαν,
την μήνιν, την εκδίκησιν και την μνησικακίαν. 

Την έριδα την ευτελή και την πολυλογίαν,
την γλωσσαλγίαν την δεινήν και την βωμολοχίαν.
Δος μοι, Παρθένε, αίσθησιν, δος μοι ευαισθησίαν.
Δος μοι συναίσθησιν πολλήν και ευσυνειδησίαν. 

Δος μοι, Παρθένε, την χαράν Πνεύματος του Αγίου.
Δος μοι ειρήνην τη ψυχή, ειρήνην του Κυρίου.
Δος μοι αγάπην, έρωτα θείον, εξηγηγνισμένον,
πολύν, θερμόν και καθαρόν και εξηγιασμένον.
Δος πίστιν ζώσαν, ενεργόν, θερμήν, αγνήν, αγίαν,
ελπίδα αδιάσειστον, βεβαίαν και οσίαν. 

Άρον απ’εμού, Παρθένε, τον κλοιόν της αμαρτίας,
την αμέλειαν, την μέθην, την ανελεημοσύνην,
τα κακάς επιθυμίας, την δεινήν ακολασίαν,
γέλωτας της ασελγείας και την πάσαν κακουργίαν. 

Σωφροσύνην δος μοι, Κόρη, δος εγκράτειαν, νηστείαν,
προσοχήν και αγρυπνίαν και υπακοήν τελείαν.
Δος μοι προσοχήν εν πάσι και διάκρισιν οξείαν,
σιωπήν και ευκοσμίαν, και υπομονήν οσίαν. 

Επιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, προς εργασίαν,
προς τελείωσιν και ζήλον αρετών προς γυμνασίαν.
Την ψυχήν μου, την καρδίαν και τον νουν μου, Παναγία,
τήρει εν αγιωσύνη, φύλαττε εν παρθενία.

Πως να ζητάω απο Τον Θεό;




«Ζητείτε και θα λάβετε», είπε ο Χριστός. 

Αν αυτό που ζητάς είναι καθαρό, και για το συμφέρον σου, (το πνευματικό), θα το λάβης.

Αν ζητάς από τον Θεό δύναμη, για να προσεύχεσαι να συγχωρήση τις αμαρτίες σου, και να βοηθήση τούς άλλους… αυτό είναι καλό και θα σού το δώση… 

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Τι να κάνω με τις αμαρτίες μου...



Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: “Τι να κάνω με τις αμαρτίες μου; ” 

Και απαντώντας ο Γέροντας του λέει: 
“Αυτός που θέλει να λυτρωθεί από τις αμαρτίες του, με δάκρυα λυτρώνεται απ΄ αυτές και εκείνος που θέλει να αποκτήσει αρετές, με δάκρυα τις αποκτά. 
Γιατί το να κλαίμε είναι η οδός που μας παρέδωσε η Γραφή, καθώς και οι πατέρες, που έλεγαν: 
Κλάψτε, άλλη οδός δεν υπάρχει παρά μόνον αυτή”.

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

''Οι Έλληνες για να πάνε μπροστά, πρέπει να κοιτάξουν πίσω...''



Τους τελευταίους αιώνες οι Έλληνες έχουμε χάσει σε σχεδόν απόλυτο βαθμό τη γνώση, και κατανόηση, της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς μας. 

Έχοντας δεχτεί κατακλυσμό επιρροών από το δυτικό κόσμο, μπερδέψαμε την Ορθοδοξία με τον Καθολικισμό...

Ξεχάσαμε τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας (των Αγίων) για την ένωση Θεού και ανθρώπου, την θέωση να γίνει ο άνθρωπος θεός, ενωμένος με τον Τριαδικό Θεό...

και όχι απλά «να είναι καλός άνθρωπος», «να μην κάνει κακό σε κανένα» ή ακόμη και «να βοηθάει όλο τον κόσμο» κτλ...

Αυτή η ένωση ανθρώπου και Θεού, είναι η πραγματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Την ξεχάσαμε, και θεωρήσαμε οτι αρκούν 
μόνο τα ηθικοπλαστικά της διδάγματα... 


Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης, θεολόγος.
Το φαινόμενο της αθεΐας στη σύγχρονη Ελλάδα

Θέσις π. Ευθυμίου Τρικαμηνά ως προς την διένεξι ιστολογίων...



Κατὰ καιροὺς μοῦ ἀποστέλλονται σὲ φωτοτυπίες κείμενα, τὰ ὁποῖα περιέχουν ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ ἀποτειχισμένων ἱστολογίων, καὶ δὴ τῶν ἱστολογίων «Πατερικὴ Παράδοση», «Ὁμολογία», «Παιδαγωγὸς» κ.λπ., καθὼς καὶ ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ προσώπων.

Ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ ὅτι λειτουργῶ μιὰ φορὰ τὸν μῆνα εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ εἰς τὴν Σουρωτή, τὸ ὁποῖο ἀνήκει εἰς τὸν κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη καὶ ἐπίσης, ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ ὅτι εἰς τὸν κ. Τσολογιάννη ἀνήκει τὸ ἱστολόγιο «Ὁμολογία», τὸ ὁποῖο δημοσιεύει καὶ κάποιες ὁμιλίες μου ποὺ πραγματοποιοῦνται εἰς αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι, καὶ προκειμένου νὰ μὴν φανῆ ἢ δοθῆ ἡ λανθασμένη ἐντύπωσι ὅτι συμφωνῶ μὲ τὴν γραμμὴ καὶ τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν θεμάτων τῆς ἀντιπαραθέσεως μὲ αὐτὸ τὸ ἱστολόγιο, ἀναφέρω τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν θέσεις μου καὶ γραμμή μου τώρα καὶ εἰς τὸ μέλλον.

1. Εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ προσεκλήθην νὰ λειτουργῶ ἀπὸ τὸν κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη καὶ τὸ ἀπεδέχθην, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος εἶχε ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους καί, βέβαια, στὸ ἐκκλησάκι δὲν λειτουργοῦν πλέον Οἰκουμενιστὲς κληρικοί.

2. Τὸ ὅτι ἐλειτουργοῦσα εἰς αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι χάριν τῶν ἀποτειχισμένων ἀδελφῶν, καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμα ἀποτειχισμένοι κληρικοὶ στὴν περιοχὴ αὐτή, δὲν ἐσήμαινε διόλου βέβαια, ὅτι συμφωνοῦσα καὶ μὲ τὴν γραμμὴ καὶ τὶς θέσεις καί, ἰδίως, τὸν τρόπο ἐκφράσεως καὶ ἀντιμετωπίσεως τοῦ ἱστολογίου «Ὁμολογία» τοῦ κ. Τσολογιάννη.

3. Πολλὲς φορὲς ἔκανα ὑποδείξεις εἰς τὸν κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη γιὰ διάφορα θέματα, γιά τέτοιου εἴδους ἀντιπαραθέσεις του μὲ ἄλλα ἱστολόγια ἢ καὶ μὲ συγκεκριμένα
πρόσωπα, ὑποδεικνύοντάς του ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ ἔχη τὴν γνώμη καὶ ἄποψί του γιὰ διάφορα τρέχοντα θέματα, πλὴν ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ νὰ θέλη τὴν γνώμη ἢ ἄποψί του νὰ τὴν ἐπιβάλη καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἤ, τὸ χειρότερο, ὅσοι δὲν πείθονται νὰ γίνονται ἐχθροί του καὶ νὰ τοὺς χαρακτηρίζει ὑποτιμητικὰ καὶ μὲ λέξεις καὶ ἐκφράσεις προσβλητικὲς ἢ ὑβριστικές.

