.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Το άγιο θέλημά Σου...



Ο αγώνας που κάνει ο Χριστιανός γίνεται όχι για να πη στον Θεό:

«Εγώ είμαι εντάξει· δικαιούμαι την σωτηρία» -γιατί τότε θα ήταν ένας Φαρισαίος- αλλά για να πει στον Θεό:

«Κύριε, παρ’ όλη την αδυναμία μου και την αμαρτωλότητά μου, εγώ σε αγαπώ. Και σαν έκφραση της αγάπης μου, προσπαθώ να κάνω τις εντολές Σου και το άγιό Σου θέλημα. Και από Εσένα εξαρτάται, αν θα μου δώσεις την σωτηρία και αν θα μου δώσεις την Χάρη Σου”.

Γέροντας Γεώργιος Καψάνης

Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι....



Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη. 

–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.

. Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περ­νοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.

–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
. Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύν­θηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
. Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.

. Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κά­ποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

. Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦ­με… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. 
Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμφωνεῖς;

Τό σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καί μοιάζει μέ στολή τῆς ψυχῆς. Μή μολύνεις τήν ὄμορφη αὐτή στολή σου !



''Μή λές ὅτι τό σῶμα εἶναι αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Γιατί, ἄν τό σῶμα εἶναι αἰτία τῆς ἁμαρτίας, τότε γιατί ὁ νεκρός δέν ἁμαρτάνει; Βάλε στό δεξί χέρι κάποιου νεκροῦ, πού μόλις πέθανε, ἕνα ξίφος. Φόνος δέν θά γίνει. Ἄς περάσουν πλάι ἀπό νεκρό νεό, μόλις πεθάνει, χίλιες καλλονές. 

Δέν πρόκειται νά τοῦ δημιουργηθεῖ καμιά ἐπιθυμία πορνείας. Γιατί; Ἐπειδή τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἁμαρτάνει ἡ ψυχή, ἐνεργώντας μέ τό σῶμα. Τό σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καί μοιάζει μέ ροῦχο καί στολή τῆς ψυχῆς. Κι ἄν παραδοθεῖ ἀπό αὐτή στήν πορνεία, γίνεται ἀκάθαρτο. 

Ἄν ὅμως συζήσει μέ ἅγια ψυχή, γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τά λέω ἐγώ αὐτά, ἀλλά τά ἔχει πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δέν ξέρετε ὅτι τά σώματά σας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού βρίσκεται μέσα σας;» (Α΄ Κορ. 6,19). 

Νά φροντίζεις λοιπόν τό σῶμα σάν νά εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Μή φθείρεις μέ πορνεῖες τή... σάρκα σου. 

Μή μολύνεις τήν ὄμορφη αὐτή στολή σου. Κι ἄν ἔτυχε καί τή μόλυνες, πλύνε την τώρα μέ τή μετάνοια, ἐπειδή τώρα εἶναι καιρός λουτροῦ παλιγγενεσίας.''

Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
Κατήχηση Δ΄. ΚΓ΄ σελ. 147

«Ὁ ἀδελφός σας εἶναι στόν Παράδεισο γιατί ποτέ δέν κατέκρινε κανέναν σας!»



Κάποτε πολὺ παλιὰ σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Άγιον Ὅρος, πρὶν ἀκόμα ἡ ἀνθρωπότητα μάθει τί εἶναι τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ἦταν μία μικρὴ ἀδελφότητα νέων κατὰ βάσει μοναχῶν μὲ τὸν Γέροντά τους, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ αὐτὸς σχετικὰ νέος. 
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀδελφότητα ὑπῆρχε ὅμως καὶ ἕνας μεγάλος σὲ ἡλικία παππούλης. 
Ὁ παππούλης τῆς ἱστορία μας, λοιπόν, δὲν ἔλεγε ποτὲ καλημέρα καὶ περπατοῦσε πάντα μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα.

Ὅποτε συναντοῦσε κάποιον ἀδελφό του σταματοῦσε μπροστά του χωρὶς νὰ σηκώσει τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ κατευθείαν γυρνοῦσε τὴν πλάτη του καὶ ἄλλαζε πορεία. Δὲν πήγαινε ποτὲ στῆς Παρακλήσεις καὶ στοὺς Ἑσπερινούς. Μπορεῖ νὰ τὸν ἔβλεπαν καμιὰ φορᾶ στὸ ἀπόδειπνο μετὰ τὴν τράπεζα, ἀλλὰ θὰ ἔφευγε πρὶν τελειώσει. Μονάχα τὶς Κυριακὲς πήγαινε στὴν Λειτουργία καθυστερημένος καὶ καθόταν μέχρι νὰ τελειώσει. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί του τὸν χαρακτήριζαν μονόχνωτο, παράξενο καὶ τὸν συκοφαντοῦσαν συνέχεια στὸν Γέροντά τους. Πολλὲς φορὲς ὁ Γέροντας μπῆκε στὸν πειρασμὸ νὰ τὸν ἐπιπλήξει γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ αὐτή, ἀλλὰ κάθε φορᾶ κάτι τὸν σταματοῦσε καὶ τὸν δικαιολογοῦσε λέγοντας πὼς εἶναι «καμώματα τῆς ἡλικίας». Κάποια μέρα λοιπὸν… κάλεσε ὁ Καλὸς Θεούλης τὸν Παππούλη μας καὶ αὐτὸς ἔφυγε γιὰ πάντα γιὰ ἕνα πολὺ μακρινὸ ταξίδι.