4. Συγκεκριμένα καὶ χάριν παραδείγματος τοῦ ὑπέδειξα ὅτι ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήση νὰ ἐκφράζεται δημοσίως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἢ θὰ ἔπρεπε, ἐφ’ ὅσον ἤθελε ἔτσι νὰ ἐκφράζεται, νὰ βάζη ἀπαραιτήτως καὶ τὸν ἑαυτό του μέσα σὲ αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ ἐκφράσεις· δηλαδὴ νὰ λέη ὅτι εἴμαστε κοπριά, χαλβάδες, ψεῦτες, ἄρρωστοι καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἔτσι, τουλάχιστον, ἔστω κι ἂν δὲν τὸ ἐπίστευε, θὰ ἐμιμεῖτο τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος (χωρὶς βέβαια νὰ χαρακτηρίζη ἔτσι τοὺς ἄλλους), ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι ἦτο ἔκτρωμα, ὁ πρῶτος ἁμαρτωλὸς κ.λ.π.

5. Ἐπειδὴ λοιπόν, βλέπω ὅτι δὲν ὑπάρχει διόρθωσις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου καὶ προκειμένου νὰ μὴν φανῆ ὅτι συμμετέχω εἰς αὐτὴν τὴν στάσι τοῦ κ. Τσολογιάννη καὶ τοῦ ἱστολογίου του, ἀπὸ ἐδῶ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ σταματήσω νὰ λειτουργῶ εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ εἰς τὴν Σουρωτή, μέχρις ὅτου ἐμπράκτως πλέον καὶ ὄχι μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις, διορθωθοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἄλλωστε τώρα ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς εἰς τὴν Μακεδονία καὶ δύναται ὁ κ. Τσολογιάννης νὰ ἐξυπηρετῆται ἀπὸ αὐτούς.

6. Θεωρῶ ὅτι ὅλοι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν ἀποτελοῦμε ὁμάδες μὲ ἀρχηγὸ κάποιο ἱερέα, ἀλλὰ ἀποτελοῦμε τὴν Ἐκκλησία, τὴν ἐν διωγμῷ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καὶ ἰδίως ἀποστασίας τῶν ἐσχάτων χρόνων καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουμε κάποιες διαφωνίες μεταξύ μας. Ἂν ὅμως ἀφήσουμε αὐτὲς τὶς ἀντιπαραθέσεις νὰ ὑπερισχύσουν καὶ ἰδίως, ἂν τὶς ἐκλάβουμε ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὄχι ὡς προσωπικές μας ἀδυναμίες, δὲν θὰ διαφέρουμε σὺν τῷ χρόνῳ ἀπὸ τὸν παραταξιακὸ χριστιανισμὸ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἔστω κι ἂν δὲν ἔχουμε Ἐπισκόπους ἢ Συνόδους, ὅπως αὐτοί.

7. Τέλος, ἀναφέρω ὅτι τὸ ἱστολόγιο τὸ ὁποῖο μὲ ἐκφράζει καὶ μὲ τὸ ὁποῖο συνεργάζομαι εἶναι ἡ «Πατερικὴ Παράδοση» καὶ αὐτὸ τὸ ἀναφέρω ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ὑποτιμήσω τὰ ἄλλα ἱστολόγια τῶν ἀποτειχισμένων ἀδελφῶν, ἀλλὰ πρὸς ἄρσι σκανδαλισμῶν καὶ παρεξηγήσεων καὶ ἐπιμερισμὸ εὐθύνης.

Ἱερομόναχος
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Ἀναζητοῦνται Μακκαβαῖοι

«Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, 
ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» 
(Α΄ Κορ. 16,13)

Ὁλόκληρος ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς κόσμος θαύμαζε τὴν ἀνδρεία ὡς μοναδικὴ ἀρετή, ποὺ δὲν ἔχει μέτρο καὶ βαθμίδες, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει λίγη ἢ πολὺ ἀνδρεία. Ὁ θαυμασμὸς αὐτὸς προερχόταν ἀπὸ τὴν αὐτόβουλη δράση της καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἀνδρείας, τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ ἐπακόλουθο της τὴν αὐταπάρνηση γιὰ τὸ κοινὸ καλό, γιὰ τὴν πόλη. 
Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἡ ἀνδρεία βρίσκεται μεταξὺ τῆς θρασύτητας καὶ τῆς δειλίας καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀνδρεία ὡς ψυχικὴ ἀρετὴ εἶναι ἐπακόλουθο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὀφείλει ὁ ἀνδρεῖος νὰ πράττει ἐνσυνείδητα, ἑκούσια, καὶ ἀμετάβλητα, ἀσυμβίβαστα (Ἠθικὰ Νικομάχεια A 1105 a 32 – b 1, B 111). Ὁ δάσκαλός του ὁ Πλάτων γράφει στὴν «Πολιτεία» του (429a8-430c6) μεταξὺ ἀλλων: «Ἡ ἀνδρεία λοιπὸν εἶναι ἡ διαφύλαξη τῶν πεποιθήσεων ποὺ ἔχουν διαμορφωθεῖ μέσω τῆς παιδείας σχετικὰ μὲ τὸ τί εἶναι σεβαστὸ καὶ πρέπον (ἰδεῶδες). Καὶ λέγοντας διαφύλαξη αὐτῶν τῶν πεποιθήσεων, ἐννοῶ τὸ νὰ τὶς προστατεύει κανεὶς καὶ νὰ τὶς κρατᾶ ἀκέραιες καὶ στὶς λύπες καὶ στὶς χαρὲς καὶ στοὺς κινδύνους καὶ νὰ μὴν τὶς βγάζει ἀπὸ τὴν ψυχή του».

Ἐὰν αὐτὴ ἡ διαφύλαξη τῶν πεποιθήσεων γιὰ τοὺς ἀρχαίους ἴσχυε ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πολιτείας καὶ τῶν κοινῶν ἀγαθῶν, ἂς ἀναλογιστοῦμε πόσο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πίστεως καὶ τῆς προσωπικῆς σωτηρίας. Χριστιανὸς καὶ δειλὸς δὲν νοεῖται. Διότι ὁ δειλὸς δὲν ὁμολογεῖ οὔτε ὑπερασπίζεται τὴν πίστη του. 
Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ συνέχεια πρότρεπαν τοὺς πιστοὺς νὰ εἶναι ἀνδρεῖοι καὶ ἰσχυροί: «Κανεὶς καὶ τίποτα νὰ μὴ σὲ φοβίζει. Κι ἂν ἀκόμη εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ ἐχθροί, δαίμονες καὶ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι, ὁ δικός μας ὑπερασπιστὴς εἶναι ἰσχυρότερος», κήρυττε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» γράφει ὁ Παῦλος (Ἐφεσ. 6, 10-12).

Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ πρότυπα ἀνδρείας, ἀπὸ πρότυπα πρὸς μίμηση. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ εἶναι οἱ Μακκαβαῖοι. Οἱ Μακκαβαῖοι, ἀντιπροσωπεύουν γιὰ τὸν Χριστιανὸ –διότι γιὰ τὸν σημερινὸ δειλὸ ἀνθρωπο ἀντιπροσωπεύουν τὸν φανατισμό– παράδειγμα ὁμολογίας καὶ πίστης ἀνθρώπων ποὺ μὲ ἀνδρεία, πορεύθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ διαθήκη καὶ τὶς παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων. «Ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν» (Α΄ Μακ. 2,20). 

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τοὺς θεωρεῖ τόσο σημαντικοὺς ὡς πρότυπα γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ὥστε στὸν 15ο λόγο του «εἰς τοὺς Μακκαβαίους» λέει: «καὶ οἱ πρὸ τῶν Χριστοῦ παθῶν μαρτυρήσαντες, τί ποτε δράσειν ἔμελλον μετὰ Χριστὸν διωκόμενοι, καὶ τὸν ἐκείνου ὑπὲρ ἡμῶν μιμούμενοι θάνατον;... Οὔκουν, ὅτι πρὸ τοῦ σταυροῦ, τοιοῦτοι περιοπτέοι· ἀλλ᾿ ὅτι κατὰ τὸν σταυρόν, ἐπαινετέοι, καὶ τῆς ἐκ τῶν λόγων τιμῆς ἄξιοι· οὐχ ἵνα προσθήκην ἢ δόξαν λάβοιεν· (τίνα γὰρ ὧν ἡ πρᾶξις ἔχει τὸ ἔνδοξον;) ἀλλ᾿ ἵνα δοξασθῶσιν οἱ εὐφημοῦντες, καὶ ζηλώσωσι τὴν ἀρετὴν οἱ ἀκούοντες, ὥσπερ κέντρῳ τῇ μνήμῃ πρὸς τὰ ἴσα διανιστάμενοι» (Migne, P.G., 35, 912-933).

Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἕνα εἶδος περιστασιακῶν «ἀγανακτισμένων» ποὺ λειτουργοῦν ἢ κάνουν πίσω ἀνάλογα μὲ τὶς συνθῆκες καὶ τὶς ἐπιρροὲς ποὺ δέχονται. Κραταιοὶ στὴν πίστη τους οἱ Μακκαβαῖοι θυμοῦνται τοὺς ἀγῶνες τῶν Πατέρων τους καὶ πράττουν ἀναλόγως ὄχι εἰς δική τους δόξα, ἀλλὰ εἰς δόξα Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του, ἡ ὁποία τοὺς χαρίζει τὴν αἰωνιότητα: «Μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα αἰώνιον» (Α΄ Μακ. 2,51).

Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν φοβοῦνται τὸν ἑκάστοτε Ἀντίοχο, τὸν ἑκάστοτε ἰσχυρό, γνωρίζοντας, ὅτι ἡ ματαιότητα αὐτῆς τῆς δόξας δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν αἰωνιότητα καὶ μακαριότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: «Καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκα»· (Α΄ Μακ. 2,62). Γι’ αὐτὸ δὲν φοβήθηκαν τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν λίγοι ἀπέναντι στοὺς πολλούς, ἀνίσχυροι ἀπέναντι στοὺς ἰσχυροὺς, διότι ἡ πραγματικὴ δύναμη γι’ αὐτοὺς πηγάζει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «ὅτι οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς».(Α Μακ. 3,19)

Τόσο σημαντικὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀνδρεία γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν σωτηρία μας, ὥστε ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ Παῦλος δίδασκε τὸ ποίμνιο του «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Κορ. Α’ 16,13).

«Γρηγορεῖτε». Ὁ Χριστιανός, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο μέχρι τὸν λαϊκό, ὀφείλει νὰ βρίσκεται σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίζει τὶς ποικίλες ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ὀργανῶν του δηλ. τῶν ἑκάστοτε καὶ ἁπανταχοῦ αἱρετικῶν. Πρῶτος ὁ Χριστός μας μᾶς συμβούλεψε «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26, 41).

«Στήκετε». Ἡ σταθερότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως, τὴν ὁποία κηρύττει ὁ Παῦλος, δὲν σημαίνει μόνο παραμονὴ καὶ προάσπιση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτη συνέπεια καὶ ἄρνηση κάθε παραχάραξης ἢ διαστρέβλωσης τῆς Ἀλήθειας αὐτῆς. 
Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς αἰώνας δὲν πέτυχαν τοὺς ἀνίερους σκοπούς τους, διότι οἱ πιστοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ ἂν ἦταν ἐλάχιστοι ἔκαναν πράξη αὐτὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Παύλου. Αὐτοὶ ποὺ ἀκολούθησαν τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν στάθηκαν συνεπεῖς καὶ ἀνδρεῖοι ἀπέναντι στὴν κακοδοξία ἀλλὰ προτίμησαν νὰ συμβιβαστοῦν, νομίζοντας οἱ ἄμοιροι, ὅτι ἔτσι θὰ σωθοῦν.

«Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιοῦσθε». Μόνο μὲ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ γενναιότητα, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν σύμπραξη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, πλησιάζει καὶ παραμένει ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό παρὰ τὶς ἀδυναμίες του καὶ παρὰ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4,13). 
Ἐνῶ ὁ φόβος διώχνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Χριστό, διότι καταργεῖ αὐτὴν τὴν σύμπραξη καὶ διώχνει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀφήνοντας τον νὰ βουλιάζει στὸν βοῦρκο τῶν προσωπικῶν του ἀδυναμιῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στὴν «Ἀποκάλυψη» του, εἶδε φρικτὸ θέαμα: Εἶδε τοὺς δειλοὺς νὰ καίγονται στὰ κύματα μίας φλεγομένης λίμνης μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς κάθε εἴδους ἁμαρτωλούς (Ἀπ. 21, 8).

Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννιέται φυσικὰ εἶναι: Ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς σχετικότητας, τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τῆς διαλλακτικότητας, ποὺ ζοῦμε τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, κατέχουμε αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀνδρεία; Εἴμαστε ἱκανοὶ καὶ ἕτοιμοι νὰ πολεμήσουμε τὴν ὕστατη ἀποστασία ἀψηφώντας Ἐπισκόπους, πανίσχυρους πολιτικούς, κοινωνικὸ περιβάλλον καί, περιφρονώντας τὸ προσωπικὸ κόστος, νὰ ὑπερασπίσουμε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας; Τὴν ὕψιστη ἀρετὴ αὐτήν;
Ἐμεῖς ὡς ὑποτιθέμενοι ἀρχαιολάτρες Ἕλληνες εἴμαστε ἕτοιμοι ὡς ἄλλοι τριακόσιοι Λακεδαιμόνιοι τῆς πίστεως νὰ πολεμήσουμε στὶς πνευματικὲς Θερμοπῦλες τὸν «Ξέρξη» Οἰκουμενισμὸ μὲ τὶς μυριάδες στρατειές του; 

Εἴμαστε ἕτοιμοι ὡς ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων νὰ ποῦμε στὰ παιδιά μας: «Μὴ φοβηθεῖς, λοιπόν, αὐτὸν τὸν δήμιον (σημ. τὸν ἑκάστοτε κυρίαρχο), ἀλλὰ νὰ φανεῖς ἀντάξιος τῶν ἀδελφῶν σου. Δέξαι ἡρωϊκῶς τὸν μαρτυρικὸν θάνατον, γιὰ νὰ σὲ ἐπαναποκτήσω πάλι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σου στὸν καιρὸν τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως δηλαδὴ τῶν νεκρῶν» (Μακ. Β’ 7, 28-30).

Καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὡς τὸ παιδὶ της νὰ ἀπαντήσουμε στὸν κάθε οἰκουμενιστὴ διώκτη, στὸν κάθε ὑπηρέτη τῆς παναίρεσης: «Τί περιμένετε; Δὲν ὑπακούω στὴν προσταγὴ τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ὑπακούω στὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Μωϋσέως στοὺς πατέρες μας. Ὁ βασιλεὺς ὅμως τοῦ κόσμου θὰ μᾶς ἀναστήση εἰς μίαν αἰωνία ζωή, ἐφ' ὅσον ἐμεῖς πεθάνουμε (ὑποφέρουμε, διωχθοῦμε) γιὰ νὰ μείνουμε πιστοὶ στοὺς νόμους Του».