Οἱ ἀδερφοί του δὲν στεναχωρήθηκαν καθόλου γιὰ τὴν ἀπώλειά του. Ἴσα, ἴσα χάρηκαν κιόλας, γιατί δὲν θὰ ἔβλεπαν ἄλλο τὸ ξινισμένο γέρικο πρόσωπό του. Ἀναρωτιόντουσαν ὅμως: «τι κατάληξη θὰ ἔχει ἡ ψυχούλα αὐτοῦ του παράξενου γεράκου ποῦ δὲν τελοῦσε κανένα ἀπὸ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα;» Τὸ ρώτησαν στὸ Γέροντά τους καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρὰ τοῦ εἶπε νὰ κάνουν γιὰ 40 μέρες προσευχὴ καὶ νηστεία καὶ τότε θὰ τοὺς φανερώσει ὁ Καλὸς Θεούλης τί ἔγινε μὲ τὴν ψυχούλα τοῦ γέρου ἀδελφοῦ τους. 
Μετὰ ἀπὸ 40 μέρες Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸ Γέροντα καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Γεράκος τοὺς εἶναι στὸν Παράδεισο κοντὰ στὸν Καλὸ Θεούλη καὶ προσεύχεται γιὰ αὐτοὺς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Γέροντας ἀπόρησε. Ρώτησε τὸν Ἄγγελο: «Μα πῶς; Ἀφοῦ…»

Πρὶν προλάβει ὅμως νὰ τελειώσει αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ πεῖ τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἄγγελος: 
«Ὁ ἀδελφός σας εἶναι στὸν Παράδεισο γιατί ποτὲ δὲν εἶπε κακὸ λόγο γιὰ ἀδελφό του καὶ ποτὲ δὲν κατέκρινε κανέναν σας! Πάντα τὸ βλέμμα τοῦ κοιτοῦσε στὸ ἔδαφος γιὰ νὰ μὴν δεῖ κανέναν σας καὶ τὸν κακολογήσει, δὲν ἐρχόταν στὶς ἀκολουθίες γιὰ μὴν δεῖ κανέναν ἀδελφὸ νὰ κοιμᾶται στὸ στασίδι του, ἢ νὰ μὴν κάνει τὶς μετάνοιές του καὶ τὸν κρίνει». Ὁ Γέροντας ἔμεινε ἄφωνος.

Τὰ νέα γρήγορα διαδόθηκαν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ὄχι μόνο στὸ μικρὸ κοινόβιο ἀλλὰ καὶ στὶς γύρω Μονὲς καὶ Σκῆτες. Ἀντὶ γιὰ χαρὰ ὅμως ἁπλώθηκε μία ἀπέραντη λύπη. 
Μέχρι καὶ τὰ πουλιὰ σίγησαν ἐκείνη τὴν μέρα. Ὁ ἀέρας δὲν φύσηξε καὶ τὰ λευκὰ προβατάκια τῆς θάλασσας σταμάτησαν νὰ γλύφουν τοὺς τοίχους τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ οὔτε τὰ ἄστρα βγῆκαν στὸν οὐρανό. Θρηνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ θρηνοῦσε καὶ ὅλη ἡ γῆ μαζί τους.

Μακάρι νὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε ἔστω λίγη ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ Ἅγιου αὐτοῦ Παππούλη καὶ ἂς μᾶς λέγανε παράξενους…

Περιοδικό ΡΩΜΝΙΟΣ

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, 29 Μαΐου 1453



Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ.
Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.
Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.
Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!
Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. 
Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.
Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.
Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.
Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.
Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.
Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.
Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε.
Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.
Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους.
Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.
Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;
Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες.
Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.
Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.
Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Φώτης Κόντογλου

4η Σταυροφορία - Ο σκοτεινός ρόλος των Παπικών στην ιστορία της πτώσεως της Πόλης

Πριν από την άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, υπήρξε άλλη μια άλωση, από τους Λατίνους. Η άλωση αυτή, αδυνάτισε την πόλη, και την έκανε αργότερα εύκολο θύμα για τους Τούρκους. Να τι διαδραματίσθηκε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204 και έμεινε ανεξίτηλο μαζί με τα υπόλοιπα γεγονότα της Φραγκοκρατίας στη μνήμη των Ελλήνων:...
Μετά την επίσημη αναγνώριση των Ευρωπαίων ως κατακτητών του Βυζαντίου, άρχισε η χωρίς οίκτο λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν εσφάζοντο επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. 
Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, (αφού προηγουμένως το έκαναν κομμάτια), μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε άσεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. [Π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β΄ Μακεδόνα πετάχθηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Ευρωπαίοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά»].
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης: τόσο της κλασσικής αρχαιότητας [π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ήρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσάς μας] όσο και της βυζαντινής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλιωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Μόνο οι Βενετοί μπόρεσαν να σώσουν ορισμένα από αυτά, όπως τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου που τα μετέφεραν στη Βενετία και τα τοποθέτησαν στο ναό του Αγίου Μάρκου. Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το βυζαντινό πολιτισμό του οποίου ήταν θαυμαστές και αντιγραφείς, αλλά και λόγω των γνωριμιών τους με τους Έλληνες ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων. 
Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι. Τα αγάλματα θεών και ηρώων της αρχαιότητας, που οι Βυζαντινοί τα σεβάστηκαν για τόσους αιώνες, που δεν τα κατέστρεψαν (όπως ψευδώς λένε μερικοί), αλλά τα είχαν για να στολίζουν την πόλη τους, καταστράφηκαν σε μια στιγμή από τους βαρβάρους Σταυροφόρους!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Δυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν επίσης παρών στην Άλωση της Πόλης:
"Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..) 
Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους. (...)"
Αυτή ήταν η απαρχή της Φραγκοκρατίας, και κάνει σαφέστατη την απάντηση στο ερώτημα μερικών: γιατί αντιπαθούσαν τόσο πολύ οι Έλληνες του 1453 τους Λατίνους; Στην Κρήτη είχαν αρχίσει να γράφουν τα ελληνικά με λατινικό αλφάβητο λόγω λατινικής επιρροής! Οι Τούρκοι δεν τους απαγόρευαν τη θρησκεία ή τη γλώσσα και τέλος πάντων, οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας που ήταν ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι ως τον 11ο αι. εκλατινίστηκαν όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν την Ιταλία και σήμερα ελάχιστοι μιλούν ελληνικά, ενώ ως τον 20 αι. υπήρχαν στη Μικρά Ασία εκατομμύρια ελληνικών πληθυσμών που διατήρησαν την ελληνοφωνία και την ορθοδοξία και επέστρεψαν στην Ελλάδα. 
Ναι, οι Τούρκοι εξισλάμισαν και τουρκοποίησαν πολλούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά όχι όλους! Έμειναν 3 εκατομμύρια το 1922. Οι Λατίνοι τους εκλατίνισαν όλους τους κατοίκους της Νότιας Ιταλίας. Τι ήταν λοιπόν το λιγότερο δυσάρεστο, ο χαμός όλων ή ο χαμός πάρα πολλών αλλά όχι όλων; Γιατί, ας μη ξεχνάται, μόνο η Πόλη είχε απομείνει και δεν υπήρχε ελπίδα επανάκτησης των εδαφών Βαλκανίων-Μικρασίας, ούτε και η Δύση ενδιαφέρθηκε να κάνει πόλεμο στους Τούρκους για χάρη των Ελλήνων. Δύο πλοία και 700 στρατιώτες έστειλε η Δύση το 1453, ενώ είχε ήδη υπογραφεί η Ένωση των Εκκλησιών. Τόσα πολλά. Τόσο πολύ νοιαζόταν για εμάς.