Ἀναζητοῦνται Μακκαβαίοι. Αὐτοὺς φοβοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Απάντηση στον Πρωτοσύγκελο …

Ο πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Φλωρίνης κ. Νικηφόρος Μανάδης, δημοσίευσε σε τοπικό site, ένα κείμενο που έγραψε το 1992 εναντίον του παπισμού, για να μας αποδείξει ότι δεν είναι φιλοπαπικός και οικουμενιστής. Δεν ξέρω σε τι διαφέρει η προσπάθεια του, από την προσπάθεια κάποιου που συλλαμβάνεται για κάποια παρανομία και επιδεικνύει στους αστυνομικούς σαν απόδειξη της τιμιότητας του φωτογραφίες από την εποχή που ήταν πρόσκοπος.

Μας έδειξε ο πρωτοσύγκελος ποιος πιθανόν να ήταν τότε, κι όχι βέβαια το ποιός είναι τώρα.
Και λέω ποιός πιθανόν να ήταν τότε, γιατί τότε, ζώντος του μακαριστού επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, ποιός από αυτούς που τώρα αλωνίζουν στις ενορίες, θα τολμούσε να παρεκκλίνει της Πίστεως με τις αιρετικές κουρελολογίες του;
Τώρα όμως που έφυγε ο αληθινός τσοπάνος , τα τότε τσοπανόπουλα όχι μόνο παράτησαν την ποίμνη στις αρρώστειες και στην χλαπάτσα, αλλά άνοιξαν οι ίδιοι τις αυλόπορτες να μπούν οι αρκούδες και οι λύκοι.
Σημασία λοιπόν έχει τι είστε τώρα π. Νικηφόρε, κι όχι τι είσασταν το 1821.

Τι είστε λοιπόν τώρα;
Τόσα χρόνια δεν θέλαμε να πιστέψουμε ότι είστε αυτοί που υποψιαζόμασταν. 
Μετά όμως τις σφραγίδες, τις υπογραφές και την βιασύνη σας να εξορίσετε την αδελφότητα της Μονής της Αγίας Παρασκευής μας εξαναγκάζετε να δούμε το πραγματικό σας πρόσωπο. 

Είστε αυτός που τιμά, τον κ. Βαρθολομαίο Αρχοντώνη.

Αυτόν που κηρύττει ότι και οι άλλες θρησκείες σώζουν τον άνθρωπο! Αυτόν συνεπώς που βλασφημεί την όλη Θεία Οικονομία. Δηλαδή το ότι ο Χριστός ήρθε στη γη, δίδαξε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να σώσει τον άνθρωπο.

Είστε αυτός που σέβεται, τον κ. Βαρθολομαίο Αρχοντώνη.

Αυτόν που κηρύττει ότι και οι καλοί Μουσουλμάνοι θα πάνε στον παράδεισο!

Είστε αυτός που προβάλλει τον κ. Βαρθολομαίο Αρχοντώνη.

Αυτόν που κηρύττει ότι 343 αιρέσεις είναι «εκκλησίες», που σώζουν τον άνθρωπο!

Είστε αυτός που υπερασπίζεται τον κ. Βαρθολομαίο Αρχοντώνη.

Αυτόν που διδάσκει ότι ο καθένας μπορεί να πιστεύει στον δικό του Θεό όπως του ταιριάζει!

Είστε υπήκοος του κ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη και όχι του Ιησού Χριστού.

Οσφυοκάμπτης του μεγαλύτερου αιρεσιάρχη όλων των εποχών. Του αθροίσματος όλων των βλασφήμων προσώπων που γέννησε η γη. 
Είστε αυτός που κάλεσε έναν τέτοιον άνθρωπο να «αγιάσει» το μοναστήρι του.
Για τους τυφλούς μπορεί να είστε ο μέγας γέρων. 
Για μας είστε τα παραπάνω και τίποτε άλλο.

Αν είχα έναν φίλο παιδεραστή και τον πρόβαλα, τον τιμούσα, τον σεβόμουν και επέβαλα και στους άλλους να κάνουν το ίδιο, θα είμουν ακόμα και για τους κοσμικούς νόμους συνένοχος εγκλήματος. Και εσείς ψευτοαναρωτιέστε αν είστε αιρετικοί, όπως ψελίσσατε στο πρόσφατο ρεσάλτο που κάνατε στη Μονή.

Η δύναμη σας δεν πηγάζει από το το Άγιο Πνεύμα αλλά από την κακία. Από την άγνοια του ποιμνίου σας και την συνεπικουρούμενη κρατική εξουσία. Είστε πράγματι μισθωτοί εργάτες, αλλά την μισθοδοσία σας θα κληθείτε να την αποδώσετε μέχρι την τελευταία μνά.
Μην ανησυχείτε… όχι σε αυτή τη ζωή.
Σε αυτή τη ζωή όλοι σας θα γίνετε επίσκοποι.
Έχετε όλα τα προσόντα που χρειάζεται ο ερχόμενος…

Παραλάβατε από τον π. Αυγουστίνο υγιές ποίμνιο, με πίστη καθαρή και ορθόδοξο φρόνημα. Χιλιάδες προβατάκια μαζεύατε τότε δίπλα στον Χριστό. Βόσκετε τώρα έναν συρφετό ασχέτων και δυσειδαιμόνων με εμφανείς μαθησιακές δυσκολίες.
Αλλοπρόσαλλο εκκλησίασμα, που συγγενεύει πιο πολύ με τους ειδωλολάτρες, μια που η πίστη σε νόθα δόγματα κατά τους αγίους Πατέρες, δεν διαφέρει από την πίστη σε έναν θεό που δεν υπάρχει.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι καρδιές σας σκλήρυναν, βαρέθηκαν, απίστησαν,πρόδωσαν, και είπαν: «Αρκετά πρόβατα μαζέψαμε, τώρα είναι ώρα να τα φάμε!»

Του Ιωάννου Ρίζου

https://paterikiparadosi.blogspot.gr

Τώρα διαβάστε κάποιες παλαιότερες θέσεις τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση, οἱ ὁποῖες ἔρχονται σὲ ἀντίθεση ὄχι μὲ αὐτούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνονται οἱ «Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις», ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνες τὶς θέσεις τοῦ ἴδιου τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση!

Κρίμα για τα ...πισωγυρίσματα!!!


π. Θεόδωρος Ζήσης: 
Δεν θα προκαλέσουμε σχίσμα

Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις

Πρὶν τὶς «Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις» τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση, διαβάστε κάποιες παλαιότερες θέσεις τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση, οἱ ὁποῖες ἔρχονται σὲ ἀντίθεση ὄχι μὲ αὐτούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνονται οἱ «Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις», ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνες τὶς θέσεις τοῦ ἴδιου τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση! Ἐκεῖνες οἱ θέσεις ποὺ τότε διατύπωνε, ἐξέφραζαν τὴν πατερικὴ διδασκαλία περὶ «συγκοινωνούντων δοχείων»!
Τώρα, ἡ πολὺ καλὴ κατὰ τὰ ἄλλα δημοσίευσή του «Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις» τὴν διαστρέφουν χωρὶς πατερικὴ κατοχύρωση τὴν περὶ «συγκοινωνούντων δοχείων»!

Ἀπὸ ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση στὸν Σοχὸ 
περὶ τῶν«συγκοινωνούντων δοχείων».


«...Στο θέμα τών σχέσεων πού υπάρχουν ανάμεσα στούς Πατριάρχας, τούς Επισκόπους και σε εμάς τούς Κληρικούς και σε εσάς τους Χριστιανούς, αυτές οι σχέσεις αποδίδονται με την εικόνα των “συγκοινωνούντων δοχείων”. Δηλαδή. Όταν ο Πατριάρχης συμπροσεύχεται με τoν πάπα και είναι υπόλογος απέναντι των αγίων Κανόνων, γιατί οι άγιοι Κανόνες λένε “Επίσκοπος, αιρετικοίς συνευξάμενος καθαιρήσθω” και υπάρχει και ένας άλλος Κανόνας, ο οποίος λέει “ο κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος έσται”. 
Αυτός ο οποίος κοινωνεί, ο Πατριάρχης δηλαδή που κοινωνεί με τον ακοινώνητο –τόν αιρετικό, πρέπει και αυτός να είναι ακοινώνητος, τότε θα πρέπει και οι υπό τον Πατριάρχη Αρχιεπίσκοποι – Επίσκοποι, να κάνουν τον Πατριάρχη ακοινώνητο. Να μην επικοινωνούν. Να κόψουν το μνημόσυνο.

...Αφού οι Επίσκοποι μνημονεύουν τον Πατριάρχη και επομένως υπόκεινται και αυτοί στον κανόνα: “ο κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος έσται”. Και εγώ όμως κοινωνώ με τον Επίσκοπό μου ο οποίος κοινωνεί. 
Και εγώ μνημονεύω τον Επίσκοπό μου, ο οποίος μνημονεύει τον Πατριάρχη, ο οποίος κοινωνεί με τον Πάπα. Και εσείς οι λαϊκοί έρχεστε από μένα, ο οποίος μνημονεύω τον Επίσκοπο και κοινωνάτε και με αποδέχεστε. Επομένως, μία σειρά –αυτή η σειρά του παραπτώματος που αρχίζει από τον Πατριάρχη, αρχίζει σιγά–σιγά σαν συγκοινωνούν δοχείον, να φθάνει σαν ευθύνη μέχρις εμάς! Γι΄ αυτό λένε οι Άγιοι: “Σέ θέματα πίστεως, δεν πρέπει να πείς, εγώ τί είμαι; Το λέει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Εγώ τί είμαι; Εγώ είμαι λαϊκός. Εγώ είμαι Επίσκοπος. Εγώ; Τί είμαι εγώ; Αυτοί έχουν την ευθύνη. Όχι. Οι λίθοι κεκράξονται και συ σιωπάς;”. Αλλά ποιός από τον κόσμο τα ξέρει αυτά; Οι περισσότεροι από τούς λαϊκούς, θα πούν: “Μα, αφού το κάνει ο Πατριάρχης, αφού το κάνει ο Πάπας, τί φταίω εγώ;”. 
Φταίς κι εσύ!

πατερικη παραδοση

Η μη μνημόνευση ενός οικουμενιστού επισκόπου «ανάκλησις εστίν από της εκπτώσεως και επάνοδος εις οικείωσιν του Θεού»

«Ο 15ος Κανόνας ως Θεία Οικονομία»

(Η οικονομία ανάκλησις εστιν από της εκπτώσεως – Μ. Βασίλειος)