http://agiameteora.net/

Γιατί έπεσε η Βυζαντινή αυτοκρατορία; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Γιατί ἔπεσε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία;

«Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς 
μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126,1)

«Μνήσθητι, Κύριε, ὅ,τι ἐγενήθη ἡμῖν· ἐπίβλεψον καὶ ἰδὲ τὸν ὀνειδισμὸν ἡμῶν. Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν… Ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαύθημεν… Οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον, οὐχ ὑπάρχουσιν· ἡμεῖς τὰ ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν… Ἔπεσεν ὁ στέφανος ἡμῶν τῆς κεφαλῆς· οὐαὶ δὴ ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν» (Θρ. Ἱερ. 5,1-2,5,7,16).

Τίποτε, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τυχαῖο στὸν κόσμο. Οὔτε μιὰ σταγόνα νεροῦ οὔτε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὰ δέντρα δὲν πέφτει χωρὶς κάποια αἰτία. Κάθε πρᾶγμα ἢ γεγονὸς ἔχει τὴν αἰτία του. Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος εἶνε παγκόσμιος.
Ἡ αἰτία ἐπιφέρει ἀποτέλεσμα, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα προϋποθέτει αἰτία, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα γίνεται αἰτία ἑνὸς νέου ἀποτελέσματος. Δημιουργεῖται ἔτσι μία μακρὰ ἁλυσίδα ἀπὸ αἰτίες καὶ ἀποτελέσματα, ποὺ ἐλάχιστοι μόνο κρίκοι της εἶνε ὁρατοί· οἱ ὑπόλοιποι κρύβονται ὅπως οἱ κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ποὺ ῥίχνεται στὰ βαθειὰ τῆς θαλάσσης. Οἱ ἄνθρωποι ἐρευνοῦν γιὰ νὰ βροῦν τὰ βαθύτερα αἴτια. Ἀξιέπαινη ἡ ἔρευνα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλ᾿ ὄχι σπάνια ἡ ἔρευνα γιὰ νὰ βρεθῇ ἡ αἰτία, ἀποτυγχάνει· ὁ νοῦς τῶν
ἐπιστημόνων πλανᾶται, λοξοδρομεῖ, πέφτει σὲ λαβύρινθο ἀμφιβολιῶν καὶ βγάζει σφαλερὰ συμπεράσματα, ποὺ δὲν δίνουν τὴν εἰκόνα τῆς πραγματικῆς αἰτίας τῶν γεγονότων. 
Πόσοι π.χ. ἀσθενεῖς δὲν πεθαίνουν κάθε χρόνο ἀπὸ κακὴ διάγνωσι; ἡ βαθύτερη αἰτία τῆς ἀσθενείας τους, παρ᾿ ὅλη τὴν ἔρευνα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, δὲν ἀνακαλύφθηκε· ὡς αἰτία θεωρήθηκε κάτι ἄλλο, ἄσχετο μὲ τὴν ἀσθένειά τους. Μία κακὴ ἑρμηνεία γεγονότων γίνεται πηγὴ συμφορῶν.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ προκειμένου γιὰ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν πτῶσι τοῦ Βυζαντίου. Ἀπὸ ὅσα μαρτυροῦν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅτι «ἡ ἀπερίγραπτη ἐκείνη συμφορὰ δὲν ἐπῆλθε μόνη της· ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς γενικῆς ἐξαχρειώσεως τοῦ ἔθνους, ὅτι κυρία αἰτία δὲν ἦταν τόσο ἡ δύναμι τοῦ κατακτητοῦ ὅσο οἱ ἁμαρτίες ποὺ πλημμύρισαν τὸν πολιτικό, κοινωνικὸ καὶ ἰδιωτικὸ βίο» (Νικηφόρος Καλογερᾶς μτφρ.).
Πράγματι ἡ Πόλις καὶ μαζί της ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔπεσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν κατοίκων της. Μπορεῖ ὁ μαθητὴς τῆς σχολῆς τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ (σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία μόνο ὁ οἰκονομικὸς παράγων εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ῥυθμίζει τὴν ἐξέλιξι τῶν κοινωνιῶν), νὰ μᾶς εἰρωνευθῇ γιὰ τὴν ἀφελῆ, κατ᾿ αὐτόν, ἑρμηνεία ποὺ δίνουμε. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποκλείει ἀπὸ τὴν ἱστορία τὴν ὕπαρξι ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ παράγοντος καὶ ἀποδίδει τὰ πάντα στὴ συστολὴ ἢ διαστολὴ τοῦ στομάχου καὶ Θεὸ ἔχει τὴν ὕλη, αὐτὸς μυωπάζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὰ ἀπώτερα αἴτια καὶ τοὺς παράγοντες ἐκείνους ποὺ ἡ ἐπίδρασί τους στὴν ἐξέλιξι τῶνἀνθρωπίνων κοινωνιῶν εἶνε τεραστία. Πίσω ἀπὸ τὴν ὕλη κρύβεται τὸ πνεῦμα. Πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους ὑπάρχουν οἱ ἠθικοὶ νόμοι, ποὺ ἡ μὲν αὐστηρὴ τήρησί τους ἐπιφέρει τὴν κοινωνικὴ ἀκμὴ καὶ πρόοδο, ἐνῷ ἡ ἀσύστολη παράβασί τους ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ λαὸ ἐπιφέρει τὴν ἐξασθένησι, τὸν ἐκφυλισμὸ καὶ τὸν ὁλοκληρωτικὸ ὄλεθρο τῶν ἐθνῶν.
Ἕνα μικρὸ ἔθνος, ποὺ οἱ πολῖτες του ζοῦν μὲ φόβο Θεοῦ κ᾽ εἶνε πρόθυμοι νὰ ἀκοῦνε καὶ γρήγοροι καὶ δραστήριοι στὸ νὰ ἐφαρμόζουν τοὺς ἠθικοὺς νόμους του, εἶνε ἀδύνατον νὰ νικηθῇ, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἐχθρὸς ποὺ τοῦ ἐπιτίθεται διαθέτῃ δεκαπλάσιες καὶ εἰκοσαπλάσιες δυνάμεις· διότι ἕνας πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ καταδιώξῃ χίλιους ἀπίστους καὶ ἀσεβεῖς (Δευτ. 32,30. Ἰησ. Ναυῆ 23,10).
Ἔχει μαζί του σύμμαχο τὸν Κύριο! Ποιός ἄλλος μεγαλύτερος σύμμαχος ὑπάρχει ἀπὸ αὐτόν; Ἀντιθέτως ἕνα μεγάλο ἔθνος, ποὺ οἱ πολῖτες του εἶνε καθημερινοὶ παραβάτες τῶν ἠθικῶν νόμων καὶ φρικτοὶ ὑβρισταὶ τῆς θείας μεγαλωσύνης τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ζοῦν μιὰ ζωὴ ἁρπαγῆς καὶ ἀκολασίας, τὸ ἔθνος αὐτὸ θὰ καταρρεύσῃ. Τίποτε δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τοῦ προσφέρῃ ὁ πιὸ ἰσχυρὸς ἐξοπλισμός, οἱ πλωτοὶ κολοσσοὶ στὴ θάλασσα, τὰ ὑπερφρούρια στὸν ἀέρα, τὰ τεχνητὰ τείχη στὴν ξηρά.
Γιὰ 'κεῖνον ποὺ φοβᾶται τὸ Θεὸ ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης γίνεται φρούριο ἀπόρθητο, ἐνῶ γιὰ τὸν ἀσεβῆ, τὸν ἀναιδῆ περιφρονητὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, θὰ ἔρθῃ στιγμὴ ποὺ καὶ τὰ χαλύβδινα τείχη ποὺ τὸν προστατεύουν θὰ γίνουν πιὸ ἀδύναμα κι ἀπὸ ἱστὸ ἀράχνης, ξερὴ καλαμιὰ ποὺ καίγεται μ᾽ ἕνα σπίρτο. Τίποτε δὲν πρόκειται νὰ σώσῃ τὸν ὑπερήφανο ἀσεβῆ, τὸν ἀμετανόητο λαό. Ὅπως λέει ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ὀβδιού, «Ἐὰν μετεωρισθῇς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιάν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε», δηλαδή· Ἂν ὑψωθῇς σὰν ἀετὸς κι ἂν στήσῃς τὴ φωλιά σου ἀνάμεσα στὰ ἄστρα, ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ σὲ κατεβάσω (Ὀβδ. 4).
Ὁ Θεὸς δὲν στέκεται σὰν ἕνας ἀπαθὴς θεατὴς τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Εἶνε ὁ δίκαιος Κριτής. Φαίνονται τὰ ἴχνη του διὰ μέσου τῶν σελίδων τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Διαβαίνει ἀμείβοντας τὴν ἀρετή, τιμωρώντας τὴν κακία, καὶ ἀπ᾽ τὸ πικρὸ ἡ ἄπειρη Σοφία του ξέρει νὰ βγάζῃ τὸ γλυκύ· ἀπ᾽ τὴν κοπριὰ τὰ εὐωδιαστὰ ἄνθη τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καὶ ἱερᾶς κατανύξεως, κι ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ 1453 νὰ βγάζῃ τὸ ἡρωικὸ 1821.
Κάθε χρόνο, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἂς μελετοῦμε σοβαρὰ τὴν ἱστορία καί, βλέποντας ὅτι ἡ κυρία αἰτία τῆς συμφορᾶς ἐκείνης ἦταν ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐπλεόνασε, ἂς ἀντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα. Τὰ παθήματα τῶν προγόνων ἂς γίνουν μαθήματα γιὰ μᾶς. Τὸ ἕνα, ποὺ πρέπει νὰ ἑλκύσῃ ἀμέριστη τὴν προσοχὴ κλήρου καὶ λαοῦ, εἶνε τοῦτο· ὅλοι ἐμεῖς ποὺ κατοικοῦμε τὴ μαρτυρικὴ αὐτὴ γωνιὰ τοῦ κόσμου, «ποὺ φτάσαμε στὰ τέλη τῶν αἰώνων» (Α΄ Κορ. 10,11), ἂν ἀγαποῦμε τὸν Κύριο, ἂς τηροῦμε τὶς ἐντολές του, ἂς «ἀποστυγῶμεν τὸ πονηρόν» ἂς ἀπεχθανώμαστε δηλαδὴ τὸ κακό (Ρωμ. 12,9) ὁπουδήποτε κι ἂν τὸ συναντήσουμε· συγκεκριμένα δηλαδή, νὰ μισοῦμε δυνατὰ τὴ θεομπαιξία, τὴ σιμωνία, τὴ βλασφημία, τοὺς ὅρκους, τὴ φιλοδοξία, τὴν ἁρπαγή, τὴν ἀκολασία, τὴν κακὴ ἐπιθυμία, τὴ φιλαργυρία, «τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5). Αὐτὰ τὰ πάθη ἔγιναν οἱ νεκροθάφτες τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὰ στάθηκαν οἱ ἰσχυρότεροι σύμμαχοι τοῦ κατακτητοῦ. 
Χωρὶς τὴ δική τους βοήθεια ποτέ ὁ Μωάμεθ ὁ Β΄ δὲν θὰ ἔμπαινε στὴν Πόλι, ἡ σημαία τοῦ σταυροῦ θὰ κυμάτιζε στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξι τῶν γεγονότων.