Είναι αλήθεια, ότι η Κτίση–Φύση είναι μια διαλεκτική ενότητα αντιθέσεων. Ο άνθρωπος, χωρίς να παύει τη σχέση του με τους φυσικούς νόμους, ως προερχόμενοι από την Θεία ενέργεια, ως μια προέκταση του Πνευματικού Νόμου του Τριαδικού Θεού, τους υπερβαίνει αφού ποιοτικά μεταβαίνει από το «κατά φύσιν» εις το «υπέρ φύσιν» (Αγ. Μάξιμος Ομολογητής). Όλη η Οικονομία της σωτηρίας γίνεται από τη Ζωοποιό Θεία Τριάδα. Όλες δηλ. οι γνωστές και άγνωστες σε μας ενέργειες του Θεού για τη σωτηρία μας είναι Τριαδοκεντρικές (Θεία Οικονομία).
 Ο Μ. Βασίλειος στην ερμηνεία του ΚΗ΄ Ψαλμού υπογραμμίζει: «Μετά την ώδε οικονομίαν υπό την κρίσιν αχθήσεται» δηλ. «Μετά το παρόν σχέδιο του Θεού θα οδηγηθούν εις κρίσιν (οι άνθρωποι)».
Γενικά, η έννοια «οικονομία–σχέδιο» είναι μια λαμπρή εκδήλωση της ανθρώπινης λογικότητας, δώρο του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, για τη συνειδητή προσαρμογή του στο βιοφυσικό περιβάλλον.
Η επιδίωξη στόχων και η εκλογή κατάλληλων μέσων μπορούν,μέχρις έναν ορισμένο βαθμό, να καθορίσουν την ανθρώπινη πορεία. Το «σχέδιο» ως προσπάθεια θετικής οργάνωσης των επί μέρους δυνάμεων, πάντα απασχολεί το καλύτερο των ανθρωπίνων ικανοτήτων. Ειδικότερα, το «σχέδιο» με τη βοήθεια της επιστήμης ερμηνεύεται ως επιστημονική οργάνωση της κοινωνίας. Η αυτονόμηση αυτής της προσπάθειας, για μια παγκόσμια οργάνωση, εκφράζει την υλιστική θεώρηση της ζωής. Έτσι, τροφοδοτείται ακατάπαυστα η λαίμαργη δυναμική της ζωής. Στην ταύτιση της ελευθερίας του ανθρώπου με την υλιστική «σχεδίαση» της ζωής, απαντά σωστικά η Εκκλησία. Στην ερμηνεία του ΚΗ΄ Ψαλμού, ο Μ. Βασίλειος διευκρινίζει: «Επειδή λοιπόν υπάρχουν πολλοί ανάμεσα εις τα έθνη και τους γηγενείς, οι οποίοι πιστεύουν αυτά τα πράγματα και εξαιτίας της φαινομενικής ανωμαλίας του μαρασμού των βιοτικών πραγμάτων θεωρούν ότι ο κόσμος είναι χωρίς πρόνοια· προς αυτούς ομιλεί ο λόγος (του Θεού) δια να καταπραΰνη την κίνησιν της αμάθειας».
Όσοι ξεφεύγουν πνευματικά από τον αγιογραφικό άξονα, που ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος, γνωρίζουν την ήττα στον ανταγωνισμό με τον κόσμο – ύλη και βρίσκουν διαφυγή στα θεάματα, στις ηδονές, στις ουσίες εως τα ναρκωτικά ή την αυτοκτονία. Η αναζήτηση (συνεχής) νέων υποστάσεων προσωπικής ύπαρξης, συνιστά μια δαιμονοποίηση.
Με την ίδια έμφαση και θεολογική σαφήνεια ο Ι. Χρυσόστομος αναλύει την οικονομία του Θεού για την Εκκλησία Του. «Ουκ ανθρώπινα τα καθ’ ημάς αλλ’ άνωθεν εκ των ουρανών έχει την ρίζαν ημίν η της διδασκαλίας υπόθεσις και Θεός εστιν ο πανταχού τας Εκκλησίας άγων», ο Θεός δηλ. κυβερνά πάντοτε την Εκκλησίαν.
Οι σημερινές θεσμικές ορθόδοξες ηγεσίες (πατριάρχες, επίσκοποι) αναζήτησαν στον οικουμενισμό «νέα υπόσταση εκκλησιαστικότητας». Πίστεψαν, ότι η οικουμενιστική δόμηση μιας νέας Εκκλησίας, ολοκληρώνει την Θεία οικονομία. Η ορθόδοξη αλήθεια των Εκκλησιών αντικαθίσταται από την συνεργατική σχεδίαση των αιρέσεων–θρησκειών. 
Η «νέα Εκκλησία» καθορίζεται και οριοθετείται από την «ορθή» αναλογικότητα αλήθειας, που υποτίθεται ότι έχουν οι αιρέσεις (Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών). Εισάγουν νέα εκκλησιαστική «Δογματική ευκινησία» σε συνοδικό επίπεδο (Κρήτη).
Λησμόνησαν, ότι η καθολική σχεδίαση της Εκκλησιαστικής λειτουργίας είναι η παραδοθείσα συνοδική ορθοδοξία, διότι «ο Θεός εστιν ο πανταχού τας Εκκλησίας άγων» (Ι. Χρυσόστομος). Με απλά λόγια, η «νέα οικονομία» της θεσμικής ορθοδοξίας αρνείται την όντως οικονομία του Χριστού, που εκφράστηκε επί αιώνες ως πνευματική φύση – σχεδιασμός, ως πνευματική τάξη – δόγμα και ως εκκλησιαστικός ρυθμός, από τις άγιες οικουμενικές Συνόδους, ως οργανωμένες οντότητες της Εκκλησιαστικής οικονομίας – θεολογίας, θεωρητικά και πρακτικά.
Ερώτημα: Είναι επιτρεπτό, η θεία πρόνοια και οικονομία με την ευρεία εποπτεία της στην Εκκλησιαστική ζωή – ορθοδοξία για αιώνες, να χαρακτηρίζεται ως προϊόν αποτυχίας των ανθρώπων (των Πατέρων) από τη «σύνοδο» της Κρήτης και να χρειάζεται η αίρεση του οικουμενισμού ως νέος πνευματικός άξονας ανακατανομής της θείας οικονομίας;
Αναμφίβολα, από τη «σύνοδο» της Κρήτης διαχωρίσθηκε ο Χριστός από την οικονομία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκδηλώθηκε–φανερώθηκε μετά την έκπτωση των Δυτικών. Αμφισβητήθηκε η θεία οικονομία, γύρω από την οποία περιστράφηκε για αιώνες το Εκκλησιαστικό Σώμα, και η οποία συνοδικά υπογράμμισε την έλλειψη χάριτος στις αιρέσεις.
Τέλος, πίστεψε, θεωρητικά ότι έδωσε «νέα ώθηση» στην θεία οικονομία, που σταθεροποίησε παγκόσμια τον Χριστιανισμό! Οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι αγιασμένοι Θεοφόροι Πατέρες, γνώριζαν ότι οι αιρέσεις, οι αιρετικές ζυμώσεις στο πλήρωμα της Εκκλησίας δημιουργούν ψυχικό και πνευματικό πεδίο απώλειας.
Γνώριζαν επίσης, ότι η πλέον επικίνδυνη (πνευματικά) πραγματικότητα είναι η διάχυτη άρνηση–παραχάραξη ή αλλοίωση της Ορθοδοξίας, όπως λέγεται «Γυμνή τη κεφαλή», από τον επίσκοπο.
Ο Μ. Βασίλειος στην 128 επιστολή του προς «ΕΥΣΕΒΙΟΝ ΣΑΜΟΣΑΤΩΝ», τονίζει για τον Αρειανίζοντα επίσκοπο Ευΐππιο, ότι δεν μπορεί να έχει μαζί του Εκκλησιαστική κοινωνία, όσο παραμένει στην αίρεση του Αρείου: «σύγγνωθι, θεοφιλέστατε Πάτερ (Ευσέβιε), μη δυναμένω μετά υποκρίσεως θυσιαστηρίω Θεού παριστάναι».
Στην επιστολή του 266 προς «ΠΕΤΡΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», που υπήρξε διάδοχος του Μ. Αθανασίου, υπογραμμίζει: «Οι ουδ’ αν προς ώραν αυτών επεδεξάμεθα την συνάφειαν, ει σκάζοντας αυτούς περί την πίστιν εύρομεν» δηλ. «Ημείς άλλωστε ούτε ώραν δεν θα εδεχόμεθα την επικοινωνίαν με αυτούς, εάν τους ευρίσκαμεν να χωλαίνουν εις ζητήματα πίστεως».
Στα όρια της Θείας οικονομία διατυπώθηκε και ο περίφημος 15οςκανόνας της Α-Β Συνόδου, ο οποίος δεν επιτρέπει αιρετική ρευστότητα συνειδήσεων, Δογματική μεταβλητότητα και απώλεια των σταθερών σημείων (Επίσκοποι) μέσα στον περίβολο της αληθινής Εκκλησίας–Ορθοδοξίας, που μας δώρισε η ένσαρκη οικονομία του Χριστού.
Στο θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, έχει καταγραφεί συνοδικά. Εμπειρικά, γραπτά και θαυματουργικά, όλο το πνευματικό νόημα–θεολογία της Θείας οικονομίας.
Οι ιεροί κανόνες, όπως και ο 15ος κανόνας, αποτελούν ακριβώς τη διαχρονική συνέχεια–διδασκαλία της Εκκλησίας, της οικονομίας της. Στην επιστολή του προς «ΠΕΤΡΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ» ο Μ. Βασίλειος είναι κατηγορηματικός: «Εκείνο δε πέπεισο, ως αληθώς τιμιώτατε, ότι ουκ εστι τι ρήμα Ορθοδοξίας ο μη μετά πάσης παρρησίας παρά των ανδρών τούτων εκηρύχθη υπό Θεώ μάρτυρι και ακροαταίς ημίν».
Στο δε επίσκοπο Αμφιλόχιο υπενθυμίζει: «Ου γαρ αντιδιδόναι αυτοίς υπεύθυνοι χάριν εσμέν, αλλά δουλεύειν ακριβεία κανόνων» δηλ. έχουμε χρέος να υπηρετώμεν εις την ακρίβειαν των κανόνων.
Στην πραγματικότητα η εφαρμογή του 15ου Κανόνα, η διακοπή δηλ. κοινωνίας και μνημονεύσεως ενός οικουμενιστού επισκόπου, «ανάκλησις εστίν από της εκπτώσεως (της οικονομίας) και επάνοδος εις οικείωσιν του Θεού, από της δια παρακοήν γενομένης αλλοτριώσεως» (Μ. Βασίλειος, περί Αγίου Πνεύματος).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο λόγο του, για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, υπογραμμίζει για τον Επίσκοπο: «Δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι, ως Θεού οικονόμον, μη αυθάδη, μη οργίλον…, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα ή και ετέρους παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν» (Τιτ. 1, 7-9).
Ο 15ος κανόνας δεν περιέχει αντιφάσεις, διότι δεν παρεκκλίνει από την Θεία οικονομία, όπως ο αιρετικός επίσκοπος. Μέσα στον κανόνα έχει αποτυπωθεί το ορθόδοξο βίωμα των Πατέρων, η ορθή περί επισκόπου αντίληψη, ως οικονόμου του Θεού.
Σήμερα, εποχή αιρετικής–οικουμενιστικής ταραχής και αποστασίας από την Ορθοδοξία, το Εκκλησιαστικό έδαφος σταθεροποιείται μόνο με εφαρμογή του 15ου Κανόνα. Η μη εφαρμογή του δημιουργεί συνθήκες μετα-ορθόδοξης εποχής και συνθήκες ψυχικής απωλείας.
Για τους σημερινούς Ορθοδόξους, που εφαρμόζουν γενναία τον Κανόνα, ακούγεται η παραμυθητική και ενθαρρυντική φωνή του Μ. Βασιλείου: «Μη φοβηθής κατά σεαυτόν· μη πτοηθείς τη διανοία, ως άρα ουδαμού εστι πρόνοια του Θεού επισκοπούσα τα ανθρώπινα» (Ερμηνεία στον ΜΗ΄ Ψαλμό).