Ἀδελφοὶ Ἕλληνες!Μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα σᾶς προσφωνῶ κατὰ τὴ θλιβερὴ αὐτὴ ἐπέτειο. Ἂς βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ κι ἂς ρωτήσουμε καθένας τὸν ἑαυτό του κι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο· Ζῇ μέσα μας ἡ ὀρθὴ πίστι, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη στὸν Κύριο καὶ τὸν πλησίον;
Ἂν εἶνε μαζί μας ὁ Κύριος, τότε ἡ πατρίδα μας θὰ εἶνε ἀπόρθητο φρούριο. Ἂν ὅμως πλήθυνε ἡ ἀνομία, πάγωσε ἡ ἁγνὴ ἀγάπη, νεκρώθηκε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, ὑψώθηκαν ἀνάμεσά μας ξένοι βωμοί, νέα εἴδωλα τοῦ ψευτοπολιτισμοῦ, τότε νέα συμφορά, μεγαλύτερη σὲ βάθος καὶ ἔκτασι ἀπὸ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, θὰ πέσῃ στὸ ταλαίπωρο ἔθνος μας.
Ὁ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» , δὲν ἐμπαίζεται (Γαλ. 6,7). Εἶνε «πῦρ καταναλίσκον», φωτιὰ ποὺ κατατρώει (Δευτ. 4,24· 9,3. Β. 12,29).

Κανένας ἔξυπνος οἰκονομικὸς συνδυασμός, καμμιά συμμαχία μὲ ξένα κράτη δὲ θὰ μᾶς σώσῃ, ἂν ἀπιστοῦμε καὶ νεοειδωλολατροῦμε καὶ βλασφημοῦμε καπηλικῶς τὰ θεῖα. Ἱστὸ ἀράχνης ὑφαίνουμε, ἕνα λεπτὸ καλάμι θὰ μᾶς διαλύσῃ.

Ἀδελφοὶ Ἕλληνες! Ἀπὸ μᾶς, ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός, ἐξαρτᾶται ἡ ἀποτροπὴ μιᾶς νέας συμφορᾶς. Ἐμπρός μας σήμερα βρίσκονται «ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» (βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,17)·ἡ ζωὴ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, ὁ θάνατος μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἂς ἐκλέξουμε τὴ Ζωὴ τὴν ἀθάνατη.Ἂς γευθοῦμε τὴν ἀθάνατη Ζωή, τὸΧριστό, κοινωνώντας μαζί του μὲ λόγια, μὲ ἔργα καὶ μὲ τὰ μυστήρια. Ὁ Χριστὸς νὰ πηγαίνῃ μπροστὰ καὶ νὰ ὁδηγῇ. Ὁ Χριστὸς ἂς βασιλεύσῃ μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὸς ἂς ῥυθμίζῃτὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακὴ καὶ τὴν ἐθνική μας ζωή. Αὐτὸς καὶμόνο νὰ εἶνε ὁ Θεός μας· τὸ ὄνομά του ἔχουμε ἐπικαλεσθῆ· ἐκτὸςἀπὸ αὐτὸν δὲν ξέρουμε ἄλλον.
Ἂν προσπέσουμε ἐμπρός του μὲ μετάνοια νινευϊτικὴ ζητώντας τὸ ἄπειρο ἔλεός του, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα, ἐλπίδα ὄχι ἀπατηλή, ὅτι ἡ πατρίδα μας ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι θὰ βγῇ σὲ νέο φῶς, θὰ δῇ καλύτερες ἡμέρες, καὶ σὰν ὀρθρινὸ ἀστέρι θὰ λάμπῃ πάλι ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως!

29 Μαϊου 1453 - Γιατί πρέπει σήμερα να θυμώμαστε την Άλλωση



Πεντακόσια εξήντα δύο χρόνια πέρασαν από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαϊου 1453. Τότε που ακούστηκε η κραυγή "Εάλω η Πόλις" καί η Βασιλεύουσα, η Πόλη των Αγίων, των Αυτοκρατόρων και των θρύλων, πέρασε υπό την κατοχή του Οθωμανού δυνάστη. Ετσι άρχισε η Τουρκοκρατία. Το Γένος απεβίωσε, αλλά η Κωνσταντινούπολις και η Αγιά Σοφιά παραμένουν σε ξένα χέρια. Σήμερα τιμούμε τους πεσόντες κατά την πολιορκία και κατά την Άλωση, διαβάζουμε τους θρήνους και τους θρύλους, συγκινούμεθα και διδασκόμεθα. Διότι αυτή είναι η αξία της ιστορικής μνήμης. Να αποτελεί μάθημα ες αεί για τις νεώτερες και τις απερχόμενες γενιές.

1) Πρέπει να θυμόμαστε την Άλωση για να αποτίουμε ένα διαρκή και μεγάλο φόρο τιμής στο Βυζαντινό κράτος, την Ρωμανία όπως την αναφέρουν τα κείμενα της εποχής, το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκό κράτος του Ελληνικού Έθνους, όπως το χαρακτηρίζει ο νεώτερος βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυνθηνός. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη άντεξε επί 11 αιώνες.
Μετά την Άλωση από τους Σταυροφόρους το 1204 η εδαφική της έκταση και το σφρίγος της περιορίσθηκαν σημαντικά.Παρέμεινε όμως καθ' όλην την διάρκεια του βίου της το κράτος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η επιτυχής και δημιουργική συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Η Ελληνορθόδοξη παράδοση υπήρξε το αποτέλεσμα αυτής της συναντήσεως και το Βυζάντιο την διέδωσε με ειρηνικό τρόπο στους γειτονικούς λαούς. Αυτήν την ιεραποστολική δράση των Βυζαντινών προγόνων μας καταδεικνύουν και μαρτυρούν οι πολιτισμοί των σημερινών λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Ρώσος Πατριάρχης Αλέξιος παραδέχθηκε, όταν βρέθηκε το 1992 στην Αθήνα, ότι η Ρωσία είναι πνευματικό τέκνο του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού του Βυζαντίου. Ο Ρουμάνος Ιστορικός και πολιτικός του 20ου αιώνος Νικολάϊ Γιόργκα χαρακτήρισε την Μολδοβλαχία μετά την Άλωση ως "το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο". Και το κυριλλικό ελληνογενές αλφάβητο που χρησιμοποιούν πολλοί σλαβικοί λαοί αποτελεί έμπρακτη επιβεβαίωση της ακτινοβολίας του Βυζαντινού πολιτισμού. Αυτόν, λοιπόν, τον πολιτισμό πρέπει να διδάσκουμε και να διδασκόμαστε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες.

2) Πρέπει να θυμόμαστε την Άλωση, διότι μέσα από τις διηγήσεις των ιστορικών της εποχής ξετυλίγεται η Ελληνική Διάρκεια, η διαχρονική πορεία των αξιών του Ελληνισμού. Η συγκλονιστική ομιλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στις 28 Μαϊου πριν από την τελική επίθεση των Οθωμανών μας διδάσκει γιατί αγωνιζόμαστε: Για την Πίστη, για την Πατρίδα, για τους συγγενείς μας. Προσθέτει και τον βασιλέα, διότι εκείνο ήταν το πολίτευμα της εποχής. Όμως το τρίπτυχο Πίστη, Πατρίδα, συγγενείς, που αναφέρει ο τελευταίος Αυτοκράτορας, μας συνδέει με τον όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων και με τον παιάνα των Σαλαμινομάχων, το "Ότε παίδες Ελλήνων" και φθάνει αυτή η Ελληνική Διάρκεια μέχρι την προκήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, που έγραφε τον Φεβρουάριο του 1821 "Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος", και μέχρι τά λόγια του Κολοκοτρώνη προς τους μαθητάς του πρώτου Γυμνασίου της Ελεύθερης πλέον Αθήνας: "Όταν πιάσαμε τ' άρματα είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος" . Αυτές είναι οι διαχρονικές αξίες του Ελληνισμού. Αυτός ο ηθικός δεσμός ενώνει τον Παλαιολόγο με τους Σαλαμινομάχους και με τον Κολοκοτρόνη και με το 1940. Μαχόμεθα για την Πίστη, την Πατρίδα, την Οικογένεια όσο κι αν κάποιοι μας χαρακτηρίζουν ....αναχρονιστικούς. Τιμώντας την μνήμη των προδρόμων και των μαρτύρων της Ελληνικής Διαρκειας εμείς γι' αυτά θα συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε!

3) Θυμώμαστε τα γεγονότα της εποχής πριν και γύρω από την άλωση, διότι μας διδάσκουν την πολύτιμη συμβολή της Ορθοδόξου εκκλησίας μας στην επιβίωση του Γένους μας. Λίγες δεκαετίες προ της αλώσεως είχαμε μία έντονη και αυταρχική παρέμβαση της τότε Πολιτείας προς την εκκλησία. Η αυτοκρατορική εξουσία πίστεψε -φευ!- ότι αν υπογράψουμε την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Πάπα, θα έχουμε μεγάλη βοήθεια από την Δύση κατά των Οθωμανών. Το 1438 -39 στην Φερράρα και στην Φλωρεντία σύρθηκαν με πιέσεις και εξευτελισμούς οι εκκλησιαστικοί ηγέτες στην υπογραφή της ψευδοενώσεως των εκκλησιών. Ο Μάρκος ο Ευγενικός, Επίσκοπος Εφέσου, αρνήθηκε να υπογράψει και έσωσε την τιμή της εκκλησίας. Προσέξτε: Δεν αρνήθηκε να συζητήσει, διότι η Ορθοδοξία δεν αρνείται τον διάλογο. Αρνείται την υποταγή. Και από αυτούς που υπέγραψαν μία μεγάλη μορφή απέσυρε την υπογραφή της μόλις επέστεψε στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για τον Γεώργιο Σχολάριο, τον μετέπειτα Γεννάδιο, πρώτο Πατριάρχη μετά την Άλωση.
Ο λαός ακολούθησε τον Μάρκο και τον Σχολάριο. Οι ανθενωτικοί είχαν δίκαιο, διότι παρά την υπογραφή της ψευδοενώσεως τα καράβια του Πάπα δεν φάνηκαν ποτέ στην μαχόμενη Βασιλεύουσα. Ο Βρετανός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν στο περισπούδαστο έργο του "Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία" δικαιώνει τους ανθενωτικούς λέγοντας ότι διάσωσαν την ενότητα της εκκλησίας και μόνον έτσι επεβίωσε ο Ελληνισμός. Και στο άλλο σπουδαίο έργο του, την "Άωση της Κωνσταντινουπόλως" διαψεύδει όλους τους επικριτές της εκκλησίας και του μοναχισμού τονίζοντας ότι στα θαλάσσια τείχη της Βασιλεύουσας έναν από τους πύργους τον υπεράσπιζαν Έλληνες μοναχοί.