ΝΙΚΟΣ  Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

Προοδευτικός σκοταδισμός



Έχοντας προηγηθεί η καταλήστευση της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας μας – αίμα και ιδρώτας γενεών – με υπογραφές προδοτικές για ένα χρέος πολλαπλάσιο του πραγματικού, που οδήγησε χιλιάδες σε αυτοκτονία, μπορούσαν να σωθούν κάποιοι από αυτούς με λίγη εκκλησιαστική φροντίδα και ακολουθώντας η πλημμύρα από αλλόφυλους οργανωμένους να μας υποτάξουν, μονό ο Χριστός και η ψυχή μας έμειναν, που δεν μπορούν να πάρουν αν δεν το επιτρέψουμε (Αγ. Κοσμάς ). 
Αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται ο στόχος. 
Όταν άρχισε ο λαός να γονατίζει απ’ την ολόπλευρη επίθεση πολιτικών, δημοσιογράφων, συνδικαλιστών, τραπεζιτών, που συνόδευαν κήρυκες του αθεϊσμού, της αγραμματοσύνης, της διαστροφής και της δουλείας, κάποια αλλά χέρια ρασοφορεμένα, κάρφωσαν πισώπλατα την πίστη, την καρδιά του, με γραφίδες που υπέγραψαν ως εκκλησίες τις αιρέσεις. 
Δηλαδή εξίσωσαν βλάσφημα τον Αληθινό Θεό με τους ψευτοθεούς, απεμπολώντας το αίμα αμέτρητων μαρτύρων, που θυσιάστηκαν γι΄ αυτή την πίστη και αγνοώντας άπειρες ψυχές στον άδη εξαιτίας της πλάνης των αιρέσεων. Τελικός σκοπός η εξαφάνιση της Εκκλησίας του μοναδικού Θεανθρώπινου οργανισμού και πολιτισμού, που εγγυάται αιώνια ζωή με αναμφισβήτητα σημεία. Πριν από χρόνια δήλωναν σε παπικό περιοδικό, οι οικουμενιστές, ότι θα ανοίξει η Ορθόδοξη Εκκλησία στους άλλους χριστιανούς (Ορθόδοξοι και αιρετικοί στην ίδια μάντρα;) και θα την εκσυγχρονίσει (υποτάσσοντας το αιώνιο στο χρονικό, το αθάνατο στον θάνατο; Ξανά μεσαίωνας δηλαδή).
Η αποτυχημένη από πολλά πανορθόδοξη στην Κρήτη, ήταν φαίνεται η πρώτη πράξη του σχεδίου, όπως προκύπτει απ’ την δήλωση του πάπα, ότι «το πρώτο βήμα έγινε».
Το ότι μετά απ’ όσα γράφτηκαν από τότε, δεν ζήτησαν οι υπογράψαντες συγνώμη από τον λαό, που δεν τους εξουσιοδότησε και δεν ενέκρινε την στάση τους ούτε εκ των υστέρων, το ότι δεν διόρθωσαν έστω με εισαγωγικά το «εκκλησίες» (και παρά την καθησυχαστική αναγνώριση του δικαίου των ενστάσεων με την εγκύκλιο «προς τον λαό»), δείχνει ότι οι θέσεις τους είναι αμετάκλητες. Εμμονή στην άγνοια ήταν πλάνη; Ευρωαργύρια; 
Κάτι χειρότερο;
Η ανακοίνωση της πλειοψηφίας των ηγουμένων του Αγίου Όρους επιδείνωσε το πρόβλημα, δίνοντας άλλοθι στους αδιάφορους να μην ασχοληθούν, παρ’ ό,τι η ουδετερότητα των χλιαρών είναι συνέργεια στην πνευματική γενοκτονία των Ορθοδόξων.
Η ψευτοσύνοδος αυτή κατέδειξε το βάθος και την έκταση της αλλοτρίωσης μεγάλου μέρους κλήρου και λαού, που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη της αποφατικής Ορθόδοξης Θεολογίας απ’ την παιδεία του, και την συνεπαγόμενη αδυναμία του να διαμορφώσει αποφατική ανθρωπολογία στις τέχνες, στην πολιτική, τις επιστήμες, την καθημερινότητα. 
Η απόρριψη κάθε «ακαταλαβίστικου» από οίηση παντογνωσίας που διακρίνει όποιον φαντάζεται ότι μπορεί με νου κτιστό και μεταπτωτικό να καταλάβει και τον Άκτιστο, οδήγησε στο να αντιτάσσουμε στον θεό των αιρετικών, θεό καταληπτό, ανακυκλώνοντας την πτώση. Αγνοήσαμε ότι ακατάληπτος είναι και ο άνθρωπος που διαστέλλεται απ’ την Χάρη ώστε να «χωράει» τον Αχώρητο, και την κτίση όλη, αφού δεν εξαιρείται απ’ την αγάπη του κανένα κτίσμα (καύσις καρδίας και υπέρ δαιμόνων, Αγ. Ισαάκ). 
Αυτός ο άνθρωπος, και μόνος του μαζί με το Άγιο Πνεύμα, είναι συνοδός – συμφωνία, σύμπραξη με τον Θεό, Ορθοδοξία.
Αν στον λαό δεν επιβάλλονταν κριτήρια ξένα στη ζωή του, για να τον κάνουν μερικώς αιρετικό στην πράξη, πιο εύκολα θα καταλάβαινε ότι ο θεός των αιρετικών απρόσιτα κλειστός στα κτίσματα, τα εγκαταλείπει στην κτιστότητα τους και ούτε στον Παράδεισο δεν έχουν μετοχή στην άκτιστη ζωή, αλλά σε μια κτιστή ευτυχία παρατεινόμενη στο διηνεκές σαν φυλακή. Ο Χριστός τους δεν σταυρώνεται από αγάπη , ασύλληπτη και από τους Αγγέλους, για των άνθρωπο, αλλά για την ικανοποίηση ενός θείου θελήματος, που θίχτηκε από την παρακοή των πρωτοπλάστων. Δεν παρηγορεί μα αίσθηση άφεσης στην εξαγόρευση, και με πρόγευση αιώνιας ζωής στο αίμα Του, που ούτε θάνατος, ούτε αντίλογος θα διαψεύσουν. Τέτοια αισθητήρια που χαρίζονται σ’ όποιον αξιώνεται δίψα Θεού, συμμαρτυρούν ότι ο Χριστός τους δεν μοσχοβολάει Ανάσταση απ’ τον Επιτάφιο δίνοντας και το Πάσχα θρίαμβο στον θάνατο. Γι’ αυτό η ζωή τους δυναστεύεται από αμνησία του θανάτου, απωθώντας τον με φόβο στο υποσυνείδητο. Αδυνατώντας να θεμελιώσουν μνήμη θανάτου στην ανάσταση που τον μεταβάλλει σε κοίμηση, στηρίζουν την επικράτηση τους σε βασανιστική θανάτωση όσων αντιστάθηκαν στην πλάνη τους και τις ψυχωτικές απόπειρες τους για κοσμοκρατορία. Νομίζουν πως σκοτώνουν τον θάνατο στα σώματα των άλλων και ότι απαλλάσσονται έτσι από τους εχθρούς. Ιδιαίτερα όσους η ζωή τους μαρτυρεί πεποίθηση ανάστασης, εκθέτοντας τον θεό τους ως ανίσχυρο στον θάνατο.
Η βία ενάντια στους Ορθοδόξους που αντιστέκονται στον οικουμενισμό (Χριστιανισμό χωρίς Χριστό) προτείνοντας Ορθόδοξη οικουμενικότητα, είναι ένα ακόμα δείγμα που βρίσκεται η πλάνη: η Ορθοδοξία δεν εκβιάζει. Αυτοί που το επιχειρούν, μην αμφιβάλουν ότι απ’ την θριαμβεύουσα, που ισχύουν οι Θεόπνευστοι κανόνες, όπως και απ’ τη συνείδησή μας, το προσωπικό θυσιαστήριο κάθε πιστού, καταδικάζονται.
Ευγνωμονούμε όσους αγωνίζονται ενάντια στον κοσμοκράτορα να κρατηθεί ανόθευτη η πίστη που αφθαρτίζει. Η δίωξη τους προξενεί Χαρά που δεν παλιώνει. Η θλίψη, για τους φιλοαιρετικούς που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι οι Κανόνες δεν είναι απρόσωποι ρυθμιστές συμπεριφοράς, αλλά όριο στο θάνατο απ’ τον Άρχοντα της ζωής. 
Όσοι ασυμβίβαστοι, έστω και με κάποια υπερβολή ή κάποιες στιγμές, δεν αγωνίζονται για μιαν άποψη με νοοτροπία νίκης ενάντια στην αντίπαλη άποψη, σαν κάποιους που καταδικάζουν το κακό απ’ έξω, δίχως να το παίρνουν ούτε μια στιγμή στην πλάτη, αλλά γιατί γνωρίζουν ότι «ειρήνη» με αιρετικούς είναι έχθρα κατά του Χριστού, και των αιρετικών, γιατί αφαιρούν και απ’ αυτούς την μόνη ελπίδα να απομυθοποιηθεί ο θεός τους και να επιστρέψουν στην αυθεντική εκκλησία των προγόνων τους και να σωθούν.
Καιρός να διαβαστεί σωστά η ανιδιοτέλεια και η θυσιαστικότητα των διωκομένων και ν’ αντιληφθούν κάποιοι ότι η διοίκηση είναι για να διακονεί την Εκκλησία κι όχι για να την δυναστεύει και χωρίς ανάλογο ανάστημα. Ας στρέψει στους πραγματικούς εχθρούς της τον δυναμισμό της για ν’ αντισταθεί διαλεγόμενη στην καλπάζουσα αποχριστιανοποίηση της κοινωνίας και, αν κηρυχθεί σε διωγμό, να απαιτήσει την περιουσία της και την απαλλαγή των πολιτών απ’ την αντίστοιχη φορολογία.
Είναι επίσης ώριμο, όσοι Ιεράρχες προς τιμήν τους αντιτάσσονται ανένδοτα στην αλλοτρίωση, ν’ αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα ηγηθούν στο αυθόρμητο κίνημα των συνειδητών πιστών, που ως ακέφαλο, αδυνατεί ακόμη να αναπτύξει την δυναμική του, μέχρι που να συγκληθεί μια αληθινή Σύνοδος εν Αγίω Πνεύματι, με αδιάβλητα πρόσωπα και μεθόδους, για την καταδίκη όποιας πρακτικής και νοοτροπίας, που ενδίδει σε αλλοτρίωση της Ορθοδοξίας στο δόγμα, στη λατρεία και στο ήθος. Ίσως η καταγγελία του Ηγουμένου της Μονής Λογκοβάρδος – που συνυπογράφουμε συγχαίροντες τον για την τόλμη και την ευστοχία – να είναι η λαβή για τέτοια αρχή. Άλλες «λύσεις» που δεν θεμελιώνονται στους κανόνες και την πρακτική της Εκκλησίας, τώρα ιδιαίτερα αν συνοδεύονται από οφέλη, πρέπει μάλλον να αποκλειστούν.
Με την βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να επικρατήσουν αλλότριοι, προσευχή, αντίσταση και συνοχή.

Πελίτης Ιωάννης, Θεολόγος

Θα έρθει εποχή, που ο φίλος για τον φίλο, θα είναι ιερέας και εξομολόγος



Θα έρθει εποχή, κατά την οποία ο φίλος για τον φίλο, θα είναι ιερέας και εξομολόγος, και όχι ''συνεργάτης'' στην συγκέντρωση πλούτου, και την απόλαυση αυτού του κόσμου...

Θα έρθει εποχή, κατά την οποία ο φίλος θα είναι για τον φίλο παρηγορητής και γιατρός, και όχι αποπλανητής και εξολοθρευτής της ψυχής...

Όταν έρθει αυτή η εποχή, τότε θα αρχίσει η αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. 
Μα όσο μακριά και αν είναι αυτή η εποχή, βρίσκεται καθ΄οδόν και θα έρθει.

Η ''αγάπη''με την οποία σήμερα οι άνθρωποι αγαπιούνται οδηγεί και στήν αυτοκτονία.

Αλλά όταν έρθει εκείνη η εποχή, θα φέρει μαζί της και την Αγάπη η οποία θα καθοδηγεί προς τη Ζωή...

"Αργά βαδίζει ο Χριστός'' ~ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Γέμισαν οι εκκλησίες με κληρικούς και λαικούς που πιστεύουν σε έναν Χριστό Ασταύρωτο



Σήμερα προβάλλεται από όλους τους «αγωνιστές» ο σύγχρονος Χριστός.
Ένας Χριστός Ασταύρωτος κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ανθρώπων. 
Γίναμε χριστιανοί αγνώριστοι σε σημείο να μη διαφέρουμε από απίστους και άθεους και σε πολλά σημεία να τους ξεπερνούμε.
Κληρικοί που υποτίθεται ότι είναι η προσωπική φρουρά του Χριστού, να φοβούνται να ομολογήσουν τον Κυριο που υποσχέθηκαν να υπηρετήσουν. Εγιναν φίλοι με τον εχθρό του Βασιλιά. Δόγμα έγινε η Σιωπή η καριέρα και το προσωπικό βόλεμα.
Σήμερα η ορθοδοξία είθισται να ταυτίζεται μόνον με την αποδοχή του Χριστού. Δηλαδή επειδή δεχόμεθα τον Χριστόν και επειδή πηγαίνουμε στην Εκκλησία και ανάβουμε κανένα κεράκι, και επειδή πηγαίνομε σε καμιά θρησκευτική εκδήλωση, υποτίθεται ότι κλείσαμε θέση στον παράδεισο. 
θέλουμε να μιλάμε για την αλλαγή της θρησκευτικής νοοτροπίας του ανθρώπου, ενώ στην πραγματικότητα αντικαθιστούμε στην ψυχή του, την παλαιά δεισιδαιμονία με την καινούργια.
Η ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα εγινε ακραιφνώς Προτεσταντική.
Να βρούμε 4 ντουβάρια με έναν ιερεα να ακουσουμε του κυρίου δεηθώμεν… να πάρουμε αντίδωρο και είμαστε εντάξει, δεν μας ενδιαφερει τίποτα άλλο. Ποιος είναι αυτός ο Ιερεας, αν είναι καθηρημένος, ποιον επίσκοπο μνημονευει, τι πιστευει αυτος ο επισκοπος, αν είναι εκκλησία ο επίσκοπος που μνημονευτηκε… όλα αυτά για τον σύγχρονο «αγωνιστή» είναι λεπτομέρειες που δεν άπτονται της σωτηρίας του.
Οι ομολογητές και οι Μάρτυρες είναι πλεον μόνο για ανάγνωση στις θρησκευτικές εκδηλώσεις, για τα κατηχητικά, και σαφώς για τους άλλους.
Μόνο στον περασμένο αιώνα είχαμε σε Ρωσία Κίνα 80.000.000 εκτελέσεις χριστιανών σε ομαδικούς τάφους. Αλλά ξέχασα, Η Ρωσία κείται μακράν… [ να δεις ποιος άλλος το είπε… ]
Εάν δεν αλλάξουμε την παραπάνω φιλοτόμαρη νοοτροπία τότε σε τι διαφέρουμε από τους αιρετικούς; Στο Δόγμα; 
Και τι να το κάνουμε το Ορθόδοξο Δόγμα όταν δεν το ενεργούμε με τα έργα;
Το Δόγμα έτσι δεν ωφελεί σε τίποτα και κανέναν. 

Η Ορθοδοξία έχει κόστος. 
Ο αγώνας έχει κόστος. 
Τι σου στοίχησε η Ορθοδοξία; 
Τι σού στοίχησε ο αγώνας; 
Ποιό είναι το κόστος;

+ΙΓΖ