4) Θυμόμαστε την Άλωση , διότι η ιστορία μας διδάσκει ότι όταν οι λίγοι αποφασίσουν να αντισταθούν κατά των πολλών, μπορεί να ηττηθούν πρόσκαιρα, αλλά τελικά σε βάθος χρόνου κερδίζουν. Η αντίσταση στα τείχη της Βασιλεύουσας των 5000 χιλιάδων Ελλήνων και των 2000 ξένων συμμάχων τους έμεινε στις ψυχές των υποδούλων ως τίτλος τιμής καί δέσμευση για νέους αγώνες. Η θυσία του Κωνσταντίνου Παλιολόγου στη πύλη του Ρωμανού έθεσε τις βάσεις για το 1821. Τα δεκάδες κινήματα των υποδούλων ετράφησαν από τους θρύλους του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και της Κόκκινης Μηλιάς. Αν είχαν παραδοθεί την 29η Μαϊου 1453, δεν θα υπήρχε αντίσταση και εθνεγερσία. Η συνθηκολόγηση θα ήταν ανεξήτηλη ντροπή. Ενώ η ηρωϊκή άμυνα γέννησε την υπομονή, την ελπίδα, την προσδοκία. Αυτή την ελπίδα εκφράζει και ο Ποντιακός θρήνος:

"...Η Ρωμανία πέρασεν, Η Ρωμανία πόρθεν,
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο..."

Άλλωστε και ο Θ. Κολοκοτρόνης έλεγε προς τους ξένους συνομιλητές του: "Ο βασιλεύς μας συνθήκην δεν έκαμε, η φρουρά του πολεμά ακόμη και το φρούριο του αντιστέκονται". Και εξηγούσε ότι αναφερόταν στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στους κλεφταρματολούς, στο Σούλι και στην Μάνη. Οι πεσόντες κατά την άλωση μας δόρησαν το δικαίωμα στην Μεγάλη ιδέα. Και χωρίς Μεγάλες ιδέες τα έθνη δεν πάνε μπροστά.

5) Η αντίσταση των τελευταίων μαχητών της Κωνσταντινουπόλεως και το "πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών" εμπνέει έκτοτε το ΟΧΙ του Ελληνισμού. Το 1940 κατά του Μουσσολίνι, το 1941 κατά του Χίτλερ, το 1955 στην Κύπρο κατά της αποικιοκρατίας και του αφελληνισμού. Σήμερα οφείλουμε να συνεχίζουμε να αντιστεκόμαστε με κάθε τρόπο. Οι σημερινές αλώσεις είναι μικρές και καθημερινές. Άρα ύπουλες και εξίσου επικίνδυνες. Η υπονόμευση της γλώσσας μας, η άγνοια της ιστορίας μας, η ξενομανία, οι συκοφαντίες κατά της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως μας, οι υποχωρήσεις απέναντι σε Τούρκους, Σκοπιανούς και Αλβανούς, όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν μικρές αλώσεις που απαιτούν γνώση, αντίσταση και μαχητικότητα. Δεν αρνούμαστε την επικοινωνία και την συνεργασία με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Ο Ελληνισμός ποτέ δε κλείστηκε στο καβούκι του. Θα αρνηθούμε όμως την αφομοίωση, την αλλοτρίωση, τις γκρίζες ζώνες στα εδάφη μας, στα πελάγη μας, στην Ταυτότητα μας και στις ταυτότητες μας. Θα αγωνισθούμε με όπλα πρωτίστως πνευματικά και ηθικά. Και θα διδασκόμαστε από την Παράδοση και το βίωμα της εκκλησίας μας. Η Άλωση και οι μετέπειτα εξελήξεις μας διδάσκουν ότι τελικά επιβιώσαμε μέχρι σήμερα χάρις στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Διότι η Ορθόδοξη Παράδοση είναι Σταυροαναστάσιμη. Μας θυμίζει ότι μετά την κάθε Σταύρωση του Γένους ακολουθεί η Ανάσταση. Αρκεί να το πιστέψουμε!

Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων

Ἡ Ἁγία Πεντηκοστή

Τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει. Παρακάλεσέ Το νὰ ἐπιφοιτήοει πάνω σου, γιὰ νὰ βρίσκεσαι πάντοτε ἐντός τῆς Χάριτός Του.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων, Πνεῦμα ζωοποιόν. Παρακάλεσέ Το νὰ ζωοποιήσει τὴν ψυχή σου γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι πῦρ. Παρακάλεσέ Το νὰ ἀποτεφρώσει ὅλο τὸ κακὸ ἐντός σου καὶ νὰ ἀνάψει μέσα σου τὸν λύχνο τῆς καρδιᾶς σου γιὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴ τὴν καταλάβει κανένα σκότος.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι φῶς. Παρακάλεσέ Το νὰ σὲ φωτίσει, γιὰ νὰ λάμψεις ὡς ἀστὴρ στὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Θεός. Παρακάλεσέ Το νὰ σὲ ἁγιάσει καὶ νὰ σὲ καταστήσει μέτοχον Αὐτοῦ εἰς τοὺς αἰώνας.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ πᾶν. Παρακάλεσέ Το ὡς «θησαυρὸ τῶν ἀγαθῶν» νὰ ἐκχυθεῖ στὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὴν πληρώσει μὲ τὴν ἀτελεύτητη χαρά, γιὰ νὰ εἶσαι πλούσιος εἰς τοὺς αἰώνας.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Πνεῦμα ἀθάνατον. Παρακάλεσέ Το νὰ γίνεις καὶ σὺ πνεῦμα, διότι εἶναι ἀδύνατον στὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιο ζωή. Πρέπει καὶ αὐτὰ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ζωὴ νὰ γίνουν πνευματικά. Λέγε στὴν καρδιά σου: «Καρδιά μου, τί κάνεις ἐδῶ στὴν γῆ; Γιατί βασανίζεσαι καὶ δὲν θέλεις νὰ ὑψωθεῖς πάνω ἀπὸ τὴν σκόνη; Γιατί λυπᾶσαι γιὰ τὶς γήινες δυσκολίες καὶ ἀτυχίες; Διότι ἐδῶ στὴν γῆ τίποτε δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν δικαιοσύνη Του, ἐνῶ ἐσύ πρέπει νὰ ἀνήκεις στὸν οὐρανό».
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὲ καλεῖ στὸν οὐρανό. Ὤ, γρηγόρησον, γρηγόρησον, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖς στὴν κλήση Του!
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι......Παράκλητος. Πρόσελθε νοερῶς καὶ ἐπίπεσε ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ κλάψε ἔμπροσθέν Του. Ἀνάγγειλέ Του τὶς θλίψεις σου καὶ τὶς λῦπες σου. Παρακάλεσέ Τον καὶ μὴ ντραπεῖς γιὰ τὶς ἀδυναμίες σου, διότι Αὐτὸς εἶναι Πατέρας σου καὶ δὲν θὰ σὲ αἰσχυνθεῖ οὔτε θὰ σὲ ἀποστραφεῖ. Ἀντιθέτως, Αὐτὸς εἶναι ἀγαθὸς (Ματθ. ιθ’, 17). Αὐτὸς ὅλα θὰ τὰ κατανοήσει, θὰ σὲ παρηγορήσει μὲ θεϊκὴ παρηγοριὰ ἀπεριόριστη καὶ ἀνεξάντλητη καὶ θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια σου (Ἀποκ. ζ΄, 17).
Βλέπε τὸν ἐπίγειο Ναὸ πῶς εἶναι διακοσμημένος μὲ πολλὰ ἄνθη καὶ ἐνθυμοῦ ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔχει τὴν δύναμι νὰ σὲ πλημμυρίσει μὲ εὐωδία ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν θὰ μαραθεῖ εἰς τοὺς αἰώνας.
Ὢ Πνεῦμα Ἅγιον, δῶσε νὰ σὲ διακονοῦμε ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, καὶ «ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Δὲν νοσταλγεῖ τόσο ἡ ἔρημος γιὰ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, ὅσο νοσταλγεῖ ἡ καρδιὰ μας περιμένοντας τὸν ἐρχομό Σου. Ἐλθέ πρὸς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἡ χαρὰ ἡμῶν, τὸ πᾶν ἡμῶν.
Σὺ εἶσαι ὁ Αἰώνιος Θεὸς καὶ ἐν τῇ ἀγάπῃ Σου θὰ παραμείνουμε εἰς τοὺς αἰώνας, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἕνα ὄνειρο καὶ ἕνα ποτάμι ποὺ ρέει δίπλα μας.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ

www.imaik.gr/

Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης: Υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας



1. Υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας, που είναι πιο φοβερός από τον αισθητό πόλεμο. 

Και πρέπει ο εργάτης της ευσέβειας να τρέχει νοερά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (Φιλιπ. 3,14), για να θησαυρίσει τελείως μέσα στην καρδιά του τη μνήμη του Θεού σαν μαργαριτάρι ή πολύτιμο λίθο. 

Και πρέπει όλα να τα παραμερίζομε, ακόμη και το σώμα, και αυτή τη ζωή να καταφρονούμε, μόνο και μόνο για να αποκτήσομε στην καρδιά μας το Θεό. 

Γιατί αρκεί, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος:

Να βλέπει κανείς με το νου του το Θεό, για ν’ αφανίσει τους πονηρούς δαίμονες.

Από το βιβλίο: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, 
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 14-28.

Τα στάδια στη ζωή ενός ανθρώπου



4 ετών: Ο μπαμπάς μου μπορεί να κάνει τα πάντα! 
7 ετών: Ο μπαμπάς ξέρει τόσα πολλά! 
8 ετών: Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει τελικά και τόσα πολλά. 
12 ετών: Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει τι του γίνεται. 
14 ετών: Ο πατέρας μου;; Ασε καλύτερα! 
21 ετών: Ωχ πάλι αυτός μπροστά μου! 
25 ετών: Κάτι ξέρει για το θέμα ο πατέρας μου αλλά όχι και πολλά πράγματα. 
30 ετών: Θα πρέπει να μάθω τι ξέρει ο πατέρας μου για το θέμα. 
35 ετών: Πριν αποφασίσουμε ας ζητήσουμε και τη γνώμη του μπαμπά. 
50 ετών: Τι άραγε να πίστευε ο πατέρας γι΄ αυτό;; 
60 ετών: Τελικά ο πατέρας μου είχε τεράστια εμπειρία! 
65+ετών: Α, ρε πατέρα! Μακάρι να ζούσες και να μιλούσαμε σήμερα οι δυο μας.